Ο
Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου 17/12
Ο
Άγιος της συγγνώμης σε 4 ενότητες [βίος-συγχώρεση-Στροφάδια-θαύματα]
Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου
1.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΙΧΕΙΑ:
ΠΑΙΔΙΚΗ
ΗΛΙΚΙΑ: Ο
Άγιος γεννήθηκε το 1547 στον Αιγιαλό
Ζακύνθου. Το κοσμικό όνομά του ήταν
Δραγανίγος Σιγούρος. Η εύπορη οικογένειά
του κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ ο
πατέρας του, Μώκιος, συμμετέχοντας στο
βενετικό πόλεμο κατά των Τούρκων απέκτησε
αριστοκρατικό αξίωμα. Ο Άγιος είχε δύο
αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα.
Σύμφωνα με τοπική παράδοση, ο Άγιος είχε
για ανάδοχο τον πραστάτη Κεφαλλονιάς,
Άγιο Γεράσιμο. Από μικρή ηλικία, η
οικογένειά του τού παρείχε χριστιανική
ανατροφή ενώ είχε προσλάβει και ένα
δάσκαλο ονόματι Καιροφυλά
ώστε να μεταδώσει στον μικρό τόσο γνώσεις
θύραθεν παιδείας, όσο και «εκκλησιαστικά
γράμματα». Είναι βέβαιο πως απέκτησε
σημαντική μόρφωση, αφού γνώριζε άψογα,
αρχαία ελληνικά, ιταλικά και λατινικά.
Η θεολογική του επάρκεια αποδεικνύεται
από μια εργασίας του, που διασώθηκε, και
αφορά σε υπομνηματισμό κειμένων του
Γρηγορίου του Θεολόγου.

Ο
ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ:
Σε ηλικία 20 ετών και μετά το θάνατο των
γονέων του, όπως προκύπτει από τη δωρεά
όλης της περιουσίας στον αδελφό του με
μνεία στην αποκατάσταση της αδελφής
του, αποφασίζει, υπακούοντας στην κλήση
του από το Θεό, να δεχθεί το “αγγελικό”
σχήμα ακολουθώντας ασκητικό βίο. Εκάρη
στη μονή Στροφάδων, στο ομώνυμο νησί
νότια της Ζακύνθου, παίρνοντας το όνομα
Δανιήλ.
Εκεί αφιερώθηκε στην προσευχή, την
μελέτη των Γραφών και ζούσε ασκητικό
βίο, που τόσο ποθούσε. Σύντομα φάνηκε
και η πνευματική πρόοδός του, με
αποτέλεσμα, μόλις δύο έτη αργότερα, να
γίνει ηγούμενος της μονής.
ΙΕΡΕΑΣ
ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ:
Ένα έτος αργότερα, και παρά τις επιφυλάξεις
του ίδιου λόγω της βαριάς ευθύνης, ο
επίσκοπος Κεφαλληνιάς και Ζακύνθου
Θεόφιλος χειροτόνησε τον Διονύσιο
διάκονο και εν συνεχεία ιερέα. Όταν το
1577 θέλησε να προσκυνήσει τους Αγίους
Τόπους, πέρασε από την Αθήνα για να πάρει
την ευλογία του μητροπολίτη Νικάνορα
και
εν συνεχεία να
βρει καράβι προκειμένου να ταξιδέψει
στα Ἱεροσόλυμα.
Αλλὰ, όταν ο αρχιερέας των
Αθηνών άκουσε
κάποια Κυριακὴ το λαμπρό του κήρυγμα
και μετά από πολλὲς παρακλήσεις, τὸν
έκανε επίσκοπο Αιγίνης, με την επίσημη έγκριση της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως
και του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία.
Έτσι ο Άγιος
εχρίσθη επίσκοπος λαμβάνοντας το όνομα
Διονύσιος. Το έργο που επιτέλεσε στο
νησί ήταν σημαντικό και αφορούσε στην
υλική αλλά και πνευματική ανακούφιση
των καταπονημένων και φτωχών. Το 1579, ο
άγιος λόγω του κοπιαστικού του έργου
και λόγω προβλημάτων υγείας, έστειλε
επιστολή παραίτησης στον Πατριάρχη
ζητώντας να του επιτρέψουν να επιστρέψει
στο νησί του. Ο Ιερεμίας, εκτιμώντας τις
ποιμαντικές ικανότητες του αγίου, τον
έχρισε βοηθό επίσκοπο Ζακύνθου. Η έντονη
δραστηριότητά του και η φιλανθρωπία
του στην Ζάκυνθο, προκάλεσε την επιβουλή
του επισκοπικού περιβάλλοντος, ίσως δε
και του ίδιου του επισκόπου, με αποτέλεσμα
να καταγγελθεί για υπέρβαση εξουσίας,
στον ηγεμόνα του νησιού Νικόλαο Δαπόντε.
Ο Δαπόντες ζήτησε την παραίτηση του
Διονυσίου, κάτι που ο ίδιος δέχτηκε
ταπεινά ώστε να μην προκληθούν σχίσματα.

ΤΟ
ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΣΚΗΝΩΜΑ:
Ο
Άγιος Διονύσιος κατά τα τελευταία χρόνια
της ζωής του είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι
της της Αναφωνήτριας (Θεοτόκου). Πολύς
κόσμος πήγαινε κοντά του για να λάβει
συμβουλές αλλά και να εξομολογηθεί.
Εκεί εκοιμήθη, στις 17 Δεκεμβρίου του
1622 ή του 1624, ενώ η τελευταία του επιθυμία
ήταν να ταφεί στην εκκλησία του Αγίου
Γεωργίου Στροφάδων, της Μονής δηλαδή
της μετανοίας του, όπου και είχε
χειροτονηθεί ιερέας. Τρία έτη μετά έγινε
ανακομιδή του λειψάνου του που βρέθηκε
ακέραιο και ευωδιαστό. Έτσι παραμένει
μέχρι και σήμερα, εκτιθέμενο στο ναό
του Αγίου στην Ζάκυνθο, η πόλη της οποίας
έχει τον Άγιο προστάτη και πολιούχο
της. Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από
το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703, αλλά
στο νησί ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.
2.
Ο
ΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ:
ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ
ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ:
Εκείνο
το απόγευμα
ο
ηγούμενος της Ι. Μονής Παναγίας
Αναφωνήτριας στη Ζάκυνθο, Διονύσιος
Σιγούρος κλάδευε
τα δέντρα του περιβολιού του μοναστηριού,
όταν ένα νέος άντρας, τρομαγμένος κι
ανήσυχος, πλησίασε και πέφτοντας στα
πόδια του Διονυσίου
ψιθύρισε: “Σώσε
με, γέροντα. Με κυνηγούν να με σκοτώσουν”,
ρίχνοντας αγωνιώδεις ματιές στην
αυλόπορτα. Ο ηγούμενος, που σαν Ζακυνθινός
γνώριζε όλους τους συντοπίτες του,
κατάλαβε πως ο επισκέπτης ήταν ξένος.
“Ποιος,
παιδί μου, καταδιώκει έναν ξένο άνθρωπο
στο φιλόξενο νησί μας;”
ρώτησε παραξενεμένος. “Οι
Σιγούροι, γέροντα.”
Ξαφνιάστηκε ξανά ο γέροντας, καθώς
άκουσε πως τον ξένο κυνηγούσαν συγγενείς
του.
Η
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ:
“Γιατί
σε κατατρέχουν οι Σιγούροι;”,
τον ρώτησε ο ηγούμενος. Κι εκείνος:
“Έκαμα
φονικό, δέσποτα,”
Ο Διονύσιος έμεινε εμβρόντητος. “Ποιον
σκότωσες;”,
τον ρωτά. “Τον
άρχοντα Κωνσταντίνο Σιγούρο”,
του απαντά εκείνος κατεβάζοντας τα
μάτια. Πληγώθηκε κατάκαρδα ο ηγούμενος,
καθώς άκουσε πως σκοτωμένος ήταν ο
αδερφός του! Τα μάτια του υγράνθηκαν.
Συναισθήματα θλίψης κι οργής τον τύλιξαν
και για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό
του να εκδικηθεί το φονιά του αδερφού
του, παραδίνοντάς τον για άμεση και
δίκαιη τιμωρία. Όμως, ευθύς αμέσως
μετάνιωσε για τη σκέψη του. Χαλιναγώγησε
το πάθος της εκδίκησης, που γεννήθηκε
στην ψυχή του. Όχι, δεν έπρεπε να πάρει
εκδίκηση. Θυμήθηκε πως ο Κύριος
είχε συγχωρήσει τους σταυρωτές Του πάνω
στο σταυρό. «Κύριε,
ελέησόν με, τον αμαρτωλό»,
ψιθύρισε κι έκαμε το σημείο του σταυρού.
ΜΙΜΗΣΙΣ
ΚΥΡΙΟΥ:
Στράφηκε
στο φονιά και, δίχως να του αποκαλύψει
πως ήταν αδερφός του θύματος, τον ρώτησε
ήρεμα: “Γιατί,
παιδί μου, σκότωσες αυτόν τον καλό
άρχοντα του νησιού;”
Κι εκείνος όλο αγωνία και τρόμο είπε
βιαστικά: “Η
κακιά η ώρα, γέροντα. Μα μην το ψάχνεις.
Κρύψε με μονάχα, σε παρακαλώ, να γλιτώσω
από τη δικαιολογημένη οργή τους. Κρύψε
με, γιατί όπου να ναι καταφτάνουνε στο
μοναστήρι και θα με τουφεκίσουν.”
Τότε ο Διονύσιος, πράττοντας κατά μίμηση
Χριστού,του είπε: “Θα
σε κρύψω. Ακολούθα με.”
Τον έκρυψε σε απόκρυφο μέρος, που μήτε
οι καλόγεροι δεν γνώριζαν.
ΟΙ
ΔΙΩΚΤΕΣ:
Μόλις που πρόλαβε ν' ασφαλίσει το φονιά
κι οι Σιγούροι, ξαδέρφια και συγγενείς
του, κατέφτασαν αρματωμένοι, κατάκοποι
και αγριεμένοι: “Πού
είναι ο φονιάς, γέροντα;”,
τον ρώτησαν χωρίς περιστροφές. Ο πατέρας
Διονύσιος έκανε πως δεν γνώριζε τίποτε:
“Δεν
είμαστε φονιάδες εδώ, αδέρφια μου.”
“Δε
λέμε για τους ανθρώπους του μοναστηριού,
αλλά για το φονιά που τρύπωσε δω μέσα
πριν από λίγο.”,
του απάντησαν. Ο ηγούμενος κράτησε όλη
την ψυχραιμία του. Έπρεπε να τους πείσει
όχι μονάχα με λόγια, αλλά και με τη στάση
του, πως ο φονιάς δεν ήταν εκεί. Αν
υποψιάζονταν πως τον έκρυβε για λόγους
χριστιανικής ανεξικακίας, εκείνοι θα
κάναν το παν να τον ανακαλύψουν. “Γιατί
πρόκειται;”
ρώτησε ο Διονύσιος. Εκείνοι του εξιστόρησαν
τα γεγονότα όλα κι ο Άγιος άφησε τα
δάκρυά του, που ως τότε συγκρατούσε με
κόπο, να τρέξουν στο πρόσωπό του. Θρήνησε
βουβά τον άδικο χαμό του αγαπημένου του
αδερφού. Μετά από λίγες στιγμές ο
Διονύσιος τους ρώτησε, σκουπίζοντας τα
μάτια του: “Ναι,
αδέρφια μου, μα τώρα τι γυρεύετε με τα
ντουφέκια στο Μοναστήρι;”
Ένας από τους διώκτες του απάντησε:
“Είδαμε
πως ο φονιάς τράβηξε κατά δω, γέροντα,
και νομίσαμε πως θα σου γύρευε καταφύγιο.
Όμως, πάμε, φεύγουμε, κάπου εδώ γύρω θα
κρύβεται, αλλά θα τον βρούμε. Δε θα
γλιτώσει.”
Οι
Σιγούροι άφησαν το Μοναστήρι και
συνέχισαν την αναζήτηση του φονιά στο
νησί.

ΙΛΑΣΜΟΣ:
Όταν οι συγγενείς του ξεμάκρυναν, ο
πατέρας Διονύσιος, πήγε στην κρυψώνα
και κάλεσε το φονιά να βγει έξω. Μόλις
εκείνος βγήκε, του καταφίλησε τα χέρια:
“Σ' ευχαριστώ, άγιε ηγούμενε. Μου
έσωσες τη ζωή.” Κι ο Άγιος τον ρώτησε:
“Άνθρωπέ μου, γνωρίζεις ποιος είμαι;”
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
“Είμαι ο αδερφός του σκοτωμένου”,
του είπε με φωνή γεμάτη πόνο. “Ο αδελφός
μου, που εσύ του αφαίρεσες τη ζωή, κανέναν
δεν είχε βλάψει. Γιατί το έκανες;”
Σάστισε ο φονιάς. Χλώμιασε ενώ το πάνω
χείλι του τρεμόπαιξε: “Κακιά ώρα,
δέσποτα”, δικαιολογήθηκε ξανά
τραυλίζοντας. “Πρέπει, αδελφέ μου, να
μετανιώσεις γι' αυτή σου την πράξη. Να
γυρέψεις συχώρεση από το Θεό. Αν χάσεις
την ψυχή σου, τα 'χεις όλα χαμένα.”,
του 'πε ο Ηγούμενος. Ο άλλος έβαλε τα
κλάματα λέγοντας με συντριβή: “Μετανιώνω,
γέροντα, μετανιώνω.”. Ο πατέρας
Διονύσιος τον συγχώρεσε. Του έδωσε
μάλιστα και κάποια χρήματα για τις
πρώτες του ανάγκες και τον συνόδεψε στο
γιαλό, όπου τον μπαρκάρισε σε περαστικό
καράβι για την Πελοπόννησο.

3. ΤΑ ΣΤΡΟΦΆΔΙΑ
ΖΑΚΎΝΘΟΥ ΚΑΙ Ο ΆΓΙΟΣ ΔΙΟΝΎΣΙΟΣ
ΜΙΑ ΤΟΥΡΚΙΚΉ ΠΕΙΡΑΤΙΚΉ ΕΠΙΔΡΟΜΗ:
Οι Στροφάδες νήσοι, ή απλώς Στρφάδια,
είναι 2 μικρά νησάκια 27 ν.μ. νότια της
Ζακύνθου [Σταμφάνη και Άρπυια]. Τα νησιά
είναι μεταναστευτικό κέντρο για πολλά
αποδημητικά πουλιά κι ο μόνος της σήμερα
κάτοικος είναι ένας μοναχός της Ι. Μ. Α.
Διονυσίου [Σωτήρος]. Τον
Αύγουστο του 1717, ένα χρόνο μετά το θαύμα
του Αγίου Σπυρίδωνα και την άτακτη φυγή
των Τούρκων από την Κέρκυρα, τουρκικά
πειρατικά, με αρχηγό τον αιμοδιψή πειρατή
της Κάνκας, Μουστή [Μοστρίνο], αγκυροβόλησαν
στο λιμάνι των Στροφάδων και λεηλάτησαν
το Μοναστήρι. Ο πειρατής έπιασε τους
μοναχούς, εκτός από τέσσερις, που
πρόφτασαν να κρυφθούν σε βαθιά σπηλιά,
και τους υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια,
για να αποκαλύψουν τους θησαυρούς του
Μοναστηριού. Οι μοναχοί μη αντέχοντας
τα βασανιστήρια έδειξαν δύο σπηλιές.

Ο
αρχιπειρατής διάταξε τότε να σκοτώσουν
μερικούς μοναχούς και να κάψουν τα
σώματά τους. Έπειτα, παίρνοντας αιχμάλωτους
πατέρες, την εικόνα της Παναγίας και
θησαυρούς του Μοναστηριού, αποχώρησε.
Κάποιοι Τούρκοι, έκοψαν τα χέρια του
λειψάνου του Αγίου χωρίζοντάς τα σε
τέσσερα μέρη. Όταν ήταν έτοιμοι να
φύγουν, οι μουσουλμάνοι ληστοπειρατές
σήκωσαν το υπόλοιπο ιερό Λείψανο και
το έβαλαν πάνω σε βαρέλι με πυρίτιδα,
βάζοντας ολόγυρα φωτιά. Όμως ο Αγιος
Διονύσιος έκανε το θαύμα του και το
μπαρούτι δεν έπιασε φωτιά. Η λεηλασία
του Μοναστηριού των Στροφάδων και η
διάσωση του ιερού Λειψάνου αναφέρονται
σ’ ένα χρονικό ανώνυμου μοναχού της
εποχής, όπου διαβάζουμε: «
1717.
Αυγούστου 19, ημέρα Δευτέρα ηχμαλώτισαν
το μοναστήρι μας τα Στροφάδια ο
Θεοκατάρατος Μουστής με δέκα γαλιώταις
και επήραν όλα τα ιερά σκεύη, το αρμαμέντο,
και την Παναγίαν και όλα μας τα μπαστιμέντα
και έκοψαν τα χέρια του Αγίου και τα
επήραν και το επίλοιπον άγιον λείψανον
το έβαλαν απάνου ενού βαρελιού μπαρούτη
και έκαμε θαύμα ο άγιος και δεν έπιασε
φωτία και εφυλάκτη (...). Επήραν και
σκλάβους πατέρες είκοσι με τέσσερους
ιερομόναχους. (Ο) Γεράσιμος Κάπαρης
(...) με τους λοιπούς Καλογέρους, εκρύφτηκαν
και δεν αιχμαλωτίσθηκαν. Το
πώς εμπήκαν μέσα (οι επιδρομείς) είναι
τούτο. Αρμπούρισαν παντιέρα άσπρη και
ήρθαν οι Καπετανέοι έξω με δόλο, με το
καλό εμπήκαν μέσα στο Μοναστήρι και
έπιασαν την πόρτα, και έτζι εγελάστηκαν
(οι μοναχοί)». Όταν έφυγε η τουρκική μοίρα από τα
Στροφάδια, ο Μοστρίνος σκέφτηκε να
πουλήσει τα τεμάχια των χεριών του Αγίου
Διονυσίου. Έτσι, τα πήρε από τους Αγαρηνούς
και, περνώντας από τη Χίο, τα πούλησε
στον εκεί Μητροπολίτη Αγαθάγγελο και
έναν μοναχό, οι οποίοι με την πρέπουσα
ευλάβεια τα έστειλαν στο μοναστήρι των
Στροφάδων. Την εικόνα της Παρθένου την
πούλησε στην Πάτμο σε δύο αδελφούς
Πατμιώτες, Ηλία και Θεόδωρο, που κι αυτοί
την έστειλαν στα Στροφάδια. Την επομένη
της λεηλασίας, οι πατέρες που γλίτωσαν,
είδαν να περνά έξω από τα Στροφάδια μια
βενετσιάνικη κορβέτα. Οι μοναχοί έκαμαν
σινιάλα, ζητώντας βοήθεια. Ο πλοίαρχος,
Ιωάννης Μπάλοβιτς, ευσεβής χριστιανός,
άλλαξε πορεία κι άραξε στο λιμάνι των
Στροφάδων. Όταν έμαθε τα συμβάντα και
είδε το τρομακτικό θέαμα της λεηλασίας
και καταστροφής, μετέφερε, με ευλάβεια
και ταπείνωση, το ιερό Λείψανο στην
ιδιαίτερη καμπίνα του. Ύστερα, πήρε στο
πλοίο τους πατέρες του Μοναστηριού.
Αμέσως, σήκωσε άγκυρα κι έβαλε πλώρη
για τη Ζάκυνθο. Λίγες ώρες αργότερα το
πλοίο έδεσε στο μώλο του Αγίου Νικολάου,
στη Ζάκυνθο, φέρνοντας για πάντα στη
Ζάκυνθο το μεγαλύτερο θησαυρό της.

4.
ΜΕΡΙΚΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ:
Η
ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΩΝ ΔΥΣΠΙΣΤΩΝ ΑΛΙΕΩΝ: Ο
Άγιος Διονύσιος κάποτε πήγαινε με άλλους
κληρικούς ως προσκεκλημένος στην Μονή
Άγιου Γεωργίου στο νησάκι Βόιδι. Οι
ψαράδες όμως οι οποίοι τους μετέφεραν
με το πλοίο τους ήταν προληπτικοί κατά
των ρασοφόρων, και απέδωσαν στην παρουσία
των κληρικών την αποτυχία τους στο
ψάρεμα! Ο Άγιος, θέλοντας να τους συνετίσει
τους υπέδειξε που να ρίξουν τα δίχτυα
τους, και παρότι το μέρος εκείνο δεν
είχαν ποτέ τους πιάσει ψάρια, οι ψαράδες
έπιασαν τόσα πολλά, ώστε δεν μπορούσαν
να σηκώσουν τα δίχτυα τους. Τότε
προσκύνησαν τον Άγιο και του ζήτησαν
συγχώρεση.
Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ
ΑΦΟΡΙΣΜΟΥ: Στον
ζακυνθινό Ναό του Άγιου Νικολάου των
Ξένων βρέθηκε αδιάλυτο το σώμα αφορισμένης
γυναίκας νεκρής από πολύ καιρό. Ο Άγιος
παρακλήθηκε από τους συγγενείς της
γυναικός να λύσει το επιτίμιο. Τότε
διέταξε να βάλουν το πτώμα σε ένα στασίδι.
Κατόπιν προσευχήθηκε γονατιστός με
δάκρυα στα μάτια του για την λύση του
αφορισμού. Μόλις τελείωσε την συγχωρητική
ευχή ο Άγιος, το πτώμα έκλινε το κεφάλι
σαν να προσκυνούσε τον Άγιο και κατόπιν
διαλύθηκε σε οστά και χώμα!

ΤΟ
ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΔΑΝΙΗΛ; Όταν
κατά την ανακομιδή των Λειψάνων του
Αγίου, το Σκήνωμα του βρέθηκε άθικτο,
τοποθετήθηκε από τους Μοναχούς της
Μονής Στροφάδων σε ειδική Λάρνακα μέσα
στο Καθολικό της Μονής, μέχρι την επίσημη
ανακήρυξη του ως Άγίου το 1703. Πρίν από
αυτήν ο ιερομόναχος Δανιήλ, που ήταν
και ηγούμενος της Μονής Στροφάδων,
αμφέβαλλε για την αγιότητα του Ιεράρχου.
Μια νύχτα όμως νόμισε πως είδε τον
Εκκλησιάρχη να του ζητάει την ευχή για
να σημάνει τον Όρθρο. Ο Ηγούμενος τότε
κατευθύνθηκε πρός τον Ναό και μπαίνοντας
τον είδε φωταγωγημένο, και τον Άγιο να
στέκεται όρθιος έξω από τη Λάρνακα και
να Ιερουργεί υπηρετούμενος από Ιερείς
και Διακόνους. Τότε ένας από τους Ιερείς
λέει στο ηγούμενο Δανιήλ: “πληροφορήθηκες
τώρα, η αμφιβάλλεις;”. Τρομαγμένος ο
ηγούμενος, έφυγε από τον Ναό και όταν
γύρισε για να επιβεβαιώσει το προηγούμενο
όραμα του είδε τον Άγιο να αποσύρεται
στην Λάρνακα του, τα φώτα του Ναού να
σβήνουν και τους Ιερωμένους να χάνονται.
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΕΥΣΕΒΟΥΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ: Μια
ευσεβής γυναίκα της Ζακύνθου, είχε θλίψη
επειδή είχε τέσσερα κορίτσια και κανένα
αγόρι. Από συγγενείς της άκουγε για τον
Άγιο Διονύσιο και για τα θαύματα του
που έκανε σε πιστούς που ζητούσαν την
βοήθειά Του, γι΄ αυτό και εκείνη με πίστη
τον παρακάλεσε όπως με τη μεσιτεία Του,
αποκτήσει αρσενικό παιδί. Έπειτα από
πολλές προσευχές, ένα βράδυ βλέπει στον
ύπνο της ένα Αρχιερέα να της λέει: “Τι
ζητάς από εμένα και με παρακαλάς; Εάν
θέλεις να πετύχεις αυτό που ζητάς πήγαινε
στις Στροφάδες να πάρεις από το φυτό
αμάρακος και από ένα άλλο που βρισκόταν
πίσω από το Άγιο Βήμα του Καθολικού.
Έπειτα πιές από αυτά και θα αποκτήσεις
αρσενικό παιδί όπως θέλεις”. Έπειτα
την ευλόγησε στο πρόσωπο και εξαφανίστηκε.
Η γυναίκα ξύπνησε και σκεπτόμενη το
όραμα, πίστεψε πώς αυτός που εμφανίστηκε
στον ύπνο της ήταν ο Άγιος Διονύσιος,
που άκουσε τις παρακλήσεις της. Αμέσως
έστειλε έναν αδελφό της στο Μοναστήρι
των Στροφάδων, για να της φέρει με πολλή
προσοχή τα βότανα που της είχε πει ο
Άγιος και τα οποία με ευλάβεια και πίστη
ήπιε όπως της είχε παραγγείλει. Πράγματι
μετά από λίγο καιρό έμεινε έγκυος και
γέννησε αγόρι δοξάζοντας και ευχαριστώντας
το Θεό και τον Άγιο Διονύσιο.
ΤΟ
ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
ΜΑΤΘΑΙΟΥ: Ο
Μοναχός Ματθαίος της Μονής των Στροφάδων,
που υπήρξε και υποτακτικός του Αγίου
Διονυσίου, είδε κάποτε στον ύπνο του
τον Άγιο να του προλέγει ότι σε οκτώ
ημέρες θα γίνει σεισμός καταστρεπτικός
που θα προκαλέσει ζημιές στο Μοναστήρι
γι΄ αυτό και του συνέστησε να ειδοποιήσει
τον Ηγούμενο. Όμως ο μοναχός δεν έδωσε
σημασία στο όραμα, θεωρώντας το
υπνοφαντασία. Την όγδοη ακριβώς ημέρα
έγινε καταστρεπτικότατος σεισμός που
γκρέμισε το μεγαλύτερο μέρος του
οικοδομήματος της Μονής. Ανάμεσα σε
αυτά που έπεσαν ήταν ένας πύργος που
πέφτοντας παρέσυρε και έναν μοναχό που
βρισκόταν επάνω του, ο οποίος με μόνη
την επίκληση του Αγίου σώθηκε αν και
γκρεμίστηκε από μεγάλο ύψος.