Ετικέτες - θέματα

5.7.25

Ένα καλογεράκι, του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου -2017- κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο ίδιος

 

Ένα καλογεράκι, του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου

-2017- κείμενο και AUDIOBOOK

Διαβάζει ο ίδιος



[Στους υψοποιώς ταπεινούντες το φρόνημα.]

   


Ο Ιωάννης έδειχνε περίλυπος, παραδομένος βασανιστικά εδώ και πολλές εβδομάδες στις σκέψεις του. Παρ΄ ότι είχε ήδη δύο χρόνια δόκιμος μοναχός στον Άθωνα, δεν μπορούσε να υποφέρει τα περίεργα θελήματα του γέροντα Νήφωνα. Κι ήταν αλήθεια ο πατήρ Νήφων πολύ σκληρός μαζί του. Έτσι, εκεί στα ερημητήρια της Κερασιάς, δεν μπορούσε να βοηθηθεί πνευματικά, ούτε στη νοερή του προσευχή, ούτε στην άσκηση, ούτε στην τόσο επιθυμητή γι΄ αυτόν ησυχία.

Βέβαια ούτε μια στιγμή το καλογεράκι μας δεν επιθυμούσε να γυρίσει στην προηγούμενή του ζωή, την κοσμική. Τι είχε άλλωστε να θυμάται! Το διαζύγιο των γονέων του, το θάνατο από νοθευμένη δόση του αδελφού του, του Βλάση, ή μήπως τη δική του κατάντια εκεί στις “μπάντες” της νύχτας στα σκοτεινά μπαράκια στο Μεταξουργείο; Μόνο δάκρυα μετανοίας του έφερναν αυτές οι σκέψεις. Παρ΄ όλα αυτά μία σκέψη τον βασάνιζε νυχθημερόν: τι να κάνει με το θέμα του σκληρού Γέροντά του. Έτσι κάποιο πρωί που ο Νήφων κατέβηκε στις Καρυές για να επισκεφθεί το γιατρό, ο Ιωάννης αναζήτησε και έκανε πνευματικό του έναν χαρισματικό Γέροντα από τα Καυσοκαλύβια, που τον είχε ακουστά από την εποχή που ήταν ακόμη στον κόσμο. Εκείνος τον συμβούλευσε να σηκώνεται τη νύχτα, την ώρα πού κοιμόταν ό Γέροντας του, και να κάνει τότε τον πνευματικό του αγώνα. Έτσι, άρχισε ο δόκιμος Ιωάννης να σηκώνεται τη νύκτα και να αγωνίζεται κρυφά. Όμως ο Γερο- Νήφων, κάποιο βράδυ, τον κατάλαβε και τον μάλωσε αυστηρά, γιατί δεν έκανε υπακοή, παρά προτιμούσε να κάνει άλλα από αυτά πού τον πρόσταξε εκείνος. Έτσι ο Ιωάννης, αποφάσισε να σηκώνεται και να απομακρύνεται τις νύκτες στο ύπαιθρο για να μη τον αντιλαμβάνεται ό Γέροντας.

Κάποια καλοκαιριάτικη νύχτα, αμέσως μετά την πανήγυρη του Προφήτη Ηλία, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, κάπου μια ώρα πριν το πρώτο χάραμα της καινούριας μέρας, κάτω από τον πλημμυρισμένο άστρα σκοτεινό ουρανό, ο Ιωάννης γονατιστός προσευχόταν χύνοντας ποταμούς δακρύων έξω από το νάρθηκα του Κυριακού της γειτονικής Σκήτης. Ήταν τόσο απορροφημένος που δεν αντιλήφθηκε αμέσως μια σκιά που κατευθυνόταν στην είσοδο του ναού. Ήταν ενας από αυτούς τους γυμνήτες ασκητές, για τους οποίους είχε ακούσει παλιότερα να γίνεται λόγος από άλλους μοναχούς. Εκείνος, χωρίς να έχει δει το καλογεροπάιδι, υπέργηρος, με μακριά πάλλευκα μαλλιά και γένια, στάθηκε μπροστά στην είσοδο του ναού, σταύρωσε με το δεξί του και ... η πόρτα άνοιξε στριγγλίζοντας. Τότε ο Ιωάννης αιφνιδιασμένος, σταμάτησε την προσευχή, έστρεψε το πρόσωπό του προς την κατεύθυνση του θορύβου και έμεινε ενεός παρακολουθώντας τον γέροντα. Ο πολιός ασκητής μπήκε στο ναό, προχώρησε προς το ιερό βήμα και μπροστά στην Ωραία Πύλη γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται μεγαλοφώνως. Ο Ιωάννης μπήκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε κι αυτός στο Ναό, στάθηκε στους προσκλαίοντες απ΄ όπου παρακολουθούσε άφωνος. Ο Γέροντας προσευχόταν ώρα πολλή. Όταν τελείωσε, βγήκε έξω, σταύρωσε πάλι την πόρτα και ή πόρτα έκλεισε! Πίσω από την κλειστή θύρα έμεινε ο Ιωάννης αποσβολωμένος. Μετά ο γέροντας ξεκίνησε και πήρε το ανηφορικό μονοπάτι για την κορυφή του Άθωνα. Ο Ιωάννης, που στο μεταξύ βγήκε κι αυτός αθόρυβα, έλεγε συγκλονισμένος μέσα του: “Να, αυτός είναι Γέροντας για μένα. Αυτόν θα ακολουθήσω”. Και πραγματικά τον πήρε κατά πόδας. Μπροστά ό γέροντας, πίσω του ο Ιωάννης, σε απόσταση, για να μη τον αντιληφθεί. Λίγο πριν φθάσουν στο εκκλησάκι της Παναγίας, κάτω από την αθωνική κορυφή, ο Ιωάννης άρχισε να φοβάται μη τυχόν πάρει άλλο μονοπάτι ο Γέροντας και τον χάσει. Τάχυνε λοιπόν το βήμα για να τον φθάσει, να πάρει την ευχή του και να του ζητήσει να τον κάνει δικό του υποτακτικό. Μόλις έφτασε στα πέντε βήματα πίσω του, εκείνος τον κατάλαβε. Σταμάτησε, γύρισε προς το μέρος του και του έκανε κάπως άγρια: “Που πηγαίνεις;” “Γέροντα”, του απαντά ο Ιωάννης με σεβασμό, “ήλθα να πάρω την ευχή σου. Σε παρακαλώ να με πάρεις δόκιμο κοντά σου, γιατί δεν αναπαύομαι στον Γέροντα μου”. Κι ο Ασκητής του είπε: “Εκεί που μένουμε εμείς, είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Δεν μπορείς να ζήσεις εκεί. Θα πας πίσω στον Γέροντα σου”. Τότε ο Ιωάννης άρχισε να απαριθμεί τις δυσκολίες του πνευματικού του αγώνα κοντά στον δικό του “δύστροπο” Γέροντα, μα ο σεβάσμιος γέροντας επέμεινε: “Όχι, καλογεροπαίδι μου, εκεί θα πάς. Εκεί θα μείνεις και από εκεί θα βρεις τον παράδεισο”. Τότε ο Ιωάννης υποχώρησε: “Να ‘ναι ευλογημένο. Αφού δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, να ‘ναι ευλογημένο. Θα γυρίσω πάλι πίσω...” είπε σκύβοντας το κεφάλι και, αφού πήρε την ευχή του αγίου γέροντα, έκανε να γυρίσει προς την κατηφοριά του μονοπατιού. Όμως, να ο ασκητής τον φωνάζει. Ο νέος με λαχτάρα γυρίζει και ακούει να του λέει: “Πρόσεξε, παιδί μου, ετοιμάσου γιατί σε λίγο καιρό θα φύγεις από αυτό τον κόσμο και θα φύγεις μέσα από αυτή την υπακοή. Δεν θα αλλάξεις, όμως, Γέροντα”. “Να ΄ναι ευλογημένο”, λέει πάλι ό Ιωάννης και κατεβαίνει. Το άλλο πρωί, πήγε κοντά στον Πνευματικό του και του διηγήθηκε τη συνάντηση με τον γυμνό αυτό ασκητή, καθώς και ότι του ζήτησε να τον κάνει υποτακτικό του, αλλά ότι εκείνος του είπε να κάνει υπακοή και να παραμείνει στον Γέροντα του. Στο τέλος του είπε ότι ο ασκητής εκείνος προφήτευσε πως σε λίγες ήμερες θα έφευγε από αυτό τον κόσμο. Ο “δύστροπος” Νήφων τότε, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε: “Όπως σου είπε, έτσι θα κάνεις και έτσι θα γίνει!”.

  Λίγες μέρες αργότερα, ξημερώνοντας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο Ιωάννης ξύπνησε κάθιδρος. Ένιωθε πως δεν μπορούσε να αναπνεύσει καλά, αλλά σύντομα, μετά από έναν περίεργο δυνατό πόνο κάπου στο στέρνο, ένιωσε να συνέρχεται. Σηκώθηκε νιώθοντας μια γλυκιά αγαλλίαση και βγήκε από την Καλύβη. Έκανε ν΄ ανηφορίσει προς το Κυριακό και είδε, με μεγάλη του έκπληξη, ότι σχεδόν χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει έξω απ΄ τη θύρα του Ναού. Ενός ναού που έδειχνε κατάφωτος, ενώ αγγελικές ψαλμωδίες έρχονταν από το εσωτερικό του. Με μεγάλη του χαρά είδε, έξω από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα του Ναού τον ίδιο γυμνήτη ασκητή να του γνέφει. Το καλογεράκι πήγε αμέσως κοντά του. “Έλα μαζί μας τώρα!” του έκανε ο Γέροντας χαμογελώντας φωτεινά. “Το δικό σου εισιτήριο, Ιωάννη, ήταν η υπακοή.”


Όταν, τρία έτη αργότερα, έκαναν την εκταφή του Ιωάννη, από την αγία κάρα του έτρεχε μύρο! Τα έχασαν οι Γεροντάδες. Τόσο νέος υποτακτικός, μάλιστα δόκιμος και όμως απέκτησε τέτοια χάρη! Ο “σκληρός” Πνευματικός, όμως το βεβαίωσε σ΄ όλους τους γέροντες: “Το καλογεράκι έδειξε υπακοή”, μουρμούρισε και σταυροκοπήθηκε.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ: 



Η Πεποικιλμένη -1909- του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κείμενο - AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

Η Πεποικιλμένη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

-1909- κείμενο - AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου 


 

   Εἶχα τάξιμον νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη», εἰς τὰ Ἐννιάμερα, τὴν 23 Αὐγούστου. Ἀπὸ δέκα χρόνων δὲν εἶχα ἐπισκεφθῆ τὴν Παναγίαν τὴν Κεχριάν. Δέκα χρόνια εἶχα ν’ ἀσπασθῶ τὴν σεβασμίαν παλαιὰν Εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ὁποὺ εἶναι ζωγραφισμένοι, ἐπάνω εἰς δύο ὑπερῷα, ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ὁ ἱερὸς Κοσμᾶς (αὐτὸς ὁ θεσπέσιος ποιητὴς τῆς Πεποικιλμένης) ⟨καὶ⟩ ὁ θεῖος Δαμασκηνός, τείνοντες δύο τόμους κάτω πρὸς τὴν σύνθεσιν τῆς Εἰκόνος, ἐφ’ ὧν εἶναι γεγραμμένα δύο τροπάρια, τὸ «Γυναῖκά σε θνητήν, ἀλλ’ ὑπερφυῶς καὶ Μητέρα Θεοῦ», καὶ τὸ «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο…» Καὶ δὲν εἶχα ἀγναντέψει οὔτε μακρόθεν τὸν περικαλλῆ θόλον τοῦ σεμνοῦ ναΐσκου, ὅπου ἀστράπτει εἰς τὸν ἥλιον ὅλος πεποικιλμένος ἀπὸ τὰ ὡραῖα παλαιὰ πινάκια, τὰ ἐγκολλημένα εἰς τὸ κτίριον ὡς ὄστρακα μαργαριτοφόρα.

Καὶ παρημέλησα τὸ τάξιμόν μου, καὶ δὲν ἀπεφάσιζα νὰ ὑπάγω. Ἐνύκτωσε, κ’ ἐκαθόμουν ἔξωθεν τοῦ μαγαζείου τοῦ ἀγαπητοῦ νεαροῦ φίλου μου, τοῦ Κωστῆ τοῦ Τσαμασφύρου, πολλὰ ρεμβάζων, καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος. Ὁ Κωστάκης μοῦ ἔφερε ποτήριον ρακίου, νὰ μὲ κεράσῃ, καὶ μοῦ εἶπε:

― Δὲν πῆγες, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε, στὴν Παναγιὰ τὴν Κεχριά; Ἐγὼ θὰ πάω.

― Τώρα ποὺ νύκτωσε; Τί λές!

― Ἔχει φεγγαράκι.

Ἔπια, κ’ ἐπανῆλθε στὸ μαγαζί του κρατῶν τὸν δίσκον. Μόλις αὐτὸς εἰσῆλθε, καὶ πάραυτα εἰσώρμησα μέχρι τοῦ κυλικείου, ὅπου ἀπέθετε τὸν δίσκον μὲ τὰ ποτά.

― Θὰ πᾷς σίγουρα, Κωσταντή;… Πῶς σοῦ ἦρθε;… Ἔχεις συντροφιά;

― Ἔχω, ἂν δὲν μὲ γελάσῃ.

― Ποιόν;

― Τὸν Ἀργύρη τὸν Τσαλαβούτη.

Ἔτρεξα ἔξω. Ἐπῆγα εἰς ἓν ὑποδηματοποιεῖον, δύο ἢ τρεῖς πόρτες παρέκει, διὰ νὰ εὕρω τὸν μικρὸν ἀνεψιόν μου τὸν Διαμάντην, ἐργαζόμενον ὡς κάλφαν εἰς τὴν τέχνην αὐτήν. Δυστυχῶς τὸ ὑποδηματοποιεῖον εἶχε κλείσει. Ἐπλησίαζεν ὀγδόη ὥρα· δύο ὧρες νύκτα.

Ἐπέστρεψα πρὸς τοῦ Τσαμασφύρου.

― Κωσταντή, δὲν ηὗρα τὸν ἀνιψιό μου. Ὁ μάστορής του ἔκλεισε ἀπὸ νωρίς. Ἤθελα νὰ τοῦ πῶ νὰ πῇ χαμπάρι στὸ σπίτι. Δὲν συμφέρει νὰ πάω ὁ ἴδιος ἐκεῖ. Θὰ φωνάζουν οἱ ἀδερφές μου. «Ποῦ θὰ πᾷς τέτοιαν ὥρα;» καὶ τὰ λοιπά. Μιζέριες γυναικῶν… Ἀκοῦς νὰ σοῦ πῶ;

― Λέγε.

― Ἀναλαμβάνεις νὰ στείλῃς εἴδησιν στὸ σπίτι μου, διὰ νὰ μὴ μὲ γυρεύουν καὶ ἀνησυχοῦν ὅλη-νύχτα; Στεῖλε ἕναν, ὅποιον βρῇς, ἢ ἕνα παιδί… ἢ ἕνα πουλί.

― Καλά.

― Μὴν ξεχάσῃς.

― Ὄχι.

― Ἐγὼ θὰ πάω πεζός, καὶ μοναχός μου. Ἐσὺ ἔλα μὲ τ’ ἄλογό σου, καὶ μὲ τὴν παρέα σου. Θὰ πάρῃς καὶ κουμπάνια;

― Θὰ πάρω.

― Σὲ περιμένω στὸν Ἁι-Λιᾶ. Ἐκεῖ θὰ σμίξουμε.

― Καλά.

Ὁ Κωστής, ὁ νεαρὸς φίλος μου, μοῦ εἶχε κάμει ἀληθῆ ὑποβολήν, ἂν ὄχι ὑπόμνησιν τοῦ ταξίματός μου. Δὲν ἐκρατούμην, κ’ ἐκίνησα πάραυτα. Τὸ φεγγάρι ἦτο ἐννέα ἢ δέκα ἡμερῶν. Ἐλογάριαζα μιᾶς ὥρας ἀνήφορον ἕως τὸν Ἅγιον Ἠλίαν, μιᾶς ὥρας συνάντησιν καὶ διατριβὴν μετὰ προχείρου δείπνου εἰς τὴν τοποθεσίαν αὐτήν, καὶ τριῶν τετάρτων περίπου κατήφορον ἕως τὴν Παναγίαν. Ἡ σελήνη θὰ μᾶς ἔφεγγεν ἀκριβῶς ἕως νὰ φθάσωμεν εἰς τὸ τέρμα.

Ἐπῆρα τὸν ἀνήφορον, βαδίζων τὸν φράχτην-φράχτην ἐν μέσῳ ἀμπέλων καὶ ἐλαιώνων, ἀνέβην εἰς τὸ Κοτρωνάκι, εἰς τοὺς «Σακαλάρους», ἔφθασα εἰς τοῦ Βαραντᾶ τὸ ρέμα, ὅπου «ἐκρότιζεν» ὁ τόπος, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν ἐκροτιζόμην· δὲν εἶχα εἰς τὸν νοῦν μου στοιχειὰ καὶ φαντάσματα, ἀλλὰ προαπήλαυα τὸ «Πεποικιλμένη». Διέσχισα πέρα-πέρα τὸ ρέμα, ἐμβῆκα εἰς τὸν Μεγάλον Ἀνήφορον, στὸ Μεροβίλι, καὶ τέλος, μὲ πολὺ ἆσθμα καὶ ἱδρῶτα, ἔφθασα εἰς τὸν Ἁι-Λιᾶ. Ἀντικρὺ εἰς τὸ πελώριον κτίριον, τὸ Κελλὶ τοῦ παπα-Ἱερεμία, δύο ἢ τρία σκυλιὰ μ’ ἐγαύγισαν, ἀλλ’ ὅταν ἐπάτησα ἐπὶ τοῦ ὀροπεδίου, ὅπου εἶναι ὁ ναΐσκος τοῦ Προφήτου, παραδόξως ἐσιώπησαν, κ’ ἐκρύβησαν εἰς δύο ἢ τρεῖς καλύβας, ὁποὺ ἐφαίνοντο ἀνάμεσα εἰς τοὺς κήπους.

Ψυχὴν δὲν εἶχα συναντήσει. Γλυκὸς ζέφυρος ἐφύσα εἰς τοὺς πελωρίους πλατάνους, τριγύρω εἰς τὴν μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, ὁποὺ ἐκελάρυζε τὰ νερά της στ’ αὐλάκια, τὸ ρέμα-ρέμα, τὸν κατήφορον. Ἔκαμα τὸν σταυρόν μου, ἔξωθεν τοῦ παραθύρου, εἰς τὸ γλυκὺ φῶς τῶν κανδηλίων, ὁποὺ ἔφεγγον ἐμπρὸς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Παναγίαν, καὶ τὸν Πρόδρομον, καὶ τὸν Προφήτην Ἠλίαν μὲ τὴν μάχαιραν καὶ μὲ τὴν μηλωτήν. Ἔψαλα «Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος». Ἐκάθισα ἐπὶ τῆς πεζούλας. Ἀγνάντευα, εἰς τὸ μελαγχολικὸν φῶς τῆς σελήνης, τὸ χωρίον μας, κάτασπρον, κτισμένον ἐπὶ δύο λόφων καὶ μεσαζούσης κοιλάδος, παραθαλάσσιον, καὶ τὸν λιμένα τὸν τρίκολπον μὲ τὰ τρυφερὰ νησάκια, ὁποὺ φαίνονται ὡς νὰ «ἐγκαινίζωνται» εἰς τὰ φωσφορίζοντα νερά.

Μετὰ τέταρτον ὥρας ἤκουσα κρότον καὶ βάδισμα ἀλόγου. Ἐσηκώθην. Ἤρχετο ὁ Κωσταντής.

― Ἐδῶ εἶσαι, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε;

― Ἐδῶ. Μοναχός σου ἦρθες; Ποῦ εἶναι ἡ παρέα σου;

― Μ’ ἐγέλασε… Μὴν τὰ ρωτᾷς, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε. Ὅσα τροπάρια ἤξερα… καὶ ξέρω πολλὰ ὀλίγα… ὅλα τὰ εἶπα στὸν δρόμο.

― Γιατί; Φοβήθηκες;

― Κρότιζε ὁ τόπος. Ἐσένα δὲ σ’ ἔμελε;

― Ὄχι τόσο. Ἀπ’ τοῦ Βαραντᾶ ἦρθες;

― Ἀπ’ τὸ Πετράλωνο. Ἐσύ, ἀπ’ τοῦ Βαραντᾶ;

― Ναί.

― Δὲν ἐφοβήθηκες ἐκεῖ, στὸ ρέμα;

― Δὲν ἔβαλα στὸ νοῦ μου… τίποτε.

Ἐπέζευσεν. Ἐξεφόρτωσε τὸ ζεμπίλι μὲ τὰ τρόφιμα, καὶ τὴν φλάσκαν μὲ τὸ κρασί. Ἔβγαλεν ἀπὸ τὸ ζεμπίλι ἓν κηρίον σπαρματσέτο, ἔτριψε πυρεῖον καὶ τὸ ἤναψεν. Ἕως νὰ καθίσωμεν πρὸς τὸ κατώφλιον τῆς μικρᾶς ἐκκλησίας, καὶ νὰ στρώσωμεν τὸ τραπέζι, ᾐσθάνθημεν ὅτι ὁ Μπαλής, τὸ ἄλογον, ὁποὺ τὸ εἶχεν ἀφήσει λυτὸν ὁ Κωσταντής, μᾶς ἔφυγε. Πρὶν κάμωμεν τὸν σταυρόν μας, ἐσηκώθηκεν ὁ Κωστής.

Ἀλλὰ τὸ ὑποζύγιον θὰ ἐπῆγεν ἐκεῖ, πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὸ σύσκιον μέρος, ἀνάμεσα εἰς λόχμας καὶ φράκτας καὶ δὲν τὸ ἐβλέπαμεν. Ἀνάγκη νὰ τρέξῃ ὁ Κωστής, διὰ νὰ τὸ ἀνακαλύψῃ κάπου. Ἀλλὰ θὰ ἦτο μεγαλυτέρα εὐκολία εἷς νὰ κρατῇ τὸ κηρίον, καὶ ἄλλος νὰ ἔχῃ τὰς χεῖρας ἐλευθέρας, διὰ νὰ συλλάβῃ τὸ ζῷον, ἅμα θὰ τὸ εὕρισκε. Ὁ Κωσταντὴς ἦτο ὁ μόνος ἁρμόδιος πρὸς τὸ τελευταῖον τοῦτο, ἐγὼ εἰς τί ἄλλο θὰ ἐχρησίμευα, εἰμὴ διὰ νὰ κρατῶ τὸ κηρί;

Δυστυχῶς εἶχα βγάλει τὸ ὑπόδημά μου τὸ ἀριστερόν, πρὶν καθίσωμεν εἰς τὸ δεῖπνον, ἐπειδὴ μὲ ἠνώχλει ὁ κάλος κατόπιν τῆς ὁδοιπορίας, κ’ εὑρέθην μονοπέδιλος τὴν ὥραν ὁποὺ εἶχε γίνει ἄφαντον τὸ ζῶον. Καὶ ὅμως ἀνάγκη ἦτο νὰ συμμορφωθῶ. Ἐπῆγα μαζὶ μὲ τὸν Κωσταντὴν πολλὰ βήματα, πέραν τοῦ ἱεροῦ τῆς ἐκκλησίας, μὲ ἓν ὑπόδημα, χωλαίνων καὶ πατῶν ἐπὶ ἀκανθῶν. Εὐτυχῶς ὁ Μπαλὴς δὲν εἶχεν ὑπάγει μακράν, ἦτο διακριτικὸν ἄλογον. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ἁπλῶς διὰ νὰ βοσκήσῃ, καὶ δὲν εἶχε βάλει κακὸν μὲ τὴν κεφαλήν του.

Ὅταν ἐγυρίσαμεν πίσω, ἐγὼ κρατῶν τὸ κηρίον, ὁ Κωσταντὴς σύρων τὸν Μπαλήν, τὸν ὁποῖον καὶ ἔδεσε προχείρως εἰς τὴν ρίζαν θάμνου ἀντικρύ μας, ὁ Κωστὴς ἐξέχασε ποῦ εἶχε βάλει τὸ μαχαίρι, καθὼς τὸ εἶχε βγάλει ἀπὸ τὸ ζεμπίλι, διὰ νὰ κόψῃ ψωμί ― καὶ ψωμὶ δὲν ἔκοψε, ἀλλ’ ἐτρέξαμεν ἀποτόμως πρὸς ἀνεύρεσιν τοῦ Μπαλῆ. Ὁ Κωστὴς τὸ ἀνεζήτει τώρα εἰς τὸ ζεμπίλι, ἀλλ’ εἰς τὸ ζεμπίλι δὲν ἦτο, οὔτε ἐπήδησε μοναχόν του ὀπίσω, ἀφοῦ ἅπαξ τὸ εἶχε βγάλει ἐκεῖθεν. Ἐψάξαμεν πολλὴν ὥραν μὲ τὸ κηρί, τέλος τὸ ηὕραμεν σιμὰ εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ἐκκλησιδίου, παρὰ τὰς ἀνθοδόχας, ὅπου εὐωδίαζον ἐκεῖ βασιλικὰ καὶ ροσμαρὶ καὶ δενδρολίβανα. Ἐφάγομεν τὸ λιτὸν δεῖπνόν μας, ἐπίομεν, ἐδευτερώσαμεν, κ’ ἐτριτώσαμεν μὲ τὴν φλάσκαν.

― Ὅλα καλά, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε· μὰ ἔλα ποὺ ξέχασα νὰ στείλω χαμπάρι στὸ σπίτι σας…

― Ἀλήθεια;… Ἑπόμενον ἦτο. Δὲν πειράζει, Κωσταντή.

Τὴν ἐπαύριον ἔμαθα ὅτι ἡ ἀδελφή μου ἡ νεωτέρα ἐπῆγε μεσάνυχτα, μαζὶ μὲ τὸν ἀνεψιόν μου, μ’ ἕνα φανάρι, κ’ ἐξύπνησε τὴν νεαρὰν γυναῖκα τοῦ Κωσταντῆ, ὁποὺ ἦτο ἔγκυος εἰς τὸν μῆνά της, διὰ νὰ πληροφορηθῇ. Τέλος ἔμαθαν ὅτι εἶχα ὑπάγει στὸ πανηγύρι, καὶ ἡσύχασαν.

― Σήκω τώρα νὰ πηγαίνουμε. Θὰ εἶναι παραπάνω ἀπὸ δέκα ἡ ὥρα… Τὸ φεγγάρι ὅσον πάει καὶ γέρνει ἐκεῖ κάτω, καὶ θὰ τὰ βροῦμε σκοῦρα τὸν κατήφορον, ἀνάμεσα στὰ ρέματα καὶ στὸν ἐλαιῶνα.

― Πᾶμε, μπάρμπ’ Ἀλέξανδρε.

Ἐσηκώθη, κ’ ἐφόρτωσε τὰ πράγματα εἰς τὸ ζῷον. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμὴν ἀνεζήτει τὸ ψάθινο καπέλο του, καὶ δὲν ἐνθυμεῖτο ποῦ τὸ εἶχε πετάξει. Τέλος τὸ ηὕραμεν, τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (ἢ τοῦ Κυρίου). Ἐγὼ εἶχα φορέσει τὸ ὑπόδημά μου. Ἐσβήσαμεν τὸ κηρί, καὶ τὸ ἔβαλα ἐγὼ στὴν τσέπη μου. Ἀνέβημεν τὸν μικρὸν ἀνηφορίσκον ἕως τὸν ζυγὸν τῶν δύο βουνῶν, μεταξὺ τῶν δύο ὑψωμάτων τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου καὶ τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου. Ἐκεῖ ἐκατηφορίσαμεν, διὰ νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Κεχριάν.

Τὸ φεγγάρι, ἥμισυ καὶ κάτι, ἔγερνε πρὸς τὸν Ἀραδιᾶν, τὸν δρυμῶνα, κ’ ἐχαμήλωνεν, ἐχαμήλωνεν. Ἀντικρὺ εἰς τὸ Πήλιον ἔμελλε νὰ κρυφθῇ μετὰ μίαν ὥραν τὸ πολύ, ἀλλὰ πρὶν νὰ κρυφθῇ, θὰ ἔχανε σχεδὸν τὸ φέγγος του, ὅσον θὰ ἐκοντοζύγωνεν εἰς τὸ μέγα βουνόν. Αἱ δρύες τοῦ Ἀραδιᾶ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔρριπτον τὴν σκιάν των πρὸς τὸν οὐρανόν, καὶ τὸ φεγγάρι ἐθόλωνεν, ἐθόλωνε.

Ἐγὼ εἶχα τὴν ἰδέαν ὅτι ὁ Κωστὴς θὰ ἤξευρε καλύτερ’ ἀπὸ ἐμὲ τὸν δρόμον, ὡς νέος, καὶ κατοικῶν διαρκῶς εἰς τὸν τόπον. Ἐκεῖνος ἐφρόνει ὅτι ἐγὼ θὰ ἐνθυμούμην καλύτερα τὰ κατατόπια, ὡς παλαιός, καὶ ἀγαπῶν τὰ ἐξωκκλήσια. Ἀλλ’ εἶχα δέκα χρόνια νὰ ὑπάγω στὴν Κεχριάν, ὁ δὲ Κωστής, ἂν καὶ βαθυκτήμων, δὲν εἶχεν ἐλαιῶνα πρὸς αὐτὸ τὸ μέρος, καὶ δὲν ἐσύχναζεν. Οἱ δρομίσκοι τῆς ἐξοχῆς εἶναι σκολιοὶ καὶ ἄτακτοι. Ἄλλος καταπατεῖ τοῦ γείτονος τὸ κτῆμα, ἢ τὸ δημοτικόν, ἢ τὸ μοναστηριακόν, καὶ ὠθεῖ τὸν δρόμον πάρα ἔξω, ἄλλος ἀνοίγει μονοπάτι ὅπου φθάσῃ, μέσα εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ συντομεύει τὸν δρόμον, ἄλλος κτίζει καλύβην, στρώνει ἅλωνα, καὶ κατασκευάζει φράκτην πρὸς τὸ συμφέρον του. Καὶ τὸ φεγγάρι ἐχαμήλωνε. Τέλος ἐχάσαμεν, ὡς εἰκός, τὸν δρόμον. Ἔβγαλα τὸ σπαρματσέτον, καὶ τὸ ἤναψα. Ἐτρεπόμεθα δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἐγυρίζαμεν ἀποδῶ κι ἀποκεῖ, ἐκεῖνος καβάλα, ἐγὼ πεζός. (Ὁ Κωστὴς μοῦ ἐπρότεινε φιλοφρόνως νὰ κατέλθῃ καὶ νὰ ἱππεύσω, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν συνηθίζω ποτὲ τὸ τοιοῦτον εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν μου.)

Τέλος ὁ Κωσταντὴς κατῆλθεν ἐξ ὕψους τοῦ ὑποζυγίου του, μοῦ ἐπῆρε τὸ κηρί, κ’ ἐκοίταζε νὰ εὕρῃ τὸν δρόμον. Ὕστερα εἶπεν ὅτι τὸν ηὗρε, ἔσβησε τὸ κηρί, τὸ ἔβαλεν δὲν ἠξεύρω ποῦ, καὶ ἵππευσε πάλιν.

Καὶ πάλιν ἀπεπλανήθημεν. Ἐκοντεύαμεν ὣς τόσον νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Παναγίαν. Μᾶς ἐφαίνετο ὅτι ἐβλέπαμεν κάτι ν’ ἀσπρίζῃ κάτω ἐκεῖ, εἰς τὸ βάθος τῆς κοιλάδος, κάτι ὡς κτίριον, ὡς ἐκκλησίαν, ὡς μοναστηράκι· μίαν ἀκτῖνα ὡσὰν ἀπὸ πῦρ καταυλισμοῦ ἀνθρώπων ἀγρυπνούντων, ἀλλὰ τὸν δρόμον δὲν τὸν εὑρίσκαμεν· πῶς νὰ κατέλθωμεν ἐκεῖ; ᾘσθάνθημεν ὅτι ἐπέσαμεν δέκα πήχεις κάτω ἀπὸ τὸ ἐπίπεδον, ὅπου ἦτο τὸ μικρὸν παλαιὸν μονύδριον. Ἐφθάσαμεν εἰς ἄβατον. Οὔτε ἐμπρὸς οὔτε πίσω. Ὁ Κωσταντὴς ἐπέζευσε καὶ πάλιν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ σαμαρίου, καὶ μοῦ ἐζήτει τὸ κηρίον, διὰ ν’ ἀνάψῃ νὰ βρῇ τὸν δρόμον. Ἀλλ’ ἐγὼ ἐνθυμούμην ὅτι δὲν μοῦ εἶχε δώσει τὸ κηρίον. Τέλος ἔψαξεν εἰς τὸν κόρφον του, εἰς τὶς τσέπες του, εἰς τὸ ζεμπίλι, καὶ τὸ ηὗρε δὲν ἠξεύρω ποῦ. Ἔτριψεν ἓν πυρεῖον, δύο, τρία, πέντε, ἀλλὰ τοιοῦτον ἀεράκι, ἀπόγειον, ἐξήρχετο ἀπὸ τὸ βουνόν, ὥστε τὰ σπίρτα ἔσβηναν πρὶν ν’ ἀνάψουν. Τέλος κατώρθωσε ν’ ἀνάψῃ τὸ κηρί, ἀλλὰ μετὰ μίαν στιγμὴν τὸ ἔσβησε τὸ ἀεράκι.

Τέλος ὁ Παπᾶς ―τοιοῦτον παρατσούκλι ἔφερεν εἷς κηπουρός, ὅστις ἦτο εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, δὲν ἠξεύρω διατί ὁ αὐτὸς ἐκαλεῖτο καὶ Σκαρλᾶτος, ἀλλὰ τὸ καθαυτὸ ὄνομά του δὲν κατώρθωσα νὰ τὸ μάθω― μᾶς ᾐσθάνθη ὅτι εὑρισκόμεθα πρὸς ἐκεῖνο τὸ μέρος, καὶ ἦλθεν εἰς βοήθειάν μας προτοῦ νὰ φωνάξωμεν ― διότι ἐντρεπόμεθα νὰ φωνάξωμεν. Ἦλθε καὶ μᾶς ἀνέβασε πρὸς τὰ ἐπάνω, καὶ μᾶς ὡδήγησεν εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κεχριάν.

Ὁ Γούμενος, νεαρὸς ρασοφόρος τὸν ὁποῖον εἶχε στείλει ὁ νεοχειροτόνητος Ἐπίσκοπος, εἶχε κοιμηθῆ, ἀφοῦ εἶχε κάμει ἑσπερινόν, διαρκέσαντα ἕως τὴν δεκάτην ὥραν. Ἦτο παρὰ μικρὸν μεσάνυχτα, ὅταν ἐφθάσαμεν. Ὁ Γούμενος δὲν ἐγνώριζε τὰ παλαιὰ ἔθιμά μας καὶ δὲν τὰ ἠσπάζετο. Τὰ κελλία κατερειπωμένα, ἓν μόνον εἶχεν ἀνακαινισθῆ ἐσχάτως, δαπάνῃ ἑνὸς κοσμικοῦ χριστιανοῦ. Ὁ ὀλίγος κόσμος, ὅστις εἶχεν ὁδοιπορήσει πρὸς τὰ ἐκεῖ διὰ νὰ ἑορτάσῃ τὰ Ἐννιάμερα τῆς Παναγίας ―τριάντα περίπου εὐλαβεῖς οἰκοκυράδες, καὶ ἄνδρες δέκα ἢ δεκαπέντε καὶ ἄλλα τόσα παιδιά― εἶχαν ὑπάγει διὰ ν’ ἀγρυπνήσουν ― ἄλλως, ποῖος θὰ ἐκόμιζε ροῦχα διὰ νὰ κοιμηθῇ; Καὶ ποῖος θὰ ἐπήγαινε διὰ νὰ κοιμηθῇ ἐν ὑπαίθρῳ; Ὁ Γούμενος εἶχε κοιμηθῆ στὸ κελλί.

Ὁ Γιώργης τὸ Μπονακάκι, ψάλτης, ὅστις εἶχεν ὑπάγει ἀφ’ ἑσπέρας, μ’ ἐπληροφόρησεν ὅτι ὁ πάτερ Γεράσιμος εἶχεν ὑποσχεθῆ νὰ σηκωθῇ μετὰ μίαν ὥραν καὶ ν’ ἀρχίσῃ τὸν ὄρθρον. Καλά. Σημείωσις ὅτι τὸ παλαιὸν μονύδριον τῆς Κεχριᾶς ἦτο προσκολλημένον ὡς Μετόχι εἰς τὸ πάλαι ποτὲ σεβάσμιον κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, κ’ ἐκεῖθεν εἶχεν ἔλθει διὰ νὰ τελέσῃ τὴν πανήγυριν ὁ παπα-Γεράσιμος.

Φωτιὰ ἦτον ἀναμμένη εἰς τὸ προαύλιον. Γυναῖκες καὶ παιδιὰ ἐθερμαίνοντο εἰς τὸ πῦρ. Ἔκαμνε ψύχραν.

― Πέτε μας καμμιὰν ἱστορία γιὰ κανένα στοιχειό, χριστιανοί, εἶπα ἐγώ, κ’ ἐκάθισα πλησίον εἰς τὸ πῦρ. Ἐδῶ στὸ ρέμα, τὸν κατήφορο, πόσα στοιχειὰ ἔβλεπαν, τὸν παλαιὸν καιρόν. Ποῦ ᾽κεῖνα τὰ χρόνια!

Ἤρχισε τὸ Μαριὼ τοῦ Μουσκαδοῦ, κ’ ἡ γρια-Ἀγάλλαινα, κ’ ἡ παπαδιὰ τοῦ Μπονάκη ἡ χήρα, ἡ μήτηρ τοῦ ἱεροψάλτου, νὰ μᾶς διηγῶνται διὰ στοιχειά. Ἀλλὰ διεφώνησεν ὁ κὺρ Μενέλαγος, ὅστις δὲν λείπει ἀπ’ ὅλα τὰ πανηγύρια, κι ὁ Στέργιος τῆς Μαλαματίνας, λέγοντες ὅτι αὐτοὶ δὲν πιστεύουν τὰ στοιχειά.

Παντοῦ παρουσιάζονται Ρωμιοὶ διὰ συζήτησιν περὶ τοῦ ἂν ὑπάρχουν στοιχειά. Ἐγὼ εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους, ἂν εἶχα ἐξουσίαν, θὰ ἔθετα φίμωτρον.

Ἔγινε δύο ἡ ὥρα, κι ὁ Γούμενος ἐκοιμᾶτο, κι ὁ κόσμος ἐκρύωνε. Ὁ Γιώργης τὸ Μπονακόπουλο μοῦ προσεφέρθη νὰ ὑπάγῃ νὰ ξυπνήσῃ τὸν Ἡγούμενον.

― Ὄχι, μὴν τὸν ξυπνᾷς. Δὲν ἔχομε θάρρος στὸν ἄνθρωπον. Πᾶμε μέσα, κ’ ἐγὼ θ’ ἀρχίσω τὸν Πολυέλεον, διὰ νὰ πάρω τὴν μπόρα… δηλαδή, διὰ ν’ ἀναλάβω τὴν εὐθύνην. Καὶ σύ, ἄνοιξε τὸ βιβλίον σου τὸ μουσικό, καὶ κελάδει το. Ἐγὼ θ’ ἀρχίσω τὸ «Δοῦλοι Κύριον». Κατόπιν ἐσὺ ἀρχινᾷς τὸ «Λόγον ἀγαθόν». Ἐγὼ δὲν ἦρθα διὰ τὸν Πολυέλεον· ἦρθα διὰ τὸ «Πεποικιλμένη».

Εἰσήλθομεν εἰς τὸν σεπτὸν ναΐσκον ― Βυζαντινόν, μὲ χηβάδας, καὶ μὲ τοιχογραφίας, καὶ ἠρχίσαμεν τὸν Πολυέλεον. Ὁ κόσμος ἔτρεξε κατόπιν μας, ἄναψαν πολλὰ κηρία αἱ γυναῖκες, κ’ ηὕραμεν θάλπος καὶ παραμυθίαν.

Μετὰ εἴκοσιν λεπτὰ ὁ Ἡγούμενος ἐπαρουσιάσθη. Εἴτε ἡ ψαλμῳδία μας τὸν ἐξύπνησεν, ἢ ἠθέλησε νὰ ἐξυπνήσῃ. Ἐπλησίασα πρὸς τὴν πύλην τοῦ ἱεροῦ τὴν βορείαν καὶ τοῦ ἐξηγήθην:

― Πάτερ, διὰ νὰ μαζωχθῇ ὁ κόσμος, καὶ νὰ ζεσταθῇ, ἐκρίναμεν καλὸν ν’ ἀρχίσωμεν τὸν Πολυέλεον, χωρὶς νὰ σᾶς βιάσωμεν εἰς τίποτε. Πιστεύω ὅτι δὲν ἠνωχλήθητε.

― Καλά, καλά.

Τέλος, ἠξιώθην νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη», καὶ τοῦτο ἀρκεῖ. Ὅταν ἐξήλθομεν ἀπὸ τὴν λειτουργίαν, περὶ τὸ λυκαυγές, ὁ Ἡγούμενος μειδιῶν μᾶς προσέφερεν ἐπὶ τῆς πεζούλας ἔξω τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐκαθίσαμεν, ροδάκινα καὶ ρακί, εὐλογίαν τοῦ Μοναστηρίου. Εἶχα ἀποποιηθῆ νὰ πίω καφέν, ὅταν μοῦ ἐπρόσφεραν αἱ γυναῖκες αἱ πανηγυρίστριαι, ἀλλ’ ὅταν ὁ Ἡγούμενος ἔστειλε τὸν πάτερ Παφνούτιον, πρῴην ὑπενωμοτάρχην, ὅστις εἶχε καλογηρέψει εἰς τὸ κελλί, καὶ μοῦ ἔφερε μεγάλην κούπαν καφέ, μοναστηριακὸν θαυμάσιον, δὲν ἠδυνήθην ν’ ἀρνηθῶ.


Ὕστερον ἔμαθα ὅτι, τὴν ὥραν ποὺ εἶχε κατεβῆ «μαχμουρλὴς» ὁ Γούμενος ἀπὸ τὸ κελλίον, μία τῶν γυναικῶν, ἡ ρηθεῖσα Μαριὼ τοῦ Μουσκαδοῦ, τὸν ἐπλησίασε καὶ τοῦ εἶπε:

― Γέροντα, νὰ μοῦ κάμῃς μιὰ παράκληση, σὰν ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία.

― Δὲν λὲς αὐτουνοῦ ποὺ εἶναι μέσα νὰ σοῦ τὴν κάμῃ; ἀπήντησεν ὁ Γούμενος.

Ἐννοοῦσεν ἐμέ.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΑUDIOBOOK:



Αμαρτίας φάντασμα Αλεξ. Παπαδιαμάντη κείμενο- AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

Αμαρτίας φάντασμα Αλεξ. Παπαδιαμάντη

-1900- κείμενο- AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου 



  Πόσον καλὰ ἐταιριάζαμεν, ἐγὼ καὶ ἡ πτωχὴ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, συγγενής μου τοῦ ὀγδόου βαθμοῦ! Αὐστηρῶς ἐὰν κρίνω τὸν ἑαυτόν μου, εὑρίσκω ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης τὴν ὁποίαν εἰς ἐμὲ ἐδείκνυε. Μοῦ διηγεῖτο τοὺς πόνους της, τὰ βάσανα καὶ τοὺς καημούς της. Μοῦ ἔλεγεν ὅτι αὐτὴ δὲν ἐπεθύμει ποτὲ νὰ ὑπανδρευθῇ, ἀλλ᾽ οἱ γονεῖς της τὴν εἶχαν ὑπανδρεύσει. Θὰ ἐπροτιμοῦσε νὰ ἐγίνετο καλόγρια. Ἀλλὰ τώρα εἶχε κόρας ἐν ὥρᾳ γάμου καὶ υἱοὺς καὶ ἦτο σχεδὸν πεντηκοντοῦτις.

Τὴν ἑσπέραν τῆς Παρασκευῆς, 25 Σεπτεμβρίου, ὡδεύομεν ὁμοῦ ἀνὰ τὴν ἀμπελόφυτον πεδιάδα, ἀπερχόμενοι εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μετόχιον τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐτελεῖτο ἐκεῖ μικρὰ πανήγυρις. Ἔμελλε νὰ γίνῃ παννυχὶς ἀπὸ τῆς ἐνάτης ὥρας μέχρι τῆς τρίτης τοῦ ὄρθρου, εἶτα δέ, μετὰ δίωρον διάλειμμα, θὰ ἐτελεῖτο λειτουργία.

Δὲν εἴχομεν συμφωνήσει νὰ ὑπάγωμεν ὁμοῦ. Ἀλλὰ σχεδὸν πάντοτε, χωρὶς νὰ συνεννοηθῶμεν, ὁμοῦ ἐπηγαίναμεν. Οὐδ᾽ ἦτο αὕτη ἡ μόνη παννυχίς, εἰς τὴν ὁποίαν παρευρισκόμεθα. Εἰς τὰς 8 Σεπτεμβρίου, ὥραν 3ην μετὰ τὰ μεσάνυκτα, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ ὄρθρου, εἰς τὴν πανήγυριν τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς, ἡ ἐξαδέλφη Μαχούλα κ᾽ ἐγώ, ὁμοῦ κατηρχόμεθα τὸ ὀλισθηρὸν λιθόστρωτον, τὸ ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς μεγάλης οἰκίας τοῦ καπεταν-Νικόλα τοῦ Ματαρώνα καὶ φθάνον μέχρι τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς. Ἐνίοτε ἦτο σελήνη, συνήθως ὅμως ἦτο σκότος βαθύ. Ἀλλὰ τὸ μελιχρὸν φέγγος ἐπέχριε μόνον τὰς στέγας τῶν οἰκιῶν καὶ τὸ διενέμοντο, ὡς πενιχρὰν κληρονομίαν, τὰ δωμάτια, τὰ μπαλκόνια καὶ οἱ γάστρες τῶν ἀνθέων. Δι᾽ ἡμᾶς κάτω εἰς τὸ λιθόστρωτον δὲν ἔφθανε νὰ κατέλθῃ εὐμενὴς ἀκτίς. Ὅθεν πολλάκις ἐγλιστροῦσα ἐγώ, προσπαθῶν νὰ κρατήσω τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν μὴ πέσῃ.

Ἦτον βαρεῖα καὶ παχεῖα, ὠχρὰ καὶ νοσώδης. Αἱ ἐγκυμοσύναι ἆρα τῆς εἶχον ἀφήσει τὸν ὄγκον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐπαραμόρφωνε τὴν μέσην της; Ὄπισθέν μας ἤρχετο ἡ Ἀνδρεόλα ἡ Μπαρμπερού, γραῖα εὐλαβής, κρατοῦσα φανάριον. Παρεμπρός μας ἐφαίνετο ὄγκος τις ἀποφράττων τὸν στενὸν δρομίσκον. Ἡ γραῖα Δεσποινιὼ ἡ Μπλήχαινα, τῆς εἶχε σβήσει ὁ ἄνεμος τὸ ἀπόκερον, τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ μανουάλι τῆς ἐκκλησίας, καὶ βυθισθεῖσα εἰς σκότος αἰφνίδιον, εἶχε ριζωθῆ ἐκεῖ, καταμεσῆς εἰς τὸν δρόμον, ἀδυνατοῦσα νὰ βαδίσῃ δεξιὰ ἢ ἀριστερά.

Μίαν ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς νύκτας, τῆς 8ης Σεπτεμβρίου -δὲν ἐνθυμοῦμαι εἰς τὰ πόσα ἦτον- μᾶς συνέβη, εἰς ἐμὲ καὶ τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν, παράδοξον μικρὸν συμβάν. Αὐτή, καίτοι εἰς τὴν καθ᾽ ἡμᾶς γενεὰν ἀνήκουσα, ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ στέργῃ καὶ νὰ θάλπῃ τὰ παλαιά. Ἐκαυχᾶτο ὅτι ἦτον «πρωτινὴ» γυναίκα. Ἂν καὶ ἡ παραθαλασσία ἀγορὰ ἦτο ἔρημος, ἐπειδὴ δὲν νομίζεται καλὸν εἰς τὰς γυναῖκας νὰ διέρχωνται διὰ τῆς ἀγορᾶς, δὲν ἤθελε, καὶ νύκτα ἀκόμη, νὰ περάσῃ ἐκεῖθεν. Ἐπέμενε νὰ τὴν συνοδεύσω ἀπὸ τὸν μέσα δρόμον μέχρι τῆς οἰκίας της. Ἀφήσαμεν λοιπὸν τὴν ἄλλην συνοδίαν, καὶ ἐστράφημεν πρὸς τὸν μέσα δρόμον. Ἐκεῖ, καθὼς διηρχόμεθα κάτωθεν ἀπὸ ἕνα μπαλκόνι, ἄνωθεν τοῦ ὁποίου ἐφαίνοντο ἀσπρόρρουχα ἁπλωμένα, δὲν ἠξεύρω πῶς, μακρὰ χιονόλευκος σινδὼν ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὸ σχοινίον ἐφ᾽ οὗ ἐκρέματο· ἔπεσεν ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλάς μας· ἡπλώθη εἰς τὰς ὠμοπλάτας μας, καὶ «μᾶς ἐκουκούλωσεν», ἤ, μᾶς ἐσαβάνωσε καὶ τοὺς δύο, ὡς νὰ τὴν ἥπλωσεν ἐπάνω μας ἀόρατος χείρ. Ἐγὼ ἀκουσίως ἐγέλασα, ἂν καὶ τὸ πρᾶγμα μοῦ ἐφάνη μᾶλλον κακὸς οἰωνός. Ἡ ἐξαδέλφη μου ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ᾽ ἐψιθύρισε:

― Τὴν ἴδια τύχη θὰ ἔχουμε... τὴν ἴδια τύχη!

*

Τὴν χρονιὰν ἐκείνην ἐβαδίζομεν, ἑσπέραν Παρασκευῆς, εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ἡ ψυχή μου ἦτο πάντοτε πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα, ἂν καὶ τὸν πλεῖστον χρόνον ἀπεδήμουν σωματικῶς, καὶ ἐνθυμούμην κάποτε τὸν στίχον τοῦ Σκώτου ἀοιδοῦ: «Ἡ καρδιά μου εἶναι στὰ Ψηλώματα, ἡ καρδιά μου δὲν εἶν᾽ ἐδῶ».

Ἐπεράσαμεν τὴν ἀμμουδιάν, τὴν ὁποίαν φιλεῖ προσπαῖζον τὸ κῦμα, καὶ παρήλθομεν τοὺς Κήπους καὶ τὴν Λίμνην τὴν μαυρογάλανην. Εἶτα ἀφήσαμεν ὄπισθέν μας τὴν «Καλογερικιὰ Σαΐτα», μακρότατον ἀγρὸν οὕτω καλούμενον. Ἀκολούθως ἐφθάσαμεν εἰς τὰ διάφορα κτήματα τ᾽ Ἀβράμη, ὅπου ἐχρειάσθη νὰ κάμωμεν πολλὰς καμπὰς διὰ νὰ εὕρωμεν τὸν δρόμον, ἐπειδὴ ὁ ἰδιοκτήτης εἶχε κηρύξει κοινωνιστικὸν δόγμα: «Ἐὰν ὁ γείτων μου εἶναι τεμπέλης, ἀνίκανος νὰ καλλιεργήσῃ τὸ κτῆμά του, δὲν ἁμαρτάνω, ἂν τὸ καταπατήσω». Διήλθομεν τὰ μεγάλα χωράφια, τὰ ὁποῖα ἦσάν ποτε ἀμπέλια μοσχάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατεσκευάζετο τὸ περίφημον «Ἀλυπιακόν», τὸ δυνάμενον νὰ καλῆται οὕτω διττῶς· καὶ ἀπὸ τὸν κατασκευαστήν του Ἀλύπιον, καὶ διότι ἴσως καθίστα ἄλυπον τὸν βίον...

Τέλος, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Μετόχι. Ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, κομψός, εὐωδίαζεν ἀπὸ τὸ τέμπλον τὸ κυπαρίσσινον καὶ ἀπὸ τὰ ἄνθη τὰ ὁποῖα εἶχον φέρει ἡ Σουλτανιὼ ἡ Μάρκαινα, ἡ γραῖα Παντεχοὺ καὶ ἡ Κατερινιὼ τῆς Ἀλέξαινας καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλαι εὐλαβητικαί, αἱ μόναι ἐλθοῦσαι. Ἀπὸ τὸ μοναστήριον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶχον κατέλθει ὁ παπα-Δανιὴλ καὶ Ἰωακεὶμ ὁ περιπλανώμενος, ὅστις καθ᾽ ὅλας σχεδὸν τὰς ἑορτὰς ἐπέστρεφεν εἰς τὸ μοναστήρι, καὶ ὁ γέρων Θεόκλητος, γεμᾶτος ἀπὸ νοστίμους ἰδιοτροπίας, πρὸς τὸν ὁποῖον τρὶς ἔλαβα τὴν τιμὴν νὰ φιλονικήσω ἐν καιρῷ τοῦ δείπνου.

Ἡ Μαχούλα, ἀφοῦ ἐπροσκύνησε καὶ προσέφερε τὰ ἄνθη της, τὸ ἔλαιον καὶ τὸ θυμίαμά της, ἐκάθισεν εἰς μίαν ἄκραν ἔξω τοῦ ναΐσκου, μὲ τὸ καλάθιόν της καὶ τὸ μικρὸν κανατάκι της. Ἦτο παρὰ τὴν ρίζαν τῆς ἐλαίας, ἥτις μὲ τοὺς κλῶνάς της, βαρυφορτωμένους καρπόν, ἐσκίαζεν καὶ περιέστεφε τὴν θύραν τοῦ ναΐσκου, ἐνθυμίζουσα τὸν στίχον τοῦ προφητάνακτος: «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ».

Εἶχα διψήσει καὶ ἰδὼν τὸ μικρὸν ὑδροδοχεῖον, τὸ ὁποῖον ἵστατο πλησίον εἰς τὸ καλαθάκι τῆς Μαχούλας, ἐζήτησα νὰ πίω ἀλλὰ τὸ εὗρον κενόν.

― Νά, δὲν ἦρθε αὐτὸς ὁ Σταμάτης, μοῦ εἶπεν ἡ ἐξαδέλφη μου. Ποιὸς νὰ πάῃ ὣς τὴ βρύση νὰ τὸ γεμίσῃ;... Ἀπόστασα, καὶ δὲν μπορῶ... Ὁ Σταμάτης ἦτο ὀρφανὸν παιδίον, πρόθυμον νὰ τρέχῃ εἰς ὑπηρεσίαν παντοῦ ὅπου ἐγίνοντο θρησκευτικαὶ ἐκδρομαὶ καὶ συνάξεις. Εἶχε τόσον ἔνθεον ζῆλον, ὥστε βλέπων τὴν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν νὰ ἐκπίπτῃ, ἐθλίβετο τόσον, ὥστε ἀπεφάσισε νὰ βοηθήσῃ αὐτὸς τοὺς ἁγίους νὰ θαυματουργήσωσι. Καὶ μίαν φορὰν ἄλειψε μὲ λάδι ὅλας τὰς εἰκόνας τοῦ τέμπλου ἑνὸς ἐξωκκλησίου· ὅθεν διεδόθη, καὶ παρὰ πολλοῖς ἐπιστεύθη, ὅτι οἱ ἅγιοι «ἵδρωναν» ἢ ὅτι ἐδάκρυζαν ἴσως καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιχείρησιν αὐτὴν ὠφελήθησαν ὄχι ὀλίγας προσφορὰς οἱ πτωχοὶ οἱ παπάδες τοῦ χωρίου μας. Ἦτο δὲ τότε ὁ Σταμάτης δωδεκαέτης.

Ἐκοίταξα νὰ ἴδω τὸν Σταμάτην, ἀλλὰ δὲν ἐφαίνετο πουθενά. Ἴσως ἦτο εἰς ἄλλην ὑπηρεσίαν. Ἡ Μαχούλα ὄχι μόνον εἶχεν ἀποστάσει, καθὼς ἔλεγεν, ἀλλὰ θὰ ἐφοβεῖτο νὰ ὑπάγῃ. Ἡ βρύσις ἀπεῖχεν ὣς δέκα λεπτῶν τῆς ὥρας δρόμον, καὶ εὑρίσκετο μέσα εἰς ἓν βαθὺ ρεῦμα, ὅπου θὰ ἦτο σκότος ἤδη. Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει καὶ ἦτο ἀμφιλύκη φθινοπώρου μελαγχολική.

Ἀπεφάσισα νὰ ἐκτελέσω ἐγὼ ἔργα «Σταμάτη». Ἔλαβα τὸ κανάτι κ᾽ ἐξεκίνησα.

― Ἀτός σου θὰ πᾷς;... Τουλόου σ᾽; ἔκραξεν ἡ Μαχούλα. Πῶς γένεται;

Ἐπεθύμουν νὰ ὑπάγω, καὶ διότι ἐδίψων, καὶ διότι ἤθελα νὰ προσφέρω ἐκδούλευσιν εἰς τὴν καλὴν καὶ συμπαθῆ ἐξαδέλφην μου.

―Ἡσύχασε, θὰ πάω, τῆς εἶπα· τώρα, σὲ λίγο ἔφτασα...

*

Ἦτο μικρά, βαθεῖα ρεματιά, εἰς τὸ μέσον ἑνὸς ἐλαιῶνος κατέχοντος ὅλην τὴν κλιτὺν τοῦ λόφου δεξιόθεν καὶ ἑνὸς λεμονεῶνος τοιχογυρισμένου στολίζοντος τὸν κάμπον, ἀριστερόθεν. Καταρχὰς ἐβυθίζετο, κατήρχετο χαμηλὰ καὶ ἐχαράσσετο στενὸς δρομίσκος, μονοπάτι κρυπτὸν ἐν μέσῳ βάτων καὶ θάμνων. Ἀκολούθως ἀνηφόριζεν ἠρέμα καὶ ἀνήρχετό τις εἰς τὴν βρύσιν, ἥτις ἀνέβλυζεν ἔκ τινος τοίχου παλαιοῦ, μὲ μεγάλους πρασινισμένους καὶ μουσκλιασμένους λίθους. Δύο πεζοῦλες ἢ πλίνθινα ἑδώλια ὑπῆρχον ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς κρήνης, ἥτις εὑρίσκετο ἐπὶ τοῦ ὑψηλοτέρου μέρους τῆς ὅλης ρεματιᾶς.

Ὅταν εἰσῆλθον εἰς τὸ βαθὺ ρεῦμα καὶ ἐπάτησα εἰς τὸ στενὸν μονοπάτι, τὸ φέρον πρὸς τὴν πηγήν, τότε ἤρχισα ν᾽ ἀναλογίζωμαι τί εἶχα κάμει, ἕως τότε δὲν εἶχα σκεφθῆ.

ᾘσθάνθην αἰφνίδιον φόβον. Ἀπὸ εἰκοσαετίας ἦτο ἡ πρώτη φορὰ καθ᾽ ἣν εἰσηρχόμην εἰς τὸ ρεῦμα ἐκεῖνο, ὁλομόναχος, ἐν ὥρᾳ ἀμφιλύκης, καὶ ἐπικειμένης νυκτός...

Ἀνῆλθον πρὸς τὴν βρύσιν μὲ τρέμοντα γόνατα. Ἔκαμνα πολλοὺς σταυροὺς καὶ προσηυχόμην. Ἀλλ᾽ ἡ γλῶσσά μου ἐδεσμεύετο καὶ ὁ οὐρανίσκος μου ἐξηραίνετο. ᾘσθανόμην, ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος νὰ ψιθυρίζω οὔτε ἐνδιαθέτως οὔτε στοματικῶς τὰ ἱερὰ λόγια. Ἔφθασα ἐν τοσούτῳ εἰς τὴν κρήνην. Ὅταν ἐδοκίμασα νὰ τοποθετήσω τὸ μικρὸν ἀγγεῖον κάτωθεν τοῦ κρουνοῦ διὰ νὰ γεμίσῃ, τοῦτο μοῦ ἔφυγεν ἀπὸ τὰς χεῖρας. Ἐστάθη μοναχόν του ἐντὸς τῆς λεκάνης τοῦ νεροῦ καὶ δὲν ἐθραύσθη.

Ἄνωθεν τῆς κρήνης εἶδα, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου, πρᾶγμά τι ἐναέριον νὰ ἵσταται. Δὲν εἶχε πυκνωθῆ ἀκόμη τὸ σκότος. Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα τὸ ὁρώμενον ἦτο τόσον μικρόν, ὥστε ἔφεγγεν οἱονεὶ εἰς τὴν μικρὰν κοιλάδα, ὡς τοπικὸν ἄστρον κατελθὸν τρόπον τινὰ διὰ νὰ φωτίσῃ βάθη ἀνάξια φωτός. Ἀλλ᾽ ὅμως τὸ λευκὸν ἐκεῖνο πρᾶγμα ἔσυρεν ἐπάνω του, ἢ ἐσύρετο ἐπ᾽ αὐτοῦ, μέγα μαυράδιον, μελανώτερον καὶ ἀπὸ τὴν πίσσαν, μελανώτερον καὶ ἀπὸ τὸ σκότος, ἐξελθὸν ἀπὸ τὸ σκότος τὸ ἐσώτερον τῆς συνειδήσεως καὶ προωρισμένον νὰ ὑπάγῃ τὸ ταχύτερον νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, τῆς γεέννης. Βαθεῖαν, ἀπερίγραπτον κηλῖδα, μέγα καὶ ἀμέτρητον μαύρισμα ἐπὶ τοῦ ἁγνοῦ, τοῦ χιονολεύκου, εἶχε προσκολληθῆ τὸ καταμέλανον. Τὸ ὅραμα ἦτο διπλοῦν. Ἐπάνω εἰς τὸ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, τὸ λευκὸν κρίνον τῶν κοιλάδων, εἶχε κολλήσει ἡ ἀπεχθὴς κάμπη.

Τὸ λευκὸν ὡμοίαζε μὲ χιτῶνα πάλλευκον, μὲ ἄσπιλον ἐσθῆτα παιδίσκης δεκαπενταέτιδος. Τὸ μαῦρον ὡμοίαζε μὲ ἁμαρτίας φάντασμα. Θεέ μου! Καὶ ἡ κάμπη ἐκείνη τίς ἦτο; Ἀληθεύει ὅτι ἀποτροπιάζεται ἡ φεύγουσα ψυχή, βλέπουσα τὸ φθαρτόν, σκωληκόβρωτον σκῆνός της; Καὶ τὸ ἄσπιλον ἐκεῖνο ἀρνίον, τὸ θεόπλαστον σκήνωμα, τῆς βασκανίας τὸ θῦμα, ἐκοιμᾶτο ἀπὸ εἰκοσαετίας εἰς τὸ κοιμητήριον τῶν θανόντων.

Ναί· εἶχον περιβάλει μὲ στέφανον παρθενικὸν ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης τὴν ξανθὴν κεφαλήν της. Ἀλλ᾽ ὁ στέφανος ἐκεῖνος εἶχε γίνει ἀκάνθινος στέφανος. Καὶ αἱ ρίζαι τῶν ἀνθέων εἰσέδυον ὡς ἄκανθαι εἰς τὸν λευκὸν χρῶτά της.

Ὤ, ἡ ζωή της ἦτο ὄνειρον καὶ αὐτὴ ὑπῆρξέ ποτε «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Καὶ ἡ κάμπη ἡ δύσμορφος εἶχε φθείρει τὸ ἄσπιλον, τὸ ἠθικὸν κάλλος της.

Φεῦ! Διατί ἀπὸ ὅλην αὐτὴν τὴν λόχμην, τὴν ποικίλην καὶ πολύχρωμον καὶ ἀνθοφοροῦσαν, νὰ ἐξέρχωνται ἄκανθαι, συρίζουσαι γλῶσσαι, ἔχιδναι; Καὶ πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως, καὶ τὸ μιαρὸν πνεῦμα εἰσέβαλεν εἰς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἐπεθεώρησε «καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν;»... Πόθεν τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας;

*

Ὤ, φρίκη, καὶ πόνος ἀνεκλάλητος! Εἶδα, εἶδα τὸ παρελθόν μου μὲ τοὺς ἰδίους μου ὀφθαλμούς, τὸ εἶδα ὡς μαῦρον φάντασμα. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ ἡ καρδία μου θὰ ἔπαυε νὰ πάλλῃ. ᾘσθάνθην βαθεῖαν συντριβήν· τὸ φάσμα τὸ ἴδιον μ᾽ εὐσπλαγχνίσθη, καὶ ταχέως ἔγινεν ἄφαντον.

Ἔλαβα τὸ ἀγγεῖον μὲ τὸ ὕδωρ, καὶ κατῆλθον μὲ βήματα βραδέα, τύπτων τὰ στήθη, καὶ ψιθυρίζων. «Ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῇς, Κύριε...»

(Τ' ἀνωτέρω συνηρμολογήθησαν ἐκ παλαιῶν ἀτάκτων σημειώσεων τεθνεῶτος ἀτυχοῦς φίλου.

Διὰ τὴν ἀντιγραφὴν)


Το ΒΙΝΤΕΟ με το AUDIOBOOK

εδώ:


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο Έρως του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου - συγγραφέα

  Ο Έρως του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου - συγγραφέα     Έρως: Τοιχογραφία από την Πομπηία    “ Έρως ανίκητε μάχαν”, διαβάζουμε...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....