Ετικέτες - θέματα
- 1.Διηγήματα-audiobook+κείμενο (32)
- Α Ανθρώπων Πάθη (21)
- Αγιολόγιο Απριλίου (10)
- Αγιολόγιο Αυγούστου (10)
- ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ (10)
- ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ (11)
- Αγιολόγιο Ιουλίου (9)
- Αγιολόγιο Ιουνίου (7)
- Αγιολόγιο Μαϊου (12)
- Αγιολόγιο Μαρτίου (11)
- Αγιολόγιο Νοεμβρίου (8)
- Αγιολόγιο Οκτωβρίου (5)
- Αγιολόγιο Πεντηκοσταρίου (3)
- Αγιολόγιο Σεπτεμβρίου (6)
- Αγιολόγιο Τριωδίου (7)
- Αγιολόγιο Φεβρουαρίου (23)
- Αθλητισμός (1)
- Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1)
- ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (24)
- ΑΛΥΤΡΩΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ (5)
- Αρχαίοι συγγραφείς (2)
- Αρχαιολογικά (2)
- ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΙ (29)
- ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ (33)
- Βιζυηνός Γεώργιος (1)
- ΒΙΝΤΕΟ (193)
- Βιολογία (5)
- Γεωλογία (2)
- Γρηγόριος Παλαμάς Ά. (5)
- Δαμασκηνός Ιω. (2)
- Δραματική ποίηση (2)
- Εικαστικά (1)
- ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ (5)
- Επικαιρότητα (3)
- Επιφάνιος Κύπρου Άγιος (1)
- Εφταλιώτης Αργύρης (3)
- Ηφαίστεια (1)
- Θεοτόκης Κωνσταντίνος (2)
- ΘΕΟΤΟΚΟΣ (10)
- ΙΣΤΟΡΙΑ (28)
- Καβάσιλας Νικόλαος Άγιος (2)
- Κονδυλάκης Ιωάννης (4)
- Κυριακοδρόμιο (11)
- ΚΩΝ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΕΙΜΕΝΑ (284)
- Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου (7)
- ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (54)
- ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΑ (8)
- Μυθολογία (26)
- Μωραϊτίδης Αλεξ. (1)
- Ξενόπουλος Γρηγόριος (7)
- Παπαντωνίου Ζαχαρίας (2)
- ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ (2)
- ΠΑΡΑΜΥΘΙ (1)
- Πάσχα (5)
- Σεισμολογία (1)
- Συναξάρι (126)
- ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ (16)
- Φρύδας Ιωάννης (20)
- Φυσική (10)
- Χατζόπουλος Κων/νος (1)
- Χρηστοβασίλης Χρήστος (1)
- ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΣΕ ΔΙΩΓΜΟ (1)
- ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (10)
- ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ (20)
- Ψυχολογία (8)
- AUDIOBOOK.GR-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ (59)
- Financial (8)
- oakHellas (8)
12.12.25
Το χριστόψωμο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κείμενο και AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου
25.11.25
Το μοιρολόγι της φώκιας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο - AUDIOBOOK διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου
Το μοιρολόγι της φώκιας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρίζει τα Μνημούρια, και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι —φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα— κατέβαινε το βράδυ βράδυ η γρια-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν,* δια να πλύνη τα μάλλινα σινδόνιά της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να τα ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα. Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν* εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, δια να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κι αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας.
Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος.
Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της, και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα· ο εις είχεν υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών· αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει· ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη. Της είχε μείνει και μία κόρη, υπανδρευμένη τώρα, με μισήν δωδεκάδα παιδιά.
Πλησίον αυτής, η γρια-Λούκαινα εθήτευε τώρα, εις το γήρας της, και δι' αυτήν επήγαινε τον κατήφορον, το μονοπάτι, δια να πλύνη τα χράμια* και άλλα διάφορα σκουτιά* εις το κύμα το αλμυρόν, και να τα ξεγλυκάνη στο Γλυφονέρι.
Η γραία έκυψεν εις την άκρην χθαμαλού, θαλασσοφαγωμένου βράχου, και ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου* ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη* του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα* τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα. Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν* του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα. Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν εις τον θόρυβον του αυλού, και οι επιστρέφοντες από τους αγρούς την ώραν εκείνην —είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος— ήκουον μόνον την φλογέραν, κι εκοίταζον να ιδώσι πού ήτο ο αυλητής, όστις δεν εφαίνετο, κρυμμένος μεταξύ των θάμνων, μέσα εις το βαθύ κοίλωμα του κρημνού.
Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά, κι έκαμνε βόλτες εντός του λιμένος. Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της, και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον τον δυτικόν. Μία φώκη, βοσκούσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μοιρολόγι της γραίας, εθέλχθη* από τον θορυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κι ετέρπετο εις τον ήχον, κι ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάνα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη* ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, δια να παίξη ολίγον εις τα κύματα. Αλλά δεν ήξευρεν όμως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον, αντικρύ στα Μνημούρια, και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να καμαρώνη τον μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην* του νυκτώματος, εν μικρόν μονοπάτι, πολύ απότομον, πολύ κατηφορικόν, κι ενόμισεν ότι αυτό ήτο το μονοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της· κι επήρε το κατηφορικόν απότομον μονοπάτι δια να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση. Και είχε νυκτώσει ήδη.
Η μικρά κατέβη ολίγα βήματα κάτω, είτα είδεν ότι ο δρομίσκος εγίνετο ακόμη πλέον απόκρημνος. Έβαλε μίαν φωνήν, κι επροσπάθει ν' αναβή, να επιστρέψη οπίσω. Ευρίσκετο επάνω εις την οφρύν ενός προεξέχοντος βράχου, ως δύο αναστήματα ανδρός υπεράνω της θαλάσσης. Ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, και ήτον στην χάσιν του φεγγαριού. Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισε πάλιν προς τα κάτω, κι εδοκίμασε να καταβή. Εγλίστρησε κι έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ήτο τόσον βαθύ όσον και ο βράχος υψηλός. Δύο οργυιές ως έγγιστα.* Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μη ακουσθή η κραυγή. Ο βοσκός ήκουσεν ένα πλαταγισμόν, αλλά εκείθεν όπου ήτο, δεν έβλεπε την βάσιν του βράχου και την άκρην του γιαλού. Άλλως δεν είχε προσέξει εις την μικράν κόρην και σχεδόν δεν είχεν αισθανθή την παρουσίαν της.
Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη κι εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.
— Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.
Κι εξηκολούθησε τον δρόμον της.
Κι η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός.
Κι η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μοιρολογά, πριν αρχίση τον εσπερινόν δείπνον της.
Το μοιρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής* εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής:
Αυτή
ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της
γρια-Λούκαινας.
Φύκια 'ναι τα στεφάνια
της,
κοχύλια τα προικιά της...
κι η
γριά ακόμη μοιρολογά
τα γεννοβόλια
της τα παλιά.
Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό
τα
πάθια κι οι καημοί του κόσμου.
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ:
ΤΟ ΚΑΜΙΝΙ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη AUDIOBOOK και κείμενο Διαβάζει ο κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου
ΤΟ ΚΑΜΙΝΙ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Δὲν γράφω ἐδῶ διὰ τὸ καμίνι ὁποὺ λάμπει κοκκίνην λάμψιν τὴν νύκτα ἐπάνω στὸ πλάγι τοῦ βουνοῦ· ὁποὺ ἀντικρὺ εἰς τὸ χωρίον τὸ κτισμένον ἀνάμεσα εἰς δύο βραχώδεις λόφους, καὶ δίπλα εἰς θαλασσοπλήκτους κρημνούς, μέσα εἰς μίαν λάκκαν, ἐνῷ αἱ ὄρνιθες πρὸ πολλοῦ ἐκάτιασαν* καὶ οἱ ἄνθρωποι ὅλοι κατεκοιμήθησαν καὶ ἡ ἀμυδρὰ γλυκεῖα ἀπολαμπὴ τῶν κανδηλίων, ὁποὺ φέγγουν ἐμπρὸς εἰς τὰ παλαιὰ εἰκονίσματα τῶν ἀμαυρῶν μελαγχολικῶν Ἁγίων, ἐξέρχεται ἀπὸ τοὺς μικροὺς φεγγίτας, καὶ σὺ ἐπλάγιασες σιμὰ εἰς τὴν ἀγκάλην τῆς μάμμης, ψιθυρίζων εὐέλπιδα ὄνειρα, καὶ ἀναμασῶν ἔναυλα παραμύθια καὶ τὴν τελευταίαν στιγμήν, πρὶν ἀποκοιμηθῇς, ἠρώτας παραπονετικὰ τὴν μάμμην:
― Δὲ θὰ πᾶμε καμίνι, γιαγιά; Πότε θὰ πᾶμε καμίνι;
Δὲν ἐπρόφθασεν ἡ γραῖα νὰ σοῦ ἀποκριθῇ ὅτι αὔριον, τώρα, τὸ ταχύ, ὅταν λαλήσῃ τ᾿ ὀρνίθι θὰ σὲ πάρῃ νὰ πᾶτε στὸ καμίνι καὶ σὺ ἀπεκοιμήθης ἤδη· παρομοίως, εἰς τὸν κίβδηλον προσποιημένον κόσμον, ὅπου ἐμεγαλώσαμεν, ὅταν ἐρωτῶμεν χάριν φιλοφροσύνης τὸν καλύτερον φίλον μας κάτι τι, δὲν προσέχομεν εἰς τὴν ἀπάντησιν καὶ δὲν ἐνθυμούμεθα τί μᾶς εἶπε.
Διότι τὸ καμίνι, μὲ τὴν κοκκίνην λάμψιν, ἀνατέλλει πεῖσμον, ὅταν ὅλα ἔχουν δύσει· ὁ ἥλιος πρὸ πολλοῦ ἐβασίλευσεν ὄπισθεν αὐτοῦ τοῦ βουνοῦ, ἡ σελήνη, δρέπανον κοπτερόν, στίλβον, διαχύνον ψύχραν καὶ μελαγχολίαν, ἐκρύβη ὄπισθεν τοῦ ἰδίου βουνοῦ· τὰ ἄστρα, τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο, πίπτοντα, φευγαλέα, σβήνονται εἰς τὸν ἄνω βυθὸν τῶν ἀκαταλήπτων πραγμάτων. Οἱ παπαροῦνες, ἀφοῦ ἔβαψαν μὲ αἷμα ὅλους τοὺς κάμπους καὶ τὰ χωράφια, τὰς ἔδρεψαν, τὰς ἐθέρισαν οἱ μάγκες, τ᾿ ἀγυιόπαιδα τοῦ χωρίου, καὶ κινδυνεύουν νὰ ἐξαλειφθοῦν πρὸ τῆς ὥρας· μόνος ὁ Γιαννάκης ὁ Ἀπόζερβος, τὸ ζαρωμένον παλιόπαιδο τῆς γρια-Γκαβαλοΐνας, ἔκοψε παραπάνω ἀπὸ δέκα χιλιάδες ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ κόκκινα στολίδια τοῦ κάμπου. Ἔλεγες ὅτι ἡ Ἄνοιξις, μὲ τὴν κοκκίνην χλαμύδα της εἶχε πέσει εἰς χεῖρας νεαρῶν λῃστῶν, ἀρχαρίων, ὁποὺ εἶχαν ὅλην τὴν σκληρότητα τῆς ἀπειρίας· τῆς ἥρπασαν μὲ ἀπλήστους χεῖρας τὴν στολήν της, καὶ τὴν κατερράκωσαν· ἔγδυσαν τὴν παρθένον καὶ τὴν ἀφῆκαν γυμνήν. Τὰ χαμολούλουδα, τὰ λευκὰ καὶ κίτρινα ἀνθύλλια τοῦ Ἀπριλίου, ἀφοῦ εἶχαν συλλέξει μυριάδας ἐξ αὐτῶν ἡ γρια-Ραγιάδαινα, ἡ Τσιτσούκαινα, καὶ ἄλλαι ἀρχαϊκαὶ γειτόνισσαι, ἄνθρωποι καὶ κτήνη κατεπάτησαν τὰ λοιπά, καὶ τὰ ἔκαμαν θλιβερὰ ἐρείπια τοῦ καλοκαιριοῦ.
Τέλος, ὅταν ἐνύκτωσε, τὸ καμίνι μὲ τὴν ἀναλαμπὴν τῆς φλογός του ἐκοκκίνησεν εἰς τὸ βουνὸ ἀντικρύ, καὶ σύ, παιδίον, ἐκοιμήθης εἰς τοὺς κόλπους τῆς μάμμης σου, μὲ ὀνειροπολήματα αἴγλης καὶ μαρμαρυγῆς εἰς τὴν κεφαλήν σου. Καὶ δὲν σ᾿ ἔμελε διὰ τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων, οὔτε διὰ τὴν σκληρὰν πάλην τῆς ζωῆς. Ἀλλ᾿ ἀπὸ τοὺς μαστοὺς τοὺς στειρεύσαντας ὡς ἀπὸ πέτραν ἄγονον ἐζήτεις νὰ θηλάσῃς γάλα, πόμα καινόν, ὡς ἄλλην πηγὴν ἀφθαρσίας. Καὶ δὲν ἀνελογίσθης πὼς οἱ μυθώδεις ἐκεῖνοι δράκοι, οἱ Κύκλωπες, ὁποὺ ἐνυκτέρευον μακρὰν ἐκεῖ, εἰς τὸ ὄρος, ἐπότιζον μὲ ἱδρῶτα τὰς πέτρας καὶ τὰ ξύλα καὶ τοὺς κορμοὺς τοὺς ἁδρούς, προσπαθοῦντες διὰ τοῦ πυρὸς ἐκείνου νὰ παραγάγωσι χρήσιμόν τι εὐτελὲς πρᾶγμα, ὅπως λάβωσι μικρὰ ἀργύρια καὶ θρέψωσι καὶ αὐτοὶ μικροὺς ἀνθρωπίσκους, προωρισμένους νὰ εἶναι ἰσοβίως σκλάβοι ἄλλων πάλιν νεαρῶν τυράννων. Ὤ, ματαιότης!
Ἀλλὰ τὸ Καμίνι αὐτό, περὶ οὗ ὁ λόγος τώρα, ἦτο ἄσπιλον, ἔκτακτον καὶ μοναδικόν… Ἦτο θαλάσσιον καμίνι.
Ἐκεῖ, ἅμα κάμψῃς τὸν κάβον τῆς Μπούτας, τῆς ἄκρης τοῦ λιμένος, ὀλίγον πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ πελάγους, πλησίον εἰς τὴν Ἄρκον καὶ τὴν Τρυπ᾿τήν, τὰς δύο ἀδελφὰς νησῖδας, ὁποὺ ἡ μία κρύπτεται ὄπισθεν τῆς ἄλλης, ὅπως κόρη ἐντροπαλή, φοβουμένη ν᾿ ἀντικρύσῃ τῶν ξένων τὰ βλέμματα, προσπαθεῖ νὰ κρυφθῇ, ὄπισθεν τῶν ὤμων τῆς μητρός της, καὶ ἀντικρὺ εἰς τὸ Ἀσπρόνησον, ὅπου οἱ γλάροι κρώζουν τὸν πλέον πένθιμον κρωγμόν των, ὁποὺ ἀντηχεῖ βαθιὰ εἰς τὰ θαλάσσια ἄντρα, εἰς τὰς φωλεάς, ὅπου κρύπτονται τ᾿ ἀγριοπερίστερα μὲ ἀπότομον πτερυγισμόν, ἐκεῖ, ὅπου χορεύει συνωθούμενον ἀπὸ τρεῖς αἰγιαλοὺς μὲ φλοῖσβον καὶ πλαταγισμὸν τὸ κῦμα· ἐκεῖ σχηματίζεται μέγα ἐπιστεφὲς ἄντρον, μὲ πλατὺ χάσμα κυκλοτερὲς ὑψηλά, κομῶν ἀπὸ πλουσίαν λοφιὰν κομάρων καὶ σχοίνων· κάτω τὸ στόμιον ὑψηλόν, θολωτόν, ἀνοίγεται εἰς τὸ πέλαγος, ὁπόθεν εἰσρέει ἀκράτητον τὸ κῦμα εἰς βάθος πλέον ἢ ἀναστήματος ἀνδρός· μέσα εἰς τὸ ἄντρον τὸ εὐρὺ εἰσπηδᾷ τὸ διαυγές, ἁλμυρὸν νᾶμα, πλήττει τὴν μίαν πλευράν, πλήττει τὴν ἄλλην, χορεύει, σκιρτᾷ, καὶ φαίνεται ὡς νὰ ψάλλῃ μὲ ἰάμβους καὶ ἀναπαίστους, εἰς Δώριον ἦχον:
Οὕτω καλεῖται τὸ Καμίνι· ἀξιοσημείωτον, ἀξιοθέατον πρᾶγμα, θεόκτιστον. Εἶναι τὸ πρότυπον ὅλων τῶν καμινίων, τὸ πρόπλασμα καὶ ὑπόδειγμα αὐτῶν. Εἶναι προωρισμένον νὰ μὴ ἀνάπτῃ, νὰ μὴ καίῃ, νὰ μὴ ἐρεύγεται φλόγας· ἀλλὰ νὰ δροσίζῃ καρδίας, καὶ ὀφθαλμοὺς καὶ μέτωπα ἀνδρῶν. Χάρμα τῶν ἁλιέων, σέμνωμα τῶν λεμβούχων, τῶν πορθμέων καὶ ἀκταιωρῶν.
Ἡ Τσούλα, κόρη τοῦ Μανδράκια, τοῦ βοσκοῦ, ἐφύλαγε τὰ ὀλίγα πρόβατα τοῦ πατρός της ἐπάνω εἰς τὴν ράχιν τῆς Μπούτας, τῆς μακρᾶς ὑψηλῆς λωρίδος ὁποὺ κλείει τὸν λιμένα πρὸς ἀνατολάς. Ὅλη ἡ Μπούτα ἦτο τὸ βασίλειόν της, τῆς ἀθῴας κόρης. Τὴν εἶχε μαυρίσει ὁ ἥλιος ἀπὸ τὰ μικρά της χρόνια, νὰ τρέχῃ μαζὶ μὲ τὸ κοπάδι· ἦτο μόλις ἑπταέτις, ὅταν εἶχεν ἀρχίσει ν᾿ ἀκολουθῇ τὸν πατέρα της εἰς τὸ ἔργον, καὶ τώρα ἦτο δεκαοκτὼ ἐτῶν, καὶ εἶχε γίνει τελεία βοσκοπούλα. Ἀνήρχετο δύο φορὰς τὴν ἡμέραν ἕως τὴν κορυφήν, εἰς τὸ μικρὸν δάσος τῶν πεύκων, μὲ τὸ κοπάδι της, κατήρχετο ἄλλας δύο φορὰς ἕως τὸν λαιμὸν τῆς μικρᾶς χερσονήσου, εἰς τὴν Βρύσην, κάτω ἀπὸ τὸν Ἁι-Γιώργην, τὸ ὡραῖον λευκὸν ἐξωκκλήσι, σιμὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν, διέτρεχεν ἄνω καὶ κάτω δέκα φορὰς τὸ ἡμερόνυχτον, ὅλην τὴν ράχιν τῆς Μπούτας, μὲ τοὺς δύο γιαλούς, τὸν ἕνα πρὸς τὸν λιμένα, ἀντικρὺ τοῦ λευκοῦ χωρίου, τὸν ἄλλον πρὸς τὸ πέλαγος ἔξω. Καὶ τώρα, τὴν εἶχε ζητήσει εἰς γάμον ἄλλος βοσκός, ὁ Κώστας τῆς Γαρουφαλίνας, χηρευμένος, μὲ δύο παιδιά. Εἶχε δηλώσει ὅτι ἤθελε νὰ τὴν πάρῃ χωρὶς προῖκα, τῆς ἔδιδε μάλιστα καὶ εἴκοσι γίδια ὡς κοριτσιάτικο*. Ὁ πατήρ της ἐφάνη πρόθυμος νὰ τὴν δώσῃ.
―Ἀπρόντο*, τσούπα*, τῆς εἶπε, ἀλέστα*, καὶ μὴ τσινιάζῃς*. Ντούρμα* γαμπρὸς ἔρχεται γυρεύοντα· σὰν τ᾿ μπούφ᾿ τοὺ π᾿λί*, σοῦ ᾽ρθε… Θιὸς τόνε στέλνει. Ἒμ προικιὰ δὲ γυρεύει, ἒμ κοριτσιάτικο σοῦ δίνει… Τί ἄλλο θέλεις, κορίτσι;… Τί κάνει πὼς ἔχει ἄνθρωπος δυὸ παιδάκια;… Τί σὲ πειράζει σένα; Ὅπως θέν᾿ ἔῃς τὰ γίδια θέν᾿ ἔῃς κὶ τὰ πιδιά… Θροφὴ θέλ᾿ν τὰ γίδια, θροφὴ κὶ τὰ πιδιά· φύλαμα τὰ γίδια, φύλαμα κὶ τὰ πιδιά… Ἕνα πρᾶμα εἶναι… Ταχιὰ νὰ στολιστῇς κὶ νὰ πᾶμε ντουγροὺ* στοὺ καλύβ᾿ τ᾿ γαμπροῦ, νὰ σᾶς στεφανώσω.
Ὁμοίως καὶ ἡ γρια-Ντούκαινα, ἡ θεία τῆς Τσούλας ―ἐπειδὴ ἡ μάννα τῆς κόρης δὲν ἔζη― τὴν ἐνουθέτησε καὶ τῆς εἶπε:
―Ὄμορφα, ὄμορφα… καλορρίζικα, πλιό, παιδάκι μ᾿… οἱ παντρειὲς εἶναι ἀπὸ Θεοῦ. Καλὸς κι ἄξιος εἶναι οὑ γυιὸς τς Γαρουφαλίνας… θ᾿ ἀναθρέψῃς πλιὸ κὶ τ᾿ ἀρφανά, εἶναι ψυχικό… Ὄμορφα, ὄμορφα, πλιό!
Ἡ Τσούλα ἤκουσε τὰς δύο νουθεσίας, ἀλλὰ δὲν ἐνόησε τίποτε. Τῆς ἐφάνη ὡς βόμβος ἀπὸ σφηκοφωλεὰν νὰ ἐμβῆκεν ἀπὸ τὸ ἓν αὐτίον της, καὶ ὅτι ὁ ἄνεμος ἐσύριζεν εἰς τὴν ὀπὴν τοῦ σπηλαίου, ὅπου εἶχε καταυλίσει μίαν χειμερινὴν νύκτα τὰ πρόβατά της.
Ἀπεμακρύνθη ἀκολουθοῦσα μηχανικῶς τὴν ἀγέλην. Δὲν εἶχεν αἰσθανθῆ ἕως τώρα τοὺς παλμοὺς τῆς καρδίας της. Μόνον μίαν φορὰν εἶχε συναντήσει εἰς τὸν γιαλὸν τὸν ἀνατολικὸν πρὸς τὸ πέλαγος, ἕνα νεαρὸν ναύτην, ὅστις εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ τὴν βαρκούλαν καὶ τῆς εἶχε ζητήσει γάλα. Ὁ ἴδιος τῆς εἶχε προσφέρει ὡραίαν μεγάλην κογχύλην, χρυσίζουσαν, ἀποπνέουσαν τὸ ἄρωμα τῆς θαλάσσης. Ἄλλοτε τὸν εἶχεν ἀκούσει, πότε κατὰ τὴν γλυκεῖαν ὥραν τοῦ πρώτου ὕπνου, πότε εἰς τὴν μυστηριώδη χαραυγὴν τῆς ἀνατολῆς τοῦ αὐγερινοῦ, ἐνῷ κατηυλίζετο εἰς τὸ στόμιον τοῦ σπηλαίου μὲ τὰ πρόβατά της, μὲ σοβαρὰν μελῳδικὴν φωνὴν νὰ τραγουδῇ:
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὕστερον ἀπὸ τὴν διπλῆν διδαχὴν τοῦ πατρός της καὶ τῆς θείας της, ἡ βοσκοπούλα εἰς τὸν πλάνητα δρόμον, καθὼς ἀκολουθοῦσε τὸ κοπάδι ἀνάμεσα εἰς τοὺς πυκνοὺς θάμνους τῆς ὑψηλῆς ἀκρογιαλιᾶς, ἔφθασε μέχρι τοῦ χείλους τοῦ θαλασσίου Καμινίου. Πολλάκις ἡ Τσούλα εἶχε πλησιάσει εἰς τὸ χάσμα αὐτὸ τοῦ πελαγίου ἄντρου, καὶ εἶχε παρακύψει καὶ κοιτάξει ἀπλήστως κάτω εἰς τὸν βυθὸν τὸν κυκλοτερῆ, μὲ τὰς πλευρὰς τοῦ βράχου ἔνθεν καὶ ἔνθεν, μὲ τὸ ἀνοικτὸν στόμιον ὅπου ἐχόρευον εὐθύμως μελῳδικὰ τὰ κύματα. Καὶ τώρα πάλιν, καθὼς ἐσταμάτησαν τὰ πρόβατά της κ᾿ ἐβοσκοῦσαν, ἡ κόρη ἐστάθη σύρριζα εἰς τὸ χάσμα τοῦ κοίλου βράχου, κ᾿ ἐκοίταζε, κ᾿ ἐσχημάτιζεν ἀσυναρτήτους, ἀσκόπους φράσεις μέσα εἰς τὸν νοῦν της.
«Νὰ εἶναι, τάχα, βαθιὰ κάτω τὸ κῦμα;… Κι ἂν πέσῃ κανεὶς θὰ πλέψῃ, ἢ θὰ χτυπήσῃ;… Μπορεῖ νὰ δώσῃ κανεὶς ἕνα πήδημα ἀποδῶ;… Πόσα μπόϊα εἶναι τάχα;»
Ἐκάθισε κ᾿ ἐκοίταζεν ἐπιμόνως κάτω.
«Κοίταξε, τί ὅμορφος πού ᾽ναι ὁ γιαλός! Τί γαλάζια, πράσινα, κοκκινωπά, ὀμορφούτσικα πράματα, κοχύλια, πορφύρες, χαλίκια!… Τί ὄμορφη ποὺ ἦτο κ᾿ ἐκείνη ἡ κοχύλα ποὺ μοῦ χάρισε ἕνα καιρὸν ὁ…»
Ἐστάθη, καὶ δὲν ἤθελε νὰ προφέρῃ τὸ ὄνομά του. Εἶτα πεισμόνως καὶ ἀποφασιστικῶς τὸ ἐπρόφερε: «… ὁ Νῖκος!»
Τὴν ἰδίαν στιγμήν, ὦ θαῦμα! Εἷς ναύτης μὲ τὴν βαρκούλα του εἰσέπλευσε μέσα εἰς τὸ Καμίνι. Ἦτο αὐτός· ὁ Νῖκος, ὁ υἱὸς τοῦ καπετὰν Σύρραχου, ὅστις εἶχε χαρίσει τὴν ὡραίαν ἐπίχρυσον κογχύλην εἰς τὴν Τσούλαν.
Ὁ Νῖκος, μόλις εἶδε τὴν κόρην ―ἐφαίνετο ὅτι τὴν εἶχεν ἰδεῖ ἀπὸ πρωτύτερα πλησιάσασαν εἰς τὸ χάσμα τοῦ Καμινιοῦ― κ᾿ ἐφώναξε:
― Τσούλα, ψυχή μου! Νά, πάρε αὐτό! Μὴ βιάζεσαι νὰ πηδήσῃς κάτω!
Καὶ τῆς ἔρριψε μίαν ἀνεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην σπειροειδῶς. Εἶτα μὲ φωνὴν χαμηλοτέραν, ἀρκοῦσαν διὰ ν᾿ ἀκούεται ἐπάνω εἰς τὸ χεῖλος τοῦ χάσματος, ἐξηγήθη:
― Τσούλα, ἀγάπη μου! σὲ παντρεύουν; Τὰ ἔμαθα ὅλα!… Πάρε αὐτὴν τὴν σκάλα ποὺ σοῦ ἔρριξα… ξετύλιξέ την… κάρφωσέ την καλά, καὶ τὰ δυὸ τ᾿ ἁρπάγια της στὴ ρίζα τοῦ χονδροῦ σχοίνου!… Καλουμάρισέ* την κάτω, βάλε τὰ πόδια σου, καὶ κατέβα κάτω… μὴ φοβᾶσαι!… εἰδεμή, θέλεις ν᾿ ἀνεβῶ ἐγώ;
Ἡ Τσούλα ἀπήντησε:
― Κατεβαίνω, Νῖκο!… δὲν φοβοῦμαι.
Καὶ μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας, ἡ ὡραία βοσκοπούλα ἔπεσεν εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ νεαροῦ ναύτου.
Ὁ γάμος ἐτελέσθη τὴν ἰδίαν ἑσπέραν εἰς τὸ χωρίον.
(1907)
ΤΟ ΒΙΒΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ:
ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου
ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Κείμενο και AUDIOBOOK
Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δύο ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, ―ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ― ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δύο ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς ―κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον― νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.
Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δύο μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον, Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἢ ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δύο τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήσῃ.
Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.
Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; ᾘσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκαν του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύσῃ τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῇ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήσῃ τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.
Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύσῃ περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῶ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἠρέμα πρὸς δυσμὰς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῇ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.
Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:
― Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.
― Καὶ τί εἶναι;
― Εἶναι…
Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.
Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δύο ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἆρα ἦτο;
Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δύο φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.
Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἔγγονος τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.
Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δύο τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δύο φίλοι.
― Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε* χωρὶς νὰ πυροφανίζετε ― καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σᾶς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτε θησαυρό;
Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῇ τὸ ὅραμά του.
Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:
―Ἀμ᾿ ποῦ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνον οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι. Ἐγὼ δὲν βλέπω τίποτα!… Τὸ εἶδε κι ὁ Γιαλὴς αὐτὸ ποὺ λὲς πὼς βλέπεις;
Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν τῆς ἡλικίας του νὰ ὁμολογήσῃ, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.
Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:
― Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφτασα τὴ γρια-Κοιράνω τοῦ Ραγιᾶ, τὴν μαννοὺ* αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα:
»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πὼς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, ―ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτή― μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερο-Θεριά (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὁποὺ ἐκυνηγοῦσε ὅλους τοὺς Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι* καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήσῃ τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθῃ νὰ τὴν στεφανωθῇ.
»Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς στεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῇ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθῃ ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, νὰ γυρίσῃ ὁ σαστικός* της νὰ τὴν στεφανωθῇ.
»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τό ᾽βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίσῃ. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτά τους στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!
»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρές τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!
»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλές τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλές τους, ἐμπῆκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.
»― Νά! τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!
»Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ἦρθε νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσᾶτό του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!
»Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάσῃ στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάσῃ ἐγκαίρως, ὣς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξῃ τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.
»Μερικοὶ λένε, πὼς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινεν ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλυωσε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».
(1906)
ΤΟ AUDIOBOOK-ΒΙΝΤΕΟ
ΕΔΩ:
2.11.25
Πίστομα Κωνσταντίνος Θεοτόκης Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου
Πίστομα
Κωνσταντίνος Θεοτόκης
Κείμενο και AUDIOBOOK
Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου
[Από τις Κορφιάτικες ιστορίες]
ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ:
28.10.25
Ο εγγονός της Μαρίας + ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας, συγγραφέα
-Διήγημα-
Ο εγγονός της Μαρίας + ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK
από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα
[Στα τριακόσιες χιλιάδες αγέννητα παιδιά και στις θαρραλέες, “αντρειωμένες” μάνες]
Η ηλικιωμένη κυρία σηκώθηκε από την καρέκλα κάτωχρη και κρέμασε αμήχανη τα χέρια της στο πλάι του κυρτού κορμιού της. Ο γιατρός προσπάθησε να ψελλίσει κάτι σαν “μα... δεν ...”, αλλά δεν ακούστηκε ούτε αυτό, παρά μόνο κάτι σαν αναστεναγμός από το μισάνοιχτο στόμα του. Το ίδιο συνέβη και με τον σοβαρό σαραντάρη και τη σύζυγό του στα δεξιά του γιατρού.
“Συλλαμβάνεστε και οι τέσσερις για αγοραπωλησία βρέφους!”, ακούστηκαν αργά και σοβαρά τα λόγια του ίδιου αστυνομικού.
................................. ................................
Πώς ήταν να γίνει αυτό στο σπίτι της! Η 17χρονη κόρη της κυρα-Μαρίας, χήρας εδώ και μια δεκαετία, σκληρά εργαζόμενης σαν παραδουλεύτρα σε σπίτια διαφόρων ευκατάστατων στη γειτονιά, να μπλέξει έτσι! Αυτά συλλογιζόταν η Μαρία καθώς έβαζε τα πόδια της στη λεκάνη με το ζεστό νερό -έτσι έκανε κάθε βράδυ μετά από εκατοντάδες ανεβοκατεβάσματα σκαλιών και άλλων τόσων “κρεμασμάτων” και γονατισμάτων σε βεράντες, υαλοπίνακες, ντουλάπες, πατώματα, κ.τ.λ. που ΄κανε κάθε μέρα για χρόνια- ανακουφίζοντάς τα από τα χρόνια αρθριτικά που τη βασάνιζαν. Πώς κι αυτό στην τύχη της! Να μπλέξει η μικρή, η Όλγα της, με κείνο το “αλητάκι απ΄ το σχολειό” της! Εκείνη στα δεκαεπτά κι ο άλλος στα δεκαεννιά. Βλέπεις, ο ασυλλόγιστος, “που να μην έσωνε, στην ευκή του κι αυτός”, είχε παρατήσει δυο χρόνια την τάξη και ρεμπέλευε εδώ κι εκεί ψευτοδουλεύοντας. Κι ακόμη, το “παλιόπαιδο” δεν αναγνώριζε ότι το παιδί ήταν, λέει, “στα σίγουρα δικό του”! “Αχ! Τι παλιόπαιδο κι αυτό κι οι γονείς του που αδιαφόρησαν κι ετούτοι...”
Με τέτοιες σκέψεις, κάπως ανακουφισμένη απ΄ τα “πόνια της” έστρωσε να φάνε με την κόρη της. Σαν αποφάγαν, πήγε να τη μαλώσει και πάλι, μα εκείνη άρχισε να κλαίει και το μετάνιωσε. Στο τέλος έφτασε να την παρηγορεί σα μικρό κοριτσόπουλο και να την πάει κατόπιν στο κρεβάτι της λέγοντάς της μαλακά: “Θα δούμε, κάτι θα μας φωτίσει κι η Παναγιά!” Όταν της μικρής πήρε να απαλύνει ο πόνος της κι άρχισε να σκεπάζει τα υγρά της μάτια η γλυκιά λάρα του ύπνου, η Μαρία πήγε και στάθηκε κάτω απ΄ το εικονοστάσι της κρεβατοκάμαράς της, πλάι στη φωτογραφία του αγαπημένου της, πρόωρα “αναπαμένου”, άντρα της.
Την άλλη μέρα το πρωί, μοιράστηκε τις σκέψεις της με την Όλγα. Το παιδί που ΄κρυβε στα σπλάχνα της, ένα παιδί που το βεβαίωσε κι ο γιατρός στο Νοσοκομείο ότι σαλεύει μέσα της, δε θα το σκότωναν. Ναι, γι΄ αυτή, την πάντα πιστή στο Θεό κυρά-Μαρία, αλλά και για την ίδια την κόρη της, η έκτρωση ήταν ένας φόνος! Το παιδί θα το γεννούσε η μικρή! Το ίδιο απόγευμα μάλιστα η μάνα εξήγησε στην Όλγα ότι η ξαδέλφη της, η Λένα στην Αθήνα, θα φρόντιζε και για τη γέννα και για τα μετά τη γέννα. Εκείνη, λέει, είχε μιλήσει με γιατρό στην πρωτεύουσα ο οποίος της σύστησε ένα άτεκνο ζευγάρι. Μάλιστα, εκείνοι θα φρόντιζαν για τις διατυπώσεις, τα γραφειοκρατικά κι όλα τα έξοδα της κυρά-Μαρίας, γιατρούς δηλαδή και τα δέοντα. Το μόνο που ρώτησε την ξαδέρφη της η Μαρία ήταν αν το ζευγάρι ήταν πιστοί χριστιανοί. Μετά την καταφατική απάντηση, μάνα και κόρη συμφώνησαν κι η Όλγα κατηφόρισε προς το σπίτι της Λένας στην Αθήνα για τους επόμενους 8-9 μήνες. Βλέπεις η κυρά-Μαρία ήθελε να αποφύγει και το σκάνδαλο από την “καθωσπρέπει” κοινωνία, ένα σκάνδαλο που θα φούντωνε όσο θα μεγάλωνε και η “απόδειξη” της εγκυμοσύνης της μικρής “άγαμης”!
Εκείνο το παγωμένο πρωινό του Μάρτη, όπως τα 'φερε η “κατάρα” της τύχης, των νόμων, της συγκυρίας, της υποκρισίας, κι ό,τι άλλο έβαζε ο νους της δύστυχης, η κυρία Μαρία βγήκε, τυλιγμένη στο παλιό ξεφτισμένο παλτό της, από ένα φτηνό ξενοδοχείο της Ομόνοιας και κατευθύνθηκε στην Κλινική, όπου δυο μέρες νωρίτερα η κόρη της έφερε στη ζωή ένα πανέμορφο αγοράκι. Φορτωμένη ανάμικτα συναισθήματα, πήγε στο θάλαμο που νοσηλευόταν η κόρη της, αντάλλαξαν δυο τρεις κουβέντες, τη φίλησε στοργικά στο μέτωπο κι από 'κει κατευθύνθηκε στο γραφείο του γιατρού. Η ψυχή της ήταν σκοτεινιασμένη, όχι τόσο για την κατάληξη που από στιγμή σε στιγμή αναμενόταν, αλλά γιατί συλλογιζόταν πως αλλιώς περίμενε τις χαρές της Όλγας της. Όμως, μέσα στην καταχνιά της, ήταν και χαρούμενη γιατί η εξέλιξη ήταν η καλύτερη δυνατή: “το παιδί δε μακελλεύτηκε” -την έλεγε συχνά αυτή τη φράση- από “κάναν γιατρό”, πρόωρα, όπως της πρότειναν διάφοροι καλοθελητές, αλλά έζησε, κι ακόμη, ένα ζευγάρι που δε μπορούσε να κάνει παιδιά, θα αποκτούσε το δικό τους αγγελούδι και το βρέφος δε θα κατέληγε σε κάποιο απ΄ αυτά τα “ανάδοχα ιδρύματα”, όπως αποκαλούνται πια, στην εποχή της “νέας ονοματολογίας” που τώρα διανύουμε, τα ορφανοτροφεία.
Μ΄ αυτές τις σκέψεις χτύπησε την πόρτα του γιατρού, μ΄ αυτές τις σκέψεις έδωσε το χέρι της στο ζευγάρι των Αθηναίων που την περίμενε, ώσπου .... εισέβαλε αυστηρά, στεγνά κι αποφασιστικά ο Νόμος!
Το επόμενο πρωινό οι εφημερίδες βούιξαν: ΕΜΠΟΡΙΟ ΒΡΕΦΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, ΓΙΑΓΙΑ ΑΠΟ ΕΠΑΡΧΙΑ ΠΟΥΛΑΕΙ ΤΟ ΕΓΓΟΝΙ ΤΗΣ, και άλλοι τέτοιοι βαρύγδουποι και πηχαίοι τίτλοι πλημμύριζαν τις προθήκες των περιπτέρων απ΄ άκρη σ΄ άκρη της χώρας ...
Η μικρή Όλγα, σαν τα 'μαθε ολα αυτά κι αφού κατακάθισε ο κουρνιαχτός της επικαιρότητας, θυμήθηκε κάτι που 'μαθε στο σχολειό της, κάτι που έγραψε ο εθνικός μας ποιητής, και τότε κατάλαβε τη σημασία του για τα καλά: “Όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος!”
konstantinosa.oikonomou@gmail.com
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-ΑUDIOBOOK ΕΔΩ:
4.10.25
Ο ΑΝΑΠΟΔΙΑΣΜΕΝΟΣ του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (1889) κείμενο και AUDIOBOOK, διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου
Ο ΑΝΑΠΟΔΙΑΣΜΕΝΟΣ του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (1889)
— Τι έπαθε θα 'πω αυτηνιδά; Επανελάμβανον αι γραίαι, βλέπουσαι την γρηά Σπύραινα να πηγαινοέρχεται ασθμαίνουσα — κατώκει έξω προς τα Αλώνια, — εις τας εσχατιάς της κώμης.
Ενίοτε προσέκοπτεν επί εργάτου, όστις φορτωμένος την φοβεράν εκείνην κλίμακα, αφού επεράτωσε την επισκευήν στέγης τινός, μετέβαινεν εις άλλην οικίαν προς τον αυτόν σκοπόν. Τα «μερεμέτια» αυτά είνε συνηθέστατα εις τα χωρία τώρα τον χειμώνα, ότε οι υετοί και οι άνεμοι, και το παχύ της χιόνος στρώμα προ πάντων, μετατοπίζουσι συνεχώς τας κεράμους, μεταβάλλοντες τας πτωχάς στέγας εις κόσκινα.
Άλλοτε πάλιν η γρηά Σπύραινα εκ της πολλής αυτής αφαιρέσεως επάτει μέσα εις το κατάλευκον κατώφλιον οικίας τινός, το οποίον μόλις προ μικρού είχε λευκανθή διά της ασβέστου, επισύρουσα κατά της κεφαλής της, και των ποδών της, η πτωχή χιλίας-δυο βλασφημίας, αίτινες εις τοιαύτας περιστάσεις ως βρωμεραί μυίαι περιίπτανται περί την πολίχνην.
Αλλ' η γραία ουδέ ήκουεν. Έβλεπε μόνον. Ναι, έβλεπεν η πτωχή το πέλαγος ισταμένη επί της σκοπιάς, επί του ανεμομύλου εκείνου, εφ' ου αυθαδώς προσέκρουον όλοι οι άνεμοι.
— «Ούτε καράβια 'στό γιαλό, ούτε πουλιά 'στόν κάμπο!»
Εμουρμούριζεν η γραία και υπέστρεφε περίλυπος, ενώ ο βορράς έπνεε μετ' ακαθέκτου μανίας, μεταβάλλων εις νέφη της θαλάσσης τα κύματα.
Η ημέρα επροχώρει και ο βορράς εξηγριούτο φοβερώτερος. Έπνεεν ήδη επί μίαν εβδομάδα. «Παλάβωσε» κατά την έκφρασιν της γρηάς Σπύραινας. Εις τα βουνά έστιλβον αι χιόνες, και ο βορράς εμαίνετο εις το πέλαγος, όπερ παρίστα εικόνα ορχουμένων κυμάτων, τα οποία κατά διαστήματα συγκρουόμενα, ιδίως κατά τας δεινάς του ανέμου περιτροπάς, εξηρεύγοντο αφρώδη βροχήν, εξανεμουμένην εις συριγμόν οξύτατον, υφ' ου αντήχουν αι σπηλαιώδεις ακταί. Ουδέν ιστίον εις τον έρημον πόντον. Τα πλοία μικρά και μεγάλα έμενον αποκεκλεισμένα, αποφεύγοντα το δαιμόνιαν όρχημα, όπερ αρέσκεται να έχη συντρόφους όπερ στυγνούς και κατηφείς μόνον βράχους. Και αυτοί οι αλιείς, απελπισθέντες πλέον, έθεσαν εντός σάκκων τα δίκτυα, έσυραν υψηλά εις την ακτήν τας αλιάδας και καθήμενοι εις τα παράλια καφενεία έπαιζον σκαμπίλι τραβούντες ηδυπαθώς τον ναργιλέ των.
Ήτο πλέον δειλινόν. Εν τη αγορά συνηθροίσθησαν ικανοί νησιώται, ακούσαντες την βραγχνήν σάλπιγγα του κρεοπώλου, ης ο ήχος εξήρχετο ως τυλιγμένος εντός των σκληρών γρυλλισμών του σφαζομένου χοίρου. Ο κρεοπώλης ούτος υπηρετήσας ως σαλπιγκτής εις τον στρατόν, εφύλαξε την σάλπιγγα, ανάμνησιν ευάρεστον του πολυπαθούς στρατιωτικού βίου, και συνήθιζε κατά τας επισήμους ημέρας του κρεοπωλείου του «να βαρή αυτήν», ως έλεγε καλών τους αγοραστάς. Εννοείται ότι η παραμονή των Χριστουγέννων ήτο μία των επισημοτάτων ημερών του κρεοπωλείου του σαλπιγκτοκρεοπώλου αυτού, ερχομένη μετά τεσσαρακονθήμερον νηστείαν, καθ' ην οι κρεοπώλαι των χωρίων μεταβάλλονται εις γεωργούς. Και αντήχει λοιπόν την ώραν εκείνην η σάλπιγξ ως τεθραυσμένη λάγηνος κ' εγρύλλιζον οι σφαζόμενοι χοίροι γοερώς, και εις όλην αυτήν την κρεοπωλοταραχήν εκυριάρχει βιαία πάντοτε η θαλασσοταραχή.
— «Ούτε πουλί πετάμενο!» Ηκούσθη και πάλιν μονολογούσα η γρηά- Σπύραινα επί του Βράχου. «Παλάβωσεν ο παλαβοβοριάς». Κ' έβλεπε προς το μυκώμενον πέλαγος, περισυνάγουσα το μαύρον ιμάτιον διά των χειρών της και την κατάμαυρον μανδήλαν της, ης αι άκραι επιμόνως παριηρπάζοντο. Εστρέφετο δε ν' απέλθη, ότε εσταμάτησεν αυτήν νεαρός ναύτης, κατερχόμενος εις την αγοράν, κατάκλειστος εις την γούναν του, τον ρωσσικόν κούκον του και τα βαρύτατα ως σιδηροπέδας υποδήματά του.
— Τ' είνε θεια Σπύραινα! εχαιρέτισεν ο ναύτης.
— Τι νάνε, παιδί μου!
«Επόνεσαν τα μάτια μου την θάλασσα να βλέπω
τους γεμιτζήδες να ρωτώ και σένα ν' απαντέχω».
Ηγάπα η καλή γραία ν' απαντά διά διστίχων, δι' ων συνεχώς ηύφραινε την καρδίαν της, μυρόνουσα ούτω την ανάμνησιν του απόντος υιού της.
— Τον Γεωργάκη περιμένεις, θεια Σπύραινα;
— «Ανάθεμα όπερ μαραγκούς που φτιάνουν τα καράβια
και παν και ξενητεύοννται τ' ώμορφα παλληκάρια».
Δι' άλλου διστίχου απήντησε πάλιν η γραία· και αφηρέθη θεωρούσα τα φοβερά κύματα, τα οποία κατ' εκείνην την στιγμήν εθραύοντο τοσούτον οργίλως επί της εν μέσω του λιμένος ξηράς νησίδος, ως να ήθελον να εκριζώσωσιν αυτήν.
— Δεν μου λες, θεια Σπύραινα, ηρώτησεν ο ναύτης, με ποιον είνε ο Γεωργάκης;
— Με τον καπετάν Κωνσταντή πλειο! τον περιμένουμε απ' τη Σαλονίκη. Πήγαν αλάτι απ' ταις Φώκαις.
— Με τον καπετάν Κωνσταντή! ήρξατο γελών ο ναύτης. Με τον αναποδιασμένον; και κάθεσαι και καρτερείς, θεια Σπύραινα! Θα τον θύμωσαν οι ναύταις, θα τον πείραξεν ο Γεωργάκης, ως χορατατζής που είνε, και θα την έσπασε την παληο- καϊάσα. Ξέρεις τι αναποδιασμένος που είνε; Καλά Χριστούγεννα, Θεια-Σπύραινα!
Προσέθηκεν ο ναύτης, και κατήλθε προς την αγοράν καταλιπών την γραίαν άναυδον, προσπαθούσαν να εμποδίση δύο μεγάλα δάκρυα ως αδάμαντας λάμψαντα εις τους οφθαλμούς της.
Κάτι ήξευρεν η γραία, κάτι είχεν ακούσει περί του καπετάν Κωσταντή, και ήρχισαν εις την μητρικήν καρδίαν της, μέσα βαθειά, ν' αναπηδώσι φόβοι τινές αόριστοι, αλλά πάντοτε ύποπτοι και πιθανοί. Και ενώ προηγουμένως είχεν αποφασίσει, διερχομένη εκ του κρεοπωλείου, να προμηθευθή και ολίγον κρέας και ολίγον χοιρινόν, ήδη τόσον ελυπήθη, ώστε επανήλθεν εις την οικίαν με κενάς τας χείρας και μόνον κατεγίνετο να κομίση εις τον φούρνον το Χριστουγεννιάτικο ψωμί, όπερ εύρε «γινόμενο» και την «κοκκώνα», το εξ άρτου εκείνο με το λευκόν ωόν ανθρωπάριον, δώρον των Χριστουγέννων προς τον αναμενόμενον υιόν της.
Και ήσαν εκεί παραφυλάττοντα και δύο μικρά εγγονάκια της, τρέμοντα εκ του ψύχους με κρεμασμένας αγκυλωτάς τας δύο χείρας των, μελανιασμένας υπό του βορρά, με τους δακτύλους εσχηματισμένους, ως πράγκες, το αλιευτικόν εκείνο όργανον, δι ου συλλαμβάνουσι τους εχίνους.
Ήσαν τέκνα άρρενα και τα δύο της θυγατρός της, ορφανά πατρός τα δυστυχή, κοιμώμενα και εγειρόμενα εις τον έρημον της «μανούς» οίκον, όνπερ επλήρουν άλλοτε με τας φλυαρίας των και άλλοτε με τα κλαύματά των. Η μήτηρ των επήγαινεν εις τους αγρούς «μεροκάματο» διά να ζη.
— Εν ήθ' ο μπαμπάς, μανού; ηρώτησαν και τα δύο συγχρόνως περί του αναμενομένου θείου, όστις οσάκις ήρχετο, εκόμιζεν αυτοίς ποικίλα «ταξειδιώτικα δώρα».
Η γραία δεν απήντησεν αρχίσασα να κατασκευάζη και άλλας δύο κοκκώνας διά τους μικρούς της εγγονούς.
— Τώνε αύϊο κιας, μανού; ηρώτα ο είς των μικρών, ιστάμενος ένθεν του σοφρά, εφ' ου η γραία έπλαθε την «κοκκώναν».
— Τούφιι του τυΐ, μανού, η κουούνα; έλεγεν ο έτερος, ιστάμενος εκ του άλλου μέρους και υπονοών την αστείαν παράδοσιν, ότε μετά τας απόκρεω η κορώνη αφαιρεί τον τυρόν από της οικίας καθ' όλην την τεσσαρακοστήν, και φέρει τούτον πάλιν κατά την ημέραν του Πάσχα. Ταύτα διηγείτο πολλάκις η γραία, ανατρέφουσα τους μικρούς της εγγόνους. Αλλ' ήδη η θεια Σπύραινα τώρα δεν ωμίλει. Η υπόνοια ην προ μικρού ως αστειότητα της έρριψαν, ανεστάτωσε την καρδίαν της.
— Πού είν' ο καϊκάτζαους, μανού; ηρώτησε πάλιν ο έτερος των μικρών.
— Του βάδ' ιγώ θα πω του ταγούδ', σα θη ου μπαμπάς Γιουγάκης, είπε και ο έτερος.
Κ' εξηκολούθουν ούτως αι ερωτήσεις ατελείωτοι, εις τας οποίας η γραία ουδέν απήντα. Μόνον διελογίζετο πάντοτε και ενίοτε οι διαλογισμοί της εξεστομίζοντο θρηνωδώς:
— Ακούς να πάη με τον αναποδιασμένον!
Δεν είνε παράξενο επάνω εις το γενάτι του να την έσπασε την παληοσακολέβα του.
Ο καπετάν-Κωνσταντής, ον οι αστείοι και παιγνιώδεις πάντοτε και είρωνες πολλάκις νησιώται απεκάλουν «αναποδιασμένον», ξηρός και αυστηρός πλοίαρχος, εξήκοντα πέντε ετών, διεκρίθη εν τη νεότητι αυτού διά την φιλεργίαν και ναυτικήν του ικανότητα, και την «ξυπνάδα του», ως έλεγον εν τη νήσω. Αρξάμενος από της ακτοπλοΐας και επεκτείνων κατ' αρχάς τας ναυτικάς γνώσεις του μέχρι Πτελεού και Στυλίδος, ετόλμησε πρώτος αυτός να επιδείξη βρίκιον της πατρίδος του, την «Ευαγγελίστριαν», εκατόν πέντε τόννων, εις τους λιμένας της Μαύρης θαλάσσης και του Ποταμού, και το αρχαϊκόν φέσι του εις την Μασσαλίαν, όπου — ειρήσθω εν παρόδω — τον υπεχρέωσαν οι λιμενικοί φύλακες, όταν εξήλθε να «πρατηγάρη», να επανέλθη εις το πλοίον του με την λέμβον, τρία μίλια μακράν, ίνα καλλωπισθή ενδυόμενος ευπρεπέστερον. Και όμως ο Καπετάν-Κωνσταντής εξήλθε πάλιν ως ήτο — ίδιος και απαράλλακτος — με την διαφοράν ότι εγύρισε μόνον το προσφιλές φέσι του ανάποδα και το εφόρεσεν άνω των ώτων ολίγον. Εις το επεισόδιον τούτο απέδιδε και το απονεμηθέν εις αυτόν επίθετον, προσπαθών τάχα να λησμονή την αιτίαν την άλλην, δι' ην τω απεδόθη υπό των ευφυών νησιωτών.
Και πώς ηρέσκετο να διηγήται μετά ταύτα ο ίδιος το επεισόδιον τούτο.
— Άμα εφθάσαμε 'ς το Λιμεναρχείο, έλεγε, — ξεπλατιαστήκαμε 'ς τα κουπιά — μας ερωτά ο φύλαξ:
— Ποιος είν' ο καπετάνιος;
— Νά! εγώ είμαι! Σηκόνομαι και τους λέγω. Τι; δεν με γνωρίζετε; Και εστάθηκα ντούρος. Εσήκωσα και το φέσι μου κομμάτι παραπάνω — εσυνήθιζεν ο καπετάν Κωνσταντής να το φορή πάντοτε μέχρι των ώτων και των οφθαλμών.
— Να σου πω, καπετάνιο μου, απαντά ο φύλακας. Καλό είναι για σε το φέσι σου, αλλά για το λιμενάρχη δεν είνε διόλου καλό. Εκτός αν θέλης να παρουσιασθής για καρβουνιάρης.
Και εξεκαρδίζετο από τα γέλοια διηγούμενος το επεισόδιον τούτο ο καπετάν Κωνσταντής. Άλλως εις το χωρίον του ήτο γνωστός. Εβαρύνετο τα πολλά λούσα. Το βρακί του βαθύ κυανούν ποτε, ωραίον γεράνιο, είχεν υπολευκανθή εκ της πολυκαιρίας. Γηράσκουσι, βλέπετε, και τα ρούχα. Και δεν προσεβλήθη μόνον υπό του γήρατος, ως ο μύσταξ του κατόχου του, αλλά και υπό της τρικυμίας, διότι η άλμη επικολλήσασα, ως επί των αλιέων, εσχημάτισεν αναμέσον των αραιών πτυχών στίγματα υπόφαια ως θαμπά άστρα. Ούτω και οι ναύται γηράσκουσιν, ως το βρακί του καπετάν Κωνσταντή και υπό των ετών και υπό της θαλάσσης. Τα έτη κυρτούσι την ράχιν των, και η άλμη ασπρίζει τας τρίχας της κεφαλής των. Τα σαλονικιό πάλιν καποτάκι του εκ κιτρινωπού σκουτίου ήρχισε να μαυρίζη οικτρώς, εν ώ το φέσι του απολέσαν το λαμπρόν χρώμα του και την επί της κορυφής γαλανήν φούνταν, καταντήσασαν τελευταίον ως ακαλήφην, διεκρίνετο μόνον διά την μαύρην γύρω πλατείαν γραμμήν, σχηματισθείσαν μετά τριακονταετή θαλασσοβρεγμένον βίον. Και το ηγάπα το φέσι εκείνο ο ευλογημένος. Το ελάτρευε σχεδόν.
— Νά βρε! έλεγε προς τους πειράζοντας αυτόν νεανίας. Μ' αυτό το φέσι, βρε σεις, επήγα εγώ μέσ' 'ς τη Μαρσίλια. Aϊντήτε και σεις ντε; Να! Και κάμπτων τον αγκώνα, προσέθετεν επίδεικτικώς:
— Κοτσάνι!
Και τωόντι ο ευφυής ούτος ναύτης εσχηματίσθη εις πλοίαρχον μόνος του. Από της ογκώδους βάρκας αρξάμενος, δι' ης εκόμιζεν ες Αγίου Όρους κομβολόγια και σφραγίδας και φλάσκας, εμελέτησε τόσον σοφώς τα των ανέμων και καιρών και αστέρων, ώστε προεγνώριζεν όλας του καιρού τας μεταβολάς. Όσον αφορά την μελέτην της πυξίδος, είχεν άλλα «σημάδια», ως έλεγε, πολύ ασφαλέστερα και γνωστά μόνον εις αυτόν. Εις άκρον δε οικονόμος και αποβλέπων πάντοτε εις την πρόοδον κ' επιζητών να υπερβή τους άλλους νησιώτας, ως ο δελφίν ο αγωνιζόμενος εις τον πλουν και υπερπηδών τους άλλους συγκολλυμβητάς του, ένα μόνον είχε σκοπόν, να ναυπηγήση βρίκιον. Και το κατώρθωσεν.
Οποία χαρά ως μαρτιάτικος ήλιος τον περιέλουεν, όταν πρώτην φοράν καταπλεύσας εις την νήσον με τα καινουργές βρίκιον εκ του Δουνάβεως, επεβιβάζετο διά της λέμβου εις το λιμεναρχείον, κωπηλατούντων των ναυτών, εν ώ αυτός εκαμάρωνεν ως γυφτοσκέπαρνον πίσω εις την πρύμνην, στίλβων όλος υπό τας ερυθράς λάμψεις του φεσίου του — τότε το είχεν αγοράσει — με την γαλανήν φούνταν, ανεμιζομένην ελαφρώς, φέρουσαν ακόμη το λευκόν χαρτίον, δι' ου οι τεχνίται προφυλάττουσι τας μεταξωτάς αυτής κλωστάς, ίνα μη συμπλεκόμεναι αποξαίνωνται.
Αλλ' είχε μίαν μεγάλην ιδιοτροπίαν ο καπετάν Κωνσταντής, προελθούσαν εκ της πολλής πεποιθήσεως περί τας ναυτικάς γνώσεις του.
Δεν ηνείχετο οδηγίας και παρατηρήσεις εκ μέρους των ναυτών, είτε κατά τον χειρισμόν των ιστίων, είτε κατά την εν γένει διεύθυνσιν του πλοίου. Οσάκις δε ναύται, αγνοούντες την ιδιοτροπίαν του, ήθελον να οδηγήσωσι τάχα τον καπετάν Κωνσταντήν, ούτος έπραττεν όλως το εναντίον, έστω και με βλάβην πολλάκις του πλοίου του.
Τρις είχε προσαράξει την «Ευαγγελίστριαν» επί βράχου, διότι κατά τον πλουν τω υπεδείχθη παρά ναύτου να προσέξη, επειδή εκεί που ην ύφαλος, άγνωστος τάχα εις αυτόν. Και ο καπετάν Κωνσταντής την εγνώριζεν. Ήξευρε όλαις ταις ξέραις, ως έλεγε, να περάση με κλειστά 'μάτια, αλλά «του ήρχετο άσχημα να τον δασκαλεύουν τα παιδιά του».
Όταν τω υπεδείχθη ποτέ γνωστή εις αυτόν ύφαλος:
— Συ θα με μάθης, βρε αγράμματε;
Είπεν ο καπετάν Κωνσταντής θυμωμένος, εν ώ ως δεξιώτατος ναυτικός ήτο έτοιμος να στρέψη την πρώραν και παρακάμψη την ύφαλον. Αλλ' επειδή τω εγένετο παρατήρησις, «δασκάλεμα» ως έλεγεν, ίνα μη φανή ότι οδηγείται, αυτός «που είχε φάγει τη θάλασσα με τη χούφτα», εξηκολούθησε να πλέη κατ' ευθείαν και ιδού:
— Κραφφφ! έτριξεν η Ευαγγελίστρια επί της υφάλου, εν ώ ο καπετάν Κωνσταντής, θυμωμένος ακόμη, προσέθετεν:
— Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!
Ευτυχώς και τας τρεις φοράς ουδέν έπαθε το ξύλινον σώμα, εφ' ου εξεθύμαινε πάντοτε η παράδοξος ιδιοτροπία του καπετάν Κωνσταντή.
Και εν ώραις μεν γαλήνης κ' ευδίας, ότε το πλοίον και η θάλασσα «πήζουσιν», οι δε ναύται δεν γνωρίζουσι πώς να διασκεδάσωσι την αφόρητον ανίαν της απλοίας, ή όταν ούριον πνεύμα ευαρέστως ωθή το πλοίον προς τα εμπρός και μαλακά-μαλακά ως τολύπη βάμβακος προσπίπτουσιν επί των πλευρών τα κύματα, γλυκά μινυρίζοντα, και δρόσος απολαυστική κατέρχεται από των ιστίων, ήτις τόσον καθηδύνει τους ναύτας, ώστε ανεπαισθήτως ν' αρχίζωσι το άσμα, εν ταις τοιαύταις γλυκείαις ώραις δεν είνε παράδοξον αν ενίοτε οι ναύται έπαιζον με την επικίνδυνον αυτήν ιδιοτροπίαν του καπετάν Κωνσταντή. Το κάτω κάτω της Γραφής θα εξεθύμαινεν αύτη επί των μαύρων πλευρών της Ευαγγελιστρίας ή επί του φεσίου του πλοιάρχου της. Αλλ' εν ώρα ανεμώδει και κελαινή τρικυμία μετά δέους οι ναύται περιίσταντο άναυδοι και ευπειθείς, δειλοί μη τυχόν λέξις τις αυτών άκαιρος προσκρούση εις του καπετάν Κωνσταντή το κτηνώδες ένστικτον, όπερ διόλου δεν ήτο παράδοξον να τους πνίξη καμμίαν ημέραν «έτσι στα χορατά!»
Η γρηά-Σπύραινα θέλεις από τον γεννηθέντα εν εαυτή φόβον, θέλεις από την υπερβολικήν ελπίδα — κουράζει, βλέπετε, και η πολλή ελπίς — απέκαμε περί την ώραν του εσπερινού και δεν εφάνη πλέον εις τον Βράχον. Ήτο και τόσον δριμύ το ψύχος! Ουχ' ήττον ακροωμένη τας πνοάς του απαύστως βοΐζοντος βορρά, συχνάκις επανελάμβανεν:
— Ούτε πουλί πετάμενο! . . . Ελησμόνησε και τα προσφιλή της δίστιχα και τα άφινεν ημιτελή.
Και πάλιν διελογίζετο παρά την εστίαν καθημένη:
— Τίποτε παράξενο, παιδί μου, να τον κοντραστάρισαν τον Αναποδιασμένον και να πήγαν όλοι σύψυχοι!
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν τα δύο μικρά εγγονάκια της, ερχόμενα από τον φούρνον με της κοκκώναις εις την αγκαλιά ζεσταίς-ζεσταίς ακόμη:
— Ο μπαμπάς, μανού, ο μπαμπάς!
Και μόλις ηδύναντο ν' αναπνεύσωσιν εκ της πνιγούσης αυτά χαράς.
Η γραία ως ν' αφυπνίσθη από 'ληθάργου επετάχθη από της εστίας όπου εκάθητο, και ήλθεν εις την θύραν, ότε βλέπει την γειτόνισσάν της:
— Τα συχαρήκια! Ήλθ' ο Γιωργάκης!
— Ήλθε, παιδί μου;
Ετούτο μόνον μισομπερδευμένον απήντησε, κ' εξήλθε προς την παραλίαν τρέχουσα, εν ώ κατόπιν της ηκολούθησαν μέχρι τινός οι δύο μικροί με της κοκκώναις 'ς την αγκαλιά θερμαινόμενοι.
Ο καπετάν-Κωνσταντής συνήθιζε πάντοτε τα Χριστούγεννα να τα κάμνη εις την πατρίδα του. Εύρισκε τρόπον πάντοτε να διέρχηται δι' αυτής κατά τας αγίας αυτάς εορτάς. Ποιμήν τις από πρωίας ιδών πλοίον κατερχόμενον από του Θερμαϊκού, ανήγγειλε τούτο εις την γραίαν, ήτις ως είδομεν από πρωίας παρετήρει το πέλαγος. Και αληθώς περί την εσπέραν εφάνη πλησίστιον πλοίον, κάμπτον την προ του λιμένος ξηράν νησίδα και στρέφον να εισέλθη διά λοξοδρομιών εις αυτόν, διότι την ώραν εκείνην έπνεε δριμύτατος βορειανατολικός. Επειδή κατά την στροφήν είχε τον άνεμον εναντίον, τα ιστία ανεστατώθησαν αίφνης κινδυνεύοντα να διαρραγώσι, τα δε κύματα μετ' αδυσωπήτου λύσσης εθραύοντο κατά της πρώρας, όλον δε το σκάφος εκλυδωνίζετο ως εν καταποντισμώ. Ενόμιζες ότι του θαλασσίου δαίμονος αι χαλύβδιναι χείρες ερράπιζον τας μαύρας της πρώρας παρειάς. Αλλ' ήτο καλώς διατετηρημένον το πλοίον και αντείχε κατά του δεινού εκείνου σάλου, ότε τα απαλόν και παιγνιώδες κύμα μεταβάλλεται εις σκληρωτέραν του σιδήρου ύλην.
Ο καπετάν-Κωνσταντής όσον «παρατημένον» και αν είχε τον εαυτόν του, την Ευαγγελίστριαν όμως συνετήρει εν πολλή κομψότητι. Ηγάπα εξ ιδιοσυγκρασίας το μαύρον χρώμα. Έστιλβε λοιπόν κατάμαυρος η Ευαγγελίστρια. Είχε τα ιστία πάντοτε κατάλευκα, καινουργή. Όσον ηυχαριστείτο εις το ιδικόν του εμβαλωμένον βρακίαν, τόσον εμίσει τα εμβαλώματα των ιστίων. Προς τούτοις είχε συνηθίσει, όταν εισπλέη εις την πατρίδα του, — ήτο δε λίαν φιλόπατρις και υπερήφανος, κατά την πανήγυριν των Τριών Ιεραρχών, ότε εορτάζει η νήσος, ρίπτων έν τάλληρον εις τον δίσκον, — είχε συνηθίσει να υψώνη πλην της σημαίας, ην είχε μεγάλην με ωραία γλυκά χρώματα, και όλα τα ποικιλόχρωμα εκείνα σήματα, τα «σενιάλα» λεγόμενα, τα χρησιμεύοντα διά την εν τω πελάγει συνεννόησιν, τα οποία ο καπετάν-Κωνσταντής είχε προορίσει μόνον προς στολισμόν του βρικίου του.
— Θέλω να με καταλαβαίνουν πως έρχουμαι, βρε! έλεγε.
Εννοείται ότι ευκόλως ανεγνωρίσθη υπό των κατοίκων η «Ευαγγελίστρια», οίτινες πολλοί ήδη συνηθροισμένοι εις την αγοράν περί τους σφαζομένους χοίρους εύρον ευχάριστον θέαμα να βλέπωσι τα μικρόν βρίκιον μετά υπερβαλλούσης γενναιότητος αψηφούν των κυμάτων την μανίαν. Ο καπετάν Κωνσταντής ήτο αγαπητός εις την πολίχνην, και οσάκις έβλεπον το πλοίον του εισπλέον εις τον λιμένα, εν πλήθει πάντοτε και όχλω συνηθροίζοντο εις την παραλίαν θεώμενοι. Άλλως ανέμενον πάντοτε καμμίαν «αναποδιά του» διά να γελάσωσι. Τώρα δε χάριν της εορτής πανηγυρικώτερος εγίνετο ο είσπλους αυτού. Και αυτός ο κρεοπώλης παραιτήσας την εργασίαν του ήρχισε να βαρή την σάλπιγγα εν μέσω ευφυολογιών και γελώτων των παρισταμένων.
— Όρτσα, καπετάν-Κωνσταντή, εκραύγασέ τις.
— Μη μωρέ, και κάμει καμμιά αναποδιά και είνε τρικυμία, απήντησεν έτερος.
Ο καιρός εξηκολούθει ο αυτός, ενάντιος διά τους εισπλέοντας εις τον λιμένα, πλην η «Ευαγγελίστρια» κατώρθωσεν ήδη να εμφανισθή εις την είσοδον αυτού εγγύς της πόλεως, και έπρεπε μετά μίαν βόλταν ν' αράξη επιτηδειότατα τόσον δε πλησίον της ξηράς ήτο, ώστε διεκρίνετο και ο καπετάν Κωνσταντής· πίσω κρατών με υπερηφάνειαν το πηδάλιον.
Όλοι είχον προς αυτήν εστραμμένα τα βλέμματα. Ότε μετά φόβου είδον αίφνης το κομψόν βρίκιον να προσεγγίζη εις το Μπούρτσι περισσότερον του πρέποντος, ώστε «να μη δύναται να τα πάρη πλέον».
— Νά! Να ακούονται φωναί από του πλήθους.
— Καί τινες εν ταραχή σπεύδουσι προς την ξηρόνησον συνεχομένην διά γεφύρας μετά της πόλεως, αδιαφορούντες προς την μεγάλην πλημμύραν, ήτις ένεκα του βορειοανατολικού είχε κατακαλύψει την γεφύρωσιν.
— Την έκαμε πάλι την αναποδιά! εφώναξέ τις εκ του πλήθους.
Και τριγμός απαίσιος ιδού ακούεται, ως θραυομένων ξηρών οστέων πελωρίου σκελετού δεξιά και αριστερά του πλοίου.
Ο κρεοπώλης έρριψε την σάλπιγγά του.
Οι περισυναχθέντες νησιώται ήθελαν μεν να γελάσωσι με την ιδιοτροπίαν του αναποδιασμένου αλλ' όχι και μέχρι τοσούτου, ώστε να επακολούθηση δυστύχημα, θλιβερόν πάντοτε.
Αλλά το δυστύχημα επήλθε πλέον.
Η «Ευαγγελίστρια» είχε προσαράξη πλαγίως επί της βραχώδους ξηρονήσου.
Κατέλαβε δέος τους νησιώτας, οίτινες είχον πεποίθησιν ότι εκ της γνωστής ιδιοτροπίας του πλοιάρχου επήλθε το κακόν.
Και δεν είχον άδικον.
Διότι ηκούετο ακόμη η βραχνή φωνή του καπετάν-Κωνσταντή εξακολουθούσα συγχρόνως μετά την προσάραξιν:
— Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας.
Ιδού πώς συνέβη το κακόν.
Κατά την τελευταίαν βόλταν ο Γεωργάκης εκ της πολλής χαράς ότι έφθασεν εις την πατρίδα του και θέλων ν' αράξουν μια ώρα προτήτερα, βλέπων ότι ο πλοίαρχος δεν τα εγύριζεν, ελησμόνησεν εξ αφαιρέσεως με ποιον είχε να κάμη κι' εφώναζε.
— Τι κάνεις, καπετάν Κωνσταντή;
Και ο καπετάν Κωνσταντής την στιγμήν εκείνην ήτοιμάζετο αληθώς να διατάξη «να τα γυρίσουν». Πλην υπείκων εις την ανεξήγητον ιδιοτροπίαν του εθεώρησε καλλίτερον να θραύση το βρίκιόν του, αφού τω εγένετο παρατήρησις παρά να φανή ότι δεν γνωρίζει την ναυτικήν.
Περί της σωτηρίας του πλοίου ουδεμία υπήρχεν ελπίς, αλλ' όσον και να μη ήτο φόβος τις περί του πληρώματος, συγκειμένου εκ πέντε ατόμων, εκτός του πλοιάρχου, όμως αλαλαγμός επηκολούθησεν εν τη αγορά, όλων σπευδόντων προς την ξηρόνησον. Και εν μέσω του αλαλαγμού διεκρίνετο ο ολολυγμός της γρηάς Σπύραινας, ήτις βρεγμένον έχουσα τον γύρον του φουστανίου της έως δύο σπιθαμάς είχε διεισδύσει εις την ξηρόνησον συνεχώς επιλέγουσα:
— Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον! Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον!
Και άλλοτε πάλιν φωνάζουσα προς τον υιόν της:
— Έβγα όξου, αρέ! έβγα όξου!
Αλλ' οι ναύται έμενον ακόμη εντός του σκάφους, νομίζοντες ότι και με την συνδρομήν των κατοίκων θα ηδύναντο να σώσωσιν αυτό.
Ο καπετάν Κωνσταντής ως να μη συνέβη τίποτε, και ως να μη ήτο αυτός αίτιος της καταστροφής του, κατεγίνετο και αυτός μεταβαίνων από της πρύμνης προς την πρώραν και εκφωνίζων, ασυναρτήτους τινάς φράσεις.
Αλλ' όλα εις μάτην. Ο σφοδρός βορειοανατολικός κραταιώς πλαταγίζων επί των πλευρών του πλοίου, και ωθών αυτό πάντοτε κατά των βράχων διέρρηξε τέλος αυτό, όπερ διεσπάρη εν τω τεταραγμένω λιμένι εις ιστούς, ιστία, σχοινιά, ξύλα και τα διάφορα άλλα έπιπλα του πλοίου, άτινα όλα αναμίξ, οικτρά ναυάγια, πλησσόμενα ασπλάγχνως υπό των κυμάτων, συγκρουόμενα, βυθιζόμενα και πάλιν εμφανιζόμενα εν μέσω των αφρών και προσκρούοντα κατά των βράχων επιμόνως, απετέλουν απερίγραπτον και φοβεράν ναυαγίου εικόνα. Αλλ' ήτο και τριάκοντα ετών βρίκιον. Οι δε ναύται μόλις επρόφθασαν και περιέσωσαν τας κασσέλας των.
Επήλθεν η νυξ κελαινή και ανάστερος. Νέφη μελανόφαια κατεπλάκωσαν το στερέωμα και νιφάδες χιόνος πυκναί υπελεύκαζον εις τας στέγας και τας οδούς. Οι νησιώται τεθλιμμένοι βεβαίως διελύθησαν έκαστος μεταβάς εις τον οίκον του ν' αναπαυθή, ίνα γερθή μετά τα μεσάνυκτα εις την χαρμόσυνον ακολουθίαν των Χριστουγέννων. Ούτε το σύνηθες άσμα ηκούσθη επί πολύ ένεκα του υπερβολικού ψύχους, διότι τα παιδία, άτινα συνήθως εν ομίλοις περιέρχονται τας οικίας, δεν ετόλμων να εξέλθωσι. Και μόνον οι παιγνιδιάτορες, δύο μόνον ηλικιωμένοι άνδρες, ο είς με το βιολίον, ο έτερος με το λαγούτον, κατώρθωσαν να περιέλθωσιν οικίας τινάς «για την καλή χρονιά».
Μετ' ολίγον έσβυσαν και τα φώτα των ολίγων οικιών, εν αις φαίνεται ότι περισσότερον ηγρύπνησαν.
Πλην έξω εις τα Αλώνια οικίσκος τις μονώροφος διετήρει εισέτι το φως του, υποφαινόμενον εκ των χασμάδων του παραθύρου. Ήτο ο οικίσκος της γρηάς Σπύραινας ήτις καινουργές σάλι φέρουσα επί των ώμων ατάραχος και γαληνιαία παρά την εστίαν καθημένη υπό το ασθενές φως ελαιολυχναρίου εγυάλιζε μετά μητρικής αγαλλιάσεως τα υποδήματα του υιού της, όστις πλησίον της πυράς ενεπαύετο τεταραγμένον ακόμη ύπνον, διότι ανελογίζετο ίσως καθ' ύπνους ότι εγένετο αίτιος της συμφοράς. Παρέκει εκοιμώντο ομού επί ενός κυλιμίου τα δύο μικρά εγγονάκια της γραίας με της κοκώνες εις την αγκαλιά, ενώ ένθεν και ένθεν των παιδιών έκειντο δύο ζεύγη υποδημάτων εκ πρασίνου αιγός δέρματος, καινουργή, συνδεδεμένα διά του σχοινίου ακόμη, δώρα του νεοελθόντος ναύτου.
Την ώραν εκείνην ακόμη γέρων τις διήρχετο την αγοράν ασκεπής, διάβροχος και χιονισμένος, μετά τρυγμού ελαφρού σχηματίζων τα βαρέα των υποδημάτων του ίχνη επί του λεπτού της χιόνος στρώματος. Επροχώρει αργά, — αργά ως κεκυφώς και αποστραγγίζων διά των χειρών του το κατάβρεκτον εκ της θαλάσσης φέσιον, το οποίον εν τω θλιβερώ ναυαγίω απώλεσε και το τελευταίον λείψανον της φούντας.
Ήτο ο Αναποδιασμένος μουρμουρίζων ακόμη, ως να μη έπαθε τίποτε και ως να μη είχε ποτέ βρίκιον.
— Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ:
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Οι Ιδαίοι Δάκτυλοι από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα
Οι Ιδαίοι Δάκτυλοι από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΟΝΟΜΑΣΙΑ : Ο ι Ιδαίοι Δάκτυλοι ήταν, κα...
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....
-
Η Λάρισα και η Θεσσαλική Ιστορία τόμος Α΄ Στην ομίχλη του Μύθου του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK Διαβάζει ο ίδιος Είνα...
-
- Διήγημα- Ο εγγονός της Μαρίας + ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα [Στα τριακόσιες χιλιάδες ...
-
Στις καλαμιές της ακροποταμιάς + ΒΙΝΤΕΟ-AUDIΟΒΟΟΚ από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα [Αφιερωμένο στις άπονα χαρακτ...
-
Κυριακάτικο πρωινό στο πάρκο +ΒΙΝΤΕΟ κείμενο-AUDIOBOOK από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα Το μικρό κ...
-
Ίλεως 1 + ΒΙΝΤΕΟ -Διήγημα- AUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο Ο Αρίστος είχε έρθει για πρώτη φ...

.jpg)
.jpg)

.jpg)

.jpg)