Το αμάρτημα της μητρός μου του Γεωργίου Βιζυηνού ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK
Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου
Το αμάρτημα της μητρός μου είναι διήγημα του συγγραφέα Γεωργίου Βιζυηνού. Είναι το πρώτο διήγημα του συγγραφέα και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1883 στο περιοδικό Εστία (έτος Η΄, τόμος ΙΕ΄).
Η ιστορία είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, αφού βασίζεται σε αναμνήσεις του συγγραφέα. Πρόκειται για αυτοβιογραφικό οικογενειακό δράμα και τα κύρια πρόσωπα είναι δύο, ο αφηγητής και η μητέρα του. Ο χώρος που εκτυλίσσεται είναι η Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, ενώ τα γεγονότα συνέβησαν κατά την παιδική ηλικία του συγγραφέα. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι η αρχαΐζουσα στην αφήγηση και η δημοτική στους διαλόγους, διανθισμένη με ιδιωματικές λέξεις της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Χαρακτηρίστηκε ως ένα καινοτόμο για την εποχή του διήγημα, από τα σημαντικότερα της ελληνικής πεζογραφίας. Επηρεασμένο από τα λογοτεχνικά ρεύματα της Δυτικής Ευρώπης, είναι το πρώτο νεοελληνικό διήγημα που αναφέρεται στο ψυχικό μαρτύριο και τη βαριά συνείδηση, διεισδύοντας σε βάθος στην ανθρώπινη ψυχή. Ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία με ζεστά συναισθήματα, ανθρωπιά και αμεσότητα. Τα τελευταία χρόνια το διήγημα έχει μεταφερθεί και στη σκηνή ως θεατρική παράσταση.
Λίγα λόγια για τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα που πέθανε στο Δρομοκαϊτειο στις 15.4.1896 σε ηλικία 47 ετών:
Γεννήθηκε στη Βιζύη της Α. Θράκηςστις 8 Μαρτίου 1849, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Ο πατέρας του, Μιχαήλος Σύρμας, δούλευε στα καμίνια του ασβέστη. Αργότερα έγινε πραματευτής και πέθανε από τύφοτο 1854 αφήνοντας τον γιο του ορφανό σε ηλικία 5 ετών. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τον Μιχαήλο, που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γεώργιο, τον Χρηστάκη, τον αδικοσκοτωμένο ταχυδρόμο, για τον οποίο μιλά στο διήγημά τουΠοίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, και δύο κορίτσια, την Άννα, που πέθανε με τις συνθήκες που περιγράφει στοΑμάρτημα της μητρός μουκαι την Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της, αλλά πέθανε κι αυτή μικρή.
Σε ηλικία 10 ετών οι παππούδες του τον στέλνουν στην Πόλη κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική. Μετά όμως από 2-3 χρόνια πεθαίνει ο θείος του κι εγκαταλείπει τη ραπτική, επιστρέφοντας στο σχολείο προστατευόμενος από τον Κύπριο έμπορο, Γιάγκο Γεωργιάδη. Παραμένει στην Πόλη μέχρι την ηλικία των 18 και τον Ιούλιο του 1868 ταξιδεύει ως προστατευόμενος του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου Β΄ και ζει για τέσσερα χρόνια στη Λευκωσία. Εκεί φοιτά στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας, αριστεύει στα μαθήματα, ορίζεται “ευταξίας” (σχολικός επιμελητής), διαμένει στην Αρχιεπισκοπή, φορά ράσα και γίνεται ιεροψάλτης. Μάλιστα ο Σοφρώνιος τον προόριζε για ιερέα. Ερωτεύεται όμως παράφορα τη νεαρή Ελένη Φυσεντζίδη και της γράφει ερωτικά ποιήματα, “παράπτωμα” για το οποίο τιμωρείται με επιτίμιο. Η Φυσεντζίδη τον είχε ερωτευτεί τόσο που δεν παντρεύτηκε ώς τα 40 της, περιμένοντάς τον και πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του· το 1930, με άσπρα μαλλιά πλέον, διηγήθηκε από μνήμης σε δημοσιογράφο τα ποιήματα που της είχε γράψει....