Ετικέτες - θέματα

13.6.25

Τῆς Δασκάλας τὰ μάγια (1909) +ΒΙΝΤΕΟ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Κείμενο, ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK Διαβάζει Ο Κων/νος Οικονόμου

 

Τῆς Δασκάλας τὰ μάγια (1909) +ΒΙΝΤΕΟ

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 
Κείμενο,  ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK
Διαβάζει Ο Κων/νος Οικονόμου

   

 Μεγάλο θάμα ἔγινε, εἰς ὅλη τὴ γειτονιά ―καὶ εἰς ὅλο τὸ χωριὸ μάλιστα― ἕνα Σάββατον πρωί, καθὼς ἐπῆγεν ἡ νεαρὰ δασκάλισσα, συνοδευομένη καὶ ἀπὸ τὴν μικρὰν ὑπασπιστίναν της, τὸ Οὐρανιώ, τὸ θυγάτριον τοῦ Παναγῆ τοῦ Κυραντώνη, διὰ ν᾿ ἀνοίξῃ τὴν πόρταν τοῦ Σχολειοῦ· ἡ μικρὰ ὑπασπίστρια ἐπροπορεύετο κρατοῦσα ἕνα κομψὸν κουτί, καὶ δύο τυλιγμένα ἐργόχειρα, ἔκαμνε χαριτωμένους μορφασμοὺς καὶ τσακίσματα, εἶχε τὴν ξανθὴν πλεξίδα της λοξὰ πρὸς τὸ ἕνα αὐτί, κ᾿ ἦτον ὅλη μειδίαμα καὶ χάρις, ὥστε ἡ μὲν μυτίτσα της ἐγίνετο πλακαρὴ* καὶ σχεδὸν ἐξηλείφετο ἀπὸ τοὺς δύο μορφασμοὺς καὶ τ᾿ αὐλακάκια τὰ σχηματιζόμενα ἑκατέρωθεν, ἀπὸ τὸ πτερύγιον τῆς ρινὸς ἕως τὰ κάτω βλέφαρα, καὶ τὰ ματάκια της μισοκλεισμένα ἐτόξευαν ὑγρὸν σπινθῆρα· ἡ δασκάλισσα, χλωμή, μὲ παιδικὸν πρόσωπον, λευκοφορεμένη, καθὼς καὶ ἡ μικρὰ συνοδός της, ἀναδεδεμένη τὸν στέφανον τῆς πλουσίας κόμης της, ἄμεμπτος εἰς τὰ τῆς μόδας· ἀλήθεια, τὰ κορίτσια τοῦ Σχολειοῦ, εἶχαν μάθει καλοὺς πολιτισμένους τρόπους ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς δασκάλες· ἐμάθαιναν γράμματα καὶ χειροτεχνήματα, ἔκαμναν ὡς καὶ γυμναστικήν, ἓν-δύο-τρία, εἰς τὸ προπύλαιον τοῦ Σχολείου· ἡ κόρη τοῦ Ντάκου εἶχε μάθει πῶς νὰ χτενίζῃ τὰ ἀχυρόχροα μαλλιά της, ξέπλεκα, ἁπλωμένα ἐπὶ τῶν νώτων, μέχρι τῆς μέσης, λευκοφοροῦσα ὡσὰν ἀνεράιδα τοῦ βουνοῦ· αἱ παιδίσκαι τοῦ Στόιου καὶ τοῦ Λεγαντῆ εἶχον μάθει μπλὲ μαρέν, καὶ καρρέ, ἀκόμη καὶ τρανσπαράν· καὶ τὸ θυγάτριον τοῦ Σταμάτη τοῦ Μπλατσίνη εἶχε μάθει εἰς ἕνα μονότονον, ἀχρωμάτιστον ἦχον διάφορα ἀνόητα τραγουδάκια· ὅσον ἀφορᾷ τὴν ξανθὴν πλεξίδα λοξὴν πρὸς τὸ αὐτί, ὅλαι σχεδὸν αἱ μαθήτριαι τὴν εἶχον ἀναπετάσει ἐσχάτως· ἄλλοι ἔλεγον ὅτι ἀπ᾿ ἐκεῖνο τὸ αὐτὶ ἐβγῆκε τὸ μυαλὸ τῆς δασκάλας καὶ τῶν κοριτσιῶν, ἄλλοι ἔλεγον ὅτι ἐξητμίσθη ἀπὸ τὴν κορυφὴν τῆς κεφαλῆς, διὰ μέσου τῶν ριζῶν ἑκάστης τριχός, καὶ ἄλλοι ἔλεγον ὅτι εἶχε φύγει ἀπ᾿ ἐπάνω ἀπὸ τὴν ὀροφὴν τοῦ Σχολείου· πλὴν ταῦτα ἦσαν λόγια τῶν γραϊδίων τῆς γειτονιᾶς, τῶν γλωσσαλγῶν, ὁποὺ μεταχειρίζονται τὴν ρόκαν μόνον ὡς συνόδευμα τῶν κινήσεων τῆς γλώσσης, ἢ ἔχουν τὴν κακολογίαν οἱονεὶ ὡς κέλευσμα πρὸς ἀνακούφισιν τοῦ κόπου τῆς ρόκας. Ὁ κόσμος θὰ ἐξακολουθῇ πάντοτε νὰ βαδίζῃ ἐμπρός, πότε κούτσα-κούτσα, πότε σήκω-πέσε· μὲ σκιρτήματα μονοπόδαρα, μὲ σκοντάμματα, ἢ μὲ βήματα καρκίνου· καὶ ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ὅσοι ἐγήρασαν, κ᾿ ἐκουράσθησαν, καὶ δὲν δύνανται νὰ παρακολουθήσουν· εἰς ὅσους «ἐπαλαιώθησαν, καὶ ἐχώλαναν ἀπὸ τῶν τρίβων αὑτῶν».

*
* *


Λοιπὸν ἐκείνην τὴν πρωίαν Σαββάτου, περὶ τὰς ἀρχὰς Μαΐου, καθὼς ἠνοίχθη ἡ πόρτα, καὶ εἰσῆλθεν ἡ Εὐανθία, ἡ νεαρὰ δασκάλισσα, δὲν ἐπέρασαν δύο λεπτά, καὶ ἡ μικρὰ ἀκόλουθός της, τὸ Οὐρανιώ, ἀφῆκε βαθεῖαν κραυγὴν ἐκπλήξεως.

― Κυρία, κυρία!

― Τί εἶναι;

―Ἰδέτ᾿ ἐδῶ!… ἔλα νὰ ἰδῇς.

Ἡ νεᾶνις ἔκαμε τρία βήματα πρὸς τὸ μέρος ὅπου τὴν ἐκάλει ἡ παιδίσκη. Δίπλα εἰς τὴν μεγάλην τράπεζαν τῆς δασκαλοκαθέδρας, ὅπου ἀπετίθεντο συνήθως οἱ ἔλεγχοι καὶ κατάλογοι, ὡς καὶ τὰ τετράδια τῶν μαθητριῶν, ἐπὶ τοῦ μικροῦ τραπεζίου τοῦ χρησιμεύοντος διὰ τὴν διδασκαλίαν καὶ ἐξάσκησιν τῶν χειροτεχνημάτων, ἔκειντο φύρδην μίγδην μερικὰ ἀντικείμενα ξένα ὅλως πρὸς τὸ Σχολεῖον, τὰ ὁποῖα ἦτο ὅλως ἄπορον πῶς εὑρέθησαν ἐκεῖ. Ἐν πρώτοις χόρτα τινὰ καὶ ἄγρια ἄνθη, παπαροῦνες καὶ σταχυοειδῆ, λυσοχόρταρα*, μαϊόχορτα, καὶ ὀλίγαι κλωσταὶ καννάβιναι καὶ ἐκ καραβοσχοίνου, μακραὶ τρίχες γυναικεῖαι μαῦραι, ἄλλαι τρίχες φοράδας κόκκινες, μικρὰ κόκκαλα ἀπὸ τὸ Κοιμητήρι, καὶ τέλος ἓν κρανίον ἀνθρώπινον. Τί ἦσαν ὅλ᾿ αὐτά; Καὶ τί ἤθελαν ἐκεῖ; Βεβαίως μάγια· ἐχθροὶ τὰ εἶχαν ρίξει τῆς δασκάλας.

Τῆς μικρᾶς παιδίσκης ἐξηλείφθη ὁ μορφασμός της, τὸ χαμόγελόν της ἔσβησε, καὶ ἡ μυτίτσα της ἡ πλακαρὴ ἐσχηματίσθη εἰς προεξοχήν. Ἡ νεαρὰ δασκάλισσα ἐγέλασε. Δὲν ἐφαίνετο νὰ πιστεύῃ τὰ μάγια.

Ἡ Οὐρανιὼ συνέπλεξε τὰς χεῖρας ἐν ἀδημονίᾳ.

― Μάγια σᾶς κάμανε, κυρία, μάγια!…

― Δὲν εἶναι τίποτε, Οὐρανία· μάζωξέ τα νὰ τὰ πετάξῃς ἔξω.

―Ἐγώ, κυρία, νὰ τὰ πιάσω μὲ τὰ χεράκια μου!;

― Κάμε αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω, διέταξεν ἐν ἀνυπομονησίᾳ ἡ δασκάλισσα· δὲν εἶναι τίποτε… πρὶν ἔλθῃ κ᾿ ἡ ἄλλη, καὶ τὰ ἰδῇ· καὶ τότε τὸ μικρὸ γίνεται μεγάλο.

Ἔτι λαλούσης αὐτῆς, εἰσῆλθεν ἡ Εὐθαλία, ἡ δευτέρα δασκάλισσα, συνοδευομένη καὶ ἀπὸ τὴν μητέρα της. Ἦτο στρογγυλοτέρα ὀλίγον τὸ ἀνάστημα, ὅπως ἡ ἄλλη ἦτο λιγνή, παχουλή, ὅσον ἰσχνὴ ἐκείνη, μὲ παιδικὸν πρόσωπον, ὅπως ἡ πρώτη, ὀλιγώτερον κομψή, ἀλλὰ συμπαθὴς τὴν ἔκφρασιν. Εἶχεν ἔλθει ἐφέτος πρώτην φορὰν εἰς τὸν τόπον, καθὼς εἶχε λάβει τὸ δίπλωμά της ἀπὸ τὸ ἐν Ἀθήναις Ἀρσάκειον, ὅπου ὅλαι, ὡς γνωστόν, ἀριστεύουν, ἐνῷ ἡ πρώτη ἦγε τὸν τρίτον χρόνον ἀπὸ τοῦ διορισμοῦ της. Ἡ Εὐθαλία ἠκολουθεῖτο ἀπὸ τὴν μητέρα της· ἦτο αὕτη καλὴ γερόντισσα, εὐσεβής, καταγομένη ἀπὸ τὴν γείτονα νῆσον, καὶ ἐλέγετο ὅτι ἦτο ἐκ μιᾶς τῶν καλυτέρων οἰκογενειῶν τῆς πατρίδος της.

Διευθύνθησαν πρὸς τὸ μέρος τῆς δασκαλοκαθέδρας, πρὸς τὸ ἐσώτερον δυτικὸν πλάτος τοῦ ἰσογείου, ἀπὸ τὴν θύραν τὴν νοτιανατολικήν. Ἡ Εὐανθία, ὡς τὰς εἶδεν, ἔρριψε βλέμμα ἀνήσυχον πρὸς τὰ μαγικὰ ἀντικείμενα, ὁποὺ δὲν ἦτο καιρὸς πλέον νὰ τὰ κρύψῃ ἢ νὰ τὰ κάμῃ ἄφαντα, καὶ ἐν σπουδῇ, προχείρως ἀνεσήκωσε τὸ ἴδιον τραπεζομάνδηλον, καὶ μὲ αὐτὸ ἐδοκίμασε νὰ τὰ σκεπάσῃ. Ἀλλὰ δὲν ἔφθανεν ἡ ποδιὰ τοῦ ὀθονίου διὰ νὰ συγκαλύψῃ ὅλα τὰ μαγικά, καθὼς ἔκειντο σκόρπια ἐπὶ τῆς μικρᾶς τραπέζης, ὅθεν βιαίως ἐτράβηξε τὸ τραπεζομάνδηλον πρὸς τὸ μέρος της, διὰ νὰ κάμῃ μακροτέραν τὴν κρεμαμένην ἄκραν· πλὴν τότε ἔγινε μικρὸς θόρυβος, τὰ σκληρὰ ἀντικείμενα ἐκρότησαν, καὶ δύο πεθαμένα κόκκαλα σπρωχθέντα ἀποτόμως, ἔπεσαν μετὰ κρότου εἰς τὸ σανίδινον πάτωμα.

Ἡ Εὐανθία ἐμόρφασεν ὀργίλως, θυμωμένη κατὰ τοῦ ἰδίου ἑαυτοῦ της· ἀφῆκε μικρὰν κραυγὴν ἐκπλήξεως, ὡς ν᾿ ἀνεκάλυψεν αἴφνης ἓν πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ἦτον ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια της, καὶ ὅμως δὲν τὸ ἔβλεπεν ἕως τότε· καὶ ταχεῖα, ἔλυσεν ἐξόπισθεν τὴν ἰδίαν λευκὴν ποδιάν της, καὶ τὴν ἐφήπλωσεν ἐπὶ τοῦ τραπεζίου.

Ἡ Εὐθαλία καὶ ἡ γερόντισσα, ἐν τῷ μεταξύ, ἀργοπατοῦσαι, καὶ συνομιλοῦσαι, μόλις ἔφθασαν πλησίον τῆς πρώτης δασκάλας, καὶ τὴν ἐκαλημέρισαν. Πλὴν ἡ μία ἄκρα τῆς λευκῆς ἐμπροσθέλας ἔπεσεν ἀκριβῶς ἐπὶ τοῦ νεκρικοῦ κρανίου, καὶ μόνον κατὰ τὰ δύο τρίτα τὸ ἐσκέπασε. Τὸ πρόσωπον, τὸ στόμα, καὶ τὸ χάσμα τῆς φαγωμένης ρινὸς τοῦ κρανίου, ἔμειναν ὁρατά, πρὸς τὸ μέρος ὁπόθεν ἤρχοντο αἱ δύο γυναῖκες.

Ἡ γραῖα ἀφῆκε κραυγὴν θάμβους καὶ φόβου.

― Μπά!… τ᾿ εἶν᾿ αὐτό, πουλάκι μ᾿;

Ἐδείκνυε τὰ ἀραιὰ διαλείποντα ὀδόντια, καὶ τὰ χάσματα τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ κρανίου.

*
* *

Ἡ Εὐανθία ἐκάλεσεν εἰς ἐπικουρίαν ὅλην τὴν ἑτοιμότητα τοῦ πνεύματός της.

― Ἐμᾶς, κυρία, ὁ καθηγητής μας ὁ Β., μᾶς ἐδίδασκεν ἀνθρωπολογίαν, ὡς καὶ ἀνατομίαν… μᾶς ἐσυνήθισε νὰ μελετᾶμε τοὺς σκελετοὺς τῶν ἀποθαμένων, καὶ νὰ μὴν ἔχουμε προλήψεις.

Ἡ ἀγαθὴ γραῖα τὴν ἐκοίταξεν ὡς νὰ μὴ ἐννόει.

― Παρήγγειλα νὰ μοῦ φέρουν αὐτὸ τὸ κεφάλι καὶ τὰ κόκκαλα, διὰ νὰ διδάξω τὰς μαθητρίας ἀπὸ ποῦ καὶ πῶς εἴμεθα φτιασμένοι.

Ἡ γραῖα ἀνεσήκωσε τὴν ἄκραν τῆς ποδιᾶς, κ᾿ ἐξήτασε διὰ τοῦ βλέμματος ὅλα τ᾿ ἀντικείμενα.

―Ἄ! θὰ τὶς μάθῃς οὗλα τὰ πάντα, μαθές, εἶπεν ἀφελῶς, εἰς τρόπον ὥστε δὲν ἦτο πολὺ σαφὲς ἂν εἶχε πεισθῆ ἢ ἂν εἰρωνεύετο· καὶ γιὰ ταῦτο* ἔφερες, πουλάκι μ᾿, οὗλα τὰ σκέλεθρα αὐτὰ ἀπ᾿ τὰ Μνημούρια… καὶ τὶς κανναβένιες κλωστές, καὶ τὶς τρίχες τὶς ἀλογίσιες, καὶ τὶς παπαροῦνες, καὶ τὰ μαϊολούλουδα;

― Καιρὸς εἶναι νὰ λάβουν τὰ κορίτσια μίαν ἰδέαν γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, εἶπεν ἡ δασκάλα· κοντεύουν οἱ ἐξετάσεις, καὶ πῶς θὰ κάμουμε κ᾿ ἡμεῖς φιγούρα;

*
* *

Ὅταν εἶχαν φθάσει τὴν πρώτην στιγμὴν ἡ Εὐανθία καὶ ἡ μικρὰ συνοδεύτριά της εἰς τὸ σχολεῖον, ἔξω εἰς τὸ προαύλιον ἦσαν πέντε ἢ ἓξ μαθήτριαι, μὲ τὰ τετράδιά των καὶ μὲ τὰ ἐργόχειρα, περιμένουσαι. Αὗται εἶχαν εἰσέλθει ἤδη, κ᾿ ἐπῆγαν εἰς τὰ θρανία των. Ἄλλαι δέκα ἕως δεκαπέντε ἔφθασαν εὐθὺς κατόπιν. Τὸ Σχολεῖον ἐγέμιζεν ἤδη ἀπὸ κορίτσια. Δύο ἢ τρεῖς κορασίδες, εἶτα ἑπτὰ ἢ ὀκτώ, ὕστερον ὅλαι ὅσαι ἤρχοντο, ἀφῆκαν τὶς σάκκες ἐπὶ τῶν θρανίων των, καὶ κατευθύνθησαν πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἵσταντο αἱ τρεῖς γυναῖκες. Ἡ μία εἶπε τῆς Οὐρανίας:

―Ἀρή, τί εἶναι;

― Μάγια, εἶπε μὲ μορφασμὸν τὸ Οὐρανιώ.

Ἤδη τῆς εἶχε περάσει ὁ φόβος, καὶ τῆς ἐπανήρχετο ἡ συνήθης εὐθυμία της.

― Μάγια; ἠρώτησεν ἡ Σινιωρίτσα τοῦ Μυτιληνιοῦ.

― Μάγια; ἐπανέλαβεν ἡ Ματούλα τοῦ Καλοειδῆ.

― Μάγια· ἐβεβαίωσεν τὸ Ὀρσάκι τοῦ Ζαχαριάδη.

― Μάγια· ἐπεκύρωσεν ἡ Φλωροὺ τοῦ Λαμιαίου.

Τὰ κορίτσια εἶχαν περικυκλώσει τὴν μικρὰν τράπεζαν, κ᾿ ἐκοίταζαν μὲ μεγάλα μάτια καὶ μὲ ἀνοικτὰ στόματα τ᾿ ἀξιοπερίεργα ἀντικείμενα.

― Τί θέλετ᾿ ἐδῶ; ἔκραξε μὲ αὐστηρότητα ἡ Εὐανθία. Γλήγορα στὰ θρανία σας… στὰς θέσεις σας!

Ἔδραξε τὴν βέργαν, κ᾿ ἐφοβέρισε τὰς μαθητρίας.

Ἡ γραῖα Μονεβασιά, ἡ μητέρα τῆς δευτέρας δασκάλας, συνέπλεξε τὰς χεῖρας, κ᾿ ἔκραξε:

― Τώρα, τί νὰ κάμουμε; Τ᾿ ἦταν αὐτό;… Μὴ λές, πουλάκι μ᾿, πὼς τὰ εἶχες παραγγελιά, γιὰ νὰ μάθῃς τὰ κορίτσια κατὰ πῶς εἴμαστε φτιασμένοι, οὗλα τὰ πάντα. Μάγια σᾶς ρίξανε· ἀκοῦς τὰ κορίτσια τί λένε;

― Ξέρουν τὰ κορίτσια τί τοὺς γίνεται; εἶπεν ἡ Εὐανθία.

― Τώρα χρειάζεται ἁγιασμὸς νὰ ψαλῇ ἐδῶ… ξορκισμοὶ νὰ διαβαστοῦνε… Μὴν ἀρχινᾶτε, πουλάκι μ᾿, τὸ μάθημα, πρὶν ξορκισθῇ ὁ ἐχτρὸς ἀποδῶ μέσα.

Ἐκάλεσε τὴν μικρὰν Ματούλαν, κόρην τοῦ Παπαγληγόρη.

― Πᾷς, πουλάκι μ᾿, νὰ πῇς τ᾿ παπᾶ σ᾿, νὰ πάρῃ τὸ πετραχήλι του νά ᾽ρθῃ ἐδῶ;… Νὰ πάρῃ πές, καὶ τὸ Εὐχολόγιο μαζί του… ξορκισμοὺς πρέπει νὰ διαβάσῃ.

Ἡ μικρὰ δὲν ἐπερίμενε νὰ ἐπικυρώσῃ τὴν διαταγὴν ἡ δασκάλισσα. Πάραυτα ἔτρεξε πρὸς τὴν θύραν. Ἡ Εὐανθία, ὡς ναρκωμένη, δὲν εἶπε τίποτε. Μόνον ὅταν ἡ παιδίσκη ἐξῆλθεν, ἐστράφη πρὸς τὴν γερόντισσαν καὶ τῆς εἶπε:

― Τί θέλεις, σταυρομάννα*· γιὰ νὰ μᾶς ἀκούουν κι ἄλλοι;

― Αὐτό, πουλάκι μ᾿, δὲν εἶναι πρᾶμα ποὺ νὰ κρυφθῇ, μαθές, εἶπεν ἡ γραῖα· ὁ παπὰς ποὺ θά ᾽ρθῃ δὲν θὰ τὸ κοινολογήσῃ;… Ἔχεις ψαλίδι γιὰ νὰ κόψῃς τὶς γλῶσσες ὅλων τῶν κοριτσιῶν;

Ἡ Εὐανθία ἔσεισε τοὺς ὤμους.

― Κὶ νὰ τὶς κόψῃς, πουλάκι μ᾿, ἄλλες θὰ φυτρώσουνε· μιὰ θὰ κόφτῃς, δυό, τρεῖς, τέσσερες θὰ βγαίνουνε… Δὲν ἔχουν παιδεμὸ τῶν γυναικῶν οἱ γλῶσσες.

*
* *

Ἡ Εὐανθία ἐν ἀνίᾳ περιήρχετο περὶ τὰς δύο τραπέζας καὶ τὰ πρῶτα θρανία. Ἡ γραῖα Μονεβασιὰ ἐπλησίασε πρὸς τὰ μάγια, καὶ ἤρχισε νὰ θεωρῇ μετὰ προσοχῆς τὸ νεκρικὸν κρανίον.

― Νά, ἐδῶ εἶναι τὰ γράμματα, ποὺ γράφουν τὴ μοῖρά μας, εἶπε δεικνύουσα τὰ ἱερογλυφικὰ ἐκεῖνα σημεῖα τῆς συναρμογῆς τοῦ μετώπου· ἐδῶ εἶναι γραμμένο ὅλο τὸ ριζικό μας. Ἔπαθα τά ᾽παθα, τά πάθω μέλλω;

― Τί θὰ πῇ αὐτό, μητέρα; ἠρώτησεν ἡ Εὐθαλία.

― Αὐτὸ θὰ πῇ, κορίτσι μ᾿, ξέρουμε τὰ ὅσα πάθαμε, μὰ δὲν ξέρουμε τί μᾶς μέλλει ἀκόμα. Ἦτον μιὰ ζηλιάρα, καὶ σὰν εἶδε ποὺ ὁ ἄνδρας της εἶχε ἕνα γυναίκειο καύκαλο κλειδωμένο μὲς στὸ ἀρμάρι του, ἀπ᾿ τὴ μανία της τὸ ἔρριξε στὸ φοῦρνο καὶ τό ᾽καψε· κι ὁ ἄνδρας της τὸ εἶχε φυλάξει ἀπὸ περιέργεια, ἐπειδὴ ἦτον μάντις, κ᾿ ἐγνώριζε νὰ διαβάζῃ τὰ μυστικὰ γράμματα τοῦ ριζικοῦ, κι ἀπόρησε· σὰν τί ἔμελλε νὰ πάθῃ ἀκόμα αὐτὸ τὸ κούτελο· κ᾿ ἐκείνη ἀπ᾿ τὴ ζήλεια της ἐπίστεψε πὼς ἦτον τῆς παλιᾶς ἀγαπητικιᾶς του· καὶ σὰν τὸ εἶδ᾿ ἐκεῖνος ὕστερα ποὺ κάηκε, ἐκατάλαβε γιατί ἐπάνω στὸ κούτελο ἦτον γραμμένο: «ἔπαθα τά ᾽παθα· τά πάθω μέλλω;»

Ἡ Εὐθαλία ἠκροᾶτο ἐν σιωπῇ. Ἡ μήτηρ της ἐπανέλαβε.

― Κι αὐτὸ ἐδῶ, πουλάκι μ᾿, φαίνεται νὰ εἶναι γυναίκειο κούτελο· καὶ σ᾿ αὐτὸ ἐπάνω κάτι τέτοιο θὰ εἶναι γραμμένο.

*
* *

Τέλος ἔφθασεν ὁ παπα-Γληγόρης. Ἐφόρεσε τὸ πετραχήλι του, ἤνοιξε τὸ Εὐχολόγιον, καὶ ἤρχισε νὰ διαβάζῃ μὲ ψίθυρον καὶ βόμβον φωνῆς.

«Ἐπιτιμᾷ σοι Κύριος, διάβολε… φύγε, δραπέτευσον, ἀναχώρησον, δαιμόνιον ἀκάθαρτον καὶ ἐναγές, καταχθόνιον, βύθιον, ἀπατηλόν, ἄμορφον, ἢ αὐτὸς εἶ ὁ Βεελζεβούλ, ἢ κατασείων, ἢ δρακοντοειδής, ἢ θηριοπρόσωπος, ἢ ὡς ἀτμίς, ἢ ὡς καπνός, ἢ ὡς ἄρρεν, ἢ ὡς θῆλυ, ἢ ὡς ἑρπετόν, ἢ ὡς πετεινόν, ἢ νυκτολάλον, ἢ κωφόν, ἢ ἄλαλον… ἢ λάγνον, ἢ δυσῶδες, ἢ φαρμακόφιλον, ἢ ἐρωτομανές, ἢ ἀστρομαγικόν, ἢ φιλόνικον, ἢ ἀκατάστατον· ἢ ὀρθρινόν, ἢ μεσημβρινόν, ἢ μεσονυκτικόν, ἢ ἀωρίας τινός, ἢ αὐγῆς… ἢ κρημνῶν, ἢ ἐκ λάκκου, ἢ καλαμῶνος, ἢ λίμνης ἢ ἐκ στέγης λουτροῦ, ἢ ἐκ μνήματος εἰδωλικοῦ, ἢ ὅθεν ἴσμεν, καὶ οὐκ ἴσμεν… φιμώθητι, φοβήθητι, φύγε, μὴ ὑποστρέψῃς, μηδὲ ὑποκρυβῇς, ἀλλ᾿ ἄπελθε εἰς γῆν ἄνυδρον, ἔρημον, ἀγεώργητον, ἣν ἄνθρωπος οὐκ οἰκεῖ, Θεὸς μόνος ἐπισκοπεῖ, ὁ σειραῖς ζόφου ταρταρώσας σὲ πάντων τῶν κακῶν τὸν ἐφευρετὴν διάβολον· ὅτι μέγας ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, καὶ μεγάλη ἡ δόξα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

*
* *

Ὅλην τὴν ἡμέραν ἡ Εὐανθία, οὔτε τὰς μαθητρίας ἀπέπεμψεν, οὔτε μάθημα εἶχεν ὄρεξιν νὰ κάμῃ· ἀλλ᾿ αὐτοσχεδίασε προχείρως ἀνακρίσεις, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ τὰ κοράσια ἂν ἐγνώριζον τίποτε ὡς πρὸς τὰ μαγικὰ ἀντικείμενα τὰ εὑρεθέντα εἰς τὸ Σχολεῖον. Πρὸ πάντων ἦτο ἄπορον: πῶς καὶ πόθεν εἰσῆλθε τὸ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον εἷχε ρίψει αὐτὰ τὰ περίεργα πράγματα ἐντὸς τοῦ Σχολείου. Ἡ πόρτα ἦτον κλειδωμένη, τὰ παράθυρα ἦσαν ἐφωδιασμένα μὲ δικτυωτά… Ἀπὸ τὴν στέγην τάχα, καθὼς ἔλεγαν οἱ ἐξορκισμοί, κατῆλθεν ὁ ἐχθρός, ἢ κάτωθεν ἀπὸ τὸ ἰσόγειον δάπεδον τοῦ κτιρίου ἀνῆλθε τὸ καταχθόνιον δαιμόνιον;

Τέλος, ἡ νεαρὰ δασκάλισσα, μετὰ πολλὰς προσπαθείας, ἀνεκάλυψεν ἓν ἴχνος, πραγματικὸν ἢ ἀπατηλόν. Καὶ τὴν ἑσπέραν, ὅταν ἐσχόλασαν τὰ κορίτσια, ἐγνώσθη ὅτι αἱ δύο μαθήτριαι, αἵτινες εἶχον κρατήσει τὰ κλειδιά, διὰ νὰ σκουπίσουν τὴν προλαβοῦσαν ἑσπέραν, εἶχαν ἔλθει εἰς συγκοινωνίαν μὲ μίαν πρῴην μαθήτριαν, τὴν Ἀρετὼ Καλκατζάκη, καὶ μ᾿ ἕνα κορίτσι τοῦ δρόμου, τὴν Μαχὼ τῆς Τσούναινας. Αὐταὶ αἱ δύο εἶχαν κάμει τάχα τὰ μάγια;

ΤΟ ΒΙΒΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ:


Ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ Πακνανάς ο Κηπουρός [30 Ιουνίου ή 9 Ιουλίου 1770 (ή 1771)] +ΒΙΝΤΕΟ από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο

 

Ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ Πακνανάς ο Κηπουρός

[30 Ιουνίου ή 9 Ιουλίου 1770 (ή 1771)] +ΒΙΝΤΕΟ

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο




  ΑΠΟ ΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΦΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ
: Ο άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ γεννήθηκε, στην Αθήνα από φτωχούς, μα ευσεβείς γονείς, γύρω στο 1750. Ζούσε στη συνοικία της Βλασσαρούς, η οποία βρισκόταν κάτω από την Ακρόπολη, στο σημερινό χώρο της Αρχαίας Αγοράς. Η φτώχεια δεν του επέτρεψε να μάθει γράμματα κι έτσι, αγράμματος κι απλοϊκός, με πολλή όμως πίστη στο Χριστο, μεγάλωνε ο Μιχαήλ κοντά στους ευλογημένους γονείς του. Όταν έγινε έφηβος, ο πατέρας του τον πήρε κοντά του να τον βοηθάει στους κήπους, όπου δούλευε. Δούλεψε κάμποσα χρόνια έτσι, δίπλα στον πατέρα του. Μετά, σαν έχασε τον πατέρα του, αγόρασε ένα γαϊδουράκι και μ’ αύτό έβγαινε στα γύρω χωριά, και κουβαλούσε κοπριά για τους κήπους, που καλλιεργούσε παλιότερα ο πατέρας του. Καμμιά φορά ψώνιζε απ’ την πολιτεία πράγματα που δεν είχαν οι χωρικοί στον τόπο τους, κι όταν πήγαινε στα χωριά τους τα πουλούσε. Κάπως έτσι ήταν η ζωή του Μιχαήλ, με πολύν κόπο και ίδρωτα, πότε στους κήπους των πλουσίων Αθηναίων, πότε στα δύσβατα τότε χωριά γύρω απ’ την Αθήνα, δοξάζοντας το Θεό που τον φύλαγε πιστό ορθόδοξο χριστιανό, ανάμεσα στους άπιστους αγαρηνούς, στους οποίους τότε ήταν σκλάβοι οι Έλληνες.

 

  ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΚΕΣ ΠΙΕΣΕΙΣ: Μια μέρα, όμως, καθώς γυρνούσε από τα χωριά, στην είσοδο της Αθήνας, συνάντησε τους φύλακες της χώρας, που ήταν άνθρωποι του Βοεβόδα της πόλης, Μωαμεθανοί κι αυτοί. Από καιρό τον είχαν βάλει στο μάτι, και καθώς τον έβλεπαν απλοϊκό κι αγράμματο, νόμιζαν πως θα τον έκαμναν ν’ αλλαξοπιστήσει. Και γι’ αυτό τον συκοφάντησαν κατηγορώντας τον πως πήγε μπαρούτι στους κλέφτες, τους αρματωμένους Έλληνες, που ήταν πάνω στα βουνά, και τον φυλάκισαν. Έτσι οι Αγαρηνοί έρχονταν καθημερινά και τον ανάγκαζαν με χίλιους τρόπους να τουρκέψει, δηλαδή ν’ αλλάξει την πίστη του. Μα αυτός, παρόλο που δεν ήξερε και πολλά γράμματα, δεν ήθελε ν’ αφήσει το Χριστό και να προσκυνήσει ψευδοπροφήτες, δεν θα άφηνε το άγιο Ευαγγέλιο, για χάρη του Κορανίου. Η Ορθοδοξία των πατέρων του είχε χαράξει πολύ βαθιά την πίστη μέσα του, και τίποτα μπορούσε να την ξεριζώσει.

 

   ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ: Πέρασε κάμποσος καιρός, χωρίς να φέρουνε αποτέλεσμα οι πιέσεις των Οθωμανών. Όταν πια τελείωσε η υπομονή τους, άρχισαν να τον φοβερίζουν πως, αν δεν αλλάξει την πίστη του, έχουν απόφαση και διαταγή να τον θανατώσουν. Αυτή την απόφαση την άκουσε κ’ ένας ζηλωτής ορθόδοξος, ονόματι Γεώργιος, και φοβήθηκε μήπως ο ευλογημένος Μιχαήλ, που ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών, νέος πολύ για να μη λογαριάζει τη ζωή και τις χαρές της, κλονιστεί και αλλαξοπιστήσει. Πάει λοιπόν στη φυλακή, δίνει με τρόπο «άσπρα» στους φύλακες, για να τον αφήσουν να δεί τον Μιχαήλ. Τον βρήκε να προσεύχεται γονατιστός, με δάκρυα στα μάτια. Έμειναν οι δυο τους ώρα πολλή μαζί, πότε κάνοντας προσευχή και πότε ψέλνοντας τροπάρια της Εκκλησίας. Ύστερα προσπάθησε, με όση δύναμη έχουν τα λόγια ενός πιστού, να τον στερεώσει στην πίστη του Χρίστου και να τον ενθαρρύνει στο δρόμο του μαρτυρίου, που ανοίγονταν ήδη μπροστά του. Ύστερα σηκώθηκε, αγκάλιασε το Μιχαήλ, τον ασπάστηκε κ’ έφυγε ψιθυρίζοντας λόγια προσευχής.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΟΕΒΟΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗ: Τα βασανιστήρια του Μιχαήλ συνεχιζότανε άπ’ τους απίστους ασταμάτητα. Όμως, όσο τον βασανίζανε, τόσο εκείνος γίνονταν πιο σταθερός στην άρνηση του: “δεν τουρκίζω· είμαι χριστιανός!”, έλεγε συνέχεια. Κάποτε, τον έβγαλαν απ’ τη φυλακή και τον παρουσίασαν στο Βοεβόδα, ελπίζοντας πως με κολακείες και ταξίματα (φορέματα, χτήματα, πλούτη), θα λύγιζε τον άγιο. Ο Νεομάρτυς όμως έμενε ασάλευτος στην πίστη του Χριστού. Ο Βοεβόδας τότε άρχισε τις απειλές για τα ερχόμενα μαρτύρια λέγοντάς του πως στο τέλος θα τον θανατώσει αν δεν αλλαξοπιστήσει. Ο Άγιος έλεγε και ξανάλεγε τις δυο λέξεις (δεν τουρκεύω), δίχως να λιποψυχήσει. Τότε ο Βοεβόδας τον έστειλε στον ονομαστό Καλοπασσιά από τα Γιάννενα, που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Αθήνα. Έλπιζε πως εκείνος, φόβος και τρόμος καθώς ήταν για τα μέσα που χρησιμοποιούσε σ’ όλους τους φυλακισμένους, θα γύριζε τον Μιχαήλ στην πίστη τους. Μα κι ο Καλοπασσιάς, μ’ ό,τι κι αν του ‘ταξε και μ’ όσες απειλές και βάσανα κι αν τον φοβέρισε τον Μιχαήλ, δεν κατάφερε να πάρει άλλη λέξη απ’ το στόμα του, εκτός από το: «δεν τουρκίζω»! Τότε ο Καλοπασσιάς του λέει με πονηριά: “Μπρέ λωλέ, άρνήσου κατά το παρόν την πίστη σου, για να γλυτώσεις τη ζωή σου, κι ύστερα πήγαινε σ’ άλλον τόπο, και έχε πάλι την πίστη σου”. Αλλά ο Μάρτυς δεν πειθόταν με κανέναν τρόπο, αλλά φώναζε ακατάπαυστα: “δεν τουρκίζω, δεν τουρκίζω”. Βλέποντας λοιπόν τον άγιο Μιχαήλ ο φοβερός Καλοπασσιάς ασάλευτο στην πίστη του, τον έστειλε στο δικαστή πια για να τον δικάσει. Κι εκείνος, βέβαια, πάσχισε να τον αλλαξοπιστήσει με τους δικούς του τρόπους, πριν να τον δικάσει, αλλά είχε κι αυτός το ίδιο αποτέλεσμα. Ο Άγιος του πετούσε κατάμουτρα το “δεν τουρκίζω”. Τότες θύμωσε και εκείνος, κι έβγαλε την απόφαση για να τον αποκεφαλίσουν.

 

  ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Ο Άγιος ατάραχος άκουσε την καταδίκη του και ακολούθησε τους οπλισμένους υπηρέτες, που τον πήγαιναν στον τόπο της καταδίκης. Δέσμιος, βασανισμένος κι εξουθενωμένος απο τα μαρτύρια, ο Άγιος δεν δείλιαζε, παρά έτρεχε με προθυμία στο μαρτύριο. Κι όταν στο δρόμο που περνούσαν απαντούσε χριστιανούς, φώναζε παρακλητικά: “συγχωρέστε με, αδέλφια, κι ο Θεός να σας συγχώρεσει”! Σαν έφτασε στον ορισμένο τόπο, γονάτισε, έκαμε την προσευχή του, κι έσκυψε το κεφάλι του με χαρά, σα να περίμενε ζωή απ’ το σπαθί, και όχι θάνατο. Ο αγαρηνός τον έπιασε απ’ τα μαλλιά και τον εχτύπησε με το σπαθί στο λαιμό, μα διπλαριστά κι όχι με την κόψη, για να τον κάνει να δειλιάσει και ν’ αρνηθεί το Χριστό. Μα ο άγιος με θάρρος του έλεγε: “Χτύπα για την πίστη”! Ο φονιάς τότε γύρισε τη μαχαίρα του από το κοφτερό μέρος, κι άρχισε να του κόβει το λαιμό λίγο-λίγο, για να προλάβει, αν πονέσει, να μετανιώσει και ν’ αλλοξοπιστήσει, αλλά μάταια, γιατί ο άγιος ολοένα και δυνατώτερα φώναζε: “κτύπα, για την πίστη”! Τότε ο δήμιος χτύπησε τον Άγιο με όλη του τη δύναμη κ’ έκοψε την τίμια κεφαλή του, ενώ η ψυχή του, στεφανωμένη μέσα στο αίμα του μαρτυρίου, ανέβαινε ν’ αναπαυθεί στις αιώνιες σκηνές των δικαίων του Θεού1.

ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΡΥΡΑ: Στην πρώτη κολώνα του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, διακρινόταν το ακόλουθο επιγραφικό χάραγμα: «1771 Ιουλίου 9 απεκεφαλίσθη ο Πακνανάς Μιχάλης». Το μοναδικό παρεκκλήσι σ’ όλη την Πρωτεύουσα αφιερωμένο στον Άγιο νεομάρτυρα Μιχαήλ βρίσκεται στον Ιερό Ναό Αναλήψεως Κυρίου Νέου Κόσμου (Λαγουμιτζή και Ντελακρουά), όπου κατά την παράδοση στην περιοχή αυτή βρισκόταν οι κήποι του Αγίου. Το 2003 ο Μιχαήλ ο Κηπουρός ανακηρύχθηκε προστάτης των διαιτολόγων και διατροφολόγων. Προς τιμήν του, ένας από τους κεντρικότερους δρόμος στη συνοικία της Αθήνας «Νέος Κόσμος» φέρει το όνομά του (Οδός Μπακνανά), καθώς και η παρακείμενη στάση του τραμ.

Ἀπολυτίκιο [Ἦχος α']: “Τοῦ δολίου πατήσας εὐθαρσῶς τὰ φρυάγματα ἐν ἐσχάτοις ἔτεσι, μάκαρ, Ἰησοῦν ὡμολόγησας, αἱμάτων σου δὲ ῥείθροις, Μιχαήλ, ἡγίασας τὴν γῆν τῶν Ἀθηνῶν καί ὑπόδειγμα ἐδείχθης ἅπασιν εὐσεβέσι, πίστει κράζουσι· Δόξᾳ τῷ ποιητῇ σου καί Θεῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ποδηγέτην σέ στεῤῥόν ἡμῖν δωρήσαντι.” Κοντάκιο [Ἦχος δ’]: “Εὐσεβείας ἤθεσι κεκοσμημένος, μαρτυρίου ἤνυσας, τὸ θεῖον σκάμμα Μιχαήλ, καὶ ἐκ χειρὸς τοῦ Παντάνακτος, τὸν τῆς ἀθλήσεως στέφανον εἴληφας”. Μεγαλυνάριον: “Χαίροις Ἀθηναίων εὖχος σεμνόν, Μιχαὴλ θεόφρον, Νεομάρτυς τοῦ Ἰησοῦ, Ὃν ἀεὶ δυσώπει, ὑπὲρ τῶν ἐκτελούντων, τὴν μνήμην σου τὴν θείαν, καὶ εὐφημούντων σε”.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Π.Β. Πάσχου, «Έρως Ορθοδοξίας», Εκδ. Αποστ. Διακονίας, Αθήνα, 1984.

konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. Ήταν είτε στις 6 ή στις 30 Ιουνίου, είτε στις 9 Ιουλίου, του 1770 ή 71, αναλόγως των πληροφοριών των διαφόρων πηγών.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


Οι Μαύρες τρύπες- και στο Γαλαξία μας- αναπαραστάσεις [β΄μέρος] +ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου - συγγραφέα

 

Οι Μαύρες τρύπες- και στο Γαλαξία μας- αναπαραστάσεις [β΄μέρος] +ΒΙΝΤΕΟ

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου - συγγραφέα


 ΝΕΕΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ: Μια τερατώδης μαύρη τρύπα, η πιο μεγάλη που έχει ποτέ βρεθεί, με μάζα 6,4 δισεκατομμύρια φορές τη μάζα του ήλιου μας, ανακαλύφθηκε στην «καρδιά» ενός σχετικά γειτονικού γιγάντιου γαλαξία, του Μ87, εντυπωσιάζοντας τους επιστήμονες που δεν περίμεναν να δουν κάτι τέτοιο. Η υπερμεγέθης μαύρη τρύπα, σύμφωνα με τους νέους υπολογισμούς, είναι δύο έως τρεις φορές βαρύτερη από ό,τι αναμενόταν, γεγονός που κάνει πλέον τους επιστήμονες να υποπτεύονται ότι υπάρχουν και άλλες τεράστιες μαύρες τρύπες σε κοντινούς μεγάλους γαλαξίες. Οι αστρονόμοι εκτιμούν πλέον ότι μερικές από τις μεγαλύτερες μαύρες τρύπες είναι δύο έως τέσσερις φορές μεγαλύτερες σε σχέση με τις μέχρι τώρα μετρήσεις τους. Οι νέοι υπολογισμοί συμπεριλαμβάνουν την παρουσία της αόρατης σκοτεινής ύλης για να εκτιμήσουν τη συνολική μάζα μιας μαύρης τρύπας. Η σχετική επιστημονική ανακοίνωση της ανακάλυψης έγινε στο συνέδριο της Αμερικανικής Αστρονομικής Εταιρίας και δημοσιεύτηκε το 2010 στο περιοδικό “Astrophysical Journal”. Είναι αξιοσημείωτο ότι, σε μια άλλη παρουσίαση στο συνέδριο της Αμερικανικής Αστρονομικής Εταιρίας, μια επιστημονική ομάδα, υπό τον Ρέμκο βαν ντεν Μπος του πανεπιστημίου του Τέξας, ανακοίνωσε ότι διαπίστωσε πως οι υπερμεγέθεις μαύρες τρύπες στους πυρήνες γαλαξιών έχουν διπλάσιο μέγεθος από ό,τι εκτιμάτο ως τώρα. Η ανάλυση επικεντρώθηκε στο γαλαξία NGC 3379 και βρήκε ότι η μαύρη τρύπα του τελικά είναι σχεδόν διπλάσια σε μάζα από ό,τι πιστευόταν.

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΜΙΑΣ ΜΑΥΡΗΣ ΤΡΥΠΑ [2.000π.Χ.]: Στο ζενίθ του καλοκαιρινού ουρανού, στη Μεσοποταμία απλώνονταν, πριν από 4.000 χρόνια, τα άστρα του αστερισμού του Κύκνου. Ξαφνικά, ανάμεσα στ’ άστρα του Κύκνου, μια φωτεινή αναλαμπή ξεπέρασε τη λάμψη της πανσελήνου. Το λαμπερό εκείνο άστρο έγινε για τους Σουμέριους αντικείμενο θαυμασμού και φόβου. Το όνομά του, «Ουντ-Κα-Ντου-Α», δηλαδή το «Δαιμονικό Πουλί», χαράχτηκε στα πήλινα αρχεία της Βαβυλώνας. Το 1962, ένας πύραυλος εξοπλισμένος με διερευνητικά όργανα κατέγραψε την πρώτη περιοχή ακτίνων Χ στο σημείο της πανάρχαιας εκείνης έκρηξης [Κύκνος Χ-1]. Η ανάλυση των ακτινοβολιών αυτών έδειξε ένα γιγάντιο γαλαζωπό άστρο [33 ηλιακών μαζών], σε “χορό” με μια μαύρη τρύπα 16 ηλιακών μαζών! Παρόλο που τα δύο αυτά ουράνια σώματα απέχουν μεταξύ τους 30 εκ. χλμ., η μαύρη τρύπα “ρουφάει” τις αέριες μάζες του γαλάζιου γίγαντα με ρυθμό 1.000.000 τόνων/δευτ.! Έτσι, καθώς τα “λαφυραγωγημένα” υλικά πέφτουν στη δίνη της μαύρης τρύπας, υπερθερμαίνονται σε θερμοκρασία εκατομμυρίων βαθμών, με αποτέλεσμα την εκπομπή τεράστιων ποσοτήτων ακτίνων Χ.

Η ΜΑΥΡΗ ΤΡΥΠΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΞΙΑ ΜΑΣ: Η περιοχή του γαλαξιακού μας κέντρου είναι γεμάτη με γηρασμένα άστρα [ψυχρά, πορτοκαλί και κόκκινης ακινοβολίας]. Στον αστερισμό του Τοξότη, και σε απόσταση 27.000 ε.φ. από μας, στο Γαλαξιακό κέντρο, βρίσκεται μία ιδιαίτερα ενεργή πηγή ακτινοβολιών [Τοξότης Α*]. Οι παρατηρήσεις ταυτίζουν αυτήν την περιοχή με την κεντρική μαύρη τρύπα του γαλαξιακού μας κέντρου, που συνεχώς διογκώνεται. Συγχρόνως σημειώνονται τρομαχτικές εκρήξεις και έκλυση τεράστιων ποσοτήτων ακτινοβολιών και ενέργειας. Μία τέτοια «έκρηξη» ακτινοβολιών ακτίνων Χ παρατηρήθηκε από το Διαστημικό Τηλεσκόπιο Τσάντρα να ξεπηδά από την περιοχή της μαύρης τρύπας επιβεβαιώνοντας όσα απλώς υπέθεταν οι επιστήμονες. Η κεντρική γαλαξιακή μας μαύρη τρύπα υπολογίζεται ότι αποτελείται από υλικά 2,6 εκατομμύρια φορές περισσότερα από αυτά του Ήλιου, συγκεντρωμένα σε μία περιοχή διαμέτρου ανάλογης της απόσταση Γης-Ηλίου[150 εκ. Χλμ.].

ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ: Η περιοχή του γαλαξιακού μας κέντρου είναι γεμάτη με γηρασμένα άστρα [ψυχρά, πορτοκαλί και κόκκινης ακτινοβολίας]. Στον αστερισμό του Τοξότη, και σε απόσταση 27.000 ε.φ. από μας, στο Γαλαξιακό κέντρο, βρίσκεται μία ιδιαίτερα ενεργή πηγή ακτινοβολιών [Τοξότης Α*]. Τα φωτεινά της δηλαδή κύματα θα έχαναν πολλή ενέργεια στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τη βαρύτητα της τρύπας. Αν στέλναμε ένα ρολόι, θα παρατηρούσαμε με ότι καθώς αυτό θα πλησίαζε τη μαύρη τρύπα ο χρόνος θα “προχωρούσε” όλο και πιο αργά. Κι αυτό γιατί η μαύρη τρύπα δημιουργεί και χρονοπαραμόρφωση εκτός της χωροπαραμόρφωσης! Όμως, κατά τη Θεωρία της Σχετικότητας, αν αφήναμε [και ήταν δυνατόν] το διαστημόπλοιό μας και πλησιάζαμε τη μαύρη τρύπα, δεν θα αισθανόμασταν καμία αλλαγή στο χρόνο. Γιατί το ρολόι που θα είχαμε μαζί μας θα έδειχνε ότι για μας ο χρόνος τρέχει κανονικά! Αντίθετα αν μπορούσαμε να διακρίνουμε τους δείκτες του ρολογιού που αφήσαμε στο διαστημόπλοιο, θα τους βλέπαμε να τρέχουν με τεράστιες ταχύτητες! Ή ακόμη, αν μας περίμενε κάποιος άλλος “συνεπιβάτης” στο διαστημόπλοιό μας, όταν επιστρέφαμε μετά από λίγα λεπτά του στρεβλωμένου χρόνου της μαύρης τρύπας, θα τον βρίσκαμε, ίσως, πιο γερασμένο, γιατί θα είχαν περάσει και χρόνια ακόμη, όσο αυτός θα περίμενε την επιστροφή μας!!!! Από τα πρόθυρα της μαύρης τρύπας ο χρόνος στο διαστημόπλοιο, καθώς και σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του Σύμπαντος, θα έτρεχε με μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτόν που θα έδειχνε το ρολόι μας. Αυτή η «παραμόρφωση» του χρόνου “δηλώνει” ότι, αν με κάποιον τρόπο μπορούσαμε να ξεφύγουμε από την ελκτική δύναμη της μαύρης τρύπας και επιστρέφαμε στο διαστημόπλοιο, θα βρισκόμασταν στο μέλλον!!; Μ’ αυτήν την έννοια, δηλαδή, ο μαύρες τρύπες μπορεί να θεωρηθούν και ως ένα είδος χρονομηχανών, που μπορούν να μας μεταφέρουν μόνο προς το μέλλον. Ίσως πάλι οι μαύρες τρύπες να μην λειτουργούν απλά σαν χρονομηχανές, αλλά ως ένα είδος χωροχρονικής σήραγγας, που θα μας μετέφερε σε κάποιο άλλο σημείο του δικού μας ή κάποιου άλλου Σύμπαντος, ή ποιος ξέρει σε ποια άλλη διάσταση άυλης πραγματικότητας1. Αυτή η δίοδος, που ονομάζεται Σκουληκότρυπα, είναι υπαρκτή, προς το παρόν, μόνο σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας.!!

Βιβλιογραφία: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=52590

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. Ας θυμηθούμε τι λέει αναλόγως ο θείος Λόγος: «Χίλια έτη, Κύριε, ως η ημέρα η εχθές, ήτις διήλθε και φυλακή εν νυκτί» (Ψαλ. 89 στ. 3). Δηλαδή χίλια έτη είναι Κύριε σαν τη χθεσινή ημέρα ή σαν τη νυχτερινή σκοπιά!! Έτσι, χωρίς σχόλια....


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

  Απορπισμένη*  του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου Το διήγημα στη συλλογή ΝΕ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....