29.1.25

Ο άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος Διβόλης, ο εξ Αλικινού, Κυδωνίας Κρήτης [7.2. 1867] του Κων/νου Οικονόμου

 

Ο άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος Διβόλης,

ο εξ Αλικινού, Κυδωνίας Κρήτης [7.2. 1867]

του Κων/νου Οικονόμου




Αθλήσει γεώργιον καινόν εδείχθης Κυρίω, Γεώργιε, ώ συναγάλλη.

Εβδομάτη Γεώργιος μελεϊσθείς Κυρίω έστη.”


ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΝΕΟΤΗΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ: Ο Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυς του Χριστού γεννήθηκε στην Κρήτη, χωριό Αλικιανού Κυδωνίας, την 24η Μαΐου του 1846 από ευγενείς γονείς, τον Ιερέα Νικόλαο Διβόλη, που καταγόταν από τη Φολέγανδρο, και την Αικατερίνη Μπουζιανοπούλου, καταγόμενη από την σηματικότερη οικογένεια του Θέρισσου της Κυδωνίας. Στο Θέρισσο μετέβη και ο πατέρας του ως εφημέριος. Εκεί ο Γεώργιος ανετράφη εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Ο Γεώργιος έμαθε και λίγα γράμματα, ίσα-ίσα να μπορεί να διαβάζει. Κι όμως εκείνα τα λίγα τον ωφέλησαν ιδιαίτερα. Ο Νεομάρτυς του Χριστού, εργαζόταν ως γεωργός. Μετά τη σκληρή ολοήμερη δουλειά στα αμπέλια και έπειτα από το δείπνο, διάβαζε συναξάρια των Αγίων της Ορθοδοξίας μας, ιδιαιτέρως δε των Μαρτύρων. Αυτό το έκανε κάθε βράδυ, μέχρι τα μεσάνυχτα. Του έλεγαν μάλιστα συχνά οι γονείς του: “Παιδί μου πρέπει να κοιμηθείς, να ξεκουραστείς, αύριο πάλι έχεις εργασία”. Και ο Γεώργιος συνήθιζε να τους απαντά: “Δεν αναπαύομαι ούτε κοιμούμαι ευχάριστα, εάν πρώτα δεν χορτάσω από θεία ανάγνωση”.


Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΑΔΕΛΦΟ: Κατά το τέλος του 1865, ένα βράδυ, διάβασε τον βίο ενός Μάρτυρα και γέμισε η καρδιά του από θείο έρωτα. Τότε, στέναξε βαθειά και είπε με κατάνυξη: “Χριστέ μου, αξίωσε κι εμένα να χύσω το αίμα μου για την αγάπη σου”. Ο αδελφός του Ιωάννης, ο οποίος ήταν τυφλός και άκουγε την ανάγνωση, του είπε: “Τι λές εκεί αδελφέ μου; Δεν ξέρεις ότι για να γίνει αυτό που είπες πρέπει να εγερθεί διωγμός κατά των Χριστιανών; Και εσύ μπορεί να υποφέρεις τα μαρτύρια, αλλά πόσοι θα αρνηθούν τον Χριστό μας και θα χαθούν;” Ο Γεώργιος αναστέναξε βαθειά και είπε: “Ναι Χριστέ μου, αν είναι θέλημά σου, αξίωσέ με να χύσω το αίμα μου για την αγάπη σου, όπως κι Εσύ έχυσες το αίμα Σου για τη δική μου αγάπη”. Ο αδελφός του φύλαξε στην καρδιά του τους λόγους του αυτούς, μυστικούς. Και να λοιπόν πως τελικά εκπληρώθηκε η επιθυμία του Αγίου.

ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1866: Όταν στα 1866, ξεκίνησε η γνωστή επανάσταση στην Κρήτη, ο Γεώργιος βοηθούσε τον αγώνα ως αγγελιαφόρος μεταφέροντας επιστολές από τον έναν οπλαρχηγό στον άλλο, ή όπως αλλιώς μπορούσε. Την Κυριακή 5η Φεβρουαρίου του 1867, βρέθηκε στο χωριό Φουρνέ της επαρχίας Κυδωνίας, μαζί με πολλούς επαναστάτες, οι οποίοι όμως επροδόθηκαν από έναν “Χριστιανό”, στον Τούρκο πασά. Ο τελευταίος έστειλε πολυάριθμο στρατό που περιέζωσε το χωριό και συνέλαβε πολλούς, οδηγώντας τους στο στρατόπεδό του. Μάλιστα, δύο επαναστάτες απ’ το Φουρνέ, τους βασάνιζαν ανηλεώς για να μαρτυρήσουν από ποιο χωριό καταγόταν ο καθένας. Έπειτα, φυλάκισε τους κατοίκους των ορεινών χωριών, ενώ τους υπόλοιπους τους έστειλε στα Χανιά στο Μουσταφά πασά, ο οποίος παρακληθείς από τον φίλο του Ιωάννη Τσαπάκη ή Γιάννακα, απέστειλε επιστολή στον πασά που τους συνέλαβε για να απολύσει όσους κρατούσε. Αυτός όμως ο αιμοβόρος, διέταξε τον σκοπό του στρατοπέδου του να κρατήσει τον αγγελιοφόρο του Μουσταφά με διάφορες δικαιολογίες, μέχρι να εκτελέσει την απάνθρωπη απόφασή του, καθώς την νύχτα της Κυριακής προς την Δευτέρα, τους κατέσφαξε όλους! Και δεν τους σκότωνε απλώς, αλλά κατέκοβε πρώτα τα αυτιά, την μύτη, τη γλώσσα, τα χέρια, τα πόδια, τα απόκρυφα μέλη, εξώρυσε τα μάτια και τελευταία έκοβε και την κεφαλή! Αυτό το τέλος έλαβαν όλοι αδιακρίτως οι γενναίοι εκείνοι αγωνιστές της Κρήτης.



ΟΙ ΟΘΩΜΑΝΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΕΞΩΜΟΤΗ ΤΟΝ ΓΕΩΡΓΙΟ: Κάποιος Μουλατζιμπαχρής, αξιωματικός από το χωριό Αλικιανού, που γνώριζε από παιδί τον Γεώργιο, πλησίασε και του λέει: “Έλα μωρέ Γιωργάκη, να κάμεις μια δουλειά που θα σου πώ, για να γλυτώσεις τη ζωή σου, εάν θέλεις, διότι σε γνωρίζω από μικρό παιδί, και σε λυπούμαι να αποθάνεις”. Τότε ο Γεώργιος τον ρώτησε: “τι δουλειά είναι αυτή, Μπαχρή Αγά”; Κι εκείνος του αποκρίθηκε: “Να γίνεις Τούρκος. Έτσι θα σωθείς”! Ο Γεώργιος γέλασε και του λέει: “Δεν αλλάξω την Πίστη μου, όχι μόνο αν μου χαρίσετε τη ζωή, αλλά και όλο τον κόσμο”. Τότε ο Αγάς πρόσθεσε: “Εγώ ήθελα να σου κάμω αυτό το καλό, διότι, όταν ήμουν μικρός ακόμη θυμούμαι ότι έσπασε το πόδι του ο αδελφός μου Αρίφ και του το θεράπευσε ο πατέρας σου. Αλλά αφού δεν δέχεσαι τη συμβουλή μου, μ’ άλλον τρόπο δε μπορώ να σε σώσω κι ας είναι η αμαρτία του θανάτου σου δική σου. Όμως, δεν λυπάσαι τουλάχιστον τους γονείς σου ή την αδελφή σου και τον τυφλό αδελφό σου που θα μείνουν απροστάτευτοι; Ο πατέρας σου είναι γέρος κι άμα εσύ πεθάνεις με τέτοιο σκληρό θάνατο, οπωσδήποτε θα πεθάνει κι αυτός απ’ τη λύπη του”. Όμως, ο ευλογημένος Γεώργιος έκλεισε το διάλογο ως εξής: “Αν είναι καλό αυτό που θέλεις να μου κάμεις, έχε το για τον εαυτό σου, κι εγώ Τούρκος δεν γίνομαι. Χριστιανός γεννήθηκα, χριστιανός είμαι και χριστιανός θα αποθάνω! Μάθε δε ότι πρό πολλού επεθύμησα το Μαρτύριο και ζήτησα απ’ τον Χριστό μου να με αξιώσει να απολαύσω το Ματύριο. Και τώρα, ας είναι δοξασμένος που με αξίωσε, να φανώ τόσο άφρων, να καταφρονήσω τη θεία δωρεά; Μάθε μάλιστα πως εσύ έπρεπε να γίνεις Χριστιανός που είσαι γεννημένος από μητέρα Χριστιανή και γνωρίζεις απ’ αυτήν πολύ καλά τα της αγίας μας Πίστεως. Για τους γονείς, τον αδελφό και την αδελφή μου μη σε μέλει, διότι ίσα-ίσα, άμα πεθάνω για τον Χριστό θα εύρω παρρησία προς Αυτόν και τότε θα τους προστατεύω περισσότερο και καλύτερα”! Τότε τον παρέλαβε κατ’ ιδίαν ένας Χριστιανός αξιωματικός, ονομαζόμενος Χατζηεμμανουήλ Φουγλανάκης και του λέει: “Βρε Γιωργάκη, κάνε αυτό που σου λέει ο Μπαχρή Αγάς, έστω για να τον ξεγελάσεις, να γλυτώσεις τη ζωή σου και όταν επιστρέψεις στο σπίτι σου, πάλι Χριστιανός είσαι και ο Θεός σε συγχωρεί, διότι βλέπει την ανάγκη”. Τότε του λέει και ο Γεώργιος: “Δεν φοβάσαι τον Θεό Καπετάν Μανώλη, να μου λες αυτά τα λόγια; Αν και δεν τα λές από κακία αλλά από πλάνη, δεν ξέρεις τι λέει το Ευαγγέλιο για αυτές τις περιστάσεις; Άκουσε τι λέει ο Χριστός: «Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς. Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν Ουρανοίς». Λοιπόν, εάν πράξω όπως μου λέγεις, πρέπει ύστερα να χύσω το αίμα μου για τον Χριστό, για να αποπλύνω την άρνηση και μάλιστα εάν πράξω αυτό τώρα, θα οργισθεί ο Χριστός και θα με καταδικάσει ως καταφρονητή της μεγάλης Χάριτός του, την οποία μου έδωσε καθώς του ζήτησα. Λοιπόν ας μην έχει ελπίδα ο Μπαχρής ότι θα γίνει το θέλημά του”.



ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Μετά απ΄αυτά, οι στρατιώτες οδήγησαν τον Άγιο στον Αγά, ο οποίος τον ρώτησε τι αποφάσισε. Ο Γεώργιος απάντησε με χαρά και θάρρος: “Ό,τι σου είπα και πρίν, αυτό σου λέω και τώρα και αυτό θα λέω και μέχρι τελευταίας μου αναπνοής. Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω. Δεν αρνούμαι τον Χριστό μου, δεν γίνομαι Τούρκος, δεν αφήνω την υπέρλαμπρη Πίστη μου για να πιστεύσω στην ζωώδη και σκοτεινή δική σας σατανική πλάνη”. Ο Μπαχρή Αγάς, απελπισμένος, παρέδωσε τον Άγιο στους δημίους, οι οποίοι τον παρακινούσαν να πιεί μια φιάλη ρούμι, ίσως για να μην υποφέρει, αλλά αυτός γέλασε και τους είπε: “σας ευχαριστώ, δεν θέλω ρούμι να πιώ, διότι έχω να βαδίσω μεγάλο δρόμο και πρέπει να έχω σώας τας φρένας μου”. Τότε άρχισαν να τον κακοποιούν μαζί με άλλους αιχμαλώτους. Κι όπως τον βασάνιζαν, οι άλλοι Χριστιανοί έκλαιγαν και θρηνούσαν, ο ένας τη ζωή του, ό άλλος την γυναίκα του και τα παιδιά του, αυτός ο ευλογημένος στεκόταν σαν πέτρα και όχι μόνο δεν εφώναζε αλλά ούτε καθόλου στέναζε ή δάκρυζε. Αντιθέτως, το γενναίο κρητικόπουλο, έχαιρε σαν να στεκόταν γαμπρός στην ώρα της στέψης και δόξαζε τον Θεό και τον ευχαριστούσε διότι τον αξίωσε να φθάσει σ’ αυτή την ώρα και να πάθει για την αγάπη του. Ευχαριστούσε και τους δημίους γιατί με το μαρτύριο του προξενούσαν μεγάλη δόξα και χαρά, μ’ αυτούς τους λίγους πόνους. Τους παρακαλούσε μάλιστα να του αυξήσουν την βάσανο διότι έλεγε, “όσο πιο πολύ υποφέρει για την αγάπη του Χριστού, τόσο περισσότερη τιμή θα λάβει από τον Θεό”. Αφού πρώτα του έκοψαν κι αυτού όλα του τα μέλη, τέλος του έκοψαν και την τιμία του κεφαλή, και έτσι έλαβε ο ανδρείος Γεώργιος, το στέφανο του μαρτυρίου. Ήταν η 7η Φεβρουαρίου του 1867. Το τίμιο και ιερό λείψανό του, το έριξαν οι Αγαρηνοί μαζί με τά άλλα λείψανα των φονευθέντων Χριστιανών, όλα μαζί, σε τόπο άγνωστο, μέχρι σήμερα.



ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ: Το μαρτύριο του Γεωργίου και οι διάλογοι που προηγήθηκαν τα διηγήθηκαν αυτόπτες και αυτήκοοι αξιόπιστοι μάρτυρες. Αυτά κατορθώνει η δυνατή πίστη. Οι πιστοί άγιοι του Κυρίου Μάρτυρες θυσιάζουν ακόμη και αυτή τη ζωή τους, υπέρ της ορθοδόξου ομολογίας του αγαπημένου Νυμφίου της Εκκλησίας, του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού. Αξίζει να προσθέσουμε, πως οι Μάρτυρες του Κυρίου, μάλιστα οι Νεομάρτυρες, είναι οι πλησιέστεροι σ’ εμάς, μεταξύ όλων των Αγίων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση του Αγίου Γεωργίου, χαίρουν μαζί με την Μεγαλόνησο και η Φολέγανδρος και η Σίκινος καθώς υπάρχουν απόγονοι του Αγίου Νεομάρτυρος που φέρουν και το ίδιο επώνυμο. Είθε οι βίοι των Αγίων Μαρτύρων να φαιδρύνουν την ψυχή μας και να φωτίζουν με το παράδειγμά τους τις δύσκολες ατραπούς της ζωής μας γιατί: “Ζήτησε να εύρεις τον εαυτόν σου μέσα εις τους βίους των Αγίων. Θα τον εύρεις οπωσδήποτε μέσα εις αυτούς. Ακόμη θα εύρεις εκεί και τα «φάρμακα», με τα οποία ημπορείς να τον θεραπεύσεις από όλας τας πνευματικάς αρρωστίας και να τον κάνεις υγιή δια παντός. Υγιή και εις τους δύο κόσμους, εις τρόπον ώστε να μην ημπορέσει να σε βλάψει κανένας θάνατος. Θα εύρεις ακόμη μέσα εις τους βίους των Αγίων, όλα όσα χρειάζονται εις σε ώ άνθρωπε, που είσαι μία αθάνατος ύπαρξις, μία αιωνία ύπαρξις, μία θεανθρώπινη ύπαρξις, άνθρωπε! Άνθρωπε! Άνθρωπε!” [π. Ιουστίνος Πόποβιτς, «Άνθρωπος και Θεάνθρωπος»].

Ο Όσιος Λουκάς ο Στειριώτης [7 Φεβρουαρίου] (896-953) από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

 

Ο Όσιος Λουκάς ο Στειριώτης [7 Φεβρουαρίου] (896-953)

από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου



Ἔπλησε Λουκᾶς θαυμάτων τὴν Ἑλλάδα,
Ὃς οὐδὲ νεκρὸς παύεται τῶν θαυμάτων.”

ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΓΕΝΝΗΣΗ: Η καταγωγή της οικογενείας του Οσίου Λουκά, του ιδρυτή της ομωνύμου ιεράς μονής της Βοιωτίας, ήταν από την Αίγινα. Για το φόβο όμως των Σαρακηνών [την εποχή εκείνη με κέντρο την Κρήτη οι Μωαμεθανοί αυτοί πειρατές επέδραμαν σε πλήθος παράλιων πολιτειών] οι πρόγονοί του εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Φωκίδας, κοντά στους πρόποδες του όρους του Ιωάννου ή Ιωαννίτζη ή όπως το λένε σήμερα οι κάτοικοι της Δεσφίνας, Γιαννιμάκι. Για τον ίδιο όμως λόγο έφυγαν και απ' εκεί και πήγαν στο Καστόριον, το σημερινό Καστρί, δίπλα στους αρχαίους Δελφούς. Εκεί γεννήθηκε ο Λουκάς, τον Ιούλιο του 896 μ.Χ. Ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά του Στέφανου και της Ευφροσύνης. Από μικρός έδειχνε μεγάλη κλίση για τον ασκητικό βίο και περνούσε τις ώρες του με συνεχή προσευχή.


ΣΤΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΒΙΟ: Το 910, σε ηλικία μόλις 14 ετών, ακολούθησε δύο μοναχούς στην Αθήνα. Εκεί, και στην Εκκλησία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, που τότε ήταν πάνω στην Ακρόπολη ή, κατ΄άλλους, στο μοναστήρι της Μεγάλης Παναγίας, το σημερινό Μοναστηράκι, ο Λουκάς έγινε μοναχός. Ίσως ο Λουκάς να έμεινε για λίγο σ' ένα ασκηταριό στην πλαγιά του Υμηττού, όπου σήμερα είναι η μονή του Αστερίου [άλλωστε, κατά μία εκδοχή, το “Ασκητήριο Λουκά από του Στειρίου”, ίσως να έγινε με την πάροδο του χρόνου “Αστερίου”. Με τις πολλές όμως παρακλήσεις της μητέρας του ξαναγύρισε στο Καστόριο. Μετά από λίγους μήνες πήγε να ασκητέψει στο Γιαννιμάκι, όπου έμεινε επτά χρόνια, κοντά σ' ένα μικρό εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Από δύο μοναχούς που πέρασαν απ' εκεί πηγαίνοντας στη Ρώμη, πήρε το μέγα αγγελικόν σχήμα, έγινε δηλαδή μεγαλόσχημος.




ΣΤΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟΥ: Για να αποφύγει τις βαρβαρικές επιδρομές πήγε στο Ζεμενό της Κορινθίας, όπου έμεινε κοντά σε έναν στυλίτη ασκητή για 10 χρόνια. Το 927 σε ηλικία 31 ετών γύρισε και πάλι στο Γιαννιμάκι, όπου έμεινε 12 χρόνια. Απ' εκεί πήγε στο Καλάμι, ένα μέρος με νερό, ανατολικά της Αντίκυρας [σήμερα λέγεται από τους κατοίκους του γειτονικού Κυριακίου, Ζάλτσα]. Μετά όμως από 3 χρόνια, για να σωθεί από τις επιδρομές κατέφυγε στον Αμπελώνα, ένα έρημo μικρό ξερονήσι, όπου έμεινε 3 χρόνια. Εκεί πήγαν οι τότε κάτοικοι του Στειρίου και τον έπεισαν να έλθει κοντά στο χωριό τους.

ΣΤΟ ΣΤΕΙΡΙ: Το 946, όταν ο Όσιος Λουκάς ήταν περίπου 49 ετών, εγκαταστάθηκε στην καταπράσινη και μαγευτική θέση, όπου σήμερα είναι το μοναστήρι του. Έκτισε το κελί του, ένα εκκλησάκι για να προσεύχεται και έφτιαξε έναν κήπο, όπου καλλιεργούσε τα χορταρικά του. Η φήμη του τράβηξε εκεί και άλλους ασκητές, όπως τους Γρηγόριο, Παγκράτιο και Θεοδόσιο. Μαζί τους και με την οικονομική βοήθεια πολλών θαυμαστών του, στρατηγών και αξιωματούχων του Κράτους, άρχισε την οικοδόμηση της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας. Δεν πρόλαβε όμως να την τελειώσει. Στο Στείρι τον επισκέπτονταν χιλιάδες πιστοί που ζητούσαν συμπαράσταση στις δυσκολίες τους και θεία φώτιση στη ζωή τους. Ανάμεσά τους και ο στρατηγός του Θέματος της Ελλάδος Κρηνίτης Αροτράς.


ΣΤΙΣ ΟΥΡΑΝΙΟΥΣ ΜΟΝΑΣ: Το Νοέμβριο του 952 πρόβλεψε τον επικείμενο θάνατο του, που πράγματι συνέβη στις 7 Φεβρουαρίου του 953. Έζησε λιγότερο από 57 έτη. Ο μαθητής του Γρηγόριος τον έθαψε μέσα στο κελί του. Μετά το θάνατό του, η φήμη ότι το λείψανά του ήταν θαυματουργά έκανε πλήθος πιστών να συρρέουν στο μοναστήρι για να θεραπευθούν, και τα αρχικά κτίσματα έδωσαν τη θέση τους σε μνημειωδέστερα κτίρια.

ΘΑΥΜΑΤΑ – ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ - ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ: Ύστερα από 2 χρόνια, το 955 μ.Χ., οι συνασκητές και μαθητές του γιόρτασαν για πρώτη φορά τη μνήμη της Κοίμησής του. Ο Όσιος Λουκάς εκτός από την αυστηρή ασκητική ζωή που έκανε, την ταπεινοφροσύνη του, την αγάπη του για όλους τους ανθρώπους, την απέραντη φιλανθρωπία του, την ακλόνητη πίστη του στο Χριστό, είχε μεγάλη θαυματουργική και θεραπευτική δύναμη. Άπειρα είναι τα θαύματα που έκανε στη ζωή του, ενώ, μετά το θάνατο του, χιλιάδες ασθενείς έρχονταν προσκυνητές στον τάφο του από τον οποίο ανέβλυζε μύρο, και έβρισκαν τη θεραπεία τους. Αλλά ο Όσιος Λουκάς είχε και προφητική ικανότητα. Είχε προβλέψει την επιδρομή των Βουλγάρων, την απελευθέρωση της Κρήτης από την κατοχή των Αράβων [Σαρακηνών], το θάνατό του, κ.ά. Η απελευθέρωση μάλιστα της Κρήτης, την οποία είχε προβλέψει το 942 και η οποία πραγματοποιήθηκε 19 χρόνια αργότερα, το 961, από το Νικηφόρο Φωκά, συντέλεσε στο να αυξηθεί ο σεβασμός προς τη μνήμη του ιδιαίτερα στη βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη1. Πλούσιες δωρεές στέλνονταν στη Μονή τακτικά. Στα θεία χαρίσματα του ασκητή Οσίου οφειλόταν και η στενή του σχέση με τους στρατηγούς του Θέματος της Ελλάδος, με έδρα την ακμάζουσα τότε Θήβα. Οι στρατηγοί Πόθος, γιος του Λέοντος Αργυρού, και Πρωτοσπαθάριος Κρηνίτης ο Αροτράς τίμησαν τον Όσιο. Ο Κρηνίτης μάλιστα άρχισε να κτίζει με έξοδά του εκκλησία, όσο ζούσε ο Όσιος, το 946, στο όνομα της Αγίας Βαρβάρας. Έτσι, όχι μόνο τελείωσε η εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, η οποία σήμερα είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο, αλλά ύστερα από λίγα χρόνια, το 1011 μ.Χ., κτίστηκε και ο δεύτερος, ο μεγάλος ναός, το Καθολικό, από τον τότε ηγούμενο Φιλόθεο. Η οικοδομή του Καθολικού, αποδίδεται, σύμφωνα με την παράδοση, σε τρεις αυτοκράτορες του Βυζαντίου: Τον Ρωμανό Β (959-963), τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο (976-1028) και τον Κωνσταντίνο Θ τo Μονομάχο (1042-1056). Η εκκλησία αυτή αφιερώθηκε στον Όσιο Λουκά και μέσα σ' αυτήν τοποθετήθηκε η λειψανοθήκη του.

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ: Το ιερό λείψανο του Οσίου Λουκά σήμερα βρίσκεται στο μοναστήρι, όπου έφθασε το 1986 από την Βενετία, ενώ χιλιάδες επισκέπτες από την Ελλάδα, και όχι μόνο, προσέρχονται στη Μονή για να το προσκυνήσουν2. Η παράδοση του μοναστηριού βεβαίωνε ότι τα ιερά λείψανα του Οσίου είχαν αρπαγεί κατά τον 13ο αι. από τους Σταυροφόρους και είχαν μεταφερθεί στο Βατικανό. Η είδηση της ανεύρεσης τους ήρθε από τη Βενετία, στην οποία κατέληξαν, κατά την εκδοχή των Λατίνων, ως έξης: όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Βοιωτία στα 1460 μια ομάδα μοναχών διέφυγε με το σκήνωμα του Οσίου στη Λευκάδα. Μετά την κατάκτηση και της Λευκάδας τα λείψανα του Οσίου μεταφέρθηκαν στη Βοσνία. Τον Ιούλιο του 1463 η Βοσνία κατακτήθηκε και αυτή από τους Τούρκους και οι Φραγκισκανοί μοναχοί έφεραν τα ιερά λείψανα στη Βενετία. Ήδη όμως είχε δημιουργηθεί σύγχυση και θεωρήθηκε ότι τα λείψανα του Οσίου Λουκά ανήκουν στον Ευαγγελιστή Λουκά, που είχε ενταφιαστεί και αυτός στην πόλη των Θηβών. Επακολούθησαν συζητήσεις και Σύνοδος Καρδιναλίων στις 16 Δεκεμβρίου του 1464, όπου αποδείχθηκε ότι τα λείψανα που είχαν μεταφερθεί στην Ιταλία ανήκανε σε μοναχό της Ανατολικής Εκκλησίας, τον Λουκά, τον επονομαζόμενο «Στειριώτη».



Απολυτίκιο: Ἦχος α’. “Τῆς Ἑλλάδος τὸ κλέος, καὶ Ὁσίων τὸ καύχημα, καὶ τὸν τοῦ Στειρείου φωστῆρα, καὶ οἰκήτορα ὅσιον, τιμήσωμεν ᾀσμάτων ἐν ὠδαίς, Λουκᾶν τὸν θεοφόρον εὐσεθῶς, τῷ Χριστῷ γὰρ οἰκειούται διαπαντός, τοὺς πίστει ἀνακράζοντας, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.”

Κοντάκιο: Ἦχος πλ. δ'. “Ὁ ἐκλεξάμενος Θεὸς πρὸ τοῦ πλασθήναι σε, εἰς εὐαρέστησιν αὐτοῦ, οἲς οἶδε κρίμασι, προσλαβόμενος ἐκ μήτρας καθαγιάζει, καὶ οἰκεῖον ἐαυτοῦ δοῦλον δεικνύει σέ, κατευθύνων σου Λουκᾶ τὰ διαβήματα, ὁ φιλάνθρωπος, ὢ νῦν χαίρων παρίστασαι.”


1. Ο Όσιος Λουκάς είχε προφητέψει το 941 ότι «Ρωμανός Κρήτην χειρούται», θα ελευθερώσει δηλαδή την Κρήτη από τους Σαρακηνούς. Όταν ρωτήθηκε αν επρόκειτο για τον αυτοκράτορα Ρωμανό Α που βασίλευε την εποχή εκείνη, απάντησε «ουχ ούτος αλλ’ έτερος». Έτσι η ανέγερση του Καθολικού συνδυάστηκε με την προφητεία αυτή, γιατί ήταν επόμενο ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ρωμανός Β΄ θέλησε να ανεγείρει έναν μεγαλοπρεπή ναό από ευγνωμοσύνη στον Όσιο για την απελευθέρωση της Κρήτης (961), όπως είχε προφητέψει είκοσι χρόνια νωρίτερα. Όμως ο Ρωμανός Β απεβίωσε το 963, δύο χρόνια μετά την ανακατάληψη της Κρήτης. Επομένως το χρονικό διάστημα των δύο ετών που μεσολάβησε κρίνεται ανεπαρκές για την αποπεράτωση του μεγαλεπήβολου αυτού έργου.

2. Πάντως το πρόβλημα της γνησιότητας του Λειψάνου του Οσίου Λουκά παραμένει εφ’ όσον το λείψανο που επιστράφηκε φέρει Κάρα, ενώ στη Μονή Φιλοθέου Αγίου Όρους φυλάσσεται Κάρα που αποδίδεται στον ίδιο Άγιο.

Ο Νεομάρτυς Αντώνιος ο Αθηναίος [5.2.1774] από: Κων/νος Οικονόμου

 

Ο Νεομάρτυς Αντώνιος ο Αθηναίος [5.2.1774]

Κων/νος Οικονόμου




“Σφαγείς ο Αντώνιος ώσπερ η όϊς
Χριστώ παρέστη ακολουθιών ως όϊς”.


Ο ΠΑΜΦΤΩΧΟΣ ΔΩΔΕΚΑΕΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ΕΡΓΑΤΗΣ: Ο Αθηναίος αυτός Μάρτυς του Κυρίου Αντώνιος, καταγόταν από την Αθήνα και ήταν παιδί των πάμφτωχων ραγιάδων Μήτρου και Καλομοίρας. Ανατράφηκε από αυτούς στη θεοσέβεια και έμαθε τα ιερά γράμματα. Όταν έγινε δώδεκα χρονών, επειδή δεν μπορούσε να βλέπει τους γονείς του να είναι τόσο φτωχοί κι επειδή δεν ήξερε κάποια τέχνη, παρέδωσε τον εαυτό του για δούλο με μισθό σε κάποιους Μωαμεθανούς Αρβανίτες, που βρίσκονταν τότε στην Αθήνα, και από αυτόν τον μισθό βοηθούσε τους γονείς του.

ΣΤΑ ΟΡΛΩΦΙΚΑ: Όταν έγινε δεκαέξι χρονών, ήρθε η Ρωσική αρμάδα στον Μωριά με σκοπό να ξεσηκώσει σε επανάσταση τους ραγιάδες. Με την αφορμή αυτή, τα αφεντικά του, οι Αρβανίτες, πήγαν για να κουρσεύσουν και να σκλαβώσουν Χριστιανούς της Πελοποννήσου. Από κοντά σ΄αυτούς κι ο νεαρός Αντώνιος. Όμως, τ΄αφεντικά του τον πούλησαν μαζί με άλλους Έλληνες αιχμαλώτους, ως σκλάβο σε κάποιους Αγαρηνούς εμίρηδες, οι οποίοι, αφού τον αγόρασαν, τον τιμώρησαν με διάφορους βασανισμούς για να τον εκτουρκίσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Κι έτσι, τον πήραν μαζί τους στο τουρκικό στράτευμα, που βρισκόταν τότε στον Δούναβη ποταμό για να αντιμετωπίσει τους Ρώσους, και εκεί, πουλήθηκε διαδοχικά πέντε φορές από αφέντες σκληρούς, μεταπωλούμενος σε άλλους σκληρότερους. Κάθε φορά, ο καθένας από τους αφέντες του δοκίμασαν να στρέψουν τον Άγιο στη θρησκεία τους, πότε με κολακείες και ταξίματα, πότε με φοβέρες και διάφορα παιδέματα, αλλά μάταια, επειδή ο γενναίος Αντώνιος ήταν γερά στερεωμένος στην ευσέβεια.

ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ: Στη συνέχεια, πουλήθηκε σε έναν ορθόδοξο Χριστιανό, μεταξουργό, έναντι τετρακοσίων γροσίων. Μαζί μ΄αυτόν πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου εκείνος είχε σπίτι, γυναίκα και εργαστήριο, και βρισκόμενος εκεί, πήγε ο Άγιος σε πνευματικό πατέρα και εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του. Έπειτα, με κατάνυξη και πνευματική συντριβή, μετάλαβε τα άχραντα μυστήρια στον Άγιο Νικόλαο [Τουμπιαλί], και από τότε υπηρετούσε πρόθυμα τον αφέντη του, σαν αρεστός δούλος. Μια μέρα όμως, ο Άγιος είδε ένα όνειρο. Είδε μια γυναίκα ωραία στην όψη, η οποία υπόσχονταν σε αυτόν ότι θα του δώσει βοήθεια και δύναμη σε κάθε κίνδυνο, και του έλεγε να μη φοβάται, αλλά να στέκει ανδρείος, και αφού είπε αυτά, τον σκέπασε με το φόρεμά της. Μόλις ξύπνησε ο Αντώνιος, διηγήθηκε το όνειρο στην κυρία του και συμπέρανε από αυτό ότι πρόκειται να μαρτυρήσει για τον Χριστό, ενώ εκείνη του έλεγε να μη φοβάται από τα όνειρα.

ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΕΞΟΜΩΣΗΣ: Όταν λοιπόν ξημέρωσε, πήγε στο εργαστήριο του αφέντη του και, εκεί που καθόταν, έτυχε να περάσει ο τελευταίος Οθωμανός αφέντης του (που ήταν αξιωματικός του τουρκικού στρατού). Αυτός τον αναγνώρισε και αμέσως άρχισε να φωνάζει στον Άγιο ότι έφυγε από αυτόν παρά τη θέλησή του, και πως ήταν Τούρκος προηγουμένως και τώρα έγινε πάλι Χριστιανός, και μάλιστα έφερε αρκετούς μάρτυρες για αυτό. Εκείνοι όρμησαν κατά πάνω του χτυπώντας τον ανηλεώς και τον πήγαν στον δικαστή Μουράτ Μουλάν, δίνοντας κατάθεση για αυτόν, ότι πραγματικά είχε εκτουρκιστεί.

Η ΔΙΚΗ: Ο κριτής ρώτησε τον Άγιο αν είναι αλήθεια όλα αυτά που τον κατηγορούν. Κι αυτός χωρίς να δειλιάσει καθόλου, απάντησε με θάρρος ότι γεννήθηκε από Χριστιανούς γονείς και είναι Χριστιανός και ότι δεν αρνήθηκε ποτέ του τον Χριστό. Μάλιστα, πρόσθεσε, πως ήταν έτοιμος να δεχτεί, αν είναι δυνατό, μυριάδες θανάτους για τον Χριστό. Έπειτα ο κριτής άρχισε να τον δοκιμάζει με ταξίματα, υποσχόμενός του πλούτο και τιμές από το σουλτάνο. Επειδή όμως έβλεπε τον Άγιο να περιγελά και να κοροϊδεύει σαν όνειρα όλα αυτά, άρχισε να τον φοβερίζει λέγοντάς του ότι θα τον βασανίζει ανυπόφορα και θα τον θανατώσει ελεεινά. Τότε ο Αντώνιος του είπε: “μη νομίζεις ότι μπορείς να μου αλλάξεις την πίστη του Χριστού με αυτές σου τις φοβέρες και γι’ αυτό βασάνιζε, μαστίγωνε και κομμάτιαζε το σώμα μου. Σκέψου και κανέναν άλλον καινούργιο και οδυνηρότατο θάνατο για μένα, επειδή πιο πιθανό είναι να γίνεις εσύ Χριστιανός, παρά εγώ να αρνηθώ τον Χριστό και να μην ομολογώ ότι είναι Υιός Θεού και αληθινός Θεός!”. Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο κριτής, θαυμάζοντας την παρρησία του Αγίου, αντί να θυμώσει μαζί του, θύμωσε με τους ψευδομάρτυρες ομοθρήσκους του ονομάζοντάς τους πονηρούς και ψεύτες, ότι εκβιάζουν τους ανθρώπους να εκτουρκιστούν με συκοφαντίες και ψεύδη. Κι επειδή εκείνοι επέμεναν να καταμαρτυρούν και να φωνάζουν να θανατώσει τον Μάρτυρα, ο κριτής, αφού πήρε τον Άγιο παραπέρα από τους άλλους, του είπε κατ΄ιδίαν: “λυπήσου νέε τη νιότη σου και για την ώρα αρνήσου την πίστη σου, και ύστερα πήγαινε όπου θέλεις και έχε την πίστη σου”. Ο Μάρτυρας όμως του Χριστού, έχοντας στο νου του τον λόγο του Κυρίου: “όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον αρνηθώ κι εγώ μπροστά στον πατέρα μου στους ουρανούς”, δεν δέχτηκε να αρνηθεί τον Χριστό ούτε καν χαμηλόφωνα, αλλά φώναζε ότι είναι Χριστιανός και προτιμά να πεθάνει για τον Χριστό. Τέλος πάντων, βλέποντας ο κριτής ότι ούτε τους ψευδομάρτυρες εκείνους μπορεί να ξεφορτωθεί, ούτε τον Μάρτυρα να μεταστρέψει από την πίστη του Χριστού, θέλοντας και μη, εξέδωσε την έγγραφη απόφαση κατά του Αγίου, την οποία έστειλε κρυφά στον τότε βεζύρη Μεχμέτ Μελέκ πασά, με άνθρωπο έμπιστό του, φανερώνοντάς του ότι αυτή η απόφαση είναι άδικη και αυτός αναγκάστηκε να την εκδώσει.



ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΒΕΖΥΡΗ: Ο βεζύρης, αφού έφερε μπροστά του τον Μάρτυρα και τον ρώτησε τα ίδια παρακινώντας τον να τουρκέψει, άλλοτε με υποσχέσεις κι άλλοτε με απειλές και φοβέρες, κι αφού άκουσε από αυτόν τα ίδια που άκουσε κι ο μουλάς, κατάλαβε ότι όλες οι κατηγορίες εναντίον του ήταν ψευδείς και συκοφαντικές, έκρινε σωστό να ελευθερώσει τον δίκαιο. Επειδή όμως φοβούνταν τη βαρβαρότητα και την ορμή του πλήθους των φανατικών Αγαρηνών, έβαλε τον Άγιο στη φυλακή του Μουχζούρ αγά, φαινομενικά για να τον εξετάσει για δεύτερη φορά, στην πραγματικότητα όμως για να τον γλιτώσει από τον κίνδυνο. Κι ο Μάρτυρας, όταν βρισκόταν στη φυλακή ήταν χαρούμενος και εύθυμος και τους Χριστιανούς που έτυχε για άλλες αιτίες να είναι μαζί του στη φυλακή, τους δίδασκε να έχουν υπομονή στις θλίψεις και τους πειρασμούς, τονίζοντάς τους πως για το Χριστό να προτιμούν τον θάνατο. Έδινε μάλιστα ο Μάρτυς στους φτωχούς φυλακισμένους Χριστιανούς χρήματα, από εκείνα τα λίγα που είχε, και στον αφέντη του τον Χριστιανό έστειλε γράμμα στο οποίο πρώτα ζητούσε από όλους τους Χριστιανούς συγχώρεση και τις ευχές των ιερέων, για να τον δυναμώσουν στο Μαρτύριο, κι έπειτα ευχαριστούσε τον αφέντη του, επειδή εκείνος έδωσε τόσα χρήματα και τον εξαγόρασε από τους βαρβάρους, αυτός όμως δεν τον υπηρέτησε κι ούτε μπόρεσε να του ξεπληρώσει αυτή του την χάρη και ευεργεσία. Τέλος, αφού πεθάνει για τον Χριστό, τον παρακαλούσε να του κάνουν τα συνηθισμένα για τους κεκοιμημένους μνημόσυνα, και να μηνύσει στους γονείς του το μακάριο τέλος που έλαβε ο γιος τους, για να παρηγορηθούν.

ΤΕΛΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ-ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Οι ψευδομάρτυρες, στο μεταξύ, πήγαιναν συχνά στον βεζύρη ζητώντας τον να θανατώσει τον Άγιο. Έπειτα, βλέποντας πως εκείνος κλίνει προς τη φιλανθρωπία και αναβάλλει την υπόθεση, θύμωσαν και έδωσαν αναφορά στον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίδ, κατηγορώντας τον Μάρτυρα ότι αρνήθηκε την πίστη του και τον ίδιο τον βεζύρη ότι δωροδοκήθηκε και θέλει να τον ελευθερώσει. Κι ο βασιλιάς, επειδή φοβήθηκε την ταραχή του πλήθους σε εκείνην την εμπόλεμη περίοδο, έβγαλε απόφαση κατά του Μάρτυρα, ή να γίνει Τούρκος, ή να θανατωθεί. Ο βεζύρης λοιπόν, θέλοντας και μη, έβγαλε τον Άγιο από την φυλακή και και τον ρώτησε κοφτά, ή να αποδεχτεί τον Μωάμεθ ως προφήτη Θεού, ή να ακολουθήσει τον δήμιο και να αποκεφαλιστεί. Τότε ο Μάρτυρας του Χριστού Αντώνιος χάρηκε και αφού του έδεσαν πίσω τα χέρια, με χαρούμενο πρόσωπο έτρεχε προς τον θάνατο, σαν σε πανηγύρι. Φτάνοντας στο Ακ σαράι, έγειρε το κεφάλι και λέγοντας: “Κύριε, εις τας χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου”, αποκεφαλίστηκε, ενώ ο δήμιος χτύπησε με το σπαθί τρεις φορές τον τράχηλό του, επίτηδες, μήπως και προδώσει την ευσέβειά του επειδή δεν θα μπορούσε να υποφέρει τον πόνο. Βλέποντας όμως, ότι μάταια κοπιάζει, τον έσφαξε σαν πρόβατο και έτσι ο αοίδιμος έλαβε τον στέφανο του Μαρτυρίου. Οι Χριστιανοί της Βλάγκας, κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, αγόρασαν το λείψανό του για εβδομήντα γρόσια και με μεγάλη πομπή και επινίκια άσματα το πήγαν έξω, στη Ζωοδόχο Πηγή στο Μπαλουκλί και το ενταφίασαν. Ας έχουμε τις πρεβείες του Άγιου Μάρτυρα Αντωνίου και να αξιωθούμε τη βασιλεία των ουρανών και να τον ανταμώσουμε!


Ο Νεομάρτυς Ιωσήφ ο Χαλεπλής [4.2.1686] από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου

 

Ο Νεομάρτυς Ιωσήφ ο Χαλεπλής [4.2.1686]

από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου




Τέμνου, Ιωσήφ, ανδρικώς, δια ξίφους,
και εκ Θεού στέφανον άφθαρτον δέχου.


ΚΑΤΑΓΩΓΗ: Ο Άγιος Ιωσήφ καταγόταν από το Χαλέπιο της Συρίας, κοιτίδα του Χριστιανισμού από τους πρώτους αιώνες της μετά Χριστόν Εποχής μέχρι πριν λίγα χρόνια, ο΄πότε η λαίλαπα των Ισλαμιστών και ο συριακός εμφύλιος ξερίζωσαν ίσως οριστικά τους πνευματικούς απογόνους των μαθητών του ποστόλου Παύλου.

ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ: Οι Οθωμανοί Τούρκοι, επειδή ο Ιωσήφ ήταν ευσεβής, τον φθόνησαν συκοφαντώντας τον ότι δήθεν είχε δηλώσει στο παρελθόν πως θα γινόταν Μωαμεθανός. Κι επειδή φυσικά αυτός ούτε παραδεχόταν ότι είχε πει κάτι τέτοιο, ούτε βέβαια δεχόταν να προδώσει την πίστη του, τον άρπαξαν με μεγάλη οργή και δέρνοντας και σπρώχνοντάς τον πήγαν στον δικαστή ψευδομαρτυρώντας εναντίον του.

“ΔΙΚΗ” ΚΑΙ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ: Μόλις τον είδε ο δικαστής, λέει στον Μάρτυρα: “'Ελα, άνθρωπέ μου, να γίνεις Μουσουλμάνος, να βγεις από την ψεύτικη πίστη και να έλθεις στην αληθινή. Εγώ τότε θα σε έχω κοντά μου και θα γίνεις μεγάλος άρχοντας”. Αφού τα άκουσε αυτά ο Μάρτυρας, σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, απάντησε με πολύ θάρρος και είπε: “Μα, σιγά την πίστη που έχετε και παρακινείτε και άλλους να πιστέψουν! Τι τρισάθλιοι και κακορίζικοι που είστε! Και πού την βρήκατε εσείς την πίστη και την κάνατε και αληθινή; εσείς ταλαίπωροι, ούτε τη νηστεία σας δεν ξέρετε πότε είναι, ούτε το μπαϊράμι σας. Μόνο περιμένετε να δείτε το φεγγάρι για να αρχίσετε τη νηστεία σας, ή καλύτερα να πω την πολυφαγία σας. Που κάθεστε όλη τη νύχτα και τρώτε ώσπου να φέξει. Και τότε πέφτετε και κοιμάστε όλη τη μέρα, σαν νεκροί στον τάφο, κι αν ξυπνήσετε, κοιτάζετε τον ήλιο πότε να βασιλέψει, για να ορμήσετε και πάλι στο φαΐ. Ύστερα, παραφυλάτε πάλι πότε θα δείτε το φεγγάρι για να κάνετε το μπαϊράμι σας. Κι αν τύχει συννεφιά, το κάνετε άλλοι πιο μπροστά κι άλλοι πιο μετά και σας περιπαίζουν όλα τα έθνη και γελούν μαζί σας”. Και συνέχισε απτόητος και θαρρετός ο Μάρτυς Ιωσήφ: “Αυτή είναι η πίστη σας και μου λέτε να πιστέψω σε αυτήν; Και πώς να μιλήσω για τα άλλα, τα ψεύτικα και βρωμερά δόγματά σας; Τα οποία είναι ότι ο Θεός σας τρώει και πίνει, και πως εσείς έχετε να απολαύσετε στον κατασκευασμένο από σας παράδεισο, φαγητά και ποτά και περισσότερες ασέλγειες, από όσες κάνετε εδώ!”. Αφού είπε αυτά και ακόμη περισσότερα ο Μάρτυρας εξευτελίζοντας τη θρησκεία τους, σιώπησε.



Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Κι εκείνοι, αφού τα άκουσαν αυτά, έτριξαν τα δόντια τους εναντίον του, ενώ ο Μωαμεθανός δικαστής τον καταδίκασε σε θάνατο με ξίφος. Και αφού τον παρέλαβαν, τον πήγαν χτυπώντας τον ως τον τόπο της καταδίκης. Εκεί, στο χώρο του προσωπικού του Γολγοθά, γονάτισε ο Μάρτυρας και δέχτηκε το μακάριο τέλος λαμβάνοντας με τον αποκεφαλισμό του τον στέφανο του μαρτυρίου για τη δόξα του Χριστού. Ήταν η 4η Φεβρουαρίου του έτους 1686. Μάρτυς του Κυρίου Ιωσήφ, πρέσβευε υπέρ ημών!

Ο υπ' αριθ. 2142 (129) κώδικας του XVIII αιώνος της Μονής Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, εδάφ. 23, αναφέρει το μαρτύριο του Αγίου την 17η Φεβρουαρίου.



Οι Άγιοι αδελφοί Νεομάρτυρες Σταμάτιος, Ιωάννης και Νικόλαος οι Σπετσιώτες [Χίος 3.2.1822] +ΒΙΝΤΕΟ από τον Κων/νο Οικονόμου

 

Οι Άγιοι αδελφοί Νεομάρτυρες Σταμάτιος, Ιωάννης και Νικόλαος1 οι Σπετσιώτες [Χίος 3.2.1822] +ΒΙΝΤΕΟ

από τον Κων/νο Οικονόμου




ΟΙ ΝΕΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΠΕΤΣΕΣ: Οι τρεις άγιοι αδελφοί κατάγονταν από τις Σπέτσες, ήταν παιδιά του Θεόδωρου Γκίνη και της Ανέζως και εργάζονταν ως έμποροι. Η κατάσταση στην Ελλάδα την εποχή εκείνη ήταν έκρυθμη και οι Οθωμανοί φέρονταν με εκδικητικότητα στους ραγιάδες ακόμη και σε περιοχές που η επαναστατική φλόγα του αγώνα της Εθνεγερσίας του 1821 δεν είχε ακόμη ανάψει.

ΘΑΛΑΣΣΟΤΑΡΑΧΗ - ΣΤΟΝ ΤΣΕΣΜΕ ΚΑΙ ΤΗ ΧΙΟ: Οι τρεις τους, μαζί με άλλους τέσσερις, ως πλήρωμα, στις αρχές του 1822 ταξίδευαν στο Αιγαίο έχοντας φορτωμένο το πλοίο με λάδι για την Κωνσταντινούπολη. Εξαιτίας κακών καιρικών συνθηκών, όμως, το πλοίο εξώκειλε στη Μικρασιατική ακτή απέναντι από τη Χίο, στην περιοχή του Τσεσμέ (Κρήνη). Βγήκαν τότε έξω στη στεριά όπου συνάντησαν κάποιο Χριστιανό στον οποίο αποκάλυψαν την υπόθεσή τους και του έδωσαν γρόσια να τους αγοράσει τρόφιμα και ό,τι χρειαζόταν για την επισκευή του μικρού τους πλεούμενου. Εκείνος δυστυχώς, ως άλλος Ιούδας, τους πρόδωσε στον αγά του τόπου και μετά από λίγο εμφανίστηκε με ανθρώπους του αγά. Σκότωσαν μάλιστα οι Οθωμανοί δύο από το πλήρωμα, καθώς εκείνοι προσπαθούσαν να διαφύγουν, άλλοι δύο έπεσαν στη θάλασσα και διασώθηκαν, ενώ τους τρεις αδελφούς τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν στον πασά της Χίου. Εκείνος, αφού τους ανέκρινε, διέταξε τους μεν δύο, τους νεώτερους, τον δεκοκταετή Σταμάτιο και τον Ιωάννη, είκοσι δύο ετών, να τους κλείσουν στη σκοτεινή φυλακή του κάστρου, τον δε μεγαλύτερο, τον Νικόλαο, να τον βγάλουν έξω από το κάστρο και να τον αποκεφαλίσουν ως κυρίως “υπεύθυνο”.


ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ: Σ’ όλο τον δρόμο παρακινούσαν τον Νικόλαο να αλλαξοπιστήσει για να του χαρίσουν τη ζωή. Εκείνος όμως αποκρίθηκε με σταθερότητα: “Εγώ τώρα πια θα αρχίσω καινούργια ζωή; Όχι, Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω, δεν αρνούμαι την πίστη μου”. Έτσι σε λίγη ώρα το κεφάλι του μάρτυρα χωρίστηκε βίαια από το σώμα του.

ΟΙ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΟΙ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ: Τους δύο νεώτερους ήλπιζε ο πασάς πως θα τους κατάφερνε να εξισλαμισθούν. Έβαλε λοιπόν δύο έμπιστούς του ανθρώπους, ένα Χιώτη κι έναν από τη Λαζική του Πόντου, κάκιστους και παμπόνηρους, να πάνε στη φυλακή και να προσπαθήσουν να τους εξισλαμίσουν, τάζοντάς τους ως αμοιβή πολλά χρήματα. Προσπάθησαν οι άνθρωποι εκείνοι με ποικίλους τρόπους με αλλεπάλληλες επισκέψεις για μια βδομάδα, άλλοτε με υποσχέσεις άλλοτε με απειλές, αλλά δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Πήγαν τέλος στον πασά και του ζήτησαν την άδεια να τους βασανίσουν, αφού με τα λόγια δεν κατάφερναν τίποτε, μάλιστα με μεγάλη τόλμη οι Άγιοι τους αντέλεγαν. Ο πασάς, αφού σκέφτηκε λίγο, τους είπε: “αυτοί οι γκιαούρηδες είναι πεισματάρηδες, ευκολότερα τους κόβει κάποιος το κεφάλι παρά το πείσμα. Αύριο παίρνει τέλος το ζήτημα!



ΓΡΑΠΤΗ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ: Οι άγιοι, κλεισμένοι στη φυλακή, κατάλαβαν, ως από θεία αποκάλυψη, ότι τελειώνουν τον καλό αγώνα και ζήτησαν κρυφά χαρτί και μελάνι. Έγραψαν την εξομολόγησή τους και, με μια γυναίκα Φράγκισσα, η οποία είχε τον άντρα της στη φυλακή και μπαινόβγαινε ελεύθερα, την έστειλαν στον Επίσκοπο της Χίου, με την παράκληση να τους στείλει να κοινωνήσουν. Ο Επίσκοπος τους παράγγειλε με τη γυναίκα να μείνουν σταθεροί στην πίστη, να ετοιμαστούν με προσευχή και να μη δειλιάσουν καθόλου μπροστά στο θάνατο, γιατί τους περιμένει ο Παράδεισος, όπου θα χαίρονται αιώνια με τους άλλους μάρτυρες. Οι ευλογημένοι νέοι άκουσαν τα λόγια του Αρχιερέα από το στόμα της γυναίκας, ευχαρίστησαν με δάκρυα τον Κύριο και έμειναν όλη τη νύχτα άγρυπνοι, ψάλλοντας παρακλήσεις στην Θεοτόκο, να τους χαρίσει δύναμη να μη δειλιάσουν στο θάνατο.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΙ ΓΗΣ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Προς την αυγή αποκοιμήθηκαν για λίγο και ξυπνώντας είπαν στους άλλους Χριστιανούς φυλακισμένους: “εμείς αδελφοί, σήμερα τελειώνουμε το ταξίδι της ζωής μας. Σας παρακαλούμε να δεηθείτε, να μας δυναμώσει ο Κύριος”. Όταν ξημέρωσε, ο Επίσκοπος, με την ίδια γυναίκα, Μιας και ιερέας ή άλλος Χριστιανός δεν επιτρεπόταν να μπει στη φυλακή, τους έστειλε τη Θεία Ευχαριστία και με δάκρυα κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων. Έδωσαν στους άλλους φυλακισμένους ό,τι χρήματα είχαν και από τα ρούχα που φορούσαν όσα δεν τους χρειάζονταν. Με τη γυναίκα εκείνη έστειλαν τις ευχαριστίες τους στον Επίσκοπο και μερικά χρήματα για ελεημοσύνη με την παράκληση να τους ψάλει, όταν θα έχουν αναχωρήσει για τη τελευταία τους κατοικία.

Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΩΝ: Την ίδια μέρα τους έβγαλαν από τη φυλακή δεμένους πισθάγκωνα και τους έφεραν κάτω από το σαράι. Τους ρώτησαν για τελευταία φορά αν τουρκίζουν. Οι άγιοι με μεγάλη φωνή απάντησαν: “Χριστιανοί γεννηθήκαμε και Χριστιανοί θα πεθάνουμε. Δεν αρνούμαστε ποτέ τον Χριστό ακόμα κι αν μας κόψετε κομμάτια. Ό,τι έχετε να κάνετε κάντε το μια ώρα αρχύτερα, μη χάνετε τον χρόνο σας. Εμείς την πίστη μας δεν την αρνούμαστε”. Οπότε εκδόθηκε από τον πασά η θανατική τους καταδίκη.


ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Τους άρπαξαν οι δήμιοι και τους οδηγούσαν έξω από το κάστρο, παίζοντας με μανία τα σπαθιά μπροστά τους μήπως και δειλιάσουν. Προς στιγμήν πήγε να δειλιάσει ο Ιωάννης και αλλοιώθηκε η όψη του. Βλέποντάς τον ο νεώτερος, ο Σταμάτιος, του είπε: “Τι έπαθες αδελφέ; Δεν θυμάσαι την απόφασή μας να μη προδώσουμε την πίστη μας; Παρακάλεσε την Παναγία μας να σου δώσει δύναμη!” Αυτά τα λόγια έδωσαν θάρρος στον Ιωάννη. Όταν έφθασαν στην περιοχή Βουνάκι, έξω από το κάστρο, δίπλα στα σφαγεία και κάτω από την Παλαιά Βρύση, τους ρώτησαν για τελευταία φορά μήπως και άλλαξαν γνώμη. Με μεγάλη φωνή και οι δύο απάντησαν και μάλιστα το είπαν τρεις φορές: “Αδελφοί Χριστιανοί, Χριστιανοί είμαστε και για τον Χριστό πεθαίνουμε. Δεν αλλάζουμε πίστη. Μνήσθητι ημών Κύριε εν τη Βασιλεία Σου”. Τους αποκεφάλισαν αμέσως. Ήταν η 3η Φεβρουαρίου του 1822. Τα άγια λείψανά τους έμειναν εκεί στον τόπο της εκτέλεσης περιφρονημένα. Μετά τις τρεις ημέρες αγγάρεψαν οι Τούρκοι κάποιους Χριστιανούς και τα έβαλαν σε βάρκα ρίχνοντάς τα στη θάλασσα. Τέσσερις ημέρες αργότερα, η θάλασσα τα έβγαλε έξω. Έτσι οι Χριστιανοί με πολλή χαρά και ευλάβεια τα παρέλαβαν και τα ενταφίασαν. Ας έχουμε την ευχή και τις μεσιτείες των αγίων αδελφών!

Ἀπολυτίκιο [Ἦχος δ’]: “Νομίμως ἀθλήσαντες, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, παμμάκαρ Σταμάτιε, σὺν Ἰωάννῃ ὁμοῦ, αὐτάδελφοι ἔνδοξοι, σύναθλον δὲ ἐν πᾶσι, τὸν Νικόλαον σχόντες, δόξης τῆς τῶν Μαρτύρων, ἠξιώθητε ἅμα, πρεσβεύοντες τῇ Τριάδι, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν”. Κοντάκιο [Ἦχος γ΄] “Οἱ στερροὶ αὐτάδελφοι, μιᾷ ἀθλήσαντες γνώμῃ, ὁ κλεινὸς Σταμάτιος, σὺν Ἰωάννῃ ἐνθέως, τέτμηνται, σὺν Νικολάῳ, τῷ ὁμοψύχῳ, χαίροντες αὐτῶν τὰς κάρας πίστει Κυρίου· διὰ τοῦτο μαρτυρίου, τὸ θεῖον γέρας θεόθεν ἔλαβον”. Μεγαλυνάριο: “Χαίροις αὐταδέλφων ἡ ξυνωρίς, Ἰωάννη μάκαρ, καὶ Σταμάτιε καρτερέ, σὺν τῷ Νικολάῳ, ὑμῶν τῷ συνοδίτῃ, Σπετσῶν οἱ πολιοῦχοι, Χίου σεμνώματα”.


1. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές ο ένας από τους τρεις μάρτυρες, ο Νικόλαος δεν ήταν αδελφός των άλλων δύο, αλλά συγγενής ή απλώς συμπατριώτης τους και κυβερνήτης του πλοίου. Κατά τη γνώμη μου αυτή και είναι και η πιθανότερη εκδοχή.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ: 


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο Άγιος Χρήστος ο Νεομάρτυρας ο Κηπουρός (12.2.1748) από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου

  Ο Άγιος Χρήστος ο Νεομάρτυρας ο Κηπουρός (12.2.1748) από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου “ Tμηθείς ο Xρήστος δι’ αγάπην Kυρίου, Kηπουρός ώφθ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....