Ετικέτες - θέματα

17.4.25

Η Ήβη: η θεότης της νιότης από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

 

Η Ήβη: η θεότης της νιότης

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου



    ΓΕΝΙΚΑ: Η Ήβη, στον ελληνικό Μύθο, ήταν η θεότητα της νεολαίας και της νεότητας1. Το ρωμαϊκό αντίστοιχο, κατ΄ απομίμηση της ελληνικής Μυθολογίας κι εδώ, ήταν η Juventus. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας2 και θεωρείτο οινοχόος των θεών, αφού εξυπηρετούσε τους Ολύμπιους θεούς στα συμπόσιά τους με νέκταρ και αμβροσία. Καθήκον της ήταν ακόμη η προετοιμασία των λουτρών του Άρη, ενώ βοηθούσε την Ήρα όταν εκείνη προετοίμαζε το άρμα της3. Από τον Ηρακλή, που μετά την αθανασία του και την ανακήρυξή του σε θεό, νυμφεύτηκε την Ήβη, απέκτησε δυο γιους. Τον Αλεξιάρη και τον Ανίκητο4. Η Ήβη εμφανίζεται ως η έχουσα την εξουσία να δίνει την αιώνια νεότητα, και στην τέχνη εμφανίζεται συνήθως μαζί με τον πατέρα της, το Δία, με το σύμβολο ενός αετού, προσφέροντας συχνά ένα φλιτζάνι σε αυτόν. Η παράσταση ήταν συχνή στην κλασική Εποχή, χαραγμένη συνήθως σε πολύτιμους λίθους, αλλά στην ύστερη Αρχαιότητα, φαίνεται να σχετίζονται με την πεποίθηση ότι ο αετός [όπως και το μυθικό πουλί Φοίνικας], είχε την ικανότητα να ανανεώσει τον άνθρωπο επαναφέροντάς τον στην εφηβική ηλικία των 18 ετών, ικανοποιώντας έτσι τον αιώνιο πανανθρώπινο πόθο.

  ΑΡΧΑΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ: Στην τραγωδία του Ευριπίδη, “Ηρακλείδες”, η Ήβη χορήγησε ξανά τη νεότητα στον Ιόλαο, μετά από την προσευχή του σ΄ αυτή, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον διώκτη των Ηρακλειδών, Ευρυσθέα και το στρατό του. 

   Στην τέχνη, η Ήβη απεικονίζεται συνήθως φορώντας ένα αμάνικο φόρεμα. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ήβη ήταν ένα εξαιρετικά δημοφιλές θέμα στη δυτική τέχνη κατά την περίοδο από 1750 έως 18505

   Οι Φλειάσιοι, που ζούσαν κοντά στη Σικυώνα, τιμούσαν την Ήβη, την οποία αποκαλούσαν και [η] Δία, ως προστάτη των ικετών. Η Ήβη επίσης λατρευόταν ευρύτερα στην Ελλάδα ως θεά της χάριτος ή της συγχώρεσης. Έτσι ένας φυλακισμένος για να απελευθερωθεί, έπρεπε να κρεμάσει τις αλυσίδες του σε ιερά άλση της θεάς, όπως για παράδειγμα συνέβαινε στο ιερό της στο Φλειούντα.



   ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ: Το όνομα Ήβη προέρχεται από την ελληνική λέξη που σημαίνει “νεότητα” ή “κύριος της ζωής”. Από αυτό η ηλικία της νεότητας ονομαζόταν και ονομάζεται “εφηβεία” [> επί την ήβην], ο νέος στην ηλικία των δεκαοκτώ, “έφηβος”, ενώ ακόμη και η στράτευση στην αρχαία Αθήνα που οριζόταν σ΄ αυτή την ηλικία ονομαζόταν “εφηβεία”.


Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. Στην πρωτο-Ινδοευρωπαίκή=(H) IEG w -eh-,= “η νεολαία, το σθένος", σχετ. Beekes, Ετυμολογικό Λεξικό της Ελληνικής, Brill, 2009, 507 σ.

2. Σχετικά: Ησίοδος, Θεογονία, 921. Όμηρος, Οδύσσεια, Λ, 601. Πίνδαρος, Τέταρτη Ωδή Ισθμιονικών, Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1.13.

3. Ιλιάδα, Ε 722.

4. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 2. 7.7.

5. Το 1773, ο Francois-Hubert Drouais, ζωγράφισε την Μαρία Αντουανέττα {!!} ως Ήβη!

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης: Άρατε πύλας AUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 Αλέξανδρος Μωραϊτίδης: Άρατε πύλας AUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου



   Το ''Άρατε πύλας'', είναι ένα διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, που πρωτοδημο-σιεύτηκε το 1891. Ο συγ-γραφέας και δημοσιογράφος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929) ήταν εξάδελφος του Αλέξανδρου Παπαδια-μάντη από την πλευρά της μητέρας του.



Ὁ μπαρμπα-Κώστας, ἕως 65 ἐτῶν γέρων, ἄγαμος κ' ἐν τῷ παρελθόντι κ' ἐν τῷ μέλλοντι πλέον, εἶχε προσληφθῆ ἀπὸ 15 ἐτῶν ὡς ὑπηρέτης ἐν τῷ ναΐσκω τῆς κωμοπόλεως, ὡς ἐκκλησιάρχης κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν πόλεων, ὡς κανδηλάπτης κατὰ τὴν γλώσσαν τοῦ λαοῦ. Ἤξευρε καὶ ὀλίγα γραμματάκια. Ἦτο μέτριος τὸ ἀνάστημα. Κατ' ἀρχὰς εἶχεν ἐπιδοθῆ εἰς τὸ ναυτικὸν στάδιον, ἀκολουθῶν τὸ γενικὸν ρεῦμα τῶν κατοίκων τῆς θαλασσινῆς πολίχνης. Διὰ δὲ τῆς φιλοπονίας του κατώρθωσε νὰ ἀποκτήσῃ καὶ μικρὰν λέμβον, ἀγοράσας αὐτὴν ἀντὶ εὐτελοῦς ποσοῦ, ἡμισύντριμμα ἀπό τινος ναυαγήσαντος ὁλλανδικοῦ ἱστιοφόρου, μίας φοβερᾶς Οὔρκας, εἰς τὴν διάσωσιν τῶν ναυαγίων τῆς ὁποίας εἰργάσθη, ἀνακαλύψας ἐκεῖ εἰς τὸ ἄνεμο, εἰς τὰς ὀπὰς καὶ ῥαγάδας τῆς τρικυμιώδους ἀκτῆς, καὶ ἕνα κασκέτο ὁλλανδικόν, ἀντὶ δὲ τῶν ὀλίγων μισθῶν του ἔλαβε τὴν χαλασμένην ἐκείνην λέμβον, τὴν σκαμπαβίαν, ὡς τὴν ὠνόμαζεν.

Ἐπειδὴ δὲ ἦτο κατεσκευασμένος κατὰ τὴν παροιμίαν πολυτεχνίτης καὶ ημοσπίτης, μόνος του ἤξευρε καὶ ὀλίγην μαραγκοσύνην ἐπιδιώρθωσε τὴν λέμβον καὶ ἐκυκλοφοροῦσε μὲ τὸ κασκέτον, τὸ ὁποῖον ἐφόρει πάντοτε, ἐπονομασθεῖς διὰ τοῦτο «Ὁλλαντέζος». Πλὴν δὲν ἦτο διόλου τυχηρὸς ὡς κυβερνήτης. Περισσότερον τυχηρὸς ἦτο ὅταν δὲν εἶχε τίποτε. Πρέπει νὰ ἐναυάγησε πεντάκις μὲ τὴν σκαμπαβίαν του ἐκείνην, πότε εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς νήσου μεταφέρων τὸν Ἰούνιον θημωνίας σίτου ἀπὸ ἑνὸς ὅρμου εἰς ἕτερον, πότε εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Εὐβοίας τὸν Αὔγουστον, ὄτε συνήθιζε νὰ μεταφέρῃ εἰς Λοκρίδα τοὺς μελισσάδες τῆς νήσου.

—« Ὅλο μέσ' στὸ καλοκαίρι πέφτεις ὄξω, καημένε λλαντέζο», τῷ παρετήρουν οἱ κάτοικοι φιλοσκώμμονες πάντοτε.

—« Ἔλα ντέ!», ἀπῆντα ὁ θαλασσοπνιγμένος ναύτης, ὅστις μετὰ τὸ ναυάγιον ἀνήρχετο τὸν ἀνήφορον τῆς ἀγορᾶς, ὑψηλὰ κρατῶν τὴν κεφαλήν, ὡς νὰ ὑπερηφανεύετο, διότι κατώρθωνε νὰ ναυαγῇ καὶ νὰ διασώζεται.

Τέλος, νύκτα τινὰ τοῦ χειμῶνος μεταφέρων ξύλα ἀπὸ τῆς Κεχρεᾶς, καὶ συναντήσας τρικυμίαν κατὰ τὴν ἐπιστροφήν του, μόλις ἔσωσε τὴν ζωήν του καὶ τὸ κασκέτο του τὸ ὁλλανδικόν, ῥιφθεῖς ἔξω εἰς τοὺς βράχους τοῦ Μικροῦ Ἀσέληνου, ἀποτόμου καὶ ἀλιμένου ἀκτῆς, ὅπου ἡ σκαμπαβία διελύθη εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη. Καὶ τὰ μὲν καρφία ἐβυθίσθησαν εἰς τὸν βαθὺν πυθμένα, αἳ δὲ σανίδες διεσπάρησαν εἰς τὸ πέλαγος μεταβληθεῖσαι εἰς γιαλόξυλα.

Καὶ τότε πλέον ἀνέβη τὸν ἀνήφορον τῆς ἀγορᾶς χωρὶς νὰ ἔχῃ ὑψηλὰ τὴν κεφαλὴν του ὁ ἀφελὴς ναυαγός. Εἶχε σύρει τὸ κασκέτο μέχρι τῶν ὤτων καὶ ἀνέβαινε χωρὶς νὰ βλέπῃ σχεδόν, προσκρούων εἰς τὰ λιθάρια καὶ τὰ καλδερίμια.

Τοῦ ἦλθεν ὡς ἐντροπὴ καὶ ἔκτοτε δὲν ἐπάτησεν εἰς τὴν θάλασσαν, ἀλλ' ἀφιερώθη εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς Ἐκκλησίας ἀποκτήσας τὴν ἀγάπην τῶν ἐφημερίων, τῶν ἐπιτρόπων καὶ τῶν ἐνοριτῶν. Ἰδίως ὅμως τὸν ἠγάπησαν τὰ μικρὰ παιδία, διότι τόσον καλὰ καὶ μὲ τόσην τάξιν ἐμοίραζε πρὸς αὐτὰ τὰ κόλλυβα ὁ «λλαντέζος», ὥστε ἔπαιρναν ὅλα μὲ ἡσυχίαν.

Καὶ διὰ τοῦτο καὶ τὸν ἐσέβοντο, τηροῦντα σιωπὴν ἀπόλυτον ἐν τῷ ναῶ. Καὶ τὸν ἔβλεπες ἐκεῖ τὸν μπαρμπα-Κώσταν μὲ τὸ ὀλλανδικὸν κασκέτο του ἐν μέσῳ τῶν παιδίων ὡς ἀπόμαχον πλοίαρχον διατάσσοντα ἐν τάξει τὰ πάντα. Καὶ μήπως δὲν ἦτο ἀπόμαχος πλοίαρχος; Καὶ μήπως δὲν ἔπιε τὴν θάλασσαν μὲ τὴν κουτάλαν, ὡς λέγουν;

Τί τάχα νὰ ταξιδεύῃ τις εἰς τοὺς φοβεροὺς ὠκεανοὺς ἢ εἰς τὰ κοιμώμενα παράλια τοῦ Μαλιακοῦ; Τί τάχα νὰ ναυαγήσῃ τις εἰς τὸν Εὔξεινον Πόντον ἢ εἰς τὴν εἰρηνικὴν ἀκτὴν τοῦ Παγασητικοῦ; Τὸ ναυάγιον εἶναι πάντοτε ναυάγιον καὶ ὁ ἄνθρωπος πνίγεται ὁμοίως εἴτε εἰς τὸ πέλαγος εἴτε εἰς τὸν λιμένα. Καὶ εἰς μία φούχτα νερὸ ἀκόμη.

Ὁ μπαρμπα-Κώστας κατέστη εἰδικὸς ὅμως εἰς μίαν ὑπηρεσίαν σπουδαίαν τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τὸ ὁποῖον ἠγαπάτο ἀπὸ ὁλόκληρον τὴν πολίχνην. Ὑπεκρίνετο περίφημα τὸν ᾍδην τὸ Μέγα Σάββατον, κατὰ τὴν ἐπάνοδον τοῦ Ἐπιταφίου.


 Εἶναι συνήθεια ἀρχαιοτάτη εἰς τὴν νῆσον, ἀφοῦ ὁ Ἐπιτάφιος ἐν λιτανείᾳ περιέλθη ἐν ὡραίῳ πανοράματι τὴν ἐνορίαν ὅλην, κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν νὰ κλείωνται αἳ πύλαι τοῦ ναοῦ καὶ νὰ μὴ ἐπιτρέπηται ἡ εἰς αὐτὸν εἴσοδος τοῦ Ἐπιταφίου. Παρίσταται κατὰ τρόπον παραδόξον ἡ σκηνὴ τῆς εἰς ᾍδου καταβάσεως τοῦ Σωτῆρος, ὡς φέρεται τοῦτο ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ παραδόσει.

Τότε ὁ πρῶτος τῶν ἐφημερίων, προσεγγίζων εἰς τὰς πύλας κελεύει ἐπιτακτικῶς κρούων αὐτᾶς καὶ κράζων:

— «ρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης!».

Ὁ δὲ ἔσωθεν τῶν κεκλεισμένων πυλῶν παρὰ τὰ κλεῖθρα ὑποκρινόμενος τὸν ᾍδη ἐρωτᾶ αὐθαδῶς:

— «Τὶς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;».

Ἡ ἐπιτακτικὴ κέλευσις ὡς καὶ ἡ αὐθάδης ἐρώτησις ἐπαναλαμβάνονται ἐκ τρίτου. Καὶ τότε τὴν τρίτην φορὰν ὁ ἱερεὺς ὠθῶν ἰσχυρῶς διὰ τοῦ ποδὸς καὶ τῶν χειρῶν τὰς πύλας, ἀναφωνεῖ ἐν κυριαρχικῇ δυνάμει:

— «Κύριος τῶν Δυνάμεων, αὐτὸς ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς Δόξης!». Καὶ ἀνοίγει βασιλικῶς καὶ αὐταρχικῶς τὰς πύλας, καὶ οὕτως εἰσέρχεται εἰς τὸν ναὸν ὁ Ἐπιτάφιος.

Εἰς ταύτην λοιπὸν τὴν παράστασιν κατέστη εἰδικώτατος ὁ μπαρμπα-Κώστας. Ὑπεκρίνετο τόσον ἐπιτυχῶς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀντάρτου ᾍδου, τοῦ μὴ θέλοντος ν' ἀναγνωρίσῃ Δεσπὸτην καὶ Κύριον ἀνώτερόν του, ὥστε τρόμος κατελάμβανε τὸ πλῆθος ὅτε ἤκουε τὰς τρομερὰς ἐκείνας ἐρωτήσεις του:

— «Τίς ἐστιν οὗτος, ὁ βασιλεὺς τῆς Δόξης;».

Ἐτόνιζε τὰς λέξεις κατ' ἴδιον τινὰ τρόπον πολὺ τρομακτικόν. Ἐκίνει τὴν κεφαλὴν του ἔσωθεν, ἠγρίευε τοὺς ὀφθαλμούς του, αἳ τρίχες τῆς κόμης του ἀνεσουσουρώνοντο, καθὼς τὸν περιέγραφον ὅσοι ἔμενον ἔνδον νὰ τὸν θαυμάσουν κατὰ τὴν θαυμασίαν του ὑπόκρισιν, ὅλον τὸ σῶμα τοῦ ἔτρεμε· κ' ἐν γένει ἐπαθαίνετο ὡς νὰ ἦτο αὐτὸς ὁ ᾍδης ἀληθῶς μὲ τὴν σατανικὴν ἐπὶ τοῦ κόσμου δύναμιν, προαισθανόμενος προσεγγίζον τὸ τέλος του.

Καὶ κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο τὸ Μέγα Σάββατον τὴν αὐγὴν ὁ μπαρμπα-Κώστας ἦτο εἰς τὴν θέσιν του ὑπερήφανος διὰ τὸ πρόσωπον τὸ φοβερὸν ὁπού ἤθελε ὑποκριθῇ. Καθήμενος πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ κενοῦ, πλὴν καταφωτίστου ναοῦ, ἀνέμενε τὴν ἐπάνοδον τοῦ Ἐπιταφίου, ἔχων ὕφος ἐπίσημον κυριάρχου. Δὲν ἦτο πλέον ὁ πτωχὸς κανδηλάπτης μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω. Ἵστατο ἀσκεπὴς ἐπὶ τοῦ μαρμαρίνου κατωφλίου ὡς εἰ ἔλεγεν:

— «Ἐγὼ εἶμαι! Δὲν δέχομαι κανένα μέσα, οὔτε τὸν Βασιλέα».

Ἰδού! ἀκούονται μακρόθεν ψαλμωδίαι γλυκύτατοι καὶ τρυφεραὶ ὡς κλαυθμοί, ὡς θρῆνοι:

— «Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον!…», ψάλλουσι τὸ πομπικὸν ἄσμα. «Τὸν ἥλιον κρύψαντα», τὸ ἐξόδιον μέλος, τὸ τρυφερὸν ἐκεῖνο τροπάριον, τὸ ὁποῖον συγκινεῖ καὶ τὰ ἄψυχα:

— «Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον!…».

Ὁ Ἰωσὴφ παρακαλεῖ τὸν Πιλάτον ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτῷ νὰ θάψῃ «τὸν ξένον Ἰησοῦν καὶ ὠνειδισμένον…». Ψάλλουσιν οἱ μελίφθογγοι ψάλται, ἀκολουθοῦντες τὴν λιτανείαν τοῦ Ἐπιταφίου καὶ ὑπηχεῖ ὁ λαὸς ὡς δι' ἑνὸς στόματος…

… Ἤδη ὁ μπαρμπα-Κώστας ἔκλεισε τὰς πύλας τοῦ ναοῦ. Ἡ λιτανεία ἕστη πρὸ αὐτοῦ ἐν τῇ μικρᾷ πλατείᾳ. Καὶ ὁ Ἐπιτάφιος ἕστη ὡσαύτως, πλὴν κρατεῖται ὑψηλὰ πολὺ ἀπὸ τοῦ ἐδάφους ἐπιτηδείως, μὴ γίνῃ προπετὴς διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων ἀκαίρως. Ὀπίσω δὲ εἰς δύο γραμμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν μὲ τὰς λαμπάδας ἀναμμένας ἵστανται ἐν σιγῇ οἱ ἄνδρες χωριστὰ καὶ χωριστὰ αἳ γυναῖκες. Τὸ ᾄσμα ἔπαυσεν.

Ὁ γέρων Οἰκονόμος τότε ἀργὰ-ἀργὰ πλὴν μετὰ δυνάμεως ἱκανῆς -τους εἶχε ζωηρεύσει ὅλους τόσα χρόνια ὁ ζωηρὸς τρόπος τοῦ μπαρμπα Κώστα- κελεύει:

— «ρατε πύλας οἱ Ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης!»

Καὶ πάραυτα ἀκούεται ἔσωθεν φωνὴ τραχεία καὶ ἠχηρά, ὡς ὅταν φωνάζουν διὰ τῆς κογχύλης οἱ ἁλιεῖς, φωνὴ ὑπέροφρυς, αὐθάδης φωνή:

— «Τίς ἐστιν οὗτος, ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;»

Τόσον δὲ ζωηρὰ, ὥστε ποτὲ δὲν τὸ ἐνθυμοῦντο οἱ ἄνθρωποι. Τινὲς μάλιστα ἐψιθύρισαν δειλά:

— «Ἔχει ὄρεξι ἐφέτος ὁ λλαντέζος

Τότε τινές, ἰδίως ἐκ τῶν ναυτῶν, ἐκπλαγέντες ἀπὸ τὴν προπετῆ πρόσκλησιν, ἤρχισαν νὰ ἑτοιμάζουν τὰς χονδρᾶς ἐξ ἐλαίας ράβδους των, νομίσαντες ὅτι θ' ἀρχίσῃ ἀληθὴς πάλη πρὸς ἐκβίασιν τῆς εἰσόδου. Καὶ ὁ ἱερεὺς τὴν τρίτην φορὰν ἐμπνευσθεῖς καὶ αὐτὸς ἐκ τῆς ἐμπνεύσεως τοῦ ἀγαθοῦ κανδηλάπτου ἐκραύγασεν ἐπιτακτικώτερον τὸ «ρατε», ὡς νὰ ἤθελε νὰ κατανικήσῃ καὶ τὴν τελευταίαν ἀντίστασιν τοῦ ζωηροῦ ᾈδάρχου καὶ συγχρόνως ὤθησε μετὰ δυνάμεως ἀσυνήθους τὰς πύλας διὰ χειρῶν καὶ ποδῶν, ἐπιδοκιμάζοντος τοῦ πλήθους. Καὶ πάραυτα ἀνεώχθησαν πέρα-πέρα μετὰ πατάγου φοβεροῦ αἳ πύλαι καὶ κρότου μὴ ἀκουσθέντος ἄλλοτε. Κι ἔλαμψαν ἰδοὺ οἱ ἀναμμένοι τοῦ ναοῦ πολυέλαιοι. Ὁ δὲ ἱερεὺς ψάλλων τὸ «ὁ Μονογενὴς Υἱός…» ἠτοιμάζετο νὰ εἰσέλθῃ, ὅτε ἐξαίφνης καὶ συγχρόνως κραυγαὶ ἠκούσθησαν, κραυγαὶ ὡς ἀπὸ δυστυχήματος ἀνελπίστου.

Ὁ μπαρμπα-Κώστας ἀφιερωθεῖς ἐν τῇ προσφιλεῖ του ἀπομιμήσει ἐλησμόνησε μετὰ τὴν τρίτην ἐρώτησιν νὰ παραμερίσῃ εἰς τὰ πλάγια, καὶ τὰ φύλλα τῆς βαρείας πύλης βιαίως ἀνοιγέντα τὸν ἐκτύπησαν εἰς τὰς σιαγόνας, διότι ὑπεκρίνετο ἐγγύς τῆς ὀπῆς τῆς κλειδός, καὶ τὸν ἔῤῥιψαν κάτω εἰς τὰς πλάκας βροντήσαντα ὡς κορμὸν δρυὸς καταπεσούσης ὑπὸ καταιγίδος. Εὐτυχῶς τὸ πάθημα δὲν ἦτο σοβαρώτερον. Ὁ μπαρμπα-Κώστας ἦτο γερὸ κόκκαλο, πέντε φορᾶς θαλασσοπνιγμένος. Ἡ ἱερὰ τελετὴ ἐξηκολούθησεν ἐν τάξει καὶ ἔληξεν ὠσαύτως ἐν τάξει. Καὶ αὐτὴ ἡ διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων ἐγένετο ὑπὸ τῶν ναυτῶν ἐν τακτικῇ ἀταξίᾳ. Πλὴν τοὺς νησιώτας κατελύπησε τὸ ἀπρόοπτον πάθημα τοῦ μπαρμπα-Κώστα, ὅστις ἀφοῦ ἔτυχεν ἐκεῖ τῶν πρώτων περιποιήσεων καὶ κατόπιν ἐν τῷ οἰκίσκῳ του, ὑπομείνας ἀφορήτους τωόντι πόνους, καὶ τυχῶν συντονωτάτης ἰατρικῆς περιθάλψεως, ἐκ μέρους τῶν ἐπιτρόπων, ὅμως ἔκειτο τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως πονῶν ἀκόμη, ὡς εἴδομεν, καὶ ἄνευ ὀδόντων πλέον. Ἐν τῇ καταπτώσει ἔχασε καὶ τὰς δύο σειρᾶς τῶν ὀδόντων του. Καὶ ἐλυπεῖτο πλέον ὁ πτωχὸς καὶ ἐπόνει, ὄχι τόσον διὰ τὴν ἀπώλειαν τῶν ὀδόντων, ὅσον διότι δὲν θὰ ὑπεκρίνετο πλέον τὸν ᾍδην, διότι ἡ ἔλλειψις τῶν ὀδόντων θὰ ἠλάττωνε κωμικῶς τὰς πρώτης δυνάμεως τραγικὰς ἐρωτήσεις του.

— «Κ' ἐδῶ ἐναυάηθα!», ἔλεγε νωδῶς μετὰ ταῦτα παραπονούμενος διὰ τὴν τύχην του ὁ ἀγαθὸς μπαρμπα-Κώστας ὁ Ὁλλαντέζος, ἁπλοῦς κανδηλάπτης πλέον τοῦ ναοῦ, φέρων καταφανῆ τὰ διπλὰ σημεῖα τῶν διπλῶν ναυαγίων, τὸ ὁλλανδικόν του κασκέτο καὶ τὰς ἄνευ ὀδόντων σιαγόνας, ἀλλ' ἀντὶ τῆς καλύβης του πλέον ἑκατοικοῦσεν εἰς ἕνα πολὺ εὔμορφον κελλίον ὁποὺ τοῦ ἔκτισαν οἱ ἐπίτροποι ἐντός τοῦ κηπαρίου τοῦ ναοῦ, καὶ ὅπου διῆλθε τὰ γηρατεῖα του ἀγαπώμενος ἀπὸ ὅλους.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ:


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας και οι αρνητές της αγιότητάς του του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

  Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας και οι αρνητές της αγιότητάς του του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ : Οι άμεσε...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....