Ετικέτες - θέματα

21.9.25

Ο αστερισμός Δοράς +ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου, συγγραφέα

 

Ο αστερισμός Δοράς +ΒΙΝΤΕΟ

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου, συγγραφέα

   

  ΓΕΝΙΚΑ: Η Δοράς [Λατ. Dorado, συντ. Dor] είναι ένας αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά στην “Ουρανομετρία” των Keyser και Houtman [1603]. Είναι νότιος αστερισμός, έκτασης 179,2 τετ. μοιρών [72ος σε έκταση μεταξύ των 88 αναγνωρισμένων αστερισμών], που συνορεύει με τους αστερισμούς: Ωρολόγιον, Δίκτυον, Ύδρο, Τράπεζα, Ιπτάμενο Ιχθύ, Οκρίβαντα και Γλυφείον. Είναι πλήρως ορατός σε γεωγραφικά πλάτη μεταξύ 20° Βόρεια και 90° Νότια. Μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα της Δοράδος είναι ορατό από τη Νότια Ελλάδα, το οποίο περιλαμβάνει και τον αστέρα γ Δοράδος.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ – ΟΝΟΜΑΣΙΑ: Η διεθνής ονομασία Dorado είναι ισπανική και όχι λατινική. Σημαίνει το τροπικό ψάρι Coryphaena hippurus, ή αλλιώς δελφινόψαρο, που αλλάζει χρώμα όταν πεθαίνει. Το εναλλακτικό όνομα Ξιφίας για τον αστερισμό εμφανίστηκε στους Ροδόλφειους πίνακες [1627]. Η λέξη «ξιφίας» ωστόσο είχε άλλη έννοια στην Αστρονομία από την αρχαιότητα: ο Αριστοτέλης και ο Πλίνιος ονόμαζαν ξιφίες όσους κομήτες είχαν τη μορφή ξίφους. Ο Καίσιος συνδύαζε τους αστέρες της Δοράδος με εκείνους του Ιπταμένου Ιχθύος και “σχημάτιζε” τη μορφή του Άβελ της Παλαιάς Διαθήκης. Στην κεφαλή της Δοράδος βρίσκεται ο νότιος πόλος της εκλειπτικής και, κατά τον Καίσιο, ο αστερισμός τού έδωσε το όνομα Polus Doradinalis. Έτσι, ποτέ δε θα δούμε από τη Γη να περνά κάποιος πλανήτης από αυτό τον αστερισμό, ούτε άλλο σώμα του Ηλιακού Συστήματος, παρά μόνο σπανιότατα κάποιος αστεροειδής απ΄ αυτούς που περνάν κοντά από τη Γη, ή κάποιος κομήτης μακράς περιόδου.


ΟΙ ΦΩΤΕΙΝΟΤΕΡΟΙ ΑΣΤΕΡΕΣ: Δεν υπάρχει στον αστερισμό αστέρας φωτεινότερος του τρίτου μεγέθους, και κανένας δεν έχει ιδιαίτερο όνομα. Η Δοράς έχει συνολικά 29 ορατούς [φ.μ. ≤ 6,5] αστέρες. Ο α Δοράδος έχει φαινόμενο μέγεθος 3,27, ενώ ο β Δοράδος είναι κηφείδης μεταβλητός αστέρας με φαινόμενο μέγεθος από 3,5 ως 4,1 (κιτρινόλευκος υπεργίγαντας). Ο γ Δοράδος είναι επίσης μεταβλητός, και μάλιστα έδωσε το όνομά του στους λεγόμενους «μεταβλητούς γ Doradus». Πρόκειται για μια ειδική κατηγορία ενδογενών παλλόμενων μεταβλητών αστέρων. Οι δ, ζ και θ Δοράδος έχουν αντιστοίχως φαινόμενο μέγεθος 4,35, 4,72 και 4,83.

   
Το νεφέλωμα Μαγγελάνου
  ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΑ ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ: Το σημαντικότερο για τη Δοράδα είναι ότι σε αυτή ανήκει το βόρειο (και σημαντικότερο) ήμισυ του Μεγάλου Νέφους του Μαγγελάνου (LMC), του ενός από τα δύο Νέφη Μαγγελάνου. Μάλιστα το μεγαλύτερο αστρονομικό ενδιαφέρον κρύβεται σε αυτόν το γαλαξία και στα αντικείμενά του. Το υπόλοιπο μισό του LMC βρίσκεται στον αστερισμό Τράπεζα. Σπουδαιότερα αντικείμενα μέσα στο LMC είναι: Το τεράστιο νεφέλωμα και αστρικό σμήνος 30 Δοράδος ή NGC 2070, που είναι σήμερα γνωστό με το δημοφιλές όνομα Νεφέλωμα Ταραντούλα. 
   
Το νεφέλωμα Ταραντούλα

Στο Μέγα Νέφος του Μαγγελάνου παρατηρήθηκε το 1987 η πρώτη έκρηξη υπερκαινοφανούς, ορατή με γυμνό μάτι μετά από 380 χρόνια, γνωστή σήμερα ως SN 1987 Α. Το ανοικτό σμήνος αστέρων και νεφέλωμα NGC 1816, εντός του LMC, έχει φαινόμενο μέγεθος 9,0, ενώ το πολύ μικρότερο NGC 1818 έχει φαινόμενο μέγεθος 9,8. Μέσα στο Μεγάλο Νέφος του Μαγγελάνου διακρίνουμε ακόμη: Το μεγάλο σφαιρωτό σμήνος NGC 1978, που έχει έντονα ελλειπτικό σχήμα και φαιν.μέγεθος 9,9, τους γαλαξίες NGC 1672 και NGC 1566 με φαιν.μέγεθος 9,7, αλλά και τον αστέρα S Δοράδος, που είναι ένας υπεργίγαντας [φ.μ. 9,27] και που αποτελεί το πρωτότυπο των λεγόμενων αστέρων τύπου S Δοράδος. Τέλος εκτός του LMC υπάρχει ο μεταβλητός αστέρας R Δοράδος [φ.μ. 5,73], που ανακαλύφθηκε ότι διαθέτει τη μεγαλύτερη φαινόμενη διάμετρο από όλα τα αστέρια εκτός του Ήλιου.

Konstantinosa.oikonomu@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


Κάιν του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, κείμενο και AUDIOBOOK διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

Κάιν 

του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, κείμενο και AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου 


   Ο Κώστας Λάμπουρας εγύρισε σπίτι του εκείνο το βράδυ συγχυσμένος. Η όψη του ήταν κίτρινη, τα μάτια του ανήσυχα και γουρλωμένα, το χείλι του αχνό· και έτσι ήτουν άσκημη η μορφή του, και ασυνήθιστη και αγριεμένη. Το φέσι του ήταν στραβά απάνου στο κεφάλι του, το σεγκούνι του ριγμένο στον ώμο του, τα μανίκια του πομάμισού του ανοιχτά και λιγδιασμένα.  Μέσα στο σπίτι του η γυναίκα του εμαγείρευε το δείπνο· αυτός ήρθε κι εκάθισε παραστιάς, γιατί είχαν αρχίσει τότες τα κρύα του χινόπωρου. Δεν εχαιρέτησε· αλλά ανάσανε ανταριασμένος και κάπου κάπου εκουνούσε το κεφάλι φοβερίζοντας.  «Ευγενιά, τι μαγειρεύεις;» της είπε κακότροπα.  «Λάχανα» αποκρίθηκε κοιτάζοντάς τον υποψιασμένη· «τι τρέχε πάλε;»  «Μας εχαντάκωσε!» της απάντησε αναστενάζοντας και πεισμωμένος «το κοπάδι το ’δωκε του νοικοκύρη. Πώς θα ζήσουμε;»  «Μα, Κώστα» ετόλμησε να πει εκείνη γλυκά «ήταν ξένο πράμα· να πλερώσετε δεν είχετε και δεν ήθελες· πώς είχε να το βαστάξει;» κι εχαμογέλασε.  «Τι λες και συ» της είπε κοιτάζοντάς την λοξά «ποιος σου ’μαθε αυτά τα λόγια; τώρα δεν πλερώνει κανένας· τι είχε να φοβηθεί;»  «Ο νόμος είναι νόμος· θα σας έβαναν στη φυλακή· και τ’ αδερφού σου δεν τ’ αρέσει η χάψη.»  «Φυλακή για τέτοιες μικροδουλειές» απολογήθηκε περιγελώντας «κάθε μέρα βλέπεις φυλακώνουν τον κόσμο! Σου φαίνεται πως εξανάρθε ο παλιός καιρός! Πάνε τώρα αυτά, καθένας κάνει ό,τι θέλει. Γιατί ψηφίζομε βουλευτάδες; - Για να ’χομε τις ευκολίες μας. Ποιος εζήτησε χάρη και δεν του γίνηκε; - Κάθε μέρα ακούονται σκοτωμοί, μα δε μου λες πόσο παιδεύονται οι ανθρώποι; Μήνες. Και ο κυρ-αδερφός μου εσκιάχτηκε· τι θα μας έκαναν; Κατάσκεση; - Αν αφήναμε πρώτα. – Μα θα τόνε διορθώσω εγώ τον κυρ-αδερφό μου».  Κι ετσώπασε· και η όψη του αγρίεψε περσότερο· τώρα εσυλλογιζότουν μοναχός του: - «Ο αδερφός του τον είχε αδικήσει ναι, ήταν αδικία να του πάρει το κοπάδι και να το παραδώκει τώρα το χειμώνα που δεν είχαν άλλη πόρεψη. Μα τι τον έμελλε τον αδερφό του· ήταν ανύπαντρος, άτεκνος, ανέγνοιαστος, ποιον είχε να θρέψει; - Το κουφάρι του μονάχα· όταν η φτώχεια τούς εκυρίευε, εκείνος θα μπορούσε να φύγει και να τον αφήσει στα κρύα να χτυπιέται με την πείνα, με τη ζόρκια· όπου κι αν επήγαινε θα ζούσε, γιατί δεν εβαριότουν τη δουλειά. Μα τότες τι θα ’κανε ο ίδιος; πώς θα ’ζουνε τον εαυτό του και τη φαμιλιά; Ήταν πάντα του αδούλης· οι ελιές λάδι δεν έδιναν εκείνα τα χρόνια· μοναχά το κοπάδι θα τους κυβερνούσε όλον το χρόνο και ο αδερφός του από κουταμάρα ή από κακοσύνη επήγαινε να το παραδώσει του νοικοκύρη. Αχ, είχε κάμει αληθινά σαν οχτρός!».  Η Ευγενιά ανακάτωνε τα λάχανα στο τσουκάλι, τα δοκίμασε, εσηκώθηκε κι έφερε ψωμί από μιαν κρεμασμένη κάνιστρα και κοιτάζοντας τον άντρα της στα μάτια είπε ταραγμένη: «- Το φαΐ είναι έτοιμο».  «Δεν πεινάω» αποκρίθηκε αγροικά κι εξακολούθησε τους πικρούς στοχασμούς του:  1 «Μου ’φυγε χωρίς να υποψιάζω· ναι, μου το ’χε πει λίγες μέρες οπίσω, αλλά τον άφηνα να λέει· δεν πίστευα να τολμούσε. Α, αν το ’ξερα, δε θα τον άφηνα με κανέναν τρόπο· καλύτερα ή θα σκοτωθούμε, καλύτερα τον έσφαζα! Μα, μ’ εγέλασε. Κι εφανταζόμουνα πως μ’ ελογάριαζε, πως ήταν υποταγμένος στη θέλησή μου, πως τ’ άρεσε να δουλεύει για το σπίτι μας, για τη φαμιλιά! Μου ’ψαλλε κάθε μέρα πως παντρειά δεν ήθελε, κι ο κόσμος έλεγε όλος πως μ’ αγάπουνε· τώρα με μίας άσκωσε κεφάλι, έκαμε ό,τι του κατέβηκε στο μυαλό, ό,τι δεν ήθελα. Και δεν επρόβλεψε τη στενοχώρια που μας προσμένει, μ’ όλο που το ’ξερε πως θα υποφέρουμε, πως εγώ κι η φαμιλιά μου θα υποφέρει· γιατί αυτός βρίσκει και ζει όθε κι αν πάει. Χαλάλι του όμως· μου ’φυγε, μου ’φυγε· περιττά να λέω, περιττά να συλλογιούμαι· το κοπάδι μου δεν ξανάρχεται, όχι· την τύχη μας την ξέρω· θα ψοφήσουμε το χειμώνα της πείνας! Το χειμώνα; - από αύριο ψωμί δεν είναι. – Μα πάντα του ήταν οχτρός. Πότε μ’ εμπόδιζε να πάρω την Ευγενιά – και την επήρα στο πείσμα του – πότε μ’ επαραμόνευε μην κλέψω τ’ αλλουνού το πράμα, με εφύλαε μην αδικήσω, μην κάμω αμαρτίες· πάντα μπόδιο, πάντα κακός για μένα. Γι’ αυτό δεν είχαμε ορνικό. Εγώ, παναπεί, τον έβριζα κάθε μέρα. Τώρα μου ’καμε αυτό· αύριο που ’ρχεται βλέπει! Ναι, αύριο του δείχνω. Μα δε θα ’ρθει, φυσικά θα με σκιάζεται· θα τα σκαπέτησε στην ξενιτιά· και καλύτερό του, γιατί θα μ’ έκανε να γένω…»  Τα μάτια του άνοιξαν, αναταράχτηκε κι ανατρίχιασε.  «Πάμε να κοιμηθούμε» του ’πε η γυναίκα του «μη χολεύεσαι[1] τόσο· είναι κρίμα, Κώστα».  Την εκοίταξε στατικός, σα να ξυπνούσε από ονειροπλάκωμα. «Πλάγιασε κι έρχομαι» της είπε ασυλλόγιστα. Αυτή δεν εκουνήθηκε.  «Κάη!» του ’πε μια φωνή μέσα του «τον αδερφό σου θα σκοτώσεις; Ας είναι κιόλας η αιτία του χαμού, είναι αδερφός, έζησε μαζί σου, εβγήκετε από την ίδια κοιλιά, εφάγατε το ίδιο γάλα, έχετε το ίδιο αίμα, τρώτε το ίδιο ψωμί, αντάμα αφ’ όντις είστενε στον κόσμο». Και αυτός αποκρίθηκε στη φωνή με το νου του: - «Μα πρέπει να τιμωρήσω, να χορτάσω, να γδικηθώ· του πρέπει· μ’ εφτώχυνε, μ’ εχαντάκωσε, μ’ αφάνισε». Κι η φωνή, που ’βγαινε από τα βαθύτατα σπλάχνα του, του είπε οπίσω:  «Κάη, δε σκιάζεσαι; Πώς τέτοιες σκέψες γεννιώνται στην καρδιά σου; Να χύσεις το ίδιο σου το αίμα, να γένεις άτιμος φονιάς;»  «Του πρέπει» εσυλλογίστηκε «ήταν κακός με μένα, θα ’μαι χειρότερος. Θηρίο, τίγρης ανημέρευτος· του πρέπει γιατί μ’ έχασε τώρα τελειωτικώς. Ο παρτσινέβελός του ας τόνε γλιτώσει, α μπορεί· θα ιδούμε». Και η φωνή του ’πε· «Δε σκιάζεσαι το θεό;» δε σκιάζεσαι τη φούρκα;» - «Φούρκα» εσυλλογίστηκε περγελώντας «φούρκα τώρα; γιατί είναι οι βουλευτάδες; το κόμμα θα ’νεργήσει και για μένα, το κόμμα είναι παντοδύναμο. Ποιο δικαστήριο θα με δικάσει; κι αν με καταδικάσει, το κόμμα θα με ξεκρεμάσει. Αλί σ’ όποιον εχάθηκε. Είμαι χαμένος εγώ, ας χαθεί κι αυτός, ας χαθεί· κι ας με χαλάσουν στο ύστερο, μεγάλο κακό δε θα μου κάμουν. Μπορεί και να μη με πιάσουν».  Κι είπε της γυναικός του: - «Θα σκοτώσω».  Αυτή εσάστισε, ανασηκώθηκε, τον εκοίταξε θαμπωμένη, κι εκατέβασε αμέσως το βλέμμα, βλέποντας στο πρόσωπό του ζωγραφισμένην την άσπλαχνην απόφαση.  «Τι σου ’καμε» του ’πε «ο καλός σου αδερφός;»  «Καλός; γιατί καλός;» αποκρίθηκε κι εσηκώθηκε αγριεμένος «γιατί μ’ ελιμοχτόνησε; πώς; τού παίρνεις το μέρος, παλιογύναικο; θα σε σκοτώσω!»  «Τι μεγάλο κακό, θε μου» είπε κλαίοντας «θα σε φουρκίσουν, Κάη!»  2 Ο Κώστας Λάμπουρας εκοίταξε ολόγυρά του ανταριασμένος. Είχε ακούσει από το στόμα της γυναικός του εκείνην την ίδια φωνή που του μιλούσε από τα βαθύτατα σπλάχνα του, πώς ήξερε τώρα και κείνη της ψυχής του το σάλαγο, τους κρουφούς λογισμούς του; - Και ξάφνως η ανυπόταχτη φαντασιά του τον έκαμε να ιδεί μίαν τρομερήν εικόνα: - Είχε κάμει το φόνο· κι επερνούσε από τη μέση του χωριού του με το ματωμένο μαχαίρι στο χέρι, φεύγοντας τρεχατά, και ο κόσμος όλος τον εκοίταζε περίτρομος κι έστρεφε αλλού το πρόσωπο, προφέροντας με καταφρόνια το καταραμένο τ’ όνομα του πρωτότοκου γιου του πρωτόπλαστου: - «Ο Κάης, ο Κάης!» Από τα τώρα άρχιζε να τον κράζει έτσι η γυναίκα του. Μα ο κόσμος δεν ήξερε τι του ’χε κάμει ο κακός αδερφός· δεν εγνώριζε την αδικία· έβλεπε μοναχά το φόνο κι εκατηγορούσε. Κι ο Κώστας ήθελε να αποκριθεί: - «Ο αδερφός μου αγόρασε το θάνατό του· απόγραψε την καταδίκη του. Ας ήταν κι άλλοι στη θέση μου, το ίδιο θα σκότωναν και κείνοι, μαγάρι και τον πατέρα τους, αν ήταν τέτοιος αδικητής! Ποιος μ’ υποχρέωσε να γένω Κάης; Ο ίδιος ο αδερφός μου· ναι Κάης, αλλά εγδικητής, αλλά τιμωρητής, αλλά υπερασπιστής του δίκιου. Όχι, δε θέλω έπαινο· μα κοίταξε, κόσμε· κατάλαβε την πράξη μου. Με φτονάς, κόσμε, για το τόλμημά μου και σκιάζεσαι· ναι, με σκιάζεσαι και με το φόβο θα σ’ εξουσιάσω!»  Και τώρα το βράσμα του αιμάτου του έπεφτε. «Καλύτερα ήτουν» εσυλλογιότουν «κανείς να μην το μάθει και δε θα το μάθει· θα σκοτώσω κρουφά, στο σκοτάδι, στο μυστήριο, τη νύχτα. Δε μπορώ να μη σκοτώσω».  «Να κοιμηθούμε» είπε της γυναικός του ησυχασμένος· «στρώσε».  «Σε σκιάζομαι» του αποκρίθηκε τρέμοντας.  «Γιατί; Κακό δε θα σου κάμω· πάμε.»  Αιστανότουν μέσα του ευχαρίστηση· η καρδιά του είχε πάρει την απόφαση κι είχε σκληρύνει· ο νους του είχε συνηθίσει στον απάνθρωπο συλλογισμό· εκαταλάβαινε ο ίδιος πως εχόρταινε σκοτώνοντας, μία δίψα, μία ζήτια της ύπαρξής του, που μοναχά το αίμα εμπορούσε να τη θεραπέψει· του ήταν γλυκιά η παραδειγματική εγδίκηση που μελετούσε, η πλερωμή της αδικιάς.  Και γιομάτος μίσος, που το συντρόφιαζε μία καινούρια αναστάτωση του αιμάτου του και μία κόκκινη θωριά μπρος στα μάτια του, επλάγιασε σιμά στη γυναίκα του που εμαζευότουν όσο εμπόρειε στην άκρη της κι αποκοιμήθηκε ύπνον ανήσυχο, γιομάτον φοβερές κι αιματερές φαντασίες, μακηλιά, ξεκοιλιάσματα, μάχες, ντουφέκια, μαχαίρια, και συχνά έβγαινε βόγκος από τα στήθια του και ανατιναζότουν φοβισμένος.  Μα η ιδέα ωστόσο ώρμαζε στην τραχιάν καρδιά του.  Την άλλη μέρα, τ’ απόγιομα, ήρθε με το καΐκι (το Λευκοράκι μακριά δεν ήτουν από τη θάλασσα) ο Νικόλας Λάμπουρας. Στη χώρα είχε διορθώσει τις δουλειές του με το νοικοκύρη, του ’χε παραιτήσει το κοπάδι, είχε πλερώσει ό,τι χρωστούσε, κι έφερνε πίσω ένα σακί γιομάτο κάθε λογής φαγητά για τη φαμιλιά του αδερφού του και για τον εαυτό του, και λίγα λιανά που ’χε πάρει υπόλοιπο. Όταν έφτασε στο σπίτι, ο Κώστας έλειπε ακόμα και η Ευγενιά εδούλευε το κηπάρι. Ανήσυχη έτρεξε να τον ανταμώσει, πριν πατήσει το κατώφλι και του ’πε συγκινημένη λησμονώντας και το χαιρέτιο:  «Δυστυχισμένε, γιατί εγύρισες;»  «Τι τρέχει;» ερώτησε ανυποψίαστος περιφέρνοντας το αθώο βλέμμα του.  «Θα σε σκοτώσει· το ’χει απόφαση.»   «Ποιος;»  «Ο αδερφός σου.»  «Γιατί;» ερώτησε χαμογελώντας· «μην το πιστεύεις, νύφη· είναι καλός ο Κωνσταντής».  «Αχ» του αποκρίθηκε αναστενάζοντας «σε περικαλώ, για χάρη μου, σ’ ορκίζω στους απεθαμένους σου, Νικόλα, πάρε δρόμο· φεύγα· να μη σε ιδεί, γιατί θέλει να σε τελειώσει, δύστυχε, το ’χει απόφαση· τον είδα με κακό βλέμμα. Είναι ανταριασμένος που του πήρες το κοπάδι.»  «Το κοπάδι; μα δεν ήτουν δικό μας· τον είχα ’δοποιήσει προχτές· εμέ μου το ’χε δώκει ο νοικοκύρης τον καιρό που ο Κώστας έλειπε στη φυλακή και το ’δωσα πίσω· ναι, ο Κώστας ήθελε να το κρατήσω, μα δε μου ’πε και τίποτα· η χολή θα του περάσει σαν πάντα· για μας έχει ο θεός· ο χρόνος είναι στενοχωρημένος, αλλά θα περάσουμε όπως όπως· θα δουλέψουμε διαφορετικά.»  «Το ξέρω, δίκιο το ’χεις, Νικόλα, μα φεύγα, να ζεις, φεύγα· γλίτωσε και γλίτωσέ μας: είχε κακό βλέμμα σου λέω, και τώρα, όπου κι αν είναι, επλάκωσε· και σ’ εσκότωσε.»  «Μην το πιστεύεις, νύφη» της είπε χαμογελώντας πάλι· «έτσι φωνάζει· θέλεις ιδεί.» Κι εμπήκε στο σπίτι κι εκάθισε παραστιάς, εκεί που τ’ άλλο βράδυ είχε καθίσει ο αδερφός του.  Η Ευγενιά τον ακολούθησε ανήσυχα.  «Πεινάω» της είπε.  «Τρέμω και για τους δυο σας» του αποκρίθηκε.  «Άφησε το φόβο και δώσ’ μου ψωμί» είπε καλότροπα.  Τον άκουσε κι έπειτα εκάθισε συλλογισμένη στην άκρη της. Ο Νικόλας καθώς έτρωγε της έλεγε πως τον είχε δεχτεί ο καλός νοικοκύρης, πως είχαν λογαριαστεί, πως του ’χε χαρίσει κάτι περσότερο παρά το μερτικό, εξανάλεγε όσα λόγια είχαν μιλήσει αντάμα· έπειτα της έκρενε για τη χώρα, για τα ψώνια του, για το γιόμα του στην ταβέρνα, για τους ανθρώπους που ’χε ιδεί· και η ώρα περνούσε. Μα καθώς η ώρα περνούσε, η έγνοια εθέριζε της Ευγενιάς τα σπλάχνα· από μια στιγμή στην άλλη θα ’ρχότουν ο άντρας της και ποιος ξέρει τι θα γινότουν στο σπίτι τους. Τα λόγια του Νικόλα δεν τ’ άκουε, μόνο εδάκρυζε συχνά και συχνά αναστέναζε.  Είχε σουρουπιάσει όταν ο Κώστας εφανερώθηκε στο σπίτι· το βλέμμα του ήταν γιομάτο φαρμάκι, αλλά εκρατήθηκε κι εχαιρέτησε.  «Καλησπέρα σας» είπε «καλώς όρισες».  Η Ευγενιά εστοχάστηκε να πέσει στα πόδια του γυρεύοντας έλεος· μα εφοβήθηκε· είχε γνωρίσει το άσκημο βλέμμα του. Ο Νικόλας αποκρίθηκε γλυκά:  «Καλησπέρα, αδερφέ· οι δουλειές επήγανε καλά· έφερα αυτό το λίγο πράμα και λίγα λιανά».  «Πόσα;»  «Δέκα τάλαρα.»  «Τόσο άξιζε το κοπάδι;»  «Όχι· ο κόπος μας.»  4 «Ό,τι έκαμες, έκαμες» αποκρίθηκε ο Κώστας χαμογελώντας πικρά και το μέτωπό του εσουφρώθηκε.  Κι έπειτα κανένας δεν εμίλησε παρά εκαθόνταν και οι τρεις του παραστιάς· ο Κώστας συλλογισμένος, ο Νικόλας νυστασμένος και η Ευγενιά εκοίταζε ανήσυχη πότε τον έναν και πότε τον άλλον. Κι οι ώρες απερνούσαν. Τώρα ήταν νύχτα βαθιά.  Ξάφνως ο σκύλος αλύχτησε· και ο Κώστας εβιάστηκε να παρατηρήσει:  «Ο σκύλος του κοπαδιού που χάσαμε αλυχτάει.»  «Ναι» είπε ο Νικόλας ξυπνώντας «κάπου αποκρένεται.»  «Όχι, κάποιος διαβαίνει· πάω να ιδώ· ποιος να ’ναι τόσο παράωρα;» Κι εσηκώθηκε κι εβγήκε.  «Το είδες, νύφη» είπε ο Νικόλας γελώντας «χαλάζι ήτουνε κι επέρασε· αύριο όλα θα ’ναι μέλι και γάλα.»  «Μη φειδεύεσαι» του απολογήθηκε «το βλέμμα του δε μ’ αρέσει· η καρδιά του είναι μαύρη».  «Νικόλα, Νικόλα» ακούστηκε απ’ όξω η φωνή του Κώστα «αθρώποι χαλεύουν να τους βοηθήσουμε· έλα να τους γλιτώσουμε· είναι λαθρέμποροι· εδώ κάτω στο γιαλό, στο Καλάμι, θα χάσουν το πράμα τους γιατί τους κυνηγάει η αστυνομία».  «Μην πας, μην πας!» είπε η γυναίκα.  «Βλέπεις ίσκιους, νύφη· γιατί φοβάσαι τόσο; πώς να μην πάω να γλιτώσουν οι αθρώποι; άκου τα σκυλιά πώς κόβουνται· κάποιος αληθινά διαβαίνει.»  «Όχι, είναι τα κοπάδια σιμά· μην πας· μην πας.»  «Δε σ’ ακούω» της αποκρίθηκε κι εβγήκε.  Τότες η Ευγενιά άκουσε έναν κατάκαρδο πόνο.  Ήταν αφέγγαρη η νύχτα· μα τ’ αστέρια έλαμπαν στον ουρανό μυριάδες· ο αγέρας ήταν ήσυχος κι ακουότουν ο μονότονος βόγκος του πελάγου.  «Εκεί κάτου» έδειξε ο Κώστας «εκεί κάτου στο Καλάμι· πάμε γλήγορα·» κι εκίνησε βιαστικός. Ο Νικόλας τον ακολούθαε καταπόδι.  Στο δρόμο δεν έλεγαν λόγο και σε λίγο ήρθαν στο γιαλό.  «Πού είναι τοι;» ερώτησε τότες ο Νικόλας.  «Αυτού σιμά στο γκρεμό, στο σκάλωμα» αποκρίθηκε ο άλλος.  Του πελάγου το φρύδι ήταν γιομάτο χαλίκια και άμμο· το κύμα το χάιδευε γλυκά, κατάμαυρο σα μελάνι. Επροχωρούσαν με γλήγορα πατήματα προς το γκρεμό, που εσηκωνότουν ψηλός πάνουθ’ από τη θάλασσα κι εχώριζε απροσπέραστα το γιαλό του Λευκορακιού από τον άλλον, μα ούτε κει δεν εφαινόνταν ούτε καΐκι, ούτε ανθρώποι, και τότες ο Νικόλας ανησύχησε κι εθυμήθηκε το φόβο της γυναικός τ’ αδερφού σου. Ταραγμένος είπε:  «Πού είναι τοι;»  «Ποιοι… Σ’ έφερα δω για να σε σφάξω.»  Ο άτυχος τότες εκατάλαβε πως ήταν χαμένος· έβαλε μεγάλη φωνή κι εχύθηκε πάνου στον Κώστα για να του πιάσει τα χέρια κι εφώναξε: - «Κάη! Βοήθεια, βοήθεια.»  Μόνο ο αντίλαλος τ’ αποκρίθηκε. Ο Κώστας έκαμε ένα πάτημα στη θάλασσα, θυμωμένος από τη βρισιά που τον έβρισκε σα μαστίγιο και φοβισμένος από τα φωνατά που εμολογούσαν κιόλας το σκοπό του. Έβγαλε αμέσως ένα πιστόλι, και, αδειάζοντάς το στο κορμί τ’ αδερφού του, του ’πε:  «Δέξου το, απάνθρωπε, μας εδιακόνησες».  Ο Νικόλας εκύλησε στο κύμα φωνάζοντας πάντα:  «Κάη, Κάη, βοήθεια!» Δεν ήτουν παρά λαβωμένος. Οι φωνές του όμως αγρίευαν τον άθλιο που του ’πιασε τώρα το στόμα και που ετράβηξε από τη ζώση μια κάμα· στρέφοντας αλλού το κεφάλι για να μη βλέπει, του την εβύθισε πολλές φορές στες σάρκες ανοίγοντάς του θανατερές πληγές. Μα ο δυστυχισμένος δεν απέθαινε, γιατί οι μαχαιριές, βαρεμένες στα στραβά, δεν επλήγωναν ούτε το λαιμό, ούτε την καρδιά· ένας βόγκος κουφός έβγαινε από τα λαβωμένα στήθια και το τυραγνισμένο κουφάρι ανατιναζότουν μέσα στα μαύρα νερά.  Ξάφνως ακουστήκαν αλυχτίσματα και φωνές ανθρώπων που ερχόνταν προς το γιαλό· και ο Κώστας με πολλή γρηγοράδα εστοχάστηκε πως οι πιστικοί είχαν ακούσει του πιστολιού τον κρότο και τες φωνές κι ετρέχαν να βοηθήσουν· και φοβισμένος εβιάστηκε να κρουφτεί αφήνοντας τον αδερφό του μισοαπεθαμένον στο κύμα.  «Σκοτωμένε πού είσαι; σκοτωμένε πού είσαι;» ακουόνταν δυο φωνές· και τους αποκρενότουν ένα αδύνατο μούισμα του ετοιμοθάνατου.  Ο Κώστας ελογάριασε πως οι κοπαδιαρέοι ήταν τώρα σιμά στον αδερφό του κι εφοβήθηκε μην ο σκοτωμένος τον εμολογούσε κι επετάχτηκε από τον κρουψώνα του κι ερίχτηκε βιαστικός κι εκείνος. Οι κοπαδιαρέοι δεν είχαν ακόμα φτάσει στο γκρεμό· είχαν στα χέρια φανάρια· και τα σκυλιά τούς οδηγούσαν· το βόγκισμα ακουόταν ξάστερα μαζί με του κυμάτου το σάλαγο. Ετρέχαν όλοι αμίλητοι κι έφτασαν τέλος. Κι ο Κώστας βλέποντας πρώτη φορά το δύστυχο κουφάρι που το ’δερνε η κοκκινισμένη θάλασσα, έκρουψε τα μάτια με τα χέρια. Μα γλήγορα εσυνήρθε, κι έπεσε απάνου στο κορμί τ’ αδερφού του, που ’χε τώρα λιποψυχήσει, κι εδερνότουν κι έκλαιγε.  Οι πιστικοί εγνώρισαν το σκοτωμένον κι είπαν ο ένας του άλλου συγκινημένοι: - «Εγίνηκε φονικό· είν’ ο Νικόλας ο Λάμπουρας· κάμε καρδιά, Κώστα.»  «Αμέτε» τους είπε ο φονιάς κλαιάμενος «αμέτε στο χωριό, φέρτε κόσμο να τονε σηκώσουμε· παπά, αστυνομία· κάμετε ό,τι χρειάζεται· ζει ακόμα!»  Οι κοπαδιαρέοι υπάκουσαν κι έφυγαν τρεχατά αφήνοντας το φως, και τα δυο αδέρφια εβρέθηκαν οπίσω μοναχά τους.  Και τώρα η Φωνή εμίλησε πάλε από τα βαθύτατα σπλάχνα του: - «Κάη» του ’πε «το πες και το ’καμες· γέψου το έργο σου». Κι ο φονιάς εσυλλογίστη τρομασμένος πώς να γλιτώσει κι η πρώτη του ιδέα ήτουν να φύγει: ο αδερφός του ήταν ακόμα ζωντανός κι εμπορούσε να μολοήσει όλα· και τότες έβαλε βουλή να τον αποτελειώσει για μία και έτσι να γλιτώσει ο ίδιος από τη ντροπή και την τιμωρία. Έπιασε το μαχαίρι. Μα η ελεεινή θέα του λαβωμένου τον εμπόδισε να φέρει σε τέλος τη σκέψη του, και χωρίς να το θέλει έσβησε το φως. Αλλά τότες του φάνηκε πως οι πληγές που ο ίδιος τες είχε ανοίξει έφεγγαν· πως το αίμα, που έβαφε το κύμα, έφεγγε και κείνο, και το μαχαίρι του ’πεσε από τα χέρια.  Αυτήν τη στιγμή ο ετοιμοθάνατος αναστέναξε.  «Αδερφέ» του ’πε ο Κώστας «συμπάθησε».  «Κάη καταραμένε» τ’ αποκρίθηκε με σβησμένη φωνή «γιατί μ’ εσκότωσες; η φούρκα σε προσμένει».   «Όχι, όχι, μη με καταδιώκεις· είσαι καλός και καλό θα ιδείς στην ψυχή σου· και δε θα πεθάνεις· η γυναίκα μου θα σε βαϊλέψει· θα φέρω γιατρούς, θα πουλήσω ό,τι έχουμε, θα σε κοιτάξω ως να γιατρευτείς· μη μολοήσεις.»  Ο σκοτωμένος αναστέναξε οπίσω: - «Μ’ ετυράγνισες. Εμόλεψες τα χέρια σου μ’ αδερφικό αίμα. Τι μεγάλο κακό έκαμες στο σπίτι μας. Δεν εσυλλογίστηκες τον κόρφο της μάνας μας που μας έθρεψε και τους δυο μας, πως μας έσπειρε ένας πατέρας;» Κι έκαμε να σηκωθεί μα εξανάπεσε πονεμένος στο κύμα.  «Μετανιώνω, σου λέω· αν ήθελα σ’ αποτέλειωνα· και θα σ’ έκανα έτσι ποτέ άλλο να μη μιλήσεις· μα μου λείπει η καρδιά· μη μολοήσεις.»  «Πεθάνω δεν πεθάνω, δε μολογάω» του αποκρίθηκε ο λαχτισμένος κλαίοντας «γιατί να χάσω και τη φαμιλιά σου; - Κάη ο θεός ας σε κρίνει!» κι ελιγοθύμησε πάλι.  Κι ωστόσο ερχότουν από το χωριό κόσμος καμπόσος· κι εμοιρολογούσαν όλοι για το σκοτωμό του Νικόλα Λάμπουρα ξαφνισμένοι από το ανεπάντεχο φονικό.  Δειλιασμένον τον έφεραν σπίτι του· και η Ευγενιά, που δεν είχε ακόμα πλαγιάσει, εβγήκε ουρλιάζοντας στο δρόμο ξέροντας τι εσυνέβαινε. Με το βλέμμα εζήτησε τον άντρα της, ερίχτηκε απάνου του και του ’πε στ’ αυτί:  - «Κάη, το πες και το ’καμες.» Έπειτα οδήγησε τους ανθρώπους πού να βάλουν τον ετοιμοθάνατο.  Ο Κώστας εκάθισε όξω από την πόρτα του, γιατί δεν εμπορούσε να βλέπει το ψυχομάχημα· ένας μισόκοπος χωριάτης έπλυνε με κρασί και με ξύδι τες πληγές και τες έδεσε, αλλά εδήλωσε πως ως το πρωί ο Νικόλας θ’ απέθνησκε. Έπειτα ο κόσμος έφυγε για να κοιμηθεί. Όλη νύχτα ο Νικόλας έμεινε αμίλητος και μόνο το πρωί άνοιξε ακόμα τα μάτια. Η Ευγενιά τότες τον εσίμωσε και του ’πε:  «Νικόλα, να ιδείς καλή ψυχή, μη μολοήσεις, μη με χάσεις κι εμένα».  Ο σκοτωμένος εκούνησε το κεφάλι λέγοντας όχι, της έπιασε το χέρι, κι ένα χαμόγελο πικρό τού στόλισε το μαραμένο χείλι. Έπειτα εζήτησε να κοινωνήσει.  Τέλος, όταν ο ήλιος ήταν όξω ήρθαν οι εξουσίες ν’ ανακρίνουν τον παθό και τους άλλους. Κι ο Κώστας τότες εφοβήθηκε οπίσω μην τον εκατάδινε, κι εμετάνιωσε πως δεν τον είχε αποτελειώσει στο γιαλό. Εστοχάστηκε πως εκεί κάτου ο αδερφός του σκιασμένος, του ’χε τάξει να τσωπάσει, αλλά πως τώρα μπορούσε να φανερώσει τα πάντα. Τότες ερίχτηκε στο σπίτι, έπεσε γονατιστός μπροστά στο μισοπεθαμένο κι έκλαιγε κι εμοιρολογούσε. Ο σκοτωμένος αποκρίθηκε στον κριτή, που τον ερώτησε αν είχε γνωρίσει το φονιά, ένα όχι με το κεφάλι και η Ευγενιά είδε το χαμόγελο της ευχαρίστησης απάνου στα χείλια του αντρός της και δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Μία σίχαση για τον δολερόν άνθρωπο της ανέβηκε από την καρδιά· μία φωνή από μέσα της της εχάλεψε εγδίκηση και δικαισοσύνη· ανανοήθηκε πως θα περνούσε τη ζωή της με το ανάξιο θηρίο και αποφάσισε εκείνη η ίδια την καταδίκη του. Ξάφνως εβάλθηκε να φωνάξει μπροστά στες εξουσίες:  «Κάη, καταραμένε· εσύ τον εσκότωσες· εσύ, κι όχι άλλος, που κλαις, δολερέ.»  Όλοι την εκοίταξαν σαστισμένοι κι εγύρισαν έπειτα προς τον άνθρωπο που αποθήνησκε και που είχε τα μάτια γιομάτα δάκρυα· κι ο κριτής κοιτάζοντάς τον ερώτησε: - «Είναι αλήθεια;»  Άκρα σιγή εβασίλεψε.  «Μην το κρούψεις» είπε η γυναίκα «αύριο θα με σκοτώσει και μένα γιατί εμαρτύρησα».  Ο ετοιμοθάνατος εκούνησε το κεφάλι λέγοντας ναι, και σε λίγο του βγήκε η ψυχή.  

ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ: 


Έντγκαρ Άλαν Πόε: Ο Μαύρος Γάτος - κείμενο [Μετάφραση: Ε. Μπαρτζινοπούλος] και AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 Έντγκαρ Άλαν Πόε: Ο Μαύρος Γάτος - κείμενο [Μετάφραση: Ε. Μπαρτζινοπούλος]

και AUDIOBOOK-ΒΙΝΤΕΟ διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου


 

 Αυτή τη τόσο φρικτή κι όμως τόσον απλή ιστορία που αρχίζω να γράφω, ούτε περιμένω ούτε ζητώ να τη πιστέψετε. Θα ήμουν αληθινά τρελός αν περίμενα να πιστέψετε μια υπόθεση, όπου οι ίδιες οι αισθήσεις μου αρνούνται τη μαρτυρία τους. Κι όμως δεν είμαι τρελός κι ασφαλώς δεν ονειρεύομαι. Αύριο όμως πρόκειται να πεθάνω και γι' αυτό θέλω να ξαλαφρώσω σήμερα τη ψυχή μου. Σκοπός μου είναι να διηγηθώ στον κόσμο, απλά, απέριττα και δίχως κανένα σχόλιο, μια σειρά συνηθισμένων γεγονότων που σχετίζονται με το σπίτι μου. Τα γεγονότα αυτά, και οι συνέπειες που προκάλεσαν, με τρομοκράτησαν, με βασάνισαν, με κατέστρεψαν. Ωστόσο δε θα προσπαθήσω να τους δώσω μια κάποια εξήγηση. Για μένα παρουσίαζαν κάτι φριχτό, σε πολλούς, τα γεγονότα που θα διηγηθώ θα φανούν μάλλον αλλόκοτα παρά τρομερά. Ίσως βρεθεί κάποιο μυαλό που να μπορέσει να μεταβάλει τα φαντάσματά μου σε κοινοτοπίες - κάποιο μυαλό πιο ήρεμο, πιο λογικό, και πολύ περισσότερο ευερέθιστο από το δικό μου, το οποίο στα περιστατικά που με δέος θα εξιστορήσω, δε θα δει τίποτα περισσότερο από μια συνηθισμένη κι απόλυτα φυσιολογική διαδοχή αιτιών κι αιτιατών. Από μικρός ακόμα διακρινόμουν για τον ήπιο και συμπονετικό μου χαρακτήρα. Η τρυφερότητα της καρδιάς μου ήταν μάλιστα τόσο φανερή, ώστε είχα καταντήσει το αντικείμενο της κοροϊδίας των συμμαθητών μου. Πάνω από όλα αγαπούσα τα ζώα, και οι γονείς μου με άφηναν να έχω στο σπίτι διάφορα ζώα που μάζευα. Περνούσα μαζί τους τον περισσότερο καιρό μου και η μεγαλύτερη ευτυχία μου
ήταν να τα χαϊδεύω, να τα φροντίζω και να τα ταΐζω. Όσο μεγάλωνα τόσο πιο έντονη γινόταν η ιδιοτυπία αυτή του χαρακτήρα μου, κι όταν πια έγινα άντρας, από τα ζώα αντλούσα τις μεγαλύτερες χαρές μου. Για όσους έχουν αγαπήσει ένα πιστό και έξυπνο σκυλί, θαρρώ πως δε χρειάζεται να εξηγήσω το μέγεθος και το είδος της ευχαριστήσεως που νιώθει κανείς από ένα τέτοιο αίσθημα. Στην αγάπη ενός ζώου, στη γεμάτη αλτρουισμό και αυτοθυσία αγάπη του, υπάρχει κάτι που αγγίζει κατευθείαν την καρδιά όποιου είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει τη σαθρή φιλία και τη χαλαρή πίστη του ανθρώπου. Παντρεύτηκα νέος και χάρηκα ιδιαίτερα όταν διαπίστωσα πως κι η γυναίκα μου συμμεριζόταν τα αισθήματά μου για τα ζώα. Βλέποντας την αδυναμία που τους είχα, δεν έχανε την ευκαιρία να φροντίσει να αποκτήσουμε όσο γινόταν περισσότερα ζώα. Είχαμε πουλάκια, χρυσόψαρα, έναν ωραίο σκύλο, κουνέλια, μια μικρή μαϊμού και ένα γάτο. Ο γάτος αυτός, ήταν ένα πολύ μεγάλο και ωραίο ζώο, κατάμαυρος κι υπερβολικά έξυπνος. Όταν μιλούσε για τον γάτο, η γυναίκα μου, που κατά βάθος ήταν τρομερά προληπτική, ανέφερε συχνά τη παλιά λαϊκή δοξασία, πως όλες οι μαύρες γάτες ήταν μεταμορφωμένες μάγισσες. Φυσικά δεν το έλεγε σοβαρά κι αν κάνω λόγο για το θέμα αυτό είναι μόνο και μόνο γιατί έτυχε να το θυμηθώ τούτη τη στιγμή. Ο Πλούτωνας -αυτό το όνομα είχαμε δώσει στο γάτο ήταν ο αγαπημένος μου κι ο αχώριστος σύντροφός μου. Μονάχα εγώ τον τάιζα και σε όποιο μέρος του σπιτιού κι αν πήγαινα με ακολουθούσε. Με δυσκολία μάλιστα τον εμπόδιζα να  'ρχεται πίσω μου και στο δρόμο. Η φιλία μας αυτή κράτησε πολλά χρόνια, και σε αυτό το διάστημα η ιδιοσυγκρασία κι ο χαρακτήρας μου - εξαιτίας του σατανά αυτού που λέγεται ποτό -είχα πάθει (κοκκινίζω από ντροπή που το ομολογώ) μια ριζική μεταβολή προς το χειρότερο. Μέρα με τη μέρα γινόμουν όλο και πιο ιδιότροπος, πιο ευερέθιστος, περισσότερο αδιάφορος για τα αισθήματα των άλλων. Υπέφερα κι ο ίδιος καθώς αντιλαμβανόμουν πόσο άσχημα μιλούσα στη γυναίκα μου. Στο τέλος έφτασα στην κατάντια να σηκώνω χέρι πάνω της και να τη χτυπώ. Φυσικά τον αντίκτυπο αυτής της μεταβολής του χαρακτήρα μου τον ένιωσαν και τα ζώα που υπήρχαν στο σπίτι μας. Ωστόσο τον Πλούτωνα τον είχα ακόμη σε υπόληψη και απέφευγα να τον κακομεταχειρίζομαι, αλλά για τα κουνέλια, τη μαϊμού, ακόμη και τον σκύλο δεν είχα κανέναν ενδοιασμό όταν τυχαία ή και από αγάπη, βρίσκονταν στο δρόμο μου. Η αρρώστια μου όμως χειροτέρευε - κακή αρρώστια το πιοτό! Στο τέλος ακόμα κι ο Πλούτωνας που είχεν αρχίσει πια να γερνά κι όπως είναι φυσικό να γίνεται κάπως δύσκολος, άρχισε να δοκιμάζει τα αποτελέσματα της αλλαγής του χαρακτήρα μου. Μια νύχτα, έχοντας γυρίσει στουπί στο μεθύσι μετά από μια πολύωρη βόλτα στις ταβέρνες, μου καρφώθηκε η ιδέα πως ο γάτος με απόφευγε. Τον άρπαξα με το ζόρι και εκείνος, καθώς τρόμαξε με τη βίαιη ενέργειά μου, με δάγκωσε ελαφρά το χέρι. Τα νεύρα μου, τεντωμένα κι από το μεθύσι, ξέσπασαν. Δεν ήξερα τι έκανα, δεν ήμουν πια ο εαυτός μου. Λες και τη στιγμή εκείνη η ψυχή μου είχε πετάξει μακριά εγκαταλείποντας το σώμα μου' και μια διαβολική μοχθηρία - ίσως και κάτι περισσότερο θρεμμένη με αλκοόλ, διαπέρασε το κάθε μόριο του κορμιού μου. Έβγαλα από το γιλέκο μου ένα σουγιά, τον άνοιξα, άδραξα το δυστυχισμένο ζώο από το λαιμό και το ξερίζωσα το ένα μάτι. Ντρέπομαι, ανατριχιάζω γράφοντας αυτή τη φρικαλέα πράξη μου. Όταν το άλλο πρωί ήρθα πάλι στα λογικά μου - όταν πια το νυχτερινό μου μεθύσι είχε πια ξεθυμάνει με τον ύπνο -ένιωσα ένα αίσθημα ανάμιχτο από φρίκη και τύψεις για το έγκλημα που είχα διαπράξει. Αλλά, όπως και αν το κάνουμε, ήταν ένα αδύναμο και αμφίβολο αίσθημα κι η ψυχή μου έμεινε ανέγγιχτη. Ξανάπεσα στο πιοτό και δεν άργησα να πνίξω στο κρασί κάθε θύμηση από κείνη μου την πράξη. Στο μεταξύ ο γάτος συνερχόταν σιγά-σιγά. Είναι αλήθεια πως η τρύπα του χαμένου ματιού του παρουσίαζε ένα φριχτό θέαμα, αλλά δεν φαινόταν να πονά και να υποφέρει. Τριγύριζε όπως πάντα στο σπίτι, αλλά, όπως είναι φυσικό, έτρεχε κατατρομαγμένος να κρυφτεί μόλις με έβλεπε να πλησιάζω. Καθώς μέσα μου απόμενε ακόμα κάτι από τον παλιό μου εαυτό, στην αρχή λυπόμουν για αυτή την απέχθεια που τόσο φανερά μου έδειχνε ένα πλάσμα που κάποτε με είχε αγαπήσει. Το συναίσθημα όμως της λύπης παραχώρησε γρήγορα τη θέση του στο θυμό. Και τότε, σαν τελειωτική και αμετάκλητη κατάπτωση, φώλιασε μέσα μου το πνεύμα της διαστροφής . Η φιλοσοφία δεν το λογαριάζει και πολύ αυτό το πνεύμα. Κι όμως όσο βέβαιος είμαι πως ζω, άλλο τόσο βέβαιος είμαι πως η διαστροφή είναι ένα από τα αρχέγονα ορμέμφυτα της ανθρώπινης καρδιάς - μια από τις ιδιαίτερες πρωταρχικές δυνάμεις, ή συναισθήσεις, που δίνουν μια κατεύθυνση στον χαρακτήρα του ανθρώπου. Ποιος δεν έπιασε, όχι μια αλλά εκατό φορές, τον εαυτό του, να κάνει μια ποταπή ή ανόητη πράξη απλώς και μόνο επειδή ήξερε πως δεν έπρεπε να την κάνει ; Μήπως άλλωστε δεν έχουμε μια παντοδύναμη ροπή, όσο και αν είμαστε άνθρωποι με κρίση, να παραβαίνουμε το νόμο μόνο και μόνο γιατί είναι ο νόμος; Το πνεύμα αυτό της διαστροφής, όπως σας είπα, έφερε την τελειωτική μου κατάπτωση. Ήταν αυτός ο αβυσσαλέος πόθος της ψυχής να εναντιωθεί στο εαυτό της, να παραβιάσει την ίδια της τη φύση, να κάνει το κακό προς χάρη του κακού, που με έσπρωξε να συνεχίσω και να αποτελειώσω το βασάνισμα του άκακου αυτού ζώου. Κάποιο πρωινό, του πέρασα ψύχραιμα τη θηλιά στο λαιμό και το κρέμασα από το κλαδί ενός δέντρου. Το κρέμασα ενώ από τα μάτια μου τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι κι ένιωθα τις σκληρότερες τύψεις να με βασανίζουν, το κρέμασα γιατί ήξερα πως με είχε αγαπήσει και γιατί καταλάβαινα πως δεν μου είχε δώσει την αφορμή να του κάνω κακό το κρέμασα γιατί ήξερα πως αυτό που έκανα ήταν μια αμαρτία - μια θανάσιμη αμαρτία που με αυτή και μόνο θα διακινδύνευα να θέσω την ψυχή μου (αν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει) πέρα κι από το άπειρο έλεος του παντοδύναμου και παντελεήμονος Θεού. Τη νύχτα της ίδιας ημέρας, που είχα κάνει αυτή την τόσο μεγάλη αμαρτία, με ξύπνησαν φωνές: -"Πυρκαγιά, πυρκαγιά!" Οι κουρτίνες του κρεβατιού μου φλέγονταν. Ολόκληρο το σπίτι λαμπάδιασε. Με μεγάλη δυσκολία η γυναίκα μου, μια υπηρέτρια κι εγώ, μπορέσαμε να γλιτώσουμε. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Όλα τα επίγεια αγαθά μου είχαν χαθεί και το μοναδικό μου καταφύγιο από δω και μπρος απόμενε η απελπισία. Δεν μπορώ -δεν θέλω- να επιχειρήσω να βρω μια σχέση ανάμεσα στην καταστροφή που με έπληξε και στην κτηνωδία που είχα διαπράξει. Παραθέτω μόνο έναν-έναν τους κρίκους μιας αλυσίδας γεγονότων, και δεν θέλω να παραλείψω κανέναν. Την επόμενη μέρα της πυρκαγιάς πήγα να δω τα ερείπια. Οι τοίχοι, εκτός από μια εξαίρεση, ήταν σωριασμένοι στο χώμα. Η μοναδική εξαίρεση ήταν ένας εσωτερικός τοίχος, όχι πολύ χοντρός, περίπου στη μέση του σπιτιού, εκεί που ακουμπούσε το κεφάλι του κρεβατιού μου. Ο σοβάς, στο μεγαλύτερο μέρος του, είχε αντέξει στη φωτιά, κι αυτό το απέδωσα στο γεγονός ότι ο τοίχος ήταν φρεσκοσοβατισμένος. Γύρω από τον τοίχο ήταν συγκεντρωμένο ένα πυκνό πλήθος περιέργων, και πολλοί φαίνονταν να εξετάζουν ένα συγκεκριμένο τμήμα του με μεγάλη και ζωηρή προσοχή. Οι λέξεις «παράξενο!», «καταπληκτικό!» και άλλες παρόμοιες εκφράσεις τράβηξαν την περιέργειά μου. Πλησίασα και είδα σαν να ήταν βαθουλωτά ανάγλυφη πάνω στην άσπρη επιφάνεια, τη μορφή ενός γιγάντιου γάτου. Το αποτύπωμα είχε αληθινά μια εκπληκτική ακρίβεια. Ένα σκοινί ήταν περασμένο από το λαιμό του ζώου. Όταν πρωταντίκρισα το φάντασμα αυτό -γιατί δεν μπορούσα να το θεωρήσω τίποτα άλλο παρά μόνο φάντασμα- έμεινα έκπληκτος και τρομοκρατημένος. Σιγά σιγά όμως το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει. Θυμήθηκα πως είχα κρεμάσει το γάτο σ' ένα κήπο δίπλα στο σπίτι μου. Όταν δόθηκε ο συναγερμός για την πυρκαγιά, ο κήπος γέμισε αμέσως κόσμο, και κάποιος θα πρέπει να έκοψε το σκοινί από το δέντρο και να πέταξε το γάτο στην κάμαρά μου, ίσως για να με ξυπνήσει. Οι άλλοι τοίχοι, καθώς έπεφταν είχαν πιέσει στο θύμα της μοχθηρίας μου πάνω στο φρέσκο σοβά, κι ο ασβέστης με την επίδραση της φωτιάς και της αμμωνίας του ψοφιμιού, είχαν σχηματίσει την εικόνα που είχα τώρα μπροστά μου. Μολονότι η λογική μου, αν όχι η συνείδησή μου, εξήγησε με τόση ετοιμότητα το εκπληκτικό γεγονός που μόλις σας διηγήθηκα, ωστόσο μια βαθιά εντύπωση έμεινε χαραγμένη στη φαντασία μου. Για μήνες ολόκληρους δεν μπορούσα να απαλλαγώ από το φάντασμα του γάτου. Και σε αυτό το διάστημα γεννήθηκε αργά στη ψυχή μου κάτι που έμοιαζε - αλλά και που δεν ήταν - με τύψεις, Κατάντησα να λυπάμαι τώρα για το χαμό του άλλοτε αγαπημένου μου ζώου, και να ψάχνω παντού, στα καταγώγια που σύχναζα τώρα, μήπως βρω κανέναν άλλο γάτο, που να του μοιάζει κάπως ώστε να τον αντικαταστήσω. Κάποιο βράδυ, έτσι που καθόμουν μισοναρκωμένος σ' ένα ελεεινό καταγώγιο, τράβηξε την προσοχή μου κάποιο μαύρο πράγμα που βρισκόταν πάνω σε ένα από τα πελώρια βαρέλια με τζιν που αποτελούσαν και την κυριότερη επίπλωση εκεί μέσα. Είχα από ώρα καρφωμένα τα μάτια μου πάνω σε εκείνο το βαρέλι, κι αυτό που με παραξένεψε τώρα ήταν που δεν είχα προσέξει πιο πριν εκείνο το μαύρο πράγμα. Πήγα κοντά και το άγγιξα με το χέρι μου. Ήταν ένας μαύρος γάτος, πολύ μεγάλος, στο μπόι περίπου του Πλούτωνα, και που του έμοιαζε σε όλα εκτός από κάτι. Ο Πλούτωνας δεν είχε ούτε μιαν άσπρη τρίχα σε ολόκληρο το κορμί του, ενώ αυτός εδώ ο γάτος είχε μια μεγάλη τούφα από άσπρες τρίχες, με ακαθόριστο σχήμα, που του σκέπαζε ολόκληρο σχεδόν το στήθος. Μόλις τον άγγιξα σηκώθηκε αμέσως, γουργούρισε δυνατά, τρίφτηκε πάνω στο χέρι μου και φαινόταν ευχαριστημένος που τον πρόσεξα. Ήταν ακριβώς το ζώο που γύρευα. Πρότεινα στον ταβερνιάρη να τον αγοράσω, αυτός όμως μου απάντησε πως δεν είχε καμιά απολύτως απαίτηση, γιατί όχι μόνο δεν ήταν δικός του ο γάτος αυτός αλλά και ούτε τον είχε ξαναδεί. Συνέχισα να τον χαϊδεύω κι όταν ετοιμάστηκα να γυρίσω στο σπίτι μου, έδειξε τη διάθεση να με συνοδέψει. Τον άφησα να έρθει μαζί μου και καθώς βαδίζαμε έσκυβα που και που και τον χάιδευα. Όταν φτάσαμε πια στο σπίτι, εγκαταστάθηκε κοντά μας κι αμέσως έγινε ο αγαπημένος της γυναίκας μου. Όσο για μένα, δεν άργησα να νιώσω αντιπάθεια για το ζώο αυτό -ακριβώς το αντίθετο δηλαδή απ' ό,τι περίμενα να συμβεί. Κι ακόμη -χωρίς να ξέρω πως και γιατί- η αγάπη που μου έδειχνε μου προξενούσε απέχθεια και στενοχώρια. Σιγά-σιγά τα συναισθήματα αυτά της απέχθειας και της στεναχώριας μεταμορφώθηκαν σε μίσος. Απόφευγα το γάτο. Κάτι σαν αίσθημα ντροπής κι αναμνήσεως της προηγούμενης μοχθηρής συμπεριφοράς μου, με εμπόδιζαν να του κάνω κακό. Για μερικές βδομάδες δεν τον χτύπησα, ούτε τον κακομεταχειρίστηκα βαθμιαία όμως, κατάντησε να τον βλέπω μ' ανείπωτη σιχαμάρα και να φεύγω βιαστικά μόλις έβλεπα το απαίσιο αυτό ζώο, όπως φεύγει κανείς μπροστά σε μια σιχαμερή μυρουδιά. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως αυτό που δυνάμωσε το μίσος μου ήταν ότι ανακάλυψα -όχι την ίδια βραδιά, που τον είχα φέρει σπίτι, αλλά την άλλη μέρα το πρωί- πως, όπως κι ο Πλούτωνας, είχε κι αυτός το ένα μάτι του βγαλμένο. Το περιστατικό αυτό τον έκανε ωστόσο πιο αγαπητό στη γυναίκα μου, που διατηρούσε ακόμη το αίσθημα εκείνο της συμπόνιας που άλλοτε χαρακτήριζε και εμένα και που μου χάριζε τις πιο απλές κι αγνές χαρές. Όσο όμως εγώ σιχαινόμουν περισσότερο το γάτο, τόσο φαινόταν να μεγαλώνει η δική του αδυναμία για μένα. Ακολουθούσε τα βήματά μου με μια επιμονή που μου είναι αδύνατο να την περιγράψω στον αναγνώστη. Όπου και αν καθόμουν, κουλουριαζόταν κάτω από την καρέκλα μου ή πηδούσε πάνω στα γόνατά μου και δεν σταματούσε να χαϊδολογιέται. Όταν σηκωνόμουν να φύγω, μπερδευόταν στα πόδια μου με κίνδυνο να με κάνει να πέσω ή έμπηγε τα μακριά και μυτερά του νύχια στο παντελόνι μου και σκαρφάλωνε στο στήθος μου. Σε κάτι τέτοιες στιγμές ένιωθα τη διάθεση να τον σκοτώσω με ένα μου χτύπημα, εμποδιζόμουν όμως να το κάνω, όχι τόσο από την ανάμνηση του προηγούμενου εγκλήματός μου, αλλά κυρίως εξαιτίας του τρόμου που μου ενέπνεε το ζωντανό αυτό. Ο τρόμος που με κυρίευε δεν ήταν τρόμος πως θα πάθαινα κάτι σωματικά -κι όμως δεν βρίσκω άλλο τρόπο να τον προσδιορίσω. Ντρέπομαι σχεδόν να ομολογήσω -ναι, ακόμη και σε αυτό το ατιμωτικό κελί που βρίσκομαι ντρέπομαι να το μολογήσω- πως ο τρόμος κι η φρίκη που μου ενέπνεε το ζώο αυτό είχαν ενταθεί από μια από τις απιθανότερες χίμαιρες που μπορεί να διανοηθεί κανείς. Η γυναίκα μου επέστησε αρκετές φορές την προσοχή μου στη μορφή του σημαδιού με τις άσπρες τρίχες, που έχω προαναφέρει και που αποτελούσε τη μοναδική διαφορά ανάμεσα σ' αυτό το παράξενο ζώο και σε κείνο που είχα σκοτώσει. Ο αναγνώστης θα θυμάται πως το σημάδι αυτό, αν και μεγάλο, ήταν στην αρχή ακαθόριστο. Σιγά-σιγά όμως, ανεπαίσθητα, τόσον αδιόρατα που για πολύν καιρό η λογική μου αγωνιζόταν να μη το παραδεχτεί, θεωρώντας το απλή του φαντασιοπληξία, είχε πάρει ένα σχήμα σαφέστατα σχεδιασμένο. Παρίστανε τώρα κάτι που ανατριχιάζω να προφέρω την ονομασία του... Ήταν η εικόνα από κάτι φριχτό και απαίσιο: η εικόνα της αγχόνης! Εκείνο το σκυθρωπό και τρομερό σύνεργο της Φρίκης και του Εγκλήματος, της Αγωνίας και του Θανάτου! Και τώρα η κατάντια μου ξεπερνούσε κάθε ανθρώπινη αθλιότητα. Ένα ζώο χωρίς λογική, να κατεργάζεται για μένα -για μένα, έναν άνθρωπο πλασμένο κατ' εικόνα κι ομοίωση του Θεούμα τόσον αβάσταχτη κατάρα! Αλίμονο! Ούτε μέρα, ούτε νύχτα γνώρισα πια την ευλογία της ησυχίας! Τη μέρα δεν με άφηνε ούτε μια στιγμή μόνο μου το σιχαμερό αυτό πλάσμα, και τη νύχτα ξυπνούσα κάθε τόσο από όνειρα ανείπωτα τρομαχτικά για να βρω τη ζεστή ανάσα του πάνω στο πρόσωπό μου και το τεράστιο βάρος του -ένας αληθινός βραχνάς που δεν είχα τη δύναμη να τον διώξω να πλακώνει συνεχώς τη καρδιά μου! Κάτω από την πίεση μιας τέτοιας αγωνίας το ασθενικό υπόλειμμα του παλιού αγαθού εαυτού μου δεν άργησε να χαθεί. Πονηρές σκέψεις -οι πιο καταχθόνιες και πονηρές σκέψεις- ήταν πια οι μοναδικοί και μόνιμοι σύντροφοί μου. Η ζοφερή μου διάθεση εξελίχθηκε σε ένα μίσος για όλα τα πράγματα και για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Και συχνά, τα απότομα και ασυγκράτητα ξεσπάσματα μιας μανίας, που της είχα παραδοθεί τώρα στα τυφλά, το συνηθισμένο και απέραντα υπομονετικό μου θύμα ήταν η γυναίκα μου που ποτέ της δεν ξεστόμιζε το παραμικρό παράπονο. Κάποια μέρα ήρθε κι αυτή μαζί μου, για κάποια δουλειά, στο κελάρι του παλιού σπιτιού, που η φτώχια μας ανάγκαζε τώρα να κατοικούμε. Καθώς κατέβαινε τις σκάλες ο γάτος μ' ακολούθησε και με τη συνήθειά του να μπερδεύεται στα πόδια μου, με σώριασε καταγής με το κεφάλι. Έγινα έξω φρενών. Σήκωσα ένα τσεκούρι και ξεχνώντας στο θυμό μου τον παιδιάστικο φόβο που ως τώρα συγκρατούσε το χέρι μου, κατέβασα με δύναμη το τσεκούρι στο ζώο και σίγουρα θα το σκότωνα, αν η γυναίκα μου δεν προλάβαινε να συγκρατήσει το χέρι μου. Η επέμβασή της μ' έκανε να φρενιάσω, να λυσσάξω. Τράβηξα το μπράτσο μου που το κρατούσε σφιχτά, και με το τσεκούρι τη χτύπησα κατακέφαλα. Έπεσε νεκρή χωρίς ούτε ένα βογκητό. Το πρώτο πράγμα που έκανα μετά από το απαίσιο αυτό φονικό ήταν να σκεφτώ ψύχραιμα που θα έκρυβα το πτώμα. Καταλάβαινα πως δεν μπορούσα να το κουβαλήσω έξω από το σπίτι, ούτε μέρα αλλά ούτε και νύχτα, χωρίς να διατρέξω τον κίνδυνο να με δουν οι γείτονες. Έκανα με το μυαλό μου διάφορα σχέδια. Προς στιγμή σκέφτηκα να κόψω το πτώμα σε μικρά - μικρά κομματάκια και να το κάψω. Ύστερα, έκανα τη σκέψη να ανοίξω ένα λάκκο στο κελάρι και να θάψω εκεί το πτώμα. Έπειτα είπα να το ρίξω στο πηγάδι της αυλής ή να το συσκευάσω σε ένα μεγάλο κιβώτιο, σαν εμπόρευμα, με όλους τους συνηθισμένους τύπους και να φωνάξω κανένα χαμάλη να το πάρει από το σπίτι. Τελικά μου ήρθε μια ιδέα που την έκρινα σαν την καλύτερη από όλες. Αποφάσισα να χτίσω το πτώμα μέσα σε ένα τοίχο του κελαριού, όπως αναφέρει κι η Ιστορία πως έχτιζαν τα θύματά τους οι καλόγεροι του Μεσαίωνα. Το κελάρι ήταν κατάλληλο για το σκοπό αυτό. Οι τοίχοι ήταν ψευτοχτισμένοι και τώρα τελευταία τους είχαν σοβαντίσει, αλλά η υγρασία δεν άφησε το σοβά να ξεραθεί. Κι εξάλλου, ο ένας από τους τοίχους είχε μια εσοχή, σαν να προοριζόταν για θέση τζακιού, αλλά φαινόταν πως τελικά το είχαν μετανιώσει, και είχαν γεμίσει με τούβλα το κενό. Ήμουν σίγουρος πως εύκολα θα μπορούσα να βγάλω από τη θέση τους τα τούβλα, να βάλω το πτώμα στην εσοχή, κι έπειτα να ξαναχτίσω το μέρος εκείνο, όπως ήταν πριν, έτσι που κανένα μάτι δε θα μπορούσε να ανακαλύψει τίποτα το ύποπτο. Και δεν έπεσα έξω στους υπολογισμούς μου. Με λοστό ξεχαρβάλωσα εύκολα τα τούβλα κι αφού τοποθέτησα προσεχτικά όρθιο το πτώμα, ακουμπώντας το στον εσωτερικό τοίχο, το στήριξα στη θέση αυτή και χωρίς πολύ κόπο ξανάβαλα τα τούβλα όπως ήταν πριν. Με κάθε προφύλαξη προμηθεύτηκα ασβέστη, άμμο κι άχυρα, ετοίμασα ένα σοβά, που δε ξεχώριζε καθόλου από τον παλιό κι έχτισα τον καινούριο τοίχο. Όταν τελείωσα έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος από τη δουλειά μου. Ο τοίχος δεν φαινόταν καθόλου πως είχε πειραχτεί. Μάζεψα από κάτω τα μπάζα με τη μεγαλύτερη προσοχή. Έριξα γύρω μου μια θριαμβευτική ματιά και μονολόγησα: -"Εδώ, τουλάχιστον ο κόπος μου δεν πήγε χαμένος". Η επόμενη ενέργειά μου ήταν να ψάξω να βρω το ζώο που είχε σταθεί η αιτία της καταστροφής αυτής. Γιατί τώρα είχα πια την απόφαση να το εξοντώσω. Αν το έβρισκα μπροστά μου εκείνη τη στιγμή, θα το είχα ξεμπερδέψει. Μα φαίνεται πως το πονηρό ζώο είχε τρομοκρατηθεί από την εκδήλωση του θυμού μου κι απέφευγε να παρουσιαστεί μπροστά μου. Είναι αδύνατο να περιγράψει ή να φανταστεί κανείς τη βαθιά, την ηδονική ανακούφιση που μου προξένησε η απουσία του σιχαμερού ζώου. Δε φάνηκε ούτε ολόκληρη τη νύχτα, κι έτσι, τουλάχιστο για μια νύχτα, από τότε που είχε πατήσει το πόδι του στο σπίτι μου, μπόρεσα να κοιμηθώ ήσυχα και ατάραχα. Ναι, κοιμήθηκα, παρόλο το βάρος του φόνου που είχα στη ψυχή μου. Πέρασε η δεύτερη, πέρασε κι η Τρίτη μέρα κι ο τύραννός μου εξακολουθούσε να μη φαίνεται. Ανάσανα σαν ελεύθερος άνθρωπος. Το τέρας, τρομαγμένο, είχε φύγει μια για πάντα από το σπίτι μου! Δε θα το ξανάβλεπα στα μάτια μου! Ήμουν ευτυχισμένος! Το αίσθημα της ενοχής για τη βδελυρή πράξη μου δεν με βάραινε σχεδόν καθόλου. Στην ανάκριση που έγινε αποκρίθηκα με ετοιμότητα και χωρίς να τα χάσω. Έγινε και μια έρευνα -μα φυσικά, τίποτα δεν ανακάλυψαν. Θεωρούσα πια πως η μελλοντική μου ευτυχία ήταν εξασφαλισμένη. Τέσσερις μέρες μετά το φόνο, οι αστυνομικοί ξανάρθαν απροειδοποίητα για να κάνουν μια πιο αυστηρή έρευνα. Σίγουρος πως ο κρυψώνας μου ήταν αδύνατο να ανακαλυφθεί δεν ανησύχησα καθόλου. Οι αστυνομικοί ζήτησαν να τους συνοδεύσω στην έρευνά τους. Δεν άφησαν καμιά γωνιά, καμιά κώχη χωρίς να την ψάξουν. Στο τέλος κατέβηκαν και πάλι στο κελάρι -για τρίτη ή τέταρτη φορά. Ούτε μια τρίχα μου δε σάλεψε. Η καρδιά μου χτυπούσε ήρεμα, σαν την καρδιά του ανθρώπου που κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Πηγαινοερχόμουν μέσα στο κελάρι. Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος και βημάτιζα εδώ κι εκεί. Οι αστυνομικοί, απόλυτα ικανοποιημένοι από την έρευνά τους, ετοιμάζονταν να φύγουν. Η χαρά μου ήταν τόσο πολύ μεγάλη ώστε δεν μπορούσα να τη συγκρατήσω. Λαχταρούσα να πω κάτι, έστω και μια λέξη, έτσι, σαν εκδήλωση του θριάμβου μου, αλλά και για να τους διπλασιάσω τη βεβαιότητα πως είμαι αθώος. -"Κύριοι", τους είπα τη στιγμή που ανέβαιναν τη σκάλα, "είμ' ενθουσιασμένος που οι υποψίες σας χάθηκαν. Σας εύχομαι να είστε πάντα καλά και κάπως περισσότερο ευγενείς. Εδώ που τα λέμε, κύριοι, το σπίτι αυτό είναι πολύ καλοχτισμένο" (μέσα στη φλογερή μου επιθυμία να πω κάτι με άνεση, δεν ήξερα καλά-καλά τι έλεγα), "μπορώ μάλιστα να πω ότι είναι εξαιρετικά καλοχτισμένο. Αυτοί οι τοίχοι -μα γιατί φεύγετε κύριοι;- αυτοί οι τοίχοι είναι γερά φτιαγμένοι..." Και λέγοντας αυτά τα λόγια, χτύπησα δυνατά -μόνο και μόνο από μια μανία για επίδειξη που με είχε πιάσει- μ' ένα μπαστούνι που κρατούσα στο μέρος ακριβώς εκείνου του τοίχου με τα τούβλα, που πίσω του στεκόταν το πτώμα της αγαπημένης μου γυναικούλας. Μα ο Θεός να με φυλάξει και να με σώσει από τα νύχια του Αντίχριστου! Δεν είχαν πάψει καλά-καλά να αντηχούν τα χτυπήματα του μπαστουνιού μου και μου αποκρίθηκε μια φωνή μέσα από τον τάφο! Μια φωνή πνιγμένη και κομμένη σαν αναφιλητό παιδιού στην αρχή, που έπειτα φούντωσε βιαστικά σε μια μακρόσυρτη δυνατή κι αδιάκοπη κραυγή φρίκης και θριάμβου μαζί, τέτοια που μόνο από την κόλαση θα μπορούσε να είχε βγει -μια κραυγή που έμοιαζε να βγαίνει ταυτόχρονα από το λαρύγγι των κολασμένων που αγωνιούν και από τους δαίμονες που χαίρονται την κόλαση κι αναγαλιάζουν. Είναι αστείο να μιλήσω για τις σκέψεις που έκανα εκείνη τη στιγμή. Παρέλυσα. Τρικλίζοντας, πήγα κι ακούμπησα στον αντικρινό τοίχο. Οι αστυνομικοί για μια στιγμή έμειναν ακίνητοι από τρόμο και δέος στη σκάλα. Αμέσως μετά, δέκα γερά μπράτσα καταπιάστηκαν με τον τοίχο. Έπεσε μονοκόμματος. Το πτώμα, σε αρκετά προχωρημένη αποσύνθεση πια, γεμάτο πηγμένα αίματα, στεκόταν όρθιο μπροστά μας. Πάνω στο κεφάλι του, με κατακόκκινο ανοιχτό στόμα κι ένα μοναδικό μάτι που πετούσε φωτιές, καθόταν το απαίσιο ζώο, που η πανουργία του μ' είχε κάνει φονιά. Κι η κατήγορη φωνή του μ' έστελνε στο δήμιο. Είχα χτίσει το τέρας μέσα στον τοίχο...
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ με το AUDIOBOOK εδώ:

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο αστερισμός Δοράς +ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου, συγγραφέα

  Ο αστερισμός Δοράς +ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου, συγγραφέα       ΓΕΝΙΚΑ: Η Δοράς [Λατ. Dorado, συντ. Dor] είναι ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....