Ετικέτες - θέματα

8.7.25

Γράφει ο Γιάννης Φρύδας ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑνΗ 2 Ντομάτες και γιαούρτια

 Γλώσσα, καυτερή μου γλώσσα, άνοιξε πες μας καμπόσα…
Και προσοχή, μη ρίξετε στη γλώσσα μου πιπέρι!
Θα γίνει καυτερότερη, κανέναν δε συμφέρει…
(καφετζής)
Γράφει ο Γιάννης Φρύδας
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑνΗ 2
Ντομάτες και γιαούρτια

Η υποδοχή την οποία έτυχε το πρώτο μακροσκελές και κουραστικό κείμενο, που
φιλοξενήθηκε στο Katafylli.gr, ήταν κάτι που δεν περίμενα. Με συγκίνησε, αλλά και
με φόβισε. Γιατί με φόβισε; Γιατί έφταναν αυθορμήτως οι θιγόμενοι κι άλλος πέταγε
ντομάτες, άλλος γιαούρτι, κιότεψα… Είκοσι εφτά κιλά σάλτσα έβγαλα κι από
γιαούρτι ούτε στη στάνη του Μαλαμούλη δεν είχαν τόσο. Πέταγαν και λεμόνια αλλά
στυμμένα. Το πετάει ο άλλος το λεμόνι άστιφτο; Δυόμισι ευρώ κάνει το κιλό. Είναι
απ’ την Αργεντινή, σου λέει ο μανάβης. (Ε, καλά, με τόσα λεφτά αγοράζω και παίχτη
απ’ την Αργεντινή, φτηνότερα θα μου έρθει.
Άλλοι με έπαιρναν τηλέφωνο και με απειλούσαν: «Δε θα σε τρακάρουμε πουθενά;»
μου έλεγαν, «θα σε ξεμεσιάζουμε…». Παραιτήθηκε και ο Τόσκας τώρα, ποιος θα με
προστατέψει;
Άρχισα κι εγώ τα γνωστά… Δεν ήθελα να πω αυτό. Δεν το καταλάβατε καλά. Ο
δαίμων του Καταφυλλίου φταίει. Και κάτι γενόσημα χάπια που παίρνω με πείραξαν,
γιατί ήταν ληγμένα. Να τα μπαλώσω όπως όπως, καταλαβαίνετε…
Επαναφέρω την πρότασή μου: Πόσα δίνετε να μην ξαναγράψω; Το χρέος της
πατρίδας δεν πληρώνεται, μην κρατάτε τα λεφτά σας γι’ αυτό, δώστε τίποτε
τουλάχιστον να πληρώσετε το δικό μου χρέος και… σαουριάζω, δε σας ξαναενοχλώ.
Ένα ν μικρό και πολύ σου πέφτει…
Όσοι διαβάσατε το προηγούμενο Καφενείο, θυμάστε που βρήκα και κράτησα το Ν
του Βαρουφάκη. Την άλλη μέρα, είδα έναν φάκελο κάτω απ’ την πόρτα. Αμάν, λέω,
κι άλλος λογαριασμός… Ανοίγω, βρίσκω ένα σημείωμα μέσα. Έγραφε: «Ο δικός σου
εγκέφαλος είναι τόσο λίγος που δεν χρειάζεται τρία Ν για να οξυγονώνεται. Ένα ν
μικρό και πολύ σου πέφτει» και αντί για υπογραφή ένα ΟΜΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ και
τίποτε άλλο…
Ου ένφιας κι ου φιπιάς
Ο Οδυσσέας πέρασε, λέει, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Σιγά το κατόρθωμα!... Δεν
είδε θηρία σαν τον ΕΝΦΙΑ και τον ΦιΠιΑ. Και να τα περνάς κάθε μέρα!... Αυτός νια
βουλά πέρασε και το ’κανε θέμα. Κι αν δεν ήταν Αύγουστος, που είχε ξεμείνει ο
Όμηρος από ειδήσεις, ούτε στα ψιλά της εφημερίδας του δε θα το έβαζε.
Λωτοφάγοι…

Ο Όμηρος, άνθρωπος του συστήματος, μενουμευρωπαίος και εθνίκι (κατά πώς λέει
ο Καρανίκας τουλάχιστον), έγραφε αυτά και μόνον αυτά που εξυπηρετούσαν το
σύστημα. Έτσι, ενώ περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την επιστροφή του Οδυσσέα
(πού πήγε, σε ποια ξενοδοχεία έμενε, τις μουσικές του προτιμήσεις, το αγαπημένο
του πρωινό), κουβέντα για το τι απέγιναν οι λωτοφάγοι σύντροφοί του. Σήμερα το
Καφενείο, μετά από ενδελεχή και εμπεριστατωμένη (προσέξτε τις λέξεις, αλλά μη με
ρωτήσετε τι σημαίνουν, γιατί δεν ξέρω) και με βάση την εξελικτική θεωρία του
Δαρβίνου (σαρακατσάνος που γεννήθηκε στο Μεσοβούνι) αποκαλύπτει:
Οι λωτοφάγοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Απόγονοί τους οι σημερινοί Έλληνες.
Γι’ αυτό: ξεχνάμε τι ψηφίζουμε και ξαναψηφίζουμε αυτούς που καταψηφίζουμε
ξεχνάμε να υποβάλουμε δηλώσεις και να πληρώσουμε εφορία
ξεχνάμε να πληρώσουμε τέλη κυκλοφορίας, λογαριασμούς, δάνεια και
ξεχνάμε ότι ξεχνάμε (κι άλλα ήθελα να γράψω, αλλά τα ξέχασα)…
Γι’ αυτό κάποιοι μας δουλεύουν λέγοντας: «οι Έλληνες έχουν και μνήμη και κρίση».
Λάθος!... Οι Έλληνες έχουν κρίση (αξιών, οικονομική), γιατί δεν έχουν μνήμη…
Αλλά τι φταίμε; Η κληρονομικότητα… Τα γονίδια… Απόγονοι λωτοφάγων!
Και μια απορία: Οι σύντροφοι, λέει, του Οδυσσέα… Γιατί να τ’ς έλιγι έτσι,
κουμμουνιστής ήταν; Κι πώς γένιτι, κουμμουνιστής μι ατράνταχτη πιριουσία σ’ν
Ιθάκη; Τέτιου Ε9 ούτε ου Κυριάκους δεν έχει…
Πηνελόπη
Στον Δήμο Αργιθέας μαζεύτηκαν πολλοί μνηστήρες. Ούτε Πηνελόπη να ήταν!...
Περιφέρονται, λοιπόν, καιρό τώρα και περιμένουν την απόφασή της, για το ποιον θα
πάρει. Ένα τραγούδι έχουν στο στόμα τους: «αυτά τα μάτια, Δήμο μ’, τα ’μορφα, τα
φρύδια σ’ τα γραμμένα…». Άμα ακούσετε κανέναν να το τραγουδάει να ξέρετε,
μνηστήρας… Πολλή Οδύσσεια παίζει σήμερα!
Θα σας δώσω τώρα τα ονόματα κάποιων μνηστήρων της Ιθάκης κι εσείς κολλάτε τα
σε όποιον μνηστήρα της Αργιθέας θέλετε. Να σας βάλω στον ντορό θέλω μόνο…
ΑΝΤΙ-ΝΟΟΣ: Είναι η αντι-νόηση, η οποία θολώνει την πραγματικότητα, για να μη
σκεφτόμαστε καθαρά. Έτσι, οδηγούμαστε στην υποταγή και κάθε είδους δουλεία.
ΕΥΡΥ-ΜΑΧΟΣ: Αυτός που μάχεται με κάθε τρόπο, με κάθε μέσον, ο αδίστακτος
μαχητής.
ΑΜΦΙ-ΝΟΜΟΣ: Αυτός που διαστρεβλώνει τον νόμο και την τάξη των πραγμάτων.
ΑΓΕ-ΛΑΟΣ: Αυτός που άγει τον λαό, που τον παρασύρει με τη βοήθεια του
Αντίνοου.
Άντε τώρα ο Τσιβόλας, που έχει τον ρόλο του Οδυσσέα, να τα βγάλει πέρα, όταν
δεν έχει τσακώσει ποτέ τόξο στα χέρια του. Ένα ριχτάρι ήξερε να ρίχνει, απ’ τον
μύλο τ’ Παληαντώνη ως το Μεζήλο. Πιάνονται οι μνηστήρες με το ριχτάρι; Τι είναι,
ασπρίτσες; Για τρανύτερα ψάρια, όμως, φκιάνει σιλπί, απ’ ό,τι μαθαίνω.
Δικαιοσύνην μάθετε οι ενοικούντες επί της γης…
Βάρεσα παράνομα ένα αγριογούρουνο, πήγα αυτόφωρο και το μισό μού το πήρε ο
δικαστής, για να κάνει δεκτή την απολογία μου και να με αθωώσει (αθιώσι είναι
κανονικά).
Απόσπασμα από τα πρακτικά της δίκης:
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Γιατί το βάρεσες το αγριογούρουνο;
ΚΑΦΕΤΖΗΣ: Ήμουν εν βρασμώ ψυχής… Και του δείχνω με τρόπο ότι θα του δώσω
δυο βρασιές.
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Αποκλείεται! Στη φύση ο άνθρωπος ηρεμεί, δε βράζει, μου λέει.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ: Βρισκόμουν σε νόμιμη άμυνα... Ταυτοχρόνως, διπλασιάζω τις βρασιές,
πάει το μπροστινό κομμάτι…
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Αλλού αυτά! Τα αγριογούρουνα είναι άκακα ζώα. Πιο πολύ θα με
έπειθες, αν μου έλεγες ότι σου επιτέθηκε ένα αρνί, μου απαντάει.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ: Τόσου ξέρ’ς, τόσου λες, είπα μέσα μ’. Κόταγα να του που δυνατά; Μι
πρόσβαλι του γ’ρούνι, λέω σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γλυτώσω κι αβγατίζω τις
βρασιές, πάει και το ψαρονέφρι…
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Τι σου είπε;
ΚΑΦΕΤΖΗΣ: Μου είπε: «Εσείς οι άνθρωποι είστε πιο γ’ρούνια απ’ τα γ’ρούνια. Όθε
περνάτε, το κάνετε σκουπιδαριό». Με τρόπο πάλι του δίνω να καταλάβει ότι θα του
δώσω και το μπούτι. Πάει το μισό! Αν συνεχίσει κι άλλες ερωτήσεις, σκέφτομαι, θα
περάσουμε απέναντι στο άλλο μισό.
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Έχ’ς δίκιου! Αθώος! Αθώος!
ΚΑΦΕΤΖΗΣ: Ευχαριστώ πουλύ, κυρ’ δικαστή μ’!... Η δικιουσύνη έλαμψι!... Έτσι
και δεν έλαμπε, το τομάρι θα μου έμενε στο τέλος. Τι να το κάνει το τομάρι ο
δικαστής, γουρ’νουτσάρ’χα; Αρέ, αυτοίνοι έχουν λιφτά, αγουράζουν ό,τι παπούτσι
θέλουν. Μην τ’ράτι ιμείς πο’ ’χουμε τα καβουτσούκια για του παν’γύρι.
ΔΙΚΑΣΤΗΣ: Πρόσεξε μόνο μη γίνεις υπότροπος και ξανανταμώσουμε!
ΚΑΦΕΤΖΗΣ: Δε γένουμι, δε μι ματαγλέπ’ς ιδώ!... Τώρα, τι είναι αυτός ο υπότροπος,
θα ρωτήσω τον Μπάμπη και θα σας πω.
«Από όλα τα επίγεια αγαθά προτιμήσαμε τη δικαιοσύνη. Μόνο αν φέρουμε αυτή
κοντά στο λαό θα μπορέσει η αυτοκρατορία να αποκρούσει τους εχθρούς της».
Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος
Ποιος ξέρει κι αυτός για να παινάει τ’ δικιουσύνη, μι κάνα γ’ρούνι τουν τσάκουσαν.
Γαμπροί και σώγαμπροι
Αν πεις το πράσο για φαΐ και το γομάρι για πράμα κι το γαμπρό για συγγενή…
(παροιμία)
Στη Στεφανιάδα τους γαμπρούς δεν τους έχουν σε υπόληψη. Οι περισσότεροι
έρχονταν για να γίνουν σώγαμπροι, γιατί είχε καλόν τόπο για κτηνοτροφία (για τ’ς
Στεφαννιώτ’σις νομίζετε έρχονταν;)… Αυτό γράφει στο βιβλίο του «Από τ’ Άγραφα»
και ο αείμνηστος παπα-Γιώργης Στάθης. Κι αν λέω εγώ ψέματα, ο παπάς δε λέει.
Λένε οι παπάδες ψέματα; Ποτέ! Εκτός και τους πειράζει η αλήθεια. Ελπίζω να μη
φτάσει αυτό ως τον Αμβρόσιο και φάω κανέναν αφορισμό, πάνω που άρχισα να
πηγαίνω για ψ’χή... (Άμα του πω ότι δεν ψήφισα Τσίπρα, θα τη γλυτώσω, αλλά απ’
τον Τσίπρα δε γλυτώνεις, ψήφισες δεν ψήφισες…).
Γαμπρός να γέν’ς στ’ Λιουντίτ’!... Και καλά κορίτσια οι Λεοντίτ’σσις και... θυσία οι
Λεοντίτις. Αν ήξεραν οι γαμπροί τη δύναμή τους, θα έβαζαν τους ντόπιους να κάνουν
κουλουτούμπις απ’ κάτ’ στουν πλάτανου... (αμ, γιατί την έφκιασε την πλατεία ο
Τσιβόλας;)...
Κάποτε μου έταζαν μία εκεί, καλό κορίτσι (απροίκιωτο, βέβαια), αλλά δίστασα.
Ζιρβό τ’ Μαρκιλέσι, ζιρβό κι τ’ Λιουντίτ’ πού να πας!... Κιο άμα είνι να μη γλέπ’ς
ήλιου πουτέ, πας κι στα Ραγάζια απ’ κάτ’ στα Σπ’τάκια, που θα ’χ’ς κι γείτουνα
χρυσόν άνθρωπου, τουν Κώστα Καζιακούρα.
Η προξενήτρα επέμενε: «Θα πιρά’εις καλά στ’ Λιουντίτ’. Θα βουσκάς στου Μέγα
Στανό, Νιάλις, Βρυσούλις, Μπαλτινήσι κι να γείρουν πίσου κα’ τη Μπλια, δε σ’
κραίνουν ισένα οι Στιφανιώτις. Κι του λιβάδι σ’ ισένα θα του δίνουν, δε του
ματαβαρούν θιρμουκρασία». (Δημουπρασία ήθελι να πει, του κατάλαβα ιγώ.
Πιάνουμι π’λια στουν αέρα ιμείς οι Μαρκιλισιώτις).
Έλεγα κι μι του νου μ’, είχα κι τ’ς ανθιβουλίις μ’. Είνι τόσου απιλπισμένου, π’ δέχιτι
να πάρει ιμένα; Χάλασι η δ’λειά. Καλύτιρα, είχι τυχερό του κουρίτσι…
Αργότιρα μο’ ’ταζαν μία στ’ Τριζόλ, αλλά τότι μο’ ’κοβι πιρ’σσότιρου του κιφάλι κι
αρνήθ’κα. Πάεινα ιγώ στ’ Τριζόλ να γκριμ’στού; Προυσήλιου του χουριό, αλλά
πουλύ κακουτρέπιλους τόπους, τσακ’στό ντιπ… Για να φκιά’εις ένα μέτρου ίσιουμα
θέλ’ς τρία μέτρα τοίχου απ’ κάτ’…
Πήδ’σαν απάν’, έβαλαν κι πουλιτικό μέσου του Θόδωρου Κατσίκη (Θεός
σχωρέσ’ τον!), τότι έστρουσαν κι του δρόμου άσφαλτου για να μι καταφέρουν, βάρ’
του, χάλασ’ του, ξιχούρδισα κι απού κει… Πού να ’ξιραν οι υπόλοιποι Τριζουλιώτις,
γιατί έπισι άσφαλτους στου χουριό τ’ς κι ότι του χρουστάν σ’ ιμένα…
Η τρίτη περίπτωση ήταν στα Βραγκιανά... Κι οι Βραγκιανίτ’σσις καλές κι έξυπνες,
γι’ αυτό οι περισσότερες παντρεύονταν Στεφανιώτες. Γάλατα, τυριά, τσιαλαφούτια
και βούτυρα είχαμε μπόλικα, το κρέας δε μας έλειπε ποτέ (έκλιβαμαν εμείς) και καλό
κρέας (ήξιραμαν, τι έκλιβαμαν). Έτσι, έρχουνταν απάν’ κι αλλαξουφάιζαν. Απ’ του
φασούλι κι τουν πλαστό, στου σπληνάντιρου κι στα χουχλίγκια…
Όμως, ούτε αυτή η περίπτωση προχώρησε, γιατί άμα ήθελε το κορίτσι να πνιγεί
πήδαγε στον Μπρίτσιο όταν ήταν κατεβασμένος ή σ’ έναν βίραγκα στον Άσπρο, δεν
ήταν ανάγκη να παντρευτεί… Βέβαια, είχε πλεονεκτήματα να πας σώγαμπρος εκεί.
Κεφαλοχώρι τα Βραγκιανά, τα χωριά και οι μαχαλάδες γύρω δορυφόροι ουσιαστικά
(είναι πόλος, καλά λέει ο Μήτσιος), άνοιγαν πολλές προοπτικές. Ν’ ανοίξεις μαγαζί
με κλιματιστικά (πώληση – συντήρηση – επισκευή), να βγάζεις τσίπουρο, να πουλάς
μιλίστα, μέχρι και για δήμαρχος μπορούσες να πας, με τόσον λαό που έχουν αυτές οι
πατωσιές (θυμηθείτε του χρόνου ποιοι θα βγάλουν δήμαρχο…).
Το αρνητικό είναι πως το καλοκαίρι καλά είναι ν’ αναμεράς από τα Βραγκιανά για
δυο τρεις μήνες, για να αποφεύγεις τη ζέστη. Καλύτερα να ξεκαλοκαιριάζεις στη
Λάρισα.
Γαμπρός ή σώγαμπρος, εκτός απ’ τ’ Λιουντίτ’, καλά είναι και στη Νέα Δημοκρατία.
Πήγε ο Μητσοτάκης και μέχρι πρωθυπουργό τον έκαναν. Εκεί έχουν και καπιτάλια,
καημένε!… Τι νομίζετε, τ’φικαλεύριδις κι αλουγουσύρτις είνι οι αλουγουσκούφ’δις;
Στον Σύριζα, τι να πας… Αυτοί έκαναν σώγαμπρο μέχρι και τον Κουρουμπλή.
Ποιος να κάτσει μ’ αυτούς; Γι’ αυτό έφκιασαν αυτά τα σύμφωνα συμβίωσης. Σε λίγο
δε θα παντρεύεσαι. Θα ρογιάζεσαι με το ’ξάμηνο. Από καβαλάρη σε καβαλάρη. Απ’
τ’ Αϊ-Δημητριού ως τ’ Αϊ-Γιωργιού. Θα παίρν’ς τ’ ρόγα σ’ κι θα φεύγ’ς…
Να σου ’διναν εκείνη την Τασία, μάλιστα! Να την πάρεις!... Θα γλύτωνες και τον
Δρίτσα.
Παντρεύτηκε η Ζωή, την είχαν και Πρόεδρο Βουλής τότε (καλή θεσούλα είχε το
κορίτσι) και μόλις τελείωσε ο γάμος (ποιος γάμος, οι υπογραφές να λες) μπάρκαρε ο
άνθρωπος και δε ματαζύγωσε στη στεριά. Ναυάγησε μετά από καιρό (εδώ ναυάγησε
στη στεριά!), βγήκε σε ένα ξερονήσι και κάθεται εκεί. Κοντά του ο Ντάνιελ Ντεφόε,
ξαναγράφει νέο μυθιστόρημα: «Ροβινσώνας Κρούσος, ο Έλλην, ο ΖΩΗρός».
Στο Κίνημα Αλλαγής (τι πρωτότυπο!) δε συζητάμε για γάμους. Αυτοί είναι μόνιμα
στα βαφτίσια. Αλλάζουν ονόματα συνέχεια. Αν ξαναλλάξουν, τους προτείνω να το
πουν «Κίνησαν τα Τζαμόπουλα», αφού όλο φεύγουν, φεύγουν και δεν ξέρουν που
πηγαίνουν…
Στο ΚΚε (με τη δύναμη που έχουν, δεν τα δικαιούνται όλα κεφαλαία) παντρευτούν
δεν παντρευτούν, δε σώνονται. Εκεί, ξεχάστηκες και είπες τη γυναίκα σου με τ’
όνομά της και δεν την είπες συντρόφισσα, σε τραβάει καταγγελία στην κόβα και σου
κόβουν εισιτήριο για Σιβηρία. Ποιος πάει να τσακώσει μπελά στα καλά καθούμενα…
Άνεργοι κι ανύπαντροι…
Είπαμε για γαμπρούς στ’ Λιουντίτ’, αλλά πόσοι να χωρέσουν εκεί; Γι’ αυτό οι
περισσότεροι νέοι είναι σήμερα ανύπαντροι. Και άνεργοι. Τώρα και να εργάζεται
κάποιος, άμα είναι παντρεμένος, δεν έχει διάφορο. Τα μισά λεφτά τα παίρνει ο
Τσακαλώτος και τα άλλα μισά η γυναίκα του, οπότε, σου λέει, καλύτερα άνεργος να
’μαι και ξιαπόστατος.
Η νέα σκέφτεται ανάλογα: Είναι ο πατέρας μου φτωχός, ε, έτυχε τι να κάνουμε…
Αν είναι κι ο πεθερός μου φτωχός, έ, όχι δεν είμαι και κορόιδο να ζαρώσουν τα χέρια
μου πλένοντας σκάλες.
Πριν μέρες, εκεί που περπατούσα και σκέφτομαν σε ποια τράπεζα συμφέρει να
καταθέσω τα λεφτά μου, βλέπω έναν νέο, πέρασε τρέχοντας απέναντι που ήταν ένας
παπάς, έσκυψε, του φίλησε το χέρι κι ακούστε διάλογο:
─ Πάτερ, την ευχή σας! Θαυμάζω το κοινωνικό σας έργο! Τι φαγητό έχετε σήμερα
στα συσσίτια της ενορίας σας;
─ Κάμνομεν ό,τι δυνάμεθα, τέκνον μου… Νομίζω, φακάς έχομεν. Να έλθεις
ευχαρίστως στην τράπεζά μας.
Καλά, έχουν και οι παπάδες τράπεζα; Και πώς δεν την ξέρω εγώ; Μετά κατάλαβα το
μπέρδεμά μου. Στην καθαρεύουσα το τραπέζι λέγεται τράπεζα. Όπως: Πετρίλον στην
καθαρεύουσα, Πετρίλια στη δημοτική, Σχηματάρι στην καθομιλουμένηνννννννν, με
τόσα ν όσοι κι οι μαχαλάδες (ζερβό, προσήλιο) και για να οξυγονώνεται ο εγκέφαλος,
μην το ξεχνάμε
─ Πάτερ, θα ρωτήσω σε κάνα δυο ακόμη ενορίες και θα αποφασίσω.
─ Τέκνον μου, λάβε υπ’ όψιν ότι ο ιδικός μας μάγειρος (να, γιατί μου ήρθαν στο
μυαλό τα Πετρίλια…) ήτο μαθητής του Μαμαλάκη (ένας Μάμαλης από το Βλάσι,
παντρεύτηκε στην Κρήτη και γράφτηκε Μαμαλάκης), ο βοηθός του έφθασεν έως τον
τελικόν του μάστερ σεφ, εκάστην δε Τετάρτην που έχομεν γεμιστά και ελαίας,
μαγειρεύει η ερίτιμος κυρία Θεανώ Φωτίου.
Καλύτερα να γνωρίζεις παπά σήμερα παρά υπουργό. Πεινάς; Θα σου βρει φαγητό ο
παπάς. Πέθανες απ’ την πείνα; Κανένα πρόβλημα. Θα σε θάψει ο παπάς. Σιγά μην
κάτσει υπουργός να θάβει. Μόνο ο Πολάκης θάβει, αλλά σε βάνει βαθιά. Τρία μέτρα
κάτ’. Πού να ξαναβγείς…
Στις εκκλησίες πια δε χρειάζονται μόνο ψάλτη και νεωκόρο αλλά και μάγειρα,
τραπεζοκόμο, οινοχόον και αρχιτρίκλινον (φτύστε με, ρε, μη με ματιάσετε, τι λέξεις
σας κέρασα σήμερα!). Ανάμεσα δε στα ιερά βιβλία η συλλογή της Βέφας Αλεξιάδου,
η μαγειρική Σκούρα (μάλλον απ’ του Κνίσιβου ήταν αυτός), Χρύσας Παραδείση και
ο Τσελεμεντές οπωσδήποτεν. Αυτή η λέξη δε θέλει ν, αλλά ξέμεινα από οξυγόνο.
Ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα, ανεμογεννήτριες κι ανιμουστρόφ’λας
Ο Αίολος έδωσε το βουβαλοτόμαρο με κλεισμένους μέσα τους ανέμους, πλην του
ζέφυρου, γιατί με βάση το ντζι πι ες αυτός θα πήγαινε το καράβι του Οδυσσέα στην
Ιθάκη. Όμως, φαίνεται έχανε η βαλβίδα κι οι αέρηδες πετάχτηκαν έξω και έγινε... της
κακομοίρας (όπως γίνεται στον Τύμπανο τον χειμώνα). Ο Οδυσσεύς προσπαθούσε με
ανάποδα τιμόνια και χειρόφρενο να κουμαντάρει το καράβι, ικέτευε τους θεούς να
βοηθήσουν, αλλά τίποτε... Το καράβι πήγαινε σαν την Ελλάδα, στα βράχια... Άρχισε,
λοιπόν, να βλαστημάει (δε σας λέω τις βρισιές, γιατί ο Κώστας Τσιάκαλος είναι
σοβαρός άνθρωπος και θα με κόψει). Τότε, οι θεοί σταμάτησαν τη μπιρίμπα και
συνεδρίασαν, για να δουν τι θα κάνουν. Οι θεές (εκτός της Αφροδίτης, ξέρετε εσείς)
διαμαρτύρονταν έντονα (κι αυτό το ξέρετε, όσοι είστε παντρεμένοι τουλάχιστον, πώς
διαμαρτύρονται οι γυναίκες) λέγοντας: «Δεν μπορεί ο πάσα ένας να βρίζει και να λέει
όσα σέρνει η σκούπα, μας προσβάλλει να ακούμε αυτές τις σάχλες».
Παλιά και μέχρι πριν λίγα χρόνια, ήταν ανεπίτρεπτο να χυδαιολογεί κάποιος
μπροστά σε παιδιά και γυναίκες. Μην κοιτάτε σήμερα που έχει εκτροχιαστεί το
σύστημα αξιών το οποίο καθοδηγούσε την κοινωνία.
Οι θεοί, λοιπόν, έστυβαν το μυαλό τους να βρουν λύση (όπως κάνει για παράδειγμα
το δημοτικό μας συμβούλιο), ρώτησαν τον Ήφαιστο, τους είπε: «Τεχνίτης είμαι, αλλά
δεν έχω και βουλκανιζατέρ να διορθώσω τη βλάβη».
«Κάποιος πρέπει να πάει» είπε ο Απόλλων. Για την ακρίβεια δεν το είπε, στη λύρα
το ’παιξε, αλλά το κατάλαβαν, όπως εμείς όταν ακούμε την εισαγωγή «θέλω ν’ ανέβω
στ’ Άγραφα» κι άλλος λέει είναι «η στρομπούλω», άλλος «η μαυριδερούλα» κι
άλλος «Γρίβα μ’, σε θέλει ο βασιλιάς»…
Να πάει, αλλά ποιος να πάει; Κάποιοι θεοί είχαν λερωμένη τη φωλιά τους, γιατί
πήγαν με τον συνδυασμό των Τρώων στον πόλεμο. Κι ο Οδυσσέας δεν ήταν κάνα
παιδάκι εύκολο, ούτε κουτορνίθι να το ξεγελάσει όποιος κι όποιος, όπως προσπαθούν
να ξεγελάσουν εμάς κάποιοι υποψήφιοι που λένε: «θα πνεύσει νέος άνεμος».
Τελικά πήγε η Αθηνά. Τα παρακάτω τα ξέρετε, όσοι δεν τα ξέρετε, ρωτάτε να σας
τα πουν αυτοί που τα ξέρουν (να γίνει και κάνα κουτσομπολιό χρήσιμο) ή ψάξτε για
την Οδύσσεια. Όλο και θα βρίσκεται καμία σε κάνα χατίλι.
Από τότε οι αέρηδες κυκλοφορούν ελεύθεροι. Φυσάνε πότε προς τα εδώ, πότε προς
τα εκεί, μέχρι και ανθρώπους εν-έπνευσαν και δημιούργησαν το γνωστό κόμμα ΟΦΑ
(Όπου Φυσάει ο Άνεμος).
Έγιναν τραγούδια: «…φύσα αεράκι, φύσα με!», «Δεληβοριάς εφύσηξε και λέει των
καραβιώνε…», «…άσ’ τα ν’ ανεμίζουνε στην τρελή νοτιά!» (ημών των φαλακρών
ουδέποτε ανεμίζουν, ανεξαρτήτως ποίος αήρ πνέει). Κι ένα ακόμη θα σας θυμίσω:
Απόψε η μάνα του γαμπρού κι η πεθερά της νύφης,
με τους αέρες μάλωνε… (να το ακούς απ’ τον αθάνατο Στέργιο Βλαχογιάννη!).
Τόσα είπαμε για τους γαμπρούς, να μη βάλουμε κι ένα τραγούδι; Κι η πεθερά που
μάλωνε με τον Βοριά, για να φέρουν τη νύφη της γρηγορότερα; Συγκλονιστικό! Σου
λέει η γριά: Άμα έρθει η νύφη μ’, θα’ χου να τσακώνουμι, δε θα υπουχριόνουμι στουν
αέρα.
Τέλος, ο αέρας μάς ξανάγινε μπελάς. Ακούστηκε μια λέξη «ανεμογεννήτριες» και
σηκώθηκε ανιμουστρόφ’λας (ανεμοστρόβιλος είναι, άντε, να σας μαρτυρήσω κι ένα,
μη σας βάνω να π’λαλείτε συνέχεια στα λεξικά). Όλα τα ’χαμε οι Αργιθεάτες, οι
αερομαχίες μας έλειπαν…
Ο Λάμπρος είπε ΟΧΙ. Ο Μήτσιος είπε ΝΑΙ. Εγώ συμφωνώ και με τους δυο κι ο
κόσμος είπε ότι είμαι διχασμένη προσωπικότητα, αφού δε γίνεται να ’χουν κι οι δυο
δίκιο. Δίκιο έχετε κι εσείς απάντησα στον κόσμο… Δεν είναι καιρός τώρα να
δυσαρεστείς πελάτες.
Όμως, πατριώτες, πρέπει κάποτε να καθόμαστε και να συζητάμε. Ας ενημερωθούμε,
ας λάβουμε υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα που έχουμε κι όσα μπορούμε να προβλέψουμε.
Μετά ας διαφωνήσουμε ή ας συμφωνήσουμε. Δε με νοιάζει με ποια θέση είστε.
Αρκεί αυτή να είναι αποτέλεσμα σκέψης και γνώσης, όσης τουλάχιστον μπορούμε να
έχουμε, γιατί είναι πολύπλοκα τα θέματα.
Κι εμένα δε μου αρέσουν οι ανεμογεννήτριες. Αλλά δε θα σταθώ έτσι αβασάνιστα
στο ΟΧΙ ή στο ΝΑΙ. Κάποια στιγμή θα ήθελα να θέσω και διάφορα ερωτήματα, να
κοινοποιήσω τους προβληματισμούς μου… Όσα μου κόβει το κεφάλι…
Αργιθεάτικα βουνά
Ευχαριστώ τον Θεό που γεννήθηκα στα «αετόμορφα» βουνά των Αγράφων.
Ευχαριστώ τον Έκτορα που μου ’δειξε τις στράτες και τα μονοπάτια τους. Που τα
περπατήσαμε όλα πολλές φορές και δε χορτάσαμε ποτέ το ανέβασμα προς τις κορφές
τους.
Στον Έκτορα αφιερώνω και το παρακάτω κείμενο, το οποίο έβαλα ως συνοδευτικό
σε βίντεο αναρτημένο στο you tube, στο κανάλι Γιάννης Φρύδας.
Αμ, τι νομίσατε, μόνο το Καφενείο έχω;
Τα βουνά της Αργιθέας είναι πανέμορφα. Είναι τα δικά μας βουνά, τα βουνά της
γενέθλιας γης των Αγράφων. Όταν ανεβαίνεις προς τις κορφές τους, περνώντας σε
λόγγους κι ελατιάδες, σε λάκκες κι ορθοπλαγιές, καταλαβαίνεις το νοσταλγικό
παρακάλι του Κώστα Κρυστάλλη στον σταυραετό: «πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα
με φάει ο κάμπος!». Ερημωμένα πια, όπως και τα χωριά της μικρής μας πατρίδας,
στέκουν περήφανα κι ασάλευτα να διηγούνται ιστορίες σ’ όσους ακόμη τα περπατούν
και μπορούν να διαβάζουν τους παλιούς καιρούς στις ρημαγμένες στρουγκοκαλύβες,
στους πέτρινους οβολιούς, στα ανάραχα και στα καραούλια, στα ρέματα και τις
κρυφόβρυσες. Σ’ όσους ακόμη μπορούν να ακούνε τους εναρμόνιους ήχους της
σιωπής και του αέρα, τα κυπροκούδουνα των κοπαδιών που δεν υπάρχουν πια. Σ’
όσους ακόμη σηκώνουν το κεφάλι για του φεγγαριού τη γιόμιση και τη χάση, για τις
ελπιδοφόρες ανατολές και τα γαλήνια ηλιοβασιλέματα… Τα βουνά της Αργιθέας
είναι εδώ και σε περιμένουν. Θα τα χαρούν όσοι τα αναζητούν και πιστεύουν πως
υπάρχει και κούραση που σε ξεκουράζει…
Καλές διαδρομές!
21/8/2018

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο Έρως του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου - συγγραφέα

  Ο Έρως του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου - συγγραφέα     Έρως: Τοιχογραφία από την Πομπηία    “ Έρως ανίκητε μάχαν”, διαβάζουμε...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....