Ετικέτες - θέματα

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συναξάρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συναξάρι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23.7.25

Η Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου 28.7 από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο

                       

               Η Οσία Ειρήνη Χρυσοβαλάντου 28.7

από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο



   Η οσία Ειρήνη ζούσε στην Καππαδοκία σε μια πλούσια και ευγενή οικογένεια, λίγο μετά τον θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (842). Όταν η Θεοδώρα ανέλαβε την αντιβασιλεία, αναζήτησε σε όλη την Αυτοκρατορία σύζυγο για τον γιο της, τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ (842-867). Οι απεσταλμένοι της αυλής πρόσεξαν την ομορφιά και ευγένεια των ηθών της Ειρήνης και την έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την αδελφή της, η οποία και τελικά παντρεύτηκε τον καίσαρα Βάρδα, αδελφό της Θεοδώρας. Στο δρόμο τους πέρασαν κοντά από το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας και η Ειρήνη επισκέφθηκε τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μέγα [+4 Νοεμ.], ο οποίος την χαιρέτησε προλέγοντας ότι θα γινόταν ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου.


Η θεία Πρόνοια εμπόδισε το γάμο της με τον αυτοκράτορα και εκείνη, με την καρδιά της ξαλαφρωμένη, μοίρασε τα υπάρχοντά της και αποσύρθηκε στην Μονή Χρυσοβαλάντου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατρίκιος Νικήτας (Νικόλαος), κοντά στην στέρνα του Άσπαρ, μακριά από τα θορυβώδη από την κοσμική τύρβη μέρη. Με τη μοναχική κουρά της, η Οσία έκοψε κάθε δεσμό που την κρατούσε στον κόσμο και δόθηκε με ζήλο στους ασκητικούς αγώνες [γνωρίζοντας ότι στο μέτρο που εξασθενίζει το σώμα, ο έσω άνθρωπος ανακαινίζεται και πλησιάζει το Θεό (Β΄ Κορ. 4. 16).]


Έχοντας μόνο έναν χιτώνα που άλλαζε μία φορά τον χρόνο, τρεφόμενη με νερό και ψωμί, υποτασσόταν πρόθυμα και με χαρά σε ό,τι της όριζαν, εφαρμόζοντας την τέλεια υπακοή. Η διαρκής κατάνυξη χαροποιούσε την καρδιά της και έκανε το πρόσωπό της να λάμπει. Έβλεπε όλες τις αδελφές της σαν βασίλισσες και θεωρούσε τον εαυτό της ως θεραπαινίδα, προσφερόμενη ακούραστα στις πιο ευτελείς εργασίες για να τις διακονεί. Από το στόμα της έβγαιναν μόνον λόγια των Γραφών ή των αγίων Πατέρων, τους οποίους μελετούσε αδιάκοπα. Ενώ ήταν λιγότερο από έναν χρόνο στο μοναστήρι, έχοντας διαβάσει με θαυμασμό το Βίο του αγίου Αρσενίου [+ 8 Μαΐου], ο οποίος προσευχόταν από τη δύση του ηλίου έως την αυγή, προσπάθησε να τον μιμηθεί.

Με την βοήθεια της θείας χάριτος κατάφερε σιγά-σιγά να στέκει όρθια, με υψωμένα τα χέρια σε προσευχή, όλη την ημέρα και όλη την νύκτα. Αγωνιζόταν με σοφία να δουλαγωγήσει το σώμα τόσο, ώστε καμιά μηχανή του διαβόλου δεν μπορούσε να την πλήξει. Όταν εκείνος της υπέβαλλε μνήμες από την δόξα και την ευμάρεια της ζωής που είχε εγκαταλείψει, εξομολογείτο τους λογισμούς της στην ηγουμένη της και διπλασίαζε την άσκησή της.


Μετά το θάνατο της ηγουμένης, υποδείχθηκε παρά την θέλησή της ως διάδοχός της και χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο [+14 Ιουν.]. Ενθυμούμενη την προφητεία του αγίου Ιωαννικίου, έζησε έκτοτε ως άγγελος επίγειος, προσευχόμενη όλη τη νύκτα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. [Με τα μέσα αυτά προσείλκυσε την χάριν του Θεού και έλαβε τόση σοφία, ώστε να δύναται να οδηγεί πλήθος ψυχών στην οδό της Σωτηρίας. Ζητούσε από τις αδελφές να μην την θεωρούν ως ανώτερή τους, αλλά ως μία συμμονάστριά τους που είχε ορισθεί να τις υπηρετεί.]

Με γλυκύτητα και υπομονή παραινούσε τις συμμονάστριές της να πολιτεύονται στα πάντα κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, αποτάσσοντας τα μάταια θέλγητρα της δόξας και της εκτίμησης των ανθρώπων. Ό,τι κι αν κατακτούσαν, συμβούλευε τις μαθήτριές της να το θεωρούν ως δώρο του Θεού και να τελούν αδιαλείπτως σε κατάνυξη αναπέμποντας ευχαριστίες. [Απαγόρευε εξάλλου σ’ αυτές να προσεύχονται για την υγεία τους, λέγοντας ότι τίποτε δεν είναι λυσιτελέστερο για την ψυχή από την ασθένεια που γίνεται δεκτή με ευγνωμοσύνη.]


Έχοντας λάβει από άγγελο Κυρίου το προορατικό χάρισμα, συχνά, λίγο μετά την Ακολουθία του Όρθρου, καλούσε τις αδελφές και μία-μία, με διάκριση, τις βοηθούσε να εμφανίζονται αγνές και ανυπόκριτες ενώπιον του Θεού, αποκαλύπτοντάς τους τούς πιο κρυφούς λογισμούς τους. Γρήγορα κατέστη περιώνυμη σε όλη την Βασιλεύουσα για τη σοφία με την οποία καθοδηγούσε την αδελφότητά της, ώστε κάθε είδους άνθρωποι, προσέρχονταν για να λάβουν τις συμβουλές της και να εναποθέσουν την ελπίδα τους στις προσευχές της. Με την στήριξη της θείας χάριτος πρόκοβε ασταμάτητα στην άσκηση και την καθαρά προσευχή. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Πάσχα, δεν έτρωγε ψωμί, αλλά λίγα μόνα λαχανικά, μία φορά την εβδομάδα. Η ολονύκτια αγρυπνία τής είχε γίνει τόσο φυσική όσο ο ύπνος στους άλλους ανθρώπους, και περνούσε τις νύκτες της με τα χέρια υψωμένα προς τον ουρανό, βυθισμένη σε άγιες θεωρίες. [Ενίοτε έμενε στην στάση αυτή δύο ημέρες συνέχεια, ακόμη και μία ολόκληρη εβδομάδα, σε σημείο που οι μαθήτριές της χρειαζόταν στο τέλος να την βοηθήσουν να κατεβάσει τα μουδιασμένα χέρια της.]


Μία νύκτα, μια μοναχή κοιτάζοντας στην αυλή είδε την οσία Ειρήνη να προσεύχεται ανυψωμένη θαυματουργικά από το έδαφος, ενώ τα δύο πελώρια κυπαρίσσια που ορθώνονταν στην αυλή του μοναστηριού είχαν λυγίσει τις κορφές τους μέχρι το έδαφος· επανήλθαν δε στην θέση τους μόνο όταν σφραγίστηκαν από την οσία με το σημείο του Σταυρού. Αυτή η νυκτερινή προσευχή ήταν φοβερή για τους δαίμονες, οι οποίοι διπλασίαζαν τις επιθέσεις τους μέσα στη νύκτα. Μία φορά ένας από αυτούς έριξε πάνω της το αναμμένο φιτίλι μιας κανδήλας. Τα ρούχα της Ειρήνης πήραν αμέσως φωτιά. Παρέμεινε ωστόσο ατάραχη και θα είχε καεί ολόκληρη αν μία μοναχή που ξύπνησε από τη μυρωδιά της σάρκας και των ρούχων που καίγονταν δεν έμπαινε στο κελλί της ηγουμένης. Μέσα στους πυκνούς καπνούς είδε την οσία στις φλόγες όρθια και απαθή να προσεύχεται. Καθώς την έσπρωξε προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες, η Ειρήνη χαμήλωσε τα χέρια της και της είπε επιτιμητικά: «Γιατί μου στέρησες μια τόσο μεγάλη απόλαυση με την απότομη αυτή παρέμβασή σου; Ένας άγγελος στεκόταν μπροστά μου πλέκοντάς μου ένα στεφάνι από άφθαρτα άνθη, τέτοια που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι και ήταν έτοιμος να με πάρει από δω, όταν εσύ τον έδιωξες». Κι όταν η μαθήτρια της ξεκόλλησε τα ράκη του υφάσματος από τη σάρκα της, μια απερίγραπτη θεσπέσια γέμισε το μοναστήρι. [ Μιαν άλλη φορά ένας ναυτικός που ήλθε από την Πάτμο παρουσιάστηκε στο μοναστήρι και έδωσε στην οσία τρία υπέροχα μήλα, τα οποία ο άγιος Απόστολος Ιωάννης του είχε αναθέσει να της παραδώσει. Το πρώτο μήλο στάθηκε αρκετό να την τρέφει για σαράντα ημέρες, κατά τις οποίες το στόμα της ανέδιδε μία υπερκόσμια ευωδία· μοίρασε το δεύτερο στην αδελφότητα την Μεγάλη Πέμπτη και κράτησε το τρίτο ως ακριβό φυλαχτό, αρραβώνα των άφθαρτων αγαθών του Παραδείσου.]

Χάρις στο προφητικό χάρισμα, η Ειρήνη επιτέλεσε πλήθος άλλων θαυμάτων και προέβλεψε αλόμη και τη δολοφονία του Βάρδα, την οποία ακολούθησε λίγο αργότερα εκείνη του Μιχαήλ Γ’ (867), καθώς και την ανάληψη της εξουσίας από το Βασίλειο Α’ το Μακεδόνα. Με την βοήθεια του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου και της αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας θεράπευσε δαιμονισμένους και έσωσε έναν συγγενή της, τον οποίο ο αυτοκράτορας είχε κατά νου να εκτελέσει ως προδότη, εμφανιζόμενη στον ηγεμόνα, απαστράπτουσα και πλήρης δόξης. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος αναγνώρισε το σφάλμα του, ζήτησε συγγνώμη και έκτοτε έδειξε την ευμένειά του απέναντι στο μοναστήρι.

Η οσία Ειρήνη έφθασε σε ηλικία εκατόν τριών ετών, διατηρώντας όλη την δροσιά και την φυσική ομορφιά της, σημάδι του κάλλους της ψυχής της.


Ο Φύλακας Άγγελός της την προειδοποίησε ένα έτος πριν για τον χρόνο της ουράνιας αναχώρησής της και, όταν έφθασε η ημέρα, συγκέντρωσε τις αδελφές της, όρισε την νέα ηγουμένη που είχε επιλέξει ο Θεός και αφού τις προέτρεψε να περιφρονούν ό,τι είναι πρόσκαιρο, έκλεισε γαλήνια τα μάτια της και παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού. Ενταφιάσθηκε στο παρεκκλήσιο του αγίου μάρτυρα Θεοδώρου και ο τάφος της ανέδιδε διαρκώς μία ουράνια ευωδία, φανερώνοντας σε όλους την παρρησία που είχε αποκτήσει στο Θεό, ενώ μέχρι τις ημέρες μας η οσία Ειρήνη δεν παύει να μεσιτεύει υπέρ εκείνων που την επικαλούνται με πίστη και να θαυματουργεί.














18.7.25

Ο Άγιος Θεόφιλος, ο Ζακυνθινός, νεομάρτυς εν Χίω 24.7 από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

 

Ο Άγιος Θεόφιλος, ο Ζακυνθινός, νεομάρτυς εν Χίω 24.7

από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου


 


Ο Άγιος καταγόταν από την Ζάκυνθο και ήταν ναυτικός. Συνέβη κάποτε, κατά διαβολικά συνέργεια, να μαλώσει με τον καπετάνιο του και, ενώ βρισκόντουσαν στην Χίο , να φύγει από το καράβι. Ένας τούρκος καπετάνιος που το έμαθε, ήθελε να τον πάρει στο δικό του καράβι. Όμως ο άγιος με κανένα τρόπο δεν ήθελε να εργαστεί με τούρκο καπετάνιο, διότι τους αποστρεφόταν και αντιδρούσε έντονα στις πιέσεις του. Προσβλήθηκε τότε και οργίστηκε ο τούρκος καπετάνιος και τον συκοφάντησε λέγοντας πώς φορά τούρκικο φέσι ενώ είναι ρωμιός.

Έτσι με άλλους τούρκους τον οδήγησαν μπροστά στον κριτή. Ο δικαστής αποφάσισε πως πρέπει να γίνει μωαμεθανός. Ο άγιος φώναζε : Εγώ δεν αρνούμαι τον Χριστό μου ποτέ, Αυτόν πιστεύω, Αυτόν ομολογώ . Εκείνοι προσπαθούσαν με κολακείες , με ταξίματα, με φοβέρες να τον καταφέρουν να αλλαξοπιστήσει , χωρίς αποτέλεσμα όμως. Τότε τον έπιασαν και του έκαμαν το ''σουνέτι'' δηλαδή περιτομή δια της βίας. Κάποιος μάλιστα άνθρωπος του Σουλτάνου , που έτυχε να βρίσκεται στην Χίο, τον πήρε μαζί του για να τον κάνει δώρο στον Σουλτάνο , διότι ήταν όμορφος και νέος.

Ο ευλογημένος Θεόφιλος παρακαλούσε με δάκρυα τον Θεό να του δείξει δρόμο να φύγει από τα χέρια τους. Πράγματι κάποια νύχτα που πήγαν στο τζαμί να προσκυνήσουν, τον άφησαν μόνο στο σπίτι. Αρματώνοντας τον εαυτό του με το σημείο του σταυρού, έφυγε και κρύφτηκε κάπου. Μόλις επέστρεψαν και δεν τον βρήκαν, άναψαν φανάρια κι άρχισαν να τον ψάχνουν παντού. Ο Θεός όμως τον σκέπαζε και δεν τον βρήκαν. Μετά από τρεις μέρες πείνασε και βγήκε τα μεσάνυχτα και πήγε στο σπίτι του καπετάνιου του, όπου του έδωσαν τροφή και πάλι κρύφτηκε σε μια εκκλησία. Βρίσκοντας, λίγο αργότερα, μια ευκαιρία διέφυγε στη Σάμο αλλά πάλι επέστρεψε, ζητώντας τον καπετάνιο του για να ταξιδέψει μαζί του. Τον είδαν όμως οι Τούρκοι , όρμησαν, τον άρπαξαν, τον οδήγησαν στον δικαστή και ορκίζονταν πως έγινε μουσουλμάνος. Επειδή ο Άγιος κυριολεκτικά φώναζε : Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω ν’ αποθάνω, ο κριτής τον καταδίκασε στον δια πυράς θάνατο. Φορτωμένο με τα ξύλα της φωτιάς που θα τον έκαιγε τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης. Ακόμα και την τελευταία στιγμή προσπαθούσαν να τον αλλάξουν, ο άγιος όμως φώναζε: Δεν αρνούμαι τον Χριστό μου, Χριστιανός είμαι, Χριστιανός επιθυμώ να αποθάνω, τί χασομεράτε; Τότε άναψαν μια τεράστια φωτιά, για να τον κάψουν. Ο άγιος μάρτυς κάνοντας την προσευχή του και το σημείο του σταυρού και λέγοντας Εις χείρας Σου , Χριστέ μου, παραδίδω την ψυχήν μου, μπήκε μόνος του μέσα στη φωτιά και έτσι τελειώθηκε, σε ηλικία μόλις 18 ετών.

   Όταν έσβησε η φωτιά οι Χριστιανοί ζήτησαν, δίνοντας πολλά χρήματα, να πάρουν όσα λείψανα του αγίου μάρτυρος είχαν μείνει και τα κατέθεσαν στον ναό του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου.


17.7.25

Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Ερμόλαος [26.7] + ΒΙΝΤΕΟ από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο

 

Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Ερμόλαος [26.7] + ΒΙΝΤΕΟ

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα



Ἕρμιππος, Ἑρμόλαος ἠδ' Ἑρμοκράτης
Ἑρμῆν σέβοντας ᾔσχυναν παρρησίᾳ.
Ἑρμόλεως ἕκτῃ τε καὶ εἰκάδι δειροτομήθη”.

Ο ΙΕΡΕΑ ΕΡΜΟΛΑΟΣ: Τριακόσια χρόνια μετά την εποχή του επίγειου βίου του Κυρίου πολλοί ήταν οι μαθητές του Θεού της αγάπης σ' όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, έτσι και στη Νικομήδεια, όπου ζούσε ο ιερέας Ερμόλαος. Ο Ερμόλαος γνώριζε από μικρό παιδί τον γιο του ειδωλολάτρη Ευστόργιου και της χριστιανής Ευβούλης, τον Άγιο, αργότερα, Παντελεήμονα. Κι ήταν χαρά του μεγάλη καθώς έβλεπε τον Παντολέοντα, έτσι τον είχαν ονομάσει οι γονείς του, να μεγαλώνει και να λάμπει στο πρόσωπό του η ευγένεια και η αγάπη του Χριστού, πού η ευλαβική μητέρα του έβαλε στην ψυχή του, και τούτος, ο ιερέας Ερμόλαος σαν πνευματικός πατέρας του, πότισε και καλλιέργησε.


ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΜΟΛΑΟ
: Όταν ο Παντολέων μεγάλωσε και σπούδαζε την ιατρική επιστήμη, ο ιερέας Ερμόλαος του είπε κάποια μέρα: “Η ψυχή σου είναι πλασμένη για την αγάπη του Θεού, παιδί μου. Είναι καιρός να βαπτιστείς χριστιανός, και σαν τελειώσεις τις σπουδές σου, να γίνεις ένας γιατρός αγάπης ταπεινός, μα, το κατά δύναμη, μιμητής του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου”. Πραγματικά, ο Παντολέων βαπτίσθηκε και έλαβε από τον πατέρα Ερμόλαο το όνομα Παντελεήμων [ο ελεών τους πάντες]. Άλλωστε ο λευίτης αυτός του Κυρίου έτσι τον φανταζόταν και τέτοιον επιθυμούσε να τον δει: Γιατρό αγάπης προς όλους, «κυρίους» και δούλους. Και του το είπε συγκινημένος και δακρυσμένος: “Γιατρός αγάπης, Παντελεήμων, του Θεού της αγάπης μαθητής. Τι χαρά! Και τί ευλογία Κυρίου και έλεος!” Και εκείνος μετά τη βάπτισή του και τα λόγια του Ερμολάου υποσχέθηκε συγκινημένος στον ιερέα και τη μητέρα του: “Με τη χάρη του Θεού της αγάπης, του Κυρίου Ιησού Χριστού, την ευλογία του πατρός και αναδόχου μου Ερμολάου, και την ευχή της αγίας μητέρας μου, θα προσπαθήσω να γίνω μαθητής της αγάπης. Δός μου, Κύριε Ιησού, από την ιαματική δύναμη σου. Κάνε με μικρό και ταπεινό μιμητή Σου.


Ο ΑΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ ΙΑΤΡΟΣ
: Ο Παντελεήμων συνέχισε και τελείωσε τις σπουδές του κοντά στο μεγάλο γιατρό Ευφρόσυνο. Καινούργιες χαρές και καινούργιες ολοκάρδιες ευχές τώρα από τον ιερέα Ερμόλαο και τη μητέρα Ευβούλη: “Ιαματικός Απόστολος Αγάπης, Παντελεήμων”. Ήταν οι άγιες ευχές του ιερέα Ερμολάου και της μάνας Ευβούλης. Αυτή ήταν κι η άγια επιθυμία του Παντελεήμονα. Έκτοτε ένας γιατρός θερμής και ιαματικής αγάπης περιδιάβαινε στις πόρτες των ασθενών στη Νικομήδεια, άγγελος χαράς, ελπίδας και παρηγοριάς για όλους, πλούσιους και φτωχούς, κυρίους και δούλους. Ο ιερέας Ερμόλαος έβλεπε τα ιαματικά έργα του Παντελεήμονα και ευφραινόταν. “Συνεχιστής του έργου των αγίων Αποστόλων με τη χάρη και τη δύναμη του Θεού!”, έλεγε δοξολογώντας τον Κύριο.

Ο Άγιος Ερμόλαος στη Σκύρο [Βρυκολακονήσια]
   Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΥΡΚΑΓΙΑ: Ο Μαξιμιανός, μέγας εχθρός του Χριστιανισμού στα 304 μ.Χ. έδωσε εντολή να καούν όσο το δυνατόν περισσότεροι πιστοί της Νικομήδειας μέσα στον Ιερό Ναό της πόλης! Έπρεπε κατά τον ωμό Ρωμαίο καίσαρα να καούν οι “εχθροί και οι υπονομευτές” της Ρώμης Χριστιανοί! Έτσι, έβαλαν φωτιά οι στρατιώτες στο ναό και πολλοί χριστιανοί κάηκαν φωτίζοντας και με τη θυσία τους το πυκνό σκοτάδι της αγνωσίας και της κακίας. Ελάχιστοι γλύτωσαν. Ανάμεσα σ΄ αυτούς τους ελάχιστους ήταν και ο ιερέας Ερμόλαος, πού κατέφυγε σ΄ ένα απόκρυφο καταφύγιο. Ο Παντελεήμων, στο μεταξύ, εξακολουθούσε να χαρίζει την ίαση σε σώματα και ψυχές. Ο ιερέας Ερμόλαος μάθαινε τα νέα μέσα στην κρυψώνα του και ανακουφιζόταν η ψυχή του και δόξαζε το Θεό.

Από την πανήγυρη του Αγίου στη Σκύρο
    ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ Α. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ ΚΑΙ Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ: Κάποτε ο Μαξιμιανός σκέφθηκε να επαναλάβει τις θηριώδεις πράξεις του. Αφορμή γι΄ αυτό ήταν ο Παντελεήμων και η θαυματουργική, ιαματική αγάπη του. Όταν κάποτε ο ιατρός Άγιος Παντελεήμων θεράπευσε ένα τυφλό δούλο, όλη η Νικομήδεια χάρηκε και δόξαζε τον Θεό των Χριστιανών, και οι ειδωλολάτρες ακόμα. Όλους τους ευεργετούσε άλλωστε ο Παντελεήμων. Ειδωλολάτρης ήταν ο πρώην τυφλός. Δούλος όμως, μάλιστα τιμωρημένος από τον αφέντη του. Και έγινε χριστιανός τώρα. Αυτό ερέθισε τον θηριώδη Μαξιμιανό, που το θεώρησε προσβολή των νόμων της Ρώμης. Έτσι παρευθύς διέταξε έναν αξιωματικό του: “Αποκεφάλισε τον γιατρεμένο δούλο χριστιανό και σπεύσε με τους άνδρες σου να συλλάβεις και να φέρεις ενώπιον μου τούτο τον νεαρό γιατρό.” Σε λίγη ώρα έφεραν μπροστά στον Μαξιμιανό τον Παντελεήμονα. Ο Μαξιμιανός άρχισε να του μιλά για τα είδωλα μα ο Παντελεήμων, σταθερός στην πίστη του, διακήρυττε θαρρετά τις ευαγγελικές αλήθειες στον ασεβή Μαξιμιανό. Κάποια στιγμή ο Ρωμαίος τον ρώτησε ποιος του δίδαξε την πίστη στον Χριστό. Ο Παντελεήμων δε θέλησε να πει ψέματα. “Ο ιερεύς Ερμόλαος”, είπε. Τότε ο Μαξιμιανός έστειλε στρατιώτες του να βρουν τον ιερέα.

Ναός του Αγίου στην Κύπρο
   ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΣΗ ΤΟΥ ΕΡΜΟΛΑΟΥ: Εκείνοι γύρισαν σε λίγο με τρεις κρατούμενους. Με τη θέληση τους, ακολούθησαν τον Ερμόλαο μπροστά στον κριτή της Νικομήδειας, οι φίλοι και συνεργάτες του ιερείς, Έρμιππος και Ερμοκράτης. Ο εξουσιαστής, αφού εξέτασε πρώτα τον Ερμόλαο, ρώτησε έπειτα τους άλλους δύο τι ζητούσαν και ήλθαν σ' αυτόν. Εκείνοι αποκρίθηκαν, ότι ήταν στρατιώτες του Ερμολάου κάτω από τη σημαία του Χριστού, και ότι τον παρακαλούσαν να έχουν όλοι κοινό θάνατο, όπως είχαν και κοινή αδελφική ζωή.

Η απάντηση αυτή, αντί να κινήσει το θαυμασμό του τυράννου, άναψε περισσότερο το θυμό του. Έτσι έδωσε εντολή να φυλακιστεί, προσωρινά ο Παντελεήμων, ο ο οποίος και θα μαρτυρήσει αργότερα, ενώ καταδίκασε και τους τρεις ιερείς σε θάνατο. Έτσι με τη θυσία των κεφαλών τους, κέρδισαν τα αθάνατα βραβεία των αθλητών της πίστης και της αγάπης του Χρίστου. Ήταν η 26η Ιουλίου, όταν το ιερατικό αίμα του Ερμολάου, του Ερμίππου και του Ερμοκράτη έγινε αιώνια σπονδή αγάπης στον Άγιο Τριαδικό Θεό της αγάπης και θυσία λυτρωτική. Οι τρεις ιερείς έγιναν ιερομάρτυρες της Εκκλησίας και τιμώνται δεκαεπτά αιώνες τώρα από την Εκκλησία, και θα τιμώνται στους αιώνες! Άγιοι του Θεού, πρεσβεύετε και υπέρ ημών.

ΑΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ: Τμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Ερμόλαου βρίσκονται στις Μονές Παντοκράτορος Αγίου Όρους, Αγίου Νικάνορος Γρεβενών, Λειμώνος Λέσβου και Κύκκου Κύπρου, στη Λαύρα Αγ. Αλεξάνδρου Νέβσκι στην Αγία Πετρούπολη και στο Ναό του Αγ. Γεωργίου των Ελλήνων Βενετίας. Μέρος των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Ερμόλαου, μετά τις αρπαγές των Λατίνων κατά την πρώτη άλωση της Κων/λεως του 1204, βρίσκονται στον ρωμαιοκαθολικό Ναό του Αγίου Συμεών του Θεοδόχου Βενετίας, στο ρωμαιοκαθολικό Καθεδρικό Ναό Μπενεβέντου Καμπανίας και στο Calci της ρωμαιοκαθολικής Επισκοπής Πίζας.


Ἀπολυτίκιον
:[Ἦχος δ’]: “Οἱ Μάρτυρες σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ιωσήφ Δ. Αγαπητός, ο Άγιος Ερμόλαος, http://www.zoiforos.gr/index.php option=com_content&task=view&id=6611&Itemid=1

konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΒΙΟ ΤΟ ΑΓΙΟΥ ΕΔΩ: 


14.7.25

Η Αγία Χριστίνα η Μεγαλομάρτυς 24 Ιουλίου + ΒΙΝΤΕΟ από τον Κων/νο Οικονόμου

 

  Η Αγία Χριστίνα η Μεγαλομάρτυς 24 Ιουλίου + ΒΙΝΤΕΟ

από τον Κων/νο Οικονόμου



   

Η Αγία Χριστίνα έζησε στους χρόνους του βασιλέως Σεβήρου, περί το έτος 200 μ..Χ. στην Τύρο. Ο πατέρας της, Ουρβανός, ήταν στρατηγός του ρωμαϊκού στρατού. Βλέποντας την υπέροχη ομορφιά της κόρης του και φοβούμενος τους κακούς ανθρώπους έκτισε ψηλό πύργο όπως συνήθιζαν τότε. Σ’ αυτόν έκλεισε τη Χριστίνα με πολλές υπηρέτριες δια να την υπηρετούν και είδωλα για να προσεύχεται σ’ αυτά. Της είχε όλα όσα χρειαζόταν για να μη βγαίνει καθόλου και την βλέπουν άνθρωποι. Ο Χριστός όμως εκεί μέσα την φώτισε με την χάρη του Παναγίου Πνεύματος οδηγώντας την στη Θεογνωσία. Βλέποντας την ομορφιά της φύσης και τα δημιουργήματα του Θεού συλλογιζόταν, ποιος άραγε ήταν ο Δημιουργός και κυβερνήτης όλων. Και ο Θεός γνωρίζοντας την καλή της προαίρεση, της έστειλε άνθρωπο που της δίδαξε όσα λαχταρούσε να μάθει. Αφού φωτίσθηκε σεβόταν τον αληθινό Θεό και αφιερωνόταν σε προσευχές και νηστείες.

ΟΝΟΜΑΖΟΜΑΙ ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Κάποια ημέρα, που ανεβήκαν οι ειδωλολάτρες γονείς της στον πύργο να την επισκεφθούν, την προσκαλέσαν να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Η Χριστίνα όμως αρνήθηκε χωρίς φόβο για τις συνέπειες. Ο πατέρας της θυμωμένος έφυγε αναλογιζόμενος τις τιμωρίες, που θα της έκανε. Η μητέρα της στενοχωρημένη, προσπαθούσε με λόγια να την πείσει να προσφέρει θυσία στους θεούς. Η Αγία όμως της απάντησε: Μητέρα μου, προτιμώ το φως από το σκοτάδι. Οι θεοί σας είναι δαιμόνια, ενώ ο Κύριός μου δημιούργησε τους ουρανούς και όσα υπάρχουν στη γη. Είμαι δούλη του Χριστού και πήρα το όνομά του. Λέγομαι πια Χριστίνα. Μετά την αναχώρηση των γονέων της, η Αγία φόρεσε καθαρό φόρεμα, ένιψε χέρια και πρόσωπο και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Έπειτα, θύμιασε τον αληθινό Θεό και προσευχήθηκε ζητώντας από τον Κύριο να σταθεί κοντά της στα μαρτύρια, που ανέμενε, και να την βοηθήσει στην ομολογία της. Την ώρα της προσευχής της, εμφανίστηκε ένας Άγγελος που της είπε: Ο Κύριος άκουσε την δέηση σου. Λοιπόν, πάρε δύναμη και ενίσχυση στην καρδιά σου, διότι θα παρουσιασθείς σε τρεις άρχοντες, για να δοξασθεί ο Θεός με σένα. Εκείνη ζήτησε την σφραγίδα του Σωτήρος για να μη φοβηθεί. Ο Άγγελος της έδωσε την εν Χριστώ σφραγίδα, δηλαδή την σταύρωσε, την ευλόγησε και της έδωκε να φάγει ουράνιο άρτο. Η Αγία έφαγε και ευχαρίστησε τον Κύριο.

Την ίδια νύκτα κατέστρεψε τα είδωλα, κατέβηκε από τον πύργο, και μοίρασε το χρυσάφι και το ασήμι του φτωχούς και πάλι ανέβηκε. Το πρωί ο πατέρας της δεν βρήκε τα είδωλα. Όταν ρώτησε τις υπηρέτριες τι είχε συμβεί κι εκείνες του εξήγησαν, εξεμάνη και πρόσταξε να τις αποκεφαλίσουν, ενώ την κόρη του να την δείρουν μέχρι να κουρασθούν. Πράγματι την έδειραν ανηλεώς. Η Αγία όμως, με τη χάρι του Θεού, δυνάμωνε και αποκαλούσε τον πατέρα της τυφλό που δεν βλέπει το πόσο ανίσχυρα είναι τα είδωλά του. Τότε ο Ουρβανός θύμωσε τόσο πολύ, ώστε την έδεσε με αλυσίδα από τον λαιμό και την φυλάκισε. Η γυναίκα του, που άκουσε τα βάσανα της Αγίας, πήγε στη φυλακή, και προσπαθώντας να τη συγκινήσει την παρακαλούσε να ξαναγυρίσει στην ειδωλολατρία. Όμως η Αγία έμενε ακλόνητη στην ομολογία της. Όταν ο πατέρας της έμαθε, ότι είναι σταθερή στην απόφαση της, έστειλε στρατιώτες το πρωί και φέρανε την Αγία στο πραιτώριο όπου της έδωσε μια τελευταία ευκαιρία να ξαναγυρίσει στην ειδωλολατρία. Εκείνη και πάλι γενναία αρνήθηκε κάνοντας τον πατέρα της αιμοβόρο θηρίο. Τότε εκείνος διέταξε να την κρεμάσουν και να ξεσχίζουν τις σάρκες της. Εκείνη όμως χαιρόταν με τα βασανιστήρια και έλεγε: “Σε ευχαριστώ, Θεέ μου επουράνιε, γιατί με αξίωσες να καθαρισθώ, με αυτά τα βασανιστήρια από τον ρύπο της ειδωλολατρίας.” Έπαιρνε κομμάτια από τις σάρκες της, το πετούσε στο πρόσωπο του πατέρα, της και έλεγε: “Επεθύμησες να φας τις σάρκες του παιδιού σου. Φάγε να χορτάσεις”. Τότε ο τύραννος πρόσταξε να τη δέσουν σε τροχό. Άναψαν κατόπιν από κάτω φωτιά, ενώ χύνανε λάδι καυτό για να την βασανίζουν χειρότερα. Μετά από προσευχή στο Χριστό η φωτιά σκορπίστηκε κατακαίοντας πολλούς από τους ειδωλολάτρες. Όταν η Αγία βγήκε από τον τροχό ο τύραννος τη ρώτησε: “ποιος σ’ έμαθε αυτές τις μαγείες και δεν σε καίει η φωτιά;” Η Μάρτυς του απάντησε πως απλώς δεν μπορούσε να δει την αλήθεια. Εν συνεχεία κλείστηκε και πάλι στη φυλακή χωρίς καμιά τροφή για να πεθάνει από την πείνα, όμως ο Κύριος της έστειλε τρεις Αγγέλους που της φέρανε τροφή ενώ ακόμη γιατρέψαν και το καταπληγιασμένο σώμα της. Μια νύχτα, ο πατέρας της έστειλε δούλους, που της δέσαν μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό και την ρίξαν στο πέλαγος. Όμως εκείνη θαυμαστά λύθηκε και σώθηκε. Τότε, ενώ βρισκόταν ακόμη στη θάλασσα, παρακάλεσε τον Κύριο να δεχθεί το Άγιο Βάπτισμα. Μόλις τελείωσε την προσευχή της, ακούσθηκε η φωνή του Ιησού Χριστού που μέσα από φωτεινή νεφέλη της παρουσιάστηκε. Μόλις δε η Αγία αντίκρυσε τον Κύριο, φοβήθηκε αλλά ο Κύριος της είπε: “Εγώ είμαι ο Χριστός, Χριστίνα, που φωτίζω όλους που μ’ επικαλούνται και ήλθα να σε γλυτώσω απ’ την πλάνη των ειδώλων, όπως ζήτησες”. Τότε την κατέδυσε στην θάλασσα λέγοντας: Σε βαπτίζω, Χριστίνα εις το όνομα του Πατρός και εις εμέ τον Υιόν Του και εις το Πνεύμα το Άγιον”. Όταν είπε αυτά ο Δεσπότης την παρέδωσε στον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ, ο οποίος την οδήγησέ στην ξηρά. Έτσι η Αγία βρέθηκε στη πόλη της, κοντά στο πατρικό της. Όταν ξημέρωσε, την είδε να προσεύχεται ο τύραννος πατέρας της και νομίζοντας, ότι οι δούλοι του δεν την ρίξανε στη θάλασσα, θέλησε να τους θανατώσει. Εκείνοι, όμως, ομολογήσανε το θαύμα και ο πατέρας της την ρώτησε: “Με ποιες μαγείες νίκησες την θάλασσα;” “Δεν βλέπεις, δύστυχε”, αποκρίθηκε η Χριστίνα, “ότι πήρα χαρά από τον Χριστό μου και ξαναγεννήθηκα”. Τότε εκείνος διέταξε να την φυλακίσουν, για να την αποκεφαλίσει την επομένη. Ενώ ολονυχτίς η Αγία, προσευχόταν, ο αμετανόητος πατέρας της το ξημέρωμα πέθανε. Έτσι, η Χριστίνα έμεινε λίγο καιρό ήσυχη, ευχαριστώντας τον Κύριο. Σε λίγες ημέρες, ανέλαβε την θέση του πατέρα της, καινούργιος άρχοντας, ο Δίων. Αυτός διάβασε όλα τα έγγραφα της Χριστίνας και πρόσταξε να την φέρουν για απολογία. Βλέποντας την ομορφιά της, άρχισε τις κολακείες και ύστερα με φοβέρες προσπάθησε να πείσει την Αγία να γυρίσει στην πλάνη των ειδώλων. Αφού όμως ο τύραννος είδε ότι η Αγία δεν αλλάζει διέταξε να την δείρουν, αλύπητα. Υπέμενε όμως η Αγία με καρτερία τα βασανιστήρια. Εν συνεχεία διέταξε, και φέρανε μια μεταλλική σκάφη γεμάτη πίσσα, ρετσίνι και λάδι. Βάλανε δυνατή φωτιά από κάτω και βάλανε μέσα την Αγία. Τη βράζαν επί ώρες! Η Μάρτυς υπέμενε με γαλήνη και αυτό το φοβερό μαρτύριο, ευχαριστώντας τον Κύριο διότι τη διαφύλαξε αβλαβή. Το θαύμα ήταν ολοφάνερο. Τότε πάλι ο τύραννος τη συμβούλευσε να θυσιάσει στα είδωλα γιατί έλεγε, αυτά τη σώσαν. Κι εκείνη με παρρησία απάντησε: “Τη δύναμη του Χριστού μου αποδίδεις στους σιχαμερούς θεούς σου, αναίσθητε; Πως μπορούν να βοηθήσουν τους ζωντανούς οι τυφλοί και άλαλοι;” Τότε ο τύραννος οργίστηκε και διέταξε να ξυρίσουν το κεφάλι της και να την περιφέρουν γυμνή σ’ όλη την πόλη. Αφού γίναν όλα αυτά τη φυλακίσανε. Την επομένη την ξαναφέραν στο κριτήριο και ο τύραννος της είπε: “Πάμε στο ναό να προσκυνήσεις τον ουράνιο θεό Απόλλωνα”. - Τότε απάντησε η Αγία: “Ναι, θα προσκυνήσω το Θεό τον ουράνιο”. Ο άρχοντας χάρηκε, γιατί νόμισε, ότι θα προσκυνήσει το είδωλο. Την οδηγήσαν στο ναό με τιμή. Η Αγία απευθύνθηκε στο άγαλμα του Απόλλωνα περίπου έτσι:: “Σε διατάσσω, εν ονόματι του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, να πέσεις και να γίνεις συντρίμμια”. Αμέσως το είδωλο έπεσε σε κομμάτια. Οι περισσότεροι παριστάμενοι δόξαζαν τον Θεό της Χριστίνας, ενώ πάμπολλοι πιστέψαν σ’ Αυτόν. Ο άρχοντας έμεινε άφωνος από την λύπη του και ξεψύχησε. Ο αντικαταστάτης του φυλάκισε την Αγία, έως ότου ψηφίσουν άλλον άρχοντα. Έπειτα από λίγες ημέρες, ο νέος άρχοντας, Ιουλιανός, διέταξε να την ρίξουν μέσα σε αναμένο καμίνι, όπου και παρέμεινε πέντε μέρες. Η Μάρτυς, από τη θέση αυτή, έψαλλε μαζί με Αγγέλους, δοξάζοντας κι ευχαριστώντας τον Θεό, με μεγάλη φωνή. Οι στρατιώτες, που την φρουρούσαν, ακούγοντας τις ψαλμωδίες, φοβήθηκαν κι αναφέρθηκαν στον τύραννο. Πρόσταξε τότε αυτός να την ανοίξουν την έκτη ημέρα και η Αγία βγήκε από αυτήν ολοζώντανη. Μια μέρα μετά ο Ιουλιανός διέταξε τον φροντιστή των θηρίων, πιο αναίσθητο και από τα θηρία, να φέρει δυο ασπίδες, δύο έχιδνες και δύο άλλα φοβερά φίδια Τα πιο φαρμακερά φίδια τα έφεραν και τα άφησαν δίπλα την Αγία. Λυτά, όχι μονάχα δεν την δάγκωσαν, αλλά έδειξαν προς αυτήν ευσπλαχνία! Ο τύραννος όμως, πιο θηριώδης και από τα θηρία, μάλωνε τον υπηρέτη των θηρίων και του έλεγε να τα ερεθίσει, εναντίον της Αγίας. Τα θηρία εξαγριώθηκαν και επετέθησαν εναντίον του φύλακα, που τον θανατώσαν. Τότε η Αγία προσευχήθηκε στον Κύριο: “Δέσποτα, ζωοδότη, Κύριε Ιησού Χριστέ, εσύ που ανέστησες το Λάζαρο, άκουσε και την δούλη σου και ανάστησε αυτόν τον άνθρωπο, για να δοξασθεί το Πανάγιο όνομά σου και να πιστέψουν αυτοί που παρακολουθούν, ότι συ είσαι ο μόνος, που κάνει θαυμάσια”. Έπειτα σφράγισε τον νεκρό η Αγία με το σημείο του σταυρού, λέγοντας: “Εις το όνομα του Δεσπότου Χριστού σήκω!”. Κι ο νεκρός αναστήθηκε δοξάζοντας τον Θεό και την Αγία. Ο τύραννος, νομίζοντας μαγεία το θαύμα, διέταξε να κόψουν τους μαστούς της. Η Χριστίνα υπέμενε καρτερικά και σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό προσευχόμενη. Έπειτα τη φυλάκισαν αιμόφυρτη. Την επισκεφθήκαν όμως πολλές γυναίκες και την παρηγορούσαν με εκδηλώσεις συμπάθειας στους πόνους της. Η Αγία και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές τις δίδασκε και πολλές πιστέψανε στο Χριστό. Το πρωί της άλλης ημέρας διέταξε ο τύραννος και τη φέρανε στο μέσον και της διέταξε να προσκυνήσει τους θεούς. Εκείνη και πάλι αρνήθηκε σθεναρά. Τότε διέταξε τύραννος να κόψουν την γλώσσα της. Όταν της κόψαν τη γλώσσα, την πήρε η Αγία στο δεξί της χέρι και την πέταξε στο πρόσωπο του άρχοντα, που τυφλώθηκε αμέσως. Αλλά και φωνή βγήκε από το στόμα της, που έλεγε στον τύραννο: “Ιουλιανέ άπιστε, επειδή έκοψες την γλώσσα μου, που ευλογεί τον Κύριον, έχασες και συ το φως σου δίκαια, άδικε”. Τότε ο τυφλός διέταξε δύο στρατιώτες να την θανατώσουν. Ο ένας την πλήγωσε στην καρδιά, με το τόξο του και ο άλλος στα πλευρά και έτσι τελείωσε η Αγία. Αλλά ο τύραννος, πηγαίνοντας τυφλός στο σπίτι του, δέχθηκε την οργή του Θεού και πέθανε με φριχτούς πόνους. Η Αγία, παρέδωσε το πνεύμα της την 24ην Ιουλίου, ημέρα Πέμπτη.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ'.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ. Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καὶ πάσχω διὰ σέ, 
ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων,
σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 





10.7.25

Η Πριγκίπισσα της Ρωσίας Αγία Ελισάβετ Θεοδώροβνα 18/7 + ΒΙΝΤΕΟ Κων/νος Οικονόμου

 

Η Πριγκίπισσα της Ρωσίας Αγία Ελισάβετ Θεοδώροβνα 18/7 + ΒΙΝΤΕΟ

Κων/νος Οικονόμου


   

   ΓΕΝΙΚΑ: Πριν από 20 περίπου χρόνια η Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ανακήρυξε Αγία και νεομάρτυρα την πριγκίπισσα Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα Ρομανόβα. Οσο ζούσε, είχε κερδίσει την αγάπη των συμπολιτών της, ενώ τα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, για πολλούς έγινε το σύμβολο της Ρωσίας που χάθηκε μετά την επανάσταση.

ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ: Η Ελιζαβέτα γεννήθηκε στο Ντάρμσταντ το 1864. Ήταν η κόρη του Δούκα του Ντάρμσταντ Λουδοβίκου Δ΄ και εγγονή της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας. Βαφτίστηκε με το όνομα: Ελιζαβέτα Αλεξάνδρα Λουίζα Αλίκη. Από το πρώτο όνομά της και το ρωσικό πατρώνυμο που της δόθηκε, όταν παντρεύτηκε με τον πρίγκιπα Σέργιο Ρομανόφ το 1884, σχηματίστηκε το όνομα, με το οποίο έμεινε γνωστή στην ιστορία. Ο σύζυγός της, αδελφός του τσάρου Αλέξανδρου Γ΄, διορίστηκε το 1891 κυβερνήτης της Μόσχας [κάτι σαν Δήμαρχος]. Τρία χρόνια αργότερα η μικρότερη αδελφή της, Αλεξάνδρα Φιόντοροβνα, έγινε σύζυγος του τελευταίου Ρώσου αυτοκράτορα, Νικολάου Β΄. Τὸ 1888 μαζί με το σύζυγό της επισκέφθηκαν τους Αγίους Τόπους για να παρακολουθήσουν τα εγκαίνια του μεγαλοπρεπούς ναού της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής στον κήπο της Γεθσημανή, ο οποίος ανηγέρθη μὲ δαπάνες του τσάρου Αλεξάνδρου Γ' καὶ των αδελφών του, εκ των οποίων ένας ήταν κι ο σύζυγος της ᾽Ελισάβετ, Δούκας Σέργιος. Οι εμπειρίες που έζησε βαθιά στην καρδία της η ᾽Ελισάβετ κατὰ την παραμονή της στη θεοβάδιστη γη, έδωσαν την τελικὴ ώθηση για να εισέλθη στην Ορθοδοξία.

ΔΙΑΚΟΝΙΑ: Το 1891 η Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα εγκατέλειψε τη λουθηρανική θρησκεία προσχωρώντας στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Γι’ αυτό, έγραψε στον πατέρα της: “Συνεχώς σκεφτόμουν και διάβαζα και προσευχόμουν στο Θεό να μου υποδείξει το σωστό δρόμο, και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι μόνο σε αυτή τη θρησκεία μπορώ να βρω την αληθινή και ισχυρή πίστη στο Θεό, την οποία πρέπει να διαθέτει ένας άνθρωπος ώστε να είναι καλός χριστιανός”. Από τη στιγμή που ο σύζυγός της ανέλαβε το υψηλό αξίωμα στη Μόσχα, αυτή αφιερώθηκε στη φιλανθρωπία, βοηθώντας τους φτωχούς και τους πάσχοντες μέσω ενός ταμείου που είχε δημιουργήσει. Το 1892 οργάνωσε μια φιλανθρωπική κοινότητα με την ονομασία Ελιζαβέτα, σκοπός της οποίας ήταν η περίθαλψη βρεφών απόρων μητέρων, τα οποία έως τότε στέλνονταν σε αναμορφωτήριο της Μόσχας. Επίσης συμμετείχε ενεργά στις δραστηριότητες της Παλαιστινιακής κοινότητας, η οποία εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της Ρωσίας, αλλά και γενικότερα της Ορθοδοξίας, στους Αγίους Τόπους. Προέδρευε σε αυτή ο σύζυγός της. Ωστόσο, αφιέρωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό της στη διακονία των πασχόντων ανθρώπων ύστερα από την τραγωδία της 4ης Φεβρουαρίου 1905, όταν ο αναρχικός Ιβάν Καλιάεφ πέταξε μια χειροβομβίδα στην άμαξα του συζύγου της, επιφέροντας στον κυβερνήτη ακαριαίο θάνατο. Η Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα επισκέφτηκε τον Καλιάεφ στη φυλακή και τον συγχώρεσε, χαρίζοντάς του κατά τον αποχαιρετισμό ένα Ευαγγέλιο. Ζήτησε επίσης από τον αυτοκράτορα να δώσει χάρη στον Καλιάεφ, αλλά το αίτημά της δεν ικανοποιήθηκε. Η βασίλισσα Όλγα, εξαδέλφη του θανόντος Σεργκέι Αλεξάντροβιτς, έγραψε: “Πρόκειται για μια θαυμάσια, Αγία γυναίκα, που φαίνεται ότι είναι άξια να σηκώνει τον βαρύ σταυρό, ο οποίος την πηγαίνει όλο πιο ψηλά”.


ΜΟΝΑΧΗ
: Λίγο καιρό μετά το θάνατο του συζύγου της, η Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα πούλησε τα κοσμήματά της (δίνοντας στο δημόσιο ταμείο το τμήμα εκείνο που ανήκε στην οικογένεια των Ρομανόφ), και με τα χρήματα που έλαβε αγόρασε στην οδό Μπολσάγια Ορντίνκα ένα μεγάλο οικόπεδο με τέσσερα σπίτια και μεγάλο κήπο όπου εγκαταστάθηκε η Αδελφότητα της Αγίας Μάρθας και Μαρίας την οποία ίδρυσε το 1909 [μοναστήρι φιλανθρωπικής δραστηριότητας που παρείχε και ιατρική περίθαλψη]. Η ζωὴ της αγίας στο μοναστήρι ήταν άκρως ασκητική. Σε αντίθεση με τα πολυτελή κρεβάτια και τα πλούσια γεύματα που απολάμβανε στὰ βασιλικὰ ανάκτορα, τώρα ξεκουραζόταν σε ξύλινο κρεβάτι, χωρίς στρώμα, ενώ νήστευε με μεγάλη αὐστηρότητα. Παρ' όλα αυτά, δεν απαιτούσε απὸ τις αδελφὲς να ακολουθούν το παράδειγμά της σ' αυτὸ το σημείο, αλλὰ σαν μητέρα φρόντιζε να τους παρέχει ολα τα αναγκαία για τη διατροφὴ και την ανάπαυσή τους. Η ίδια δεν έδινε περισσότερο απὸ 3 ώρες ύπνο στο κουρασμένο της σώμα. Ξυπνούσε τα μεσάνυχτα και προσευχόταν για ώρες ενώ εν συνεχεία επισκεπτόταν τους θαλάμους του νοσοκομείου. Αν συναντούσε κάποιο ασθενή που υπέφερε, αγρυπνούσε στο πλευρό του σαν φύλακας άγγελος, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει ανακουφίζοντας τους πόνους του. 

   Σύμφωνα με τα σχέδια της Ελιζαβέτας, η αδελφότητα θα έπρεπε να παρέχει ολοκληρωμένη πνευματική, εκπαιδευτική και ιατρική βοήθεια στους απόρους, στους οποίους συχνά δεν έδιναν μόνο τροφή και ενδυμασία, αλλά τους βοηθούσαν και στην εξεύρεση εργασίας. Συχνά οι αδελφές προσπαθούσαν να πείσουν τις οικογένειες που δεν μπορούσαν να προσφέρουν στα παιδιά τους μια φυσιολογική ανατροφή (για παράδειγμα, επαγγελματίες ζητιάνοι, μέθυσοι κλπ), να δώσουν τα παιδιά στην αδελφότητα όπου αυτά έβρισκαν φροντίδα,μάθαιναν γράμματα και κάποια τέχνη. Η κοινότητα απέκτησε νοσοκομείο, εξωτερικά ιατρεία, φαρμακείο, όπου μέρος των φαρμάκων χορηγούνταν δωρεάν, ξενώνα, δωρεάν σίτιση και πολλούς άλλους χώρους. Είχε μάλιστα ορίσει σε κάποιες αδελφὲς να τελούν συνεχείς ακολουθίες σε ένα ήσυχο παρεκκλήσι της μονής για τη στήριξη των ψυχών των αποθανόντων ασθενών. Τις νύχτες φρόντιζε τους βαριά άρρωστους ή διάβαζε το ψαλτήρι δίπλα στους νεκρούς, ενώ τη μέρα μαζί με άλλες μοναχές, τριγυρνούσε στις φτωχότερες συνοικίες. Επισκέπτονταν μόνη ακόμη και την αγορά Χιτρόφ, το μέρος με τη μεγαλύτερη εγκληματικότητα στη Μόσχα, βγάζοντας από εκεί μικρά παιδιά. Στο μέρος αυτό την σέβονταν πολύ για την αξιοπρέπεια που τη χαρακτήριζε και τη φιλική της στάση απέναντι στους ανθρώπους που έμεναν σε παράγκες. Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου βοηθούσε ενεργά το ρωσικό στρατό, συμπεριλαμβανομένων και των τραυματιών στρατιωτών. Προσπάθησε να βοηθήσει και τους αιχμαλώτους στα νοσοκομεία, αλλά την κατηγόρησαν για συνεργεία με τους Γερμανούς. Ήταν πολύ αρνητική απέναντι στο Ρασπούτιν, παρότι δεν τον είχε συναντήσει ποτέ. Τη δολοφονία του Ρασπούτιν τη θεώρησε ως «πατριωτική πράξη». Στο μεταξύ το μοναστήρι είχε φτάσει να έχει από 6 μοναχές που ήταν αρχικά τις εκατό στα 1914.


Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ
: Όταν ήρθαν στην εξουσία οι Μπολσεβίκοι, αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη Ρωσία, υπογράφοντας έτσι τη θανατική της καταδίκη. Ο Λένιν, γνωρίζοντας τη μεγάλη αγάπη που έτρεφε ο λαὸς στην αγία, και φοβούμενος λαϊκὴ αντίδραση, φρόντισε να γίνει η σύλληψή της αθόρυβα, με κάθε μυστικότητα. Πράγματι, την τρίτη τού Πάσχα, μέσα στον πανικὸ που δημιούργησε στις αδελφὲς η παρουσία στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού στη μονή, η ᾽Ελισάβετ συνελήφθη γρήγορα χωρίς να προλάβει να δώσει οδηγίες στις μοναχὲς που ξέσπασαν σε γοερὰ και τρομοκρατημένα κλάματα μπροστά στην απαγωγή της αγαπημένης τους πνευματικής μητέρας και προστάτιδος. Στα τριάντα λεπτὰ που της δόθηκαν για νὰ ετοιμαστεί, μάζεψε τις αδελφὲς στο Ναό καὶ προσπάθησε να τους δώσει την ελπίδα ότι θα επέστρεφε σύντομα, παρ' όλο που γνώριζε το τέλος που την περίμενε. Έτσι, την άνοιξη του 1918 φυλακίστηκε και εξορίστηκε από τη Μόσχα στο Περμ. Το Μάιο του 1918 μαζί με άλλους Ρομανόφ, τη μετέφεραν στο Αικατερινμπούργκ και μετά από δυο μήνες την έστειλαν στην πόλη Αλαπάεβσκ. Παρά τις απανωτές δυστυχίες δεν έχανε το ηθικό της και στα γράμματά της προς τις άλλες αδελφές, τις προέτρεπε να φυλάξουν την πίστη στο Θεό και στον συνάνθρωπό τους. Τη νύχτα προς τις 18 Ιουλίου 1918 η μεγάλη πριγκίπισσα Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα βρήκε το θάνατο από τους Μπολσεβίκους, οι οποίοι την πέταξαν σε ένα ορυχείο κοντά το Αλαπάεβσκ.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ: Στο εγκαταλελειμμένο ορυχείο υπήρχε λάκκος βάθους 60 μέτρων. Σπρώχνοντας και χτυπώντας τους κρατουμένους οι στρατιώτες άρχισαν να ρίχνουν τα θύματα ένα ένα στο λάκκο πιστεύοντας οτι θα πνίγονταν στο νερὸ που υπήρχε μέσα. Πρώτη ρίχθηκε στο λάκκο η Ελισάβετ, η οποία σφραγιζόταν με το σημείο τύῦ Σταυρού, προσευχόμενη δυνατά λέγοντας “άφες αυτοις, Κύριε, ου γὰρ οίδασι τι ποιούσι”. Μετὰ ρίχθηκαν και οι υπόλοιποι. Ο Δούκας Σέργιος προσπάθησε να αντισταθεί κι έτσι, αφού τον πυροβόλησαν, τον έριξαν στο λάκκο νεκρό. Ένας χωρικὸς έτυχε να βρίσκεται κοντὰ στη σκηνὴ του μαρτυρίου παρακολουθώντας κρυφὰ όσα συνέβησαν τα ξημερώματα της 18ης Ιουλίου. Στὴ συνέχεια διηγήθηκε με λεπτομέρεια την εξέλιξη των γεγονότων στο μαρτυρικὸ ορυχείο. Κατὰ τη μαρτυρία του, όταν οι στρατιώτες αντιλήφθηκαν απὸ βογγητὰ των θυμάτων ότι δεν πνίγηκαν, έριξαν στο λάκκο μία χειροβομβίδα. ῾Ως απάντηση απὸ το βάθος άρχισε ν΄ακούγεται ο χερουβικὸς ύμνος! Κυρίως ξεχώριζε η φωνὴ της αγίας. Έριξαν τότε κι άλλες χειροβομβίδες, μα οι ψαλμωδίες συνεχίζονταν. Αυτὴ τὴ φορὰ έψελναν το “Σώσον Κύριε τον λαόν σου”. Τέλος οι στρατιώτες άναψαν φωτιὰ στο στόμιο του ορυχείου ελπίζοντας να αποτελειώσουν έτσι το έργο τους με τον καπνὸ που θα εισέρρεε στο λάκκο. Τελικὰ μόνο ενα απὸ τα θύματα βρήκε το θάνατο απὸ τις χειροβομβίδες. Οι υπόλοιποι πέθαναν αργὰ και οδυνηρὰ απὸ πείνα, δίψα, πόνους και τραύματα. ΗΕγία Ελισάβετ δὲν έφθασε στον πυθμένα του λάκκου γιατί η πτώση της διακόπηκε απὸ κορμοὺς ξύλων που προεξείχαν. Κοντά της έπεσε ο νεαρὸς δούκας Ιωάννης τραυματίζοντας το κεφάλι του. Η αγία παρ' όλο που υπέφερε απὸ τα τραύματά της, ακόμη και τὴν ύστατη αυτὴ στιγμή, προσπάθησε να προσφέρει βοήθεια στον τραυματισμένο. Χρησιμοποίησε το ύφασμα του μοναχικού καλύμματος της κεφαλής της για να επιδέση το τραύμα του ᾽Ιωάννη, ώστε να ανακουφίσει κάπως τους πόνους του. Ήταν το τελευταίο έργο ελέους που επιτέλεσε η αγία στοε ἐπίγειο βίο της.


ΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΑΦΗ
: Στις 31 Οκτωβρίου ο Λευκός Στρατός, αντίπαλος των Μπολσεβίκων, κατέλαβε το Αλαπάεβσκ και βρήκε τα σώματα των μαρτύρων. Δίπλα οτὸ λείψανο της αγίας βρέθηκαν δύο χειροβομβίδες, οι οποίες παραδόξως δεν εξερράγησαν. Ο Θεὸς οικονόμησε ώστε το αγιασμένο σώμα της οσιομάρτυρος να μη διαμελισθεί, αλλὰ να μείνει ακέραιο για νὰ δοθεί ως ιερός θησαυρὸς στο πλήρωμα της Εκκλησίας. Τις σωρούς των νεκρών τις έβγαλαν από το ορυχείο και λόγω της επίθεσης του Κόκκινου Στρατού τις μετέφεραν συνεχώς όλο και πιο μακριά προς τα ανατολικά. Τον Απρίλιο του 1920 έφτασαν στο Πεκίνο, όπου τα δύο φέρετρα, της μεγάλης πριγκίπισσας και της μοναχής Βαρβάρας, μεταφέρθηκαν στη Σαγκάη και κατόπιν με πλοίο στο Πορτ Σάιντ. Τέλος, τα φέρετρα έφτασαν στην Ιερουσαλήμ. Την ταφή που έγινε τον Ιανουάριο του 1921 δίπλα από το ναό της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής στη Γεσθημανή, που είχε χτιστεί με χρήματα της Παλαιστινιακής κοινότητας, της οποίας αυτή ηγήθηκε, τέλεσε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός. Κατ’ αυτό τον τρόπο εκπληρώθηκε η επιθυμία της πιο σπουδαίας πριγκίπισσας, της Ελιζαβέτας, να ταφεί στους Άγιους Τόπους, όπως είχε ζητήσει στη διάρκεια του πρώτου της προσκυνήματος εκεί το 1888.

ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ - ΑΓΙΟΠΟΙΗΣΗ: ῾Η ανακομιδὴ των λειψάνων έγινε την Πρωτομαγιά του 1982. Όταν ανοίχθηκαν τα φέρετρα της αγίας και της μοναχής Βαρβάρας, εξήλθε μία άρρητη ευωδία σφραγίζοντας την αγιότητα των δύο νεομαρτύρων. Τα πόδια και τα πέλματα της αγίας ᾽Ελισάβετ ήταν άθικτα καθὼς και ο εγκέφαλός της μέσα στο κοίλωμα της τιμίας κάρας της. Το 1992, αμέσως μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, έγινε η ανακήρυξη της Ελιζαβέτας ως νεομάρτυρος και το διάστημα 2004-2005 τα λείψανά της μεταφέρθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας, στις Βαλτικές και σε άλλες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, όπου τα προσκύνησαν περισσότεροι από 7 εκατομμύρια πιστοί. Στη Μόσχα, η μνήμη της Αγίας τιμήθηκε στο μοναστήρι της Αγίας Μάρθας και Μαρίας που αυτή είχε ιδρύσει και το οποίο το 2006 επεστράφη εξ ολοκλήρου στη Ρωσική Εκκλησία. Στην αυλή του στήθηκε μνημείο στην Ελιζαβέτα Φιόντοροβνα. Το σημαντικότερο μνημείο όμως για τη μεγάλη Αγία είναι το γεγονός ότι στη Μονή λειτουργεί ακόμη σχολείο για ορφανά κορίτσια, φιλανθρωπικό συσσίτιο και υπηρεσία υποστήριξης, ενώ οι αδελφές της μονής εργάζονται σε στρατιωτικά νοσοκομεία. Κάτι που σημαίνει, ότι το άγιο έργο που αυτή είχε ξεκινήσει, θα συνεχιστεί και στο μέλλον.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


Οι Άγιοι Κήρυκος και Ιουλίτη [15 Ιουλίου] + ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

 

Οι Άγιοι Κήρυκος και Ιουλίτη [15 Ιουλίου] + ΒΙΝΤΕΟ

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου 


   

   ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Η αγία Ιουλίττη έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας. Επειδή όμως τότε κυριαρχούσε ο διωγμός κατά των χριστιανών, πήρε το γιο της τον Κήρυκο, μόλις τριών ετών, και πήγε στην Σελεύκεια και στην συνέχεια στην Ταρσό της Συρίας. Αλλά και εκεί συνάντησε την ίδια κατάσταση. Στην Ταρσό συνελήφθη από τον τοπικό ηγεμόνα Αλέξανδρο, ο οποίος την υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια μπροστά στο παιδί της. Στην συνέχεια προσπάθησε να φέρει με το μέρος του τον μικρό. Το παιδάκι όμως δεν δεχόταν και μάλιστα αφού επικαλέστηκε το όνομα του Χριστού, έδωσε μία δυνατή κλωτσιά στην στον ηγεμόνα. Αυτός εξοργίστηκε τόσο πού πέταξε τον μικρό Κήρυκο από τα σκαλιά σπάζοντας το κρανίο του. Μ` αυτόν τον τρόπο έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου ο μικρός Κήρυκος. Η δέ μητέρα του μετά από λίγο, αφού υπεβλήθη σε πολλά και φρικτά βασανιστήρια, που τα υπέμεινε γεναία, παρέδωσε με τη σειρά της το πνεύμα της στον Χριστό.

AΠΟΛΥΤΙΚΙΟ: “Η λογική Χριστού αμνάς Ιουλίττα, συν τριετεί αμνω αυτής τω Κηρύκω, δικαστικού προ βήματος παρέστησαν, ευθαρσώς κηρύττοντες, την Χριστώνυμον κλήσιν· ουδόλως επτοήθησαν, απειλάς των τυράννων, και στεφηφόροι νυν εν ουρανοίς, αγαλλιώνται, Χριστώ παριστάμενοι.

Απόδοση: Η αγία μάρτυς Ιουλίττα, που μοιάζει με λογική αμνάδα, μαζί με τον μόλις τριών ετών υιό της Κήρυκο, που μοιάζει με άκακο αμνό, στάθηκαν μπροστά στο δικαστικό βήμα του τυράννου, κηρύττοντας με θάρρος την πίστη του Χριστού. Δεν δείλιασαν καθόλου μπροστά στις απειλές των αρχόντων. Και τώρα στεφανωμένοι για το μαρτύριό τους στον ουρανό, χαίρονται καθώς βρίσκονται δίπλα στο Χριστό.

ΚΟΝΤΆΚΙΟ: “Εν αγκάλαις φέρουσα η χριστομάρτυς, Ιουλίττα Κήρυκον, εν τω σταδίω μητρικώς, αγαλλομένη εκραύγαζε· Συ των Μαρτύρων, Χριστέ το κραταίωμα.”

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ:



5.7.25

Αμαρτίας φάντασμα Αλεξ. Παπαδιαμάντη κείμενο- AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

Αμαρτίας φάντασμα Αλεξ. Παπαδιαμάντη

-1900- κείμενο- AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου 



  Πόσον καλὰ ἐταιριάζαμεν, ἐγὼ καὶ ἡ πτωχὴ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, συγγενής μου τοῦ ὀγδόου βαθμοῦ! Αὐστηρῶς ἐὰν κρίνω τὸν ἑαυτόν μου, εὑρίσκω ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης τὴν ὁποίαν εἰς ἐμὲ ἐδείκνυε. Μοῦ διηγεῖτο τοὺς πόνους της, τὰ βάσανα καὶ τοὺς καημούς της. Μοῦ ἔλεγεν ὅτι αὐτὴ δὲν ἐπεθύμει ποτὲ νὰ ὑπανδρευθῇ, ἀλλ᾽ οἱ γονεῖς της τὴν εἶχαν ὑπανδρεύσει. Θὰ ἐπροτιμοῦσε νὰ ἐγίνετο καλόγρια. Ἀλλὰ τώρα εἶχε κόρας ἐν ὥρᾳ γάμου καὶ υἱοὺς καὶ ἦτο σχεδὸν πεντηκοντοῦτις.

Τὴν ἑσπέραν τῆς Παρασκευῆς, 25 Σεπτεμβρίου, ὡδεύομεν ὁμοῦ ἀνὰ τὴν ἀμπελόφυτον πεδιάδα, ἀπερχόμενοι εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μετόχιον τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐτελεῖτο ἐκεῖ μικρὰ πανήγυρις. Ἔμελλε νὰ γίνῃ παννυχὶς ἀπὸ τῆς ἐνάτης ὥρας μέχρι τῆς τρίτης τοῦ ὄρθρου, εἶτα δέ, μετὰ δίωρον διάλειμμα, θὰ ἐτελεῖτο λειτουργία.

Δὲν εἴχομεν συμφωνήσει νὰ ὑπάγωμεν ὁμοῦ. Ἀλλὰ σχεδὸν πάντοτε, χωρὶς νὰ συνεννοηθῶμεν, ὁμοῦ ἐπηγαίναμεν. Οὐδ᾽ ἦτο αὕτη ἡ μόνη παννυχίς, εἰς τὴν ὁποίαν παρευρισκόμεθα. Εἰς τὰς 8 Σεπτεμβρίου, ὥραν 3ην μετὰ τὰ μεσάνυκτα, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ ὄρθρου, εἰς τὴν πανήγυριν τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς, ἡ ἐξαδέλφη Μαχούλα κ᾽ ἐγώ, ὁμοῦ κατηρχόμεθα τὸ ὀλισθηρὸν λιθόστρωτον, τὸ ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς μεγάλης οἰκίας τοῦ καπεταν-Νικόλα τοῦ Ματαρώνα καὶ φθάνον μέχρι τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς. Ἐνίοτε ἦτο σελήνη, συνήθως ὅμως ἦτο σκότος βαθύ. Ἀλλὰ τὸ μελιχρὸν φέγγος ἐπέχριε μόνον τὰς στέγας τῶν οἰκιῶν καὶ τὸ διενέμοντο, ὡς πενιχρὰν κληρονομίαν, τὰ δωμάτια, τὰ μπαλκόνια καὶ οἱ γάστρες τῶν ἀνθέων. Δι᾽ ἡμᾶς κάτω εἰς τὸ λιθόστρωτον δὲν ἔφθανε νὰ κατέλθῃ εὐμενὴς ἀκτίς. Ὅθεν πολλάκις ἐγλιστροῦσα ἐγώ, προσπαθῶν νὰ κρατήσω τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν μὴ πέσῃ.

Ἦτον βαρεῖα καὶ παχεῖα, ὠχρὰ καὶ νοσώδης. Αἱ ἐγκυμοσύναι ἆρα τῆς εἶχον ἀφήσει τὸν ὄγκον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐπαραμόρφωνε τὴν μέσην της; Ὄπισθέν μας ἤρχετο ἡ Ἀνδρεόλα ἡ Μπαρμπερού, γραῖα εὐλαβής, κρατοῦσα φανάριον. Παρεμπρός μας ἐφαίνετο ὄγκος τις ἀποφράττων τὸν στενὸν δρομίσκον. Ἡ γραῖα Δεσποινιὼ ἡ Μπλήχαινα, τῆς εἶχε σβήσει ὁ ἄνεμος τὸ ἀπόκερον, τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ μανουάλι τῆς ἐκκλησίας, καὶ βυθισθεῖσα εἰς σκότος αἰφνίδιον, εἶχε ριζωθῆ ἐκεῖ, καταμεσῆς εἰς τὸν δρόμον, ἀδυνατοῦσα νὰ βαδίσῃ δεξιὰ ἢ ἀριστερά.

Μίαν ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς νύκτας, τῆς 8ης Σεπτεμβρίου -δὲν ἐνθυμοῦμαι εἰς τὰ πόσα ἦτον- μᾶς συνέβη, εἰς ἐμὲ καὶ τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν, παράδοξον μικρὸν συμβάν. Αὐτή, καίτοι εἰς τὴν καθ᾽ ἡμᾶς γενεὰν ἀνήκουσα, ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ στέργῃ καὶ νὰ θάλπῃ τὰ παλαιά. Ἐκαυχᾶτο ὅτι ἦτον «πρωτινὴ» γυναίκα. Ἂν καὶ ἡ παραθαλασσία ἀγορὰ ἦτο ἔρημος, ἐπειδὴ δὲν νομίζεται καλὸν εἰς τὰς γυναῖκας νὰ διέρχωνται διὰ τῆς ἀγορᾶς, δὲν ἤθελε, καὶ νύκτα ἀκόμη, νὰ περάσῃ ἐκεῖθεν. Ἐπέμενε νὰ τὴν συνοδεύσω ἀπὸ τὸν μέσα δρόμον μέχρι τῆς οἰκίας της. Ἀφήσαμεν λοιπὸν τὴν ἄλλην συνοδίαν, καὶ ἐστράφημεν πρὸς τὸν μέσα δρόμον. Ἐκεῖ, καθὼς διηρχόμεθα κάτωθεν ἀπὸ ἕνα μπαλκόνι, ἄνωθεν τοῦ ὁποίου ἐφαίνοντο ἀσπρόρρουχα ἁπλωμένα, δὲν ἠξεύρω πῶς, μακρὰ χιονόλευκος σινδὼν ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὸ σχοινίον ἐφ᾽ οὗ ἐκρέματο· ἔπεσεν ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλάς μας· ἡπλώθη εἰς τὰς ὠμοπλάτας μας, καὶ «μᾶς ἐκουκούλωσεν», ἤ, μᾶς ἐσαβάνωσε καὶ τοὺς δύο, ὡς νὰ τὴν ἥπλωσεν ἐπάνω μας ἀόρατος χείρ. Ἐγὼ ἀκουσίως ἐγέλασα, ἂν καὶ τὸ πρᾶγμα μοῦ ἐφάνη μᾶλλον κακὸς οἰωνός. Ἡ ἐξαδέλφη μου ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ᾽ ἐψιθύρισε:

― Τὴν ἴδια τύχη θὰ ἔχουμε... τὴν ἴδια τύχη!

*

Τὴν χρονιὰν ἐκείνην ἐβαδίζομεν, ἑσπέραν Παρασκευῆς, εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ἡ ψυχή μου ἦτο πάντοτε πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα, ἂν καὶ τὸν πλεῖστον χρόνον ἀπεδήμουν σωματικῶς, καὶ ἐνθυμούμην κάποτε τὸν στίχον τοῦ Σκώτου ἀοιδοῦ: «Ἡ καρδιά μου εἶναι στὰ Ψηλώματα, ἡ καρδιά μου δὲν εἶν᾽ ἐδῶ».

Ἐπεράσαμεν τὴν ἀμμουδιάν, τὴν ὁποίαν φιλεῖ προσπαῖζον τὸ κῦμα, καὶ παρήλθομεν τοὺς Κήπους καὶ τὴν Λίμνην τὴν μαυρογάλανην. Εἶτα ἀφήσαμεν ὄπισθέν μας τὴν «Καλογερικιὰ Σαΐτα», μακρότατον ἀγρὸν οὕτω καλούμενον. Ἀκολούθως ἐφθάσαμεν εἰς τὰ διάφορα κτήματα τ᾽ Ἀβράμη, ὅπου ἐχρειάσθη νὰ κάμωμεν πολλὰς καμπὰς διὰ νὰ εὕρωμεν τὸν δρόμον, ἐπειδὴ ὁ ἰδιοκτήτης εἶχε κηρύξει κοινωνιστικὸν δόγμα: «Ἐὰν ὁ γείτων μου εἶναι τεμπέλης, ἀνίκανος νὰ καλλιεργήσῃ τὸ κτῆμά του, δὲν ἁμαρτάνω, ἂν τὸ καταπατήσω». Διήλθομεν τὰ μεγάλα χωράφια, τὰ ὁποῖα ἦσάν ποτε ἀμπέλια μοσχάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατεσκευάζετο τὸ περίφημον «Ἀλυπιακόν», τὸ δυνάμενον νὰ καλῆται οὕτω διττῶς· καὶ ἀπὸ τὸν κατασκευαστήν του Ἀλύπιον, καὶ διότι ἴσως καθίστα ἄλυπον τὸν βίον...

Τέλος, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Μετόχι. Ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, κομψός, εὐωδίαζεν ἀπὸ τὸ τέμπλον τὸ κυπαρίσσινον καὶ ἀπὸ τὰ ἄνθη τὰ ὁποῖα εἶχον φέρει ἡ Σουλτανιὼ ἡ Μάρκαινα, ἡ γραῖα Παντεχοὺ καὶ ἡ Κατερινιὼ τῆς Ἀλέξαινας καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλαι εὐλαβητικαί, αἱ μόναι ἐλθοῦσαι. Ἀπὸ τὸ μοναστήριον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶχον κατέλθει ὁ παπα-Δανιὴλ καὶ Ἰωακεὶμ ὁ περιπλανώμενος, ὅστις καθ᾽ ὅλας σχεδὸν τὰς ἑορτὰς ἐπέστρεφεν εἰς τὸ μοναστήρι, καὶ ὁ γέρων Θεόκλητος, γεμᾶτος ἀπὸ νοστίμους ἰδιοτροπίας, πρὸς τὸν ὁποῖον τρὶς ἔλαβα τὴν τιμὴν νὰ φιλονικήσω ἐν καιρῷ τοῦ δείπνου.

Ἡ Μαχούλα, ἀφοῦ ἐπροσκύνησε καὶ προσέφερε τὰ ἄνθη της, τὸ ἔλαιον καὶ τὸ θυμίαμά της, ἐκάθισεν εἰς μίαν ἄκραν ἔξω τοῦ ναΐσκου, μὲ τὸ καλάθιόν της καὶ τὸ μικρὸν κανατάκι της. Ἦτο παρὰ τὴν ρίζαν τῆς ἐλαίας, ἥτις μὲ τοὺς κλῶνάς της, βαρυφορτωμένους καρπόν, ἐσκίαζεν καὶ περιέστεφε τὴν θύραν τοῦ ναΐσκου, ἐνθυμίζουσα τὸν στίχον τοῦ προφητάνακτος: «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ».

Εἶχα διψήσει καὶ ἰδὼν τὸ μικρὸν ὑδροδοχεῖον, τὸ ὁποῖον ἵστατο πλησίον εἰς τὸ καλαθάκι τῆς Μαχούλας, ἐζήτησα νὰ πίω ἀλλὰ τὸ εὗρον κενόν.

― Νά, δὲν ἦρθε αὐτὸς ὁ Σταμάτης, μοῦ εἶπεν ἡ ἐξαδέλφη μου. Ποιὸς νὰ πάῃ ὣς τὴ βρύση νὰ τὸ γεμίσῃ;... Ἀπόστασα, καὶ δὲν μπορῶ... Ὁ Σταμάτης ἦτο ὀρφανὸν παιδίον, πρόθυμον νὰ τρέχῃ εἰς ὑπηρεσίαν παντοῦ ὅπου ἐγίνοντο θρησκευτικαὶ ἐκδρομαὶ καὶ συνάξεις. Εἶχε τόσον ἔνθεον ζῆλον, ὥστε βλέπων τὴν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν νὰ ἐκπίπτῃ, ἐθλίβετο τόσον, ὥστε ἀπεφάσισε νὰ βοηθήσῃ αὐτὸς τοὺς ἁγίους νὰ θαυματουργήσωσι. Καὶ μίαν φορὰν ἄλειψε μὲ λάδι ὅλας τὰς εἰκόνας τοῦ τέμπλου ἑνὸς ἐξωκκλησίου· ὅθεν διεδόθη, καὶ παρὰ πολλοῖς ἐπιστεύθη, ὅτι οἱ ἅγιοι «ἵδρωναν» ἢ ὅτι ἐδάκρυζαν ἴσως καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιχείρησιν αὐτὴν ὠφελήθησαν ὄχι ὀλίγας προσφορὰς οἱ πτωχοὶ οἱ παπάδες τοῦ χωρίου μας. Ἦτο δὲ τότε ὁ Σταμάτης δωδεκαέτης.

Ἐκοίταξα νὰ ἴδω τὸν Σταμάτην, ἀλλὰ δὲν ἐφαίνετο πουθενά. Ἴσως ἦτο εἰς ἄλλην ὑπηρεσίαν. Ἡ Μαχούλα ὄχι μόνον εἶχεν ἀποστάσει, καθὼς ἔλεγεν, ἀλλὰ θὰ ἐφοβεῖτο νὰ ὑπάγῃ. Ἡ βρύσις ἀπεῖχεν ὣς δέκα λεπτῶν τῆς ὥρας δρόμον, καὶ εὑρίσκετο μέσα εἰς ἓν βαθὺ ρεῦμα, ὅπου θὰ ἦτο σκότος ἤδη. Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει καὶ ἦτο ἀμφιλύκη φθινοπώρου μελαγχολική.

Ἀπεφάσισα νὰ ἐκτελέσω ἐγὼ ἔργα «Σταμάτη». Ἔλαβα τὸ κανάτι κ᾽ ἐξεκίνησα.

― Ἀτός σου θὰ πᾷς;... Τουλόου σ᾽; ἔκραξεν ἡ Μαχούλα. Πῶς γένεται;

Ἐπεθύμουν νὰ ὑπάγω, καὶ διότι ἐδίψων, καὶ διότι ἤθελα νὰ προσφέρω ἐκδούλευσιν εἰς τὴν καλὴν καὶ συμπαθῆ ἐξαδέλφην μου.

―Ἡσύχασε, θὰ πάω, τῆς εἶπα· τώρα, σὲ λίγο ἔφτασα...

*

Ἦτο μικρά, βαθεῖα ρεματιά, εἰς τὸ μέσον ἑνὸς ἐλαιῶνος κατέχοντος ὅλην τὴν κλιτὺν τοῦ λόφου δεξιόθεν καὶ ἑνὸς λεμονεῶνος τοιχογυρισμένου στολίζοντος τὸν κάμπον, ἀριστερόθεν. Καταρχὰς ἐβυθίζετο, κατήρχετο χαμηλὰ καὶ ἐχαράσσετο στενὸς δρομίσκος, μονοπάτι κρυπτὸν ἐν μέσῳ βάτων καὶ θάμνων. Ἀκολούθως ἀνηφόριζεν ἠρέμα καὶ ἀνήρχετό τις εἰς τὴν βρύσιν, ἥτις ἀνέβλυζεν ἔκ τινος τοίχου παλαιοῦ, μὲ μεγάλους πρασινισμένους καὶ μουσκλιασμένους λίθους. Δύο πεζοῦλες ἢ πλίνθινα ἑδώλια ὑπῆρχον ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς κρήνης, ἥτις εὑρίσκετο ἐπὶ τοῦ ὑψηλοτέρου μέρους τῆς ὅλης ρεματιᾶς.

Ὅταν εἰσῆλθον εἰς τὸ βαθὺ ρεῦμα καὶ ἐπάτησα εἰς τὸ στενὸν μονοπάτι, τὸ φέρον πρὸς τὴν πηγήν, τότε ἤρχισα ν᾽ ἀναλογίζωμαι τί εἶχα κάμει, ἕως τότε δὲν εἶχα σκεφθῆ.

ᾘσθάνθην αἰφνίδιον φόβον. Ἀπὸ εἰκοσαετίας ἦτο ἡ πρώτη φορὰ καθ᾽ ἣν εἰσηρχόμην εἰς τὸ ρεῦμα ἐκεῖνο, ὁλομόναχος, ἐν ὥρᾳ ἀμφιλύκης, καὶ ἐπικειμένης νυκτός...

Ἀνῆλθον πρὸς τὴν βρύσιν μὲ τρέμοντα γόνατα. Ἔκαμνα πολλοὺς σταυροὺς καὶ προσηυχόμην. Ἀλλ᾽ ἡ γλῶσσά μου ἐδεσμεύετο καὶ ὁ οὐρανίσκος μου ἐξηραίνετο. ᾘσθανόμην, ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος νὰ ψιθυρίζω οὔτε ἐνδιαθέτως οὔτε στοματικῶς τὰ ἱερὰ λόγια. Ἔφθασα ἐν τοσούτῳ εἰς τὴν κρήνην. Ὅταν ἐδοκίμασα νὰ τοποθετήσω τὸ μικρὸν ἀγγεῖον κάτωθεν τοῦ κρουνοῦ διὰ νὰ γεμίσῃ, τοῦτο μοῦ ἔφυγεν ἀπὸ τὰς χεῖρας. Ἐστάθη μοναχόν του ἐντὸς τῆς λεκάνης τοῦ νεροῦ καὶ δὲν ἐθραύσθη.

Ἄνωθεν τῆς κρήνης εἶδα, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου, πρᾶγμά τι ἐναέριον νὰ ἵσταται. Δὲν εἶχε πυκνωθῆ ἀκόμη τὸ σκότος. Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα τὸ ὁρώμενον ἦτο τόσον μικρόν, ὥστε ἔφεγγεν οἱονεὶ εἰς τὴν μικρὰν κοιλάδα, ὡς τοπικὸν ἄστρον κατελθὸν τρόπον τινὰ διὰ νὰ φωτίσῃ βάθη ἀνάξια φωτός. Ἀλλ᾽ ὅμως τὸ λευκὸν ἐκεῖνο πρᾶγμα ἔσυρεν ἐπάνω του, ἢ ἐσύρετο ἐπ᾽ αὐτοῦ, μέγα μαυράδιον, μελανώτερον καὶ ἀπὸ τὴν πίσσαν, μελανώτερον καὶ ἀπὸ τὸ σκότος, ἐξελθὸν ἀπὸ τὸ σκότος τὸ ἐσώτερον τῆς συνειδήσεως καὶ προωρισμένον νὰ ὑπάγῃ τὸ ταχύτερον νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, τῆς γεέννης. Βαθεῖαν, ἀπερίγραπτον κηλῖδα, μέγα καὶ ἀμέτρητον μαύρισμα ἐπὶ τοῦ ἁγνοῦ, τοῦ χιονολεύκου, εἶχε προσκολληθῆ τὸ καταμέλανον. Τὸ ὅραμα ἦτο διπλοῦν. Ἐπάνω εἰς τὸ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, τὸ λευκὸν κρίνον τῶν κοιλάδων, εἶχε κολλήσει ἡ ἀπεχθὴς κάμπη.

Τὸ λευκὸν ὡμοίαζε μὲ χιτῶνα πάλλευκον, μὲ ἄσπιλον ἐσθῆτα παιδίσκης δεκαπενταέτιδος. Τὸ μαῦρον ὡμοίαζε μὲ ἁμαρτίας φάντασμα. Θεέ μου! Καὶ ἡ κάμπη ἐκείνη τίς ἦτο; Ἀληθεύει ὅτι ἀποτροπιάζεται ἡ φεύγουσα ψυχή, βλέπουσα τὸ φθαρτόν, σκωληκόβρωτον σκῆνός της; Καὶ τὸ ἄσπιλον ἐκεῖνο ἀρνίον, τὸ θεόπλαστον σκήνωμα, τῆς βασκανίας τὸ θῦμα, ἐκοιμᾶτο ἀπὸ εἰκοσαετίας εἰς τὸ κοιμητήριον τῶν θανόντων.

Ναί· εἶχον περιβάλει μὲ στέφανον παρθενικὸν ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης τὴν ξανθὴν κεφαλήν της. Ἀλλ᾽ ὁ στέφανος ἐκεῖνος εἶχε γίνει ἀκάνθινος στέφανος. Καὶ αἱ ρίζαι τῶν ἀνθέων εἰσέδυον ὡς ἄκανθαι εἰς τὸν λευκὸν χρῶτά της.

Ὤ, ἡ ζωή της ἦτο ὄνειρον καὶ αὐτὴ ὑπῆρξέ ποτε «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Καὶ ἡ κάμπη ἡ δύσμορφος εἶχε φθείρει τὸ ἄσπιλον, τὸ ἠθικὸν κάλλος της.

Φεῦ! Διατί ἀπὸ ὅλην αὐτὴν τὴν λόχμην, τὴν ποικίλην καὶ πολύχρωμον καὶ ἀνθοφοροῦσαν, νὰ ἐξέρχωνται ἄκανθαι, συρίζουσαι γλῶσσαι, ἔχιδναι; Καὶ πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως, καὶ τὸ μιαρὸν πνεῦμα εἰσέβαλεν εἰς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἐπεθεώρησε «καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν;»... Πόθεν τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας;

*

Ὤ, φρίκη, καὶ πόνος ἀνεκλάλητος! Εἶδα, εἶδα τὸ παρελθόν μου μὲ τοὺς ἰδίους μου ὀφθαλμούς, τὸ εἶδα ὡς μαῦρον φάντασμα. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ ἡ καρδία μου θὰ ἔπαυε νὰ πάλλῃ. ᾘσθάνθην βαθεῖαν συντριβήν· τὸ φάσμα τὸ ἴδιον μ᾽ εὐσπλαγχνίσθη, καὶ ταχέως ἔγινεν ἄφαντον.

Ἔλαβα τὸ ἀγγεῖον μὲ τὸ ὕδωρ, καὶ κατῆλθον μὲ βήματα βραδέα, τύπτων τὰ στήθη, καὶ ψιθυρίζων. «Ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῇς, Κύριε...»

(Τ' ἀνωτέρω συνηρμολογήθησαν ἐκ παλαιῶν ἀτάκτων σημειώσεων τεθνεῶτος ἀτυχοῦς φίλου.

Διὰ τὴν ἀντιγραφὴν)


Το ΒΙΝΤΕΟ με το AUDIOBOOK

εδώ:


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Οι Γαλαξίες [Β΄μέρος] + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

  Οι Γαλαξίες [Β΄μέρος] + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας-συγγραφέα ΣΥΣΤΑΣΗ ΓΑΛΑΞΙΩΝ : Όπως απέ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....