Ετικέτες - θέματα

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξενόπουλος Γρηγόριος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξενόπουλος Γρηγόριος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

19.6.25

Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

 

Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ

Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ
Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

Το διήγημα στη συλλογή ΝΕΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ, ΔΙΑΛΕΧΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.  Μ. Σαλίβερος -1926.


     
   ΑΥΤΟ το παιδί είχε κι η Κωσταντινιά η Ζήναινα, η χήρα μάνα. Άλλη γέννα δεν έκανε από το Στεφανή της. Τον βύζαξε, τον κανάκεψε, τον βαργόμησε, τον ανάστησε, τον μεγάλωσε, τον έκαμε δώδεκα χρονών παλικαράκι μια χαρά. Πήγαινε στο σκολειό του Διονυσιάδη, πρώτος και καλύτερος· έλεγε στη Φανερωμένη το κυριελέησον με μια γλυκιά φωνή σαν του αγγέλου· έπαιζε με τα γειτονόπουλα στο πλάτωμα φρόνιμα, χωρίς να μαλώνει με κανένα, ενώ η μάνα του, πλέκοντας το σκαρτσούνι της, τον καμάρωνε από το παραθύρι. Κι όλοι είχαν να κάνουν με την προκοπή, τη φρονιμάδα, τη γλύκα και την ομορφιά αυτού του παιδιού.
― Να σου ζήσει, κυρα-Κωσταντινιά, ο Στεφανής σου, της έλεγαν, να σου κάμει τα καλά γεράματα.
― Αμήν, να δώσει ο Θεός, απαντούσε κείνη.
     Μα ήταν τόσο σίγουρη πως ο Στεφανής θα της ζούσε! Αν μπορούσε ποτές, στασίου κόσμου που λένε, να πάθει τίποτα ένα παιδί που δεν του πόνεσε μια φορά ούτε το κεφάλι! Φτου, φτου, να μη βασκαθεί! τι γερό, τι ύγιο που ήτανε!
     Κι άξαφνα να της αρρωστήσει. Μα έτσι στα καλά καθούμενα. Χωρίς να ψυχρωθεί, χωρίς να ζεσταθεί, χωρίς να φάει τίποτα ενάντιο, χωρίς να κάμει ή να λάβει το παραμικρό. Κοιμήθηκε, που λες, καλά καλούτσικα, ―ένα Σαββατόβραδο, προπαραμονή του Αγίου Λουκός,― και ξύπνησε με κάψα. Ούτε να σηκώσει κεφάλι, τέτοιο κακό! Στέρνει αμέσως η μάνα του για το γιατρό το Στουπάθη. «Πλευρίτης» της λέει. «Πλευρίτης;! έτσι μονοκοπανιά;! Έλα, Χριστέ και Παναγιά μου! σταυροκοπιέται.» «Ε, καμιά βολά υποβόσκει» της κάνει ο γιατρός. «Συμφορά μου! Αμή τώρα;»
     Ε, τώρα τίποτα. Μην κάνεις έτσι, θα τον γιάνουν. Δεν ήταν πάλι του θανατά από έναν πλευρίτη! Μια, δυο βδομάδες και θα σηκωθεί. Δε βαριέσαι, σ’ αυτή την ηλικία! Περδίκι θα ‘ναι σε δυο βδομάδες. Μπα, και σε λιγότερο.
     Η μάνα, μες την αγωνιά της, χαμογελάει. Το πιστεύει. Μπορεί ποτές να πάθει τίποτα ο Στεφανής από έναν πλευρίτη; Περιπλεμονία είχε ο Νταντής της κυρα-Στάθαινας, εκείνο το χλωμό κι αδύνατο παιδάκι, η τσίγγλα, κι έγινε καλά σε λίγες μέρες. Όχι ο Στεφανής, ο παίδαρος, ο σιδερένιος!
     Μα πού! Πριν περάσουν οι δυο βδομάδες, ο πλευρίτης τον έριξε κι αυτόν σε περιπλεμονία. Και πέρασαν μήνες χωρίς να γίνει καλά. Τι κι αν δεν πέθανε, τι κι αν ψευτοσηκώθηκε από το κρεβάτι, κι αν κατέβηκε μια μέρα και στο πλάτωμα ή πήγε μιαν άλλη και στην εκκλησιά; Ούτε να φάει ούτε να παίξει, ούτε να μιλήσει, ούτε να τραγουδήσει ούτε να ψάλει, ούτε να διαβάσει δεν είχε πια όρεξη. Του έμεινε μια λιμόκαψα, μια κρυφοδαγιανιάρα, που τον έτρωγε νύχτα μέρα, τον έλιωνε, του ‘κοβε τα ήπατα, το χρώμα, τη χαρά, όλα!… Ύστερα, η λιμόκαψα δυνάμωσε κι ο Στεφανής, ο μισός απ’ την αδυναμία, ξανάπεσε. Ήταν φανερό, το ‘βλεπαν και το κρυφόλεγαν όλοι: η περιπλεμονία εκείνη τον έριξε σε φτίση. Τόσο που κι ο γιατρός αναγκάστηκε να το πει της μάνας του:
― Ζήναινά μου, το παιδί σου δεν είναι χαλά. Πρέπει ν’ αλλάξει αέρα.
     Το παιδί της, καλέ, το παιδί της;… Τι της έλεγαν τώρα;
     Είδε κι έπαθε να το πιστέψει, να το παραδεχτεί, να αποφασίσει. Ε, δεν ήταν και τόσο εύκολο για μια γυναίκα μονάχη, για μια χήρα όπως να πεις φτωχιά, που δεν είχε άλλο εισόδημα από κάτι λίγα νοίκια. Τι να κάμει όμως, τ’ αποφάσισε· και ξεσηκώθηκε, και κουκούλωσε το Στεφανή, και τον έβαλε σε μια καρότσα, και τον πήγε στο χωριό, το Καταστάρι, σ’ ένα σπιτάκι που της παραχώρησε ο κυρ-Λίγερος, ο κουμπάρος της.
     
     ***
     
     Τίποτα του κάκου!
     Όλο και χειρότερα το παιδί, όλο και χειρότερα.
     Στενοχωριόταν κιόλα στο χωριό, στην ερημιά, στη νέκρα. Καλύτερα στη χώρα. Έχει η μάνα του του έσερνε το κρεβάτι κοντά στο κλειστό παράθυρο και μπορούσε απ’ τα τζάμια να βλέπει το πλάτωμα, τα γειτονόπουλα που έπαιζαν, τους διαβάτες, τ’ άλογα και πέρα τ’ ακρογιάλι, το λιμάνι, τα βαπόρια και τα καράβια που μπαινόβγαιναν, τις βάρκες που βολτάριζαν και τη θάλασσα που απλωνόταν γαλάζια ως τ’ αντικρινά βουνά.
― Μάνα! πάμε στη χώρα! πάμε στο σπιτάκι μας! Εδώ δε μπορώ. Θα πεθάνω!
― Χριστός και Παναγία!… Καλά, παιδάκι μου, πάμε…
     Κι άμα είδε κι απόειδε, η Κωσταντινιά παρακάλεσε τον κουμπάρο να της στείλει από τη χώρα την καρότσα.
     Και να! Τόση χαρά αιστάνθηκε ο Στεφανής, όταν ξαναβρήκε όσα ήξερε και νοσταλγούσε, που αμέσως ξεγύρισε και, για δυο τρεις μέρες, ήταν σαν καλά. Έπειτα όμως ξανακύλησε και χειροτέρεψε. Η μάνα φώναξε πάλι το Στουπάθη. Κι ο γιατρός σήκωσε τους ώμους του σκληρά:
―Τι να σου κάμω τώρα;… Γιατί δεν ακούς; Έπρεπε να τον αφήσεις στο χωριό.
― Θα πέθαινε, ντετόρο μου, θα μου πέθαινε κει πέρα!…
―Και σου φαίνεται πως εδώ θα ζήσει;
―Ας πεθάνει!… Θα πεθάνει κάνε στο σπίτι του. Όχι σ’ ένα ξένο καλυβόσπιτο, στην ερημιά!…
     Έτσι το είπε. Από τη φούρκα της που θύμωσε ο γιατρός γιατί τον παράκουσε. Ειδεμή κάθε άλλο πίστευε παρά πως μπορούσε να πεθάνει ο Στεφανής της από μια λιμόκαψα ή και μια κάψα… Ήταν, καλέ, από τη μεγάλη αρρώστια. Τη γλύτωσε, μα του είχε μείνει αυτή η ντεμπολέτσα, αυτή η αδυναμία. Ε, θα δυνάμωνε. Ούτε θέρμη είχε, ούτε φτίση, δόξα σοι ο Θεός. Τηχτικιάρης ο Στεφανής της; να η ώρα!
     Και τον είχε στο κρεβάτι του, το ‘σπρωχνε την ημέρα κοντά στο κλειστό παραθύρι, και περίμενε υπομονετικά να της «δυναμώσει».
     Μα πού! Ο Στεφανής όλο κι αδυνάτιζε… Είχε περάσει ο χειμώνας, είχε περάσει και το καλοκαίρι, είχαν αρχίσει τα πρωτοβρόχια, πλησίαζε και του αγίου Λουκός. Κι ο Στεφανής στο κρεβάτι, να βλέπει το πλάτωμα και τη θάλασσα και να ρέβει, να λιώνει από μέρα σε μέρα.
     Κι ήρθε καιρός που η δόλια μάνα το πίστεψε για δυνατό και το φοβήθηκε.
     «Αλήθεια; έλεγε. Αλήθεια, θα μου πεθάνει;»
     Κι έγινε τότε σαν τρελή.
     Έκραξε όλους τους γιατρούς της χώρας και τις γιάτρισσες και τους κομπογιαννίτες και τις μάϊσσες ακόμα. Έκανε χίλια γιατρικά, γιατροσόφια, ξόρκια και μάγια. Τον ίδιο καιρό έκανε και θεοτικά κι ύστερα, απελπισμένη από τ’ άλλα ―απορπισμένη όπως το ‘λεγε,― αφοσιώθηκε σ’ αυτά και μόνο. Ό,τι έκανε ο Θεός! Έφερε στο σπίτι του Αγίου το Χέρι, έφερε φυλαχτά και λείψανα, το Τίμιο Ξύλο, ως και το δάχτυλο του άη-Γιάννη του Προδρόμου, που είχε ο παπα-Σαράντης. Έκαμε τάματα σε δέκα εκκλησίες και σε δέκα θαματουργές εικόνες: λαμπάδες ίσαμε το μπόι του παιδιού, κι ασημένια καντήλια ακοίμητα, με το λάδι της χρονιάς τους. Πήγε ξυπόλυτη στο μακρινό ξωκλήσι του Άγιου Στέφανου, να παρακαλέσει τη χάρη του μηνίπως κι έκανε το θάμα για το μικρό συνονόματο. Και μέρα παρά μέρα καλούσε τον παπά της Φανερωμένης, τον ενορίτη, να τον διαβάζει να τον σταυρώνει, να τον αγιάζει.
     Ο παπάς ήταν πια ο γιατρός. Ο Στουπάθης κι οι άλλοι ντετόροι είχαν πάψει τις βίζιτές τους. Ο παπάς τις είχε πολυστέψει. Και συχνά, αφού τέλειωνε τον αγιασμό, την παράκληση, την ευχή, κι ο μικρός άρρωστος, ναρκωμένος από το λιβάνι, κοιμόταν, η κυρα-Κωσταντινιά τον έπαιρνε στην τραπεζαρία να του δώσει τον καφέ. Εκεί ο γιατρός γινόταν πνεματικός. Κλαίγοντας η μάνα του ‘λεγε τον πόνο, το φόβο και την ορπίδα της: Τι άλλο είχε κι αυτή στον κόσμο από κείνο το παιδί; Γι’ αυτό δεν πίστευε ποτέ πως ο Θεός, ο μεγάλος και δίκαιος, θα ‘κανε το άδικο να της το πάρει. Ω, ποτέ! Αν δεν μπορούσαν οι γιατροί, μπορούσε Αυτός. Οι Αγιοί του, οι Ιερείς του, δεν έκαναν άλλο παρά να του το θυμίζουν και να τον παρακαλούν. Πώς μπορούσε το λοιπόν να μην ακούσει;
     Μα ο παπάς που ήξερε καλά την κατάσταση του παιδιού και, μολονότι με τις ευχές του τα ζητούσε κάθε μέρα, δεν πίστευε πολύ στα θάματα ήθελε να προετοιμάσει τη δόλια μάνα για κάθε ενδεχόμενο. Και της έλεγε τα συνηθισμένα:
― Ανεξιχνίαστοι αι βουλαί του Υψίστου, κυρα-Κωσταντινιά μου! Που θα πει πως κρεμόμαστε από το Θεό και πρέπει να υποταζόμασθε με υπομονή στα θελήματά του.
     Η μάνα που καταλάβαινε, θύμωνε τότες, αγρίευε:
―Παπα-Στέλιο! του φώναζε, παπα-Στέλιο! Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός! Είναι
     ψέματα ούλα!
― Ευλογημένη μου… δοκίμαζε να τη μερώσει ο παπάς.
     Τον έκοβε πιο άγρια:
―Ακούς τι σου λέω; Αν πεθάνει ο Στεφανής, δε ματαπιστεύω ούτε σε Θεό ούτε σε τίποτα! Ψέματα ούλα!… Να κλείσετε τις εκκλησίες σας και να πάτε να γίνετε σκαφτιάδες, ψαράδες, φάβροι, μακελαραίοι, ό,τι θέλετε! Και να μας αφήσετε ήσυχους να γεννιόμαστε, να ζούμε, να παντρευόμαστε και να πεθαίνουμε χωρίς τις βοήθειές σας!
― Μη βλαστημάς, ευλογημένη!…
― Εκείνο που σου λέω! Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει τίποτα!
     
     ***
     
     Κι έτσι κάθε μέρα. Του ‘λεγε τον πόνο της και την ορπίδα της δακρυσμένη. Κι έπειτα, ―πολλές φορές πριν την εξερεθίσει ο παπάς με κανένα παρηγορητικό, προειδοποιητικό, αδάκρυτη κι αγριεμένη του φώναζε:
― Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός!
     Τρελαινόταν η δόλια μάνα και μόνο με την ιδέα πως μπορούσε να χάσει το μονάκριβό της φως. Γιατί
     το ‘παμε: Τώρα το πίστευε κι αυτή και το φοβόταν…
     Κι ήρθε μέρα,―συφορά της και μαυρίλα της,― που το είδε με τα μάτια της.
     Σχεδόν στο χρόνο, ανήμερα του Αη-Λουκός, ο Στεφανής ξεψύχησε στην αγκαλιά της σαν το πουλάκι.
     Κι η δόλια μάνα… κράτησε το λόγο της:
     Έπαψε να πιστεύει πως υπάρχει Θεός.
     Ούτε σ’ εκκλησιά ξαναπάτησε, ούτε παπά ξαναφώναξε στο σπίτι της, ούτε τάμα έκανε, ούτε παράκληση, ούτε αγιασμό, ούτε προσευχή. Ένα μνημόσυνο μόνο για τον τύπο και για τον κόσμο, κι έπειτα τίποτα…
     Κι ο παπα-Στέλιος;
     Τη φοβήθηκε! Ναι, ο παπα-Στέλιος φοβήθηκε αυτή τη μάνα που ο Θεός, ο Θεός του, της είχε κάνει τέτοιο άδικο. Τη φοβήθηκε σα να ‘φταιγε και λίγο ο ίδιος. Δεν είχε μούτρα να την ιδεί, δεν είχε στόμα να της μιλήσει. Και την απόφευγε κι αυτός όπως τον απόφευγε κι εκείνη.
     «Άσ’ τη τη δυστυχισμένη, άσ’ τη!…»
     Κι ύστερα από την κηδεία που την είδε και της μίλησε, μα που δεν έλαβε απάντηση, ―η κυρά-Κωσταντινιά λες κι είχε πάθει αφασία,― κι ύστερ’ από το μνημόσυνο, που το ίδιο έμειναν χωρίς απάντηση τα παρηγορητικά του μισόλογα, αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν ξαναϊδωθήκανε. Η μάνα είχε κλειστεί στο μαύρο της σπίτι. Δεν έβλεπε δε δεχόταν, δε μιλούσε με κανένα. Και με τον επιστάτη ακόμα, ―ένα γέρο που της μάζευε τα νοίκια και της έκανε τα ψώνια,― συναγροικιόταν με γνεψίματα.
     Μαυροντυμένη, μπαμπουλωμένη, χλωμή, βουβή, αδάκρυτη, τριγύριζε το μαύρο σπίτι σαν ίσκιος, σα στοιχειό. Μονάχη, ολομόναχη.
     Έτσι πέρασαν μήνες.
     Κι ήρθε η παραμονή των Φώτων κι ο παπα-Στέλιος βγήκε με την αγιαστήρα του.
     «Θα κάμω το ατζάρντο να πάω και στη Ζήναινα, μου φαίνεται πως είναι καιρός», έλεγε στον εαυτό του.
     Μπήκε στο σπίτι. Άγιασε πρώτα στο κάτου, που καθόταν άλλη οικογένεια κι από κει, με φόβο και με τρόμο, τράβηξε προς τη σκάλα του απάνου.
     Τον άκουσε η κυρα-Κωσταντινιά και πετάχτηκε στο κεφαλόσκαλο. Μαυροντυμένη, μπαμπουλωμένη, αδάκρυτη, πιο χλωμή κι από το συνηθισμένο, μα όχι πια βουβά:
― Ποιος είναι; ρώτησε δυνατά, άγρια.
― Αγιασμός! αποκρίθηκε γλυκά ο παπάς από τα πρώτα σκαλιά.
     Είχε σταματήσει. Πίσω του το παπαδοπαίδι, με τον ασημένιο σίγγλο, γεμάτον αγίασμα κι ασημένια λεφτά που κολυμπούσαν.
― Α! έκαμε η κυρα-Κωσταντινιά σαν να ξαφνιάστηκε. Του λόγου σου είσαι, παπα-Στέλιο; Μου κακοφαίνεται πολύ, μα… ξαστόχησες πως έχω κορέτο;
― Δεν έχει να κάμει… ο αγιασμός,… πράγμα του Θεού…
― Όχι, να σε χαρώ κι εγώ… Δε δέχουμαι, δεν αγιάζω…. Είμαι απορπισμένη!
― Μα γιατί, κυρα-Κωσταντινιά μου, γιατί;… Το παιδί σου βρίσκεται ολοένα ψηλά…
― Έννοια σου κι εγώ το ξέρω πού βρίσκεται το παιδί μου! Άσε το παιδί μου εκεί που βρίσκεται κι άσε με και μένα εδώ πα που βρίσκουμαι, έρμη κι απορπισμένη!…
― Το παιδί σου είναι τώρα άγγελος στον παράδεισο!….
― Αλλού, παπά μου, εφτούνα!… Δε ματαπιστεύω γιατρό, δε ματαπιστεύω παπά, δε ματαπιστεύω Θεό! Δε σου είπα πως αν μου πεθάνει το παιδί μου δεν υπάρχει Θεός; Λοιπόν μου πέθανε! Θεός δεν υπάρχει! Παπάς κι αγιασμός δε μου χρειάζεται! Άμε στο καλό!
     Τα είπε δυνατά, στριγκά, με μια φωνή ξεκούρδιστη, από τον καιρό, θα ‘λεγες, που ‘χε να τη μεταχειριστεί. Και με το τελευταίο λόγο, μπήκε μέσα και βρόντηξε την πόρτα.
     Ο παπάς σήκωσε τους ώμους και σταυροκοπήθηκε.
― Πάμε! είπε σιγά στο παπαδοπαίδι.
     Καθώς γύρισε να κατεβεί, είδε τη νοικοκυρά του κάτου και την κόρη της, που άκουσαν τις φωνές και βγήκανε στην πόρτα τους.
― Βουρλίστηκε η κακομοίρα η Ζήναινα, είπε με οίχτο βαθύ. Ε, δεν έχει κι άδικο… Για φαντάσου;
     Και φεύγοντας ο διωγμένος,―σκυφτό, ταπεινωμένο κι αυτό, ακολουθούσε το παπαδοπαίδι με το σίγγλο,― μουρμούρισε για μια ικανοποίηση μπροστά στον κόσμο:
―Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός….
     
 
     
     Οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν.
     «Άσ’ τη τη δυστυχισμένη, άσ’ τη την απορπισμένη!…» έλεγε ο παπα-Στέλιος στον εαυτό του κάθε φορά που το θυμόταν.
     Κι η απορπισμένη ζούσε πάντα κατάκλειστη στο μαύρο της το σπίτι, μονάχη, ολομόναχη, χωρίς παπά, χωρίς γιατρό, χωρίς Θεό…

*Απορπισμένη= απελπισμένη

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΑUDIOBOOK ΕΔΩ:


6.6.25

Ο μιλημένος ένορκος του Γρηγόριου Ξενόπουλου ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

 Ο μιλημένος ένορκος  του Γρηγόριου Ξενόπουλου 

ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου


[Πώς χάρις σε έναν πονηρό, μιλημένο ένορκο, ένας ένοχος φόνου, μετατρέπεται σε αμνό του Θεού!!]


.....Μολονότι έχει οφθαλμούς λυγκείους, ο κύριος Τημελίδης, πρώην έμπορος, νυν εμπορομεσίτης και προς επίμετρον ένορκος, δι όλον τον μήνα Ιανουάριον, εντούτοις προσποιείται ότι είναι μύωψ, και τόσον πολύ ώστε κολλά σχεδόν το γιδίσιο του μούτσουνο επάνω εις το χαρτί, διά να ιδεί τάχα ποίος κακούργος δικάζεται σήμερον Δευτέραν 21 του ρηθέντος μηνός.

   Οι ένορκοι εγέλασαν θορυβωδώς και ο κύριος Τημελίδης απεμακρύνθη σουφρώνων το στόμα και μεισοκλείων τα μάτια. Αυτό ήτο το μειδίαμά του. Από εκεί επλησίασεν άλλον όμιλον και από εκεί άλλον παντού επαναλαμβάνων τα ίδια.

   Μετ΄ολίγον όλη η αίθουσα είχε λάβει γνώσιν της δυσχερούς θέσεως του κυρίου Τημελίδη και οι συνάδελφοί του άρχισαν, αν όχι να τον λυπούνται, τουλάχιστον να ενδιαφέρονται πώς θα τα καταφέρει. Το ρέυμα αυτό της συμπαθείας δεν άργησε να γίνει αντιληπτό εις την διαίσθησιν του κυρίου Τημελίδη, ο οποίος άντλησε από αυτό τόσον θάρρος ώστε κατήντησε θρασύς!...

Ας απολαύσουμε αυτό το περίεργο σύντομο διήγημα του Γρηγόριου Ξενόπουλου:

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ:








29.5.25

Το συννεφάκι του Γρηγόριου Ξενόπουλου ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK.GR Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 Το συννεφάκι  του Γρηγόριου Ξενόπουλου

ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK.GR

Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου



   Πρόκειται για ένα σύντομο διήγημα του Ξενόπουλου από τα λεγόμενα ''Ζακυθινά''. Παρουσιάζει τα προβλήματα του αγροτικού βίου των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων του νησιού και τα απρόβλεπτα που επιφέρει συχνά η ενασχόληση με τη γεωργία. Ένα καιρικό φαινόμενο που ξεκινά από το ''συννεφάκι'' του συγγραφέα θα φέρει μια εκπληκτική αλλοίωση στην ευπαθή, ευαίσθητη και ευερέθιστη ψυχή του πρωταγωνιστή.


 Τόπος: η ύπαιθρος χώρα της Ζακύνθου, χρόνος: κάπου στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αιώνα. Θέμα: ο καιρός και αφόρμηση: η ξήρανση της σταφίδας. 


     Απλώς ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΟ! 

            Καλή ακρόαση...

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ:



ΚΑΙ ΕΔΩ: 




 

22.5.25

Η γάτα του παπά του Γρηγόριου Ξενόπουλου ΑUDIOBOOK - διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου [+ΒΙΝΤΕΟ] και απόσπασμα από το κείμενο

 

Η γάτα του παπά του Γρηγόριου Ξενόπουλου

ΑUDIOBOOK - διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου [+ΒΙΝΤΕΟ]

και απόσπασμα από το κείμενο


   Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο ετήσιο Εθνικόν Ημερολόγιον του Σκόκου, το 1913. Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Ζάκυνθο και έχει ως πρωταγωνίστρια τη γάτα του παπα-Ζήσιμου Κλοντηρά. Η γάτα αυτή έχει διαπράξει μια βέβηλη πράξη, ωστόσο ο παπάς την έχει συγχωρήσει επειδή την υπεραγαπά, όχι όμως και η σύζυγός του που απειλεί ότι θα την εξοντώσει αν την επαναλάβει. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας.

    Πέρασε ήσυχα η εβδομάδα. Η ψιψίνα σαν να κατάλαβε τη φοβέρα και τη συμβουλή, φυλάχθηκε να μην ξανακάνει «τα ίδια». Την Κυριακήν όμως την αυγή, μόλις σηκώθηκε ο παπα-Ζήσιμος κι έκανε την τουαλέτα του και την πρώτη του προσευχή στην καμαρούλα του, κάποιος του χτύπησε την πόρτα με χέρι βιαστικό και φοβισμένο. Τίποτα καλό δεν προμηνούσε αυτό το κτύπημα! O παπάς το φοβήθηκε αμέσως.

«Ποιος είναι;», ρώτησε.

«Εγώ, ο Χρήστος!», αποκρίθηκε η φωνή του κλαμπανάρου.

«Έμπα μέσα… Τι είναι, παιδί μου;»

O Χρήστος ο κλαμπανάρος μπήκε στην καμαρούλα χλωμός:

«Πάλε τα ίδια, παπά μου!»

«Ε;»

«Η γάτα, πανάθεμά τη!…»

«Ω, συμφορά μου!… Στο ίδιο μέρος;»

«Όχι, στην Αγία Πρόθεση…»

«Ω, μεγάλη συμφορά!… Ω, μεγάλη αμαρτία!… Ω, κατάρα!… ω, Θε μου και συχώρεσέ με!… ω!…»

Απελπισμένος, ο παπάς κτυπούσε τα χέρια και σήκωσε τα μάτια προς το ταβάνι, ζητώντας τον ουρανό. O Χρήστος ο κλαμπανάρος σώπασε μια στιγμή, για να συμμερισθεί με τα ίδια κινήματα την απελπισία του «αφεντός», κι έπειτα είπε:

«Να πω τση κυρά-παπαδίας να μου δώσει ό,τι χρειάζεται για να παστρέψω, κι έλα γλήγορα και του λόγου σου να συγυρίσεις και να διαβάσεις την ευχή για το…».

«Όχι, ευλογημένε, όχι!», τον αντίσκοψε ο παπάς με τρόμο. «Εσύ να μην αγγίξεις τίποτα· και να μην πεις λέξη τση παπαδίας! ούτε τση Σουζάνας, ούτε κανενός!… Τώρα, τώρα, έρχουμ’ εγώ… Θα τα βολέψω… Ωχ, παλιόγατα, τι μου κάνεις!»

Δεν ήταν όμως τόσο εύκολο το βόλεμα, χωρίς να πάρει είδηση το σπιτικό. Κρύβουνται τέτοιες «συφορές»;… Νερά, σαπούνια, πανιά, ξίδια, κουβαλήθηκαν κρυφά στο Ιερό και το καθάρισμα έγινε από τον παπά και τον κλαμπανάρο, χωρίς υποψία από μέρους της παπαδιάς, που ούτε την ενόχλησαν καθόλου. Αλλά χρειάζονταν και καινούρια στρωσίδια για την Πρόθεση και τα κλειδιά της «μπιανκαρίας» τα είχε πάντα η παπαδιά. O παπάς —τι να κάνει;— της έστειλε το Χρήστο.

«Να μου δώσεις», της είπε, «δύο παστρικά σκεπάσματα της Αγίας Πρόθεσης· έν’ απλό γι’ από κάτου, κι ένα χυλισμένο για από πάνου».

«Μα δεν τ’ αλλάξαμε την περασμένη Κυριακή;», ρώτησε μ’ απορία η παπαδιά.

«Ναι, μα… δεν εβάλαμε τα καλά», αποκρίθηκε ο Χρήστος. «O Αιδεσιμότατος θέλει εκείνο με τα μέρλα και με τσι κόκκινους φιόγκους, που το έκαμε η σόρα-Σουζάνα».

«O ίδιος σ’ το είπε;»

«O ίδιος, ναίσκε».

«Έλα, Χριστέ και Παναγία! Πάει, ο γέρος μου ξεκουτιάστηκε και δεν ξέρει άλλο τι να κάνει! Μα τ’ είναι σήμερα; Χριστού Λαμπρή ή τ’ Αϊ-Γιαννιού; Κυριακή είναι! Απλή Κυριακή!»

«Ναι, μα ξέρεις, κυρα-παπαδία… Προχτές μου χύθηκε το μποτσολάκι με το κρασί… λίγο πάντα… μα ο Αιδεσιμότατος δε θέλει να βλέπει μάκες».

Πρέπει να μπέρδευε λιγάκι τα λόγια του ο Χρήστος, γιατί μ’ αυτό η παπαδιά υποψιάστηκε αμέσως.

«Μωρέ, Χρήστο», του είπε· «με γελάς!… Εδώ κάτι τρέχει! Γιατί τι παναπεί;»

Και διαμιάς σώπασε, κτύπησε το μέτωπό της, κι όπως ήταν ασυγύριστη, με την πρωινή της σκαμπαβίαροβόλησε τη σκαλίτσα, βγήκε στο περβόλι, έτρεξε στα χαλίκια με τις παντούφλες της και μπήκε στην Εκκλησιά από τη γυάλινη πόρτα του περβολιού.

«Καλέ, τι μου λέει ετούτος εδώ;», άρχισε αμέσως να φωνάζει του παπά. «Θέλεις, αλήθεια, ν’ αλλάξεις τα σκεπάσματα τση Πρόθεσης;… Μα γιατί;»

«Ωχ, αδερφή!», αποκρίθηκε από το Ιερό ο παπα-Ζήσιμος, σταματώντας την ευχή που μουρμούριζε· «ζήτημα θα το κάμεις και τούτο; Έτσι θέλω! έτσι μ’ αρέσει!»

Η παπαδιά στάθηκε στα σκαλοπάτια του Ιερού και πιάστηκε από το κλειστό μισοθυρόφυλλο της ακρινής θύρας. Σαν γυναίκα δεν είχε το δικαίωμα να μπει παραμέσα.

«Άσ’ τα εφτούνα και λέγε μου! Μην εμαγάρισε πάλι η γάτα; Μην την έκαμε πάλι την κουτσουκέλα, η καταραμένη; ε;…»

«Μη με σκοτίζεις», αποκρίθηκε ο παπάς, «μόνο δώσε του Χρήστου ό,τι σου είπε, και γλήγορα! Έλα! για τα λιγότερα, γιατί σήμερα δε μου περισσεύει όρεξη».

Η παπαδιά κοίταξε μέσα στο Ιερό, για να καταλάβει από τα σημάδια. Η Πρόθεση ήταν γυμνή και σαν βρεμένη. Χωρίς άλλο, κάπου είχαν ξεπλύνει το βαμμένο ξύλο, μέσα στην κόχη του τοίχου, που είχε ζωγραφισμένη μια Αποκαθήλωση. Δίπλα, σ’ ένα σκαμνί, ήταν τοποθετημένα ανάκατα τα ιερά σκεύη, μα τα λευκά σκεπάσματα, που είχαν σηκώσει, δε φαίνονταν πουθενά. Αν δεν ήταν συναχωμένη η παπαδιά, θα αισθανόταν και μια δυνατή μυρωδιά από ξίδι δριμύ. Μα της χρειαζόταν κι αυτό για να καταλάβει; Τα σημάδια ήταν ολοφάνερα.

«Παπά, τι μου το κρύβεις;», ξαναφώναξε· «την έκαμε πάλι η παλιόγατα!»

«Ε, λοιπόν, ναίσκε!», αποκρίθηκε από μέσα ο παπάς· «θα σε φοβηθώ; την έκανε πάλι η παλιόγατα! Είναι άλλο;»

«Άι!…», ούρλιασε η παπαδιά και δάγκασε με λύσσα το δάκτυλό της. «Πού είναι; Τώρα, τώρα θα την εύρω! Κι αν δεν τη σκοτώσω από το ξύλο, να μη με ματαπείς Μαρία!»

Γύρισε, έσπρωξε το Χρήστο, που την είχε ακολουθήσει και στεκόταν από πίσω της, και βγήκε έξω, για να βρει την ποίξια, τη δείξια, την παλιόγατα. O παπάς την πήρε αμέσως το κατόπι, σπρώχνοντας κι αυτός τον κακόμοιρο το Χρήστο, που βρέθηκε κει να του φράζει το δρόμο.

«Να μου φέρεις πρώτα τα σκεπάσματα να συγυρίσω την Άγια Πρόθεση», της φώναξε στο περβόλι, «κι έπειτα να πας να βρεις τη γάτα και μακάρι να τη σουβλίσεις. Εμένα μοναχά να μη μου πεις λόγο. Τ’ ακούς; Κοίταξε, μη με κολάσεις αμπονόρα, γιατί σήμερα θα λειτουργήσω!…».

«Σαν να μην έφτανε, βλέπεις, το κόλασμα που σου κάνει η γάτα!», αποκρίθηκε η παπαδιά καθώς έμπαινε στο σπιτάκι. «Βλέπε τα τώρα που δε μ’ άφησες να την πετάξω με το πρώτο».

Στο τέλος —τι είχε να κάνει;— έβγαλε τα καλά σκεπάσματα, τα έδωσε του Χρήστου, κλάφτηκε στη Σουζάνα, που άμα άκουσε την καινούρια «συφορά» έκανε χίλιους σταυρούς, κι έπειτα άρχισε να ψάχνει για να βρει τη γάτα. Μα η ψιψίνα δεν ήταν πουθενά.

«Καπνός εγίνηκε και χάθηκε;», έλεγε με φούρκα η παπαδιά.

«Νόημα ωστόσο που έχει εφτούνο το ζωντανό!», έλεγε η Σουζάνα. «Δεν το ματαείδα! Το κατάλαβε πως κάτι μεγάλο κακό έκαμε και κρύβεται…»

«Μπορεί να την έκρυψε κι ο πατέρας σου, για να μην του τη σκοτώσω», είπε η παπαδιά. «Ξέρεις αγάπη που τση έχει;»

Μ’ αυτό ήταν καθαρή συκοφαντία! Oύτε στιγμή συλλογίστηκε ο παπα-Ζήσιμος να κρύψει τη γάτα από την οργή της συμβίας του. Μάλιστα μπορούμε να πούμε, πως την εύρισκε δίκαιη, γιατί, αλήθεια, η αγαπημένη του το παράκανε. Όχι πάλι ίσιαμε εκεί!… Κι ενώ αποτέλειωνε το συγύρισμα στο Ιερό, με τις σχετικές ευχές, συλλογιζόταν πως έπρεπε να καταπνίξει τη συμπάθειά του και ν’ αφήσει την παπαδιά να ξεκάμει τη γάτα, όπως ήθελε. Σιγά σιγά όμως η σκληρή αυτή σκέψη υποχώρησε σ’ άλλη μαλακότερη. Δεν έπρεπε να επιτρέψει στην παπαδιά να βασανίσει άδικα το ζώο. Γιατί κι ο Διάβολος αν το έκανε όργανό του, τι έφταιγε το κακόμοιρον; Όχι, δε θα το ’δινε του Χρήστου να το πετάξει στη θάλασσα. Θα το ’δινε του Γερόλυμου, του φίλου του, να το κρατήσει στο μαγαζί. — Και πάλι αργότερα, αφού «πήρε καιρό» κι άρχισε να ντύνεται τ’ άμφιά του για τη λειτουργία, με τη βοήθεια του μικρού Νιόνιου, ακόμη μαλακότερη σκέψη του ήλθε: θα κρατούσε τη γάτα και θα πρόσεχε μόνο κάθε βράδυ να κλείνει καλά και τις τρεις θύρες του Ιερού. Αλήθεια, για τα ποντίκια της Εκκλησιάς την είχε και την άφηνε να μπαινοβγαίνει ελεύθερα. Μ’ αφού ήταν τέτοια, θα την περιόριζε.

Σ’ όλο αυτό το διάστημα, η Ψιψίνα εξακολουθούσε να είναι κρυμμένη. Κανείς από το κελί δεν την είδε, μονολότι την εγύρευαν όλοι. Αλίμονό της αν «εκομπαρίριζε» εκείνη την αυγή! Μα ήταν πολύ πονηρή ή πολύ τυχερή· και δεν εφάνηκε καθόλου ως το μεσημέρι. Μόνο που την ώρα που η παπαδιά εκκένωσε στην απλάδα το ραγού, ακούστηκε από το περβόλι ένα δειλό νιαούρισμα. O παπα-Ζήσιμος, περιμένοντας στην τραπεζαρία, πετάχθηκε αμέσως. Αλαφιασμένη, πετάχθηκε αμέσως κι η παπαδιά· μα ο παπάς την κράτησε στην πορτούλα της κουζίνας.

«Στάσου», της είπε, «είναι δική μου δουλειά! Έγνοια σου, και θα την κάμω εγώ που να με θυμάται».

Η παπαδιά υποχώρησε, γιατί είχε και το φαΐ, κι ο παπάς έκραξε με γλύκα τη γάτα και, μόλις εζύγωσε, την άρπαξε απότομα από τη μέση.

«Έλα εδώ», της είπε· «έλα εδώ, να σε μάθω εγώ πώς…»

Δεν απόσωσε τη φράση, μόν’ ανέβηκε τη σκάλα της σοφίτας, πέταξε κει μέσα τη γάτα, την κλείδωσε, πήρε το κλειδί και κατέβηκε.

«Τση έδωσα κάτι κλοτσίες, μα κάτι κλοτσίες!…», είπε ψέματα τη στιγμή που καθόταν στο τραπέζι, τάχα θυμωμένος.

«Εσύ; ούτε δε θα την άγγιαξες, κάνω όρκο!», είπε η παπαδιά. «Ας είναι, έπειτα τη λογαριάζω εγώ».

«Ναι, αν τη βρεις!»

«Έφυγε;»

«Αμή ματαγυρίζει εφτούνη, άμα είδε πως τη δέρνω κι εγώ; Μέρες θα κάμει τώρα να πατήσει εδώ μέσα».

Έτσι ο παπα-Ζήσιμος κατόρθωσε να προφυλάξει τη γάτα του από το θυμό της παπαδιάς, ώσπου πέρασαν οι πρώτες επικίνδυνες ώρες. Ύστερα ξανανέβηκε κρυφά στη σοφίτα, για να της ρίξει λίγο φαΐ, και προσπάθησε να μερέψει τη συμβία του με λόγια. Ήταν εκεί κι ο Άνθιμος ο αναγνώστης, κι ο φίλος του ο Γερόλυμος, κι ένας άλλος ενορίτης, που είχαν μάθει εμπιστευτικά την αυγινή συφορά και λυπηθήκανε πολύ.

«Ε, παιδιά μου», τους έλεγε ο παπα-Ζήσιμος, ενώ έπιναν τον καφέ στη σάλα. «Πόσοι κι από μας τους ανθρώπους δε μαγαρίζουν τα Άγια και δε βεβηλώνουν τα Ιερά κάθε μέρα, χωρίς να ’χουν περισσότερη συναίσθηση από τη γάτα μου! Είδα εγώ τέτοιους στη ζωή μου!… Πρέπει όμως να συγχωράμε αυτούς τους δυστυχισμένους, όπως συγχωράμε και το ζώο που δεν έχει λογικό. Δεν το κάνουν από κακό. Μονάχα δεν ξέρουν τι κάνουν. “Oυκ οίδασι τι ποιούσι”».

«Καλά λέει ο παπάς», επεδοκίμασε ο Γερόλυμος.

«Μπορεί να λέει καλά ο παπάς», είπε τότε η παπαδιά· «εγώ όμως αν ξανακάμει τέτοιο πράμα η γάτα του θα την πνίξω. Δε μου γλιτώνει!»

ΜΙΚΡΟ ΛΕΞΙΚΟ: *κλαμπανάρος: αυτός που χτυπά την καμπάνα, ο κωδωνοκρούστης *Αγία Πρόθεση: τραπέζι ή εσοχή στον τοίχο του Ιερού, βόρεια της Αγίας Τράπεζας, όπου τοποθετούνται τα τίμια δώρα για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας *τση: της *παπαδίας: παπαδιάς *παστρέψω (παστρεύω): καθαρίζω *Σουζάνα: η κόρη του παπά *μπιανκαρία: το μέρος όπου φυλάσσονται τα λευκά τραπεζομάντιλα και τα σεντόνια *χυλισμένο (χυλίζω): κολλαριστό *τα μέρλα: οι δαντέλες *τσι: τους *μποτσολάκι: γυάλινο δοχείο *μάκες: κηλίδες, λεκέδες *σκαμπαβία: γυναικείο εσώρουχο, κομπινεζόν *ροβόλησε: κατέβηκε γρήγορα *εφτούνα: αυτά *εμαγάρισε (μαγαρίζω): μολύνω *κουτσουκέλα: αταξία, ζημιά *ματαπείς: ξαναπείς *αμπονόρα: νωρίς, πρωινιάτικα, πρωί *φούρκα: οργή *νόημα: αντίληψη, εξυπνάδα *«πήρε καιρό»: τέλεσε συντομη ακολουθία λέγοντας από μέσα του τα τροπάρια του αγίου στο τέμπλο μπροστά από την εικόνα του *εκομπαρίριζε (κομπαρίζω): εμφανίζομαι *απλάδα: πιατέλα, γαβάθα *ραγού: είδος φαγητού με κρέας και λαχανικά ή όσπρια *τη λογαριάζω: την κανονίζω : οι δαντέλες *τσι

ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΣΕ ΜΟΡΦΗ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK:



7.2.25

Γρηγόριου Ξενόπουλου: Η άπιστη AUDIOBOOK - ΗΧΟΒΙΒΛΊΟ Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου


Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου
[Σε δύο μέρη - ηχοβιβλία]


    Ένα ακόμα μυθιστόρημα του Ξενόπουλου με θέμα την ανθρώπινη καρδιά και τις ανθρώπινες σχέσεις. Ένα βιβλίο σχεδόν "άγνωστο" στους πολλούς. Ένα μυθιστόρημα μάλλον παράξενο. Πλημμυρισμένο όμως με παλμό. Θεμελιωμένο σε καταστάσεις παράξενες, αλλά και πραγματικές. Ένα έργο στο οποίο συγκρούονται και αλληλοσυμπληρώνονται, ο έρωτας, ο ανταγωνισμός, η απιστία και η μοίρα, για να συνθέσουν τελικά μια μεγάλη και ίσως απρόσμενη ευτυχία.

Το α΄ μέρος εδώ:

Το β΄ μέρος εδώ:

17.1.25

Στέλλα Βιολάντη του Γρηγορίου Ξενόπουλου ΗΧΟΒΙΒΛΊΟ AUDIOBOOK διαβαζει ο Κωνσταντίνος Οικονομου

 Στέλλα Βιολάντη του Γρηγόριου Ξενόπουλου Ηχοβιβλίο-ΑUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κων/νος Αθ. Οικονόμου



Η Στέλλα Βιολάντη είναι τρίπρακτο θεατρικό δράμα του Γρηγόρη Ξενόπουλου. Γράφτηκε το 1901 ως διήγημα με τίτλο ''Έρως Εσταυρωμένος''. Το 1909 ο ίδιος ο συγγραφέας διασκεύασε το διήγημα σε θεατρικό έργο.

Το έργο, μέσα από τον έρωτα της Στέλλας Βιολάντη με έναν νέο, διαπραγματεύεται τη σύγκρουση μεταξύ πατέρα που θέλει να επιβάλλει τον δικό του τρόπο σκέψης και κόρης που θέλει να αποφασίζει η ίδια για τη ζωή της. Στο έργο στιγματίζεται η αυταρχικότητα του πάτερ-φαμίλια, που τότε είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου προς τα υπόλοιπα εξαρτώμενα από αυτόν μέλη της οικογένειάς του. Πρωτοπαρουσιάστηκε στην αθηναϊκή σκηνή το καλοκαίρι του 1909 με πρωταγωνίστρια τη Μαρίκα Κοτοπούλη και έγινε μεγάλη επιτυχία. Με το πέρασμα του χρόνου έγινε από τα κλασικά του ελληνικού θεατρικού ρεπερτορίου. Το θεατρικό έγινε το 1931 και κινηματογραφική ταινία, σε σενάριο του ίδιου του Ξενόπουλου, σε σκηνοθεσία Ιωάννη Λούμου και με πρωταγωνίστρια την Ελένη Παπαδάκη από την Ελλάς Φιλμ του Τάκη Μεγαρίτη. Εκτός από την Παπαδάκη, στην ταινία έπαιζαν οι Αθανάσιος Μαρίκος, Φλερί Φριτς, Στέφανος Νέζερ, Αιμιλία Μαρίκου, Γεώργιος Πλούτης, Ευτυχία Παυλογιάννη, Χρήστος Γεωργιάδης, Καίτη Αρσένη και Τιτίκα Σοφιάδου. Το διήγημα Το διήγημα με τίτλο «Έρως εσταυρωμένος» πρωτοτυπώθηκε στο περιοδικό Παναθήναια το 1901. Η ανάμνηση ενός περιστατικού που συνέβη πριν λίγα χρόνια στην Αθήνα της εποχής του, δηλαδή το ότι δυο αδέλφια σκότωσαν την αδερφή τους στο ξύλο γιατί είχε ερωτευτεί κάποιον που δεν ήθελε η οικογένεια, συμπαρέσυρε στη μνήμη του συγγραφέα και άλλα παρόμοια περιστατικά που είχε ακούσει και στη Ζάκυνθο όταν ήταν μικρός και στη Πάτρα και αλλού, και του έδωσαν το υλικό για να γράψει το διήγημα Ο εσταυρωμένος έρωτας της Στέλλας Βιολάντη.

Γράφει ο Παλαμάς σχετικά:
Ψυχή του θρήνου, του μαρτυρίου και της θυσίας, Στέλλα Βιολάντη! Μες στο μοσκοβόλο νησάκι που ανασαίνει Με την πνοή του γιασεμιού και με του κρίνου, Ω φλόγα ερωτική πλατιά χυμένη! Επέταξε η ψυχή σου Μες από την ανήμερη τη φυλακή σου, για να ομορφύνει κάποια κόλασιν Ιστορισμένη από κανένα Δάντη, Στέλλα Βιολάντη! [ποίημα του Κωστή Παλαμά]. Όταν ο ποιητής Κωστής Παλαμάς διαβάζει το διήγημα στο περιοδικό, εμπνέεται και γράφει το ποίημα Ψυχή του θρήνου, του μαρτυρίου και της θυσίας. Ο Παλαμάς το στέλνει χειρόγραφο στον Ξενόπουλο, σαν δώρο, και εκείνος το εντάσσει στο θεατρικό του. Μάλιστα, στην πρώτη παράσταση, το ποίημα το απήγγειλε η ηθοποιός Στέλλα Γαλάτη, στην αρχή του έργου. Σε βιβλίο τυπώνεται για πρώτη φορά το 1903 από τις εκδόσεις του Ανέστη Κωνσταντινίδη, στη συλλογή με τα διηγήματα του συγγραφέα, με τον πρωτότυπο τίτλο του. Σε πρώτη αυτοτελή έκδοση τυπώνεται το 1914 από τον εκδοτικό οίκο του Γεωργίου Φέξη. Από τις εκδόσεις Κολλάρου, τυπώνεται το 1923, το διήγημα και το δράμα μαζί. [σχετικά Βικιπαίδεια]
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK:

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Οι Γαλαξίες [Β΄μέρος] + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

  Οι Γαλαξίες [Β΄μέρος] + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας-συγγραφέα ΣΥΣΤΑΣΗ ΓΑΛΑΞΙΩΝ : Όπως απέ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....