Ετικέτες - θέματα

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μυθολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μυθολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

22.5.25

Η Ίσις στο ελληνικό πάνθεον από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Η Ίσις στο ελληνικό πάνθεον

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα



   Η Ίσις, ήταν θεότητα του αιγυπτιακού πανθέου, που πέρασε και στην αρχαία ελληνική θρησκεία [και Μυθολογία] στα χρόνια του θρησκευτικού συγκρητισμού [τέλη 5ου αιώνα π.Χ. και έπειτα]. Το αιγυπτιακό της όνομα ήταν Εσέτ [ή Έσε] και σήμαινε “η βασίλισσα του θρόνου”, ενώ κατά τον Πλούταρχο απλώς “η γνώσις”.

ΑΙΓΥΠΤΟΣ: Η Ίσιδα ήταν αρχικά μια μικρή θεότητα της περιοχής του Δέλτα του Νείλου. Το αρχαιότερο ιερό της βρισκόταν βόρεια της Βουσίριδος. Θεωρείτο σύζυγος του Όσιρι, μιας θεότητας της γειτονικής ομώνυμης πόλης. Γιος της θεωρείτο ο Ώρος, ενώ οι τρεις θεότητες μαζί σχημάτιζαν τη λεγόμενη Οσιρική τριάδα. Στα ιερόγλυφικά το όνομα της Ίσιδος σήμαινε αρχικά “ον της σάρκας”, δηλαδή “θνητή φύση”, και είναι πιθανόν πως η θεότητα προήλθε από τη συγχώνευση κάποιων θεοποιημένων βασιλισσών. Η λατρεία της ήταν δημοφιλής μέχρι τη Ρωμαϊκή εποχή. Στην ακμή της η θεά είχε τους δικούς της ιερείς και πολλούς ναούς. Στην νήσο Φίλαι, στις εκβολές του Νείλου, υπήρχε ο μεγαλύτερος ναός της. Η Ίσιδα απεικονίζονταν συνήθως ως γυναίκα που έφερε στην κεφαλή της έναν θρόνο, [ιδεόγραμμα του ονόματός της]. Σε μεταγενέστερες περιόδους απεικονίζονταν με κέρατα ανάμεσα στα οποία υπήρχε δίσκος. Σε άλλες παραστάσεις έχει σώμα ανθρώπινο με κεφαλή αγελάδας. Τα κέρατα υποδηλώνουν ότι συχνά είτε γινόταν σύγχυση ανάμεσα σε εκείνη και την Άθωρ ή ότι υπήρχε και διαφορετική εκδοχή του μύθου της1. Από την άλλη η αγελάδα ήταν ιερό ζώο της θεάς, η οποία είχε ακόμη ως σύμβολο τον μαγικό κόμβο Τατ, τον λεγόμενο “κόμβο της Ίσιδος”, και το Σείστρο, έμβλημα της θεότητας Άθωρ. Στις παραστάσεις η Ίσιδα απεικονίζεται συνήθως κοντά στον Όσιρι, να τον βοηθά ή να τον προστατεύει με τα φτερωτά χέρια της ή να θρηνεί δίπλα στις σαρκοφάγους. Απεικονιζόταν επίσης ως μητέρα να θηλάζει τον μικρό Ώρο ή ως συνοδός στον αγώνα του εναντίον του Σετ.

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΙΣΙΔΟΣ: Σύμφωνα με τον Μύθο, που μας διασώζει ο Πλούταρχος2, η Ίσιδα ήταν κόρη του Γκεμπ και της Νουτ. Γεννήθηκε την τέταρτη από τις πέντε εμβόλιμες ημέρες που επετράπη στη μητέρα της να γεννήσει, στην περιοχή των ελών του Δέλτα. Επιλέχθηκε από τον αδελφό της Όσιρι ως σύζυγός του και ανήλθε μαζί του στο θρόνο των θνητών. Τον βοήθησε στο εκπολιτιστικό του έργο, διδάσκοντας στις γυναίκες την άλεση του σιταριού, το γνέσιμο του λιναριού και την υφαντική3. Δίδαξε επίσης στους ανθρώπους τον τρόπο θεραπείας των ασθενειών και τους δίδαξε το θεσμό του γάμου. Η Ίσιδα ανέλαβε αντιβασίλισσα της Αιγύπτου, κατά την απουσία του συζύγου της, όταν εκείνος είχε φύγει για την ειρηνική κατάκτηση του κόσμου. Κυβέρνησε συνετά περιμένοντας την επιστροφή του. Όταν πληροφορήθηκε τη δολοφονία του συζύγου της από τον αδελφό τους τον Σετ [Σηθ], την κατέλαβε ανείπωτη οδύνη. Έκοψε τα μαλλιά της, έσχισε τα ενδύματά της και αναχώρησε αναζητώντας το κιβώτιο, μέσα στο οποίο ευρίσκονταν τα μέλη του διαμελισμένου πια Όσιρι. Το κιβώτιο έσπρωξαν τα νερά του Δέλτα στην ανοικτή θάλασσα και το ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές της Φοινίκης, όπου και χώθηκε στα ριζά ενός δένδρου. Το δένδρο αναπτύχθηκε ταχύτατα και έκρυψε το κιβώτιο στον κορμό του. Όταν όμως το έκοψαν για την υποστήλωση της στέγης του βασιλικού ανακτόρου, το δένδρο άρχισε να σκορπά εξαιρετική ευωδία. Ακούγοντας η Ίσιδα το θαυμαστό αυτό γεγονός ταξίδεψε στην πόλη Βύβλο της Φοινίκης. Εκεί η βασίλισσα-θεά Αστάρτη της εμπιστεύθηκε την ανατροφή του νεογέννητου γιου της. Η Ίσιδα δέχτηκε και θα έκανε το παιδί αθάνατο, αν η μητέρα του δεν ταραζόταν, όταν είδε τη θεά να λούζει το παιδί στις καθαρτήριες φλόγες [συνήθης τρόπος μετάβασης στην αθανασία κατά την παγκόσμια Μυθολογία!]. Για να την καθησυχάσει, η Ίσιδα της αποκάλυψε ποια ήταν και τον λόγο που την έφερε στη Φοινίκη. Ο βασιλέας της παρέδωσε τον πολύτιμο ξύλινο στύλο και η θεά απέσπασε το φέρετρο του συζύγου της, το έβρεξε με τα δάκρυά της και το μετέφερε στην Αίγυπτο. Εκεί το έκρυψε στα έλη της Βουτούς, μακριά από το μίσος του Σετ4. Όμως, ο Σετ ανακάλυψε τυχαία το σώμα αδελφού του. Το τεμάχισε τότε σε δεκατέσσερα κομμάτια και τα διασκόρπισε στα σημεία του ορίζοντα. Η Ίσιδα αναζήτησε τα λείψανα και τα βρήκε όλα, εκτός από τον φαλλό [σημάδι ότι ο Όσιρις έχασε πλέον τη δύναμή του], που τον καταβρόχθισε ένας οξύρρυγχος του Νείλου. Βάζοντας τα μέλη στη θέση του η Ίσιδα ανασχημάτισε το σώμα του Όσιρι, το οποίο τύλιξε με λωρίδες ο Άνουβις5. Με τη βοήθεια της αδελφής της Νέφθυος, του ανηψιού της Άνουβι, του Θωθ και Ώρου, το αναζωογόνησε με τη μαγεία της. Τέλεσε για πρώτη φορά το τυπικό της ταρρίχευσης, δίνοντας αιώνια ζωή, έστω και χωρίς θεϊκή ισχύ, στον δολοφονημένο θεό. Κατόπιν η θεά αποσύρθηκε και πάλι στα έλη της Βουτούς με τη συνοδεία επτά ερπετών-φυλάκων, αποφεύγοντας την οργή του Σεθ και ανατρέφοντας με ασφάλεια τον γιο της Ώρο.


ΜΑΓΕΙΑ ΚΑΙ ΙΣΙΣ
: Σε όλη την αιγυπτιακή μυθολογία υπάρχουν αναφορές στη δύναμη της μαγείας της Ίσιδος, καθώς μπορούσε να επηρεάζει ακόμη και τους ίδιους τους θεούς. Ως απλή υπηρέτρια του Ρα, πατέρα των θεών, φέρεται ότι εξανάγκασε τον μεγάλο ηλιακό θεό να της αποκαλύψει το μυστικό του όνομα. Επωφελούμενη από το γεγονός ότι ο θεός-Ήλιος είχε γεράσει πολύ, τόσο που το σάλιο του έτρεχε συνεχώς από τα τρεμάμενα χείλη του, κατασκεύασε, με το χώμα που είχε διαποτιστεί από τον θεϊκό σάλιο[!] ένα δηλητηριώδες φίδι και το τοποθέτησε στο δρόμο, από όπου περνούσε ο Ρα. Ανίκανος εκείνος να γιατρευτεί από το δηλητηριώδες και οδυνηρό δάγκωμα ενός άγνωστου φιδιού, κατέφυγε στα γιατροσόφια της Ίσιδας. Εκείνη δέχθηκε να εξουδετερώσει το δηλητήριο, υπό την προϋπόθεση ότι ο Ρα θα της αποκάλυπτε το πραγματικό του όνομα, μεταφέροντάς το, εν αγνοία των άλλων θεών, από το σώμα του στο σώμα της θεάς. Η γνώση του πραγματικού ονόματος του Ρα εξασφάλιζε τη μαγική επιρροή της Ίσιδας πάνω στον θεό6.

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ-ΛΑΤΡΕΙΑ: Στον οσιρικό μύθο, η Ίσιδα συμβολίζει την εύφορη αιγυπτιακή γη, την οποία γονιμοποιεί κάθε χρόνο ο πλημμυρισμένος Νείλος. Ο Όσιρις συμβολίζει τον ποταμό και ο Σετ, ως καταστροφική δύναμη, την έρημο που απειλούσε να καταπιεί τις καλλιεργημένες εκτάσεις. Η Ίσιδα είναι ακόμη προστάτιδα των παιδιών, με τη μορφή της Ίσιδας τροφού, κυρίως δε ως αποτροπιακό σύμβολο των παιδικών ασθενειών. Σταδιακά, η λατρεία της Ίσιδος υποκατέστησε ολοκληρωτικά τις λατρείες των άλλων γυναικείων θεοτήτων, υπερβαίνοντας τελικά τα σύνορα της Αιγύπτου. Σε αυτό βοήθησαν οι ναυτικοί και οι έμποροι στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκής περιόδου, που εξάπλωσαν τελικά έως τις όχθες του Ρήνου[!] τη λατρεία της ως προστάτιδα των ναυτικών7. Κατά την άνοιξη και το φθινόπωρο, τελούνταν προς τιμήν της θεάς μεγάλες εορτές και λιτανείες, γνωστές από τις περιγραφές του Απουλήιου, όπως και τελετές μύησης στη λατρεία της. Στην κοιλάδα του Νείλου, η λατρεία της διατηρήθηκε έως τον 6ο αιώνα, όταν επί βασιλείας Ιουστινιανού, ο ναός της των Φιλών, στην Αίγυπτο, μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό.

 

Άγαλμα της Ίσιδας στο μακεδονικό Δίον

  Η ΙΣΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Kατά τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. παρατηρείται μια κατάπτωση της επίσημης ελληνικής θρησκείας, δηλαδή του δωδεκαθέου. Όσο περνούσαν τα χρόνια, και κυρίως με τη δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων, οι λαϊκές μάζες άρχισαν να αναζητούν την βοήθεια πιο οικείων θεοτήτων. Τέτοιες θεότητες υπήρχαν κυρίως στα πάνθεα της Ανατολής, τα οποία ήταν εύκολα προσιτά εξαιτίας της ανεξιθρησκείας που επικρατούσε στην αρχαία Ελλάδα. Μια από τις πρώτες αλλοδαπές θεότητες που πλησίασαν οι Έλληνες ήταν η Ίσιδα, που τους ήταν γνωστή από παλιά ως θεά της βλάστησης και του κάτω κόσμου και γι' αυτό αρχικά την ταύτιζαν με την Περσεφόνη και κυρίως με τη Δήμητρα. Η λατρεία της στον ελληνικό χώρο αρχίζει τον 4ο αι. π.Χ., οπότε και παρατηρείται βαθμιαίος εξελληνισμός της, πράγμα αισθητό και στην εικονογραφία της. Συγχρόνως η θεά εμπλουτίζεται με νέες ιδιότητες. Γίνεται “τροφός και μητέρα του σύμπαντος', ενώ διακρίνεται από έρωτα για καθετί αγαθό και αποστρέφεται το κακό. Με την εξελληνισμένη μορφή της και με τις νέες της ιδιότητες, γίνεται αποδεκτή από όλους τους λαούς της Μεσογείου και σ' αυτό καθοριστική είναι η συμβολή της δυναστείας των Πτολεμαίων στην Αλεξάνδρεια. Η λατρεία της Ίσιδας διαδόθηκε ευρέως επειδή οι Πτολεμαίοι την προέβαλλαν ως καλόβουλη, μειλίχια και πολυεύσπλαχνη θεά, καθώς η ίδια, αν και θεά, δοκίμασε αβάσταχτο πόνο και γνώρισε ποικίλα βάσανα όταν, ως αφοσιωμένη νεαρή σύζυγος, αναζητούσε τον αδικοχαμένο σύζυγό της και ως στοργική μητέρα αγωνιζόταν με αυτοθυσία να σώσει το ανήλικο παιδί της που κινδύνευε. Έτσι, αφού είχε άμεση αντίληψη του πόνου και της δυστυχίας, μπορούσε αυτή, καλύτερα από κάθε άλλη θεότητα, να συμπαρασταθεί στους πάσχοντες ανθρώπους, στους οποίους συχνά παρουσιαζόταν στα όνειρά τους και τους γνωστοποιούσε συνταγές θεραπείας τους(!). Οι πρόγονοί μας, μέχρι και τα τέλη της Ρωμαϊκής Εποχής, πίστευαν ότι η Ίσις επενέβαινε σε πρακτικά τους προβλήματα, καθώς φρόντιζε για τη βελτίωση των οικονομικών τους και τους προστάτευε από τους κινδύνους της θάλασσας. Οι περιπέτειες της Ισιδας και η επικράτησή της έναντι των δυνάμεων του σκότους αποτελούσαν μέρος των μυστηρίων της, πράγμα που έφερνε ανακούφιση και παρηγοριά στους μύστες. Η τελετή μύησης στα μυστήριά της έμοιαζε με εθελοντικό θάνατο συνοδευόμενο με μια αμυδρή ελπίδα ανάστασης και απέβλεπε στη συμφιλίωση των πιστών με τον θάνατο, αμβλύνοντας τον φόβο τους γι' αυτόν. Ακόμη, η θεά εξουσίαζε και το ανθρώπινο πεπρωμένο, καθώς είχε τη δυνατότητα να προλαβαίνει τον θάνατο και να χαρίζει το δώρο της ζωής παρατείνοντας τη διάρκειά της. Όσοι θεραπεύονταν από τη θεά είχαν την υποχρέωση να γνωστοποιούν δημόσια τη θεραπεία τους και τις ικανότητες της θεάς και να απαγγέλνουν ένα εγκώμιο, μια «αρετολογία» της. Οι «αρετολογίες» της Ίσιδας είναι ύμνοι στους οποίους απαριθμούνται οι προσφορές της στο ανθρώπινο γένος. Έτσι από αυτούς γνωρίζουμε ότι η Ίσις ήταν αυτή που δίδαξε την καλλιέργεια των καρπών της γης βάζοντας τις βάσεις του πολιτισμένου βίου, ότι αυτή επέβαλε τον σεβασμό στον θεό και στον όρκο, την αγάπη των γονιών για τα παιδιά και τη φροντίδα των παιδιών για τους γονείς, ενώ εισήγαγε και τον θεσμό του γάμου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Guirand Félix (Ed.) 1968, New Larousse Encyclopedia of Mythology, Crescend Books, New York. Μ. Τιβέριος, Η Ίσις, άρθρο στην εφημ. Βήμα. Μεγαλομάτης Κ. 1989, «Ίσις», στο Χριστόπουλος Γ. - Μπαστιάς Ι. (εκδ.) Παγκόσμια μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα. Ions Veronica 1968, Egyptian Mythology, Newnes Books, London.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com 

1. Αναφορές για μια τέτοια διαφορετική εκδοχή έχουμε από τον Πλούταρχο, που ερμηνεύει διαφορετικά τον παραδοσιακό μύθο. Για τον Πλούταρχο, η Ίσιδα θέλησε να επέμβει υπέρ του Σετ, δολοφόνου του συζύγου της και αδελφού τους, και να τον προφυλάξει από τη δίκαιη εκδίκηση του γιου της Ώρου. Εκείνος, όμως, μαινόμενος στράφηκε κατά της μητέρας του και την αποκεφάλισε. Στη συνέχεια ο Θωθ τη μεταμόρφωσε και της έδωσε κεφαλή αγελάδας.

2. Πλούταρχος, Περί Ίσιδος και Οσίριδος.

3. Βάσει άλλης εκδοχής του μύθου, εκείνη δίδαξε τον Όσιρι την πρακτική της καλλιέργειας. [Ions Veronica 1968, 56]

4. Ions Veronica 1968, 56-57.

5. Εδώ έχουμε μια πρώιμη αναφορά στη μέθοδο ταρίχευσης και μουμιοποίησης. Βλ. Μεγαλομμάτης Κ. 1989, 237.

6. Η γνώση του πραγματικού ονόματος για τους αρχαίους Αιγυπτίους ήταν τμήμα ενός γενικότερου μαγικοθρησκευτικού πλέγματος επικλήσεων και ψαλμών που στόχευε στον έλεγχο της ταυτότητας του ατόμου, του θηρίου ή του αντικειμένου, καθώς το πραγματικό όνομα ήταν αδιαχώριστο από την ύπαρξη του ατόμου. Αυτή η πρακτική επιβίωσε στον κόσμο των θρύλων και των παραδόσεων ως τις μέρες μας, αν σκεφθούμε ότι χρησιμοποιείται σε αρκετά έργα της φανταστικής λογοτεχνίας (π.χ. Ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών του Τόλκιν).

7. Ως Ίσις Πελαγία, θεωρείτο προστάτρια των ναυτικών και η εορτή της ήταν το navigium isidis κατά την 5η Μαρτίου. [Μεγαλομμάτης Κ. 1989, σ. 238].

16.5.25

Η θεά Τύχη από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου,

 

Μ ι κ ρ έ ς   γ υ ν α ι κ ε ί ε ς   θ ε ό τ η τ ε ς

Η θεά Τύχη

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα



 

   H θεά Τύχη της αρχαιότητας ήταν η προσωποποιημένη θεά της σύμπτωσης, του μη προβλέψιμου αλλά επιδιωχθέντος, καθώς και της ευτυχούς συγκυρίας του απροσδόκητου συμβά-ντος [αυτό που και σήμερα λέμε τύχη]. Ήταν ακόμη συνήθως η πολιούχος θεά της ευτυχίας των αρχαίων Ελληνικών πόλεων.

ΚΑΤΑΓΩΓΗ: Κατά τη “Θεογονία” του Ησίοδου, η Τύχη ήταν θυγατέρα του Ωκεανού ή του Νηρέα και της Τηθύος. Οι θαλάσσιες θεότητες από τις οποίες πιστεύονταν ότι γεννήθηκε η Τύχη σχετίζονται και με το ότι η ναυτιλία και το ναυτικό εμπόριο, που κατά την Αρχαιότητα εξαρτώντο και από την τύχη, υπήρξαν η πρώτη και κύρια πηγή ευτυχίας των ανθρώπων. Κατά τον Πίνδαρο, ο οποίος την ονόμαζε και “Φερέπολιν”, ήταν κόρη του Ελευθέρου Διός ή του Προμηθέα. Τέλος, στους ορφικούς ύμνους συναντάται ως κόρη του Ευβουλέως.

ΘΕΟΠΟΙΗΣΗ-ΛΑΤΡΕΙΑ: Ο Πίνδαρος την θεωρούσε ως μια από τις Μοίρες, που είχε όμως λιγότερη δύναμη από τις αδελφές της, και ευμενή Θεά του Πεπρωμένου. Ως ευμενής θεότητα του πεπρωμένου, λατρευόταν με την επωνυμία “Αγαθή Τύχη” στην Αρχαία Ολυμπία, όπου είχε δικό της βωμό. Κατά το Ομηρικό Ύμνο προς τη Δήμητρα, η Ωκεανίδα Τύχη εμφανιζόταν ως μια από τις συμπαίκτριες της Περσεφόνης, λίγο πριν η τελευταία απαχθή από τον Πλούτωνα. Συνδέθηκε με άλλες θεότητες-προσωποποιήσεις, όπως την Ελπίδα, τον Καιρό και τη Μοίρα. Την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητος, εποχή θρησκευτικού συγκριτισμού, συνδέθηκε κυρίως με την Ίσιδα [Ίσις Τύχη ή Ισιτύχη]. Στη σημιτική θρησκεία συνδέθηκε με τη θεότητα Γάδ. Μαζί της ταυτίσθηκε η θεά των Ρωμαίων Φορτούνα, η λατρεία της οποίας ήταν ιδιαίτερα εξαπλωμένη στην Ιταλία. Η Fortuna ξεκίνησε ως μια τοπική ιταλική θεότητα της ευφορίας και της γονιμότητας, που συχνά λειτουργούσε και ως μάντης που προέβλεπε το μέλλον. Η Τύχη θεωρήθηκε ως αγαθός δαίμων, μεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων.


ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ: Θεωρούμενη και θεά της αφθονίας-πλούτου, απεικονιζόταν στο ιερό της στη Θήβα και σε έργο του Αθηναίου γλύπτη Ξενοφώντα και του Θηβαίου Καλλιστονίκου να κρατά, ως μητέρα ή τροφός, τον μικρό Πλούτο. Στη Σμύρνη σε γλυπτό του καλλιτέχνη Βούπαλου, κατά τον Παυσανία, εικονιζόταν να κρατά στο άλλο της χέρι το κέρας της Αμάλθειας, σύμβολο της αφθονίας. Σαν θεά που διευθύνει την ανθρώπινη ζωή απεικονίζεται να κρατά πηδάλιο, θεωρούμενο σύμβολο της κατεύθυνσης την οποία έδινε στο βίο όλων των ανθρώπων. Σαν θεότητα της ευμετάβλητης φύσης, απεικονιζόταν με τροχό ή σφαίρα ή πτερύγιο, σύμβολα της αστάθειας. Σε εκδήλωση της αντίληψης ότι ο έρωτας προέρχεται από την Τύχη, απεικονιζόταν κοντά στο άγαλμα της και ο Θεός Ερωτας [Αίγειρο Αχαϊας]. Κολοσσιαίο άγαλμα της θεάς είχε στηθεί στην Ήλιδα και την Αλεξάνδρεια. Στην τελευταία μάλιστα πόλη και στο ονομαστό ιερό της Τύχης, το Τυχαίον, η θεά παριστανόταν να στεφανώνει τον Μ. Αλέξανδρο. Φημισμένο επίσης ήταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της το οποίο είχε αφιερώσει ο Ηρώδης ο Αττικός στο ναό της κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Η μορφή της χαράκτηκε επίσης σε νομίσματα, όπου η θεά κρατούσε το κέρας της Αμάλθειας ή πηδάλιο. Αξίζει να αναφερθεί, τέλος, ότι στο ναό της στο Αργός, λεγόταν ότι ο Παλαμήδης είχε αφιερώσει τα πρώτα ζάρια, τα οποία, κατά την παράδοση, είχε ο ίδιος επινοήσει.

ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ ΤΥΧΗ: Στην Ελληνιστική εποχή και μέχρι το τέλος της αρχαιότητας, κάθε πόλη είχε τη δική της προστάτιδα που λειτουργούσε ως η Πολιάς θεά. Πολλές από αυτές θεωρούσαν την Τύχη ως Πολιούχο τους θεά. Έτσι, η πολιούχος Τύχη απεικονιζόταν να φορά πυργωτό διάδημα (πού συμβόλιζε τα τείχη της πόλης), καθισμένη σε θρόνο, να κρατά το κέρας της αφθονίας ή σκήπτρο. Μάλιστα, η διεξαγωγή όλων των δικαστικών υποθέσεων, δημόσιων και ιδιωτικών, άρχιζε, όπως στην Αθήνα, με την ευχή “Αγαθή Τύχη”.


Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

2.5.25

Η Νυξ [Νύχτα] από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Η Νυξ [Νύχτα]

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


Η Νυξ με το άρμα της σε παράσταση αγγείου

   ΓΕΝΙΚΑ: Η Νυξ ήταν κατά την Ελληνική Μυθολογία θεότητα σύμβολο της νύχτας. Εμφανίζεται στα πρώτα στάδια της δημιουργίας του πρωτο-μυθικού κόσμου των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν η μητέρα δύο άλλων θεοτήτων [προσωπο-ποιήσεων], του Ύπνου και του Θανάτου. Οι εμφανίσεις της είναι γενικά πολύ αραιές σε διάφορες μυθικές διηγήσεις. Πάντως, έστω και από αυτές τις λίγες αναφορές, φαίνεται πως εξαιτίας της εξαιρετικής της δύναμης και της ομορφιάς της, ακόμη και ο Δίας την απέφευγε!

Ρωμαϊκό αγαλμάτιο της Νυκτός
  ΗΣΙΟΔΟΣ ΚΑΙ ΟΜΗΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ: Στην ησιόδια “Θεογονία” διαβάζουμε πως η Νύχτα γεννήθηκε από το Χάος1. Αργότερα, από την ένωσή της με το Έρεβος, γέννησε τον Αθέρα και την Ημέρα2. Αργότερα, μόνη της, γέννησε το Μόρο [πεπρωμένο], την Κήρ[α] [μοίρα-θάντος], τους δίδυμους Ύπνο και Θάνατο, τον Μώμο, τις Εσπερίδες, τις Μοίρες, τις Κήρες, τη Νέμεση, την Απάτη, τη Φιλότητα [φιλία], την Έριδα [διαμάχη], το Γήρας, κ.ά. [όλα προσωποιήσεις του ανθρώπινου βίου]3. Ο Ησίοδος τοποθετεί την κατοικία της Νυκτός στον Τάρταρο, όπου κατοικούν επίσης κοντά της ο Ύπνος κι ο Θάνατος4. Πάντως η Νυξ ουδέποτε συναντά την κόρη της Ημέρα. Λέει σχετικά ο Ησίοδος: ὅθι Νύξ τε καὶ Ἡμέρη ἆσσον ἰοῦσαι ἀλλήλας προσέειπον, ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδὸν χάλκεον· ἣ μὲν ἔσω καταβήσεται, ἣ δὲ θύραζε ἔρχεται, οὐδέ ποτ᾽ ἀμφοτέρας δόμος ἐντὸς ἐέργει5”. Στην Ιλιάδα, ο Όμηρος στο περιστατικό που ο Ύπνος συνομωτεί με την Ήρα, εμφανίζει τον Δία να φοβάται τη δύναμη της Νυκτός. Έτσι, όταν ο πατέρας των θεών θέλει να τιμωρήσει τον Ύπνο, ο τελευταίος κατορθώνει να διαφύγει μόνο με μια απλή επίκληση στη μητέρα του Νύκτα6.


    ΑΛΛΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ: Η θεότητα Νυξ εμφανίζεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε πολλά και διάφορα αποσπασματικά κείμενα-ποιήματα που αποδίδονται στον Ορφέα. Έτσι, στους Ορφικούς, η Νυξ εμφανίζεται να ειίναι η πρώτη αρχή της δημιουργίας και όχι το Χάος, που εμφανίζεται ως δημιουργός του παντός στο σύνολο των Ελλήνων μυθικών συγγραφέων. Ακόμη η Νυξ εμφανίζεται ως κάτοικος μιας βαθιάς σπηλιάς, από όπου δίνει τους χρησμούς της στους μύστες των Ορφικών Μυστηρίων, δίπλα ακριβώς στον μεθυσμένο με μέλι και αλυσοδεμένο Κρόνο. Έξω από το σπήλαιο, και πάλι κατά τους Ορφικούς, η Αδράστεια χτυπάει ρυθμικά κύμβαλα και τύμπανο, μετακινώντας [!] ολόκληρο το σύμπαν σε ένα εκστατικό χορό στο ρυθμό της μουσικής που δίνει η ίδια η Νύκτα. Στην ίδια αυτή αρχαιοελληνική αίρεση, ο Φάνης, ένα παράξενο, σχεδόν τερατώδες πλάσμα, εμφανίζεται άλλοτε ως γιος και άλλοτε ως πατέρας της Νυκτός. Η Νυξ είναι επίσης η πρωτοκορυφαία του χορού στις αριστοφανικές κωμωδία “Όρνιθες”, κωμωδία η οποία μπορεί να είναι και εμπνευσμένη από τους Ορφικούς. Ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τη Νύκτα ως μητέρα του Έρωτα.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η Νυξ, προσωποποιημένη εμφανίζεται και σε μικρογραφία ενός χειρογράφου χριστιανικού Ψαλτηρίου του 10ου αιώνα [Παρίσι], δίπλα στον Προφήτη Ησαϊα [3η εικόνα].

Η ΝΥΞ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Στην Ελλάδα, η Νυξ ήταν μόνο σπάνια στο επίκεντρο των λατρειών. Σύμφωνα με τον Παυσανία, η Νυξ είχε ένα μαντείο στην ακρόπολη των Μεγάρων7. Συχνότερα η Νυξ λατρεύονταν παράλληλα και πίσω από άλλες θεότητες. Για παράδειγμα στον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο, υπήρχε ένα άγαλμα που ονομαζόταν "Νύχτα"8. Συχνά η Νυξ εμφανίζεται ως συνθετικό στη λατρεία διαφόρων θεών, όπως για παράδειγμα, Διονύσος Νυκτέλιος ή Αφροδίτη Φιλοπάννυξ9.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Νυξ, Λεξικό της Οξφόρδης, νυξ, Λεξικό Liddell-Scott. Αριστοφάνης, Όρνιθες. Gantz, Πρώιμος ελληνική Μύθος: Ένας οδηγός φιλολογικών και καλλιτεχνικών πηγών, Johns Hopkins University Press, 1996. Grimal, Pierre, Το Λεξικό της Κλασικής Μυθολογίας, Wiley-Blackwell, 1996, “Νυξ”, σελ. 314. Otto Kern, ed., Orphicorum Fragmenta.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com 


1. Ησίοδος, Θεογονία 123.

2. Ησίοδος, Θεογονία 124-5.

3. Ησίοδος, ό.π., 212-225.

4. Ησίοδος, ό.π., 744-45, 758-9.

5. Ησίοδος, ό.π. 746-750.

6. Όμηρος, Ιλιάδα, Ξ 249 – 261.

7. Παυσανίας, 1. 40.1 και 10. 38.6.

8. Παυσανίας 3.18.1.

9. Ορφικός Ύμνος 55.

17.4.25

Η Ήβη: η θεότης της νιότης από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

 

Η Ήβη: η θεότης της νιότης

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου



    ΓΕΝΙΚΑ: Η Ήβη, στον ελληνικό Μύθο, ήταν η θεότητα της νεολαίας και της νεότητας1. Το ρωμαϊκό αντίστοιχο, κατ΄ απομίμηση της ελληνικής Μυθολογίας κι εδώ, ήταν η Juventus. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας2 και θεωρείτο οινοχόος των θεών, αφού εξυπηρετούσε τους Ολύμπιους θεούς στα συμπόσιά τους με νέκταρ και αμβροσία. Καθήκον της ήταν ακόμη η προετοιμασία των λουτρών του Άρη, ενώ βοηθούσε την Ήρα όταν εκείνη προετοίμαζε το άρμα της3. Από τον Ηρακλή, που μετά την αθανασία του και την ανακήρυξή του σε θεό, νυμφεύτηκε την Ήβη, απέκτησε δυο γιους. Τον Αλεξιάρη και τον Ανίκητο4. Η Ήβη εμφανίζεται ως η έχουσα την εξουσία να δίνει την αιώνια νεότητα, και στην τέχνη εμφανίζεται συνήθως μαζί με τον πατέρα της, το Δία, με το σύμβολο ενός αετού, προσφέροντας συχνά ένα φλιτζάνι σε αυτόν. Η παράσταση ήταν συχνή στην κλασική Εποχή, χαραγμένη συνήθως σε πολύτιμους λίθους, αλλά στην ύστερη Αρχαιότητα, φαίνεται να σχετίζονται με την πεποίθηση ότι ο αετός [όπως και το μυθικό πουλί Φοίνικας], είχε την ικανότητα να ανανεώσει τον άνθρωπο επαναφέροντάς τον στην εφηβική ηλικία των 18 ετών, ικανοποιώντας έτσι τον αιώνιο πανανθρώπινο πόθο.

  ΑΡΧΑΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ: Στην τραγωδία του Ευριπίδη, “Ηρακλείδες”, η Ήβη χορήγησε ξανά τη νεότητα στον Ιόλαο, μετά από την προσευχή του σ΄ αυτή, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον διώκτη των Ηρακλειδών, Ευρυσθέα και το στρατό του. 

   Στην τέχνη, η Ήβη απεικονίζεται συνήθως φορώντας ένα αμάνικο φόρεμα. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ήβη ήταν ένα εξαιρετικά δημοφιλές θέμα στη δυτική τέχνη κατά την περίοδο από 1750 έως 18505

   Οι Φλειάσιοι, που ζούσαν κοντά στη Σικυώνα, τιμούσαν την Ήβη, την οποία αποκαλούσαν και [η] Δία, ως προστάτη των ικετών. Η Ήβη επίσης λατρευόταν ευρύτερα στην Ελλάδα ως θεά της χάριτος ή της συγχώρεσης. Έτσι ένας φυλακισμένος για να απελευθερωθεί, έπρεπε να κρεμάσει τις αλυσίδες του σε ιερά άλση της θεάς, όπως για παράδειγμα συνέβαινε στο ιερό της στο Φλειούντα.



   ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ: Το όνομα Ήβη προέρχεται από την ελληνική λέξη που σημαίνει “νεότητα” ή “κύριος της ζωής”. Από αυτό η ηλικία της νεότητας ονομαζόταν και ονομάζεται “εφηβεία” [> επί την ήβην], ο νέος στην ηλικία των δεκαοκτώ, “έφηβος”, ενώ ακόμη και η στράτευση στην αρχαία Αθήνα που οριζόταν σ΄ αυτή την ηλικία ονομαζόταν “εφηβεία”.


Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. Στην πρωτο-Ινδοευρωπαίκή=(H) IEG w -eh-,= “η νεολαία, το σθένος", σχετ. Beekes, Ετυμολογικό Λεξικό της Ελληνικής, Brill, 2009, 507 σ.

2. Σχετικά: Ησίοδος, Θεογονία, 921. Όμηρος, Οδύσσεια, Λ, 601. Πίνδαρος, Τέταρτη Ωδή Ισθμιονικών, Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1.13.

3. Ιλιάδα, Ε 722.

4. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 2. 7.7.

5. Το 1773, ο Francois-Hubert Drouais, ζωγράφισε την Μαρία Αντουανέττα {!!} ως Ήβη!

4.4.25

Ιτωνία: η θεσσαλική Αθηνά από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

 

Ιτωνία: η θεσσαλική Αθηνά

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου


 

Νόμισμα του Κοινού των Θεσσαλών με την Ιτωνία

 
Ιτωνία ήταν ένα από τα προσωνύμια της Αθηνάς, το οποίο προερχόταν από την πόλη Ιτώνα της Αχαϊας Φθιώτιδος. Το χρησιμοποιούσαν είτε με τον τύπο «Ιτωνίς», είτε ως «Ιτωναία» και με το όνομα αυτό λατρευόταν ευρύτατα στη Θεσσαλία1, αλλά και στη Βοιωτία, την Αθήνα, αλλά και τη μακρινή Αμοργό2.

ΛΑΤΡΕΙΑ: Ναοί με το όνομα της Ιτωνίας βρισκόταν στις πόλεις Ίτων και Άρνη στη Θεσσαλία, αλλά και στην βοιωτική Κορώνεια. Ο Στράβων αναφέρει ότι ένας θεσσαλικός ναός της θεότητας βρισκόταν πάνω στον Κουράλιο ποταμό3, ενώ στον βοιωτικό ναό της Ιτωνίας βρισκόταν άγαλμά της θεάς το οποίο είχε κατασκευάσει ο γλύπτης Αγοράκριτος, μαθητής του μεγάλου Φειδία4. Προς τιμήν της Ιτωνίας Αθηνάς γινόταν στη Θεσσαλία γιορτές, τα Ιτώνια. Είναι ακόμη γνωστός ο Ιτώνιος μήνας στο Θεσσαλικό ημερολόγιο, περίπου τον Αύγουστο (Λοκρίδα, κ.α.) καθώς και στο Ταυρομένιο [Taormina] της Μεγάλης Ελλάδος [Κ. Ιταλία], γνωστή ναξιακή αποικίας5.

Η ΘΕΑ ΙΤΩΝΙΑ: Η Ιτωνία θεωρείτο αρχικά χθόνια θεότητα, θεότητα δηλαδή του Κάτω Κόσμου, ενώ αργότερα είχε χαρακτήρα πολεμικής θεότητας. Η Ιτωνία Αθηνά, που προέκυψε μετά την καθιέρωση του δωδεκαθέου, όταν οι διάφορες τοπικές θεότητες μετατράπηκαν σε μορφές-εκφάνσεις των ολυμπίων θεών, απεικονίζεται σε νομίσματα από την εποχή του Πύρρου και των διαδόχων του αλλά και σε νομίσματα της Θεσσαλικης Συμπολιτείας [Κοινόν των Θεσσαλών], γύρω στο 150 π.Χ., πάνοπλη και σε κάποια από αυτά, έτοιμη να πετάξει το δόρυ της. Αξίζει να αναφέρουμε ότι τον 1ο αιώνα π.Χ. η Ιτωνία αναφέρεται και από τον Ρωμαίο ποιητή Κάτουλο6. Σύμφωνα με άλλες αρχαίες πηγές η Ιτωνία πήρε το όνομά της από τον πατέρα της, Ίτωνο7. Στο Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν [σελ. 239 σε μετάφραση], διαβάζουμε: “Ιτωνίς και Ιτωνία Αθηνά ονομάζεται από τους Θεσσαλούς, από την πόλη του Ίτωνος. Λέγει δε ο γενεαλόγος Σιμωνίδης, ότι από τον Ίτωνα, έγιναν δυο θυγατέρες, η Αθηνά και η Ιοδάμα, οι οποίες ανταγωνίστηκαν, και σε έριδα με όπλα προχώρησαν, σκοτώθηκε δε η Ιοδάμα από την Αθηνά8”. Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, βασιζόμενος στο αρχαιότερο έργο, Θηβαϊκά, ισχυρίζεται και αυτός ότι ο Ίτωνος είχε δυο κόρες, την Αθηνά και την Ιοδάμα, οι οποίες ενεπλάκησαν σε μάχη και η Αθηνά (Ιτωνία, κόρη του Ίτωνα δηλαδή) σκότωσε την αδελφή της Ιοδάμα. Αντίθετα ο Παυσανίας9 γράφει ότι η Ιοδάμα ήταν ιέρεια της Ιτωνίας Αθηνάς στην αρχαία Κορώνεια Βοιωτίας η οποία όταν είδε την κεφαλή της Μέδουσας στην ασπίδα της Αθηνάς απολιθώθηκε.

   


H ΛΑΤΡΕIΑ
ΤΗΣ ΙΤΩΝΙΑΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ: Στη Φίλια, ένα χωριό της Καρδίτσας οι αρχαιολόγοι, αποκάλυψαν ερείπια λατευτικών χώρων προς τιμήν της Ιτωνίας. Θεωρήθηκε, βάσει και των αναθημάτων, πολεμική θεότητα, καθώς τροφοδοτούσε, μέσω του πολέμου, με νεκρούς τον Άδη και ταυτίστηκε με την Αθηνά. Η ονομασία Ιτωνία σημαίνει την ορμητική, επιθετική και νικηφόρα [Αθηνά]. Στη Φίλια βρισκόταν η αρχαία Άρνη. Οι κάτοικοί της, οι Βοιωτοί, λάτρευαν την Ιτωνία, η οποία ήταν μια καθαρά θεσσαλική θεά. Αναγκάστηκαν να μεταφέρουν τη λατρεία της στη Βοιωτία, όπου και δημιούργησαν το ιερό της, καθώς οι Θεσσαλοί εισέβαλαν στην περιοχή και έγιναν κυρίαρχοι διώχνωντας ή υποδουλώνοντας τους ντόπιους Βοιωτούς. Διατήρησαν την ήδη καθιερωμένη λατρεία της Ιτωνίας Αθηνάς και την επισημοποίησαν με την ίδρυση του Πανθεσσαλικού Ιερού της στη Φίλια, στις όχθες του ποταμού Κουράλιου. Η λατρεία της Ιτωνίας Αθηνάς και η ίδρυση του ιερού της στη δυτική Θεσσαλία τοποθετούνται στα μυκηναϊκά χρόνια (1400-1100 π. Χ.). Η λατρεία μιας θεότητας από τους Αρχαίους Έλληνες, κατά τους προϊστορικούς χρόνους, γινόταν στα ιερά άλση, στην ύπαιθρο με ένα βωμό ή μια μεγάλη πέτρα πάνω στην οποία γινόταν οι θυσίες. Η ύπαρξη βωμού είναι η σημαντικότερη απόδειξη της λειτουργίας ενός ιερού. Το ιερό της στη Φίλια κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους (1100-700 π.Χ.) και την Αρχαϊκή εποχή (700-480 π.Χ.) συνεχίζει να χρησιμοποιείται και μάλιστα με μεγάλη συμμετοχή των πιστών της. Στο δάσος δίπλα στον ποταμό Κουράλιο τα δέντρα ήταν πολλά και η βλάστηση τους αρκετά πυκνή. Οι πιστοί κατέφθαναν στο ιερό άλσος και της αφιέρωναν χάλκινα ή πήλινα ειδώλια με τη δικιά της μορφή, ανθρώπων και ζώων και μικρά χάλκινα ομοιώματα αγγείων. Οι γυναίκες προσφέρουν τα κοσμήματα τους, όπως περόνες, πόρπες, βραχιόλια, δαχτυλίδια αλλά και περιδέραια, ενώ οι άντρες τα σιδερένια ή χάλκινα ξίφη, πελέκεις, αιχμές από βέλη και δόρατα, συνήθως μετά από νίκη τους σε κάποια μάχη. Όλα αυτά τα αφιερώματα τα κρεμούσαν στα κλαδιά ή τα έδεναν στους κορμούς των δέντρων. Το ιερό άλσος που λατρευόταν η Ιτωνία Αθηνά φαίνεται πως καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά τον 6ο αι. π. Χ. και όλα τα αναθήματα έπεσαν από τα δέντρα και θάφτηκαν σε ένα στρώμα στάχτης. Η λατρεία, όμως, μιας [άλλης;] θεότητας εξακολουθεί να είναι υπαίθρια με επίκεντρο ένα βωμό για θυσίες, κτιστό από τον 8ο αι. π. Χ.. Ο χώρος πλέον προστατεύτηκε και διακρίνεται με τη δημιουργία ενός περιβόλου γύρω του. Τον 8ο αι. π. Χ. οι Έλληνες, σύμφωνα με την προϊσταμένη της ΛΔ΄ Εφορείας10, κατάφεραν να δώσουν μορφή στους θεούς τους με το λατρευτικό άγαλμα, μικρότερο του φυσικού μεγέθους και να ιδρύσουν έναν «οίκο» για αυτό. Η κατασκευή λίθινων μικρών ναών για τη φύλαξη και μόνο του αγάλματος είναι γεγονός. Στα στοιχεία που συνθέτουν ένα ιερό προστίθεται και ο ναός στις αρχές 7ου αι. π. Χ.

ΠΑΡΑΘΕΜΑ: Παυσανίας, Βοιωτικά, 9.34. 1-2: “πρὶν δὲ ἐς Κορώνειαν ἐξ Ἀλαλκομενῶν ἀφικέσθαι, τῆς Ἰτωνίας Ἀθηνᾶς ἐστι τὸ ἱερόν. καλεῖται δὲ ἀπὸ Ἰτωνίου τοῦ Ἀμφικτύονος, καὶ ἐς τὸν κοινὸν συνίασιν ἐνταῦθα οἱ Βοιωτοὶ σύλλογον. ἐν δὲ τῷ ναῷ χαλκοῦ πεποιημένα Ἀθηνᾶς Ἰτωνίας καὶ Διός ἐστιν ἀγάλματα: τέχνη δὲ Ἀγορακρίτου, μαθητοῦ τε καὶ ἐρωμένου Φειδίου. ἀνέθεσαν δὲ καὶ Χαρίτων ἀγάλματα ἐπ' ἐμοῦ. λέγεται δὲ καὶ τοιόνδε, Ἰοδάμαν ἱερωμένην τῇ θεῷ νύκτωρ ἐς τὸ τέμενος ἐσελθεῖν καὶ αὐτῇ τὴν Ἀθηνᾶν φανῆναι, τῷ χιτῶνι δὲ τῆς θεοῦ τὴν Μεδούσης ἐπεῖναι τῆς Γοργόνος κεφαλήν: Ἰοδάμαν δέ, ὡς εἶδε, γενέσθαι λίθον. καὶ διὰ τοῦτο ἐπιτιθεῖσα γυνὴ πῦρ ἀνὰ πᾶσαν ἡμέραν ἐπὶ τῆς Ἰοδάμας τὸν βωμὸν ἐς τρὶς ἐπιλέγει τῇ Βοιωτῶν φωνῇ Ἰοδάμαν ζῆν καὶ αἰτεῖν πῦρ”.

Μετάφραση: “Πριν δε στην Κορώνεια, από τους Αλαλκομενούς να φτάσεις, της Ιτωνίας Αθηνάς είναι το ιερόν: Αποκαλείται έτσι από τον Ιτώνιο, (γιό) του Αμφικτύωνα και εκεί συναθροίζοταν οι Βοιωτοί. Μέσα στο ναό, από χαλκό ήταν δυο αγάλματα, της Αθηνάς της Ιτωνίας και του Διός, τεχνίτης τους ο Αγοράκριτος, μαθητής και ερωμένος του Φειδία. Ανέθεσαν δε και αγάλματα των Χαρίτων επ' εμού. Λέγεται δε και το εξής, η Ιοδάμα, ιέρεια της θεάς, μπήκε τη νύχτα στο ναό και είδε την Αθηνά, με το χιτώνα της Μέδουσας ο οποίος είχε της Γοργόνας το κεφάλι: Η Ιοδάμα δε, όταν το είδε, έγινε πέτρα. Και για αυτό κάθε ημέρα τίθεται γυναίκα (υπεύθυνη) στη φωτιά, κάθε μέρα, στο βωμό της Ιοδάμας και τρεις φορές φωνάζει των Βοιωτών το λεγόμενο: «η Ιοδάμα ζει και ζητά τη φωτιά”

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Athena Itonia at Philia, Ινστιτούτο Έρευνας και Τεχνολογίας Θεσσαλίας (ΙΕΤΕΘ). Η Λατρεία της Ιτωνίας Αθηνάς στην Ηπειρωτική και Νησιωτική Ελλάδα, Μέσα από τα Ιερά της, τα Γραπτά Κείμενα και τους Μύθους, Μαρία Ι. Βαϊοπούλου, Athanasia, International Archaeological Conference, Rhodes, 2009. Η αρχαία θεότητα Ιτωνία και η λατρεία της στο θεσσαλικό χώρο: http://www.newsbeast.gr/greece/arthro/631353

1. Regional Cults of Thessaly, Charles Denver Graninger, Cornell University, Ithaca, N.Y., 2006, σελ. 62.

2. Early Greek Mythography, V. 2, Commentary: Robert L. Fowler, Oxford University Press, 2013, σελ. 64-68.

3. Στράβων, Γεωγραφικά, βιβλίο 17, μτφρ. Αδ. Κοραή [1815]: “Εστί δέ και Φαρκαδών έν τη Ιστιαιώτιδι, και ρεί δί' αυτών ο Πηνειός και ο Κουράλιος ών ό Κουράλιος ρυείς παρά τό της Ιτωνίας Αθηνάς ιερόν εις τόν Πηνειόν εξίησιν”

4. Greek Bronze Statuary: From the Beginning through the 5th century B.C., Carol C. Mattusch, Cornell University Press, 1988, σελ. 190.

6. Gaius Valerius Catullus, Printed for J. Johnson, 1795: Catulli Carmina, 61, στίχος 228, σελ. 34: “quod tibi si sancti concesserit incola Itoni”.

7. Απολλώνιος ο Ρόδιος, Αργοναυτικά, 1.551α: “του Αμφικτύονα ο γιος Ίτωνος, στη Θεσσαλία γεννήθηκε, από τον οποίο (προέρχεται) η πόλη Ίτων και η Ιτωνία Αθηνά.”

8. Εδώ προφανώς θυμίζει τον ανάλογο μύθο για την οπλομαχία μεταξύ Αθηνάς και της αδελφικής της φίλης Παλλάδος, που κατάληξε στο θάνατο της δεύτερης.

9. Παυσανίας, Βοιωτικά, 9.34. 1-2.

10. http://www.newsbeast.gr/greece/arthro/631353 [προϊσταμένη της ΛΔ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Μαρία Βαϊοπούλου] .

21.3.25

Βριτόμαρτις ή Δίκτυννα: πρώιμη Άρτεμις ή αγνή Κόρη της Κρήτης από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

 

Βριτόμαρτις ή Δίκτυννα

πρώιμη Άρτεμις ή αγνή Κόρη της Κρήτης

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου



   

   ΓΕΝΙΚΑ – ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Η Βριτόμαρτις ή Δίκτυννα, ήταν δευτερεύουσα θεότητα της πρώιμης Ελληνικής Μυθολογίας, προστάτιδα των ψαράδων, που λατρευόταν κυρίως στην Κρήτη. Η ονομασία «Βριτόμαρτις» δεν είναι ελληνική, αλλά προέρχεται από μια κρητική διάλεκτο και σημαίνει "γλυκιά παρθένος". Ταυτίζεται με την πρώιμη μορφή της θεάς Αρτέμιδος. Ο Ησύχιος Αλεξανδρεύς συσχετίζει την Κρητική “βριτύ” (BRITE), με το ελληνικό επίθετο γλυκύ ή γλυκό1. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, η Βριτόμαρτις ή “γλυκιά κόρη” είναι απλώς ένα προσωνύμιο, ένα επίθετο, που δεν αποκαλύπτει το όνομα της θεάς, ούτε το χαρακτήρα της. Πάντως δακτυλίδια της Μινωικής Εποχής με την παράστασή της φαίνεται πως έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα [χρησιμοποιούμενα προφανώς με κάποια ξόρκια].

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ: Η Βριτόμαρτις ήταν μια νέα και όμορφη κοπέλα από την αρχαία Γόρτυνα της Κρήτης. Κατά μία εκδοχή ήταν κόρη του Δία και της Κάρμης. Πέφτοντας κάποια μέρα στη θάλασσα, σώθηκε από τα δίχτυα ψαράδων. Όταν πέθανε, θεοποιήθηκε και προστάτευε τους ψαράδες. Μια άλλη εκδοχή του μύθου, που φαίνεται και η επικρατούσα, λέει ότι η Βριτόμαρτις ήταν μια Νύμφη της Αρτέμιδας, την οποία, καθώς εκείνη μια μέρα κυνηγούσε, την είδε ο Μίνωας και θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Επί 9 ολόκληρους μήνες την καταδίωκε, αλλά αυτή, αφιερωμένη στον αγνό βίο, κρυβόταν. Τελικά, όταν εντοπίστηκε από τον διώκτη της, προτίμησε να πέσει στη θάλασσα από το βουνό Δίκτη. Και σ΄ αυτή την εκδοχή, κάποιοι ψαράδες που βρίσκονταν εκεί την έσωσαν και αυτή έγινε προστάτις τους. Από τότε ονομαζόταν και Δίκταιννα ή Δίκτυννα, είτε από το όρος από το οποίο έπεσε στη θάλασσα είτε από τα δίχτυα των ψαράδων με τα οποία και σώθηκε. Στην Κρήτη υπήρχαν πολλά ιερά της, τα “Δίκταιννα” όπως λέγονταν.

ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΟ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Η Βριτόμαρις είναι μεταξύ των στοιχείων του μινωικού πανθέου που πέρασαν μέσω των Μυκηναίων στην κλασική Ελληνική Μυθολογία. Για τους Έλληνες, η Βριτόμαρτις αρχικά ήταν απλώς μία ορεάς Νύμφη, που στα μετέπειτα χρόνια αλλού ταυτίστηκε με την Άρτεμη και αλλού με την Αφαία, την αόρατη προστάτιδα της Αίγινας2. Η θεά "Βριτόμαρτις" φαίνεται πως λατρευόταν στην Κρήτη ως μια πτυχή της Πότνιας, ή Κυρίας. Η αρχαϊκότερη πτυχή της κρητικής αυτής θεάς εκλαμβάνεται αυτή της Μητέρας των Βουνών, όπως δηλαδή εμφανίζεται στην μινωική σφραγιδοποιία, με τα δαιμονικά χαρακτηριστικά μιας Γοργόνας, με δύο φίδια στα χέρια της, που συνοδεύεται από το διπλό πέλεκυ. Θερείτο λαφύστια θεότητα [το αντίθετο της μειλίχειας] γι΄αυτό και η ονομασία της που σημαίνει την καλή παρθένο, μάλλον ενέχει το στοιχείο του ευφημισμού, που αντιστρατεύεται την επικίνδυνη πτυχή της. Όσο για το δεύτερο όνομά της, Δίκτυννα, προφανώς αυτό προέρχεται κατά τους ελληνιστικούς συγγραφείς από τη λέξη “δίκτυα”3.

ΛΑΤΡΕΙΑ: Ο Στράβων ισχυρίζεται ότι η Βριτόμαρτις λατρευόταν ως Δίκτυννα μόνο στη δυτική Κρήτη, στην περιοχή της Κυδωνίας, όπου και υπήρχε ένα Δικτυναίον ή ναός της Δίκτυννας. Στη μινωική τέχνη, στα νομίσματα, όσο και στις σφραγίδες ή τα δαχτυλίδια, η Βριτόμαρτις απεικονίζεται με δαιμονικά χαρακτηριστικά, να κρατά διπλό πέλεκυ και να βρίσκεται δίπλα σε θηρία. Ακόμη υπάρχουν αναφορές για λατρευτικά ξόανα της θεότητας σε διάφορους ναούς ή ιερά σπήλαια στην Κρήτη. Φαίνεται ότι στην περιοχή της Χερσονήσου η λατρεία της κορυφωνόταν με την εορτή των Βριτομάρτειων. Σε νομίσματα της Κυδωνίας, και της Φαλάσαρνας, η Βριτόμαρτις εικονίζεται ως τροφός του Δία. Ακόμη, ναοί προς τιμήν της υπήρχαν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως στην Αίγινα, την Αθήνα, τη Μασσαλία, την Αντίκυρα, κ.α. με την σύνθετη ονομασία της θεότητας: Άρτεμις Δίκτυννα.


ΑΦΑΙΑ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΝΝΑ: Η
Βριτόμαρτις λατρευόταν ως Αφαία, κυρίως στο νησί της Αίγινας4 κατά τη διάρκεια της Μυκηναϊκής Εποχής, όπου και αργότερα κτίστηκε ο ναός προς τιμήν της. Μετά την επικυριαρχία της Αθήνας επί της Αίγινας, η λατρεία της πέρασε και στους Αθηναίους. Αυτό φαίνεται από την ανέγερση ναού προς τιμήν της στην περιοχή του σημερινού Ασπρόπυργου.

   

ΣΤΗΝ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: Σε διάφορα ιπποτικά έπη του Spenser εμφανίζονται στοιχεία της “Britomart" [βασίλισσα των Νεράιδων], όπου αυτή είναι μια αλληγορική εικόνα της “παρθένου ιππότισσας” που αντιπροσωπεύει την αρετή, ειδικότερα δε, την αγγλική στρατιωτική δύναμη, που “δικαιολογείται”, από μια λαϊκή ετυμολογία της λέξης Βρετανός, ως προερχόμενης από τη λέξη Βριτόμαρτις[!], που θεωρήθηκε ότι είναι μια σύνθετη λέξη για τους Βρετανούς και τον θεό “Μαρς”, δηλαδή την ονομασία στη Λατινική του θεού του πολέμου Άρη!!.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Α.Γ. Κρασανάκη, Ελληνική Μυθολογία, μύθοι της Κρήτης, σε μορφή PDF. Αθανασίου Αγγελόπουλου, Νέο Λεξικό της ελληνικής μυθολογίας, εκδόσεις ελεύθερη σκέψις. Μartin P. Nilson, Η Μινωική-μυκηναϊκή θρησκεία και η επιβίωσή της στην Ελληνική Θρησκεία, 2η έκδ. (Lund) 1950. Walt. Burkert, Ελληνική Θρησκεία,1985, ενότ. 10 έως 47. Διόδωρος Σικελιώτης, 5.76.3.

konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. paleoglot.blogspot.ca

2. Ρητή αναγνώριση της Βριτομάρτιδος και της Αφαίας κάνουν ο Παυσανίας [ii.30.3] και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης [v.76.3].

3. Σχετικά: Καλλίμαχος, Ωδή 3 στην Άρτεμη, 188 κ.έξ.

4. Παυσανίας, 2.30.3.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

  Απορπισμένη*  του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου Το διήγημα στη συλλογή ΝΕ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....