Ετικέτες - θέματα

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

1.9.25

Το «νάμι» της, του Αλεξ. Παπαδιαμάντη +ΒΙΝΤΕΟ Κείμενο+ AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

 

Το «νάμι» της, του Αλεξ. Παπαδιαμάντη +ΒΙΝΤΕΟ

     Κείμενο+ AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου


Ναί, ἐνθυμοῦμαι τὴν μικρὰν κορασίδα, τὴν ὁποίαν ἔβλεπα τόσον συχνὰ νὰ ἔρχεται ν᾿ ἀγοράζῃ ὀψώνια εἰς τὸ γειτονικὸν μπακάλικο. Ἦτον κόρη Ἰταλοῦ καὶ Ἑλληνίδος. Τὸν πατέρα της δὲν εἶδα ποτέ· εἶχα μάθει ὅτι ἀπουσίαζε διαρκῶς, εἰς Λαύρειον νομίζω, ἢ εἰς τὸν Ἰσθμόν. Τὴν μητέρα της τὴν ἔβλεπα πάντοτε εἰς τὴν γειτονιάν· ἦτον μία ὠχρά, λεπτή, μὲ μικρὸν ἐκφραστικὸν πρόσωπον, ὅλο μάτια καὶ φρύδια, καὶ μορφασμοὺς περὶ τὰ χείλη. Ἔκαμνε, νομίζω, τὴν σιδερώτριαν. Ἄλλο τέκνον δὲν εἶχεν. Ἔστελνε τὴν μικρὰν αὐτὴν κι ὀψώνιζε πάντοτε ἀπὸ τὸ μπακάλικο. Πῶς ὠνομάζετο, ποτὲ δὲν ἔμαθα.

Εἶναι μακρὰ ἱστορία τὸ πῶς ὁ μπακάλης κατώρθωνε νὰ τὰ βγάζῃ πέρα μὲ ὅλην τὴν γειτονιάν, ὅπου ὅλ᾿ αἱ πτωχαὶ μητέρες εἶχον συνήθειαν νὰ στέλνουν τ᾿ ἀνήλικα μικρά των διὰ νὰ ἐκτελοῦν ἔργα ψωνιστοῦ, ὀλίγον πρόωρα. Τὰ μικρὰ ἀργοποροῦσαν εἰς τὸν δρόμον, ἔπιαναν χώματα, λάσπες, ἐβουτοῦσαν τὰ χεράκια τους εἰς τ᾿ αὐλάκια τοῦ πεζοδρομίου, ἔχαναν τὴν πεντάραν, ἢ ἄλλος μεγαλύτερος μάγκας τοὺς τὴν ἅρπαζε. Ἐὰν δὲν τὴν εἶχαν χάσει, ἔφθαναν ἕως τὸ μπακάλικο, ἐσπόγγιζον τὰ χέρια εἰς τοὺς σάκκους τῶν κουκκιῶν καὶ φασολιῶν, ἀνακάτωναν τὰ ρεβίθια καὶ τὸ ρύζι ― ὅπου ἀρτίως ἀδέσποτος σκύλος τῆς γειτονιᾶς εἶχε προσουρήσει.

Ὅσον ἀφορᾷ τὸ περὶ καθαριότητος τῆς κοιλίας ζήτημα, τὸ «οὐ τὰ εἰσερχόμενα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον» ποίαν ἄλλην ἔννοιαν ἔχει; Ἀλλὰ καὶ ἂν τὰ πλεῖστα εἴδη πλύνωνται, τὰ τυριὰ λ.χ. πόσων ἑκατοντάδων μυιῶν φέρουν τὰ ἴχνη; Δι᾿ αὐτὸ ἴσως μερικοί, καθ᾿ ὑπερβολὴν σιχασιάρηδες, τρώγουν πάντοτε ψημένο τὸ τυρί.

Τὰ μικρὰ ἔκαμναν διαβολεμένον θόρυβον εἰς ὅλον τὸ μαγαζί, κ᾿ ἔξω εἰς τὸν δρόμον. Ἅρπαζαν κ᾿ ἔτρωγαν ἐλιές, τυρί, χαλβά, ζάχαριν, ὅ,τι εὕρισκαν, μερικὰ ἔχωναν στὴν τσέπην των χουφτιὲς ἀπὸ ὄσπρια, καλαμπόκι, ἢ σκύβαλα, Ἔπαιζαν μὲ τὴν δεκάραν, πηδῶντα ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ. Ἔξαφνα ἡ δεκάρα τοὺς ἔφευγε, κ᾿ ἔπιπτεν ὀπίσω ἀπὸ τὰ τσουβάλια, ὀπίσω ἀπὸ τὸ βαρελάκι τοῦ ἀλεύρου καὶ τὴν κάσσαν τοῦ δαδιοῦ. Ὁποία φασαρία καὶ πρόσθετος κόπος διὰ τὰ μπακαλόπαιδα τοῦ μαγαζιοῦ! Ἄλλοτε ἡ δεκάρα συνέβη νὰ πέσῃ διὰ τῆς ἐσχάρας τοῦ φεγγίτου τοῦ ὑπογείου κάτω εἰς τὴν οἰναποθήκην.

Τέλος, ἂν ἐσώζετο ἢ ἀνευρίσκετο ἡ δεκάρα, τὸ μικρὸν ἔπαιρνε τὸ ὀψώνιόν του.

Ἐὰν τὸ εἶδος ἦτο χαλβὰς ἢ ζάχαρις, ἐτρώγετο κατὰ τὸ ἥμισυ εἰς τὸν δρόμον, μέχρι τοῦ ὁσπιτίου· ἂν ἦτο τυρὶ ἢ ἐλιές, μόνον τὸ 1/5 ἐτρώγετο· τὸ λοιπὸν ἔπιπτε κάτω εἰς τὸ χῶμα, κ᾿ ἐλερώνετο. Ἂν ἦτο ὀρύζιον, ἐχύνετο ὅλον κάτω, ἀνεκατώνετο μὲ χῶμα καὶ μικρὰ χαλίκια. Καὶ τότε, ξεσπαθωμένη, ἐφώρμα ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα, ὅπου ἐνήδρευε περιμένουσα ὄπισθεν τοῦ ἑνός, τοῦ κλεισμένου θυροφύλλου, προκύπτουσα διὰ τοῦ χάσματος τοῦ ἄλλου, τοῦ ἀνοικτοῦ πρὸς τὰ ἔξω, ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ, ἐλέγχουσα μεγαλοφώνως τὸν μπακάλην, ὡς πωλοῦντα ξίκικα, καὶ ἀπαιτοῦσα «τὰ λεφτὰ πίσω». Ὤ, πόσην ὑπομονὴν ὤφειλε νὰ ἔχῃ, ἀλήθεια, κι αὐτὸς ὁ μπακάλης!

*
* *

Ἀπὸ ὅλα τὰ στάδια τῆς γυμναστικῆς αὐτῆς εἶχε διέλθει ἡ… Τασούλα, ἂς τὴν εἴπω οὕτω, μ᾿ ὅλον ὅτι ποτὲ δὲν ἔμαθα τ᾿ ὄνομά της. Καὶ τώρα εἶχε μεγαλώσει, 16 ἐτῶν κόρη, καὶ εἶχε γίνει ὡραία, μὲ ἓν εἶδος κομψῆς καὶ λεπτῆς καλλονῆς ―μὲ chic, ἂν θέλετε. Καὶ εἶχεν ἀρχίσει πλέον κι αὐτή, στὴν ἀράδα της, νὰ τρελαίνῃ τοὺς μικροὺς νέους τῆς γειτονιᾶς ― λιμοκοντόρους, κουτσαβάκια, μόρτηδες, καλφάδες μαστόρων, μαθητὰς γυμνασίων, νοικοκυρόπουλα καὶ λοιπούς.

Δὲν τὴν εἶχα ἰδεῖ ἀπὸ ἑπταετίας. Τέλος, τὴν βλέπω μίαν ἑσπέραν, μὲ κομψὸν ἔνδυμα, μὲ τὰ μαλλιὰ βοστρυχισμένα καμπύλα ―τίς οἶδε πόσα κάρβουνα θὰ εἶχε δαπανήσει τῆς σιδηρώτριας, τῆς μητρός της, διὰ νὰ φτιάνῃ τὰ κατσαρά της!― νὰ διέρχεται συνοδευομένη ἀπὸ ὡραῖον νεανίσκον, ὅστις δὲν θὰ ἦτο εἰκοσαέτης ἀκόμη. Διῆλθον μὲ βῆμα τόσον ζωηρόν, τόσον ἐπιδεικτικὸν καὶ αὐτάρεσκον, ὥστε ὅλοι τοὺς ἐκοίταξαν. Ἀλλ᾿ ὡς φαίνεται, θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ τοὺς κοιτάζουν, καὶ δι᾿ αὐτὸ εἶχαν ἐκεῖνο τὸ βῆμα.

― Καλέ, ποιὰ εἶν᾿ αὐτὴ ἡ κοπέλα; ἠρώτησεν ― ὄχι ἐγώ, εἷς τρίτος παρατυχὼν ἐκεῖ, ξένος τῆς γειτονιᾶς.

―Ἡ δεῖνα, ἡ κόρη τῆς Ρωμιᾶς ποὺ εἶχε τὸν Ἰταλόν, δὲν τὴν ξέρετε; ὡμίλει ἡ κυρα-Λευθέραινα, ἥτις ἐκάθητο κάθε δειλινὸν ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλόπορτάν της, πάσχουσα ἀπὸ τοὺς πόδας καὶ μὴ δυναμένη νὰ πηγαίνῃ μακράν· καὶ ἀπὸ τὴν σκοπιάν της ἐκείνην ἐσυνήθιζε νὰ ἐπιθεωρῇ ὅλους τοὺς διαβάτας καὶ ὅλην τὴν συνοικίαν.

― Μήπως εἶν᾿ ἐκεῖνο τὸ κορίτσι ποὺ ἤρχετο στοῦ μπακάλη πρὸ χρόνων κ᾿ ἐψώνιζε; ἠρώτησα ἐγώ.

― Ναί.

― Καὶ τί πάσο*!

― Δὲν ξέρετε; ἐπανέλαβεν ἡ κυρὰ Λευθέραινα. Διαβάσατε στὶς ἐφημερίδες γιὰ ἕναν ποὺ αὐτοκτόνησε στὸ Β… (ὠνόμασεν ἓν προάστιον τῶν Ἀθηνῶν) ἀπὸ ἔρωτα, αὐτὲς τὶς μέρες;

― Ναί.

― Αὐτὴ εἶναι. Καὶ τώρα τὴν ἐρωτεύθηκε αὐτὸς ποὺ βλέπετε μαζί της, γυιὸς τοῦ δικηγόρου τάδε… ἔχει παράδες ὁ πατέρας του. Τὸ παιδὶ ἔχασε τὸ μυαλό του μ᾿ αὐτήν. Ὁ πατέρας δὲν τὴν θέλει. Μὰ αὐτὸς ἐπιμένει νὰ τὴν στεφανωθῇ, καὶ χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ γέρου.

―Ἔτσι;

― Βέβαια· ἐπῆρε δρόμο, βλέπετε… βγῆκε τὸ νάμι* της.

(1906)

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ:


23.8.25

Αισχύλος: Αγαμέμνων [τραγωδία] AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 Αισχύλος: Αγαμέμνων [τραγωδία] AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου


Αγαμέμνων είναι τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου, στην οποία περιγράφεται η επιστροφή του νικητή στρατηλάτη των Ελλήνων και η δολοφονία του από τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο. Αποτελεί το πρώτο έργο της «Ορέστειας» (458 π.Χ.), της μοναδικής σωζόμενης αρχαίας τριλογίας. Τα άλλα δύο είναι οι Ευμενίδες και οι Χοηφόροι. Στον Αγαμέμνονα περιγράφεται η επάνοδος του βασιλιά στην πατρίδα του, η υποδοχή και ο φόνος του, καθώς και ο φόνος της Κασσάνδρας την οποία είχε φέρει μαζί του ως τρόπαιο από την Τροία -κατ' άλλους, που την είχε ερωτευτεί. Το έργο ολοκληρώνεται με την έξαλλη ικανοποίηση της Κλυταιμνήστρας για το γεγονός ότι σκότωσε εκείνον που είχε θυσιάσει την κόρη της και με την ανακούφιση του Αίγισθου που επιτέλους θα πάρει πίσω τον θρόνο τον οποίο πιστεύει ότι δικαιούται. Ο χορός όμως αφήνει να εννοηθεί ότι τίποτα δεν μένει ατιμώρητο και ότι οι θεοί μπορεί να στείλουν τον Ορέστη για να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη.

Η τραγωδία αποτελείται από 1.673 στίχους, με ελάχιστους να λείπουν.
Πολλές από τις φράσεις του έργου ξεχωρίζουν, όπως το "κανένα μη λες ευτυχισμένο μέχρι να πεθάνει" που εντυπωσιάζει κυρίως τους ξένους αναλυτές (και που παραπέμπει στο "μηδένα προ του τέλους του μακάριζε") και "όταν το μαύρο αίμα του θνητού πέσει στη γη, δεν ξέρω κανένα που να μπορεί να τον αναστήσει με λόγια" (για τη ματαιοπονία του θρήνου και την αναζήτηση ευθυνών), και το αντιπολεμικό "στέλνουν τους άντρες τους να πολεμήσουν και τους περιμένουν να γυρίσουν, μα δεν γυρνούν αυτοί, γυρίζουν ευκολοβάσταγα λεβέτια με στάχτη ανθρώπων" όπως και το "σαν ξημέρωσε είδαμε ν' ανθίζει το Αιγαίο από νεκρούς και συντρίμια" για τη φοβερή θαλασσοταραχή που βρήκε τους Έλληνες καθώς επέστρεφαν...
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ:

15.8.25

Πετριές στον ήλιο, του Γρηγόριου Ξενόπουλου ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου


Πετριές στον ήλιο, του Γρηγόριου Ξενόπουλου ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

    

   Τα έργα του Ξενόπουλου είναι σίγουρα περισσότερο για ψυχαγωγία παρά για φιλολογική ανάλυση. Ο λεγόμενος αστικός ρεαλισμός που επικρατούσε αυτή την εποχή στην Δύση επηρεάζει και τα έργα του Ξενόπουλου. Για το λόγο αυτό ο Ξενόπουλος θεωρείται από πολλούς εισηγητής του αστικού μυθιστορήματος με προσπάθειες για την αντανάκλαση της ίδιας της πραγματικότητας. Ας μη ξεχνάμε ότι ο Ξενόπουλος ανήκει στη γενιά του 1880, χρονολογία η οποία αποτελεί σταθμό στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Αρχή νεοελληνικής αναγέννησης με τον Παλαμά αλλά και τον Ροΐδη με το μυθιστόρημα του Η Πάπισσα Ιωάννα).

  Ο Ξενόπουλος υπήρξε γνώστης της σχετικής παράδοσης αλλά και καινοτόμος νεωτεριστής. Η στροφή του προς τον αστικό ρεαλισμό υπήρξε βασικά ιδιάζουσα παρέκκλιση από την ηθογραφία. Ο αστικός ρεαλισμός χρησίμευε για την κάλυψη του κενού – την απουσία ενός μέσου στρώματος αναγνωστών που θα λειτουργούσε ως ενδιάμεσος χώρος για μια πολύπλευρη ανάπτυξη λογοτεχνικής γραφής. Τα πρώτα του μυθιστορήματα εξελίσσονται στην Αθήνα με υλικό τη φοιτητική ζωή, πριν ο συγγραφέας κλείσει τα 30. Παραμένει πάντα ο ψυχογράφος. Ο Ξενόπουλος χρησιμοποιεί περιστατικά και από την ίδια του τη ζωή με τρόπο όμως που αυτά να περνάνε σαν φανταστικά [Βικιπαίδεια].

    Το σημερινό AUDIOBOOK-διήγημα του μεγάλου Ζακυνθινού συγγραφέα αναφέρεται στις αναμνήσεις ενός νεκρού, την εποχή που γράφονταν η νουβέλα, φίλου του συγγραφέα από μια ερωτική νεανική του περιπέτεια στη Ζάκυνθο με δυσάρεστη όμως τροπή.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK εδω:


9.8.25

Φορτωμένα κόκαλα: Κείμενο- AUDIOBOOK του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 

Φορτωμένα κόκαλα:  Κείμενο- AUDIOBOOK

του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη 

Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

   









Περιοδικό Νέα Ζωή, τεύχος 37, Οκτώβριος 1907, σελ. 643-646

Ἀνεβαίνομεν τὸ βουνὸν, πεζοὶ, μὲ τὸ γαϊδουράκι φορτωμένον, ὁ παπ’ Ἀνδρέας, ὁ καλός μας εὐχέτης, κι’ ὁ μακαρίτης ὁ Λαμιαῖος, κι’ ἐγὼ, κι’ ὁ Ἀλέκος τὸ Φωτάκι, ὁ μικρὸς καὶ πρόθυμος φίλος μας. Εἰς ὅλα ἦτον πάντοτε ἕτοιμος νὰ τρέχῃ ἀκούραστος, ὅ,τι ἤθελες τὸν διατάξει. Νὰ πάῃ στὸ χωριὸ, διὰ θέλημα, δυὸ ὧρες δρόμον, καὶ πάλι, φορτωμένος, ὀπίσω νὰ ἔλθῃ· νὰ σκουπίσῃ ὅλον τὸ ἐξωκκλήσι, καὶ τὸν αὐλόγυρον, καὶ τὰ κελλιὰ, μὲ πρόχειρον σκούπαν ἀπὸ σπαρτίνες καὶ θάμνους· νὰ τρέξῃ κάτω στὸν αἰγιαλόν, διὰ νὰ μᾶς φέρῃ πεταλίδες, καὶ κοχύλια, καὶ πετροκάβουρα, διὰ τὸ ὀρεκτικὸν δεῖπνόν μας καὶ νὰ γυρίσῃ μετὰ μίαν ὥραν μὲ μίαν ποδιὰν γεμάτην· εἶτα ν’ ἀνάψῃ φωτιάν, νὰ ψήσῃ, νὰ μαγειρεύσῃ ὅλα τὰ ἐδέσματα· καὶ νὰ ἔχῃ τὴν ἐπιστασίαν τοῦ παγουριοῦ καὶ τῆς φλάσκας, διὰ νὰ εὑρίσκωνται δροσερὰ εἰς τὸ ρεῦμα, ἀκριβῶς ὑπὸ τὴν βρύσην· εἰς ὅλα ἦτον μονάκριβος.

Ἕκτος μᾶς εἶχεν ἀκολουθήσει ὁ σκύλος τοῦ Σταμάτη τοῦ Ἀλεξανδράκη, σκύλος προωρισμένος ὀψέποτε νὰ μένῃ ἀδέσποτος. Ὁ ἄτυχος καὶ κακοκέφαλος φίλος μας, ὁ Σταμάτης, ἀφοῦ ἐμάλωσε μὲ ὅλους τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του, καὶ σχεδὸν μὲ ὅλον τὸν κόσμον, ἤρχισε νὰ πάσχῃ ἀπὸ περιοδικὰς ἀφανείας, ὁποῦ ἦσαν τὰ προανακρούσματα τῆς ὁριστικῆς ἐξαφανίσεώς του ἀπὸ τὸν μάταιον κόσμον. Πότε ἐκρύπτετο, ὡς ἔλεγαν, εἰς μίαν ἐρημικὴν σπηλιὰν, πότε ἐπήγαινε νὰ μείνῃ ὀλίγας ἡμέρας εἰς τὸ Μοναστήρι, πότε ἐταξίδευεν, ἄγνωστον ποῦ· καὶ ὅλας αὐτὰς τὰς φορὰς, τὸν ἄτυχον Σαψώνην, τὸν ἄφηνεν εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀγορᾶς, ἂν θὰ εὐαρεστοῦντο ποτὲ νὰ τοῦ ρίψουν ἓν ξηροκόμματον. Συχνὰ ὁ Γιωργὸς ὁ Λαφκιώτης ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀρχαιοπρεποῦς καὶ ἀναλλοιώτου καφενείου εἰς τὴν παραθαλασσίαν, ἂν καὶ τοῦ εἶχε φάγῃ ὀλίγας ἑκατοντάδας δραχμῶν, καλῇ τῇ πίστει, ὁ ἀφέντης τοῦ Σαψώνη, ᾤκτειρε τὸ ἄκακον θρέμμα, καὶ τοῦ ἔρριπτεν ὀλίγα κόκκαλα. Ἐμὲ, ἀφοῦ μὲ κατεσκόπευεν ὁ Σαψώνης, ἀπὸ καφενεῖον εἰς ὕπαιθρον, καὶ ἀπὸ κιόσκι εἰς τένταν, ἐπὶ τῆς προκυμαίας, τέλος, μὲ ἠκολούθει ὁριστικῶς εἰς τὴν οἰκίαν ὅπου ἔπρεπε νὰ τοῦ ρίψω τι ἐκ τοῦ ὑστερήματος.

Ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ καλά του ὅταν ἦτο ὁ Σταμάτης, διὰ τὸν περιπαθῶς ἀφωσιωμένον σκύλον δὲν εἶχε λάβῃ ἄλλην πρόνοιαν, εἰμὴ νὰ τὸν ρίπτῃ αἰφνιδίως εἰς τὸ κῦμα, γαυγίζοντα καὶ μὴ θέλοντα, διὰ νὰ κολυμβᾷ. Τὸν εἶχεν ἀφήσει ἀκούρευτον καὶ βαθύτριχον ἀπὸ χρόνων πολλῶν. Ἦτο πολὺ μαλλιαρὸς σκύλος. Τὴν φορὰν αὐτὴν, ἀφοῦ μᾶς ἐμυρίσθη πῶς ἡτοιμαζόμεθα δι’ ἐκδρομὴν, εἶχε δείξει ἀνήσυχον περιέργειαν, ὅταν ἐφορτώνετο τὸ ὀνάριον, καὶ εἶχε πλησιάσει νὰ ὀσφρανθῇ τὶ περιεῖχεν ὁ σάκκος ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ὁ Ἀλέκος εἶχε περιδέσει καὶ φορτώσει περὶ τὸ σάγμα, εἰς τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν τοῦ ζώου. Δεξιὰ εἶχε φορτωθῇ ὁ μάρσιππος μὲ τὰ ἱερὰ τοῦ Παπᾶ, εἷς κάλαθος μὲ τρόφιμα, καὶ μία φλάσκα μὲ οἶνον. Εἶτα, μᾶς ἠκολούθησε μὲ βῆμα, αὐτόκλητος.

Πρὶν ἀρχίσωμεν ν’ ἀνερχώμεθα τὸ βουνὸν, εἴχομεν σταθμεύσει εἰς τὸ Συνοδάρι, ὡραίαν τοποθεσίαν, βαθεῖαν μεταξὺ τῶν ἐλαιώνων, εἰς ἕνα ζυγὸν, εἰς τὴν κορυφὴν ἑνὸς ρεύματος, ὅπου ἠκούετο μονότονος, ὁ ρυθμικὸς κρότος τῆς φτερωτῆς τῶν νερομύλων. Ἦτον ὡραῖον καλοκαιράκι τοῦ Ἁγ. Δημητρίου, 19η Ὀκτωβρίου. Μαργαριτάρια ρευστὰ, ἀστεροειδῆ ἔσταζαν τρέμοντα, φλογοβολοῦντα, ἀπὸ τὴν ἀεικίνητον φτερωτὴν, εἰς τὴν ἐκβολὴν τοῦ νεροῦ, εἰς τὴν κάτω βάσιν τοῦ τοίχου, φθινοπωρινὰ ἔντομα ἐβόμβουν γύρῳ εἰς τοὺς θάμνους, θροῦς πτερῶν ἠκούετο βαθειὰ εἰς τὴν φυλλάδα, αὔρα ἐστέναζε δονοῦσα τοὺς κλῶνας τῆς πλατάνου, καὶ νοτερὴ ἀνεμώνη ἐφύτρωνε κάτω εἰς τὴν ρίζαν τοῦ θάμνου. Ὁ Ἀλέκος εἶχε βάλῃ τὸ παγούρι εἰς τὴν βρύσιν νὰ δροσισθῇ, καὶ μετὰ μικρὰν ἀναψυχὴν ἐξηκολουθήσαμεν τὴν ὁδοιπορίαν. Τέλος περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἐφθάσαμεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ πρώτου βουνοῦ, καὶ ἀντικρύσαμεν τὸν λευκόφαιον γυμνὸν κῶνον τοῦ Κουρούπη, ὅπου βράχοι κρεμαστοὶ φαίνονται νὰ κατέρχωνται μᾶλλον ἐκ τῶν ἄνω, προεξέχοντες εἰς τὸ μέτωπον, σχηματίζοντες λάκκον πρὸς τὸ βάθος, ἐπιστέφοντες τὸ κορύφωμα τοῦ ἀπατήτου βουνοῦ. Μόνος ὁ κουμπάρος ὁ Θεοδόσιος, μὲ τὰ ἐλαφρὰ πέδιλά του καὶ μὲ τὸ πτερωτὸν βῆμά του, ἔχει τὸ χάρισμα ν’ ἀνέρχεται εἰς τὰ ὕψη ἐκεῖνα, τείνων τὴν μακρὰν ράβδον, κ’ ἐλαύνων τὰς αἶγάς του, μὴ τυχὸν ἀποπλανηθῇ καὶ βραχωθῇ καμμία εἰς τόπον ἄβατον, ὁπόθεν νὰ μὴ δύναται νὰ ἐπιστρέψῃ πλέον, ὅπως συμβαίνει κἄποτε. Καὶ τὰ γιεράκια μὲ τοὺς πενθίμους κρωγμούς των, ζηλοτύπως φρουροῦσι τὰς ἀκρότητας ἐκείνας, ἐνεδρεύοντα πότε-πότε διὰ ν’ ἁρπάσωσι καμμίαν ὄρνιθα ἢ ἄλλο θρέμμα ἀπὸ τὰς σποραδικὰς καλύβας τῶν βοσκῶν.

Ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγ. Χαραλάμπους, λευκὸς ἄσπιλος, μὲ τὰ κελλία του τὰ λευκὰ, δύο κόρδαις χαμηλὰ, μονόροφα, καὶ μίαν γωνίαν ὑψηλὴν, δυτικοβορείαν, χρησιμεύουσαν ὡς ξενῶνα—ὅπου φαιδρύνεται ἡ θλιμμένη ψυχὴ, ἅμα ἀναβῇ τις καὶ κυττάξῃ ἀπὸ τὸ παράθυρον—τοὺς πελωρίους βράχους τοῦ βουνοῦ ἐπάνω, καὶ τὸ πέλαγος τοῦ βορρᾶ ἁπλούμενα πρὸς τὴν Χαλκιδικὴν καὶ τὸν θεσπέσιον Ἄθωνα — μὲ τὸ κωδωνοστάσιόν του, μὲ τῇς δύο καμπάνες, ὅπου καλοῦσι μὲ γλυκείαν παραπονετικὴν φωνὴν τοὺς Χριστιανοὺς τοὺς ἀμελεῖς εἰς τὰ θεῖα—εἶνε ποθηνὸν προσκύνημα ὅλων τῶν νησιωτῶν, καὶ τῶν κατοίκων ἀκόμη τῆς ἀντικρυνῆς κωμοπόλεως, ὁποῦ λευκάζουν κατέναντι τὰ κτίριά της ἐπὶ τῶν πολυσχιδῶν κλιτύων τῆς δειράδος. Ἐκεῖ ἐφθάσαμεν. Ἐμβήκαμεν εἰς τὸν μοσχομυρισμένον ναὸν, κ’ ἐκάμαμεν ἐν συγκινήσει τὸν σταυρόν μας.

Ἡ φτωχὴ καλόγρῃα μᾶς ὑπεδέχθη μετὰ χαρᾶς. Ἐβοήθησε τὸν Ἀλέκον νὰ ξεφορτώσῃ τὸ γαϊδουράκι, καὶ ἀνέλαβεν αὐτὴ τὸ ἀριστερὸν φορτίον, τὸν σάκκον ἐκεῖνον, νὰ τὸν ἀποθέσῃ καταγῆς, χωρὶς νὰ εἰξεύρῃ μήτε νὰ πολυπραγμονῇ τὸ τὶ περιεῖχε.

Τότε ὁ Σαψώνης πλησιάσας, ἔβαλε τὸ ρύγχος του μεταξὺ τῶν δύο χειρῶν τῆς γραίας, καὶ σιμά εἰς τὸ δεμένον στόμιον τοῦ σάκκου, καὶ ἀφῆκε μικρὰν ὑλακήν. Ἡ γραῖα τὸν ἐδίωξε.

— Μῆτερ Εὐπραξία, εἶπεν ὁ Λαμιαῖος, καθὼς ἐξήλθομεν ἀπὸ τὸν ναὸν, πάρε ἐκεῖνο τὸ προσόψι τὸ δεμένο, ἀπὸ τὸ κοφίνι τὸ Τριεστίνικο, καὶ τὸν δίσκον ποῦ εἶνε μέσα, καὶ λάβε τὸν κόπον νὰ στολίσῃς τὰ κόλλυβα. Μέσα εἰς ἓν’ ἄσπρο δέμα θὰ ’βρῇς σταφίδες, κοφέτα καὶ ρόϊδα.

— Τὰ κόλλυβα; ἐπανέλαβε ζητοῦσα μικρὰν ἐξήγησιν ἡ καλογραῖα.

— Θὰ κάμουμε τὰ ξεχώματα τοῦ παιδιοῦ, εἶπε διὰ βραχέων ὁ Λαμιαῖος.

Ἐν τῷ μεταξὺ, ὁ μάρσιππος μὲ τὰ ἱερὰ τοῦ Παπᾶ εἶχεν εἰσαχθῆ εἰς τὸ ἱερὸν βῆμα. Ὁ σάκκος, ὅστις εἶχεν ἀποτελέσῃ τὸ ἀριστερὸν φόρτωμα τοῦ ὀναρίου, εἶχεν ἀποτεθῇ ἐπὶ τῆς πεζάλας ἔξω, σύρριζα εἰς τὸν δυτικὸν τοῖχον, τὴν πρόσοψιν τοῦ ναΐσκου. Ὁ Σαψώνης, ἀφοῦ ἔτρεξε γαυγίζων ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, κ’ ἔφαγε μέγα κόμματον ψωμίου, τὸν ὁποῖον τοῦ εἶχε ρίψῃ ὁ Λαμιαῖος, ἐγύρισε πάλιν πλησίον μας, καθὼς εἴχομεν καθίσει ἀντικρὺ τοῦ ναοῦ, ἔκαμνεν ἓν βῆμα πρὸς τὸν σάκκον, εἶτα ἓν βῆμα πρὸς ἡμᾶς, ἐξέπεμπε μικρὰ γαυγίσματα, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ κυττάζῃ καὶ νὰ ὀσφραίνεται πρὸς τὸ μέρος τοῦ σάκκου.

Ἐψάλαμεν τὸν Ἑσπερινὸν νύκτα. Εἶχε κοσμήσει ἡ Εὐπραξία τὸν δίσκον τῶν κολλύβων, καὶ ὁ ἱερεὺς εἰς τὸ τέλος, μὲ τὸν Τρισάγιον ἐμνημόνευσεν «ὑπὲρ ἀναπαύσεως τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Εὐθυμίου». Ἐδειπνήσαμεν εἰς τὴν αἴθρην ἔξω, ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ, εἰς τὸ φῶς δύο κηρίων, καὶ ὑπὸ τὴν βαθεῖαν ἀστροφεγγιάν. Ἀλλ’ ἦτο ἤδη ψύχρα, καὶ ἡ καλογραῖα, χωρὶς νὰ μᾶς εἴπῃ, εἶχεν ἀνάψει εἰς τὸ κελλίον, τὸ διπλανὸν πρὸς τὴν ἰδίαν κατοικίαν της, γενναῖον πῦρ εἰς τὴν ἑστίαν. Μᾶς ἐκάλεσε δὲ, ἂν ἠθέλομεν, ν’ ἀναβῶμεν, καὶ νὰ ξεκουρασθῶμεν εἰς τοὺς δύο χαμηλοὺς σοφάδες, πλησίον τῆς λαμπούσης ἑστίας. Ἡ πρότασις ἦτο λίαν ἑλκυστικὴ, ὕστερον ἀπὸ τὴν μικρὰν κούρασιν, καὶ τὴν πολλὴν δροσιὰν, τὴν ὁποίαν εἴχομεν ἀπολαύσῃ εἰς τὴν ὡραίαν, μελαγχολικὴν ἐκδρομήν μας.

Πρὶν κοιμηθῶμεν, ὁ Λαμιαῖος (ἦτο ὡς τριανταπέντε χρόνων τότε, γλυκὺς φίλος, καὶ πολὺ προσφιλὴς εἰς ἐμέ. Ἐμπορευόμενος, καὶ εἷς ἐκ τῶν καλλιτέρων τοῦ τόπου μας· ἀπέθανε τεσσαρακοντούτης) ἔκραξε τὴν καλογραῖαν, καὶ τῆς ἔδωκε, ταπεινῇ τῇ φωνῇ τὴν ἑξῆς παραγγελίαν:

— Μῆτερ Εὐπραξία, πάρε τὸ κεφαλάκι τοῦ παιδιοῦ, καὶ τῇς δυὸ πλάτες, καὶ βάλε τα μέσ’ τὸ πανέρι. Βάλε τα ἀποκάτω ἀπ’ τὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, μέσ’ τὴν Ἐκκλησιὰ, καὶ σκέπασέ τα, μὲ τὸ ἴδιο προσόψι, ποῦ θὰ στρώσῃς ἀποκάτω. Θὰ διαβαστοῦν τὸ πρωΐ. Καὶ τὸ σακκὶ μὲ τὰ κόκκαλα, αὔριο, τὰ ρίχνεις στὸ Κοιμητήρι, ἐπάνω ἐκεῖ στ’ Ἁλῶνι.

Ἐξυπνήσαμεν, κ’ ἠρχίσαμεν τὸν ὄρθρον εἰς τὰς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυκτα. Ἦτο μνήμη τοῦ Ἁγ. Ἀρτεμίου, καὶ τοῦ Ἁγ. Γερασίμου τοῦ ἐν Κεφαλληνίᾳ. Ἐψάλαμεν τὸν Ἄμωμον, ὅπως συνειθίζεται εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, καὶ τὸν θεσπέσιον ἐκεῖνον νεκρώσιμον Κανόνα τοῦ Θεοφάνους, τὸ «Ἐν οὐρανίοις θαλάμοις...» Εἶτα ἐμβήκαμεν εἰς τὴν λειτουργίαν, καὶ ἀπελύσαμεν μίαν ὥραν πρὶν ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος.

Καὶ τὸ τρυφερὸν μικρὸν κρανίον κ’ αἱ ἁβραὶ καὶ λεπταὶ ὡμοπλάται, εὐλογήθησαν κ’ ἐμνημονεύθησαν κ’ ἡγιάσθησαν, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀνάγκην τούτου ὁ μικρὸς Εὐθύμιος, τοῦ ὁποίου ἡ ψυχὴ ἤκουε τὸ τροπάριον «Τοῦ παραδείσου πολίτην καὶ γεωργὸν», ἐνῷ, ἦτο πολίτης τοῦ παραδείσου ἀπὸ τριετίας ἤδη.

Καὶ ὁ φίλος μας Χρῖστος, ὁ πατὴρ τοῦ μικροῦ Εὐθυμίου (γαμβρὸς ἐπ’ ἀδελφῇ τοῦ Λαμιαίου) ἐφαντάζετο ὅτι ὁ μικρὸς, ὅστις εἶχε σβύσῃ εἰς τετραετῆ ἡλικίαν, εἶχεν ἀνάγκην δακρύων, καὶ κηρίων, καὶ κολλύβων. Καὶ δὲν ἐβάστα ἡ πατρικὴ ψυχή του νὰ ἰδῇ τὰ κόκκαλα τοῦ παιδίου καὶ τὸ κρανίον του προτιθέμενον ἐντὸς κανίστρου εἰς τὸν ἐνοριακὸν ναὸν, καὶ διὰ τοῦτο μας εἶχε στείλῃ εἰς τὸ βουνὸν, διὰ νὰ τελέσωμεν τὰ τῆς ἀνακομιδῆς κρυφὰ καὶ ἐν παραβύστῳ, εἰς τὴν ἔρημον μοναξίαν.

Καὶ τὸ πρωΐ, ὅταν ἐψήλωσεν ὡς μίαν καλαμιὰν ὁ ἥλιος, ὁ Σαψώνης, ὁ σκύλος τοῦ Σταμάτη ὁ ἀδέσποτος, ἠκολούθησε τὴν καλογραῖαν ἐπάνω εἰς τ’ Ἁλῶνι, εἰς τὸ Κοιμητήρι τοῦ παλαιοῦ μονυδρίου, καὶ καθὼς ἐκείνη ἐκένωνε τὸν σάκκον μέσα εἰς τὸ ὀστεοφυλάκιον, ὁ γηραιὸς σκύλος ἀνωρθοῦτο, κ’ ἐστηλώνετο πρὸς τὸν τοῖχον τοῦ μικροῦ κτιρίου, κ’ ἐξέπεμπε γογγυσμοὺς συνεσταλμένης ἐπιθυμίας, ὡς νὰ ἤθελε νὰ εἴπῃ· «Κρῖμα, τόσα κόκκαλα».

1.8.25

Ο Πατούχας του Ιω. Κονδυλάκη Ηχοβιβλίο- AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

 Ο Πατούχας του Ιω. Κονδυλάκη

 Ηχοβιβλίο- AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου


Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Βιάννο Ηρακλείου, γενέτειρα του συγγραφέα, στα μέσα του 19ου αιώνα στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη, εποχή κατά την οποία οι Χριστιανοί είχαν αποκτήσει κάποιες ελευθερίες αλλά παρόλο που δεν ήταν «οι προ του 21 ραγιάδες, είχον ακόμη το συναίσθημα του θέσει υποδεέστερου» και ο βαθύς πόθος τους ήταν να αναγκάσουν το συντομότερο τους Τούρκους «να φύγουν στην Κόκκινη Μηλιά».
Το έργο παρουσιάζει με τρόπο γλαφυρό και χιουμοριστικό την ιστορία του Πατούχα, ενός πρωτόγονου και γεμάτου αυθορμητισμό εφήβου, την ξαφνική εισβολή του στη μικρή αλλά ζωντανή κοινωνία του χωριού του, τον εξαιρετικά ιδιότυπο χαρακτήρα του, τα ερωτικά του σκιρτήματα και τις περιπέτειες της προσαρμογής του, με τον έρωτα να αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ένταξής του στην κοινωνία. Το ηθογραφικό πλαίσιο προσφέρει πλούσια λαογραφικά στοιχεία και λεπτομέρειες της αγροτικής ζωής στην Κρήτη. Συγχρόνως, η διεισδυτικότητα των ψυχολογικών παρατηρήσεων προσδίδει στο έργο τις διαστάσεις ψυχογραφήματος και το κατατάσσει στα κλασικά έργα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, την οποία ο συγγραφέας συνδυάζει με κρητικούς ιδιωματισμούς και λαϊκές εκφράσεις στους διαλόγους. Οι χαρακτήρες Ο Μανώλης Σαϊτονικολής, ο επονομασθείς Πατούχας, και άλλοι χαρακτήρες του έργου ήταν γνώριμοι του Κονδυλάκη από όταν ήταν παιδί. Όπως αναφέρει στο διήγημά του Αλέστα! που αναφέρεται στα γεγονότα της Κρητικής Επανάστασης του 1866, δημοσιευμένο το 1895 στην «Εστία», ο συγγραφέας ζει την εξέγερση στο χωριό του, στη Βιάννο, και ανάμεσα σ’ αυτούς που πρωτοστατούν εναντίον των Τούρκων διακρίνεται και ο Μανώλης. Πρόκειται δηλαδή για πρόσωπο υπαρκτό το οποίο ο συγγραφέας, βασισμένος στις αναμνήσεις του και σε διηγήσεις, το προβάλλει σε διαφορετικές συνθήκες, προσθέτοντάς του χαρακτηριστικά που το κάνουν να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Υπόθεση

Ο 18χρονος Μανώλης Σαϊτονικολής «επαρουσιάσθη έξαφνα μίαν Κυριακήν του 1863» στο χωριό του, προς μεγάλη χαρά των γονιών του, ύστερα από πολυετή παραμονή στα βουνά όπου δούλευε βοσκός στη στάνη του πατέρα του, μακριά από τους ανθρώπους, με μοναδική παρέα τα ζώα και μερικούς άλλους ημιάγριους βοσκούς. Στο χωριό κατέβαινε αραιότατα και μόνον κατόπιν παρακλήσεων της μητέρας του για να εκκλησιασθεί και να μεταλάβει, αλλά έφευγε αμέσως μόλις τελείωνε η λειτουργία. Ο λόγος αυτής της απομάκρυνσης από την κοινωνία και της ανθρωποφοβίας του προήλθε από τον φόβο του για το σχολείο, όπου είχε για δάσκαλο «έναν καλόγηρον, όστις προ ολίγου είχεν ανοίξει σχολείον, όπου έδιδε περισσοτέρους ραβδισμούς παρά μαθήματα». Έτσι, παρά τις παρακλήσεις και απειλές του πατέρα του, που επιθυμούσε να τον μορφώσει, κατέφυγε στα βουνά για να σωθεί από τις συνεχείς τιμωρίες, το ξύλο, ακόμη και τη φάλαγγα που εφάρμοζε ο δάσκαλος. Σαν αποτέλεσμα, ανέπτυξε αντικοινωνική συμπεριφορά: «Άμα ευρίσκεται μεταξύ ανθρώπων, τάχανε κέκανε σαν αγριότραγος που κυττάζει από πού να φύγει». [Πηγή: Βικιπαίδεια]

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK:


21.7.25

Κυριακάτικο πρωινό στο πάρκο +ΒΙΝΤΕΟ κείμενο-AUDIOBOOK από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Κυριακάτικο πρωινό στο πάρκο +ΒΙΝΤΕΟ

κείμενο-AUDIOBOOK

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα



 

  Το μικρό κοριτσάκι ανέβηκε αργά αργά στην κούνια του άδειου από παιδιά πάρκου. Τα πεσμένα κιτρινισμένα φύλλα από τα γύρω πλατάνια μαζεύονταν στις γωνιές στροβιλιζόμενα από το ψυχρό βοριαδάκι του Νοεμβρίου. Καθώς η μικρή αιωρούνταν νωχελικά, ούτε που καταλαβε ότι για μια στιγμή τα πλούσια μακριά καστανά της μαλλιά είχαν μπλεχτεί για λίγο στις αλυσίδες της κούνιας.

Το βλέμμα της, σε εκφραστική αντίθεση με το σώμα της που πηγαινοερχόταν μπρος-πίσω, έμενε καρφωμένο κάπου πολύ μακριά... Ήταν τόσο απορροφημένη στις παιδιάστικες αθώες σκέψεις της, τόσο που δεν κατάλαβε καν το χάδι. Ήταν τόσο περίεργα γι΄ αυτήν τούτη η Κυριακή στην εκκλησία. Πρώτη φορά κάθισε με τη θεία στις πρώτες θέσεις. Πρώτη φορά είδε ότι οι συγγενείς της μοίραζαν και γλυκό σιτάρι στο τέλος. Πρώτη φορά άκουσε πως η μαμά της μπορεί να είναι πια άγγελος στον ουρανό! Α, ναι! Σήμερα ήταν και η πρώτη μέρα που το καντηλάκι στο δωμάτιο της μαμάς ήταν σβηστό. Η γιαγιά είπε πως η μαμά σήμερα θα έβλεπε το Χριστό, δε χρειαζόταν πια λαδάκι.

 

   Μια νέα γυναίκα με ένα μακρύ γαλάζιο φόρεμα, είχε προβάλει πίσω απ΄ την αλέα στην άκρη του πάρκου κι αφού πλησίασε κοντά στο παιδί, την κοίταξε εξεταστικά μέσ΄ από τα κατάμαυρά της μάτια που πλαισιώνονταν από τα χλωμά, σχεδόν κατάλευκά της μάγουλα. Και τότε σήκωσε το σχεδόν διάφανο χέρι της και χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά της μικρής. Αφού κάποιο δάκρυ πήγε και στάλαξε στο μάγουλό της, τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε, απομακρύνθηκε γοργά, με έναν τρόπο που φάνταζε στα μάτια μου σαν να μην πατούσε στο χώμα! Και τότε είδα να χάνεται ξαφνικά, να εξαφανίζεται καλύτερα, από το οπτικό μου πεδίο... Μα το κεφάλι μου πονούσε σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη μέρα. Αυτά τα καινούρια φάρμακα που έπαιρνα ίσως μου φέραν παραισθήσεις. Ίσως....

Λίγα λεπτά της ώρας αργότερα, μια μαυροφορεμένη κυρά βγήκε από το μικρό καφενεδάκι του πάρκου αφήνοντας την πόρτα του για λίγο ανοιχτή. Μέχρι τότε δεν είχα αντιληφθεί ότι εκεί μέσα υπήρχαν θαμώνες. Το αντίθετο, πίστευα πως ήταν κλειστό. Από την ανοιχτή ξύλινη πόρτα του μαγαζιού αυτού ξεχώρισα κάποια σποραδικά λόγια της εκεί συντροφιάς. Τότε κατάλαβα.... “Η καϋμενούλα η μικρή! Κατάλαβε άραγε αν θα ξαναδεί τη μανούλα του;”, άκουσα μια ψιλή γυναικεία φωνή. Μια άλλη φωνή απάντησε, μα ο αέρας δεν έφερε τη φωνή ξεκάθαρα στ΄ αυτιά μου. Πάντως διέκρινα κάποιες λέξεις: “ είναι νωρίς ακόμη... λίγο παραπάνω από μήνας ... η ζωή συνεχίζεται” και κάτι τέτοια. Κάθε απορία μου έσβησε όταν μια ευτραφής κυρία βγαίνοντας κι αυτή από το καφενείο είπε στη διπλανή της: “Άλλο να πας σε μνημόσυνο για γέρο κι άλλο για νέα γυναίκα, Καλλιόπη μου!”.

Η μαυροφορεμένη κυρία κατευθύνθηκε στην κούνια, πήρε τη μικρή απ΄ το χέρι, την κατέβασε και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο του πάρκου.

 

  Πριν βγουν στη δημοσιά, τα πρώτα, μα και τελευταία λόγια που άκουσα από το κοριτσάκι έφτασαν στ΄ αυτιά μου, την ώρα που έβγαινε πιασμένη πάντα από το χέρι της μεσήλικης κυρίας: “Στο σπίτι πάμε θεία; Να΄ ρθε άραγε η μανούλα;”

konstantinosa.oikonomou@gmail.com





ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK EΔΩ: 


5.7.25

Ένα καλογεράκι, του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου -2017- κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο ίδιος

 

Ένα καλογεράκι, του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου

-2017- κείμενο και AUDIOBOOK

Διαβάζει ο ίδιος



[Στους υψοποιώς ταπεινούντες το φρόνημα.]

   


Ο Ιωάννης έδειχνε περίλυπος, παραδομένος βασανιστικά εδώ και πολλές εβδομάδες στις σκέψεις του. Παρ΄ ότι είχε ήδη δύο χρόνια δόκιμος μοναχός στον Άθωνα, δεν μπορούσε να υποφέρει τα περίεργα θελήματα του γέροντα Νήφωνα. Κι ήταν αλήθεια ο πατήρ Νήφων πολύ σκληρός μαζί του. Έτσι, εκεί στα ερημητήρια της Κερασιάς, δεν μπορούσε να βοηθηθεί πνευματικά, ούτε στη νοερή του προσευχή, ούτε στην άσκηση, ούτε στην τόσο επιθυμητή γι΄ αυτόν ησυχία.

Βέβαια ούτε μια στιγμή το καλογεράκι μας δεν επιθυμούσε να γυρίσει στην προηγούμενή του ζωή, την κοσμική. Τι είχε άλλωστε να θυμάται! Το διαζύγιο των γονέων του, το θάνατο από νοθευμένη δόση του αδελφού του, του Βλάση, ή μήπως τη δική του κατάντια εκεί στις “μπάντες” της νύχτας στα σκοτεινά μπαράκια στο Μεταξουργείο; Μόνο δάκρυα μετανοίας του έφερναν αυτές οι σκέψεις. Παρ΄ όλα αυτά μία σκέψη τον βασάνιζε νυχθημερόν: τι να κάνει με το θέμα του σκληρού Γέροντά του. Έτσι κάποιο πρωί που ο Νήφων κατέβηκε στις Καρυές για να επισκεφθεί το γιατρό, ο Ιωάννης αναζήτησε και έκανε πνευματικό του έναν χαρισματικό Γέροντα από τα Καυσοκαλύβια, που τον είχε ακουστά από την εποχή που ήταν ακόμη στον κόσμο. Εκείνος τον συμβούλευσε να σηκώνεται τη νύχτα, την ώρα πού κοιμόταν ό Γέροντας του, και να κάνει τότε τον πνευματικό του αγώνα. Έτσι, άρχισε ο δόκιμος Ιωάννης να σηκώνεται τη νύκτα και να αγωνίζεται κρυφά. Όμως ο Γερο- Νήφων, κάποιο βράδυ, τον κατάλαβε και τον μάλωσε αυστηρά, γιατί δεν έκανε υπακοή, παρά προτιμούσε να κάνει άλλα από αυτά πού τον πρόσταξε εκείνος. Έτσι ο Ιωάννης, αποφάσισε να σηκώνεται και να απομακρύνεται τις νύκτες στο ύπαιθρο για να μη τον αντιλαμβάνεται ό Γέροντας.

Κάποια καλοκαιριάτικη νύχτα, αμέσως μετά την πανήγυρη του Προφήτη Ηλία, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, κάπου μια ώρα πριν το πρώτο χάραμα της καινούριας μέρας, κάτω από τον πλημμυρισμένο άστρα σκοτεινό ουρανό, ο Ιωάννης γονατιστός προσευχόταν χύνοντας ποταμούς δακρύων έξω από το νάρθηκα του Κυριακού της γειτονικής Σκήτης. Ήταν τόσο απορροφημένος που δεν αντιλήφθηκε αμέσως μια σκιά που κατευθυνόταν στην είσοδο του ναού. Ήταν ενας από αυτούς τους γυμνήτες ασκητές, για τους οποίους είχε ακούσει παλιότερα να γίνεται λόγος από άλλους μοναχούς. Εκείνος, χωρίς να έχει δει το καλογεροπάιδι, υπέργηρος, με μακριά πάλλευκα μαλλιά και γένια, στάθηκε μπροστά στην είσοδο του ναού, σταύρωσε με το δεξί του και ... η πόρτα άνοιξε στριγγλίζοντας. Τότε ο Ιωάννης αιφνιδιασμένος, σταμάτησε την προσευχή, έστρεψε το πρόσωπό του προς την κατεύθυνση του θορύβου και έμεινε ενεός παρακολουθώντας τον γέροντα. Ο πολιός ασκητής μπήκε στο ναό, προχώρησε προς το ιερό βήμα και μπροστά στην Ωραία Πύλη γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται μεγαλοφώνως. Ο Ιωάννης μπήκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε κι αυτός στο Ναό, στάθηκε στους προσκλαίοντες απ΄ όπου παρακολουθούσε άφωνος. Ο Γέροντας προσευχόταν ώρα πολλή. Όταν τελείωσε, βγήκε έξω, σταύρωσε πάλι την πόρτα και ή πόρτα έκλεισε! Πίσω από την κλειστή θύρα έμεινε ο Ιωάννης αποσβολωμένος. Μετά ο γέροντας ξεκίνησε και πήρε το ανηφορικό μονοπάτι για την κορυφή του Άθωνα. Ο Ιωάννης, που στο μεταξύ βγήκε κι αυτός αθόρυβα, έλεγε συγκλονισμένος μέσα του: “Να, αυτός είναι Γέροντας για μένα. Αυτόν θα ακολουθήσω”. Και πραγματικά τον πήρε κατά πόδας. Μπροστά ό γέροντας, πίσω του ο Ιωάννης, σε απόσταση, για να μη τον αντιληφθεί. Λίγο πριν φθάσουν στο εκκλησάκι της Παναγίας, κάτω από την αθωνική κορυφή, ο Ιωάννης άρχισε να φοβάται μη τυχόν πάρει άλλο μονοπάτι ο Γέροντας και τον χάσει. Τάχυνε λοιπόν το βήμα για να τον φθάσει, να πάρει την ευχή του και να του ζητήσει να τον κάνει δικό του υποτακτικό. Μόλις έφτασε στα πέντε βήματα πίσω του, εκείνος τον κατάλαβε. Σταμάτησε, γύρισε προς το μέρος του και του έκανε κάπως άγρια: “Που πηγαίνεις;” “Γέροντα”, του απαντά ο Ιωάννης με σεβασμό, “ήλθα να πάρω την ευχή σου. Σε παρακαλώ να με πάρεις δόκιμο κοντά σου, γιατί δεν αναπαύομαι στον Γέροντα μου”. Κι ο Ασκητής του είπε: “Εκεί που μένουμε εμείς, είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Δεν μπορείς να ζήσεις εκεί. Θα πας πίσω στον Γέροντα σου”. Τότε ο Ιωάννης άρχισε να απαριθμεί τις δυσκολίες του πνευματικού του αγώνα κοντά στον δικό του “δύστροπο” Γέροντα, μα ο σεβάσμιος γέροντας επέμεινε: “Όχι, καλογεροπαίδι μου, εκεί θα πάς. Εκεί θα μείνεις και από εκεί θα βρεις τον παράδεισο”. Τότε ο Ιωάννης υποχώρησε: “Να ‘ναι ευλογημένο. Αφού δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, να ‘ναι ευλογημένο. Θα γυρίσω πάλι πίσω...” είπε σκύβοντας το κεφάλι και, αφού πήρε την ευχή του αγίου γέροντα, έκανε να γυρίσει προς την κατηφοριά του μονοπατιού. Όμως, να ο ασκητής τον φωνάζει. Ο νέος με λαχτάρα γυρίζει και ακούει να του λέει: “Πρόσεξε, παιδί μου, ετοιμάσου γιατί σε λίγο καιρό θα φύγεις από αυτό τον κόσμο και θα φύγεις μέσα από αυτή την υπακοή. Δεν θα αλλάξεις, όμως, Γέροντα”. “Να ΄ναι ευλογημένο”, λέει πάλι ό Ιωάννης και κατεβαίνει. Το άλλο πρωί, πήγε κοντά στον Πνευματικό του και του διηγήθηκε τη συνάντηση με τον γυμνό αυτό ασκητή, καθώς και ότι του ζήτησε να τον κάνει υποτακτικό του, αλλά ότι εκείνος του είπε να κάνει υπακοή και να παραμείνει στον Γέροντα του. Στο τέλος του είπε ότι ο ασκητής εκείνος προφήτευσε πως σε λίγες ήμερες θα έφευγε από αυτό τον κόσμο. Ο “δύστροπος” Νήφων τότε, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε: “Όπως σου είπε, έτσι θα κάνεις και έτσι θα γίνει!”.

  Λίγες μέρες αργότερα, ξημερώνοντας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο Ιωάννης ξύπνησε κάθιδρος. Ένιωθε πως δεν μπορούσε να αναπνεύσει καλά, αλλά σύντομα, μετά από έναν περίεργο δυνατό πόνο κάπου στο στέρνο, ένιωσε να συνέρχεται. Σηκώθηκε νιώθοντας μια γλυκιά αγαλλίαση και βγήκε από την Καλύβη. Έκανε ν΄ ανηφορίσει προς το Κυριακό και είδε, με μεγάλη του έκπληξη, ότι σχεδόν χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει έξω απ΄ τη θύρα του Ναού. Ενός ναού που έδειχνε κατάφωτος, ενώ αγγελικές ψαλμωδίες έρχονταν από το εσωτερικό του. Με μεγάλη του χαρά είδε, έξω από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα του Ναού τον ίδιο γυμνήτη ασκητή να του γνέφει. Το καλογεράκι πήγε αμέσως κοντά του. “Έλα μαζί μας τώρα!” του έκανε ο Γέροντας χαμογελώντας φωτεινά. “Το δικό σου εισιτήριο, Ιωάννη, ήταν η υπακοή.”


Όταν, τρία έτη αργότερα, έκαναν την εκταφή του Ιωάννη, από την αγία κάρα του έτρεχε μύρο! Τα έχασαν οι Γεροντάδες. Τόσο νέος υποτακτικός, μάλιστα δόκιμος και όμως απέκτησε τέτοια χάρη! Ο “σκληρός” Πνευματικός, όμως το βεβαίωσε σ΄ όλους τους γέροντες: “Το καλογεράκι έδειξε υπακοή”, μουρμούρισε και σταυροκοπήθηκε.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ: 



Η Πεποικιλμένη -1909- του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κείμενο - AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

Η Πεποικιλμένη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

-1909- κείμενο - AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου 


 

   Εἶχα τάξιμον νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη», εἰς τὰ Ἐννιάμερα, τὴν 23 Αὐγούστου. Ἀπὸ δέκα χρόνων δὲν εἶχα ἐπισκεφθῆ τὴν Παναγίαν τὴν Κεχριάν. Δέκα χρόνια εἶχα ν’ ἀσπασθῶ τὴν σεβασμίαν παλαιὰν Εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ὁποὺ εἶναι ζωγραφισμένοι, ἐπάνω εἰς δύο ὑπερῷα, ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς (αὐτὸς ὁ θεσπέσιος ποιητὴς τῆς Πεποικιλμένης) ⟨καὶ⟩ ὁ θεῖος Δαμασκηνός, τείνοντες δύο τόμους κάτω πρὸς τὴν σύνθεσιν τῆς Εἰκόνος, ἐφ’ ὧν εἶναι γεγραμμένα δύο τροπάρια, τὸ «Γυναῖκά σε θνητήν, ἀλλ’ ὑπερφυῶς καὶ Μητέρα Θεοῦ», καὶ τὸ «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο…» Καὶ δὲν εἶχα ἀγναντέψει οὔτε μακρόθεν τὸν περικαλλῆ θόλον τοῦ σεμνοῦ ναΐσκου, ὅπου ἀστράπτει εἰς τὸν ἥλιον ὅλος πεποικιλμένος ἀπὸ τὰ ὡραῖα παλαιὰ πινάκια, τὰ ἐγκολλημένα εἰς τὸ κτίριον ὡς ὄστρακα μαργαριτοφόρα.

Καὶ παρημέλησα τὸ τάξιμόν μου, καὶ δὲν ἀπεφάσιζα νὰ ὑπάγω. Ἐνύκτωσε, κ’ ἐκαθόμουν ἔξωθεν τοῦ μαγαζείου τοῦ ἀγαπητοῦ νεαροῦ φίλου μου, τοῦ Κωστῆ τοῦ Τσαμασφύρου, πολλὰ ρεμβάζων, καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος. Ὁ Κωστάκης μοῦ ἔφερε ποτήριον ρακίου, νὰ μὲ κεράσῃ, καὶ μοῦ εἶπε:

― Δὲν πῆγες, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε, στὴν Παναγιὰ τὴν Κεχριά; Ἐγὼ θὰ πάω.

― Τώρα ποὺ νύκτωσε; Τί λές!

― Ἔχει φεγγαράκι.

Ἔπια, κ’ ἐπανῆλθε στὸ μαγαζί του κρατῶν τὸν δίσκον. Μόλις αὐτὸς εἰσῆλθε, καὶ πάραυτα εἰσώρμησα μέχρι τοῦ κυλικείου, ὅπου ἀπέθετε τὸν δίσκον μὲ τὰ ποτά.

― Θὰ πᾷς σίγουρα, Κωσταντή;… Πῶς σοῦ ἦρθε;… Ἔχεις συντροφιά;

― Ἔχω, ἂν δὲν μὲ γελάσῃ.

― Ποιόν;

― Τὸν Ἀργύρη τὸν Τσαλαβούτη.

Ἔτρεξα ἔξω. Ἐπῆγα εἰς ἓν ὑποδηματοποιεῖον, δύο ἢ τρεῖς πόρτες παρέκει, διὰ νὰ εὕρω τὸν μικρὸν ἀνεψιόν μου τὸν Διαμάντην, ἐργαζόμενον ὡς κάλφαν εἰς τὴν τέχνην αὐτήν. Δυστυχῶς τὸ ὑποδηματοποιεῖον εἶχε κλείσει. Ἐπλησίαζεν ὀγδόη ὥρα· δύο ὧρες νύκτα.

Ἐπέστρεψα πρὸς τοῦ Τσαμασφύρου.

― Κωσταντή, δὲν ηὗρα τὸν ἀνιψιό μου. Ὁ μάστορής του ἔκλεισε ἀπὸ νωρίς. Ἤθελα νὰ τοῦ πῶ νὰ πῇ χαμπάρι στὸ σπίτι. Δὲν συμφέρει νὰ πάω ὁ ἴδιος ἐκεῖ. Θὰ φωνάζουν οἱ ἀδερφές μου. «Ποῦ θὰ πᾷς τέτοιαν ὥρα;» καὶ τὰ λοιπά. Μιζέριες γυναικῶν… Ἀκοῦς νὰ σοῦ πῶ;

― Λέγε.

― Ἀναλαμβάνεις νὰ στείλῃς εἴδησιν στὸ σπίτι μου, διὰ νὰ μὴ μὲ γυρεύουν καὶ ἀνησυχοῦν ὅλη-νύχτα; Στεῖλε ἕναν, ὅποιον βρῇς, ἢ ἕνα παιδί… ἢ ἕνα πουλί.

― Καλά.

― Μὴν ξεχάσῃς.

― Ὄχι.

― Ἐγὼ θὰ πάω πεζός, καὶ μοναχός μου. Ἐσὺ ἔλα μὲ τ’ ἄλογό σου, καὶ μὲ τὴν παρέα σου. Θὰ πάρῃς καὶ κουμπάνια;

― Θὰ πάρω.

― Σὲ περιμένω στὸν Ἁι-Λιᾶ. Ἐκεῖ θὰ σμίξουμε.

― Καλά.

Ὁ Κωστής, ὁ νεαρὸς φίλος μου, μοῦ εἶχε κάμει ἀληθῆ ὑποβολήν, ἂν ὄχι ὑπόμνησιν τοῦ ταξίματός μου. Δὲν ἐκρατούμην, κ’ ἐκίνησα πάραυτα. Τὸ φεγγάρι ἦτο ἐννέα ἢ δέκα ἡμερῶν. Ἐλογάριαζα μιᾶς ὥρας ἀνήφορον ἕως τὸν Ἅγιον Ἠλίαν, μιᾶς ὥρας συνάντησιν καὶ διατριβὴν μετὰ προχείρου δείπνου εἰς τὴν τοποθεσίαν αὐτήν, καὶ τριῶν τετάρτων περίπου κατήφορον ἕως τὴν Παναγίαν. Ἡ σελήνη θὰ μᾶς ἔφεγγεν ἀκριβῶς ἕως νὰ φθάσωμεν εἰς τὸ τέρμα.

Ἐπῆρα τὸν ἀνήφορον, βαδίζων τὸν φράχτην-φράχτην ἐν μέσῳ ἀμπέλων καὶ ἐλαιώνων, ἀνέβην εἰς τὸ Κοτρωνάκι, εἰς τοὺς «Σακαλάρους», ἔφθασα εἰς τοῦ Βαραντᾶ τὸ ρέμα, ὅπου «ἐκρότιζεν» ὁ τόπος, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν ἐκροτιζόμην· δὲν εἶχα εἰς τὸν νοῦν μου στοιχειὰ καὶ φαντάσματα, ἀλλὰ προαπήλαυα τὸ «Πεποικιλμένη». Διέσχισα πέρα-πέρα τὸ ρέμα, ἐμβῆκα εἰς τὸν Μεγάλον Ἀνήφορον, στὸ Μεροβίλι, καὶ τέλος, μὲ πολὺ ἆσθμα καὶ ἱδρῶτα, ἔφθασα εἰς τὸν Ἁι-Λιᾶ. Ἀντικρὺ εἰς τὸ πελώριον κτίριον, τὸ Κελλὶ τοῦ παπα-Ἱερεμία, δύο ἢ τρία σκυλιὰ μ’ ἐγαύγισαν, ἀλλ’ ὅταν ἐπάτησα ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου, ὅπου εἶναι ὁ ναΐσκος τοῦ Προφήτου, παραδόξως ἐσιώπησαν, κ’ ἐκρύβησαν εἰς δύο ἢ τρεῖς καλύβας, ὁποὺ ἐφαίνοντο ἀνάμεσα εἰς τοὺς κήπους.

Ψυχὴν δὲν εἶχα συναντήσει. Γλυκὸς ζέφυρος ἐφύσα εἰς τοὺς πελωρίους πλατάνους, τριγύρω εἰς τὴν μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, ὁποὺ ἐκελάρυζε τὰ νερά της στ’ αὐλάκια, τὸ ρέμα-ρέμα, τὸν κατήφορον. Ἔκαμα τὸν σταυρόν μου, ἔξωθεν τοῦ παραθύρου, εἰς τὸ γλυκὺ φῶς τῶν κανδηλίων, ὁποὺ ἔφεγγον ἐμπρὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγίαν, καὶ τὸν Πρόδρομον, καὶ τὸν Προφήτην Ἠλίαν μὲ τὴν μάχαιραν καὶ μὲ τὴν μηλωτήν. Ἔψαλα «Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος». Ἐκάθισα ἐπὶ τῆς πεζούλας. Ἀγνάντευα, εἰς τὸ μελαγχολικὸν φῶς τῆς σελήνης, τὸ χωρίον μας, κάτασπρον, κτισμένον ἐπὶ δύο λόφων καὶ μεσαζούσης κοιλάδος, παραθαλάσσιον, καὶ τὸν λιμένα τὸν τρίκολπον μὲ τὰ τρυφερὰ νησάκια, ὁποὺ φαίνονται ὡς νὰ «ἐγκαινίζωνται» εἰς τὰ φωσφορίζοντα νερά.

Μετὰ τέταρτον ὥρας ἤκουσα κρότον καὶ βάδισμα ἀλόγου. Ἐσηκώθην. Ἤρχετο ὁ Κωσταντής.

― Ἐδῶ εἶσαι, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε;

― Ἐδῶ. Μοναχός σου ἦρθες; Ποῦ εἶναι ἡ παρέα σου;

― Μ’ ἐγέλασε… Μὴν τὰ ρωτᾷς, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε. Ὅσα τροπάρια ἤξερα… καὶ ξέρω πολλὰ ὀλίγα… ὅλα τὰ εἶπα στὸν δρόμο.

― Γιατί; Φοβήθηκες;

― Κρότιζε ὁ τόπος. Ἐσένα δὲ σ’ ἔμελε;

― Ὄχι τόσο. Ἀπ’ τοῦ Βαραντᾶ ἦρθες;

― Ἀπ’ τὸ Πετράλωνο. Ἐσύ, ἀπ’ τοῦ Βαραντᾶ;

― Ναί.

― Δὲν ἐφοβήθηκες ἐκεῖ, στὸ ρέμα;

― Δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου… τίποτε.

Ἐπέζευσεν. Ἐξεφόρτωσε τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ τρόφιμα, καὶ τὴν φλάσκαν μὲ τὸ κρασί. Ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ ζεμπίλι ἓν κηρίον σπαρματσέτο, ἔτριψε πυρεῖον καὶ τὸ ἤναψεν. Ἕως νὰ καθίσωμεν πρὸς τὸ κατώφλιον τῆς μικρᾶς ἐκκλησίας, καὶ νὰ στρώσωμεν τὸ τραπέζι, ᾐσθάνθημεν ὅτι ὁ Μπαλής, τὸ ἄλογον, ὁποὺ τὸ εἶχεν ἀφήσει λυτὸν ὁ Κωσταντής, μᾶς ἔφυγε. Πρὶν κάμωμεν τὸν σταυρόν μας, ἐσηκώθηκεν ὁ Κωστής.

Ἀλλὰ τὸ ὑποζύγιον θὰ ἐπῆγεν ἐκεῖ, πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὸ σύσκιον μέρος, ἀνάμεσα εἰς λόχμας καὶ φράκτας καὶ δὲν τὸ ἐβλέπαμεν. Ἀνάγκη νὰ τρέξῃ ὁ Κωστής, διὰ νὰ τὸ ἀνακαλύψῃ κάπου. Ἀλλὰ θὰ ἦτο μεγαλυτέρα εὐκολία εἷς νὰ κρατῇ τὸ κηρίον, καὶ ἄλλος νὰ ἔχῃ τὰς χεῖρας ἐλευθέρας, διὰ νὰ συλλάβῃ τὸ ζῷον, ἅμα θὰ τὸ εὕρισκε. Ὁ Κωσταντὴς ἦτο ὁ μόνος ἁρμόδιος πρὸς τὸ τελευταῖον τοῦτο, ἐγὼ εἰς τί ἄλλο θὰ ἐχρησίμευα, εἰμὴ διὰ νὰ κρατῶ τὸ κηρί;

Δυστυχῶς εἶχα βγάλει τὸ ὑπόδημά μου τὸ ἀριστερόν, πρὶν καθίσωμεν εἰς τὸ δεῖπνον, ἐπειδὴ μὲ ἠνώχλει ὁ κάλος κατόπιν τῆς ὁδοιπορίας, κ’ εὑρέθην μονοπέδιλος τὴν ὥραν ὁποὺ εἶχε γίνει ἄφαντον τὸ ζῶον. Καὶ ὅμως ἀνάγκη ἦτο νὰ συμμορφωθῶ. Ἐπῆγα μαζὶ μὲ τὸν Κωσταντὴν πολλὰ βήματα, πέραν τοῦ ἱεροῦ τῆς ἐκκλησίας, μὲ ἓν ὑπόδημα, χωλαίνων καὶ πατῶν ἐπὶ ἀκανθῶν. Εὐτυχῶς ὁ Μπαλὴς δὲν εἶχεν ὑπάγει μακράν, ἦτο διακριτικὸν ἄλογον. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ἁπλῶς διὰ νὰ βοσκήσῃ, καὶ δὲν εἶχε βάλει κακὸν μὲ τὴν κεφαλήν του.

Ὅταν ἐγυρίσαμεν πίσω, ἐγὼ κρατῶν τὸ κηρίον, ὁ Κωσταντὴς σύρων τὸν Μπαλήν, τὸν ὁποῖον καὶ ἔδεσε προχείρως εἰς τὴν ρίζαν θάμνου ἀντικρύ μας, ὁ Κωστὴς ἐξέχασε ποῦ εἶχε βάλει τὸ μαχαίρι, καθὼς τὸ εἶχε βγάλει ἀπὸ τὸ ζεμπίλι, διὰ νὰ κόψῃ ψωμί ― καὶ ψωμὶ δὲν ἔκοψε, ἀλλ’ ἐτρέξαμεν ἀποτόμως πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ Μπαλῆ. Ὁ Κωστὴς τὸ ἀνεζήτει τώρα εἰς τὸ ζεμπίλι, ἀλλ’ εἰς τὸ ζεμπίλι δὲν ἦτο, οὔτε ἐπήδησε μοναχόν του ὀπίσω, ἀφοῦ ἅπαξ τὸ εἶχε βγάλει ἐκεῖθεν. Ἐψάξαμεν πολλὴν ὥραν μὲ τὸ κηρί, τέλος τὸ ηὕραμεν σιμὰ εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ἐκκλησιδίου, παρὰ τὰς ἀνθοδόχας, ὅπου εὐωδίαζον ἐκεῖ βασιλικὰ καὶ ροσμαρὶ καὶ δενδρολίβανα. Ἐφάγομεν τὸ λιτὸν δεῖπνόν μας, ἐπίομεν, ἐδευτερώσαμεν, κ’ ἐτριτώσαμεν μὲ τὴν φλάσκαν.

― Ὅλα καλά, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε· μὰ ἔλα ποὺ ξέχασα νὰ στείλω χαμπάρι στὸ σπίτι σας…

― Ἀλήθεια;… Ἑπόμενον ἦτο. Δὲν πειράζει, Κωσταντή.

Τὴν ἐπαύριον ἔμαθα ὅτι ἡ ἀδελφή μου ἡ νεωτέρα ἐπῆγε μεσάνυχτα, μαζὶ μὲ τὸν ἀνεψιόν μου, μ’ ἕνα φανάρι, κ’ ἐξύπνησε τὴν νεαρὰν γυναῖκα τοῦ Κωσταντῆ, ὁποὺ ἦτο ἔγκυος εἰς τὸν μῆνά της, διὰ νὰ πληροφορηθῇ. Τέλος ἔμαθαν ὅτι εἶχα ὑπάγει στὸ πανηγύρι, καὶ ἡσύχασαν.

― Σήκω τώρα νὰ πηγαίνουμε. Θὰ εἶναι παραπάνω ἀπὸ δέκα ἡ ὥρα… Τὸ φεγγάρι ὅσον πάει καὶ γέρνει ἐκεῖ κάτω, καὶ θὰ τὰ βροῦμε σκοῦρα τὸν κατήφορον, ἀνάμεσα στὰ ρέματα καὶ στὸν ἐλαιῶνα.

― Πᾶμε, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε.

Ἐσηκώθη, κ’ ἐφόρτωσε τὰ πράγματα εἰς τὸ ζῷον. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἀνεζήτει τὸ ψάθινο καπέλο του, καὶ δὲν ἐνθυμεῖτο ποῦ τὸ εἶχε πετάξει. Τέλος τὸ ηὕραμεν, τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (ἢ τοῦ Κυρίου). Ἐγὼ εἶχα φορέσει τὸ ὑπόδημά μου. Ἐσβήσαμεν τὸ κηρί, καὶ τὸ ἔβαλα ἐγὼ στὴν τσέπη μου. Ἀνέβημεν τὸν μικρὸν ἀνηφορίσκον ἕως τὸν ζυγὸν τῶν δύο βουνῶν, μεταξὺ τῶν δύο ὑψωμάτων τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου καὶ τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου. Ἐκεῖ ἐκατηφορίσαμεν, διὰ νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Κεχριάν.

Τὸ φεγγάρι, ἥμισυ καὶ κάτι, ἔγερνε πρὸς τὸν Ἀραδιᾶν, τὸν δρυμῶνα, κ’ ἐχαμήλωνεν, ἐχαμήλωνεν. Ἀντικρὺ εἰς τὸ Πήλιον ἔμελλε νὰ κρυφθῇ μετὰ μίαν ὥραν τὸ πολύ, ἀλλὰ πρὶν νὰ κρυφθῇ, θὰ ἔχανε σχεδὸν τὸ φέγγος του, ὅσον θὰ ἐκοντοζύγωνεν εἰς τὸ μέγα βουνόν. Αἱ δρύες τοῦ Ἀραδιᾶ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔρριπτον τὴν σκιάν των πρὸς τὸν οὐρανόν, καὶ τὸ φεγγάρι ἐθόλωνεν, ἐθόλωνε.

Ἐγὼ εἶχα τὴν ἰδέαν ὅτι ὁ Κωστὴς θὰ ἤξευρε καλύτερ’ ἀπὸ ἐμὲ τὸν δρόμον, ὡς νέος, καὶ κατοικῶν διαρκῶς εἰς τὸν τόπον. Ἐκεῖνος ἐφρόνει ὅτι ἐγὼ θὰ ἐνθυμούμην καλύτερα τὰ κατατόπια, ὡς παλαιός, καὶ ἀγαπῶν τὰ ἐξωκκλήσια. Ἀλλ’ εἶχα δέκα χρόνια νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, ὁ δὲ Κωστής, ἂν καὶ βαθυκτήμων, δὲν εἶχεν ἐλαιῶνα πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος, καὶ δὲν ἐσύχναζεν. Οἱ δρομίσκοι τῆς ἐξοχῆς εἶναι σκολιοὶ καὶ ἄτακτοι. Ἄλλος καταπατεῖ τοῦ γείτονος τὸ κτῆμα, ἢ τὸ δημοτικόν, ἢ τὸ μοναστηριακόν, καὶ ὠθεῖ τὸν δρόμον πάρα ἔξω, ἄλλος ἀνοίγει μονοπάτι ὅπου φθάσῃ, μέσα εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ συντομεύει τὸν δρόμον, ἄλλος κτίζει καλύβην, στρώνει ἅλωνα, καὶ κατασκευάζει φράκτην πρὸς τὸ συμφέρον του. Καὶ τὸ φεγγάρι ἐχαμήλωνε. Τέλος ἐχάσαμεν, ὡς εἰκός, τὸν δρόμον. Ἔβγαλα τὸ σπαρματσέτον, καὶ τὸ ἤναψα. Ἐτρεπόμεθα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἐγυρίζαμεν ἀποδῶ κι ἀποκεῖ, ἐκεῖνος καβάλα, ἐγὼ πεζός. (Ὁ Κωστὴς μοῦ ἐπρότεινε φιλοφρόνως νὰ κατέλθῃ καὶ νὰ ἱππεύσω, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν συνηθίζω ποτὲ τὸ τοιοῦτον εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν μου.)

Τέλος ὁ Κωσταντὴς κατῆλθεν ἐξ ὕψους τοῦ ὑποζυγίου του, μοῦ ἐπῆρε τὸ κηρί, κ’ ἐκοίταζε νὰ εὕρῃ τὸν δρόμον. Ὕστερα εἶπεν ὅτι τὸν ηὗρε, ἔσβησε τὸ κηρί, τὸ ἔβαλεν δὲν ἠξεύρω ποῦ, καὶ ἵππευσε πάλιν.

Καὶ πάλιν ἀπεπλανήθημεν. Ἐκοντεύαμεν ὣς τόσον νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Παναγίαν. Μᾶς ἐφαίνετο ὅτι ἐβλέπαμεν κάτι ν’ ἀσπρίζῃ κάτω ἐκεῖ, εἰς τὸ βάθος τῆς κοιλάδος, κάτι ὡς κτίριον, ὡς ἐκκλησίαν, ὡς μοναστηράκι· μίαν ἀκτῖνα ὡσὰν ἀπὸ πῦρ καταυλισμοῦ ἀνθρώπων ἀγρυπνούντων, ἀλλὰ τὸν δρόμον δὲν τὸν εὑρίσκαμεν· πῶς νὰ κατέλθωμεν ἐκεῖ; ᾘσθάνθημεν ὅτι ἐπέσαμεν δέκα πήχεις κάτω ἀπὸ τὸ ἐπίπεδον, ὅπου ἦτο τὸ μικρὸν παλαιὸν μονύδριον. Ἐφθάσαμεν εἰς ἄβατον. Οὔτε ἐμπρὸς οὔτε πίσω. Ὁ Κωσταντὴς ἐπέζευσε καὶ πάλιν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σαμαρίου, καὶ μοῦ ἐζήτει τὸ κηρίον, διὰ ν’ ἀνάψῃ νὰ βρῇ τὸν δρόμον. Ἀλλ’ ἐγὼ ἐνθυμούμην ὅτι δὲν μοῦ εἶχε δώσει τὸ κηρίον. Τέλος ἔψαξεν εἰς τὸν κόρφον του, εἰς τὶς τσέπες του, εἰς τὸ ζεμπίλι, καὶ τὸ ηὗρε δὲν ἠξεύρω ποῦ. Ἔτριψεν ἓν πυρεῖον, δύο, τρία, πέντε, ἀλλὰ τοιοῦτον ἀεράκι, ἀπόγειον, ἐξήρχετο ἀπὸ τὸ βουνόν, ὥστε τὰ σπίρτα ἔσβηναν πρὶν ν’ ἀνάψουν. Τέλος κατώρθωσε ν’ ἀνάψῃ τὸ κηρί, ἀλλὰ μετὰ μίαν στιγμὴν τὸ ἔσβησε τὸ ἀεράκι.

Τέλος ὁ Παπᾶς ―τοιοῦτον παρατσούκλι ἔφερεν εἷς κηπουρός, ὅστις ἦτο εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, δὲν ἠξεύρω διατί ὁ αὐτὸς ἐκαλεῖτο καὶ Σκαρλᾶτος, ἀλλὰ τὸ καθαυτὸ ὄνομά του δὲν κατώρθωσα νὰ τὸ μάθω― μᾶς ᾐσθάνθη ὅτι εὑρισκόμεθα πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, καὶ ἦλθεν εἰς βοήθειάν μας προτοῦ νὰ φωνάξωμεν ― διότι ἐντρεπόμεθα νὰ φωνάξωμεν. Ἦλθε καὶ μᾶς ἀνέβασε πρὸς τὰ ἐπάνω, καὶ μᾶς ὡδήγησεν εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κεχριάν.

Ὁ Γούμενος, νεαρὸς ρασοφόρος τὸν ὁποῖον εἶχε στείλει ὁ νεοχειροτόνητος Ἐπίσκοπος, εἶχε κοιμηθῆ, ἀφοῦ εἶχε κάμει ἑσπερινόν, διαρκέσαντα ἕως τὴν δεκάτην ὥραν. Ἦτο παρὰ μικρὸν μεσάνυχτα, ὅταν ἐφθάσαμεν. Ὁ Γούμενος δὲν ἐγνώριζε τὰ παλαιὰ ἔθιμά μας καὶ δὲν τὰ ἠσπάζετο. Τὰ κελλία κατερειπωμένα, ἓν μόνον εἶχεν ἀνακαινισθῆ ἐσχάτως, δαπάνῃ ἑνὸς κοσμικοῦ χριστιανοῦ. Ὁ ὀλίγος κόσμος, ὅστις εἶχεν ὁδοιπορήσει πρὸς τὰ ἐκεῖ διὰ νὰ ἑορτάσῃ τὰ Ἐννιάμερα τῆς Παναγίας ―τριάντα περίπου εὐλαβεῖς οἰκοκυράδες, καὶ ἄνδρες δέκα ἢ δεκαπέντε καὶ ἄλλα τόσα παιδιά― εἶχαν ὑπάγει διὰ ν’ ἀγρυπνήσουν ― ἄλλως, ποῖος θὰ ἐκόμιζε ροῦχα διὰ νὰ κοιμηθῇ; Καὶ ποῖος θὰ ἐπήγαινε διὰ νὰ κοιμηθῇ ἐν ὑπαίθρῳ; Ὁ Γούμενος εἶχε κοιμηθῆ στὸ κελλί.

Ὁ Γιώργης τὸ Μπονακάκι, ψάλτης, ὅστις εἶχεν ὑπάγει ἀφ’ ἑσπέρας, μ’ ἐπληροφόρησεν ὅτι ὁ πάτερ Γεράσιμος εἶχεν ὑποσχεθῆ νὰ σηκωθῇ μετὰ μίαν ὥραν καὶ ν’ ἀρχίσῃ τὸν ὄρθρον. Καλά. Σημείωσις ὅτι τὸ παλαιὸν μονύδριον τῆς Κεχριᾶς ἦτο προσκολλημένον ὡς Μετόχι εἰς τὸ πάλαι ποτὲ σεβάσμιον κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, κ’ ἐκεῖθεν εἶχεν ἔλθει διὰ νὰ τελέσῃ τὴν πανήγυριν ὁ παπα-Γεράσιμος.

Φωτιὰ ἦτον ἀναμμένη εἰς τὸ προαύλιον. Γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἐθερμαίνοντο εἰς τὸ πῦρ. Ἔκαμνε ψύχραν.

― Πέτε μας καμμιὰν ἱστορία γιὰ κανένα στοιχειό, χριστιανοί, εἶπα ἐγώ, κ’ ἐκάθισα πλησίον εἰς τὸ πῦρ. Ἐδῶ στὸ ρέμα, τὸν κατήφορο, πόσα στοιχειὰ ἔβλεπαν, τὸν παλαιὸν καιρόν. Ποῦ ᾽κεῖνα τὰ χρόνια!

Ἤρχισε τὸ Μαριὼ τοῦ Μουσκαδοῦ, κ’ ἡ γρια-Ἀγάλλαινα, κ’ ἡ παπαδιὰ τοῦ Μπονάκη ἡ χήρα, ἡ μήτηρ τοῦ ἱεροψάλτου, νὰ μᾶς διηγῶνται διὰ στοιχειά. Ἀλλὰ διεφώνησεν ὁ κὺρ Μενέλαγος, ὅστις δὲν λείπει ἀπ’ ὅλα τὰ πανηγύρια, κι ὁ Στέργιος τῆς Μαλαματίνας, λέγοντες ὅτι αὐτοὶ δὲν πιστεύουν τὰ στοιχειά.

Παντοῦ παρουσιάζονται Ρωμιοὶ διὰ συζήτησιν περὶ τοῦ ἂν ὑπάρχουν στοιχειά. Ἐγὼ εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ἂν εἶχα ἐξουσίαν, θὰ ἔθετα φίμωτρον.

Ἔγινε δύο ἡ ὥρα, κι ὁ Γούμενος ἐκοιμᾶτο, κι ὁ κόσμος ἐκρύωνε. Ὁ Γιώργης τὸ Μπονακόπουλο μοῦ προσεφέρθη νὰ ὑπάγῃ νὰ ξυπνήσῃ τὸν Ἡγούμενον.

― Ὄχι, μὴν τὸν ξυπνᾷς. Δὲν ἔχομε θάρρος στὸν ἄνθρωπον. Πᾶμε μέσα, κ’ ἐγὼ θ’ ἀρχίσω τὸν Πολυέλεον, διὰ νὰ πάρω τὴν μπόρα… δηλαδή, διὰ ν’ ἀναλάβω τὴν εὐθύνην. Καὶ σύ, ἄνοιξε τὸ βιβλίον σου τὸ μουσικό, καὶ κελάδει το. Ἐγὼ θ’ ἀρχίσω τὸ «Δοῦλοι Κύριον». Κατόπιν ἐσὺ ἀρχινᾷς τὸ «Λόγον ἀγαθόν». Ἐγὼ δὲν ἦρθα διὰ τὸν Πολυέλεον· ἦρθα διὰ τὸ «Πεποικιλμένη».

Εἰσήλθομεν εἰς τὸν σεπτὸν ναΐσκον ― Βυζαντινόν, μὲ χηβάδας, καὶ μὲ τοιχογραφίας, καὶ ἠρχίσαμεν τὸν Πολυέλεον. Ὁ κόσμος ἔτρεξε κατόπιν μας, ἄναψαν πολλὰ κηρία αἱ γυναῖκες, κ’ ηὕραμεν θάλπος καὶ παραμυθίαν.

Μετὰ εἴκοσιν λεπτὰ ὁ Ἡγούμενος ἐπαρουσιάσθη. Εἴτε ἡ ψαλμῳδία μας τὸν ἐξύπνησεν, ἢ ἠθέλησε νὰ ἐξυπνήσῃ. Ἐπλησίασα πρὸς τὴν πύλην τοῦ ἱεροῦ τὴν βορείαν καὶ τοῦ ἐξηγήθην:

― Πάτερ, διὰ νὰ μαζωχθῇ ὁ κόσμος, καὶ νὰ ζεσταθῇ, ἐκρίναμεν καλὸν ν’ ἀρχίσωμεν τὸν Πολυέλεον, χωρὶς νὰ σᾶς βιάσωμεν εἰς τίποτε. Πιστεύω ὅτι δὲν ἠνωχλήθητε.

― Καλά, καλά.

Τέλος, ἠξιώθην νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη», καὶ τοῦτο ἀρκεῖ. Ὅταν ἐξήλθομεν ἀπὸ τὴν λειτουργίαν, περὶ τὸ λυκαυγές, ὁ Ἡγούμενος μειδιῶν μᾶς προσέφερεν ἐπὶ τῆς πεζούλας ἔξω τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐκαθίσαμεν, ροδάκινα καὶ ρακί, εὐλογίαν τοῦ Μοναστηρίου. Εἶχα ἀποποιηθῆ νὰ πίω καφέν, ὅταν μοῦ ἐπρόσφεραν αἱ γυναῖκες αἱ πανηγυρίστριαι, ἀλλ’ ὅταν ὁ Ἡγούμενος ἔστειλε τὸν πάτερ Παφνούτιον, πρῴην ὑπενωμοτάρχην, ὅστις εἶχε καλογηρέψει εἰς τὸ κελλί, καὶ μοῦ ἔφερε μεγάλην κούπαν καφέ, μοναστηριακὸν θαυμάσιον, δὲν ἠδυνήθην ν’ ἀρνηθῶ.


Ὕστερον ἔμαθα ὅτι, τὴν ὥραν ποὺ εἶχε κατεβῆ «μαχμουρλὴς» ὁ Γούμενος ἀπὸ τὸ κελλίον, μία τῶν γυναικῶν, ἡ ρηθεῖσα Μαριὼ τοῦ Μουσκαδοῦ, τὸν ἐπλησίασε καὶ τοῦ εἶπε:

― Γέροντα, νὰ μοῦ κάμῃς μιὰ παράκληση, σὰν ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία.

― Δὲν λὲς αὐτουνοῦ ποὺ εἶναι μέσα νὰ σοῦ τὴν κάμῃ; ἀπήντησεν ὁ Γούμενος.

Ἐννοοῦσεν ἐμέ.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΑUDIOBOOK:



Αμαρτίας φάντασμα Αλεξ. Παπαδιαμάντη κείμενο- AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

Αμαρτίας φάντασμα Αλεξ. Παπαδιαμάντη

-1900- κείμενο- AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου 



  Πόσον καλὰ ἐταιριάζαμεν, ἐγὼ καὶ ἡ πτωχὴ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, συγγενής μου τοῦ ὀγδόου βαθμοῦ! Αὐστηρῶς ἐὰν κρίνω τὸν ἑαυτόν μου, εὑρίσκω ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης τὴν ὁποίαν εἰς ἐμὲ ἐδείκνυε. Μοῦ διηγεῖτο τοὺς πόνους της, τὰ βάσανα καὶ τοὺς καημούς της. Μοῦ ἔλεγεν ὅτι αὐτὴ δὲν ἐπεθύμει ποτὲ νὰ ὑπανδρευθῇ, ἀλλ᾽ οἱ γονεῖς της τὴν εἶχαν ὑπανδρεύσει. Θὰ ἐπροτιμοῦσε νὰ ἐγίνετο καλόγρια. Ἀλλὰ τώρα εἶχε κόρας ἐν ὥρᾳ γάμου καὶ υἱοὺς καὶ ἦτο σχεδὸν πεντηκοντοῦτις.

Τὴν ἑσπέραν τῆς Παρασκευῆς, 25 Σεπτεμβρίου, ὡδεύομεν ὁμοῦ ἀνὰ τὴν ἀμπελόφυτον πεδιάδα, ἀπερχόμενοι εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μετόχιον τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐτελεῖτο ἐκεῖ μικρὰ πανήγυρις. Ἔμελλε νὰ γίνῃ παννυχὶς ἀπὸ τῆς ἐνάτης ὥρας μέχρι τῆς τρίτης τοῦ ὄρθρου, εἶτα δέ, μετὰ δίωρον διάλειμμα, θὰ ἐτελεῖτο λειτουργία.

Δὲν εἴχομεν συμφωνήσει νὰ ὑπάγωμεν ὁμοῦ. Ἀλλὰ σχεδὸν πάντοτε, χωρὶς νὰ συνεννοηθῶμεν, ὁμοῦ ἐπηγαίναμεν. Οὐδ᾽ ἦτο αὕτη ἡ μόνη παννυχίς, εἰς τὴν ὁποίαν παρευρισκόμεθα. Εἰς τὰς 8 Σεπτεμβρίου, ὥραν 3ην μετὰ τὰ μεσάνυκτα, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ ὄρθρου, εἰς τὴν πανήγυριν τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς, ἡ ἐξαδέλφη Μαχούλα κ᾽ ἐγώ, ὁμοῦ κατηρχόμεθα τὸ ὀλισθηρὸν λιθόστρωτον, τὸ ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς μεγάλης οἰκίας τοῦ καπεταν-Νικόλα τοῦ Ματαρώνα καὶ φθάνον μέχρι τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς. Ἐνίοτε ἦτο σελήνη, συνήθως ὅμως ἦτο σκότος βαθύ. Ἀλλὰ τὸ μελιχρὸν φέγγος ἐπέχριε μόνον τὰς στέγας τῶν οἰκιῶν καὶ τὸ διενέμοντο, ὡς πενιχρὰν κληρονομίαν, τὰ δωμάτια, τὰ μπαλκόνια καὶ οἱ γάστρες τῶν ἀνθέων. Δι᾽ ἡμᾶς κάτω εἰς τὸ λιθόστρωτον δὲν ἔφθανε νὰ κατέλθῃ εὐμενὴς ἀκτίς. Ὅθεν πολλάκις ἐγλιστροῦσα ἐγώ, προσπαθῶν νὰ κρατήσω τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν μὴ πέσῃ.

Ἦτον βαρεῖα καὶ παχεῖα, ὠχρὰ καὶ νοσώδης. Αἱ ἐγκυμοσύναι ἆρα τῆς εἶχον ἀφήσει τὸν ὄγκον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐπαραμόρφωνε τὴν μέσην της; Ὄπισθέν μας ἤρχετο ἡ Ἀνδρεόλα ἡ Μπαρμπερού, γραῖα εὐλαβής, κρατοῦσα φανάριον. Παρεμπρός μας ἐφαίνετο ὄγκος τις ἀποφράττων τὸν στενὸν δρομίσκον. Ἡ γραῖα Δεσποινιὼ ἡ Μπλήχαινα, τῆς εἶχε σβήσει ὁ ἄνεμος τὸ ἀπόκερον, τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ μανουάλι τῆς ἐκκλησίας, καὶ βυθισθεῖσα εἰς σκότος αἰφνίδιον, εἶχε ριζωθῆ ἐκεῖ, καταμεσῆς εἰς τὸν δρόμον, ἀδυνατοῦσα νὰ βαδίσῃ δεξιὰ ἢ ἀριστερά.

Μίαν ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς νύκτας, τῆς 8ης Σεπτεμβρίου -δὲν ἐνθυμοῦμαι εἰς τὰ πόσα ἦτον- μᾶς συνέβη, εἰς ἐμὲ καὶ τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν, παράδοξον μικρὸν συμβάν. Αὐτή, καίτοι εἰς τὴν καθ᾽ ἡμᾶς γενεὰν ἀνήκουσα, ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ στέργῃ καὶ νὰ θάλπῃ τὰ παλαιά. Ἐκαυχᾶτο ὅτι ἦτον «πρωτινὴ» γυναίκα. Ἂν καὶ ἡ παραθαλασσία ἀγορὰ ἦτο ἔρημος, ἐπειδὴ δὲν νομίζεται καλὸν εἰς τὰς γυναῖκας νὰ διέρχωνται διὰ τῆς ἀγορᾶς, δὲν ἤθελε, καὶ νύκτα ἀκόμη, νὰ περάσῃ ἐκεῖθεν. Ἐπέμενε νὰ τὴν συνοδεύσω ἀπὸ τὸν μέσα δρόμον μέχρι τῆς οἰκίας της. Ἀφήσαμεν λοιπὸν τὴν ἄλλην συνοδίαν, καὶ ἐστράφημεν πρὸς τὸν μέσα δρόμον. Ἐκεῖ, καθὼς διηρχόμεθα κάτωθεν ἀπὸ ἕνα μπαλκόνι, ἄνωθεν τοῦ ὁποίου ἐφαίνοντο ἀσπρόρρουχα ἁπλωμένα, δὲν ἠξεύρω πῶς, μακρὰ χιονόλευκος σινδὼν ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὸ σχοινίον ἐφ᾽ οὗ ἐκρέματο· ἔπεσεν ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλάς μας· ἡπλώθη εἰς τὰς ὠμοπλάτας μας, καὶ «μᾶς ἐκουκούλωσεν», ἤ, μᾶς ἐσαβάνωσε καὶ τοὺς δύο, ὡς νὰ τὴν ἥπλωσεν ἐπάνω μας ἀόρατος χείρ. Ἐγὼ ἀκουσίως ἐγέλασα, ἂν καὶ τὸ πρᾶγμα μοῦ ἐφάνη μᾶλλον κακὸς οἰωνός. Ἡ ἐξαδέλφη μου ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ᾽ ἐψιθύρισε:

― Τὴν ἴδια τύχη θὰ ἔχουμε... τὴν ἴδια τύχη!

*

Τὴν χρονιὰν ἐκείνην ἐβαδίζομεν, ἑσπέραν Παρασκευῆς, εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ἡ ψυχή μου ἦτο πάντοτε πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα, ἂν καὶ τὸν πλεῖστον χρόνον ἀπεδήμουν σωματικῶς, καὶ ἐνθυμούμην κάποτε τὸν στίχον τοῦ Σκώτου ἀοιδοῦ: «Ἡ καρδιά μου εἶναι στὰ Ψηλώματα, ἡ καρδιά μου δὲν εἶν᾽ ἐδῶ».

Ἐπεράσαμεν τὴν ἀμμουδιάν, τὴν ὁποίαν φιλεῖ προσπαῖζον τὸ κῦμα, καὶ παρήλθομεν τοὺς Κήπους καὶ τὴν Λίμνην τὴν μαυρογάλανην. Εἶτα ἀφήσαμεν ὄπισθέν μας τὴν «Καλογερικιὰ Σαΐτα», μακρότατον ἀγρὸν οὕτω καλούμενον. Ἀκολούθως ἐφθάσαμεν εἰς τὰ διάφορα κτήματα τ᾽ Ἀβράμη, ὅπου ἐχρειάσθη νὰ κάμωμεν πολλὰς καμπὰς διὰ νὰ εὕρωμεν τὸν δρόμον, ἐπειδὴ ὁ ἰδιοκτήτης εἶχε κηρύξει κοινωνιστικὸν δόγμα: «Ἐὰν ὁ γείτων μου εἶναι τεμπέλης, ἀνίκανος νὰ καλλιεργήσῃ τὸ κτῆμά του, δὲν ἁμαρτάνω, ἂν τὸ καταπατήσω». Διήλθομεν τὰ μεγάλα χωράφια, τὰ ὁποῖα ἦσάν ποτε ἀμπέλια μοσχάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατεσκευάζετο τὸ περίφημον «Ἀλυπιακόν», τὸ δυνάμενον νὰ καλῆται οὕτω διττῶς· καὶ ἀπὸ τὸν κατασκευαστήν του Ἀλύπιον, καὶ διότι ἴσως καθίστα ἄλυπον τὸν βίον...

Τέλος, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Μετόχι. Ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, κομψός, εὐωδίαζεν ἀπὸ τὸ τέμπλον τὸ κυπαρίσσινον καὶ ἀπὸ τὰ ἄνθη τὰ ὁποῖα εἶχον φέρει ἡ Σουλτανιὼ ἡ Μάρκαινα, ἡ γραῖα Παντεχοὺ καὶ ἡ Κατερινιὼ τῆς Ἀλέξαινας καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλαι εὐλαβητικαί, αἱ μόναι ἐλθοῦσαι. Ἀπὸ τὸ μοναστήριον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶχον κατέλθει ὁ παπα-Δανιὴλ καὶ Ἰωακεὶμ ὁ περιπλανώμενος, ὅστις καθ᾽ ὅλας σχεδὸν τὰς ἑορτὰς ἐπέστρεφεν εἰς τὸ μοναστήρι, καὶ ὁ γέρων Θεόκλητος, γεμᾶτος ἀπὸ νοστίμους ἰδιοτροπίας, πρὸς τὸν ὁποῖον τρὶς ἔλαβα τὴν τιμὴν νὰ φιλονικήσω ἐν καιρῷ τοῦ δείπνου.

Ἡ Μαχούλα, ἀφοῦ ἐπροσκύνησε καὶ προσέφερε τὰ ἄνθη της, τὸ ἔλαιον καὶ τὸ θυμίαμά της, ἐκάθισεν εἰς μίαν ἄκραν ἔξω τοῦ ναΐσκου, μὲ τὸ καλάθιόν της καὶ τὸ μικρὸν κανατάκι της. Ἦτο παρὰ τὴν ρίζαν τῆς ἐλαίας, ἥτις μὲ τοὺς κλῶνάς της, βαρυφορτωμένους καρπόν, ἐσκίαζεν καὶ περιέστεφε τὴν θύραν τοῦ ναΐσκου, ἐνθυμίζουσα τὸν στίχον τοῦ προφητάνακτος: «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ».

Εἶχα διψήσει καὶ ἰδὼν τὸ μικρὸν ὑδροδοχεῖον, τὸ ὁποῖον ἵστατο πλησίον εἰς τὸ καλαθάκι τῆς Μαχούλας, ἐζήτησα νὰ πίω ἀλλὰ τὸ εὗρον κενόν.

― Νά, δὲν ἦρθε αὐτὸς ὁ Σταμάτης, μοῦ εἶπεν ἡ ἐξαδέλφη μου. Ποιὸς νὰ πάῃ ὣς τὴ βρύση νὰ τὸ γεμίσῃ;... Ἀπόστασα, καὶ δὲν μπορῶ... Ὁ Σταμάτης ἦτο ὀρφανὸν παιδίον, πρόθυμον νὰ τρέχῃ εἰς ὑπηρεσίαν παντοῦ ὅπου ἐγίνοντο θρησκευτικαὶ ἐκδρομαὶ καὶ συνάξεις. Εἶχε τόσον ἔνθεον ζῆλον, ὥστε βλέπων τὴν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν νὰ ἐκπίπτῃ, ἐθλίβετο τόσον, ὥστε ἀπεφάσισε νὰ βοηθήσῃ αὐτὸς τοὺς ἁγίους νὰ θαυματουργήσωσι. Καὶ μίαν φορὰν ἄλειψε μὲ λάδι ὅλας τὰς εἰκόνας τοῦ τέμπλου ἑνὸς ἐξωκκλησίου· ὅθεν διεδόθη, καὶ παρὰ πολλοῖς ἐπιστεύθη, ὅτι οἱ ἅγιοι «ἵδρωναν» ἢ ὅτι ἐδάκρυζαν ἴσως καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιχείρησιν αὐτὴν ὠφελήθησαν ὄχι ὀλίγας προσφορὰς οἱ πτωχοὶ οἱ παπάδες τοῦ χωρίου μας. Ἦτο δὲ τότε ὁ Σταμάτης δωδεκαέτης.

Ἐκοίταξα νὰ ἴδω τὸν Σταμάτην, ἀλλὰ δὲν ἐφαίνετο πουθενά. Ἴσως ἦτο εἰς ἄλλην ὑπηρεσίαν. Ἡ Μαχούλα ὄχι μόνον εἶχεν ἀποστάσει, καθὼς ἔλεγεν, ἀλλὰ θὰ ἐφοβεῖτο νὰ ὑπάγῃ. Ἡ βρύσις ἀπεῖχεν ὣς δέκα λεπτῶν τῆς ὥρας δρόμον, καὶ εὑρίσκετο μέσα εἰς ἓν βαθὺ ρεῦμα, ὅπου θὰ ἦτο σκότος ἤδη. Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει καὶ ἦτο ἀμφιλύκη φθινοπώρου μελαγχολική.

Ἀπεφάσισα νὰ ἐκτελέσω ἐγὼ ἔργα «Σταμάτη». Ἔλαβα τὸ κανάτι κ᾽ ἐξεκίνησα.

― Ἀτός σου θὰ πᾷς;... Τουλόου σ᾽; ἔκραξεν ἡ Μαχούλα. Πῶς γένεται;

Ἐπεθύμουν νὰ ὑπάγω, καὶ διότι ἐδίψων, καὶ διότι ἤθελα νὰ προσφέρω ἐκδούλευσιν εἰς τὴν καλὴν καὶ συμπαθῆ ἐξαδέλφην μου.

―Ἡσύχασε, θὰ πάω, τῆς εἶπα· τώρα, σὲ λίγο ἔφτασα...

*

Ἦτο μικρά, βαθεῖα ρεματιά, εἰς τὸ μέσον ἑνὸς ἐλαιῶνος κατέχοντος ὅλην τὴν κλιτὺν τοῦ λόφου δεξιόθεν καὶ ἑνὸς λεμονεῶνος τοιχογυρισμένου στολίζοντος τὸν κάμπον, ἀριστερόθεν. Καταρχὰς ἐβυθίζετο, κατήρχετο χαμηλὰ καὶ ἐχαράσσετο στενὸς δρομίσκος, μονοπάτι κρυπτὸν ἐν μέσῳ βάτων καὶ θάμνων. Ἀκολούθως ἀνηφόριζεν ἠρέμα καὶ ἀνήρχετό τις εἰς τὴν βρύσιν, ἥτις ἀνέβλυζεν ἔκ τινος τοίχου παλαιοῦ, μὲ μεγάλους πρασινισμένους καὶ μουσκλιασμένους λίθους. Δύο πεζοῦλες ἢ πλίνθινα ἑδώλια ὑπῆρχον ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς κρήνης, ἥτις εὑρίσκετο ἐπὶ τοῦ ὑψηλοτέρου μέρους τῆς ὅλης ρεματιᾶς.

Ὅταν εἰσῆλθον εἰς τὸ βαθὺ ρεῦμα καὶ ἐπάτησα εἰς τὸ στενὸν μονοπάτι, τὸ φέρον πρὸς τὴν πηγήν, τότε ἤρχισα ν᾽ ἀναλογίζωμαι τί εἶχα κάμει, ἕως τότε δὲν εἶχα σκεφθῆ.

ᾘσθάνθην αἰφνίδιον φόβον. Ἀπὸ εἰκοσαετίας ἦτο ἡ πρώτη φορὰ καθ᾽ ἣν εἰσηρχόμην εἰς τὸ ρεῦμα ἐκεῖνο, ὁλομόναχος, ἐν ὥρᾳ ἀμφιλύκης, καὶ ἐπικειμένης νυκτός...

Ἀνῆλθον πρὸς τὴν βρύσιν μὲ τρέμοντα γόνατα. Ἔκαμνα πολλοὺς σταυροὺς καὶ προσηυχόμην. Ἀλλ᾽ ἡ γλῶσσά μου ἐδεσμεύετο καὶ ὁ οὐρανίσκος μου ἐξηραίνετο. ᾘσθανόμην, ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος νὰ ψιθυρίζω οὔτε ἐνδιαθέτως οὔτε στοματικῶς τὰ ἱερὰ λόγια. Ἔφθασα ἐν τοσούτῳ εἰς τὴν κρήνην. Ὅταν ἐδοκίμασα νὰ τοποθετήσω τὸ μικρὸν ἀγγεῖον κάτωθεν τοῦ κρουνοῦ διὰ νὰ γεμίσῃ, τοῦτο μοῦ ἔφυγεν ἀπὸ τὰς χεῖρας. Ἐστάθη μοναχόν του ἐντὸς τῆς λεκάνης τοῦ νεροῦ καὶ δὲν ἐθραύσθη.

Ἄνωθεν τῆς κρήνης εἶδα, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου, πρᾶγμά τι ἐναέριον νὰ ἵσταται. Δὲν εἶχε πυκνωθῆ ἀκόμη τὸ σκότος. Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα τὸ ὁρώμενον ἦτο τόσον μικρόν, ὥστε ἔφεγγεν οἱονεὶ εἰς τὴν μικρὰν κοιλάδα, ὡς τοπικὸν ἄστρον κατελθὸν τρόπον τινὰ διὰ νὰ φωτίσῃ βάθη ἀνάξια φωτός. Ἀλλ᾽ ὅμως τὸ λευκὸν ἐκεῖνο πρᾶγμα ἔσυρεν ἐπάνω του, ἢ ἐσύρετο ἐπ᾽ αὐτοῦ, μέγα μαυράδιον, μελανώτερον καὶ ἀπὸ τὴν πίσσαν, μελανώτερον καὶ ἀπὸ τὸ σκότος, ἐξελθὸν ἀπὸ τὸ σκότος τὸ ἐσώτερον τῆς συνειδήσεως καὶ προωρισμένον νὰ ὑπάγῃ τὸ ταχύτερον νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, τῆς γεέννης. Βαθεῖαν, ἀπερίγραπτον κηλῖδα, μέγα καὶ ἀμέτρητον μαύρισμα ἐπὶ τοῦ ἁγνοῦ, τοῦ χιονολεύκου, εἶχε προσκολληθῆ τὸ καταμέλανον. Τὸ ὅραμα ἦτο διπλοῦν. Ἐπάνω εἰς τὸ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, τὸ λευκὸν κρίνον τῶν κοιλάδων, εἶχε κολλήσει ἡ ἀπεχθὴς κάμπη.

Τὸ λευκὸν ὡμοίαζε μὲ χιτῶνα πάλλευκον, μὲ ἄσπιλον ἐσθῆτα παιδίσκης δεκαπενταέτιδος. Τὸ μαῦρον ὡμοίαζε μὲ ἁμαρτίας φάντασμα. Θεέ μου! Καὶ ἡ κάμπη ἐκείνη τίς ἦτο; Ἀληθεύει ὅτι ἀποτροπιάζεται ἡ φεύγουσα ψυχή, βλέπουσα τὸ φθαρτόν, σκωληκόβρωτον σκῆνός της; Καὶ τὸ ἄσπιλον ἐκεῖνο ἀρνίον, τὸ θεόπλαστον σκήνωμα, τῆς βασκανίας τὸ θῦμα, ἐκοιμᾶτο ἀπὸ εἰκοσαετίας εἰς τὸ κοιμητήριον τῶν θανόντων.

Ναί· εἶχον περιβάλει μὲ στέφανον παρθενικὸν ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης τὴν ξανθὴν κεφαλήν της. Ἀλλ᾽ ὁ στέφανος ἐκεῖνος εἶχε γίνει ἀκάνθινος στέφανος. Καὶ αἱ ρίζαι τῶν ἀνθέων εἰσέδυον ὡς ἄκανθαι εἰς τὸν λευκὸν χρῶτά της.

Ὤ, ἡ ζωή της ἦτο ὄνειρον καὶ αὐτὴ ὑπῆρξέ ποτε «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Καὶ ἡ κάμπη ἡ δύσμορφος εἶχε φθείρει τὸ ἄσπιλον, τὸ ἠθικὸν κάλλος της.

Φεῦ! Διατί ἀπὸ ὅλην αὐτὴν τὴν λόχμην, τὴν ποικίλην καὶ πολύχρωμον καὶ ἀνθοφοροῦσαν, νὰ ἐξέρχωνται ἄκανθαι, συρίζουσαι γλῶσσαι, ἔχιδναι; Καὶ πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως, καὶ τὸ μιαρὸν πνεῦμα εἰσέβαλεν εἰς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἐπεθεώρησε «καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν;»... Πόθεν τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας;

*

Ὤ, φρίκη, καὶ πόνος ἀνεκλάλητος! Εἶδα, εἶδα τὸ παρελθόν μου μὲ τοὺς ἰδίους μου ὀφθαλμούς, τὸ εἶδα ὡς μαῦρον φάντασμα. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ ἡ καρδία μου θὰ ἔπαυε νὰ πάλλῃ. ᾘσθάνθην βαθεῖαν συντριβήν· τὸ φάσμα τὸ ἴδιον μ᾽ εὐσπλαγχνίσθη, καὶ ταχέως ἔγινεν ἄφαντον.

Ἔλαβα τὸ ἀγγεῖον μὲ τὸ ὕδωρ, καὶ κατῆλθον μὲ βήματα βραδέα, τύπτων τὰ στήθη, καὶ ψιθυρίζων. «Ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῇς, Κύριε...»

(Τ' ἀνωτέρω συνηρμολογήθησαν ἐκ παλαιῶν ἀτάκτων σημειώσεων τεθνεῶτος ἀτυχοῦς φίλου.

Διὰ τὴν ἀντιγραφὴν)


Το ΒΙΝΤΕΟ με το AUDIOBOOK

εδώ:


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο Όσιος Γεράσιμος, κτήτωρ της Ι. Μ. Αγίας Τριάδος Σουρβιάς (14-151/9) του Κων/νου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

  Ο Όσιος Γεράσιμος, κτήτωρ της Ι. Μ. Αγίας Τριάδος  Σουρβιάς (14-15 1 /9) του Κων/νου Αθ. Οικονόμου δασκάλου ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....