Ετικέτες - θέματα

9.8.25

Φορτωμένα κόκαλα: Κείμενο- AUDIOBOOK του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 

Φορτωμένα κόκαλα:  Κείμενο- AUDIOBOOK

του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη 

Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

   









Περιοδικό Νέα Ζωή, τεύχος 37, Οκτώβριος 1907, σελ. 643-646

Ἀνεβαίνομεν τὸ βουνὸν, πεζοὶ, μὲ τὸ γαϊδουράκι φορτωμένον, ὁ παπ’ Ἀνδρέας, ὁ καλός μας εὐχέτης, κι’ ὁ μακαρίτης ὁ Λαμιαῖος, κι’ ἐγὼ, κι’ ὁ Ἀλέκος τὸ Φωτάκι, ὁ μικρὸς καὶ πρόθυμος φίλος μας. Εἰς ὅλα ἦτον πάντοτε ἕτοιμος νὰ τρέχῃ ἀκούραστος, ὅ,τι ἤθελες τὸν διατάξει. Νὰ πάῃ στὸ χωριὸ, διὰ θέλημα, δυὸ ὧρες δρόμον, καὶ πάλι, φορτωμένος, ὀπίσω νὰ ἔλθῃ· νὰ σκουπίσῃ ὅλον τὸ ἐξωκκλήσι, καὶ τὸν αὐλόγυρον, καὶ τὰ κελλιὰ, μὲ πρόχειρον σκούπαν ἀπὸ σπαρτίνες καὶ θάμνους· νὰ τρέξῃ κάτω στὸν αἰγιαλόν, διὰ νὰ μᾶς φέρῃ πεταλίδες, καὶ κοχύλια, καὶ πετροκάβουρα, διὰ τὸ ὀρεκτικὸν δεῖπνόν μας καὶ νὰ γυρίσῃ μετὰ μίαν ὥραν μὲ μίαν ποδιὰν γεμάτην· εἶτα ν’ ἀνάψῃ φωτιάν, νὰ ψήσῃ, νὰ μαγειρεύσῃ ὅλα τὰ ἐδέσματα· καὶ νὰ ἔχῃ τὴν ἐπιστασίαν τοῦ παγουριοῦ καὶ τῆς φλάσκας, διὰ νὰ εὑρίσκωνται δροσερὰ εἰς τὸ ρεῦμα, ἀκριβῶς ὑπὸ τὴν βρύσην· εἰς ὅλα ἦτον μονάκριβος.

Ἕκτος μᾶς εἶχεν ἀκολουθήσει ὁ σκύλος τοῦ Σταμάτη τοῦ Ἀλεξανδράκη, σκύλος προωρισμένος ὀψέποτε νὰ μένῃ ἀδέσποτος. Ὁ ἄτυχος καὶ κακοκέφαλος φίλος μας, ὁ Σταμάτης, ἀφοῦ ἐμάλωσε μὲ ὅλους τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του, καὶ σχεδὸν μὲ ὅλον τὸν κόσμον, ἤρχισε νὰ πάσχῃ ἀπὸ περιοδικὰς ἀφανείας, ὁποῦ ἦσαν τὰ προανακρούσματα τῆς ὁριστικῆς ἐξαφανίσεώς του ἀπὸ τὸν μάταιον κόσμον. Πότε ἐκρύπτετο, ὡς ἔλεγαν, εἰς μίαν ἐρημικὴν σπηλιὰν, πότε ἐπήγαινε νὰ μείνῃ ὀλίγας ἡμέρας εἰς τὸ Μοναστήρι, πότε ἐταξίδευεν, ἄγνωστον ποῦ· καὶ ὅλας αὐτὰς τὰς φορὰς, τὸν ἄτυχον Σαψώνην, τὸν ἄφηνεν εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀγορᾶς, ἂν θὰ εὐαρεστοῦντο ποτὲ νὰ τοῦ ρίψουν ἓν ξηροκόμματον. Συχνὰ ὁ Γιωργὸς ὁ Λαφκιώτης ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀρχαιοπρεποῦς καὶ ἀναλλοιώτου καφενείου εἰς τὴν παραθαλασσίαν, ἂν καὶ τοῦ εἶχε φάγῃ ὀλίγας ἑκατοντάδας δραχμῶν, καλῇ τῇ πίστει, ὁ ἀφέντης τοῦ Σαψώνη, ᾤκτειρε τὸ ἄκακον θρέμμα, καὶ τοῦ ἔρριπτεν ὀλίγα κόκκαλα. Ἐμὲ, ἀφοῦ μὲ κατεσκόπευεν ὁ Σαψώνης, ἀπὸ καφενεῖον εἰς ὕπαιθρον, καὶ ἀπὸ κιόσκι εἰς τένταν, ἐπὶ τῆς προκυμαίας, τέλος, μὲ ἠκολούθει ὁριστικῶς εἰς τὴν οἰκίαν ὅπου ἔπρεπε νὰ τοῦ ρίψω τι ἐκ τοῦ ὑστερήματος.

Ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ καλά του ὅταν ἦτο ὁ Σταμάτης, διὰ τὸν περιπαθῶς ἀφωσιωμένον σκύλον δὲν εἶχε λάβῃ ἄλλην πρόνοιαν, εἰμὴ νὰ τὸν ρίπτῃ αἰφνιδίως εἰς τὸ κῦμα, γαυγίζοντα καὶ μὴ θέλοντα, διὰ νὰ κολυμβᾷ. Τὸν εἶχεν ἀφήσει ἀκούρευτον καὶ βαθύτριχον ἀπὸ χρόνων πολλῶν. Ἦτο πολὺ μαλλιαρὸς σκύλος. Τὴν φορὰν αὐτὴν, ἀφοῦ μᾶς ἐμυρίσθη πῶς ἡτοιμαζόμεθα δι’ ἐκδρομὴν, εἶχε δείξει ἀνήσυχον περιέργειαν, ὅταν ἐφορτώνετο τὸ ὀνάριον, καὶ εἶχε πλησιάσει νὰ ὀσφρανθῇ τὶ περιεῖχεν ὁ σάκκος ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ὁ Ἀλέκος εἶχε περιδέσει καὶ φορτώσει περὶ τὸ σάγμα, εἰς τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν τοῦ ζώου. Δεξιὰ εἶχε φορτωθῇ ὁ μάρσιππος μὲ τὰ ἱερὰ τοῦ Παπᾶ, εἷς κάλαθος μὲ τρόφιμα, καὶ μία φλάσκα μὲ οἶνον. Εἶτα, μᾶς ἠκολούθησε μὲ βῆμα, αὐτόκλητος.

Πρὶν ἀρχίσωμεν ν’ ἀνερχώμεθα τὸ βουνὸν, εἴχομεν σταθμεύσει εἰς τὸ Συνοδάρι, ὡραίαν τοποθεσίαν, βαθεῖαν μεταξὺ τῶν ἐλαιώνων, εἰς ἕνα ζυγὸν, εἰς τὴν κορυφὴν ἑνὸς ρεύματος, ὅπου ἠκούετο μονότονος, ὁ ρυθμικὸς κρότος τῆς φτερωτῆς τῶν νερομύλων. Ἦτον ὡραῖον καλοκαιράκι τοῦ Ἁγ. Δημητρίου, 19η Ὀκτωβρίου. Μαργαριτάρια ρευστὰ, ἀστεροειδῆ ἔσταζαν τρέμοντα, φλογοβολοῦντα, ἀπὸ τὴν ἀεικίνητον φτερωτὴν, εἰς τὴν ἐκβολὴν τοῦ νεροῦ, εἰς τὴν κάτω βάσιν τοῦ τοίχου, φθινοπωρινὰ ἔντομα ἐβόμβουν γύρῳ εἰς τοὺς θάμνους, θροῦς πτερῶν ἠκούετο βαθειὰ εἰς τὴν φυλλάδα, αὔρα ἐστέναζε δονοῦσα τοὺς κλῶνας τῆς πλατάνου, καὶ νοτερὴ ἀνεμώνη ἐφύτρωνε κάτω εἰς τὴν ρίζαν τοῦ θάμνου. Ὁ Ἀλέκος εἶχε βάλῃ τὸ παγούρι εἰς τὴν βρύσιν νὰ δροσισθῇ, καὶ μετὰ μικρὰν ἀναψυχὴν ἐξηκολουθήσαμεν τὴν ὁδοιπορίαν. Τέλος περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἐφθάσαμεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ πρώτου βουνοῦ, καὶ ἀντικρύσαμεν τὸν λευκόφαιον γυμνὸν κῶνον τοῦ Κουρούπη, ὅπου βράχοι κρεμαστοὶ φαίνονται νὰ κατέρχωνται μᾶλλον ἐκ τῶν ἄνω, προεξέχοντες εἰς τὸ μέτωπον, σχηματίζοντες λάκκον πρὸς τὸ βάθος, ἐπιστέφοντες τὸ κορύφωμα τοῦ ἀπατήτου βουνοῦ. Μόνος ὁ κουμπάρος ὁ Θεοδόσιος, μὲ τὰ ἐλαφρὰ πέδιλά του καὶ μὲ τὸ πτερωτὸν βῆμά του, ἔχει τὸ χάρισμα ν’ ἀνέρχεται εἰς τὰ ὕψη ἐκεῖνα, τείνων τὴν μακρὰν ράβδον, κ’ ἐλαύνων τὰς αἶγάς του, μὴ τυχὸν ἀποπλανηθῇ καὶ βραχωθῇ καμμία εἰς τόπον ἄβατον, ὁπόθεν νὰ μὴ δύναται νὰ ἐπιστρέψῃ πλέον, ὅπως συμβαίνει κἄποτε. Καὶ τὰ γιεράκια μὲ τοὺς πενθίμους κρωγμούς των, ζηλοτύπως φρουροῦσι τὰς ἀκρότητας ἐκείνας, ἐνεδρεύοντα πότε-πότε διὰ ν’ ἁρπάσωσι καμμίαν ὄρνιθα ἢ ἄλλο θρέμμα ἀπὸ τὰς σποραδικὰς καλύβας τῶν βοσκῶν.

Ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγ. Χαραλάμπους, λευκὸς ἄσπιλος, μὲ τὰ κελλία του τὰ λευκὰ, δύο κόρδαις χαμηλὰ, μονόροφα, καὶ μίαν γωνίαν ὑψηλὴν, δυτικοβορείαν, χρησιμεύουσαν ὡς ξενῶνα—ὅπου φαιδρύνεται ἡ θλιμμένη ψυχὴ, ἅμα ἀναβῇ τις καὶ κυττάξῃ ἀπὸ τὸ παράθυρον—τοὺς πελωρίους βράχους τοῦ βουνοῦ ἐπάνω, καὶ τὸ πέλαγος τοῦ βορρᾶ ἁπλούμενα πρὸς τὴν Χαλκιδικὴν καὶ τὸν θεσπέσιον Ἄθωνα — μὲ τὸ κωδωνοστάσιόν του, μὲ τῇς δύο καμπάνες, ὅπου καλοῦσι μὲ γλυκείαν παραπονετικὴν φωνὴν τοὺς Χριστιανοὺς τοὺς ἀμελεῖς εἰς τὰ θεῖα—εἶνε ποθηνὸν προσκύνημα ὅλων τῶν νησιωτῶν, καὶ τῶν κατοίκων ἀκόμη τῆς ἀντικρυνῆς κωμοπόλεως, ὁποῦ λευκάζουν κατέναντι τὰ κτίριά της ἐπὶ τῶν πολυσχιδῶν κλιτύων τῆς δειράδος. Ἐκεῖ ἐφθάσαμεν. Ἐμβήκαμεν εἰς τὸν μοσχομυρισμένον ναὸν, κ’ ἐκάμαμεν ἐν συγκινήσει τὸν σταυρόν μας.

Ἡ φτωχὴ καλόγρῃα μᾶς ὑπεδέχθη μετὰ χαρᾶς. Ἐβοήθησε τὸν Ἀλέκον νὰ ξεφορτώσῃ τὸ γαϊδουράκι, καὶ ἀνέλαβεν αὐτὴ τὸ ἀριστερὸν φορτίον, τὸν σάκκον ἐκεῖνον, νὰ τὸν ἀποθέσῃ καταγῆς, χωρὶς νὰ εἰξεύρῃ μήτε νὰ πολυπραγμονῇ τὸ τὶ περιεῖχε.

Τότε ὁ Σαψώνης πλησιάσας, ἔβαλε τὸ ρύγχος του μεταξὺ τῶν δύο χειρῶν τῆς γραίας, καὶ σιμά εἰς τὸ δεμένον στόμιον τοῦ σάκκου, καὶ ἀφῆκε μικρὰν ὑλακήν. Ἡ γραῖα τὸν ἐδίωξε.

— Μῆτερ Εὐπραξία, εἶπεν ὁ Λαμιαῖος, καθὼς ἐξήλθομεν ἀπὸ τὸν ναὸν, πάρε ἐκεῖνο τὸ προσόψι τὸ δεμένο, ἀπὸ τὸ κοφίνι τὸ Τριεστίνικο, καὶ τὸν δίσκον ποῦ εἶνε μέσα, καὶ λάβε τὸν κόπον νὰ στολίσῃς τὰ κόλλυβα. Μέσα εἰς ἓν’ ἄσπρο δέμα θὰ ’βρῇς σταφίδες, κοφέτα καὶ ρόϊδα.

— Τὰ κόλλυβα; ἐπανέλαβε ζητοῦσα μικρὰν ἐξήγησιν ἡ καλογραῖα.

— Θὰ κάμουμε τὰ ξεχώματα τοῦ παιδιοῦ, εἶπε διὰ βραχέων ὁ Λαμιαῖος.

Ἐν τῷ μεταξὺ, ὁ μάρσιππος μὲ τὰ ἱερὰ τοῦ Παπᾶ εἶχεν εἰσαχθῆ εἰς τὸ ἱερὸν βῆμα. Ὁ σάκκος, ὅστις εἶχεν ἀποτελέσῃ τὸ ἀριστερὸν φόρτωμα τοῦ ὀναρίου, εἶχεν ἀποτεθῇ ἐπὶ τῆς πεζάλας ἔξω, σύρριζα εἰς τὸν δυτικὸν τοῖχον, τὴν πρόσοψιν τοῦ ναΐσκου. Ὁ Σαψώνης, ἀφοῦ ἔτρεξε γαυγίζων ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, κ’ ἔφαγε μέγα κόμματον ψωμίου, τὸν ὁποῖον τοῦ εἶχε ρίψῃ ὁ Λαμιαῖος, ἐγύρισε πάλιν πλησίον μας, καθὼς εἴχομεν καθίσει ἀντικρὺ τοῦ ναοῦ, ἔκαμνεν ἓν βῆμα πρὸς τὸν σάκκον, εἶτα ἓν βῆμα πρὸς ἡμᾶς, ἐξέπεμπε μικρὰ γαυγίσματα, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ κυττάζῃ καὶ νὰ ὀσφραίνεται πρὸς τὸ μέρος τοῦ σάκκου.

Ἐψάλαμεν τὸν Ἑσπερινὸν νύκτα. Εἶχε κοσμήσει ἡ Εὐπραξία τὸν δίσκον τῶν κολλύβων, καὶ ὁ ἱερεὺς εἰς τὸ τέλος, μὲ τὸν Τρισάγιον ἐμνημόνευσεν «ὑπὲρ ἀναπαύσεως τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Εὐθυμίου». Ἐδειπνήσαμεν εἰς τὴν αἴθρην ἔξω, ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ, εἰς τὸ φῶς δύο κηρίων, καὶ ὑπὸ τὴν βαθεῖαν ἀστροφεγγιάν. Ἀλλ’ ἦτο ἤδη ψύχρα, καὶ ἡ καλογραῖα, χωρὶς νὰ μᾶς εἴπῃ, εἶχεν ἀνάψει εἰς τὸ κελλίον, τὸ διπλανὸν πρὸς τὴν ἰδίαν κατοικίαν της, γενναῖον πῦρ εἰς τὴν ἑστίαν. Μᾶς ἐκάλεσε δὲ, ἂν ἠθέλομεν, ν’ ἀναβῶμεν, καὶ νὰ ξεκουρασθῶμεν εἰς τοὺς δύο χαμηλοὺς σοφάδες, πλησίον τῆς λαμπούσης ἑστίας. Ἡ πρότασις ἦτο λίαν ἑλκυστικὴ, ὕστερον ἀπὸ τὴν μικρὰν κούρασιν, καὶ τὴν πολλὴν δροσιὰν, τὴν ὁποίαν εἴχομεν ἀπολαύσῃ εἰς τὴν ὡραίαν, μελαγχολικὴν ἐκδρομήν μας.

Πρὶν κοιμηθῶμεν, ὁ Λαμιαῖος (ἦτο ὡς τριανταπέντε χρόνων τότε, γλυκὺς φίλος, καὶ πολὺ προσφιλὴς εἰς ἐμέ. Ἐμπορευόμενος, καὶ εἷς ἐκ τῶν καλλιτέρων τοῦ τόπου μας· ἀπέθανε τεσσαρακοντούτης) ἔκραξε τὴν καλογραῖαν, καὶ τῆς ἔδωκε, ταπεινῇ τῇ φωνῇ τὴν ἑξῆς παραγγελίαν:

— Μῆτερ Εὐπραξία, πάρε τὸ κεφαλάκι τοῦ παιδιοῦ, καὶ τῇς δυὸ πλάτες, καὶ βάλε τα μέσ’ τὸ πανέρι. Βάλε τα ἀποκάτω ἀπ’ τὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, μέσ’ τὴν Ἐκκλησιὰ, καὶ σκέπασέ τα, μὲ τὸ ἴδιο προσόψι, ποῦ θὰ στρώσῃς ἀποκάτω. Θὰ διαβαστοῦν τὸ πρωΐ. Καὶ τὸ σακκὶ μὲ τὰ κόκκαλα, αὔριο, τὰ ρίχνεις στὸ Κοιμητήρι, ἐπάνω ἐκεῖ στ’ Ἁλῶνι.

Ἐξυπνήσαμεν, κ’ ἠρχίσαμεν τὸν ὄρθρον εἰς τὰς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυκτα. Ἦτο μνήμη τοῦ Ἁγ. Ἀρτεμίου, καὶ τοῦ Ἁγ. Γερασίμου τοῦ ἐν Κεφαλληνίᾳ. Ἐψάλαμεν τὸν Ἄμωμον, ὅπως συνειθίζεται εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, καὶ τὸν θεσπέσιον ἐκεῖνον νεκρώσιμον Κανόνα τοῦ Θεοφάνους, τὸ «Ἐν οὐρανίοις θαλάμοις...» Εἶτα ἐμβήκαμεν εἰς τὴν λειτουργίαν, καὶ ἀπελύσαμεν μίαν ὥραν πρὶν ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος.

Καὶ τὸ τρυφερὸν μικρὸν κρανίον κ’ αἱ ἁβραὶ καὶ λεπταὶ ὡμοπλάται, εὐλογήθησαν κ’ ἐμνημονεύθησαν κ’ ἡγιάσθησαν, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀνάγκην τούτου ὁ μικρὸς Εὐθύμιος, τοῦ ὁποίου ἡ ψυχὴ ἤκουε τὸ τροπάριον «Τοῦ παραδείσου πολίτην καὶ γεωργὸν», ἐνῷ, ἦτο πολίτης τοῦ παραδείσου ἀπὸ τριετίας ἤδη.

Καὶ ὁ φίλος μας Χρῖστος, ὁ πατὴρ τοῦ μικροῦ Εὐθυμίου (γαμβρὸς ἐπ’ ἀδελφῇ τοῦ Λαμιαίου) ἐφαντάζετο ὅτι ὁ μικρὸς, ὅστις εἶχε σβύσῃ εἰς τετραετῆ ἡλικίαν, εἶχεν ἀνάγκην δακρύων, καὶ κηρίων, καὶ κολλύβων. Καὶ δὲν ἐβάστα ἡ πατρικὴ ψυχή του νὰ ἰδῇ τὰ κόκκαλα τοῦ παιδίου καὶ τὸ κρανίον του προτιθέμενον ἐντὸς κανίστρου εἰς τὸν ἐνοριακὸν ναὸν, καὶ διὰ τοῦτο μας εἶχε στείλῃ εἰς τὸ βουνὸν, διὰ νὰ τελέσωμεν τὰ τῆς ἀνακομιδῆς κρυφὰ καὶ ἐν παραβύστῳ, εἰς τὴν ἔρημον μοναξίαν.

Καὶ τὸ πρωΐ, ὅταν ἐψήλωσεν ὡς μίαν καλαμιὰν ὁ ἥλιος, ὁ Σαψώνης, ὁ σκύλος τοῦ Σταμάτη ὁ ἀδέσποτος, ἠκολούθησε τὴν καλογραῖαν ἐπάνω εἰς τ’ Ἁλῶνι, εἰς τὸ Κοιμητήρι τοῦ παλαιοῦ μονυδρίου, καὶ καθὼς ἐκείνη ἐκένωνε τὸν σάκκον μέσα εἰς τὸ ὀστεοφυλάκιον, ὁ γηραιὸς σκύλος ἀνωρθοῦτο, κ’ ἐστηλώνετο πρὸς τὸν τοῖχον τοῦ μικροῦ κτιρίου, κ’ ἐξέπεμπε γογγυσμοὺς συνεσταλμένης ἐπιθυμίας, ὡς νὰ ἤθελε νὰ εἴπῃ· «Κρῖμα, τόσα κόκκαλα».

Ο Άγιος Κωνσταντίνος εκ Κάπουας (18/8/1610) + ΒΙΝΤΕΟ Του Κων/νου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

 

Ο Άγιος Κωνσταντίνος εκ Κάπουας (18/8/1610) + ΒΙΝΤΕΟ


Του Κων/νου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

 

 Πρόκειται για τον τελευταίο, χρονολογικά1, επίσημα αναγνωρισμένο Άγιο της Θεσσαλίας. Ο Άγιος γεννήθηκε Μουσουλμάνος και ονομαζόταν Σαϊμ Ήταν μάλιστα γιος του μπέη της περιοχής του Καππά Καρδίτσας. Η μύησή του στις αλήθειες της Ορθοδοξίας έγινε από έναν λόγιο μοναχό της Ι. Μ. Αγίου Νικολάου Καππά. Ο ίδιος μοναχός τον βάπτισε στο μοναστήρι αυτό, δίνοντάς του το όνομα Κωνσταντίνος. Όπως ήταν φυσικό, η αντίδραση του πατέρα του Αγίου ήταν σφοδρή. Θέλησε να σκοτώσει τους μοναχούς της Μονής, αλλά αυτοί είχαν προλάβει να διαφύγουν. Έτσι ξέσπασε το μένος του πάνω στο κτίριο της Μονής καίγοντάς το. Μετά στράφηκε στο γιο του και με παρακλήσεις και απειλές προσπαθούσε να τον κάνει να αρνηθεί το Χριστό. Βλέποντας το αμετάπειστο του Κωνσταντίνου, διέταξε τους φρουρούς του να τον φυλακίσουν μέχρι να επιστρέψει στην προγονική του πίστη. Όμως οι μέρες περνούσαν και ο Κων/νος παρέμενε στέρεος στην πίστη του Χριστού. Η οργή του πατέρα του, όμως, δεν είχε πια όρια. Διέταξε τους φρουρούς να τον βασανίσουν και εάν, ούτε τότε, μετάνιωνε να τον απαγχονίσουν. Έτσι και έγινε. 

 


Οι στρατιώτες τον οδήγησαν έξω από το χωριό και τον κρέμασαν από ένα πλατάνι. Όμως επειδή το σκοινί κόπηκε, τρεις μάλιστα φορές, οι δήμιοι τον αποκεφάλισαν. Η ημερομηνία του μαρτυρίου του ήταν η 18η Αυγούστου του 1610. Μετά από πρόταση της Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων, στις 31/5/2007, το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέβη σε επίσημη αναγνώριση του Αγίου. Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του την 18ην Αυγούστου.



Χαίρε της Καπούης ο οδηγός και της Εκκλησίας μάρτυρας σθεναρός. Μέμνησο τους οικέτας Κωνσταντίνε μάρτυς,

πρεσβεύων τω Κυρίω τους σε προστρέχοντας.”



konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακύρηξε Άγιο τον Κων/νο την 31η Μαϊου του 2007. Και βεβαίως σήμερα ο τελευταίος Άγιος που κατετάχθη στη χορεία των Αγίων της Θεσσαλίας είναι ο Άγιος Ιερέας Δημήτριος Γκαγκαστάθης [2025]

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


Ο Aγιος Οσιομάρτυρας Δημήτριος ο Νέος ο εκ Σαμαρίνης (18/8/1808) Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

 

Ο Aγιος Οσιομάρτυρας Δημήτριος ο Νέος ο εκ Σαμαρίνης (18/8/1808)

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

   


    Ο Δημήτριος γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στο βλαχοχώρι Σαμαρίνα των Γρεβενών. Σε ηλικία 15 ετών εγκατέλειψε τα εγκόσμια και έγινε μοναχός σε μοναστήρι της περιοχής. Αφού πέρασε κάποια χρόνια με προσευχή, νηστεία και γενικά με ασκητικό τρόπο, αποφάσισε, καθοδηγούμενος από θείο ζήλο, να εξέλθει από τη Μονή και να κηρύξει το Ευαγγέλιο στα θεσσαλικά χωριά. Εκείνη την εποχή θανάσιμοι κίνδυνοι περικύκλωναν τους Χριστιανούς λόγω της επανάστασης του παπα-Θύμιου Βλαχάβα και της επακόλουθης εκδικητικότητας των Τούρκων. Κάποιοι λοιπόν Μωαμεθανοί κατήγγειλαν τον Δημήτριο με την αιτιολογία πως με το κήρυγμά του εμφανιζόταν ως υποκινητής του παπα-Θύμιου. Συνελήφθη αμέσως και οδηγήθηκε στον διαβόητο Αλή πασά στον οποίο ομολόγησε την πίστη του και το σκοπό της διδασκαλίας του, που δεν ήταν άλλος παρά η παρηγορία των θλιβομένων συμπατριωτών του. Ο Αλής, παρόλο που δεν βρήκε στη ομολογία του κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο, διέταξε το σκληρό βασανισμό του. Του έμπηγαν καλαμένιες ακίδες στα νύχια των χεριών του και των ποδιών του, του έδεναν το κεφάλι με αλυσίδα, την οποία την έσφιγγαν τόσο που έσπασε, ενώ συγχρόνως του ζητούσαν να ομολογήσει την «ενοχή» του. Όμως ο ίδιος υπέφερε γενναία μέχρι που οι βασανιστές του απηύδησαν απ΄ την κούρασή τους. Εν συνεχεία ρίχτηκε στη φυλακή. Την επομένη ο τύραννος έδωσε εντολή να τον κρεμάσουν ανάποδα, πράγμα που έγινε. Άναψαν συγχρόνως κάτω από το κεφάλι του ρητινώδη ξύλα. Έτσι το κεφάλι του κατακαιγόταν και ο ίδιος εξαιτίας του καπνού δεν μπορούσε να ανασάνει. Φοβούμενοι οι βασανιστές του μήπως πεθάνει πρόωρα ο Μάρτυρας, τον κατέβασαν. Έπειτα τον ξάπλωσαν ανάσκελα στο έδαφος και τοποθέτησαν στο στήθος του μια σανίδα πάνω στην οποία πηδούσαν οι βασανιστές του για να του συντρίψουν τα οστά. Ένας Οθωμανός απ’ την Καστοριά, βλέποντας το θάρρος του Δημητρίου, έγινε Χριστιανός και συνελήφθη απ' τους στρατιώτες του Αλή. Πάντως η αντοχή και το θάρρος του Μάρτυρα προξένησαν γενικά αισθήματα συμπάθειας και μεγάλου θαυμασμού και προς τον ίδιο και προς την ορθόδοξη πίστη του σε μεγάλο πλήθος Μουσουλμάνων και μη, που παρακολουθούσαν το μαρτύριο του Αγίου. Αυτό εξαγρίωσε περισσότερο τον Αλή, οδηγώντας τον στην απόφαση να διατάξει τον αργό και βασανιστικό θάνατο του Δημητρίου. Έτσι, μετά από διαταγή του τυράννου, ο Δημήτριος κτίστηκε μέχρι το λαιμό του μέσα σε τοίχο! Μάλιστα για να επιβραδυνθεί ο θάνατός του, διέταξε να τον ταΐζουν ρίχνοντάς του τροφή στο στόμα. Ο Μάρτυρας, που μόνο ν΄ αναπνεύσει πια μπορούσε, διαρκώς προσευχόταν και επικαλούνταν τη βοήθεια του Κυρίου. Το μαρτύριό του έληξε μετά από δέκα ολόκληρες μέρες. Τη 18η Αυγούστου παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Κυρίου.

   


Ο Leake περιγράφει το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου εκ Σαμαρίνης

«Του έμπηξαν αργά-αργά βελόνες από καλάμια στα νύχια των χεριών και των ποδιών του, τρυπώντας και τα μπράτσα του (...) όταν τέλειωσε το βασανιστήριο με ταις βελόνες, του έβαλαν στο κεφάλι του σιδερένια κρικωτή αλυσίδα, την οποία έσφιγγαν με δύναμη και όταν επιτέλους κουράστηκαν οι δήμιοι, ανέβαλαν για την επομένη τη συνέχεια των βασάνων, οπότε ο μάρτυρας κρεμάστηκε πάνω από φωτιά, έχοντας το κεφάλι προς τα κάτω. Η φωτιά από ρητινώδη ξύλα τον έπνιγε και κατέτρωγε το δέρμα του κρανίου του. Φοβούμενοι οι δήμιοι μήπως πεθάνει ο μάρτυρας, τον απέσυραν, τον έριξαν στο χώμα και βάζοντας πάνω στο στήθος του μια σανίδα πηδούσαν πάνω της για να του συντρίψουν τα κόκαλα και μετά τον έκτισαν μέσα σε τοίχο έχοντας ελεύθερο μόνο το κεφάλι του. Για να παρατείνουν δε το μαρτύριό του και την οδύνη του του έδιναν και τροφή».

* Επ. Φαρμακίδης, Η Λάρισα, εκδ. Γνώση, Λάρισα 2001, σ. 176.

Η Κοίμηση της Θεοτόκου, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας + ΒΙΝΤΕΟ + Παράκληση στην Παναγία Σουμελά του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

 

Η Κοίμηση της Θεοτόκου, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας + ΒΙΝΤΕΟ + Παράκληση στην Παναγία Σουμελά


του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου



 


Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που εορτάζουμε στις 15 Αυγούστου είναι η μεγαλύτερη από τις Θεομητερικές εορτές, τις εορτές, δηλαδή, που καθιέρωσε η Εκκλησία προς τιμήν της Μητέρας του Κυρίου μας, και πιθανότατα η παλαιότερη από όλες. Οι πρώτες ιστορικές αναφορές στη μεγάλη αυτή εορτή εμφανίζονται στα μέσα του 5ου αιώνα, κατά την εποχή που συγκλήθηκε η Γ΄Οικουμενική Σύνοδος. Η θέση της Παναγίας μέσα στο λατρευτικό κύκλο της Εκκλησίας μας επιβεβαιώθηκε από τη Σύνοδο της Εφέσου, ενώ είναι βέβαιο ότι πολύ νωρίτερα είχε αναπτυχθεί η αποδοχή της τιμής της από τις τοπικές χριστιανικές κοινότητες. Πληροφορίες για το βίο της Θεοτόκου, πριν τον Ευαγγελισμό της και μετά την Ανάληψη του Κυρίου, αντλούμε από την Ορθόδοξη Παράδοση, μιας και τα βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε κάποια στοιχεία αυτών των περιόδων της ζωή της. Από την Ιερά Παράδοση οι πληροφορίες αυτές πέρασαν στα λεγόμενα απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα βιβλία. Έτσι θα λέγαμε ότι ο Δεκαπενταύγουστος είναι ένα ιστορικό κληροδότημα αυτών των βιβλίων. Τέτοια, λοιπόν κύρια πηγή είναι: “Η Απόκρυφος διήγησις του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μαρίας» ενώ συμπληρωματικές πληροφορίες παίρνουμε από το σύγγραμμα «Περί θείων ονομάτων» του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, από τα «Εγκώμια εις την Κοίμησιν» διαφόρων Πατέρων της Εκκλησίας όπως των αγίων Μόδεστου Ιεροσολύμων, Ανδρέα Κρήτης, Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως, Ιωάννη Δαμασκηνού κ.ά., καθώς και από τα τροπάρια που ψάλλει η Εκκλησία μας. Στα κείμενα αυτά διασώζεται η «αρχαία και αληθεστάτη» παράδοση της Εκκλησίας μας γι' αυτό το Θεομητορικό γεγονός. Ένα κομμάτι της παράδοσης είναι άλλωστε και η ορθόδοξη εικονογραφία.

   Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μάς δίνουν τα παραπάνω κείμενα, η Θεοτόκος ειδοποιήθηκε από άγγελο του Θεού για τον επικείμενο θάνατό της. Αφού στη συνέχεια ανέβηκε στο όρος των Ελαιών για να προσευχηθεί, κατέβηκε στο σπίτι της. Εκεί γνωστοποίησε στους γνωστούς της την αναχώρησή της απ' αυτόν τον κόσμο και ετοίμασε τα της ταφής της. Γύρω από την κλίνη της Θεοτόκου συγκεντρώθηκαν όλοι οι Απόστολοι, εκτός από το Θωμά. Η Δύναμη του Αγίου Πνεύματος με σχήμα νεφέλης τους άρπαξε από τα διάφορα μέρη της οικουμένης, όπου κήρυσσαν και τους συγκέντρωσε στα Ιεροσόλυμα. «Το δε θεοδόχον αυτής σώμα μετά αγγελικής και αποστολικής υμνωδίας (με ύμνους από Αποστόλους και αγγέλους) εκκομισθέν και κηδευθέν (μεταφέρθηκε και κηδεύτηκε), εν σορώ τη εν Γεσθημανή κατετέθη, εν ω τόπω επί τρεις ημέρας η των αγγέλων χοροστασία και υμνωδία διέμεινεν άπαυστος (για τρεις μέρες η υμνωδία των αγγέλων ήταν ακατάπαυστη). Μετά δε την τρίτην ημέραν της αγγελικής υμνωδίας παυσαμένης, παρόντες οι απόστολοι, ενός αυτοίς απολειφθέντος (του Θωμά που έλειπε) και μετά την τρίτην ελθόντος και το θεοδόχον σώμα προσκυνήσαι βουληθέντος (όταν μετά τον ερχομό του ο Θωμάς θέλησε να προσκυνήσει το άχραντο σώμα της Θεοτόκου), ήνοιξαν την σορόν. Και το μεν σώμα αυτής το πανύμνητον ουδαμώς ευρείν ηδυνήθησαν, μόνα δε αυτής τα εντάφια κείμενα ευρόντες και της εξ αυτών αφάτου ευωδίας εμφορηθέντες ( γέμισαν από την ανείπωτη ευωδία που έβγαζαν) ησφάλισαν την σορόν»1. Ο Υιός της που είχε σαρκωθεί από αυτήν, είχε δεχτεί στους ουρανούς το άχραντο σώμα της και την αγία της ψυχή. Την παράδοση αυτή της Εκκλησίας μας συνοψίζει άριστα το εξαποστειλάριο της εορτής της Κοιμήσεως, «Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε, Γεσθημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα, και συ Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».

Η Κοίμηση της Θεοτόκου περιλαμβάνει το θάνατο και την ταφή της αλλά και τη μετάστασή της στους ουρανούς. Όπως λέει το κοντάκιο της εορτής, «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησε (τη Θεοτόκο), ως γαρ ζωής μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον». Δηλαδή ο τάφος και η νέκρωση δεν κράτησαν τη Θεοτόκο, γιατί ο Κύριος, που είναι η πηγή της αληθινής ζωής, πήρε την ανθρώπινη σάρκα στην κοιλιά της Θεοτόκου και γεννήθηκε από αυτήν. Έτσι έκαμε την Παναγία Μητέρα του, μητέρα της ζωής, πηγή της ζωής.

Αφού ο Κύριος με το σταυρικό του θάνατο πάτησε και κατάργησε το θάνατο, ήταν φυσικό να ανεβάσει στους ουρανούς τη Μητέρα του και να της χαρίσει τη δόξα της αιωνιότητας. Όπως λένε τα τροπάρια της Κοιμήσεως, ο θάνατός της προμνηστεύεται τη ζωή. Αυτή που γέννησε τη ζωή, έχει μεταβεί στη ζωή. Έτσι ο θάνατός της ονομάζεται «αθάνατος Κοίμησις». Και όλα αυτά γιατί η Παναγία πρώτη μεταξύ των ανθρωπίνων πλασμάτων πραγματοποίησε τη θεοποίηση του ανθρώπου, που είναι η συνέπεια της σάρκωσης. Στο πρόσωπο της Θεοτόκου η ανθρωπότητα πρόσφερε τη Νέα Εύα, μέσω της οποίας θα πραγματοποιούνταν αυτό που ο ίδιος ο Θεός είχε υποσχεθεί στους Πρωτοπλάστους (Πρωτευαγγέλιο) μετά την πτώση τους: Τη συμφιλίωση με το Θεό και τη θέωση του ανθρώπου. Όπως ακριβώς το είπαν οι Πατέρες «Ο Θεός ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν2». «Άνθρωπος γίνεται Θεός ίνα Θεόν τον Αδάμ απεργάσηται3». Αυτήν τη θεοποίηση έδειξε η Θεοτόκος, γιατί, όπως λέει ο ιερός Καβάσιλας, φανέρωσε τον άνθρωπο όπως ήταν στην αρχή στον Παράδεισο, και όπως έπρεπε στη συνέχεια να γίνει. Με την Κοίμησή της προπορεύτηκε στη δόξα που μας περιμένει. Ο Νικηφόρος Θεοτόκης προσθέτει: «αυτή είναι δόξα μεγαλύτερη από όλες τις δόξες, οπού έλαβε η Θεοτόκος, να αναστηθεί πρωτύτερα από τον καιρό της αφθαρσίας, να δοξασθή προτού να γίνει η κρίσις και η εξέτασις, να λάβη την ανταπόδοσιν προτού να έλθη η ημέρα της ανταποδόσεως, να τιμηθή τέλος πάντων με προνόμια, όμοια με εκείνα του υιού της». Εκείνο δηλαδή που θα απολαύσουν οι πιστοί μετά τη δεύτερη έλευση του Κυρίου και γενική κρίση, προαπολαμβάνει κατεξοχήν η Μητέρα του Θεού. Έτσι εξηγείται γιατί η εορτή της Κοιμήσεως είναι στη συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, ένα δεύτερο Πάσχα. Της «άλλης βιοτής της αιωνίου, την απαρχήν» που εορτάζουμε το Πάσχα, ο πρώτος καρπός είναι η δόξα της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Εφόσον για την Εκκλησία μας η Θεοτόκος είναι «του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις, των δακρύων της Εύας η λύτρωσις4», ας αφήσουμε τον επίλογο στον μεγάλο Πατέρα Ιωάννη Δαμασκηνό: “Η Θεοτόκος βοήθησε στη σάρκωση του Χριστού, εξυπηρέτησε την παγκόσμια σωτηρία γιατί μ' αυτήν πραγματοποιήθηκε η προαιώνια απόφαση του Θεού: η σάρκωση του Λόγου και η δική μας σωτηρία.”


1. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Β' Εγκώμιον εις την πάνσεπτον Κοίμησιν της Θεομήτορος, 18.

2. Μ. Αθανάσιος, ΒΕΠ 30, 119

3. Υμνολογία της Εκκλησίας μας: Δοξαστικό αίνων, 25 Μαρτίου

4. Από τον Ακάθιστο Ύμνο.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ:

Ο ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ ΕΔΩ:



 

Μη μου τις ψήφους τάραττε… Γράφει ο Γιάννης Φρύδας ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ 6

 

Μη μου τις ψήφους τάραττε…


τάραττε τους ψηφοφόρους

τάραξέ τους και στους φόρους…

(καφετζής)



Γράφει ο Γιάννης Φρύδας


ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ 6

Η δημοκρατία είναι ευθύνη και απολογία ατομική και συλλογική

Στην αρχαία Αθήνα γεννήθηκε η Δημοκρατία (συγκεκριμένα στο μαιευτήριο Έλενα). Ο Κλεισθένης την αφαλόκοψε και την ανάθρεψε, μέχρι που πήγε στο νηπιαγωγείο. Μετά ανέλαβε την ανατροφή της ο Περικλής. Η Δημοκρατία μεγάλωσε και έγινε μια καλόκαρδη και όμορφη κοπέλα. Η φήμη της έφτασε πολύ μακριά. Μάλιστα, ένας νέος βασιλιάς τη ζήτησε σε γάμο, αλλά Δημοκρατία και βασιλιάς δεν ταιριάζουνε και λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων το προξενιό δεν προχώρησε. Η Δημοκρατία στεναχωρήθηκε πολύ (ο βασιλιάς ήταν και ματσωμένος εδώ που τα λέμε) και τότε ο Δίας τη λυπήθηκε, την έκανε πολίτευμα και την άφησε στους Αθηναίους. Τέλος πάντων αυτά λέει η μυθολογία, ας την πιστέψουμε, άλλωστε τόσους μύθους και παραμύθια πιστεύουμε, η μυθολογία θα μας χαλάσει;

Με το πολίτευμα αυτό οι Αθηναίοι μεγαλούργησαν. Στην εκκλησία του δήμου, με άμεση δημοκρατία εξέλεγαν τους άρχοντες δια κλήρου και για περιορισμένο χρόνο. Όχι σαν εμάς που είχαμε τον Σιούφα 35 χρόνια βουλευτή και στο τέλος ξαναψηφίσαμε Σιούφα από συνήθεια και βγήκε μέχρι κι ο Παύλος βουλευτής. Καλά, με τον Ταλιαδούρο χάναμε και τη σειρά. Να ’νι ου Σπύρους, να ’νι ου Θανά’ης ή να ’νι πάλι ου Σπύρους; Ναι κι τουν Τσουχαντζόπουλου είχαμαν κι τουν Πάγκαλου κι αλλ’νούς…

Εκεί, λοιπόν, και να στράβωνε κάτι, τα βάζανε με την τύχη τους. Εμείς βρίζουμε τον εαυτό μας, λέμε μέσα μας «να μου κοβότανε το χέρι», δε θέλουμε να παραδεχτούμε και το λάθος μας και χωρίς να αλλάξουμε κριτήρια επιλογής, ετοιμάζουμε το επόμενο λάθος…

Τέλος, μην το παίρνετε αψήφιστα. Με την κλήρωση θα είχαμε κι εμείς οι αψήφιστοι κάποια τύχη να εκλεγούμε…

Ίσως να είχε τύχη ο τόπος. Πάνο, χάσαμε! Έφη, ξαναχάσαμε!

Πάντα κάποιοι πρέπει να χάνουν, για να κερδίζουν οι άλλοι…


Τώρα και έτσι δεν έχουμε τύχη…

Γιατί ψηφίζουμε; Ο σοβαρότερος λόγος είναι για να ’χουμε να βρίζουμε μετά, ιδιαίτερα αν βρεθούμε με τη μεριά της αντιπολίτευσης.

Πάντως, για τον τόπο μας δεν ψηφίζουμε. Για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να σκεφτούμε ποιος είναι ικανός, ποιος προτείνει κάτι, ποιος είναι έντιμος (κατά τη γνώμη μας ασφαλώς, εντιμόχαρτα δεν εκδίδει κανένας), να έχουμε κάποια κριτήρια οπωσδήποτε. Αντί αυτού, επιλέγουμε ανάμεσα σε συγγενείς, φίλους, χωριανούς, ομοϊδεάτες (θα ψηφίσω τον Τσουκαλά που είναι και ολυμπιακάρα)… Φυσικά και κάποιος απ’ αυτούς μπορεί να έχει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά. Όταν χρειάζεσαι εγχείρηση, δε βάζεις τον ξάδερφο να σου την κάνει, αν δεν είναι γιατρός. Γιατί βάζεις τον ξάδερφο να κυβερνήσει (μπορεί δεν μπορεί) τον τόπο σου;

Οι εκλογές φέρνουν πληγές, ξύνουν πληγές, αλλά δε φταίνε οι εκλογές

Τουν καφέ αυτόν τουν κιράει ο Μινέλαους. Μιτά θα βάλουμι νια στράτα τσίπ’ρου, μέσα κι όξου κι όσοι διαβαίνουν, μέντα στ’ς γ’ναίκις κι κάνα λουκούμι να ρουκανίσουν τα πιδιά. (Να ’νι υπουψήφιους, άκ’σαταν τίπουτα; Γιατί τόσα έξουτα;).

Μενέλαε, δεν τα γράφω σε διφτέρι, μην πέσει στα χέρια κανενός έφορα, αλλά έχω θυμητ’κό. Πάντως, σε ευχαριστώ! Ας αφήσουμε και κάνα υπονοούμενο, βοηθάει τον δημοκρατικό διάλογο, την εποικοδομητική περιέργεια και την οργιάζουσα φαντασία… Στο θέμα τώρα:

Οι εκλογές έχουν πολλές παρενέργειες στις σχέσεις των ανθρώπων, ειδικά στις μικρές κοινωνίες. Ανοίγουν πληγές, γκρεμίζουν σχέσεις, οδηγούν σε ανάρμοστες συμπεριφορές. Όλοι έρχονται σε δύσκολη θέση. Τα πράγματα, όμως, είναι απλά. Οι υποψήφιοι πρέπει να κατανοούν πως δεν μπορούμε να τους ψηφίσουμε όλους. Αυτό δε σημαίνει ότι τους απαξιώνουμε. Η διάκριση είναι σπουδαία αρετή, ας την ασκούμε όσο μπορούμε. Αυτό, όμως, δεν είναι Καφενείο!... Αυτά τα λένε κι άλλοι…

Θα παρουσιάσουμε ενδεικτικά κάποιες περιπτώσεις:

  • Να ψηφίσου τουν πρώτου ξάδιρφου, του δεύτιρου ξάδιρφου πο ’χουμι του

κυν’γόσκ’λου μαζί, τ’ν Αλέξινα που ’μαστι νια πόρτα (ιδώ είνι τα κουμπιά τ’ς Αλέξινας) ή του Δήμου π’ κρατεί του μπλάρι να του καλ’γώσου;... (απ’ αυτό βγαίνει κι του δημουκράτ’ς).

  • Να ψηφίσου τ’ν Αγγέλου π’ ξέρει να ιδιάζει κι να μ’τώνει ή τ’ Βασίλου π’

κρατεί τ’ς κιλέβις για να μαζώνου κουβάρια;… (ου διάουλους κουβάρι δηλαδή).

  • Τι να κάνου ιγώ σήμιρα!... Ποιον να φκιάσου κι ποιον να χαλάσου; Κι σάματι

θα μι π’στεύει κανένας πως τουν ψήφ’σα… Είμι κίβδηλους θα λέν’, ξέρου ιγώ… Άφ’σι π’ μο’ ’δουκαν ούλοι ψηφοδέλτιου, ιγώ θα ρίξου ένα, αλλά ποιανού θα να ’νι πού να ξέρου…

Ο άνθρωπος ήταν σε απελπιστική κατάσταση, τον ηρέμησα όσο μπορούσα και του είπα: Πάρι ψουμί, τυρί κι νια μαντανία κι μόλις φτά’εις στουν Κώστιανου, κάνι κάτ’ κι τράβα τρύπουσι κι λημέριασι στου ρέμα, στου Βαένι!... Δε σι γλέπει κανένας ικεί. Του θάμπουμα γύρνα στου σπίτι σ’ κι λόζουσι στ’ν αχυρώνα όσου να φέξει.


Ταραφοσυνελεύσεις

Με τον Μενέλαον συσκεφθέντες τηλεπαθητικώς, ίνα επέλθη καταλλαγή και αλληλοπεριχώρηση κατά το συναμφότερον εις τα εν Αργιθέα οτζάκια προτείνομεν:

Όλαι αι φάραι κατά την σουλιώτικην κοινωνικήν δομήν (τη δομήν ου Μινέλαους τ’ν είπι, ιγώ δε λέου κακές λέξεις...), αι πατριαί (άλλη δομή κι αυτή, μανιάτικη) και τα ταράφια (αργιθεάτικο αυτό, αλλά δεν ξέρω αν είναι δομή) να κάνουν συνέλευση ως τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά ή το πολύ ως τα Φώτα και να εκλέξουν ή ορίσουν αντιπροσώπους για τους συνδυασμούς και να οργανώσουν την εκλογική τακτική τους.

Έκαστον ταράφιον ας εξεύρει τους προσφοροτέρους δι’ αυτό τρόπους.

π.χ. Αυτόν που το γ’ρούνι του δε θα σκούξει κατά το σφάξιμο για την γουρ’νοχαρά.

Αυτόν που θα κερδίσει στο 31 παραμονή Πρωτοχρονιάς.

Μπορούν να βάλουν στη βασιλόπιτα μια κάλπικη δεκάρα που να συμβολίζει την

κάλπη κι όποιος τη βρει να πάρει το χρίσμα.

Αυτόν που θα βουτήξει για τον σταυρό. Όλοι οι υποψήφιοι για τον σταυρό πάνε!

Και ό,τι άλλο τους φωτίσει…


* Αποκηρύσσω την Παπακώστα (την υπουργό) και τις παραφυάδες της πλην Μήτσιου! Καλώ, ωστόσο, τους Παπακωσταίους να μην επιλέξουν τον Μήτσιο για αντιπρόσωπό τους. Αυτό θα διευκολύνει όλους τους συνδυασμούς… (το εδάφιον αυτό δεν προσυπέγραψε ο Μενέλαος, δεν ξέρω γιατί…).


Κουμπαριές και κοινωνικαί επιπτώσεις

Η ασφαλέστερη μέθοδος για την «αλίευση ψήφων» είναι οι κουμπαριές. Βαφτίζεις σε κάθε σόι ένα παιδί και μπαίνεις παντού... Στην Κύπρο, μόλις πεις κουμπάρε, γυρίζουν όλοι το κεφάλι. Στην Κρήτη γυρίζουν με το σύντεκνε. (Στην Αργιθέα δε γυρνάν’ ούτε με σφαίρες). Κι αυτή όμως η μέθοδος, μιας και πήγαμε στην Κρήτη, δεν πιάνει πάντα. Ο Μητσοτάκης (εκείνος που του ’κοβε το κεφάλι, εννοείται…) έκανε πολλές κουμπαριές, αλλά οι Κρητικοί, αντί να τον ψηφίζουν, ψήφιζαν το Πασόκ (μέχρι και Μιχελογιαννάκη ψήφιζαν να καταλάβετε…). Στην κολυμβήθρα σε εμπιστευόμαστε να μας βάλεις, του έλεγαν, όχι και στη θάλασσα να μας πνίξεις!

Ο Μητσοτάκης, που δε λεγόταν αρχικά έτσι, σκέφτηκε τότε να λανσάρει αυτό το επώνυμο, το οποίο θα τον βοηθούσε να μαζεύει ψήφους. Με το Μήτσος (να τος πάλι ου Μήτσιους) θα μαζεύω τους Μήτσους, είπε και με το Τάκης - Άκης τα υπόλοιπα ονόματα: Πάνος = Παναγιωτάκης, Κώστας = Κωστάκης, Γιάννης = Γιαννάκης, Χριστόφορος = Χριστοφοράκος (αφήτι του μι Ο αυτό, καλά το ’χου). Ήξερε ότι και το Γιώργος είναι πολυπληθές όνομα, αλλά όταν γνώρισε τον Γιωργάκη (ένας είναι) τους τσουβάλιασε όλους λέγοντας: «Τι να τα κάνω εγώ αυτά τα χαζά, άσ’ τα απ’ έξω να έχω και αντιπολίτευση. Δημοκρατία χωρίς αντιπολίτευση, δε γίνεται».

Γιατί να το κρύψομεν, άλλωστε…


Κορακοζώητα ταράφια και κοινωνικαί επιπτώσεις

Ο κόρακας ζει πολλά χρόνια. Λογικό είναι, «κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει». Μην κοιτάτε τους ανθρώπους!... Βέβαια, υπάρχουν και ταράφια που ζουν πολύ. Φρυδαίοι, Νασιωκαίοι, Παλιαντωναίοι, Φωτοπουλαίοι και άλλοι που δεν τους γράφω, διότι κι αυτούς για παράδειγμα τους ανέφερα, δεν κάνω απογραφή (έκανι κι ου Αλουγουσκούφ’ς απουγραφή κι του πρόκουψι). Υπάρχουν και στα Βραγκιανοχώρια

τέτοια σόια, π.χ. Στεργιουλαίοι, αλλά άμα ζεις σε τόσο υποβαθμισμένο περιβάλλον, είναι σαν να μη ζεις. Χώρια που αν αναφέρω όλους τους Αργιθεάτες που ζουν πολύ, θα κάνει καμιά τροπολογία ο Κατρούγκαλος και θα βγαίνουμε στη σύνταξη στα 87.

«Γιατί στα 87;» με ρωτάει κάποιος. Για να κάνει ομοιοκαταληξία με το 67, απαντώ. «Δεν είναι τώρα σ’ αυτό το υπουργείο» με διορθώνει. Ας μην είνι τ’ λέου, αυτός θα του κάνι. Δεν έχει άλλουν ικανότιρου ου Σύριζα να κάνι τέτοιες χαζαμάρες. Βάλ’ τε, παρακαλώ, αυτή την παράγραφο σε παρένθεση μόνοι σας, για να συνεχίσω. Πήγα να βάλω εγώ, αλλά επειδή η παρένθεση μου θυμίζει την κοιλιά του και του

(ονόματα δε λέμε) το παράτησα…

Προειδοποίηση: Όποιος (άρσεν ή θήλυ, εγώ τη γλώσσα δεν τη χαλάω με αηδίες τύπου: όποιος/α) αποφασίσει να μπει σ’ αυτά τα σόια, να ξέρει εκ των προτέρων ότι ελπίδα χηρείας (να φάω τη σύνταξη) δεν έχει. Αν δεν είστε απολύτως σίγουροι, μην προτιμάτε τα δεσμά του γάμου, αρκεστείτε στο χαλαρότερον σύμφωνο συμβίωσης!… Ο γάμος είναι χαλιναρότερον απ’ ότι το χαλαρότερον σύμφωνον. Στον γάμο δίνεις υπόσχεση ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Στο σύμφωνο δίνεις υπόσχεση μόνο σε ανθρώπους και στον δήμαρχο (ας πούμε και τον δήμαρχο άνθρωπο), τον οποίο μπορείς και να αλλάζεις, τον Θεό, όμως, δεν μπορείς να τον αλλάξεις.

Κατά τα άλλα, ένα είναι το αρνητικό. Αυτά τα ταράφια δεν είναι μεγάλα (γι’ αυτό ζουν πολύ, να διατηρείται το είδος) και τα μέλη τους δεν έχουν τη δυνατότητα του εκλέγεσθαι, αλλά μόνο του εκλέγειν. Του κανόνος εξαίρεση ο Έκτωρ, που εκλέχτηκε πολλάκις (παρακαλώ ειδικά τους ευαίσθητους να προσέξετε την ορθογραφίαν, δεν αφορά τον Πολάκην σας), γιατί δεν ήξεραν οι Λαρισαίοι ότι δεν είναι από μεγάλο σόι και ο Τσίνας, όστις κρυπτόμενος στο επώνυμον αυτό εξελέγη, επίσης πολλάκις, αν και εκ Στεργιουλαίων προερχόμενος… Τσίνας! Τσίνας! Τσίνας!...

Σταμάτα καφετζή! Μάθαμε ότι τον έχεις συγγενή και τον υποστηρίζεις. Τέτοιο κουμάσι είσαι κι εσύ… το σόι σου!

Τώρα, να μ’ έβρισε μ’ αυτό το τελευταίο; Δεν είμαι και σίγουρος…

Προειδοποίηση δεύτερη: Όποιος σεμπρέψει με αυτούς, να μην ελπίζει σε πολιτικές φιλοδοξίες, ψήφοι δεν υπάρχουν. Λεφτά, όμως, μπορεί να υπάρχουν όπως και πλούσιο Ε9. Πάρ’ τε ό,τι σας δώσουν για προίκα και καθίστε στα αυγά σας! (τώρα, μι του Σέμπρου δεν ξέρου αν πρέπει να γίνει σιμπριά, αλλά θα ρουτήξου κι θα σας που).

«Τι προίκα τσαμπουνάς πάλι; Την κατάργησε ο Παπανδρέου» μου φωνάζει ένας αμετανόητος πασοκτζής. Τ’ λέου κι ιγώ: Καλά, πώς γένιτι να καταργείς τ’ν προίκα κι να δίν’ς προίκα του Πασόκ, π’ δε μοιράζιτι κι δεν κληρουνουμείτι, στου Γιουργάκη; Κι άμα θέλ’ς να ξέρ’ς κι του Καφινείου είνι αναντίον τ’ς προίκας. Είνι υπέρ μιας ισχυρής κι διαρκούς γουνικής βουήθειας. (΄Εχου δυο πιδιά, θα πάρου, έχου κι ένα κουρίτσι, θα δώκου, πάλι κιρδισμένους 2 – 1 είμι)…


Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω αυτή την τελευταία ενότητα του Καφενείου, έφτασε

μια δυνατή βοή στ’ αυτιά μου κι έλεγε:

«Είμαι η συνείδηση. Γιατί αναφέρεις πρώτα το Φρυδαίοι, επειδή είναι το επώνυμό σου;».

Μα τι να κάνω; Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, λέει μια παροιμία…

«Άσε τις παροιμίες! Δεν είναι λόγος αυτός!».

Καθένας δεν προσπαθεί να διορίσει το δικό του παιδί; Είδες κανέναν ν’ αφήνει το δικό του αδιόριστο και να παρακαλάει για τ’ άλλα; Όλοι δεν κάνουν το ίδιο;

«Δίκιο έχεις!... Κάν’ το, αλλά συγκεκαλυμμένα…» μου είπε στο τέλος.

Συγκεκαλυμμένα; Πού τη βρήκε η συνείδηση αυτή τη λέξη; Χάλασε και η συνείδηση…

Καλύτερα αυτοί που η συνείδησή τους δεν έχει και τόσο μεγάλη βοή… Καλύτερα αυτοί που τα αυτιά τους δεν ακούνε και τόσο καλά τη βοή της συνείδησης…

Να είστε κορακοζώητοι, αλλά να σας φυλάει ο Θεός απ’ τα κάθε λογής κοράκια και να σας χαρίζει τετραετίες και ψηφοφορίες. Να ψηφίζετε ό,τι σας αρέσει. Με περίσκεψη και ελευθερία. Μόνο να μην ξεχνάτε πως και η ελευθερία είναι ευθύνη…

Και να εκλέγονται κάθε φορά οι καλύτεροι για τον τόπο μας και την πατρίδα!




ΚΥΡ 16/9/2018





ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Φορτωμένα κόκαλα: Κείμενο- AUDIOBOOK του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

  Φορτωμένα κόκαλα:  Κείμενο- AUDIOBOOK του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη  Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου     Περιοδικό Νέα Ζωή, τεύχος 37, Οκτώβριο...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....