Ετικέτες - θέματα

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μυθολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μυθολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

12.12.25

Οι Ιδαίοι Δάκτυλοι από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Οι Ιδαίοι Δάκτυλοι

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


   

   ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΟΝΟΜΑΣΙΑ: Οι Ιδαίοι Δάκτυλοι ήταν, κατά την Ελληνική Μυθολογία, δαίμονες που κατάγονταν από το βουνό Ίδη της Κρήτης ή της Φρυγίας. Αποτελούσαν, στην αρχική διάσταση του μύθου, την ακολουθία της μητέρας των θεών, είτε της Ρέας είτε της Κυβέλης. Τους ονόμασαν “Δακτύλους” επειδή ήταν πέντε τον αριθμό, όσα δηλαδή και τα δάκτυλα του ενός χεριού, ή ίσως επειδή ήταν πολύ επιδέξιοι στα χέρια, ιδίως ως προς την κατεργασία των μετάλλων, πράγμα που τους ταυτίζει με τον μυθικό λαό των Τελχινών. Άλλοι αρχαίοι συγγραφείς ετυμολογούν το όνομά τους “Δάκτυλοι”, επειδή όταν τους γέννησε η μητέρα τους (που ήταν η Ρέα ή η Αχχιάλη), έμπηξε από τους πόνους του τοκετού τα δάχτυλά της στο χώμα. Τέλος, υπάρχει και η άποψη ότι εκλήθησαν μ΄ αυτό το όνομα γιατί γεννήθηκαν από τη σκόνη που έριξαν πίσω τους με τα δάχτυλά τους οι τροφοί του Δία.

ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΑΚΤΥΛΟΥΣ: Αναφέρονται και περισσότεροι από 5 Δάκτυλοι, μέχρι και 15. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, απλώς οι εκατό πρώτοι άνδρες που γεννήθηκαν ποτέ στην Κρήτη ονομάσθηκαν «Ιδαίοι Δάκτυλοι». Οι Δάκτυλοι υποτίθεται ότι βρήκαν και κατεργάσθηκαν πρώτοι τον σίδηρο, φέρνοντας στο νου μας τον ανάλογο μύθο για τους Τελχίνες της Ρόδου. Άλλες πηγές τους αποδίδουν και την καθιέρωση των Μυστηρίων, συγχέοντάς τους με τους Καβείρους της Σαμοθράκης. Σύμφωνα με την κυρίαρχη παράδοση, που τους ταυτίζει με τους Κουρήτες, στους Δακτύλους εμπιστεύθηκε η Ρέα τη φύλαξη του βρέφους της, του θεού Δία, στην προσπάθειά της να γλιτώσει το τέκνο της από τις άγριες διαθέσεις του Κρόνου.

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ: Μία παράδοση της Ηλείας δίνει και τα ονόματα των πέντε: Ηρακλής (όχι ο γνωστός μας ήρωας), Παιωναίος, Επιμήδης, Ιάσιος και Ίδας. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία ήταν ο Ηρακλής. Οι 5 αυτοί Δάκτυλοι λέγεται πως ίδρυσαν τους Ολυμπιακούς αγώνες, ως εξής: Ο Ηρακλής πρότεινε στους άλλους τέσσερις να κάνουν αγώνες δρόμου καθώς πρόσεχαν τον μικρό Δία για να διασκεδάσουν και λίγο. Μετά τη λήξη των αγώνων, ο Ιδαίος Ηρακλής στεφάνωσε τους νικητές. Στη συνέχεια, πρότεινε να τελούνται οι αγώνες αυτοί κάθε 5 χρόνια, όσοι ήταν και οι Ιδαίοι Δάκτυλοι. Έτσι, αιώνες αργότερα, στην Ολυμπία υπήρχε ιδιαίτερος βωμός προς τιμήν των Ιδάιων Δακτύλων. Ο Ιδαίος Ηρακλής μάλιστα λατρευόταν ξεχωριστά στην Ολυμπία, τη Μεγαλόπολη, στις Ερυθρές και τις Θεσπιές.


Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑ

   ΔΑΚΤΥΛΟΙ ΚΑΙ ΗΦΑΙΣΤΟΣ: Μία άλλη, αρχαιότερη, παράδοση, αναφέρει ότι οι Ιδαίοι Δάκτυλοι ήταν τρεις: ο Κέλμις, ο Δαμναμενεύς και ο Άκμων, όλοι τους μάγοι. Αυτοί οι μάγοι ήταν υπηρέτες της Αδράστειας και πρώτοι άσκησαν την τέχνη του Ηφαίστου, κατεργαζόμενοι με τη φωτιά το σίδερο και το χαλκό. Ακόμη, λέγεται πως οι Ιδαίοι Δάκτυλοι δίδαξαν μουσική στον Πάρη, στο όρος Ίδη της Τρωάδας.

ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ: Πολλά από τα ονόματα που διασώθηκαν για τους Δακτύλους ετυμολογούνται από λέξεις που έχουν σχέση με την επικυριαρχία του ανθρώπου στη φύση. Έτσι ο Δάκτυλος Δαμναμενεύς προέρχεται από το ρήμα δάμνημι που σημαίνει δαμάζω, το όνομα Κέλμις από το ρήμα κέλλω που σημαίνει τραβώ ένα πλοίο στην ξηρά, το όνομα Άκμων, σήμαινε αρχικά το αστροπελέκι και εν συνεχεία, το αμόνι του σιδηρουργού. Ακόμη Επιμήδης σημαίνει αυτόν που μηχανεύεται κάτι, Παιωναίος σημαίνει ο ιαματικός, κ.ο.κ. Άλλα ονόματα Δακτύλων που διασώζει η αρχαία Γραμματεία είναι: Σκέλμις, Σκύθης, Δέλας, Ιδαίος, Ίδας, Πυρρίχος, Κύρβας, Κόρυβας, Πρυμνεύς, Μίμας, Οκύθοος, Μελισσεύς, Ιάσιος, Τιτίας, Κύλλενος, κ.ά.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

21.11.25

Οι Κορύβαντες από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

Οι Κορύβαντες

από τον Κωνστανίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


   

   ΓΕΝΙΚΑ: Οι Κορύβαντες, σύμφωνα με την κύρια μυθική διήγηση, υπήρξαν οι «πρώτοι άνθρωποι» πάνω στη Γη, ενώ, κατά μία άλλη εκδοχή, ήταν υπερφυσικές οντότητες που γεννήθηκαν πριν γεννηθούν οι ολύμπιοι θεοί. Οι Κορύβαντες αναφέρονται συνήθως ως εννέα ή δέκα, άλλοτε ως τρεις, αλλά συχνά, και ιδιαίτερα στις γενεαλογικές παραδόσεις, γίνεται λόγος για έναν και μόνο Κορύβα ή Κύρβα.

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ: Την πρώτη και κύρια μυθική εκδοχή ενισχύει η μαρτυρία ότι οι Κορύβαντες αποκαλούνταν ήταν “δενδροφυείς”. Σύμφωνα όμως με άλλη παράδοση, οι Κορύβαντες γεννήθηκαν από τα δάκρυα του Δία, δηλαδή από τη βροχή, που γονιμοποιεί τη γη. Άλλες δευτερεύουσες παραδόσεις λένε ότι οι Κορύβαντες ήταν απόγονοι των Ιδαίων Δακτύλων [Στράβων]1 ή γιοι της Ρέας2. Επειδή οι Κορύβαντες σχετίζονταν στενά με τη λατρεία της Κυβέλης, αναφέρονται συχνά ως γιοι της, τους οποίους απέκτησε με κάποιο ανώνυμο ήρωα της Σαμοθράκης3. Αντιθέτως, στη Ρόδο θεωρούντο παιδιά του Ηλίου και της Αθηνάς, ενώ στη Σαμοθράκη γιοι του Απόλλωνα και της Ρυτίας. Άλλοι θεωρούσαν τους Κορύβαντες θεότητες της αγροτικής υπαίθρου, γιους του αγροτικού θεού Σώκου4 και της Ορεάδος Νύμφης Κόμβης. Η σύνδεση των Κορυβάντων με τον χορό οδήγησε στη σκέψη ότι ίσως είχαν σχέση με τις Μούσες, γι΄αυτό πολλοί αρχαίοι συγγραφείς τους καταγράφουν ως γιους της Θάλειας και του Απόλλωνα5, ή του Δία και της Καλλιόπης. Οι Κορύβαντες αναφέρονται και ως γιοι του Κρόνου, ενώ κατά τους νεότερους Ορφικούς κατάγονταν από την Περσεφόνη. Ο επικός ποιητής Νόννος διασώζει κάποια από τα ονόματα των Κορυβάντων: Πρυμνέας, Μίμας, Άκμων, Δαμνέας, Ωκύθους, Μελισσεύς, Ιδαίος. Μακρινός απόγονος των Κορυβάντων ήταν και ο πρώτος βασιλιάς της Εύβοιας, Άβαντας. Αξίζει να αναφέρουμε πως κάποιοι μεμονωμένοι μυθικοί συγγραφείς αναφέρουν οτι οι Κορύβαντες πήραν το όνομά τους από τον Κορύβαντα, γιό του Ιασίωνα και της Κυβέλης, που πρώτος δίδαξε τις τελετουργίες προς τιμήν της Κυβέλης στους κατοίκους της Φρυγίας.

ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΡΥΒΑΝΤΙΩΝΤΕΣ: Οι Κορύβαντες λατρεύονταν με οργιαστικούς χορούς. Οι λάτρεις των Κορυβάντων αποκαλούνταν “κορυβαντιώντες6”. Οι πιστοί καλούσαν τους Κορύβαντες με άγριες κραυγές και κινήσεις. Από τη μανία τους αυτοτραυματίζονταν κάποτε ως δαιμονισμένοι, ενώ χτυπούσαν τα κύμβαλα και τα τύμπανα με τη συνοδεία αυλού. Οι αρχαίοι αποκαλούσαν την κατάσταση αυτή της εκστάσεως ως “πλήρωση”, η οποία χαριζόταν από το θείο[!]. Ταύτιζαν τη μανία αυτή με το μεθύσι ή την ευγλωττία. Η ένταξη ενός ανθρώπου στους κορυβαντιώντες γινόταν με την τελετή της “Θρόνωσης”, οπότε ο μυούμενος καθόταν πάνω σε ένα θρόνο, ενώ οι υπόλοιποι Κορυβαντιώντες, συνήθως τρεις άντρες και τρεις γυναίκες, χόρευαν γύρω του.

ΤΟΠΙΚΕΣ ΛΑΤΡΕΙΕΣ: Τόπος αρχικής λατρείας των Κορυβάντων θεωρείται μάλλον η Μικρά Ασία. Στα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. η λατρεία τους καθιερώθηκε στην περιοχή της Αιολίας και της Ιωνίας, όπου και συνδέθηκε με την αντίστοιχη λατρεία των Καβείρων. Οι λατρευτικοί-μουσικοί τρόποι που χρησιμοποιούνταν ήταν οργιαστικοί και θορυβώδεις [εκφράσεις “φρυγιστί” και “λυδιστί”]. Αργότερα λατρεύθηκαν στη Ρόδο και την Κρήτη, όπου και τελικά ταυτίσθηκαν με τους Κουρήτες. Τόποι λατρείας τους στην Αιολία και στην Προποντίδα ήταν η Ίδα, το Σίγειο, η Αμαξιτία, η Σκήψις, η Μυτιλήνη, η Πέργαμος, οι Ερυθρές, η Αλικαρνασσός, κ.ά. Κύριο λατρευτικό κέντρο στην Κρήτη ήταν η Ιεράπυτνα [Ιεράπετρα], η οποία ονομαζόταν παλαιότερα Κύρβα. Την παλαιότητα της λατρείας των Κορυβάντων στη Ρόδο στηρίζουν η μαρτυρία του Διοδώρου για κάποια πόλη «Κυρβία» και μία επιγραφή. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, οι Κορύβαντες λατρεύονταν για αρκετούς αιώνες ακόμη και στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, αγάλματά τους υπήρχαν και στη Λυκόσουρα της Αρκαδίας.

Ι.Μ. ΠΑΝΤΕΛΕΉΜΟΝΟΣ Α. ΟΡΟΣ: Χειρ. κωδικασ 6
Η γέννηση του  ΔΙΑ
 ΚΟΡΥΒΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΚΥΒΕΛΗ: Οι Κορύβαντες συνδέθηκαν στενά με τη λατρεία της θεάς Κυβέλης για πρώτη φορά στη Μικρά Ασία. Μέσα από τη λατρεία της Κυβέλης έγιναν γνωστοί αργότερα και στους Ρωμαίους. Από ένα χρονικό σημείο και μετά, οι Κορύβαντες εμφανίζονται στη θέση των λεγόμενων “Γάλλων”, δηλαδή των ιερέων της Κυβέλης, ενώ ήταν και οι χορευτές που την τιμούσαν με τον χορό τους. Τα λιοντάρια που έσερναν το άρμα της Κυβέλης τα περνούσαν για Κορύβαντες μεταμορφωμένους. Ο επικεφαλής Κορύβας, επειδή ταυτιζόταν με τον Άττι, κατείχε υψηλή θέση, γι΄ αυτό καθόταν στον ίδιο θρόνο με τη Μητέρα-Κυβέλη. Η συσχέτιση των Κορυβάντων με τους Ιδαίους Δακτύλους, που και αυτοί έπαιζαν κάποιο ρόλο κατά καιρούς στη λατρεία της Κυβέλης, αποτελεί μία ακόμα σύνδεση. Οι Κορύβαντες συσχετίσθηκαν ιδιαίτερα με τον θεό Διόνυσο, όταν ταυτίσθηκαν με τους Κουρήτες, ενώ σχετίσθηκαν και με τους Τελχίνες της Ρόδου. Λέγεται, μάλιστα, οτι όπως οι Κουρήτες προστάτευαν τον νεογέννητο Δία στην Κρήτη με τους θορυβώδεις πολεμικούς χορούς τους, έτσι και οι Κορύβαντες προστάτευσαν τον θεό Διόνυσο στην Εύβοια, με τον χορό τους. Έκτοτε έγιναν και ακόλουθοι και φρουροί του Διονύσου.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ [ΑΒΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΡΥΒΑΝΤΕΣ]: Οι Άβαντες, από τα γνωστότερα προ-ελληνικά φύλα, εμφανίζονται στο προσκήνιο πριν το 2000 π.Χ., εποικίζοντας την Εύβοια και δημιουργώντας τους πρώτους σχετικούς μύθους περί των Κορυβάντων. Οι Άβαντες ήταν ένας φιλοπόλεμος λαός, που μάχονταν “εκ του συστάδην”, και οι οποίοι σύντομα επεκτάθηκαν στο νησί. Κατοικούσαν κυρίως γύρω από την Ερέτρια και τη Χαλκίδα. Εδώ προφανώς ο μύθος των Κορυβάντων πλουτίστηκε με στοιχεία από τη μυθοπλασία των άλλων πρώτων κατοίκων της Ευβοίας [Σώκος]. Άλλωστε, απόγονος των Κορυβάντων θεωρείτο και ο πρώτος βασιλιάς της Εύβοιας, Άβαντας. Ο Νόννος (5ος μ.Χ.αι.) παρουσιάζει τους Άβαντες ως ιερατικό γένος, προπάτορες των Κουρήτων, που μετείχαν και στις Διονυσιακές εκστρατείες. Αργότερα οι Άβαντες επεκτάθηκαν στην Αττική, σε νησιά του Αιγαίου και στην Ιωνία, δίνοντας και εκεί τα πρώτα στοιχεία του θρύλου των Κορυβάντων. Εκεί ο σχετικός μύθος διανθίστηκε με τοπικές λατρείες [Κυβέλη, κ.τ.λ.]. Τα ίχνη τους χάνονται την περίοδο μετά τον Τρωικό Πόλεμο. Πάντως, μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μετοίκησαν σε άγνωστη περιοχή [πιθανότατα τη Θεσπρωτία].

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com


1. Στράβων, Ι 473.

2. Οι Ιδαίοι Δάκτυλοι ήταν δαίμονες που κατάγονταν από το βουνό Ίδη της Κρήτης ή της Φρυγίας και αποτελούσαν την ακολουθία της μητέρας των θεών [Ρέας ή Κυβέλης]. Τους ονόμασαν “Δακτύλους” επειδή ήταν 5 τον αριθμό, όσα δηλαδή και τα δάκτυλα ενός χεριού, ή επειδή ήταν πολύ επιδέξιοι στα χέρια, ιδίως ως προς την κατεργασία των μετάλλων, ή επειδή όταν τους γέννησε η μητέρα τους [που ήταν η Ρέα ή η Αγχιάλη], έμπηξε από τους πόνους του τοκετού τα δάχτυλά της στο χώμα, ή, τέλος, γιατί γεννήθηκαν από τη σκόνη που έριξαν πίσω τους με τα δάχτυλά τους οι τροφοί του Δία.

3. Διόδωρος, Γ΄ 55.

4. Σύμφωνα με αυτή τη μυθική εκδοχή, που ταυτίζει τους Κορύβαντες με τους Κουρήτες, η προσβολή του Σώκου κάποτε από λυσσα ήταν η αιτία που οι Κορύβαντες έφυγαν από την αρχική τους κατοικία στην Εύβοια και κατέφυγαν στην Κρήτη. Ο Σώχος ειται πιθανότατα για πανάρχαια τοπική αγροτική θεότητα της Ευβοίας. Ο Ησύχιος τον ονομάζει Σώχο.

5. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α΄ 3,4.

6. Σχετικά: Αριστοφάνης, Σφήκαι 8, Πλάτων, Κριτίας 54 και Συμπόσιον 215.   

8.11.25

Ύπνος και Θάνατος από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Ύπνος και Θάνατος

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


   

Waterhouse: Sleep and his half-brother death [1874]
  ΟΙ ΔΙΔΥΜΟΙ: Σύμφωνα με τον Ησίοδο και τη “Θεογονία” του, ο Ύπνος και ο δίδυμος αδελφός του, ο Θάνατος, ήταν “δεινοί θεοί” που κατοικούσαν στον Τάρταρο και ήταν τέκνα της Νύκτας και του Ερέβους.

Ο ΥΠΝΟΣ: Ο Ύπνος ήταν θεότητα ή δαίμων, που αποτελούσε την προσωποποίηση του ύπνου1. Ο Ύπνος μυθολογείται ότι είχε είτε χίλιους, είτε τρεις γιους ή αδελφούς (εκτός του Θανάτου). Οι συγγραφείς που ομιλούν για τρία αδέλφια αναφέρουν τον Μορφέα, τον Φοβήτορα [σύμβολο των ενυπνίων εφιαλτών] και τον Φάντασο [σύμβολο των ονείρων]. Κατά τον Όμηρο, που τον αποκαλεί νήδυμο [=γλυκύ]2, τόπος κατοικίας του Ύπνου ήταν η νήσος Λήμνος3. Πάντως μεταγενέστεροι συγγραφείς [Ελληνιστική Εποχή], του αποδίδουν μια δική του φανταστική πατρίδα, τη “Νήσο των Ονείρων”. Ο Όμηρος αναφέρει μια ευχή της Ήρας προς τον Ύπνο: “Ύπνε, βασιλιά όλων των θεών κι όλων των ανθρώπων να κοιμίσεις για χάρη μου τα ωραία μάτια του Δία, κάτω από τα φρύδια του, αὐτίκ' ἐπεί κεν ἐγὼ παραλέξομαι ἐν φιλότητι [αμέσως μόλις εγώ κοιμηθώ μαζί του ερωτικά]4

ΛΑΤΡΕΙΑ – ΤΕΧΝΗ: Ο Ύπνος λατρευόταν πολύ στην κυρίως Ελλάδα. Σημαντικά κέντρα της λατρείας του Ύπνου ήταν η Επίδαυρος, η Τροιζήνα και η Ολυμπία. Οι αρχαίοι Τον θεωρούσαν ήσυχο και πράο θεό [ή δαίμονα], που πλανιόταν στη γη και τον απεικόνιζαν πότε ως ωραίο νέο, που έσπερνε στη Γη γλυκά όνειρα ή κοιμόταν σε μια κλίνη και πότε ως δαίμονα με φτερά, που μετέφερε ένα νεκρό μαζί με τον αδερφό το θάνατο5. Ο Ύπνος απασχόλησε την τέχνη με πολλές μορφές και συχνά τον απεικονίζουν με φτερά αετού ή πεταλούδας στο μέτωπο ή με ένα κέρας, από το οποίο σκορπίζονται τα όνειρα. Συχνά απεικονίζεται ως γυμνός νέος, μερικές φορές με γενειάδα και φτερά στο κεφάλι, ή ως κοιμώμενος άνδρας πάνω σε κρεβάτι από πούπουλα με μαύρες κουρτίνες γύρω, ενώ κάποιες φορές ο Μορφέας αποτρέπει τυχόν θορύβους που θα μπορούσαν να τον ξυπνήσουν. Αξίζει να αναφερθεί πως και ο Ερμής ήταν θεός του Ύπνου. Στην λεγόμενη “κιβωτό του Κύψελου”, στην Ολυμπία, τα δύο αδέλφια, δηλαδή ο Ύπνος και ο Θάνατος, εικονίζονται σαν αγοράκια που κοιμούνται στην αγκαλιά της μητέρας τους, ενώ ο Θάνατος είναι ζωγραφισμένος με μαύρο χιτώνα και ο Ύπνος με άσπρο. Στη Σπάρτη η απεικόνισή του Ύπνου συνοδεύεται πάντα από εκείνη του Θανάτου. Σε μεταγενέστερα χρόνια ο θάνατος και ο Ύπνος συγχωνεύτηκαν σε μία θεότητα6. Μη δε μοιάζουν άλλωστε;

O Eρμής κι ο Θάνατος την ώρα της θανής του Σαπρηδόνος

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
: Ο Θάνατος, δίδυμος αδελφός του Ύπνου, σαν προσωποποίηση του αποχωρισμού της ψυχής από το σώμα, στον Όμηρο συνοδεύεται με το επίθετο “μόρος” και το ουσιαστικό “κηρ”, ενώ υποδηλώνεται ακόμη με φράσεις όπως: “μαύρη μοίρα”, “κήρ μέλαινα”, “ερεβενή νυξ”, “νυξ μέλαινα”, “νηλεές ήμαρ”, “μόρος αινός”, “στυγερόν σκότος”, “θανάτου μέλαν νέφος”, “μοίρα κακή θανάτοιο”, “κηρ κακή μέλανος θανάτου”, “τέλος θανάτοιο”, κ.α.. Ως προσωποποιημένος θεός ο Θάνατος, χαρακτηριζόταν επίσης “μελάμπεπλος άναξ νεκρών”, “κακός”, “τανηλεγής”, “αιέννυπνος”, “δυσηλεγής”, “δυσηχής” κ.λπ. Στα ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα χαρακτηρίζεται ¨ακόμη: “κακός δαίμων”, “βαρύς”, “άκριτος”, “λυπηρός”, “βάσκανος”, “αλόγιστος”, κ.ά. Μερικές φορές πιστεύετο ότι έπινε και το αίμα των νεκρών! Ο Θάνατος επηρεάζεται από τους θεούς και μάλιστα από τις Μοίρες. Εκτός από τις Κήρες είχε και άλλους ακολούθους, με τη βοήθεια των οποίων πραγματοποιούσε το άχαρο έργο του, χρησιμοποιώντας ύπουλους τρόπους, “εχθρούς γε θνητοίς και θεοίς στυγουμένους”. Ο ίδιος ο Θάνατος ομολογεί ότι ευχαριστείται να παίρνει από τη ζωή πάντα τους νέους. Κλείνοντάς τους τα μάτια και τη μύτη, παίρνει την ψυχή των ανθρώπων, την οποία μερικές φορές σαν ψυχοπομπός μεταφέρει και παραδίδει στον Άδη. Ο Θάνατος δε δωροδοκείται, διότι είναι ο μόνος από τους θεούς, ο οποίος “ου δώρων ερά”, ευχαριστιέται όμως με τις τιμές που του κάνουν οι άνθρωποι.

ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΥΠΝΟ: Ο Αριστοφάνης και οι υπόλοιποι κωμικοί παρουσιάζουν το Θάνατο σκληρό, αδυσώπητο, αμείλικτο και ανηλεή θεό που δεν συγκινείται ούτε με δώρα ούτε με θυσίες. Μ' άλλα λόγια περιγράφουν τον Θάνατο ως θεό που ο άνθρωπος τρίζει τα δόντια του, όταν τον αντικρίζει. Ίσως γι' αυτό εξάλλου, από την εποχή του Αριστοφάνη και μετά, ατόνησαν οι εκδηλώσεις λατρείας και οι ανεγέρσεις ναών και βωμών προς τιμήν του. Έτσι από τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., ο Ύπνος, ως δαίμων, συγχωνεύτηκε με τον Ύπνο και τη λατρεία του

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Γιάννης Λάμψας, Λεξικό του αρχαίου κόσμου,


konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. Ησίοδας, Θεογονία, 759.

2. Ιλιάδα, Β 2, Κ 91 και Ξ 242.

3. Ομήρου Ιλιάδα, Ξ 230.

4. Ιλιάδα, Ξ 237.

5. Γιάννης Λάμψας, Λεξικό του αρχαίου κόσμου, τόμ. Δ, σ. 738.

6. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, 5.18.1.

30.10.25

Κοσμολογία στις παραδόσεις των λαών Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας - συγγραφέα

 

Κοσμολογία στις παραδόσεις των λαών 

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας - συγγραφέα


Yggdrasil
   ΓΕΝΙΚΑ: Η Κοσμολογία είναι η μελέτη που εξετάζει το πώς και γιατί γεννήθηκε το σύμπαν, τι υπήρχε πριν από αυτό και την εξέλιξη του μέχρι την πιθανή κατάληξή του. Για να φτάσει όμως αυτή να γίνει επιστήμη πέρασε από πολλά στάδια. Οι αρχαίοι δημιούργησε την Κοσμολογική Μυθολογία φτιάχνοντας μύθους για κάθε φαινόμενο, προσπαθώντας να απαντήσει στα διάφορα ερωτήματα. Με την εξέλιξη της φιλοσοφίας η “μυθολογική Κοσμολογία” άρχισε να εξασθενεί. Οι φιλόσοφοι με τη σειρά τους, χώριζαν το μύθο από το λόγο, σχηματίζοντας τις πρώτες επιστήμες που βοήθησαν στην ανάπτυξη της φιλοσοφικής κοσμολογίας. Μια τέτοια Κοσμολογία πέρασε στην Ευρώπη και εξελίχθηκε στην σημερινή μορφή της.

ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΕΣ: Α΄ ΒΑΒΥΛΩΝΙΟΙ: Οι μυθικές πεποιθήσεις των Βαβυλωνίων σώζονται σε σειρά πήλινων πλακών που χρονολογούνται στο 700 π.Χ. Σύμφωνα με το Βαβυλωνιακό μύθο στην αρχή βασίλευε το Χάος. Από το Χάος γεννήθηκε ο θεός γεννήτορας του κόσμου Απ-Σου και η σύντροφός του Τιαμάτ, από την ένωση των οποίων γεννήθηκαν πλάσματα με μορφή δράκοντα. Με το πέρασμα του χρόνου νέοι θεοί γεννήθηκαν, ένας από τους οποίους, ο Εά, θεός των υδάτων σκότωσε τον Απ-Σου σε μονομαχία. Η Τιαμάτ, εκδικούμενη τον θάνατο του συντρόφου της άρχισε να σκοτώνει τους άλλους θεούς σε μια προσπάθεια επιβολής της κυριαρχίας της στο Σύμπαν. Όμως ο Μαρδούχ, γιος του Εά, κατάφερε να αποκαταστήσει την κοσμική τάξη νικώντας τη. Στη συνέχεια τεμάχισε στα δύο το κορμί της και από το ένα κομμάτι δημιούργησε τη Γη και από το άλλο τον ουράνιο θόλο αποτρέποντας έτσι στα Άνω Ύδατα να την πλημμυρίσουν. Στο τέλος χρησιμοποιώντας το αίμα του και χώμα έπλασε τους ανθρώπους. Σύμφωνα με τον μύθο ο ουρανός ήταν διαιρεμένος σε τρία μέρη: Στον Ανώτατο, κατοικία του θεού Ανού, στον Μεσαίο, κατοικία του Μαρδούχ και στον Κατώτατο, όπου βρίσκονταν οι αστερισμοί που ήταν τα ομοιώματα των θεών. Αναλόγως ήταν διαιρεμένη η Γη σε Ανώτατη, όπου κατοικούσαν οι άνθρωποι, σε Μεσαία, βασίλειο του θεού των υδάτων, Εά και Κατώτατη, κατοικία των θεών του Κάτω Κόσμου.

  Β΄ ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ: Η Αιγυπτιακή μυθική παράδοση για τη δημιουργία του κόσμου έχει ανασυντεθεί από ευρήματα σε παπύρους και σε τοιχογραφίες. Σύμφωνα με αυτόν ο δημιουργός του κόσμου είναι ο προαιώνιος θεός Ρα που δημιούργησε τον κόσμο, τη Γη, το νερό, τα φυτά και την έρημο. Ο λόγος του Ρα έφτασε και στη Γη και ζυμώνοντας το χώμα και το λόγο του έπλασε τους ανθρώπους και τα ζώα. Το Σύμπαν το φαντάζονταν ως ορθογώνιο κουτί με πάτωμα τη Γη και οροφή μια αγελάδα με τα πόδια της στα άκρα της Γης. Μερικές φορές αντί της αγελάδας εμφανίζεται το σώμα της θεάς Νουτ, με το πρόσωπο της στραμμένο στην ανατολή και τα άκρα της να αποτελούν τους στύλους του στερεώματος. Γύρω από το Σύμπαν κυλούσε ένας ποταμός πάνω τον οποίο ταξίδευαν με πλοία ο ήλιος και η Σελήνη που κατά τη Δύση τους κρύβονταν σε σπηλιές στις όχθες. Το ίδιο συνέβαινε και με τους πλανήτες. Κάθε δεκαπενθήμερο ένα αγριογούρουνο έτρωγε σιγά σιγά την σελήνη για δυο εβδομάδες. Όταν πεινούσε πολύ την έτρωγε ολόκληρη δημιουργώντας εκλείψεις.

Γ΄ ΣΚΑΝΔΙΝΑΒΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ: Η Σκανδιναβική κοσμολογία αναγνωρίζει την ύπαρξη εννέα κόσμων [heimr=σπίτι, βασίλειο, κόσμος ή gard=σπίτι, αυλή, Γη]. Πέρα από το Μίντγκαρντ, τη Μέση Γη, ή αλλιώς το γνωστό κόσμο, οι υπόλοιποι οκτώ κόσμοι μπορούν να συνταχθούν σε ζευγάρια αντίθετων αρχών: φωτιά, ζέστη -πάγος, κρύο. Ουρανός [Άσγκαρντ] – κόλαση [Χελχέιμ]. Δημιουργία – κατααστροφή. Φως – σκοτάδι. Όλοι οι κόσμοι συνδέονται με το παγκόσμιο δέντρο, το Υγκντράσιλ.

Δ΄ ΙΝΔΟΥΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ: Ο Ινδουιστικός σχετικός μύθος βασίζεται στα ιερά βιβλία των Ινδουιστών, τος Βέδες. Εκει διαβάζουμε πως αρχικά το Σύμπαν βρισκόταν σε κατάσταση ύπνου. Το υπέρτατο πνεύμα το ξύπνησε γονιμοποιώντας το θεϊκό σπέρμα(!) με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εκτυφλωτικού αυγού μέσα στο οποίο το πνεύμα μεταμορφώθηκε σε Βραχμάνο, που έζησε εκεί ένα βραχμανικό έτος περίπου 518 δις ετών. Το αυγό κάποτε εξερράγη και χωρίστηκε σε δύο μεγάλα κομμάτια, τη Γη και τον Ουρανό, και σε πολλά μικρότερα που δημιούργησαν κάθε τι μέσα στο σύμπαν. Το σύμπαν συγκρατείται στο κενό από ένα φίδι, πάνω στο οποίο ακουμπά μια τεράστια θαλάσσια χελώνα, που κι αυτή με τη σειρά της στηρίζει 4 ελέφαντες που στηρίζουν την Γη.

Ε΄ ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΑ: Στην Αρχαία Κινεζική δοξασία τον Κόσμο δημιούργησε ο Παν-Κου, ένας θεός-μάγος, από το ίδιο του το σώμα, 2.500.000 έτη πριν τη γέννηση του Κομφούκιου. Έτσι διάφορα “κομμάτια” του θεού αυτού μετατράπηκαν σε υλικά του κόσμου: [ανάσα = αέρας, φωνή = κεραυνός, φλέβες = ποταμοί, οστά = μέταλλα, τρίχες = φυτά, ιδρώτας = βροχή, σάρκα = έδαφος, έντομα που κατοικούσαν στο σώμα του = άνθρωποι]! Η μεταγενέστερη κοσμολογία του Ταοϊσμού δεν αναφέρει δημιουργό, αλλά μία υπέρτατη αιτία, το Τάο, που προέρχεται από δύο διαμετρικά αντίθετες δυνάμεις [Γιν-Γιανγκ].

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ: 1. ΟΡΦΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ: Το νερό για τους Ορφικούς ήταν η αρχή των πάντων που κατακάθισε στη λάσπη δημιουργώντας ένα φίδι με κεφάλι λιονταριού και τους θεούς Ηρακλή και Χρόνο. Ο Ηρακλής γέννησε ένα τεράστιο αυγό που από την τριβή έσκασε στα δύο, δημιουργώντας τον Ουρανό και τη Γη, ενώ από μέσα ξεπρόβαλε ένας διπρόσωπος θεός. Εν συνεχεία Ουρανός και Γη γέννησαν την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο (Τρεις Μοίρες).

2. ΗΣΙΟΔΟΣ: Στην αρχή της Θεογονίας υπήρχε το Χάος, ενώ έπειτα εμφανίστηκε η Γαία και ο Έρως. Το Χάος γέννησε το Έρεβος και τη Νύχτα, που από την ένωση τους προήλθαν ο Αιθέρας και η Ημέρα. Τέλος η Γαία δημιούργησε τον έναστρο Ουρανό.

3. ΑΛΚΜΑΝ: Ο Άλκμαν, ποιητής στη Σπάρτη [700π.Χ.], προτείνει το μοντέλο που συνοψίζεται ώς εξής: Αρχικά ταραγμένη και αδιαμόρφωτη ύλη σε ανυπαρξία. Στα πλαίσια του Χώρου, που περιείχε μη-ύλη γεννήθηκε η Θέτις, που τακτοποίησε τα πάντα. Στο Χώρο της μη-ύλης δημιουργήθηκε άνοιγμα που έπαιξε το ρόλο της αρχής της μεταφοράς της ύλης στο Χώρο και την ύπαρξη. Έπειτα δημιουργήθηκε ένα όριο [Τέκμωρ], που ό,τι υλικό το ξεπερνούσε γινόταν διαμορφωμένη και αισθητή. Από αυτό το όριο δημιουργήθηκε η μέρα η Σελήνη και το Σκότος. Ο Πόρος [άνοιγμα], ο Τέκμωρ και το Σκότος συνυπήρχαν σαν ενιαίο σύνολο εκτός του αισθητού Σύμπαντος. Το φως της μέρας δυνάμωσε από τον ήλιο, που δεν φαίνεται αποκλειστικός πάροχος του φωτος.

ΕΒΡΑΪΚΗ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ: Σύμφωνα με τη Εβραϊκή Παράδοση υπήρχαν 7 επάλληλοι ουρανοί πέρα του στερεώματος και 7 Γαίες κάτω από τη Γη. Οι 7 ουρανοί περιείχαν κατά σειρά τα εξής: α΄ σύννεφα ανέμου, χιόνι, πάγο και 200 αγγέλους προστάτες των άστρων, β΄ ένας σκοτεινός χώρος αναμονής των αμαρτωλών ψυχών μέχρι την κρίση τους, γή Εδέμ, που αναπαύονταν ψυχές των δικαίων και οι 200 προστάτες του φωτός άγγελοι και η Γέεννα-Κόλαση, δ΄ τα “άρματα” του Ηλίου και της Σελήνης, ε΄ οι εκπεπτωκότες άγγελοι, στ΄ επτά Φοίνικες [μυθικά πουλιά[, επτά Χερουβείμ και στρατιές αγγέλων, τέλος ζ΄, στον έβδομο ουρανό, υπάρχει το άσβεστο Φως, Αρχάγγελοι, Χερουβείμ, Σεραφείμ και ο Θεός.


konstantinosa.oikonomou@gmail.com



23.10.25

Αρποκράτης ή Ώρος [Από την Αίγυπτο στο ελληνικό Πάνθεον] από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Αρποκράτης ή Ώρος

[Από την Αίγυπτο στο ελληνικό Πάνθεον]

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα



   ΓΕΝΙΚΑ: Ο Ώρος, ήταν αρχικά ηλιακός θεός της αιγυπτιακής Μυθολογίας. Αργότε-ρα μετά τον 4ο αιώνα π.Χ., μέσω του θρησκευτικού συγκρι-τισμού ταυτιζόταν με τον Απόλλωνα και απεικονίζονταν είτε σαν γεράκι είτε σαν άνθρωπος με κεφαλή γερακιού1. Κατά τον Ηρόδοτο, η επέτειος της γέννησής του εορτάζονταν την τελευταία μέρα του μηνός Επηφί, όταν τα ουράνια σώματα Ηλίου και Σελήνης βρίσκονταν σε συζυγία2.

 

  ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ: Οι Αιγύπτιοι ονόμαζαν το γεράκι με τη λέξη χορ, ομόηχη μιας άλλης, που σημαίνει «ουρανός». Επειδή το γεράκι πετά σε μεγάλα ύψη, φαντάζονταν τον ουρανό ως θεϊκό γεράκι, ενώ τον ήλιο και τη Σελήνη ως τα μάτια του! Άλλωστε, το γεράκι απεικονίζεται σε παλαιότατα μνημεία αρχαιότητας στην αρχαία Αίγυπτο, πράγμα που δηλώνει την αρχαιότατη λατρεία του3. Από τα πολύ αρχαία χρόνια θεωρείτο το κατ' εξοχήν θεϊκό πτηνό ενώ το ιερογλυφικό το οποίο αντιστοιχεί στην έννοια “θεός”, είναι ένα γεράκι που κάθεται πάνω σε ένα ξύλο. Σε όλες τις περιοχές που εγκαταστάθηκαν οι πιστοί του γερακιού, λατρεύτηκε ο Ώρος. Ο ρόλος όμως αυτού του θεού και τα σύμβολά του διαφοροποιήθηκαν με την πάροδο του χρόνου, τόσο, ώστε στο αιγυπτιακό πάνθεο υπάρχουν περίπου δεκαπέντε διακριτοί Ώροι, από τους οποίους κυριότεροι ήταν ο Χαρβέρ ή Αρποκράτης, ο Χαρόερις ή Αρούηρις καθώς και ο Ώρος της Μπεχεντέτ και ο Ώρος γιος της Ίσιδας, που σύμφωνα με τον μύθο του Όσιρι, εκδικήθηκε τον φόνο του πατέρα του. Σε κείμενα της αρχαίας αιγυπτιακής γραμματείας, παρουσιάζεται ως γιος του Ρα και αδελφός του Σετ.

  ΩΡΟΣ ΚΑΙ ΣΕΤ [ΣΗΘ]: Η αιώνια αντίθεση μεταξύ ερέβους και φωτός συμβολίζεται με αιώνιες συγκρούσεις, κατά τις οποίες ο Σετ έβγαλε το ένα μάτι του Ώρου, ενώ ο δεύτερος ευνούχισε τον εχθρό του! Το δικαστήριο των θεών έλυσε τη διαφορά υπέρ του θεού γερακιού, ο οποίος, από το τέλος της δεύτερης δυναστείας εμφανίζεται μόνος και αποκλειστικός θεϊκός πρόγονος των Φαραώ. Εδώ θα ασχοληθούμε με τον Ώρο ως γιο της Ίσιδας και εν συνεχεία ως Αρποκράτη, μορφή με την οποία πέρασε η θεότητα και στην αρχαία ελληνική Μυθολογία.

   Ο ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΙΣΙΔΑΣ Ή ΧΟΡ-ΣΑ-ΙΣΕΤ: Η Ίσις, η οποία, κατά το μύθο, συνέλαβε και γέννησε μόνη, δίχως τη συνδρομή κάποιου συζύγου ή εραστή, εισήγαγε τον γιο της στη λεγόμενη οικογένεια του Όσιρι. Η δημοτικότητα του κορυφώθηκε με το πέρασμα των χρόνων και κατέληξε να επισκιάσει όλους τους άλλους 'Ωρους και να οικειοποιηθεί όλους τους ρόλους και όλα τα σύμβολα τους. Ο περί Ίσιδος και Οσίρι μύθος αναφέρει τα σχετικά με τη γέννηση του γιου, τον οποίο η Ίσιδα συνέλαβε από τον Όσιρι, αφού ανέστησε με μαγικά μέσα τον δολοφονημένο θεό, και τον γέννησε πρόωρα στην νησίδα Χέμμιν του Νείλου4.

  Ο ΑΡΠΟΚΡΑΤΗΣ Ή ΠΑΙΔΙ-ΩΡΟΣ: Ο Αρποκράτης εμφανίζεται στην εικονογραφία ως νήπιο, γυμνό ή στολισμένο μόνο με κοσμήματα, με το κρανίο εντελώς ξυρισμένο και την παιδική πλεξίδα αναδιπλωμένη στον κρόταφο, συχνά καθισμένος σε λωτό, ασκεπής η φέρων Αιγυπτιακή μήτρα. Σε άλλες παραστάσεις απεικονιζόταν να θηλάζει καθισμένος στα γόνατα της μητέρας του. Σε όλες έχει το δάκτυλο στο στόμα, όπως τα μωρά. Το γεγονός ερμηνεύθηκε από του Έλληνες ως πρόσκληση σε σιγή και περίσκεψη. Αυτή η ερμηνεία έγινε αιτία να θεωρείται σε νεότερες εποχές ως θεός της σιωπής. Επειδή είχε ανατραφεί στην έρημο, για να αποφύγει τις επιβουλές του κακού Σετ [ή Σηθ], και ήταν εξαιρετικά αδύναμος από τότε που γεννήθηκε πρόωρα, o γιος της Ίσιδας γλύτωσε χάρη στην ισχυρή μαγεία της μητέρας του από πολλούς κινδύνους, όπως θηρία, δήγματα σκορπιών, πυρκαγιές, παιδικές ασθένειες. Η ανάμνηση αυτών των διασώσεών του πέρασε και στις μαγικές επωδούς που χρησιμοποιούσαν οι μάγοι σε ανάλογες περιστάσεις για να θεραπεύουν. Ο Πλούταρχος πίστευε ότι η αναπαράστασή του με το χέρι στο στόμα φανερώνει την παιδική του φύση. Οι Έλληνες όμως και μετά από αυτούς οι Ρωμαίοι υπέθεσαν αυτό ως σύμβολο σιγής. Για το λόγο αυτό παριστάνεται στην Υστερη Αρχαιότητα ως ο θεός της εχεμύθειας. Το άγαλμά του συχνά βρίσκονταν στην είσοδο των ναών καθώς και σε μέρη που ετελούντο μυστήρια, ως έμβλημα της σιγής και της εχεμύθειας. Εκ του ονόματος του θεού πήραν το όνομά τους και πολλές τεκτονικές Στοές .

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Κείμενα των Πυραμίδων, 154. Άβυδος και Ντεντερά (Mar. Dend. IV. 88, 90). στο Erman Ad. 1977, A Handbook of Egyptian Religion MA: Longwood Press, Boston. Larousse Encyclopedia of Mythology, 1968. Παγκόσμια Μυθολογία, 1989, 412.


1. Larousse Encyclopedia of Mythology, 1968, σ. 21.

2. Παγκόσμια Μυθολογία, 1989, 412.

3. Μάλιστα, κάποιοι πρώιμοι εισβολείς στην κοιλάδα του Νείλου, χρησιμοποιούσαν ως έμβλημά τους το γεράκι, ως θεό πολεμιστή.

4. Η σύνδεσή του με την πολιτική ιδεολογία μέσω της ενανθρώπισης του Ώρου στο πρόσωπο του Φαραώ ήταν τόσο έντονη, ώστε η αρχαία Αίγυπτος ονομαζόταν εναλλακτικά «χώρα του Ώρου». [Παγκόσμια μυθολογία,1989, 412].

11.10.25

Οι Σάτυροι & οι Σειληνοί από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Οι Σάτυροι & οι Σειληνοί

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


 

   ΓΕΝΙΚΑ – ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Οι Σάτυροι ήταν κατώτεροι δαίμονες της Ελληνικής Μυθολογίας, μυθικά όντα, που θεωρούνταν πνεύματα των βουνών και των δασών. Η ποίηση και η τέχνη τους παρίστανε από τη μέση και πάνω ανθρωπόμορφους, φαλακρούς όμως με σουβλερά αυτιά. Στο κάτω μέρος όμως του σώματός τους διακρίνονταν πόδια και ουρά τράγου, σε αντίθεση με τους συγγενικούς δαίμονες Σειληνούς, των οποίων το κάτω μισό του σώματος έμοιαζε με αυτό του αλόγου.

Σάτυροι και Μαινάδες

ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
: Οι Σάτυροι, όπως και οι Σειληνοί, θεωρούνταν ακόλουθοι και σύντροφοι του θεού Διόνυσου, τον οποίον, κατά την παράδοση, είχαν μεγαλώσει από παιδί. Αγαπημένη τους ασχολία ήταν το παίξιμο αυλού και κιθάρας, ο τρύγος και η ... μέθη, που συνοδευόταν με το κυνήγι των κοριτσιών ή των Νυμφών. Όλα αυτά μαζί συναποτελούσαν την προσωποποίηση της γονιμότητας της Φύσης. Στα διάφορα δραματικά έργα αλλά κα στην τέχνη, παρουσιάζονται θρασείς, πότες, ερωτομανείς αλλά και ιδιαίτερα φιλόμουσοι και χορευτές. Την ομηρική εποχή δεν γνωρίζουμε αν οι Σάτυροι είχαν εμφανιστεί με τα χαρακτηριστικά αυτά, πάντως ο μεγάλος επικός ποιητής, ο Όμηρος, δεν κάνει μνεία σ΄ αυτούς! Αντιθέτως, ο Ησίοδος τους μνημονεύει με τον όχι και τόσο κολακευτικό τίτλο "γένος των κηφήνων", μάλλον δίκαια, ενώ τους Σειληνούς τους αποκαλεί "ουτιδανούς αμηχανοέργους" (ανίκανους, τεμπέληδες). Κάποιοι ποιητές τους αποδίδουν και τους χαρακτηρισμούς, "σκιρτόποδες", επειδή χόρευαν με σκιρτήματα, "γλευκόποτες" (κρασοπότες), ή "κεραστές" (από τα κέρατα που έφεραν), ή “αιγίποδες” (=ραγοπόδαροι).

ΣΤΗ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: Στη δραματική ποίηση οι Σάτυροι αποτελούν τα κύρια πρόσωπα του λεγόμενου σατυρικού δράματος, από τους οποίους άλλωστε πήρε και την ονομασία του. Στο ποιητικό αυτό είδος οι Σάτυροι εμφανίζονται ντυμένοι με δέρματα τράγων και ονομάζονται "τράγοι". Στις περισσότερες αρχαίες παραστάσεις εμφανίζονται μαζί με τον Διόνυσο και τις Νύμφες, που όμως πολύ συχνά συγχέονται με τους Σειληνούς. Άλλωστε, μετά τον 4ο αιώνα π.Χ., στους Σάτυρους προστέθηκαν αυτιά, ουρά, οπλές αλόγου και παρέμειναν μόνο τα πόδια του τράγου.

Σάτυροι και Νύμφες
  ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΑΤΥΡΩΝ ΣΕΙΛΗΝΩΝ: Στην αρχαία ελληνική τέχνη επικράτησε οι μεν Σάτυροι να απεικονίζονται ως τραγόμορφοι νέοι, σε αντίθεση με τους Σειληνούς που απεικονίζονταν γέροι με αυτιά αλόγου. Το πιθανότερο είναι ότι Σάτυροι και Σειληνοί δεν έχουν κοινή προέλευση. Φαίνεται όμως ότι από τον θεό Πάνα, κοντά στο χώρο του οποίου βρίσκονται εγκατεστημένοι οι πρώτοι, πήραν την τραγοπόδαρη μορφή των κάτω άκρων τους. Στην αγγειογραφία, όπου και οι διαφορές είναι εμφανέστερες, οι ώριμοι Σειληνοί φέρονται φαλακροί, γενειοφόροι, γέροντες και προγάστορες (με μεγάλη κοιλιά), σε αντίθεση με τους Σάτυρους που φέρονται ως αγένειοι νέοι. Ο Πραξιτέλης τους παριστάνει περισσότερο εξευγενισμένους με πολύ μικρά, διακριτικά, κέρατα που προδίδουν όμως την ιδιότητά τους.

Ο ΟΡΟΣ ΣΗΜΕΡΑ: Στη σύγχρονη ελληνική λαϊκή έκφραση, η αναφορά σε Σάτυρο χαρακτηρίζει πρόσωπο που επιδιώκει ανήθικες ερωτικές συνευρέσεις, ή προβαίνει σε ασελγείς πράξεις.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

26.9.25

Ο Πάν από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Ο Πάν

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


Παν και Σύριγξ [Πουσέν]
  ΓΕΝΙΚΑ – ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Ο Πάνας (αρχ. Παν), στην αρχαία Ελληνική Μυθολογία ήταν μια ανθρωπόμορφη δευτερεύουσα θεότητα, στενά συνδεδεμένη με τη Φύση, τα ζώα και τους ανθρώπους, Για πολλούς μελετητές ο Παν θεωρείται προσωποποίηση της γενετικής δύναμης της ζωής. Συνδυάζοντας τον άνθρωπο και ζωικό παράγοντα, ο Πάνας εικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, συγκεκριμένα τράγου. Θεωρείτο προστάτης κτηνοτρόφων, κυνηγών και των αλιέων. Ζούσε σε σε χώρους της φύσης (όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές, κορυφές). Η λατρεία του, με την πάροδο του χρόνου, αναπτύχθηκε, παράλληλα με το δωδεκάθεο, σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και πέρα απ΄ αυτόν.

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ: Δεν υπάρχει, ίσως, καμιά άλλη θεότητα για την οποία να υπάρχουν τόσες, και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, εκδοχές περί της καταγωγής του. Έτσι, πολλοί πίστευαν πως ο Πάνας γεννήθηκε στο όρος Κυλλήνη της Πελοποννήσου και ήταν γιος του Ερμή και της Πηνελόπης, η οποία για πολλούς ταυτίστηκε μη τη σύζυγο του Οδυσσέα. Η Πηνελόπη, κατ΄αυτή την εκδοχή, μετέστη αργότερα στον ουρανό ως υφάντρια του ουράνιου πέπλου. Άλλοι [κυρίως στην Αρκαδία] πίστευαν ότι ο Ερμής είχε γιο τον Πάνα από τη Νύμφη Καλλιστώ1, που ήταν μία συνοδός της Αρτέμιδος. Την κλασική εποχή καταγράφεται η άποψη πως ο Παν ήταν γιος του Δία και της Καλλιστούς ή του Διός και της νύμφης Θύμβριδος. Τέλος άλλες απόψεις εμφανίζουν γεννήτορες του “τραγοπόδη” τον Ουρανό και τη Γαία, τον Αιθέρα και μια Νύμφη ή, τέλος τον Απόλλωνα και την Οινόη.

Αφροδίτη, Έρως & Πάν

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ: Πιθανότατα το ονόμα της θεότητας αυτής ετυμολογείται από τη από τη ρίζα “Πα” [= περιποιούμαι, φυλάσσω] και τα παραγόμενα “πάομαι” ήpasco” [λατ.] =βόσκω. Κάποιοι άλλοι μελετητές, όπως ο Μαξ Μύλλερ, δίνουν ερμηνεία από τη σανσκριτική λέξη «Παβάνα» (= άνεμος). Ίσως για αυτό ο Πάνας φέρεται να συμβολίζει το ελαφρύ άνεμο κατά τις πρωινές και απογευματινές ώρες [αύρα].

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ: Η εμφάνιση του Πάνα στον ελληνικό πανθεϊστικό Μύθο ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τις επικρατέστερη των παραδόσεων, γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας από μια Νύμφη. Μόλις τον αντίκρισε η μητέρα του ... τον εγκατέλειψε. Τρομαγμένη από τη μορφή που είδε να΄ χει το “παιδί” της, δηλαδή δύο κέρατα κατσικιού στο κεφάλι, μυτερά αυτιά, γένια(!) και τραγίσια πόδια, έσπευσε να απομακρυνθεί απελπισμένη. Ο Ερμής που αντιλήφθηκε τη σκηνή έσπευσε και προστάτευσε τον έκθετο Πάνα μετέφεροντάς τον στον Όλυμπο όπου και τον παρουσίασε στον Δία και τους άλλους Ολυμπίους, οι οποίοι και τον καλοδέχθηκαν. Στη συνέχεια ο Παν επέστρεψε και ανατράφηκε από τις αρκαδικές Νύμφες, οπότε και έγινε φίλος του Διονύσου.

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ”: Έκτοτε ο Παν εμφανίζεται πλέον ως προστάτης γεωργών, κτηνοτρόφων και των προϊόντων τους, φίλος του κρασιού και του γλεντιού. Ο Πάνας ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και ακούραστος εραστής οιουδήποτε(;) πλησίαζε το χώρο του, δηλαδή τη φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας2 ακόμη και αυτών. Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή, ενώ περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με το ποιμενικό του αυλό, τη λεγόμενη σύριγγα. Λέγεται μάλιστα ότι η “Σύριγξ” αυτή ήταν μια Νύμφη η οποία προκειμένου να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο Πάνας έκοψε απ΄ αυτή ανόμοια τεμάχια καλαμιού τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του. Οι ερωτικές του περιπέτειες που είχε με τις διάφορες Νύμφες είναι πολλές, σημαντικότερη των οποίων θεωρείται εκείνη της αποπλάνησης της Σελήνης, (που από πολλούς ερμηνευτές θεωρήθηκε ως μια ιδεατή ερμηνεία της Νέας Σελήνης και της εξαφάνισης του δίσκου της από το νυχτερινό ουρανό!).

  ΠΑΝ, ΜΑΧΗ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΚΑΙ ΠΑΝΙΚΟΣ: Ο πιο χαρακτηριστικός μύθος που αφορά στον Πάνα είναι ο θρύλος ότι στη μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες στρατιώτες επιτίθονταν στους Πέρσες με δυνατές και τρομακτικές φωνές, επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του "παν - παν - παν]. Οι αντίπαλοι ακούγοντάς αυτόν το φοβερό ήχο από χιλιάδες στόματα, κατελήφθησαν από πανικό [μια λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν] και υποχώρησαν!

Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ: Αρχικά, ως τοπική θεότητα, ο Πάνας λατρευόταν στην Αρκαδία, στο όρος που γεννήθηκε, ως ποιμενικός, δευτερεύων θεός, Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως η Αρκαδία λεγόταν και Πανία [γη]. Στο Λύκαιο υπήρχε ο αρχαιότερος ναός αφιερωμένος στον Πάνα και τη Σελήνη. Στα κλασικά χρόνια, στη Λυκόσουρα δημιουργήθηκε σημαντικός ναός του Πανός στον οποίο ασκούσαν, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, και τη μαντική τέχνη. Στη θέση Μέλπεια3, εκτός από τον ναό του Πανός βρέθηκαν πολυάριθμα πήλινα και χάλκινα ειδώλια [5ος και 6ος π.Χ. αι.] τα οποία πιθανόν υπήρξαν τάματα. Αργότερα η λατρεία του θεού μεταδόθηκε και στους αλιείς, οπότε και του δόθηκε το προσωνύμιο "Πάν Άκτιος", ενώ δημιουργήθηκαν παράλια ιερά σε αλιευτικούς λιμένες της Αρχαιότητας. Μετά τη μάχη του Μαραθώνα, ο Πάνας απέκτησε στην Αθήνα και τον χαρακτήρα πολεμικής θεότητας, οπότε πολλά σπήλαια της Αττικής και λόφοι πήραν το όνομά του. Μεταξύ αυτών το σπήλαιο της βορειοδυτικής πλευράς του βράχου της Ακρόπολης της Αθήνας, ένα άλλο στη Πάρνηθα, άλλο στο Μαραθώνα, τη Βάρη [το λεγόμενο "Σπήλαιο του Νυμφολήπτου ή Αρχεδήμου"], κ.ά. Σε όλα αυτά βρέθηκαν ανάγλυφα που παρουσιάζουν τον Πάνα, τον Ερμή και τις Νύμφες καθώς και πολλά αναθήματα. Επίσης το Πάνειο ή Πανείο όρος, βορειοανατολικά της Βάρης, καθώς και ο λόφος ο λεγόμενος σήμερα "Πανί" στη περιοχή Αλίμου ήταν αφιερωμένοι στον Πάνα. Ακόμη, ο Πάνας λατρευόταν στην Αίγινα, το Άργος, την Ψυττάλεια, τη Σικυώνα, την Τροιζήνα, ττον Ωρωπό, τη Μεγαλόπολη στο Κωρύκειο Άντρο4 και ιδίως στην Πιάνα5 της Αρκαδίας, όπου το χωριό πήρε την ονομασία του από το θεό. Εκεί υπάρχει και η σπηλιά του Πάνα, την οποία μπορεί κανείς να επισκεφτεί μόνο με τα πόδια ακολουθώντας ένα μονοπάτι. Τα ιερά δένδρα του Πανός ήταν η δρυς και η πίτυς (πεύκο). Σύμβολά του η σύριγγα και η σφενδόνη. Στις θυσίες που του πρόσφεραν περιλαμβάνονταν αγελάδες, κριάρια και πρόβατα καθώς γάλα και μέλι. Η λατρεία όμως του Πάνα αποδεικνύεται και εκτός ελλαδικού χώρου. Συγκεκριμένα στην Χέμμιν της Αιγύπτου, που οι Έλληνες ονόμαζαν "Πανόπολη", ο Πάν ταυτιζόταν με τον θεό Μιν. Στη Ρώμη, αργότερα συνδυάστηκε με τον Λούπερκο, προς τιμή του οποίου γίνονταν η εορτή των Λουπερκάλιων.

 

Παν και Νύμφες.
  Ο ΠΑΝ ΣΤΟΥΣ ΟΡΦΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΤΩΙΚΟΥΣ: Κατά την Ελληνιστική Περίοδο, οι Στωικοί φιλόσοφοι και κυρίως οι Ορφικοί φιλόσοφοι, ανήγαγαν τον Πάνα ως θεό του "σύμπαντος κόσμου" (εκ του παν = όλος, σύμπαν) και ιδεατή προσωποποίηση της Φύσης και των δυνάμεών της. Στους δε ύστερους χρόνους ο Παν θεωρήθηκε μια θνητή, πιθανώς άυλη ή πνευματική μορφή. Με την έλευση μάλιστα του Χριστιανισμού, η μορφή του Πανός, αντί της ιδεατής μέχρι τότε μορφής της υπαίθριας ζωής, υιοθετήθηκε ως μορφή του διαβόλου ή Σατανά.

ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ: Ο θεός Πάν κατέχει σημαντική θέση στην αρχαία τέχνη που απεικόνισε τις διάφορες ασχολίες του και τις ερωτικές σκηνές με τους Σατύρους, τον Ερμή και τον Διόνυσο. Σε αττικά αγγεία των κλασικών χρόνων, σε ανάγλυφα εδώλια, νομίσματα, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, και σε σαρκοφάγους των ρωμαϊκών χρόνων, ο Παν κατέχει περίοπτη θέση. Σημαντικοί γλύπτες της αρχαιότητας άντλησαν θέματά τους από τον Πάνα, πως ο Πραξιτέλης και ο Ζεύξις. Χαρακτηριστικό είναι το σύμπλεγμα του Πάνα που εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, όπου η Αφροδίτη απειλεί τον Πάνα με το σανδάλι της [ρωμαϊκό αντίγραφο]. Στους νεότερους χρόνους ο Πάνας συνέχισε ν΄ αποτελεί έμπνευση διαφόρων καλλιτεχνών όπως των: Ρούμπενς, Πικάσο, Πουσέν, Ρομάνο, Ροντέν, κ.ά.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. Αυτή που τελικά μεταμορφώθηκε σε αρκούδα και μετέστη στον ουρανό με τη μορφή της Μεγ. Άρκτου.

2. Ο μύθος του Πανός ουσιαστικά δείχνει να θεωρεί πράξεις, όπως τον αχαλίνωτο συνουσιασμό οιασδήποτε μορφής, ακόμη και την κτηνοβασία, ως κάτι το ...επιτρεπτό! Γι΄αυτό και ορισμένες πτυχές του αρχαίου πανθέου και της ειδωλολατρίας φαίνεται να επιβραβεύουν ακόμη και παθολογικές εκτροπές! Έτσι, ο αρχαίος πρόγονός μας, μη έχοντας γνωρίσει τα σπουδαία πνεύματα της ελληνικής φιλοσοφίας, ούτε την ορθή πίστη, ειδικότερα ο ημιμαθής ή αμαθής “επαρχιώτης”, θα μπορούσε συχνά χωρίς ενδοιασμό να “παρακολουθεί” τις πράξεις των “θεών” ... μιμούμενος αυτούς!

3. Η Μέλπεια, ήταν μικρή πόλη στην Αρκαδία, αλλά σήμερα η σύγχρονη Μέλπεια διοικητικά ανήκει στον νομό Μεσσηνίας. Βρισκόταν κοντά στη Λυκοσούρα. Στην περιοχή της πολίχνης υπήρχε ιερό του Πανός. Το όνομα της προέρχεται από την νύμφη Μέλπεια, ακόλουθο του τραγοπόδαρου θεού. Η θέση της αρχαίας πολίχνης δεν έχει πιστοποιηθεί αρχαιολογικά. Διαβάζουμε σχετικά με την πόλη στα “Αρκαδικά” του Παυσανία: “τῆς Λυκοσούρας δέ ἐστιν ἐν δεξιᾷ Νόμια ὄρη καλούμενα, καὶ Πανός τε ἱερὸν ἐν αὐτοῖς ἐστι Νομίου καὶ τὸ χωρίον ὀνομάζουσι Μέλπειαν, τὸ ἀπὸ τῆς σύριγγος μέλος ἐνταῦθα Πανὸς εὑρεθῆναι λέγοντες. κληθῆναι δὲ τὰ ὄρη Νόμια προχειρότατον μέν ἐστιν εἰκάζειν ἐπὶ τοῦ Πανὸς ταῖς νομαῖς, αὐτοὶ δὲ οἱ Ἀρκάδες νύμφης εἶναί φασιν ὄνομα”.

4. Eντυπωσιακό σπήλαιο παγκοσμίου φήμης στη ΝΔ πλευρά του Παρνασσού. Ονομάζεται και Σαρανταύλι ή σπήλαιο του Πανός.

5. Η Πιάνα είναι ένα ιστορικό χωριό, παραδοσιακός οικισμός, της Αρκαδίας. Βρίσκεται κοντά στα ερείπια της αρχαίας πόλης Διπαίας. Υπάγεται στην επαρχία Μαντινείας, ενώ σήμερα αποτελεί Δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Τριπόλεως.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο γιος του Αλή πασά τον βασάνισε και τον ακρωτηρίασε! Ο Άγιος Οσιομάρτυς Γεδεών (Καρακαλληνός) ο Νέος ο εν Τυρνάβω (30/12/1818) του Κων/νου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

  Ο γιος του Αλή πασά τον βασάνισε και τον ακρωτηρίασε! Ο Άγιος Οσιομάρτυς Γεδεών (Καρακαλληνός) ο Νέος   ο εν Τυρνάβω (30/12/1818)  του Κω...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....