Ετικέτες - θέματα

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

5.7.25

Η Πεποικιλμένη -1909- του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κείμενο - AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

Η Πεποικιλμένη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

-1909- κείμενο - AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου 


 

   Εἶχα τάξιμον νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη», εἰς τὰ Ἐννιάμερα, τὴν 23 Αὐγούστου. Ἀπὸ δέκα χρόνων δὲν εἶχα ἐπισκεφθῆ τὴν Παναγίαν τὴν Κεχριάν. Δέκα χρόνια εἶχα ν’ ἀσπασθῶ τὴν σεβασμίαν παλαιὰν Εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ὁποὺ εἶναι ζωγραφισμένοι, ἐπάνω εἰς δύο ὑπερῷα, ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς (αὐτὸς ὁ θεσπέσιος ποιητὴς τῆς Πεποικιλμένης) ⟨καὶ⟩ ὁ θεῖος Δαμασκηνός, τείνοντες δύο τόμους κάτω πρὸς τὴν σύνθεσιν τῆς Εἰκόνος, ἐφ’ ὧν εἶναι γεγραμμένα δύο τροπάρια, τὸ «Γυναῖκά σε θνητήν, ἀλλ’ ὑπερφυῶς καὶ Μητέρα Θεοῦ», καὶ τὸ «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο…» Καὶ δὲν εἶχα ἀγναντέψει οὔτε μακρόθεν τὸν περικαλλῆ θόλον τοῦ σεμνοῦ ναΐσκου, ὅπου ἀστράπτει εἰς τὸν ἥλιον ὅλος πεποικιλμένος ἀπὸ τὰ ὡραῖα παλαιὰ πινάκια, τὰ ἐγκολλημένα εἰς τὸ κτίριον ὡς ὄστρακα μαργαριτοφόρα.

Καὶ παρημέλησα τὸ τάξιμόν μου, καὶ δὲν ἀπεφάσιζα νὰ ὑπάγω. Ἐνύκτωσε, κ’ ἐκαθόμουν ἔξωθεν τοῦ μαγαζείου τοῦ ἀγαπητοῦ νεαροῦ φίλου μου, τοῦ Κωστῆ τοῦ Τσαμασφύρου, πολλὰ ρεμβάζων, καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος. Ὁ Κωστάκης μοῦ ἔφερε ποτήριον ρακίου, νὰ μὲ κεράσῃ, καὶ μοῦ εἶπε:

― Δὲν πῆγες, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε, στὴν Παναγιὰ τὴν Κεχριά; Ἐγὼ θὰ πάω.

― Τώρα ποὺ νύκτωσε; Τί λές!

― Ἔχει φεγγαράκι.

Ἔπια, κ’ ἐπανῆλθε στὸ μαγαζί του κρατῶν τὸν δίσκον. Μόλις αὐτὸς εἰσῆλθε, καὶ πάραυτα εἰσώρμησα μέχρι τοῦ κυλικείου, ὅπου ἀπέθετε τὸν δίσκον μὲ τὰ ποτά.

― Θὰ πᾷς σίγουρα, Κωσταντή;… Πῶς σοῦ ἦρθε;… Ἔχεις συντροφιά;

― Ἔχω, ἂν δὲν μὲ γελάσῃ.

― Ποιόν;

― Τὸν Ἀργύρη τὸν Τσαλαβούτη.

Ἔτρεξα ἔξω. Ἐπῆγα εἰς ἓν ὑποδηματοποιεῖον, δύο ἢ τρεῖς πόρτες παρέκει, διὰ νὰ εὕρω τὸν μικρὸν ἀνεψιόν μου τὸν Διαμάντην, ἐργαζόμενον ὡς κάλφαν εἰς τὴν τέχνην αὐτήν. Δυστυχῶς τὸ ὑποδηματοποιεῖον εἶχε κλείσει. Ἐπλησίαζεν ὀγδόη ὥρα· δύο ὧρες νύκτα.

Ἐπέστρεψα πρὸς τοῦ Τσαμασφύρου.

― Κωσταντή, δὲν ηὗρα τὸν ἀνιψιό μου. Ὁ μάστορής του ἔκλεισε ἀπὸ νωρίς. Ἤθελα νὰ τοῦ πῶ νὰ πῇ χαμπάρι στὸ σπίτι. Δὲν συμφέρει νὰ πάω ὁ ἴδιος ἐκεῖ. Θὰ φωνάζουν οἱ ἀδερφές μου. «Ποῦ θὰ πᾷς τέτοιαν ὥρα;» καὶ τὰ λοιπά. Μιζέριες γυναικῶν… Ἀκοῦς νὰ σοῦ πῶ;

― Λέγε.

― Ἀναλαμβάνεις νὰ στείλῃς εἴδησιν στὸ σπίτι μου, διὰ νὰ μὴ μὲ γυρεύουν καὶ ἀνησυχοῦν ὅλη-νύχτα; Στεῖλε ἕναν, ὅποιον βρῇς, ἢ ἕνα παιδί… ἢ ἕνα πουλί.

― Καλά.

― Μὴν ξεχάσῃς.

― Ὄχι.

― Ἐγὼ θὰ πάω πεζός, καὶ μοναχός μου. Ἐσὺ ἔλα μὲ τ’ ἄλογό σου, καὶ μὲ τὴν παρέα σου. Θὰ πάρῃς καὶ κουμπάνια;

― Θὰ πάρω.

― Σὲ περιμένω στὸν Ἁι-Λιᾶ. Ἐκεῖ θὰ σμίξουμε.

― Καλά.

Ὁ Κωστής, ὁ νεαρὸς φίλος μου, μοῦ εἶχε κάμει ἀληθῆ ὑποβολήν, ἂν ὄχι ὑπόμνησιν τοῦ ταξίματός μου. Δὲν ἐκρατούμην, κ’ ἐκίνησα πάραυτα. Τὸ φεγγάρι ἦτο ἐννέα ἢ δέκα ἡμερῶν. Ἐλογάριαζα μιᾶς ὥρας ἀνήφορον ἕως τὸν Ἅγιον Ἠλίαν, μιᾶς ὥρας συνάντησιν καὶ διατριβὴν μετὰ προχείρου δείπνου εἰς τὴν τοποθεσίαν αὐτήν, καὶ τριῶν τετάρτων περίπου κατήφορον ἕως τὴν Παναγίαν. Ἡ σελήνη θὰ μᾶς ἔφεγγεν ἀκριβῶς ἕως νὰ φθάσωμεν εἰς τὸ τέρμα.

Ἐπῆρα τὸν ἀνήφορον, βαδίζων τὸν φράχτην-φράχτην ἐν μέσῳ ἀμπέλων καὶ ἐλαιώνων, ἀνέβην εἰς τὸ Κοτρωνάκι, εἰς τοὺς «Σακαλάρους», ἔφθασα εἰς τοῦ Βαραντᾶ τὸ ρέμα, ὅπου «ἐκρότιζεν» ὁ τόπος, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν ἐκροτιζόμην· δὲν εἶχα εἰς τὸν νοῦν μου στοιχειὰ καὶ φαντάσματα, ἀλλὰ προαπήλαυα τὸ «Πεποικιλμένη». Διέσχισα πέρα-πέρα τὸ ρέμα, ἐμβῆκα εἰς τὸν Μεγάλον Ἀνήφορον, στὸ Μεροβίλι, καὶ τέλος, μὲ πολὺ ἆσθμα καὶ ἱδρῶτα, ἔφθασα εἰς τὸν Ἁι-Λιᾶ. Ἀντικρὺ εἰς τὸ πελώριον κτίριον, τὸ Κελλὶ τοῦ παπα-Ἱερεμία, δύο ἢ τρία σκυλιὰ μ’ ἐγαύγισαν, ἀλλ’ ὅταν ἐπάτησα ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου, ὅπου εἶναι ὁ ναΐσκος τοῦ Προφήτου, παραδόξως ἐσιώπησαν, κ’ ἐκρύβησαν εἰς δύο ἢ τρεῖς καλύβας, ὁποὺ ἐφαίνοντο ἀνάμεσα εἰς τοὺς κήπους.

Ψυχὴν δὲν εἶχα συναντήσει. Γλυκὸς ζέφυρος ἐφύσα εἰς τοὺς πελωρίους πλατάνους, τριγύρω εἰς τὴν μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, ὁποὺ ἐκελάρυζε τὰ νερά της στ’ αὐλάκια, τὸ ρέμα-ρέμα, τὸν κατήφορον. Ἔκαμα τὸν σταυρόν μου, ἔξωθεν τοῦ παραθύρου, εἰς τὸ γλυκὺ φῶς τῶν κανδηλίων, ὁποὺ ἔφεγγον ἐμπρὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγίαν, καὶ τὸν Πρόδρομον, καὶ τὸν Προφήτην Ἠλίαν μὲ τὴν μάχαιραν καὶ μὲ τὴν μηλωτήν. Ἔψαλα «Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος». Ἐκάθισα ἐπὶ τῆς πεζούλας. Ἀγνάντευα, εἰς τὸ μελαγχολικὸν φῶς τῆς σελήνης, τὸ χωρίον μας, κάτασπρον, κτισμένον ἐπὶ δύο λόφων καὶ μεσαζούσης κοιλάδος, παραθαλάσσιον, καὶ τὸν λιμένα τὸν τρίκολπον μὲ τὰ τρυφερὰ νησάκια, ὁποὺ φαίνονται ὡς νὰ «ἐγκαινίζωνται» εἰς τὰ φωσφορίζοντα νερά.

Μετὰ τέταρτον ὥρας ἤκουσα κρότον καὶ βάδισμα ἀλόγου. Ἐσηκώθην. Ἤρχετο ὁ Κωσταντής.

― Ἐδῶ εἶσαι, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε;

― Ἐδῶ. Μοναχός σου ἦρθες; Ποῦ εἶναι ἡ παρέα σου;

― Μ’ ἐγέλασε… Μὴν τὰ ρωτᾷς, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε. Ὅσα τροπάρια ἤξερα… καὶ ξέρω πολλὰ ὀλίγα… ὅλα τὰ εἶπα στὸν δρόμο.

― Γιατί; Φοβήθηκες;

― Κρότιζε ὁ τόπος. Ἐσένα δὲ σ’ ἔμελε;

― Ὄχι τόσο. Ἀπ’ τοῦ Βαραντᾶ ἦρθες;

― Ἀπ’ τὸ Πετράλωνο. Ἐσύ, ἀπ’ τοῦ Βαραντᾶ;

― Ναί.

― Δὲν ἐφοβήθηκες ἐκεῖ, στὸ ρέμα;

― Δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου… τίποτε.

Ἐπέζευσεν. Ἐξεφόρτωσε τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ τρόφιμα, καὶ τὴν φλάσκαν μὲ τὸ κρασί. Ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ ζεμπίλι ἓν κηρίον σπαρματσέτο, ἔτριψε πυρεῖον καὶ τὸ ἤναψεν. Ἕως νὰ καθίσωμεν πρὸς τὸ κατώφλιον τῆς μικρᾶς ἐκκλησίας, καὶ νὰ στρώσωμεν τὸ τραπέζι, ᾐσθάνθημεν ὅτι ὁ Μπαλής, τὸ ἄλογον, ὁποὺ τὸ εἶχεν ἀφήσει λυτὸν ὁ Κωσταντής, μᾶς ἔφυγε. Πρὶν κάμωμεν τὸν σταυρόν μας, ἐσηκώθηκεν ὁ Κωστής.

Ἀλλὰ τὸ ὑποζύγιον θὰ ἐπῆγεν ἐκεῖ, πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὸ σύσκιον μέρος, ἀνάμεσα εἰς λόχμας καὶ φράκτας καὶ δὲν τὸ ἐβλέπαμεν. Ἀνάγκη νὰ τρέξῃ ὁ Κωστής, διὰ νὰ τὸ ἀνακαλύψῃ κάπου. Ἀλλὰ θὰ ἦτο μεγαλυτέρα εὐκολία εἷς νὰ κρατῇ τὸ κηρίον, καὶ ἄλλος νὰ ἔχῃ τὰς χεῖρας ἐλευθέρας, διὰ νὰ συλλάβῃ τὸ ζῷον, ἅμα θὰ τὸ εὕρισκε. Ὁ Κωσταντὴς ἦτο ὁ μόνος ἁρμόδιος πρὸς τὸ τελευταῖον τοῦτο, ἐγὼ εἰς τί ἄλλο θὰ ἐχρησίμευα, εἰμὴ διὰ νὰ κρατῶ τὸ κηρί;

Δυστυχῶς εἶχα βγάλει τὸ ὑπόδημά μου τὸ ἀριστερόν, πρὶν καθίσωμεν εἰς τὸ δεῖπνον, ἐπειδὴ μὲ ἠνώχλει ὁ κάλος κατόπιν τῆς ὁδοιπορίας, κ’ εὑρέθην μονοπέδιλος τὴν ὥραν ὁποὺ εἶχε γίνει ἄφαντον τὸ ζῶον. Καὶ ὅμως ἀνάγκη ἦτο νὰ συμμορφωθῶ. Ἐπῆγα μαζὶ μὲ τὸν Κωσταντὴν πολλὰ βήματα, πέραν τοῦ ἱεροῦ τῆς ἐκκλησίας, μὲ ἓν ὑπόδημα, χωλαίνων καὶ πατῶν ἐπὶ ἀκανθῶν. Εὐτυχῶς ὁ Μπαλὴς δὲν εἶχεν ὑπάγει μακράν, ἦτο διακριτικὸν ἄλογον. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ἁπλῶς διὰ νὰ βοσκήσῃ, καὶ δὲν εἶχε βάλει κακὸν μὲ τὴν κεφαλήν του.

Ὅταν ἐγυρίσαμεν πίσω, ἐγὼ κρατῶν τὸ κηρίον, ὁ Κωσταντὴς σύρων τὸν Μπαλήν, τὸν ὁποῖον καὶ ἔδεσε προχείρως εἰς τὴν ρίζαν θάμνου ἀντικρύ μας, ὁ Κωστὴς ἐξέχασε ποῦ εἶχε βάλει τὸ μαχαίρι, καθὼς τὸ εἶχε βγάλει ἀπὸ τὸ ζεμπίλι, διὰ νὰ κόψῃ ψωμί ― καὶ ψωμὶ δὲν ἔκοψε, ἀλλ’ ἐτρέξαμεν ἀποτόμως πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ Μπαλῆ. Ὁ Κωστὴς τὸ ἀνεζήτει τώρα εἰς τὸ ζεμπίλι, ἀλλ’ εἰς τὸ ζεμπίλι δὲν ἦτο, οὔτε ἐπήδησε μοναχόν του ὀπίσω, ἀφοῦ ἅπαξ τὸ εἶχε βγάλει ἐκεῖθεν. Ἐψάξαμεν πολλὴν ὥραν μὲ τὸ κηρί, τέλος τὸ ηὕραμεν σιμὰ εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ἐκκλησιδίου, παρὰ τὰς ἀνθοδόχας, ὅπου εὐωδίαζον ἐκεῖ βασιλικὰ καὶ ροσμαρὶ καὶ δενδρολίβανα. Ἐφάγομεν τὸ λιτὸν δεῖπνόν μας, ἐπίομεν, ἐδευτερώσαμεν, κ’ ἐτριτώσαμεν μὲ τὴν φλάσκαν.

― Ὅλα καλά, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε· μὰ ἔλα ποὺ ξέχασα νὰ στείλω χαμπάρι στὸ σπίτι σας…

― Ἀλήθεια;… Ἑπόμενον ἦτο. Δὲν πειράζει, Κωσταντή.

Τὴν ἐπαύριον ἔμαθα ὅτι ἡ ἀδελφή μου ἡ νεωτέρα ἐπῆγε μεσάνυχτα, μαζὶ μὲ τὸν ἀνεψιόν μου, μ’ ἕνα φανάρι, κ’ ἐξύπνησε τὴν νεαρὰν γυναῖκα τοῦ Κωσταντῆ, ὁποὺ ἦτο ἔγκυος εἰς τὸν μῆνά της, διὰ νὰ πληροφορηθῇ. Τέλος ἔμαθαν ὅτι εἶχα ὑπάγει στὸ πανηγύρι, καὶ ἡσύχασαν.

― Σήκω τώρα νὰ πηγαίνουμε. Θὰ εἶναι παραπάνω ἀπὸ δέκα ἡ ὥρα… Τὸ φεγγάρι ὅσον πάει καὶ γέρνει ἐκεῖ κάτω, καὶ θὰ τὰ βροῦμε σκοῦρα τὸν κατήφορον, ἀνάμεσα στὰ ρέματα καὶ στὸν ἐλαιῶνα.

― Πᾶμε, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε.

Ἐσηκώθη, κ’ ἐφόρτωσε τὰ πράγματα εἰς τὸ ζῷον. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἀνεζήτει τὸ ψάθινο καπέλο του, καὶ δὲν ἐνθυμεῖτο ποῦ τὸ εἶχε πετάξει. Τέλος τὸ ηὕραμεν, τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (ἢ τοῦ Κυρίου). Ἐγὼ εἶχα φορέσει τὸ ὑπόδημά μου. Ἐσβήσαμεν τὸ κηρί, καὶ τὸ ἔβαλα ἐγὼ στὴν τσέπη μου. Ἀνέβημεν τὸν μικρὸν ἀνηφορίσκον ἕως τὸν ζυγὸν τῶν δύο βουνῶν, μεταξὺ τῶν δύο ὑψωμάτων τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου καὶ τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου. Ἐκεῖ ἐκατηφορίσαμεν, διὰ νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Κεχριάν.

Τὸ φεγγάρι, ἥμισυ καὶ κάτι, ἔγερνε πρὸς τὸν Ἀραδιᾶν, τὸν δρυμῶνα, κ’ ἐχαμήλωνεν, ἐχαμήλωνεν. Ἀντικρὺ εἰς τὸ Πήλιον ἔμελλε νὰ κρυφθῇ μετὰ μίαν ὥραν τὸ πολύ, ἀλλὰ πρὶν νὰ κρυφθῇ, θὰ ἔχανε σχεδὸν τὸ φέγγος του, ὅσον θὰ ἐκοντοζύγωνεν εἰς τὸ μέγα βουνόν. Αἱ δρύες τοῦ Ἀραδιᾶ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔρριπτον τὴν σκιάν των πρὸς τὸν οὐρανόν, καὶ τὸ φεγγάρι ἐθόλωνεν, ἐθόλωνε.

Ἐγὼ εἶχα τὴν ἰδέαν ὅτι ὁ Κωστὴς θὰ ἤξευρε καλύτερ’ ἀπὸ ἐμὲ τὸν δρόμον, ὡς νέος, καὶ κατοικῶν διαρκῶς εἰς τὸν τόπον. Ἐκεῖνος ἐφρόνει ὅτι ἐγὼ θὰ ἐνθυμούμην καλύτερα τὰ κατατόπια, ὡς παλαιός, καὶ ἀγαπῶν τὰ ἐξωκκλήσια. Ἀλλ’ εἶχα δέκα χρόνια νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, ὁ δὲ Κωστής, ἂν καὶ βαθυκτήμων, δὲν εἶχεν ἐλαιῶνα πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος, καὶ δὲν ἐσύχναζεν. Οἱ δρομίσκοι τῆς ἐξοχῆς εἶναι σκολιοὶ καὶ ἄτακτοι. Ἄλλος καταπατεῖ τοῦ γείτονος τὸ κτῆμα, ἢ τὸ δημοτικόν, ἢ τὸ μοναστηριακόν, καὶ ὠθεῖ τὸν δρόμον πάρα ἔξω, ἄλλος ἀνοίγει μονοπάτι ὅπου φθάσῃ, μέσα εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ συντομεύει τὸν δρόμον, ἄλλος κτίζει καλύβην, στρώνει ἅλωνα, καὶ κατασκευάζει φράκτην πρὸς τὸ συμφέρον του. Καὶ τὸ φεγγάρι ἐχαμήλωνε. Τέλος ἐχάσαμεν, ὡς εἰκός, τὸν δρόμον. Ἔβγαλα τὸ σπαρματσέτον, καὶ τὸ ἤναψα. Ἐτρεπόμεθα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἐγυρίζαμεν ἀποδῶ κι ἀποκεῖ, ἐκεῖνος καβάλα, ἐγὼ πεζός. (Ὁ Κωστὴς μοῦ ἐπρότεινε φιλοφρόνως νὰ κατέλθῃ καὶ νὰ ἱππεύσω, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν συνηθίζω ποτὲ τὸ τοιοῦτον εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν μου.)

Τέλος ὁ Κωσταντὴς κατῆλθεν ἐξ ὕψους τοῦ ὑποζυγίου του, μοῦ ἐπῆρε τὸ κηρί, κ’ ἐκοίταζε νὰ εὕρῃ τὸν δρόμον. Ὕστερα εἶπεν ὅτι τὸν ηὗρε, ἔσβησε τὸ κηρί, τὸ ἔβαλεν δὲν ἠξεύρω ποῦ, καὶ ἵππευσε πάλιν.

Καὶ πάλιν ἀπεπλανήθημεν. Ἐκοντεύαμεν ὣς τόσον νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Παναγίαν. Μᾶς ἐφαίνετο ὅτι ἐβλέπαμεν κάτι ν’ ἀσπρίζῃ κάτω ἐκεῖ, εἰς τὸ βάθος τῆς κοιλάδος, κάτι ὡς κτίριον, ὡς ἐκκλησίαν, ὡς μοναστηράκι· μίαν ἀκτῖνα ὡσὰν ἀπὸ πῦρ καταυλισμοῦ ἀνθρώπων ἀγρυπνούντων, ἀλλὰ τὸν δρόμον δὲν τὸν εὑρίσκαμεν· πῶς νὰ κατέλθωμεν ἐκεῖ; ᾘσθάνθημεν ὅτι ἐπέσαμεν δέκα πήχεις κάτω ἀπὸ τὸ ἐπίπεδον, ὅπου ἦτο τὸ μικρὸν παλαιὸν μονύδριον. Ἐφθάσαμεν εἰς ἄβατον. Οὔτε ἐμπρὸς οὔτε πίσω. Ὁ Κωσταντὴς ἐπέζευσε καὶ πάλιν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σαμαρίου, καὶ μοῦ ἐζήτει τὸ κηρίον, διὰ ν’ ἀνάψῃ νὰ βρῇ τὸν δρόμον. Ἀλλ’ ἐγὼ ἐνθυμούμην ὅτι δὲν μοῦ εἶχε δώσει τὸ κηρίον. Τέλος ἔψαξεν εἰς τὸν κόρφον του, εἰς τὶς τσέπες του, εἰς τὸ ζεμπίλι, καὶ τὸ ηὗρε δὲν ἠξεύρω ποῦ. Ἔτριψεν ἓν πυρεῖον, δύο, τρία, πέντε, ἀλλὰ τοιοῦτον ἀεράκι, ἀπόγειον, ἐξήρχετο ἀπὸ τὸ βουνόν, ὥστε τὰ σπίρτα ἔσβηναν πρὶν ν’ ἀνάψουν. Τέλος κατώρθωσε ν’ ἀνάψῃ τὸ κηρί, ἀλλὰ μετὰ μίαν στιγμὴν τὸ ἔσβησε τὸ ἀεράκι.

Τέλος ὁ Παπᾶς ―τοιοῦτον παρατσούκλι ἔφερεν εἷς κηπουρός, ὅστις ἦτο εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, δὲν ἠξεύρω διατί ὁ αὐτὸς ἐκαλεῖτο καὶ Σκαρλᾶτος, ἀλλὰ τὸ καθαυτὸ ὄνομά του δὲν κατώρθωσα νὰ τὸ μάθω― μᾶς ᾐσθάνθη ὅτι εὑρισκόμεθα πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, καὶ ἦλθεν εἰς βοήθειάν μας προτοῦ νὰ φωνάξωμεν ― διότι ἐντρεπόμεθα νὰ φωνάξωμεν. Ἦλθε καὶ μᾶς ἀνέβασε πρὸς τὰ ἐπάνω, καὶ μᾶς ὡδήγησεν εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κεχριάν.

Ὁ Γούμενος, νεαρὸς ρασοφόρος τὸν ὁποῖον εἶχε στείλει ὁ νεοχειροτόνητος Ἐπίσκοπος, εἶχε κοιμηθῆ, ἀφοῦ εἶχε κάμει ἑσπερινόν, διαρκέσαντα ἕως τὴν δεκάτην ὥραν. Ἦτο παρὰ μικρὸν μεσάνυχτα, ὅταν ἐφθάσαμεν. Ὁ Γούμενος δὲν ἐγνώριζε τὰ παλαιὰ ἔθιμά μας καὶ δὲν τὰ ἠσπάζετο. Τὰ κελλία κατερειπωμένα, ἓν μόνον εἶχεν ἀνακαινισθῆ ἐσχάτως, δαπάνῃ ἑνὸς κοσμικοῦ χριστιανοῦ. Ὁ ὀλίγος κόσμος, ὅστις εἶχεν ὁδοιπορήσει πρὸς τὰ ἐκεῖ διὰ νὰ ἑορτάσῃ τὰ Ἐννιάμερα τῆς Παναγίας ―τριάντα περίπου εὐλαβεῖς οἰκοκυράδες, καὶ ἄνδρες δέκα ἢ δεκαπέντε καὶ ἄλλα τόσα παιδιά― εἶχαν ὑπάγει διὰ ν’ ἀγρυπνήσουν ― ἄλλως, ποῖος θὰ ἐκόμιζε ροῦχα διὰ νὰ κοιμηθῇ; Καὶ ποῖος θὰ ἐπήγαινε διὰ νὰ κοιμηθῇ ἐν ὑπαίθρῳ; Ὁ Γούμενος εἶχε κοιμηθῆ στὸ κελλί.

Ὁ Γιώργης τὸ Μπονακάκι, ψάλτης, ὅστις εἶχεν ὑπάγει ἀφ’ ἑσπέρας, μ’ ἐπληροφόρησεν ὅτι ὁ πάτερ Γεράσιμος εἶχεν ὑποσχεθῆ νὰ σηκωθῇ μετὰ μίαν ὥραν καὶ ν’ ἀρχίσῃ τὸν ὄρθρον. Καλά. Σημείωσις ὅτι τὸ παλαιὸν μονύδριον τῆς Κεχριᾶς ἦτο προσκολλημένον ὡς Μετόχι εἰς τὸ πάλαι ποτὲ σεβάσμιον κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, κ’ ἐκεῖθεν εἶχεν ἔλθει διὰ νὰ τελέσῃ τὴν πανήγυριν ὁ παπα-Γεράσιμος.

Φωτιὰ ἦτον ἀναμμένη εἰς τὸ προαύλιον. Γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἐθερμαίνοντο εἰς τὸ πῦρ. Ἔκαμνε ψύχραν.

― Πέτε μας καμμιὰν ἱστορία γιὰ κανένα στοιχειό, χριστιανοί, εἶπα ἐγώ, κ’ ἐκάθισα πλησίον εἰς τὸ πῦρ. Ἐδῶ στὸ ρέμα, τὸν κατήφορο, πόσα στοιχειὰ ἔβλεπαν, τὸν παλαιὸν καιρόν. Ποῦ ᾽κεῖνα τὰ χρόνια!

Ἤρχισε τὸ Μαριὼ τοῦ Μουσκαδοῦ, κ’ ἡ γρια-Ἀγάλλαινα, κ’ ἡ παπαδιὰ τοῦ Μπονάκη ἡ χήρα, ἡ μήτηρ τοῦ ἱεροψάλτου, νὰ μᾶς διηγῶνται διὰ στοιχειά. Ἀλλὰ διεφώνησεν ὁ κὺρ Μενέλαγος, ὅστις δὲν λείπει ἀπ’ ὅλα τὰ πανηγύρια, κι ὁ Στέργιος τῆς Μαλαματίνας, λέγοντες ὅτι αὐτοὶ δὲν πιστεύουν τὰ στοιχειά.

Παντοῦ παρουσιάζονται Ρωμιοὶ διὰ συζήτησιν περὶ τοῦ ἂν ὑπάρχουν στοιχειά. Ἐγὼ εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ἂν εἶχα ἐξουσίαν, θὰ ἔθετα φίμωτρον.

Ἔγινε δύο ἡ ὥρα, κι ὁ Γούμενος ἐκοιμᾶτο, κι ὁ κόσμος ἐκρύωνε. Ὁ Γιώργης τὸ Μπονακόπουλο μοῦ προσεφέρθη νὰ ὑπάγῃ νὰ ξυπνήσῃ τὸν Ἡγούμενον.

― Ὄχι, μὴν τὸν ξυπνᾷς. Δὲν ἔχομε θάρρος στὸν ἄνθρωπον. Πᾶμε μέσα, κ’ ἐγὼ θ’ ἀρχίσω τὸν Πολυέλεον, διὰ νὰ πάρω τὴν μπόρα… δηλαδή, διὰ ν’ ἀναλάβω τὴν εὐθύνην. Καὶ σύ, ἄνοιξε τὸ βιβλίον σου τὸ μουσικό, καὶ κελάδει το. Ἐγὼ θ’ ἀρχίσω τὸ «Δοῦλοι Κύριον». Κατόπιν ἐσὺ ἀρχινᾷς τὸ «Λόγον ἀγαθόν». Ἐγὼ δὲν ἦρθα διὰ τὸν Πολυέλεον· ἦρθα διὰ τὸ «Πεποικιλμένη».

Εἰσήλθομεν εἰς τὸν σεπτὸν ναΐσκον ― Βυζαντινόν, μὲ χηβάδας, καὶ μὲ τοιχογραφίας, καὶ ἠρχίσαμεν τὸν Πολυέλεον. Ὁ κόσμος ἔτρεξε κατόπιν μας, ἄναψαν πολλὰ κηρία αἱ γυναῖκες, κ’ ηὕραμεν θάλπος καὶ παραμυθίαν.

Μετὰ εἴκοσιν λεπτὰ ὁ Ἡγούμενος ἐπαρουσιάσθη. Εἴτε ἡ ψαλμῳδία μας τὸν ἐξύπνησεν, ἢ ἠθέλησε νὰ ἐξυπνήσῃ. Ἐπλησίασα πρὸς τὴν πύλην τοῦ ἱεροῦ τὴν βορείαν καὶ τοῦ ἐξηγήθην:

― Πάτερ, διὰ νὰ μαζωχθῇ ὁ κόσμος, καὶ νὰ ζεσταθῇ, ἐκρίναμεν καλὸν ν’ ἀρχίσωμεν τὸν Πολυέλεον, χωρὶς νὰ σᾶς βιάσωμεν εἰς τίποτε. Πιστεύω ὅτι δὲν ἠνωχλήθητε.

― Καλά, καλά.

Τέλος, ἠξιώθην νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη», καὶ τοῦτο ἀρκεῖ. Ὅταν ἐξήλθομεν ἀπὸ τὴν λειτουργίαν, περὶ τὸ λυκαυγές, ὁ Ἡγούμενος μειδιῶν μᾶς προσέφερεν ἐπὶ τῆς πεζούλας ἔξω τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐκαθίσαμεν, ροδάκινα καὶ ρακί, εὐλογίαν τοῦ Μοναστηρίου. Εἶχα ἀποποιηθῆ νὰ πίω καφέν, ὅταν μοῦ ἐπρόσφεραν αἱ γυναῖκες αἱ πανηγυρίστριαι, ἀλλ’ ὅταν ὁ Ἡγούμενος ἔστειλε τὸν πάτερ Παφνούτιον, πρῴην ὑπενωμοτάρχην, ὅστις εἶχε καλογηρέψει εἰς τὸ κελλί, καὶ μοῦ ἔφερε μεγάλην κούπαν καφέ, μοναστηριακὸν θαυμάσιον, δὲν ἠδυνήθην ν’ ἀρνηθῶ.


Ὕστερον ἔμαθα ὅτι, τὴν ὥραν ποὺ εἶχε κατεβῆ «μαχμουρλὴς» ὁ Γούμενος ἀπὸ τὸ κελλίον, μία τῶν γυναικῶν, ἡ ρηθεῖσα Μαριὼ τοῦ Μουσκαδοῦ, τὸν ἐπλησίασε καὶ τοῦ εἶπε:

― Γέροντα, νὰ μοῦ κάμῃς μιὰ παράκληση, σὰν ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία.

― Δὲν λὲς αὐτουνοῦ ποὺ εἶναι μέσα νὰ σοῦ τὴν κάμῃ; ἀπήντησεν ὁ Γούμενος.

Ἐννοοῦσεν ἐμέ.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΑUDIOBOOK:



3.5.25

Δολοφονήθηκε από σατανιστές μέσα στο Ναό! Ο Άγιος Νεομάρτυς π. Ιωάννης της Σάντα Κρουζ 18.5 - Η ασματική του ακολουθία + ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου

 

Δολοφονήθηκε από σατανιστές μέσα στο Ναό! Ο Άγιος Νεομάρτυς π. Ιωάννης της Σάντα Κρουζ 18.5 - Η ασματική του ακολουθία + ΒΙΝΤΕΟ

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου


ΤΟ ΦΤΩΧΟΠΑΙΔΟ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ
: Ο Άγιος Νεομάρτυρας πατήρ Ιωάννης της Σάντα Κρούζ γεννήθηκε το 1937 στο χωριό Αποίκια της Άνδρου και λεγόταν Καρασταμάτης. Η ατμόσφαιρα του χωριού ήταν ποτισμένη με τον Ορθόδοξο τρόπο ζωής, μιας που οι κάτοικοι του χωριού ήταν πιστοί κι ακολουθούσαν πάντα το πρόγραμμα της εκκλησίας. Αυτό επηρέαζε βαθύτατα τον νεαρό Ιωάννη που έβλεπε μέσα στην άδολη καρδιά του να ανάβει ο πόθος για τον Θεό. Σαν αγόρι που έζησε τα παιδικά του χρόνια στο νησί της Άνδρου, είδε πολλά θαύματα που ο Θεός έκανε στην καθημερινή ζωή των συγχωριανών του. Είδε την δύναμη της προσευχής και δυνάμωσε την πίστη του στον Θεό. Αν και δεν παρακολούθησε οποιοδήποτε θεολογικό σχολείο, ήθελε από μικρός να γίνει ιερέας. Σε ηλικία 20 ετών πήγε μετανάστης στην Αμερική όπου και δημιούργησε οικογένεια. Συγκεκριμένα, πέντε χρόνια αργότερα παντρεύτηκε μια Ελληνίδα της εκεί κοινότητας, την Αθανασία Ματσέλη. Έγινε σύντομα πατέρας δύο παιδιών, της Μαρίας και του Φωτίου.

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΟΣΥΝΗ: Οι πόλεις, όμως, στις Η.Π.Α ήταν σε πλήρη αντίθεση με αυτό που έζησε στο χωριό του τα παιδικά του χρόνια. Όλες αυτές οι αναμνήσεις δεν έφυγαν ποτέ από το μυαλό του στην νέα γη που έζησε. Με την υποστήριξη και την ενθάρρυνση του Ιερέα Γεωργίου Βογδάνου, ενός ιερέα που διείδε στο πρόσωπο του Ιωάννη ακεραιότητα και ζήλο ενός αληθινού ιερουργού χειροτονήθηκε διάκονος το 1971 με την ευλογία του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου, ο οποίος τον υποστήριξε σε αυτήν του την προσπάθεια. Δεδομένου ότι και η αγάπη του για την εκκλησία και η αγάπη για το ποίμνιο ήταν τόσο προφανείς, μετά από μερικές εβδομάδες χειροτονήθηκε ιερέας από τον επίσκοπο Μελέτιο Χριστινόπολης του Σαν Φρανσίσκο. Εξυπηρέτησε αρχικά την ελληνική Ορθόδοξη κοινότητα στο Anchorage της Αλάσκα, στο έδαφος του Αγίου Γερμανού που ευλαβείτο πολύ. Αργότερα, τοποθετήθηκε στη κοινότητα του ST George του Βανκούβερ, στον Καναδά, και έπειτα σε άλλη κοινότητα, στο Αναχάιμ της Πενσυλβανία. Τελική του τοποθέτηση ήταν η περιοχή της Santa Cruz στην Καλιφόρνια, μια περιοχή που είχε ονομαστεί έτσι από τους Ισπανούς ιεραποστόλους [παπικούς μισσιονάριους].


ΣΤΗ ΣΑΝΤΑ ΚΡΟΥΖ: Επειδή η ορθόδοξη κοινότητα στη Santa Cruz ήταν πολύ μικρή για να αποκτήσει αμέσως έναν ναό, ο πατήρ Ιωάννης άρχισε να εξυπηρετείται για την θεία λειτουργία σε μια κοντινή πόλη που λέγεται Aptos, στο παρεκκλήσι μιας φτωχής μονής. Οι καλόγριες σε αυτό το μοναστήρι του έδιναν την εκκλησία αργότερα από το κανονικό γιατί την χρησιμοποιούσαν αυτές το πρωί. Οπωσδήποτε ο πατήρ Ιωάννης ήξερε ότι είχε πολλή εργασία να κάνει. Απογοητεύθηκε μερικές φορές από την έλλειψη ενεργού ενδιαφέροντος μεταξύ του ποιμνίου του. Είχε πάντα μια δυνατή πίστη και δεν του άρεσε ποτέ η χλιαρότητα στην καρδιά των πιστών. Έτσι λοιπόν, στόχος του ήταν να αναζωογονήσει αυτήν την πίστη μέσα σε κάθε ένα από τους ενορίτες του, έτσι ώστε οι ίδιοι να αγωνίζονται με ζήλο για τη βασιλεία των Ουρανών. Πίστευε μέσα του ότι αυτό είναι αναγκαίο για κάθε πιστό μέλος της Εκκλησίας. Ήξερε όμως ότι για να πετύχει αυτό τo στόχο έπρεπε να το κάνει σιγά σιγά. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να απαιτήσει πάρα πολλά αμέσως, αλλά έπρεπε να είναι ευγενικός και υπομονετικός, ένας ιερέας όλο αγάπη, κοντά στις αδυναμίες του ποιμνίου του, ώστε αυτοί να μη συντριβούν και αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την Ορθόδοξη πίστη, ακούγοντας τις ποικιλώνυμες σειρήνες της εποχής. Το χάσμα μεταξύ του ποιμένα και των λογικών προβάτων έπρεπε να γεφυρωθεί βαθμιαία, και ο πατήρ Ιωάννης έπρεπε να φέρει θερμή πίστη στις καρδιές του ποιμνίου του με προσευχή και προσοχή. Κάποτε, βέβαια, ο πατήρ Ιωάννης μιλούσε και με τόνο επίπληξης για να αφυπνήσει το εκκλησίασμα από τον πνευματικό ύπνο. Αλλά συνήθως τους ενέπνεε με την πραότητά του και τον ήρεμο χαρακτήρα του.

ΚΤΙΣΙΜΟ ΝΑΟΥ: Σύντομα, ο πατήρ Ιωάννης έφερε στο ποίμνιό του την επιθυμία να κτίσουν τη δική τους εκκλησία. Έτσι, συγκέντρωσαν ένα σεβαστό χρηματικό ποσό και αγόρασαν ένα κτήριο για το σκοπό τους. Αυτό ήταν προηγουμένως ένα ερειπωμένο σπίτι στη Santa Cruz, απέναντι από την δημόσια βιβλιοθήκη και στο καλύτερο μέρος της πόλης για ιεραποστολική δραστηριότητα. Το μεγάλο και ψηλό κτήριο χρειαζόταν πολλή εργασία για να μετατραπεί σε εκκλησία. Ο πατήρ Ιωάννης έκανε ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής εργασίας ο ίδιος. Όταν ολοκληρώθηκε ο ιερός Ναός, στη μνήμη του μεγίστου των Προφητών, του Ηλία, έγινε ένα πνευματικό καταφύγιο, στο κέντρο της πόλης Santa Cruz, ένα κέντρο ορθόδοξης ομολογίας σε μια περιοχή, τυπική του Δυτικού κόσμου, όπου οι άνθρωποι ήταν απομακρυσμένοι από τον Θεό.


   ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ: Ο πατήρ Ιωάννης δεν θέλησε με κανένα τρόπο η Ορθόδοξη κοινότητά του να είναι μια κλειστή κοινότητα που να αναφέρεται μόνο στις λιγοστές [75-80] ελληνικής καταγωγής οικογένειες, άλλα έψαχνε πάντα και χαίρονταν να ανακαλύπτει νέες καρδιές, οποιεσδήποτε ένθερμες νέες ψυχές που έρχονταν σε αναζήτηση του αληθινού χριστιανισμού. Άλλωστε η πόλη αυτή δεν είχε μόνο σκοτεινά στοιχεία αλλά και ιδεαλιστές νέους που επιθυμούσαν κάτι ανώτερο και πνευματικότερο από τις αμερικανικές αξίες του υλισμού και του ανταγωνισμού. Μάλιστα, ώσπου να κτιστεί ο Ιερός Ναός, μια μικρή αλλά σημαντική ʺορθόδοξη μαγιά” είχε αρχίσει ήδη να εμφανίζεται στο εκεί Πανεπιστήμιο. Αυτό ήταν κυρίως αποτέλεσμα της ιεραποστολικής εργασίας, του Ιερομονάχου Αναστασίου πρωτίστως, που θυσίασε αρκετά έτη της ζωής του στο δόσιμο της Ορθοδοξίας στους νέους, αλλά και του πατρός Σεραφείμ. Μέσω αυτών των “σκευών εκλογής” του Κυρίου, πολλοί σπουδαστές στη Santa Cruz αγκάλιασαν την Ορθόδοξη πίστη και αφιέρωσαν τις ζωές τους στην διακονία του Χριστού. Ο πατήρ Αναστάσιος και ο πατήρ Σεραφείμ ζούσαν σε μοναστήρια μακριά από το πανεπιστήμιο και έτσι οι Ορθόδοξοι σπουδαστές πήγαιναν στον πατέρα Ιωάννη και στο Ναό του για να ενισχυθούν πνευματικά. Ο πατήρ Ιωάννης τους χαιρετούσε πάντα με ένα ακτινοβόλο χαμόγελο και με μια θερμή αγάπη, βλέποντας στα νέα πρόσωπά τους τον ενθουσιασμό που θα είχαν για να κρατήσουν την Ορθοδοξία ζωντανή για τις μελλοντικές γενιές. Έτσι αυξήθηκε η πίστη τους, ενώ όλο και περισσότερες νέες ψυχές γνώριζαν την Ορθοδοξία. Δεδομένου, όπως προείπαμε, ότι η εκκλησία του Προφήτη Ηλία ήταν στο κέντρο της πόλης, οι άνθρωποι προσέτρεχαν από παντού γείτε ια να υποβάλουν τις ερωτήσεις τους είτε να προσφέρουν τις καλές τους υπηρεσίες. Ο πατήρ Ιωάννης είχε πάντα ανοικτές τις πόρτες και ήταν πάντα διαθέσιμος για κάθε ανάγκη. Οι άνθρωποι της Santa Cruz τον εμπιστεύονταν πλήρως γιατί το μέτρο της αγάπης του αγκάλιαζε τον οποιονδήποτε. Είχε μεγάλη αγάπη για τους φτωχούς, και ήταν χρήσιμος σε όλους όσους του ζητούσαν βοήθεια ανεξάρτητα από την θρησκεία τους. Δεν ήταν σπάνιο να τον ξυπνούν τα άγρια μεσάνυχτα και να ζητήσουν την βοήθεια του άνθρωποι ενδεείς. Κανένα δεν απέρριπτε, τους έδινε πάντα ελεημοσύνη και ένα γεύμα. Μάλιστα πολλές φορές οι δικοί του φοβούνταν τους κακοποιούς της νύχτας και τον συμβούλευαν να προσέχει. Στη Santa Cruz, όπως σε κάθε τυπική πόλη του άκρατου δυτικού οικονομικού ανταγωνισμού, υπήρχαν άνθρωποι που είχαν απωλέσει κάθε ελπίδα, και ζούσαν μια ζωή περιπλάνησης και μοναξιάς. Άνθρωποι περιθωριακοί που στον πατέρα Ιωάννη έβλεπαν το τύπο του Χριστού.

ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ: Παρ΄ ότι έζησε χρόνια στην Ελλάδα, δεν ήταν καθόλου εθνοκεντρικός. Έλεγε ότι ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός δεν ήταν μόνο για τους Έλληνες αλλά ήταν περισσότερο καθολικός (για όλους). Η αγάπη του για το Θεό τον έκανε να γίνει ένας ενθουσιώδης ιεραπόστολος για όλους τους κατοίκους των διαφόρων εθνοτήτων που ζούσαν εκεί. Έτσι πήγαινε στα δημόσια πάρκα όπου με ομιλίες, με βυζαντινές μελωδίες και συζητήσεις γνώρισε στους Αμερικανούς, κυρίως σε νέα παιδιά, ακόμη και άλλων δογμάτων ή θρησκειών, τις αλήθειες της πίστεως. Στηρίχθηκε σταθερά στην ανόθευτη Ορθόδοξη πίστη και απέρριπτε τις ψεύτικες οικουμενικές κινήσεις των ημερών του [οικουμενισμό και τα τοιαύτα]. Με την ένθερμη ποιμενική του εργασία προσπαθούσε να μετατρέψει πολλούς ανθρώπους που ήταν απλά βαπτισμένοι Ορθόδοξοι χριστιανοί και όπου οι δέσμευση τους με την εκκλησία ήταν τελείως εξωτερική και τυπική να συμμετέχουν ενεργά σε όλες τις δραστηριότητες της. Επειδή ο πατήρ Ιωάννης δεν ήταν ένας τυπικός ιερέας μπόρεσε και κέρδισε το να φέρνει το ποίμνιο του αληθινά κοντά στην εκκλησία. Με την πίστη του κατέδειξε ότι η Ορθοδοξία δεν είναι απλώς ένα τελετουργικό σύστημα ούτε ένα σύστημα από δόγματα, άλλα μια πράξη ζωής που οδηγεί τον άνθρωπο στη σωτηρία. Τα κηρύγματα του ήταν πάντοτε πύρινα και απέπνεαν αγάπη προς το Θεό και τους ανθρώπους.

ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ: Ο πατήρ Ιωάννης μιλούσε για την σύγχυση που προκαλείται όταν ξεχνούν οι άνθρωποι το Θεό και ακολουθούν τις φίλαυτες επιθυμίες που πηγάζουν από τον ανθρώπινο εγωισμό. Προέβλεπε τους σπόρους της ερχόμενης καταστροφής τη γενική κατάπτωση των χρόνων μας, τις διαστρεβλώσεις της χριστιανικής αλήθειας, και τον ενθουσιασμό των ανθρώπων στους συνεχώς αυξανόμενους ναούς του Σατανά, που στις Η.Π.Α., δυστυχώς πολλαπλασιάζονται! Οι άοκνες προσπάθειες του πατέρα Ιωάννη άρχισαν να προκαλούν τις κακόβουλες ενέργειες των ανθρώπων που μισούσαν τον Θεό. Ο Κύριος εξάλλου είχε πει: “εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν” (Ιωάν. ιε΄20). Η ανοιχτή και προς όλους ποιμαντική εργασία του πατέρα Ιωάννη και η θέση του Ναού, τον κατέστησε πιο προσιτό όχι μόνο σε εκείνους που είχαν ανάγκη από βοήθεια, αλλά και σε εκείνους που επιθυμούσαν να καταστρέψουν όλη αυτήν την αγία του προσπάθεια. Έτσι, μερικούς μήνες πριν από το θάνατο του στην εκκλησία του άγνωστοι οπαδοί του σατανά, χρωμάτισαν το ʺ666ʺ και το σατανικό αστέρι (πεντάλφα) στη μπροστινή είσοδο του ναού. Όταν η βεβήλωση ανακαλύφθηκε, ο πατήρ Ιωάννης έμεινε απτόητος. Αργότερα έλαβε και ανώνυμες απειλές, αλλά παρέμεινε και πάλι βράχος. Είχε γενναίο φρόνημα και βαθιά πίστη. Δεν ήταν ένας ποιμένας που είδε την ιεροσύνη και την ποιμενική εργασία σαν επαγγελματική αποκατάσταση. Δεν ήταν διατεθειμένος επ΄ ουδενί να φύγει ή να κρυφτεί μπροστά στη θέα των άθεων ʺλύκων.ʺ Μάλλον, αποδείχθηκε πιστός ποιμένας Χριστού, πρόθυμος να θυσιάσει των εαυτό του για το ποίμνιο του και για την αγάπη του γι’ αυτό, δείχνοντας πάλι τύπος Κυρίου.

ΟΙ ΚΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ: Στην Άνδρο, είναι γνωστό ένα θαύμα που συμβαίνει κάθε χρόνο με τους κρίνους της Παναγίας. Όταν είναι η εποχή ανθοφορίας των κρίνων, πηγαίνουν τα άνθη στην Εικόνα της. Αργότερα, όπως είναι φυσικό, αυτά ξεραίνονται και πέφτουν, ενώ απομένει το ξερό τους κοτσάνι. Οι πιστοί αφήνουν έτσι ξερά τα κοτσάνια στην Εικόνα Της και όταν έρθει η γιορτή της, κάθε χρόνο, (Κατάθεσις της Τιμίας Εσθήτος εν Βλαχέρναις) την 2α Ιουλίου, αυτά ανθίζουν και βγάζουν μπουμπούκια! Ο πατήρ Ιωάννης μιας και έζησε μικρός στο νησί γνώριζε το θαύμα αυτό. Ήρθε λοιπόν ένα καλοκαίρι στο νησί, πήγε στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου και ζήτησε από τον Γέροντα Δωρόθεο κρίνους της Παναγίας. Πήρε, λοιπόν, μερικά ξερά κοτσάνια και τα πήγε στην Αμερική. Τα έβαλε στην Εικόνα της Παναγίας και αυτά άνθισαν ξανά. Άρχισε σιγά – σιγά ο κόσμος να θερμαίνεται στην πίστη και να προσκυνούν την χάρη της Παναγίας.

ΤΑ ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ: Ο πατήρ Ιωάννης ήταν γενικά μία ευαίσθητη και όμορφη ψυχή. Συχνά έγραφε και θρησκευτικά ποιήματα, ενώ τον συγκινούσαν τα θαύματα της Παναγίας και οι βίοι των Αγίων. Ζητούσε συχνά από τον Γέροντα Δωρόθεο στην Άνδρο, να του στέλνει βιβλία για να κάνει κηρύγματα. Όταν αργότερα ξαναήρθε στην Άνδρο η πρεσβυτέρα του πήρε κρίνους, τους φύτεψε στην Αμερική και όταν άνθιζαν τους έβαζαν στην Παναγία, και γινόταν και εκεί πάντοτε το ίδιο θαύμα. Ο λευίτης αυτός του Θεού συχνά μιλούσε στο εκκλησίασμά του στην Αμερική για ένα θαύμα που έζησε μικρός στο μοναστήρι του Α. Νικολάου στο νησί του. Εκεί στο Μοναστήρι της ιδιαιτερής του πατρίδας, μία Εικόνα της Παναγίας είχε αρχίσει να ρέει αίμα και μύρο. Ο πατήρ Ιωάννης μιλούσε με θείο ζήλο για το θαύμα αυτό αλλά και άλλα θαύματα της Παναγίας. Άρχισαν τότε να γίνονται Ορθόδοξοι και Αμερικανοί προερχόμενοι από άλλα δόγματα. Κι ενώ οι απειλές για τη ζωή του συνεχίζονταν, εκείνος έγινε πιο φλογερός ακόμη, λέγοντας μάλιστα, όταν διάφοροι τον προειδοποιούσαν: «Όσο τα μάτια μου έχουν νερό εγώ θα κηρύττω τον Χριστό και την Ορθοδοξία». Συνιστούσε στους χριστιανούς να προφυλαχθούν από τις παγίδες του αντιχρίστου και να μην πάρουν το χάραγμα και, τότε, άρχισαν να γίνονται πιο έντονα τα απειλητικά τηλεφωνήματα για την ζωή του, όμως αυτός δεν λογάριαζε τίποτα!


Ο ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
: Την Παρασκευή 17 Μαΐου 1985, το βράδυ, πήρε τηλέφωνο τον Γέροντα Δωρόθεο στην Άνδρο και του ζητούσε πληροφορίες για τα θαύματα της Παναγίας της Μυροβλύτισσας γιατί ήθελε να κάνει ένα σχετικό κήρυγμα την Κυριακή. Την επομένη [18/5] ο πατήρ Ιωάννης ήταν μόνος του στο σπίτι μαζί με τον γιο του Φώτιο. Η πρεσβυτέρα είχε πάει στο σπίτι της κόρης τους Μαρίας, η οποία εκείνες τις μέρες είχε γεννήσει. Το αγόρι βγήκε για λίγο έξω με τους φίλους του και ο πατήρ Ιωάννης πήγε στην Εκκλησία να την ετοιμάσει για την επομένη και να συντάξει το κήρυγμα. Το αγόρι γύρισε αργά στο σπίτι, είδε ότι ο πατέρας του έλειπε και πήγε ανήσυχο να τον βρει στην Εκκλησία. Και τότε αντίκρισε το φοβερό θέαμα: Ο πατέρας του ήταν κατακρεουργημένος και αγνώριστος. Τον είχαν βρει μόνο του και τον βασάνισαν χτυπώντας τον στο κεφάλι με σφυρί, ενώ το σώμα του το κατακρεούργησαν με μαχαίρι. Του είχαν μάλιστα κόψει τα δάκτυλα των χεριών του! Και όπως διαπίστωσε η αστυνομία, όταν εκείνος σπαρταρούσε, πήραν τον σταυρό του με την αλυσίδα και τον έπνιξαν. Το μαρτυρικό του αίμα, που χύθηκε από τις πληγές του και πλημμύρισε το δάπεδο του Ιερού Ναού, το χρησιμοποίησαν για να γράψουν δικά τους συνθήματα στους τοίχους του Ιερού Ναού και τα σύμβολα του σατανά. Ήταν σατανιστές! Κατά την κηδεία του π. Ιωάννη, επειδή το λείψανο του Αγίου ήταν παραμορφωμένο και το πρόσωπό του δεν μπορούσαν να το αντικρίσουν, αφού του φορέσανε την καλή του χρυσοκέντητη στολή, σφραγίσαν και το φέρετρο.

ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ: Ο Άγιος ιερέας μαρτύρησε στο σημείο που φωτογραφήθηκε με τον σταυρό στο χέρι. Κι αυτό δείχνει σαν προορατικό θαύμα για το τι θα επρόκειτο να επακολουθήσει [Θα ήταν σύντομα "Νεκρός": η στάση του σ' αυτή τη φωτογραφία, με το σταυρό στο χέρι και μπροστά στο στήθος του, είναι πανομοιότυπη με τη στάση που έχουν συνήθως στις ορθόδοξες εικόνες οι μάρτυρες]. Όμως, πριν το μαρτυρικό θαύματα του αγίου αυτού λειτουργού του Υψίστου, συνέβησαν τρία ακόμη θαυμαστά γεγονότα: Πρώτα, οι ανθισμένοι κρίνοι της Παναγίας, μία βδομάδα πριν μαρτυρήσει, πέσαν όλοι ξαφνικά και από τότε δεν έχουν ξανανθίσει! Έπειτα, η εικόνα της Θεοτόκου δάκρυσε και το δάκρυ υπάρχει ακόμα και σήμερα πάνω στην εικόνα. Τέλος, επί τρεις συνεχείς Κυριακές προ του μαρτυρίου του, κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, έλαμπε το πρόσωπό του και σκορπούσε αχτίνες ενώ το παιδί, το “παπαδάκι”, που του έδινε το ζέον και είδε το παράδοξο αυτό φαινόμενο, επιτιμήθηκε αυστηρά για να μην φανερώσει τίποτα.

ΟΙ ΦΟΝΕΙΣ: Η αστυνομία ερεύνησε για τους φονείς του Αγίου και βρήκαν τρία άτομα ένα ανδρόγυνο και τον γιο του άνδρα από άλλη γυναίκα. Ήταν “ιερείς” του σατανά και, όταν τους συνέλαβαν, ήπιαν δηλητήριο [από κόμπρα] και οι δύο πέθαναν, ενώ ο τρίτος, που “σώθηκε” από το θάνατο, έχασε τα λογικά του και δεν μπορούσε κανείς να συνεννοηθεί μαζί του.

ΤΑ ΑΜΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΕΝΑ ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ: Όταν έμαθε ο Γέροντας Δωρόθεος για τον μαρτυρικό θάνατο του πατρός Ιωάννη, έγραψε στην πρεσβυτέρα του κοιμηθέντος να του στείλει στην Άνδρο τ’ άμφια του Αγίου, συγκεκριμένα αυτά που φορούσε όταν είχαν συλλειτουργήσει στο Μοναστήρι στην γιορτή του Αγίου Δωροθέου το 1981. Πέρασε καιρός, όμως απάντηση δεν έλαβε. Στις 4 Ιουλίου 1986 στο Μοναστήρι της Άνδρου τελείτο Θεία Λειτουργία, ενώ παρευρίσκοντο και πολλοί εκδρομείς από την Αθήνα. Μάλιστα, οι μοναχοί περίμεναν το μεσημέρι με το καράβι ένα πούλμαν με προσκυνητές για την αγρυπνία που θα τελείτο το βράδυ για την εορτή του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου της επομένης [Σάββατο 5/7]. Μόλις λοιπόν τελείωσε η λειτουργία, άρχισαν μόνες τους να χτυπούνε οι καμπάνες πανηγυρικά, και όλοι μοναχοί κια προσκυνητές κατελήφθησαν από φόβο και δέος. Σταμάτησαν για λίγο οι καμπάνες και άρχισαν πάλι να χτυπούνε τόσο αρμονικά που όλοι έμειναν άφωνοι. Αμέσως μετά από αυτό, έκαναν παράκληση στον Άγιο Νικόλαο, ενώ περίμεναν να φανερωθεί κάτι θαυμαστό. Ήρθαν και οι προσκυνητές με το πούλμαν και τους είπαν για το θαυμαστό αυτό γεγονός. Το απόγευμα πήρε τηλέφωνο τον Γέροντα Δωρόθεο η κόρη του πατρός Ιωάννη, η Μαρία, που είχε έρθει στην Άνδρο, ειδικά για να φέρει τ’ άμφια του πατέρα της. Τα έφερε στο Μοναστήρι και τα υποδέχτηκαν με χαρά όλοι οι προσκυνητές, τέλεσαν και αγρυπνία το βράδυ και τα έφεραν σε προσκύνηση. Οι καμπάνες χτυπούσαν στο Μοναστήρι το πρωί ακριβώς την ώρα που έμπαινε στο λιμάνι το καράβι με τ’ άμφια του Νεομάρτυρα!!

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ: Οι εμφανίσεις του ιερομάρτυρος Ιωάννου μετά τον θάνατό του είναι πάρα πολλές. Έτσι, τις παραμονές του Αγίου Νικολάου του 1986, ο Γέροντας Δωρόθεος ετοίμαζε το Μοναστήρι μαζί με μερικές γυναίκες που τον βοηθούσαν από το κοντινό χωριό. Κάποια στιγμή είδαν τον μακαριστό Ιωάννη να περπατά στην αυλή και να έρχεται προς το μέρος τους από την ανοιχτή πόρτα στην τράπεζα! Έβαλαν όλοι τις φωνές γιατί όλοι τον ήξεραν στο χωριό και τον έλεγαν: παπά – Γιάννη. Και τότε χάθηκε από μπροστά τους. Ώσπου να συνέλθουν από το ξάφνιασμα ήρθε ο ταχυδρόμος μ’ ένα δέμα από την Ελβετία το οποίο περιείχε μία εικόνα του Αγίου σκαλιστή σε ξύλο από Ορθόδοξους Ρώσους που τον τιμούν ως Άγιο. Ο πατήρ Ιωάννης είχε ζητήσει να μοιραστεί παντού η Εικόνα Του και να γίνει γνωστό το μαρτύριό του, η Ορθόδοξη ομολογία του. Το Φεβρουάριο του 1987, ο Γέροντας Δωρόθεος πήγε στην Ελβετία για εγχείρηση. Ενώ μιλούσε με τους πιστούς εκεί για τον Άγιο και το μαρτύριό του, τον είδαν να τους ευλογεί και να χάνεται. Όταν είχαν λειτουργήσει μαζί με τον Γέροντα Δωρόθεο και όταν εξομολογήθηκε ο πατήρ Ιωάννης, δώρισε το πετραχήλι του εκεί στο Μοναστήρι. Όταν πήγε στην Ελβετία ο Γέροντας Δωρόθεος ένα τμήμα από το πετραχήλι του Αγίου, που είχε μαζί του, σκόρπιζε άρρητη ευωδία στους εκεί παρευρισκομένους Στην Άνδρο, ζει ο αδελφός του Αγίου με την οικογένειά του και η γερόντισσα μητέρα του. Στην Αμερική και στην Ρωσική Εκκλησία της διασποράς τιμάται ως Άγιος και έχουν εκδώσει και ειδική ασματική ακολουθία στον Άγιο. Τα γεγονότα και τις λεπτομέρειες του μαρτυρίου του τ’ ανέφερε όλα στον Γέροντα Δωρόθεο η κόρη του Μαρία.

Η ΙΕΡΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΗ: Η μνήμη του τιμάται στις 19 Μαΐου, την παραμονή δηλαδή της εορτής της ανακομιδής των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Νικολάου. Έτσι, θα συνεορτάζεται μαζί με τον Άγιο Νικόλαο που από παιδί ο Ιωάννης αγαπούσε ξεχωριστά. Την Ευλογία Του να έχουμε όλοι μας. Αμήν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: περιοδικό: Ο Οσιος Φιλοθεος της Παρου, Τευχος 17. Μάιος-Αύγουστος 2006 Θεσ/νίκη. THE ORTHODOX WORD, MAY- JUNE 1985.

konstantinosa.oikonomou@gmail.com 


ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 




Ασματική Ακουλουθία Αγίου Ιωάννη της Σάντα Κρούζ.
Ἐν τῷ Ἑσπερινῷ

Ἦχος α΄.

Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.

Ἐν μέσῳ ἔαρος ὤφθη, ἡ σή πανήγυρις,

ἱερομάρτυς μύροις, συγκαλοῦσα πρός ὕμνον, ἔθνη ὀρθοδόξων πάσης τῆς γῆς, Ἰωάννη ἀπόστολε. Καί γάρ ἐσφάγης ἐσχάτοις ἐν τοῖς καιροῖς, κατασφάττων τόν ἀλάστορα.

Νυμφοστολίσας σοῖς πόνοις, τήν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, ἐν τῇ μονῇ Ἁγίου Νικολάου ἐφάνης, θερμός σύ ἀντιλήπτωρ, ὡς νεωστί, ἐναθλήσας στερρότατα, ὦ Ἰωάννη τῆς Ἄνδρου γόνε λαμπρέ, καί ἐν θαύμασι περίδοξε.

Ἀκούτισόν μοι φωνήν σου, τήν ἐξελαύνουσαν, λαούς ἐξ ἀπιστίας, πολυθέου τε πλάνης, δεῖξόν μοι σήν ὄψιν ἐν σταλαγμοῖς, καλλυνθεῖσαν αἱμάτων σου, ὦ Ἰωάννη, τῆς Ἄνδρου ὁ γλυκασμός, ὀρθοδόξων σφῦρα ἔνθεος.

Πρό τῆς θυσίας σου ἄφνω, τῆς Θεομήτορος, ἀνθοφοροῦντες κρίνοι, ἐμαάνθησαν, πάτερ, ὡς μέλλοντες ἀνθίζειν στέφει τῷ σᾦ, εἰς μαρτύρων ὁμήγυριν. Ὅθεν μή παύσῃ πρεσβεύων ὑπέρ ἡμῶν, Ἰωάννη θεοδόξαστε.

Δόξα.Ἦχος ΄ β.

Τά τῶν ἀρετῶν σου ὑψώματα, ἱερομάρτυς Ἰωάννη τοῦ Σάντα Κρούζ, πρός τό ὕψος τῶν ἀγγέλων ἀναδεδρούμενα, ἡμᾶς εὐφραίνουσι. Τῶν μαρτυρικῶν δέ ἄθλων σου ὁ κόσμος, ὡς υεθηλότα ἄνθη, τῷ ἡρεμαίῳ πνεύματι τῆς θυσίας, γλαφυρῶς τοῖς κλάδοις ἐπισειόμενα, μυρίζει τά πέρατα. Τῇ τοῦ ἀρχετύπου οὖν κάλλους, ὁμοιότητι στίλβων, ἱκέτευε Χριστόν τόν Θεόν, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Καί νῦν. Τῆς ἑορτῆς.

Ἀπόστιχα.

Ἦχος πλ.α΄ . Χαίροις ἀσκητικῶν.

Χαίροις ὁ ἐν τοῖς πλάνοις λαοῖς, ἱερουργήσας τῷ Χριστοῦ Εὐαγγέλιον, ὁμόζηλος ἀποστόλων, ὦ Ἰωάννη φανείς, Βαβυλῶνος μέσῳ, νέοις ἔτεσι. Σατάν γάρ ἐστόμωσας πλημμυρίδα πανώλεθρον, τῶν σῶν ρευμάτων, ἐν τοῖς αἵμασι Ἅγιε, σφυρηλάτησιν διά πίστιν δεξάμενος. Φάνηθι οὖν χριστόθυμε, προστάτης θερμότατος, ἐν εὐμενεῖ σου προσώπῳ καί ἱλαρότητι τρόπων σου, παρέχων γλυκεῖαν, τήν ὀδύνην μετανοίας καί μέγα ἔλεος.

Στίχ. Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ.

Χαίροις ὁ λαοξόος ψυχῶν, ὁ ἐγχαράξας ἐν αὐταῖς θεῖα λόγια, ἐν χρόνοις τοῖς ἡμετέροις, ἀπονευρώσας ἰσχύν, πᾶσαν ἀντιθέων ρείθροις αἵματος. Χριστοῦ γάς ἀπόλαυσις, ἐν σοί πόθου ἐγένετο, αἰτία Πάτερ, ὁλοκλήρου μεθέξεως, ἀντιδόντος σοι, ἀγαπῶντι ἀγάπησιν. Ὅθεν ἐν σοί τόν λάμποντα, μιμούμενος ἔλαμψας, ὦ Ἰωάννη τῆς Ἄνδρου, πολυτελές νεοδώρημα, πιστοῖς ὀρθοδόξοις, ὁ παρέχων κοινωνίαν, Χριστοῦ τήν ἄληκτον.

Στίχ. Οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε, ἐνδύσονται δικαιοσύνην καί οἱ ὅσιοί σου ἀγαλλιάσει ἀγαλλιάσονται.

Χαίροις ὁ ἡμετέροις καιροῖς, συγκαλεσάμενος ὀρθόδοξον σύνταγμα, πρός ὕμνησιν τῶν σῶν ἄθλων, ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς, Θεοτόκου μύστα ἱερώτατε. Τοῦ Πνεύματος μάχαιραν, ἐζωσμένος γάρ ἔτεμες, σατάν τήν πλάνην, φαρμαχθεῖσαν δι᾿ ὄφεως, τῷ σῷ αἵματι, ἐπιγράψας ἀνάστασιν. Ὅθεν πρό τῆς θυσίας σου, ἐξαίφνης ἐξήρανται, τῆς Ὑπεράγνου οἱ κρίνοι, ὡς ἐν τῷ στέφει σου μέλλοντες, ἀνθίζειν ἀξίως, Ἰωάννη διό αἴτει, ἡμῖν τό ἔλεος.

Δόξα. Ἦχος πλ.δ΄.

Ὦ καλῶν τραυμάτων καί γλυκυτάτων πληγῶν, δι᾿ ὧν ἡ χωή ἐπί τά ἐντός διαδύεται, ὥσπερ τινά θύραν ὑπανοίξασα, τήν ἐκ τοῦ βέλους τῆς θείας ἀγάπης διαίρεσιν. Καί γάρ δεχθείς, ἱερομάρτυς ἰωάννη, τριπλήν τῆς ἀκίδος ἀκμήν, τοῦ ἐκλεκτοῦ βέλους, τοῦ μονογενοῦς Θεοῦ, καί περιχρώσας σῷ αἵματι, συνεδέξω μετά τοῦ βέλους καί τόν τοξότην. Ὅτι ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἐλευσόμεθα, φησίν, καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιησώμεθα. Ὅθεν ὁ πρό ὀλίγου στόχος γενόμενος τοῦ βέλους, νῦν ἑαυτόν ἀντί βέλους ἐν ταῖς χερσί τοῦ τοξότου παρέχει, ἡμῶν τάς καρδίας καταπλήττων καί αἰτούμενος ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Και νῦν. Τῆς ἑορτῆς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Νέου Κόσμου τό φέγγος καί τῆς Ἄνδρου τό βλάστημα, Ἱερομαρτύρων τήν δόξαν, Ἰωάννην τιμήσωμεν. Σφαγείς γάρ τῷ Ναῷ ὑπέρ Χριστοῦ, ἀρτίως καταυγάζει Σάντα Κρούζ, καί συνάγει ὀρθοδόξους, ἁπανταχόθεν ἀνακράζοντας: Δόδα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ σέ προστάτην θαυμαστόν, τοῖς ἔθνεσι δείξαντι.

Καί νῦν Ἑορτῆς.

Ο Ρ Θ Ρ Ο Σ

Καθίσμα. Ἦχος α΄. Τόν τάφον σου Σωτήρ.

Ἐν κόσμῳ νυμφικῷ, ἀνελήλυθας Πάτερ, σκηνῶν μαρτυρικῶν τῆς νυκτός ἐν εκάσι, λαμπρύνας σόν μέτωπον, ἐν στεφάνῳ ὦ ἔστεψε, τοῦ Νυμφίου σου, ὁ ὑπερέξοχος ἔρως, ὅν ἱκέτευε, ὦ ἰωάννη θεόφρον, ὑπέρ τῶν τιμώντων σε.

Δόξα, καί νῦν τῆς ἑορτῆς.

Β΄. στιχολογία. Κάθισμα.

Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.

Εἰς ὀσμήν τῶν ἰχνῶν σου Πάτερ προσέδραμον, πρός ζωηφόρους κοιλάδας τῶν ἀφωτίστων φυλαί, καί γάρ ἔσταξεν ἐκ σῶν, πόνων πανθαύμαστε, μελιτώδης γλυκασμός, ὡς ἐκ πέτρας ζωηρᾶς, ὦ ἰωάννη θεόφρον, τοῦ Νέου Κόσμου προστάτης, καί τῆς Ἑλλάδος πλοῦτος ἄφθορος.

Δόξα καί νῦν. Τῆς ἑορτῆς.

Μετά τόν Πολυέλεον. Κάθισμα.

Ἦχος πλ.δ΄. Τήν σοφίαν καί λόγον.

Ἀφανίσας τῆς πλάνης τόν συρφετόν, ὡς νεβρός τῶν ἐλάφων θηρομαχῶν, τό γένος τοῦ ὄφεως, τῇ σφαγῇ ἐξηνάλωσας, ἀποστόλων τῇ ζήλῳ, ὦ Πάτερ κοσμούμενος, καί πληθύν ἀπιστούντων, συνάπτων τῷ κτίσαντι. Ὅθεν τῆς Παρθένου δεδεγμένος τά μῦρα, Νυμφίον ἠγάπησας, ὑπέρ πᾶσαν ἀπόλαυσιν, Ἰωάννη ὑπέρφωτε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τήν ἁγίαν μνήμην σου.

Δόξα, Καί νῦν. Τῆς ἑορτῆς.

Οἱ Ἀναβαθμοί. Τό α΄. ἀντίφωνο τοῦ δ΄. ἤχου καί τό προκείμενον. Οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε, ἐνδύσονται δικαιοσύνην...

Εὐαγγέλιον. Ὁ Ν΄. ψαλμός.

Δόξα: Ταῖς τοῦ ἀθλοφόρου πρεσβείαις....

Καί νῦν: Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις...

Στίχ. Ἐλέησόν με, ὁ Θεός... Ἦχος πλ. β΄.

Χριστοῦ τῆς ἐγέρσεως τῷ φωτί, ἡ μνήμη σου συνεξέλαμψεν Ἰωάννη παμμακάριστε. Πυρωθείς γάρ τήν ψυχήν, τῷ πυρί , ὅ ἦλθε βαλεῖν ὁ Χριστός ἐπί τῆς γῆς, ἐπιπαφλάζουσαν κάμινον τῶν θηριογνώμων ἀντιθέων κατέσβεσας. Ἑλκύσας τοίνυν ὄμμα Τριάδος ἀγαπητικόν, μαρτυρίῳ σου χρώμενος, ὧσπερ ἅρματι πυρίνῳ Ἠλιοῦ τοῦ Προφήτου ἀνέπτης εἰς παγχαρμόσυνον ἡμέραν, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κανόνες: Τῆς ἑορτῆς

καί τοῦ Ἁγίου.

Ὠδή α΄. Ἦχος α΄. Ἀναστάσεως ἡμέρα.

Ἰωάννη μυστιπόλε, δωρεῶν τοῦ Χριστοῦ, Ἄνδρου τό νέον θαῦμα, δίδου μοι φῶς ἐν τῷ νοΐ, ἐκ πηγῆς τῶν ἀγαθῶν, ἐν πόθῳ ψυχῆς, ὡς ἄσω τά θεῖα σου, ἀθλοφόρε παλαίσματα.

Ὡς ὀφθείς τοῦ Νέου Κόσμου, σελασφόρος ποιμήν, ἔφανας τοῖς ἐν σκότει, πεπλανημένοις καί φλογμόν, ἰνδαλμάτων τοῦ Σατάν, αἱμάτων βαφαῖς, ἠφάνισας τέλεον, Ἰωάννη ἀρτίθυτε.

Ἀναστάσεως τῷ φέγγει, καταυγάζεις ἡμᾶς, θείῳ σου μαρτυρίῳ, ὅθεν ἐν κρίνοις τῶν ὠδῶν, στέφομέν σε εὐλαβῶς, τόν πάντας εἰς ἕν, συνάξαντα χάριτι, ὀρθοδόξους πρός ὕμνησιν.

Θεοτοκίον

Ναρδοπνόοις σου ρανίσι, ἑλκυσθείς ὁ Χριστός, ἥνωσε τῇ γαστρί σου, φύσεις τάς δύο ὑπέρ νοῦν, ἀπορήτων σαρκωθείς, Παρθένε Ἁγνή, διό σέ δοξάζομεν, ὡσεί κρίνον χριστόμυρον.

Ὠδή γ΄. Δεῦτε πόμα πίωμεν.

Νέκρωσιν τυπῶν τήν τοῦ Χριστοῦ, δι᾿ ἁλύσσου σόν τράχηλον τέμνει πάγχρηστε, τοῦ σοῦ σταυροῦ κοσμηθείς, ὁρμίσκοις ἐναίμου χαρμονῆς, δι᾿ ἧς ἡμᾶς λεύκανον.

Ἤνεσας Παρθένου μυρισμούς, Ἰωάννη καί θαύματα ἀνεκύρηξας, διό Υἱοῦ σε αὐτῆς, τοῦ πάθους παρέσχε κοινωνόν, ἀκάνθαις στεφόμενον.

Νέμεις δωρεῶν μαρμαρυγάς, ἐμφανείας σου ξέναις παρέχων ἴασιν, ὦ Ἰωάννη κλεινέ, ὡς κρούεις τούς κώδωνας μηνῶν, χαράν ἀναστάσιμον.

Θεοτοκίον.

Μῦρον ὡς γεννήσασα ζωῆς, ἐν τοῖς μύροις σου Μῆτερ τῶν κρίνων ἔπνευσας, τῶν σῶν θαυμάτων ὀσμάς, δι᾿ ὧν Ἰωάννης Σάντα Κρούζ, ἐνθέως ἐμέθυσε.

Κάθισμα. Ἦχος δ΄.

Κατεπλάγη Ἰωσήφ.

Ἀκαθέκτῳ τῇ ὁρμῇ, θείας ἀγάπης ἐν σιγῇ, ἀμερίστως μερισθείς, ὤφθης θυσία λογική, ὦ Ἰωάννη θεράπον τῆς Θεοτόκου. Ὅθεν καί στεφθείς, κρίνοις αἰνέσεως, σφύραις ὡς τμηθείς, τήν κάραν πάνσεπτον, σφυρηλατεῖς τήν πίστιν τήν ὀρθόδοξον, εἰς Βαβυλῶνα ἀντίθεον. Καί νῦν δυσώπει Ἱερομάρτυς, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Καί τό τῆς ἑορτῆς.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄.

Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ἱερουργήσας τήν θυσίαν χριστομίμητον, ὦ Ἰωάννη ὤφθης Ἄνδρου ἐγκαλλώπισμα, τῆς Ἀλάσκας τε ἀπόστολος θεηγόρος. Ἀλλ᾿ ὡς ἔθυσας ψυχήν ὑπέρ προβάτων σου, νῦν παρέχεις σῶν θαυμάτων τά δωρήματα, τοῖς κραυγάζουσι, χαίροις μάρτυς πανόλβιε.

Οἶκος.

Ἀϋλων χοροστασίαι ἀνυμνοῦσιν ἐν πόθῳ, τόν μύστην Ἰωάννη τῆς Ἄνδρου. Καί γάρ διά Χριστόν σφαγιασθείς, τήν Ἐκκλησίαν λαμπρύνει ἐν θαύμασι, περέχων ταῖς λιταῖς αὐτοῦ χαρίσματα τοῖς βοῶσι:

Χαῖρε, φανέρωσις συγκράσεως θείας

Χαῖρε, ἐνστάλαξις μυστικῆς καινουργίας

Χαῖρε, τῶν σῶν φίλων ἐπακούων ἐν τάχει

Χαῖρε, σούς ἱκέτας ἐνισχύων ἐν θάλπει

Χαῖρε ἡ μυρίπνοος συστάς κρινανθέων

Χαῖρε, αἰθροβάτα ἀναβάσεων νέων

Χαῖρε, σκεῦος χρυσόνουν εὐχαριστίας

Χαῖρε, στέφος νεόπλοκον μαρτυρίας

Χαῖρε, παμποίκιλε ὠτειλαῖς θεουργίας

Χαῖρε, κατάρρυτε ραντισμοῖς εὐστοργίας

Χαῖρε, νεαφόρε καρδία εὐθεῖα

Χαῖρε, ἐξεικόνισμα θείας θυσίας

Χαῖρε, Μάρτυς νεόθυτε.

Συναξάριον.

Τῇ 19ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου νέου ἱερομάρτυρος Ἰωάννου, τοῦ θαυματουργοῦ, μαρτυρήσαντος εἰς τήν πόλιν Σάντα Κρούζ τοῦ Νέου Κόσμου, ἐν ἔτει 1985.

Καί τό λοιπόν συναξάριον ἐκ τοῦ μηναίου.

Ἐξαποστειλάριον.

Ἦχος β΄. Σαρκί ὑπνώσας.

Ἀλάσκας θεῖον φωτιστήν, ἐσχάτως ἐναθλήσαντα, τῆς Σάντα Κρούζ Ἰωάννην, νῦν ἀνυμνήσωμεν πιστοί. Καί γάρ τῆς ἀναστάσεως, τῷ φέγγει συνεξαστράπτει, τῆς Ἄνδρου τό καύχημα.

Καί τῆς τυχούσης ἑορτῆς.

Αἶνοι

Ἱστῶμεν στίχους δ΄. καί ψάλλομεν τά προσόμοια:

Ἦχος α΄. Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.

Ἡ νῆσος Ἄνδρος ἀπόδος, Χριστῷ τήν αἴνεσιν, ὡς τεθηλός γάρ κρίνον, ἐν σοί ἐκχεῖται τά μῦρα. Θεῖος Ἰωάννης τῆς Σάντα Κρούζ, ἀναστάσεως ἔαρι, εἰς νέαν γῆν χρηματίσας ἐγκαινισμός, ὀρθοδόξου ἐναθλήσεως.

Ὁ τῆς καρδίας σου οἶνος σβενύων δίψησιν, τῶν ἀλλοπίστων, Πάτερ, δι᾿ ὀρθοδοξον πίστιν. Ἐκκέχυται ὡς αἷμα ἐκ σταφυλῆς, Ἐκκλησίας τήν ἄμπελον. Ἑλισσομένης ἐν ἕλιξι θεουργοῖς, Ἰωάννη Ἄνδρου γέννημα.

Τῆς ἀληθείας τόν λόγον, σφραγίσας αἵματι, ὡς πορφυρᾷ μελάνῃ, ἐναπέγραψας Πάτερ, ἀνάστασιν Κυρίου ἐν ταῖς ψυχαῖς, καί Σταυροῦ ὡραιότητα. Ὅθεν ἀξίως ἐκλάμπεις τῆς Σάντα Κρούς, ὡς ποιμήν θεοειδέστατος.

Κατατρυφήσας τοῦ θείου, Πάτερ φιλήματος, ὑπερνεφής ἐγένου, εἰς μετέωρον δόξαν, ἐν κρίνοις τῆς Παρθένου δρέπων ὀσμάς, χαρισμάτων τοῦ Πνεύνατος. Διό ἀχύμων ἐκ κλάδων ἀνθοφορεῖς, Ἰωάννη τοῖς ὑμνοῦσί σε.

Δόξα. Ἦχος πλ΄.α.

Ἀγαλλιασώμεθα καί εὐφρανθῶμεν νῦν ἐν σοί, τῇ ἀναστασίμῳ χαρᾷ, ἱερομάρτυς Ἰωάννη τῆς Σάντα Κρούζ. Κοινή γάρ ἡμῶν, τῶν ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξων, ἐστί χαρά, τό σόν ἀγαλλίαμα. Τίς τοίνυν ἡ γινομένη διά τῆς νυκτός ταύτης μυσταγωγία; Εἵλκυσας γάρ πρός σεαυτόν, τοῦ ἀφθάρτου Νυμφίου τόν πόθον, τοῦ εἰπόνοτος, ὅτι ἐγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ. Ἀνάγκη δέ τῷ ἀγαπωμένῳ ἀποκαλύπτειν τό ἑαυτοῦ μυστήριον τῷ ἀγαπῶντι.Ὅθεν ὁμοιωθείς τῷ Δεσπότῃ ἐν τῷ πάθει, ὡμοιώθης καί τῇ δόξῃ. Πρέσβευε οὖν, ὡς ἐπιστηθίοις πτυχαῖς τοῦ Χριστοῦ ἡμᾶς ἑστιῶν, εὑρεῖν πάντας ἔλεος.

Καί νῦν. Τῆς ἑορτῆς.

Δοξολογία μεγάλη.

Εἰς τήν Λειτουργίαν κοινωνικόν:

Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος.

Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.

Ο Άγιος Αχίλλιος (15 Μαϊου) Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου

 

ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ ΑΓΙΩΝ

Ο Άγιος Αχίλλιος (15 Μαϊου)

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου



     Ο Άγιος Αχίλλιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία πριν το τέλος του 3ου αιώνα, από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Αυτοί τον ανέθρεψαν χριστιανικά και τον μόρφωσαν πλουσιοπάροχα. Μετά το θάνατο των γονέων του, μοίρασε την περιουσία τους στους φτωχούς και πήγε στους Αγίους Τόπους. Κατόπιν επισκέφτηκε διάφορα ασκητήρια όπου ασκήθηκε με νηστεία, προσευχή, αγρυπνία και άλλες χριστιανικές αρετές. Ύστερα πήγε στη Ρώμη και στη Θεσσαλία, όπου κήρυξε το Χριστό και έκανε πολλά θαύματα. Έτσι διαδόθηκε πολύ η φήμη του και όταν χήρευσε ο θρόνος της Λαρίσης, αναδείχτηκε Αρχιεπίσκοπος της (315 περίπου). Ο Άγιος έλαβε μέρος μαζί με τον Οικουμένιο Τρίκκης και το Ρηγίνο Σκοπέλου, στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια το 325, στην οποία καταδικάστηκε η αίρεση του Αρείου. Εκεί ο Άγιος θαυματούργησε, αναδεικνύοντας τη δύναμη της ορθής πίστης. Διαβάζουμε κατά λέξη σε κώδικα της Μονής Βαρλάαμ των Μετεώρων: «Τον Θεόν επικαλεσάμενος και έλαιον δι’ ευχής βλύσαι ποιεί (την πέτρα)». Μετά το πέρας της Συνόδου ο Μ. Κων/νος οδήγησε όλους τους ιεράρχες στη νέα πόλη που έκτιζε (Κωνσταντινούπολη). Εκείνοι προσευχήθηκαν στον Κύριο για να μείνει η πόλη στέρεα, ασάλευτη και ανίκητη. Ο αυτοκράτορας προέπεμψε τον Άγιο στη Λάρισα με πλούσια δώρα για ανεγέρσεις ναών και φιλανθρωπίες. Πριν αναχωρήσει ο Αχίλλιος από τη Βασιλεύουσα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μητροφάνης, που δεν παρευρέθη λόγω ασθενείας στη Σύνοδο, ακούγοντας τα κατορθώματα του Αχιλλίου ζήτησε να τον δει και όταν αυτός τον επισκέφθηκε τον τίμησε και τον μακάρισε. Όταν επέστρεψε στη Λάρισα, του ετοιμάστηκε υποδοχή στην είσοδο της πόλης από ιερείς, μοναχούς και πλήθη πιστών. Μόλις ο Άγιος έφτασε, έπεφταν στα πόδια του και ασπάζονταν τα άκρα των ιματίων του. Το ποιμαντικό του έργο συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του, περίπου το 350, ως τα πέρατα της Ελλάδας. Έτσι ο Α. Αχίλλιος θεωρείται δίκαια Ισαπόστολος, φωτισμένος, χαρισματικός, ένθεος κήρυκας του Ευαγγελίου. Ακόμα τα συναξάρια τον χαρακτηρίζουν υπερασπιστή φτωχών, πατέρα ορφανών, ευεργέτη και πρόμαχο κάθε ανάγκης1. Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η υψοποιός ταπείνωση, πράγμα που επιβεβαιώνεται με το ακόλουθο περιστατικό. Προσκλήθηκε κάποτε ο Αγ. Αχίλλιος σε μια θεσσαλική πόλη για κάποια ανάγκη της τοπικής τους Εκκλησίας. Οι κάτοικοι έκαναν μεγάλη προετοιμασία, αντάξια ενός επισκόπου, περιμένοντάς τον. Αφού ευπρέπισαν χώρους φιλοξενίας, καθάρισαν δρόμους, ετοίμασαν φαγητά, περίμεναν τον ερχομό του, που τον φαντάζονταν πάνω σε κάποιο άλογο με κουστωδία συνοδών, έναν δηλαδή ερχομό αντάξιο του αξιώματός του. Όμως, αντ' αυτών, είδαν δυο κληρικούς που έρχονταν πεζή. Οι ντόπιοι, νομίζοντας ότι ήταν προπομποί του Επισκόπου, ρώτησαν αν ο Άγιος ήταν κοντά. Όταν ο ένας από τους δυο κληρικούς είπε ότι αυτός είναι ο Επίσκοπός τους, οι απλοϊκοί κάτοικοι το εξέλαβαν ως ειρωνεία. Μετά από λίγο, κι αφού επέμεναν ρωτώντας και ακούγοντας τα ταπεινά, γλυκά του λόγια, πείστηκαν ότι αυτός ήταν ο αρχιερέας τους και θαύμασαν την ταπείνωσή του.

Όταν κατάλαβε ότι πλησίαζε η μέρα της εκδημίας του, ζήτησε να κατασκευαστεί ο τάφος του. Κάλεσε τότε κλήρο και πιστούς, τους το ανακοίνωσε και τους έδωσε τις ύστατες συμβουλές. Λίγες μέρες αργότερα, γύρω στο 350, κοιμήθηκε ειρηνικά, παραδίδοντας την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού. Οι Λαρισαίοι τον θρήνησαν πολύ και τον κήδεψαν με μεγαλοπρέπεια. Λαός και κλήρος έθαψαν το άγιο του λείψανο στον ήδη ετοιμασμένο τάφο του. Επειδή εκείνα τα πρώτα χριστιανικά χρόνια δεν συνηθίζονταν η ανακομιδή λειψάνων κι επειδή πέρασαν πολλά έτη, ενώ μεσολάβησαν βαρβαρικές επιδρομές, έμεινε ο τάφος του Αγίου άγνωστος. Όμως ο Κύριος με θαύμα του, τριακόσια περίπου έτη αργότερα, την 10η του Φεβρουαρίου, φανέρωσε το λείψανο του εκλεκτού του Αγίου. Έτσι για τα επόμενα χρόνια, μέχρι την άλωση της πόλης απ’ τους Βουλγάρους, το λείψανο και ο τάφος του Αγίου ήταν πηγή θαυμάτων στους προστρέχοντες στη μεσιτεία του. Πάνω από τον τάφο του κτίστηκε και ιερός ναός, πιθανότατα αυτός που βλέπουμε ανεβαίνοντας στο λόφο του Φρουρίου2, νότια από την οθωμανική σκεπαστή αγορά. Στα χρόνια της βουλγαρίκής ακμής, το 986, ο τσάρος Σαμουήλ άρπαξε το λείψανο του Αγίου και το τοποθέτησε σε λάρνακα στο νησάκι του Αγίου Αχιλλίου της Μικρής Πρέσπας, δημιουργώντας ένα προσκυνηματικό κέντρο για το βασίλειό του, δίνοντας συγχρόνως κύρος στην εξουσία του. Στο ίδιο νησάκι ο Σαμουήλ ανήγειρε μεγαλοπρεπή ναό, του οποίου σήμερα σώζονται τα ερείπια. Ο Βυζαντινος χρονογράφος Γεώργιος Κεδρηνός γράφει για την αρπαγή του αγίου λειψάνου: «Μετήγαγε δε (ο Σαμουήλ) και το λείψανον του Αγίου Αχιλλείου επισκόπου Λαρίσης χρηματίσαντος επί Κωνσταντίνου του μεγάλου, τη μεγάλη και πρώτη Συνόδω παρόντος, (...) και εις Πρέσπαν απέθετο, ένθα ήσαν αυτώ τα βασίλεια, οίκον κάλλιστον και μέγιστον επί τω ονόματι αυτού δομησάμενος». Από το 1981 το λείψανο του Αγίου βρίσκεται ξανά στη Λάρισα, στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Αχιλλίου.

«Χαίροις της εώας αστήρ λαμπρός, και των Λαρισαίων λαμπαδούχος και οδηγός, χαίροις ευσεβείας, λειμών ο ανθηφόρος, Αχίλλιε παμμάκαρ, Τριάδος σκήνωμα.»


1 Ματθαίος Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ε΄ έκδοση, τόμος Ε΄ ,1996, σ. 428.

2 Αποκαλύφθηκε το 1978. Σχετικά: Κ. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, γ΄τόμος (Λάρισα 2008).

27.4.25

Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα 6.5. 1974 + 2 ΒΙΝΤΕΟ [Ο βίος της και η παράκληση στην Αγία]

 


Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα 6.5. 1974 + 2 ΒΙΝΤΕΟ [Ο βίος της και η παράκληση στην Αγία]

Κωνσταντίνος Οικονόμου


   Η Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ.Χ. παντρεύεται με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 μ.Χ., απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δυο χρόνια μετά, το 1914 μ.Χ. χάνει και τον άντρα της τον οποίο τον πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε. Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.
    Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία».

   

   Το 1927 με παρότρυνση της Παναγίας πηγαίνει στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.

   Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν’ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρόσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ’ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το κεφάλι της ευωδίαζε.

    Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό, τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».

    Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.
 

 Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς... Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».

Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.

    Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Το 1967 μ.Χ., αρρώστησε βαριά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά έλεγε: «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.
 

 Η Οσία Σοφία, η «ασκήτισσα τῆς Παναγιᾶς» όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974 μ.Χ. Στις 7 Ιουλίου 1981 μ.Χ. γίνεται η πρώτη ανακομιδή των λειψάνων της, τα οποία ευωδιάζουν. Στις 27 Μαΐου 1998 μ.Χ. γίνεται η δεύερη ανακομιδή των λειψάνων της τα οποία μεταφέρονται στο μοναστήρι από το Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ. Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 μ.Χ. στις αγιολογικές δέλτους της και την 1η Ιουλίου 2012 μ.Χ., έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά.
    Στο πρώτο βίντεο, που ακολουθεί, θα ακούσουμε εκτός από το βίο της Οσίας, το ιστορικό της Ι. Μ. Κλεισούρας αλλά και θα ακούσουμε την Οσία Γερόντισσα να ψάλλει ένα ψαλτοτράγουδο στην Θεοτόκο.

ΤΟ 1ο ΒΙΝΤΕΟ - Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ: 

ΤΟ 2ο ΒΙΝΤΕΟ: Η ΠΑΡΆΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΊΑ, ΕΔΩ:



ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Οι Γαλαξίες [Β΄μέρος] + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

  Οι Γαλαξίες [Β΄μέρος] + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας-συγγραφέα ΣΥΣΤΑΣΗ ΓΑΛΑΞΙΩΝ : Όπως απέ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....