4.4.25

Ο Άγιος Λάζαρος, ο τετραήμερος: Δεν γέλασε ποτέ! του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου

 

Ο Άγιος Λάζαρος, ο τετραήμερος: Δεν γέλασε ποτέ!

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου 


   


ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΤΕΣ
: Ο Λάζαρος καταγόταν από τη Βηθανία και ήταν αδελφός της Μάρθας και της Μαρίας. Ήταν φίλος του Ιησού Χριστού (Ιωάν. ια΄5,36, Μτθ. κα΄17, Μάρκ. ια΄11) και αναστήθηκε από τους νεκρούς από τον Κύριο. Η έγερση του Λαζάρου εξιστορείται με λεπτομέρεια από τον Ιωάννη στο ιε΄ κεφάλαιο του Ευαγγελίου του. Πολλοί ορθολογιστές βλέπουν στη διήγηση της ανάστασης αυτής ένα “σύμβολο πνευματικής ανόρθωσης του αμαρτωλού” και τίποτε περισσότερο. Όμως σε τέτοιες σκέψεις αντιτάσσονται κάποιες λεπτομέρειες της περιγραφής του γεγονότος από τον Ευαγγελιστή, που δεν αφήνουν αμφιβολίες για την κυριολεξία των λόγων του. Έτσι η πόλη Βηθανία (15 στάδια από τα Ιεροσόλυμα), ο χρόνος (νεκρός τετραήμερος), ο φόβος δυσοσμίας, η περιγραφή του μνημείου, των ενταφίων σπαργάνων, η συναισθηματική αντίδραση του Κυρίου, η παρουσία Σαδδουκαίων (που δεν πίστευαν στην ανάσταση), καθώς και εχθρών του Κυρίου, που ήθελαν να φονεύσουν τον ίδιο τον Ιησού, αποδεικνύουν περίτρανα ότι ο Ιωάννης ομιλεί περί πραγματικού μεν, συνταρακτικού δε, γεγονότος.

 


Ο ΛΑΖΑΡΟΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
: Ο Λάζαρος, μετά την ανάστασή του, γύρω στο 30-33 μ.Χ. έφυγε από τη Βηθανία κι ήρθε στη Λάρνακα της Κύπρου. Εδώ τον συνάντησαν οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, όταν μετέβαιναν από τη Σαλαμίνα στην Πάφο, και τον χειροτόνησαν επίσκοπο της Εκκλησίας, που ίδρυσε ο ίδιος. Τα τριάντα χρόνια της ζωής του αγίου Λαζάρου μετά την έγερση του από τον Κύριο στη Βηθανία αναφέρει ό άγιος Έπιφάνιος Κύπρου λέγοντας: «Εν παραδόσεσιν εύρομεν ότι τριάκοντα ετών ην τότε ό Λάζαρος, ότε έγήγερται μετά δε το αναστήναι αυτόν άλλα τριάκοντα έζησε καί ούτω προς Κύριον έξεδήμησε κοιμηθείς». Για τριάντα χρόνια παραμονής του αγίου στον επισκοπικό θρόνο Κιτίου αναφέρει και ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης στις “Κατηχήσεις”. Ή παράδοση του λαού αναφέρει ότι ο άγιος Λάζαρος τα τριάντα χρόνια που έζησε μετά την ανάστασή του ήταν αγέλαστος, όχι γιατί δεν είχε χάρη Θεού, αφού ανάμεσα στα αγαθά πού αυτή παρέχει στους πιστούς με το Πανάγιο Πνεύμα είναι «χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, πραότης» (Γαλ. ε’ 22), αλλά γιατί τα μάτια του είδαν τη ατέλειωτη καταδίκη των αμαρτωλών στην τετραήμερη παραμονή του στον Άδη. Λέγεται μάλιστα ότι γέλασε μόνο μία φορά, όταν είδε κάποια γυναίκα να κλέβει ένα πήλινο αγγείο (τσούκα) καί το σχολίασε χαμογελώντας: «Πηλός κλέβει πηλόν», δηλαδή ό χωμάτινος άνθρωπος κλέβει κάτι το χωμάτινο, το ευτελές, αγνοώντας ότι «η ημερα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτι έρχεται» (Α’ Θεσ. Ε’ 2). Με στοργή κι αγάπη διηύθυνε ο άγιος την Εκκλησία του Κιτίου μέχρι τέλους της ζωής του. Η παράδοση των Δυτικών ότι ο Λάζαρος έδρασε ως ιεραπόστολος στην Προβηγκία και χρημάτισε επίσκοπος Μασσαλίας ανάγεται στον 12ο αιώνα.

 


ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΟΙΜΗΣΗ
: Μετά τη δεύτερη κοίμηση του, πού συνέβη οτίς 16 Οκτωβρίου σύμφωνα με κώδικα των Καυσοκαλυβίων, ο άγιος Λάζαρος ετάφη σε μαρμάρινη λάρνακα, ή οποία έφερε την επιγραφή: «Λάζαρος ό τετραήμερος καί φίλος του Χριστού». Στον ίδιο κώδικα, αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι είναι άτοπο να μην εορτάζεται ιδιαίτερα ένα τόσος μεγάλος άγιος, αφού η ανάσταση του από τον Κύριο (όπως και η ψηλάφηση του Χρίστου από τον απόστολο Θωμά) δεν είναι εορτές των άγιων, αλλά είναι δεσποτικές εορτές. Η 16η Οκτωβρίου συνδέθηκε με την ημερομηνία ανακομιδής του τιμίου του λειψάνου, που έγινε στα χρόνια της βασιλείας του Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού, (890 μ.Χ). Αυτή εορτάζεται στις 17 Όκτωβρίου. Η ανάσταση δε του Λαζάρου εορτάζεται το γνωστό «Σάββατο του Λαζάρου».

Απολυτίκιο: Ήχος α': “Την κοινήν Ανάστασιν προ του σου Πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός. όθεν και ημείς ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, Σοι τω νικητή του Θανάτου βοώμεν. Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.”



Ιτωνία: η θεσσαλική Αθηνά από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

 

Ιτωνία: η θεσσαλική Αθηνά

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου


 

Νόμισμα του Κοινού των Θεσσαλών με την Ιτωνία

 
Ιτωνία ήταν ένα από τα προσωνύμια της Αθηνάς, το οποίο προερχόταν από την πόλη Ιτώνα της Αχαϊας Φθιώτιδος. Το χρησιμοποιούσαν είτε με τον τύπο «Ιτωνίς», είτε ως «Ιτωναία» και με το όνομα αυτό λατρευόταν ευρύτατα στη Θεσσαλία1, αλλά και στη Βοιωτία, την Αθήνα, αλλά και τη μακρινή Αμοργό2.

ΛΑΤΡΕΙΑ: Ναοί με το όνομα της Ιτωνίας βρισκόταν στις πόλεις Ίτων και Άρνη στη Θεσσαλία, αλλά και στην βοιωτική Κορώνεια. Ο Στράβων αναφέρει ότι ένας θεσσαλικός ναός της θεότητας βρισκόταν πάνω στον Κουράλιο ποταμό3, ενώ στον βοιωτικό ναό της Ιτωνίας βρισκόταν άγαλμά της θεάς το οποίο είχε κατασκευάσει ο γλύπτης Αγοράκριτος, μαθητής του μεγάλου Φειδία4. Προς τιμήν της Ιτωνίας Αθηνάς γινόταν στη Θεσσαλία γιορτές, τα Ιτώνια. Είναι ακόμη γνωστός ο Ιτώνιος μήνας στο Θεσσαλικό ημερολόγιο, περίπου τον Αύγουστο (Λοκρίδα, κ.α.) καθώς και στο Ταυρομένιο [Taormina] της Μεγάλης Ελλάδος [Κ. Ιταλία], γνωστή ναξιακή αποικίας5.

Η ΘΕΑ ΙΤΩΝΙΑ: Η Ιτωνία θεωρείτο αρχικά χθόνια θεότητα, θεότητα δηλαδή του Κάτω Κόσμου, ενώ αργότερα είχε χαρακτήρα πολεμικής θεότητας. Η Ιτωνία Αθηνά, που προέκυψε μετά την καθιέρωση του δωδεκαθέου, όταν οι διάφορες τοπικές θεότητες μετατράπηκαν σε μορφές-εκφάνσεις των ολυμπίων θεών, απεικονίζεται σε νομίσματα από την εποχή του Πύρρου και των διαδόχων του αλλά και σε νομίσματα της Θεσσαλικης Συμπολιτείας [Κοινόν των Θεσσαλών], γύρω στο 150 π.Χ., πάνοπλη και σε κάποια από αυτά, έτοιμη να πετάξει το δόρυ της. Αξίζει να αναφέρουμε ότι τον 1ο αιώνα π.Χ. η Ιτωνία αναφέρεται και από τον Ρωμαίο ποιητή Κάτουλο6. Σύμφωνα με άλλες αρχαίες πηγές η Ιτωνία πήρε το όνομά της από τον πατέρα της, Ίτωνο7. Στο Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν [σελ. 239 σε μετάφραση], διαβάζουμε: “Ιτωνίς και Ιτωνία Αθηνά ονομάζεται από τους Θεσσαλούς, από την πόλη του Ίτωνος. Λέγει δε ο γενεαλόγος Σιμωνίδης, ότι από τον Ίτωνα, έγιναν δυο θυγατέρες, η Αθηνά και η Ιοδάμα, οι οποίες ανταγωνίστηκαν, και σε έριδα με όπλα προχώρησαν, σκοτώθηκε δε η Ιοδάμα από την Αθηνά8”. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, βασιζόμενος στο αρχαιότερο έργο, Θηβαϊκά, ισχυρίζεται και αυτός ότι ο Ίτωνος είχε δυο κόρες, την Αθηνά και την Ιοδάμα, οι οποίες ενεπλάκησαν σε μάχη και η Αθηνά (Ιτωνία, κόρη του Ίτωνα δηλαδή) σκότωσε την αδελφή της Ιοδάμα. Αντίθετα ο Παυσανίας9 γράφει ότι η Ιοδάμα ήταν ιέρεια της Ιτωνίας Αθηνάς στην αρχαία Κορώνεια Βοιωτίας η οποία όταν είδε την κεφαλή της Μέδουσας στην ασπίδα της Αθηνάς απολιθώθηκε.

   


H ΛΑΤΡΕIΑ
ΤΗΣ ΙΤΩΝΙΑΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ: Στη Φίλια, ένα χωριό της Καρδίτσας οι αρχαιολόγοι, αποκάλυψαν ερείπια λατευτικών χώρων προς τιμήν της Ιτωνίας. Θεωρήθηκε, βάσει και των αναθημάτων, πολεμική θεότητα, καθώς τροφοδοτούσε, μέσω του πολέμου, με νεκρούς τον Άδη και ταυτίστηκε με την Αθηνά. Η ονομασία Ιτωνία σημαίνει την ορμητική, επιθετική και νικηφόρα [Αθηνά]. Στη Φίλια βρισκόταν η αρχαία Άρνη. Οι κάτοικοί της, οι Βοιωτοί, λάτρευαν την Ιτωνία, η οποία ήταν μια καθαρά θεσσαλική θεά. Αναγκάστηκαν να μεταφέρουν τη λατρεία της στη Βοιωτία, όπου και δημιούργησαν το ιερό της, καθώς οι Θεσσαλοί εισέβαλαν στην περιοχή και έγιναν κυρίαρχοι διώχνωντας ή υποδουλώνοντας τους ντόπιους Βοιωτούς. Διατήρησαν την ήδη καθιερωμένη λατρεία της Ιτωνίας Αθηνάς και την επισημοποίησαν με την ίδρυση του Πανθεσσαλικού Ιερού της στη Φίλια, στις όχθες του ποταμού Κουράλιου. Η λατρεία της Ιτωνίας Αθηνάς και η ίδρυση του ιερού της στη δυτική Θεσσαλία τοποθετούνται στα μυκηναϊκά χρόνια (1400-1100 π. Χ.). Η λατρεία μιας θεότητας από τους Αρχαίους Έλληνες, κατά τους προϊστορικούς χρόνους, γινόταν στα ιερά άλση, στην ύπαιθρο με ένα βωμό ή μια μεγάλη πέτρα πάνω στην οποία γινόταν οι θυσίες. Η ύπαρξη βωμού είναι η σημαντικότερη απόδειξη της λειτουργίας ενός ιερού. Το ιερό της στη Φίλια κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους (1100-700 π.Χ.) και την Αρχαϊκή εποχή (700-480 π.Χ.) συνεχίζει να χρησιμοποιείται και μάλιστα με μεγάλη συμμετοχή των πιστών της. Στο δάσος δίπλα στον ποταμό Κουράλιο τα δέντρα ήταν πολλά και η βλάστηση τους αρκετά πυκνή. Οι πιστοί κατέφθαναν στο ιερό άλσος και της αφιέρωναν χάλκινα ή πήλινα ειδώλια με τη δικιά της μορφή, ανθρώπων και ζώων και μικρά χάλκινα ομοιώματα αγγείων. Οι γυναίκες προσφέρουν τα κοσμήματα τους, όπως περόνες, πόρπες, βραχιόλια, δαχτυλίδια αλλά και περιδέραια, ενώ οι άντρες τα σιδερένια ή χάλκινα ξίφη, πελέκεις, αιχμές από βέλη και δόρατα, συνήθως μετά από νίκη τους σε κάποια μάχη. Όλα αυτά τα αφιερώματα τα κρεμούσαν στα κλαδιά ή τα έδεναν στους κορμούς των δέντρων. Το ιερό άλσος που λατρευόταν η Ιτωνία Αθηνά φαίνεται πως καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά τον 6ο αι. π. Χ. και όλα τα αναθήματα έπεσαν από τα δέντρα και θάφτηκαν σε ένα στρώμα στάχτης. Η λατρεία, όμως, μιας [άλλης;] θεότητας εξακολουθεί να είναι υπαίθρια με επίκεντρο ένα βωμό για θυσίες, κτιστό από τον 8ο αι. π. Χ.. Ο χώρος πλέον προστατεύτηκε και διακρίνεται με τη δημιουργία ενός περιβόλου γύρω του. Τον 8ο αι. π. Χ. οι Έλληνες, σύμφωνα με την προϊσταμένη της ΛΔ΄ Εφορείας10, κατάφεραν να δώσουν μορφή στους θεούς τους με το λατρευτικό άγαλμα, μικρότερο του φυσικού μεγέθους και να ιδρύσουν έναν «οίκο» για αυτό. Η κατασκευή λίθινων μικρών ναών για τη φύλαξη και μόνο του αγάλματος είναι γεγονός. Στα στοιχεία που συνθέτουν ένα ιερό προστίθεται και ο ναός στις αρχές 7ου αι. π. Χ.

ΠΑΡΑΘΕΜΑ: Παυσανίας, Βοιωτικά, 9.34. 1-2: “πρὶν δὲ ἐς Κορώνειαν ἐξ Ἀλαλκομενῶν ἀφικέσθαι, τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἐστι τὸ ἱερόν. καλεῖται δὲ ἀπὸ Ἰτωνίου τοῦ Ἀμφικτύονος, καὶ ἐς τὸν κοινὸν συνίασιν ἐνταῦθα οἱ Βοιωτοὶ σύλλογον. ἐν δὲ τῷ ναῷ χαλκοῦ πεποιημένα Ἀθηνᾶς Ἰτωνίας καὶ Διός ἐστιν ἀγάλματα: τέχνη δὲ Ἀγορακρίτου, μαθητοῦ τε καὶ ἐρωμένου Φειδίου. ἀνέθεσαν δὲ καὶ Χαρίτων ἀγάλματα ἐπ' ἐμοῦ. λέγεται δὲ καὶ τοιόνδε, Ἰοδάμαν ἱερωμένην τῇ θεῷ νύκτωρ ἐς τὸ τέμενος ἐσελθεῖν καὶ αὐτῇ τὴν Ἀθηνᾶν φανῆναι, τῷ χιτῶνι δὲ τῆς θεοῦ τὴν Μεδούσης ἐπεῖναι τῆς Γοργόνος κεφαλήν: Ἰοδάμαν δέ, ὡς εἶδε, γενέσθαι λίθον. καὶ διὰ τοῦτο ἐπιτιθεῖσα γυνὴ πῦρ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν ἐπὶ τῆς Ἰοδάμας τὸν βωμὸν ἐς τρὶς ἐπιλέγει τῇ Βοιωτῶν φωνῇ Ἰοδάμαν ζῆν καὶ αἰτεῖν πῦρ”.

Μετάφραση: “Πριν δε στην Κορώνεια, από τους Αλαλκομενούς να φτάσεις, της Ιτωνίας Αθηνάς είναι το ιερόν: Αποκαλείται έτσι από τον Ιτώνιο, (γιό) του Αμφικτύωνα και εκεί συναθροίζοταν οι Βοιωτοί. Μέσα στο ναό, από χαλκό ήταν δυο αγάλματα, της Αθηνάς της Ιτωνίας και του Διός, τεχνίτης τους ο Αγοράκριτος, μαθητής και ερωμένος του Φειδία. Ανέθεσαν δε και αγάλματα των Χαρίτων επ' εμού. Λέγεται δε και το εξής, η Ιοδάμα, ιέρεια της θεάς, μπήκε τη νύχτα στο ναό και είδε την Αθηνά, με το χιτώνα της Μέδουσας ο οποίος είχε της Γοργόνας το κεφάλι: Η Ιοδάμα δε, όταν το είδε, έγινε πέτρα. Και για αυτό κάθε ημέρα τίθεται γυναίκα (υπεύθυνη) στη φωτιά, κάθε μέρα, στο βωμό της Ιοδάμας και τρεις φορές φωνάζει των Βοιωτών το λεγόμενο: «η Ιοδάμα ζει και ζητά τη φωτιά”

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Athena Itonia at Philia, Ινστιτούτο Έρευνας και Τεχνολογίας Θεσσαλίας (ΙΕΤΕΘ). Η Λατρεία της Ιτωνίας Αθηνάς στην Ηπειρωτική και Νησιωτική Ελλάδα, Μέσα από τα Ιερά της, τα Γραπτά Κείμενα και τους Μύθους, Μαρία Ι. Βαϊοπούλου, Athanasia, International Archaeological Conference, Rhodes, 2009. Η αρχαία θεότητα Ιτωνία και η λατρεία της στο θεσσαλικό χώρο: http://www.newsbeast.gr/greece/arthro/631353

1. Regional Cults of Thessaly, Charles Denver Graninger, Cornell University, Ithaca, N.Y., 2006, σελ. 62.

2. Early Greek Mythography, V. 2, Commentary: Robert L. Fowler, Oxford University Press, 2013, σελ. 64-68.

3. Στράβων, Γεωγραφικά, βιβλίο 17, μτφρ. Αδ. Κοραή [1815]: “Εστί δέ και Φαρκαδών έν τη Ιστιαιώτιδι, και ρεί δί' αυτών ο Πηνειός και ο Κουράλιος ών ό Κουράλιος ρυείς παρά τό της Ιτωνίας Αθηνάς ιερόν εις τόν Πηνειόν εξίησιν”

4. Greek Bronze Statuary: From the Beginning through the 5th century B.C., Carol C. Mattusch, Cornell University Press, 1988, σελ. 190.

6. Gaius Valerius Catullus, Printed for J. Johnson, 1795: Catulli Carmina, 61, στίχος 228, σελ. 34: “quod tibi si sancti concesserit incola Itoni”.

7. Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αργοναυτικά, 1.551α: “του Αμφικτύονα ο γιος Ίτωνος, στη Θεσσαλία γεννήθηκε, από τον οποίο (προέρχεται) η πόλη Ίτων και η Ιτωνία Αθηνά.”

8. Εδώ προφανώς θυμίζει τον ανάλογο μύθο για την οπλομαχία μεταξύ Αθηνάς και της αδελφικής της φίλης Παλλάδος, που κατάληξε στο θάνατο της δεύτερης.

9. Παυσανίας, Βοιωτικά, 9.34. 1-2.

10. http://www.newsbeast.gr/greece/arthro/631353 [προϊσταμένη της ΛΔ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Μαρία Βαϊοπούλου] .

Το αμάρτημα της μητρός μου του Γεωργίου Βιζυηνού ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

 Το αμάρτημα της μητρός μου του Γεωργίου Βιζυηνού ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου




Το αμάρτημα της μητρός μου είναι διήγημα του συγγραφέα Γεωργίου Βιζυηνού. Είναι το πρώτο διήγημα του συγγραφέα και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1883 στο περιοδικό Εστία (έτος Η΄, τόμος ΙΕ΄).

Η ιστορία είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, αφού βασίζεται σε αναμνήσεις του συγγραφέα. Πρόκειται για αυτοβιογραφικό οικογενειακό δράμα και τα κύρια πρόσωπα είναι δύο, ο αφηγητής και η μητέρα του. Ο χώρος που εκτυλίσσεται είναι η Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, ενώ τα γεγονότα συνέβησαν κατά την παιδική ηλικία του συγγραφέα. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι η αρχαΐζουσα στην αφήγηση και η δημοτική στους διαλόγους, διανθισμένη με ιδιωματικές λέξεις της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Χαρακτηρίστηκε ως ένα καινοτόμο για την εποχή του διήγημα, από τα σημαντικότερα της ελληνικής πεζογραφίας. Επηρεασμένο από τα λογοτεχνικά ρεύματα της Δυτικής Ευρώπης, είναι το πρώτο νεοελληνικό διήγημα που αναφέρεται στο ψυχικό μαρτύριο και τη βαριά συνείδηση, διεισδύοντας σε βάθος στην ανθρώπινη ψυχή. Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία με ζεστά συναισθήματα, ανθρωπιά και αμεσότητα. Τα τελευταία χρόνια το διήγημα έχει μεταφερθεί και στη σκηνή ως θεατρική παράσταση.

Λίγα λόγια για τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα που πέθανε στο Δρομοκαϊτειο στις 15.4.1896 σε ηλικία 47 ετών:
Γεννήθηκε στη Βιζύη της Α. Θράκης  στις 8 Μαρτίου 1849, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Ο πατέρας του, Μιχαήλος Σύρμας, δούλευε στα καμίνια του ασβέστη. Αργότερα έγινε πραματευτής και πέθανε από τύφο το 1854 αφήνοντας τον γιο του ορφανό σε ηλικία 5 ετών. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τον Μιχαήλο, που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γεώργιο, τον Χρηστάκη, τον αδικοσκοτωμένο ταχυδρόμο, για τον οποίο μιλά στο διήγημά του Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, και δύο κορίτσια, την Άννα, που πέθανε με τις συνθήκες που περιγράφει στο Αμάρτημα της μητρός μου και την Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της, αλλά πέθανε κι αυτή μικρή.

   Σε ηλικία 10 ετών οι παππούδες του τον στέλνουν στην Πόλη  κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική. Μετά όμως από 2-3 χρόνια πεθαίνει ο θείος του κι εγκαταλείπει τη ραπτική, επιστρέφοντας στο σχολείο προστατευόμενος από τον Κύπριο έμπορο, Γιάγκο Γεωργιάδη. Παραμένει στην Πόλη μέχρι την ηλικία των 18 και τον Ιούλιο του 1868 ταξιδεύει ως προστατευόμενος του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Β΄ και ζει για τέσσερα χρόνια στη Λευκωσία. Εκεί φοιτά στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας, αριστεύει στα μαθήματα, ορίζεται “ευταξίας” (σχολικός επιμελητής), διαμένει στην Αρχιεπισκοπή, φορά ράσα και γίνεται ιεροψάλτης. Μάλιστα ο Σοφρώνιος τον προόριζε για ιερέα. Ερωτεύεται όμως παράφορα τη νεαρή Ελένη Φυσεντζίδη και της γράφει ερωτικά ποιήματα, “παράπτωμα” για το οποίο τιμωρείται με επιτίμιο. Η Φυσεντζίδη τον είχε ερωτευτεί τόσο που δεν παντρεύτηκε ώς τα 40 της, περιμένοντάς τον και πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του· το 1930, με άσπρα μαλλιά πλέον, διηγήθηκε από μνήμης σε δημοσιογράφο τα ποιήματα που της είχε γράψει....

 ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK EΔΩ: 


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΟΡΤΑΊΤΙΣΣΑ [Τετάρτη της Διακαινισίμου - 23.4.2025] 🙏✝⛪🔔ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΥΜΝΟΙ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ + ανάγνωση AUDIOBOOK

  ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΟΡΤΑΊΤΙΣΣΑ [Τετάρτη της Διακαινισίμου - 23.4.2025] 🙏✝⛪🔔 ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΥΜΝΟΙ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ + ανάγνωση AUDIOBOOK     Διαβάζει ο Κων/νος ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....