Ετικέτες - θέματα

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

5.7.25

Η Πεποικιλμένη -1909- του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κείμενο - AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

Η Πεποικιλμένη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

-1909- κείμενο - AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου 


 

   Εἶχα τάξιμον νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη», εἰς τὰ Ἐννιάμερα, τὴν 23 Αὐγούστου. Ἀπὸ δέκα χρόνων δὲν εἶχα ἐπισκεφθῆ τὴν Παναγίαν τὴν Κεχριάν. Δέκα χρόνια εἶχα ν’ ἀσπασθῶ τὴν σεβασμίαν παλαιὰν Εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ὁποὺ εἶναι ζωγραφισμένοι, ἐπάνω εἰς δύο ὑπερῷα, ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς (αὐτὸς ὁ θεσπέσιος ποιητὴς τῆς Πεποικιλμένης) ⟨καὶ⟩ ὁ θεῖος Δαμασκηνός, τείνοντες δύο τόμους κάτω πρὸς τὴν σύνθεσιν τῆς Εἰκόνος, ἐφ’ ὧν εἶναι γεγραμμένα δύο τροπάρια, τὸ «Γυναῖκά σε θνητήν, ἀλλ’ ὑπερφυῶς καὶ Μητέρα Θεοῦ», καὶ τὸ «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο…» Καὶ δὲν εἶχα ἀγναντέψει οὔτε μακρόθεν τὸν περικαλλῆ θόλον τοῦ σεμνοῦ ναΐσκου, ὅπου ἀστράπτει εἰς τὸν ἥλιον ὅλος πεποικιλμένος ἀπὸ τὰ ὡραῖα παλαιὰ πινάκια, τὰ ἐγκολλημένα εἰς τὸ κτίριον ὡς ὄστρακα μαργαριτοφόρα.

Καὶ παρημέλησα τὸ τάξιμόν μου, καὶ δὲν ἀπεφάσιζα νὰ ὑπάγω. Ἐνύκτωσε, κ’ ἐκαθόμουν ἔξωθεν τοῦ μαγαζείου τοῦ ἀγαπητοῦ νεαροῦ φίλου μου, τοῦ Κωστῆ τοῦ Τσαμασφύρου, πολλὰ ρεμβάζων, καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος. Ὁ Κωστάκης μοῦ ἔφερε ποτήριον ρακίου, νὰ μὲ κεράσῃ, καὶ μοῦ εἶπε:

― Δὲν πῆγες, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε, στὴν Παναγιὰ τὴν Κεχριά; Ἐγὼ θὰ πάω.

― Τώρα ποὺ νύκτωσε; Τί λές!

― Ἔχει φεγγαράκι.

Ἔπια, κ’ ἐπανῆλθε στὸ μαγαζί του κρατῶν τὸν δίσκον. Μόλις αὐτὸς εἰσῆλθε, καὶ πάραυτα εἰσώρμησα μέχρι τοῦ κυλικείου, ὅπου ἀπέθετε τὸν δίσκον μὲ τὰ ποτά.

― Θὰ πᾷς σίγουρα, Κωσταντή;… Πῶς σοῦ ἦρθε;… Ἔχεις συντροφιά;

― Ἔχω, ἂν δὲν μὲ γελάσῃ.

― Ποιόν;

― Τὸν Ἀργύρη τὸν Τσαλαβούτη.

Ἔτρεξα ἔξω. Ἐπῆγα εἰς ἓν ὑποδηματοποιεῖον, δύο ἢ τρεῖς πόρτες παρέκει, διὰ νὰ εὕρω τὸν μικρὸν ἀνεψιόν μου τὸν Διαμάντην, ἐργαζόμενον ὡς κάλφαν εἰς τὴν τέχνην αὐτήν. Δυστυχῶς τὸ ὑποδηματοποιεῖον εἶχε κλείσει. Ἐπλησίαζεν ὀγδόη ὥρα· δύο ὧρες νύκτα.

Ἐπέστρεψα πρὸς τοῦ Τσαμασφύρου.

― Κωσταντή, δὲν ηὗρα τὸν ἀνιψιό μου. Ὁ μάστορής του ἔκλεισε ἀπὸ νωρίς. Ἤθελα νὰ τοῦ πῶ νὰ πῇ χαμπάρι στὸ σπίτι. Δὲν συμφέρει νὰ πάω ὁ ἴδιος ἐκεῖ. Θὰ φωνάζουν οἱ ἀδερφές μου. «Ποῦ θὰ πᾷς τέτοιαν ὥρα;» καὶ τὰ λοιπά. Μιζέριες γυναικῶν… Ἀκοῦς νὰ σοῦ πῶ;

― Λέγε.

― Ἀναλαμβάνεις νὰ στείλῃς εἴδησιν στὸ σπίτι μου, διὰ νὰ μὴ μὲ γυρεύουν καὶ ἀνησυχοῦν ὅλη-νύχτα; Στεῖλε ἕναν, ὅποιον βρῇς, ἢ ἕνα παιδί… ἢ ἕνα πουλί.

― Καλά.

― Μὴν ξεχάσῃς.

― Ὄχι.

― Ἐγὼ θὰ πάω πεζός, καὶ μοναχός μου. Ἐσὺ ἔλα μὲ τ’ ἄλογό σου, καὶ μὲ τὴν παρέα σου. Θὰ πάρῃς καὶ κουμπάνια;

― Θὰ πάρω.

― Σὲ περιμένω στὸν Ἁι-Λιᾶ. Ἐκεῖ θὰ σμίξουμε.

― Καλά.

Ὁ Κωστής, ὁ νεαρὸς φίλος μου, μοῦ εἶχε κάμει ἀληθῆ ὑποβολήν, ἂν ὄχι ὑπόμνησιν τοῦ ταξίματός μου. Δὲν ἐκρατούμην, κ’ ἐκίνησα πάραυτα. Τὸ φεγγάρι ἦτο ἐννέα ἢ δέκα ἡμερῶν. Ἐλογάριαζα μιᾶς ὥρας ἀνήφορον ἕως τὸν Ἅγιον Ἠλίαν, μιᾶς ὥρας συνάντησιν καὶ διατριβὴν μετὰ προχείρου δείπνου εἰς τὴν τοποθεσίαν αὐτήν, καὶ τριῶν τετάρτων περίπου κατήφορον ἕως τὴν Παναγίαν. Ἡ σελήνη θὰ μᾶς ἔφεγγεν ἀκριβῶς ἕως νὰ φθάσωμεν εἰς τὸ τέρμα.

Ἐπῆρα τὸν ἀνήφορον, βαδίζων τὸν φράχτην-φράχτην ἐν μέσῳ ἀμπέλων καὶ ἐλαιώνων, ἀνέβην εἰς τὸ Κοτρωνάκι, εἰς τοὺς «Σακαλάρους», ἔφθασα εἰς τοῦ Βαραντᾶ τὸ ρέμα, ὅπου «ἐκρότιζεν» ὁ τόπος, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν ἐκροτιζόμην· δὲν εἶχα εἰς τὸν νοῦν μου στοιχειὰ καὶ φαντάσματα, ἀλλὰ προαπήλαυα τὸ «Πεποικιλμένη». Διέσχισα πέρα-πέρα τὸ ρέμα, ἐμβῆκα εἰς τὸν Μεγάλον Ἀνήφορον, στὸ Μεροβίλι, καὶ τέλος, μὲ πολὺ ἆσθμα καὶ ἱδρῶτα, ἔφθασα εἰς τὸν Ἁι-Λιᾶ. Ἀντικρὺ εἰς τὸ πελώριον κτίριον, τὸ Κελλὶ τοῦ παπα-Ἱερεμία, δύο ἢ τρία σκυλιὰ μ’ ἐγαύγισαν, ἀλλ’ ὅταν ἐπάτησα ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου, ὅπου εἶναι ὁ ναΐσκος τοῦ Προφήτου, παραδόξως ἐσιώπησαν, κ’ ἐκρύβησαν εἰς δύο ἢ τρεῖς καλύβας, ὁποὺ ἐφαίνοντο ἀνάμεσα εἰς τοὺς κήπους.

Ψυχὴν δὲν εἶχα συναντήσει. Γλυκὸς ζέφυρος ἐφύσα εἰς τοὺς πελωρίους πλατάνους, τριγύρω εἰς τὴν μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, ὁποὺ ἐκελάρυζε τὰ νερά της στ’ αὐλάκια, τὸ ρέμα-ρέμα, τὸν κατήφορον. Ἔκαμα τὸν σταυρόν μου, ἔξωθεν τοῦ παραθύρου, εἰς τὸ γλυκὺ φῶς τῶν κανδηλίων, ὁποὺ ἔφεγγον ἐμπρὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγίαν, καὶ τὸν Πρόδρομον, καὶ τὸν Προφήτην Ἠλίαν μὲ τὴν μάχαιραν καὶ μὲ τὴν μηλωτήν. Ἔψαλα «Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος». Ἐκάθισα ἐπὶ τῆς πεζούλας. Ἀγνάντευα, εἰς τὸ μελαγχολικὸν φῶς τῆς σελήνης, τὸ χωρίον μας, κάτασπρον, κτισμένον ἐπὶ δύο λόφων καὶ μεσαζούσης κοιλάδος, παραθαλάσσιον, καὶ τὸν λιμένα τὸν τρίκολπον μὲ τὰ τρυφερὰ νησάκια, ὁποὺ φαίνονται ὡς νὰ «ἐγκαινίζωνται» εἰς τὰ φωσφορίζοντα νερά.

Μετὰ τέταρτον ὥρας ἤκουσα κρότον καὶ βάδισμα ἀλόγου. Ἐσηκώθην. Ἤρχετο ὁ Κωσταντής.

― Ἐδῶ εἶσαι, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε;

― Ἐδῶ. Μοναχός σου ἦρθες; Ποῦ εἶναι ἡ παρέα σου;

― Μ’ ἐγέλασε… Μὴν τὰ ρωτᾷς, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε. Ὅσα τροπάρια ἤξερα… καὶ ξέρω πολλὰ ὀλίγα… ὅλα τὰ εἶπα στὸν δρόμο.

― Γιατί; Φοβήθηκες;

― Κρότιζε ὁ τόπος. Ἐσένα δὲ σ’ ἔμελε;

― Ὄχι τόσο. Ἀπ’ τοῦ Βαραντᾶ ἦρθες;

― Ἀπ’ τὸ Πετράλωνο. Ἐσύ, ἀπ’ τοῦ Βαραντᾶ;

― Ναί.

― Δὲν ἐφοβήθηκες ἐκεῖ, στὸ ρέμα;

― Δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου… τίποτε.

Ἐπέζευσεν. Ἐξεφόρτωσε τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ τρόφιμα, καὶ τὴν φλάσκαν μὲ τὸ κρασί. Ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ ζεμπίλι ἓν κηρίον σπαρματσέτο, ἔτριψε πυρεῖον καὶ τὸ ἤναψεν. Ἕως νὰ καθίσωμεν πρὸς τὸ κατώφλιον τῆς μικρᾶς ἐκκλησίας, καὶ νὰ στρώσωμεν τὸ τραπέζι, ᾐσθάνθημεν ὅτι ὁ Μπαλής, τὸ ἄλογον, ὁποὺ τὸ εἶχεν ἀφήσει λυτὸν ὁ Κωσταντής, μᾶς ἔφυγε. Πρὶν κάμωμεν τὸν σταυρόν μας, ἐσηκώθηκεν ὁ Κωστής.

Ἀλλὰ τὸ ὑποζύγιον θὰ ἐπῆγεν ἐκεῖ, πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὸ σύσκιον μέρος, ἀνάμεσα εἰς λόχμας καὶ φράκτας καὶ δὲν τὸ ἐβλέπαμεν. Ἀνάγκη νὰ τρέξῃ ὁ Κωστής, διὰ νὰ τὸ ἀνακαλύψῃ κάπου. Ἀλλὰ θὰ ἦτο μεγαλυτέρα εὐκολία εἷς νὰ κρατῇ τὸ κηρίον, καὶ ἄλλος νὰ ἔχῃ τὰς χεῖρας ἐλευθέρας, διὰ νὰ συλλάβῃ τὸ ζῷον, ἅμα θὰ τὸ εὕρισκε. Ὁ Κωσταντὴς ἦτο ὁ μόνος ἁρμόδιος πρὸς τὸ τελευταῖον τοῦτο, ἐγὼ εἰς τί ἄλλο θὰ ἐχρησίμευα, εἰμὴ διὰ νὰ κρατῶ τὸ κηρί;

Δυστυχῶς εἶχα βγάλει τὸ ὑπόδημά μου τὸ ἀριστερόν, πρὶν καθίσωμεν εἰς τὸ δεῖπνον, ἐπειδὴ μὲ ἠνώχλει ὁ κάλος κατόπιν τῆς ὁδοιπορίας, κ’ εὑρέθην μονοπέδιλος τὴν ὥραν ὁποὺ εἶχε γίνει ἄφαντον τὸ ζῶον. Καὶ ὅμως ἀνάγκη ἦτο νὰ συμμορφωθῶ. Ἐπῆγα μαζὶ μὲ τὸν Κωσταντὴν πολλὰ βήματα, πέραν τοῦ ἱεροῦ τῆς ἐκκλησίας, μὲ ἓν ὑπόδημα, χωλαίνων καὶ πατῶν ἐπὶ ἀκανθῶν. Εὐτυχῶς ὁ Μπαλὴς δὲν εἶχεν ὑπάγει μακράν, ἦτο διακριτικὸν ἄλογον. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ἁπλῶς διὰ νὰ βοσκήσῃ, καὶ δὲν εἶχε βάλει κακὸν μὲ τὴν κεφαλήν του.

Ὅταν ἐγυρίσαμεν πίσω, ἐγὼ κρατῶν τὸ κηρίον, ὁ Κωσταντὴς σύρων τὸν Μπαλήν, τὸν ὁποῖον καὶ ἔδεσε προχείρως εἰς τὴν ρίζαν θάμνου ἀντικρύ μας, ὁ Κωστὴς ἐξέχασε ποῦ εἶχε βάλει τὸ μαχαίρι, καθὼς τὸ εἶχε βγάλει ἀπὸ τὸ ζεμπίλι, διὰ νὰ κόψῃ ψωμί ― καὶ ψωμὶ δὲν ἔκοψε, ἀλλ’ ἐτρέξαμεν ἀποτόμως πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ Μπαλῆ. Ὁ Κωστὴς τὸ ἀνεζήτει τώρα εἰς τὸ ζεμπίλι, ἀλλ’ εἰς τὸ ζεμπίλι δὲν ἦτο, οὔτε ἐπήδησε μοναχόν του ὀπίσω, ἀφοῦ ἅπαξ τὸ εἶχε βγάλει ἐκεῖθεν. Ἐψάξαμεν πολλὴν ὥραν μὲ τὸ κηρί, τέλος τὸ ηὕραμεν σιμὰ εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ἐκκλησιδίου, παρὰ τὰς ἀνθοδόχας, ὅπου εὐωδίαζον ἐκεῖ βασιλικὰ καὶ ροσμαρὶ καὶ δενδρολίβανα. Ἐφάγομεν τὸ λιτὸν δεῖπνόν μας, ἐπίομεν, ἐδευτερώσαμεν, κ’ ἐτριτώσαμεν μὲ τὴν φλάσκαν.

― Ὅλα καλά, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε· μὰ ἔλα ποὺ ξέχασα νὰ στείλω χαμπάρι στὸ σπίτι σας…

― Ἀλήθεια;… Ἑπόμενον ἦτο. Δὲν πειράζει, Κωσταντή.

Τὴν ἐπαύριον ἔμαθα ὅτι ἡ ἀδελφή μου ἡ νεωτέρα ἐπῆγε μεσάνυχτα, μαζὶ μὲ τὸν ἀνεψιόν μου, μ’ ἕνα φανάρι, κ’ ἐξύπνησε τὴν νεαρὰν γυναῖκα τοῦ Κωσταντῆ, ὁποὺ ἦτο ἔγκυος εἰς τὸν μῆνά της, διὰ νὰ πληροφορηθῇ. Τέλος ἔμαθαν ὅτι εἶχα ὑπάγει στὸ πανηγύρι, καὶ ἡσύχασαν.

― Σήκω τώρα νὰ πηγαίνουμε. Θὰ εἶναι παραπάνω ἀπὸ δέκα ἡ ὥρα… Τὸ φεγγάρι ὅσον πάει καὶ γέρνει ἐκεῖ κάτω, καὶ θὰ τὰ βροῦμε σκοῦρα τὸν κατήφορον, ἀνάμεσα στὰ ρέματα καὶ στὸν ἐλαιῶνα.

― Πᾶμε, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε.

Ἐσηκώθη, κ’ ἐφόρτωσε τὰ πράγματα εἰς τὸ ζῷον. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἀνεζήτει τὸ ψάθινο καπέλο του, καὶ δὲν ἐνθυμεῖτο ποῦ τὸ εἶχε πετάξει. Τέλος τὸ ηὕραμεν, τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (ἢ τοῦ Κυρίου). Ἐγὼ εἶχα φορέσει τὸ ὑπόδημά μου. Ἐσβήσαμεν τὸ κηρί, καὶ τὸ ἔβαλα ἐγὼ στὴν τσέπη μου. Ἀνέβημεν τὸν μικρὸν ἀνηφορίσκον ἕως τὸν ζυγὸν τῶν δύο βουνῶν, μεταξὺ τῶν δύο ὑψωμάτων τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου καὶ τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου. Ἐκεῖ ἐκατηφορίσαμεν, διὰ νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Κεχριάν.

Τὸ φεγγάρι, ἥμισυ καὶ κάτι, ἔγερνε πρὸς τὸν Ἀραδιᾶν, τὸν δρυμῶνα, κ’ ἐχαμήλωνεν, ἐχαμήλωνεν. Ἀντικρὺ εἰς τὸ Πήλιον ἔμελλε νὰ κρυφθῇ μετὰ μίαν ὥραν τὸ πολύ, ἀλλὰ πρὶν νὰ κρυφθῇ, θὰ ἔχανε σχεδὸν τὸ φέγγος του, ὅσον θὰ ἐκοντοζύγωνεν εἰς τὸ μέγα βουνόν. Αἱ δρύες τοῦ Ἀραδιᾶ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔρριπτον τὴν σκιάν των πρὸς τὸν οὐρανόν, καὶ τὸ φεγγάρι ἐθόλωνεν, ἐθόλωνε.

Ἐγὼ εἶχα τὴν ἰδέαν ὅτι ὁ Κωστὴς θὰ ἤξευρε καλύτερ’ ἀπὸ ἐμὲ τὸν δρόμον, ὡς νέος, καὶ κατοικῶν διαρκῶς εἰς τὸν τόπον. Ἐκεῖνος ἐφρόνει ὅτι ἐγὼ θὰ ἐνθυμούμην καλύτερα τὰ κατατόπια, ὡς παλαιός, καὶ ἀγαπῶν τὰ ἐξωκκλήσια. Ἀλλ’ εἶχα δέκα χρόνια νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, ὁ δὲ Κωστής, ἂν καὶ βαθυκτήμων, δὲν εἶχεν ἐλαιῶνα πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος, καὶ δὲν ἐσύχναζεν. Οἱ δρομίσκοι τῆς ἐξοχῆς εἶναι σκολιοὶ καὶ ἄτακτοι. Ἄλλος καταπατεῖ τοῦ γείτονος τὸ κτῆμα, ἢ τὸ δημοτικόν, ἢ τὸ μοναστηριακόν, καὶ ὠθεῖ τὸν δρόμον πάρα ἔξω, ἄλλος ἀνοίγει μονοπάτι ὅπου φθάσῃ, μέσα εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ συντομεύει τὸν δρόμον, ἄλλος κτίζει καλύβην, στρώνει ἅλωνα, καὶ κατασκευάζει φράκτην πρὸς τὸ συμφέρον του. Καὶ τὸ φεγγάρι ἐχαμήλωνε. Τέλος ἐχάσαμεν, ὡς εἰκός, τὸν δρόμον. Ἔβγαλα τὸ σπαρματσέτον, καὶ τὸ ἤναψα. Ἐτρεπόμεθα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἐγυρίζαμεν ἀποδῶ κι ἀποκεῖ, ἐκεῖνος καβάλα, ἐγὼ πεζός. (Ὁ Κωστὴς μοῦ ἐπρότεινε φιλοφρόνως νὰ κατέλθῃ καὶ νὰ ἱππεύσω, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν συνηθίζω ποτὲ τὸ τοιοῦτον εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν μου.)

Τέλος ὁ Κωσταντὴς κατῆλθεν ἐξ ὕψους τοῦ ὑποζυγίου του, μοῦ ἐπῆρε τὸ κηρί, κ’ ἐκοίταζε νὰ εὕρῃ τὸν δρόμον. Ὕστερα εἶπεν ὅτι τὸν ηὗρε, ἔσβησε τὸ κηρί, τὸ ἔβαλεν δὲν ἠξεύρω ποῦ, καὶ ἵππευσε πάλιν.

Καὶ πάλιν ἀπεπλανήθημεν. Ἐκοντεύαμεν ὣς τόσον νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Παναγίαν. Μᾶς ἐφαίνετο ὅτι ἐβλέπαμεν κάτι ν’ ἀσπρίζῃ κάτω ἐκεῖ, εἰς τὸ βάθος τῆς κοιλάδος, κάτι ὡς κτίριον, ὡς ἐκκλησίαν, ὡς μοναστηράκι· μίαν ἀκτῖνα ὡσὰν ἀπὸ πῦρ καταυλισμοῦ ἀνθρώπων ἀγρυπνούντων, ἀλλὰ τὸν δρόμον δὲν τὸν εὑρίσκαμεν· πῶς νὰ κατέλθωμεν ἐκεῖ; ᾘσθάνθημεν ὅτι ἐπέσαμεν δέκα πήχεις κάτω ἀπὸ τὸ ἐπίπεδον, ὅπου ἦτο τὸ μικρὸν παλαιὸν μονύδριον. Ἐφθάσαμεν εἰς ἄβατον. Οὔτε ἐμπρὸς οὔτε πίσω. Ὁ Κωσταντὴς ἐπέζευσε καὶ πάλιν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σαμαρίου, καὶ μοῦ ἐζήτει τὸ κηρίον, διὰ ν’ ἀνάψῃ νὰ βρῇ τὸν δρόμον. Ἀλλ’ ἐγὼ ἐνθυμούμην ὅτι δὲν μοῦ εἶχε δώσει τὸ κηρίον. Τέλος ἔψαξεν εἰς τὸν κόρφον του, εἰς τὶς τσέπες του, εἰς τὸ ζεμπίλι, καὶ τὸ ηὗρε δὲν ἠξεύρω ποῦ. Ἔτριψεν ἓν πυρεῖον, δύο, τρία, πέντε, ἀλλὰ τοιοῦτον ἀεράκι, ἀπόγειον, ἐξήρχετο ἀπὸ τὸ βουνόν, ὥστε τὰ σπίρτα ἔσβηναν πρὶν ν’ ἀνάψουν. Τέλος κατώρθωσε ν’ ἀνάψῃ τὸ κηρί, ἀλλὰ μετὰ μίαν στιγμὴν τὸ ἔσβησε τὸ ἀεράκι.

Τέλος ὁ Παπᾶς ―τοιοῦτον παρατσούκλι ἔφερεν εἷς κηπουρός, ὅστις ἦτο εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, δὲν ἠξεύρω διατί ὁ αὐτὸς ἐκαλεῖτο καὶ Σκαρλᾶτος, ἀλλὰ τὸ καθαυτὸ ὄνομά του δὲν κατώρθωσα νὰ τὸ μάθω― μᾶς ᾐσθάνθη ὅτι εὑρισκόμεθα πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, καὶ ἦλθεν εἰς βοήθειάν μας προτοῦ νὰ φωνάξωμεν ― διότι ἐντρεπόμεθα νὰ φωνάξωμεν. Ἦλθε καὶ μᾶς ἀνέβασε πρὸς τὰ ἐπάνω, καὶ μᾶς ὡδήγησεν εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κεχριάν.

Ὁ Γούμενος, νεαρὸς ρασοφόρος τὸν ὁποῖον εἶχε στείλει ὁ νεοχειροτόνητος Ἐπίσκοπος, εἶχε κοιμηθῆ, ἀφοῦ εἶχε κάμει ἑσπερινόν, διαρκέσαντα ἕως τὴν δεκάτην ὥραν. Ἦτο παρὰ μικρὸν μεσάνυχτα, ὅταν ἐφθάσαμεν. Ὁ Γούμενος δὲν ἐγνώριζε τὰ παλαιὰ ἔθιμά μας καὶ δὲν τὰ ἠσπάζετο. Τὰ κελλία κατερειπωμένα, ἓν μόνον εἶχεν ἀνακαινισθῆ ἐσχάτως, δαπάνῃ ἑνὸς κοσμικοῦ χριστιανοῦ. Ὁ ὀλίγος κόσμος, ὅστις εἶχεν ὁδοιπορήσει πρὸς τὰ ἐκεῖ διὰ νὰ ἑορτάσῃ τὰ Ἐννιάμερα τῆς Παναγίας ―τριάντα περίπου εὐλαβεῖς οἰκοκυράδες, καὶ ἄνδρες δέκα ἢ δεκαπέντε καὶ ἄλλα τόσα παιδιά― εἶχαν ὑπάγει διὰ ν’ ἀγρυπνήσουν ― ἄλλως, ποῖος θὰ ἐκόμιζε ροῦχα διὰ νὰ κοιμηθῇ; Καὶ ποῖος θὰ ἐπήγαινε διὰ νὰ κοιμηθῇ ἐν ὑπαίθρῳ; Ὁ Γούμενος εἶχε κοιμηθῆ στὸ κελλί.

Ὁ Γιώργης τὸ Μπονακάκι, ψάλτης, ὅστις εἶχεν ὑπάγει ἀφ’ ἑσπέρας, μ’ ἐπληροφόρησεν ὅτι ὁ πάτερ Γεράσιμος εἶχεν ὑποσχεθῆ νὰ σηκωθῇ μετὰ μίαν ὥραν καὶ ν’ ἀρχίσῃ τὸν ὄρθρον. Καλά. Σημείωσις ὅτι τὸ παλαιὸν μονύδριον τῆς Κεχριᾶς ἦτο προσκολλημένον ὡς Μετόχι εἰς τὸ πάλαι ποτὲ σεβάσμιον κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, κ’ ἐκεῖθεν εἶχεν ἔλθει διὰ νὰ τελέσῃ τὴν πανήγυριν ὁ παπα-Γεράσιμος.

Φωτιὰ ἦτον ἀναμμένη εἰς τὸ προαύλιον. Γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἐθερμαίνοντο εἰς τὸ πῦρ. Ἔκαμνε ψύχραν.

― Πέτε μας καμμιὰν ἱστορία γιὰ κανένα στοιχειό, χριστιανοί, εἶπα ἐγώ, κ’ ἐκάθισα πλησίον εἰς τὸ πῦρ. Ἐδῶ στὸ ρέμα, τὸν κατήφορο, πόσα στοιχειὰ ἔβλεπαν, τὸν παλαιὸν καιρόν. Ποῦ ᾽κεῖνα τὰ χρόνια!

Ἤρχισε τὸ Μαριὼ τοῦ Μουσκαδοῦ, κ’ ἡ γρια-Ἀγάλλαινα, κ’ ἡ παπαδιὰ τοῦ Μπονάκη ἡ χήρα, ἡ μήτηρ τοῦ ἱεροψάλτου, νὰ μᾶς διηγῶνται διὰ στοιχειά. Ἀλλὰ διεφώνησεν ὁ κὺρ Μενέλαγος, ὅστις δὲν λείπει ἀπ’ ὅλα τὰ πανηγύρια, κι ὁ Στέργιος τῆς Μαλαματίνας, λέγοντες ὅτι αὐτοὶ δὲν πιστεύουν τὰ στοιχειά.

Παντοῦ παρουσιάζονται Ρωμιοὶ διὰ συζήτησιν περὶ τοῦ ἂν ὑπάρχουν στοιχειά. Ἐγὼ εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ἂν εἶχα ἐξουσίαν, θὰ ἔθετα φίμωτρον.

Ἔγινε δύο ἡ ὥρα, κι ὁ Γούμενος ἐκοιμᾶτο, κι ὁ κόσμος ἐκρύωνε. Ὁ Γιώργης τὸ Μπονακόπουλο μοῦ προσεφέρθη νὰ ὑπάγῃ νὰ ξυπνήσῃ τὸν Ἡγούμενον.

― Ὄχι, μὴν τὸν ξυπνᾷς. Δὲν ἔχομε θάρρος στὸν ἄνθρωπον. Πᾶμε μέσα, κ’ ἐγὼ θ’ ἀρχίσω τὸν Πολυέλεον, διὰ νὰ πάρω τὴν μπόρα… δηλαδή, διὰ ν’ ἀναλάβω τὴν εὐθύνην. Καὶ σύ, ἄνοιξε τὸ βιβλίον σου τὸ μουσικό, καὶ κελάδει το. Ἐγὼ θ’ ἀρχίσω τὸ «Δοῦλοι Κύριον». Κατόπιν ἐσὺ ἀρχινᾷς τὸ «Λόγον ἀγαθόν». Ἐγὼ δὲν ἦρθα διὰ τὸν Πολυέλεον· ἦρθα διὰ τὸ «Πεποικιλμένη».

Εἰσήλθομεν εἰς τὸν σεπτὸν ναΐσκον ― Βυζαντινόν, μὲ χηβάδας, καὶ μὲ τοιχογραφίας, καὶ ἠρχίσαμεν τὸν Πολυέλεον. Ὁ κόσμος ἔτρεξε κατόπιν μας, ἄναψαν πολλὰ κηρία αἱ γυναῖκες, κ’ ηὕραμεν θάλπος καὶ παραμυθίαν.

Μετὰ εἴκοσιν λεπτὰ ὁ Ἡγούμενος ἐπαρουσιάσθη. Εἴτε ἡ ψαλμῳδία μας τὸν ἐξύπνησεν, ἢ ἠθέλησε νὰ ἐξυπνήσῃ. Ἐπλησίασα πρὸς τὴν πύλην τοῦ ἱεροῦ τὴν βορείαν καὶ τοῦ ἐξηγήθην:

― Πάτερ, διὰ νὰ μαζωχθῇ ὁ κόσμος, καὶ νὰ ζεσταθῇ, ἐκρίναμεν καλὸν ν’ ἀρχίσωμεν τὸν Πολυέλεον, χωρὶς νὰ σᾶς βιάσωμεν εἰς τίποτε. Πιστεύω ὅτι δὲν ἠνωχλήθητε.

― Καλά, καλά.

Τέλος, ἠξιώθην νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη», καὶ τοῦτο ἀρκεῖ. Ὅταν ἐξήλθομεν ἀπὸ τὴν λειτουργίαν, περὶ τὸ λυκαυγές, ὁ Ἡγούμενος μειδιῶν μᾶς προσέφερεν ἐπὶ τῆς πεζούλας ἔξω τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐκαθίσαμεν, ροδάκινα καὶ ρακί, εὐλογίαν τοῦ Μοναστηρίου. Εἶχα ἀποποιηθῆ νὰ πίω καφέν, ὅταν μοῦ ἐπρόσφεραν αἱ γυναῖκες αἱ πανηγυρίστριαι, ἀλλ’ ὅταν ὁ Ἡγούμενος ἔστειλε τὸν πάτερ Παφνούτιον, πρῴην ὑπενωμοτάρχην, ὅστις εἶχε καλογηρέψει εἰς τὸ κελλί, καὶ μοῦ ἔφερε μεγάλην κούπαν καφέ, μοναστηριακὸν θαυμάσιον, δὲν ἠδυνήθην ν’ ἀρνηθῶ.


Ὕστερον ἔμαθα ὅτι, τὴν ὥραν ποὺ εἶχε κατεβῆ «μαχμουρλὴς» ὁ Γούμενος ἀπὸ τὸ κελλίον, μία τῶν γυναικῶν, ἡ ρηθεῖσα Μαριὼ τοῦ Μουσκαδοῦ, τὸν ἐπλησίασε καὶ τοῦ εἶπε:

― Γέροντα, νὰ μοῦ κάμῃς μιὰ παράκληση, σὰν ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία.

― Δὲν λὲς αὐτουνοῦ ποὺ εἶναι μέσα νὰ σοῦ τὴν κάμῃ; ἀπήντησεν ὁ Γούμενος.

Ἐννοοῦσεν ἐμέ.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΑUDIOBOOK:



Αμαρτίας φάντασμα Αλεξ. Παπαδιαμάντη κείμενο- AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

Αμαρτίας φάντασμα Αλεξ. Παπαδιαμάντη

-1900- κείμενο- AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου 



  Πόσον καλὰ ἐταιριάζαμεν, ἐγὼ καὶ ἡ πτωχὴ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, συγγενής μου τοῦ ὀγδόου βαθμοῦ! Αὐστηρῶς ἐὰν κρίνω τὸν ἑαυτόν μου, εὑρίσκω ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης τὴν ὁποίαν εἰς ἐμὲ ἐδείκνυε. Μοῦ διηγεῖτο τοὺς πόνους της, τὰ βάσανα καὶ τοὺς καημούς της. Μοῦ ἔλεγεν ὅτι αὐτὴ δὲν ἐπεθύμει ποτὲ νὰ ὑπανδρευθῇ, ἀλλ᾽ οἱ γονεῖς της τὴν εἶχαν ὑπανδρεύσει. Θὰ ἐπροτιμοῦσε νὰ ἐγίνετο καλόγρια. Ἀλλὰ τώρα εἶχε κόρας ἐν ὥρᾳ γάμου καὶ υἱοὺς καὶ ἦτο σχεδὸν πεντηκοντοῦτις.

Τὴν ἑσπέραν τῆς Παρασκευῆς, 25 Σεπτεμβρίου, ὡδεύομεν ὁμοῦ ἀνὰ τὴν ἀμπελόφυτον πεδιάδα, ἀπερχόμενοι εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μετόχιον τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐτελεῖτο ἐκεῖ μικρὰ πανήγυρις. Ἔμελλε νὰ γίνῃ παννυχὶς ἀπὸ τῆς ἐνάτης ὥρας μέχρι τῆς τρίτης τοῦ ὄρθρου, εἶτα δέ, μετὰ δίωρον διάλειμμα, θὰ ἐτελεῖτο λειτουργία.

Δὲν εἴχομεν συμφωνήσει νὰ ὑπάγωμεν ὁμοῦ. Ἀλλὰ σχεδὸν πάντοτε, χωρὶς νὰ συνεννοηθῶμεν, ὁμοῦ ἐπηγαίναμεν. Οὐδ᾽ ἦτο αὕτη ἡ μόνη παννυχίς, εἰς τὴν ὁποίαν παρευρισκόμεθα. Εἰς τὰς 8 Σεπτεμβρίου, ὥραν 3ην μετὰ τὰ μεσάνυκτα, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ ὄρθρου, εἰς τὴν πανήγυριν τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς, ἡ ἐξαδέλφη Μαχούλα κ᾽ ἐγώ, ὁμοῦ κατηρχόμεθα τὸ ὀλισθηρὸν λιθόστρωτον, τὸ ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς μεγάλης οἰκίας τοῦ καπεταν-Νικόλα τοῦ Ματαρώνα καὶ φθάνον μέχρι τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς. Ἐνίοτε ἦτο σελήνη, συνήθως ὅμως ἦτο σκότος βαθύ. Ἀλλὰ τὸ μελιχρὸν φέγγος ἐπέχριε μόνον τὰς στέγας τῶν οἰκιῶν καὶ τὸ διενέμοντο, ὡς πενιχρὰν κληρονομίαν, τὰ δωμάτια, τὰ μπαλκόνια καὶ οἱ γάστρες τῶν ἀνθέων. Δι᾽ ἡμᾶς κάτω εἰς τὸ λιθόστρωτον δὲν ἔφθανε νὰ κατέλθῃ εὐμενὴς ἀκτίς. Ὅθεν πολλάκις ἐγλιστροῦσα ἐγώ, προσπαθῶν νὰ κρατήσω τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν μὴ πέσῃ.

Ἦτον βαρεῖα καὶ παχεῖα, ὠχρὰ καὶ νοσώδης. Αἱ ἐγκυμοσύναι ἆρα τῆς εἶχον ἀφήσει τὸν ὄγκον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐπαραμόρφωνε τὴν μέσην της; Ὄπισθέν μας ἤρχετο ἡ Ἀνδρεόλα ἡ Μπαρμπερού, γραῖα εὐλαβής, κρατοῦσα φανάριον. Παρεμπρός μας ἐφαίνετο ὄγκος τις ἀποφράττων τὸν στενὸν δρομίσκον. Ἡ γραῖα Δεσποινιὼ ἡ Μπλήχαινα, τῆς εἶχε σβήσει ὁ ἄνεμος τὸ ἀπόκερον, τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ μανουάλι τῆς ἐκκλησίας, καὶ βυθισθεῖσα εἰς σκότος αἰφνίδιον, εἶχε ριζωθῆ ἐκεῖ, καταμεσῆς εἰς τὸν δρόμον, ἀδυνατοῦσα νὰ βαδίσῃ δεξιὰ ἢ ἀριστερά.

Μίαν ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς νύκτας, τῆς 8ης Σεπτεμβρίου -δὲν ἐνθυμοῦμαι εἰς τὰ πόσα ἦτον- μᾶς συνέβη, εἰς ἐμὲ καὶ τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν, παράδοξον μικρὸν συμβάν. Αὐτή, καίτοι εἰς τὴν καθ᾽ ἡμᾶς γενεὰν ἀνήκουσα, ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ στέργῃ καὶ νὰ θάλπῃ τὰ παλαιά. Ἐκαυχᾶτο ὅτι ἦτον «πρωτινὴ» γυναίκα. Ἂν καὶ ἡ παραθαλασσία ἀγορὰ ἦτο ἔρημος, ἐπειδὴ δὲν νομίζεται καλὸν εἰς τὰς γυναῖκας νὰ διέρχωνται διὰ τῆς ἀγορᾶς, δὲν ἤθελε, καὶ νύκτα ἀκόμη, νὰ περάσῃ ἐκεῖθεν. Ἐπέμενε νὰ τὴν συνοδεύσω ἀπὸ τὸν μέσα δρόμον μέχρι τῆς οἰκίας της. Ἀφήσαμεν λοιπὸν τὴν ἄλλην συνοδίαν, καὶ ἐστράφημεν πρὸς τὸν μέσα δρόμον. Ἐκεῖ, καθὼς διηρχόμεθα κάτωθεν ἀπὸ ἕνα μπαλκόνι, ἄνωθεν τοῦ ὁποίου ἐφαίνοντο ἀσπρόρρουχα ἁπλωμένα, δὲν ἠξεύρω πῶς, μακρὰ χιονόλευκος σινδὼν ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὸ σχοινίον ἐφ᾽ οὗ ἐκρέματο· ἔπεσεν ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλάς μας· ἡπλώθη εἰς τὰς ὠμοπλάτας μας, καὶ «μᾶς ἐκουκούλωσεν», ἤ, μᾶς ἐσαβάνωσε καὶ τοὺς δύο, ὡς νὰ τὴν ἥπλωσεν ἐπάνω μας ἀόρατος χείρ. Ἐγὼ ἀκουσίως ἐγέλασα, ἂν καὶ τὸ πρᾶγμα μοῦ ἐφάνη μᾶλλον κακὸς οἰωνός. Ἡ ἐξαδέλφη μου ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ᾽ ἐψιθύρισε:

― Τὴν ἴδια τύχη θὰ ἔχουμε... τὴν ἴδια τύχη!

*

Τὴν χρονιὰν ἐκείνην ἐβαδίζομεν, ἑσπέραν Παρασκευῆς, εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ἡ ψυχή μου ἦτο πάντοτε πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα, ἂν καὶ τὸν πλεῖστον χρόνον ἀπεδήμουν σωματικῶς, καὶ ἐνθυμούμην κάποτε τὸν στίχον τοῦ Σκώτου ἀοιδοῦ: «Ἡ καρδιά μου εἶναι στὰ Ψηλώματα, ἡ καρδιά μου δὲν εἶν᾽ ἐδῶ».

Ἐπεράσαμεν τὴν ἀμμουδιάν, τὴν ὁποίαν φιλεῖ προσπαῖζον τὸ κῦμα, καὶ παρήλθομεν τοὺς Κήπους καὶ τὴν Λίμνην τὴν μαυρογάλανην. Εἶτα ἀφήσαμεν ὄπισθέν μας τὴν «Καλογερικιὰ Σαΐτα», μακρότατον ἀγρὸν οὕτω καλούμενον. Ἀκολούθως ἐφθάσαμεν εἰς τὰ διάφορα κτήματα τ᾽ Ἀβράμη, ὅπου ἐχρειάσθη νὰ κάμωμεν πολλὰς καμπὰς διὰ νὰ εὕρωμεν τὸν δρόμον, ἐπειδὴ ὁ ἰδιοκτήτης εἶχε κηρύξει κοινωνιστικὸν δόγμα: «Ἐὰν ὁ γείτων μου εἶναι τεμπέλης, ἀνίκανος νὰ καλλιεργήσῃ τὸ κτῆμά του, δὲν ἁμαρτάνω, ἂν τὸ καταπατήσω». Διήλθομεν τὰ μεγάλα χωράφια, τὰ ὁποῖα ἦσάν ποτε ἀμπέλια μοσχάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατεσκευάζετο τὸ περίφημον «Ἀλυπιακόν», τὸ δυνάμενον νὰ καλῆται οὕτω διττῶς· καὶ ἀπὸ τὸν κατασκευαστήν του Ἀλύπιον, καὶ διότι ἴσως καθίστα ἄλυπον τὸν βίον...

Τέλος, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Μετόχι. Ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, κομψός, εὐωδίαζεν ἀπὸ τὸ τέμπλον τὸ κυπαρίσσινον καὶ ἀπὸ τὰ ἄνθη τὰ ὁποῖα εἶχον φέρει ἡ Σουλτανιὼ ἡ Μάρκαινα, ἡ γραῖα Παντεχοὺ καὶ ἡ Κατερινιὼ τῆς Ἀλέξαινας καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλαι εὐλαβητικαί, αἱ μόναι ἐλθοῦσαι. Ἀπὸ τὸ μοναστήριον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶχον κατέλθει ὁ παπα-Δανιὴλ καὶ Ἰωακεὶμ ὁ περιπλανώμενος, ὅστις καθ᾽ ὅλας σχεδὸν τὰς ἑορτὰς ἐπέστρεφεν εἰς τὸ μοναστήρι, καὶ ὁ γέρων Θεόκλητος, γεμᾶτος ἀπὸ νοστίμους ἰδιοτροπίας, πρὸς τὸν ὁποῖον τρὶς ἔλαβα τὴν τιμὴν νὰ φιλονικήσω ἐν καιρῷ τοῦ δείπνου.

Ἡ Μαχούλα, ἀφοῦ ἐπροσκύνησε καὶ προσέφερε τὰ ἄνθη της, τὸ ἔλαιον καὶ τὸ θυμίαμά της, ἐκάθισεν εἰς μίαν ἄκραν ἔξω τοῦ ναΐσκου, μὲ τὸ καλάθιόν της καὶ τὸ μικρὸν κανατάκι της. Ἦτο παρὰ τὴν ρίζαν τῆς ἐλαίας, ἥτις μὲ τοὺς κλῶνάς της, βαρυφορτωμένους καρπόν, ἐσκίαζεν καὶ περιέστεφε τὴν θύραν τοῦ ναΐσκου, ἐνθυμίζουσα τὸν στίχον τοῦ προφητάνακτος: «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ».

Εἶχα διψήσει καὶ ἰδὼν τὸ μικρὸν ὑδροδοχεῖον, τὸ ὁποῖον ἵστατο πλησίον εἰς τὸ καλαθάκι τῆς Μαχούλας, ἐζήτησα νὰ πίω ἀλλὰ τὸ εὗρον κενόν.

― Νά, δὲν ἦρθε αὐτὸς ὁ Σταμάτης, μοῦ εἶπεν ἡ ἐξαδέλφη μου. Ποιὸς νὰ πάῃ ὣς τὴ βρύση νὰ τὸ γεμίσῃ;... Ἀπόστασα, καὶ δὲν μπορῶ... Ὁ Σταμάτης ἦτο ὀρφανὸν παιδίον, πρόθυμον νὰ τρέχῃ εἰς ὑπηρεσίαν παντοῦ ὅπου ἐγίνοντο θρησκευτικαὶ ἐκδρομαὶ καὶ συνάξεις. Εἶχε τόσον ἔνθεον ζῆλον, ὥστε βλέπων τὴν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν νὰ ἐκπίπτῃ, ἐθλίβετο τόσον, ὥστε ἀπεφάσισε νὰ βοηθήσῃ αὐτὸς τοὺς ἁγίους νὰ θαυματουργήσωσι. Καὶ μίαν φορὰν ἄλειψε μὲ λάδι ὅλας τὰς εἰκόνας τοῦ τέμπλου ἑνὸς ἐξωκκλησίου· ὅθεν διεδόθη, καὶ παρὰ πολλοῖς ἐπιστεύθη, ὅτι οἱ ἅγιοι «ἵδρωναν» ἢ ὅτι ἐδάκρυζαν ἴσως καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιχείρησιν αὐτὴν ὠφελήθησαν ὄχι ὀλίγας προσφορὰς οἱ πτωχοὶ οἱ παπάδες τοῦ χωρίου μας. Ἦτο δὲ τότε ὁ Σταμάτης δωδεκαέτης.

Ἐκοίταξα νὰ ἴδω τὸν Σταμάτην, ἀλλὰ δὲν ἐφαίνετο πουθενά. Ἴσως ἦτο εἰς ἄλλην ὑπηρεσίαν. Ἡ Μαχούλα ὄχι μόνον εἶχεν ἀποστάσει, καθὼς ἔλεγεν, ἀλλὰ θὰ ἐφοβεῖτο νὰ ὑπάγῃ. Ἡ βρύσις ἀπεῖχεν ὣς δέκα λεπτῶν τῆς ὥρας δρόμον, καὶ εὑρίσκετο μέσα εἰς ἓν βαθὺ ρεῦμα, ὅπου θὰ ἦτο σκότος ἤδη. Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει καὶ ἦτο ἀμφιλύκη φθινοπώρου μελαγχολική.

Ἀπεφάσισα νὰ ἐκτελέσω ἐγὼ ἔργα «Σταμάτη». Ἔλαβα τὸ κανάτι κ᾽ ἐξεκίνησα.

― Ἀτός σου θὰ πᾷς;... Τουλόου σ᾽; ἔκραξεν ἡ Μαχούλα. Πῶς γένεται;

Ἐπεθύμουν νὰ ὑπάγω, καὶ διότι ἐδίψων, καὶ διότι ἤθελα νὰ προσφέρω ἐκδούλευσιν εἰς τὴν καλὴν καὶ συμπαθῆ ἐξαδέλφην μου.

―Ἡσύχασε, θὰ πάω, τῆς εἶπα· τώρα, σὲ λίγο ἔφτασα...

*

Ἦτο μικρά, βαθεῖα ρεματιά, εἰς τὸ μέσον ἑνὸς ἐλαιῶνος κατέχοντος ὅλην τὴν κλιτὺν τοῦ λόφου δεξιόθεν καὶ ἑνὸς λεμονεῶνος τοιχογυρισμένου στολίζοντος τὸν κάμπον, ἀριστερόθεν. Καταρχὰς ἐβυθίζετο, κατήρχετο χαμηλὰ καὶ ἐχαράσσετο στενὸς δρομίσκος, μονοπάτι κρυπτὸν ἐν μέσῳ βάτων καὶ θάμνων. Ἀκολούθως ἀνηφόριζεν ἠρέμα καὶ ἀνήρχετό τις εἰς τὴν βρύσιν, ἥτις ἀνέβλυζεν ἔκ τινος τοίχου παλαιοῦ, μὲ μεγάλους πρασινισμένους καὶ μουσκλιασμένους λίθους. Δύο πεζοῦλες ἢ πλίνθινα ἑδώλια ὑπῆρχον ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς κρήνης, ἥτις εὑρίσκετο ἐπὶ τοῦ ὑψηλοτέρου μέρους τῆς ὅλης ρεματιᾶς.

Ὅταν εἰσῆλθον εἰς τὸ βαθὺ ρεῦμα καὶ ἐπάτησα εἰς τὸ στενὸν μονοπάτι, τὸ φέρον πρὸς τὴν πηγήν, τότε ἤρχισα ν᾽ ἀναλογίζωμαι τί εἶχα κάμει, ἕως τότε δὲν εἶχα σκεφθῆ.

ᾘσθάνθην αἰφνίδιον φόβον. Ἀπὸ εἰκοσαετίας ἦτο ἡ πρώτη φορὰ καθ᾽ ἣν εἰσηρχόμην εἰς τὸ ρεῦμα ἐκεῖνο, ὁλομόναχος, ἐν ὥρᾳ ἀμφιλύκης, καὶ ἐπικειμένης νυκτός...

Ἀνῆλθον πρὸς τὴν βρύσιν μὲ τρέμοντα γόνατα. Ἔκαμνα πολλοὺς σταυροὺς καὶ προσηυχόμην. Ἀλλ᾽ ἡ γλῶσσά μου ἐδεσμεύετο καὶ ὁ οὐρανίσκος μου ἐξηραίνετο. ᾘσθανόμην, ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος νὰ ψιθυρίζω οὔτε ἐνδιαθέτως οὔτε στοματικῶς τὰ ἱερὰ λόγια. Ἔφθασα ἐν τοσούτῳ εἰς τὴν κρήνην. Ὅταν ἐδοκίμασα νὰ τοποθετήσω τὸ μικρὸν ἀγγεῖον κάτωθεν τοῦ κρουνοῦ διὰ νὰ γεμίσῃ, τοῦτο μοῦ ἔφυγεν ἀπὸ τὰς χεῖρας. Ἐστάθη μοναχόν του ἐντὸς τῆς λεκάνης τοῦ νεροῦ καὶ δὲν ἐθραύσθη.

Ἄνωθεν τῆς κρήνης εἶδα, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου, πρᾶγμά τι ἐναέριον νὰ ἵσταται. Δὲν εἶχε πυκνωθῆ ἀκόμη τὸ σκότος. Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα τὸ ὁρώμενον ἦτο τόσον μικρόν, ὥστε ἔφεγγεν οἱονεὶ εἰς τὴν μικρὰν κοιλάδα, ὡς τοπικὸν ἄστρον κατελθὸν τρόπον τινὰ διὰ νὰ φωτίσῃ βάθη ἀνάξια φωτός. Ἀλλ᾽ ὅμως τὸ λευκὸν ἐκεῖνο πρᾶγμα ἔσυρεν ἐπάνω του, ἢ ἐσύρετο ἐπ᾽ αὐτοῦ, μέγα μαυράδιον, μελανώτερον καὶ ἀπὸ τὴν πίσσαν, μελανώτερον καὶ ἀπὸ τὸ σκότος, ἐξελθὸν ἀπὸ τὸ σκότος τὸ ἐσώτερον τῆς συνειδήσεως καὶ προωρισμένον νὰ ὑπάγῃ τὸ ταχύτερον νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, τῆς γεέννης. Βαθεῖαν, ἀπερίγραπτον κηλῖδα, μέγα καὶ ἀμέτρητον μαύρισμα ἐπὶ τοῦ ἁγνοῦ, τοῦ χιονολεύκου, εἶχε προσκολληθῆ τὸ καταμέλανον. Τὸ ὅραμα ἦτο διπλοῦν. Ἐπάνω εἰς τὸ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, τὸ λευκὸν κρίνον τῶν κοιλάδων, εἶχε κολλήσει ἡ ἀπεχθὴς κάμπη.

Τὸ λευκὸν ὡμοίαζε μὲ χιτῶνα πάλλευκον, μὲ ἄσπιλον ἐσθῆτα παιδίσκης δεκαπενταέτιδος. Τὸ μαῦρον ὡμοίαζε μὲ ἁμαρτίας φάντασμα. Θεέ μου! Καὶ ἡ κάμπη ἐκείνη τίς ἦτο; Ἀληθεύει ὅτι ἀποτροπιάζεται ἡ φεύγουσα ψυχή, βλέπουσα τὸ φθαρτόν, σκωληκόβρωτον σκῆνός της; Καὶ τὸ ἄσπιλον ἐκεῖνο ἀρνίον, τὸ θεόπλαστον σκήνωμα, τῆς βασκανίας τὸ θῦμα, ἐκοιμᾶτο ἀπὸ εἰκοσαετίας εἰς τὸ κοιμητήριον τῶν θανόντων.

Ναί· εἶχον περιβάλει μὲ στέφανον παρθενικὸν ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης τὴν ξανθὴν κεφαλήν της. Ἀλλ᾽ ὁ στέφανος ἐκεῖνος εἶχε γίνει ἀκάνθινος στέφανος. Καὶ αἱ ρίζαι τῶν ἀνθέων εἰσέδυον ὡς ἄκανθαι εἰς τὸν λευκὸν χρῶτά της.

Ὤ, ἡ ζωή της ἦτο ὄνειρον καὶ αὐτὴ ὑπῆρξέ ποτε «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Καὶ ἡ κάμπη ἡ δύσμορφος εἶχε φθείρει τὸ ἄσπιλον, τὸ ἠθικὸν κάλλος της.

Φεῦ! Διατί ἀπὸ ὅλην αὐτὴν τὴν λόχμην, τὴν ποικίλην καὶ πολύχρωμον καὶ ἀνθοφοροῦσαν, νὰ ἐξέρχωνται ἄκανθαι, συρίζουσαι γλῶσσαι, ἔχιδναι; Καὶ πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως, καὶ τὸ μιαρὸν πνεῦμα εἰσέβαλεν εἰς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἐπεθεώρησε «καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν;»... Πόθεν τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας;

*

Ὤ, φρίκη, καὶ πόνος ἀνεκλάλητος! Εἶδα, εἶδα τὸ παρελθόν μου μὲ τοὺς ἰδίους μου ὀφθαλμούς, τὸ εἶδα ὡς μαῦρον φάντασμα. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ ἡ καρδία μου θὰ ἔπαυε νὰ πάλλῃ. ᾘσθάνθην βαθεῖαν συντριβήν· τὸ φάσμα τὸ ἴδιον μ᾽ εὐσπλαγχνίσθη, καὶ ταχέως ἔγινεν ἄφαντον.

Ἔλαβα τὸ ἀγγεῖον μὲ τὸ ὕδωρ, καὶ κατῆλθον μὲ βήματα βραδέα, τύπτων τὰ στήθη, καὶ ψιθυρίζων. «Ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῇς, Κύριε...»

(Τ' ἀνωτέρω συνηρμολογήθησαν ἐκ παλαιῶν ἀτάκτων σημειώσεων τεθνεῶτος ἀτυχοῦς φίλου.

Διὰ τὴν ἀντιγραφὴν)


Το ΒΙΝΤΕΟ με το AUDIOBOOK

εδώ:


13.6.25

Τῆς Δασκάλας τὰ μάγια (1909) +ΒΙΝΤΕΟ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Κείμενο, ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK Διαβάζει Ο Κων/νος Οικονόμου

 

Τῆς Δασκάλας τὰ μάγια (1909) +ΒΙΝΤΕΟ

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 
Κείμενο,  ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK
Διαβάζει Ο Κων/νος Οικονόμου

   

 Μεγάλο θάμα ἔγινε, εἰς ὅλη τὴ γειτονιά ―καὶ εἰς ὅλο τὸ χωριὸ μάλιστα― ἕνα Σάββατον πρωί, καθὼς ἐπῆγεν ἡ νεαρὰ δασκάλισσα, συνοδευομένη καὶ ἀπὸ τὴν μικρὰν ὑπασπιστίναν της, τὸ Οὐρανιώ, τὸ θυγάτριον τοῦ Παναγῆ τοῦ Κυραντώνη, διὰ ν᾿ ἀνοίξῃ τὴν πόρταν τοῦ Σχολειοῦ· ἡ μικρὰ ὑπασπίστρια ἐπροπορεύετο κρατοῦσα ἕνα κομψὸν κουτί, καὶ δύο τυλιγμένα ἐργόχειρα, ἔκαμνε χαριτωμένους μορφασμοὺς καὶ τσακίσματα, εἶχε τὴν ξανθὴν πλεξίδα της λοξὰ πρὸς τὸ ἕνα αὐτί, κ᾿ ἦτον ὅλη μειδίαμα καὶ χάρις, ὥστε ἡ μὲν μυτίτσα της ἐγίνετο πλακαρὴ* καὶ σχεδὸν ἐξηλείφετο ἀπὸ τοὺς δύο μορφασμοὺς καὶ τ᾿ αὐλακάκια τὰ σχηματιζόμενα ἑκατέρωθεν, ἀπὸ τὸ πτερύγιον τῆς ρινὸς ἕως τὰ κάτω βλέφαρα, καὶ τὰ ματάκια της μισοκλεισμένα ἐτόξευαν ὑγρὸν σπινθῆρα· ἡ δασκάλισσα, χλωμή, μὲ παιδικὸν πρόσωπον, λευκοφορεμένη, καθὼς καὶ ἡ μικρὰ συνοδός της, ἀναδεδεμένη τὸν στέφανον τῆς πλουσίας κόμης της, ἄμεμπτος εἰς τὰ τῆς μόδας· ἀλήθεια, τὰ κορίτσια τοῦ Σχολειοῦ, εἶχαν μάθει καλοὺς πολιτισμένους τρόπους ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς δασκάλες· ἐμάθαιναν γράμματα καὶ χειροτεχνήματα, ἔκαμναν ὡς καὶ γυμναστικήν, ἓν-δύο-τρία, εἰς τὸ προπύλαιον τοῦ Σχολείου· ἡ κόρη τοῦ Ντάκου εἶχε μάθει πῶς νὰ χτενίζῃ τὰ ἀχυρόχροα μαλλιά της, ξέπλεκα, ἁπλωμένα ἐπὶ τῶν νώτων, μέχρι τῆς μέσης, λευκοφοροῦσα ὡσὰν ἀνεράιδα τοῦ βουνοῦ· αἱ παιδίσκαι τοῦ Στόιου καὶ τοῦ Λεγαντῆ εἶχον μάθει μπλὲ μαρέν, καὶ καρρέ, ἀκόμη καὶ τρανσπαράν· καὶ τὸ θυγάτριον τοῦ Σταμάτη τοῦ Μπλατσίνη εἶχε μάθει εἰς ἕνα μονότονον, ἀχρωμάτιστον ἦχον διάφορα ἀνόητα τραγουδάκια· ὅσον ἀφορᾷ τὴν ξανθὴν πλεξίδα λοξὴν πρὸς τὸ αὐτί, ὅλαι σχεδὸν αἱ μαθήτριαι τὴν εἶχον ἀναπετάσει ἐσχάτως· ἄλλοι ἔλεγον ὅτι ἀπ᾿ ἐκεῖνο τὸ αὐτὶ ἐβγῆκε τὸ μυαλὸ τῆς δασκάλας καὶ τῶν κοριτσιῶν, ἄλλοι ἔλεγον ὅτι ἐξητμίσθη ἀπὸ τὴν κορυφὴν τῆς κεφαλῆς, διὰ μέσου τῶν ριζῶν ἑκάστης τριχός, καὶ ἄλλοι ἔλεγον ὅτι εἶχε φύγει ἀπ᾿ ἐπάνω ἀπὸ τὴν ὀροφὴν τοῦ Σχολείου· πλὴν ταῦτα ἦσαν λόγια τῶν γραϊδίων τῆς γειτονιᾶς, τῶν γλωσσαλγῶν, ὁποὺ μεταχειρίζονται τὴν ρόκαν μόνον ὡς συνόδευμα τῶν κινήσεων τῆς γλώσσης, ἢ ἔχουν τὴν κακολογίαν οἱονεὶ ὡς κέλευσμα πρὸς ἀνακούφισιν τοῦ κόπου τῆς ρόκας. Ὁ κόσμος θὰ ἐξακολουθῇ πάντοτε νὰ βαδίζῃ ἐμπρός, πότε κούτσα-κούτσα, πότε σήκω-πέσε· μὲ σκιρτήματα μονοπόδαρα, μὲ σκοντάμματα, ἢ μὲ βήματα καρκίνου· καὶ ἀλλοίμονον εἰς τοὺς ὅσοι ἐγήρασαν, κ᾿ ἐκουράσθησαν, καὶ δὲν δύνανται νὰ παρακολουθήσουν· εἰς ὅσους «ἐπαλαιώθησαν, καὶ ἐχώλαναν ἀπὸ τῶν τρίβων αὑτῶν».

*
* *


Λοιπὸν ἐκείνην τὴν πρωίαν Σαββάτου, περὶ τὰς ἀρχὰς Μαΐου, καθὼς ἠνοίχθη ἡ πόρτα, καὶ εἰσῆλθεν ἡ Εὐανθία, ἡ νεαρὰ δασκάλισσα, δὲν ἐπέρασαν δύο λεπτά, καὶ ἡ μικρὰ ἀκόλουθός της, τὸ Οὐρανιώ, ἀφῆκε βαθεῖαν κραυγὴν ἐκπλήξεως.

― Κυρία, κυρία!

― Τί εἶναι;

―Ἰδέτ᾿ ἐδῶ!… ἔλα νὰ ἰδῇς.

Ἡ νεᾶνις ἔκαμε τρία βήματα πρὸς τὸ μέρος ὅπου τὴν ἐκάλει ἡ παιδίσκη. Δίπλα εἰς τὴν μεγάλην τράπεζαν τῆς δασκαλοκαθέδρας, ὅπου ἀπετίθεντο συνήθως οἱ ἔλεγχοι καὶ κατάλογοι, ὡς καὶ τὰ τετράδια τῶν μαθητριῶν, ἐπὶ τοῦ μικροῦ τραπεζίου τοῦ χρησιμεύοντος διὰ τὴν διδασκαλίαν καὶ ἐξάσκησιν τῶν χειροτεχνημάτων, ἔκειντο φύρδην μίγδην μερικὰ ἀντικείμενα ξένα ὅλως πρὸς τὸ Σχολεῖον, τὰ ὁποῖα ἦτο ὅλως ἄπορον πῶς εὑρέθησαν ἐκεῖ. Ἐν πρώτοις χόρτα τινὰ καὶ ἄγρια ἄνθη, παπαροῦνες καὶ σταχυοειδῆ, λυσοχόρταρα*, μαϊόχορτα, καὶ ὀλίγαι κλωσταὶ καννάβιναι καὶ ἐκ καραβοσχοίνου, μακραὶ τρίχες γυναικεῖαι μαῦραι, ἄλλαι τρίχες φοράδας κόκκινες, μικρὰ κόκκαλα ἀπὸ τὸ Κοιμητήρι, καὶ τέλος ἓν κρανίον ἀνθρώπινον. Τί ἦσαν ὅλ᾿ αὐτά; Καὶ τί ἤθελαν ἐκεῖ; Βεβαίως μάγια· ἐχθροὶ τὰ εἶχαν ρίξει τῆς δασκάλας.

Τῆς μικρᾶς παιδίσκης ἐξηλείφθη ὁ μορφασμός της, τὸ χαμόγελόν της ἔσβησε, καὶ ἡ μυτίτσα της ἡ πλακαρὴ ἐσχηματίσθη εἰς προεξοχήν. Ἡ νεαρὰ δασκάλισσα ἐγέλασε. Δὲν ἐφαίνετο νὰ πιστεύῃ τὰ μάγια.

Ἡ Οὐρανιὼ συνέπλεξε τὰς χεῖρας ἐν ἀδημονίᾳ.

― Μάγια σᾶς κάμανε, κυρία, μάγια!…

― Δὲν εἶναι τίποτε, Οὐρανία· μάζωξέ τα νὰ τὰ πετάξῃς ἔξω.

―Ἐγώ, κυρία, νὰ τὰ πιάσω μὲ τὰ χεράκια μου!;

― Κάμε αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω, διέταξεν ἐν ἀνυπομονησίᾳ ἡ δασκάλισσα· δὲν εἶναι τίποτε… πρὶν ἔλθῃ κ᾿ ἡ ἄλλη, καὶ τὰ ἰδῇ· καὶ τότε τὸ μικρὸ γίνεται μεγάλο.

Ἔτι λαλούσης αὐτῆς, εἰσῆλθεν ἡ Εὐθαλία, ἡ δευτέρα δασκάλισσα, συνοδευομένη καὶ ἀπὸ τὴν μητέρα της. Ἦτο στρογγυλοτέρα ὀλίγον τὸ ἀνάστημα, ὅπως ἡ ἄλλη ἦτο λιγνή, παχουλή, ὅσον ἰσχνὴ ἐκείνη, μὲ παιδικὸν πρόσωπον, ὅπως ἡ πρώτη, ὀλιγώτερον κομψή, ἀλλὰ συμπαθὴς τὴν ἔκφρασιν. Εἶχεν ἔλθει ἐφέτος πρώτην φορὰν εἰς τὸν τόπον, καθὼς εἶχε λάβει τὸ δίπλωμά της ἀπὸ τὸ ἐν Ἀθήναις Ἀρσάκειον, ὅπου ὅλαι, ὡς γνωστόν, ἀριστεύουν, ἐνῷ ἡ πρώτη ἦγε τὸν τρίτον χρόνον ἀπὸ τοῦ διορισμοῦ της. Ἡ Εὐθαλία ἠκολουθεῖτο ἀπὸ τὴν μητέρα της· ἦτο αὕτη καλὴ γερόντισσα, εὐσεβής, καταγομένη ἀπὸ τὴν γείτονα νῆσον, καὶ ἐλέγετο ὅτι ἦτο ἐκ μιᾶς τῶν καλυτέρων οἰκογενειῶν τῆς πατρίδος της.

Διευθύνθησαν πρὸς τὸ μέρος τῆς δασκαλοκαθέδρας, πρὸς τὸ ἐσώτερον δυτικὸν πλάτος τοῦ ἰσογείου, ἀπὸ τὴν θύραν τὴν νοτιανατολικήν. Ἡ Εὐανθία, ὡς τὰς εἶδεν, ἔρριψε βλέμμα ἀνήσυχον πρὸς τὰ μαγικὰ ἀντικείμενα, ὁποὺ δὲν ἦτο καιρὸς πλέον νὰ τὰ κρύψῃ ἢ νὰ τὰ κάμῃ ἄφαντα, καὶ ἐν σπουδῇ, προχείρως ἀνεσήκωσε τὸ ἴδιον τραπεζομάνδηλον, καὶ μὲ αὐτὸ ἐδοκίμασε νὰ τὰ σκεπάσῃ. Ἀλλὰ δὲν ἔφθανεν ἡ ποδιὰ τοῦ ὀθονίου διὰ νὰ συγκαλύψῃ ὅλα τὰ μαγικά, καθὼς ἔκειντο σκόρπια ἐπὶ τῆς μικρᾶς τραπέζης, ὅθεν βιαίως ἐτράβηξε τὸ τραπεζομάνδηλον πρὸς τὸ μέρος της, διὰ νὰ κάμῃ μακροτέραν τὴν κρεμαμένην ἄκραν· πλὴν τότε ἔγινε μικρὸς θόρυβος, τὰ σκληρὰ ἀντικείμενα ἐκρότησαν, καὶ δύο πεθαμένα κόκκαλα σπρωχθέντα ἀποτόμως, ἔπεσαν μετὰ κρότου εἰς τὸ σανίδινον πάτωμα.

Ἡ Εὐανθία ἐμόρφασεν ὀργίλως, θυμωμένη κατὰ τοῦ ἰδίου ἑαυτοῦ της· ἀφῆκε μικρὰν κραυγὴν ἐκπλήξεως, ὡς ν᾿ ἀνεκάλυψεν αἴφνης ἓν πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ἦτον ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια της, καὶ ὅμως δὲν τὸ ἔβλεπεν ἕως τότε· καὶ ταχεῖα, ἔλυσεν ἐξόπισθεν τὴν ἰδίαν λευκὴν ποδιάν της, καὶ τὴν ἐφήπλωσεν ἐπὶ τοῦ τραπεζίου.

Ἡ Εὐθαλία καὶ ἡ γερόντισσα, ἐν τῷ μεταξύ, ἀργοπατοῦσαι, καὶ συνομιλοῦσαι, μόλις ἔφθασαν πλησίον τῆς πρώτης δασκάλας, καὶ τὴν ἐκαλημέρισαν. Πλὴν ἡ μία ἄκρα τῆς λευκῆς ἐμπροσθέλας ἔπεσεν ἀκριβῶς ἐπὶ τοῦ νεκρικοῦ κρανίου, καὶ μόνον κατὰ τὰ δύο τρίτα τὸ ἐσκέπασε. Τὸ πρόσωπον, τὸ στόμα, καὶ τὸ χάσμα τῆς φαγωμένης ρινὸς τοῦ κρανίου, ἔμειναν ὁρατά, πρὸς τὸ μέρος ὁπόθεν ἤρχοντο αἱ δύο γυναῖκες.

Ἡ γραῖα ἀφῆκε κραυγὴν θάμβους καὶ φόβου.

― Μπά!… τ᾿ εἶν᾿ αὐτό, πουλάκι μ᾿;

Ἐδείκνυε τὰ ἀραιὰ διαλείποντα ὀδόντια, καὶ τὰ χάσματα τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ κρανίου.

*
* *

Ἡ Εὐανθία ἐκάλεσεν εἰς ἐπικουρίαν ὅλην τὴν ἑτοιμότητα τοῦ πνεύματός της.

― Ἐμᾶς, κυρία, ὁ καθηγητής μας ὁ Β., μᾶς ἐδίδασκεν ἀνθρωπολογίαν, ὡς καὶ ἀνατομίαν… μᾶς ἐσυνήθισε νὰ μελετᾶμε τοὺς σκελετοὺς τῶν ἀποθαμένων, καὶ νὰ μὴν ἔχουμε προλήψεις.

Ἡ ἀγαθὴ γραῖα τὴν ἐκοίταξεν ὡς νὰ μὴ ἐννόει.

― Παρήγγειλα νὰ μοῦ φέρουν αὐτὸ τὸ κεφάλι καὶ τὰ κόκκαλα, διὰ νὰ διδάξω τὰς μαθητρίας ἀπὸ ποῦ καὶ πῶς εἴμεθα φτιασμένοι.

Ἡ γραῖα ἀνεσήκωσε τὴν ἄκραν τῆς ποδιᾶς, κ᾿ ἐξήτασε διὰ τοῦ βλέμματος ὅλα τ᾿ ἀντικείμενα.

―Ἄ! θὰ τὶς μάθῃς οὗλα τὰ πάντα, μαθές, εἶπεν ἀφελῶς, εἰς τρόπον ὥστε δὲν ἦτο πολὺ σαφὲς ἂν εἶχε πεισθῆ ἢ ἂν εἰρωνεύετο· καὶ γιὰ ταῦτο* ἔφερες, πουλάκι μ᾿, οὗλα τὰ σκέλεθρα αὐτὰ ἀπ᾿ τὰ Μνημούρια… καὶ τὶς κανναβένιες κλωστές, καὶ τὶς τρίχες τὶς ἀλογίσιες, καὶ τὶς παπαροῦνες, καὶ τὰ μαϊολούλουδα;

― Καιρὸς εἶναι νὰ λάβουν τὰ κορίτσια μίαν ἰδέαν γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, εἶπεν ἡ δασκάλα· κοντεύουν οἱ ἐξετάσεις, καὶ πῶς θὰ κάμουμε κ᾿ ἡμεῖς φιγούρα;

*
* *

Ὅταν εἶχαν φθάσει τὴν πρώτην στιγμὴν ἡ Εὐανθία καὶ ἡ μικρὰ συνοδεύτριά της εἰς τὸ σχολεῖον, ἔξω εἰς τὸ προαύλιον ἦσαν πέντε ἢ ἓξ μαθήτριαι, μὲ τὰ τετράδιά των καὶ μὲ τὰ ἐργόχειρα, περιμένουσαι. Αὗται εἶχαν εἰσέλθει ἤδη, κ᾿ ἐπῆγαν εἰς τὰ θρανία των. Ἄλλαι δέκα ἕως δεκαπέντε ἔφθασαν εὐθὺς κατόπιν. Τὸ Σχολεῖον ἐγέμιζεν ἤδη ἀπὸ κορίτσια. Δύο ἢ τρεῖς κορασίδες, εἶτα ἑπτὰ ἢ ὀκτώ, ὕστερον ὅλαι ὅσαι ἤρχοντο, ἀφῆκαν τὶς σάκκες ἐπὶ τῶν θρανίων των, καὶ κατευθύνθησαν πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἵσταντο αἱ τρεῖς γυναῖκες. Ἡ μία εἶπε τῆς Οὐρανίας:

―Ἀρή, τί εἶναι;

― Μάγια, εἶπε μὲ μορφασμὸν τὸ Οὐρανιώ.

Ἤδη τῆς εἶχε περάσει ὁ φόβος, καὶ τῆς ἐπανήρχετο ἡ συνήθης εὐθυμία της.

― Μάγια; ἠρώτησεν ἡ Σινιωρίτσα τοῦ Μυτιληνιοῦ.

― Μάγια; ἐπανέλαβεν ἡ Ματούλα τοῦ Καλοειδῆ.

― Μάγια· ἐβεβαίωσεν τὸ Ὀρσάκι τοῦ Ζαχαριάδη.

― Μάγια· ἐπεκύρωσεν ἡ Φλωροὺ τοῦ Λαμιαίου.

Τὰ κορίτσια εἶχαν περικυκλώσει τὴν μικρὰν τράπεζαν, κ᾿ ἐκοίταζαν μὲ μεγάλα μάτια καὶ μὲ ἀνοικτὰ στόματα τ᾿ ἀξιοπερίεργα ἀντικείμενα.

― Τί θέλετ᾿ ἐδῶ; ἔκραξε μὲ αὐστηρότητα ἡ Εὐανθία. Γλήγορα στὰ θρανία σας… στὰς θέσεις σας!

Ἔδραξε τὴν βέργαν, κ᾿ ἐφοβέρισε τὰς μαθητρίας.

Ἡ γραῖα Μονεβασιά, ἡ μητέρα τῆς δευτέρας δασκάλας, συνέπλεξε τὰς χεῖρας, κ᾿ ἔκραξε:

― Τώρα, τί νὰ κάμουμε; Τ᾿ ἦταν αὐτό;… Μὴ λές, πουλάκι μ᾿, πὼς τὰ εἶχες παραγγελιά, γιὰ νὰ μάθῃς τὰ κορίτσια κατὰ πῶς εἴμαστε φτιασμένοι, οὗλα τὰ πάντα. Μάγια σᾶς ρίξανε· ἀκοῦς τὰ κορίτσια τί λένε;

― Ξέρουν τὰ κορίτσια τί τοὺς γίνεται; εἶπεν ἡ Εὐανθία.

― Τώρα χρειάζεται ἁγιασμὸς νὰ ψαλῇ ἐδῶ… ξορκισμοὶ νὰ διαβαστοῦνε… Μὴν ἀρχινᾶτε, πουλάκι μ᾿, τὸ μάθημα, πρὶν ξορκισθῇ ὁ ἐχτρὸς ἀποδῶ μέσα.

Ἐκάλεσε τὴν μικρὰν Ματούλαν, κόρην τοῦ Παπαγληγόρη.

― Πᾷς, πουλάκι μ᾿, νὰ πῇς τ᾿ παπᾶ σ᾿, νὰ πάρῃ τὸ πετραχήλι του νά ᾽ρθῃ ἐδῶ;… Νὰ πάρῃ πές, καὶ τὸ Εὐχολόγιο μαζί του… ξορκισμοὺς πρέπει νὰ διαβάσῃ.

Ἡ μικρὰ δὲν ἐπερίμενε νὰ ἐπικυρώσῃ τὴν διαταγὴν ἡ δασκάλισσα. Πάραυτα ἔτρεξε πρὸς τὴν θύραν. Ἡ Εὐανθία, ὡς ναρκωμένη, δὲν εἶπε τίποτε. Μόνον ὅταν ἡ παιδίσκη ἐξῆλθεν, ἐστράφη πρὸς τὴν γερόντισσαν καὶ τῆς εἶπε:

― Τί θέλεις, σταυρομάννα*· γιὰ νὰ μᾶς ἀκούουν κι ἄλλοι;

― Αὐτό, πουλάκι μ᾿, δὲν εἶναι πρᾶμα ποὺ νὰ κρυφθῇ, μαθές, εἶπεν ἡ γραῖα· ὁ παπὰς ποὺ θά ᾽ρθῃ δὲν θὰ τὸ κοινολογήσῃ;… Ἔχεις ψαλίδι γιὰ νὰ κόψῃς τὶς γλῶσσες ὅλων τῶν κοριτσιῶν;

Ἡ Εὐανθία ἔσεισε τοὺς ὤμους.

― Κὶ νὰ τὶς κόψῃς, πουλάκι μ᾿, ἄλλες θὰ φυτρώσουνε· μιὰ θὰ κόφτῃς, δυό, τρεῖς, τέσσερες θὰ βγαίνουνε… Δὲν ἔχουν παιδεμὸ τῶν γυναικῶν οἱ γλῶσσες.

*
* *

Ἡ Εὐανθία ἐν ἀνίᾳ περιήρχετο περὶ τὰς δύο τραπέζας καὶ τὰ πρῶτα θρανία. Ἡ γραῖα Μονεβασιὰ ἐπλησίασε πρὸς τὰ μάγια, καὶ ἤρχισε νὰ θεωρῇ μετὰ προσοχῆς τὸ νεκρικὸν κρανίον.

― Νά, ἐδῶ εἶναι τὰ γράμματα, ποὺ γράφουν τὴ μοῖρά μας, εἶπε δεικνύουσα τὰ ἱερογλυφικὰ ἐκεῖνα σημεῖα τῆς συναρμογῆς τοῦ μετώπου· ἐδῶ εἶναι γραμμένο ὅλο τὸ ριζικό μας. Ἔπαθα τά ᾽παθα, τά πάθω μέλλω;

― Τί θὰ πῇ αὐτό, μητέρα; ἠρώτησεν ἡ Εὐθαλία.

― Αὐτὸ θὰ πῇ, κορίτσι μ᾿, ξέρουμε τὰ ὅσα πάθαμε, μὰ δὲν ξέρουμε τί μᾶς μέλλει ἀκόμα. Ἦτον μιὰ ζηλιάρα, καὶ σὰν εἶδε ποὺ ὁ ἄνδρας της εἶχε ἕνα γυναίκειο καύκαλο κλειδωμένο μὲς στὸ ἀρμάρι του, ἀπ᾿ τὴ μανία της τὸ ἔρριξε στὸ φοῦρνο καὶ τό ᾽καψε· κι ὁ ἄνδρας της τὸ εἶχε φυλάξει ἀπὸ περιέργεια, ἐπειδὴ ἦτον μάντις, κ᾿ ἐγνώριζε νὰ διαβάζῃ τὰ μυστικὰ γράμματα τοῦ ριζικοῦ, κι ἀπόρησε· σὰν τί ἔμελλε νὰ πάθῃ ἀκόμα αὐτὸ τὸ κούτελο· κ᾿ ἐκείνη ἀπ᾿ τὴ ζήλεια της ἐπίστεψε πὼς ἦτον τῆς παλιᾶς ἀγαπητικιᾶς του· καὶ σὰν τὸ εἶδ᾿ ἐκεῖνος ὕστερα ποὺ κάηκε, ἐκατάλαβε γιατί ἐπάνω στὸ κούτελο ἦτον γραμμένο: «ἔπαθα τά ᾽παθα· τά πάθω μέλλω;»

Ἡ Εὐθαλία ἠκροᾶτο ἐν σιωπῇ. Ἡ μήτηρ της ἐπανέλαβε.

― Κι αὐτὸ ἐδῶ, πουλάκι μ᾿, φαίνεται νὰ εἶναι γυναίκειο κούτελο· καὶ σ᾿ αὐτὸ ἐπάνω κάτι τέτοιο θὰ εἶναι γραμμένο.

*
* *

Τέλος ἔφθασεν ὁ παπα-Γληγόρης. Ἐφόρεσε τὸ πετραχήλι του, ἤνοιξε τὸ Εὐχολόγιον, καὶ ἤρχισε νὰ διαβάζῃ μὲ ψίθυρον καὶ βόμβον φωνῆς.

«Ἐπιτιμᾷ σοι Κύριος, διάβολε… φύγε, δραπέτευσον, ἀναχώρησον, δαιμόνιον ἀκάθαρτον καὶ ἐναγές, καταχθόνιον, βύθιον, ἀπατηλόν, ἄμορφον, ἢ αὐτὸς εἶ ὁ Βεελζεβούλ, ἢ κατασείων, ἢ δρακοντοειδής, ἢ θηριοπρόσωπος, ἢ ὡς ἀτμίς, ἢ ὡς καπνός, ἢ ὡς ἄρρεν, ἢ ὡς θῆλυ, ἢ ὡς ἑρπετόν, ἢ ὡς πετεινόν, ἢ νυκτολάλον, ἢ κωφόν, ἢ ἄλαλον… ἢ λάγνον, ἢ δυσῶδες, ἢ φαρμακόφιλον, ἢ ἐρωτομανές, ἢ ἀστρομαγικόν, ἢ φιλόνικον, ἢ ἀκατάστατον· ἢ ὀρθρινόν, ἢ μεσημβρινόν, ἢ μεσονυκτικόν, ἢ ἀωρίας τινός, ἢ αὐγῆς… ἢ κρημνῶν, ἢ ἐκ λάκκου, ἢ καλαμῶνος, ἢ λίμνης ἢ ἐκ στέγης λουτροῦ, ἢ ἐκ μνήματος εἰδωλικοῦ, ἢ ὅθεν ἴσμεν, καὶ οὐκ ἴσμεν… φιμώθητι, φοβήθητι, φύγε, μὴ ὑποστρέψῃς, μηδὲ ὑποκρυβῇς, ἀλλ᾿ ἄπελθε εἰς γῆν ἄνυδρον, ἔρημον, ἀγεώργητον, ἣν ἄνθρωπος οὐκ οἰκεῖ, Θεὸς μόνος ἐπισκοπεῖ, ὁ σειραῖς ζόφου ταρταρώσας σὲ πάντων τῶν κακῶν τὸν ἐφευρετὴν διάβολον· ὅτι μέγας ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, καὶ μεγάλη ἡ δόξα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

*
* *

Ὅλην τὴν ἡμέραν ἡ Εὐανθία, οὔτε τὰς μαθητρίας ἀπέπεμψεν, οὔτε μάθημα εἶχεν ὄρεξιν νὰ κάμῃ· ἀλλ᾿ αὐτοσχεδίασε προχείρως ἀνακρίσεις, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ τὰ κοράσια ἂν ἐγνώριζον τίποτε ὡς πρὸς τὰ μαγικὰ ἀντικείμενα τὰ εὑρεθέντα εἰς τὸ Σχολεῖον. Πρὸ πάντων ἦτο ἄπορον: πῶς καὶ πόθεν εἰσῆλθε τὸ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον εἷχε ρίψει αὐτὰ τὰ περίεργα πράγματα ἐντὸς τοῦ Σχολείου. Ἡ πόρτα ἦτον κλειδωμένη, τὰ παράθυρα ἦσαν ἐφωδιασμένα μὲ δικτυωτά… Ἀπὸ τὴν στέγην τάχα, καθὼς ἔλεγαν οἱ ἐξορκισμοί, κατῆλθεν ὁ ἐχθρός, ἢ κάτωθεν ἀπὸ τὸ ἰσόγειον δάπεδον τοῦ κτιρίου ἀνῆλθε τὸ καταχθόνιον δαιμόνιον;

Τέλος, ἡ νεαρὰ δασκάλισσα, μετὰ πολλὰς προσπαθείας, ἀνεκάλυψεν ἓν ἴχνος, πραγματικὸν ἢ ἀπατηλόν. Καὶ τὴν ἑσπέραν, ὅταν ἐσχόλασαν τὰ κορίτσια, ἐγνώσθη ὅτι αἱ δύο μαθήτριαι, αἵτινες εἶχον κρατήσει τὰ κλειδιά, διὰ νὰ σκουπίσουν τὴν προλαβοῦσαν ἑσπέραν, εἶχαν ἔλθει εἰς συγκοινωνίαν μὲ μίαν πρῴην μαθήτριαν, τὴν Ἀρετὼ Καλκατζάκη, καὶ μ᾿ ἕνα κορίτσι τοῦ δρόμου, τὴν Μαχὼ τῆς Τσούναινας. Αὐταὶ αἱ δύο εἶχαν κάμει τάχα τὰ μάγια;

ΤΟ ΒΙΒΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ:


1.5.25

Ἐπιμηθεῖς εἰς τὸν βράχον (1925)[ΒΙΝΤΕΟ] Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο- ηχοβιβλίο [AUDIOBOOK] διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 

Ἐπιμηθεῖς εἰς τὸν βράχον (1925)[ΒΙΝΤΕΟ]

Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο- ηχοβιβλίο [AUDIOBOOK]

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου







ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α´

Ναί, ὅλοι δὲν εἶχον πλεύσει μὲ τὰς λέμβους ἕως ἐκεῖ ― εἰς τὸν βορεινὸν ἐκεῖνον ἄγριον βράχον τοῦ πελάγους, ὅπου ὁ Βορρᾶς, ὡς νὰ ἦτο αὐτὸς ὁ Πὰν ὁ μέγας, ζωντανὸς ἀκόμη, δὲν ἔπαυε νὰ φυσᾷ τὴν πελώριον σύριγγα, βόσκων τὰ λευκόχαιτα πρόβατά του, τὰ κύματα. Καὶ ὅμως δι᾿ ὅλους σχεδὸν ὁ βράχος ἐφαίνετο νὰ σαλεύῃ.

Ἦτο ἀρχὰς θέρους, τὴν 25ην ἡμέραν τοῦ Μαΐου. Ἡ συντροφιὰ ὅλη, ἀπὸ φίλους καὶ πατριώτας ἀγαπημένους, εἶχεν ἀποφασίσει νὰ ἐκτελέσῃ θαλασσίαν ἐκδρομήν, μὲ σκοπὸν ἱεροτελεστίας ἅμα καὶ πανδαισίας διὰ τὴν ἐπαύριον, Πέμπτην τῆς Ἀναλήψεως. Ἦτο εἰς τὰ 94 ― τὸν περασμένον αἰῶνα! Ὁ βράχος, εἰς τὴν βορείαν ἐσχατιὰν τοῦ τόπου, ἦτό ποτε κωμόπολις. Ἐσώζοντο ἐκεῖ ἐξωκκλήσια. Τὸ κυριώτερον ἐξ αὐτῶν ἦτο ὁ ναὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἐπρόκειτο νὰ ψαλῇ παννυχίς, καὶ νὰ τελεσθῇ λειτουργία!

Ἄλλοι ἀπὸ τὸ μεσημβρινὸν χωρίον, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, εὐλαβεῖς εἰς τὰ θεῖα ἢ φίλοι τῶν ἐκδρομῶν, μαθόντες τὸ σχέδιον, ἐπροθυμήθησαν ν᾿ ἀπέλθωσι διὰ ξηρᾶς, τρεῖς ὥρας δρόμον, εἰς τὸ αὐτὸ μέρος. Ἡ κυρίως παρέα, ὀκτὼ ἢ δέκα νέοι, ὅλοι φίλοι καὶ καλόκαρδοι, τὴν αὐγὴν τῆς Τετάρτης, ἐνῷ ἔλαμπεν εἰς τὰ σύνορα τοῦ Γραίου (ὤ, ὁ πολυπαθὴς καὶ πικροαίματος, ὁ προσφιλὴς καὶ φαεινὸς Γραῖος!), μέσα εἰς κυανᾶ καὶ πορφυρᾶ αἰθέρια χρώματα, γλυκὰ τὸ λυκαυγές, πρὶν φυσήσῃ ἀκόμη τὸ πρωινὸν μελτεμάκι, ἐπέβησαν εἰς μεγάλην βάρκαν κ᾿ ἐξέπλευσαν. Ὤ, τὰ ὡραῖα προσφιλῆ παράλια τῶν Ἑλληνικῶν νήσων! Ὤ, δὴ ἄϊλς ὂβ Γκρήϊς!… ἠτέρναλ σόμμερ γκὶλδς δὲμ γιέτ1.

Μὲ τὰς κώπας διέσχισαν τὰ γαλήνια νερὰ τοῦ λιμένος, παρέπλευσαν τὸ ὀγκῶδες Μπούρτσι, τὸ μικρὸν βραχῶδες Δασκαλειό, ὅπου κάθε βράχος διηγεῖται μίαν ἱστορίαν τῶν μαθητικῶν μας χρόνων ― ὅταν ἐφεύγαμεν κρυφὰ ἀπὸ τὸ σχολειό, ἐπαίρναμεν ἀναρώτα* καμμίαν βάρκαν, ἢ ἐτρέχαμεν ἀπὸ γιαλὸν εἰς γιαλόν, κ᾿ ἐκολυμβούσαμεν ὅλην τὴν ἡμέραν ὡς δελφίνια. Ὑπερέβησαν τὰ λευκὰ Λαζαρέτα μὲ τὴν ὡραίαν ἀποβάθραν καὶ τὰς μαρμαρίνας βαθμίδας. Διέβησαν, ἀντικρὺ εἰς τὸ ὑψηλὸν νησίδιον Μαραγκό, ἀνάμεσα εἰς τὴν Μπούταν ― ἄκραν ἀπότομον τῆς ἀνατολικῆς ἀκτῆς, μὲ τόσους ἀπεσπασμένους σπαρτοὺς βράχους, ὅπου, ὅταν ἤμην παιδίον, καὶ παρέπλεα τυχὸν ἐκεῖ, ἐφανταζόμην πὼς ἔβλεπα τὸ φάσμα τοῦ γερο-Μιτζέλου ―ὁ γέρων εἶχε πνιγῆ εἰς τὰ ὡραῖα γαλανὰ νερὰ ἐκεῖ, ἐνῷ ἠσχολεῖτο θηρεύων κοχύλια καὶ πεταλίδες― καὶ εἰς τὰ δύο νοτιανατολικὰ νησιά, τὴν Ἄρκον, τὴν πρασινοβολοῦσαν καὶ στολισμένην μὲ λευκὴν τραχηλιάν, καὶ τὴν Τρυπ᾿τήν, μικράν, δειλήν, κρύπτουσαν τὸ πρόσωπον εἰς μίαν πτυχὴν ὄπισθεν τῆς ἐσθῆτος τῆς μητρός της.

Εἶτα ἐπρόβαλαν εἰς τὸ πέλαγος ― εἰς τὸ πέραμα τὸ μεταξὺ τῶν δύο νήσων· ἔβαλαν πλώρην κατὰ τὸν Βορρᾶν. Ἡ αὐγὴ ἀπὸ πορφυρᾶς εἶχε γίνει ροδίνη, εἶτα χρυσῆ. Ἡ θάλασσα εὐμενὴς φαίνεται νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὰ τόσα θεσπέσια κάλλη, καὶ ὀρχεῖται φαιδρά, πλήττουσα τὴν στείρην ―καρίναν― τῆς ἀκάτου. Τὸ ἀπόγειον ὡς γλυκεῖα μητρικὴ θωπεία φυσᾷ, ψιθυρίζον ἔρωτας καὶ θάλπος ἑστίας εἰς τὰ ὦτα. Ἔκαμαν πανιά. Καὶ πλέουν, πλέουν. Ὤ, ἰδού, τ᾿ Ἀραπάκια, οἱ ἀμαυροὶ σκόπελοι, μὲ τὰς κορυφάς των, ποὺ γυαλίζουν ἀμυδρά, σεμνά, ὡς κοράλλια, εἰς τὴν ἑωθινὴν ἀκτῖνα. Διατί συνθλίβετε οὕτω τὸ κῦμα, καὶ κάμνετε νὰ κοχλάζουν τὰ νερά, ἀνάμεσα εἰς τὰς σκληρὰς σιαγόνας σας;

Ὤ, φανῆτε εὐμενῆ πρὸς τοὺς πλέοντας ναυβάτας, ὦ πατριωτικὰ Ἀραπάκια.

Καὶ πλέουν, πλέουν. Ἰδοὺ τὸ Ἀσπρόνησο ― ὁ πάλλευκος βράχος, οἱ ἀποθέται, ὅπου ρίχνουν τὰ κουνέλια, καὶ ὅπου πηγαίνουν οἱ ἴδιοι ποὺ τὰ ἔρριψαν διὰ νὰ τὰ κυνηγοῦν. Δὲν ἀκοῦτε γαυγίσματα παραπονετικὰ ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βράχου κατερχόμενα, ὦ ναυβάται; Κάποιος εἶχε ρίψει τὸν σκύλον του ἐκεῖ ἐπάνω, ἀλλ᾿ ὁ σκύλος ἔπεσε πάλιν κολύμβι, κ᾿ ἐπανῆλθε πρὸς τὸν ἀφέντην του.

Ἰδού, ἔφθασαν εἰς τὸν Σιδεριᾶν, ἢ τὰ Σιδερονήσια. Πέτραι καὶ βράχοι ὅπου ἐπάγωσεν ἐπάνω σας τὸ χρῶμα τῆς τρικυμίας κ᾿ ἐκρυσταλλώθη τὸ φύσημα τοῦ Βορρᾶ, εἴθε νὰ μεταδίδετε διὰ πάντοτε τὴν ὄψιν καὶ τὴν πνοὴν αὐτὴν εἰς τοὺς ἁρμοὺς καὶ τὰ νεῦρα τῶν ποντοπόρων [τῶν] βιοπαλαιστῶν μας.

*
* *

Τέλος ἔφθασαν ἀντικρὺ στὸ Κλῆμα· μίαν ἀπορρῶγα ἄξενον ἀκτήν. Ὁ ἥλιος τοὺς εὗρε παρὰ τὸ στόμιον τῆς Σκοτεινῆς Σπηλιᾶς. Ὤ, ἦτο καιρὸς διὰ ν᾿ ἀνατείλῃ ἐπὶ τέλους. Θὰ ἦτο ἀνάγκη νὰ κύψουν ὅλοι οἱ ἐπιβάται, νὰ χαμηλώσῃ καὶ ἡ βάρκα, διὰ νὰ εἰσέλθουν ἐκεῖ. Ὁ Χατζηραφτάκης, ὁ ἡγέτης τῆς ἐκδρομῆς, καὶ ἰδιοκτήτης τῆς βάρκας ―ὅστις ἐγνώριζεν ὅλα τὰ κατατόπια τῶν συναγρίδων καὶ φαγκριῶν, χωρὶς ἄλλως νὰ ἐπαγγέλλεται τὸν ἁλιέα― τοὺς εἶχεν ὑποσχεθῆ μίαν συναγρίδα, 4 ὀκάδων καὶ κάτι. Ἦτο μᾶλλον ἀρχοντόπουλον τοῦ τόπου καὶ κτηματίας, ἰσόβιος δημοτικὸς σύμβουλος ―ἂς πεζολογήσωμεν ὀλίγον― διὰ δύο λόγους· πρῶτον, διότι ἡ κάλπη του ἦτο πάντοτε τελευταία (καθότι δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ὅστις νὰ καλῆται Ψαρουδάκης ἢ Ὠιμενόπουλος εἰς τὸν τόπον) καὶ δεύτερον, διότι καὶ τὰ δύο κόμματα τὸν ἤθελαν ― αὐτὸς δὲ δὲν ἤθελε νὰ λυπήσῃ τὸ ἕν, δηλῶν ὅτι ἦτο μὲ τὸ ἄλλο. Ἐκεῖ λοιπόν, εἰς τὴν Σκοτεινὴν Σπηλιὰν ὁ Χατζηραφτάκης ἤγρευσε τὴν ἐπηγγελμένην συναγρίδα ἀκριβῶς τόσην, ὅσην τὴν εἶχεν ὑποσχεθῆ· τέσσαρας καὶ μισὴν ὀκάδας τὸ βάρος.

Τέλος, μὲ τὴν γενναίαν συναγρίδα ὡς γέρας, τῶν πρωινῶν θαλασσίων ἀγώνων των τὸ ἔπαθλον, ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὴν Σπηλιάν. Ἐπλησίαζον ἤδη εἰς τὸ τέρμα τοῦ πλοῦ, εἰς τὸν βορεινὸν Βράχον. Ἀλλὰ πρὶν φθάσουν ἐκεῖ ―nos te facimus, Fortuna, deam!*― συνέβη νὰ συναντήσουν εἰς τὸ πέλαγος, τί; ἓν πλοῖον, ἁπλῶς. Ἀλλὰ τὸ πλοῖον προήρχετο ἀπὸ μίαν τῶν Κυκλάδων τῶν οἰνοφόρων ―τὴν Κέαν ἢ τὴν Πάρον, δὲν ἐνθυμοῦμαι― κ᾿ ἔπλεε διὰ Θεσσαλονίκην φορτωμένον κρασιά.

Ἡ ὁμὰς τῶν πανηγυριστῶν δὲν ἦτο ἀπρομήθευτος· ὁ τόπος των δὲν ἦτο ἄοινος. Εἶχαν πάρει μαζί τους δαμετζάναν πλήρη, προσέτι δύο φλάσκες μαύρου· εἶτα ἄλλας δύο, τὴν μίαν ἐκ κεφαλοκρούστου ροδίτου, τὴν ἄλλην μοσχάτου ξανθοῦ. Ἀλλά… νὰ συναντήσῃ τις παρ᾿ ἐλπίδα εἰς τὸ πέλαγος κρασοκάικο γεμᾶτο, καὶ νὰ πωλῇ πρὸς 12 λεπτὰ τὴν ὀκάν… εἶναι τόσον ἐκπληκτικὸν τὸ πρᾶγμα… «Ἡμεῖς σὲ ποιοῦμεν θεάν, ὦ Τύχη».

Τὸ συμβούλιον ἐντὸς τῆς βάρκας ἐν ἀκαρεῖ διεσκέφθη καὶ ἀπεφάσισεν. Ἀγγεῖον ἄλλο εὔκαιρον δὲν εἶχον, εἰμὴ τὴν ρακολαγήναν, 22 ὀκάδας χωροῦσαν, τὴν ὁποίαν εἶχαν πάρει γεμάτην νερὸν ἀπὸ τὸν λιμένα. Ἐχύθη εἰς τὴν θάλασσαν τ᾿ ὀλίγον νερὸν τὸ ὁποῖον εἶχε μείνει ἀκόμη, καὶ ἡ μεγάλη λάγηνος ἐγεμίσθη οἴνου διάρμενα* ἢ ὑπέρκαλα2, ἂν θέλετε, δηλαδὴ ἀπὸ κωπαστὴν εἰς κωπαστὴν τῶν δύο πλοίων.

Β ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ

Καθὼς εἶχεν ἀρχίσει ἡ ἀγρυπνία, καὶ ἦσαν ἤδη εἰς τὰ μισὰ τοῦ ἑσπερινοῦ, ὁ κὺρ Νικολάκης ὁ Κόκκινος, πιστὸς καὶ ἀξιαγάπητος φίλος, εἶχεν ἀρχίσει νὰ μὲ κατηχῇ καὶ νὰ μὲ πείθῃ ―διότι εὑρέθην κ᾿ ἐγὼ ἐκεῖ· ἀληθινά, δὲν εἶχα ὑπάγει μὲ τὴν βάρκαν, ἀλλὰ μὲ τοὺς πόδας μου― ὅτι ἔπρεπεν ἐξάπαντος ν᾿ ἀρχίσω τέλος πάντων νὰ σκέπτωμαι ὀρθότερα περὶ τῶν πραγμάτων καὶ περὶ τοῦ ἰδίου ἑαυτοῦ μου, καὶ ὅτι ἦτο καιρὸς πλέον νὰ κάμω καλὴν ἀρχὴν νὰ… βγάζω λόγους εἰς τὸ δημόσιον.

― Τί κρύβεις τὸ τάλαντον, μοῦ ἔλεγε, βρὲ ἀδερφέ; Θὰ δώσῃς λόγο, νὰ τὸ ξέρῃς. Κρῖμας τὸ νάμι* καὶ τὸ καμάρι, κρῖμας τοὺς κόπους καὶ τὰ ἔξοδα, κρῖμας! Τί σοῦ χρειάζονται τὰ τόσα γράμματα κ᾿ οἱ ἀγκοῦτσες*, τί σὲ ὠφελοῦν οἱ γιῶτες καὶ τὰ ψηφιά, τί σοῦ χρησιμεύουν οἱ γλῶσσες καὶ τὰ κιτάπια κι ὁ ἄμπακος*; Νά τώρα, ἡμεῖς ὅλοι εἴμαστε, νὰ ποῦμε τὴν μαύρη ἀλήθεια, κούτσουρα, δαυλιὰ καμένα, καψάλες. Τώρα ποὺ θὰ βγῇ ὁ παπὰς νὰ πῇ τὸ Βγαγγέλιο ―Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ!― τί θὰ καταλάβωμε ἡμεῖς; Ἀνέβα ἐκεῖ στὴν πεζούλα, κι ἄνοιξε τὸ στόμα σου νὰ μᾶς ξηγήσῃς, νὰ μᾶς φωτίσῃς ― ἴσως καὶ νοιώσουμε κ᾿ ἡμεῖς τίποτα.

Ἡ ὁρμὴ τοῦ φίλου μου διεκόπη ἀπὸ τὴν τροπὴν καὶ τὴν συνέχειαν τῆς Ἀκολουθίας. Παιδία καὶ γυναῖκες ὀλίγαι (ὅλος ὁ ἀριθμὸς τῶν πανηγυριστῶν μόλις ἔφθανε τὰς 40 ψυχάς) ἐξῆλθον ἀπὸ τὸν ναΐσκον κρατοῦσαι ἀνημμένα κηρία καὶ λαμπάδας καὶ ἀνέβησαν τὰς δύο βαθμίδας πρὸς τὴν χαμηλὴν ταράτσαν, ἐφ᾿ ἧς εὑρισκόμεθα ἡμεῖς. Ἦτο ἐρείπιον παλαιᾶς οἰκίας, καὶ εἶχεν ἰσοπεδωθῆ ἀρτίως διὰ τὴν εὐκολίαν τῶν προσκυνητῶν. Στενὸν ἐχώριζε τὸ ἐρείπιον τοῦτο ἀπὸ τοῦ ναοῦ, καὶ ἀντικρύ μας ἦτο ἡ μεσημβρινὴ θύρα τῆς ἐκκλησίας. Μετ᾿ ὀλίγον ἐξῆλθεν ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας, προπορευομένων μανουαλίων καὶ λαμπάδων, μὲ τὸ θυμιατὸν καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως. Ἐτελεῖτο ἡ Λιτὴ τῆς ἀγρυπνίας. Ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας μὲ τὴν ὡραίαν φωνὴν καὶ τὸ παράστημά του, μουσικὸς τέλειος, ἔψαλλε τὸ γλυκὺ καὶ συμπαθέστατον: «Ἀνελθὼν εἰς οὐρανούς, ὅθεν καὶ κατῆλθες, μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς, Κύριε».

*
* *

Εἶχε φαγωθῆ ἡ συναγρίδα ἀποβραδύς. Ἦτο Τετάρτη τῆς Ἀποδόσεως τοῦ Πάσχα, μὲ ἰχθυοφαγίαν κανονικήν. Ἡ μεγάλη στάμνα μὲ τὸ Παριανὸν ἐπροτιμήθη, διὰ ν᾿ ἀδειάσῃ ταχύτερον, ὅπως χρησιμεύσῃ πρὸς μεταφορὰν ὕδατος.

Ὁ πάτερ Σωφρόνιος, ὁ ἡγούμενος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, εἶχεν ἑλκυσθῆ νὰ ἔλθῃ, ἀσυνήθως ὅλως, ὡς συνέκδημος καὶ ψάλτης, εἰς τὴν μικρὰν πανήγυριν. Ὅταν εἶδε τὴν μεγάλην λάγηνον γυρτήν, μὲ τὸν κοκκινωπὸν ἀφρὸν εἰς τὸ στόμιον, ἐτρόμαξε κ᾿ ἐνουθέτησε τὴν φιλικὴν παρέαν, «νὰ φυλαχθοῦν μὴν πέσουν εἰς ἀκρασίαν».

Εἰς τὸ πρόχειρον λογοπαίγνιον, ἑνὸς ἐκ τῶν ἑταίρων, ἀπήντησεν:

Ἂς εἶναι· καλύτερα νὰ σᾶς μείνῃ τὸ κρασί, παρὰ νὰ μείνετε, ὅπως λέγεις, χωρὶς κρασί!

Τότε ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας παρετήρησεν ὅτι ἔπρεπε νὰ φυλαχθοῦν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν «κρασοκατάνυξιν» καὶ ἀνέμνησε τὸν στίχον τοῦ ψαλτηρίου «Ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον κατανύξεως».

Καὶ δὲν ἐγλύτωσαν τῷ ὄντι ἀπὸ ὅ,τι ἐφοβοῦντο. Πράγματι δὲν εἶχον ἄλλο ἀγγεῖον ἀπὸ τὴν στάμναν ἱκανῶς εὐρὺ διὰ νὰ μεταφέρουν νερόν, κ᾿ ἐπάνω στὸν Βράχον, ἀνάμεσα εἰς τὰ ἐρείπια τοῦ παλαιοῦ χωρίου, κατ᾿ οὐσίαν νερὸν δὲν ὑπῆρχεν. Ἦτο μία παμπάλαιος στέρνα, ὄπισθεν τοῦ βορείου τοίχου τοῦ ναΐσκου, ἥτις δυνατὸν νὰ εἶχε μίαν σπιθαμὴν πρασινωποῦ ρευστοῦ, ἀλλ᾿ ἐκεῖ μέσα ἦσαν, πλωτὰ ἢ ὑποβρύχια, διάφορα ἀντικείμενα, καὶ ἄψυχα καὶ ζωντανά ― νεροφίδες, βαθράκια, πετσιά, σαπρὰ ξυλάρια, τεμάχια πλίνθων καὶ ἀσβέστου, καὶ ἄλλα.

Ἐτελείωσεν ἡ Λιτή, καὶ μετ᾿ αὐτὴν ὁ Ἑσπερινός, καὶ εἶτα ἤρχισεν ἡ Ἀνάγνωσις τοῦ συνήθους «Λόγου εἰς τὴν Ἀνάληψιν». Τὸ πλῆθος ἐδίψα. Ὀλίγοι ἀπετόλμησαν νὰ πίουν ἀπὸ τὴν παλαιὰν στέρναν. Ὁ Σταμάτης ὁ Καρδασάκης, παλαιὸς φίλος μου, ἤκουσε πολλὰς παρὰ πολλῶν ἱκεσίας, τώρα ποὺ εἶχεν ἀδειάσει τέλος ἡ στάμνα μὲ τὸ κρασί, νὰ ὑπάγῃ μὲ τὸ ὀνάριόν του, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀφήσει δεμένον ἔξω εἰς τὴν χέρσον ―μέσα εἰς τὸ κατερειπωμένον χωρίον δὲν ὑπῆρχε τίποτε πρὸς βοσκήν· ἄλλως τ᾿ ἀχθοφόρα τετράποδα δὲν ἠδύναντο ν᾿ ἀνέλθωσι τὰ σκαλοπάτια, δι᾿ ὧν ἄνθρωποι ἢ ἐρίφια ἀνέβαινον εἰς τὸν βράχον― νὰ ὑπάγῃ, λέγω, νὰ φέρῃ νερὸν ἀπ᾿ τοῦ Χαιρημονᾶ τὸ ρέμα, τὸ ὁποῖον ἀπεῖχε τρισχίλια βήματα ἔξω εἰς τὴν ξηράν. Ἦτο ἤδη μεσάνυχτα καὶ σελήνη δὲν ὑπῆρχεν. Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, ὡς εἰκός, πίπτει ἀκριβῶς ἐπάνω στὴν χάσιν τοῦ φεγγαριοῦ.

Ἀλλ᾿ ὁ Σταμάτης ὁ Καρδασάκης δὲν θὰ ἐχρειάζετο παρακλήσεις διὰ νὰ θελήσῃ νὰ προσφέρῃ τὴν ὑπηρεσίαν αὐτήν. Πλὴν πῶς; Ὁ Σταμάτης δὲν ἦτο ὁ μόνος ὅστις θὰ ἠδύνατο νὰ φυλαχθῇ ἀπὸ τὴν λέξιν τοῦ Σωφρονίου καὶ ἀπὸ τὴν ἀντίλεξιν τοῦ παπ᾿ Ἀνδρέα. Δὲν ἦτο εἰς θέσιν ὥστε νὰ εἰσακούσῃ τὴν παράκλησιν.

Τὸν ἐγνώριζα ἀπὸ τὰ μικρά μου χρόνια. Ὅταν ἤμην παιδίον, ἐσυνήθιζα νὰ τὸν προσαγορεύω ὡς ἑξῆς:

― Σταματέλο, Σταματέλο! Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ καλύβα;

Ποτὲ δὲν ἔμαθα τί ἐσήμαινεν ἡ φράσις αὕτη. Ἤκουα ἕνα μεγάλον ἐξάδελφόν μου, μᾶλλον ὁμήλικον τοῦ Σταμάτη, νὰ τὸν χαιρετίζῃ πάντοτε μὲ τὴν φράσιν αὐτήν, τὸν ἐμιμούμην ὡς ψιττακὸς κ᾿ ἐγώ. Τώρα μόνον συμπεραίνω ὅτι ὁ Σταμάτης, νυμφευθεὶς κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, θὰ ἔκαμε πενθερὸν Ἀλβανόν τινα ἢ Σλαβόφωνον μετανάστην, ὅστις, εἰς τὸ κεφάλαιον τῆς προικός (ἐπειδὴ συνήθεια ἦτο εἰς τὸν τόπον νὰ δίδωσι καὶ οἰκίαν ὡς προῖκα), ἐκλιπαρῶν ἴσως τὸν γαμβρὸν καὶ προσπαθῶν νὰ τὸν πείσῃ νὰ μὴν ἀπαιτῇ καὶ τὴν μόνην πενιχρὰν οἰκίαν σιμὰ εἰς τὴν ἄλλην προῖκα, θὰ ἔλεγε:

― Σταματέλο, Σταματέλο. Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ καλύβα;

Τὴν προτεραίαν ἀκόμη ὁ Σταμάτης, οἰκογενειακός μου φίλος, μαθὼν ὅτι ἔμελλον νὰ συμμετάσχω τῆς ἐκδρομῆς, μοὶ εἶχε προσφέρει τὸ ὀνάριον διὰ νὰ καβαλικέψω· ἀλλ᾿ ἐγὼ ἀπεποιήθην, προτιμήσας νὰ ὑπάγω πεζός. Καὶ τώρα ἐνθυμηθεὶς τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον ἀστεϊσμόν, ἀπηύθυνα αὐτῷ τὸν λόγον:

― Σταματέλο, Σταματέλο! Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ… λαήνα;

― Πῶς νὰ τὸ πάρω, μοῦ ἀπήντησεν· ἡ βάρκα σαλεύει… κάνει νερά!

Καὶ ἀπεκοιμήθη εἰς τὴν βάσιν ἑτοιμορρόπου χαμηλοῦ τοίχου.

*
* *

Ἐπροχώρει ἤδη εἰς τὸν ὄρθρον ἡ νυκτερινὴ ἀκολουθία, καὶ ἡτοιμαζόμην νὰ εἰσέλθω, ἐπιθυμῶν νὰ λάβω μέρος· ἀλλὰ μ᾿ ἐπρόλαβεν ὁ φίλος μου, ὁ Νικολάκης ὁ Κόκκινος, ὁρμήσας εἰς δευτέραν ἔφοδον:

― Τώρα, τί λένε μέσα; Καταλαβαίνω ἐγὼ τίποτα;… Ὅπως ὁ φιλάργυρος μὲ τὸν θησαυρό του, τὸ ἴδιο καὶ σὺ μὲ τὰ γράμματά σου· τὰ κρύβεις, τὰ χώνεις βαθιά. Τί κατάλαβες; Τί θὰ καταλάβῃς; Μ᾿ αὐτὰ θὰ σὲ θάψουν· τὸ ἴδιο ὅπως ὁ γερο-Ματσούκας (ἐννόει ἕνα ἐντόπιον κεφαλαιοῦχον) μὲ τὰ γρόσια τὰ πολλά! Τόσοι ψευτοφυλλάδες* μὲ κάτι κολλυβογράμματα, τόσοι ψευτοδικολάβοι μὲ τὶς ἑλληνικοῦρές τους, καὶ κάνουν φιγούρα… καὶ σὺ κάθεσαι στὴν ἄκρη, βρὲ ἄνθρωπε, καὶ δὲν ἀνοίγεις τὸ στόμα σου νὰ μιλήσῃς… Δὲ σ᾿ ἄκουσα ποτέ μου νὰ μιλῇς περὶ γραμμάτου καὶ σύ, μόνε τὰ λίγα λόγια ποὺ βγάζεις μὲ τὴν τσιμπίδα ἀπ᾿ τὸ στόμα σου, τὰ λὲς χωριάτικα, τὸ ἴδιο σὰν ἐμένα… Κρῖμα στὰ γράμματα! Κρῖμας!

Θὰ ἐξηκολούθει νὰ λέγῃ ἀκόμη, ἀλλ᾿ ἐβγῆκε ὁ παπὰς νὰ μᾶς θυμιάσῃ, εἰς τὸν Β´ Πολυέλεον, κ᾿ ἐπωφεληθεὶς ἐγὼ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναόν.

*
* *

Τὰ γλυκοχαράματα, ὅταν ἐμβήκαμεν εἰς τὴν λειτουργίαν, μαζὶ μὲ τὸ ρόδισμα τὸ γλυκὺ τῆς αὐγῆς, ἠρχίσαμεν ν᾿ ἀκούωμεν κανονιοβολισμοὺς ἀπὸ τὸ ἀνατολικὸν μέρος. Μοῖρα τοῦ Ἀγγλικοῦ στόλου, περιπλέουσα εἰς τὸ Αἰγαῖον, διήρχετο περὶ τὰ Ἐρημονήσια, κ᾿ ἐξετέλει χειρισμοὺς καὶ πυρὰ πρὸ τῆς ἀνατολῆς. Ἀφ᾿ ἑσπέρας εἴχομεν ἰδεῖ ἓν ἢ δύο θωρηκτά, πλέοντα μακρὰν πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ἐξήλθομεν κ᾿ ἐκοιτάζομεν ἀπλήστως, πρὸς ἀνατολάς.

Μετ᾿ ὀλίγον ἔπαυσαν οἱ κανονιοβολισμοί. Εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ἐνῷ ὁ παπὰς ἐμοίραζε τὸ ἀντίδωρον, ὁ ἥλιος δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη.

Ἐκαθίσαμεν νὰ πίωμεν τὸν καφέν. Πλησίον μου ἦτο ὁ φίλος μου ὁ Κόκκινος.

― Τώρα λοιπόν, ὅλα μας καλά, ἤρχισε τρίτην ἔφοδον οὗτος, μονάχα πὼς δὲν ἐκαταλάβαμε τίποτε. Ἄνοιξε καὶ σὺ τὸ στόμα σου κ᾿ εἰπὲ δυὸ λόγια, νὰ μᾶς φωτίσῃς…

Αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν ἐβάσταξα, καὶ ἠναγκάσθην ν᾿ ἀπαντήσω.

― Δὲν θέλετε νὰ φωτισθῆτε, καὶ γι᾿ αὐτὸ μένετε ἀφώτιστοι.

― Γιατί, πῶς; Δὲ σὲ καταλαβαίνω.

― Τὴν ἄκουσες πρωτύτερα, ἀποβραδύς, τὴν Ἀνάγνωση;

― Τὸ Συναξάρι;

― Ναί.

Ὄχι, δὲν ἄκουσα· εἶχα κουβέντα ἐκεῖ.

― Νά, λοιπόν, ποὺ δὲν θέλεις νὰ φωτισθῇς· τὸ ἴδιο κ᾿ οἱ ἄλλοι. Ὅλα εἶν᾿ ἐξηγημένα· ὅλα τὰ ἔχει ἡ ἐκκλησία σὲ ἁπλῆ γλῶσσα. Ἀλλὰ δὲν θέλουμε νὰ τ᾿ ἀκοῦμε.

― Αὐτὸ εἶναι; Ἢ μήπως θέλει ὁ κόσμος, τί νὰ σοῦ πῶ, λόγο; Ἕνα πρᾶμα ποὺ νά ᾽ναι κάπως ζωντανό!

― Θέλει δυστυχῶς λόγο, καὶ πολλοὺς λόγους μάλιστα… θέλει κάτι ὡσὰν θέαμα, καὶ τὰ θέλει ὅλα λογοκοπικὰ καὶ θεατρικά· καὶ δι᾿ αὐτὸ ὅσοι βγάζουν λόγους πεντάρικους ἢ δεκάρικους, εὐδοκιμοῦν εἰς τὸ πλῆθος· καὶ δι᾿ αὐτὸ… τὰ προκόψαμε.


(1925)

1. Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος!… αἰώνιον θέρος τὰ χρυσώνει ἀκόμη. (Στίχοι τοῦ λόρ. Μπάϋρων.)

2. Κᾶλα τὰ ξύλα καὶ τὰ πλοῖα.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ: 






ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Οι Γαλαξίες [Β΄μέρος] + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

  Οι Γαλαξίες [Β΄μέρος] + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας-συγγραφέα ΣΥΣΤΑΣΗ ΓΑΛΑΞΙΩΝ : Όπως απέ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....