Ετικέτες - θέματα

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μυθολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μυθολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

30.10.25

Κοσμολογία στις παραδόσεις των λαών + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας - συγγραφέα

 

Κοσμολογία στις παραδόσεις των λαών + ΒΙΝΤΕΟ

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας - συγγραφέα


Yggdrasil
   ΓΕΝΙΚΑ: Η Κοσμολογία είναι η μελέτη που εξετάζει το πώς και γιατί γεννήθηκε το σύμπαν, τι υπήρχε πριν από αυτό και την εξέλιξη του μέχρι την πιθανή κατάληξή του. Για να φτάσει όμως αυτή να γίνει επιστήμη πέρασε από πολλά στάδια. Οι αρχαίοι δημιούργησε την Κοσμολογική Μυθολογία φτιάχνοντας μύθους για κάθε φαινόμενο, προσπαθώντας να απαντήσει στα διάφορα ερωτήματα. Με την εξέλιξη της φιλοσοφίας η “μυθολογική Κοσμολογία” άρχισε να εξασθενεί. Οι φιλόσοφοι με τη σειρά τους, χώριζαν το μύθο από το λόγο, σχηματίζοντας τις πρώτες επιστήμες που βοήθησαν στην ανάπτυξη της φιλοσοφικής κοσμολογίας. Μια τέτοια Κοσμολογία πέρασε στην Ευρώπη και εξελίχθηκε στην σημερινή μορφή της.

ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΕΣ: Α΄ ΒΑΒΥΛΩΝΙΟΙ: Οι μυθικές πεποιθήσεις των Βαβυλωνίων σώζονται σε σειρά πήλινων πλακών που χρονολογούνται στο 700 π.Χ. Σύμφωνα με το Βαβυλωνιακό μύθο στην αρχή βασίλευε το Χάος. Από το Χάος γεννήθηκε ο θεός γεννήτορας του κόσμου Απ-Σου και η σύντροφός του Τιαμάτ, από την ένωση των οποίων γεννήθηκαν πλάσματα με μορφή δράκοντα. Με το πέρασμα του χρόνου νέοι θεοί γεννήθηκαν, ένας από τους οποίους, ο Εά, θεός των υδάτων σκότωσε τον Απ-Σου σε μονομαχία. Η Τιαμάτ, εκδικούμενη τον θάνατο του συντρόφου της άρχισε να σκοτώνει τους άλλους θεούς σε μια προσπάθεια επιβολής της κυριαρχίας της στο Σύμπαν. Όμως ο Μαρδούχ, γιος του Εά, κατάφερε να αποκαταστήσει την κοσμική τάξη νικώντας τη. Στη συνέχεια τεμάχισε στα δύο το κορμί της και από το ένα κομμάτι δημιούργησε τη Γη και από το άλλο τον ουράνιο θόλο αποτρέποντας έτσι στα Άνω Ύδατα να την πλημμυρίσουν. Στο τέλος χρησιμοποιώντας το αίμα του και χώμα έπλασε τους ανθρώπους. Σύμφωνα με τον μύθο ο ουρανός ήταν διαιρεμένος σε τρία μέρη: Στον Ανώτατο, κατοικία του θεού Ανού, στον Μεσαίο, κατοικία του Μαρδούχ και στον Κατώτατο, όπου βρίσκονταν οι αστερισμοί που ήταν τα ομοιώματα των θεών. Αναλόγως ήταν διαιρεμένη η Γη σε Ανώτατη, όπου κατοικούσαν οι άνθρωποι, σε Μεσαία, βασίλειο του θεού των υδάτων, Εά και Κατώτατη, κατοικία των θεών του Κάτω Κόσμου.

  Β΄ ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ: Η Αιγυπτιακή μυθική παράδοση για τη δημιουργία του κόσμου έχει ανασυντεθεί από ευρήματα σε παπύρους και σε τοιχογραφίες. Σύμφωνα με αυτόν ο δημιουργός του κόσμου είναι ο προαιώνιος θεός Ρα που δημιούργησε τον κόσμο, τη Γη, το νερό, τα φυτά και την έρημο. Ο λόγος του Ρα έφτασε και στη Γη και ζυμώνοντας το χώμα και το λόγο του έπλασε τους ανθρώπους και τα ζώα. Το Σύμπαν το φαντάζονταν ως ορθογώνιο κουτί με πάτωμα τη Γη και οροφή μια αγελάδα με τα πόδια της στα άκρα της Γης. Μερικές φορές αντί της αγελάδας εμφανίζεται το σώμα της θεάς Νουτ, με το πρόσωπο της στραμμένο στην ανατολή και τα άκρα της να αποτελούν τους στύλους του στερεώματος. Γύρω από το Σύμπαν κυλούσε ένας ποταμός πάνω τον οποίο ταξίδευαν με πλοία ο ήλιος και η Σελήνη που κατά τη Δύση τους κρύβονταν σε σπηλιές στις όχθες. Το ίδιο συνέβαινε και με τους πλανήτες. Κάθε δεκαπενθήμερο ένα αγριογούρουνο έτρωγε σιγά σιγά την σελήνη για δυο εβδομάδες. Όταν πεινούσε πολύ την έτρωγε ολόκληρη δημιουργώντας εκλείψεις.

Γ΄ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ: Η Σκανδιναβική κοσμολογία αναγνωρίζει την ύπαρξη εννέα κόσμων [heimr=σπίτι, βασίλειο, κόσμος ή gard=σπίτι, αυλή, Γη]. Πέρα από το Μίντγκαρντ, τη Μέση Γη, ή αλλιώς το γνωστό κόσμο, οι υπόλοιποι οκτώ κόσμοι μπορούν να συνταχθούν σε ζευγάρια αντίθετων αρχών: φωτιά, ζέστη -πάγος, κρύο. Ουρανός [Άσγκαρντ] – κόλαση [Χελχέιμ]. Δημιουργία – κατααστροφή. Φως – σκοτάδι. Όλοι οι κόσμοι συνδέονται με το παγκόσμιο δέντρο, το Υγκντράσιλ.

Δ΄ ΙΝΔΟΥΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ: Ο Ινδουιστικός σχετικός μύθος βασίζεται στα ιερά βιβλία των Ινδουιστών, τος Βέδες. Εκει διαβάζουμε πως αρχικά το Σύμπαν βρισκόταν σε κατάσταση ύπνου. Το υπέρτατο πνεύμα το ξύπνησε γονιμοποιώντας το θεϊκό σπέρμα(!) με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εκτυφλωτικού αυγού μέσα στο οποίο το πνεύμα μεταμορφώθηκε σε Βραχμάνο, που έζησε εκεί ένα βραχμανικό έτος περίπου 518 δις ετών. Το αυγό κάποτε εξερράγη και χωρίστηκε σε δύο μεγάλα κομμάτια, τη Γη και τον Ουρανό, και σε πολλά μικρότερα που δημιούργησαν κάθε τι μέσα στο σύμπαν. Το σύμπαν συγκρατείται στο κενό από ένα φίδι, πάνω στο οποίο ακουμπά μια τεράστια θαλάσσια χελώνα, που κι αυτή με τη σειρά της στηρίζει 4 ελέφαντες που στηρίζουν την Γη.

Ε΄ ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΑ: Στην Αρχαία Κινεζική δοξασία τον Κόσμο δημιούργησε ο Παν-Κου, ένας θεός-μάγος, από το ίδιο του το σώμα, 2.500.000 έτη πριν τη γέννηση του Κομφούκιου. Έτσι διάφορα “κομμάτια” του θεού αυτού μετατράπηκαν σε υλικά του κόσμου: [ανάσα = αέρας, φωνή = κεραυνός, φλέβες = ποταμοί, οστά = μέταλλα, τρίχες = φυτά, ιδρώτας = βροχή, σάρκα = έδαφος, έντομα που κατοικούσαν στο σώμα του = άνθρωποι]! Η μεταγενέστερη κοσμολογία του Ταοϊσμού δεν αναφέρει δημιουργό, αλλά μία υπέρτατη αιτία, το Τάο, που προέρχεται από δύο διαμετρικά αντίθετες δυνάμεις [Γιν-Γιανγκ].

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ: 1. ΟΡΦΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ: Το νερό για τους Ορφικούς ήταν η αρχή των πάντων που κατακάθισε στη λάσπη δημιουργώντας ένα φίδι με κεφάλι λιονταριού και τους θεούς Ηρακλή και Χρόνο. Ο Ηρακλής γέννησε ένα τεράστιο αυγό που από την τριβή έσκασε στα δύο, δημιουργώντας τον Ουρανό και τη Γη, ενώ από μέσα ξεπρόβαλε ένας διπρόσωπος θεός. Εν συνεχεία Ουρανός και Γη γέννησαν την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο (Τρεις Μοίρες).

2. ΗΣΙΟΔΟΣ: Στην αρχή της Θεογονίας υπήρχε το Χάος, ενώ έπειτα εμφανίστηκε η Γαία και ο Έρως. Το Χάος γέννησε το Έρεβος και τη Νύχτα, που από την ένωση τους προήλθαν ο Αιθέρας και η Ημέρα. Τέλος η Γαία δημιούργησε τον έναστρο Ουρανό.

3. ΑΛΚΜΑΝ: Ο Άλκμαν, ποιητής στη Σπάρτη [700π.Χ.], προτείνει το μοντέλο που συνοψίζεται ώς εξής: Αρχικά ταραγμένη και αδιαμόρφωτη ύλη σε ανυπαρξία. Στα πλαίσια του Χώρου, που περιείχε μη-ύλη γεννήθηκε η Θέτις, που τακτοποίησε τα πάντα. Στο Χώρο της μη-ύλης δημιουργήθηκε άνοιγμα που έπαιξε το ρόλο της αρχής της μεταφοράς της ύλης στο Χώρο και την ύπαρξη. Έπειτα δημιουργήθηκε ένα όριο [Τέκμωρ], που ό,τι υλικό το ξεπερνούσε γινόταν διαμορφωμένη και αισθητή. Από αυτό το όριο δημιουργήθηκε η μέρα η Σελήνη και το Σκότος. Ο Πόρος [άνοιγμα], ο Τέκμωρ και το Σκότος συνυπήρχαν σαν ενιαίο σύνολο εκτός του αισθητού Σύμπαντος. Το φως της μέρας δυνάμωσε από τον ήλιο, που δεν φαίνεται αποκλειστικός πάροχος του φωτος.

ΕΒΡΑΪΚΗ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ: Σύμφωνα με τη Εβραϊκή Παράδοση υπήρχαν 7 επάλληλοι ουρανοί πέρα του στερεώματος και 7 Γαίες κάτω από τη Γη. Οι 7 ουρανοί περιείχαν κατά σειρά τα εξής: α΄ σύννεφα ανέμου, χιόνι, πάγο και 200 αγγέλους προστάτες των άστρων, β΄ ένας σκοτεινός χώρος αναμονής των αμαρτωλών ψυχών μέχρι την κρίση τους, γή Εδέμ, που αναπαύονταν ψυχές των δικαίων και οι 200 προστάτες του φωτός άγγελοι και η Γέεννα-Κόλαση, δ΄ τα “άρματα” του Ηλίου και της Σελήνης, ε΄ οι εκπεπτωκότες άγγελοι, στ΄ επτά Φοίνικες [μυθικά πουλιά[, επτά Χερουβείμ και στρατιές αγγέλων, τέλος ζ΄, στον έβδομο ουρανό, υπάρχει το άσβεστο Φως, Αρχάγγελοι, Χερουβείμ, Σεραφείμ και ο Θεός.


konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


23.10.25

Αρποκράτης ή Ώρος [Από την Αίγυπτο στο ελληνικό Πάνθεον] από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Αρποκράτης ή Ώρος

[Από την Αίγυπτο στο ελληνικό Πάνθεον]

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα



   ΓΕΝΙΚΑ: Ο Ώρος, ήταν αρχικά ηλιακός θεός της αιγυπτιακής Μυθολογίας. Αργότε-ρα μετά τον 4ο αιώνα π.Χ., μέσω του θρησκευτικού συγκρι-τισμού ταυτιζόταν με τον Απόλλωνα και απεικονίζονταν είτε σαν γεράκι είτε σαν άνθρωπος με κεφαλή γερακιού1. Κατά τον Ηρόδοτο, η επέτειος της γέννησής του εορτάζονταν την τελευταία μέρα του μηνός Επηφί, όταν τα ουράνια σώματα Ηλίου και Σελήνης βρίσκονταν σε συζυγία2.

 

  ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ: Οι Αιγύπτιοι ονόμαζαν το γεράκι με τη λέξη χορ, ομόηχη μιας άλλης, που σημαίνει «ουρανός». Επειδή το γεράκι πετά σε μεγάλα ύψη, φαντάζονταν τον ουρανό ως θεϊκό γεράκι, ενώ τον ήλιο και τη Σελήνη ως τα μάτια του! Άλλωστε, το γεράκι απεικονίζεται σε παλαιότατα μνημεία αρχαιότητας στην αρχαία Αίγυπτο, πράγμα που δηλώνει την αρχαιότατη λατρεία του3. Από τα πολύ αρχαία χρόνια θεωρείτο το κατ' εξοχήν θεϊκό πτηνό ενώ το ιερογλυφικό το οποίο αντιστοιχεί στην έννοια “θεός”, είναι ένα γεράκι που κάθεται πάνω σε ένα ξύλο. Σε όλες τις περιοχές που εγκαταστάθηκαν οι πιστοί του γερακιού, λατρεύτηκε ο Ώρος. Ο ρόλος όμως αυτού του θεού και τα σύμβολά του διαφοροποιήθηκαν με την πάροδο του χρόνου, τόσο, ώστε στο αιγυπτιακό πάνθεο υπάρχουν περίπου δεκαπέντε διακριτοί Ώροι, από τους οποίους κυριότεροι ήταν ο Χαρβέρ ή Αρποκράτης, ο Χαρόερις ή Αρούηρις καθώς και ο Ώρος της Μπεχεντέτ και ο Ώρος γιος της Ίσιδας, που σύμφωνα με τον μύθο του Όσιρι, εκδικήθηκε τον φόνο του πατέρα του. Σε κείμενα της αρχαίας αιγυπτιακής γραμματείας, παρουσιάζεται ως γιος του Ρα και αδελφός του Σετ.

  ΩΡΟΣ ΚΑΙ ΣΕΤ [ΣΗΘ]: Η αιώνια αντίθεση μεταξύ ερέβους και φωτός συμβολίζεται με αιώνιες συγκρούσεις, κατά τις οποίες ο Σετ έβγαλε το ένα μάτι του Ώρου, ενώ ο δεύτερος ευνούχισε τον εχθρό του! Το δικαστήριο των θεών έλυσε τη διαφορά υπέρ του θεού γερακιού, ο οποίος, από το τέλος της δεύτερης δυναστείας εμφανίζεται μόνος και αποκλειστικός θεϊκός πρόγονος των Φαραώ. Εδώ θα ασχοληθούμε με τον Ώρο ως γιο της Ίσιδας και εν συνεχεία ως Αρποκράτη, μορφή με την οποία πέρασε η θεότητα και στην αρχαία ελληνική Μυθολογία.

   Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΙΣΙΔΑΣ Ή ΧΟΡ-ΣΑ-ΙΣΕΤ: Η Ίσις, η οποία, κατά το μύθο, συνέλαβε και γέννησε μόνη, δίχως τη συνδρομή κάποιου συζύγου ή εραστή, εισήγαγε τον γιο της στη λεγόμενη οικογένεια του Όσιρι. Η δημοτικότητα του κορυφώθηκε με το πέρασμα των χρόνων και κατέληξε να επισκιάσει όλους τους άλλους 'Ωρους και να οικειοποιηθεί όλους τους ρόλους και όλα τα σύμβολα τους. Ο περί Ίσιδος και Οσίρι μύθος αναφέρει τα σχετικά με τη γέννηση του γιου, τον οποίο η Ίσιδα συνέλαβε από τον Όσιρι, αφού ανέστησε με μαγικά μέσα τον δολοφονημένο θεό, και τον γέννησε πρόωρα στην νησίδα Χέμμιν του Νείλου4.

  Ο ΑΡΠΟΚΡΑΤΗΣ Ή ΠΑΙΔΙ-ΩΡΟΣ: Ο Αρποκράτης εμφανίζεται στην εικονογραφία ως νήπιο, γυμνό ή στολισμένο μόνο με κοσμήματα, με το κρανίο εντελώς ξυρισμένο και την παιδική πλεξίδα αναδιπλωμένη στον κρόταφο, συχνά καθισμένος σε λωτό, ασκεπής η φέρων Αιγυπτιακή μήτρα. Σε άλλες παραστάσεις απεικονιζόταν να θηλάζει καθισμένος στα γόνατα της μητέρας του. Σε όλες έχει το δάκτυλο στο στόμα, όπως τα μωρά. Το γεγονός ερμηνεύθηκε από του Έλληνες ως πρόσκληση σε σιγή και περίσκεψη. Αυτή η ερμηνεία έγινε αιτία να θεωρείται σε νεότερες εποχές ως θεός της σιωπής. Επειδή είχε ανατραφεί στην έρημο, για να αποφύγει τις επιβουλές του κακού Σετ [ή Σηθ], και ήταν εξαιρετικά αδύναμος από τότε που γεννήθηκε πρόωρα, o γιος της Ίσιδας γλύτωσε χάρη στην ισχυρή μαγεία της μητέρας του από πολλούς κινδύνους, όπως θηρία, δήγματα σκορπιών, πυρκαγιές, παιδικές ασθένειες. Η ανάμνηση αυτών των διασώσεών του πέρασε και στις μαγικές επωδούς που χρησιμοποιούσαν οι μάγοι σε ανάλογες περιστάσεις για να θεραπεύουν. Ο Πλούταρχος πίστευε ότι η αναπαράστασή του με το χέρι στο στόμα φανερώνει την παιδική του φύση. Οι Έλληνες όμως και μετά από αυτούς οι Ρωμαίοι υπέθεσαν αυτό ως σύμβολο σιγής. Για το λόγο αυτό παριστάνεται στην Υστερη Αρχαιότητα ως ο θεός της εχεμύθειας. Το άγαλμά του συχνά βρίσκονταν στην είσοδο των ναών καθώς και σε μέρη που ετελούντο μυστήρια, ως έμβλημα της σιγής και της εχεμύθειας. Εκ του ονόματος του θεού πήραν το όνομά τους και πολλές τεκτονικές Στοές .

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Κείμενα των Πυραμίδων, 154. Άβυδος και Ντεντερά (Mar. Dend. IV. 88, 90). στο Erman Ad. 1977, A Handbook of Egyptian Religion MA: Longwood Press, Boston. Larousse Encyclopedia of Mythology, 1968. Παγκόσμια Μυθολογία, 1989, 412.


1. Larousse Encyclopedia of Mythology, 1968, σ. 21.

2. Παγκόσμια Μυθολογία, 1989, 412.

3. Μάλιστα, κάποιοι πρώιμοι εισβολείς στην κοιλάδα του Νείλου, χρησιμοποιούσαν ως έμβλημά τους το γεράκι, ως θεό πολεμιστή.

4. Η σύνδεσή του με την πολιτική ιδεολογία μέσω της ενανθρώπισης του Ώρου στο πρόσωπο του Φαραώ ήταν τόσο έντονη, ώστε η αρχαία Αίγυπτος ονομαζόταν εναλλακτικά «χώρα του Ώρου». [Παγκόσμια μυθολογία,1989, 412].

11.10.25

Οι Σάτυροι & οι Σειληνοί από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Οι Σάτυροι & οι Σειληνοί

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


 

   ΓΕΝΙΚΑ – ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Οι Σάτυροι ήταν κατώτεροι δαίμονες της Ελληνικής Μυθολογίας, μυθικά όντα, που θεωρούνταν πνεύματα των βουνών και των δασών. Η ποίηση και η τέχνη τους παρίστανε από τη μέση και πάνω ανθρωπόμορφους, φαλακρούς όμως με σουβλερά αυτιά. Στο κάτω μέρος όμως του σώματός τους διακρίνονταν πόδια και ουρά τράγου, σε αντίθεση με τους συγγενικούς δαίμονες Σειληνούς, των οποίων το κάτω μισό του σώματος έμοιαζε με αυτό του αλόγου.

Σάτυροι και Μαινάδες

ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
: Οι Σάτυροι, όπως και οι Σειληνοί, θεωρούνταν ακόλουθοι και σύντροφοι του θεού Διόνυσου, τον οποίον, κατά την παράδοση, είχαν μεγαλώσει από παιδί. Αγαπημένη τους ασχολία ήταν το παίξιμο αυλού και κιθάρας, ο τρύγος και η ... μέθη, που συνοδευόταν με το κυνήγι των κοριτσιών ή των Νυμφών. Όλα αυτά μαζί συναποτελούσαν την προσωποποίηση της γονιμότητας της Φύσης. Στα διάφορα δραματικά έργα αλλά κα στην τέχνη, παρουσιάζονται θρασείς, πότες, ερωτομανείς αλλά και ιδιαίτερα φιλόμουσοι και χορευτές. Την ομηρική εποχή δεν γνωρίζουμε αν οι Σάτυροι είχαν εμφανιστεί με τα χαρακτηριστικά αυτά, πάντως ο μεγάλος επικός ποιητής, ο Όμηρος, δεν κάνει μνεία σ΄ αυτούς! Αντιθέτως, ο Ησίοδος τους μνημονεύει με τον όχι και τόσο κολακευτικό τίτλο "γένος των κηφήνων", μάλλον δίκαια, ενώ τους Σειληνούς τους αποκαλεί "ουτιδανούς αμηχανοέργους" (ανίκανους, τεμπέληδες). Κάποιοι ποιητές τους αποδίδουν και τους χαρακτηρισμούς, "σκιρτόποδες", επειδή χόρευαν με σκιρτήματα, "γλευκόποτες" (κρασοπότες), ή "κεραστές" (από τα κέρατα που έφεραν), ή “αιγίποδες” (=ραγοπόδαροι).

ΣΤΗ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: Στη δραματική ποίηση οι Σάτυροι αποτελούν τα κύρια πρόσωπα του λεγόμενου σατυρικού δράματος, από τους οποίους άλλωστε πήρε και την ονομασία του. Στο ποιητικό αυτό είδος οι Σάτυροι εμφανίζονται ντυμένοι με δέρματα τράγων και ονομάζονται "τράγοι". Στις περισσότερες αρχαίες παραστάσεις εμφανίζονται μαζί με τον Διόνυσο και τις Νύμφες, που όμως πολύ συχνά συγχέονται με τους Σειληνούς. Άλλωστε, μετά τον 4ο αιώνα π.Χ., στους Σάτυρους προστέθηκαν αυτιά, ουρά, οπλές αλόγου και παρέμειναν μόνο τα πόδια του τράγου.

Σάτυροι και Νύμφες
  ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΑΤΥΡΩΝ ΣΕΙΛΗΝΩΝ: Στην αρχαία ελληνική τέχνη επικράτησε οι μεν Σάτυροι να απεικονίζονται ως τραγόμορφοι νέοι, σε αντίθεση με τους Σειληνούς που απεικονίζονταν γέροι με αυτιά αλόγου. Το πιθανότερο είναι ότι Σάτυροι και Σειληνοί δεν έχουν κοινή προέλευση. Φαίνεται όμως ότι από τον θεό Πάνα, κοντά στο χώρο του οποίου βρίσκονται εγκατεστημένοι οι πρώτοι, πήραν την τραγοπόδαρη μορφή των κάτω άκρων τους. Στην αγγειογραφία, όπου και οι διαφορές είναι εμφανέστερες, οι ώριμοι Σειληνοί φέρονται φαλακροί, γενειοφόροι, γέροντες και προγάστορες (με μεγάλη κοιλιά), σε αντίθεση με τους Σάτυρους που φέρονται ως αγένειοι νέοι. Ο Πραξιτέλης τους παριστάνει περισσότερο εξευγενισμένους με πολύ μικρά, διακριτικά, κέρατα που προδίδουν όμως την ιδιότητά τους.

Ο ΟΡΟΣ ΣΗΜΕΡΑ: Στη σύγχρονη ελληνική λαϊκή έκφραση, η αναφορά σε Σάτυρο χαρακτηρίζει πρόσωπο που επιδιώκει ανήθικες ερωτικές συνευρέσεις, ή προβαίνει σε ασελγείς πράξεις.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

26.9.25

Ο Πάν από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Ο Πάν

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


Παν και Σύριγξ [Πουσέν]
  ΓΕΝΙΚΑ – ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Ο Πάνας (αρχ. Παν), στην αρχαία Ελληνική Μυθολογία ήταν μια ανθρωπόμορφη δευτερεύουσα θεότητα, στενά συνδεδεμένη με τη Φύση, τα ζώα και τους ανθρώπους, Για πολλούς μελετητές ο Παν θεωρείται προσωποποίηση της γενετικής δύναμης της ζωής. Συνδυάζοντας τον άνθρωπο και ζωικό παράγοντα, ο Πάνας εικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, συγκεκριμένα τράγου. Θεωρείτο προστάτης κτηνοτρόφων, κυνηγών και των αλιέων. Ζούσε σε σε χώρους της φύσης (όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές, κορυφές). Η λατρεία του, με την πάροδο του χρόνου, αναπτύχθηκε, παράλληλα με το δωδεκάθεο, σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και πέρα απ΄ αυτόν.

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ: Δεν υπάρχει, ίσως, καμιά άλλη θεότητα για την οποία να υπάρχουν τόσες, και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, εκδοχές περί της καταγωγής του. Έτσι, πολλοί πίστευαν πως ο Πάνας γεννήθηκε στο όρος Κυλλήνη της Πελοποννήσου και ήταν γιος του Ερμή και της Πηνελόπης, η οποία για πολλούς ταυτίστηκε μη τη σύζυγο του Οδυσσέα. Η Πηνελόπη, κατ΄αυτή την εκδοχή, μετέστη αργότερα στον ουρανό ως υφάντρια του ουράνιου πέπλου. Άλλοι [κυρίως στην Αρκαδία] πίστευαν ότι ο Ερμής είχε γιο τον Πάνα από τη Νύμφη Καλλιστώ1, που ήταν μία συνοδός της Αρτέμιδος. Την κλασική εποχή καταγράφεται η άποψη πως ο Παν ήταν γιος του Δία και της Καλλιστούς ή του Διός και της νύμφης Θύμβριδος. Τέλος άλλες απόψεις εμφανίζουν γεννήτορες του “τραγοπόδη” τον Ουρανό και τη Γαία, τον Αιθέρα και μια Νύμφη ή, τέλος τον Απόλλωνα και την Οινόη.

Αφροδίτη, Έρως & Πάν

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ: Πιθανότατα το ονόμα της θεότητας αυτής ετυμολογείται από τη από τη ρίζα “Πα” [= περιποιούμαι, φυλάσσω] και τα παραγόμενα “πάομαι” ήpasco” [λατ.] =βόσκω. Κάποιοι άλλοι μελετητές, όπως ο Μαξ Μύλλερ, δίνουν ερμηνεία από τη σανσκριτική λέξη «Παβάνα» (= άνεμος). Ίσως για αυτό ο Πάνας φέρεται να συμβολίζει το ελαφρύ άνεμο κατά τις πρωινές και απογευματινές ώρες [αύρα].

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ: Η εμφάνιση του Πάνα στον ελληνικό πανθεϊστικό Μύθο ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τις επικρατέστερη των παραδόσεων, γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας από μια Νύμφη. Μόλις τον αντίκρισε η μητέρα του ... τον εγκατέλειψε. Τρομαγμένη από τη μορφή που είδε να΄ χει το “παιδί” της, δηλαδή δύο κέρατα κατσικιού στο κεφάλι, μυτερά αυτιά, γένια(!) και τραγίσια πόδια, έσπευσε να απομακρυνθεί απελπισμένη. Ο Ερμής που αντιλήφθηκε τη σκηνή έσπευσε και προστάτευσε τον έκθετο Πάνα μετέφεροντάς τον στον Όλυμπο όπου και τον παρουσίασε στον Δία και τους άλλους Ολυμπίους, οι οποίοι και τον καλοδέχθηκαν. Στη συνέχεια ο Παν επέστρεψε και ανατράφηκε από τις αρκαδικές Νύμφες, οπότε και έγινε φίλος του Διονύσου.

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ”: Έκτοτε ο Παν εμφανίζεται πλέον ως προστάτης γεωργών, κτηνοτρόφων και των προϊόντων τους, φίλος του κρασιού και του γλεντιού. Ο Πάνας ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και ακούραστος εραστής οιουδήποτε(;) πλησίαζε το χώρο του, δηλαδή τη φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας2 ακόμη και αυτών. Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή, ενώ περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με το ποιμενικό του αυλό, τη λεγόμενη σύριγγα. Λέγεται μάλιστα ότι η “Σύριγξ” αυτή ήταν μια Νύμφη η οποία προκειμένου να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο Πάνας έκοψε απ΄ αυτή ανόμοια τεμάχια καλαμιού τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του. Οι ερωτικές του περιπέτειες που είχε με τις διάφορες Νύμφες είναι πολλές, σημαντικότερη των οποίων θεωρείται εκείνη της αποπλάνησης της Σελήνης, (που από πολλούς ερμηνευτές θεωρήθηκε ως μια ιδεατή ερμηνεία της Νέας Σελήνης και της εξαφάνισης του δίσκου της από το νυχτερινό ουρανό!).

  ΠΑΝ, ΜΑΧΗ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΚΑΙ ΠΑΝΙΚΟΣ: Ο πιο χαρακτηριστικός μύθος που αφορά στον Πάνα είναι ο θρύλος ότι στη μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες στρατιώτες επιτίθονταν στους Πέρσες με δυνατές και τρομακτικές φωνές, επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του "παν - παν - παν]. Οι αντίπαλοι ακούγοντάς αυτόν το φοβερό ήχο από χιλιάδες στόματα, κατελήφθησαν από πανικό [μια λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν] και υποχώρησαν!

Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ: Αρχικά, ως τοπική θεότητα, ο Πάνας λατρευόταν στην Αρκαδία, στο όρος που γεννήθηκε, ως ποιμενικός, δευτερεύων θεός, Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως η Αρκαδία λεγόταν και Πανία [γη]. Στο Λύκαιο υπήρχε ο αρχαιότερος ναός αφιερωμένος στον Πάνα και τη Σελήνη. Στα κλασικά χρόνια, στη Λυκόσουρα δημιουργήθηκε σημαντικός ναός του Πανός στον οποίο ασκούσαν, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, και τη μαντική τέχνη. Στη θέση Μέλπεια3, εκτός από τον ναό του Πανός βρέθηκαν πολυάριθμα πήλινα και χάλκινα ειδώλια [5ος και 6ος π.Χ. αι.] τα οποία πιθανόν υπήρξαν τάματα. Αργότερα η λατρεία του θεού μεταδόθηκε και στους αλιείς, οπότε και του δόθηκε το προσωνύμιο "Πάν Άκτιος", ενώ δημιουργήθηκαν παράλια ιερά σε αλιευτικούς λιμένες της Αρχαιότητας. Μετά τη μάχη του Μαραθώνα, ο Πάνας απέκτησε στην Αθήνα και τον χαρακτήρα πολεμικής θεότητας, οπότε πολλά σπήλαια της Αττικής και λόφοι πήραν το όνομά του. Μεταξύ αυτών το σπήλαιο της βορειοδυτικής πλευράς του βράχου της Ακρόπολης της Αθήνας, ένα άλλο στη Πάρνηθα, άλλο στο Μαραθώνα, τη Βάρη [το λεγόμενο "Σπήλαιο του Νυμφολήπτου ή Αρχεδήμου"], κ.ά. Σε όλα αυτά βρέθηκαν ανάγλυφα που παρουσιάζουν τον Πάνα, τον Ερμή και τις Νύμφες καθώς και πολλά αναθήματα. Επίσης το Πάνειο ή Πανείο όρος, βορειοανατολικά της Βάρης, καθώς και ο λόφος ο λεγόμενος σήμερα "Πανί" στη περιοχή Αλίμου ήταν αφιερωμένοι στον Πάνα. Ακόμη, ο Πάνας λατρευόταν στην Αίγινα, το Άργος, την Ψυττάλεια, τη Σικυώνα, την Τροιζήνα, ττον Ωρωπό, τη Μεγαλόπολη στο Κωρύκειο Άντρο4 και ιδίως στην Πιάνα5 της Αρκαδίας, όπου το χωριό πήρε την ονομασία του από το θεό. Εκεί υπάρχει και η σπηλιά του Πάνα, την οποία μπορεί κανείς να επισκεφτεί μόνο με τα πόδια ακολουθώντας ένα μονοπάτι. Τα ιερά δένδρα του Πανός ήταν η δρυς και η πίτυς (πεύκο). Σύμβολά του η σύριγγα και η σφενδόνη. Στις θυσίες που του πρόσφεραν περιλαμβάνονταν αγελάδες, κριάρια και πρόβατα καθώς γάλα και μέλι. Η λατρεία όμως του Πάνα αποδεικνύεται και εκτός ελλαδικού χώρου. Συγκεκριμένα στην Χέμμιν της Αιγύπτου, που οι Έλληνες ονόμαζαν "Πανόπολη", ο Πάν ταυτιζόταν με τον θεό Μιν. Στη Ρώμη, αργότερα συνδυάστηκε με τον Λούπερκο, προς τιμή του οποίου γίνονταν η εορτή των Λουπερκάλιων.

 

Παν και Νύμφες.
  Ο ΠΑΝ ΣΤΟΥΣ ΟΡΦΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΤΩΙΚΟΥΣ: Κατά την Ελληνιστική Περίοδο, οι Στωικοί φιλόσοφοι και κυρίως οι Ορφικοί φιλόσοφοι, ανήγαγαν τον Πάνα ως θεό του "σύμπαντος κόσμου" (εκ του παν = όλος, σύμπαν) και ιδεατή προσωποποίηση της Φύσης και των δυνάμεών της. Στους δε ύστερους χρόνους ο Παν θεωρήθηκε μια θνητή, πιθανώς άυλη ή πνευματική μορφή. Με την έλευση μάλιστα του Χριστιανισμού, η μορφή του Πανός, αντί της ιδεατής μέχρι τότε μορφής της υπαίθριας ζωής, υιοθετήθηκε ως μορφή του διαβόλου ή Σατανά.

ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ: Ο θεός Πάν κατέχει σημαντική θέση στην αρχαία τέχνη που απεικόνισε τις διάφορες ασχολίες του και τις ερωτικές σκηνές με τους Σατύρους, τον Ερμή και τον Διόνυσο. Σε αττικά αγγεία των κλασικών χρόνων, σε ανάγλυφα εδώλια, νομίσματα, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, και σε σαρκοφάγους των ρωμαϊκών χρόνων, ο Παν κατέχει περίοπτη θέση. Σημαντικοί γλύπτες της αρχαιότητας άντλησαν θέματά τους από τον Πάνα, πως ο Πραξιτέλης και ο Ζεύξις. Χαρακτηριστικό είναι το σύμπλεγμα του Πάνα που εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, όπου η Αφροδίτη απειλεί τον Πάνα με το σανδάλι της [ρωμαϊκό αντίγραφο]. Στους νεότερους χρόνους ο Πάνας συνέχισε ν΄ αποτελεί έμπνευση διαφόρων καλλιτεχνών όπως των: Ρούμπενς, Πικάσο, Πουσέν, Ρομάνο, Ροντέν, κ.ά.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. Αυτή που τελικά μεταμορφώθηκε σε αρκούδα και μετέστη στον ουρανό με τη μορφή της Μεγ. Άρκτου.

2. Ο μύθος του Πανός ουσιαστικά δείχνει να θεωρεί πράξεις, όπως τον αχαλίνωτο συνουσιασμό οιασδήποτε μορφής, ακόμη και την κτηνοβασία, ως κάτι το ...επιτρεπτό! Γι΄αυτό και ορισμένες πτυχές του αρχαίου πανθέου και της ειδωλολατρίας φαίνεται να επιβραβεύουν ακόμη και παθολογικές εκτροπές! Έτσι, ο αρχαίος πρόγονός μας, μη έχοντας γνωρίσει τα σπουδαία πνεύματα της ελληνικής φιλοσοφίας, ούτε την ορθή πίστη, ειδικότερα ο ημιμαθής ή αμαθής “επαρχιώτης”, θα μπορούσε συχνά χωρίς ενδοιασμό να “παρακολουθεί” τις πράξεις των “θεών” ... μιμούμενος αυτούς!

3. Η Μέλπεια, ήταν μικρή πόλη στην Αρκαδία, αλλά σήμερα η σύγχρονη Μέλπεια διοικητικά ανήκει στον νομό Μεσσηνίας. Βρισκόταν κοντά στη Λυκοσούρα. Στην περιοχή της πολίχνης υπήρχε ιερό του Πανός. Το όνομα της προέρχεται από την νύμφη Μέλπεια, ακόλουθο του τραγοπόδαρου θεού. Η θέση της αρχαίας πολίχνης δεν έχει πιστοποιηθεί αρχαιολογικά. Διαβάζουμε σχετικά με την πόλη στα “Αρκαδικά” του Παυσανία: “τῆς Λυκοσούρας δέ ἐστιν ἐν δεξιᾷ Νόμια ὄρη καλούμενα, καὶ Πανός τε ἱερὸν ἐν αὐτοῖς ἐστι Νομίου καὶ τὸ χωρίον ὀνομάζουσι Μέλπειαν, τὸ ἀπὸ τῆς σύριγγος μέλος ἐνταῦθα Πανὸς εὑρεθῆναι λέγοντες. κληθῆναι δὲ τὰ ὄρη Νόμια προχειρότατον μέν ἐστιν εἰκάζειν ἐπὶ τοῦ Πανὸς ταῖς νομαῖς, αὐτοὶ δὲ οἱ Ἀρκάδες νύμφης εἶναί φασιν ὄνομα”.

4. Eντυπωσιακό σπήλαιο παγκοσμίου φήμης στη ΝΔ πλευρά του Παρνασσού. Ονομάζεται και Σαρανταύλι ή σπήλαιο του Πανός.

5. Η Πιάνα είναι ένα ιστορικό χωριό, παραδοσιακός οικισμός, της Αρκαδίας. Βρίσκεται κοντά στα ερείπια της αρχαίας πόλης Διπαίας. Υπάγεται στην επαρχία Μαντινείας, ενώ σήμερα αποτελεί Δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Τριπόλεως.

13.9.25

Ο μυθικός θεός Αχελώος από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Ο μυθικός θεός Αχελώος

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


   

  ΘΕΪΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗΟ Όμηρος τοποθετεί τον Αχελώο, χρονικά, πριν από τον Ωκεανό. Μάλιστα κατά τον ίδιο επικό ποιητή, όλες οι θάλασσες, οι πηγές και τα νερά που πηγάζουν από την γη προέρχονται από αυτόν. Αντιθέτως, ο Ησίοδος συγκαταλέγει τον Αχελώο στις ποτάμιες θεότητες, που ήταν τέκνα της Τηθύος και του Ωκεανού. Κατά τους αρχαίους μυθογράφους, κόρες του ήταν οι Σειρήνες, οι Νύμφες και πολλές θεότητες των πηγών, όπως η Κασταλία, η Καλλιρρόη, κ.ά.

ΜΟΡΦΕΣ: Ο Αχελώος είχε αρκετές μορφές. Συνήθως απεικονίζεται από την μέση και κάτω σαν ψάρι, γενειοφόρος με κέρατα στο κεφάλι του. Άλλες μορφές του ποτάμιου αυτού θεού ήταν σαν φίδι, σαν ταύρος και σαν ανθρωπόμορφο ον με κεφάλι ταύρου που από τα γένια του έτρεχαν πολλά νερά (ανθρωπομορφικές όψεις του ποταμού, όπως στην εικόνα από το ρωμαϊκό μωσαϊκό στο Ζεύγμα1 που παρουσιάζουμε πιο κάτω). Το μόνο βέβαιο είναι πως στις περισσότερες μορφές του ο Αχελώος φάνταζε ως ένα άσχημο τέρας.

ΑΧΕΛΩΟΣ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΗΣ: Ο Ηρακλής, κάποτε, για χάρη της Δηιάνειρας ήρθε σε σύγκρουση με τον Αχελώο. Ο Ηρακλής, λοιπόν, όταν πήγε στον Άδη για να αιχμαλωτίσει τον Κέρβερο, συνάντησε τον Μελέαγρο, αδελφό της Δηιάνειρας, και γιο του Οινέα. Αυτός του ζήτησε σαν χάρη να παντρευτεί την αδελφή του. Ο ήρωας δεν αθέτησε την υπόσχεση του και πήγε στην Καλυδώνα, έδρα του βασιλιά Οινέα. Εκεί όμως, επίμονα ο Αχελώος ζητούσε την κόρη του Οινέα παίρνοντας διάφορες μορφές. Ο Ηρακλής τον προκάλεσε σε μάχη, όπου ο ποτάμιος θεός, παρά τις συνεχείς μεταμορφώσεις του, έχασε. Τότε ο Ηρακλής του απέκοψε το δεξί του κέρατο (έκλεισε τη μία εκβολή του ποταμού) και από το αίμα που έρρευσε γεννήθηκαν οι Σειρήνες. Το κομμένο αυτό κέρατο δεν το κράτησε ο Ηρακλής. Ο Αχελώος σε αντάλλαγμα του έδωσε το κέρας της Αμάλθειας [που συμβολίζει το νέο πλούσιο γόνιμο έδαφος] το οποίο στην συνέχεια ο ήρωας δώρισε στον Οινέα. Έτσι, λοιπόν, με αποδυναμωμένο και ηττημένο τον Αχελώο, ο Ηρακλής νυμφεύθηκε την Δηιάνειρα. Βέβαια ο μύθος αυτός, κατά τον Διόδωρο και το Στράβωνα, ερμηνεύει τις προσπάθειες των εκεί αρχαίων κατοίκων να τιθασεύσουν την ορμή του ποταμού (κέρας) περιφράσσοντάς τον με μεγάλα έργα (μεταμορφώσεις ποταμού) και να τον μετατρέψουν σε γόνιμο ποταμό [πράγμα που συμβολίζει κι ο γάμος του Ηρακλή].

 

Αχελώος και Ηρακλής
  ΟΙ ΕΧΙΝΑΔΕΣ: Στις εκβολές του ποταμού υπάρχουν τα νησιά Εχινάδες. Σύμφωνα με τον μύθο αυτές υπήρξαν κάποτε Νύμφες, αλλά επειδή ξέχασαν να τιμήσουν τον Αχελώο, ο ποτάμιος θεός θύμωσε και τις μεταμόρφωσε σε νησιά!

  Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε πως ο ποτάμιος θεός Αχελώος εικονίζεται ως κερασφόρος σε νομίσματα των Ακαρνάνων και των Μεταποντίων.

ΠΑΡΑΘΕΜΑ: [Για τις μεταμορφώσεις του Αχελώου]. Σοφοκλής: Τραχίνιαι: “μνηστήρ γαρ ἦν μοι ποταμός, Ἀχελῷον λέγω, ὅς μ᾽ ἐν τρισίν μορφαῖσιν ἐξῄτει πατρός, φοιτῶν ἐναργὴς ταῦρος, ἄλλοτ᾽ αἰόλος δράκων ἑλικτός, ἄλλοτ᾽ ἀνδρείῳ κύτει βούπρῳρος· ἐκ δὲ δασκίου γενειάδος κρουνοὶ διερραίνοντο κρηναίου ποτοῦ.”

konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. Το Ζεύγμα ήταν αρχαία ελληνιστική πόλη στη σημερινή νότιο ανατολική Τουρκία. Το 80% του αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται από το 2000 βυθισμένο στη τεχνητή λίμνη που σχηματίστηκε από το νεοοθωμανικό τερατούργημα του φράγματος Μπιρετσίκ. Η περιοχή εκείνη την εποχή ήταν τμήμα της Άνω Συρίας, ανήκε στο βασίλειο των Σελευκιδών και για ένα διάστημα στο βασίλειο της Κομμαγηνής, πριν περάσει στα χέρια των Ρωμαίων. Από το Ζεύγμα προέρχεται και η μωσαϊκή αναπαράσταση του Αχελώου στην πρώτη εικόνα του άρθρου

29.8.25

Ο [μυθικός] Ήλιος από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Ο [μυθικός] Ήλιος

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα



  ΓΕΝΙΚΑ
: Στην Μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων ο Ήλιος ήταν προσωποποιημένος ως θεότητα. Μάλιστα, ο Όμηρος τον ταυτίζει με τον Τιτάνα Υπερίωνα. Άλλες, όμως, μυθικές πηγές αναφέρουν πως ο Ήλιος ήταν γιος του Υπερίωνα και της θεότητας Θείας. Ο Ήλιος οδηγούσε καθημερινά το πύρινο άρμα του στον ουρανό. Εμφανίζεται με δύο αδελφές, την Σελήνη και την Ηώ, που ηταν η θεότητα του λυκαυγούς [ανατολής-χαραυγής]. Ο Ήλιος αναφερόταν συχνά και με το επίθετο Ήλιος Πανόπτης (αυτός που βλέπει τα πάντα). Πολλοί πιστεύουν πως με την πάροδο των ετών ο Απόλλων, ως Ολύμπιος θεός, πήρε τη “θέση” του Ήλιου κι έγινε έτσι ο ηλιακός θεός. Ο αντίστοιχος θεός του Ηλίου στην Ρωμαϊκή μυθολογία ήταν ο Σολ.

ΞΕΤΥΛΙΓΟΝΤΑΣ ΜΥΘΟΥΣ: Η γνωστότερη ιστορία στην οποία συμμετέχει ο Ήλιος είναι αυτή του γιου του, Φαέθοντα, ο οποίος σκοτώθηκε οδηγώντας το ηλιακό άρμα [έχουμε αναφερθεί εκτενώς σ΄ αυτόν στη σχετική ενότητα]. Στην ομηρική Οδύσσεια, ο Οδυσσέας και το λιγοστό του, ήδη, πλήρωμα, κατέφτασαν σε ένα νησί, αφιερωμένο στον θεό Ήλιο, τον οποίο η μάγισσα Κίρκη ονομάζει Υπερίωνα. Εκεί φυλάσσονταν τα ιερά βόδια του Ηλίου. Παρόλες τις προειδοποιήσεις του Οδυσσέα, οι άντρες του ασεβώς σκότωσαν και έφαγαν μερικά από αυτά. Οι φύλακες του νησιού, κόρες του Ηλίου [Ηλιάδες], το είπαν στον πατέρα τους και αυτός κατέστρεψε το πλοίο τους και όλους τους άντρες εκτός από τον Οδυσσέα.


ΛΑΤΡΕΙΑ-ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ
: Ο Ήλιος λατρευόταν κυρίως στην Πελοπόννησο, ενώ στη Ρόδο κάθε χρόνο διοργανώνονταν γυμνικοί αγώνες προς τιμήν του. Το νησί πιστευόταν πως το ανέσυρε από τη θάλασσα ο Ήλιος. Σ’ αυτόν, άλλωστε, ήταν αφιερωμένος και ο Κολοσσός της Ρόδου. Ο Σωκράτης απολογούμενος αναφέρει κάποτε τον θεό Ήλιο στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι είναι θεοσεβούμενος. Ο Ήλιος απεικονιζόταν συχνά ως φωτοστεφανωμένος νεαρός σε άρμα, φορώντας έναν μανδύα και με μία υδρόγειο και ένα καμουτσίκι. Οι κόκορες, που προαναγγέλλουν την εμφάνισή του κάθε πρωινό, και οι αετοί που διασχίζουν ψηλά τον ουρανό, συνδέονταν με τον Ήλιο.

ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΡΩΜΗ: Ο αντίστοιχος του Ηλίου στην Ρωμαϊκή μυθολογία ήταν ο Σολ. Λατρευόταν ως θεός Σολ Ιντίγκες. Αργότερα [Αυτοκρατορική Εποχή], ο αυτοκράτορας Ηλιογάβαλος εισήγαγε από την Συρία τη λατρεία του Σολ Ινβίκτους (Sol Invictus, “ο ανίκητος Ήλιος”).


ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΛΩΝ
: Κι ενώ ο Όμηρος, όπως προείπαμε, διακρίνει τον Απόλλωνα από τον Ήλιο, παρουσιάζοντας τον πρώτο με ασημένιο (και όχι χρυσό) τόξο, μέχρι τους Ελληνιστικούς χρόνους ο Απόλλωνας είχε συνδεθεί πια στενά θρησκευτικά με τον ήλιο. Το επίθετό του, Φοίβος, αποδόθηκε αργότερα. Οι παλαιότερες αναφορές στον Απόλλωνα ως ταυτοποιημένο με τον θεό Ήλιο εμφανίζονται στα λιγοστά διασωθέντα αποσπάσματα του έργου “Φαέθων”, του Ευριπίδη. Στο δράμα αυτό, ο Ήλιος φαίνεται, αρχικά, να παρουσιάζεται ως ξεχωριστός από τον Απόλλωνα, αλλά κοντά στο τέλος του έργου η Κλυμένη, μητέρα του Φαέθοντα, θρηνεί το χαμό του παιδιού της από τον Ήλιο λέγοντας πως οι άνθρωποι ορθώς και κυριολεκτικώς τον αποκαλούν Απόλλωνα [με τη σημασία Απολλύων =Καταστροφέας]. Η ταύτιση Ηλίου-Απόλλωνα εμφανίζεται ωστόσο και νωρίτερα σε φιλοσοφικά κείμενα του Παρμενίδη, του Εμπεδοκλή, των Ορφικών, αλλά και του Πλουτάρχου. Ο Ψευδο-Ερατοσθένης, μάλιστα, γράφει για τον Ορφέα: “Έχοντας πάει κάτω στον Άδη για τη σύζυγό του και βλέποντας τι είδους πράγματα υπήρχαν εκεί, δεν συνέχισε να λατρεύει το Διόνυσο, αλλά πίστεψε πως ο Ήλιος είναι ο μεγαλύτερος των θεών, ο Ήλιος στον οποίο επίσης απευθυνόταν ως Απόλλωνα. Ξυπνώντας κάθε νύχτα γύρω στα χαράματα και ανεβαίνοντας στο βουνό Παγγαίον περίμενε την ανατολή του ηλίου, ώστε να τον δει πρώτος. Γι´ αυτό, ο Διόνυσος, οργισμένος μαζί του, έστειλε τις Βασσαρίδες [Μαινάδες], όπως αναφέρει ο Αισχύλος οι οποίες τον ξέσκισαν και διασκόρπισαν τα μέλη του. Πάντως, στα μυθολογικά κείμενα Απόλλων και Ήλιος είναι σχεδόν παντού ξεχωριστοί. Ο θεός Ήλιος, ο γιος του Υπερίωνα, με το ηλιακό του άρμα, αν και συχνά αποκαλείται Φοίβος δεν αποκαλείται Απόλλων. Οι Ρωμαίοι ποιητές συχνά αναφέρονταν στον θεό Ήλιο ως Τιτάν. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε πως κι ο Ασκληπιός και ο Διόνυσος κάποιες φορές ταυτοποιούνται επίσης με αυτόν τον Απόλλωνα Ήλιο.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com


1.8.25

Οι Κάβειροι από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο - συγγραφέα

 

Οι Κάβειροι

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο - συγγραφέα



ΓΕΝΙΚΑ
: Οι Κάβειροι (ΚάFειροι) ήταν θεότητες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας προερχόμενοι από προελληνική, πιθανώς πελασγική ή φοινικική θρησκεία. Λέγονταν επίσης και «Μεγάλοι θεοί». Οι θεοί αυτοί ήταν τέσσερις ή κατ΄ άλλους τρεις και ταυτίσθηκαν άλλοτε με τον Δία, την Αθηνά, την Δήμητρα και άλλοτε με τον Ήφαιστο [ως «Αξιόκερσος»], την Δήμητρα [ως «Αξίερος»] την Περσεφόνη ως «Αξιόκερσα» και τον Ερμή ως «Καδμίλο» ή «Κασμίλο». Άλλοτε παρουσιάζονταν ως γιοι και κόρες του Δία, άλλοτε του Ηφαίστου εκ της Καβείρας κλπ. Κύριο χαρακτηριστικό όμως των θεοτήτων αυτών ήταν ότι λατρεύονταν δια μυστηρίων, δηλαδή κατόπιν μύησης, στις οποίες δεν έλειπε ποτέ η Δήμητρα και ότι δεν τους προσφωνούσαν με τα ονόματά τους αλλά απλώς ως θεούς (μεγάλους, δυνατούς και ισχυρούς). Ο Στησίμβροτος από τη Θάσο, τον οποίο αναφέρει και ο Στράβων υποστήριζε ότι οι Κάβειροι προέρχονταν από το βουνό Κάβειρο της Φρυγίας όπου επίσης υπάρχει και πόλη Καβειρία και Κάβειρα στον Πόντο. Επίσης άλλοι υποστηρίζουν ότι οι δαίμονες αυτοί ήρθαν από την Φοινίκη (απ΄όπου είχε έρθει κατά μία εκδοχή ο Κάδμος). Τέλος άλλοι λένε ότι οι Κάβειροι είναι θεότητες που έρχονται από την Αίγυπτο με τον Κάδμο που έζησε πρώτα στη Μέμφιδα κι ύστερα στην Τύρο της Φοινίκης. Οι χριστιανοί συνέδεσαν το όνομα των Καβείρων [ή Κορυβάντων] με φόνους και ταφές. Λεγόταν ότι οι δύο αδελφοί Κορύβαντες σκότωσαν τον τρίτο και για να μην αποκαλυφθούν τον έθαψαν στις πλαγιές του Ολύμπου, ολόκληρο το σώμα ή μόνο το κεφάλι του που το σκέπασαν με κόκκινο πανί. Αυτός ο τρίτος αδελφός ονομαζόταν Κάβειρος και αυτόν επικαλούνταν με θυσίες αίματος οι Θεσσαλονικείς των πρώτων μ.Χ. αιώνων (Κλήμης Αλεξ. Προτρεπτικός, II, 19, 1.3.4.). Κέντρο της λατρείας των Καβείρων ήταν κυρίως η Σαμοθράκη και άλλα νησιά του βορείου Αιγαίου [Ίμβρος, Λήμνος, Θάσος] και οι Θρακικές και Μακεδονικές ακτές. Αργότερα ιερά των Καβείρων βρίσκονται και στη κυρίως Ελλάδα, όπως στη Βοιωτία. Από τους Έλληνες ποιητές πρώτος τους αναφέρει ο Πίνδαρος. Οι ήρωες του Τρωικού Πολέμου αλλά και οι Βασιλικές οικογένειες της Μακεδονίας φέρονται ως μυημένοι στα μυστήρια αυτά. Αναφορές στα ομηρικά έπη μας δείχνουν ότι ο Αγαμέμνονας και ο Οδυσσέας, ανήκαν στον κύκλο των μυημένων αυτών των μυστηρίων. Σύμφωνα με την παράδοση πατέρας των Καβείρων ήταν ο Ήφαιστος και μητέρα τους η Κάβειρα. Εκτός από θεότητες της φωτιάς, θεωρούνταν και υπόγειοι δαίμονες, επειδή ενεργούσαν απο τα βάθη της γής ως "Μεσίτες" θεοί. Ονόματα των Καβείρων που σώθηκαν: Αξιόκερσος, Αξίερος, Αξιόκερσα και Καδμίλος ή Κάδμιλος ή Κασμίλος.


ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ – ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ
: Ο Ήφαιστος με τη Νύμφη Καβειρώ έκαναν ένα παιδί. Τον Καδμίλο. Ο Καδμίλος [το όνομα θυμίζει τον Κάδμο, δίνοντας μεγάλες πιθανότητες στη Φοινίκη, ως τόπο προέλευσης της θρησκείας], με τη σειρά του γέννησε τρεις γιους, τους Κάβειρους. Αυτά τα υποχθόνια πνεύματα της θάλασσας, της γης και της φωτιάς, οι τότε κάτοικοι της Λήμνου τα αναπαριστούσαν με το σφυρί και τη λαβίδα του μεταλλουργού, θυμίζοντας πολύ τους Τελχίνες. Η μορφή τους κοσμούσε διάφορα καλλιτεχνήματα της εποχής. Η λέξη Κάβειρος πιθανόν να προέρχεται απ' το σημιτικό “καβιρίμ”, που σημαίνει ισχυρος, δυνατός. Το καβίρ στην αραβική γράφεται Kebir ενώ στα σανσκριτικά το Kawiras σημαίνει επίσης μεγάλος. Από την άλλη πλευρά όμως κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό το όνομα είναι ελληνικό και φαίνεται από το ρήμα καίω (καίειν – ΚαFeiροι), εφόσον και οι Κάβειροι έχουν σχέση με τη φωτιά ως τέκνα του Ήφαιστου. Λέγονταν και Καρκίνοι, μιας και οι λαβίδες του σιδηρουργού παρέπεμπαν στα γνωστά μας καβούρια.


ΤΑ ΚΑΒΕΙΡΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ
: Ήταν η ετήσια γιορτή προς τιμήν των Καβείρων, στο ομώνυμο ιερό τους που σήμερα βρίσκεται Β.Α. της Σαμοθράκης. Η τελετή εικάζεται πως είχε σχέση με την αναγέννηση της φύσης και τη γονιμότητα της γης. Για εννέα μέρες που διαρκούσε η γιορτή και μέχρι να φτάσει το πλοίο με την “ιερή φλόγα” από τη Δήλο, οι φωτιές και οι εστίες παρέμεναν σβηστές σε όλο το νησί. Με την υποδοχή του φωτός η ζωή επανερχόταν αμέσως στον κανονικό της ρυθμό. Οι μη μυημένοι απαγορευόταν να προσεγγίσουν στο ιερό των Καβείρων και η ανυπακοή τιμωρούνταν με θάνατο. Λέγεται πως η Ολυμπία, η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν μία εκ των διασημότερων μυστών των Καβείριων μυστηρίων. Κατά τον Ηρόδοτο οι Πελασγοί ίδρυσαν τα Καβείρια. Ο ίδιος ο μεγάλος ιστορικός, όπως και ο βασιλιάς της Σπάρτης Λύσανδρος είχαν μυηθεί στα μυστήρια της Σαμοθράκης. Η διαφορά από τα άλλα μεγάλα κέντρα Μυστηρίων της Ελλάδος ήταν η μεγάλη εμβέλεια που είχαν αλλά και το ότι σ΄ αυτά μπορούσαν να συμμετέχουν άνθρωποι χωρίς διάκριση φυλής, κοινωνικής τάξης και φύλου. Και αυτά τα Μυστήρια αποτελούνταν από διάφορους βαθμούς μύησης και διαιρούνταν σε Μικρά και Μεγάλα Μυστήρια. Έχουμε κι εδώ τη λατρεία της Μεγάλης Θεάς [Αξίερος] που συσχετιζόταν με ιερούς βράχους πάνω στους οποίους γίνονταν προσφορές ή θυσίες. Αργότερα οι Έλληνες ταύτισαν την Αξίερο με τη Δήμητρα. Την έλεγαν επίσης Ηλέκτρα ή Αλέκτρα, Οδηγήτρια (Αλέκ σημαίνει προστάτης και στη δωρική διάλεκτο έχει σχέση με το φως, όπως την ίδια ρίζα έχει και το όνομα του Αλέξανδρου). Ο αντίστοιχος αρσενικός θεός ήταν ο Κάδμιλος που αργότερα κι αυτός ταυτίστηκε με τον Ερμή.

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ - ΕΞΑΠΛΩΣΗ: Ο Κάδμιλος σε μία στήλη κρατά το κηρύκειο όπου μέσα υπάρχουν δύο μεγάλα φίδια που συμβόλιζαν τα δύο κοσμικά πνεύματα τους Καβείρους που τους αναπαριστούσαν σαν δύο δίδυμους αδελφούς, ιθυφαλλικούς και γυμνούς. Οι Έλληνες τους ταύτισαν με τους Διόσκουρους, τους Δίδυμους γιους του Δία τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη. Οι δύο αρχικές θεότητες είχαν κυρίως χθόνιο χαρακτήρα. Η μία είναι ο θεός του κάτω κόσμου και η άλλη η σύζυγός του που οι Έλληνες αργότερα ταύτισαν με τον Άδη [Πλούτωνα] και την Περσεφόνη. Στην προελληνική γλώσσα λέγονται Αξιόκερσος και Αξιόκερσα. Οι χαρακτήρες όμως των Καβείρων αλλά και ο αριθμός τους είναι διαφορετικοί από τόπο σε τόπο. Έτσι, στη Λήμνο και στη Μακεδονία λατρευόταν μία τριάδα, ενώ στη Θήβα ένα ζευγάρι αρσενικών θεών, ο Κάβειρος κι ο Παις. Τα ονόματά τους όμως οι πιστοί δεν τα πρόφεραν, αλλά απλώς τους ονόμαζαν «Άνακτες», όπως στην Ελευσίνα οι «Θεοί». Το δε πρόθεμα «άξιος» σήμαινε «άγιος». Η μεγαλύτερη εξάπλωση αυτών των Μυστηρίων άρχισε τον 3ο π.Χ αι., εξαιτίας της εύνοιας που επέδειξαν προς τα μυστήρια αυτά οι Μακεδόνες βασιλείς. Στην Όλυνθο της Χαλκιδικής βρέθηκε επιγραφή που υποδηλώνει συντελεί ότι εκεί υπήρχε ναός των Καβείρων. Επίσης νομίσματα της Θεσσαλονίκης έφεραν την επιγραφή ΚΑΒΕΙΡΟΣ, ενώ άλλα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΚΑΒΕΙΡΟΙ. Ακόμη στη Θεσσαλονίκη γίνονταν γιορτές και αγώνες με τα ονόματα Καβείρια Πύθια και Καβείρια επινίκια.


Η ΜΥΗΣΗ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΤΕΣ
: Ο Θέωνας ο Σμυρναίος συγγραφέας του 2ου μ.Χ αι. υποστηρίζει πως η μύηση στα Καβείρια αποτελούνταν από πέντε μέρη που είναι τα εξής: Καθαρμός, Παράδοση της τελετής, Εποπτεία Ανάδεση στεφάνων και τέλος Τελειοποίηση και ευδαιμονία! Η λειτουργία των Καβειρίων άρχιζε με την δοκιμασία της προηγούμενης διαγωγής τους. Η εξομολόγηση ήταν υποχρεωτική καθαρίζοντας ψυχικά τους υποψήφιους. Κατά τη μύηση έβαζαν τον υποψήφιο πάνω σε θρόνο, γι΄ αυτό και η μύηση ονομαζόταν θρονισμός. Στο κεφάλι του μυούμενου έβαζαν στεφάνι ελιάς και γύρω από την κοιλιά μία κόκκινη λωρίδα [θυμίζει λίγο... ελευθεροτέκτονες!] που θα τον προφύλαγε(;) από κάθε κίνδυνο. Μετά ακολουθούσε ο ιερός χορός, όπου οι μυημένοι χόρευαν γύρω του. Στο ιερατείο των Καβειρίων υπήρχαν οι εξής: Ο Κόης ή Κοίης που ήταν ο εξομολογητής ιερέας, οι Ανακτοτελεστές που αποφάσιζαν ποιοι απ΄ αυτούς που προσέρχονταν ήταν άξιοι να μυηθούν και η Λουτροφόρος που ήταν ιέρεια που ήταν υπεύθυνη για τους καθαρμούς των υποψηφίων. Οι μυήσεις γίνονταν σε ορισμένη εποχή του χρόνου και διαρκούσαν 9 ημέρες. Σ' αυτή τη χρονική διάρκεια έσβηναν όλα τα φώτα στο νησί και πένθος απλωνόταν σε όλο το νησί. Νηστεία και θρήνος ήταν οι εκδηλώσεις του πένθους μέχρι να έρθει το καινούριο φως από το ιερό νησί της Δήλου. Το φως το έφερναν με πλοίο. Αν το πλοίο ερχόταν νωρίτερα περιφερόταν ανοιχτά του νησιού. Όταν έφτανε η στιγμή, το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι, οι άνθρωποι έπαιρναν το φως πιστεύοντας ότι έτσι καθαρμένοι από κάθε κακό έμπαιναν σε καινούρια ζωή, αναγεννιόντουσαν κάνοντας μια νέα αρχή. Στη συμβολική τέλεση των μυστηρίων έχουμε την θυσία και ανάσταση του Καδμίλου ο οποίος αργότερα νυμφεύεται τη χαμένη Κόρη. Αναστημένος πια ο Καδμίλος τελεί τον ιερό γάμο που είναι και το μεγάλο μυστήριο. Σε ετρουσκικά αγγεία τη θυσία του Καδμίλου την κάνουν αδέλφια του οι Κάβειροι και στην ανάσταση που την κάνει ο Ερμής παρευρίσκονται μόνο τα αδέλφια του. Στα Καβείρια θάβεται το αρσενικό όπως σε όλα τα μυστήρια της Μέσης Ανατολής ενώ στην Ελευσίνα θάβεται η Περσεφόνη. Στα Καβείρια ο θνήσκων θεός είναι αρσενικός που συμβολίζει τον σπόρο που πεθαίνει σαπίζοντας για να δώσει νέα ζωή. Τα Καβείρια Μυστήρια, κατά τον Διόδωρο το Σικελιώτη, στην λειτουργία τους είχαν σκοπό την ηθικοποίηση των ανθρώπων: «.οι μυούμενοι γίνονταν ευσεβέστεροι, δικαιότεροι και κατά πάντον καλύτεροι». Επίσης σε αυτά γίνονταν και διδασκαλίες για τη γέννηση του κόσμου και του ανθρώπου. Δηλαδή πέρα από τη λατρεία τους και τη θρησκευτική τους υπόσταση είχαν και τον χαρακτήρα της κοινωνικής αρετής όπως άλλωστε όλα τα μυστήρια (είτε ήταν μικρά ή τοπικά είτε ήταν μεγάλα) της αρχαίας Ελλάδας [αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές απ' αυτές τις “ιερές πρακτικές” τις ακολουθούν ακόμη και σήμερα διάφορα νεο παγανιστικά – ειδωλολατρικά ρεύματα αλλά και αποκρυφιστικοί - “φιλοσοφικοί” όμιλοι και “στοές”!!].

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com 

Σημ. Οι εικόνες είναι από το ιερό των Καβείρων στη Σαμοθράκη






ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο Κερκέζος του Ιωάννη Κονδυλάκη Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

  Ο Κερκέζος του Ιωάννη Κονδυλάκη  Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου   Εἰς τοῦ Σαϊτονικολῆ ἐμοίραζαν τοὺς πρώτους ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....