Τα
Εισόδια της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου) + ΒΙΝΤΕΟ + ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου
Μία
από τις μεγαλύτερες Θεομητορικές εορτές
είναι τα Εισόδια της Θεοτόκου. Η
είσοδος της Θεοτόκου στο ναό είναι
προοίμιο της εύνοιας του Θεού στους
ανθρώπους, η προκήρυξη της σωτηρίας των
ανθρώπων, η αναγγελία του Χριστού και
η πραγματοποίηση του σχεδίου της θείας
οικονομίας. Αυτά διακηρύσσει το απολυτίκιο
της εορτής. Η
σημασία της εορτής αυτής είναι μεγάλη
και ιερή. Αποτελεί τήν βάση και την αρχή
για όλη την μετέπειτα ζωή της Θεοτόκου.Η
αγία Άννα, η μητέρα της Θεοτόκου, επειδή
περνούσε όλη τη ζωή της χωρίς να αποκτήσει
τέκνο, παρακαλούσε μαζί με τον άντρα
της Ιωακείμ το Θεό να τους χαρίσει παιδί
και, αν πετύχουν το ποθούμενο, να το
αφιερώσουν στον Θεό. Έτσι, ευδόκησε ο
Θεός και γέννησε παράδοξα, σε ηλικία
προχωρημένη, αυτήν που προξένησε τη
σωτηρία του γένους των ανθρώπων, την
καταλλαγή και συμφιλίωση του Θεού με
τους ανθρώπους, την αιτία της ανάπλασης
του κόσμου, της έγερσης και της θέωσης
του πεσόντος Αδάμ, δηλαδή της ανθρωπότητας,
την υπεραγία και Δέσποινα Θεοτόκο Μαρία.Όταν
η Μαρία έγινε τριών χρόνων, οι γονείς
της την προσέφεραν, σαν σήμερα, στον
ναό, καθώς είχαν υποσχεθεί, και αφιέρωσαν
την κόρη τους στον Θεό, που τους την
χάρισε. Την παρέδωσαν Αρχιερέα Ζαχαρία,
που την δέχτηκε λέγοντας: «Εμεγάλυνε
ο Κύριος το ονομά σου σε όλες τις γενεές.
Με σένα θα ευλογηθούν τα έθνη και ο
Κύριος θα λυτρώση τους υιούς του Ισραήλ»,
και την έβαλε στον ιερότερο χώρο του
ναού όπου εισερχόταν μόνο ο Αρχιερέας.
“Έτσι
(...) απετέθη δικαίως σήμερα στα άγια
άδυτα, σαν θησαυρὸς του Θεού, η κόρη που
εξελέγη ανάμεσα στους εκλεκτοὺς απὸ
αιώνες, που ἀναδείχθηκε αγία των αγίων,
που έχει το σώμα καθαρώτερο και θειότερο
ακόμη και απὸ τα διὰ της αρετής
κεκαθαρμένα πνεύματα, ώστε να μην είναι
δεκτικὸ μόνο του τύπου των θείων λόγων,
αλλὰ και του ιδίου του ενυποστάτου και
μονογενούς Λόγου του προανάρχου Πατρός·
σαν θησαυρὸς που ο Λόγος θα τον
χρησιμοποιούσε στον καιρὸ του, όπως
και έγινε, γιὰ πλουτισμὸ και υπερκόσμιο
και συγχρόνως παγκόσμιο κόσμημα.1”
Ήταν λοιπόν ένα προκλητικό γεγονός,
κάποιος άνθρωπος, και μάλιστα ένα
κορίτσι, να εισέλθη στον ιερό χώρο, όπου
φυλάσσονταν τα πιο ιερά αντικείμενα
τού Ισραήλ, όπως η Κιβωτός της Διαθήκης,
η Στάμνα με το Μάννα, η Ράβδος η βλαστήσασα
του Ααρών και, βεβαίως, όπου ούτε οι
ιερείς είχαν δικαίωμα να εισέλθουν,
αλλά ούτε και ο Αρχιερεύς καθημερινά.
Μέσα στα Άγια των Αγίων η Θεοτόκος για
δώδεκα χρόνια τρεφόταν από άρτο που της
έφερνε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Αυτό ήταν
ένα από τα πιο θαυμαστά γεγονότα του
βίου της Θεοτόκου.
Σε
τροπάριο του εσπερινού της εορτής
γράφεται: «Δι'
αγγέλου εκτρέφεται».
Και σε άλλο λέγεται: «Επουρανίω
τραφείσα, Παρθένε, άρτω».
Τι ήταν αυτός ο άρτος από τον οποίον
τρεφόταν η Παναγία; Ο άγιος Γρηγόριος
ο Παλαμάς αναφερόμενος σε αυτόν τον
ευλογημένο άρτο που έτρεφε τήν Παναγία
λέγει ότι ο Θεός έστελνε «τροφήν
άνωθεν απόρρητον εκεί τή Παρθένω δι'
αγγέλου».
Όμως, δεν ήταν ένας συνηθισμένος άρτος,
αλλά στην πραγματικότητα ήταν η άκτιστη
ενέργεια του Θεού, διά της οποίας, κατά
τον ίδιο Πατέρα, «την
τε φύσιν κρειττόνως ανερρώννυτο
(εδυνάμωνε) και
κατά σώμα των ασωμάτων καθαρωτέρα καί
υπερτέρα και συνετηρείτο και ετελείτο».
Είναι προφανές ότι δεν ήταν μια κτιστή
τροφή, ένας υλικός άρτος, αλλά μια άλλη
ξένη τροφή. Ήταν η ενέργεια του Θεού η
οποία ενδυνάμωνε το σώμα της Παναγίας
για να έχει νοερά προσευχή και θεωρία
Θεού. Αυτό σημαίνει ότι η Παναγία για
σχεδόν δέκα χρόνια ήταν μέσα στο Φως
τού Θεού και είχε κοινωνία μαζί Του,
φθάνοντας στήν θέωση. Στην πραγματικότητα
ζούσε όπως ζούσαν οι Πρωτόπλαστοι στον
Παράδεισο πριν την πτώση. Ο άγιος Μάξιμος
ο Ομολογητής ερμηνεύοντας το αίτημα
της Κυριακής Προσευχής, “τον
άρτον ημών τον επιούσιον”,
το συνδέει με τη θεία Κοινωνία τού
Σώματος και του Αίματος του Χριστού και
κάνει λόγο για την «τροφή
του άρτου της ζωής,
ίνα
νικήση τον θάνατον της αμαρτίας»,
από την παρούσα πρόσκαιρη ζωή. Μέ
αυτόν τον Άρτο, τή Χάρη και την ενέργεια
του Θεού, ετρέφετο η Παναγία μέσα στα
Άγια των Αγίων. Με αυτόν τον Άρτο
τρεφόμαστε και εμείς κάθε φορά που
τελούμε τη Θεία Λειτουργία. Καί βεβαίως
για να ενεργήσει ο Άρτος αυτός, δηλαδή
ο Χριστός, «εις
ζωήν αιώνιον»,
πρέπει να ζούμε μιμούμενοι ή δυνατόν
την Παναγία.
Εκεί
στο ναό, λοιπόν, η Παρθένος διέμεινε
δεκα χρόνια, ώσπου πλησίασε ο καιρός
του θείου Ευαγγελισμού και των ουρανίων
και υπερφυσικών μηνυμάτων, που προμηνούσαν
ότι ο Θεός ευδόκησε να σαρκωθεί απ' αυτήν
σαν φιλάνθρωπος, για να αναπλάσει τον
φθαρέντα από την αμαρτία κόσμο. Η Θεοτόκος
εξήλθε τότε από τα άγια των αγίων του
ναού και δόθηκε στον μνήστορα Ιωσήφ,
για να είναι αυτός προστάτης της και
μάρτυς της παρθενίας της και για να
υπηρετήσει τον άσπορο τόκο της, στη φυγή
στην Αίγυπτο και στην επάνοδό της απ'
εκεί στη γη Ισραήλ.
Ποια
είναι όμως η θέση των πιστών απέναντι
στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας που
φανερώνεται στην εορτή των Εισοδίων. Ο
άγιος Γρηγόριος Παλαμάς απαντά με ένα
ερώτημα: “εμείς
που έχουμε κοντὰ μας γραμμένα όλα τα
λόγια της αιώνιας ζωής, και όχι μόνο τα
λόγια, αλλὰ και τα θαύματα και τα παθήματα
και την δι᾽ αυτών έγερση της φύσεως μας
απὸ τους νεκροὺς και ανάληψή της απὸ
τη γη στον ουρανό, και την δι᾽ αυτών
επηγγελμένη σ᾽ εμάς αθάνατη ζωὴ και
αμετάτρεπτη σωτηρία, πως δεν θ᾽ ανυμνήσωμε
και μακαρίσωμε αδιαλείπτως την μητέρα
του χορηγού της σωτηρίας, του δοτήρος
της ζωής, εορτάζοντας τώρα (...) την
μετοίκησι στα άγια των αγίων;”
Για
τη θέση της Θεοτόκου στο θείο σχέδιο
της ανόρθωσης του ανθρώπου διαβάζουμε:
“(λόγω της αμαρτίας) κατέστη
αδύνατον να επιστρέψωμε στην αρχικήν
μας κατάστασι, και στενάζαμε επειδή
αυτό ακριβώς ήταν το μόνο που ποθούσαμε·
αυτήν την δυνατότητα της ευδαιμονίας
μας την εχάρισε μόνη η μακαρία Παρθένος.
Αυτή εξεπλήρωσε την επιθυμία μας
ενώνοντας με τους ανθρώπους τον μόνον
Επιθυμητόν, Αυτόν Τον οποίον, όταν
κάποιος γνωρίση προσωπικώς, δεν είναι
δυνατόν να ζητήση κάτι περισσότερο. Και
ηνώθη δι’ αυτής ο Θεός τόσο στενά με
τους ανθρώπους, ώστε έγινε μέτοχος όχι
μόνον του τόπου και του τρόπου της ζωής
μας, αλλά και της ιδίας της φύσεως μας.2”
“Ο
καθαρώτατος ναὸς του Σωτήρος, η
πολυτίμητος παστὰς και Παρθένος, το
ιερὸν θησαύρισμα της δόξης του Θεού,
σήμερον εισάγεται, εν τω οίκω Κυρίου,
την χάριν συνεισάγουσα, την εν Πνεύματι
θείω· ην ανυμνούσιν Άγγελοι
Θεού. Αύτη υπάρχει σκηνὴ επουράνιος.”
(Κοντάκιο)
Κυριακή
ΣΤ΄ Λουκά [Ο δαιμονιζόμενος των Γαδαρηνών] + ΒΙΝΤΕΟ
Λουκ.
η΄ 26-39
από
τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ:
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή που
αναφέρεται στο θαύμα του δαιμονισμένου
των Γαδαρηνών, αποκαλύπτει μια τραγική
πτυχή στη ζωή του ανθρώπου, αλλά ταυτόχρονα
μεταφέρει το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα στη
ζωή του. Η τραγικότητα εστιάζεται στο
θέμα της κυριαρχίας του Σατανά, η οποία
αποτυπώνει μια ακαταστασία στην
καθημερινή ζωή του ανθρώπου που έχει
να κάνει με τον εγκλωβισμό του στα δεσμά
της δουλείας και του θανάτου. Από την
άλλη αποκαλύπτεται ο Χριστός ως μεγάλη
μας ελπίδα, γιατί είναι εκείνος που μάς
ελευθερώνει από τα έργα και τις δυνάμεις
του σατανά και αποκαθιστά την ύπαρξή
μας στο αληθινό της μεγαλείο. Η Εκκλησία
δεν σταματά να διακηρύσσει διά στόματος
του αποστόλου Παύλου ότι ο Κύριος ήλθε
στον κόσμο «ίνα καταργήση τον το κράτος
έχοντα του θανάτου, τούτ΄ έστι τον
διάβολον». Ο Χριστός είναι τελικά ο
μεγάλος ελευθερωτής.
Ο
ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΣ: Μόλις έφτασε ο Κύριος
στη χώρα των Γαδαρηνών, Τον συνάντησε
κάποιος άνθρωπος που είχε κυριευθεί
από πολλά δαιμόνια επί πολλά χρόνια και
είχε αποθηριωθεί. Δεν φορούσε ρούχα,
δεν έμενε σε σπίτι, τριγυρνούσε στα
μνήματα. Και επειδή τα δαιμόνια τον
έφερναν σε κατάσταση αγριότητας, τον
έδεναν οι άνθρωποι από φόβο με αλυσίδες.
Αλλά αυτός τις έσπαζε και εξαγριωμένος
σερνόταν βίαια από τους δαίμονες στις
ερημιές.
Η
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ: Αυτό το «αγρίμι» λοιπόν
που τρομοκρατούσε τον κόσμο, τώρα
τρομοκρατήθηκε καθώς αντίκρισε τον
Κύριο, κι από το φόβο του έβγαλε δυνατή
κραυγή. Και πέφτοντας στα πόδια του
Χριστού, φώναξε δυνατά: “Ποια σχέση
υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε σένα,
Ιησού, Υιέ του Θεού του υψίστου; Σε
παρακαλώ, μη με βασανίσεις και με κλείσεις
από τώρα στα σκοτάδια του Άδη”. “Ποιο
είναι το όνομά σου;” τον ρώτησε ο Κύριος.
Κι εκείνος απάντησε “Λεγεών”, δηλαδή
ταξιαρχία. Διότι είχε μέσα του πολλά
δαιμόνια. Τότε τα δαιμόνια αυτά άρχισαν
να παρακαλούν και πάλι τον Κύριο να μην
τους στείλει στα ερέβη του Άδη, αλλά
καθώς υπήρχε εκεί κοντά στο βουνό ένα
κοπάδι από γουρούνια που έβοσκαν, Τον
παρακαλούσαν να τους επιτρέψει να μπουν
στα ζώα αυτά. Ο Κύριος τους το επέτρεψε.
Ακολούθησε ένα φρικτό θέαμα: μόλις τα
δαιμόνια μπήκαν στους χοίρους, το κοπάδι
όρμησε μανιασμένα προς το γκρεμό και
τα ζώα έπεσαν κάτω στη λίμνη και πνίγηκαν.
Η
ΤΥΡΑΝΝΙΑ ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ: Μέσα από το
θαύμα μπορούμε να δούμε σε ποια κατάσταση
οδηγεί ο διάβολος κάθε άνθρωπο που
κυριεύει. Τα ακάθαρτα πνεύματα εισερχόμενα
στον άνθρωπο, του σαλεύουν νου και ψυχή,
απογυμνώνοντάς τον απ’ τη χάρη του
Θεού. Τον καθιστούν ακυβέρνητο, κτηνώδη
και δαιμονιώδη, οδηγώντας τον μακριά
από τους οικείους, σε τόπους φρίκης και
θανάτου. Διότι οι δαίμονες, επειδή μισούν
Θεό και άνθρωπο, αισθάνονται άφατη ηδονή
να ταλαιπωρούν τα όντα του Θεού και να
τα οδηγούν στο θάνατο. Το καταχθόνιο
αυτό έργο το επιτελούν όχι μόνο στους
δαιμονισμένους αλλά σε κάθε άνθρωπο.
Ενώ όμως όλοι μας ξέρουμε πόσο κακό
προξενούν αλλά και την πανουργία τους,
συχνά δελεαζόμαστε από τις υποσχέσεις
τους, παρασυρόμαστε και γινόμαστε
σκλάβοι στα πάθη και στην εξουσία τους!
Γι΄αυτό δεν πρέπει να δίνουμε δικαιώματα
στον διάβολο. Θα μας απομακρύνει από το
δρόμο του Θεού, καθιστώντας μας
ακοινώνητους και θα μας οδηγήσει στην
αιώνια απώλεια. Αξίζει όμως να πούμε
λίγα λόγια για την κοινωνικότητα που
είναι έκδηλη στη ζωή του πιστού σε
αντίθεση με την αντικοινωνικότητα που
καθίσταται βρόχος στη ζωή του κάθε
δαιμονιζόμενου.
Η
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΤΗΤΑ: Ο χριστιανός εκδηλώνει
αυθεντικά την κοινωνικότητά του σ’ ένα
πολύ πιο υψηλό επίπεδο. Στον Θεό και με
τον Θεό ανακαλύπτει την αληθινή αγάπη
και κοινωνεί με όλο τον κόσμο. Όπως ο
Χριστός, αφήνει τον εαυτό Του να γίνει
πλησίον για κάθε άνθρωπο. Ο χριστιανός
δεν μπορεί να αισθάνεται πληρότητα όταν
κλείνεται στον εαυτό του και αδιαφορεί
για τις ανάγκες του πλησίον του. Ιδιαίτερα
στις μέρες μας που η οικονομική κρίση
αφήνει πίσω της ανθρώπους που στοιβάζονται
στους δρόμους χωρίς εργασία, ανέστιοι,
πεινώντες και διψώντες, η αδιαφορία και
το προσπέρασμά τους δεν είναι καθόλου
συμβατά με την ευαγγελική αλήθεια. Η
Εκκλησία, όπως σημειώνει ο άγιος Μάξιμος
ο Ομολογητής, είναι τύπος και εικόνα
«του σύμπαντος κόσμου». Αυτό φανερώνει
σίγουρα όχι μόνο τη θέση των χριστιανών
μέσα στην κοινωνία, αλλά και την αποστολή
της Εκκλησίας στον κόσμο.
Η
ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΘΑΥΜΑΤΟΣ: Εν συνεχεία
το μανιασμένο αυτό «αγρίμι», για να
επανέλθουμε στην περικοπή, έγινε ταπεινός
μαθητής του Κυρίου. Τρομοκρατημένοι οι
χοιροβοσκοί έτρεξαν στην πόλη και
ανήγγειλαν το φοβερό γεγονός. Κι άρχισαν
οι κάτοικοι της περιοχής να βγαίνουν
έκπληκτοι να δουν τι έγινε. Μόλις όμως
αντίκρισαν τον πρώην δαιμονισμένο να
κάθεται ήρεμα δίπλα στον Κύριο ντυμένο
και μυαλωμένο, φοβήθηκαν. Και όλοι με
μία φωνή, αντί να ζητήσουν από τον Κύριο
να μείνει κοντά τους, Τον παρακάλεσαν
να φύγει από τον τόπο τους, επειδή
φοβήθηκαν μην τιμωρηθούν κι αυτοί για
τις ανομίες τους [για παράδειγμα η
εκτροφή χοίρων, κατά το Νόμο, ήταν τότε
απαγορευμένη]. Και ο Κύριος έφυγε από
κοντά τους. Αντίθετα ο άνθρωπος που
θεραπεύτηκε Τον παρακαλούσε να μένει
μαζί του. Ο Χριστός όμως του είπε: “Γύρισε
στο σπίτι σου για να διηγείσαι τις
ευεργεσίες που σου έκανε ο Θεός”. Κι
εκείνος έγινε με το λόγο του και με τη
ζωή του μάρτυρας της αγάπης του Κυρίου.
Έγινε φωτεινό παράδειγμα στον τόπο του
και φορέας της χάριτος του Χριστού.
Αυτός που απέφευγε κάθε ανθρώπινη
κοινωνία έγινε κήρυκας του Κυρίου.
Ο
ΚΥΡΙΟΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ: Η
ευαγγελική αυτή περικοπή μας κάνει
ξεκάθαρο ότι οι δυνάμεις του σκότους
βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο και την
εξουσία του Κυρίου. Και ότι ο Χριστός
είναι ο παντοδύναμος εξουσιαστής των
πάντων. Μπροστά του τρέμουν οι δαίμονες,
εξαφανίζονται. Σ’ αυτό λοιπόν το
δαιμονοκρατούμενο “σήμερα”, όπου
πολλοί άνθρωποι παραμορφώνονται
παρασυρμένοι από την αρπακτική μανία
του διαβόλου, οι πιστοί Χριστιανοί δεν
πρέπει να φοβούνται ή να αγωνιούν. Στα
χέρια του Χριστού είναι η ιστορία του
κόσμου και η δική μας. Αυτός κυβερνά τα
σύμπαντα, στα χέρια του είναι η ζωή μας.
Ο διάβολος δεν έχει καμία εξουσία επάνω
μας, εάν εμείς δεν του τη δώσουμε με την
συγκατάθεσή μας. Ας εμπιστευόμαστε
λοιπόν τη ζωή μας στον βασιλέα της
κτίσεως Κύριο Ιησού, ζώντας μέσα στη
χάρη των ιερών Μυστηρίων, για να
ασφαλιζόμαστε κάτω από την κραταιά
εξουσία του και να πλημμυρίζουμε από
το φως του.
Ο
ΑΓΩΝΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ Η ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ:
Το συμβάν αυτό δείχνει την πραγματική
χριστιανική ελευθερία. Όταν το Άγιο
Πνεύμα πλησιάζει τον άνθρωπο, ο άνθρωπος
δεν χάνει τον εαυτό του, την προσωπικότητά
του· το αντίθετο μάλιστα: μεταβάλλεται
από άτομο σε ξεχωριστό πρόσωπο. Δεν
χάνει τη λογική του, κάτι που συμβαίνει
όταν ο άνθρωπος ρέπει επικίνδυνα προς
την αμαρτία και τελικά δαιμονίζεται. Ο
άνθρωπος όταν δαιμονισθεί γίνεται
παράλογος, ενεργεί για λογαριασμό άλλου,
γίνεται αλλόφρων και μιλά με άλλη φωνή.
Μεταμορφώνεται ακόμα και σε «χοίρο»!
Φθάνει να μην αναγνωρίζει τον εαυτό του
και να είναι έρμαιο των παθών του. Τελικά,
ο άνθρωπος αλλοτριώνεται από την αμαρτία
και αλλάζει. Αποκόπτεται από τον Θεό. Ο
διάβολος βγάζει το ιμάτιο του ανθρώπου,
δηλαδή τη στολή του βαπτίσματος, κι
εκείνος νεκρώνεται. Ο άγιος Μάξιμος
αναφέρει ότι τότε «όλος ο άνθρωπος, σώμα
και ψυχή, υπόκειται στην επήρεια και
αιχμαλωσία του σατανά». Ο Χριστός όμως
έρχεται και ζωοποιεί τον άνθρωπο και
τον βοηθά στη δύσκολη πορεία του, γίνεται
η σκιά του. Αρκεί ο άνθρωπος να το ζητήσει!
Με την αδιάλειπτη προσευχή καθώς και
με τη συμμετοχή του στη Θεία Ευχαριστία
και στα άλλα Μυστήρια της Εκκλησίας.
Είναι έτσι, πλησίον του παρηγορώντας
τον και δίνοντάς του κουράγιο να
συνεχίσει. Αν μετανοήσει, ο Χριστός τον
παίρνει από το χέρι και τον μεταφέρει
στον αληθινό κόσμο, τον ουράνιο, γίνεται
φίλος του και βασιλεύει στην καρδιά του
η γαλήνη και η αγαλλίαση. Η συνεχής
προσευχή- επικοινωνία με το Θεό δυναμώνει
τον άνθρωπο και λειτουργεί ως «πανοπλία»
για να αμυνθεί στον πειράζοντα διάβολο.
Χρειάζεται βέβαια διαρκής αγώνας και
εγρήγορση ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι
για τις επιθέσεις του πονηρού. Ο αληθινάπιστός
άνθρωπος, που αγαπά το Θεό, με όλη την
ψυχή και τη διάνοιά του, δεν επαναπαύεται
αλλά είναι πάντοτε ετοιμοπόλεμος. Ο
άνθρωπος μπορεί και σήμερα να δεχθεί
στη ζωή του τον ελευθερωτή Χριστό. Είναι
ο μόνος που δύναται να τον απαλλάξει
από κάθε καταλυτική δύναμη του κακού
και τις δυνάμεις του. Ο Χριστός με την
αλήθεια του διασώζει στον άνθρωπο όλα
τα χαρακτηριστικά της κατ’ εικόνα Θεού
δημιουργίας του. Τον αποκαθιστά στην
πιο αυθεντική κοινωνικότητα «ιματισμένον
και σωφρονούντα».
ΟΙ
ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΓΑΔΑΡΗΝΟΙ:
Αξίζει ν’ αναφερθούμε και στη συμπεριφορά
των κατοίκων της περιοχής μετά τη
θεραπεία του δαιμονιζόμενου. Όλοι αυτοί
οι κάτοικοι θυμίζουν τον σημερινό υλιστή
άνθρωπο, που προδίδει το Θεό για τα πάθη
και την «καλοπέρασή» του. Γράφει σχετικά
ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: “«ο χοιρώδης
βίος εξ αιτίας της ακαθαρσίας του,
συμβολίζει κάθε πονηρόν πάθος. Και
χοίροι είναι κυρίως αυτοί που περιφέρουν
τον ρυπωμένον από την σάρκα χιτώνα.
Προϊστάμενοί τους, ένα είδος βοσκών,
είναι εκείνοι που υπερέχουν από αυτούς
στην ηδυπάθεια, και λαμβάνουν πρόνοιαν
για την σάρκα και την δίαιτά τους, εις
τρόπον ώστε να εκπληρώνουν την επιθυμία
τους.” Ως άλλοι Γαδαρηνοί, κι εμείς
σήμερα συχνά εκδιώκουμε τον Θεό από την
ζωή μας γιατί δεν μας «συμφέρει». Δεν
συμφέρει τα πάθη μας, γιατί ο νόμος του
Θεού στέκεται «εμπόδιο» στην αμαρτωλή
μας διάθεση και ενοχλεί τα αυτιά μας. Ο
λόγος Του και η παρουσία Του εμποδίζουν
την διάπραξη της πολυαγαπημένης μας
αμαρτίας! Μόνο που δεν κάνουμε τίποτα
περισσότερο ή λιγότερο από ό,τι κάνει
η πεταλούδα που πλησιάζει ακόρεστα το
φως μέχρι που καίγεται. Και τότε ο
άνθρωπος βλέπει την υποτιθέμενη «οργή»
του Θεού ή την «τιμωρία» Του. Και δεν
βλέπει ποτέ την δική του αμαρτία και
τις επιπτώσεις της!
ΠΑΡΑΘΕΜΑ:Ο
Α. ΓΡΗΓΌΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΥΣ:
«Ο ων εκ του Θεού τα ρήματα του Θεού
ακούει», λέγει ο Κύριος. Δηλαδή υπακούει
στις εντολές του Θεού, και μετατρέπει
τους λόγους σε έργα, ζει και πολιτεύεται
κατά Χριστόν, εκτελεί το θέλημα του
Ουρανίου Πατρός, και γίνεται «κληρονόμος
μεν Θεού, συγκληρονόμος δε Χριστού».
Όποιος όμως παρακούει τον Θεό, διαπράττει
την αμαρτίαν, και επιδίδεται σ’ αυτήν
αμετανοήτως. Είναι δούλος της αμαρτίας
και ουκ έστιν εκ του Θεού, αλλά εκ του
πονηρού», αφού με την κακήν προαίρεση
μεταπλάσσει την φύση την οποίαν έλαβεν
από τον Θεόν, και την εξομοιώνει με τον
πατέρα της απωλείας. [...] Αυτού του είδους
οι άνθρωποι είναι αθλιότεροι και από
τους φανερά δαιμονιζομένους, έστω και
αν διαφεύγουν την προσοχή των πολλών.
Πράγματι, ενώ οι δαιμονιζόμενοι
κατακόπτουν τα σώματά τους και μερικές
φορές βλάπτουν σωματικώς όποιους
συναντούν, εκείνοι που δια των πονηρών
επιθυμιών έχουν εξομοιωθεί με τον
αρχέκακον εχθρό, διαφθείρουν τις ψυχές
τις ιδικές τους και όσων τους
συναναστρέφονται απρόσεκτα. Και ενώ οι
πρώτοι στον καιρό του θανάτου αποβάλλουν
μαζί με το σώμα και την επήρεια των
δαιμόνων, οι δεύτεροι, επειδή αμαρτάνουν
αμετανοήτως, έχουν αθάνατον και
αναπόβλητον την βλάβην. Επίσης, τον
ενοχλούμενον φανερώς από τον δαίμονα
όλοι τον λυπούμεθα όταν τον αντικρύσωμε,
ενώ τον φονέα και τον φιλάργυρον, τον
υπερήφανον και τον αναίσχυντον, και τον
ανυπότακτον και όλους τους ομοίους των,
όχι μόνον δεν τους λυπούμεθα, αλλά και
τους μισούμε. Διότι ο ένας περιπίπτει
στο πάθος ακουσίως, ενώ ο φιλαμαρτήμων,
προσελκύει ελευθέρως το κακόν, μερικές
φορές μάλιστα αποκρύπτοντας την
βλαπτικότητα και την κακοήθεια της
νόσου του. Επειδή όμως οι περισσότεροι
άνθρωποι δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν
την εναντίον μας μανίαν του διαβόλου,
από τις επιθέσεις εκείνου κατά της ψυχής
και από την συνεργία του στην αμαρτία,
παρεχώρησεν ο Θεός να υπάρχουν και κατά
το σώμα δαιμονοφόρητοι, ώστε να μάθουμε
από αυτούς όλοι, πόσον φοβερά είναι η
κατάστασις της ψυχής που έκαμε τούτον
ένοικόν της δια των πονηρών έργων. Όταν
δε ο Μονογενής Υιός του Θεού, από
απροσμέτρητον πέλαγος φιλανθρωπίας,
έκλινεν ουρανούς και κατήλθε στην γη,
για να ελευθερώσει τις ψυχές μας από
την τυραννία του διαβόλου, απεδίωκε τα
δαιμόνια και από τους φανερά κατά το
σώμα δαιμονιζομένους. Το έκαμε αυτό για
να παρουσιάσει και να επιβεβαιώσει με
την φανερώς ενεργουμένην ελευθερία και
ίαση, την γινομένην κρυπτώς ελευθερία
και ίαση της ψυχής. Κυρίως γι’ αυτό
λοιπόν απομακρύνει τους δαίμονες από
τους δαιμονιζομένους, για να μάθωμε ότι
αυτός είναι που τους αποδιώκει και από
τις ψυχές μας, και μας χαρίζει την αιωνίαν
ελευθερίαν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, ΕΠΕ τομ. 11.
"Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς
347 και εξής. Επιμέλεια: Δημήτρης Δημουλάς.
Χριστάκης Ευσταθίου, Εκκλησία Κύπρου:
Πρόσωπο
και κοινωνία, «Ιματισμένον
και σωφρονούντα».
Ο
Σωτήρ, τεύχος 1987.
Κυριακή
Γ Λουκά: Η ανάσταση του γιου της Χήρας
στη Ναϊν. [Λουκ. Ζ΄ 11-16] + ΒΙΝΤΕΟ
του
Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου,
συγγραφέα
ΜΗ
ΚΛΑΙΕ!:
Δεύτερη φορά επισκέφθηκε ο θάνατος την
γυναίκα αυτή της Ναϊν. Έχοντας χάσει το
σύζυγο της, σήμερα κηδεύει το μονάκριβο
παιδί της. Πένθος βαρύ και οδυνηρό αυτό
της μητέρας της σημερινής ευαγγελικής
περικοπής. Κηδεία συγκινητική, αφού ο
πόνος και τα δάκρυα τούτης της γυναίκας
προέρχονται από βαθειά πληγή. Λαός πολύς
παρακολουθεί την κηδεία, συμπαραστάτης
στη δυστυχισμένη μητέρα. Όταν την βλέπει
ο Κύριος, τη σπλαχνίζεται, συγκινείται
και τη λυπάται βαθύτατα. Μετέχοντας στη
θλίψη της, της λέει: « Μη κλαίς». Της το
λέει αυτό για να την παρηγορήσει και να
την ενισχύσει, συμπαριστάμενος στο
πένθος της, μα και γιατί σε λίγο ο
μονάκριβός της γιος, θα ξαναγύριζε στη
ζωή. Ο
παρήγορος αυτός λόγος του Κυρίου, μας
διδάσκει πώς πρέπει να φερόμαστε στις
ώρες του πένθους και του πόνου μας.
ΤΟ
ΠΕΝΘΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ:Είναι
αλήθεια ότι ο θάνατος είναι η μόνη
“σταθερά” στη ζωή μας. Όλοι ανεξαίρετα
θα τον υποστούμε, όσο κι αν μας είναι
ανεπιθύμητος. Γι’αυτό και είναι αδύνατο
να μη πονέσουμε, να μη κλάψουμε, όταν ο
θάνατος αρπάξει κάποιον προσφιλή μας.
Φυσικό είναι να πονέσουμε και να
δακρύσουμε, αφού και ο ίδιος ο Κύριος
δάκρυσε στον τάφο του φίλου Του Λαζάρου.
Το πένθος όμως του πιστού δεν πρέπει να
είναι υπερβολικό. Δεν πρέπει να φθάνει
σε ακρότητες, κλάμα απαρηγόρητο, και
γογγυσμούς εναντίον του Θεού. Λυπούνται
βέβαια και οι πιστοί στο πένθος. Η λύπη
τους όμως είναι συγκρατημένη, δεν μοιάζει
με τη λύπη των απίστων, που παραλύει και
οδηγεί στην απελπισία. Το λέει άλλωςτε
ξεκάθαρα ο Απόστολος Παύλος: «Θέλουμε
να ξέρετε, αδελφοί,τι θα γίνει με αυτούς
που πέθαναν, για να μη λυπάστε κι εσείς
όπως και οι άλλοι που δεν ελπίζουν
πουθενά. Εμείς πιστεύουμε ότι ο Ιησούς
πέθανε κι αναστήθηκε· το ίδιο πιστεύουμε
κι ότι αυτούς που πέθαναν πιστεύοντας
στον Ιησού, ο Θεός θα τους αναστήσει για
να ζήσουν μαζί Του».
(Α΄Θεσσ. δ΄13–14). Οι πρώτοι χριστιανοί,
έκλαιγαν βέβαια τους νεκρούς τους, αλλά
δεν έφθαναν ποτέ στην απελπισία. Οι
επιγραφές που έθεταν στους τάφους των
συγγενών τους, πολλές από τις οποίες
σώζονται, φανερώνουν πόσο ήρεμο ήταν
το πένθος τους. Όλες οι επιγραφές, μιλούν
για τη βεβαιότητα της μέλλουσας ζωής,
την αθανασία και τη μακαριότητα των
ουρανών. Για την αρχαία Εκκλησία, ο
μαρτυρικός θάνατος ενός πιστού, δεν
ήταν υπόθεση θρήνων και οδυρμών, αλλά
αφορμή διδασκαλίας και παραδειγματισμού
των επιζώντων. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε,
πως η μέρα θανάτου ενός μάρτυρα, είναι
μέρα γιορτής και πανήγυρης. Έτσι και οι
σημερινοί πιστοί, χρειάζεται να
σκεφτόμαστε πως ο Θεός είναι πηγή και
χορηγός της ζωής. Εκείνος κρίνει πότε
και πώς πρέπει να φύγει κάποιος από τον
κόσμο αυτό. Γι’αυτό και δεν πρέπει να
μεμψιμοιρούμε για τους πενθούντας
οικείους τους, γιατί ποτέ δεν αφήνει ο
Κύριος απροστάτευτους αυτούς που μένουν
ορφανοί. Γίνεται, πατέρας των ορφανών,
αναλαμβάνοντάς τους όλους υπό την
προστασία Του (Ψαλμ. Ρμε΄, 9 ). Ο Θεός δεν
αδιαφορεί “για
του ορφανού τη δέηση, ούτε και για τη
χήρα που ξεσπά σε παράπονα”
(Σ.Σειράχ λε΄ 14). Είναι αναρίθμητα τα
παραδείγματα μέσα από την καθημερινή
ζωή, που βεβαιώνουν την αλήθεια των
λόγων αυτών. Κι έχουμε πράγματι ορφανά
και απροστάτευτα που προοδεύουν και
τακτοποιούνται με τρόπο θαυμαστό. Χήρες
και ορφανά, που χωρίς να χάνουν πίστη
και ελπίδα στο Θεό, να βρίσκουν σύντομα
το δρόμο τους, να συνέρχονται από τις
θλίψεις και να υπερνικούν τις δυσκολίες
της ζωής.
ΠΙΣΤΗ
ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ:
Μαζί όμως με την εμπιστοσύνη, χρειάζεται
ν’ αυξηθεί και η πίστη μας, σ’ όσα μας
είπε Εκείνος, για την Ανάσταση νεκρών
και τη μέλλουσα ζωή. Για το Θεό ο θάνατος
είναι ύπνος, γιατί μας βεβαιώνει ότι θα
έλθει ώρα κατά την οποία όλοι οι
κεκοιμημένοι, θ’ ακούσουν τη φωνή του
Κυρίου, που θα τους διατάζει να αναστηθούν.
Και θα βγουν από τα μνήματα, κι όσοι
έπραξαν στον επίγειο βίο τους τα αγαθά,
θ’ αναστηθούν για να απολαύσουν τη
μακαρία και αιώνια ζωή, εκείνοι δε που
έπραξαν τα κακά, θ’ αναστηθούν για να
δικασθούν και να κατακριθούν (Ιωάν. ε´
28 – 29). Συνεπώς, οι νεκροί μας δεν χάθηκαν,
αλλά ζουν. Κοιμούνται και περιμένουν
ν’ακουσθεί η φωνή του Αρχαγγέλου που
θα σημάνει την ανάσταση όλων. Άλλωστε κι
εμείς, αυτό απαγγέλλουμε με το Σύμβολο
της Πίστεως: “Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών
και ζωήν του μέλλοντος αιώνος”! Αυτό
δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Πόνος και
θάνατος είναι ο κλήρος μας από την
τραγική μέρα της εξορίας μας. Από τη
στιγμή που το χέρι της Εύας κινήθηκε
προς τον απαγορευμένο καρπό και νικήθηκε
από τον πειρασμό. Από τότε η γη μας, από
Παράδεισος θείας αγάπης έγινε τόπος
εξορίας και θανάτου, μια “κοιλάδα του
κλαυθμώνος”. Τούτος ο κόσμος δεν είναι
όμως η πατρίδα μας. Είναι απλώς τόπος
πρόσκαιρης εξορίας. Γι’ αυτό ας έχουμε
πάντοτε στο νου μας την Ανάσταση του
Κυρίου. Η Ανάσταση δίνει εγγύηση σ’ όσους
από μας έχουμε προσφιλείς κοιμηθέντες,
ότι θα τους δούμε και πάλι. Με την ελπίδα
αυτή ας γεμίζει πάντα η καρδιά μας. Και
όταν έλθουν μέρες πένθους, ας μη είμαστε
απαρηγόρητοι, μα το πένθος μας να είναι
πένθος ήρεμο, αληθινά χριστιανικό.
ΝΕΑΝΙΣΚΕ
ΕΓΕΡΘΗΤΙ: Ο Ιησούς, συνεχίζει η
ευαγγελική περικοπή, προχώρησε, ακούμπησε
τη σορό και, είπε, “νεανίσκε, σοι λέγω,
εγέρθητι!” και ανακάθισε ο νεκρός κι
άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον
παρέδωσε στη μητέρα του. Όλοι κυριεύθηκαν
από δέος και δόξασαν το Θεό. Ο Χριστός
στον επίγειό Του βίο, πραγμάτωσε
θαυματουργικά τρεις αναστάσεις νεκρών,
οι οποίες φανερώνουν την απόλυτη
κυριαρχία Του επί του θανάτου, καθιστώντας
τον έναν ύπνο, από τον οποίο θα ξυπνήσει
όλους τους κεκοιμημένους, κατά την
δευτέρα Αυτού παρουσία, όταν “ερχόμενος
μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς”.
Οι αναστάσεις των νεκρών, προτυπώνουν
της δική Του Αγία Ανάσταση ενώ μας
αποκαλύπτουν ότι ο θάνατος δεν έχει
κυριαρχική δύναμη ή εξουσία, όταν είναι
ο Χριστός παρών. Η ανάσταση λοιπόν του
Χριστού σημαίνει κατάργηση του θανάτου,
κατάργηση του άδη. Για την ανθρώπινη,
όμως, χοϊκή αντίληψη, ο θάνατος παραμένει
ακόμη φοβερό μυστήριο. “Όντως φοβερότατον
το του θανάτου μυστήριο”, λέει ο υμνωδός,
διότι εξακολουθεί να συνδέεται με τον
βίαιο χωρισμό της ψυχής από το σώμα και
από την αρμονία της ενώσεώς της με αυτό.
Ο θάνατος είναι ακόμη λυπηρό γεγονός,
διότι συνδέεται με την φθαρτότητα του
ανθρώπου, εξ’ αιτίας της παρακοής των
πρωτοπλάστων, που άλλαξε τὴν πορεία
της ζωής τους. Τέκνο πρωτότοκο εκείνης
της παρεκτροπής υπήρξε ο φόβος: “της
φωνής σου ήκουσα και εφοβήθην, ότι γυμνός
ειμί και εκρύβην”, έλεγε ο Αδάμ (Γεν.
γ΄10). Έκτοτε ο άνθρωπος νεκρώθηκε, έχασε
την ανθρωπιά του, την αθωότητα και τη
μοναδικότητά του μέσα στη δημιουργία.
Ήταν η πρώτη φορά που συναισθάνεται την
γυμνότητά του ενώπιον του Θεού, διότι
καθώς αναφέρει η Γραφή, έως τότε “ήσαν
οι δύο γυμνοί, και ουκ ησχύνοντο”, διότι
ήταν αθώοι. (Γένεσις. β΄ 25). Έφθασαν σε
αυτή την ψυχική διαταραχή, διότι επέδρασε
μέσα τους το αποτέλεσμα της αμαρτίας,
που τους αφαίρεσε την αθανασία. Εκείνο
το αίσθημα του φόβου, τους(μας) ακολουθεί
και στη νέα μεταπτωτική ζωή, κάνοντας
την επακόλουθη κυριαρχία του θανάτου,
συνώνυμη με τον πόνο και τον φόβο.
ΤΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ: Ο φόβος του θανάτου σε
κάθε άνθρωπο εκφράζεται και ερμηνεύεται
διαφορετικά. Για τους κοσμικούς και
αθέους έχει σχέση με την πορεία προς το
μηδέν, διότι θεωρούν ότι φεύγοντας από
τη ζωή, καταλήγουν στην ανυπαρξία. Για
τους Χριστιανούς ο φόβος του θανάτου
συνδέεται με την έξοδο της ψυχής από
τον κόσμο που γνωρίζουν, φίλους, συγγενείς,
αλλά και την είσοδό της σε έναν άλλο
κόσμο που δεν γνωρίζουν, ούτε γνωρίζουν
με ποιον τρόπο θα ζουν και τι θα γίνει
με την κρίση του Θεού που επακολουθεί.
Γι΄ αυτό χρειάζεται προσδοκία και
προετοιμασία κατάλληλη. Ο θάνατος
συνδέεται με την απουσία της αγάπης. Η
αγάπη είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο
της ζωής. Ο θάνατος βρίσκεται εκεί που
λείπει η αγάπη. (Ρωμαίους ιγ΄10). H αγάπη
του Θεού συνθέτει το δομικό στοιχείο
της ζωής. Η αγάπη είναι ζωή και η ζωή
είναι αγάπη, εξ’ ορισμού. Η αγάπη του
Θεού είναι ο κανόνας της ζωής και συνεπώς
είναι το έναυσμα για τη ζωή. Αντιθέτως,
σκέψεις, συναισθήματα και συμπεριφορές,
που αντιτίθενται προς την αγάπη,
κατευθύνουν τον άνθρωπο, στην αμαρτία
και συνεπώς, στον θάνατο. Ο Απόστολος
Παύλος λέγει κατηγορηματικά, ότι “μισθός
της αμαρτίας, ο θάνατος” (Ρωμαίους
στ΄23). Η αμαρτία οδηγεί στον θάνατο
ακριβώς γιατί είναι σε διαρκή σύγκρουση
με το Θεό και το νόμο Του. Ο απόστολος
Παύλος επισημαίνει ότι η αμαρτία κάνει
κακό στους άλλους, διότι υπηρετεί το
«εγώ» εις βάρος των άλλων. Λέγει ακόμη,
ότι «η αγάπη είναι η εκπλήρωση του νόμου»
και πως αυτοί που ζουν εντός των ορίων
του νόμου του Θεού, ζουν για το Θεό και
για τους άλλους, πριν και πάνω από τους
εαυτούς τους. Έτσι, η αμαρτία φανερώνει
το νόμο του θανάτου, ενώ η αγάπη μαρτυρεί
το νόμο της ζωής. Όταν η ζωή του ανθρώπου
ξεπερνά τη φθορά της αμαρτίας και το
θάνατο τότε γίνεται αιώνια, αφού η ζωή
του Θεού είναι αιωνία. Ζωή και αγάπη
ταυτίζονται σε ένα πρόσωπο, το οποίο
δεν αποθνήσκει, διότι αγαπάται και
αγαπά. Έξω από την κοινωνία της αγάπης
το πρόσωπο χάνει την μοναδικότητά του,
γίνεται κοινό ον όπως και τα άλλα.
Μεταποιείται σε «πράγμα» χωρίς «ταυτότητα»
και «όνομα». Θάνατος για το πρόσωπο
σημαίνει, ότι παύει να αγαπάται και να
αγαπά, παύει να είναι μοναδικό και
ανεπανάληπτο. Έτσι, η αγάπη ελευθερώνει
τον άνθρωπο από φθορά και θάνατο, τον
πραγματικό θάνατο, που είναι ο θάνατος
της ψυχής, που αυτόν πρέπει και μόνο ο
πιστός να φοβάται. Ο άνθρωπος με την
αγάπη γίνεται ένα με την άκτιστη φύση
του Τριαδικού Θεού, που είναι αγάπη και
μάλιστα απεριόριστη. Κάθε άνθρωπος
καλείται να πραγματώσει αυτό τον τρόπο
ύπαρξης εντός της Εκκλησίας, που είναι
τρόπος και τόπος υπάρξεως, επειδή ακριβώς
είναι το Μυστήριο της Αγάπης, το Μυστήριο,
στο οποίο βιώνουμε απρόσκοπτα την
ελευθερία μας από τα πάθη. Αυτό, λοιπόν,
που έχει ανάγκη ο άνθρωπος για να υπερβεί
το θάνατο είναι μόνο αγάπη. Μια αγάπη
για όλους και για όλα, αγάπη ακόμη και
για το θάνατο, αφού για τον άνθρωπο της
πίστης αποτελεί κέρδος και πέρασμα «εις
την εν αυτώ ζωήν», την πραγματική ζωή.
Στη σημερινή, εποχή, των υπαρξιακών
προκλήσεων, προβληματισμών και
αναζητήσεων, αλλά κυρίως των πνευματικών,
κοινωνικών και οικονομικών αρνητικών
ανακατατάξεων, η οντολογία της αγάπης,
όπως την βιώνει και την κηρύττει η
Εκκλησία του Αναστημένου Χριστού, έχει
τη δυνατότητα να βοηθήσει αποτελεσματικά
στην τραγικότητα του θανάτου, διδάσκοντας
την αναστάσιμη ελπίδα και προοπτική,
ότι “ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη
είναι Ζωή”. Η Αγάπη μάλλον επαναφέρει
τη ζωή, όπως την επανέφερε ο Χριστός
στον τεθνηκότα υιό της χήρας της Ναΐν.
Όντως ο θάνατος είναι η μόνη βεβαιότητα
που συνέχει ακόμη και σήμερα το είναι
του ανθρώπου και ταλανίζει την ύπαρξή
του. Το τραγικό γεγονός του θανάτου
παραμένει το μεγάλο και αναπάντητο
ερώτημα. Ο θάνατος είναι ο άρχων της
φρίκης και εξακολουθεί να είναι το κύριο
και βασικό πρόβλημα της ανθρώπινης
ύπαρξης. Ο αείμνηστος π. Γεώργιος
Φλωρόφσκυ, σημειώνει: 'η πραγματικότητα
του θανάτου δεν έχει ακόμη καταργηθεί,
έχει όμως αποκαλυφθεί η αδυναμία του”.
Ενώ ο ιερός Χρυσόστομος κηρύττει:
“εξακολουθούμε να πεθαίνουμε, όπως και
πριν, αλλά δεν παραμένουμε μέσα στο
θάνατο, και τούτο σημαίνει ότι δεν
πεθαίνουμε”. Η δύναμη και η απόλυτη
αλήθεια του θανάτου, είναι το γεγονός,
ότι ένας νεκρός δεν έχει τη δυνατότητα
να επιστρέψει στη ζωή. Όμως, μετά το
θάνατο, μπορεί να ζωοποιηθεί και, ακόμη
περισσότερο, να αποκτήσει μια ανώτερη,
αιώνια ζωή και τότε η νέα του αυτή
υπαρξιακή διάσταση δεν είναι πλέον
θάνατος, αλλά ύπνος ελαφρύς.
Η ΥΠΕΡΝΙΚΗΣΗ
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ: Είναι λάθος να πιστέψουμε
πως η χριστιανικὴ διδασκαλία μας
συμφιλιώνει με το θάνατο, αφού ο άνθρωπος
δημιουργήθηκε “διὰ το αεὶ είναι”. Ο
ευαγγελικός λόγος δεν μας συμβιβάζει
με το θάνατο, αλλὰ μας δίνει τη δυνατότητα
να τον υπερνικήσουμε εν Χριστώ. Εδώ
βρίσκεται η ουσία και το περιεχόμενο
της αποστολής της Εκκλησίας. Ο Θεὸs
είναι η πηγὴ της ζωής, ο "διδοὺς πάσι
ζωὴν και πνοὴν και τα πάντα" (Πράξ.
ιζ΄ 25). Όσες φορὲς ο άνθρωπος θέλει τη
ζωή για τον εαυτό του κι όχι γιὰ τὸν
Θεό, αποκόπτεται απὸ την πηγὴ της ζωής
καί, νομίζοντας ότι μπορεί να ζήσει αφ'
εαυτού, πεθαίνει. Τὸ σημερινό θαύμα του
Κυρίου αποκαλύπτει την αλήθεια για τη
ζωὴ και το θάνατο. Ο Χριστὸς είναι ο
Κύριος της ζωής και του θανάτου. Η
παρουσία Του διαλύει τὸ φόβο του θανάτου.
Ζωὴ είναι η κοινωνία μαζί Του και θάνατος
η άρνηση της αγάπης Του. Τὰ βιολογικὰ
φαινόμενα μεταμορφώνονται μέσα στὸ
φως της Ανάστασης του Χριστού, γι' αὐτὸ
και ζωὴ για τον πιστὸ δεν είναι απλὰ
η φυσικὴ επιβίωση ούτε θάνατος η
τελευταία πράξη της. Είναι το πέρασμα
στην πραγματικότητα της αιωνιότητας,
στὴν ολοκλήρωση της ζωής. Το θαύμα της
ζωής είναι δώρο αγάπης του Θεού, και δεν
εκμηδενίζεται. Ο βιολογικὸς θάνατος
παρουσιάζεται ως αναγκαίο κακό, συνέπεια
της πτώσης μας. Αλλὰ η λύπη μας για το
χωρισμὸ δεν είναι απόγνωση κι απελπισία.
Γιατί η λύπη μας έχει την ελπίδα και την
προσμονὴ της ανάστασης. Όταν λοιπόν
πεθαίνει ο άνθρωπος, δεν είναι δυνατὸν
να χάνεται η ύπαρξή του, δε μπορεί να
εκμηδενίζεται η ζωή, απλώς αναστέλλεται
προσωρινά, “κοιμάται”, γιὰ νὰ ξυπνήσει
μεταμορφωμένη “εν ετέρα μορφή στην
αιωνιότητα της βασιλείας του Θεού.
Όμως, ο σύγχρoνoς άνθρωπος, έστω κι αν
έχει ακούσει το χριστιανικὸ κήρυγμα
της ανάστασης, δὲ φαίνεται να το
αποδέχεται, όπως μαρτυρεί η στάση της
ζωής του. Ζει σαν να μην υπάρχει θάνατος,
γιατί, όταν τον αντικρίζει, τρομάζει κι
απελπίζεται μέσα στη κενότητά του. Μόνο,
όμως, η σταθερὴ βεβαιότητα ότι ο Χριστὸς
είναι η Ζωὴ που νίκησε το θάνατο μας
δίνει πληρότητα χαράς και της ευτυχίας
που αναζητούμε.
ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
ΣΤΟΥΣ ΠΕΝΘΟΥΝΤΕΣ: Κι εμείς, ας μὴ
διστάσουμε να σταθούμε δίπλα στο
δοκιμαζόμενο αδελφό μας. Να εκδηλώσουμε
την αγάπη και τη συμπαράστασή μας στον
πόνο του με λόγια και έργα. Ένας λόγος
παρακλήσεως στηρίζει, ενισχύει, παρηγορεί.
Κοντὰ σ’ αυτὸν όμως και κάποια βοήθεια.
Και υλική, αν χρειαστεί. Ακόμη και λίγη
συντροφιὰ ή μια μικρὴ εξυπηρέτηση
ανακουφίζουν την πονεμένη ψυχή, η οποία
αισθάνεται έτσι ότι έχει κάποιον
συνοδοιπόρο στὸν πόνο της. Μα το κυριότερο
είναι να φροντίσουμε ώστε η παρουσία
μας δίπλα στον πάσχοντα αδελφό να είναι
παρουσία Χριστού, μια διαρκής υπόμνηση
οτι ο Θεὸς είναι δίπλα Του και δεν
πρόκειται να τον εγκαταλείψει.
Ο
ΚΥΡΙΟΣ ΑΠΑΡΧΗ ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ:
Ο Προφήτης Ηλίας ανέστησε ένα νεκρό με
προσευχή, ο Ελισσαίος ανέστησε έναν ενώ
ζούσε και άλλον όντας νεκρός, επιβεβαιώνοντας
και δείχνοντας από πριν τη θεανδρική ζωοποιό
ενέργεια τού Χριστού,
ενώ ο Κύριος ανέστησετρεις
νεκρούς πριν
από το Σταυρό, ενώ κατά
τη σταύρωσή του ανέστησε πολλούς,
οι οποίοι “εμφανίσθηκαν σε πολλούς”.
Εκτός από αυτά μετά τον για χάρη μας
σταυρικό θάνατό Του, εξανέστησε
τον εαυτό του τριήμερο, γενόμενος,
μόνος αυτός, αρχηγός τής αιώνιας
ζωής. Γιατί
οι άλλοι, αν και αναστήθηκαν, απέκτησαν
πάλι τη δική μας θνητή ζωή, όταν όμως
αναστήθηκε ο Χριστός “δεν Τον κυριεύει
πλέον ο θάνατος”.
Γι’ αυτό και μόνος ο Κύριος “έγινε
απαρχή εκείνων που έχουν κοιμηθεί”,
δηλαδή των πιστών και εκείνων που
μετέστησαν με την ελπίδα ανάστασης
και αιώνιας ζωής. Έγινε λοιπόν απαρχή
αυτών που έχουν κοιμηθεί και “πρωτότοκος
των νεκρών” επιβεβαιώνοντας την
επαγγελία εκείνη που εμπεριέχεται στις
ελπίδες μας, την ένθεο και αθάνατη
και αιώνια ζωή.
Καθώς λοιπόν δεν παρέχει εδώ αυτήν την
αιώνια ζωή στους αναστημένους από αυτόν,
αλλά την διακοπτόμενη από τον θάνατο,
δεν την παρέχει σ’ αυτούς με τη μορφή
χάριτος, αλλά το κάνει αυτό ως θαύμα για
τους άλλους, οδηγώντας
αυτούς στην πίστη, που είναι πρόξενος
της αιώνιας ζωής.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ:
Ο πόνος και ο θάνατος αποτελούν δεδομένα,
τα οποία είναι αδύνατο να τ’ αποφύγουμε.
Κάποια στιγμή της ζωής μας όλοι θα
βρεθούμε αντιμέτωποι μ’ αυτά. Η παρουσία
του Ιησού Χριστού στη ζωή μας, αποτελεί
την πηγή της ελπίδας και τη βεβαιότητα
της Ανάστασης. Αυτή η εμπειρία της
Ανάστασης, οδηγεί στην υπέρβαση του
θανάτου. Αυτό που απομένει σ’ εμάς,
είναι με πίστη και εμπιστοσύνη να του
αναθέτουμε τη ζωή μας, μέχρι την ημέρα
της κοινής αναστάσεως μας.
ΓΕΝΙΚΑ:
Στις 6 Αυγούστου η Αγία μας Ορθόδοξη
Εκκλησία εορτάζει την ανάμνηση της
Θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος μας
Ιησού Χριστού. Η Μεταμόρφωση έλαβε χώρα
σε όρος υψηλόν σύμφωνα και με τους τρεις
λεγόμενους Συνοπτικούς Ευαγγελιστές,
Ματθαίο, Μάρκο και Λουκά, μάλιστα δε
κατά την Ιερά Παράδοση στο όρος Θαβώρ,
που στα εβραϊκά σημαίνει «έλευση φωτός».
Έγινε, κατά τους περισσότερους Πατέρες,
40 ημέρες περίπου προ της Σταυρώσεως,
δηλαδή κατά τον μήνα Φεβρουάριο δεδομένου
ότι η Σταύρωση έγινε την 14η Νισάν
(Μαρτίου). Αλλά επειδή ο εορτασμός της
εορτής θα συνέπιπτε μέσα στην πένθιμη
Μεγάλη και Αγία Τεσσαρακοστή, μεταφέρθηκε
στις 6 Αυγούστου που απέχει από τις 14
Σεπτεμβρίου, που γιορτάζεται η Ύψωση
του Τιμίου Σταυρού και λογαριάζεται
σαν δεύτερη Μεγάλη Παρασκευή, σαράντα
ημέρες. Η γιορτή καθιερώθηκε επίσημα
να γιορτάζεται γύρω στο 600-630 μ.Χ., σε
αντικατάσταση της εβραϊκής γιορτής του
εξιλασμού.
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ: Ο Κύριος σαράντα
ημέρες περίπου πριν από τη Σταύρωσή
Του, παρέλαβε τρεις από τους Μαθητές
του, τον Πέτρο για τη μεγάλη πίστη και
αγάπη που είχε προς τον Χριστό, τον
Ιωάννη επειδή τον αγαπούσε ιδιαίτερα
ο Κύριος, για την αγνότητα και την
αφοσίωσή στο πρόσωπό Του και τον Ιάκωβο,
τον αδελφό του Ιωάννη, για να τους
ανεβάσει στο όρος Θαβώρ. Ο Ευαγγελιστής
Λουκάς προσθέτει ότι το γεγονός αυτό
συνέβη οκτώ μέρες μετά από εκείνη την
ημέρα που ο Κύριος διδάσκοντας τους
μαθητές του, έλεγε ότι πρόκειται να
έλθει ο Υιός του ανθρώπου μέσα στη δόξα
του Πατέρα Του. Γι' αυτή την όγδοη μέρα
που ο Κύριος ανέβασε τους μαθητές του
στο Θαβώρ ο Γρηγόριος ο Παλαμάς προσθέτει:
«Το μέγα θέαμα του φωτός της Μεταμορφώσεως
του Κυρίου είναι το μυστήριο της ογδόης
ημέρας, δηλαδή του μέλλοντος αιώνος,
που αναφαίνεται μετά την κατάπαυση του
κόσμου». Ένας λόγος, κατά τους Πατέρες,
που δεν παρέλαβε όλους τους μαθητές
Του, ήταν ότι θα αναγκαζόταν να παραλάβει
μεταξύ αυτών και τον Ιούδα, που δεν ήταν
άξιος να «γευθεί» του μυστηρίου της
Μεταμορφώσεως. Εκεί, στο όρος Θαβώρ,
ξαφνικά, ενώ προσευχόταν ο Κύριος, έλαμψε
το πρόσωπό Του, υπέρ τον ήλιο και τα
ρούχα Του έγιναν λευκά σαν το φως.
«Άνοιξε», λέγει ο Χρυσόστομος, «λίγο
από τη Θεότητά του, ενώ προσευχόταν και
έλαμψε σαν ήλιος». Σαν ήλιος, είπε ο
ευαγγελιστής για να μη νομίσουμε αισθητό
αυτό το φως. Γιατί αυτό το φως είναι της
Θεότητος και είναι άκτιστο. Ο Άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς προσθέτει: «Ο Χριστός
μεταμορφώθηκε, όχι προσλαμβάνοντας
ό,τι δεν ήταν, αλλά φανερώνοντας στους
μαθητές του ό,τι ήταν, αφού τους άνοιξε
τα μάτια και από τυφλούς τους κατέστησε
βλέποντας. Επομένως αυτό το φως δεν
είναι αισθητό, αλλά με τη δύναμη του
αγίου Πνεύματος μετασκευάσθηκαν τα
μάτια τους, μεταμορφώθηκαν εκείνοι.»
Τα ιμάτια του Κυρίου έγιναν λευκά «ως
χιών» για να μας δείξει, μέσω των μαθητών
Του, ποιες είναι οι στολές της δόξης που
θα φορέσουν κατά τον μέλλοντα αιώνα
όσοι προσεγγίσουν το Θεό. Ταυτόχρονα
εμφανίστηκαν, ο Προφήτης Μωυσής σαν
εκπρόσωπος του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης
και των νεκρών και ο Προφήτης Ηλίας σαν
εκπρόσωπος των προφητών και των ζωντανών
(διότι ο Προφήτης αυτός δεν πέθανε αλλά
αναλήφθηκε από το Θεό ζωντανός «εν
πυρίνω άρματι» στους ουρανούς) και
άρχισαν να συνομιλούν μαζί Του για τις
προφητείες που αναφέρονταν στο σωτήριο
Πάθος Του. Αυτό έγινε για να δείξει στους
μαθητές πως ο ίδιος είναι ο Κύριος του
νόμου και των προφητών, ζώντων και
νεκρών. Ο Πέτρος από την ταραχή του μη
γνωρίζοντας τι έλεγε, είπε στον Κύριο
ότι καλό θα ήταν να μείνουν στο όρος
Θαβώρ και να φτιάξουν τρεις σκηνές,
φοβούμενος ότι κατά την επιστροφή τους
στα Ιεροσόλυμα, ο Κύριος θα έπεφτε στα
χέρια των εχθρών Του. Ενώ ακόμα μιλούσε
ο Πέτρος, εμφανίστηκε ένα φωτεινό σύννεφο
και ακούστηκε η φωνή του Ουρανίου
Πατρός μέσα από αυτό, που βεβαίωνε πως
ο Χριστός είναι ο Υιός Του ο αγαπητός,
στον οποίο αναπαύεται όλη η Πατρική
εύνοιά Του και εμείς οι άνθρωποι, σε
αυτόν πρέπει να υπακούμε και να εφαρμόζουμε
τις σωτήριες εντολές Του. Οι μαθητές
τότε έπεσαν κατά πρόσωπο, όχι εξαιτίας
της φωνής, όπως λένε οι πατέρες, αλλά
«για τη μετατροπή και το υπερφυές του
φωτός» (Γρ. Παλαμάς). Αυτού του φωτός
μετέχουν και οι άγγελοι και οι άγιοι.
Αλλά ο Πατήρ και ο Υιός έχουν αυτή τη
δόξα και τη βασιλεία φυσικώς, οι δε άγιοι
άγγελοι και άνθρωποι την αποκτούν κατά
χάρη, δεχόμενοι από το Θεό την έλλαμψη.
Όμως ο Κύριος γεμάτος φιλανθρωπία δεν
αφήνει άλλο τους μαθητές Του, μέσα στην
αγωνία και τον φόβο και αφού τους άγγιξε
τους είπε να σηκωθούν και να μην φοβούνται,
γιατί θα είναι μαζί τους, μέχρι το Θείο
Πάθος Του, όπως και πρώτα, δηλαδή με το
ταπεινό σχήμα ενός απλού ανθρώπου, γιατί
ο Κύριος ήταν «άνθρωπος το φαινόμενον
αλλά Θεός το κρυπτόμενον» (Γρ. Παλαμάς).
Ακόμη τους είπε να μην πουν σε κανένα
το θείο αυτό γεγονός που έζησαν, μέχρι
την εκ νεκρών Ανάστασή Του. Γιατί όμως
ο Κύριος διάλεξε, αυτή τη χρονική στιγμή,
δηλαδή λίγο πριν από τα Άγια Πάθη Του
για να δείξει στους Μαθητές Του, μία
αμυδρή ακτίνα της Θείας μεγαλειότητος
και δόξης Του; Την απάντηση δίνει πολύ
εύστοχα το κοντάκιο της εορτής: «Επί
του όρους μετεμορφώθης Χριστέ ο Θεός
ίνα όταν σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν
πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω
κηρύξωσιν ότι σύ υπάρχεις αληθώς, του
Πατρός το απαύγασμα». Δηλαδή όταν σε
δουν οι μαθητές επάνω στο Σταυρό, γυμνό
και καταματωμένο με τον ακάνθινο στέφανο
να υποφέρεις και να πεθαίνεις για τη
σωτηρία του κόσμου, να μη φοβηθούν, αλλά
να καταλάβουν πως το Πάθος Σου το
υπέμεινες επειδή το ήθελες, εκούσια και
όχι από αδυναμία, αφού είσαι ο παντοδύναμος
Υιός του Θεού που γεμάτος αγάπη για το
ξεπεσμένο πλάσμα Σου κατέβηκες στη γη,
για να το ελευθερώσεις από τα δεσμά της
αμαρτίας. Έτσι όταν σε δουν, μετά την
Ανάσταση ένδοξο Νικητή του θανάτου, να
κηρύξουν σε όλο τον κόσμο ότι Εσύ είσαι
ο ομοούσιος Υιός του Θεού, ο Σωτήρας της
ανθρωπότητας. Αυτός, κατά τους Αγίους
Πατέρες της Εκκλησίας μας, ήταν ο σκοπός
που έγινε η Μεταμόρφωση. Κι ενώ θα έπρεπε
η εμφάνιση στο Θαβώρ των δύο πιο μεγάλων
προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και η
προσκύνηση του Κυρίου Ιησού Χριστού
κατά την Μεταμόρφωσή Του, να κλείσει
για πάντα τα βδελυρά χείλη των γραμματέων
και των φαρισαίων, οι οποίοι μισούσαν
τον Κύριο Ιησού και τον θεωρούσαν
παραβάτη του νόμου του Μωυσή, συνέβη το
αντίθετο. Μάλιστα ακόμη και σήμερα
βλέπουμε πως οι Εβραίοι, ο πάλαι ποτέ
περιούσιος λαός, δεν πιστεύουν ότι Αυτός
ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας. Και όχι
μόνο οι Εβραίοι δεν τον πιστεύουν, αλλά
όπως προσθέτει ο Άγιος Λουκάς ο Αρχιεπ.
Κριμαίας, «και για πολλούς χριστιανούς
όλο και περισσότερο θαμπώνει το θείο
φως του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ακόμα
μικρότερο γίνεται το μικρό ποίμνιο του
Χριστού για το οποίο το θείο φως του
Χριστού λάμπει με την ίδια δύναμη με
την οποίαν έλαμψε στους αποστόλους
Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη τότε στο όρος
Θαβώρ. Όμως να μην απελπιζόμαστε, επειδή
ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είπε: «Μη
φοβού το μικρόν ποίμνιον. ότι ευδόκησεν
ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν»
(Λουκ. ιβ 32). Η απιστία μεταξύ των λαών
έλαβε ανησυχητικές διαστάσεις και το
φως του Χριστού επισκιάστηκε από το
σκοτεινό νέφος της αθεΐας. Σήμερα πιο
συχνά από ποτέ ενθυμούμαστε το φοβερό
λόγο του Χριστού: «Πλην ο Υιός του
ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν
επί της γης;» (Λουκ. ιη’ 8). Να μην
απελπιζόμαστε όμως, επειδή Εκείνος,
λέγοντας για τα σημεία της δευτέρας
παρουσίας του, είπε: «Αρχομένων δε τούτων
γίνεσθαι ανακύψατε και επάρατε τας
κεφαλάς υμών, διότι εγγίζει η απολύτρωσις
υμών» (Λκ. κα’ 28). Να είναι, λοιπόν, η ζωή
σας τέτοια ώστε την φοβερή ημέρα της
Κρίσεως να μπορέσουμε να σηκώσουμε το
κεφάλι μας και όχι να το σκύψουμε βαθειά
απελπισμένοι..» (από ομιλία του Αγίου
το 1956).
Η ΦΥΣΗ
ΤΟΥ ΘΑΒΩΡΙΟΥ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΙΣΤΟΙ: Εδώ
πρέπει να πούμε, ότι η λαμπρή ακτινοβολία
του Θείου ακτίστου φωτός, που παρουσίασε
το σώμα του Κυρίου κατά την Μεταμόρφωση
και είδαν οι Απόστολοι, αφού διανοίχτηκαν
με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος τα
ψυχικά μάτια τους, σύμφωνα με την Ορθόδοξη
Θεολογία είναι η άκτιστη Ενέργεια του
Θεού και όχι η επίσης άκτιστη Ουσία του
Θεού, που για όλα τα κτίσματα, ακόμα και
τους Αγίους Αγγέλους είναι παντελώς
ακατάληπτη (ακατανόητη) και αόρατη. Η
Θεία αυτή Ενέργεια του Θεού, είναι που
χαριτώνει και αγιάζει την ανθρώπινη
φύση και μπορούμε να τη δούμε με τους
πνευματικούς οφθαλμούς μας. Φυσικά για
να φτάσουμε σε αυτό το ύψος της Θεώσεως,
πρέπει να κάνουμε σκληρό αγώνα για την
κάθαρση της ψυχής μας από τα αμαρτωλά
πάθη αφού, όπως ο ίδιος ο Κύριος μας είπε
στην Επί Του Όρους Ομιλία Του, «οι καθαροί
τη καρδία, τον Θεόν όψονται» ( Ματθ. ε’
8 ). Αυτήν την κάθαρση και τον αγώνα των
πιστών εξάλλου συμβολίζει και η ανάβαση
στο όρος Θαβώρ που έκαναν οι μαθητές
για να δουν τη Θεία δόξα του Ιησού. Εμείς
αν τηρήσουμε τις εντολές Του, με τη
βοήθεια της Θείας Χάριτος και του
προσωπικού μας αγώνα, θα μπορέσουμε, αν
όχι στη διάρκεια αυτής της πρόσκαιρης
ζωής, αλλά οπωσδήποτε στην άλλη, την
άφθαρτη και αιώνια ζωή, την όγδοη μέρα,
που δεν θα βλέπουμε τον Θεό «δι εσόπτρου
εν αινίγματι» (Α’ Κορ. ιγ’ 12), δηλαδή
σαν μέσα από μεταλλικό καθρέπτη θαμπά
και ατελώς ώστε να μας μένουν πολλά
αινίγματα, που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε,
αλλά «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α’ Κορ.
ιγ’ 12) και «καθώς έστι» (Α’ Ιωαν. γ’ 2).
Αυτό βέβαια θα γίνει αφού θα έχουμε
απαλλαγεί από το φθαρτό περικάλυμμα
της σαρκός, και θα έχουμε ενδυθεί τα νέα
αφθαρτοποιημένα σώματά μας, ώστε να
μπορούμε εύκολα, όσο φυσικά αντέχει η
πεπερασμένη φύση μας, να βλέπουμε το
Θείο μεγαλείο και να κοινωνούμε ως
θεωμένοι, πια, πιστοί στη γνώση του
άπειρου και υπερτέλειου Θεού. Ας αφήσουμε
τον επίλογο στα γραφόμενα στον μεγάλο
Νηπτικό Πατέρα Άγ. Γρηγόριο Παλαμά:
«Όποιος θέλει να παραστεί σε αυτή τη
δόξα, ας μιμήται κατά το δυνατό και ας
βαδίζει την οδό και την πολιτεία που
υπέδειξε ο Κύριος πάνω στη γη. Αφού
αποβάλλουμε τους δερμάτινους χιτώνες,
που λόγω της παραβάσεως έχουμε ενδυθεί,
τα γαιώδη και σαρκικά φρονήματα, ας
σταθούμε σε αγία γη, αποδεικνύοντας ο
καθένας αγία τη γη του δια της αρετής
και της προς το Θεό ανατάσεως, έτσι ώστε
να λάβωμε παρρησία να φωτισθούμε και
φωτιζόμενοι να συμβιώσουμε αιώνια προς
δόξα της τρισηλίου και μοναρχικωτάτης
λαμπρότητος, τώρα και πάντοτε και στους
αιώνες των αιώνων. Γένοιτο1».
Απολυτίκιον.«Μετεμορφώθης
εν τω Όρει, Χριστέ ο Θεός, δείξας τοις
Μαθηταίς σου την δόξαν σου, καθώς
ηδύναντο. Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς,
το φως σου το αΐδιον, πρεσβείαις της
Θεοτόκου. Φωτοδότα, δόξα σοι».
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου Άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς και ΒΙΝΤΕΟ-ΑUDIOBOOK από τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα
1. O
ψαλμωδός προφήτης, απαριθμώντας τα
είδη της δημιουργίας και καθορώντας
την αποτεθειμένη σ' αυτά σοφία του Θεού,
γεμάτος θαυμασμό ολόκληρος, εκεί που
έγραφε ανεφώνησε· «πόσο μεγαλοπρεπή
είναι τα έργα σου, Κύριε, όλα τα έπλασες
με σοφία!». Σ' εμένα τώρα, που
επιχειρώ να εξαγγείλω κατά δύναμι την
σαρκική επιφάνεια του Λόγου που έκτισε
τα πάντα, ποιος λόγος θα μου αρκέση για
εξύμνησι; Εάν πραγματικά τα όντα είναι
γεμάτα θαύμα και το ότι αυτά προήλθαν
στην ύπαρξι από μη όντα είναι θείο και
πολυύμνητο, πόσο θαυμασιώτερο και
θειότερο είναι και πόσο αναγκαιότερο
είναι να υμνήται από μας το να γίνη
κάποιο από τα όντα θεός, και όχι απλώς
θεός, αλλά ο όντως ων Θεός, και μάλιστα
η φύσις μας που δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε
ούτε τον χαρακτήρα κατά τον οποιίο
έγινε να φυλάξη και γι' αυτό δικαίως
απωθήθηκε στα κατώτατα μέρη της γης;
Διότι τόσο μεγάλο και θείο, τόσο απόρρητο
και ακατανόητο είναι το ότι η φύσις μας
έγινε ομόθεος και ότι δι' αυτής μας
εχαρίσθηκε η επάνοδος στο καλύτερο
ώστε τούτο και στους αγίους αγγέλους
και στους ανθρώπους, ακόμη και στους
προφήτες, αν και αυτοί βλέπουν δια
Πνεύματος, να μένη στην πραγματικότητα
ανεπίγνωστο, μυστήριο που είναι κρυμμένο
από τον αιώνα. Και γιατί αναφέρω μόνο
πριν πραγματοποιηθή; Διότι και όταν
έγινε, πάλι μένει μυστήριο, όχι βέβαια
ότι έγινε αλλά πώς έγινε· μυστήριο
πιστευόμενο αλλά μη γινωσκόμενο,
προσκυνούμενο, αλλά μη πολυπραγμονούμενο,
προσκυνούμενο δε και πιστευόμενο διά
μόνου του Πνεύματος· «διότι κανείς δεν
μπορεί να ειπή Κύριον Ιησού, παρά στο
άγιο Πνεύμα», και το Πνεύμα είναι αυτό
διά του οποίου προσκυνούμε και διά του
οποίου προσευχόμαστε, λέγει ο
απόστολος.
2. Ότι
δε το μυστήριο τούτο είναι ακατανόητο,
όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στους
αγγέλους και τους αρχαγγέλους, αποδεικνύει
σαφώς και το γεγονός που εορτάζεται
από εμάς σήμερα. Ο αρχάγγελος ευαγγελίσθηκε
στην Παρθένο τη σύλληψι· όταν δε αυτή
αναζητούσε τον τρόπο κι είπε προς αυτόν,
«πώς θα μου συμβή τούτο, αφού δεν γνωρίζω
άνδρα;», μη μπορώντας να ερμηνεύση τον
τρόπο κατά κανένα τρόπο ο αρχάγγελος,
κατέφυγε και αυτός προς τον Θεό, λέγοντας
«Πνεύμα άγιο θα έλθη σ' εσέ και δύναμις
Υψίστου θα σε επισκιάση». Όπως δηλαδή,
αν κανείς ερωτούσε τον Μωυσή, πώς
κατασκευάζεται από γη άνθρωπος, πώς
από χώμα προέρχονται οστά και νεύρα
και σάρκα, πώς αισθητήρια από αναίσθητη
ύλη, πώς πάλι άνθρωπος από την αδαμιαία
πλευρά, πώς το οστούν διαπλώθηκε και
διαιρέθηκε, ενώθηκε και συνδέθηκε, πώς
από το οστούν προήλθαν σπλάγχνα και
χυμοί διάφοροι και όλα τα άλλα; Όπως
λοιπόν, αν κάποιος ερωτούσε αυτά τον
Μωυσή, δεν θα έλεγε τίποτε περισσότερο
πλην του ότι ο Θεός είναι που έλαβε χώμα
από τη γη και έπλασε τον Αδάμ, και μια
από τις πλευρές του Αδάμ και κατασκεύασε
την Εύα, ώστε θα έλεγε μεν ποιος είναι
ο κτίστης, αλλά τον τρόπο κατά τον οποίο
έγιναν εκείνα δεν θα τον έλεγε· έτσι
και ο Γαβριήλ, ότι τον άσπορο τόκο θα
κατασκευάσουν το άγιο Πνεύμα και η
δύναμις του Υψίστου, το είπε, το πώς
όμως, δεν το είπε. Αν μάλιστα, όταν
εμνημόνευσε προηγουμένως την Ελισάβετ,
ότι συνέλαβε σε γηρατειά ενώ ήταν
στείρα, δεν είχε να ειπή τίποτε παραπάνω
πλην του ότι δεν είναι τίποτε αδύνατο
για τον Θεό, πώς θα μπορούσε να ειπή τον
τρόπο στην περίπτωσι αυτής που συνέλαβε
κι εγέννησε παρθενικά;
3. Έχει
όμως και κάτι περισσότερο το λεγόμενο
από τον αρχάγγελο προς την Παρθένο, που
ενέχει μεγαλύτερο μυστήριο· «θα έλθη»,
λέγει, «άγιο Πνεύμα σ' εσέ και δύναμις
Υψίστου θα σ' επισκιάση». Γιατί; Διότι
και το γεννώμενο δεν είναι προφήτης
ούτε απλώς άνθρωπος, όπως ο Αδάμ, αλλά
θα ονομασθή υιός του Υψίστου, σωτήρ και
λυτρωτής του ανθρωπίνου γένους και
βασιλεύς αιώνιος. Όπως τους λίθους που
εξέπεσαν από κορυφή όρους και κινούνται
έως το τέλος της υπωρείας τους διαδέχονται
πολλοί κρημνοί, έτσι κι εμάς, αφού
εξεπέσαμε από τη θεία εντολή στον
παράδεισο κατεβήκαμε έως τον άδη, πολλά
δεινά μας ευρήκαν διαδοχικά. Διότι δεν
είναι μόνο η γη που ανέπτυξε αγκάθια
και τριβόλια αισθητά, κατά την κατάρα
προς τον προπάτορα, αλλά εσπαρθήκαμε
κι εμείς με τα πολυειδή αγκάθια των
πονηρών παθών και τα φοβερά τριβόλια
της αμαρτίας. Και δεν έλαβε το γένος
μας εκείνη μόνο τη λύπη την οποία
εκληροδότησε η προμήτωρ διά της προς
αυτήν κατάρας, που την κατεδίκασε να
γεννά με λύπη, αλλά και όλος ο βίος μας
έγινε σχεδόν οδύνη και λύπη.
4. Ο
Θεός όμως που μας έπλασε από ευσπλαγχνία
επέβλεψε προς εμάς φιλανθρώπως και
αφού έκλινε τους ουρανούς κατέβηκε και
παίρνοντας από την αγία Παρθένο τη φύσι
μας την ανακαίνισε και την επανέφερε,
μάλλον δε την ανεβίβασε σε θείο και
ουράνιο ύψος. Θέλοντας λοιπόν να
πραγματοποιήση αυτό, μάλλον δε να φέρη
σε πέρας την προαιώνια βουλή του σήμερα,
στέλλει τον αρχάγγελο Γαβριήλ, όπως
λέγει ο ευαγγελιστής Λουκάς, «στη
Ναζαρέτ προς Παρθένο μνηστευμένη με
άνδρα, του οποίου το όνομα ήταν Ιωσήφ,
από το γένος και την πατριά του Δαβίδ,
και το όνομα της Παρθένου ήταν
Μαριάμ».
5. Στέλλει
λοιπόν ο Θεός τον αρχάγγελο προς Παρθένο
και την καθιστά μητέρα του με μόνη την
προσφώνησι αν και μένει παρθένος, επειδή
βέβαια, αν συλλαμβανόταν από σπέρμα,
δεν θα ήταν νέος άνθρωπος ούτε θα ήταν
άναμάρτητος και σωτήρ των αμαρτωλών
διότι η κίνησις της σαρκός για γέννησι,
αφού μένει ανυπότακτη προς τον νου που
είναι ταγμένος να ηγεμονεύη των
λειτουργιών μας, δεν ευρίσκεται εντελώς
έξω από την αμαρτία. Γι' αυτό και ο Δαβίδ
έλεγε, «με ανομίες συνελήφθηκα και με
αμαρτίες μ' εκυοφόρησε η μητέρα μου».
Εάν λοιπόν η σύλληψις του Θεού ήταν από
σπέρμα, δεν θα ήταν νέος άνθρωπος ούτε
αρχηγός της νέας και μη παλαιουμένης
καθόλου ζωής. Αν ήταν της παλαιάς μερίδος
και κληρονόμος εκείνου του πταίσματος,
δεν θα μπορούσε να φέρη στον εαυτό του
το πλήρωμα της άφθαρτης θεότητος και
να κάμη την σάρκα του ανεξάντλητη
αγιασμού, ώστε και των προπατόρων
εκείνων ν' αποπλύνη τον μολυσμό με
περίσσεια δυνάμεως και στους επιγόνους
όλους να επαρκή γι' αγιασμό. Γι' αυτό
δεν ήλθε άγγελος ούτε άνθρωπος, αλλ' ο
ίδιος ο Κύριος ήλθε και μας έσωσε, που
συνελήφθηκε και εσαρκώθηκε σε μήτρα
Παρθένου κι έμεινε αναλλοιώτως
Θεός.
6. Έπρεπε
δε να έχη και μάρτυρα της άσπορης
συλλήψεως την Παρθένο και συνεργό σε
όσα επρόκειτο να τελεσθούν κατ' οικονομία.
Ποια είναι αυτά; Η άνοδος στη Βηθλεέμ,
όπου θα ετελείτο και ο εξαγγελλόμενος
και δοξαζόμενος τοκετός· η προσέλευσις
στο ιερό, όπου το βρέφος μαρτυρείται
Κύριος ζωής και θανάτου από τον Συμεών
και την Άννα· η φυγή στην Αίγυπτο εμπρός
στον Ηρώδη και η επάνοδος από την Αίγυπτο
κατά τις ιερές προφητείες και τα άλλα
που δεν είναι εύκολο τώρα να απαριθμήσω.
Γι' αυτά παρελήφθηκε ως μνηστήρ ο Ιωσήφ
και εστάλθηκε ο άγγελος σε παρθένο
μνηστευμένη με άνδρα ονομαζόμενο Ιωσήφ.
Την δε φράσι «από τον οίκο και την πατριά
του Δαβίδ» θα την εννοήσης και για τους
δύο· διότι τόσο η Παρθένος όσο και ο
Ιωσήφ ανέφεραν την γενεά τους στον
Δαβίδ.
7. Και
το όνομα, λέγει, της Παρθένου ήταν
Μαριάμ, που ερμηνεύεται Κυρία. Τούτο
δεικνύει και το αξίωμα της Παρθένου
και το βέβαιο της παρθενίας, και το
αλλοιώτικο και προσεκτικό και κατά
κάποιον τρόπο παναμώμητο του βίου της·
διότι, επειδή ήταν κυρίως παρθένος
φερωνύμως, είχε την πλήρη κατοχή της
αγνείας, όντας παρθένος και στο σώμα
και στην ψυχή, και κατέχοντας τις ψυχικές
δυνάμεις και όλες τις αισθήσεις του
σώματος υπεράνω κάθε μολυσμού, και
μάλιστα τόσο κυρίως και βεβαίως και
εγκύρως και καθ' όλα ιερώς όλον τον
χρόνο, όπως η κλεισμένη πύλη διατηρεί
τους θησαυρούς και το σφραγισμένο
βιβλίο διατηρεί τα γραπτά ανέγγικτα
από τους οφθαλμούς· διότι περί αυτής
έχει γραφή, τούτο είναι το σφραγισμένο
βιβλίο και αυτή η πύλη θα είναι κλεισμένη,
και κανείς δεν πρόκειται να περάση από
αυτήν.
8. Αλλά
και με άλλον τρόπο πάλι είναι Κυρία η
Παναγία κατ' αξία, ως δεσπόζουσα των
όλων, επειδή συνέλαβε σε παρθενία κι
εγέννησε θείως τον κατά φύσι δεσπότη
του παντός. Επίσης βέβαια είναι Κυρία
όχι μόνο ως ελευθέρα από δουλεία και
μέτοχος θείας κυριότητος, αλλά και ως
πηγή και ρίζα της ελευθερίας του γένους,
και μάλιστα μετά την απόρρητη και
χαρμόσυνη γέννα. Διότι αυτή που συζεύχθηκε
με άνδρα είναι μάλλον κυριευμένη παρά
κυρία, και μάλιστα μετά την περίλυπη
και οδυνηρή γέννα, κατά την αρά εκείνη
προς την Εύα, «θα γεννήσης τέκνα με
λύπη, θα εξαρτάσαι από τον άνδρα σου
και αυτός θα σε αυθεντεύη»· για να
ελευθερώση από αυτήν την αρά το ανθρώπινο
γένος η παρθενομήτωρ, λαμβάνει την χαρά
και την ευλογία δια του αγγέλου· διότι
ο άγγελος, λέγει, αφού εισήλθε είπε προς
την Παρθένο, «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο
Κύριος είναι μαζί σου, είσαι ευλογημένη
ανάμεσα στις γυναίκες»· Ο αρχάγγελος
δεν της προαγγέλλει το μέλλον λέγοντας,
ο Κύριος είναι μαζί σου, αλλά εξαγγέλλει
ό,τι έβλεπε τότε αοράτως να τελήται.
Και αντιλαμβανόμενος ότι αυτή είναι
τόπος θείων και ανθρωπίνων χαρισμάτων
και στολισμένη με όλα τα χαρίσματα του
θείου Πνεύματος, κυριολεκτικώς την
αναγόρευσε κεχαριτωμένη, βλέποντας δε
ότι ήδη έλαβε ένοικο αυτόν στον οποίο
ευρίσκονται οι θησαυροί όλων τούτων
και προορώντας την ανώδυνη κυοφορία
και την γέννα που θα εγινόταν χωρίς
ωδίνες, της απηύθυνε το «χαίρειν» κι
εβεβαίωσε ότι είναι η μόνη ευλογημένη
και ευλόγως δοξασμένη ανάμεσα στις
γυναίκες· διότι κατά την υπερβολή της
δόξας της θεομήτορος Παρθένου δεν
υπάρχει άλλη δοξασμένη, κι αν
εδοξάσθηκε.
9. Αλλά
η Παρθένος, καθώς είδε κι εφοβήθηκε
μήπως είναι κάποιος απατηλός άγγελος,
που παραπλανά τις απερίσκεπτες κατά
το παράδειγμα της Εύας, δεν έδέχθηκε
ανεξετάστως τον χαιρετισμό· και μη
γνωρίζοντας ακόμη καθαρώς τον σύνδεσμο
προς τον Θεό που ευαγγελιζόταν αυτός,
εταράχθηκε, λέγει, με τον λόγο του,
επιμένοντας σταθερά στην παρθενία,
«και διαλογιζόταν τι είδους ασπασμός
είναι αυτός»· Γι' αυτό ο αρχάγγελος
διαλύει αμέσως τον θεοφιλή φόβο της
χαριτωμένης Παρθένου, λέγοντάς της·
«μη φοβήσαι, Μαρία· διότι επέτυχες την
χάρι του Θεού». Ποια χάρι; Αυτή που είναι
δυνατή μόνο σ' αυτόν που δύναται τα
αδύνατα και εφυλάχθηκε προ των αιώνων
σε σένα μόνη. «Ιδού θα συλλάβης τέκνο».
Ακούοντας δε σύλληψι, λέγει, μη σκεφθής
καμμιά αφαίρεσι της παρθενίας, μη
στενοχωρήσαι και μη ταράσσεσαι γι'
αυτό· διότι τούτο το «ιδού θα συλλάβης»,
λεγόμενο τότε προς αυτήν που ήταν
παρθένος, υπεδείκνυε πλέον τη σύλληψι
ως συνοδοιπόρο με την παρθενία.
10. «Ιδού
λοιπόν θα συλλάβης και θα γεννήσης
υιόν»· δηλαδή παραμένοντας όπως είσαι
σήμερα και διατηρώντας ανέπαφη την
παρθενία σου, θα συλλάβης έμβρυο και
θα γεννήσης τον υιόν του Υψίστου. Τούτο
προβλέποντας και ο Ησαΐας πριν από
πολλά χρόνια, έλεγε, «ιδού η Παρθένος
θα κυοφορήση και θα γεννήση υιόν», και
«προσήλθα προς την προφήτιδα. Πώς λοιπόν
ο προφήτης προσήλθε προς την προφήτιδα;
Όπως τώρα ο αρχάγγελος προς αυτήν διότι
αυτό που είδε τώρα αυτός, τούτο προείδε
και προείπε εκείνος. Ότι δε η Παρθένος
ήταν προφήτις, που είχε προφητική χάρι,
θα το δείξη στον θέλοντα η ωδή της που
περιέχεται στο ευαγγέλιο.
11. Προσήλθε
λοιπόν, λέγει, ο Ησαΐας προς την προφήτιδα,
ασφαλώς με το προβλεπτικό πνεύμα και
συνέλαβε τέκνο, πριν έλθη ο πόνος των
ωδίνων, εξέφυγε και εγέννησε αρσενικό
τέκνο· ο δε αρχάγγελος λέγει τώρα προς
αυτήν, «θα γεννήσης υιόν και θα τον
ονομάσης Ιησούν, που ερμηνεύεται Σωτήρ·
θα είναι δε μέγας». Είπε λοιπόν πάλι ο
Ησαΐας, «θαυμαστός σύμβουλος, Θεός
ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης,
πατήρ του μέλλοντος αιώνος». Ομοίως με
αυτόν τώρα λέγει και ο αρχάγγελος,
«αυτός θα είναι μέγας και θα ονομασθή
υιός Υψίστου» (πώς δε δεν είπε, είναι
μέγας και υιός Υψίστου, αλλά θα είναι
και θα ονομασθη; Τούτο συμβαίνει διότι
ωμιλούσε περί του ανθρωπίνου προσλήμματος
του Χριστού), ενώ συγχρόνως δηλώνει ότι
και θα γνωσθή σε όλους και από αυτούς
θα κηρυχθή ότι είναι τέτοιας λογής,
ώστε ύστερα να μπορή και ο Παύλος να
λέγη, «ο Θεός εφανερώθηκε σε σάρκα,
εκηρύχθηκε στα έθνη, επιστεύθηκε στον
κόσμο». Αλλά λέγει επίσης, «θα του δώση
ο Κύριος τον θρόνο του πατρός του Δαβίδ,
και θα βασιλεύση στο γένος του Ιακώβ
επί αιώνες και της βασιλείας του δεν
θα υπάρξη τέλος»· αυτός δε, του οποίου
η βασιλεία ως αιωνία δεν έχει τέλος,
είναι ο ίδιος ο Θεός. Αλλ' αυτός έχει
και πατέρα τον Δαβίδ, επομένως είναι ο
ίδιος και άνθρωπος, ώστε αυτός που θα
γεννηθή να είναι συγχρόνως Θεός και
άνθρωπος, υιός ανθρώπου και υιός Θεού,
που ως άνθρωπος λαμβάνει την αδιάδοχη
βασιλεία από το Θεό Πατέρα, όπως είδε
και προεξήγγειλε ο Δανιήλ· «παρατηρούσα»,
λέγει, «έως ότου ετοποθετήθηκαν θρόνοι
κι εκάθησε ο Παλαιός των ημερών και
ιδού κάποιος ως υιός ανθρώπου ερχόταν
επάνω στις νεφέλες του ουρανού και
έφθασε μέχρι των Παλαιού των ημερών,
κι εδόθηκε σ' αυτόν η τιμή και η εξουσία·
και η βασιλεία του είναι βασιλεία
αιώνιος και δεν θα δοθή σε άλλον
βασιλέα».
12. Θα
καθήση δε στον θρόνο του Δαβίδ και θα
βασιλεύση στο γένος του Ιακώβ· επειδή
βέβαια ο μεν Ιακώβ είναι πατριάρχης
όλων των θεοσεβών, ο δε Δαβίδ είναι ο
πρώτος από όλους που εβασίλευσε θεοσεβώς
μαζί και θεαρέστως σε τόπο του Χριστού,
ο οποίος συνήνωσε σε μια αρχή ουράνια
και αιώνια την πατριαρχία και την
βασιλεία. Η δε χαριτωμένη Παρθένος,
μόλις ήκουσε από τον αρχάγγελο τα τόσο
εξαίσια και θεία λόγια, ότι ο Κύριος
είναι μαζί σου, και ιδού θα συλλάβης
και θα γεννήσης υιό, λέγει, «πώς θα μου
συμβή τούτο; Διότι δεν έχω σχέσεις με
άνδρα». Διότι αν και μου μεταφέρεις
πολύ πνευματικό και ανώτερο σαρκικών
παθών μήνυμα, από το άλλο μέρος μου
αναφέρεις σύλληψι στην γαστέρα και
κυοφορία και τοκετό, προσθέτεις δε για
τη σύλληψι και το ιδού· πώς λοιπόν θα
μου συμβή τούτο; Διότι, λέγει, δεν έχω
σχέσεις με άνδρα. ==========
13. Λέγει
δε τούτο η Παρθένος, όχι από απιστία,
αλλ' επειδή εζητούσε να μάθη κατά το
δυνατό πώς έχει το πράγμα· γι' αυτό και
ο αρχάγγελος λέγει προς αυτή, «Πνεύμα
άγιο θα έλθη σ' εσένα και δύναμις του
Υψίστου θα σ' επισκιάση· γι' αυτό και
το άγιο που θα γεννηθή θα ονομασθή Υιός
Θεού». Αγία βέβαια είσαι εσύ, λέγει, και
χαριτωμένη, Παρθένε· Πνεύμα δε πάλι
άγιο θα έλθη σ' εσένα, που θα ετοιμάση
και καταρτίση την θεουργία μέσα σου με
υψηλότερα προσθήκη αγιασμού· και θα
σε επισκιάση δύναμις Υψίστου, η οποία
συγχρόνως θα σε ενδυμαμώνη και δια της
επισκιάσεως σ' εσένα και της συνάφειας
με τον εαυτό της θα μορφώνη την
ανθρωπότητα, ώστε το γεννώμενο να είναι
άγιο, Υιός Θεού και δύναμις Υψίστου
μορφωμένη κατά άνθρωπο. Διότι εξ άλλου
ιδού και η Ελισάβετ η συγγενής σου, που
επέρασε όλον τον βίο της στείρα, τώρα
με την βούλησι του Θεού σε γηρατειά
παραδόξως κυοφορεί, διότι κανένα πράγμα
δεν είναι αδύνατο για τον Θεό.
14. Τι
πράττει λοιπόν προς αυτά η χαριτωμένη
Παρθένος, η θεία κατά την σύνεσι και
απαράμιλλη; Πάλι τρέχει προς τον Θεό
και απευθύνεται προς αυτόν με ευχή
λέγοντας προς τον αρχάγγελο· αν, όπως
λέγεις, έλθη σ' εμένα άγιο Πνεύμα, για
να με καθαρίση περισσότερο και να με
δυναμώση να δεχθώ το σωτήριο έμβρυο,
αν μ' επισκιάση δύναμις του Υψίστου που
θα μορφώση μέσα μου κατά τον άνθρωπο
αυτόν που φέρει την μορφή του Θεού και
θα δημιουργήση άσπορη λοχεία, αν το
γεννώμενο θα είναι άγιο και Υιός Θεού
και Θεός και βασιλεύς αιώνιος, βέβαια
τίποτε δεν είναι αδύνατο για τον Θεό,
«ιδού εγώ η δούλη του Κυρίου, ας γίνη
σύμφωνα με το λόγο σου». Κι έφυγε από
εκεί ο άγγελος, αφού άφησε στην γαστέρα
της τον ποιητή του σύμπαντος συνημμένο
με σώμα και αφού με την συνάφεια αυτή,
που εξυπηρέτησε, προξένησε την σωτηρία
του κόσμου. Έτσι και ο Ησαΐας προεικόνισε
εναργώς με όσα αξιώθηκε ήδη μακαρίως
να πάθη. Διότι αυτός δεν είδε τον Σεραφείμ
να παίρνη αμέσως τον άνθρακα από το
νοητό θυσιαστήριο του ουρανού· τούτον
τον επήρε ο Σεραφείμ με την λαβίδα, με
την οποία έγγισε και τα χείλη του,
δίδοντας την κάθαρσι. Αυτή η εμπειρία
της λαβίδας ήταν το ίδιο μ' εκείνο το
μεγάλο θέαμα που είδε ο Μωυσής, μια βάτο
που ήταν αναμμένη με πυρ και δεν
κατακαιόταν.
15. Ποιος
δεν γνωρίζει ότι εκείνη η βάτος και
αυτή η λαβίδα ήσαν σαν η παρθενομήτωρ,
που συνέλαβε μέσα της το θείο πυρ
απυρπολήτως, αφού και. εδώ αρχάγγελος
εμεσίτευε στην σύλληψι και συνήνωνε
δι' αυτής τον αίροντα την αμαρτία του
κόσμου με το ανθρώπινο γένος και με την
απόρρητη συνάφεια μας εξάγνισε; Επομένως
αυτή η παρθενομήτωρ είναι η μόνη μεθόριο
κτιστής και άκτιστης φύσεως· όσοι
βέβαια γνωρίζουν το Θεό θα αναγνωρίσουν
και αυτήν ως χώρα του αχωρήτου και αυτήν
θα υμνήσουν μετά τον Θεό όσοι υμνούν
τον Θεό. Αυτή είναι και αιτία των πριν
από αυτή και προστάτις των μετά από
αυτή και πρόξενος των αιωνίων αγαθών.
Αυτή είναι υπόθεσις των προφητών, αρχή
των Αποστόλων, εδραίωμα των μαρτύρων,
κρηπίδα των διδασκάλων. Αυτή είναι η
δόξα των επί γης, η τερπνότης των
ουρανίων, το εγκαλλώπισμα όλης της
κτίσεως. Αυτή είναι η καταρχή, η πηγή
και η ρίζα της αποθησαυρισμένης για
μας ελπίδος στους ουρανούς.
16. Αυτήν
την ελπίδα είθε ν' αποκτήσωμε όλοι εμείς
με τις δικές της προσβείες για μας, σε
δόξα του προ αιώνων γεννηθέντος από
τον Πατέρα και σαρκωθέντος κατά τους
τελευταίους αιώνες από αυτήν Ιησού
Χριστού του Κυρίου μας. Σ' αυτόν πρέπει
κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις, τώρα
και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων.
Γένοιτο.
ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK ΜΕ ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ: