Ετικέτες - θέματα

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20.11.25

Μια αληθινή ιστορία: Το τέλος ενός παιδιού με καρκίνο! Ο μικρός άγιος από το Φίερι. [κείμενο και AUDIOBOOK] από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 


Μια αληθινή ιστορία: Το τέλος ενός παιδιού με καρκίνο! Ο μικρός άγιος από το Φίερι.

[κείμενο και AUDIOBOOK]

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


[Στον κάθε αη-Δημητράκη, που γεύεται άωρα αλλά αιώνια τον Παράδεισο!]


Πριν από δυο-τρεις χειμώνες, το πρωινό της Πρωτοχρονιάς, στο ογκολογικό του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, στο Ρίο, επικρατεί αναστάτωση. Ο μικρός Δημητράκης ζητάει επειγόντως τον ιερέα του Νοσοκομείου. Θέλει οπωσδήποτε να κοινωνήσει.

Είχε δεν είχε μια ντουζίνα χρόνους στην ασθενική του πλάτη, αλλά τον τελευταίο απ΄αυτούς δύσκολα θα τον υπέφερε κάποιος άλλος. Κι αυτό γιατί, δεκαπέντε μήνες πριν, τού είχε διαγνωστεί η φοβερή αρρώστια. Κι από τότε συνέχεια εκεί στην κλινική, με μικρές διακοπές για το σπίτι στο Αίγιο, όπου οι γονείς του εργάζονταν. Ένας μικρός αλλά συνεχής πονοκέφαλος τον είχε οδηγήσει εκεί. Οι γιατροί διέγνωσαν “καλοήθη νεοπλασία”, όπως ακριβώς το ανακοίνωσαν στον εμβρόντητο πατέρα του, δηλαδή καρκίνο του εγκεφάλου. Έναν καρκίνο που η “καλοήθειά του” ερμηνεύονταν ως μερικοί μήνες ζωής ακόμη ....

Ρώτησα κι έμαθα από την κυρία Νίκη, μια νοσηλεύτρια “παντογνώστη”, πως η καταγωγή των γονιών του ήταν από το Φίερι της Αλβανίας, μα ο ίδιος γεννήθηκε στην Ελλάδα. Οι γονείς του, μα και η πλειοψηφία των μεγαλωμένων στην Αλβανία, όπου μέχρι πριν είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια το να θρησκεύει κανείς θεωρείτο “μαχαιριά” στο μαλακό υπογάστριο των “λαϊκών προλεταριακών ιδεωδών”, ήταν αβάπτιστοι. Έμεναν αρκετά χρόνια στην περιοχή. Ο Δημητράκης, λίγο μετά την είσοδό του στο Νοσοκομείο, θέλησε να βαπτιστεί. Άκουγε για τον Χριστό και ήθελε να γίνει “παιδί” Του, όπως ο ίδιος συχνά έλεγε. Βαπτίστηκε, εντέλει “εις το όνομα του Πατρός και του Υϊού και του Αγίου Πνεύματος”, μετά από κατήχηση από ένα ανδρόγυνο ηλικιωμένων δασκάλων που δεν είχαν δικά τους παιδιά.

Όλοι τον αγαπούσαν πολύ στην κλινική. Και τώρα τις άγιες τούτες μέρες, το δωμάτιό του ήταν γεμάτο από χριστουγεννιάτικα δώρα και γιορτινό διάκοσμο. Ο καρκίνος, όμως, αμείλικτος, είχε προχωρήσει αρκετά και ήδη του είχε στερήσει την όραση! Δεν έβλεπε τίποτε και κανέναν, τουλάχιστον με τα μάτια του σώματός του. Άκουγε όμως με μεγάλη και θαυμαστή υπομονή. Δεν παραπονιόταν. Έλεγε ότι ο Θεός τον αγαπά πολύ. Προσευχόταν και παρακαλούσε και τους γονείς του να κάνουν το ίδιο.

Όσοι τον επισκέπτονταν, συμμαθητές του, δάσκαλοι, γείτονες, αλλά και συγγενείς άλλων νοσηλευομένων, καταλάβαιναν ότι υπήρχε κάτι διαφορετικό σ΄ αυτό το παιδί. Μιλούσε συνέχεια για τον Θεό, ενώ ο λόγος του ήταν πάντα ευγενικός και η όλη του συμπεριφορά, ανεξήγητα, για μας τους “περιλειπομένους, λέγοντες πιστούς είναι”, χαρούμενη! Το πρόσωπο του έλαμπε. Ήθελε να κοινωνά συχνά τα Τίμια Δώρα. Κάποιες φορές, κι αυτό το βεβαίωναν πολλοί νοσηλευτές, φώναζε τη μητέρα του, όταν αυτή βρισκόταν σε κάποιο άλλο χώρο της κλινικής, λέγοντάς της: “Μητέρα, ελα γρήγορα. Φτάνει ο παππούλης με τον Χριστό. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Έλα να με ετοιμάσεις”. Και έτσι γινόταν. Ο ιερέας ερχόταν και έβρισκε τον Δημητράκη καθισμένο στο κρεββάτι του, με ανοιχτό το στόμα, κάνοντας με ευλάβεια τον σταυρό του. Ενώ δε γνώριζε την ακριβή ώρα που θα 'ρχόταν ο ιερέας με τον “Άρτο και τον Οίνο” της Ζωής, με διορατικό χάρισμα, με τα μάτια της ψυχής, που αυτά δε βλάφτηκαν από καμιά ασθένεια, το αντίθετο μάλιστα, τον “έβλεπε” να έρχεται. Τον έβλεπε μ' αυτά τα μάτια της αγιασμένης του παιδικής ψυχής, παρ' όλο που παρεμβάλλονταν δυο κλειστές πόρτες που χώριζαν το θάλαμό του από τον διάδρομο πού ερχόταν ο ιερέας. Μια σύγχρονη Σαμαρείτισσα, που εθελοντικά φρόντιζε το παιδί, όταν η μητέρα του κατ΄ ανάγκην έφευγε προσωρινά από κοντά του, η κυρία Μαρία Γ., το βεβαιώνει. “Κυρία Μαρία, θέλω κάτι να σας πω”, της είπε μία μέρα. “Όταν έρχεται ο παππούλης με τον Χριστό, τον βλέπω στις σκάλες πού ανεβαίνει και δίπλα του υπάρχουν δυο ψηλοί, όμορφοι άνθρωποι με ολόασπρη στολή πού γέρνουν προς τα Τίμια Δώρα και με ανοιχτά τα χέρια τους το προστατεύουν”.

Είχε αποκτήσει, όμως, κι άλλο χάρισμα ο Δημητράκης. Ο Θεός του έδωσε, φαινεται, άφθονη γεύση Παραδείσου, αμείβοντας την υπομονή του στα σωματικά του βάσανα. Έτσι, όταν κάποτε ένας από τους γιατρούς που τον φρόντιζε τον ρώτησε: “Τί κάνεις, Δημητράκη, πώς πάμε;”, εκείνος χαμογελαστός του απάντησε: “Κύριε γιατρέ, μπορώ να σας πώ από κοντά;” Και πλησίασε το προσωπάκι του στο γιατρό που είχε καθίσει κοντά του. “Εγώ είμαι καλά. Εσείς μην στενοχωριέστε πού έφυγε η γυναίκα σας. Ο Θεός θα είναι μαζί σας γιατί είστε καλός άνθρωπος”. Ο γιατρός έμεινε λίγο ακίνητος. Κανείς δεν ήξερε το θλιβερό γεγονός πού είχε συμβεί την προηγούμενη ήμερα στο σπίτι του, ότι δηλαδή η γυναίκα του τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλον!

Την τελευταία φορά πού κοινωνάει, μια Πρωτοχρονιά, λίγο πριν το Μεγάλο του Ταξίδι, δεν μπορεί πλέον να μείνει καθιστός στο κρεβάτι, αλλά υποδέχεται με χαρά και λαχτάρα τον Χριστό ξαπλωμένος. “Ευχαριστώ πολύ”, ψελλίζει και μετά κοιμάται... Ο ιερέας, όταν την άλλη μέρα πήγε στο νεκροτομείο να διαβάσει στον Δημητράκη το τρισάγιο, έλεγε στους παρισταμένους: “Τέτοιο λείψανο πρώτη φορά στην ζωή μου βλέπω”. Και πράγματι, το πρόσωπο του, ήταν χαμογελαστό, αφού είδε τον αγαπημένο του Κύριο, το πρόσωπό του ήταν λαμπρό, αφού πήρε το φως Του. Κι ο παριστάμενος βοηθός στο νεκροτομείο ακόμη λέει σ΄ όλους πως είχε το χρώμα του κεχριμπαριού!

Konsatntinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK EΔΩ: 


28.10.25

Ο εγγονός της Μαρίας + ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας, συγγραφέα

 

-Διήγημα-

Ο εγγονός της Μαρίας + ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

[Στα τριακόσιες χιλιάδες αγέννητα παιδιά και στις θαρραλέες, “αντρειωμένες” μάνες]


  “Ακίνητοι! Αστυνομία! ... Μην αγγίξει κανείς τα χρήματα!”, φώναξε αυστηρά ένας από τους δύο αστυνομικούς μπαίνοντας στο γραφείο του γιατρού Βανάλη.

Η ηλικιωμένη κυρία σηκώθηκε από την καρέκλα κάτωχρη και κρέμασε αμήχανη τα χέρια της στο πλάι του κυρτού κορμιού της. Ο γιατρός προσπάθησε να ψελλίσει κάτι σαν “μα... δεν ...”, αλλά δεν ακούστηκε ούτε αυτό, παρά μόνο κάτι σαν αναστεναγμός από το μισάνοιχτο στόμα του. Το ίδιο συνέβη και με τον σοβαρό σαραντάρη και τη σύζυγό του στα δεξιά του γιατρού.

“Συλλαμβάνεστε και οι τέσσερις για αγοραπωλησία βρέφους!”, ακούστηκαν αργά και σοβαρά τα λόγια του ίδιου αστυνομικού.

................................. ................................

Πώς ήταν να γίνει αυτό στο σπίτι της! Η 17χρονη κόρη της κυρα-Μαρίας, χήρας εδώ και μια δεκαετία, σκληρά εργαζόμενης σαν παραδουλεύτρα σε σπίτια διαφόρων ευκατάστατων στη γειτονιά, να μπλέξει έτσι! Αυτά συλλογιζόταν η Μαρία καθώς έβαζε τα πόδια της στη λεκάνη με το ζεστό νερό -έτσι έκανε κάθε βράδυ μετά από εκατοντάδες ανεβοκατεβάσματα σκαλιών και άλλων τόσων “κρεμασμάτων” και γονατισμάτων σε βεράντες, υαλοπίνακες, ντουλάπες, πατώματα, κ.τ.λ. που ΄κανε κάθε μέρα για χρόνια- ανακουφίζοντάς τα από τα χρόνια αρθριτικά που τη βασάνιζαν. Πώς κι αυτό στην τύχη της! Να μπλέξει η μικρή, η Όλγα της, με κείνο το “αλητάκι απ΄ το σχολειό” της! Εκείνη στα δεκαεπτά κι ο άλλος στα δεκαεννιά. Βλέπεις, ο ασυλλόγιστος, “που να μην έσωνε, στην ευκή του κι αυτός”, είχε παρατήσει δυο χρόνια την τάξη και ρεμπέλευε εδώ κι εκεί ψευτοδουλεύοντας. Κι ακόμη, το “παλιόπαιδο” δεν αναγνώριζε ότι το παιδί ήταν, λέει, “στα σίγουρα δικό του”! “Αχ! Τι παλιόπαιδο κι αυτό κι οι γονείς του που αδιαφόρησαν κι ετούτοι...”

Με τέτοιες σκέψεις, κάπως ανακουφισμένη απ΄ τα “πόνια της” έστρωσε να φάνε με την κόρη της. Σαν αποφάγαν, πήγε να τη μαλώσει και πάλι, μα εκείνη άρχισε να κλαίει και το μετάνιωσε. Στο τέλος έφτασε να την παρηγορεί σα μικρό κοριτσόπουλο και να την πάει κατόπιν στο κρεβάτι της λέγοντάς της μαλακά: “Θα δούμε, κάτι θα μας φωτίσει κι η Παναγιά!” Όταν της μικρής πήρε να απαλύνει ο πόνος της κι άρχισε να σκεπάζει τα υγρά της μάτια η γλυκιά λάρα του ύπνου, η Μαρία πήγε και στάθηκε κάτω απ΄ το εικονοστάσι της κρεβατοκάμαράς της, πλάι στη φωτογραφία του αγαπημένου της, πρόωρα “αναπαμένου”, άντρα της.

Την άλλη μέρα το πρωί, μοιράστηκε τις σκέψεις της με την Όλγα. Το παιδί που ΄κρυβε στα σπλάχνα της, ένα παιδί που το βεβαίωσε κι ο γιατρός στο Νοσοκομείο ότι σαλεύει μέσα της, δε θα το σκότωναν. Ναι, γι΄ αυτή, την πάντα πιστή στο Θεό κυρά-Μαρία, αλλά και για την ίδια την κόρη της, η έκτρωση ήταν ένας φόνος! Το παιδί θα το γεννούσε η μικρή! Το ίδιο απόγευμα μάλιστα η μάνα εξήγησε στην Όλγα ότι η ξαδέλφη της, η Λένα στην Αθήνα, θα φρόντιζε και για τη γέννα και για τα μετά τη γέννα. Εκείνη, λέει, είχε μιλήσει με γιατρό στην πρωτεύουσα ο οποίος της σύστησε ένα άτεκνο ζευγάρι. Μάλιστα, εκείνοι θα φρόντιζαν για τις διατυπώσεις, τα γραφειοκρατικά κι όλα τα έξοδα της κυρά-Μαρίας, γιατρούς δηλαδή και τα δέοντα. Το μόνο που ρώτησε την ξαδέρφη της η Μαρία ήταν αν το ζευγάρι ήταν πιστοί χριστιανοί. Μετά την καταφατική απάντηση, μάνα και κόρη συμφώνησαν κι η Όλγα κατηφόρισε προς το σπίτι της Λένας στην Αθήνα για τους επόμενους 8-9 μήνες. Βλέπεις η κυρά-Μαρία ήθελε να αποφύγει και το σκάνδαλο από την “καθωσπρέπει” κοινωνία, ένα σκάνδαλο που θα φούντωνε όσο θα μεγάλωνε και η “απόδειξη” της εγκυμοσύνης της μικρής “άγαμης”!

Εκείνο το παγωμένο πρωινό του Μάρτη, όπως τα 'φερε η “κατάρα” της τύχης, των νόμων, της συγκυρίας, της υποκρισίας, κι ό,τι άλλο έβαζε ο νους της δύστυχης, η κυρία Μαρία βγήκε, τυλιγμένη στο παλιό ξεφτισμένο παλτό της, από ένα φτηνό ξενοδοχείο της Ομόνοιας και κατευθύνθηκε στην Κλινική, όπου δυο μέρες νωρίτερα η κόρη της έφερε στη ζωή ένα πανέμορφο αγοράκι. Φορτωμένη ανάμικτα συναισθήματα, πήγε στο θάλαμο που νοσηλευόταν η κόρη της, αντάλλαξαν δυο τρεις κουβέντες, τη φίλησε στοργικά στο μέτωπο κι από 'κει κατευθύνθηκε στο γραφείο του γιατρού. Η ψυχή της ήταν σκοτεινιασμένη, όχι τόσο για την κατάληξη που από στιγμή σε στιγμή αναμενόταν, αλλά γιατί συλλογιζόταν πως αλλιώς περίμενε τις χαρές της Όλγας της. Όμως, μέσα στην καταχνιά της, ήταν και χαρούμενη γιατί η εξέλιξη ήταν η καλύτερη δυνατή: “το παιδί δε μακελλεύτηκε” -την έλεγε συχνά αυτή τη φράση- από “κάναν γιατρό”, πρόωρα, όπως της πρότειναν διάφοροι καλοθελητές, αλλά έζησε, κι ακόμη, ένα ζευγάρι που δε μπορούσε να κάνει παιδιά, θα αποκτούσε το δικό τους αγγελούδι και το βρέφος δε θα κατέληγε σε κάποιο απ΄ αυτά τα “ανάδοχα ιδρύματα”, όπως αποκαλούνται πια, στην εποχή της “νέας ονοματολογίας” που τώρα διανύουμε, τα ορφανοτροφεία.

    Μ΄ αυτές τις σκέψεις χτύπησε την πόρτα του γιατρού, μ΄ αυτές τις σκέψεις έδωσε το χέρι της στο ζευγάρι των Αθηναίων που την περίμενε, ώσπου .... εισέβαλε αυστηρά, στεγνά κι αποφασιστικά ο Νόμος!

   Το επόμενο πρωινό οι εφημερίδες βούιξαν: ΕΜΠΟΡΙΟ ΒΡΕΦΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, ΓΙΑΓΙΑ ΑΠΟ ΕΠΑΡΧΙΑ ΠΟΥΛΑΕΙ ΤΟ ΕΓΓΟΝΙ ΤΗΣ, και άλλοι τέτοιοι βαρύγδουποι και πηχαίοι τίτλοι πλημμύριζαν τις προθήκες των περιπτέρων απ΄ άκρη σ΄ άκρη της χώρας ...

Η μικρή Όλγα, σαν τα 'μαθε ολα αυτά κι αφού κατακάθισε ο κουρνιαχτός της επικαιρότητας, θυμήθηκε κάτι που 'μαθε στο σχολειό της, κάτι που έγραψε ο εθνικός μας ποιητής, και τότε κατάλαβε τη σημασία του για τα καλά: “Όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος!

konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-ΑUDIOBOOK ΕΔΩ: 


21.7.25

Κυριακάτικο πρωινό στο πάρκο +ΒΙΝΤΕΟ κείμενο-AUDIOBOOK από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Κυριακάτικο πρωινό στο πάρκο +ΒΙΝΤΕΟ

κείμενο-AUDIOBOOK

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα



 

  Το μικρό κοριτσάκι ανέβηκε αργά αργά στην κούνια του άδειου από παιδιά πάρκου. Τα πεσμένα κιτρινισμένα φύλλα από τα γύρω πλατάνια μαζεύονταν στις γωνιές στροβιλιζόμενα από το ψυχρό βοριαδάκι του Νοεμβρίου. Καθώς η μικρή αιωρούνταν νωχελικά, ούτε που καταλαβε ότι για μια στιγμή τα πλούσια μακριά καστανά της μαλλιά είχαν μπλεχτεί για λίγο στις αλυσίδες της κούνιας.

Το βλέμμα της, σε εκφραστική αντίθεση με το σώμα της που πηγαινοερχόταν μπρος-πίσω, έμενε καρφωμένο κάπου πολύ μακριά... Ήταν τόσο απορροφημένη στις παιδιάστικες αθώες σκέψεις της, τόσο που δεν κατάλαβε καν το χάδι. Ήταν τόσο περίεργα γι΄ αυτήν τούτη η Κυριακή στην εκκλησία. Πρώτη φορά κάθισε με τη θεία στις πρώτες θέσεις. Πρώτη φορά είδε ότι οι συγγενείς της μοίραζαν και γλυκό σιτάρι στο τέλος. Πρώτη φορά άκουσε πως η μαμά της μπορεί να είναι πια άγγελος στον ουρανό! Α, ναι! Σήμερα ήταν και η πρώτη μέρα που το καντηλάκι στο δωμάτιο της μαμάς ήταν σβηστό. Η γιαγιά είπε πως η μαμά σήμερα θα έβλεπε το Χριστό, δε χρειαζόταν πια λαδάκι.

 

   Μια νέα γυναίκα με ένα μακρύ γαλάζιο φόρεμα, είχε προβάλει πίσω απ΄ την αλέα στην άκρη του πάρκου κι αφού πλησίασε κοντά στο παιδί, την κοίταξε εξεταστικά μέσ΄ από τα κατάμαυρά της μάτια που πλαισιώνονταν από τα χλωμά, σχεδόν κατάλευκά της μάγουλα. Και τότε σήκωσε το σχεδόν διάφανο χέρι της και χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά της μικρής. Αφού κάποιο δάκρυ πήγε και στάλαξε στο μάγουλό της, τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε, απομακρύνθηκε γοργά, με έναν τρόπο που φάνταζε στα μάτια μου σαν να μην πατούσε στο χώμα! Και τότε είδα να χάνεται ξαφνικά, να εξαφανίζεται καλύτερα, από το οπτικό μου πεδίο... Μα το κεφάλι μου πονούσε σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη μέρα. Αυτά τα καινούρια φάρμακα που έπαιρνα ίσως μου φέραν παραισθήσεις. Ίσως....

Λίγα λεπτά της ώρας αργότερα, μια μαυροφορεμένη κυρά βγήκε από το μικρό καφενεδάκι του πάρκου αφήνοντας την πόρτα του για λίγο ανοιχτή. Μέχρι τότε δεν είχα αντιληφθεί ότι εκεί μέσα υπήρχαν θαμώνες. Το αντίθετο, πίστευα πως ήταν κλειστό. Από την ανοιχτή ξύλινη πόρτα του μαγαζιού αυτού ξεχώρισα κάποια σποραδικά λόγια της εκεί συντροφιάς. Τότε κατάλαβα.... “Η καϋμενούλα η μικρή! Κατάλαβε άραγε αν θα ξαναδεί τη μανούλα του;”, άκουσα μια ψιλή γυναικεία φωνή. Μια άλλη φωνή απάντησε, μα ο αέρας δεν έφερε τη φωνή ξεκάθαρα στ΄ αυτιά μου. Πάντως διέκρινα κάποιες λέξεις: “ είναι νωρίς ακόμη... λίγο παραπάνω από μήνας ... η ζωή συνεχίζεται” και κάτι τέτοια. Κάθε απορία μου έσβησε όταν μια ευτραφής κυρία βγαίνοντας κι αυτή από το καφενείο είπε στη διπλανή της: “Άλλο να πας σε μνημόσυνο για γέρο κι άλλο για νέα γυναίκα, Καλλιόπη μου!”.

Η μαυροφορεμένη κυρία κατευθύνθηκε στην κούνια, πήρε τη μικρή απ΄ το χέρι, την κατέβασε και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο του πάρκου.

 

  Πριν βγουν στη δημοσιά, τα πρώτα, μα και τελευταία λόγια που άκουσα από το κοριτσάκι έφτασαν στ΄ αυτιά μου, την ώρα που έβγαινε πιασμένη πάντα από το χέρι της μεσήλικης κυρίας: “Στο σπίτι πάμε θεία; Να΄ ρθε άραγε η μανούλα;”

konstantinosa.oikonomou@gmail.com





ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK EΔΩ: 


5.7.25

Ένα καλογεράκι, του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου -2017- κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο ίδιος

 

Ένα καλογεράκι, του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου

-2017- κείμενο και AUDIOBOOK

Διαβάζει ο ίδιος



[Στους υψοποιώς ταπεινούντες το φρόνημα.]

   


Ο Ιωάννης έδειχνε περίλυπος, παραδομένος βασανιστικά εδώ και πολλές εβδομάδες στις σκέψεις του. Παρ΄ ότι είχε ήδη δύο χρόνια δόκιμος μοναχός στον Άθωνα, δεν μπορούσε να υποφέρει τα περίεργα θελήματα του γέροντα Νήφωνα. Κι ήταν αλήθεια ο πατήρ Νήφων πολύ σκληρός μαζί του. Έτσι, εκεί στα ερημητήρια της Κερασιάς, δεν μπορούσε να βοηθηθεί πνευματικά, ούτε στη νοερή του προσευχή, ούτε στην άσκηση, ούτε στην τόσο επιθυμητή γι΄ αυτόν ησυχία.

Βέβαια ούτε μια στιγμή το καλογεράκι μας δεν επιθυμούσε να γυρίσει στην προηγούμενή του ζωή, την κοσμική. Τι είχε άλλωστε να θυμάται! Το διαζύγιο των γονέων του, το θάνατο από νοθευμένη δόση του αδελφού του, του Βλάση, ή μήπως τη δική του κατάντια εκεί στις “μπάντες” της νύχτας στα σκοτεινά μπαράκια στο Μεταξουργείο; Μόνο δάκρυα μετανοίας του έφερναν αυτές οι σκέψεις. Παρ΄ όλα αυτά μία σκέψη τον βασάνιζε νυχθημερόν: τι να κάνει με το θέμα του σκληρού Γέροντά του. Έτσι κάποιο πρωί που ο Νήφων κατέβηκε στις Καρυές για να επισκεφθεί το γιατρό, ο Ιωάννης αναζήτησε και έκανε πνευματικό του έναν χαρισματικό Γέροντα από τα Καυσοκαλύβια, που τον είχε ακουστά από την εποχή που ήταν ακόμη στον κόσμο. Εκείνος τον συμβούλευσε να σηκώνεται τη νύχτα, την ώρα πού κοιμόταν ό Γέροντας του, και να κάνει τότε τον πνευματικό του αγώνα. Έτσι, άρχισε ο δόκιμος Ιωάννης να σηκώνεται τη νύκτα και να αγωνίζεται κρυφά. Όμως ο Γερο- Νήφων, κάποιο βράδυ, τον κατάλαβε και τον μάλωσε αυστηρά, γιατί δεν έκανε υπακοή, παρά προτιμούσε να κάνει άλλα από αυτά πού τον πρόσταξε εκείνος. Έτσι ο Ιωάννης, αποφάσισε να σηκώνεται και να απομακρύνεται τις νύκτες στο ύπαιθρο για να μη τον αντιλαμβάνεται ό Γέροντας.

Κάποια καλοκαιριάτικη νύχτα, αμέσως μετά την πανήγυρη του Προφήτη Ηλία, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, κάπου μια ώρα πριν το πρώτο χάραμα της καινούριας μέρας, κάτω από τον πλημμυρισμένο άστρα σκοτεινό ουρανό, ο Ιωάννης γονατιστός προσευχόταν χύνοντας ποταμούς δακρύων έξω από το νάρθηκα του Κυριακού της γειτονικής Σκήτης. Ήταν τόσο απορροφημένος που δεν αντιλήφθηκε αμέσως μια σκιά που κατευθυνόταν στην είσοδο του ναού. Ήταν ενας από αυτούς τους γυμνήτες ασκητές, για τους οποίους είχε ακούσει παλιότερα να γίνεται λόγος από άλλους μοναχούς. Εκείνος, χωρίς να έχει δει το καλογεροπάιδι, υπέργηρος, με μακριά πάλλευκα μαλλιά και γένια, στάθηκε μπροστά στην είσοδο του ναού, σταύρωσε με το δεξί του και ... η πόρτα άνοιξε στριγγλίζοντας. Τότε ο Ιωάννης αιφνιδιασμένος, σταμάτησε την προσευχή, έστρεψε το πρόσωπό του προς την κατεύθυνση του θορύβου και έμεινε ενεός παρακολουθώντας τον γέροντα. Ο πολιός ασκητής μπήκε στο ναό, προχώρησε προς το ιερό βήμα και μπροστά στην Ωραία Πύλη γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται μεγαλοφώνως. Ο Ιωάννης μπήκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε κι αυτός στο Ναό, στάθηκε στους προσκλαίοντες απ΄ όπου παρακολουθούσε άφωνος. Ο Γέροντας προσευχόταν ώρα πολλή. Όταν τελείωσε, βγήκε έξω, σταύρωσε πάλι την πόρτα και ή πόρτα έκλεισε! Πίσω από την κλειστή θύρα έμεινε ο Ιωάννης αποσβολωμένος. Μετά ο γέροντας ξεκίνησε και πήρε το ανηφορικό μονοπάτι για την κορυφή του Άθωνα. Ο Ιωάννης, που στο μεταξύ βγήκε κι αυτός αθόρυβα, έλεγε συγκλονισμένος μέσα του: “Να, αυτός είναι Γέροντας για μένα. Αυτόν θα ακολουθήσω”. Και πραγματικά τον πήρε κατά πόδας. Μπροστά ό γέροντας, πίσω του ο Ιωάννης, σε απόσταση, για να μη τον αντιληφθεί. Λίγο πριν φθάσουν στο εκκλησάκι της Παναγίας, κάτω από την αθωνική κορυφή, ο Ιωάννης άρχισε να φοβάται μη τυχόν πάρει άλλο μονοπάτι ο Γέροντας και τον χάσει. Τάχυνε λοιπόν το βήμα για να τον φθάσει, να πάρει την ευχή του και να του ζητήσει να τον κάνει δικό του υποτακτικό. Μόλις έφτασε στα πέντε βήματα πίσω του, εκείνος τον κατάλαβε. Σταμάτησε, γύρισε προς το μέρος του και του έκανε κάπως άγρια: “Που πηγαίνεις;” “Γέροντα”, του απαντά ο Ιωάννης με σεβασμό, “ήλθα να πάρω την ευχή σου. Σε παρακαλώ να με πάρεις δόκιμο κοντά σου, γιατί δεν αναπαύομαι στον Γέροντα μου”. Κι ο Ασκητής του είπε: “Εκεί που μένουμε εμείς, είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Δεν μπορείς να ζήσεις εκεί. Θα πας πίσω στον Γέροντα σου”. Τότε ο Ιωάννης άρχισε να απαριθμεί τις δυσκολίες του πνευματικού του αγώνα κοντά στον δικό του “δύστροπο” Γέροντα, μα ο σεβάσμιος γέροντας επέμεινε: “Όχι, καλογεροπαίδι μου, εκεί θα πάς. Εκεί θα μείνεις και από εκεί θα βρεις τον παράδεισο”. Τότε ο Ιωάννης υποχώρησε: “Να ‘ναι ευλογημένο. Αφού δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, να ‘ναι ευλογημένο. Θα γυρίσω πάλι πίσω...” είπε σκύβοντας το κεφάλι και, αφού πήρε την ευχή του αγίου γέροντα, έκανε να γυρίσει προς την κατηφοριά του μονοπατιού. Όμως, να ο ασκητής τον φωνάζει. Ο νέος με λαχτάρα γυρίζει και ακούει να του λέει: “Πρόσεξε, παιδί μου, ετοιμάσου γιατί σε λίγο καιρό θα φύγεις από αυτό τον κόσμο και θα φύγεις μέσα από αυτή την υπακοή. Δεν θα αλλάξεις, όμως, Γέροντα”. “Να ΄ναι ευλογημένο”, λέει πάλι ό Ιωάννης και κατεβαίνει. Το άλλο πρωί, πήγε κοντά στον Πνευματικό του και του διηγήθηκε τη συνάντηση με τον γυμνό αυτό ασκητή, καθώς και ότι του ζήτησε να τον κάνει υποτακτικό του, αλλά ότι εκείνος του είπε να κάνει υπακοή και να παραμείνει στον Γέροντα του. Στο τέλος του είπε ότι ο ασκητής εκείνος προφήτευσε πως σε λίγες ήμερες θα έφευγε από αυτό τον κόσμο. Ο “δύστροπος” Νήφων τότε, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε: “Όπως σου είπε, έτσι θα κάνεις και έτσι θα γίνει!”.

  Λίγες μέρες αργότερα, ξημερώνοντας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο Ιωάννης ξύπνησε κάθιδρος. Ένιωθε πως δεν μπορούσε να αναπνεύσει καλά, αλλά σύντομα, μετά από έναν περίεργο δυνατό πόνο κάπου στο στέρνο, ένιωσε να συνέρχεται. Σηκώθηκε νιώθοντας μια γλυκιά αγαλλίαση και βγήκε από την Καλύβη. Έκανε ν΄ ανηφορίσει προς το Κυριακό και είδε, με μεγάλη του έκπληξη, ότι σχεδόν χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει έξω απ΄ τη θύρα του Ναού. Ενός ναού που έδειχνε κατάφωτος, ενώ αγγελικές ψαλμωδίες έρχονταν από το εσωτερικό του. Με μεγάλη του χαρά είδε, έξω από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα του Ναού τον ίδιο γυμνήτη ασκητή να του γνέφει. Το καλογεράκι πήγε αμέσως κοντά του. “Έλα μαζί μας τώρα!” του έκανε ο Γέροντας χαμογελώντας φωτεινά. “Το δικό σου εισιτήριο, Ιωάννη, ήταν η υπακοή.”


Όταν, τρία έτη αργότερα, έκαναν την εκταφή του Ιωάννη, από την αγία κάρα του έτρεχε μύρο! Τα έχασαν οι Γεροντάδες. Τόσο νέος υποτακτικός, μάλιστα δόκιμος και όμως απέκτησε τέτοια χάρη! Ο “σκληρός” Πνευματικός, όμως το βεβαίωσε σ΄ όλους τους γέροντες: “Το καλογεράκι έδειξε υπακοή”, μουρμούρισε και σταυροκοπήθηκε.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ: 



3.6.25

Στις καλαμιές της ακροποταμιάς + ΒΙΝΤΕΟ-AUDIΟΒΟΟΚ από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Στις καλαμιές της ακροποταμιάς + 

ΒΙΝΤΕΟ-AUDIΟΒΟΟΚ

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα



[Αφιερωμένο στις άπονα χαρακτηριζόμενες “παράπλευρες απώλειες”!]

   “Γρήγορα Λενιώ, πάμε να φύγουμε, δεν έχουμε χρόνο!”, της έκανε ανυπόμονα ο Παναγής και πήρε το γυλιό του κραδαίνοντας με τ΄ αριστερό το όπλο του. Κι εκείνη αναμαλλιασμένη, με κείνη την άσπρη τούφα πάνω απ΄ το μέτωπο, που κληρονόμησε ένα χρόνο πριν, όταν νόμισε ότι έχασε τον αγαπημένο της Παναγή σε ενέδρα πάνω σε ένα κορφοβούνι της Μακεδονίας, έσιαξε τη μπαλωμένη φόρμα της και άρπαξε μόνο ένα μικρό φασκιωμένο μπόγο, λέγοντας υπάκουα μα ξέπνοα: “Τώρα, να πάρω και το μικρό μου!”.

Δυο ώρες μετά το βασίλεμα του ήλιου, την ώρα που συναντούσαν την ομάδα των άλλων ανταρτών και άρχισαν το κατηφόρισμα μέσα στην αφέγγαρη νύχτα, ένας κρύος ιδρώτας πήρε να παγώνει τη ραχοκοκαλιά της κι αρχίνησε να θυμάται....

 

   Είχε ήδη δυο χρόνια στο βουνό. Από τότε που δεκαεπτάχρονη γνώρισε τον τρία χρόνια μεγαλύτερό της Παναγή, για να την ποτίσει με τις ιδέες του για δικαιοσύνη, λαοκρατία, ισότητα κι ελευθερία, έγινε ψυχικά δική του. Όταν αργότερα, εκεί στο κεφαλοχώρι του, το Πετρωτό, της είπε ότι ήθελε να τη στεφανωθεί, εκείνη κατεβάζοντας τα μάτια δέχθηκε. Μα ήρθε τ΄ αντάρτικο. Απ΄ τους πρώτους ο αγαπημένος της στο κλαρί, κοντά του κι εκείνη στην ομάδα με τις άλλες αντάρτισσες. “Ο γάμος ας πρόσμενε τη λευτεριά”. Έτσι της έλεγε πάντα εκείνος κι εκείνη υπάκουη, έχοντας εμπιστοσύνη τέτοια που έχουν όλοι οι σαϊτεμένοι του έρωτα, το αποδεχόταν σιωπηλά.

Μέσα στο πυκνό σκοτεινό δάσος προχωρούσαν προσπαθώντας να κάνουν τον ελάχιστο δυνατό θόρυβο. Κι εκείνης της βραδιάς το σκοτάδι θα ήταν το πιο πηχτό, το πιο φοβερό της ζωής της. Μα η Λενιώ δεν το 'ξερε. Πού και πού κάνα κλαράκι τσακιζόταν κάτω απ΄ τ΄ άρβυλά τους, σπάζοντας την απόλυτα θανατερή ησυχία, κόβοντας και τις σκέψεις της Λενιώς, που κατηφόριζε αγκαλιά με το ¨μπόγο” της, σαν αγριοκάτσικο μες στο σύθαμπο της νυχτιάς.

Όταν κάποτε έγινε δική του, θυμόταν κι αναρριγούσε η Λενιώ, δεν περίμενε ότι θα ΄πιανε αμέσως παιδί. Είν΄ αλήθεια πως εκεί στο βουνό, οι εννιά μήνες πέρασαν πολύ δύσκολα, σχεδόν βασανιστικά. Όμως δεν άκουσε καμιά από εκείνες τις “ξύπνιες” τις συντρόφισσες που τη συμβούλευαν να πάρει το βοτάνι.... Εκείνη το κράτησε το παιδί της και το γέννησε πριν τριάντα δύο μέρες. Θυμόταν ακριβώς τις μέρες της μικρής του ζωής. Και τώρα, έχοντάς το αγκαλιά, μαζί με τους άλλους κατέβαιναν προς τη στενή κοιλάδα του ποταμού για να περάσουν απέναντι, μιας κι ο στρατός ήδη απ΄ το μεσημέρι φάνηκε στο βουνό τους κι άρχιζε να ζώνει τις πλαγιές του, σφίγγοντάς τους σαν να ήταν άγρια θεριά. Άμα περνούσαν με την περαταριά απέναντι, θα σταματούσε λίγο τα χαράματα στο δικό της χωριό, το Παλιοχώρι, να δει λίγο τη χήρα μάνα της, να πάρουν καμιά προμήθεια και να συνεχίσουν για βόρεια. Άλλωστε, οι μπερδεμένες ειδήσεις που άκουγε έδειχναν σα να μην πάνε καλά τα πράγματα για το Δημοκρατικό Στρατό.

 

  Όμως, η σκέψη της κόπηκε απότομα. Πάνω που το μονοπάτι γινόταν βατό και φτάσαν στα ισιάδια, σχεδόν δίπλα στο ποτάμι, η φωνή του επικεφαλής τους την πάγωσε. “Προδοθήκαμε! Στα τριακόσια μέτρα στρατιώτες!” Χωρίς να καταλάβει βρέθηκε τσαλαβουτώντας, σπρωγμένη απ΄ τον Παναγή, στα βούρλα της ακροποταμιάς. Εκείνος της έτεινε το δάκτυλό του μπρος το στόμα για να την ησυχάσει. Όμως το μικρό της δεν καταλάβαινε από τα νοήματα των μεγάλων κι, ενώ όλη την ώρα κοιμόταν, τώρα ξύπνησε και πήρε να γκρινιάζει. Αγρίεψε ο Παναγής κι έκανε να της το αρπάξει. Μα εκείνη για να τον μερέψει, βλέποντας την αγριάδα του, τού έπιασε απαλά το χέρι και σύγχρονα έβαλε το μωράκι στο δεξί της στήθος κι άρχισε να το θηλάζει. Εκείνο ησύχασε και πρόθυμα άρχισε να βυζαίνει.

Μέσα της άρχισε η αγωνία να σφίγγει την καρδιά της. Τους είχαν δει άραγε; Είναι σίγουρο ότι το σκοτάδι ήταν βοηθός και παραστάτης τους, μα η αυγή δε θ΄αργούσε. Κι αυτός, ο σύντροφός της σε αγώνα και ζωή, γιατί πήγε να της αρπάξει το καϋμένο; Σε τέτοιες σκέψεις βυθισμένη ούτε κατάλαβε πως, καθώς προχωρούσαν, το νερό άρχισε να βαθαίνει, έφτασε στα γόνατα, στα μεριά, την κοιλιά. Κινδύνευε να μουσκευτεί και το μικρούλι της, ο καρπός του άγουρου έρωτά της, κι όμως, όλο προχωρούσαν σχεδόν στα τυφλά.

Τότε ακούστηκε ψιθυριστή και σφυριχτή η φωνή του ομαδάρχη: “Βουτάμε μέσα και πάρτε από ένα καλάμι για τον αέρα σας. Θα περάσουμε κάτω απ΄το νερό για να βγούμε απέναντι!” “Και το μωράκι μου, τι θ΄απογίνει το δύστυχο;”, έκανε σιγανά η μικρομάνα κι έπιασε απ΄το μπράτσο τον Παναγή. Εκείνος τότε της απάντησε ... πυροβολώντας την κατάστηθα με τα λόγια του: “Ξέχνα το. Δε γλιτώνουμε αλλιώς!” Ώσπου να συνέλθει απ΄την ταραχή της, τα χέρια της λύθηκαν και εκείνος το άρπαξε και πήγε λίγα βήματα πίσω. Η Λενιώ κόλλησε εκεί, βουβή, αποσβολωμένη, σαν πρωταγωνίστρια κάποιας φρικτής τραγωδίας, όχι σαν αυτές των αρχαίων τραγικών, μα σαν αυτές που παίζει η ζωή η ανθρώπινη τόσο συχνά. Άκουσε ένα μικρό παφλασμό κι αυτό ήταν....

   Όταν γύρισε ο Παναγής, μ΄ άδεια χέρια τώρα, την έσπρωξε απαλά και συνέχισαν το δρόμο τους. Βούτηξαν όλοι τους, με ένα καλάμι ο καθένας στο στόμα τους, και αφέθηκαν στο ρεύμα του ποταμού. Έπειτα πενήντα μέτρα πιο κάτω σε μια λόχμη της απέναντι όχθης βγήκαν. Τώρα ο δρόμος ήταν πιο εύκολος. Άδεια τα χέρια, άδεια κι η ψυχή της Λενιώς. Όμως η άδεια της ψυχή, ποτέ δεν πήρε να γεμίζει ελπίδα ....

Πάνω στο Γράμμο, δυο βδομάδες αργότερα, σκόνταψε σ΄ ένα σύρμα δεμένο σε νάρκη. Έτσι χάθηκε η Λενιώ. Ατύχημα λέγαν οι σύντροφοί της, όσοι επέζησαν και πέρασαν στην Αλβανία. Όμως ο Παναγής ήξερε ότι η αστεφάνωτή του η κυρά είδε την παγίδα και πήγε ολόισια κατά ΄κει! Κατά ΄κει βρήκε το “στεφάνι” και τη “λευτεριά” της.




Konstantinosa.oikonomou@gmail.com




ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


24.5.25

Ίλεως1 + ΒΙΝΤΕΟ -Διήγημα- AUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο

 

Ίλεως1   + ΒΙΝΤΕΟ

-Διήγημα- AUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο


 


   Ο Αρίστος είχε έρθει για πρώτη φορά στο κεφαλοχώρι της Θεσσαλίας πριν από τον πόλεμο του Σαράντα. Σίγουρα το χωριό αυτό τού θύμιζε την πατρίδα του τη Σαλονίκη, όπως την έλεγε πάντα, κι αυτό γιατί ο Πετρωτός ήταν κτισμένος στα ριζά του βουνού που αγνάντευε το Θερμαϊκό, στις ανατολικές εσχατιές της Λάρισας. Όταν πρωτώρθε στο χωριό μ΄έναν φίλο του που δούλευαν μαζί στην κατασκευή των γραμμών του τραίνου, ένα δυο χιλιόμετρα μακρύτερα από τα πρώτα σπίτια του Πετρωτού, ούτε που το φανταζόταν πως εκεί θα ρίζωνε. Ο φίλος του τον έφερε εκεί για ένα τσιπουράκι πριν ξανακατηφορίσουν για τις παράγκες όπου είχε ο Αρίστος τον προσωρινό του κοιτώνα, μια κίνηση που έμελλε να γίνει συνήθεια κάθε απομεσήμερο μετά τη σκληρή δουλειά κάτω από τον ανυπόφορο καλοκαιριάτικο ήλιο.


Ο Αρίστος ήταν ο τελευταίος γιος ενός μεγαλέμπορα της Μακεδονίας, που παρ΄ όλη την περιουσία του προτιμούσε να προικίζει πλουσιοπάροχα κάθε φορά και μία από τις πέντε κόρες του, αφήνοντας το στερνοπαίδι του να “ψηθεί” στο μεροκάματο για να πονέσει το “βιος του πατέρα του”, όπως ακριβώς του έλεγε ο ίδιος. Τα ίδια λόγια του ξανάπε τη μέρα που τον “έγραψε” στις λίστες των εργατών του Σ.Ε.Κ. Έτσι, ο Αρίστος βρέθηκε, προσωρινά, όπως τουλάχιστον εκείνος πίστεψε, στα χωράφια της Θεσσαλίας, αρμόζοντας ράγες για το σιδερένιο θεριό.

Όμως, κι αυτό συμβαίνει συχνά στο διάβα της ζωής, αστάθμητος παράγοντας ήρθε, εισέβαλε καλύτερα, βάζοντας τρικλοποδιά στα σχέδια του μεγαλέμπορα για το γιο του, ο Έρωτας. Ο Μακεδόνας εργάτης, κοντά στο σπίτι του φίλου του, γνώρισε μια ομορφομάτα μελαχροινή, την Ανδρομάχη, και αγαπήθηκαν με πάθος που φώλιασε από την πρώτη ματιά στις καρδιές τους. Ο Σαλονικιός έμπορος στην αρχή δεν ήθελε ν΄ ακούσει κουβέντα για τα σχέδια του Αρίστου, που ορθά-κοφτά δήλωσε του πατέρα του πως ήθελε να ζήσει με την αγαπημένη του για πάντα στο χωριό. Βλέπεις εκείνη δεν είχε “μεράδι”, ήταν πάμφτωχη. Όμως, βλέποντας την επιμονή του γιου του, ο γέρος αποφάσισε να τον αφήσει να κάνει την “κουτουράδα”. Έτσι, δίνοντάς του την ευχή, του΄ δωσε και ένα φόρτωμα από την αποθήκη του για να ανοίξει και ΄κείνος ένα μαγαζάκι στο χωριό.

   


Λίγες μέρες κατόπι, δίπλα στην Εκκλησιά του χωριού, οι νιοστεφάνωτοι Αρίστος κι Ανδρομάχη καμάρωναν έξω από το μαγαζί τους, που είχε απλωμένες τις πραμάτειες του ως το πεζοδρόμιο, την λαμαρινένια πινακίδα πάνω απ' τ΄ αψηλό πορτί του: “Αποικιακά είδη και εδώδιμα – Αρίστος Βασιλόπουλος”. Στο γοργοκύλημα του χρόνου, με το εισόδημα του μαγαζιού τα έφερνε βόλτα κουτσά στραβά η οικογένεια, που αυξήθηκε σε λίγα χρόνια στα πέντε μέλη. Η Ανδρομάχη είχε φέρει στον κόσμο δυο γιους και μια κόρη. Κι ενώ, η πατρική οικογένεια του Αρίστου τον είχε πια ξεχάσει για τα καλά, εκείνος δε στενοχωριόταν, γιατί η αγάπη της καλής του, που γι΄ αυτόν ήταν ο κόσμος ολάκερος, χλώμιαζε όλες τις θλίψεις του.

 

   Ώσπου πέντ΄έξι χρόνια μετά το γάμο του, ο Αρίστος έμαθε πως ένα πλουσιόπαιδο του χωριού θα άνοιγε και κείνο ένα μαγαζί, αφήνοντας να φανούν τα πρώτα σύγνεφα πάνω στο μέτωπο του εργατικού οικογενειάρχη. Ο λόγος ήταν ότι το νέο κατάστημα, έχοντας μεγάλια συρμαγιά και “χρυσές” πλάτες από τους πλούσιους γονείς του ντόπιου εμπόρου, έκαμε ευκολίες, δουλεύοντας μεγαλύτερο βερεσέ, πράγμα που, όσο νά' ναι, στη δεκαετία του '50 ήταν μια ανακούφιση για τους φτωχούς επαρχιώτες. Παρ΄όλα αυτά ο Αρίστος εξακολουθούσε με το χαμόγελο που ποτέ δεν έσβηνε από το πρόσωπό του και την κάθε άλλο παρά προσποιητή καλοσύνη του να εξυπηρετεί πρόσχαρα τους πελάτες του και να βγάζει τα απαραίτητα για την Ανδρομάχη και τα παιδιά του.

   


   Αντίθετα, από τον Αρίστο, ο ανταγωνιστής του, θέλωντας “μονά-ζυγά” δικά του δεν έδειχνε ικανοποιημένος. Ήθελε να μεγαλώσει το πελατολόγιό του εις βάρος του “ξένου”, όπως αποκαλούσε πάντα τον Αρίστο. Κι όχι μόνο τούτο αλλά άρχισε να σχεδιάζει, μετερχόμενος όλα τα μέσα, το τελειωτικό χτύπημα στον αντίπαλό του για να μείνει μόνος μαγαζάτορας του Πετρωτού. Τις νύχτες μόνη σκέψη του, εμμονή καλύτερα, ήταν να βρει κάτι που θα εξοντώσει, ακόμη και φυσικά, τον Αρίστο. Το όπλο του αδίστακτου χωριάτη δεν άργησε να βρεθεί και άκουγε στο όνομα “Αρκούδας”!

Ο κυρ-Τάσος, ήταν ο “Αρκούδας”, ένας μάλλον αλαφροϊσκιωτος, όπως τον ελέγαν στον Πετρωτό, ήταν ένας μοναχικός, κακοντυμένος -πάντα μ΄ένα μακρύ αδιάβροχο κατατρυπημένο πανωφόρι, χειμώνα καλοκαίρι- και λιγομίλητος μεσόκοπος. Το άγριο βλέμμα, που από φυσικού του είχε, τού δωκε και το άσχημο αυτό παρανόμι2. Κανείς δεν ήξερε από που “βαστούσ΄η σκούφια του”. Πάντως είχε στο χωριό καμιά δεκαετία. Σπίτι του “Αρκούδα” ήταν μια παλιά αχρησιμοποίητη αποθήκη, ενώ δούλευε καναδυό μεροκάματα τη βδομάδα σ΄ένα γύφτικο σιδεράδικο, ίσα-ίσα να βγάζει το μεζεδάκι του για το κρασί που ανελειπώς έπινε, και σε μεγάλες δόσεις, στην ταβερνίτσα, καλύτερα καφενέ, της πλατείας. Ποιος ξέρει τι πόνο έκρυβε αυτός ο “έρωτας” με το μοναχικό πιοτί του! Αν κανένας, μπαίνοντας ανάμεσα σε κείνον και το κρασοπότηρο, τον ρωτούσε τίποτα για τα περασμένα, εκείνος έμενε αμίλητος ή άλλαζε κουβέντα, σαν να ήθελε κάτι να κρύψει. Κάποια βράδια ο αντίζηλος του Αρίστου τον κερνούσε καμιά μισή και προσπαθούσε να του ρίξει τ΄ ''αγκίστρι'' γι΄ αυτό που ήθελε. Ένα σαββατόβραδο ο Αρίστος τους είδε που μιλούσαν χαμηλόφωνα στο ακριανό τραπέζι του καφενείου. Του φάνηκε μάλιστα πως ο “Αρκούδας” σαν να τού ΄ριξε μια φευγαλέα, αλλά κοφτερή σα μαχαιριά, ματιά. Ο Αρίστος δεν ξεσυνερίστηκε, απλά ψιθύρισε αυτό που έλεγε πάντα σαν τον έβλεπε: “άι καψάλα κι αυτός, τι βάσανα κουβαλάει ο έρμος!

 


Πολλές μέρες αργότερα θυμήθηκε αυτό το περιστατικό ο Αρίστος. Όμως, η αιτία που αναδύθηκε αυτό στη μνήμη του ήταν κάτι μοναδικό και τρομακτικό συνάμα, απ΄αυτά που σπάνια έβλεπε η μικρή κοινωνία του Πετρωτού.... Ένα βραδάκι, καθώς ο Αρίστος είχε κλείσει το εμπορικό του, ο “Αρκούδας” στάθηκε πίσω από μια χοντρή μουριά, απ΄αυτές που τότε ήταν γεμάτος ο τόπος για να βρίσκουν την τροφή για τον “μπουντίνο3”, που πληθωρικά εμφανίζονταν κάθε Μάη στο χωριό για να μεγαλώσει λίγο το πενιχρό εισόδημα των φτωχών βιοπαλαιστών. Φαινόταν σαν να παραφύλαγε. Πραγματικά, μόλις ο Αρίστος μπήκε στον καφενέ, εκείνος τον ακολούθησε σκυφτός, χωμένος μέσα στη μακριά του νιτσεράδα. Λίγες στιγμές αργότερα οι έντρομες φωνές των λιγοστών θαμώνων, ήρθαν να ταράξουν την ηρεμία του ανοιξιάτικου εκείνου δειλινού.

 


Τον έφαγε τον Αρίστο ο Αρκούδας!”, φώναξε πανικόβλητος ο καφετζής, τρέχοντας να φωνάξει την Ανδρομάχη. Κάποιοι απ΄τους θαμώνες βγήκαν από το μαγαζάκι κρατώντας σφιχτά σε λαβή τα χέρια του Αρκούδα. Τον πήγαιναν, σχεδόν σηκωτό, στον σταθμό της χωροφυλακής. Στις πλάκες του αδειανού καφενέ έμεινε να γυαλίζει το ματωμένο του μαχαίρι, μπροστά σε μια πεσμένη ψάθινη καρέκλα.

Ευτυχώς ο κυρ- Αρίστος έζησε. Το κοπίδι τον βρήκε πισώπλατα, κάπου ανάμεσα στη σπονδυλική στήλη και τ΄αριστερό νεφρί του. Όμως το χτύπημα του άφησε για πάντα μια σημαδιακιά περπατησιά: βάδιζε πια σέρνοντας τ΄αριστερό του πόδι. Ο Αρκούδας δικάστηκε και καταδικάστηκε χωρίς ποτέ ν΄αποκαλύψει τα αίτια της αποκοτιάς του.

Μερικές βδομάδες αργότερα ο Αρίστος, που δεν είπε τίποτε για τις υποψίες, τη βεβαιότητα καλύτερα, για το ποιος όπλισε το χέρι του Αρκούδα, κατηφόρισε για δουλειές στη Λάρισα. Στα χέρια του κρατούσε μια τσάντα κι ένα κουτί δεμένο με σκοινί. Με το πρωινό λεωφορείο έφτασε στην πόλη πριν τις εννιά. Αφού τέλειωσε κάποιες δουλειές που είχε, κατευθύνθηκε στην περιοχή του Σταθμού κι, αφού κοντοστάθηκε, χτύπησε το κουδούνι της βαριάς πόρτας των παλιών Φυλακών. Είκοσι λεπτά αργότερα ξαναβγήκε. Στο πρόσωπό του τώρα χάραζε η λάμψη της ευτυχίας!

Όταν κάποτε ο Αρκούδας αποφυλακίστηκε επισκέφτηκε το σπίτι του Αρίστου. Τού άνοιξε η Ανδρομάχη η οποία τα ΄χασε σαν τον αντίκρισε. Εκείνος όμως ήθελε μοναχά να ευχαριστήσει τον Αρίστο για την αγάπη που του 'δειξε! Ο Αρίστος και η οικογένειά του κάθισαν εκείνη τη μέρα μαζί στο τραπέζι για φαγητό. Εκεί έμαθαν η Ανδρομάχη και τα παιδιά πως ο Αρίστος τον συνάντησε στη φυλακή. Ο φτωχός φαμελίαρης του είχε φέρει λίγα πακέτα σέρτικο που ο Αρκούδας κάπνιζε και ένα πουλόβερ, για να μην κρυώνει στην υγρασία του κελλιού του! Τότε ήταν που κι ο Αρκούδας είχε πέσει στην αγκαλιά του και του φιλούσε τα χέρια! Τότε του ξομολογήθηκε και ποιος πράγματι του είχε οπλίσει το χέρι. Ο Αρίστος είχε όμως από νωριτερα συγχωρέσει τον Αρκούδα. Βλέπεις, ο Αρίστος έβλεπε στο πρόσωπο του παρ΄ολίγον φονιά του “καψάλα”... έναν “άνθρωπο γιομάτο βάσανα”! Έτσι τον έβλεπε η άδολη ψυχή του πάντα.


Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. Ίλεως, σημάινει ευνοϊκός, φιλάνθρωπος, ευγενής. Όποια σημασία προκρίνει ο αναγνώστης ας την βάλει νοερά στην προμετωπίδα του διηγήματός μας.

2. Παρατσούκλι.

3. Έτσι λέγανε οι ντόπιοι το μεταξοσκώληκα.

10.1.25

Η Λάρισα και η Θεσσαλική Ιστορία τόμος Α΄ Στην ομίχλη του Μύθου του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK

 Η Λάρισα και η Θεσσαλική Ιστορία τόμος Α΄

 Στην ομίχλη του Μύθου

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου  ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK 

Διαβάζει ο ίδιος




Είναι ο πρώτος τόμος της τοπικής-Θεσσαλικής Ιστορίας του Κων/νου Οικονόμου. Ο τόμος αφορά τους θεσσαλικούς Μύθους και το ηρωικό υπόστρωμα της περιοχής. Θα ακολουθήσουν εν ευθέτω χρόνω και οι υπόλοιποι τρεις τόμοι της σειράς σε μορφή AUDIOBOOK. Πάντως στα τοπικά βιβλιοπωλεία και όχι μόνο, κυκλοφορούν οι τόμοι του έργου. 

Κων/νος Αθ. Οικονόμου



το ΒΙΝΤΕΟ με το aAUDIOBOOK ΕΔΩ: 


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Οι Ιδαίοι Δάκτυλοι από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

  Οι Ιδαίοι Δάκτυλοι από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα        ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΟΝΟΜΑΣΙΑ : Ο ι Ιδαίοι Δάκτυλοι ήταν, κα...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....