Η τελευταία βαπτιστική
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK.GR
Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου
Η συγκινητική συνέχεια στο ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK που ακολουθεί:
Η τελευταία βαπτιστική
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK.GR
Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου
Η συγκινητική συνέχεια στο ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK που ακολουθεί:
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης: Άρατε πύλας AUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ
διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου
Το ''Άρατε πύλας'', είναι ένα διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, που πρωτοδημο-σιεύτηκε το 1891. Ο συγ-γραφέας και δημοσιογράφος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929) ήταν εξάδελφος του Αλέξανδρου Παπαδια-μάντη από την πλευρά της μητέρας του.
Ὁ μπαρμπα-Κώστας, ἕως 65 ἐτῶν γέρων, ἄγαμος κ' ἐν τῷ παρελθόντι κ' ἐν τῷ μέλλοντι πλέον, εἶχε προσληφθῆ ἀπὸ 15 ἐτῶν ὡς ὑπηρέτης ἐν τῷ ναΐσκω τῆς κωμοπόλεως, ὡς ἐκκλησιάρχης κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν πόλεων, ὡς κανδηλάπτης κατὰ τὴν γλώσσαν τοῦ λαοῦ. Ἤξευρε καὶ ὀλίγα γραμματάκια. Ἦτο μέτριος τὸ ἀνάστημα. Κατ' ἀρχὰς εἶχεν ἐπιδοθῆ εἰς τὸ ναυτικὸν στάδιον, ἀκολουθῶν τὸ γενικὸν ρεῦμα τῶν κατοίκων τῆς θαλασσινῆς πολίχνης. Διὰ δὲ τῆς φιλοπονίας του κατώρθωσε νὰ ἀποκτήσῃ καὶ μικρὰν λέμβον, ἀγοράσας αὐτὴν ἀντὶ εὐτελοῦς ποσοῦ, ἡμισύντριμμα ἀπό τινος ναυαγήσαντος ὁλλανδικοῦ ἱστιοφόρου, μίας φοβερᾶς Οὔρκας, εἰς τὴν διάσωσιν τῶν ναυαγίων τῆς ὁποίας εἰργάσθη, ἀνακαλύψας ἐκεῖ εἰς τὸ ἄνεμο, εἰς τὰς ὀπὰς καὶ ῥαγάδας τῆς τρικυμιώδους ἀκτῆς, καὶ ἕνα κασκέτο ὁλλανδικόν, ἀντὶ δὲ τῶν ὀλίγων μισθῶν του ἔλαβε τὴν χαλασμένην ἐκείνην λέμβον, τὴν σκαμπαβίαν, ὡς τὴν ὠνόμαζεν.
Ἐπειδὴ δὲ ἦτο κατεσκευασμένος κατὰ τὴν παροιμίαν πολυτεχνίτης καὶ ῥημοσπίτης, μόνος του ἤξευρε καὶ ὀλίγην μαραγκοσύνην ἐπιδιώρθωσε τὴν λέμβον καὶ ἐκυκλοφοροῦσε μὲ τὸ κασκέτον, τὸ ὁποῖον ἐφόρει πάντοτε, ἐπονομασθεῖς διὰ τοῦτο «Ὁλλαντέζος». Πλὴν δὲν ἦτο διόλου τυχηρὸς ὡς κυβερνήτης. Περισσότερον τυχηρὸς ἦτο ὅταν δὲν εἶχε τίποτε. Πρέπει νὰ ἐναυάγησε πεντάκις μὲ τὴν σκαμπαβίαν του ἐκείνην, πότε εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς νήσου μεταφέρων τὸν Ἰούνιον θημωνίας σίτου ἀπὸ ἑνὸς ὅρμου εἰς ἕτερον, πότε εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Εὐβοίας τὸν Αὔγουστον, ὄτε συνήθιζε νὰ μεταφέρῃ εἰς Λοκρίδα τοὺς μελισσάδες τῆς νήσου.
—« Ὅλο μέσ' στὸ καλοκαίρι πέφτεις ὄξω, καημένε Ὁλλαντέζο», τῷ παρετήρουν οἱ κάτοικοι φιλοσκώμμονες πάντοτε.
—« Ἔλα ντέ!», ἀπῆντα ὁ θαλασσοπνιγμένος ναύτης, ὅστις μετὰ τὸ ναυάγιον ἀνήρχετο τὸν ἀνήφορον τῆς ἀγορᾶς, ὑψηλὰ κρατῶν τὴν κεφαλήν, ὡς νὰ ὑπερηφανεύετο, διότι κατώρθωνε νὰ ναυαγῇ καὶ νὰ διασώζεται.
Τέλος, νύκτα τινὰ τοῦ χειμῶνος μεταφέρων ξύλα ἀπὸ τῆς Κεχρεᾶς, καὶ συναντήσας τρικυμίαν κατὰ τὴν ἐπιστροφήν του, μόλις ἔσωσε τὴν ζωήν του καὶ τὸ κασκέτο του τὸ ὁλλανδικόν, ῥιφθεῖς ἔξω εἰς τοὺς βράχους τοῦ Μικροῦ Ἀσέληνου, ἀποτόμου καὶ ἀλιμένου ἀκτῆς, ὅπου ἡ σκαμπαβία διελύθη εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη. Καὶ τὰ μὲν καρφία ἐβυθίσθησαν εἰς τὸν βαθὺν πυθμένα, αἳ δὲ σανίδες διεσπάρησαν εἰς τὸ πέλαγος μεταβληθεῖσαι εἰς γιαλόξυλα.
Καὶ τότε πλέον ἀνέβη τὸν ἀνήφορον τῆς ἀγορᾶς χωρὶς νὰ ἔχῃ ὑψηλὰ τὴν κεφαλὴν του ὁ ἀφελὴς ναυαγός. Εἶχε σύρει τὸ κασκέτο μέχρι τῶν ὤτων καὶ ἀνέβαινε χωρὶς νὰ βλέπῃ σχεδόν, προσκρούων εἰς τὰ λιθάρια καὶ τὰ καλδερίμια.
Τοῦ ἦλθεν ὡς ἐντροπὴ καὶ ἔκτοτε δὲν ἐπάτησεν εἰς τὴν θάλασσαν, ἀλλ' ἀφιερώθη εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς Ἐκκλησίας ἀποκτήσας τὴν ἀγάπην τῶν ἐφημερίων, τῶν ἐπιτρόπων καὶ τῶν ἐνοριτῶν. Ἰδίως ὅμως τὸν ἠγάπησαν τὰ μικρὰ παιδία, διότι τόσον καλὰ καὶ μὲ τόσην τάξιν ἐμοίραζε πρὸς αὐτὰ τὰ κόλλυβα ὁ «Ὁλλαντέζος», ὥστε ἔπαιρναν ὅλα μὲ ἡσυχίαν.
Καὶ διὰ τοῦτο καὶ τὸν ἐσέβοντο, τηροῦντα σιωπὴν ἀπόλυτον ἐν τῷ ναῶ. Καὶ τὸν ἔβλεπες ἐκεῖ τὸν μπαρμπα-Κώσταν μὲ τὸ ὀλλανδικὸν κασκέτο του ἐν μέσῳ τῶν παιδίων ὡς ἀπόμαχον πλοίαρχον διατάσσοντα ἐν τάξει τὰ πάντα. Καὶ μήπως δὲν ἦτο ἀπόμαχος πλοίαρχος; Καὶ μήπως δὲν ἔπιε τὴν θάλασσαν μὲ τὴν κουτάλαν, ὡς λέγουν;
Τί τάχα νὰ ταξιδεύῃ τις εἰς τοὺς φοβεροὺς ὠκεανοὺς ἢ εἰς τὰ κοιμώμενα παράλια τοῦ Μαλιακοῦ; Τί τάχα νὰ ναυαγήσῃ τις εἰς τὸν Εὔξεινον Πόντον ἢ εἰς τὴν εἰρηνικὴν ἀκτὴν τοῦ Παγασητικοῦ; Τὸ ναυάγιον εἶναι πάντοτε ναυάγιον καὶ ὁ ἄνθρωπος πνίγεται ὁμοίως εἴτε εἰς τὸ πέλαγος εἴτε εἰς τὸν λιμένα. Καὶ εἰς μία φούχτα νερὸ ἀκόμη.
Ὁ μπαρμπα-Κώστας κατέστη εἰδικὸς ὅμως εἰς μίαν ὑπηρεσίαν σπουδαίαν τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τὸ ὁποῖον ἠγαπάτο ἀπὸ ὁλόκληρον τὴν πολίχνην. Ὑπεκρίνετο περίφημα τὸν ᾍδην τὸ Μέγα Σάββατον, κατὰ τὴν ἐπάνοδον τοῦ Ἐπιταφίου.
Εἶναι συνήθεια ἀρχαιοτάτη εἰς τὴν νῆσον, ἀφοῦ ὁ Ἐπιτάφιος ἐν λιτανείᾳ περιέλθη ἐν ὡραίῳ πανοράματι τὴν ἐνορίαν ὅλην, κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν νὰ κλείωνται αἳ πύλαι τοῦ ναοῦ καὶ νὰ μὴ ἐπιτρέπηται ἡ εἰς αὐτὸν εἴσοδος τοῦ Ἐπιταφίου. Παρίσταται κατὰ τρόπον παραδόξον ἡ σκηνὴ τῆς εἰς ᾍδου καταβάσεως τοῦ Σωτῆρος, ὡς φέρεται τοῦτο ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ παραδόσει.
Τότε ὁ πρῶτος τῶν ἐφημερίων, προσεγγίζων εἰς τὰς πύλας κελεύει ἐπιτακτικῶς κρούων αὐτᾶς καὶ κράζων:
— «Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης!».
Ὁ δὲ ἔσωθεν τῶν κεκλεισμένων πυλῶν παρὰ τὰ κλεῖθρα ὑποκρινόμενος τὸν ᾍδη ἐρωτᾶ αὐθαδῶς:
— «Τὶς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;».
Ἡ ἐπιτακτικὴ κέλευσις ὡς καὶ ἡ αὐθάδης ἐρώτησις ἐπαναλαμβάνονται ἐκ τρίτου. Καὶ τότε τὴν τρίτην φορὰν ὁ ἱερεὺς ὠθῶν ἰσχυρῶς διὰ τοῦ ποδὸς καὶ τῶν χειρῶν τὰς πύλας, ἀναφωνεῖ ἐν κυριαρχικῇ δυνάμει:
— «Κύριος τῶν Δυνάμεων, αὐτὸς ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς Δόξης!». Καὶ ἀνοίγει βασιλικῶς καὶ αὐταρχικῶς τὰς πύλας, καὶ οὕτως εἰσέρχεται εἰς τὸν ναὸν ὁ Ἐπιτάφιος.
Εἰς ταύτην λοιπὸν τὴν παράστασιν κατέστη εἰδικώτατος ὁ μπαρμπα-Κώστας. Ὑπεκρίνετο τόσον ἐπιτυχῶς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀντάρτου ᾍδου, τοῦ μὴ θέλοντος ν' ἀναγνωρίσῃ Δεσπὸτην καὶ Κύριον ἀνώτερόν του, ὥστε τρόμος κατελάμβανε τὸ πλῆθος ὅτε ἤκουε τὰς τρομερὰς ἐκείνας ἐρωτήσεις του:
— «Τίς ἐστιν οὗτος, ὁ βασιλεὺς τῆς Δόξης;».
Ἐτόνιζε τὰς λέξεις κατ' ἴδιον τινὰ τρόπον πολὺ τρομακτικόν. Ἐκίνει τὴν κεφαλὴν του ἔσωθεν, ἠγρίευε τοὺς ὀφθαλμούς του, αἳ τρίχες τῆς κόμης του ἀνεσουσουρώνοντο, καθὼς τὸν περιέγραφον ὅσοι ἔμενον ἔνδον νὰ τὸν θαυμάσουν κατὰ τὴν θαυμασίαν του ὑπόκρισιν, ὅλον τὸ σῶμα τοῦ ἔτρεμε· κ' ἐν γένει ἐπαθαίνετο ὡς νὰ ἦτο αὐτὸς ὁ ᾍδης ἀληθῶς μὲ τὴν σατανικὴν ἐπὶ τοῦ κόσμου δύναμιν, προαισθανόμενος προσεγγίζον τὸ τέλος του.
Καὶ κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο τὸ Μέγα Σάββατον τὴν αὐγὴν ὁ μπαρμπα-Κώστας ἦτο εἰς τὴν θέσιν του ὑπερήφανος διὰ τὸ πρόσωπον τὸ φοβερὸν ὁπού ἤθελε ὑποκριθῇ. Καθήμενος πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ κενοῦ, πλὴν καταφωτίστου ναοῦ, ἀνέμενε τὴν ἐπάνοδον τοῦ Ἐπιταφίου, ἔχων ὕφος ἐπίσημον κυριάρχου. Δὲν ἦτο πλέον ὁ πτωχὸς κανδηλάπτης μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω. Ἵστατο ἀσκεπὴς ἐπὶ τοῦ μαρμαρίνου κατωφλίου ὡς εἰ ἔλεγεν:
— «Ἐγὼ εἶμαι! Δὲν δέχομαι κανένα μέσα, οὔτε τὸν Βασιλέα».
Ἰδού! ἀκούονται μακρόθεν ψαλμωδίαι γλυκύτατοι καὶ τρυφεραὶ ὡς κλαυθμοί, ὡς θρῆνοι:
— «Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον!…», ψάλλουσι τὸ πομπικὸν ἄσμα. «Τὸν ἥλιον κρύψαντα», τὸ ἐξόδιον μέλος, τὸ τρυφερὸν ἐκεῖνο τροπάριον, τὸ ὁποῖον συγκινεῖ καὶ τὰ ἄψυχα:
— «Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον!…».
Ὁ Ἰωσὴφ παρακαλεῖ τὸν Πιλάτον ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτῷ νὰ θάψῃ «τὸν ξένον Ἰησοῦν καὶ ὠνειδισμένον…». Ψάλλουσιν οἱ μελίφθογγοι ψάλται, ἀκολουθοῦντες τὴν λιτανείαν τοῦ Ἐπιταφίου καὶ ὑπηχεῖ ὁ λαὸς ὡς δι' ἑνὸς στόματος…
… Ἤδη ὁ μπαρμπα-Κώστας ἔκλεισε τὰς πύλας τοῦ ναοῦ. Ἡ λιτανεία ἕστη πρὸ αὐτοῦ ἐν τῇ μικρᾷ πλατείᾳ. Καὶ ὁ Ἐπιτάφιος ἕστη ὡσαύτως, πλὴν κρατεῖται ὑψηλὰ πολὺ ἀπὸ τοῦ ἐδάφους ἐπιτηδείως, μὴ γίνῃ προπετὴς διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων ἀκαίρως. Ὀπίσω δὲ εἰς δύο γραμμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν μὲ τὰς λαμπάδας ἀναμμένας ἵστανται ἐν σιγῇ οἱ ἄνδρες χωριστὰ καὶ χωριστὰ αἳ γυναῖκες. Τὸ ᾄσμα ἔπαυσεν.
Ὁ γέρων Οἰκονόμος τότε ἀργὰ-ἀργὰ πλὴν μετὰ δυνάμεως ἱκανῆς -τους εἶχε ζωηρεύσει ὅλους τόσα χρόνια ὁ ζωηρὸς τρόπος τοῦ μπαρμπα Κώστα- κελεύει:
— «Ἄρατε πύλας οἱ Ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης!»
Καὶ πάραυτα ἀκούεται ἔσωθεν φωνὴ τραχεία καὶ ἠχηρά, ὡς ὅταν φωνάζουν διὰ τῆς κογχύλης οἱ ἁλιεῖς, φωνὴ ὑπέροφρυς, αὐθάδης φωνή:
— «Τίς ἐστιν οὗτος, ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;»
Τόσον δὲ ζωηρὰ, ὥστε ποτὲ δὲν τὸ ἐνθυμοῦντο οἱ ἄνθρωποι. Τινὲς μάλιστα ἐψιθύρισαν δειλά:
— «Ἔχει ὄρεξι ἐφέτος ὁ Ὁλλαντέζος.»
Τότε τινές, ἰδίως ἐκ τῶν ναυτῶν, ἐκπλαγέντες ἀπὸ τὴν προπετῆ πρόσκλησιν, ἤρχισαν νὰ ἑτοιμάζουν τὰς χονδρᾶς ἐξ ἐλαίας ράβδους των, νομίσαντες ὅτι θ' ἀρχίσῃ ἀληθὴς πάλη πρὸς ἐκβίασιν τῆς εἰσόδου. Καὶ ὁ ἱερεὺς τὴν τρίτην φορὰν ἐμπνευσθεῖς καὶ αὐτὸς ἐκ τῆς ἐμπνεύσεως τοῦ ἀγαθοῦ κανδηλάπτου ἐκραύγασεν ἐπιτακτικώτερον τὸ «Ἄρατε», ὡς νὰ ἤθελε νὰ κατανικήσῃ καὶ τὴν τελευταίαν ἀντίστασιν τοῦ ζωηροῦ ᾈδάρχου καὶ συγχρόνως ὤθησε μετὰ δυνάμεως ἀσυνήθους τὰς πύλας διὰ χειρῶν καὶ ποδῶν, ἐπιδοκιμάζοντος τοῦ πλήθους. Καὶ πάραυτα ἀνεώχθησαν πέρα-πέρα μετὰ πατάγου φοβεροῦ αἳ πύλαι καὶ κρότου μὴ ἀκουσθέντος ἄλλοτε. Κι ἔλαμψαν ἰδοὺ οἱ ἀναμμένοι τοῦ ναοῦ πολυέλαιοι. Ὁ δὲ ἱερεὺς ψάλλων τὸ «ὁ Μονογενὴς Υἱός…» ἠτοιμάζετο νὰ εἰσέλθῃ, ὅτε ἐξαίφνης καὶ συγχρόνως κραυγαὶ ἠκούσθησαν, κραυγαὶ ὡς ἀπὸ δυστυχήματος ἀνελπίστου.
Ὁ μπαρμπα-Κώστας ἀφιερωθεῖς ἐν τῇ προσφιλεῖ του ἀπομιμήσει ἐλησμόνησε μετὰ τὴν τρίτην ἐρώτησιν νὰ παραμερίσῃ εἰς τὰ πλάγια, καὶ τὰ φύλλα τῆς βαρείας πύλης βιαίως ἀνοιγέντα τὸν ἐκτύπησαν εἰς τὰς σιαγόνας, διότι ὑπεκρίνετο ἐγγύς τῆς ὀπῆς τῆς κλειδός, καὶ τὸν ἔῤῥιψαν κάτω εἰς τὰς πλάκας βροντήσαντα ὡς κορμὸν δρυὸς καταπεσούσης ὑπὸ καταιγίδος. Εὐτυχῶς τὸ πάθημα δὲν ἦτο σοβαρώτερον. Ὁ μπαρμπα-Κώστας ἦτο γερὸ κόκκαλο, πέντε φορᾶς θαλασσοπνιγμένος. Ἡ ἱερὰ τελετὴ ἐξηκολούθησεν ἐν τάξει καὶ ἔληξεν ὠσαύτως ἐν τάξει. Καὶ αὐτὴ ἡ διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων ἐγένετο ὑπὸ τῶν ναυτῶν ἐν τακτικῇ ἀταξίᾳ. Πλὴν τοὺς νησιώτας κατελύπησε τὸ ἀπρόοπτον πάθημα τοῦ μπαρμπα-Κώστα, ὅστις ἀφοῦ ἔτυχεν ἐκεῖ τῶν πρώτων περιποιήσεων καὶ κατόπιν ἐν τῷ οἰκίσκῳ του, ὑπομείνας ἀφορήτους τωόντι πόνους, καὶ τυχῶν συντονωτάτης ἰατρικῆς περιθάλψεως, ἐκ μέρους τῶν ἐπιτρόπων, ὅμως ἔκειτο τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως πονῶν ἀκόμη, ὡς εἴδομεν, καὶ ἄνευ ὀδόντων πλέον. Ἐν τῇ καταπτώσει ἔχασε καὶ τὰς δύο σειρᾶς τῶν ὀδόντων του. Καὶ ἐλυπεῖτο πλέον ὁ πτωχὸς καὶ ἐπόνει, ὄχι τόσον διὰ τὴν ἀπώλειαν τῶν ὀδόντων, ὅσον διότι δὲν θὰ ὑπεκρίνετο πλέον τὸν ᾍδην, διότι ἡ ἔλλειψις τῶν ὀδόντων θὰ ἠλάττωνε κωμικῶς τὰς πρώτης δυνάμεως τραγικὰς ἐρωτήσεις του.
— «Κ' ἐδῶ ἐναυάηθα!», ἔλεγε νωδῶς μετὰ ταῦτα παραπονούμενος διὰ τὴν τύχην του ὁ ἀγαθὸς μπαρμπα-Κώστας ὁ Ὁλλαντέζος, ἁπλοῦς κανδηλάπτης πλέον τοῦ ναοῦ, φέρων καταφανῆ τὰ διπλὰ σημεῖα τῶν διπλῶν ναυαγίων, τὸ ὁλλανδικόν του κασκέτο καὶ τὰς ἄνευ ὀδόντων σιαγόνας, ἀλλ' ἀντὶ τῆς καλύβης του πλέον ἑκατοικοῦσεν εἰς ἕνα πολὺ εὔμορφον κελλίον ὁποὺ τοῦ ἔκτισαν οἱ ἐπίτροποι ἐντός τοῦ κηπαρίου τοῦ ναοῦ, καὶ ὅπου διῆλθε τὰ γηρατεῖα του ἀγαπώμενος ἀπὸ ὅλους.
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ:
Η Μεγάλη Τετάρτη [Μ. Τρίτη εσπέρας]15/16/4.25
Γυνή, βαλοῦσα σώματι
Χριστοῦ μύρον,
Την Νικοδήμου προὔλαβε
σμυρναλόην.
Κατά την Μεγάλη Τετάρτη θυμόμαστε το
γεγονός της αλείψεως του Κυρίου με μύρο
από μια πόρνη γυναίκα. Επίσης φέρεται
στη μνήμη μας, η σύγκλιση του Συνεδρίου
των Ιουδαίων, του ανωτάτου δηλαδή
Δικαστηρίου τους, που συνεδρίασε για
πάρει την καταδικαστική απόφαση κατά
του Κυρίου, καθώς και τα σχέδια του Ιούδα
για προδοσία του Διδασκάλου του.
Δύο μέρες πριν το εβραϊκό Πάσχα, καθώς ο Κύριος ανέβαινε προς τα Ιεροσόλυμα, κι ενώ βρισκόταν στο σπίτι στου λεπρού Σίμωνα, τον πλησίασε μια μετανοημένη πόρνη γυναίκα κι άλειψε το κεφάλι Του με πολύτιμο μύρο. Η τιμή του ήταν γύρω στα τριακόσια δηνάρια, πολύτιμο άρωμα και γι' αυτό οι μαθητές την επέκριναν και περισσότερο απ' όλους ο βαστάζων τον γλωσσόκομον, δηλαδή ο ''ταμίας'' Ιούδας. Γνώριζαν οι μαθητές καλά πόσο μεγάλο ζήλο έδειχνε πάντοτε ο Χριστός για την ελεημοσύνη προς τους φτωχούς. Ο Χριστός όμως την υπερασπίσθηκε, για να μην αποτραπεί απ' το καλό της σκοπό. Τους είπε ότι για λίγο ακόμη θα τον έχουν κοντά τους. ''Τους φτωχούς'', είπε, ''θα τους έχετε πάντα''. Ανέφερε μάλιστα και τον ενταφιασμό Του, προσπαθώντας να αποτρέψει τον Ιούδα από τη προδοσία, αλλά μάταια. Τότε απέδωσε στη γυναίκα την μεγάλη τιμή να διακηρύσσεται το ενάρετο έργο της σε ολόκληρο την οικουμένη.
Ο Ιερός Χρυσόστομος μας θυμίζει ότι δύο ήταν οι γυναίκες που άλειψαν με μύρο τον Κύριο. Οι τρεις πρώτοι Ευαγγελιστές αναφέρουν μια και την ίδια γυναίκα, που πήρε την ονομασία πόρνη. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης όμως κάνει λόγο και για άλλη γυναίκα, αξιοθαύμαστη και σεμνή, τη Μαρία την αδελφή της Μάρθας και του Λαζάρου, που άλειψε τα άχραντα πόδια Του σκουπίζοντας τα με τις τρίχες των μαλλιών της [η περικοπή αναγιγνώσκεται στουν ναούς κατά την Κυριακή των Βαϊων].
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος
πλ. Δ'.
Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθής, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς, ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.
Και το Τροπάριο της Κασσιανής:
Δοξαστικό των αποστίχων των Αίνων της Μεγάλης Τετάρτης, μέλος Π. Λαμπαδαρίου. Ήχος πλάγιος Δ'
''Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ENG. VERSION : Lord, when the woman who had fallen into many sins perceived Your divinity, she assumed the role of a myrrh-bearing woman, and lamenting brought fragrant oils to anoint You before Your burial. "Woe is me," she says. "Night for me is a frenzy without restraint, very dark and moonless, a sinful love-affair. Accept the fountains of my tears, You who draw out from the clouds the water of the sea. Take pity on me, and incline to the sighing of my heart, You who bowed the heavens by Your ineffable self-emptying. I shall cover Your unstained feet with kisses, and wipe them dry again with the locks of my hair; those feet, whose sound at twilight in Paradise echoed in Eve's ears, and she hid in fear. Who can reckon the multitude of my sins, or fathom the depths of Your judgments, O my life-saving Savior? Do not despise me, Your servant, since without measure is Your mercy."
Η Εις Άδου Κάθοδος του Κυρίου [19.4.25] M. Σάββατο
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου
Μετά την Πτώση των Πρωτοπλάστων, ο άνθρωπος αποκόπηκε από το Θεό και φυλακίσθηκε με το πέρας της επιγείου ζωής του στον Άδη, όπου “ζούσε” δυστυχισμένος, αποκομμένος από το Θεό, την πηγή της Ζωής. Σ' αυτόν τον τραγικό χώρο της δυστυχίας, κατέβηκε, με το θάνατό Του, ο Κύριος, για να ελευθερώσει τους αιωνίους αιχμαλώτους και να συντρίψει «τον κυρίαρχο του θανάτου, διάβολο”, (Εβρ. β´ 14).
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ: Ο θρίαμβός του Κυρίου κατά του Άδη, άρχιζε ακριβώς όταν οι εχθροί του νόμισαν ότι Τον νίκησαν. Τα όργανα του Διαβόλου, «ησφαλίσαντο τον τάφον του Ιησού». Όμως η νίκη του Κυρίου στο Σταυρό, επεκτεινόταν στον Άδη, διότι, εφόσον ο θάνατος γεννήθηκε από την αμαρτία, εάν βρισκόταν κάποιος αναμάρτητος, ο θάνατος δεν θα μπορούσε να τον κρατήσει δέσμιο. Και τέτοιος υπήρξε κατά την ανθρώπινη φύση Του, ο Κύριος, «ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού».
Πραγματικά, ο Άδης δεν μπόρεσε να Τον κρατήσει και το βασίλειό του κατελήθη. Στο πρόσωπο του Χριστού, δικαιώθηκε και λυτρώθηκε το ανθρώπινο γένος. Ο Γρηγόριος Νύσσης, τονίζει: «Δια του θανάτου έστησεν, της φθοράς την ενέργειαν, και τούτο εστιν η του θανάτου κατάλυσις». Η αφθαρσία του σώματος του Κυρίου, προφητεύτηκε: «Ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις Άδην, ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν» (Ψαλμ. ιστ΄ 10 ). Ενώ η εγκατάλειψη και η φθορά, έβρισκαν μέχρι τότε απόλυτη εφαρμογή, ο Κύριος υπερνικά και τα δύο. Η ανάστασή Του το βεβαιώνει περίτρανα. Κατέλυσε το κράτος της φθοράς εισάγοντας τον άνθρωπο στην εποχή της αφθαρσίας, και ανήλθε από τον Άδη νικητής, καταλύοντας το βασίλειο του θανάτου, χαρίζοντάς μας την αθανασία. Ο απόστολος Πέτρος προσθέτει ότι ο Κύριος: «και τοις εν φυλακή πνεύμασιν πορευθείς εκήρυξε», τονίζοντας το κήρυγμά Του στους προαποθανόντες, όπως ακριβώς εκήρυξε νωρίτερα στους ζώντες.Ο Απ. Παύλος τονίζει: «Εις τούτο γαρ Χριστός απέθανε και έζησεν, ίνα νεκρών και ζώντων κυριεύσει». Ο ίδιος ο Κύριος λέει: «...εγενόμην νεκρός, και ιδού, ζων ειμί εις τους αιώνας των αιώνων. Και έχω τας κλεις του θανάτου και του Άδου» (Αποκ. α΄ 17,18). Τα κλειδιά του θανάτου και του Άδου τα απέκτησε ως άνθρωπος, όταν κατέβηκε στα δώματά του, και τον κατέλυσε, παίρνοντας τα κλειδιά του, όπως ένας πορθητής βασιλιάς. Τη νίκη Του κατά του Άδη προφήτεψε ο ίδιος ο Κύριος παραβάλλοντάς την με την τριήμερη παραμονή του προφήτη Ιωνά, στην κοιλιά του κήτους (Ματθ. ιβ΄ 40). Όταν, λοιπόν, ο Χριστός εμφανίσθηκε στον Άδη, ζωοποίησε τους νεκρούς που πίστεψαν στο κήρυγμά του και περισσότερο, αυτούς που Τον ανέμεναν (Προφήτες). Γιατί όμως ο Κύριος να πεθάνει; «Επεί(δη) τα παιδία (οι άνθρωποι) κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχεν των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήσει τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστιν τον διάβολο, και απαλλάξει τούτους, όσοι φόβω θανάτου ... ένοχοι ήσαν δουλείας.” (Εβρ. β΄ 14,15). Το κήρυγμα του Χριστού στους ζώντες, διαίρεσε. Άλλοι τον δέχθηκαν και άλλοι τον απέρριψαν. Έτσι και στον Άδη, η παρουσία του Κυρίου με ασώματη ψυχή, και το κήρυγμά Του, επέφερε διαίρεση και σωτηρία εκείνων που πίστεψαν μεθιστώντας τους “εις την βασιλεία του” (Κολοσ. α΄ 13). Είναι ξεκάθαρη και αγιογραφικά τεκμηριωμένη η κοινή πίστη των Χριστιανών στη λύτρωση των εκεί δεσμίων νεκρών που πίστεψαν στον Χριστό. Κατά τους Αγίους Πατέρες αυτό που συνέβη στους αποθανόντας δικαίους είναι η πρώτη ανάσταση, της ψυχής του ανθρώπου, που όταν ενωθεί με τη ζωή του Χριστού, λυτρώνεται από τον θάνατο της αμαρτίας, και ανίσταται πνευματικά. Όλοι οι εν Άδη, που αποδέχθηκαν το κήρυγμά Του, συναριθμήθησαν στη θριαμβεύουσα Εκκλησία του Χριστού.
ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ: Την Κάθοδο του Κυρίου στον Άδη εορτάζει η Εκκλησία το Μέγα Σάββατο. Η Κάθοδος αυτή είναι ένα άρθρο πίστης, ένα βέβαιο δεδομένο. Συνεπώς, όπως η αμαρτία έφερε τη φθορά, σαν νέκρωση και χωρισμό από το Θεό, έτσι η ανακαίνιση και η αφθαρσία υπήρξαν καρποί, μέσω της Καθόδου του Κυρίου στον Άδη, της θείας ενανθρώπησης. Τα λόγια του Κυρίου στον αποθανόντα Αδάμ, ηχούν και σε μας “τους περιλειπόμενους” την Αγία αυτή μέρα: “Σήκω, συ που κοιμάσαι, ανάστα εκ νεκρών! Κύτταξε στα μάγουλά Μου τα ραπίσματα που καταδέχθηκα, για να επανορθώσω την διεστραμμένη μορφή σου και να την φέρω στην όψη που είχε σαν εικόνα Μου. Κοίταξε στη ράχη Μου τη μαστίγωση που καταδέχθηκα, για να διασκορπίσω το φορτίο των αμαρτημάτων σου. Κοίταξε τα καρφωμένα χέρια Μου, που τα άπλωσα καλώς επάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να συγχωρεθείς συ που άπλωσες κακώς το χέρι σου στο απαγορευμένο δένδρο. Γι’ αυτό σηκωθείτε, ας φύγουμε από τον θάνατο στη ζωή. Από την φθορά στην αφθαρσία.
konstantinosa.oikonomou@gmail.com
Το βίντεο με το λόγο του αγίου Επιφανίου Κύπρου εδώ:
Ο Άγιος Λάζαρος, ο τετραήμερος: Δεν γέλασε ποτέ!
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου
Απολυτίκιο: Ήχος α': “Την κοινήν Ανάστασιν προ του σου Πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον, Χριστέ ο Θεός. όθεν και ημείς ως οι παίδες, τα της νίκης σύμβολα φέροντες, Σοι τω νικητή του Θανάτου βοώμεν. Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου.”
Αποκεφαλίστηκε από τζιχαντιστές μωαμεθανούς επειδή δεν έβγαζε το σταυρό του! Ο Νεομάρτυς Ευγένιος Ροντιόνωφ (23/5/1996) + ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσ...