Ετικέτες - θέματα

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κονδυλάκης Ιωάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κονδυλάκης Ιωάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15.5.25

Πώς ερώμιεψε το χωριό+ΒΙΝΤΕΟ Ιωάννης Κονδυλάκης Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

 

Πώς ερώμιεψε το χωριό1 +ΒΙΝΤΕΟ

Ιωάννης Κονδυλάκης

Κείμενο και AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου




 Πολλάκις είχεν ακούσει από τον πατέρα του την ιστορίαν διά την οποίαν εξεπούλησεν από το Μόδι και μετώκησεν εις το ορεινόν χωρίον Ακαράνου. Η αφορμή ήταν ένας Τούρκος με συμπάθιο και ένας χοίρος με συχώρεσι, ως έλεγε δια να εκφράσει το μίσος του κατά του Τούρκου εκείνου ιδιαιτέρως και κατά των Τούρκων εν γένει. Το Μόδι ήτο τότε ακόμη τουρκοχώρι. Είχεν ολίγους Χριστιανούς, αλλά ήσαν ταπεινοί κατωμερίτες, τριτάριδες, δηλαδή καλλιεργηταί των τουρκικών κτημάτων με απολαυήν ενός ποσοστού από το εισόδημα. Σχεδόν δούλοι. Ο μόνος όστις είχε κάποιαν ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν και υπερηφάνειαν, διότι είχε και αρκετήν περιουσίαν ώστε να μη δουλεύει τους αγάδες, ήτο ο πατέρας του ο Μιχάλης Αλεφούζος. Αλλά ακριβώς διότι είχεν ανεξαρτησίαν φρονήματος και η σπονδυλική του στήλη δεν ελύγιζεν εύκολα, δεν τον εχώνευεν ο Κερίμ αγάς, ο πλουσιότερος και ισχυρότερος Τούρκος εις το Μόδι, άνθρωπος φανατικός και τυραννικός, ο οποίος ήθελε τους Χριστιανούς να συναισθάνονται ότι ζουν μόνον κατ’ ανοχήν των Τούρκων. Δια τούτο όταν διέβαινεν ο Αλεφούζος και τον εχαιρέτα μ’ ένα απλούν «καλή ’σπέρα, Κερίμ αγά», έσειε την κεφαλήν και τον παρηκολούθει με απειλητικόν βλέμμα απομακρυνόμενον. Μίαν ημέραν δε είπε προς άλλον Τούρκον παριστάμενον:

Αυτός, μωρέ, βαλλαή, ο Αλεφούζος, είναι ασής2 εσήκωσε κεφαλή, δεν είναι ραγιάς αυτός.

Όταν η αιγυπτιακή κυριαρχία έφερε κάποιαν ανακούφισιν εις την κατάστασιν των Χριστιανών της Κρήτης, ο Αλεφούζος, ενθαρρυνθείς, έκαμε μέγα τόλμημα. Ηγόρασεν ένα χοίρον και τον έτρεφε δια τα Χριστούγεννα. Χοίρο στο Μόδι! Χοίρο στο χωριό του Κερίμ αγά, δίπλα μάλιστα στο κονάκι του! Φτου! Ανασινί σικτιγήμ ο γκιαούρης!

Τα πρώτα γρυλλίσματα του γουρουνιού διέχυσαν φρίκην εις το τουρκοχώρι και πολλών Τούρκων οι τρίχες ανωρθώθησαν. Έγινε συμβούλιον των αγάδων εις του Κερίμ αγά και απεφασίσθη να εκδιωχθεί από το χωριό ο αντάρτης Αλεφούζος ή να δολοφονηθεί. Αλλά προ πάσης άλλης ενεργείας να φονευθεί ο χοίρος. Δεν ήτο κατάστασις αυτή. Την περασμένην ημέραν, ενώ ο Κερίμ αγάς εκάπνιζε το τσιμπούκι του εις την αυλήν του, είδε κι επρόβαλε το ρυπαρόν του μούτσουνο από την ημίκλειστον αυλόπορταν. Φτου! Ντινινί σικεΐμ!

Κιαμιάν ημέρα, βαλλαή, θα μας έρθει και ’ς το τζαμί να μάσε πει καλημέρα! είπεν άλλος αγάς. Αυτός τρυπώνει όπου βρει ανοικτά, μου! μου!

Πρέπει να το σκοτώνει, ωρέ αγάδες, εγώ το ντομούζι, είπεν ο Τουρκαλβανός μπουλούμπασης, είδος ενωμοτάρχου, ο οποίος αντεπροσώπευεν εις το χωριό πάσαν εξουσίαν. Επεδοκίμασε δε καθ’ όλα τας ληφθείσας αποφάσεις.

Κατά την επιούσαν διερχόμενος προ της οικίας του Αλεφούζου έσυρε την πιστόλαν κι εφόνευσεν το γουρουνόπουλον.

Γιατί δεν το δένετε, ωρέ, μέσα αυτό το ζουλάπι, φτου, αλλά μπελλιά σινί βερσίν, παρά το αφήνετε και τρυπώνει μέσ’ τα πόδια μας; είπε προς την γυναίκα του Αλεφούζου, ήτις ακούσασα την πιστολιάν ενεφανίσθη εις την θύραν ανήσυχος.

Ο Αλεφούζος ήτο πεισματάρης και μετά μίαν εβδομάδα έφερεν άλλον χοίρον, μεγαλύτερον, από τον Πλατανιάν.

Μωρέ, για το Θεό, το σκοτωμό σου γυρεύεις, Μιχάλη; του είπεν εις των ομοχωρίων Χριστιανων. Μην τωνε μπαίνεις στα ρουθούνια, γιατί θα σε σκοτώσουνε!

Δε με σκοτώνουνε, απήντησεν ο Αλεφούζος αταράχως˙ η γιανιτσαριά επέρασε.

Αλλά ο γιανιτσαρισμός δεν είχε περάσει όσον υπέθετεν. Ο μπουλούμπασης εφόνευσε και τον άλλον χοίρον, προφασισθείς τώρα ότι του ανέτρεψε τον ναργιλέ του. Ενόησε δε ο Αλεφούζος ότι, εάν εξηκολούθει προς πείσμα ν’ αγοράζει χοίρους, θα εβοήθει τον Τουρκαλβανόν να εξασκείται εις την σκοποβολήν.

Ο δε Καρίμ αγάς, ο οποίος έπνεε μένεα, εξεθύμανεν επί τέλους μίαν ημέραν, όταν συνήντησε καθ’ οδόν τον Αλεφούζον:

Ειντά ’ναι, μωρέ, τα εντεψισλίκια που κάνεις! Χοίρους, μωρέ γκιαούρη, θα μάσε φέρνεις στο χωριό;

Δεν ειν’ εντεψισλίκι, Κερίμ αγά, απήντησε με τόνον ευλαβή, αλλ’ευσταθή ο Αλεφούζος. Η πίστις μας λέει να τρώμε χοιρινό, με συμπάθειο…

Η πίστις σας! Να… την πίστη σας!

Και συγχρόνως ύψωσε το τσιμπούκι και το κατέφερε κατά του Αλεφούζου. Αλλ’ ούτος, αποφυγών το κτύπημα, εκράτησε τον βραχίονα του αγά.

Σ’ εμένα, μωρέ, σήκωσες χέρα, σκυλόπιστε! ανεκράυγασεν ο Κερίμ αγάς και ήρχισε να τον κτυπά λυσσωδώς. Άλλοι Τούρκοι προσέτρεξαν και ο Αλεφούζος μετ’ ολίγον ωδηγήθη εις το σπίτι του αναίσθητος και αιματοβαμμένος. Μετά ένα δε μήνα, εξελθών μίαν νύκτα δια να ταγίσει τα βόδια του, επυροβολήθη παρ’ αγνώστου και πληγωθείς εις τον ώμον διέτρεξε μέγαν κίνδυνον και επί πολύ έμεινε κατάκοιτος. Βεβαιωθείς δε ότι οι Τούρκοι είχαν απόφασιν να τον ξεκάμουν, ηναγκάσθη να ξεπουλήσει και να καταφύγει εις το ορεινόν χωρίον Ακαράνου.

Ο υιός του Σταμάτης, είχεν ακούσει πολλάκις παρά του πατρός του αυτήν την ιστορίαν και από της παιδικής του ηλικίας εμάζευε μίσος εις την ψυχήν του εναντίον των Τούρκων και ιδίως των Μοδιανών και ονειροπόλει εκδίκησην. Ο Κερίμης είχεν αποθάνει, είχε αποθάνει και ο γέρος Αλεφούζος˙ ας κάμουν καλά αυτοί οι δύο εις τον άλλον κόσμον, όπου βεβαίως απεκόμισαν και το μίσος των. Αλλ’ όπως ο Αλεφούζος είχε αφήσει υιόν, είχεν αφησει υιόν και ο Κερίμης τον Αρίφ αγάν. Αυτοί οι δύο θα έλυαν τους οικογενειακούς λογαριασμούς. Ο Αρίφης ήτο όλως διάφορος του πατρός του. Αγαθός άνθρωπος, αγαπών το κρασί και τας διασκεδάσεις, τα είχε καλά με Χριστιανούς και Τούρκους, και εμοίραζεν τον καιρόν του μεταξύ του Μοδιού, όπου είχε σύζυγον και τέκνα, και των Χανιών, όπου είχε ερωμένας και συμπότας. Το μόνον έργον του ήτο να διασκεδάζει και να δανείζεται ή να πουλεί, όταν το εισόδημα δεν επήρκει εις τα ανάγκας του.

Ο Σταμάτης είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του την φιλεργίαν και την ιδιαιτέραν κατά των Μοδιανών Τούρκων μνησικακίαν. Ήτο της αυτής περίπου ηλικίας με τον Αρίφην, νέος τριανταπέντε ετών, ηράκλειος την κατασκευήν, με γενειάδα ξανθήν και τραχείαν, με μάτια γεμάτα ζωηρότητα και πονηρίαν.

Μίαν ημέραν έμαθαν οι Μοδιανοί έξαφνα ότι ο Σταμάτης Αλεφούζος εξηγόρασε τα πατρικά του κτήματα και μετ’ ολίγας ημέρας εγκατεστάθη εις το πατρικόν του σπίτι δίπλα εις το κονάκι του Αρίφη. Μία δε από τα πρώτας του φροντίδας ήτο να φέρει εξ Ακαράνου μίαν γουρούναν με 6-7 γουρουνόπουλα, τόσον θορυβώδη και αεικίνητα, ώστε ενόμιζες ότι εγέμισε χοίρους το χωριό. Και πράγματι εγέμισε, διότι και όσοι εκ των Χριστιανών Μοδανιών δεν είχαν ηγόρασαν, και όσοι τους είχαν δεμένους τους άφηναν ελεύθερους να περιφέρωνται εις το χωριό και εις τους πέριξ αγρούς, να επισκέπτωνται ενίοτε το τουρκικόν καφενείον, να εισέρχωνται εις τας τουρκικάς αυλάς, προς μεγάλην αγανάκτησιν και φρίκην των χανουμισσών, και ν’ αναστατώνουν τους λαχανοκήπους των αγάδων.

Τώρα πλέον μπουλούμπασης δεν υπήρχε και η εποχή του γιανιτσαρισμού είχεν απομακρυνθεί τόσον, ώστε εκινδύνευε να λησμονηθεί. Το Μόδι από τουρκοχώρι, μετεβάλλετο εις χριστιανοχώρι, διότι κατά την τελευταίαν επανάστασιν πολλοί των Τούρκων εφονεύθησαν ή εκόλλησαν εις τα Χανιά˙ τους Τούρκους δε διεδέχοντο Χριστιανοί εκ των ορεινών χωρίων, μιμηθέντες το παράδειγμα του Σταμάτη και αγοράζοντες τα πωλούμενα τουρκικά κτήματα. Όσον δε έβλεπε τον χριστιανικόν πληθυσμόν του χωρίου αυξάνοντα και τον τουρκικόν ελαττούμενον, ο Σταμάτης εθριάμβευε. Και μίαν ημέραν είπε προς τον Αρίφην με μειδίαμα πειρακτικόν:

Αϊ, Aρίφ αγά, να ’ζιε ο ραμετλής3 ο μπαμπάς σου να ’δει το χωριό ετσά που γίνηκε!

Ο Αρίφης εσκυθρώπασε.

Πώς εγίνηκε; είπε με φωνήν πνιγμένην.

Να, ρωμέικο, λω δα! Γιάδε, γιάδε!

Και με θριαμβευτικήν χειρονομίαν του έδειξε κοπάδι γουρουνόπουλα, τα οποία ήρχοντο ακολουθούντα την βραδυπορούσαν μητέρα των. Ο Αρίφης όμως παρετήρησε τα γουρουνόπουλα χωρίς να πτύσει ή να βλασφημήσει, ως ο πατέρας του.

Αν έζιε ο μπαμπάς σου, προσέθηκεν ο Σταμάτης, θα ’σκαζε.

Αλλ’ όσον έβλεπεν ότι ο Αρίφης, αντί να θυμώνει, εφαίνεται μάλλον λυπούμενος από τα πειράγματά του, του Σταμάτη το πείσμα εμετριάζετο. Και εγκατέλειψε μίαν εκδίκησιν την οποίαν εσχεδίαζε προ πολλού˙ να στείλει την ημέραν του Μπαϊραμιού ως δώρον προς τον υιόν τού Κερίμ αγά το καλύτερόν του χοιρίδιον.

Αλλ’ ουδέποτε ίσως η ψυχή του Σταμάτη εχάρη όσον κατά την παραμονήν των Χριστουγέννων, ότε το Μόδι αντελάλησεν από κραυγάς χοίρων σφαζόμενων. Δια να εντείνει την αγαλλίασίν του αυτός επανέλεγε γελών κι από τ’ αυτιά, κατά το λεγόμενον:

Σήμερο μόνον το κατάλαβα πώς το Μόδι ερώμιεψε.

Πάντοτε δε είχε την ιδέαν ότι, μεθ’ όλην την απάθειαν την οποίαν εδείκνυεν ο Αρίφης, ενδομύχως έσκαζε. Δεν ήτο και μικρό να του σφάξει δύο χοίρους μπρος την πόρτα τους! Αλλά μετά τινάς ημέρας ο Αρίφης, επιστρέφων από τα Χανιά, εσταμάτησεν έφιππος προ της θύρας του Σταμάτη.

Καλησπέρα, γείτονα, είπε προς τον εμφανισθέντα Σταμάτην. Φέρε κρασί να με κεράσεις… Είμαι στα κέφια μου απόψε.

Ο Σταμάτης εκινήθη δια να φέρει κρασί, αλλ’ο Αρίφης τον εσταμάτησε.

Κι ένα καλό μεζέ.

Έπειτα έσκυψεν εκ του εφιππίου και είπε χαμηλοφώνως:

Ένα κομμάτι.. λουκάνικο!

1. Πως δηλαδή το κρητικό χωριό του κειμένου ξανάγινε ελληνικό [με χριστιανούς κατοίκους]

2. Ασής = αντάρτης

3. Να ζούσε ο μακαρίτης.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ:


7.5.25

Επικήδειος του Ιωάννη Κονδυλάκη: Κείμενο – AUDIOBΟOK Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 

Επικήδειος

του Ιωάννη Κονδυλάκη

Κείμενο – Ηχοβιβλίο-AUDIOBΟOK

Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου


 

   Ήμεθα τότε μια εύθυμη συντροφιά νέων εις τα Χανιά, που είχαμε κοινήν την αγάπην προς την ιππασίαν. Εις την είσοδον της πόλεως ένας Τούρκος, ο Τζανερίκος, έδιδεν άλογα με νοίκι. Επαίρναμε από ένα κ’ ετραβούσαμε στα περίχωρα. Τι υπέφεραν εκείνα τα άλογα από τη νεανική μας τρέλα δεν περιγράφεται. Ετρέχαμε σα δαιμονισμένοι και τ’ αναγκάζαμε να υπερπηδούν κάθε εμπόδιο που συναντούσαμε, είτε τοίχος ήτο, είτε χαντάκι. Μάλιστα άμα μεθούσαμε, δεν είχαμε πια κανένα οίκτον δι’ αυτά τα ζώα. Τα σπιρούνια εχώνοντο βαθιά στα πλευρά των και οι βίτσες αυλάκωναν το δέρμα των. Και εμεθούσαμε τακτικά εις τις εκδρομές εκείνες. Σε κάθε χωριό που περνούσαμε βρίσκαμε ταβέρνες ή φίλους που μας έπαιρναν στα σπίτια των· και το βράδυ-βράδυ όταν εφθάναμε στη Σούδα, είμεθα Ρούσοι μεθυσμένοι. Και καμιά φορά, όπως ήσαν αφρισμένα τ’ άλογα, τ’ αναγκάζαμε να προχωρήσουν στη θάλασσα κι εκάναμε τα λουτρά των Κενταύρων, όπως ελέγαμε το έφιππον εκείνο κολύμπημα. Έπειτα μουσκεμένοι, καθώς ήμεθα, εγυρίζαμε στα Χανιά και παραδίδαμε στο Καλέ-καπισί, ξεθεωμένα τα άλογα.

Όσες φορές στις εκδρομές εκείνες επερνούσαμε από ένα χωριό του κάμπου μάς έπαιρνε στο σπίτι του ο γέρο-Καμαριανός. Μας ήτο αδύνατον ν’ αποφύγομε. Ήμεθα φίλοι και συνομήλικοι του γιου του Αλεξάνδρου, ο οποίος εσπούδαζεν ιατρικήν εις τας Αθήνας και ο γέρο-Καμαριανός μας έλεγεν ότι δεν μπορούσαμε ν’ αρνηθούμε στον πατέρα του φίλου μας, ο οποίος κάθε που μας έβλεπε νόμιζε πως έβλεπε και το γιο του μαζί. Θα το θεωρούσε προσβολή και θα του ’κανε μεγάλη λύπη. Αλλ’ ήτο και καλός και εύθυμος άνθρωπος, μ’ όλα του τα εξήντα χρόνια, κι είχε κι εξαίρετο κρασί. Μπορούσαμε λοιπόν να του αρνηθούμε;
Αλλ’ ενώ ήτο ευχάριστος άνθρωπος, είχε και μια δυσάρεστη συνήθεια, την οποίαν εφοβούμεθα. Άμα έπινε κι έφθανε στον ενθουσιασμό της μέθης, εκατάφερνε γροθιές στα μαλλιαρά του στήθη, που τα ’χε ανοικτά, όπως τα ’χαν ακόμη τότε οι γεροντότεροι χωρικοί της Κρήτης. Και όταν παραενθουσιάζετο, δεν περιορίζετο να κτυπιέται αλλ’ αφού έδιδε μια στο στήθος του, έδινε και άλλη στο στήθος του διπλανού του κ' εφώναζε: «Στήθος μάρμαρο!» Αλλά τα στήθια τα δικά μας δεν ήσαν από μάρμαρο κι επιανόταν η αναπνοή μας. Εκινδυνεύαμε να πάθουμε αιμοπτυσία.

Μια μέρα έρχεται είδησις ότι ο Καμαριανός απέθανε ξαφνικά. Μαζευόμεθα όλοι οι φίλοι του Κένταυροι και αποφασίζομε να πάμε στην κηδεία του. Το χωριό δεν ήταν μακριά κ' εξεκινήσαμε πεζοί. Μαζί μας ήρθε κι ο φαρμακοποιός Ζαμαλής. Ο Ζαμαλής θα ήτον εξηντάρης, αλλ’ είχαμε μαζί του θάρρος, σαν να ’τονε της ηλικίας μας, γιατί από τα μαλλιά και τα μουστάκια του, που διετηρούντο κατάξανθα, τον επαίρναμε για νεώτερο απ’ ό,τι ήτο.
Στο δρόμο δεν ξέρω σε ποιόν ήλθεν η ιδέα ότι ήτο απαραίτητον να βγάλομε λόγο του μακαρίτη του φίλου μας. Και όλοι εσυμφώνησαν ότι ο καταλληλότερος δια ν’ αυτοσχεδιάσω και εκφωνήσω τον επικήδειον ήμουν εγώ. Του κάκου επροσπάθησα ν’ αποφύγω αυτήν την προτίμησιν.

«Μα πώς είμαι ο καταλληλότερος, έλεγα, αφού δεν εξεφώνησα ποτέ μου λόγο;»
«Μήπως εμείς εξεφωνήσαμε;» «Μα τι να του πω; Ήταν ένας γεωργός αγράμματος, που δεν μπορείς να του πεις παρά μόνον πως ήτο καλός άνθρωπος.» «Αυτά να του πης», είπεν ο Ζαμαλής. «Μα αυτά δε φθάνουνε για να γεμίσουν ένα επικήδειο. Αν ήξερα τουλάχιστον πως επολέμησε…» «Θα ’χει πολεμήσει· αμφιβάλλεις; είπε ένας από τους φίλους μου. Λες πως επολέμησε στα '66 ή ότι ανδραγάθησε στην επανάστασι του Μαυρογένη». «Δηλαδή τότε που δεν έγινε τίποτα», είπε κι εγέλα ο Ζαμαλής. Δεν το ξέρετε πως η επανάστασι του Μαυρογένη επέρασε χωρίς να ανοίξη μύτη;» «Τέλος πάντων ας πη πως επολέμησε στα '66 και φτάνει. Και θά ’χη πολεμήσει· δεν μπορεί. Εμείς στον Πειραιά εβγάλαμε αγωνιστή του 21 ένα γέρο, που δεν ήξερε πώς πιάνουν το τουφέκι». Ο νέος εκείνος είχε κάμει το γυμνάσιον στον Πειραιά. Και μας διηγήθη ότι όταν απέθανε ο γέρος επιστάτης του γυμνασίου, το βρήκαν πρόφασι για να μη κάμουν μάθημα. Είπαν λοιπόν στους καθηγητάς ότι ήθελαν ν’ ακολουθήσουν την κηδεία του καημένου του μπάρμπα Τάσου. Ο γυμνασιάρχης έδωκε την άδειαν, ένας δε από τους μαθητάς ανέλαβε να εκφωνήσει ποίημα· και για να έχει τι να πει, εχειροτόνησε τον επιστάτην λείψανον του Ιερού Αγώνος. Και έλεγε το ποίημα:

Ιδού και άλλο λείψανο του Ιερού Αγώνα Όπου εις Τούρκων καύκαλα το ξίφος του ακόνα.

«Και το μόνον όπλον που είχε ίσως πιάσει στα χέρια του ο καημένος ο μπάρμπα Τάσος», είπεν ο διηγούμενος, «θα ήτο το σκουπόξυλο». Η ομιλία εκείνη και το ανέκδοτο του γέρο Τάσου μας εκίνησε τόση ευθυμία και τόσα γέλια εκάμαμε, ώστε ο Ζαμαλής μας είπε:
«Μα σε κηδεία πάτε, μωρέ παιδιά, ή σε γάμο;» «Τί θέλεις, να κλαίμε από τώρα;» του είπε ένας από τους φίλους μου. « Έχομε καιρό να κλάψωμε όταν θ’ ακούσωμε τον ρήτορα να εξυμνεί τα πολεμικά ανδραγαθήματα του καπετάν Καμαριανού». Εγέλασε τότε μαζί μας και ο Ζαμαλής δια τον τίτλον του καπετάνιου.

Όταν εφθάσαμε στο χωριό, έβγαζαν από το σπίτι τον νεκρόν. Ακολουθούσαν οι δικοί του με κλάματα και οι χωριανοί. Ακολουθήσαμε κι εμείς. Αλλά είχαμε κάνει τόσο κέφι στο δρόμο, που έπρεπε να βάλωμε προσπάθεια για να πάρομε το σοβαρό και λυπητερό ήθος που ταίριαζε στην περίσταση. Εγώ είχα αρχίσει να σκέπτομαι το λόγο και να φοβούμαι ότι δεν θα τα κατάφερνα. Έστιβα το μυαλό μου, αναζητούσα στη μνήμη μου φράσεις έτοιμες από τους επικηδείους που είχα ακούσει, αλλά δεν εύρισκα παρά μικρά πράγματα, που δεν αρκούσαν για να γίνει ένας λόγος δέκα λεπτών. Αλλά εκείνο που φοβόμουνα περισσότερο ήτο άλλο. Αισθανόμουν ότι η εύθυμη διάθεσις που είχα πιέσει μέσα μου δεν είχε πνιγεί ολότελα. Και όσο ήθελα να φαίνομαι λυπημένος, τόσο μου φαινόνταν όλα αστεία, ακόμη και τα θρηνολογήματα της χήρας και των άλλων συγγενών του νεκρού. Δεν έφευγεν από το νου μου ο επιστάτης που ακονούσε το ξίφος του εις των Τούρκων τα καύκαλα και ο τίτλος του καπετάνιου που εδόθη εις τον Καμαριανόν. Και ως να μ’ εγαργαλούσαν, έπρεπε να σφίγγωμαι και να προσέχω όλη την ώρα για να μη μου φύγη κανένα γέλιο.
«Δε θα βγάλω εγώ λόγο», είπα σιγά στους φίλους που πήγαιναν μαζί μου. «Δεν μπορώ. Ας μιλήση κανείς άλλος ή ας μη μιλήση κανείς». «Τώρα που το ’παμε στην οικογένεια;
«Είπατε στην οικογένεια πως θα βγάλω λόγο εγώ;» είπα με απελπισίαν.
«Αφού είχε αποφασισθή;… Ας το ’λεγες καθαρά πως δε θες αλλά τ’ αφήκες έτσι κι έτσι». «Ας είναι, μ’ επήρατε στο λαιμό σας. «Μα γιατί; Είσαι ανόητος. Μήπως πρόκειται να βγάλης λόγο στα Χανιά; Σ’ ένα χωριό θα μιλήσεις και θα σ’ ακούσουν χωριάτες αγράμματοι. Δε λες ό,τι θες; Ποιος θα καταλάβη; Λόγια μόνο ν’ αραδιάσης και σα βαρεθής λες ένα "αιωνία του η μνήμη" και τελειώνεις. «Καλά λοιπόν. Αλλ’ αφήστε με να συγκεντρώσω τις ιδέες μου».

Η εκκλησία όπου εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία, ήταν έξω από το χωριό. Δεν παρατήρησα, αλλ’ ίσως θα ήταν η εκκλησία του νεκροταφείου. Ήτο δε τόσο μικρή, ώστε εσφιχτήκαμε σαν σαρδέλες γύρω στον πεθαμένο. Με δυσκολία έκαμαν θέση στο ρήτορα να πλησιάση. Οι χωρικοί είχαν μάθει ότι θα βγάλω λόγο και με παρατηρούσαν με περιέργεια και θαυμασμό. Πρώτη φορά θ’ ακουγότανε λόγος στο χωριό των. Ο δάσκαλος του χωριού, χωρικός και αυτός με βράκες, έψαλλε και μ’ εκοίταζε με φθόνο. Και η μεγάλη σημασία που εφαίνοντο ότι έδιδαν οι χωρικοί εις το πρωτάκουστον γεγονός που επεριμένετο μ’ έκαμε να αισθάνομαι βαρυτέραν την ευθύνην που ανέλαβα. Ο νεκρός ήτο μπροστά μου και τον παρετήρουν. Ήτο σαν ζωντανός. Όπως του ’ρθε ξαφνικός ο θάνατος δεν τον είχε σχεδόν αλλάξει. Αλλ’ ενώ τον έβλεπα, άρχισε πάλι ο Σατανάς να με γαργαλά. Και μου εψιθύρισε: «Γιά φαντάσου» έτσι που ’χει τα χέρια σταυρωμένα αν έξαφνα αρχίσει να κτυπά γροθιές στο στήθος του και να φωνάζει: "Στήθος μάρμαρο!" Γιά φαντάσου!» Κύμα από γέλιο εσηκώθη μέσα μου και με δυσκολία το κράτησα.

Έστρεψα αλλού το βλέμμα μου κι εσυνάντησα τα πρόσωπα δύο φίλων μου και δεν ξέρω γιατί και αυτά έδωκαν άλλο ανατίναγμα εις το γέλιο που με δυσκολία τόση εσυγκρατούσα. Μου φάνηκε ότι τα μάτια των γελούσαν, ότι έκαναν την ίδια σκέψη για τον πεθαμένο και ότι, όπως εγώ, κρατούσαν με τα δόντια τη σοβαρότητά των. Εδάγκωσα τα χείλη μου. Ήθελα να τα ματώσω, να πονέσω για ν’ απομακρύνω την προσοχή μου από τον πειρασμό που γελούσε στη φαντασία μου. Επάνω σ’ αυτά ήκουσα να μου λέγουν ορίστε. Ήτο καιρός ν’ αρχίσω. Είχα κάτι φράσεις συναθροίσει στο μυαλό μου, αλλ’ όταν μου ’παν ν’ αρχίσω, σκορπίσθηκαν διά μιας κι έμεινε αδειανό το κεφάλι μου. Δεν έμεινε παρά μόνο σκοτάδι. Ακόμη και τα μάτια μου είχαν θολώσει και δεν καλόβλεπα. Έμεινα άφωνος κάμποσα λεπτά, που μου φάνηκαν αιώνες. Και, ως μου ’παν έπειτα οι άλλοι, μια στιγμή άπλωσα τα χέρια μου, σαν άνθρωπος που πνίγεται και θέλει από κάπου να πιαστή. Επί τέλους κάτι βρήκα. Άρπαξα μια φράση έτοιμη κι επήρα κατήφορο. «Θλιβερόν καθήκον μας συνεκέντρωσεν εις τον οίκον τούτον του Θεού…» «Αλλά είναι πολύ στενάχωρος και θα σκάσωμε», εμουρμούρισε δίπλα μου ένας από τους συντρόφους μου. Η διακοπή εκείνη όχι μόνον μου ’κοψε το νήμα, αλλά και έδωκε νέαν ευκαιρίαν εις τον πειρασμόν που ήθελε και καλά να με καταστρέψει. Εδάγκωσα και πάλιν τα χείλη μου. Έπειτα άρχισα να ξεροβήχω και ν’ αναζητώ συγχρόνως το νήμα που ’χασα. Και αφού πέρασα άλλην αγωνίαν, εξηκολούθησα: «Ο προκείμενος νεκρός υπήρξεν ανδρείος δια την πατρίδα του, φιλόστορφος δια την οικογένειάν του, ευγενής και αγαθός δια τους φίλους του. Τα όρη τα οποία υψούνται υπέρ τας κεφαλάς μας, τα Λευκά όρη λέγω, διηγούνται τας ηρωικάς αυτού πράξεις κατά τον τριετή Κρητικόν αγώνα και κατά την τελευταίαν επανάστασιν, ήτις ηνάγκασε τον Σουλτάνον να συνθηκολογήση με την μικράν αλλά μεγαλόψυχον Κρήτην. Ανήκεις εις γενεάν γιγάντων και ημιθέων. Το όνομά σου υπήρξε τόσον σεβαστόν και τιμημένον μεταξύ των ομοεθνών σου, όσον υπήρξε φοβερόν εις τους εχθρούς. Οι Τούρκοι σ’ έτρεμαν…» Εδώ άλλη διακοπή. «Τα παραφουσκώνεις», μου εψιθύρισεν η φωνή ενός από τους φίλους μου, ο οποίος εστέκετο δίπλα μου.

Παρά τρίχα να του φωνάξω «σκασμός!» ή κάτι τέτοιο. Επήγαινα τόσο ωραία. Είχα πάρει τον αέρα τού… ας πούμε του βήματος και οι ακροαταί μου, χωρίς να νοιώθουν μεγάλα πράγματα απ’ όσα έλεγα, εκρέμοντο από τα χείλη μου. Και ήμουν ικανός να τραβήξω μακριά στο δρόμο που ’χα πάρει, αλλά η κακόβουλη εκείνη διακοπή μου τα χάλασε πάλι. Πώς να ξαναγυρίσω εις το εγκώμιο των ηρωισμών του μακαρίτη; Έπρεπε να περάσω εις άλλα προτερήματά του. Αλλά με την ταραχή που μου ’φερεν η διακοπή η στροφή δεν ήτο εύκολη. Ξεροβήχοντος έλεγα κι εξανάλεγα: «Ο προκείμενος νεκρός…» Έπειτα μου ’ρθε μια ιδέα που να μη μου’ ρχότανε· να μιλήσω για το γιο του τον Αλέξανδρο. Και ήρχισα να πλέκω το εγκώμιο του φίλου μας. Έπειτα είπα: «Ποία οδύνη θα διαπεράσει, ως φάσγανον, την καρδίαν του προσφιλεστάτου υιού σου Αλεξάνδρου, όταν μακράν σου ευρισκόμενος, θα μάθη τον θάνατόν σου! Διατί να μη ευρίσκεται πλησίον σου να γλυκάνη τας τελευταίας σου στιγμάς; Ίσως δε και η επιστήμη του ομού με την θερμότητα της υιικής του αγάπης θα κατόρθωναν να σε αποσπάσουν από τους όνυχας του αδυσωπήτου θανάτου…» Τότε ένας χωρικός, συγγενής, φαίνεται, της οικογενείας, ο οποίος έστεκε πίσω μου, έριξε στο σβέρκο μου μια φράση: «Πε πράμμα και για τ’ άλλα παιδιά.

Πώς δεν τρελάθηκα, Θεέ μου, κείνη τη στιγμή! Αλλά κατάφερα να γυρίσω πίσω το γέλιο που μ’ ανέβηκε σα λόξυγγας στο λαιμό. Από την αγωνία και τη ζέστη έτρεχεν ο ιδρώτας ποτάμι από το μέτωπό μου. Εσώπασα πάλι κι εξεροκατάπινα. Να πω και για τ’ άλλα παιδιά; Αλλά τί να πω, δι’ όνομα Θεού! Μήπως τα ’ξερα καλά καλά; Στρέφομαι λιγάκι και λέγω χαμηλόφωνα στο χωρικό: «Πώς τα λένε;» «Ο Αντρουλιός…» «Ο Αντρουλιός», εξηκολούθησα, ο φημισμένος σκοπευτής, ο οποίος ανυπομονεί να συνεχίση τους ηρωικούς άθλους του γενναίου πατρός του… «Η Μαρία», μου ψιθύρισε ο υποβολεύς.
«Η Μαρία, το κόσμημα του οίκου σου, η σεμνή και ενάρετος Μαρία…» Εις το άκουσμα του ονόματός της η Μαρία έβαλε φωνή μεγάλη: «Μπαμπά μου και πώς θα μπαίνω στο έρμο το σπίτι να μη σε θωρώ μπλειό!» Αισθανόμουν ότι δεν άντεχα πια, ότι η δύναμη της αντιστάσεώς μου ήταν στο τέλος της. Τι μαρτύριο ήταν αυτό, να έχω μια τόσο ακράτητη ορμή να γελάσω, να ξεκαρδιστώ στα γέλια και να με πνίγη αγωνία! Και ο υποβολέας το σκοπό του: «Ο Νικόλας… η Γαρουφαλιά…» Το βλέμμα μου έπεσε πάλι για μια στιγμή στον πεθαμένο· και μου φάνηκε πως ήμουν πιο αξιοθρήνητος και απ’ αυτόν. «Και τί να είπω δια τον Νικόλαον…» Δεν είχα τίποτε να είπω δια τον Νικόλαον, αλλά ούτε και μ’ αφήκαν. Από το απέναντι μέρος, όπου εστέκοντο δύο φίλοι μου, ήλθε ένα φύσημα μύτης, ένα γέλιο που ξέφυγε από τη μύτη, γιατί το στόμα ήταν φραγμένο με μαντήλι. Το φύσημα εκείνο και το μαντήλι που είδα στο στόμα κάτω από ένα μέτωπο χαμηλωμένο, με αποτέλειωσε. Θύελλα από γέλια ξέσπασε από το στήθος μου. Και σαν άρχισα, ήταν αδύνατο πια να κρατηθώ. Ήθελα να πω: «Γαίαν έχοις ελαφράν»· αλλά μόνο η πρώτη συλλαβή έβγαινε από το στόμα μου κι ετελείωνε σε σπασμό γέλιου.

Στρέφομαι γύρω με απελπισία και ζητώ μια πρόφαση για να δικαιολογήσω την ασεβή παραφροσύνη μου. Άλλοι με κοιτάζουν με απορία και άλλοι με θυμό· και μόνον οι φίλοι μου δεν με κοιτάζουν γιατ’ είχαν κρυφτή. Το βλέμμα μου φτάνει στο φαρμακοποιό και στα μούτρα του βρίσκω την πρόφαση που ζητούσα. Ο Ζαμαλής βαφότανε κι από τη ζέστη η βαφή είχεν αναλιγώσει και με τον ιδρώτα σχημάτιζε κιτρινωπά ρυάκια στο πρόσωπό του.
«Μωρέ, βάφεσαι;» του λέω για να δείξω τάχα ότι γι’ αυτή την ανακάλυψη γελούσα.
«Δε μου λες πως είσαι για δέσιμο; αποκρίνεται ο Ζαμαλής και σκουπίζεται με μεγάλο χρωματιστό μαντήλι. Δια να σκεπάση το σκάνδαλο ο παπάς άρχισε να ψάλλει. Την ίδια στιγμή δύο χέρια μ’ έσπρωξαν προς τα έξω· ήταν ο χωρικός που μου’ λεγε τα ονόματα· και στην πόρτα της εκκλησιάς μού λέγει:

«Το καλό που σου θέλω, φύγε, φύγε γλήγορα!»




ΤΟ AUDIOBOOK EΔΩ




ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Η Ίρις από τον Κωνσταντίνο θ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

  Η Ίρις από τον Κωνσταντίνο θ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα           Η Ίρις ήταν μια δευτερεύουσα θεότητα του Ολύμπου κατατασσόμ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....