Ετικέτες - θέματα

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

13.11.25

Τα Εισόδια της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου) + ΒΙΝΤΕΟ + ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

 Τα Εισόδια της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου) + ΒΙΝΤΕΟ + ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ

Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου



   Μία από τις μεγαλύτερες Θεομητορικές εορτές είναι τα Εισόδια της Θεοτόκου. Η είσοδος της Θεοτόκου στο ναό είναι προοίμιο της εύνοιας του Θεού στους ανθρώπους, η προκήρυξη της σωτηρίας των ανθρώπων, η αναγγελία του Χριστού και η πραγματοποίηση του σχεδίου της θείας οικονομίας. Αυτά διακηρύσσει το απολυτίκιο της εορτής. Η σημασία της εορτής αυτής είναι μεγάλη και ιερή. Αποτελεί τήν βάση και την αρχή για όλη την μετέπειτα ζωή της Θεοτόκου. Η αγία Άννα, η μητέρα της Θεοτόκου, επειδή περνούσε όλη τη ζωή της χωρίς να αποκτήσει τέκνο, παρακαλούσε μαζί με τον άντρα της Ιωακείμ το Θεό να τους χαρίσει παιδί και, αν πετύχουν το ποθούμενο, να το αφιερώσουν στον Θεό. Έτσι, ευδόκησε ο Θεός και γέννησε παράδοξα, σε ηλικία προχωρημένη, αυτήν που προξένησε τη σωτηρία του γένους των ανθρώπων, την καταλλαγή και συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους, την αιτία της ανάπλασης του κόσμου, της έγερσης και της θέωσης του πεσόντος Αδάμ, δηλαδή της ανθρωπότητας, την υπεραγία και Δέσποινα Θεοτόκο Μαρία. Όταν η Μαρία έγινε τριών χρόνων, οι γονείς της την προσέφεραν, σαν σήμερα, στον ναό, καθώς είχαν υποσχεθεί, και αφιέρωσαν την κόρη τους στον Θεό, που τους την χάρισε. Την παρέδωσαν Αρχιερέα Ζαχαρία, που την δέχτηκε λέγοντας: «Εμεγάλυνε ο Κύριος το ονομά σου σε όλες τις γενεές. Με σένα θα ευλογηθούν τα έθνη και ο Κύριος θα λυτρώση τους υιούς του Ισραήλ», και την έβαλε στον ιερότερο χώρο του ναού όπου εισερχόταν μόνο ο Αρχιερέας.


   “Έτσι (...) απετέθη δικαίως σήμερα στα άγια άδυτα, σαν θησαυρὸς του Θεού, η κόρη που εξελέγη ανάμεσα στους εκλεκτοὺς απὸ αιώνες, που ἀναδείχθηκε αγία των αγίων, που έχει το σώμα καθαρώτερο και θειότερο ακόμη και απὸ τα διὰ της αρετής κεκαθαρμένα πνεύματα, ώστε να μην είναι δεκτικὸ μόνο του τύπου των θείων λόγων, αλλὰ και του ιδίου του ενυποστάτου και μονογενούς Λόγου του προανάρχου Πατρός· σαν θησαυρὸς που ο Λόγος θα τον χρησιμοποιούσε στον καιρὸ του, όπως και έγινε, γιὰ πλουτισμὸ και υπερκόσμιο και συγχρόνως παγκόσμιο κόσμημα.1” Ήταν λοιπόν ένα προκλητικό γεγονός, κάποιος άνθρωπος, και μάλιστα ένα κορίτσι, να εισέλθη στον ιερό χώρο, όπου φυλάσσονταν τα πιο ιερά αντικείμενα τού Ισραήλ, όπως η Κιβωτός της Διαθήκης, η Στάμνα με το Μάννα, η Ράβδος η βλαστήσασα του Ααρών και, βεβαίως, όπου ούτε οι ιερείς είχαν δικαίωμα να εισέλθουν, αλλά ούτε και ο Αρχιερεύς καθημερινά. Μέσα στα Άγια των Αγίων η Θεοτόκος για δώδεκα χρόνια τρεφόταν από άρτο που της έφερνε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Αυτό ήταν ένα από τα πιο θαυμαστά γεγονότα του βίου της Θεοτόκου.

   

  Σε τροπάριο του εσπερινού της εορτής γράφεται: «Δι' αγγέλου εκτρέφεται». Και σε άλλο λέγεται: «Επουρανίω τραφείσα, Παρθένε, άρτω». Τι ήταν αυτός ο άρτος από τον οποίον τρεφόταν η Παναγία; Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφερόμενος σε αυτόν τον ευλογημένο άρτο που έτρεφε τήν Παναγία λέγει ότι ο Θεός έστελνε «τροφήν άνωθεν απόρρητον εκεί τή Παρθένω δι' αγγέλου». Όμως, δεν ήταν ένας συνηθισμένος άρτος, αλλά στην πραγματικότητα ήταν η άκτιστη ενέργεια του Θεού, διά της οποίας, κατά τον ίδιο Πατέρα, «την τε φύσιν κρειττόνως ανερρώννυτο (εδυνάμωνε) και κατά σώμα των ασωμάτων καθαρωτέρα καί υπερτέρα και συνετηρείτο και ετελείτο». Είναι προφανές ότι δεν ήταν μια κτιστή τροφή, ένας υλικός άρτος, αλλά μια άλλη ξένη τροφή. Ήταν η ενέργεια του Θεού η οποία ενδυνάμωνε το σώμα της Παναγίας για να έχει νοερά προσευχή και θεωρία Θεού. Αυτό σημαίνει ότι η Παναγία για σχεδόν δέκα χρόνια ήταν μέσα στο Φως τού Θεού και είχε κοινωνία μαζί Του, φθάνοντας στήν θέωση. Στην πραγματικότητα ζούσε όπως ζούσαν οι Πρωτόπλαστοι στον Παράδεισο πριν την πτώση. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ερμηνεύοντας το αίτημα της Κυριακής Προσευχής, “τον άρτον ημών τον επιούσιον”, το συνδέει με τη θεία Κοινωνία τού Σώματος και του Αίματος του Χριστού και κάνει λόγο για την «τροφή του άρτου της ζωής, ίνα νικήση τον θάνατον της αμαρτίας», από την παρούσα πρόσκαιρη ζωή. Μέ αυτόν τον Άρτο, τή Χάρη και την ενέργεια του Θεού, ετρέφετο η Παναγία μέσα στα Άγια των Αγίων. Με αυτόν τον Άρτο τρεφόμαστε και εμείς κάθε φορά που τελούμε τη Θεία Λειτουργία. Καί βεβαίως για να ενεργήσει ο Άρτος αυτός, δηλαδή ο Χριστός, «εις ζωήν αιώνιον», πρέπει να ζούμε μιμούμενοι ή δυνατόν την Παναγία.

 

  Εκεί στο ναό, λοιπόν, η Παρθένος διέμεινε δεκα χρόνια, ώσπου πλησίασε ο καιρός του θείου Ευαγγελισμού και των ουρανίων και υπερφυσικών μηνυμάτων, που προμηνούσαν ότι ο Θεός ευδόκησε να σαρκωθεί απ' αυτήν σαν φιλάνθρωπος, για να αναπλάσει τον φθαρέντα από την αμαρτία κόσμο. Η Θεοτόκος εξήλθε τότε από τα άγια των αγίων του ναού και δόθηκε στον μνήστορα Ιωσήφ, για να είναι αυτός προστάτης της και μάρτυς της παρθενίας της και για να υπηρετήσει τον άσπορο τόκο της, στη φυγή στην Αίγυπτο και στην επάνοδό της απ' εκεί στη γη Ισραήλ.

Ποια είναι όμως η θέση των πιστών απέναντι στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας που φανερώνεται στην εορτή των Εισοδίων. Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς απαντά με ένα ερώτημα: “εμείς που έχουμε κοντὰ μας γραμμένα όλα τα λόγια της αιώνιας ζωής, και όχι μόνο τα λόγια, αλλὰ και τα θαύματα και τα παθήματα και την δι᾽ αυτών έγερση της φύσεως μας απὸ τους νεκροὺς και ανάληψή της απὸ τη γη στον ουρανό, και την δι᾽ αυτών επηγγελμένη σ᾽ εμάς αθάνατη ζωὴ και αμετάτρεπτη σωτηρία, πως δεν θ᾽ ανυμνήσωμε και μακαρίσωμε αδιαλείπτως την μητέρα του χορηγού της σωτηρίας, του δοτήρος της ζωής, εορτάζοντας τώρα (...) την μετοίκησι στα άγια των αγίων;”  

   Για τη θέση της Θεοτόκου στο θείο σχέδιο της ανόρθωσης του ανθρώπου διαβάζουμε: “(λόγω της αμαρτίας) κατέστη αδύνατον να επιστρέψωμε στην αρχικήν μας κατάστασι, και στενάζαμε επειδή αυτό ακριβώς ήταν το μόνο που ποθούσαμε· αυτήν την δυνατότητα της ευδαιμονίας μας την εχάρισε μόνη η μακαρία Παρθένος. Αυτή εξεπλήρωσε την επιθυμία μας ενώνοντας με τους ανθρώπους τον μόνον Επιθυμητόν, Αυτόν Τον οποίον, όταν κάποιος γνωρίση προσωπικώς, δεν είναι δυνατόν να ζητήση κάτι περισσότερο. Και ηνώθη δι’ αυτής ο Θεός τόσο στενά με τους ανθρώπους, ώστε έγινε μέτοχος όχι μόνον του τόπου και του τρόπου της ζωής μας, αλλά και της ιδίας της φύσεως μας.2

   “Ο καθαρώτατος ναὸς του Σωτήρος, η πολυτίμητος παστὰς και Παρθένος, το ιερὸν θησαύρισμα της δόξης του Θεού, σήμερον εισάγεται, εν τω οίκω Κυρίου, την χάριν συνεισάγουσα, την εν Πνεύματι θείω· ην ανυμνούσιν Άγγελοι Θεού. Αύτη υπάρχει σκηνὴ επουράνιος.” (Κοντάκιο)




1. Γρηγόριος Παλαμάς, Λόγος εἰς τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, 14.

2. Αγίου Νικολάου του Καβάσιλα: Ομιλία περί της Υπεραγίας Δεσποίνης ημων και Παναχράντου Θεοτόκου εκφωνηθείσα εις την Πάνδοξον Κοίμησιν Αυτής

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ: 

ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ: 

31.10.25

Οι Άγγελοι κατά την Αγία Γραφή [8.11] + ΒΙΝΤΕΟ + Παράκληση [επί τη εορτή των Αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ] του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου

 

Οι Άγγελοι κατά την Αγία Γραφή [8.11] + ΒΙΝΤΕΟ + Παρακλητικός Κανών

[επί τη εορτή των Αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ]

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου


 

  Η πρώτη σημασία της λέξης άγγελος στην Αγία Γραφή είναι αυτή του αγγελιαφόρου (Μτθ. ια΄10, Λουκ. ζ΄24). Πολλές φορές σημαίνει τον φέροντα την αγγελία (Ιώβ α΄14, Α΄ Βασ. ια΄3), άλλες τον Προφήτη (Ησ. μβ΄19, Αγγ. α΄13), άλλες τον ιερέα (Εκκλ. ε΄6, Μαλαχ. β΄7), άλλες τον ιεροκήρυκα (Αποκ. β΄1,8,12) και τέλος τον ίδιο τον Ιησού Χριστό ως μέγα άγγελο της Διαθήκης (Μαλαχ. γ΄1).

Κυρίως, όμως, με τη λέξη άγγελος η Αγία Γραφή εννοεί το πνευματικό και λογικό ον, που είναι ανώτερο από τον άνθρωπο στο χαρακτήρα, στις διαθέσεις και τις δυνάμεις. Οι άγγελοι αυτοί του Θεού στέκονται πάντοτε ενώπιον του Θεού, Τον υπηρετούν, μεταφέρουν στους ανθρώπους τις διαταγές Του: “ταύτα δὲ αυτού ενθυμηθέντος ιδοὺ άγγελος Κυρίου κατ' όναρ εφάνη αυτώ λέγων· Ιωσὴφ υιὸς Δαυῒδ, μὴ φοβηθής παραλαβείν Μαριὰμ την γυναίκά σου, το γαρ εν αυτή γεννηθὲν εκ πνεύματός εστιν αγίου” (Μτθ. α΄20), και ενεργούν υπέρ της ευημερίας και της σωτηρίας των ανθρώπων και της ανθρωπότητας γενικά: “Καὶ πληρωθέντων ετών τεσσαράκοντα ώφθη αυτώ εν τη ερήμω του όρους Σινά άγγελος Κυρίου εν φλογὶ πυρὸς βάτου.” (Πράξ. ζ΄30). Ως πνευματικά όντα οι άγγελοι δεν έχουν διάκριση φύλου:”Εν γὰρ τη αναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται, αλλ' ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ εισι.” (Μτθ. κβ΄30) Οι άγγελοι δημιουργήθηκαν πολύ προ της δημιουργίας του ορατού κόσμου: “ότε εγενήθησαν άστρα, ήνεσάν με φωνή μεγάλη πάντες άγγελοί μου.”, λέει ο Θεός στον Ιώβ, (Ιώβ λη΄7). Στη Βίβλο οι άγγελοι παρουσιάζονται πολυπληθείς:” ποταμὸς πυρὸς είλκεν έμπροσθεν αυτού· χίλιαι χιλιάδες ελειτούργουν αυτώ, και μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αυτώ· κριτήριον εκάθισε, και βίβλοι ηνεώχθησαν.“ (Δαν. ζ΄10) και αλλού: (Μτθ. κστ΄53, Λουκ. β΄13, Εβρ. ιβ΄22,23), ως όντα μεγάλης ισχύος: “ ευλογείτε τον Κύριον, πάντες οι άγγελοι αυτού, δυνατοὶ ισχύι ποιούντες τον λόγον αυτού του ακούσαι της φωνής των λόγων αυτού.” (Ψαλ. ρβ΄20) και αλλού (Β΄Πέτρ. β΄11, Αποκ. ε΄2, ιη΄21, κ.α.), ως ενεργητικοί: “και εγένετο εν τω αναβήναι την φλόγα επάνω του θυσιαστηρίου έως του ουρανού και ανέβη ο άγγελος Κυρίου εν τη φλογὶ του θυσιαστηρίου, και Μανωὲ και η γυνὴ αυτοῦ βλέποντες και έπεσαν επὶ πρόσωπον αυτῶν επὶ την γην.” (Κριτ. ιγ΄20) και αλλού (Ησ. στ΄2-6, Δαν. θ΄21-23, Μτθ. ιγ΄49, Πράξ. κζ΄23, Αποκ. η΄13), ως ομαδοποιημένοι σε τάξεις ή στρατιές, Χερουβίμ, Σεραφίμ, Θρόνοι, Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες, Αρχές, Άγγελοι, Αρχάγγελοι, (Ι.Κ.): (Ησ. στ΄1-6) και (Ιεζ. ι΄1, Κολοσ. α΄16, Αποκ. ιβ΄7), ως ενδιαφερόμενοι για την ευημερία και τη σωτηρία των ανθρώπων: (Λουκ. Β΄9-12, κατά την κατά σάρκα Γέννηση του Κυρίου), αλλά και στο Α΄Πέτρ. α΄12 και ως απολαμβάνοντες της ουρανίου μακαριότητος μαζί με τους αγίους: (σχετ. Εβρ. ιβ΄22,23).

Μια ομάδα αγγέλων αμαρτάνοντας από οίηση, δεν τήρησε τις αρχές της και αποπέμφθηκε από τον Θεό στην Άβυσσο: καὶ παρεκάλει (το δαιμόνιο στο θαύμα της θεραπείας στα Γάδαρα) αυτὸν ίνα μη επιτάξη αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν.” (Λουκ. η΄29-31). Αυτοί ονομάστηκαν διάβολοι, δαίμονες ή πειρασμοί εξαιτίας της πορείας τους εναντίον του θεού και της ανθρωπότητας. Ο αρχηγός τους ονομάζεται στην εβραϊκή γλώσσα Βεελζεβούλ (άρχων των μυγών), Σατάν ή Αβαδδών: “έχουσι βασιλέα επ' αυτών τον άγγελον της αβύσσου· όνομα αυτώ Εβραϊστὶ Αβαδδὼν, εν δε τη Ελληνική όνομα έχει Απολλύων.” (Αποκ. θ΄11), και Απολλύων ή Ολοθρεύων στην ελληνική, ενώ στη μετάφραση των Εβδομήκοντα καλείται άγγελος της Αβύσσου. Από τους αγαθούς αγγέλους λέγεται ότι επτά είναι οι Αρχάγγελοι, εκ των οποίων οι πιο γνωστοί στους ανθρώπους είναι ο Μιχαήλ και ο Γαβριήλ, οι και σήμερα εορτάζοντες, οι οποίοι βρίσκονται μπροστά στο θρόνο του Θεού: “Και είδον τους επτὰ αγγέλους οι ενώπιον του Θεού εστήκασι, και εδόθησαν αυτοίς επτὰ σάλπιγγες.”(Αποκ. η΄2) και έχουν εξουσία πάνω στους άλλους αγγέλους και προστατεύουν ορισμένα έθνη: “Και εν τω καιρώ εκείνω αναστήσεται Μιχαὴλ ο άρχων ο μέγας, ο εστηκώς επὶ τους υιοὺς του λαού σου· καὶ έσται καιρὸς θλίψεως, θλίψις οία ου γέγονεν αφ' ου γεγένηται έθνος εν τη γη έως του καιρού εκείνου· και εν τω καιρώ εκείνω σωθήσεται ο λαός σου, πας ο γεγραμμένος εν τη βίβλω”(Δαν. ιβ΄1). Τέσσερα ονόματα Αρχαγγέλων γνωρίζουμε, από τους οποίους οι δύο αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη, ο Μιχαήλ (Ιουδ. 9) και ο Γαβριήλ (Λουκ. α΄16), ο ένας στην Παλαιά Διαθήκη, ο Ραφαήλ (Τωβίτ ιβ΄15), ενώ σε εβραϊκά συγγράματα άλλος ένας, ο Ουριήλ. Σε ένα από τα αρχαιότερα χριστιανικά συγγράμματα, στο έργο Ο Ποιμήν” του Ερμά, διαβάζουμε ότι ο εφεστώς του πιστού, δηλαδή ο φύλαξ άγγελος: “τρυφερός εστί και αισχυντηρός και πραϋς και ησύχιος. Όταν μεν ουν επί την καρδία σου αναβή, ευθέως λαλεί μετά σου περί δικαιοσύνης, περί αγνείας, περί σεμνότητος και περί αυταρκείας και περί παντός έργου δικαίου και περί πάσης αρετής ενδόξου”, ενώ προσθέτει πιο κάτω πως όταν γεννιούνται στην καρδιά σου τέτοιες σκέψεις και αισθήματα, μάθε ότι ο άγγελος ο αγαθός είναι μαζί σου1. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός προσθέτει: “Είναι ο άγγελος φύση λογική, πνευματικὴ και ελεύθερη, μεταβλητὴ σύμφωνα με την απόφασή της, δηλαδὴ μεταβλητὴ μὲ τὴ θέλησή της· διότι καθετὶ που έχει δημιουργηθεί είναι και μετάβλητο και μόνο τὸ αδημιούργητο είναι αμετάβλητο. Επίσης καθετὶ λογικὸ είναι ελεύθερο. Επειδὴ λοιπὸν ο άγγελος είναι λογικὴ και πνευματικὴ φύση, είναι ελεύθερη· επειδὴ όμως είναι φύση ποὺ έχει δημιουργηθεί, είναι μεταβλητή, με δυνατότητα να μένει σταθερὴ και να προοδεύει στο αγαθό, αλλὰ και να κατευθύνεται στο κακό. Επίσης, δεν έχει τη δυνατότητα να μετανοήσει, διότι είναι και ασώματος. Ο άνθρωπος δηλαδὴ μπορεί να μετανοήσει λόγω της ασθένειας του σώματός του. Είναι αθάνατος όχι εκ φύσεως, αλλὰ κατά χάρη· διότι καθετὶ που έχει αρχή, έχει και τέλος σύμφωνα με τοὺς φυσικοὺς νόμους. Και μόνος ο Θεὸς είναι αιώνιος, ή καλύτερα πέραν απὸ το αιώνιο· διότι ὁ Δημιουργὸς του κόσμου δεν εξαρτάται απὸ τὸ χρόνο, αλλὰ είναι πέραν απὸ το χρόνο. Οι άγγελοι είναι δεύτερα πνευματικὰ φώτα, που παίρνουν το φωτισμὸ απὸ τὸ πρώτο και άναρχο φῶς και δεν έχουν ανάγκη απὸ γλώσσα και ακοή, αλλὰ πληροφορούνται μεταξύ τους τα προσωπικὰ διανοήματα και τις αποφάσεις τους χωρίς τον προφορικὸ λόγο.2”Αξίζει να αναφέρουμε ότι, εκτός της εορτής των Αγίων Αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ, η Εκκλησία μας έχει αφιερώσει τη Δευτέρα κάθε εβδομάδας προς τιμήν των αγγέλων.

  ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΑΓΓΕΛΩΝ – ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥΣ: Οι άγγελοι δημιουργήθηκαν πριν από τον υλικό κόσμο, αφού στον “Ιώβ” ο Θεός λέει ότι όταν δημιούργησε το σύμπαν, οι άγγελοι Τον ύμνησαν με δοξολογίες. Ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει ότι πριν τη δημιουργία του υλικού κόσμου υπήρχε ο κόσμος των αγγέλων. Ο τρόπος δημιουργίας των από το Θεό δεν μας είναι γνωστός. Ο σκοπός της δημιουργίας των αγγέλων δεν έχει να κάνει με κάποια ανάγκη του Θεού. Πώς θα μπορούσε άλλωστε ο πνευματικός ή ο υλικός κόσμος να προσφέρει κάτι επιπλέον στη δόξα του Θεού. Ο σκοπός της δημιουργίας των αγγέλων, κατά τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, είναι να συμμεριστούν ως λογικά όντα τη μακαριότητά Του. Αυτή η μετοχή στη θεία μακαριότητα ωθεί τις αγγελικές δυνάμεις σε συνεχή ανοδική πορεία προς τη πνευματική τελειότητα.

Η ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ: Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι οι άγγελοι είναι “φύσεις νοερές, αεικίνητες, αυτεξούσιες, ασώματες”. Υπηρετούν το θεό και είναι κατά χάριν αθάνατες. Η φύση τους είναι πνευματική. Επειδή όμως απολύτως άϋλος και ασώματος νοείται μόνο ο Θεός, γι΄ αυτό το αγγελικό σώμα νοείται ως αιθέριο, πυροειδές, ταχύτατο και πολύ λεπτότερο από τη γνωστή μας ύλη. Οι άγγελοι, ως προς τη προαίρεση ήταν ελεύθεροι και τρεπτοί, έχοντας δυνατότητα να προκόπτουν στο αγαθό, αλλά και να τρέπονται στο κακό. Συνάγουν θεία γνώση απλώς μένοντας καθαροί από κάθε υλικό στοιχείο. Παρά την καθαρότητα της αγγελικής φύσης, οι άγγελοι μπορούν να επιλέξουν τη συνεχή κοινωνία της Αγάπης ή την άρνηση της Αγαθότητας. Αποτέλεσμα της ελευθερίας τους ήταν και η πτώση του τάγματος του Εωσφόρου. Αυτό το αγγελικό τάγμα δεν αρκέστηκε στη θαυμαστή λαμπρότητά του, αρνήθηκε την ιεραρχημένη πρόοδο της θείας γνώσης και θέλησε άμεση εξομοίωσή του με το Θεό! Γι΄ αυτό ηθελημένα αφιερώθηκε στη κακία και στερήθηκε την αληθινή ζωή. Έτσι, έγιναν πνεύματα νεκρά αφού απέβαλαν την αληθινή ζωή και ακόρεστα από την ορμή τους προς τη κακία, προσθέτοντας διαρκώς κακία επάνω στην ήδη υπάρχουσα.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ: Οι άγγελοι όμως που δεν ακολούθησαν τον Εωσφόρο στην αποστασία, απέκτησαν την ατρεψία και ακινησία προς το κακό. Αυτό συνέβη με την ενανθρώπηση, τη σταυρική θυσία και την ανάσταση του Χριστού, αφού έμαθαν ότι ο δρόμος που οδηγεί στην κατά Θεόν ομοίωση δεν είναι η έπαρση, αλλά η υψοποιός ταπείνωση. Η α-τροπία των αγγέλων προς το κακό δεν σημαίνει ότι χάθηκε το αυτεξούσιό τους, αλλά ότι εξαγιάσθη με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Οι άγγελοι έχουν ανώτερες γνωστικές ικανότητες, αλλά δεν είναι παντογνώστες, ούτε παντοδύναμοι. Δεν προγνωρίζουν τα μέλλοντα, εκτός αν τους τα αποκαλύψει ο Θεός, ούτε γνωρίζουν τι κρύβεται στη καρδιά κάθε ανθρώπου. Η μετακίνησή τους γίνεται ταχύτατα, αλλά δεν είναι πανταχού παρόντες. Δεν έχουν διάκριση φύλου, γιατί η φύση τους είναι πνευματική, δε χρειάζονται τροφή, ή ανάπαυση, αλλά ούτε πεθαίνουν ούτε πολλαπλασιάζονται. Η αθανασία τους πηγάζει από την “κατά χάριν μετοχή” στην αγιότητα του Θεού.

ΔΙΑΤΑΞΗ: Ο αριθμός των αγγελικών όντων είναι απροσμέτρητος. Ο Κύριος ομιλεί στη Γεσθημανή για περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων, ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είδε γύρω από το θρόνο του Θεού χορωδία από μυριάδες μυριάδων αγγέλων. Οι αναρίθμητοι άγγελοι είναι οργανωμένοι σε τάγματα [τάξεις]. Κατά αναφορές των Προφητών Ησαϊα και Ιεζεκιήλ, του αποστόλου Παύλου, του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη και του Οσίου Νικήτα Στηθάτου, τα αγγελικά τάγματα είναι εννέα ταξινομούμενα σε τρεις ιεραρχίες: Σεραφείμ, Χερουβείμ, Θρόνοι- Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες- Αρχές, Αρχάγγελοι, Άγγελοι. Όμως, η Αγία Γραφή μας φανερώνει και τα προσωπικά ονόματα ορισμένων αγγέλων. Γνωρίζουμε τον Γαβριήλ [=ήρωας του Θεού], από την εμφάνισή του στους προφήτες Δανιήλ και Ζαχαρία και στη Θεοτόκο, τον Μιχαήλ, [=τις ως ο Θεός ημών], που εμφανίζεται στη Παλαιά Διαθήκη, τον Ραφαήλ [= ο Κύριος θεραπεύει], που εμφανίζεται στον Τωβίτ μεταφέροντας ανθρώπινες προσευχές στο θρόνο του Θεού. Τέλος γνωστός από την εβραϊκή παράδοση είναι ο Ουριήλ.

ΤΡΙΠΛΟ ΕΡΓΟ: Οι άγγελοι πρώτα δοξολογούν ακατάπαυστα το Θεό. Αυτή η δοξολογία είναι αυθόρμητη και πηγάζει από τη θέα του κάλλους του Θεϊκού προσώπου. Τη νύχτα των Χριστουγέννων εμφανίσθηκε πλήθος αγγέλων που αινούσε το Θεό για το γεγονός της θείας ενσαρκώσεως. Το δεύτερο έργο τους είναι η διακονία στη Θεία Οικονομία. Νιώθοντας αγάπη προς το Πλάστη τους διακονούν τα μυστήρια της Θείας Οικονομίας. Το τρίτο έργο των αγγελικών δυνάμεων αφορά τη σωτηρία των ανθρώπων. Με αυτό επιφορτίσθηκαν μετά την δημιουργία του ανθρώπου. Μάλιστα, όταν μετανοεί ένας άνθρωπος, πανηγυρίζουν και χαίρονται στον ουρανό. Στο έργο του Ερμά “Ποιμήν”, γίνεται λόγος για προσωπικό φύλακα άγγελο κάθε ανθρώπου. Αυτός διδάσκει στην ανθρώπινη καρδιά τη δικαιοσύνη και το δρόμο προς το αγαθό. Πατέρες της Εκκλησίας διδάσκουν ότι απαραίτητη προϋπόθεση παραμονής του φύλακα αγγέλου δίπλα μας, είναι ο άγιος βίος. Ο άγγελος αυτός παρηγορεί, συμπονά, συμπάσχει με τον άνθρωπο, τον οδηγεί στη μετάνοια και τον προστατεύει από ορατούς και αόρατους εχθρούς. Εκτός όμως από το φύλακα άγγελο κάθε ανθρώπου, υπάρχουν και οι φύλακες άγγελοι των εθνών και των κατά τόπους εκκλησιών. Στο Δευτερονόμιο ο Θεός διαμοιράζει τα έθνη και τοποθετεί τα όρια των εθνών σύμφωνα με τον αριθμό των αγγέλων του. Ο άγιος Ιππόλυτος, τέλος, παρομοιάζει την Εκκλησία με πλοίο που έχει ναύτες τους αγγέλους.

ΤΙΜΗ: Η τιμητική προσκύνηση των αγγέλων διακηρύχθηκε από τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο σε αντιδιαστολή προς τη λατρεία που αφορά μόνο το πρόσωπο του Θεού. Στον εβδομαδιαίο λειτουργικό κύκλο, η Δευτέρα αφιερώνεται στις αγγελικές δυνάμεις. Δύο παρακλητικοί κανόνες αφορούν το φύλακα άγγελο και τις επουράνιες Δυνάμεις. Ο ετήσιος λειτουργικός κύκλος σηματοδοτείται από έξι εορτές αφιερωμένες στον αγγελικό κόσμο, με κυρίαρχη εκείνη της 8ης Νοεμβρίου, στην οποία εορτάζεται η Σύναξη των Αγγέλων υπό τον αρχάγγελο Μιχαήλ ως αντίσταση κατά της αποστασίας του Εωσφόρου. Η κατεξοχήν τιμή των αγγέλων γίνεται στη Θεία Λειτουργία. Εκεί, ο λαός του Θεού στη γη και οι στρατιές του ουρανού με ένα στόμα, σε κοινή λειτουργική σύναξη προσφέρουν στο Θεό δοξολογία. Μαζί με τους ιερείς συνέρχονται στο θυσιαστήριο και συλλειτουργούν. Μαζί κυκλώνουν την αγία Τράπεζα και τα Τίμια Δώρα, διά χειρός αγγέλου αναφέρονται “εις οσμήν ευωδίας πνευματικής στο υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριο”. Ωστόσο, εκείνοι που τιμούν ιδιαίτερα τους αγγέλους είναι οι μοναχοί, οι έχοντες δηλαδή το “αγγελικό σχήμα”. Μέσα από διαρκή προσευχή και άσκησή, αγωνίζονται να ομοιάσουν στους αγγέλους αναπληρώνοντας το εκπεσόν τάγμα! Γι΄ αυτό και η ακολουθία της μοναχικής κουράς φέρει το όνομα “Ακολουθία του μεγάλου και αγγελικού Σχήματος”.

1. Ερμάς, Ποιμήν, Εντολή ε΄11, 3-4., ΒΕΠΕΣ.

2. Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί Αγγέλων, Migne P.G.94, 865.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 

Ο Παρακλητικός Κανών στον Άγιο Αρχάγγελο Μανταμάδου και στον Άγιο Ταξιάρχη Πανορμίτη εδώ: 
https://www.youtube.com/watch?v=JKUSNonC0FU&list=PLQFA61sbetP1mK5iCn9nelzykbd4Pj0xW&index=7

16.10.25

Ο Άγιος Γεράσιμος ο εν Κεφαλληνία 20.10.2021 από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

 

Ο Άγιος Γεράσιμος ο εν Κεφαλληνία 20.10.2021 + Παρακλητικός Κανών

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου



    Ο ΜΙΚΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ: Ο Άγιος σύμφωνα με την παράδοση γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Κορινθίας το 1506. Ο πατέρας του ονομάζονταν Δημήτριος και η μητέρα του Καλή. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Ο πατέρας του ήταν κατά την παράδοση συγγενής του μεγάλου Δούκα Λουκά Νοταρά που καθαιρέθηκε και εκτελέστηκε από τους Τούρκους κατά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, Ό Άγιος Γεράσιμος μεγάλωσε και μορφώθηκε όπως όλα τα αρχοντόπουλα της εποχής, ενώ οι γονείς του φρόντισαν, από τη νηπιακή ακόμη ηλικία του, για την κατά Χριστόν διαπαιδαγώγησή του. Στα 20 χρόνια του αποφάσισε να πάει στη Ζάκυνθο που ήταν ένα σημαντικό κέντρο των γραμμάτων της εποχής καθώς, παρόλη την Ενετική κατάκτηση υπήρχε εκεί ένας αναγεννησιακός αέρας σε αντίθεση με την υπόλοιπη τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Η βαθιά σχέση του με την ορθόδοξη πίστη, και η αγάπη του προς τον Κύριο, τον κάνει να εγκαταλείψει τη Ζάκυνθο και να ξεκινήσει προσκυνήματα στα σημαντικότερα πνευματικά και θρησκευτικά κέντρα της εποχής του.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ: Πρώτος του σταθμός η Κωνσταντινούπολη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο από όπου πήρε και την πατριαρχική ευλογία και αμέσως μετά το Περιβόλι της Παναγίας το Άγιον Όρος, όπου έγινε μοναχός. Δεν γνωρίζουμε σε ποια μονή αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι έγινε στο μοναστήρι των Ιβήρων και ότι ασκήτηψε στο κελί του Αγ. Βασιλείου στην περιοχή της Καψάλας.Ο Άγιος, σύμφωνα με τους βιογράφους του, έμεινε αρκετά στο Άγιον Όρος και έφυγε όταν αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι στους Άγιους Τόπους, όπου πρέπει να έφθασε γύρω στο 1538. Εκτός από τον Πανάγιο Τάφο, επισκέφτηκε τη Συρία, τη Δαμασκό, το Σινά, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την έρημο της Θηβαϊδας, το πρώτο ονομαστό λίκνο του χριστιανικού ασκητισμού. Ο πατριάρχης στα Ιεροσόλυμα εκτίμησε την προσωπικότητά του και έτσι τον κράτησε κοντά του. Μάλιστα του ανέθεσε το λειτούργημα του κανδηλανάφτη στον Πανάγιο Τάφο. Στα Ιεροσόλυμα, σύντομα, ο Γεώργιος χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Γερμανό, παίρνοντας το όνομα Γεράσιμος προς τιμήν του Άγιου Γεράσιμου του Ιορδανίτου.

ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ: Το 1548 ο Άγιος αφήνει τα Ιεροσόλυμα για να ένα ταξίδι στην Κρήτη όπου και έμεινε γύρω στα δύο χρόνια. Αργότερα επιστρέφει πρώτα στη Ζάκυνθο μετά από ένα ταξίδι προσκύνημα που τον έφερε πιο κοντά στο θεό. Στη Ζάκυνθο ασκήτεψε σε μια σπηλιά στον Άγιο Νικόλα Γερακαρίου όπου μέχρι σήμερα οι Ζακυνθινοί την ονομάζουν του Αγίου Γερασίμου. Υπάρχουν αναφορές ότι μπορεί να εφημέρευσε στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου. Την ίδια εποχή αυτή είχε γεννηθεί στη Ζάκυνθο και ο Άγιος Διονύσιος και κάποια παράδοση θέλει να τον έχει βαφτίσει ο άγιος Γεράσιμος. Πάντως το σίγουρο είναι ότι ο Άγιος Διονύσιος επηρεάστηκε από την προσωπικότητα του Άγιου Γεράσιμου που ήταν ήδη πολύ γνωστός στο νησί.

ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ: Η εποχή της Ενετικής κυριαρχίας είναι δύσκολη και από θρησκευτικής άπόψεως, και στην Κεφαλλονιά, καθώς η καθολική εκκλησία προσπαθεί να αποκτήσει πιστούς από τον ντόπιο πληθυσμό, διώκοντας την Ορθοδοξία. Ο Άγιος Γεράσιμος τότε ασκήτευε πάλι σε σπήλαιο κοντά στο Αργοστόλι, τη φορά αυτή. Στο σπήλαιο έμεινε για 5 χρόνια και 11 μήνες οπότε αποφασίζει να εγκατασταθεί στη περιοχή των Ομαλών στους πρόποδες του Αίνου και να ιδρύσει ένα μοναστήρι. Εκεί αρχίζουν να συρρέουν οι πιστοί για να ακούσουν τη διδασκαλία του. Στη περιοχή των Ομαλών υπήρχε ένα ερημοκλήσι αφιερωμένο στην κοίμηση της Θεοτόκου το οποίο παραχώρησε στον Άγιο Γερασιμο μαζί με τα γύρω κτήματα, ο ιερέας της περιοχής Γεώργιος Βάλσαμος το 1561. Ο Άγιος ιδρύει μοναστήρι με το όνομα Νέα Ιερουσαλήμ με την άδεια και την ευλογία του επίσκοπου του νησιού Παχώμιου Μακρή. Από τότε η φήμη του εξαπλώνεται σε όλο το χριστιανικό κόσμο. Μετά από αίτηση του το Πατριαρχείο θέτει η μονή υπό την υψηλή του προστασία.

ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ: Ο Άγιος κοιμήθηκε στις 15 Αυγούστου 1571, την ίδια μέρα με την αγαπημένη του Παναγία. Στις τελευταίες του στιγμές στην επίγεια ζωή του ήταν κοντά του όπως αναφέρει η παράδοση, ο πατέρας Ιωαννίκιος, ο πατέρας Γερμανός και η ηγουμένη Λαυρεντία. Οι ιερείς έντυσαν τον άγιο με τα άμφια τα οποία φέρει μέχρι και σήμερα και ενταφίασαν το σώμα του Άγιου Γεράσιμου δίπλα και μέσα στον νότιο τοίχο του Ναού.

ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΚΑΙ ΑΦΘΑΡΣΙΑ:Η πρώτη ανακομιδή του σώματος του Αγίου Γεράσιμου έγινε 2 χρόνια και 2 μήνες μετά την κοίμηση του, στις 20 Οκτωβρίου του 1581. Οι Ενετοί όμως θορυβημένοι από την αφθαρσία του σώματος του ζήτησαν να ταφεί ξανά ώστε να συμπληρωθούν τα 3 χρόνια. Η δεύτερη ανακομιδή του σώματος γίνεται μετά από 6 μήνες και το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Γι αυτό το λόγο θεσπίστηκε η κυριώνυμος εορτή του Άγιου Γεράσιμου στις 20 Οκτωβρίου και όχι στις 15 Αυγούστου. Αργότερα όμως οι χριστιανοί γιόρταζαν τη μνήμη του και στην κοίμηση της Θεοτόκου όχι όμως στις 15 για να μην επισκιαστεί η κοίμηση της Παναγίας, αλλά στις 16 Αυγούστου.

Η ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ: Η ανακήρυξη της αγιότητας του οσίου Γερασίμου έγινε το 1622. Ο Άγιος ονομάστηκε ''νέος ασκητής'' για να τον ξεχωρίζουν από τον άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη. Ο Άγιος Γεράσιμος γιορτάζεται επίσης και στις 20 Οκτωβρίου, η οποία μέρα αποτελεί και επίσημη αργία στο νησί της Κεφαλονιάς. Το όνομα "Γεράσιμος" είναι από τα πιο κοινά αντρικά ονόματα στο νησί, ενώ δεν είναι λίγες οι γυναίκες με το όνομα "Γερασιμούλα". Η πατρική του οικία βρίσκεται στην Άνω συνοικία Τρικάλων Κορινθίας, όπου δίπλα της έχει ανεγερθεί περικαλλής ναός.

ΤΑ ΑΦΘΟΡΑ ΛΕΙΨΑΝΑ: Αξίζει να σημειωθεί πως το σκήνωμά του είναι ένα από τα τέσσερα άφθορα λείψανα στο Ιόνιο, [Α. Σπυρίδωνα, Α. Θεοδώρας, Α. Γερασίμου και Α. Διονυσίου.

  το Απολυτίκιο

Ήχος α'. Της ερήμου πολίτης.

Των ορθοδόξων προστάτην και εν σώματι άγγελον και θαυματουργόν Θεοφόρον νεοφανέντα ημίν, επαινέσωμεν πιστοί Θείον Γεράσιμον, ότι αξίως παρά Θεού, απείληφεν ιαμάτων την αένναον χάριν, ρώννυσι τους νοσούντας, δαιμονώντας ιάται, διό και τοις τιμώσιν αυτόν βρύει ιάματα.



ο Παρακλητικός Κανών στον Άγιο Γεράσιμο εδώ: 




15.8.25

Απόδοσις Κοιμήσεως της Θεοτόκου - Τα εννιάμερα της Παναγίας 23.8 + ΒΙΝΤΕΟ + ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ [Πεποικιλμένη] Κωνσταντίνος Οικονόμου

 

Απόδοσις Κοιμήσεως της Θεοτόκου - Τα εννιάμερα της Παναγίας 23.8 + ΒΙΝΤΕΟ + ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ [Πεποικιλμένη]

Κωνσταντίνος Οικονόμου



   Κάθε εορτή στον ετήσιο εορτολογικό κύκλο της Εκκλησίας έχει τρία στάδια, τα προεόρτια, την κυρίως εορτή και τα μεθεόρτια (δηλαδή τον απόηχό της). Στις 23 Αυγούστου εκάστου έτους εορτάζουμε την Απόδοση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και η Εκκλησία κλείνει με την ίδια πανηγυρική διάθεση τους εορτασμούς της Κοιμήσεως και της Μεταστάσεως της Παναγίας, που τιμάται την 15 Αυγούστου. Ο λαός την εορτή αυτή την αποκαλεί τα «Εννιάμερα της Παναγίας». Τη σκέφτεται σαν μνημόσυνο προς τη Μητέρα του Θεού, όπως πράττει, άλλωστε, και για τους δικούς του ανθρώπους. Ασφαλώς, δεν πρόκειται για εννεαήμερο μνημόσυνο για την Παναγία, αφού η Θεοτόκος ως μητέρα του Χριστού «μετέστη προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής» και πρεσβεύει για τη δική μας σωτηρία και, συνεπώς, δεν νοείται τέλεση μνημοσύνου υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της. «Απόδοσις» στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την μετά πάροδο οκτώ συνήθως ημερών επανάληψη της εορτής [στην περίπτωση της απόδοσης του Πάσχα έχουμε 39 ημέρες, πριν την Ανάληψη δηλαδή], ώστε με αυτόν τον τρόπο η διάρκειά της εορτής παρατείνεται μεθεορτίως μέχρις την ημέρα της αποδόσεως. Αυτό σημαίνει ότι ο εορτασμός δεν είναι στιγμιαίος. Μ’ αυτόν τον τρόπο η μία εορτή παραδίδει τη σκυτάλη στην επόμενη εορτή που έχει τα δικά της βιώματα, τα δικά της μηνύματα. Έτσι ζούμε σε μία συνέχεια τη ζωή της Εκκλησίας και όχι αποσπασματικά. Η καθιέρωση της απόδοσης των εορτών προέρχεται από την παράδοση του Ισραηλιτικού Λαού στην Παλαιά Διαθήκη. Με διάταξη του Μωσαϊκού Νόμου, οι μεγάλες ισραηλιτικές εορτές διαρκούσαν 8 ημέρες. (Έξ. 2,15-19, Λευ. 23,36-39 και Αρ. 29,35). Αυτή τη συνήθεια την κληρονόμησε και η Εκκλησία στην λειτουργική της ζωή. Πρώτη μαρτυρία περί παρατάσεως εορτής για οκταήμερο στην εκκλησιαστική ζωή, παρέχεται από τον Ευσέβιο [355]. Πάντως, πολύ νωρίς επικράτησε η συνήθεια, κυρίως στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, να παρατείνεται ο εορτασμός των μεγάλων εορτών του Πάσχα, των Επιφανείων και της Πεντηκοστής για οκτώ ημέρες. Η πράξη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων γρήγορα διαδόθηκε στην Ανατολή και τη Δύση. Κατά μίμηση των εορτών αυτών και οι νεότερες δεσποτικές και θεομητορικές εορτές ακολουθήθηκαν από οκταήμερο εορτασμό, που ολοκληρωνόταν μέσω της αποδόσεως.

Οκτώ ημέρες μετά τη μεγάλη εορτή της 15ης Αυγούστου, δηλαδή στις 23 του μηνός, γίνεται η «απόδοσις» της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, δηλαδή η πανηγυρική λήξη του εορτασμού. Η ευλαβής συνήθεια, πού είναι παράδοση στην Ορθόδοξη Εκκλησία και για άλλες μεγάλες εορτές της υιοθετήθηκε και στην εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όχι βέβαια ομοιόμορφα και αμέσως, αλλά σταδιακά. Σύμφωνα με την τυπική διάταξη των ιερών ακολουθιών, κατά την εορτή της απόδοσης, της ημέρας δηλαδή που κλείνει ο κύκλος εορτασμού της Κοιμήσεως, τελείται η ίδια ακολουθία με αυτήν της 15ης Αυγούστου, κάτι που συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις των μεγάλων δεσποτικών και θεομητορικών εορτών. Η χρονική αυτή παράταση του εορτασμού δεν στερείται και του ανάλογου θεολογικού περιεχομένου. Γιατί είναι, κατά κάποιο τρόπο, μια υπέρβαση του παρόντος χρόνου, αλλά και μια πρόγευση της Αιωνιότητας, η οποία, όπως γράφει ο απόστολος Παύλος, θα είναι μια χωρίς τέλος «πανήγυρις πρωτοτόκων» (Εβρ. 12,23). Οι εορτές στις μνήμες των αγίων δεν είναι μόνο αφορμές για πανηγύρεις αλλά και για να ανακαλύψει ο άνθρωπος την αλήθεια, ότι το μόνο που αξίζει στην ζωή είναι ο αγώνας για την αγιότητα. Στο πρόσωπο δε της Παναγίας συνοψίζεται ολόκληρη η ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου και η πορεία αυτή προς την αγιότητα μέσα από την υπακοή στο θέλημα του Θεού και στην εμπιστοσύνη σε Αυτόν . Η Θεοτόκος συνέδραμε στο έργο της σωτηρίας του ανθρώπου από τον Χριστό σε όλη της τη ζωή. Και με την κοίμηση της και την μετάσταση της έδειξε τη θέση που ο Θεός έχει ετοιμάσει για κάθε πιστό. Ως εκ τούτου η Παναγία συνοψίζει την ανθρωπότητα εκείνη που λέει ναι στον Θεό, που αναφωνεί πρόθυμα το «γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου». Η Παναγία αποτελεί πρότυπο για κάθε πιστό, που λόγω και έργω, υποδέχεται τον Χριστό και τον γεννά στην καρδιά του. Η Παναγία είναι σύμβολο της Εκκλησίας, μέσα στην οποία γεννάται και αναγεννάται κάθε πιστός. Η Παναγία μας οδηγεί και συνοδεύει προς τον Χριστό, είναι ο πρώτος άνθρωπος που εκπλήρωσε το σκοπό για τον οποίο ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο. Αυτή ανέμενε η ανθρωπότητα ολόκληρη για να δει το σχέδιο της Θείας Οικονομίας και την οδό της απολύτρωσης του πεπτωκότος ανθρώπου. Ο άνθρωπος έχοντας οδηγήτρια την Παναγία, καλείται να μεταμορφώσει τη ζωή του λέγοντας «γένοιτο» στη πρόσκληση του Θεού για συνεργασία με στόχο τη μεταμόρφωση του κόσμου και τη σωτηρία του ανθρώπου. Η Θεοτόκος καθίσταται η Μάνα Παναγιά, η Μητέρα της οικουμένης. Με τη ζωή της μας έδειξε τον δρόμο του πνευματικού πεπρωμένου του ανθρώπου, γίνεται για τον καθένα από εμάς πηγή αγάπης και ελπίδα προστασίας.

ΕΟΡΤΑΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Πολλές εκκλησίες, εξωκλήσια και ιερές μονές σε όλη την χώρα τιμούν με ιδιαίτερη λαμπρότητα και κατάνυξη τα εννιάμερα της Παναγίας, όπως η Παναγιά του Μαλίκη, του Χάρου, η Παναγία η Εννιαμερίτισα, η Παναγία στη Γραβά της Πάτμου, της Φλαμπουριανής, η Παναγία της Ελεούσα στο Κάστρο στην Κύθνο, της Παντάνασσας στους Αρκούς (Λειψοί), η Φανερωμένη στην Σαλαμίνα, αλλά και στη Σάμο, στην Κάρπαθο, στη Σύμη, αλλά και σε κάθε νομό της χώρας τιμάται η χάρη Της. Την ημέρα αυτή, επίσης, γιορτάζουν σε ορισμένα μέρη της Ελλάδας η Μαρία, ο Μάριος, ο Παναγιώτης, η Παναγιώτα και η Δέσποινα.

Οι κάτοικοι της Νάουσας, στην Πάρο, γιορτάζουν τα Εννιάμερα της Θεοτόκου με ποικίλες εκδηλώσεις, παραδοσιακούς χορούς και μουσικές. Κορυφαίο γεγονός είναι η αναπαράσταση της κουρσάρικης βραδιάς, όπου νέοι και νέες από το χωριό ζωντανεύουν την απόβαση των κουρσάρων του φημισμένου πειρατή Barbarossa, στο λιμανάκι της Νάουσας.

Απολυτίκιο
Εν τη Γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε· μετέστης προς την ζωήν, μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουμένη, εκ θανάτου τας ψυχάς ημών.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


ΟΙ ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ ΕΔΩ: 



27.7.25

Η Μεταμόρφωση του Κυρίου + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου

 

Η Μεταμόρφωση του Κυρίου [+ ΒΙΝΤΕΟ

+ Θ. Λειτουργία από το όρος Θαβώρ]

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου




 ΓΕΝΙΚΑ: Στις 6 Αυγούστου η Αγία μας Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει την ανάμνηση της Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού. Η Μεταμόρφωση έλαβε χώρα σε όρος υψηλόν σύμφωνα και με τους τρεις λεγόμενους Συνοπτικούς Ευαγγελιστές, Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά, μάλιστα δε κατά την Ιερά Παράδοση στο όρος Θαβώρ, που στα εβραϊκά σημαίνει «έλευση φωτός». Έγινε, κατά τους περισσότερους Πατέρες, 40 ημέρες περίπου προ της Σταυρώσεως, δηλαδή κατά τον μήνα Φεβρουάριο δεδομένου ότι η Σταύρωση έγινε την 14η Νισάν (Μαρτίου). Αλλά επειδή ο εορτασμός της εορτής θα συνέπιπτε μέσα στην πένθιμη Μεγάλη και Αγία Τεσσαρακοστή, μεταφέρθηκε στις 6 Αυγούστου που απέχει από τις 14 Σεπτεμβρίου, που γιορτάζεται η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού και λογαριάζεται σαν δεύτερη Μεγάλη Παρασκευή, σαράντα ημέρες. Η γιορτή καθιερώθηκε επίσημα να γιορτάζεται γύρω στο 600-630 μ.Χ., σε αντικατάσταση της εβραϊκής γιορτής του εξιλασμού.

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ: Ο Κύριος σαράντα ημέρες περίπου πριν από τη Σταύρωσή Του, παρέλαβε τρεις από τους Μαθητές του, τον Πέτρο για τη μεγάλη πίστη και αγάπη που είχε προς τον Χριστό, τον Ιωάννη επειδή τον αγαπούσε ιδιαίτερα ο Κύριος, για την αγνότητα και την αφοσίωσή στο πρόσωπό Του και τον Ιάκωβο, τον αδελφό του Ιωάννη, για να τους ανεβάσει στο όρος Θαβώρ. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς προσθέτει ότι το γεγονός αυτό συνέβη οκτώ μέρες μετά από εκείνη την ημέρα που ο Κύριος διδάσκοντας τους μαθητές του, έλεγε ότι πρόκειται να έλθει ο Υιός του ανθρώπου μέσα στη δόξα του Πατέρα Του. Γι' αυτή την όγδοη μέρα που ο Κύριος ανέβασε τους μαθητές του στο Θαβώρ ο Γρηγόριος ο Παλαμάς προσθέτει: «Το μέγα θέαμα του φωτός της Μεταμορφώσεως του Κυρίου είναι το μυστήριο της ογδόης ημέρας, δηλαδή του μέλλοντος αιώνος, που αναφαίνεται μετά την κατάπαυση του κόσμου». Ένας λόγος, κατά τους Πατέρες, που δεν παρέλαβε όλους τους μαθητές Του, ήταν ότι θα αναγκαζόταν να παραλάβει μεταξύ αυτών και τον Ιούδα, που δεν ήταν άξιος να «γευθεί» του μυστηρίου της Μεταμορφώσεως. Εκεί, στο όρος Θαβώρ, ξαφνικά, ενώ προσευχόταν ο Κύριος, έλαμψε το πρόσωπό Του, υπέρ τον ήλιο και τα ρούχα Του έγιναν λευκά σαν το φως. «Άνοιξε», λέγει ο Χρυσόστομος, «λίγο από τη Θεότητά του, ενώ προσευχόταν και έλαμψε σαν ήλιος». Σαν ήλιος, είπε ο ευαγγελιστής για να μη νομίσουμε αισθητό αυτό το φως. Γιατί αυτό το φως είναι της Θεότητος και είναι άκτιστο. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς προσθέτει: «Ο Χριστός μεταμορφώθηκε, όχι προσλαμβάνοντας ό,τι δεν ήταν, αλλά φανερώνοντας στους μαθητές του ό,τι ήταν, αφού τους άνοιξε τα μάτια και από τυφλούς τους κατέστησε βλέποντας. Επομένως αυτό το φως δεν είναι αισθητό, αλλά με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος μετασκευάσθηκαν τα μάτια τους, μεταμορφώθηκαν εκείνοι.» Τα ιμάτια του Κυρίου έγιναν λευκά «ως χιών» για να μας δείξει, μέσω των μαθητών Του, ποιες είναι οι στολές της δόξης που θα φορέσουν κατά τον μέλλοντα αιώνα όσοι προσεγγίσουν το Θεό. Ταυτόχρονα εμφανίστηκαν, ο Προφήτης Μωυσής σαν εκπρόσωπος του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης και των νεκρών και ο Προφήτης Ηλίας σαν εκπρόσωπος των προφητών και των ζωντανών (διότι ο Προφήτης αυτός δεν πέθανε αλλά αναλήφθηκε από το Θεό ζωντανός «εν πυρίνω άρματι» στους ουρανούς) και άρχισαν να συνομιλούν μαζί Του για τις προφητείες που αναφέρονταν στο σωτήριο Πάθος Του. Αυτό έγινε για να δείξει στους μαθητές πως ο ίδιος είναι ο Κύριος του νόμου και των προφητών, ζώντων και νεκρών. Ο Πέτρος από την ταραχή του μη γνωρίζοντας τι έλεγε, είπε στον Κύριο ότι καλό θα ήταν να μείνουν στο όρος Θαβώρ και να φτιάξουν τρεις σκηνές, φοβούμενος ότι κατά την επιστροφή τους στα Ιεροσόλυμα, ο Κύριος θα έπεφτε στα χέρια των εχθρών Του. Ενώ ακόμα μιλούσε ο Πέτρος, εμφανίστηκε ένα φωτεινό σύννεφο και ακούστηκε η φωνή του Ουρανίου Πατρός μέσα από αυτό, που βεβαίωνε πως ο Χριστός είναι ο Υιός Του ο αγαπητός, στον οποίο αναπαύεται όλη η Πατρική εύνοιά Του και εμείς οι άνθρωποι, σε αυτόν πρέπει να υπακούμε και να εφαρμόζουμε τις σωτήριες εντολές Του. Οι μαθητές τότε έπεσαν κατά πρόσωπο, όχι εξαιτίας της φωνής, όπως λένε οι πατέρες, αλλά «για τη μετατροπή και το υπερφυές του φωτός» (Γρ. Παλαμάς). Αυτού του φωτός μετέχουν και οι άγγελοι και οι άγιοι. Αλλά ο Πατήρ και ο Υιός έχουν αυτή τη δόξα και τη βασιλεία φυσικώς, οι δε άγιοι άγγελοι και άνθρωποι την αποκτούν κατά χάρη, δεχόμενοι από το Θεό την έλλαμψη. Όμως ο Κύριος γεμάτος φιλανθρωπία δεν αφήνει άλλο τους μαθητές Του, μέσα στην αγωνία και τον φόβο και αφού τους άγγιξε τους είπε να σηκωθούν και να μην φοβούνται, γιατί θα είναι μαζί τους, μέχρι το Θείο Πάθος Του, όπως και πρώτα, δηλαδή με το ταπεινό σχήμα ενός απλού ανθρώπου, γιατί ο Κύριος ήταν «άνθρωπος το φαινόμενον αλλά Θεός το κρυπτόμενον» (Γρ. Παλαμάς). Ακόμη τους είπε να μην πουν σε κανένα το θείο αυτό γεγονός που έζησαν, μέχρι την εκ νεκρών Ανάστασή Του. Γιατί όμως ο Κύριος διάλεξε, αυτή τη χρονική στιγμή, δηλαδή λίγο πριν από τα Άγια Πάθη Του για να δείξει στους Μαθητές Του, μία αμυδρή ακτίνα της Θείας μεγαλειότητος και δόξης Του; Την απάντηση δίνει πολύ εύστοχα το κοντάκιο της εορτής: «Επί του όρους μετεμορφώθης Χριστέ ο Θεός ίνα όταν σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι σύ υπάρχεις αληθώς, του Πατρός το απαύγασμα». Δηλαδή όταν σε δουν οι μαθητές επάνω στο Σταυρό, γυμνό και καταματωμένο με τον ακάνθινο στέφανο να υποφέρεις και να πεθαίνεις για τη σωτηρία του κόσμου, να μη φοβηθούν, αλλά να καταλάβουν πως το Πάθος Σου το υπέμεινες επειδή το ήθελες, εκούσια και όχι από αδυναμία, αφού είσαι ο παντοδύναμος Υιός του Θεού που γεμάτος αγάπη για το ξεπεσμένο πλάσμα Σου κατέβηκες στη γη, για να το ελευθερώσεις από τα δεσμά της αμαρτίας. Έτσι όταν σε δουν, μετά την Ανάσταση ένδοξο Νικητή του θανάτου, να κηρύξουν σε όλο τον κόσμο ότι Εσύ είσαι ο ομοούσιος Υιός του Θεού, ο Σωτήρας της ανθρωπότητας. Αυτός, κατά τους Αγίους Πατέρες της Εκκλησίας μας, ήταν ο σκοπός που έγινε η Μεταμόρφωση. Κι ενώ θα έπρεπε η εμφάνιση στο Θαβώρ των δύο πιο μεγάλων προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και η προσκύνηση του Κυρίου Ιησού Χριστού κατά την Μεταμόρφωσή Του, να κλείσει για πάντα τα βδελυρά χείλη των γραμματέων και των φαρισαίων, οι οποίοι μισούσαν τον Κύριο Ιησού και τον θεωρούσαν παραβάτη του νόμου του Μωυσή, συνέβη το αντίθετο. Μάλιστα ακόμη και σήμερα βλέπουμε πως οι Εβραίοι, ο πάλαι ποτέ περιούσιος λαός, δεν πιστεύουν ότι Αυτός ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας. Και όχι μόνο οι Εβραίοι δεν τον πιστεύουν, αλλά όπως προσθέτει ο Άγιος Λουκάς ο Αρχιεπ. Κριμαίας, «και για πολλούς χριστιανούς όλο και περισσότερο θαμπώνει το θείο φως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ακόμα μικρότερο γίνεται το μικρό ποίμνιο του Χριστού για το οποίο το θείο φως του Χριστού λάμπει με την ίδια δύναμη με την οποίαν έλαμψε στους αποστόλους Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη τότε στο όρος Θαβώρ. Όμως να μην απελπιζόμαστε, επειδή ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είπε: «Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον. ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν» (Λουκ. ιβ 32). Η απιστία μεταξύ των λαών έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις και το φως του Χριστού επισκιάστηκε από το σκοτεινό νέφος της αθεΐας. Σήμερα πιο συχνά από ποτέ ενθυμούμαστε το φοβερό λόγο του Χριστού: «Πλην ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λουκ. ιη’ 8). Να μην απελπιζόμαστε όμως, επειδή Εκείνος, λέγοντας για τα σημεία της δευτέρας παρουσίας του, είπε: «Αρχομένων δε τούτων γίνεσθαι ανακύψατε και επάρατε τας κεφαλάς υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις υμών» (Λκ. κα’ 28). Να είναι, λοιπόν, η ζωή σας τέτοια ώστε την φοβερή ημέρα της Κρίσεως να μπορέσουμε να σηκώσουμε το κεφάλι μας και όχι να το σκύψουμε βαθειά απελπισμένοι..» (από ομιλία του Αγίου το 1956).


Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡΙΟΥ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ: Εδώ πρέπει να πούμε, ότι η λαμπρή ακτινοβολία του Θείου ακτίστου φωτός, που παρουσίασε το σώμα του Κυρίου κατά την Μεταμόρφωση και είδαν οι Απόστολοι, αφού διανοίχτηκαν με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος τα ψυχικά μάτια τους, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Θεολογία είναι η άκτιστη Ενέργεια του Θεού και όχι η επίσης άκτιστη Ουσία του Θεού, που για όλα τα κτίσματα, ακόμα και τους Αγίους Αγγέλους είναι παντελώς ακατάληπτη (ακατανόητη) και αόρατη. Η Θεία αυτή Ενέργεια του Θεού, είναι που χαριτώνει και αγιάζει την ανθρώπινη φύση και μπορούμε να τη δούμε με τους πνευματικούς οφθαλμούς μας. Φυσικά για να φτάσουμε σε αυτό το ύψος της Θεώσεως, πρέπει να κάνουμε σκληρό αγώνα για την κάθαρση της ψυχής μας από τα αμαρτωλά πάθη αφού, όπως ο ίδιος ο Κύριος μας είπε στην Επί Του Όρους Ομιλία Του, «οι καθαροί τη καρδία, τον Θεόν όψονται» ( Ματθ. ε’ 8 ). Αυτήν την κάθαρση και τον αγώνα των πιστών εξάλλου συμβολίζει και η ανάβαση στο όρος Θαβώρ που έκαναν οι μαθητές για να δουν τη Θεία δόξα του Ιησού. Εμείς αν τηρήσουμε τις εντολές Του, με τη βοήθεια της Θείας Χάριτος και του προσωπικού μας αγώνα, θα μπορέσουμε, αν όχι στη διάρκεια αυτής της πρόσκαιρης ζωής, αλλά οπωσδήποτε στην άλλη, την άφθαρτη και αιώνια ζωή, την όγδοη μέρα, που δεν θα βλέπουμε τον Θεό «δι εσόπτρου εν αινίγματι» (Α’ Κορ. ιγ’ 12), δηλαδή σαν μέσα από μεταλλικό καθρέπτη θαμπά και ατελώς ώστε να μας μένουν πολλά αινίγματα, που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε, αλλά «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α’ Κορ. ιγ’ 12) και «καθώς έστι» (Α’ Ιωαν. γ’ 2). Αυτό βέβαια θα γίνει αφού θα έχουμε απαλλαγεί από το φθαρτό περικάλυμμα της σαρκός, και θα έχουμε ενδυθεί τα νέα αφθαρτοποιημένα σώματά μας, ώστε να μπορούμε εύκολα, όσο φυσικά αντέχει η πεπερασμένη φύση μας, να βλέπουμε το Θείο μεγαλείο και να κοινωνούμε ως θεωμένοι, πια, πιστοί στη γνώση του άπειρου και υπερτέλειου Θεού. Ας αφήσουμε τον επίλογο στα γραφόμενα στον μεγάλο Νηπτικό Πατέρα Άγ. Γρηγόριο Παλαμά: «Όποιος θέλει να παραστεί σε αυτή τη δόξα, ας μιμήται κατά το δυνατό και ας βαδίζει την οδό και την πολιτεία που υπέδειξε ο Κύριος πάνω στη γη. Αφού αποβάλλουμε τους δερμάτινους χιτώνες, που λόγω της παραβάσεως έχουμε ενδυθεί, τα γαιώδη και σαρκικά φρονήματα, ας σταθούμε σε αγία γη, αποδεικνύοντας ο καθένας αγία τη γη του δια της αρετής και της προς το Θεό ανατάσεως, έτσι ώστε να λάβωμε παρρησία να φωτισθούμε και φωτιζόμενοι να συμβιώσουμε αιώνια προς δόξα της τρισηλίου και μοναρχικωτάτης λαμπρότητος, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο1».

Απολυτίκιον.«Μετεμορφώθης εν τω Όρει, Χριστέ ο Θεός, δείξας τοις Μαθηταίς σου την δόξαν σου, καθώς ηδύναντο. Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς, το φως σου το αΐδιον, πρεσβείαις της Θεοτόκου. Φωτοδότα, δόξα σοι».

1. Πατερικές εκδόσεις «Γρηγ. Παλαμάς» Τ.10

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ:

Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΒΩΡ ΕΔΩ:

5.7.25

Η Πεποικιλμένη -1909- του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κείμενο - AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

Η Πεποικιλμένη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

-1909- κείμενο - AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου 


 

   Εἶχα τάξιμον νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη», εἰς τὰ Ἐννιάμερα, τὴν 23 Αὐγούστου. Ἀπὸ δέκα χρόνων δὲν εἶχα ἐπισκεφθῆ τὴν Παναγίαν τὴν Κεχριάν. Δέκα χρόνια εἶχα ν’ ἀσπασθῶ τὴν σεβασμίαν παλαιὰν Εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ὁποὺ εἶναι ζωγραφισμένοι, ἐπάνω εἰς δύο ὑπερῷα, ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς (αὐτὸς ὁ θεσπέσιος ποιητὴς τῆς Πεποικιλμένης) ⟨καὶ⟩ ὁ θεῖος Δαμασκηνός, τείνοντες δύο τόμους κάτω πρὸς τὴν σύνθεσιν τῆς Εἰκόνος, ἐφ’ ὧν εἶναι γεγραμμένα δύο τροπάρια, τὸ «Γυναῖκά σε θνητήν, ἀλλ’ ὑπερφυῶς καὶ Μητέρα Θεοῦ», καὶ τὸ «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο…» Καὶ δὲν εἶχα ἀγναντέψει οὔτε μακρόθεν τὸν περικαλλῆ θόλον τοῦ σεμνοῦ ναΐσκου, ὅπου ἀστράπτει εἰς τὸν ἥλιον ὅλος πεποικιλμένος ἀπὸ τὰ ὡραῖα παλαιὰ πινάκια, τὰ ἐγκολλημένα εἰς τὸ κτίριον ὡς ὄστρακα μαργαριτοφόρα.

Καὶ παρημέλησα τὸ τάξιμόν μου, καὶ δὲν ἀπεφάσιζα νὰ ὑπάγω. Ἐνύκτωσε, κ’ ἐκαθόμουν ἔξωθεν τοῦ μαγαζείου τοῦ ἀγαπητοῦ νεαροῦ φίλου μου, τοῦ Κωστῆ τοῦ Τσαμασφύρου, πολλὰ ρεμβάζων, καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος. Ὁ Κωστάκης μοῦ ἔφερε ποτήριον ρακίου, νὰ μὲ κεράσῃ, καὶ μοῦ εἶπε:

― Δὲν πῆγες, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε, στὴν Παναγιὰ τὴν Κεχριά; Ἐγὼ θὰ πάω.

― Τώρα ποὺ νύκτωσε; Τί λές!

― Ἔχει φεγγαράκι.

Ἔπια, κ’ ἐπανῆλθε στὸ μαγαζί του κρατῶν τὸν δίσκον. Μόλις αὐτὸς εἰσῆλθε, καὶ πάραυτα εἰσώρμησα μέχρι τοῦ κυλικείου, ὅπου ἀπέθετε τὸν δίσκον μὲ τὰ ποτά.

― Θὰ πᾷς σίγουρα, Κωσταντή;… Πῶς σοῦ ἦρθε;… Ἔχεις συντροφιά;

― Ἔχω, ἂν δὲν μὲ γελάσῃ.

― Ποιόν;

― Τὸν Ἀργύρη τὸν Τσαλαβούτη.

Ἔτρεξα ἔξω. Ἐπῆγα εἰς ἓν ὑποδηματοποιεῖον, δύο ἢ τρεῖς πόρτες παρέκει, διὰ νὰ εὕρω τὸν μικρὸν ἀνεψιόν μου τὸν Διαμάντην, ἐργαζόμενον ὡς κάλφαν εἰς τὴν τέχνην αὐτήν. Δυστυχῶς τὸ ὑποδηματοποιεῖον εἶχε κλείσει. Ἐπλησίαζεν ὀγδόη ὥρα· δύο ὧρες νύκτα.

Ἐπέστρεψα πρὸς τοῦ Τσαμασφύρου.

― Κωσταντή, δὲν ηὗρα τὸν ἀνιψιό μου. Ὁ μάστορής του ἔκλεισε ἀπὸ νωρίς. Ἤθελα νὰ τοῦ πῶ νὰ πῇ χαμπάρι στὸ σπίτι. Δὲν συμφέρει νὰ πάω ὁ ἴδιος ἐκεῖ. Θὰ φωνάζουν οἱ ἀδερφές μου. «Ποῦ θὰ πᾷς τέτοιαν ὥρα;» καὶ τὰ λοιπά. Μιζέριες γυναικῶν… Ἀκοῦς νὰ σοῦ πῶ;

― Λέγε.

― Ἀναλαμβάνεις νὰ στείλῃς εἴδησιν στὸ σπίτι μου, διὰ νὰ μὴ μὲ γυρεύουν καὶ ἀνησυχοῦν ὅλη-νύχτα; Στεῖλε ἕναν, ὅποιον βρῇς, ἢ ἕνα παιδί… ἢ ἕνα πουλί.

― Καλά.

― Μὴν ξεχάσῃς.

― Ὄχι.

― Ἐγὼ θὰ πάω πεζός, καὶ μοναχός μου. Ἐσὺ ἔλα μὲ τ’ ἄλογό σου, καὶ μὲ τὴν παρέα σου. Θὰ πάρῃς καὶ κουμπάνια;

― Θὰ πάρω.

― Σὲ περιμένω στὸν Ἁι-Λιᾶ. Ἐκεῖ θὰ σμίξουμε.

― Καλά.

Ὁ Κωστής, ὁ νεαρὸς φίλος μου, μοῦ εἶχε κάμει ἀληθῆ ὑποβολήν, ἂν ὄχι ὑπόμνησιν τοῦ ταξίματός μου. Δὲν ἐκρατούμην, κ’ ἐκίνησα πάραυτα. Τὸ φεγγάρι ἦτο ἐννέα ἢ δέκα ἡμερῶν. Ἐλογάριαζα μιᾶς ὥρας ἀνήφορον ἕως τὸν Ἅγιον Ἠλίαν, μιᾶς ὥρας συνάντησιν καὶ διατριβὴν μετὰ προχείρου δείπνου εἰς τὴν τοποθεσίαν αὐτήν, καὶ τριῶν τετάρτων περίπου κατήφορον ἕως τὴν Παναγίαν. Ἡ σελήνη θὰ μᾶς ἔφεγγεν ἀκριβῶς ἕως νὰ φθάσωμεν εἰς τὸ τέρμα.

Ἐπῆρα τὸν ἀνήφορον, βαδίζων τὸν φράχτην-φράχτην ἐν μέσῳ ἀμπέλων καὶ ἐλαιώνων, ἀνέβην εἰς τὸ Κοτρωνάκι, εἰς τοὺς «Σακαλάρους», ἔφθασα εἰς τοῦ Βαραντᾶ τὸ ρέμα, ὅπου «ἐκρότιζεν» ὁ τόπος, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν ἐκροτιζόμην· δὲν εἶχα εἰς τὸν νοῦν μου στοιχειὰ καὶ φαντάσματα, ἀλλὰ προαπήλαυα τὸ «Πεποικιλμένη». Διέσχισα πέρα-πέρα τὸ ρέμα, ἐμβῆκα εἰς τὸν Μεγάλον Ἀνήφορον, στὸ Μεροβίλι, καὶ τέλος, μὲ πολὺ ἆσθμα καὶ ἱδρῶτα, ἔφθασα εἰς τὸν Ἁι-Λιᾶ. Ἀντικρὺ εἰς τὸ πελώριον κτίριον, τὸ Κελλὶ τοῦ παπα-Ἱερεμία, δύο ἢ τρία σκυλιὰ μ’ ἐγαύγισαν, ἀλλ’ ὅταν ἐπάτησα ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου, ὅπου εἶναι ὁ ναΐσκος τοῦ Προφήτου, παραδόξως ἐσιώπησαν, κ’ ἐκρύβησαν εἰς δύο ἢ τρεῖς καλύβας, ὁποὺ ἐφαίνοντο ἀνάμεσα εἰς τοὺς κήπους.

Ψυχὴν δὲν εἶχα συναντήσει. Γλυκὸς ζέφυρος ἐφύσα εἰς τοὺς πελωρίους πλατάνους, τριγύρω εἰς τὴν μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, ὁποὺ ἐκελάρυζε τὰ νερά της στ’ αὐλάκια, τὸ ρέμα-ρέμα, τὸν κατήφορον. Ἔκαμα τὸν σταυρόν μου, ἔξωθεν τοῦ παραθύρου, εἰς τὸ γλυκὺ φῶς τῶν κανδηλίων, ὁποὺ ἔφεγγον ἐμπρὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγίαν, καὶ τὸν Πρόδρομον, καὶ τὸν Προφήτην Ἠλίαν μὲ τὴν μάχαιραν καὶ μὲ τὴν μηλωτήν. Ἔψαλα «Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος». Ἐκάθισα ἐπὶ τῆς πεζούλας. Ἀγνάντευα, εἰς τὸ μελαγχολικὸν φῶς τῆς σελήνης, τὸ χωρίον μας, κάτασπρον, κτισμένον ἐπὶ δύο λόφων καὶ μεσαζούσης κοιλάδος, παραθαλάσσιον, καὶ τὸν λιμένα τὸν τρίκολπον μὲ τὰ τρυφερὰ νησάκια, ὁποὺ φαίνονται ὡς νὰ «ἐγκαινίζωνται» εἰς τὰ φωσφορίζοντα νερά.

Μετὰ τέταρτον ὥρας ἤκουσα κρότον καὶ βάδισμα ἀλόγου. Ἐσηκώθην. Ἤρχετο ὁ Κωσταντής.

― Ἐδῶ εἶσαι, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε;

― Ἐδῶ. Μοναχός σου ἦρθες; Ποῦ εἶναι ἡ παρέα σου;

― Μ’ ἐγέλασε… Μὴν τὰ ρωτᾷς, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε. Ὅσα τροπάρια ἤξερα… καὶ ξέρω πολλὰ ὀλίγα… ὅλα τὰ εἶπα στὸν δρόμο.

― Γιατί; Φοβήθηκες;

― Κρότιζε ὁ τόπος. Ἐσένα δὲ σ’ ἔμελε;

― Ὄχι τόσο. Ἀπ’ τοῦ Βαραντᾶ ἦρθες;

― Ἀπ’ τὸ Πετράλωνο. Ἐσύ, ἀπ’ τοῦ Βαραντᾶ;

― Ναί.

― Δὲν ἐφοβήθηκες ἐκεῖ, στὸ ρέμα;

― Δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου… τίποτε.

Ἐπέζευσεν. Ἐξεφόρτωσε τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ τρόφιμα, καὶ τὴν φλάσκαν μὲ τὸ κρασί. Ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ ζεμπίλι ἓν κηρίον σπαρματσέτο, ἔτριψε πυρεῖον καὶ τὸ ἤναψεν. Ἕως νὰ καθίσωμεν πρὸς τὸ κατώφλιον τῆς μικρᾶς ἐκκλησίας, καὶ νὰ στρώσωμεν τὸ τραπέζι, ᾐσθάνθημεν ὅτι ὁ Μπαλής, τὸ ἄλογον, ὁποὺ τὸ εἶχεν ἀφήσει λυτὸν ὁ Κωσταντής, μᾶς ἔφυγε. Πρὶν κάμωμεν τὸν σταυρόν μας, ἐσηκώθηκεν ὁ Κωστής.

Ἀλλὰ τὸ ὑποζύγιον θὰ ἐπῆγεν ἐκεῖ, πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὸ σύσκιον μέρος, ἀνάμεσα εἰς λόχμας καὶ φράκτας καὶ δὲν τὸ ἐβλέπαμεν. Ἀνάγκη νὰ τρέξῃ ὁ Κωστής, διὰ νὰ τὸ ἀνακαλύψῃ κάπου. Ἀλλὰ θὰ ἦτο μεγαλυτέρα εὐκολία εἷς νὰ κρατῇ τὸ κηρίον, καὶ ἄλλος νὰ ἔχῃ τὰς χεῖρας ἐλευθέρας, διὰ νὰ συλλάβῃ τὸ ζῷον, ἅμα θὰ τὸ εὕρισκε. Ὁ Κωσταντὴς ἦτο ὁ μόνος ἁρμόδιος πρὸς τὸ τελευταῖον τοῦτο, ἐγὼ εἰς τί ἄλλο θὰ ἐχρησίμευα, εἰμὴ διὰ νὰ κρατῶ τὸ κηρί;

Δυστυχῶς εἶχα βγάλει τὸ ὑπόδημά μου τὸ ἀριστερόν, πρὶν καθίσωμεν εἰς τὸ δεῖπνον, ἐπειδὴ μὲ ἠνώχλει ὁ κάλος κατόπιν τῆς ὁδοιπορίας, κ’ εὑρέθην μονοπέδιλος τὴν ὥραν ὁποὺ εἶχε γίνει ἄφαντον τὸ ζῶον. Καὶ ὅμως ἀνάγκη ἦτο νὰ συμμορφωθῶ. Ἐπῆγα μαζὶ μὲ τὸν Κωσταντὴν πολλὰ βήματα, πέραν τοῦ ἱεροῦ τῆς ἐκκλησίας, μὲ ἓν ὑπόδημα, χωλαίνων καὶ πατῶν ἐπὶ ἀκανθῶν. Εὐτυχῶς ὁ Μπαλὴς δὲν εἶχεν ὑπάγει μακράν, ἦτο διακριτικὸν ἄλογον. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ἁπλῶς διὰ νὰ βοσκήσῃ, καὶ δὲν εἶχε βάλει κακὸν μὲ τὴν κεφαλήν του.

Ὅταν ἐγυρίσαμεν πίσω, ἐγὼ κρατῶν τὸ κηρίον, ὁ Κωσταντὴς σύρων τὸν Μπαλήν, τὸν ὁποῖον καὶ ἔδεσε προχείρως εἰς τὴν ρίζαν θάμνου ἀντικρύ μας, ὁ Κωστὴς ἐξέχασε ποῦ εἶχε βάλει τὸ μαχαίρι, καθὼς τὸ εἶχε βγάλει ἀπὸ τὸ ζεμπίλι, διὰ νὰ κόψῃ ψωμί ― καὶ ψωμὶ δὲν ἔκοψε, ἀλλ’ ἐτρέξαμεν ἀποτόμως πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ Μπαλῆ. Ὁ Κωστὴς τὸ ἀνεζήτει τώρα εἰς τὸ ζεμπίλι, ἀλλ’ εἰς τὸ ζεμπίλι δὲν ἦτο, οὔτε ἐπήδησε μοναχόν του ὀπίσω, ἀφοῦ ἅπαξ τὸ εἶχε βγάλει ἐκεῖθεν. Ἐψάξαμεν πολλὴν ὥραν μὲ τὸ κηρί, τέλος τὸ ηὕραμεν σιμὰ εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ἐκκλησιδίου, παρὰ τὰς ἀνθοδόχας, ὅπου εὐωδίαζον ἐκεῖ βασιλικὰ καὶ ροσμαρὶ καὶ δενδρολίβανα. Ἐφάγομεν τὸ λιτὸν δεῖπνόν μας, ἐπίομεν, ἐδευτερώσαμεν, κ’ ἐτριτώσαμεν μὲ τὴν φλάσκαν.

― Ὅλα καλά, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε· μὰ ἔλα ποὺ ξέχασα νὰ στείλω χαμπάρι στὸ σπίτι σας…

― Ἀλήθεια;… Ἑπόμενον ἦτο. Δὲν πειράζει, Κωσταντή.

Τὴν ἐπαύριον ἔμαθα ὅτι ἡ ἀδελφή μου ἡ νεωτέρα ἐπῆγε μεσάνυχτα, μαζὶ μὲ τὸν ἀνεψιόν μου, μ’ ἕνα φανάρι, κ’ ἐξύπνησε τὴν νεαρὰν γυναῖκα τοῦ Κωσταντῆ, ὁποὺ ἦτο ἔγκυος εἰς τὸν μῆνά της, διὰ νὰ πληροφορηθῇ. Τέλος ἔμαθαν ὅτι εἶχα ὑπάγει στὸ πανηγύρι, καὶ ἡσύχασαν.

― Σήκω τώρα νὰ πηγαίνουμε. Θὰ εἶναι παραπάνω ἀπὸ δέκα ἡ ὥρα… Τὸ φεγγάρι ὅσον πάει καὶ γέρνει ἐκεῖ κάτω, καὶ θὰ τὰ βροῦμε σκοῦρα τὸν κατήφορον, ἀνάμεσα στὰ ρέματα καὶ στὸν ἐλαιῶνα.

― Πᾶμε, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε.

Ἐσηκώθη, κ’ ἐφόρτωσε τὰ πράγματα εἰς τὸ ζῷον. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἀνεζήτει τὸ ψάθινο καπέλο του, καὶ δὲν ἐνθυμεῖτο ποῦ τὸ εἶχε πετάξει. Τέλος τὸ ηὕραμεν, τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (ἢ τοῦ Κυρίου). Ἐγὼ εἶχα φορέσει τὸ ὑπόδημά μου. Ἐσβήσαμεν τὸ κηρί, καὶ τὸ ἔβαλα ἐγὼ στὴν τσέπη μου. Ἀνέβημεν τὸν μικρὸν ἀνηφορίσκον ἕως τὸν ζυγὸν τῶν δύο βουνῶν, μεταξὺ τῶν δύο ὑψωμάτων τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου καὶ τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου. Ἐκεῖ ἐκατηφορίσαμεν, διὰ νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Κεχριάν.

Τὸ φεγγάρι, ἥμισυ καὶ κάτι, ἔγερνε πρὸς τὸν Ἀραδιᾶν, τὸν δρυμῶνα, κ’ ἐχαμήλωνεν, ἐχαμήλωνεν. Ἀντικρὺ εἰς τὸ Πήλιον ἔμελλε νὰ κρυφθῇ μετὰ μίαν ὥραν τὸ πολύ, ἀλλὰ πρὶν νὰ κρυφθῇ, θὰ ἔχανε σχεδὸν τὸ φέγγος του, ὅσον θὰ ἐκοντοζύγωνεν εἰς τὸ μέγα βουνόν. Αἱ δρύες τοῦ Ἀραδιᾶ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔρριπτον τὴν σκιάν των πρὸς τὸν οὐρανόν, καὶ τὸ φεγγάρι ἐθόλωνεν, ἐθόλωνε.

Ἐγὼ εἶχα τὴν ἰδέαν ὅτι ὁ Κωστὴς θὰ ἤξευρε καλύτερ’ ἀπὸ ἐμὲ τὸν δρόμον, ὡς νέος, καὶ κατοικῶν διαρκῶς εἰς τὸν τόπον. Ἐκεῖνος ἐφρόνει ὅτι ἐγὼ θὰ ἐνθυμούμην καλύτερα τὰ κατατόπια, ὡς παλαιός, καὶ ἀγαπῶν τὰ ἐξωκκλήσια. Ἀλλ’ εἶχα δέκα χρόνια νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, ὁ δὲ Κωστής, ἂν καὶ βαθυκτήμων, δὲν εἶχεν ἐλαιῶνα πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος, καὶ δὲν ἐσύχναζεν. Οἱ δρομίσκοι τῆς ἐξοχῆς εἶναι σκολιοὶ καὶ ἄτακτοι. Ἄλλος καταπατεῖ τοῦ γείτονος τὸ κτῆμα, ἢ τὸ δημοτικόν, ἢ τὸ μοναστηριακόν, καὶ ὠθεῖ τὸν δρόμον πάρα ἔξω, ἄλλος ἀνοίγει μονοπάτι ὅπου φθάσῃ, μέσα εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ συντομεύει τὸν δρόμον, ἄλλος κτίζει καλύβην, στρώνει ἅλωνα, καὶ κατασκευάζει φράκτην πρὸς τὸ συμφέρον του. Καὶ τὸ φεγγάρι ἐχαμήλωνε. Τέλος ἐχάσαμεν, ὡς εἰκός, τὸν δρόμον. Ἔβγαλα τὸ σπαρματσέτον, καὶ τὸ ἤναψα. Ἐτρεπόμεθα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἐγυρίζαμεν ἀποδῶ κι ἀποκεῖ, ἐκεῖνος καβάλα, ἐγὼ πεζός. (Ὁ Κωστὴς μοῦ ἐπρότεινε φιλοφρόνως νὰ κατέλθῃ καὶ νὰ ἱππεύσω, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν συνηθίζω ποτὲ τὸ τοιοῦτον εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν μου.)

Τέλος ὁ Κωσταντὴς κατῆλθεν ἐξ ὕψους τοῦ ὑποζυγίου του, μοῦ ἐπῆρε τὸ κηρί, κ’ ἐκοίταζε νὰ εὕρῃ τὸν δρόμον. Ὕστερα εἶπεν ὅτι τὸν ηὗρε, ἔσβησε τὸ κηρί, τὸ ἔβαλεν δὲν ἠξεύρω ποῦ, καὶ ἵππευσε πάλιν.

Καὶ πάλιν ἀπεπλανήθημεν. Ἐκοντεύαμεν ὣς τόσον νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Παναγίαν. Μᾶς ἐφαίνετο ὅτι ἐβλέπαμεν κάτι ν’ ἀσπρίζῃ κάτω ἐκεῖ, εἰς τὸ βάθος τῆς κοιλάδος, κάτι ὡς κτίριον, ὡς ἐκκλησίαν, ὡς μοναστηράκι· μίαν ἀκτῖνα ὡσὰν ἀπὸ πῦρ καταυλισμοῦ ἀνθρώπων ἀγρυπνούντων, ἀλλὰ τὸν δρόμον δὲν τὸν εὑρίσκαμεν· πῶς νὰ κατέλθωμεν ἐκεῖ; ᾘσθάνθημεν ὅτι ἐπέσαμεν δέκα πήχεις κάτω ἀπὸ τὸ ἐπίπεδον, ὅπου ἦτο τὸ μικρὸν παλαιὸν μονύδριον. Ἐφθάσαμεν εἰς ἄβατον. Οὔτε ἐμπρὸς οὔτε πίσω. Ὁ Κωσταντὴς ἐπέζευσε καὶ πάλιν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σαμαρίου, καὶ μοῦ ἐζήτει τὸ κηρίον, διὰ ν’ ἀνάψῃ νὰ βρῇ τὸν δρόμον. Ἀλλ’ ἐγὼ ἐνθυμούμην ὅτι δὲν μοῦ εἶχε δώσει τὸ κηρίον. Τέλος ἔψαξεν εἰς τὸν κόρφον του, εἰς τὶς τσέπες του, εἰς τὸ ζεμπίλι, καὶ τὸ ηὗρε δὲν ἠξεύρω ποῦ. Ἔτριψεν ἓν πυρεῖον, δύο, τρία, πέντε, ἀλλὰ τοιοῦτον ἀεράκι, ἀπόγειον, ἐξήρχετο ἀπὸ τὸ βουνόν, ὥστε τὰ σπίρτα ἔσβηναν πρὶν ν’ ἀνάψουν. Τέλος κατώρθωσε ν’ ἀνάψῃ τὸ κηρί, ἀλλὰ μετὰ μίαν στιγμὴν τὸ ἔσβησε τὸ ἀεράκι.

Τέλος ὁ Παπᾶς ―τοιοῦτον παρατσούκλι ἔφερεν εἷς κηπουρός, ὅστις ἦτο εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, δὲν ἠξεύρω διατί ὁ αὐτὸς ἐκαλεῖτο καὶ Σκαρλᾶτος, ἀλλὰ τὸ καθαυτὸ ὄνομά του δὲν κατώρθωσα νὰ τὸ μάθω― μᾶς ᾐσθάνθη ὅτι εὑρισκόμεθα πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, καὶ ἦλθεν εἰς βοήθειάν μας προτοῦ νὰ φωνάξωμεν ― διότι ἐντρεπόμεθα νὰ φωνάξωμεν. Ἦλθε καὶ μᾶς ἀνέβασε πρὸς τὰ ἐπάνω, καὶ μᾶς ὡδήγησεν εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κεχριάν.

Ὁ Γούμενος, νεαρὸς ρασοφόρος τὸν ὁποῖον εἶχε στείλει ὁ νεοχειροτόνητος Ἐπίσκοπος, εἶχε κοιμηθῆ, ἀφοῦ εἶχε κάμει ἑσπερινόν, διαρκέσαντα ἕως τὴν δεκάτην ὥραν. Ἦτο παρὰ μικρὸν μεσάνυχτα, ὅταν ἐφθάσαμεν. Ὁ Γούμενος δὲν ἐγνώριζε τὰ παλαιὰ ἔθιμά μας καὶ δὲν τὰ ἠσπάζετο. Τὰ κελλία κατερειπωμένα, ἓν μόνον εἶχεν ἀνακαινισθῆ ἐσχάτως, δαπάνῃ ἑνὸς κοσμικοῦ χριστιανοῦ. Ὁ ὀλίγος κόσμος, ὅστις εἶχεν ὁδοιπορήσει πρὸς τὰ ἐκεῖ διὰ νὰ ἑορτάσῃ τὰ Ἐννιάμερα τῆς Παναγίας ―τριάντα περίπου εὐλαβεῖς οἰκοκυράδες, καὶ ἄνδρες δέκα ἢ δεκαπέντε καὶ ἄλλα τόσα παιδιά― εἶχαν ὑπάγει διὰ ν’ ἀγρυπνήσουν ― ἄλλως, ποῖος θὰ ἐκόμιζε ροῦχα διὰ νὰ κοιμηθῇ; Καὶ ποῖος θὰ ἐπήγαινε διὰ νὰ κοιμηθῇ ἐν ὑπαίθρῳ; Ὁ Γούμενος εἶχε κοιμηθῆ στὸ κελλί.

Ὁ Γιώργης τὸ Μπονακάκι, ψάλτης, ὅστις εἶχεν ὑπάγει ἀφ’ ἑσπέρας, μ’ ἐπληροφόρησεν ὅτι ὁ πάτερ Γεράσιμος εἶχεν ὑποσχεθῆ νὰ σηκωθῇ μετὰ μίαν ὥραν καὶ ν’ ἀρχίσῃ τὸν ὄρθρον. Καλά. Σημείωσις ὅτι τὸ παλαιὸν μονύδριον τῆς Κεχριᾶς ἦτο προσκολλημένον ὡς Μετόχι εἰς τὸ πάλαι ποτὲ σεβάσμιον κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, κ’ ἐκεῖθεν εἶχεν ἔλθει διὰ νὰ τελέσῃ τὴν πανήγυριν ὁ παπα-Γεράσιμος.

Φωτιὰ ἦτον ἀναμμένη εἰς τὸ προαύλιον. Γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἐθερμαίνοντο εἰς τὸ πῦρ. Ἔκαμνε ψύχραν.

― Πέτε μας καμμιὰν ἱστορία γιὰ κανένα στοιχειό, χριστιανοί, εἶπα ἐγώ, κ’ ἐκάθισα πλησίον εἰς τὸ πῦρ. Ἐδῶ στὸ ρέμα, τὸν κατήφορο, πόσα στοιχειὰ ἔβλεπαν, τὸν παλαιὸν καιρόν. Ποῦ ᾽κεῖνα τὰ χρόνια!

Ἤρχισε τὸ Μαριὼ τοῦ Μουσκαδοῦ, κ’ ἡ γρια-Ἀγάλλαινα, κ’ ἡ παπαδιὰ τοῦ Μπονάκη ἡ χήρα, ἡ μήτηρ τοῦ ἱεροψάλτου, νὰ μᾶς διηγῶνται διὰ στοιχειά. Ἀλλὰ διεφώνησεν ὁ κὺρ Μενέλαγος, ὅστις δὲν λείπει ἀπ’ ὅλα τὰ πανηγύρια, κι ὁ Στέργιος τῆς Μαλαματίνας, λέγοντες ὅτι αὐτοὶ δὲν πιστεύουν τὰ στοιχειά.

Παντοῦ παρουσιάζονται Ρωμιοὶ διὰ συζήτησιν περὶ τοῦ ἂν ὑπάρχουν στοιχειά. Ἐγὼ εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ἂν εἶχα ἐξουσίαν, θὰ ἔθετα φίμωτρον.

Ἔγινε δύο ἡ ὥρα, κι ὁ Γούμενος ἐκοιμᾶτο, κι ὁ κόσμος ἐκρύωνε. Ὁ Γιώργης τὸ Μπονακόπουλο μοῦ προσεφέρθη νὰ ὑπάγῃ νὰ ξυπνήσῃ τὸν Ἡγούμενον.

― Ὄχι, μὴν τὸν ξυπνᾷς. Δὲν ἔχομε θάρρος στὸν ἄνθρωπον. Πᾶμε μέσα, κ’ ἐγὼ θ’ ἀρχίσω τὸν Πολυέλεον, διὰ νὰ πάρω τὴν μπόρα… δηλαδή, διὰ ν’ ἀναλάβω τὴν εὐθύνην. Καὶ σύ, ἄνοιξε τὸ βιβλίον σου τὸ μουσικό, καὶ κελάδει το. Ἐγὼ θ’ ἀρχίσω τὸ «Δοῦλοι Κύριον». Κατόπιν ἐσὺ ἀρχινᾷς τὸ «Λόγον ἀγαθόν». Ἐγὼ δὲν ἦρθα διὰ τὸν Πολυέλεον· ἦρθα διὰ τὸ «Πεποικιλμένη».

Εἰσήλθομεν εἰς τὸν σεπτὸν ναΐσκον ― Βυζαντινόν, μὲ χηβάδας, καὶ μὲ τοιχογραφίας, καὶ ἠρχίσαμεν τὸν Πολυέλεον. Ὁ κόσμος ἔτρεξε κατόπιν μας, ἄναψαν πολλὰ κηρία αἱ γυναῖκες, κ’ ηὕραμεν θάλπος καὶ παραμυθίαν.

Μετὰ εἴκοσιν λεπτὰ ὁ Ἡγούμενος ἐπαρουσιάσθη. Εἴτε ἡ ψαλμῳδία μας τὸν ἐξύπνησεν, ἢ ἠθέλησε νὰ ἐξυπνήσῃ. Ἐπλησίασα πρὸς τὴν πύλην τοῦ ἱεροῦ τὴν βορείαν καὶ τοῦ ἐξηγήθην:

― Πάτερ, διὰ νὰ μαζωχθῇ ὁ κόσμος, καὶ νὰ ζεσταθῇ, ἐκρίναμεν καλὸν ν’ ἀρχίσωμεν τὸν Πολυέλεον, χωρὶς νὰ σᾶς βιάσωμεν εἰς τίποτε. Πιστεύω ὅτι δὲν ἠνωχλήθητε.

― Καλά, καλά.

Τέλος, ἠξιώθην νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη», καὶ τοῦτο ἀρκεῖ. Ὅταν ἐξήλθομεν ἀπὸ τὴν λειτουργίαν, περὶ τὸ λυκαυγές, ὁ Ἡγούμενος μειδιῶν μᾶς προσέφερεν ἐπὶ τῆς πεζούλας ἔξω τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐκαθίσαμεν, ροδάκινα καὶ ρακί, εὐλογίαν τοῦ Μοναστηρίου. Εἶχα ἀποποιηθῆ νὰ πίω καφέν, ὅταν μοῦ ἐπρόσφεραν αἱ γυναῖκες αἱ πανηγυρίστριαι, ἀλλ’ ὅταν ὁ Ἡγούμενος ἔστειλε τὸν πάτερ Παφνούτιον, πρῴην ὑπενωμοτάρχην, ὅστις εἶχε καλογηρέψει εἰς τὸ κελλί, καὶ μοῦ ἔφερε μεγάλην κούπαν καφέ, μοναστηριακὸν θαυμάσιον, δὲν ἠδυνήθην ν’ ἀρνηθῶ.


Ὕστερον ἔμαθα ὅτι, τὴν ὥραν ποὺ εἶχε κατεβῆ «μαχμουρλὴς» ὁ Γούμενος ἀπὸ τὸ κελλίον, μία τῶν γυναικῶν, ἡ ρηθεῖσα Μαριὼ τοῦ Μουσκαδοῦ, τὸν ἐπλησίασε καὶ τοῦ εἶπε:

― Γέροντα, νὰ μοῦ κάμῃς μιὰ παράκληση, σὰν ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία.

― Δὲν λὲς αὐτουνοῦ ποὺ εἶναι μέσα νὰ σοῦ τὴν κάμῃ; ἀπήντησεν ὁ Γούμενος.

Ἐννοοῦσεν ἐμέ.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΑUDIOBOOK:



ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο Νάνος Πλανήτης Πλούτων +ΒΙΝΤΕΟ από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου δάσκαλο - συγγραφέα

  Ο Νάνος Πλανήτης Πλούτων +ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου - συγγραφέα Ο Πλούτωνας [επίσημη ονομασία 134340 Πλούτων],...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....