Γιάννης Μαρής:
Ένας ξένος στην πόλη - AUDIOBOOK
Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου
Γιάννης Μαρής:
Ένας ξένος στην πόλη - AUDIOBOOK
Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου
— Τι έπαθε θα 'πω αυτηνιδά; Επανελάμβανον αι γραίαι, βλέπουσαι την γρηά Σπύραινα να πηγαινοέρχεται ασθμαίνουσα — κατώκει έξω προς τα Αλώνια, — εις τας εσχατιάς της κώμης.
Ενίοτε προσέκοπτεν επί εργάτου, όστις φορτωμένος την φοβεράν εκείνην κλίμακα, αφού επεράτωσε την επισκευήν στέγης τινός, μετέβαινεν εις άλλην οικίαν προς τον αυτόν σκοπόν. Τα «μερεμέτια» αυτά είνε συνηθέστατα εις τα χωρία τώρα τον χειμώνα, ότε οι υετοί και οι άνεμοι, και το παχύ της χιόνος στρώμα προ πάντων, μετατοπίζουσι συνεχώς τας κεράμους, μεταβάλλοντες τας πτωχάς στέγας εις κόσκινα.
Άλλοτε πάλιν η γρηά Σπύραινα εκ της πολλής αυτής αφαιρέσεως επάτει μέσα εις το κατάλευκον κατώφλιον οικίας τινός, το οποίον μόλις προ μικρού είχε λευκανθή διά της ασβέστου, επισύρουσα κατά της κεφαλής της, και των ποδών της, η πτωχή χιλίας-δυο βλασφημίας, αίτινες εις τοιαύτας περιστάσεις ως βρωμεραί μυίαι περιίπτανται περί την πολίχνην.
Αλλ' η γραία ουδέ ήκουεν. Έβλεπε μόνον. Ναι, έβλεπεν η πτωχή το πέλαγος ισταμένη επί της σκοπιάς, επί του ανεμομύλου εκείνου, εφ' ου αυθαδώς προσέκρουον όλοι οι άνεμοι.
— «Ούτε καράβια 'στό γιαλό, ούτε πουλιά 'στόν κάμπο!»
Εμουρμούριζεν η γραία και υπέστρεφε περίλυπος, ενώ ο βορράς έπνεε μετ' ακαθέκτου μανίας, μεταβάλλων εις νέφη της θαλάσσης τα κύματα.
Η ημέρα επροχώρει και ο βορράς εξηγριούτο φοβερώτερος. Έπνεεν ήδη επί μίαν εβδομάδα. «Παλάβωσε» κατά την έκφρασιν της γρηάς Σπύραινας. Εις τα βουνά έστιλβον αι χιόνες, και ο βορράς εμαίνετο εις το πέλαγος, όπερ παρίστα εικόνα ορχουμένων κυμάτων, τα οποία κατά διαστήματα συγκρουόμενα, ιδίως κατά τας δεινάς του ανέμου περιτροπάς, εξηρεύγοντο αφρώδη βροχήν, εξανεμουμένην εις συριγμόν οξύτατον, υφ' ου αντήχουν αι σπηλαιώδεις ακταί. Ουδέν ιστίον εις τον έρημον πόντον. Τα πλοία μικρά και μεγάλα έμενον αποκεκλεισμένα, αποφεύγοντα το δαιμόνιαν όρχημα, όπερ αρέσκεται να έχη συντρόφους όπερ στυγνούς και κατηφείς μόνον βράχους. Και αυτοί οι αλιείς, απελπισθέντες πλέον, έθεσαν εντός σάκκων τα δίκτυα, έσυραν υψηλά εις την ακτήν τας αλιάδας και καθήμενοι εις τα παράλια καφενεία έπαιζον σκαμπίλι τραβούντες ηδυπαθώς τον ναργιλέ των.
Ήτο πλέον δειλινόν. Εν τη αγορά συνηθροίσθησαν ικανοί νησιώται, ακούσαντες την βραγχνήν σάλπιγγα του κρεοπώλου, ης ο ήχος εξήρχετο ως τυλιγμένος εντός των σκληρών γρυλλισμών του σφαζομένου χοίρου. Ο κρεοπώλης ούτος υπηρετήσας ως σαλπιγκτής εις τον στρατόν, εφύλαξε την σάλπιγγα, ανάμνησιν ευάρεστον του πολυπαθούς στρατιωτικού βίου, και συνήθιζε κατά τας επισήμους ημέρας του κρεοπωλείου του «να βαρή αυτήν», ως έλεγε καλών τους αγοραστάς. Εννοείται ότι η παραμονή των Χριστουγέννων ήτο μία των επισημοτάτων ημερών του κρεοπωλείου του σαλπιγκτοκρεοπώλου αυτού, ερχομένη μετά τεσσαρακονθήμερον νηστείαν, καθ' ην οι κρεοπώλαι των χωρίων μεταβάλλονται εις γεωργούς. Και αντήχει λοιπόν την ώραν εκείνην η σάλπιγξ ως τεθραυσμένη λάγηνος κ' εγρύλλιζον οι σφαζόμενοι χοίροι γοερώς, και εις όλην αυτήν την κρεοπωλοταραχήν εκυριάρχει βιαία πάντοτε η θαλασσοταραχή.
— «Ούτε πουλί πετάμενο!» Ηκούσθη και πάλιν μονολογούσα η γρηά- Σπύραινα επί του Βράχου. «Παλάβωσεν ο παλαβοβοριάς». Κ' έβλεπε προς το μυκώμενον πέλαγος, περισυνάγουσα το μαύρον ιμάτιον διά των χειρών της και την κατάμαυρον μανδήλαν της, ης αι άκραι επιμόνως παριηρπάζοντο. Εστρέφετο δε ν' απέλθη, ότε εσταμάτησεν αυτήν νεαρός ναύτης, κατερχόμενος εις την αγοράν, κατάκλειστος εις την γούναν του, τον ρωσσικόν κούκον του και τα βαρύτατα ως σιδηροπέδας υποδήματά του.
— Τ' είνε θεια Σπύραινα! εχαιρέτισεν ο ναύτης.
— Τι νάνε, παιδί μου!
«Επόνεσαν τα μάτια μου την θάλασσα να βλέπω
τους γεμιτζήδες να ρωτώ και σένα ν' απαντέχω».
Ηγάπα η καλή γραία ν' απαντά διά διστίχων, δι' ων συνεχώς ηύφραινε την καρδίαν της, μυρόνουσα ούτω την ανάμνησιν του απόντος υιού της.
— Τον Γεωργάκη περιμένεις, θεια Σπύραινα;
— «Ανάθεμα όπερ μαραγκούς που φτιάνουν τα καράβια
και παν και ξενητεύοννται τ' ώμορφα παλληκάρια».
Δι' άλλου διστίχου απήντησε πάλιν η γραία· και αφηρέθη θεωρούσα τα φοβερά κύματα, τα οποία κατ' εκείνην την στιγμήν εθραύοντο τοσούτον οργίλως επί της εν μέσω του λιμένος ξηράς νησίδος, ως να ήθελον να εκριζώσωσιν αυτήν.
— Δεν μου λες, θεια Σπύραινα, ηρώτησεν ο ναύτης, με ποιον είνε ο Γεωργάκης;
— Με τον καπετάν Κωνσταντή πλειο! τον περιμένουμε απ' τη Σαλονίκη. Πήγαν αλάτι απ' ταις Φώκαις.
— Με τον καπετάν Κωνσταντή! ήρξατο γελών ο ναύτης. Με τον αναποδιασμένον; και κάθεσαι και καρτερείς, θεια Σπύραινα! Θα τον θύμωσαν οι ναύταις, θα τον πείραξεν ο Γεωργάκης, ως χορατατζής που είνε, και θα την έσπασε την παληο- καϊάσα. Ξέρεις τι αναποδιασμένος που είνε; Καλά Χριστούγεννα, Θεια-Σπύραινα!
Προσέθηκεν ο ναύτης, και κατήλθε προς την αγοράν καταλιπών την γραίαν άναυδον, προσπαθούσαν να εμποδίση δύο μεγάλα δάκρυα ως αδάμαντας λάμψαντα εις τους οφθαλμούς της.
Κάτι ήξευρεν η γραία, κάτι είχεν ακούσει περί του καπετάν Κωσταντή, και ήρχισαν εις την μητρικήν καρδίαν της, μέσα βαθειά, ν' αναπηδώσι φόβοι τινές αόριστοι, αλλά πάντοτε ύποπτοι και πιθανοί. Και ενώ προηγουμένως είχεν αποφασίσει, διερχομένη εκ του κρεοπωλείου, να προμηθευθή και ολίγον κρέας και ολίγον χοιρινόν, ήδη τόσον ελυπήθη, ώστε επανήλθεν εις την οικίαν με κενάς τας χείρας και μόνον κατεγίνετο να κομίση εις τον φούρνον το Χριστουγεννιάτικο ψωμί, όπερ εύρε «γινόμενο» και την «κοκκώνα», το εξ άρτου εκείνο με το λευκόν ωόν ανθρωπάριον, δώρον των Χριστουγέννων προς τον αναμενόμενον υιόν της.
Και ήσαν εκεί παραφυλάττοντα και δύο μικρά εγγονάκια της, τρέμοντα εκ του ψύχους με κρεμασμένας αγκυλωτάς τας δύο χείρας των, μελανιασμένας υπό του βορρά, με τους δακτύλους εσχηματισμένους, ως πράγκες, το αλιευτικόν εκείνο όργανον, δι ου συλλαμβάνουσι τους εχίνους.
Ήσαν τέκνα άρρενα και τα δύο της θυγατρός της, ορφανά πατρός τα δυστυχή, κοιμώμενα και εγειρόμενα εις τον έρημον της «μανούς» οίκον, όνπερ επλήρουν άλλοτε με τας φλυαρίας των και άλλοτε με τα κλαύματά των. Η μήτηρ των επήγαινεν εις τους αγρούς «μεροκάματο» διά να ζη.
— Εν ήθ' ο μπαμπάς, μανού; ηρώτησαν και τα δύο συγχρόνως περί του αναμενομένου θείου, όστις οσάκις ήρχετο, εκόμιζεν αυτοίς ποικίλα «ταξειδιώτικα δώρα».
Η γραία δεν απήντησεν αρχίσασα να κατασκευάζη και άλλας δύο κοκκώνας διά τους μικρούς της εγγονούς.
— Τώνε αύϊο κιας, μανού; ηρώτα ο είς των μικρών, ιστάμενος ένθεν του σοφρά, εφ' ου η γραία έπλαθε την «κοκκώναν».
— Τούφιι του τυΐ, μανού, η κουούνα; έλεγεν ο έτερος, ιστάμενος εκ του άλλου μέρους και υπονοών την αστείαν παράδοσιν, ότε μετά τας απόκρεω η κορώνη αφαιρεί τον τυρόν από της οικίας καθ' όλην την τεσσαρακοστήν, και φέρει τούτον πάλιν κατά την ημέραν του Πάσχα. Ταύτα διηγείτο πολλάκις η γραία, ανατρέφουσα τους μικρούς της εγγόνους. Αλλ' ήδη η θεια Σπύραινα τώρα δεν ωμίλει. Η υπόνοια ην προ μικρού ως αστειότητα της έρριψαν, ανεστάτωσε την καρδίαν της.
— Πού είν' ο καϊκάτζαους, μανού; ηρώτησε πάλιν ο έτερος των μικρών.
— Του βάδ' ιγώ θα πω του ταγούδ', σα θη ου μπαμπάς Γιουγάκης, είπε και ο έτερος.
Κ' εξηκολούθουν ούτως αι ερωτήσεις ατελείωτοι, εις τας οποίας η γραία ουδέν απήντα. Μόνον διελογίζετο πάντοτε και ενίοτε οι διαλογισμοί της εξεστομίζοντο θρηνωδώς:
— Ακούς να πάη με τον αναποδιασμένον!
Δεν είνε παράξενο επάνω εις το γενάτι του να την έσπασε την παληοσακολέβα του.
Ο καπετάν-Κωνσταντής, ον οι αστείοι και παιγνιώδεις πάντοτε και είρωνες πολλάκις νησιώται απεκάλουν «αναποδιασμένον», ξηρός και αυστηρός πλοίαρχος, εξήκοντα πέντε ετών, διεκρίθη εν τη νεότητι αυτού διά την φιλεργίαν και ναυτικήν του ικανότητα, και την «ξυπνάδα του», ως έλεγον εν τη νήσω. Αρξάμενος από της ακτοπλοΐας και επεκτείνων κατ' αρχάς τας ναυτικάς γνώσεις του μέχρι Πτελεού και Στυλίδος, ετόλμησε πρώτος αυτός να επιδείξη βρίκιον της πατρίδος του, την «Ευαγγελίστριαν», εκατόν πέντε τόννων, εις τους λιμένας της Μαύρης θαλάσσης και του Ποταμού, και το αρχαϊκόν φέσι του εις την Μασσαλίαν, όπου — ειρήσθω εν παρόδω — τον υπεχρέωσαν οι λιμενικοί φύλακες, όταν εξήλθε να «πρατηγάρη», να επανέλθη εις το πλοίον του με την λέμβον, τρία μίλια μακράν, ίνα καλλωπισθή ενδυόμενος ευπρεπέστερον. Και όμως ο Καπετάν-Κωνσταντής εξήλθε πάλιν ως ήτο — ίδιος και απαράλλακτος — με την διαφοράν ότι εγύρισε μόνον το προσφιλές φέσι του ανάποδα και το εφόρεσεν άνω των ώτων ολίγον. Εις το επεισόδιον τούτο απέδιδε και το απονεμηθέν εις αυτόν επίθετον, προσπαθών τάχα να λησμονή την αιτίαν την άλλην, δι' ην τω απεδόθη υπό των ευφυών νησιωτών.
Και πώς ηρέσκετο να διηγήται μετά ταύτα ο ίδιος το επεισόδιον τούτο.
— Άμα εφθάσαμε 'ς το Λιμεναρχείο, έλεγε, — ξεπλατιαστήκαμε 'ς τα κουπιά — μας ερωτά ο φύλαξ:
— Ποιος είν' ο καπετάνιος;
— Νά! εγώ είμαι! Σηκόνομαι και τους λέγω. Τι; δεν με γνωρίζετε; Και εστάθηκα ντούρος. Εσήκωσα και το φέσι μου κομμάτι παραπάνω — εσυνήθιζεν ο καπετάν Κωνσταντής να το φορή πάντοτε μέχρι των ώτων και των οφθαλμών.
— Να σου πω, καπετάνιο μου, απαντά ο φύλακας. Καλό είναι για σε το φέσι σου, αλλά για το λιμενάρχη δεν είνε διόλου καλό. Εκτός αν θέλης να παρουσιασθής για καρβουνιάρης.
Και εξεκαρδίζετο από τα γέλοια διηγούμενος το επεισόδιον τούτο ο καπετάν Κωνσταντής. Άλλως εις το χωρίον του ήτο γνωστός. Εβαρύνετο τα πολλά λούσα. Το βρακί του βαθύ κυανούν ποτε, ωραίον γεράνιο, είχεν υπολευκανθή εκ της πολυκαιρίας. Γηράσκουσι, βλέπετε, και τα ρούχα. Και δεν προσεβλήθη μόνον υπό του γήρατος, ως ο μύσταξ του κατόχου του, αλλά και υπό της τρικυμίας, διότι η άλμη επικολλήσασα, ως επί των αλιέων, εσχημάτισεν αναμέσον των αραιών πτυχών στίγματα υπόφαια ως θαμπά άστρα. Ούτω και οι ναύται γηράσκουσιν, ως το βρακί του καπετάν Κωνσταντή και υπό των ετών και υπό της θαλάσσης. Τα έτη κυρτούσι την ράχιν των, και η άλμη ασπρίζει τας τρίχας της κεφαλής των. Τα σαλονικιό πάλιν καποτάκι του εκ κιτρινωπού σκουτίου ήρχισε να μαυρίζη οικτρώς, εν ώ το φέσι του απολέσαν το λαμπρόν χρώμα του και την επί της κορυφής γαλανήν φούνταν, καταντήσασαν τελευταίον ως ακαλήφην, διεκρίνετο μόνον διά την μαύρην γύρω πλατείαν γραμμήν, σχηματισθείσαν μετά τριακονταετή θαλασσοβρεγμένον βίον. Και το ηγάπα το φέσι εκείνο ο ευλογημένος. Το ελάτρευε σχεδόν.
— Νά βρε! έλεγε προς τους πειράζοντας αυτόν νεανίας. Μ' αυτό το φέσι, βρε σεις, επήγα εγώ μέσ' 'ς τη Μαρσίλια. Aϊντήτε και σεις ντε; Να! Και κάμπτων τον αγκώνα, προσέθετεν επίδεικτικώς:
— Κοτσάνι!
Και τωόντι ο ευφυής ούτος ναύτης εσχηματίσθη εις πλοίαρχον μόνος του. Από της ογκώδους βάρκας αρξάμενος, δι' ης εκόμιζεν ες Αγίου Όρους κομβολόγια και σφραγίδας και φλάσκας, εμελέτησε τόσον σοφώς τα των ανέμων και καιρών και αστέρων, ώστε προεγνώριζεν όλας του καιρού τας μεταβολάς. Όσον αφορά την μελέτην της πυξίδος, είχεν άλλα «σημάδια», ως έλεγε, πολύ ασφαλέστερα και γνωστά μόνον εις αυτόν. Εις άκρον δε οικονόμος και αποβλέπων πάντοτε εις την πρόοδον κ' επιζητών να υπερβή τους άλλους νησιώτας, ως ο δελφίν ο αγωνιζόμενος εις τον πλουν και υπερπηδών τους άλλους συγκολλυμβητάς του, ένα μόνον είχε σκοπόν, να ναυπηγήση βρίκιον. Και το κατώρθωσεν.
Οποία χαρά ως μαρτιάτικος ήλιος τον περιέλουεν, όταν πρώτην φοράν καταπλεύσας εις την νήσον με τα καινουργές βρίκιον εκ του Δουνάβεως, επεβιβάζετο διά της λέμβου εις το λιμεναρχείον, κωπηλατούντων των ναυτών, εν ώ αυτός εκαμάρωνεν ως γυφτοσκέπαρνον πίσω εις την πρύμνην, στίλβων όλος υπό τας ερυθράς λάμψεις του φεσίου του — τότε το είχεν αγοράσει — με την γαλανήν φούνταν, ανεμιζομένην ελαφρώς, φέρουσαν ακόμη το λευκόν χαρτίον, δι' ου οι τεχνίται προφυλάττουσι τας μεταξωτάς αυτής κλωστάς, ίνα μη συμπλεκόμεναι αποξαίνωνται.
Αλλ' είχε μίαν μεγάλην ιδιοτροπίαν ο καπετάν Κωνσταντής, προελθούσαν εκ της πολλής πεποιθήσεως περί τας ναυτικάς γνώσεις του.
Δεν ηνείχετο οδηγίας και παρατηρήσεις εκ μέρους των ναυτών, είτε κατά τον χειρισμόν των ιστίων, είτε κατά την εν γένει διεύθυνσιν του πλοίου. Οσάκις δε ναύται, αγνοούντες την ιδιοτροπίαν του, ήθελον να οδηγήσωσι τάχα τον καπετάν Κωνσταντήν, ούτος έπραττεν όλως το εναντίον, έστω και με βλάβην πολλάκις του πλοίου του.
Τρις είχε προσαράξει την «Ευαγγελίστριαν» επί βράχου, διότι κατά τον πλουν τω υπεδείχθη παρά ναύτου να προσέξη, επειδή εκεί που ην ύφαλος, άγνωστος τάχα εις αυτόν. Και ο καπετάν Κωνσταντής την εγνώριζεν. Ήξευρε όλαις ταις ξέραις, ως έλεγε, να περάση με κλειστά 'μάτια, αλλά «του ήρχετο άσχημα να τον δασκαλεύουν τα παιδιά του».
Όταν τω υπεδείχθη ποτέ γνωστή εις αυτόν ύφαλος:
— Συ θα με μάθης, βρε αγράμματε;
Είπεν ο καπετάν Κωνσταντής θυμωμένος, εν ώ ως δεξιώτατος ναυτικός ήτο έτοιμος να στρέψη την πρώραν και παρακάμψη την ύφαλον. Αλλ' επειδή τω εγένετο παρατήρησις, «δασκάλεμα» ως έλεγεν, ίνα μη φανή ότι οδηγείται, αυτός «που είχε φάγει τη θάλασσα με τη χούφτα», εξηκολούθησε να πλέη κατ' ευθείαν και ιδού:
— Κραφφφ! έτριξεν η Ευαγγελίστρια επί της υφάλου, εν ώ ο καπετάν Κωνσταντής, θυμωμένος ακόμη, προσέθετεν:
— Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!
Ευτυχώς και τας τρεις φοράς ουδέν έπαθε το ξύλινον σώμα, εφ' ου εξεθύμαινε πάντοτε η παράδοξος ιδιοτροπία του καπετάν Κωνσταντή.
Και εν ώραις μεν γαλήνης κ' ευδίας, ότε το πλοίον και η θάλασσα «πήζουσιν», οι δε ναύται δεν γνωρίζουσι πώς να διασκεδάσωσι την αφόρητον ανίαν της απλοίας, ή όταν ούριον πνεύμα ευαρέστως ωθή το πλοίον προς τα εμπρός και μαλακά-μαλακά ως τολύπη βάμβακος προσπίπτουσιν επί των πλευρών τα κύματα, γλυκά μινυρίζοντα, και δρόσος απολαυστική κατέρχεται από των ιστίων, ήτις τόσον καθηδύνει τους ναύτας, ώστε ανεπαισθήτως ν' αρχίζωσι το άσμα, εν ταις τοιαύταις γλυκείαις ώραις δεν είνε παράδοξον αν ενίοτε οι ναύται έπαιζον με την επικίνδυνον αυτήν ιδιοτροπίαν του καπετάν Κωνσταντή. Το κάτω κάτω της Γραφής θα εξεθύμαινεν αύτη επί των μαύρων πλευρών της Ευαγγελιστρίας ή επί του φεσίου του πλοιάρχου της. Αλλ' εν ώρα ανεμώδει και κελαινή τρικυμία μετά δέους οι ναύται περιίσταντο άναυδοι και ευπειθείς, δειλοί μη τυχόν λέξις τις αυτών άκαιρος προσκρούση εις του καπετάν Κωνσταντή το κτηνώδες ένστικτον, όπερ διόλου δεν ήτο παράδοξον να τους πνίξη καμμίαν ημέραν «έτσι στα χορατά!»
Η γρηά-Σπύραινα θέλεις από τον γεννηθέντα εν εαυτή φόβον, θέλεις από την υπερβολικήν ελπίδα — κουράζει, βλέπετε, και η πολλή ελπίς — απέκαμε περί την ώραν του εσπερινού και δεν εφάνη πλέον εις τον Βράχον. Ήτο και τόσον δριμύ το ψύχος! Ουχ' ήττον ακροωμένη τας πνοάς του απαύστως βοΐζοντος βορρά, συχνάκις επανελάμβανεν:
— Ούτε πουλί πετάμενο! . . . Ελησμόνησε και τα προσφιλή της δίστιχα και τα άφινεν ημιτελή.
Και πάλιν διελογίζετο παρά την εστίαν καθημένη:
— Τίποτε παράξενο, παιδί μου, να τον κοντραστάρισαν τον Αναποδιασμένον και να πήγαν όλοι σύψυχοι!
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν τα δύο μικρά εγγονάκια της, ερχόμενα από τον φούρνον με της κοκκώναις εις την αγκαλιά ζεσταίς-ζεσταίς ακόμη:
— Ο μπαμπάς, μανού, ο μπαμπάς!
Και μόλις ηδύναντο ν' αναπνεύσωσιν εκ της πνιγούσης αυτά χαράς.
Η γραία ως ν' αφυπνίσθη από 'ληθάργου επετάχθη από της εστίας όπου εκάθητο, και ήλθεν εις την θύραν, ότε βλέπει την γειτόνισσάν της:
— Τα συχαρήκια! Ήλθ' ο Γιωργάκης!
— Ήλθε, παιδί μου;
Ετούτο μόνον μισομπερδευμένον απήντησε, κ' εξήλθε προς την παραλίαν τρέχουσα, εν ώ κατόπιν της ηκολούθησαν μέχρι τινός οι δύο μικροί με της κοκκώναις 'ς την αγκαλιά θερμαινόμενοι.
Ο καπετάν-Κωνσταντής συνήθιζε πάντοτε τα Χριστούγεννα να τα κάμνη εις την πατρίδα του. Εύρισκε τρόπον πάντοτε να διέρχηται δι' αυτής κατά τας αγίας αυτάς εορτάς. Ποιμήν τις από πρωίας ιδών πλοίον κατερχόμενον από του Θερμαϊκού, ανήγγειλε τούτο εις την γραίαν, ήτις ως είδομεν από πρωίας παρετήρει το πέλαγος. Και αληθώς περί την εσπέραν εφάνη πλησίστιον πλοίον, κάμπτον την προ του λιμένος ξηράν νησίδα και στρέφον να εισέλθη διά λοξοδρομιών εις αυτόν, διότι την ώραν εκείνην έπνεε δριμύτατος βορειανατολικός. Επειδή κατά την στροφήν είχε τον άνεμον εναντίον, τα ιστία ανεστατώθησαν αίφνης κινδυνεύοντα να διαρραγώσι, τα δε κύματα μετ' αδυσωπήτου λύσσης εθραύοντο κατά της πρώρας, όλον δε το σκάφος εκλυδωνίζετο ως εν καταποντισμώ. Ενόμιζες ότι του θαλασσίου δαίμονος αι χαλύβδιναι χείρες ερράπιζον τας μαύρας της πρώρας παρειάς. Αλλ' ήτο καλώς διατετηρημένον το πλοίον και αντείχε κατά του δεινού εκείνου σάλου, ότε τα απαλόν και παιγνιώδες κύμα μεταβάλλεται εις σκληρωτέραν του σιδήρου ύλην.
Ο καπετάν-Κωνσταντής όσον «παρατημένον» και αν είχε τον εαυτόν του, την Ευαγγελίστριαν όμως συνετήρει εν πολλή κομψότητι. Ηγάπα εξ ιδιοσυγκρασίας το μαύρον χρώμα. Έστιλβε λοιπόν κατάμαυρος η Ευαγγελίστρια. Είχε τα ιστία πάντοτε κατάλευκα, καινουργή. Όσον ηυχαριστείτο εις το ιδικόν του εμβαλωμένον βρακίαν, τόσον εμίσει τα εμβαλώματα των ιστίων. Προς τούτοις είχε συνηθίσει, όταν εισπλέη εις την πατρίδα του, — ήτο δε λίαν φιλόπατρις και υπερήφανος, κατά την πανήγυριν των Τριών Ιεραρχών, ότε εορτάζει η νήσος, ρίπτων έν τάλληρον εις τον δίσκον, — είχε συνηθίσει να υψώνη πλην της σημαίας, ην είχε μεγάλην με ωραία γλυκά χρώματα, και όλα τα ποικιλόχρωμα εκείνα σήματα, τα «σενιάλα» λεγόμενα, τα χρησιμεύοντα διά την εν τω πελάγει συνεννόησιν, τα οποία ο καπετάν-Κωνσταντής είχε προορίσει μόνον προς στολισμόν του βρικίου του.
— Θέλω να με καταλαβαίνουν πως έρχουμαι, βρε! έλεγε.
Εννοείται ότι ευκόλως ανεγνωρίσθη υπό των κατοίκων η «Ευαγγελίστρια», οίτινες πολλοί ήδη συνηθροισμένοι εις την αγοράν περί τους σφαζομένους χοίρους εύρον ευχάριστον θέαμα να βλέπωσι τα μικρόν βρίκιον μετά υπερβαλλούσης γενναιότητος αψηφούν των κυμάτων την μανίαν. Ο καπετάν Κωνσταντής ήτο αγαπητός εις την πολίχνην, και οσάκις έβλεπον το πλοίον του εισπλέον εις τον λιμένα, εν πλήθει πάντοτε και όχλω συνηθροίζοντο εις την παραλίαν θεώμενοι. Άλλως ανέμενον πάντοτε καμμίαν «αναποδιά του» διά να γελάσωσι. Τώρα δε χάριν της εορτής πανηγυρικώτερος εγίνετο ο είσπλους αυτού. Και αυτός ο κρεοπώλης παραιτήσας την εργασίαν του ήρχισε να βαρή την σάλπιγγα εν μέσω ευφυολογιών και γελώτων των παρισταμένων.
— Όρτσα, καπετάν-Κωνσταντή, εκραύγασέ τις.
— Μη μωρέ, και κάμει καμμιά αναποδιά και είνε τρικυμία, απήντησεν έτερος.
Ο καιρός εξηκολούθει ο αυτός, ενάντιος διά τους εισπλέοντας εις τον λιμένα, πλην η «Ευαγγελίστρια» κατώρθωσεν ήδη να εμφανισθή εις την είσοδον αυτού εγγύς της πόλεως, και έπρεπε μετά μίαν βόλταν ν' αράξη επιτηδειότατα τόσον δε πλησίον της ξηράς ήτο, ώστε διεκρίνετο και ο καπετάν Κωνσταντής· πίσω κρατών με υπερηφάνειαν το πηδάλιον.
Όλοι είχον προς αυτήν εστραμμένα τα βλέμματα. Ότε μετά φόβου είδον αίφνης το κομψόν βρίκιον να προσεγγίζη εις το Μπούρτσι περισσότερον του πρέποντος, ώστε «να μη δύναται να τα πάρη πλέον».
— Νά! Να ακούονται φωναί από του πλήθους.
— Καί τινες εν ταραχή σπεύδουσι προς την ξηρόνησον συνεχομένην διά γεφύρας μετά της πόλεως, αδιαφορούντες προς την μεγάλην πλημμύραν, ήτις ένεκα του βορειοανατολικού είχε κατακαλύψει την γεφύρωσιν.
— Την έκαμε πάλι την αναποδιά! εφώναξέ τις εκ του πλήθους.
Και τριγμός απαίσιος ιδού ακούεται, ως θραυομένων ξηρών οστέων πελωρίου σκελετού δεξιά και αριστερά του πλοίου.
Ο κρεοπώλης έρριψε την σάλπιγγά του.
Οι περισυναχθέντες νησιώται ήθελαν μεν να γελάσωσι με την ιδιοτροπίαν του αναποδιασμένου αλλ' όχι και μέχρι τοσούτου, ώστε να επακολούθηση δυστύχημα, θλιβερόν πάντοτε.
Αλλά το δυστύχημα επήλθε πλέον.
Η «Ευαγγελίστρια» είχε προσαράξη πλαγίως επί της βραχώδους ξηρονήσου.
Κατέλαβε δέος τους νησιώτας, οίτινες είχον πεποίθησιν ότι εκ της γνωστής ιδιοτροπίας του πλοιάρχου επήλθε το κακόν.
Και δεν είχον άδικον.
Διότι ηκούετο ακόμη η βραχνή φωνή του καπετάν-Κωνσταντή εξακολουθούσα συγχρόνως μετά την προσάραξιν:
— Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας.
Ιδού πώς συνέβη το κακόν.
Κατά την τελευταίαν βόλταν ο Γεωργάκης εκ της πολλής χαράς ότι έφθασεν εις την πατρίδα του και θέλων ν' αράξουν μια ώρα προτήτερα, βλέπων ότι ο πλοίαρχος δεν τα εγύριζεν, ελησμόνησεν εξ αφαιρέσεως με ποιον είχε να κάμη κι' εφώναζε.
— Τι κάνεις, καπετάν Κωνσταντή;
Και ο καπετάν Κωνσταντής την στιγμήν εκείνην ήτοιμάζετο αληθώς να διατάξη «να τα γυρίσουν». Πλην υπείκων εις την ανεξήγητον ιδιοτροπίαν του εθεώρησε καλλίτερον να θραύση το βρίκιόν του, αφού τω εγένετο παρατήρησις παρά να φανή ότι δεν γνωρίζει την ναυτικήν.
Περί της σωτηρίας του πλοίου ουδεμία υπήρχεν ελπίς, αλλ' όσον και να μη ήτο φόβος τις περί του πληρώματος, συγκειμένου εκ πέντε ατόμων, εκτός του πλοιάρχου, όμως αλαλαγμός επηκολούθησεν εν τη αγορά, όλων σπευδόντων προς την ξηρόνησον. Και εν μέσω του αλαλαγμού διεκρίνετο ο ολολυγμός της γρηάς Σπύραινας, ήτις βρεγμένον έχουσα τον γύρον του φουστανίου της έως δύο σπιθαμάς είχε διεισδύσει εις την ξηρόνησον συνεχώς επιλέγουσα:
— Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον! Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον!
Και άλλοτε πάλιν φωνάζουσα προς τον υιόν της:
— Έβγα όξου, αρέ! έβγα όξου!
Αλλ' οι ναύται έμενον ακόμη εντός του σκάφους, νομίζοντες ότι και με την συνδρομήν των κατοίκων θα ηδύναντο να σώσωσιν αυτό.
Ο καπετάν Κωνσταντής ως να μη συνέβη τίποτε, και ως να μη ήτο αυτός αίτιος της καταστροφής του, κατεγίνετο και αυτός μεταβαίνων από της πρύμνης προς την πρώραν και εκφωνίζων, ασυναρτήτους τινάς φράσεις.
Αλλ' όλα εις μάτην. Ο σφοδρός βορειοανατολικός κραταιώς πλαταγίζων επί των πλευρών του πλοίου, και ωθών αυτό πάντοτε κατά των βράχων διέρρηξε τέλος αυτό, όπερ διεσπάρη εν τω τεταραγμένω λιμένι εις ιστούς, ιστία, σχοινιά, ξύλα και τα διάφορα άλλα έπιπλα του πλοίου, άτινα όλα αναμίξ, οικτρά ναυάγια, πλησσόμενα ασπλάγχνως υπό των κυμάτων, συγκρουόμενα, βυθιζόμενα και πάλιν εμφανιζόμενα εν μέσω των αφρών και προσκρούοντα κατά των βράχων επιμόνως, απετέλουν απερίγραπτον και φοβεράν ναυαγίου εικόνα. Αλλ' ήτο και τριάκοντα ετών βρίκιον. Οι δε ναύται μόλις επρόφθασαν και περιέσωσαν τας κασσέλας των.
Επήλθεν η νυξ κελαινή και ανάστερος. Νέφη μελανόφαια κατεπλάκωσαν το στερέωμα και νιφάδες χιόνος πυκναί υπελεύκαζον εις τας στέγας και τας οδούς. Οι νησιώται τεθλιμμένοι βεβαίως διελύθησαν έκαστος μεταβάς εις τον οίκον του ν' αναπαυθή, ίνα γερθή μετά τα μεσάνυκτα εις την χαρμόσυνον ακολουθίαν των Χριστουγέννων. Ούτε το σύνηθες άσμα ηκούσθη επί πολύ ένεκα του υπερβολικού ψύχους, διότι τα παιδία, άτινα συνήθως εν ομίλοις περιέρχονται τας οικίας, δεν ετόλμων να εξέλθωσι. Και μόνον οι παιγνιδιάτορες, δύο μόνον ηλικιωμένοι άνδρες, ο είς με το βιολίον, ο έτερος με το λαγούτον, κατώρθωσαν να περιέλθωσιν οικίας τινάς «για την καλή χρονιά».
Μετ' ολίγον έσβυσαν και τα φώτα των ολίγων οικιών, εν αις φαίνεται ότι περισσότερον ηγρύπνησαν.
Πλην έξω εις τα Αλώνια οικίσκος τις μονώροφος διετήρει εισέτι το φως του, υποφαινόμενον εκ των χασμάδων του παραθύρου. Ήτο ο οικίσκος της γρηάς Σπύραινας ήτις καινουργές σάλι φέρουσα επί των ώμων ατάραχος και γαληνιαία παρά την εστίαν καθημένη υπό το ασθενές φως ελαιολυχναρίου εγυάλιζε μετά μητρικής αγαλλιάσεως τα υποδήματα του υιού της, όστις πλησίον της πυράς ενεπαύετο τεταραγμένον ακόμη ύπνον, διότι ανελογίζετο ίσως καθ' ύπνους ότι εγένετο αίτιος της συμφοράς. Παρέκει εκοιμώντο ομού επί ενός κυλιμίου τα δύο μικρά εγγονάκια της γραίας με της κοκώνες εις την αγκαλιά, ενώ ένθεν και ένθεν των παιδιών έκειντο δύο ζεύγη υποδημάτων εκ πρασίνου αιγός δέρματος, καινουργή, συνδεδεμένα διά του σχοινίου ακόμη, δώρα του νεοελθόντος ναύτου.
Την ώραν εκείνην ακόμη γέρων τις διήρχετο την αγοράν ασκεπής, διάβροχος και χιονισμένος, μετά τρυγμού ελαφρού σχηματίζων τα βαρέα των υποδημάτων του ίχνη επί του λεπτού της χιόνος στρώματος. Επροχώρει αργά, — αργά ως κεκυφώς και αποστραγγίζων διά των χειρών του το κατάβρεκτον εκ της θαλάσσης φέσιον, το οποίον εν τω θλιβερώ ναυαγίω απώλεσε και το τελευταίον λείψανον της φούντας.
Ήτο ο Αναποδιασμένος μουρμουρίζων ακόμη, ως να μη έπαθε τίποτε και ως να μη είχε ποτέ βρίκιον.
— Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ:
Ο μπαρμπ΄Αντώνης, του Κων/νου Χατζόπουλου
Κείμενο- AUDIOBOOK, διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου
Εκδόθηκε το 1916 στο βιβλίο ΤΑΣΩ, ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, από τον εκδοτικό οίκο ΕΣΤΙΑ.
Γύριζε τότε στην καλύβα του στην πλαγιά της ράχης και καθότανε μπροστά στην πόρτα. Έβγαζε από το σελάχι το μακρύ σουγιά με τη λαβή από μαύρο κέρατο κι έπιανε κι έσκιζε και πελεκούσε μικρά παλούκια και κλαδιά από λυγαριές κι έπλεκε με αυτές το φράχτη που χώριζε τον τόπο του από του γείτονα τον κήπο. Έπλεκε και διόρθωνε και στέριωνε το φράχτη, γιατί του φαινόταν πως αυτός ο φράχτης ζύγωνε ολοένα στην καλύβα κι έφτανε σιγά σιγά πάντα κοντύτερα στη ρίζα μιας αχλαδιάς που ήταν μπροστά από την καλύβα. Έπειτα ξανακαθότανε στην πόρτα, καθότανε και κοίταζε έξω πέρα και φαινότανε σα να περίμενε.Ο Παλαμάς έγραψε γι΄αυτόν: "...Τον αγναντεύω όξω από το σπίτι μου μαθητούδι, έφηβο, να προχωρεί στο δρόμο, φροντισμένο, κομψοντυμένο, στα κατάλευκα.Ύστερα από χρόνια βρεθήκαμε ανταμωμένοι στην Αθήνα. Εγώ πρεσβύτερος, κάπως ακουσμένος με τους στίχους μου, σκόρπιους εδώ κι εκεί. Ο Χατζόπουλος ήταν ένα έξυπνο παιδί, ζωηρό, ανυπόταχτο, διαχυτικό ή συμμαζεμένο, μα αξιαγάπητο, που μου κίνησε την προσοχή, μου ξύπνησε τη συμπάθεια. Και στο τέλος το θαυμασμό. Αργότερα γράφτηκε στο πανεπιστήμιο στα νομικά. Και πήρε το δίπλωμά του, κατόρθωμα για τους ανθρώπους του είδους του".
Το 1920, και ενώ ταξίδευε με καράβι (με το ατμόπλοιο "Montenegro") προς την Ιταλία, πέθανε εν πλω από τροφική δηλητηρίαση και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Μπρίντεζι. Τα οστά του μεταφέρθηκαν πολλά χρόνια αργότερα από την κόρη του στο Α΄ Νεκρ. Αθηνών.
Έργα του:
Κάιν
του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, κείμενο και AUDIOBOOK
διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου
Ο Κώστας Λάμπουρας εγύρισε σπίτι του εκείνο το βράδυ συγχυσμένος. Η όψη του ήταν κίτρινη, τα μάτια του ανήσυχα και γουρλωμένα, το χείλι του αχνό· και έτσι ήτουν άσκημη η μορφή του, και ασυνήθιστη και αγριεμένη. Το φέσι του ήταν στραβά απάνου στο κεφάλι του, το σεγκούνι του ριγμένο στον ώμο του, τα μανίκια του πομάμισού του ανοιχτά και λιγδιασμένα. Μέσα στο σπίτι του η γυναίκα του εμαγείρευε το δείπνο· αυτός ήρθε κι εκάθισε παραστιάς, γιατί είχαν αρχίσει τότες τα κρύα του χινόπωρου. Δεν εχαιρέτησε· αλλά ανάσανε ανταριασμένος και κάπου κάπου εκουνούσε το κεφάλι φοβερίζοντας. «Ευγενιά, τι μαγειρεύεις;» της είπε κακότροπα. «Λάχανα» αποκρίθηκε κοιτάζοντάς τον υποψιασμένη· «τι τρέχε πάλε;» «Μας εχαντάκωσε!» της απάντησε αναστενάζοντας και πεισμωμένος «το κοπάδι το ’δωκε του νοικοκύρη. Πώς θα ζήσουμε;» «Μα, Κώστα» ετόλμησε να πει εκείνη γλυκά «ήταν ξένο πράμα· να πλερώσετε δεν είχετε και δεν ήθελες· πώς είχε να το βαστάξει;» κι εχαμογέλασε. «Τι λες και συ» της είπε κοιτάζοντάς την λοξά «ποιος σου ’μαθε αυτά τα λόγια; τώρα δεν πλερώνει κανένας· τι είχε να φοβηθεί;» «Ο νόμος είναι νόμος· θα σας έβαναν στη φυλακή· και τ’ αδερφού σου δεν τ’ αρέσει η χάψη.» «Φυλακή για τέτοιες μικροδουλειές» απολογήθηκε περιγελώντας «κάθε μέρα βλέπεις φυλακώνουν τον κόσμο! Σου φαίνεται πως εξανάρθε ο παλιός καιρός! Πάνε τώρα αυτά, καθένας κάνει ό,τι θέλει. Γιατί ψηφίζομε βουλευτάδες; - Για να ’χομε τις ευκολίες μας. Ποιος εζήτησε χάρη και δεν του γίνηκε; - Κάθε μέρα ακούονται σκοτωμοί, μα δε μου λες πόσο παιδεύονται οι ανθρώποι; Μήνες. Και ο κυρ-αδερφός μου εσκιάχτηκε· τι θα μας έκαναν; Κατάσκεση; - Αν αφήναμε πρώτα. – Μα θα τόνε διορθώσω εγώ τον κυρ-αδερφό μου». Κι ετσώπασε· και η όψη του αγρίεψε περσότερο· τώρα εσυλλογιζότουν μοναχός του: - «Ο αδερφός του τον είχε αδικήσει ναι, ήταν αδικία να του πάρει το κοπάδι και να το παραδώκει τώρα το χειμώνα που δεν είχαν άλλη πόρεψη. Μα τι τον έμελλε τον αδερφό του· ήταν ανύπαντρος, άτεκνος, ανέγνοιαστος, ποιον είχε να θρέψει; - Το κουφάρι του μονάχα· όταν η φτώχεια τούς εκυρίευε, εκείνος θα μπορούσε να φύγει και να τον αφήσει στα κρύα να χτυπιέται με την πείνα, με τη ζόρκια· όπου κι αν επήγαινε θα ζούσε, γιατί δεν εβαριότουν τη δουλειά. Μα τότες τι θα ’κανε ο ίδιος; πώς θα ’ζουνε τον εαυτό του και τη φαμιλιά; Ήταν πάντα του αδούλης· οι ελιές λάδι δεν έδιναν εκείνα τα χρόνια· μοναχά το κοπάδι θα τους κυβερνούσε όλον το χρόνο και ο αδερφός του από κουταμάρα ή από κακοσύνη επήγαινε να το παραδώσει του νοικοκύρη. Αχ, είχε κάμει αληθινά σαν οχτρός!». Η Ευγενιά ανακάτωνε τα λάχανα στο τσουκάλι, τα δοκίμασε, εσηκώθηκε κι έφερε ψωμί από μιαν κρεμασμένη κάνιστρα και κοιτάζοντας τον άντρα της στα μάτια είπε ταραγμένη: «- Το φαΐ είναι έτοιμο». «Δεν πεινάω» αποκρίθηκε αγροικά κι εξακολούθησε τους πικρούς στοχασμούς του: 1 «Μου ’φυγε χωρίς να υποψιάζω· ναι, μου το ’χε πει λίγες μέρες οπίσω, αλλά τον άφηνα να λέει· δεν πίστευα να τολμούσε. Α, αν το ’ξερα, δε θα τον άφηνα με κανέναν τρόπο· καλύτερα ή θα σκοτωθούμε, καλύτερα τον έσφαζα! Μα, μ’ εγέλασε. Κι εφανταζόμουνα πως μ’ ελογάριαζε, πως ήταν υποταγμένος στη θέλησή μου, πως τ’ άρεσε να δουλεύει για το σπίτι μας, για τη φαμιλιά! Μου ’ψαλλε κάθε μέρα πως παντρειά δεν ήθελε, κι ο κόσμος έλεγε όλος πως μ’ αγάπουνε· τώρα με μίας άσκωσε κεφάλι, έκαμε ό,τι του κατέβηκε στο μυαλό, ό,τι δεν ήθελα. Και δεν επρόβλεψε τη στενοχώρια που μας προσμένει, μ’ όλο που το ’ξερε πως θα υποφέρουμε, πως εγώ κι η φαμιλιά μου θα υποφέρει· γιατί αυτός βρίσκει και ζει όθε κι αν πάει. Χαλάλι του όμως· μου ’φυγε, μου ’φυγε· περιττά να λέω, περιττά να συλλογιούμαι· το κοπάδι μου δεν ξανάρχεται, όχι· την τύχη μας την ξέρω· θα ψοφήσουμε το χειμώνα της πείνας! Το χειμώνα; - από αύριο ψωμί δεν είναι. – Μα πάντα του ήταν οχτρός. Πότε μ’ εμπόδιζε να πάρω την Ευγενιά – και την επήρα στο πείσμα του – πότε μ’ επαραμόνευε μην κλέψω τ’ αλλουνού το πράμα, με εφύλαε μην αδικήσω, μην κάμω αμαρτίες· πάντα μπόδιο, πάντα κακός για μένα. Γι’ αυτό δεν είχαμε ορνικό. Εγώ, παναπεί, τον έβριζα κάθε μέρα. Τώρα μου ’καμε αυτό· αύριο που ’ρχεται βλέπει! Ναι, αύριο του δείχνω. Μα δε θα ’ρθει, φυσικά θα με σκιάζεται· θα τα σκαπέτησε στην ξενιτιά· και καλύτερό του, γιατί θα μ’ έκανε να γένω…» Τα μάτια του άνοιξαν, αναταράχτηκε κι ανατρίχιασε. «Πάμε να κοιμηθούμε» του ’πε η γυναίκα του «μη χολεύεσαι[1] τόσο· είναι κρίμα, Κώστα». Την εκοίταξε στατικός, σα να ξυπνούσε από ονειροπλάκωμα. «Πλάγιασε κι έρχομαι» της είπε ασυλλόγιστα. Αυτή δεν εκουνήθηκε. «Κάη!» του ’πε μια φωνή μέσα του «τον αδερφό σου θα σκοτώσεις; Ας είναι κιόλας η αιτία του χαμού, είναι αδερφός, έζησε μαζί σου, εβγήκετε από την ίδια κοιλιά, εφάγατε το ίδιο γάλα, έχετε το ίδιο αίμα, τρώτε το ίδιο ψωμί, αντάμα αφ’ όντις είστενε στον κόσμο». Και αυτός αποκρίθηκε στη φωνή με το νου του: - «Μα πρέπει να τιμωρήσω, να χορτάσω, να γδικηθώ· του πρέπει· μ’ εφτώχυνε, μ’ εχαντάκωσε, μ’ αφάνισε». Κι η φωνή, που ’βγαινε από τα βαθύτατα σπλάχνα του, του είπε οπίσω: «Κάη, δε σκιάζεσαι; Πώς τέτοιες σκέψες γεννιώνται στην καρδιά σου; Να χύσεις το ίδιο σου το αίμα, να γένεις άτιμος φονιάς;» «Του πρέπει» εσυλλογίστηκε «ήταν κακός με μένα, θα ’μαι χειρότερος. Θηρίο, τίγρης ανημέρευτος· του πρέπει γιατί μ’ έχασε τώρα τελειωτικώς. Ο παρτσινέβελός του ας τόνε γλιτώσει, α μπορεί· θα ιδούμε». Και η φωνή του ’πε· «Δε σκιάζεσαι το θεό;» δε σκιάζεσαι τη φούρκα;» - «Φούρκα» εσυλλογίστηκε περγελώντας «φούρκα τώρα; γιατί είναι οι βουλευτάδες; το κόμμα θα ’νεργήσει και για μένα, το κόμμα είναι παντοδύναμο. Ποιο δικαστήριο θα με δικάσει; κι αν με καταδικάσει, το κόμμα θα με ξεκρεμάσει. Αλί σ’ όποιον εχάθηκε. Είμαι χαμένος εγώ, ας χαθεί κι αυτός, ας χαθεί· κι ας με χαλάσουν στο ύστερο, μεγάλο κακό δε θα μου κάμουν. Μπορεί και να μη με πιάσουν». Κι είπε της γυναικός του: - «Θα σκοτώσω». Αυτή εσάστισε, ανασηκώθηκε, τον εκοίταξε θαμπωμένη, κι εκατέβασε αμέσως το βλέμμα, βλέποντας στο πρόσωπό του ζωγραφισμένην την άσπλαχνην απόφαση. «Τι σου ’καμε» του ’πε «ο καλός σου αδερφός;» «Καλός; γιατί καλός;» αποκρίθηκε κι εσηκώθηκε αγριεμένος «γιατί μ’ ελιμοχτόνησε; πώς; τού παίρνεις το μέρος, παλιογύναικο; θα σε σκοτώσω!» «Τι μεγάλο κακό, θε μου» είπε κλαίοντας «θα σε φουρκίσουν, Κάη!» 2 Ο Κώστας Λάμπουρας εκοίταξε ολόγυρά του ανταριασμένος. Είχε ακούσει από το στόμα της γυναικός του εκείνην την ίδια φωνή που του μιλούσε από τα βαθύτατα σπλάχνα του, πώς ήξερε τώρα και κείνη της ψυχής του το σάλαγο, τους κρουφούς λογισμούς του; - Και ξάφνως η ανυπόταχτη φαντασιά του τον έκαμε να ιδεί μίαν τρομερήν εικόνα: - Είχε κάμει το φόνο· κι επερνούσε από τη μέση του χωριού του με το ματωμένο μαχαίρι στο χέρι, φεύγοντας τρεχατά, και ο κόσμος όλος τον εκοίταζε περίτρομος κι έστρεφε αλλού το πρόσωπο, προφέροντας με καταφρόνια το καταραμένο τ’ όνομα του πρωτότοκου γιου του πρωτόπλαστου: - «Ο Κάης, ο Κάης!» Από τα τώρα άρχιζε να τον κράζει έτσι η γυναίκα του. Μα ο κόσμος δεν ήξερε τι του ’χε κάμει ο κακός αδερφός· δεν εγνώριζε την αδικία· έβλεπε μοναχά το φόνο κι εκατηγορούσε. Κι ο Κώστας ήθελε να αποκριθεί: - «Ο αδερφός μου αγόρασε το θάνατό του· απόγραψε την καταδίκη του. Ας ήταν κι άλλοι στη θέση μου, το ίδιο θα σκότωναν και κείνοι, μαγάρι και τον πατέρα τους, αν ήταν τέτοιος αδικητής! Ποιος μ’ υποχρέωσε να γένω Κάης; Ο ίδιος ο αδερφός μου· ναι Κάης, αλλά εγδικητής, αλλά τιμωρητής, αλλά υπερασπιστής του δίκιου. Όχι, δε θέλω έπαινο· μα κοίταξε, κόσμε· κατάλαβε την πράξη μου. Με φτονάς, κόσμε, για το τόλμημά μου και σκιάζεσαι· ναι, με σκιάζεσαι και με το φόβο θα σ’ εξουσιάσω!» Και τώρα το βράσμα του αιμάτου του έπεφτε. «Καλύτερα ήτουν» εσυλλογιότουν «κανείς να μην το μάθει και δε θα το μάθει· θα σκοτώσω κρουφά, στο σκοτάδι, στο μυστήριο, τη νύχτα. Δε μπορώ να μη σκοτώσω». «Να κοιμηθούμε» είπε της γυναικός του ησυχασμένος· «στρώσε». «Σε σκιάζομαι» του αποκρίθηκε τρέμοντας. «Γιατί; Κακό δε θα σου κάμω· πάμε.» Αιστανότουν μέσα του ευχαρίστηση· η καρδιά του είχε πάρει την απόφαση κι είχε σκληρύνει· ο νους του είχε συνηθίσει στον απάνθρωπο συλλογισμό· εκαταλάβαινε ο ίδιος πως εχόρταινε σκοτώνοντας, μία δίψα, μία ζήτια της ύπαρξής του, που μοναχά το αίμα εμπορούσε να τη θεραπέψει· του ήταν γλυκιά η παραδειγματική εγδίκηση που μελετούσε, η πλερωμή της αδικιάς. Και γιομάτος μίσος, που το συντρόφιαζε μία καινούρια αναστάτωση του αιμάτου του και μία κόκκινη θωριά μπρος στα μάτια του, επλάγιασε σιμά στη γυναίκα του που εμαζευότουν όσο εμπόρειε στην άκρη της κι αποκοιμήθηκε ύπνον ανήσυχο, γιομάτον φοβερές κι αιματερές φαντασίες, μακηλιά, ξεκοιλιάσματα, μάχες, ντουφέκια, μαχαίρια, και συχνά έβγαινε βόγκος από τα στήθια του και ανατιναζότουν φοβισμένος. Μα η ιδέα ωστόσο ώρμαζε στην τραχιάν καρδιά του. Την άλλη μέρα, τ’ απόγιομα, ήρθε με το καΐκι (το Λευκοράκι μακριά δεν ήτουν από τη θάλασσα) ο Νικόλας Λάμπουρας. Στη χώρα είχε διορθώσει τις δουλειές του με το νοικοκύρη, του ’χε παραιτήσει το κοπάδι, είχε πλερώσει ό,τι χρωστούσε, κι έφερνε πίσω ένα σακί γιομάτο κάθε λογής φαγητά για τη φαμιλιά του αδερφού του και για τον εαυτό του, και λίγα λιανά που ’χε πάρει υπόλοιπο. Όταν έφτασε στο σπίτι, ο Κώστας έλειπε ακόμα και η Ευγενιά εδούλευε το κηπάρι. Ανήσυχη έτρεξε να τον ανταμώσει, πριν πατήσει το κατώφλι και του ’πε συγκινημένη λησμονώντας και το χαιρέτιο: «Δυστυχισμένε, γιατί εγύρισες;» «Τι τρέχει;» ερώτησε ανυποψίαστος περιφέρνοντας το αθώο βλέμμα του. «Θα σε σκοτώσει· το ’χει απόφαση.» «Ποιος;» «Ο αδερφός σου.» «Γιατί;» ερώτησε χαμογελώντας· «μην το πιστεύεις, νύφη· είναι καλός ο Κωνσταντής». «Αχ» του αποκρίθηκε αναστενάζοντας «σε περικαλώ, για χάρη μου, σ’ ορκίζω στους απεθαμένους σου, Νικόλα, πάρε δρόμο· φεύγα· να μη σε ιδεί, γιατί θέλει να σε τελειώσει, δύστυχε, το ’χει απόφαση· τον είδα με κακό βλέμμα. Είναι ανταριασμένος που του πήρες το κοπάδι.» «Το κοπάδι; μα δεν ήτουν δικό μας· τον είχα ’δοποιήσει προχτές· εμέ μου το ’χε δώκει ο νοικοκύρης τον καιρό που ο Κώστας έλειπε στη φυλακή και το ’δωσα πίσω· ναι, ο Κώστας ήθελε να το κρατήσω, μα δε μου ’πε και τίποτα· η χολή θα του περάσει σαν πάντα· για μας έχει ο θεός· ο χρόνος είναι στενοχωρημένος, αλλά θα περάσουμε όπως όπως· θα δουλέψουμε διαφορετικά.» «Το ξέρω, δίκιο το ’χεις, Νικόλα, μα φεύγα, να ζεις, φεύγα· γλίτωσε και γλίτωσέ μας: είχε κακό βλέμμα σου λέω, και τώρα, όπου κι αν είναι, επλάκωσε· και σ’ εσκότωσε.» «Μην το πιστεύεις, νύφη» της είπε χαμογελώντας πάλι· «έτσι φωνάζει· θέλεις ιδεί.» Κι εμπήκε στο σπίτι κι εκάθισε παραστιάς, εκεί που τ’ άλλο βράδυ είχε καθίσει ο αδερφός του. Η Ευγενιά τον ακολούθησε ανήσυχα. «Πεινάω» της είπε. «Τρέμω και για τους δυο σας» του αποκρίθηκε. «Άφησε το φόβο και δώσ’ μου ψωμί» είπε καλότροπα. Τον άκουσε κι έπειτα εκάθισε συλλογισμένη στην άκρη της. Ο Νικόλας καθώς έτρωγε της έλεγε πως τον είχε δεχτεί ο καλός νοικοκύρης, πως είχαν λογαριαστεί, πως του ’χε χαρίσει κάτι περσότερο παρά το μερτικό, εξανάλεγε όσα λόγια είχαν μιλήσει αντάμα· έπειτα της έκρενε για τη χώρα, για τα ψώνια του, για το γιόμα του στην ταβέρνα, για τους ανθρώπους που ’χε ιδεί· και η ώρα περνούσε. Μα καθώς η ώρα περνούσε, η έγνοια εθέριζε της Ευγενιάς τα σπλάχνα· από μια στιγμή στην άλλη θα ’ρχότουν ο άντρας της και ποιος ξέρει τι θα γινότουν στο σπίτι τους. Τα λόγια του Νικόλα δεν τ’ άκουε, μόνο εδάκρυζε συχνά και συχνά αναστέναζε. Είχε σουρουπιάσει όταν ο Κώστας εφανερώθηκε στο σπίτι· το βλέμμα του ήταν γιομάτο φαρμάκι, αλλά εκρατήθηκε κι εχαιρέτησε. «Καλησπέρα σας» είπε «καλώς όρισες». Η Ευγενιά εστοχάστηκε να πέσει στα πόδια του γυρεύοντας έλεος· μα εφοβήθηκε· είχε γνωρίσει το άσκημο βλέμμα του. Ο Νικόλας αποκρίθηκε γλυκά: «Καλησπέρα, αδερφέ· οι δουλειές επήγανε καλά· έφερα αυτό το λίγο πράμα και λίγα λιανά». «Πόσα;» «Δέκα τάλαρα.» «Τόσο άξιζε το κοπάδι;» «Όχι· ο κόπος μας.» 4 «Ό,τι έκαμες, έκαμες» αποκρίθηκε ο Κώστας χαμογελώντας πικρά και το μέτωπό του εσουφρώθηκε. Κι έπειτα κανένας δεν εμίλησε παρά εκαθόνταν και οι τρεις του παραστιάς· ο Κώστας συλλογισμένος, ο Νικόλας νυστασμένος και η Ευγενιά εκοίταζε ανήσυχη πότε τον έναν και πότε τον άλλον. Κι οι ώρες απερνούσαν. Τώρα ήταν νύχτα βαθιά. Ξάφνως ο σκύλος αλύχτησε· και ο Κώστας εβιάστηκε να παρατηρήσει: «Ο σκύλος του κοπαδιού που χάσαμε αλυχτάει.» «Ναι» είπε ο Νικόλας ξυπνώντας «κάπου αποκρένεται.» «Όχι, κάποιος διαβαίνει· πάω να ιδώ· ποιος να ’ναι τόσο παράωρα;» Κι εσηκώθηκε κι εβγήκε. «Το είδες, νύφη» είπε ο Νικόλας γελώντας «χαλάζι ήτουνε κι επέρασε· αύριο όλα θα ’ναι μέλι και γάλα.» «Μη φειδεύεσαι» του απολογήθηκε «το βλέμμα του δε μ’ αρέσει· η καρδιά του είναι μαύρη». «Νικόλα, Νικόλα» ακούστηκε απ’ όξω η φωνή του Κώστα «αθρώποι χαλεύουν να τους βοηθήσουμε· έλα να τους γλιτώσουμε· είναι λαθρέμποροι· εδώ κάτω στο γιαλό, στο Καλάμι, θα χάσουν το πράμα τους γιατί τους κυνηγάει η αστυνομία». «Μην πας, μην πας!» είπε η γυναίκα. «Βλέπεις ίσκιους, νύφη· γιατί φοβάσαι τόσο; πώς να μην πάω να γλιτώσουν οι αθρώποι; άκου τα σκυλιά πώς κόβουνται· κάποιος αληθινά διαβαίνει.» «Όχι, είναι τα κοπάδια σιμά· μην πας· μην πας.» «Δε σ’ ακούω» της αποκρίθηκε κι εβγήκε. Τότες η Ευγενιά άκουσε έναν κατάκαρδο πόνο. Ήταν αφέγγαρη η νύχτα· μα τ’ αστέρια έλαμπαν στον ουρανό μυριάδες· ο αγέρας ήταν ήσυχος κι ακουότουν ο μονότονος βόγκος του πελάγου. «Εκεί κάτου» έδειξε ο Κώστας «εκεί κάτου στο Καλάμι· πάμε γλήγορα·» κι εκίνησε βιαστικός. Ο Νικόλας τον ακολούθαε καταπόδι. Στο δρόμο δεν έλεγαν λόγο και σε λίγο ήρθαν στο γιαλό. «Πού είναι τοι;» ερώτησε τότες ο Νικόλας. «Αυτού σιμά στο γκρεμό, στο σκάλωμα» αποκρίθηκε ο άλλος. Του πελάγου το φρύδι ήταν γιομάτο χαλίκια και άμμο· το κύμα το χάιδευε γλυκά, κατάμαυρο σα μελάνι. Επροχωρούσαν με γλήγορα πατήματα προς το γκρεμό, που εσηκωνότουν ψηλός πάνουθ’ από τη θάλασσα κι εχώριζε απροσπέραστα το γιαλό του Λευκορακιού από τον άλλον, μα ούτε κει δεν εφαινόνταν ούτε καΐκι, ούτε ανθρώποι, και τότες ο Νικόλας ανησύχησε κι εθυμήθηκε το φόβο της γυναικός τ’ αδερφού σου. Ταραγμένος είπε: «Πού είναι τοι;» «Ποιοι… Σ’ έφερα δω για να σε σφάξω.» Ο άτυχος τότες εκατάλαβε πως ήταν χαμένος· έβαλε μεγάλη φωνή κι εχύθηκε πάνου στον Κώστα για να του πιάσει τα χέρια κι εφώναξε: - «Κάη! Βοήθεια, βοήθεια.» Μόνο ο αντίλαλος τ’ αποκρίθηκε. Ο Κώστας έκαμε ένα πάτημα στη θάλασσα, θυμωμένος από τη βρισιά που τον έβρισκε σα μαστίγιο και φοβισμένος από τα φωνατά που εμολογούσαν κιόλας το σκοπό του. Έβγαλε αμέσως ένα πιστόλι, και, αδειάζοντάς το στο κορμί τ’ αδερφού του, του ’πε: «Δέξου το, απάνθρωπε, μας εδιακόνησες». Ο Νικόλας εκύλησε στο κύμα φωνάζοντας πάντα: «Κάη, Κάη, βοήθεια!» Δεν ήτουν παρά λαβωμένος. Οι φωνές του όμως αγρίευαν τον άθλιο που του ’πιασε τώρα το στόμα και που ετράβηξε από τη ζώση μια κάμα· στρέφοντας αλλού το κεφάλι για να μη βλέπει, του την εβύθισε πολλές φορές στες σάρκες ανοίγοντάς του θανατερές πληγές. Μα ο δυστυχισμένος δεν απέθαινε, γιατί οι μαχαιριές, βαρεμένες στα στραβά, δεν επλήγωναν ούτε το λαιμό, ούτε την καρδιά· ένας βόγκος κουφός έβγαινε από τα λαβωμένα στήθια και το τυραγνισμένο κουφάρι ανατιναζότουν μέσα στα μαύρα νερά. Ξάφνως ακουστήκαν αλυχτίσματα και φωνές ανθρώπων που ερχόνταν προς το γιαλό· και ο Κώστας με πολλή γρηγοράδα εστοχάστηκε πως οι πιστικοί είχαν ακούσει του πιστολιού τον κρότο και τες φωνές κι ετρέχαν να βοηθήσουν· και φοβισμένος εβιάστηκε να κρουφτεί αφήνοντας τον αδερφό του μισοαπεθαμένον στο κύμα. «Σκοτωμένε πού είσαι; σκοτωμένε πού είσαι;» ακουόνταν δυο φωνές· και τους αποκρενότουν ένα αδύνατο μούισμα του ετοιμοθάνατου. Ο Κώστας ελογάριασε πως οι κοπαδιαρέοι ήταν τώρα σιμά στον αδερφό του κι εφοβήθηκε μην ο σκοτωμένος τον εμολογούσε κι επετάχτηκε από τον κρουψώνα του κι ερίχτηκε βιαστικός κι εκείνος. Οι κοπαδιαρέοι δεν είχαν ακόμα φτάσει στο γκρεμό· είχαν στα χέρια φανάρια· και τα σκυλιά τούς οδηγούσαν· το βόγκισμα ακουόταν ξάστερα μαζί με του κυμάτου το σάλαγο. Ετρέχαν όλοι αμίλητοι κι έφτασαν τέλος. Κι ο Κώστας βλέποντας πρώτη φορά το δύστυχο κουφάρι που το ’δερνε η κοκκινισμένη θάλασσα, έκρουψε τα μάτια με τα χέρια. Μα γλήγορα εσυνήρθε, κι έπεσε απάνου στο κορμί τ’ αδερφού του, που ’χε τώρα λιποψυχήσει, κι εδερνότουν κι έκλαιγε. Οι πιστικοί εγνώρισαν το σκοτωμένον κι είπαν ο ένας του άλλου συγκινημένοι: - «Εγίνηκε φονικό· είν’ ο Νικόλας ο Λάμπουρας· κάμε καρδιά, Κώστα.» «Αμέτε» τους είπε ο φονιάς κλαιάμενος «αμέτε στο χωριό, φέρτε κόσμο να τονε σηκώσουμε· παπά, αστυνομία· κάμετε ό,τι χρειάζεται· ζει ακόμα!» Οι κοπαδιαρέοι υπάκουσαν κι έφυγαν τρεχατά αφήνοντας το φως, και τα δυο αδέρφια εβρέθηκαν οπίσω μοναχά τους. Και τώρα η Φωνή εμίλησε πάλε από τα βαθύτατα σπλάχνα του: - «Κάη» του ’πε «το πες και το ’καμες· γέψου το έργο σου». Κι ο φονιάς εσυλλογίστη τρομασμένος πώς να γλιτώσει κι η πρώτη του ιδέα ήτουν να φύγει: ο αδερφός του ήταν ακόμα ζωντανός κι εμπορούσε να μολοήσει όλα· και τότες έβαλε βουλή να τον αποτελειώσει για μία και έτσι να γλιτώσει ο ίδιος από τη ντροπή και την τιμωρία. Έπιασε το μαχαίρι. Μα η ελεεινή θέα του λαβωμένου τον εμπόδισε να φέρει σε τέλος τη σκέψη του, και χωρίς να το θέλει έσβησε το φως. Αλλά τότες του φάνηκε πως οι πληγές που ο ίδιος τες είχε ανοίξει έφεγγαν· πως το αίμα, που έβαφε το κύμα, έφεγγε και κείνο, και το μαχαίρι του ’πεσε από τα χέρια. Αυτήν τη στιγμή ο ετοιμοθάνατος αναστέναξε. «Αδερφέ» του ’πε ο Κώστας «συμπάθησε». «Κάη καταραμένε» τ’ αποκρίθηκε με σβησμένη φωνή «γιατί μ’ εσκότωσες; η φούρκα σε προσμένει». «Όχι, όχι, μη με καταδιώκεις· είσαι καλός και καλό θα ιδείς στην ψυχή σου· και δε θα πεθάνεις· η γυναίκα μου θα σε βαϊλέψει· θα φέρω γιατρούς, θα πουλήσω ό,τι έχουμε, θα σε κοιτάξω ως να γιατρευτείς· μη μολοήσεις.» Ο σκοτωμένος αναστέναξε οπίσω: - «Μ’ ετυράγνισες. Εμόλεψες τα χέρια σου μ’ αδερφικό αίμα. Τι μεγάλο κακό έκαμες στο σπίτι μας. Δεν εσυλλογίστηκες τον κόρφο της μάνας μας που μας έθρεψε και τους δυο μας, πως μας έσπειρε ένας πατέρας;» Κι έκαμε να σηκωθεί μα εξανάπεσε πονεμένος στο κύμα. «Μετανιώνω, σου λέω· αν ήθελα σ’ αποτέλειωνα· και θα σ’ έκανα έτσι ποτέ άλλο να μη μιλήσεις· μα μου λείπει η καρδιά· μη μολοήσεις.» «Πεθάνω δεν πεθάνω, δε μολογάω» του αποκρίθηκε ο λαχτισμένος κλαίοντας «γιατί να χάσω και τη φαμιλιά σου; - Κάη ο θεός ας σε κρίνει!» κι ελιγοθύμησε πάλι. Κι ωστόσο ερχότουν από το χωριό κόσμος καμπόσος· κι εμοιρολογούσαν όλοι για το σκοτωμό του Νικόλα Λάμπουρα ξαφνισμένοι από το ανεπάντεχο φονικό. Δειλιασμένον τον έφεραν σπίτι του· και η Ευγενιά, που δεν είχε ακόμα πλαγιάσει, εβγήκε ουρλιάζοντας στο δρόμο ξέροντας τι εσυνέβαινε. Με το βλέμμα εζήτησε τον άντρα της, ερίχτηκε απάνου του και του ’πε στ’ αυτί: - «Κάη, το πες και το ’καμες.» Έπειτα οδήγησε τους ανθρώπους πού να βάλουν τον ετοιμοθάνατο. Ο Κώστας εκάθισε όξω από την πόρτα του, γιατί δεν εμπορούσε να βλέπει το ψυχομάχημα· ένας μισόκοπος χωριάτης έπλυνε με κρασί και με ξύδι τες πληγές και τες έδεσε, αλλά εδήλωσε πως ως το πρωί ο Νικόλας θ’ απέθνησκε. Έπειτα ο κόσμος έφυγε για να κοιμηθεί. Όλη νύχτα ο Νικόλας έμεινε αμίλητος και μόνο το πρωί άνοιξε ακόμα τα μάτια. Η Ευγενιά τότες τον εσίμωσε και του ’πε: «Νικόλα, να ιδείς καλή ψυχή, μη μολοήσεις, μη με χάσεις κι εμένα». Ο σκοτωμένος εκούνησε το κεφάλι λέγοντας όχι, της έπιασε το χέρι, κι ένα χαμόγελο πικρό τού στόλισε το μαραμένο χείλι. Έπειτα εζήτησε να κοινωνήσει. Τέλος, όταν ο ήλιος ήταν όξω ήρθαν οι εξουσίες ν’ ανακρίνουν τον παθό και τους άλλους. Κι ο Κώστας τότες εφοβήθηκε οπίσω μην τον εκατάδινε, κι εμετάνιωσε πως δεν τον είχε αποτελειώσει στο γιαλό. Εστοχάστηκε πως εκεί κάτου ο αδερφός του σκιασμένος, του ’χε τάξει να τσωπάσει, αλλά πως τώρα μπορούσε να φανερώσει τα πάντα. Τότες ερίχτηκε στο σπίτι, έπεσε γονατιστός μπροστά στο μισοπεθαμένο κι έκλαιγε κι εμοιρολογούσε. Ο σκοτωμένος αποκρίθηκε στον κριτή, που τον ερώτησε αν είχε γνωρίσει το φονιά, ένα όχι με το κεφάλι και η Ευγενιά είδε το χαμόγελο της ευχαρίστησης απάνου στα χείλια του αντρός της και δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Μία σίχαση για τον δολερόν άνθρωπο της ανέβηκε από την καρδιά· μία φωνή από μέσα της της εχάλεψε εγδίκηση και δικαισοσύνη· ανανοήθηκε πως θα περνούσε τη ζωή της με το ανάξιο θηρίο και αποφάσισε εκείνη η ίδια την καταδίκη του. Ξάφνως εβάλθηκε να φωνάξει μπροστά στες εξουσίες: «Κάη, καταραμένε· εσύ τον εσκότωσες· εσύ, κι όχι άλλος, που κλαις, δολερέ.» Όλοι την εκοίταξαν σαστισμένοι κι εγύρισαν έπειτα προς τον άνθρωπο που αποθήνησκε και που είχε τα μάτια γιομάτα δάκρυα· κι ο κριτής κοιτάζοντάς τον ερώτησε: - «Είναι αλήθεια;» Άκρα σιγή εβασίλεψε. «Μην το κρούψεις» είπε η γυναίκα «αύριο θα με σκοτώσει και μένα γιατί εμαρτύρησα». Ο ετοιμοθάνατος εκούνησε το κεφάλι λέγοντας ναι, και σε λίγο του βγήκε η ψυχή.
ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ:
Έντγκαρ Άλαν Πόε: Ο Μαύρος Γάτος - κείμενο [Μετάφραση: Ε. Μπαρτζινοπούλος]
και AUDIOBOOK-ΒΙΝΤΕΟ διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου
Γιάννης Μαρής: Ένας ξένος στην πόλη - AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου Ο Ιάσονας Νεγρεπόντης παίρνει το τρένο...