Ύπνος και Θάνατος
από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα
ΟΙ
ΔΙΔΥΜΟΙ:
Σύμφωνα με τον Ησίοδο και τη “Θεογονία”
του, ο Ύπνος και ο δίδυμος αδελφός του,
ο Θάνατος, ήταν “δεινοί θεοί” που
κατοικούσαν στον Τάρταρο και ήταν τέκνα
της Νύκτας και του Ερέβους.
Waterhouse: Sleep and his half-brother death [1874]
Ο ΥΠΝΟΣ: Ο Ύπνος ήταν θεότητα ή δαίμων, που αποτελούσε την προσωποποίηση του ύπνου1. Ο Ύπνος μυθολογείται ότι είχε είτε χίλιους, είτε τρεις γιους ή αδελφούς (εκτός του Θανάτου). Οι συγγραφείς που ομιλούν για τρία αδέλφια αναφέρουν τον Μορφέα, τον Φοβήτορα [σύμβολο των ενυπνίων εφιαλτών] και τον Φάντασο [σύμβολο των ονείρων]. Κατά τον Όμηρο, που τον αποκαλεί νήδυμο [=γλυκύ]2, τόπος κατοικίας του Ύπνου ήταν η νήσος Λήμνος3. Πάντως μεταγενέστεροι συγγραφείς [Ελληνιστική Εποχή], του αποδίδουν μια δική του φανταστική πατρίδα, τη “Νήσο των Ονείρων”. Ο Όμηρος αναφέρει μια ευχή της Ήρας προς τον Ύπνο: “Ύπνε, βασιλιά όλων των θεών κι όλων των ανθρώπων να κοιμίσεις για χάρη μου τα ωραία μάτια του Δία, κάτω από τα φρύδια του, αὐτίκ' ἐπεί κεν ἐγὼ παραλέξομαι ἐν φιλότητι [αμέσως μόλις εγώ κοιμηθώ μαζί του ερωτικά]4”
ΛΑΤΡΕΙΑ – ΤΕΧΝΗ: Ο Ύπνος λατρευόταν πολύ στην κυρίως Ελλάδα. Σημαντικά κέντρα της λατρείας του Ύπνου ήταν η Επίδαυρος, η Τροιζήνα και η Ολυμπία. Οι αρχαίοι Τον θεωρούσαν ήσυχο και πράο θεό [ή δαίμονα], που πλανιόταν στη γη και τον απεικόνιζαν πότε ως ωραίο νέο, που έσπερνε στη Γη γλυκά όνειρα ή κοιμόταν σε μια κλίνη και πότε ως δαίμονα με φτερά, που μετέφερε ένα νεκρό μαζί με τον αδερφό το θάνατο5. Ο Ύπνος απασχόλησε την τέχνη με πολλές μορφές και συχνά τον απεικονίζουν με φτερά αετού ή πεταλούδας στο μέτωπο ή με ένα κέρας, από το οποίο σκορπίζονται τα όνειρα. Συχνά απεικονίζεται ως γυμνός νέος, μερικές φορές με γενειάδα και φτερά στο κεφάλι, ή ως κοιμώμενος άνδρας πάνω σε κρεβάτι από πούπουλα με μαύρες κουρτίνες γύρω, ενώ κάποιες φορές ο Μορφέας αποτρέπει τυχόν θορύβους που θα μπορούσαν να τον ξυπνήσουν. Αξίζει να αναφερθεί πως και ο Ερμής ήταν θεός του Ύπνου. Στην λεγόμενη “κιβωτό του Κύψελου”, στην Ολυμπία, τα δύο αδέλφια, δηλαδή ο Ύπνος και ο Θάνατος, εικονίζονται σαν αγοράκια που κοιμούνται στην αγκαλιά της μητέρας τους, ενώ ο Θάνατος είναι ζωγραφισμένος με μαύρο χιτώνα και ο Ύπνος με άσπρο. Στη Σπάρτη η απεικόνισή του Ύπνου συνοδεύεται πάντα από εκείνη του Θανάτου. Σε μεταγενέστερα χρόνια ο θάνατος και ο Ύπνος συγχωνεύτηκαν σε μία θεότητα6. Μη δε μοιάζουν άλλωστε;

O Eρμής κι ο Θάνατος την ώρα της θανής του Σαπρηδόνος
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ:
Ο Θάνατος, δίδυμος αδελφός του Ύπνου,
σαν προσωποποίηση του αποχωρισμού της
ψυχής από το σώμα, στον Όμηρο συνοδεύεται
με το επίθετο “μόρος” και το ουσιαστικό
“κηρ”, ενώ υποδηλώνεται ακόμη με φράσεις
όπως: “μαύρη μοίρα”, “κήρ μέλαινα”,
“ερεβενή νυξ”, “νυξ μέλαινα”, “νηλεές
ήμαρ”, “μόρος αινός”, “στυγερόν
σκότος”, “θανάτου μέλαν νέφος”, “μοίρα
κακή θανάτοιο”, “κηρ κακή μέλανος
θανάτου”, “τέλος θανάτοιο”, κ.α.. Ως
προσωποποιημένος θεός ο Θάνατος,
χαρακτηριζόταν επίσης “μελάμπεπλος
άναξ νεκρών”, “κακός”, “τανηλεγής”,
“αιέννυπνος”, “δυσηλεγής”, “δυσηχής”
κ.λπ. Στα ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα
χαρακτηρίζεται ¨ακόμη: “κακός δαίμων”,
“βαρύς”, “άκριτος”, “λυπηρός”,
“βάσκανος”, “αλόγιστος”, κ.ά. Μερικές
φορές πιστεύετο ότι έπινε και το αίμα
των νεκρών! Ο
Θάνατος επηρεάζεται από τους θεούς και
μάλιστα από τις Μοίρες. Εκτός από τις
Κήρες είχε και άλλους ακολούθους, με τη
βοήθεια των οποίων πραγματοποιούσε το
άχαρο έργο του, χρησιμοποιώντας ύπουλους
τρόπους, “εχθρούς γε θνητοίς και θεοίς
στυγουμένους”. Ο ίδιος ο Θάνατος ομολογεί
ότι ευχαριστείται να παίρνει από τη ζωή
πάντα τους νέους. Κλείνοντάς τους τα
μάτια και τη μύτη, παίρνει την ψυχή των
ανθρώπων, την οποία μερικές φορές σαν
ψυχοπομπός μεταφέρει και παραδίδει
στον Άδη. Ο Θάνατος δε δωροδοκείται,
διότι είναι ο μόνος από τους θεούς, ο
οποίος “ου δώρων ερά”, ευχαριστιέται
όμως με τις τιμές που του κάνουν οι
άνθρωποι.
ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΝΟ: Ο Αριστοφάνης και οι υπόλοιποι κωμικοί παρουσιάζουν το Θάνατο σκληρό, αδυσώπητο, αμείλικτο και ανηλεή θεό που δεν συγκινείται ούτε με δώρα ούτε με θυσίες. Μ' άλλα λόγια περιγράφουν τον Θάνατο ως θεό που ο άνθρωπος τρίζει τα δόντια του, όταν τον αντικρίζει. Ίσως γι' αυτό εξάλλου, από την εποχή του Αριστοφάνη και μετά, ατόνησαν οι εκδηλώσεις λατρείας και οι ανεγέρσεις ναών και βωμών προς τιμήν του. Έτσι από τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., ο Ύπνος, ως δαίμων, συγχωνεύτηκε με τον Ύπνο και τη λατρεία του
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Γιάννης Λάμψας, Λεξικό του αρχαίου κόσμου,
konstantinosa.oikonomou@gmail.com
1. Ησίοδας, Θεογονία, 759.
2. Ιλιάδα, Β 2, Κ 91 και Ξ 242.
3. Ομήρου Ιλιάδα, Ξ 230.
4. Ιλιάδα, Ξ 237.
5. Γιάννης Λάμψας, Λεξικό του αρχαίου κόσμου, τόμ. Δ, σ. 738.
6. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, 5.18.1.