Ετικέτες - θέματα

2.11.25

Ο Κερκέζος του Ιωάννη Κονδυλάκη Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

 


Ο Κερκέζος

του Ιωάννη Κονδυλάκη 

Κείμενο και AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου


  Εἰς τοῦ Σαϊτονικολῆ ἐμοίραζαν τοὺς πρώτους σισανέδες ποῦ ἔφερε τὸ Πανελλήνιον. Μὲ τοὺς ἄλλους ἐπῆγε καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς νὰ πάρῃ, ἀλλ’ ἐνῷ ἔφθασεν ἐκ τῶν πρώτων, ἐπλησίασε μὲ τοὺς τελευταίους, ὅταν ἔμειναν ἀκόμη τέσσερα ἢ πέντε μόνον τουφέκια καὶ οἱ ἀπαιτηταὶ ἦσαν δεκαπέντε καὶ περισσότεροι. Ὁ Ἀναγνώστης ὁ Πλατῆς, καθήμενος, κατέγραφεν ἐκείνους ποῦ ἐλάμβαναν ὅπλα· ὁ δὲ Σαϊτονικολῆς, ὄρθιος, τὰ ἐμοίραζεν, ἀπευθύνων εἰς ἕκαστον μίαν εὐχήν:

— Καλορρίζικο! Τιμημένο νὰ τὸ βαστᾷς καὶ τιμημένο νὰ σὲ βγάλῃ! καὶ ἄλλα τοιαῦτα.

Ὁ Ἀνδρουλιός, ὑποχωρῶν εἰς ὅλους, ἀπωθούμενος καὶ οὐδένα ἀπωθῶν, ἐκινδύνευε νὰ μὴ πάρῃ τίποτε· ἀλλ’ ἐπὶ τέλους εὑρέθη ἐνώπιον τοῦ Σαϊτονικολῆ, ὅστις ἦτο γυρισμένος τὴν στιγμὴν ἐκείνην πρὸς τὴν γωνίαν ὅπου ἀνέκειντο τὰ ὅπλα καὶ ὅστις ἐστράφη κρατῶν ἕνα σισανέν. Ἦνοιγε δὲ τὸ στόμα νὰ εἴπῃ τὴν ἀπαραίτητον εὐχὴν καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς ἐκινήθη νὰ πάρῃ τὸ τουφέκι, ὅτε ὁ Σαϊτονικολῆς τὸν εἶδε καὶ ἔκαμε κίνημα ἐκπλήξεως καὶ δισταγμοῦ.

— Μωρέ, δὲν ἀφήνεις, καϋμένε Ἀνδρουλιό, νὰ τὸ πάρῃ κιανεὶς ἄλλος; τοῦ εἶπε μὲ δυσφορίαν ἀνθρώπου, ὅστις ἀναγκάζεται νὰ φανῇ σκληρός. Ἐσὺ… εἶντα νὰ σοῦ πῶ;

Ὁ Σαϊτονικολῆς ἤθελε νὰ εἴπῃ: Ἐσὺ τί νὰ τὸ κάμῃς; καὶ ὁ Ἀνδρουλιός, ὅσον καὶ ἂν ἦτο πρᾷος καὶ ταπεινός, ἐταράχθη· δὲν εἶπεν ὅμως τίποτε, ἀλλ’ ἀπεσύρθη ἀποσβολωμένος εἰς μίαν ἄκραν, ὡς νὰ μὴ ἔβλεπε τὴν θύραν διὰ νὰ φύγῃ. Ὁ Σαϊτονικολῆς μετενόησεν ἀμέσως καὶ ἐλυπήθη διὰ τὴν σκληράν του φράσιν ἀλλ’ ἦτο πλέον ἀργά, διότι ἄλλοι έσπευσαν καὶ ἥρπασαν τὰ ὑπολειπόμενα τουφέκια, χωρὶς μάλιστα νὰ περιμένουν τὴν εὐχήν.

— Μωρέ, τὠπίστεψες αὐτὸ ποῦ σοὖπα, Ἀνδρουλιό, κι’ ἀφῆκες νὰ πάρῃ ἄλλος τὸ τουφέκι; ἐφώναξε πρὸς αὐτὸν γελῶν διὰ νὰ συγκαλύψῃ τὸ πρᾶγμα. Ἐγὼ σἐθάρρουνα γιὰ πλειὰ ξυπνητό. Γιάε, μωρέ, νἀφήσῃ νὰ τοῦ πάρῃ ἄλλος τὸ τουφέκι!

— Δὲ θέλω σισανέ, καπετὰ Νικολῆ, ἀπήντησεν ὁ Ἀνδρουλιός. Καλλίτερα ποῦ τὸν ἐπῆρε ἄλλος. Ἔχω μιὰ παλιολαζαρίνα ἐγώ… κάνει κι’ αὐτὴ δουλειά.

Καὶ τὰ ἔλεγεν αὐτὰ χωρὶς πικρίαν, χωρίς παράπονον· ἐμειδία μάλιστα τώρα τὸ σύνηθες καλοκάγαθον μειδίαμά του, ἀλλ’ εἰς τὰ γαλανά του μάτια ἐκυλίετο ἕνα δάκρυ.

Ὅταν ἐξῆλθε, τὸν ἐπλησίασεν ὁ συγγενής του Μαρογιάννης καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἀγανάκτησιν:

— Μωρέ, γιὰ ὄνομα Θεοῦ, δὲν ἔχεις ψυχή, δὲν ἔχεις άνθρωπιά; Δὲν φτάνει ποῦ δὲ σοὔδωκε τουφέκι ὁ βιλάνος ὁ Σαϊτονικολῆς, ἀλλὰ σοὐκανε καὶ τέτοια προσβολάρα, καὶ σὺ ἐκόντεψε να τοῦ πῇς σπολάτη!

— Ὁ ἄνθρωπος εἶπε τὴν ἀλήθεια. Σὰ δὲν ἔχει τουφέκια για ὅλους, καλλίτερα νὰ τὰ πάρουν οἱ καλοὶ καλοί. Αὐτὸς εἶνε καπετάνιος καὶ κατέχει.

Τὸ κακό του τὸν καιρὸ κατέχει.

— Κιἂν δὲ τὸ κατέχει αὐτός, τὸ θωρῶ μοναχός μου ἐγώ. Εἶμαι κακουρές, ἀνεμάθρωπος, εἶπεν ὁ Ἀνδρουλιὸς μὲ ὀλίγον πεῖσμα, τὸ ὁποῖον ἀπηυθύνετο μᾶλλον κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του.

— Σῶπα λέω καὶ τσ’ ἄντρες δὲν τσοὶ ζυγιάζουνε σὰν τὰ ζωντόβολα. Ἐγὼ δὲν κάνω καλλίτερο μου κανένα. Σ’ ὅλο τὸ ὕστερο χαίρεται κι’ ὁ κόρακας τὴ φωνή του σὰν καὶ τἀηδόνι. Νὰ συλλογιστῇς σκιᾶς τοὺς συγγενεῖς σου ποῦ τοὺς ντροπιάζεις.

— Μὰ ἤθελες δὰ νὰ μαλώσωμε γιὰ ἕνα τουφέκι;

— Ναί, γιατὶ ὅποιος δὲ μιλεῖ τόνε θάφτουνε.

— Ἐγὼ ἔχω τὴν κακολαζαρίνα· ἄλλοι δὲν ἔχουνε μουδὲ καλαμομπιστόλα. Καλὰ ἔκαμε ὁ Σαϊτονικολῆς καὶ μ’ ἀπομούρισε.

— Αὐτὴ τὴν κεφαλὴ νὰ βαστᾷς καὶ καλὰ θὰ πᾷς. Θὰ γενῇς ἀνεμπαίγνιδο τοῦ χωριοῦ.

Καὶ ὁ Μαρογιάννης ἀπεμακρύνθη μὲ ἀγανάκτησιν, αἰσχυνόμενος διότι εἶχε τοιοῦτον συγγενή.

Ὁ Ἀνδρουλιὸς ἦτο νέος ἄνθρωπος, τριάντα περίπου ἐτῶν, κοντακιανός, μὲ παχὺ ξανθὸ μουστάκι, μὲ κνήμας ἰσχνάς, περὶ τὰς ὁποίας κατωλίσθαιναν καὶ ἐζάρωναν τὰ στιβάνια. Ὡς νέος καὶ αὐτὸς καὶ ἄγαμος μάλιστα, προσπάθει κάπως νὰ κομψεύεται, ἠγάπα τὸν χορὸν καὶ ἐφαίνετο αἰωνίως ἐρωτευμένος. Τὸ βέβαιον ὅμως εἶνε ὅτι οὔτε οἱ ἄλλοι, οὔτε αὐτὸς ἐγνώριζε ποίαν ἠγάπα. Ἡ καρδία του ἦτο πλήρης ἀγάπης, ἥτις, μὴ εὑρίσκουσα μέρος νὰ σταματήσῃ, ἐπτερύγιζεν ἀσκόπως, τρεφομένη μὲ ὄνειρα· Ἠγάπα τὸ θῆλυ, ἡ δὲ ἀγάπη του, ἡ ὅλως πλατωνικὴ καὶ νεφελώδης, τὸν ἐκράτει εἰς διηνεκῆ ἐλαφρὰν μέθην, ἐκδηλουμένην μὲ ἤρεμον εὐθυμίαν. Ἀπὸ τὸ στόμα του ἀνέβλυζεν ὡς λάλον ὕδωρ τραγούδημα σιγανόν, καὶ καθ’ ἃς ὥρας εἰργάζετο εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ ὅταν τὸ βράδυ βράδυ ἐμφανιζόμενος εἰς τὰ δώματα παρετήρει τὰς ἐπιστρεφούσας ἐκ τῶν ἀγρῶν παρθένους. Καὶ ἐγνώριζεν ἄπειρα δίστιχα καὶ τὰ περιπαθέστερα μέρη τοῦ Ἐρωτοκρίτου.

Ἀλλὰ μὴ ὑποθέσῃ κανεὶς ἐκ τούτου ὅτι ὁ Ἀνδρουλιὸς ἦτο ἐλαφρὸν καὶ μάταιον ὑποκείμενον. Ὀλίγοι ἦσαν φιλόπονοι ὡσὰν αὐτὸν εἰς τὸ χωριό. Ἄμα ἐτελείωνε τὰς ἀγροτικάς του ἐργασίας, ἐπηγγέλλετο ἐπί τινας μήνας τὸν κτίστην, εὕρισκε δὲ καιρὸν ἐν τῷ μεταξὺ νὰ ἐπιτηρῇ καὶ τὸν νερόμυλον τὸν ὁποῖον εἶχε μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἦτο καθ’ ὑπερβολὴν θρῆσκος, ἐπροσκύνα ὅλα τὰ εἰκονίσματα τῆς ἐκκλησίας καὶ ἐθεώρει θεάρεστον ἔργον νὰ ἐκτελῇ χρέη νεωκόρου, νὰ κρούῃ τὸν κώδωνα, νὰ φέρῃ φωτιὰν διὰ τὸ θυμιατόν, νἀνάβῃ καὶ περιποιῆται, τὰ κανδήλια, νὰ βοηθῇ τὸν ἱερέα κατὰ τὰ βαπτίσια· ἐλυπεῖτο δὲ διότι δὲν ἐγνώριζε γράμματα διὰ νὰ δύναται νὰ ἐκτελῇ χρέη ψάλτου, ἀλλ’ οὐχ ἧττον καθ’ ὅλην τὴν λειτουργίαν δὲν ἔπαυε νὰ συνοδεύῃ μὲ σιγανὸν μουρμούρισμα τὴν ψαλμῳδίαν.

Δὲν περιωρίζετο δὲ ἡ εὐσέβειά του μόνον εἰς ἐξωτερικοὺς τύπους, ἀλλ’ εἶχεν ἀληθεῖς χριστιανικὰς ἀρετάς. Ἀπὸ τὸ στόμα του δὲν ἐξήρχετο ποτὲ ψυχρός λόγος καὶ τόσον ἦτο καλοκάγαθος καὶ ταπεινός, ὥστε οἱ χωριανοὶ τὸν ἐφαντάζοντο ὡς μὴ δυνάμενον νὰ κακοποιήσῃ καὶ Τοῦρκον ἀκόμη.

Δὲν εἶχε κανένα ἐχθρὸν φυσικά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπην τὴν ὁποίαν ἐνέπνεε δὲν ἔλειπεν ὀλίγη εἰρωνία. Εἰς τοῦτο δὲ συνετέλει πρὸ πάντων ἡ κατασκευή του ἡ σχεδὸν καχεκτικὴ καὶ τὸ μικρόν του ἀνάστημα. Καὶ ὅταν εἰς τὸν χορὸν ἐπεδείκνυεν εὐστροφίαν κ’ ἐχοροπήδα, αἱ γυναῖκες ἐδάγκωναν τὰ χείλη των διὰ νὰ μὴ ξεκαρδισθοῦν καὶ ἐψιθύριζαν μεταξύ των μὲ μικροὺς σπασμωδικοὺς γέλωτας:

— Διάολε, ἀντρίτσι τ’ Ἀντρουλιό!

Ἀλλ’ ὁ Ἀνδρουλιὸς καὶ ὅταν φανερὰ ἔβλεπεν ὅτι τὸν ἐχλεύαζαν, δὲν ὠργίζετο, οὔτε ἐδυσθύμει· ἐνίοτε μάλιστα συνεμερίζετο τοὺς γέλωτας καὶ ἐπήδα δυνατώτερα τῶν ἄλλων ὡς διὰ νὰ διασκευδάζῃ περισσότερον τοὺς θεατάς.

Δὲν γνωρίζω ἐὰν διὰ τῶν ὑπερβολικῶν τούτων χοροπηδημάτων ἤθελε νὰ ἐπιδείξῃ καὶ παληκαρισμόν· τὸ βέβαιον εἶνε ὅτι οὐδέποτε ἐπροκάλεσεν ἔριδας καὶ προκαλούμενος ὑπεχώρει.

Ἐννοεῖται ὅτι τοιαῦται ἀρεταὶ δὲν ἐνοοῦντα ὑπὸ τῶν πολλῶν· καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς δὲν εἶχε μὲν ἐχθρούς, ἀλλὰ δὲν εἶχε καὶ θαυμαστὰς καὶ ἡ μεγάλη του ἀνεξικακία ἐθεωρεῖτο ὡς δειλία, ἡ δὲ ὑπερβολική του ἀγαθότης ὡς πνευματικὴ πτωχεία. Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι. Καὶ εἶνε βέβαιον τῳόντι ὅτι ὁ Ἀνδρουλιὸς δὲν ἦτο φωστῆρας. Ἔπειτα ἐκεῖνό του τὸ ἀνάστημα, ἐκεῖνο τὸ σκαρί του… Πῶς νὰ δώσῃς σπουδαίαν σημασίαν εἰς ἕνα τέτοιο «ἀντρίτσι», ὡς τὸν ἀπεκάλουν αἱ γυναῖκες;

Ἐγέλα λοιπὸν ὁ κόσμος μαζῆ του· ὅταν δὲ ἤρχισεν ἡ ἐπανάστασις καὶ ἠκούσθη ὅτι ὁ Ἀνδρουλιὸς παρεσκευάζετο νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὸν πόλεμον, ἀνεκάγχασαν καὶ τὰ νήπια. Πάει στὸ διάολο ή Τουρκιά! Τινὲς ἐξέφραζαν τὸν φόβον ὅτι δὲν ἤξευρε νὰ κάμῃ χρῆσιν τοῦ τουφεκιοῦ καὶ ἄλλοι ὅτι θὰ τὸ ἐγέμιζε μέχρι στομίου· κάποιος δὲ ἐβεβαίωνεν ὅτι ὁ Ἀνδρουλιὸς ἐξελάμβανε τὸν πόλεμον ὡς χειροπάλαιμα, διὸ καὶ εἶχε κόψει τὰ μαλλιά του σύρριζα διὰ νὰ μὴ τὸν πιάνουν ἀπ’ αὐτὰ οἱ Τοῦρκοι.

Ὡς εἴδαμεν, καὶ αὐτὸς ὁ καπετάνιος ὁ Σαϊτονικολῆς, δὲν εἶχε καλλιτέραν περὶ αὐτοῦ ἰδέαν. Ἀλλ’ ὁ Ἀνδρουλιὸς δὲν ἐμνησικάκησε· μετά τινας ὥρας μάλιστα ἐφαίνετο ὡς νὰ εἶχε παντελῶς λησμονήσει τὴν πικρὰν τοῦ ὁπλαρχηγοῦ φράσιν. Καὶ εἰς τὴν πρώτην ἁψιμαχίαν ἔλαβε μέρος μὲ τὴν λαζαρίναν του. Τί γέλια ἔγειναν μ’ ἐκείνην τὴν παλιολαζαρίναν, τῆς ὁποίας τὸ σπασμένο κοντάκι ἦτο δεμένον μὲ σπάγγους καὶ ἡ ὁποία εἶχε μάκρος τριῶν πήχεων!

— Μωρ’ αὐτό, Ἀντρουλιό, εἶνε τοῦ Διγενὴ τοῦ Σαραντάπηχου τὸ τουφέκι! τοῦ εἶπε κάποιος.

Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς μάχης τὸν ἔχασαν· εἶχεν ἀναμιχθῆ ἴσως μὲ ξενοχωριανοὺς ἤ, τὸ καὶ πιθανώτερον, εἶχε κρυφθῆ. Μόνον δὲ κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν τὸν ἐπανεῖδαν, καὶ τὸ φέσι του ἦτο τρυπημένον ἀπὸ δύο σφαίρας. Ἐξάπαντος τὸ εἶχε κρεμάσει καὶ τὸ ἐπυροβόλησε μὲ τὴ λαζαρίνα του. Τοὐλάχιστον ἐξησκεῖτο εἰς τὴν σκοποβολήν.

Ἀλλ’ εἰς τὴν ἑπομένην μάχην ἡ κακολογία ἐβουβάθη. Ὁ Ἀνδρουλιὸς ἐμάχετο ὄρθιος, ἐντελῶς ἀπροφύλακτος. Ἐνόμισαν ὅτι τὸ ἔκαμνεν ἐξ ἀγνοίας τοῦ κινδύνου καὶ τοῦ ἐφώναζαν νὰ πιάσῃ μιτερίζι, ἀλλ’ ὁ Ἀνδρουλιὸς δὲν ἠθέλησε ν’ ἀκούσῃ.

— Ἐμένα δὲ μὲ πιάνει μπάλλα, εἶπε μετὰ τὴν μάχην.

— Δὲν σὲ πιάνει μπάλλα; Πῶς τὸ κατέχεις;

— Ἔχω τίμιο ξύλο.

— Ἀλήθεια;

— Ἔχω αὐτό, ἀπήντησεν ὁ Ἀνδρουλιὸς σοβαρῶς καὶ ἔκαμε τὸν σταυρόν του. Δὲν τὸ κατέχετε; Ὅποιος κάνει τὸ σταυρό του ἅρμα ἔχει στὸ πλευρό του.

Μετά τινα καιρὸν ἀπεβιβάσθησαν ἐθελονταὶ εἰς τὴν ἐπαρχίαν. Ἀμέσως ὅμως στρατὸς τουρκικὸς πολυάριθμος τοὺς κατεδίωξε μέχρι τοῦ ὀροπεδίου τοῦ Λαπάθου, ὅπου τοὺς περιεκύκλωσεν. Ἐθελονταὶ ἐφονεύθησαν πολλοί, θὰ ἐξωλοθρεύοντο δὲ ὅλοι ἂν δὲν τοὺς ἐβοήθει ἡ ὁμίχλη καὶ ἂν ἔλειπαν οἱ ἐντόπιοι ἐπαναστάται, οἵτινες ὑπεστήριξαν τὴν ὑποχώρησίν των καὶ τοὺς ὡδήγησαν νὰ διαφύγωσι δι’ ἀτραπῶν καὶ χαραδρῶν.

Μεταξὺ τῶν Κρητῶν ἦτο καὶ ὁ Ἀνδρουλιός, ὅστις πολλοὺς ἐθελοντὰς ἔσωσεν. Εἰς τὸ ἀνακάτωμα δ’ ἐκεῖνο κ’ ἐντὸς τῆς ὁμίχλης διέκρινεν ἐγγύτατα ἕνα φοροῦντα ὑψηλὸν σκούφον.

— Ἀπὸ δῶ, πατριώτη! τοῦ ἐφώναξε. Μὴν πᾶς ἀπ’ αὐτοῦ, θὰ πέσης στσοὶ Τούρκους.

Ὁ φορῶν τὸν ὑψηλὸν σκούφον διηυθύνθη πρὸς αὐτόν, ἀλλ’ ὅταν ἐπλησίασεν, ὁ Ἀνδρουλιὸς διέκρινεν ὅτι ἦτο Κιρκάσιος. Δὲν ἐπρόφθασεν ὅμως νὰ τὸ καλοσκεφθῇ καὶ ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον κατ’ ἀρχὰς εἶχε νομίσει ὡς ἐθελοντὴν ὥρμησε κατ’ αὐτοῦ μὲ τὴν λόγχην.

Ὄπισθεν τοῦ Ἀνδρουλιού ἦτο κρημνὸς στρωμένος μὲ χαλίκια· ἡ δὲ ἀπόστασις ἡ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Κιρκασίου ἦτο τόσο μικρά, ὥστε δὲν ἔλαβε καιρὸν νὰ στρέψῃ κατὰ τοῦ ἐχθροῦ τὴν δολιχόσκιον λαζαρίναν…

Ἡ λόγχη ἐπήρχετο κατὰ τοῦ στήθους του, ἀλλ’ ὁ Ἀνδρουλῆς συγχρόνως ἐρρίπτετο εἰς τὸν κρημνὸν μὲ μίαν ἀναφώνησιν:

— Θεὲ Δημητρίου!

Καὶ μετὰ πατάγου, παρασύρων τοὺς χάλικας, κατεκυλίσθη εἰς τὸν κρημνόν, προπορευομένης μὲ τὸν μεταλλικόν της θόρυβον τῆς λαζαρίνας. Εἰς τὸ κάτω μέρος ἔμεινεν ἀκίνητος. Ὁ δὲ Κιρκάσιος, ἀφοῦ ἐπί τινας στιγμὰς τὸν ἔβλεπε κατακυλιόμενον, τώρα ἐζήτει μέρος διὰ νὰ κατέλθῃ μέχρις αὐτοῦ καὶ τὸν αἰχμαλωτίσῃ ἢ τὸν ἀποτελειώσῃ. Ἐπὶ τέλους εὗρε μονοπάτι καὶ ἤρχισε νὰ κατεβαίνῃ· ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον ἐκινήθη καὶ ὁ Ἀνδρουλιός. Ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου εἶχε βοηθήσει τὸν νέον Νέστορα, ὅστις μόνον ἀσημάντους τινὰς ἐκδορὰς καὶ ἐλαφρὰν ζάλην εἶχε πάθει. Ἀλλὰ μόλις ἐσηκώθη, ἠκούσθη πυροβολισμὸς καὶ μία σφαῖρα ἐπέρασε πλησίον του. Ἡ λαζαρίνα ἦτο ἐνώπιόν του καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς τὴν ἤρπασεν, ἔρριψε ταχὺ βλέμμα εἰς τὴν πιάστραν καὶ κρὰκ-κράκ! τὴν ἔστρεψε κατὰ τοῦ Κιρκασίου…

Νέος πυροβολισμὸς ἀντήχησεν εἰς τὴν χαράδραν καὶ ὁ Κιρκάσιος κατεκυλίσθη μέχρι τῶν ποδῶν τοῦ Ἀνδρουλιοῦ νεκρός…

Τὴν ἐπιοῦσαν ἔξαφνα ἐνέσπειρε πανικὸν εἰς τὸ χωριὸ ἡ κραυγή: —Τοῦρκοι! Κερκέζοι!

Ὁ κόσμος ἔγεινεν ἄνω κάτω· καὶ ἄλλοι μὲν ἔτρεχαν νὰ πάρουν τὰ τουφέκια των, ἄλλοι νὰ προφυλάξουν τὰ παιδιά των, ἄλλοι ν’ ἀποκρούσουν τὴν εἰσβολήν. Ἀλλ’ ἀντὶ Τούρκων καὶ Κιρκασίων, είδαν ένα μόνον Κιρκάσιον, ὅστις παραδόξως ἔφερεν ἐπ’ ὤμου δύο τουφέκια, ἔνευε δὲ μακρόθεν καθησυχαστικῶς καὶ ἐφώναζεν ἑλληνιστί:

— Μώρ’ ἐγώ ’μαι, ἐγώ ’μαι! Μὴ φοβᾶσθε!

Δύνασθε νὰ φαντασθῆτε τὸν θαυμασμὸν καὶ ἔπειτα τὴν εὐθυμίαν τῶν χωριανῶν, ὅταν ἀνεγνώρισαν τὸν Ἀνδρουλιὸν ἐντὸς τοῦ κιρκασιανοῦ ἱματισμοῦ, ὁ ὁποῖος, σημειώσατε, τοῦ ἤρχετο ὀλίγον μακρὺς καὶ ὑπὲρ τὸ δέον πλατύς.

Τὸν ὑπεδέχθησαν μὲ ἀλαλαγμὸν χαρᾶς, καὶ περικυκλώσαντες αὐτὸν τὸν ἠρώτων, ἐνῷ συγχρόνως μετὰ περιεργείας ἐξήταζαν τὸν καυκάσιον ἱματισμόν του, τοῦ ὁποίου τὸ στῆθος ἐκάλυπτον ἀλλεπάλληλοι σειραὶ φυσιγγιοθηκῶν.

Παρακάτω συνήντησαν τὸν καπετάνιον, τὸν Σαϊτονικολῆν, καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς τοῦ προσέφερε τὸ ὅπλον τοῦ Κιρκασίου λέγων:

Αὐτὸ τὸ σισανεδάκι πρέπει νὰ τὤχῃς τοῦ λόγου σου, καπετὰν Νικολῆ.

Ὁ Σαϊτονικολῆς παρετήρησε μὲ θαυμασμὸν καὶ πόθον τὸ ὡραῖον καὶ ἐλαφρὸν ὅπλον. Ἀλλ’ ἐνθυμηθεὶς ἴσως τὴν προσβολὴν τὴν ὁποίαν εἶχε κάμει πρὸς τὸν Ἀνδρουλιόν, τοῦ εἶπε μὲ φωνὴν στενοχωρημένην:

— Ὄχι, ὄχι. Ἐσὺ τὸ πῆρες, ἐσὺ νὰ τὤχῃς.

Ὁ Ἀνδρουλιὸς ἀπήντησεν ἠρεμώτατα καὶ φυσικώτατα:

— Ἐγὼ θὰ πάρω ἄλλο, καπετάνιο.

Ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὁ Ἀνδρουλιὸς ἐπωνομάσθη Κερκέζος.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ: 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο Κερκέζος του Ιωάννη Κονδυλάκη Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

  Ο Κερκέζος του Ιωάννη Κονδυλάκη  Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου   Εἰς τοῦ Σαϊτονικολῆ ἐμοίραζαν τοὺς πρώτους ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....