Ετικέτες - θέματα

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα AUDIOBOOK.GR-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα AUDIOBOOK.GR-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

15.8.25

Πετριές στον ήλιο, του Γρηγόριου Ξενόπουλου ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου


Πετριές στον ήλιο, του Γρηγόριου Ξενόπουλου ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

    

   Τα έργα του Ξενόπουλου είναι σίγουρα περισσότερο για ψυχαγωγία παρά για φιλολογική ανάλυση. Ο λεγόμενος αστικός ρεαλισμός που επικρατούσε αυτή την εποχή στην Δύση επηρεάζει και τα έργα του Ξενόπουλου. Για το λόγο αυτό ο Ξενόπουλος θεωρείται από πολλούς εισηγητής του αστικού μυθιστορήματος με προσπάθειες για την αντανάκλαση της ίδιας της πραγματικότητας. Ας μη ξεχνάμε ότι ο Ξενόπουλος ανήκει στη γενιά του 1880, χρονολογία η οποία αποτελεί σταθμό στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Αρχή νεοελληνικής αναγέννησης με τον Παλαμά αλλά και τον Ροΐδη με το μυθιστόρημα του Η Πάπισσα Ιωάννα).

  Ο Ξενόπουλος υπήρξε γνώστης της σχετικής παράδοσης αλλά και καινοτόμος νεωτεριστής. Η στροφή του προς τον αστικό ρεαλισμό υπήρξε βασικά ιδιάζουσα παρέκκλιση από την ηθογραφία. Ο αστικός ρεαλισμός χρησίμευε για την κάλυψη του κενού – την απουσία ενός μέσου στρώματος αναγνωστών που θα λειτουργούσε ως ενδιάμεσος χώρος για μια πολύπλευρη ανάπτυξη λογοτεχνικής γραφής. Τα πρώτα του μυθιστορήματα εξελίσσονται στην Αθήνα με υλικό τη φοιτητική ζωή, πριν ο συγγραφέας κλείσει τα 30. Παραμένει πάντα ο ψυχογράφος. Ο Ξενόπουλος χρησιμοποιεί περιστατικά και από την ίδια του τη ζωή με τρόπο όμως που αυτά να περνάνε σαν φανταστικά [Βικιπαίδεια].

    Το σημερινό AUDIOBOOK-διήγημα του μεγάλου Ζακυνθινού συγγραφέα αναφέρεται στις αναμνήσεις ενός νεκρού, την εποχή που γράφονταν η νουβέλα, φίλου του συγγραφέα από μια ερωτική νεανική του περιπέτεια στη Ζάκυνθο με δυσάρεστη όμως τροπή.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK εδω:


9.8.25

Φορτωμένα κόκαλα: Κείμενο- AUDIOBOOK του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 

Φορτωμένα κόκαλα:  Κείμενο- AUDIOBOOK

του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη 

Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

   









Περιοδικό Νέα Ζωή, τεύχος 37, Οκτώβριος 1907, σελ. 643-646

Ἀνεβαίνομεν τὸ βουνὸν, πεζοὶ, μὲ τὸ γαϊδουράκι φορτωμένον, ὁ παπ’ Ἀνδρέας, ὁ καλός μας εὐχέτης, κι’ ὁ μακαρίτης ὁ Λαμιαῖος, κι’ ἐγὼ, κι’ ὁ Ἀλέκος τὸ Φωτάκι, ὁ μικρὸς καὶ πρόθυμος φίλος μας. Εἰς ὅλα ἦτον πάντοτε ἕτοιμος νὰ τρέχῃ ἀκούραστος, ὅ,τι ἤθελες τὸν διατάξει. Νὰ πάῃ στὸ χωριὸ, διὰ θέλημα, δυὸ ὧρες δρόμον, καὶ πάλι, φορτωμένος, ὀπίσω νὰ ἔλθῃ· νὰ σκουπίσῃ ὅλον τὸ ἐξωκκλήσι, καὶ τὸν αὐλόγυρον, καὶ τὰ κελλιὰ, μὲ πρόχειρον σκούπαν ἀπὸ σπαρτίνες καὶ θάμνους· νὰ τρέξῃ κάτω στὸν αἰγιαλόν, διὰ νὰ μᾶς φέρῃ πεταλίδες, καὶ κοχύλια, καὶ πετροκάβουρα, διὰ τὸ ὀρεκτικὸν δεῖπνόν μας καὶ νὰ γυρίσῃ μετὰ μίαν ὥραν μὲ μίαν ποδιὰν γεμάτην· εἶτα ν’ ἀνάψῃ φωτιάν, νὰ ψήσῃ, νὰ μαγειρεύσῃ ὅλα τὰ ἐδέσματα· καὶ νὰ ἔχῃ τὴν ἐπιστασίαν τοῦ παγουριοῦ καὶ τῆς φλάσκας, διὰ νὰ εὑρίσκωνται δροσερὰ εἰς τὸ ρεῦμα, ἀκριβῶς ὑπὸ τὴν βρύσην· εἰς ὅλα ἦτον μονάκριβος.

Ἕκτος μᾶς εἶχεν ἀκολουθήσει ὁ σκύλος τοῦ Σταμάτη τοῦ Ἀλεξανδράκη, σκύλος προωρισμένος ὀψέποτε νὰ μένῃ ἀδέσποτος. Ὁ ἄτυχος καὶ κακοκέφαλος φίλος μας, ὁ Σταμάτης, ἀφοῦ ἐμάλωσε μὲ ὅλους τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του, καὶ σχεδὸν μὲ ὅλον τὸν κόσμον, ἤρχισε νὰ πάσχῃ ἀπὸ περιοδικὰς ἀφανείας, ὁποῦ ἦσαν τὰ προανακρούσματα τῆς ὁριστικῆς ἐξαφανίσεώς του ἀπὸ τὸν μάταιον κόσμον. Πότε ἐκρύπτετο, ὡς ἔλεγαν, εἰς μίαν ἐρημικὴν σπηλιὰν, πότε ἐπήγαινε νὰ μείνῃ ὀλίγας ἡμέρας εἰς τὸ Μοναστήρι, πότε ἐταξίδευεν, ἄγνωστον ποῦ· καὶ ὅλας αὐτὰς τὰς φορὰς, τὸν ἄτυχον Σαψώνην, τὸν ἄφηνεν εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἀγορᾶς, ἂν θὰ εὐαρεστοῦντο ποτὲ νὰ τοῦ ρίψουν ἓν ξηροκόμματον. Συχνὰ ὁ Γιωργὸς ὁ Λαφκιώτης ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀρχαιοπρεποῦς καὶ ἀναλλοιώτου καφενείου εἰς τὴν παραθαλασσίαν, ἂν καὶ τοῦ εἶχε φάγῃ ὀλίγας ἑκατοντάδας δραχμῶν, καλῇ τῇ πίστει, ὁ ἀφέντης τοῦ Σαψώνη, ᾤκτειρε τὸ ἄκακον θρέμμα, καὶ τοῦ ἔρριπτεν ὀλίγα κόκκαλα. Ἐμὲ, ἀφοῦ μὲ κατεσκόπευεν ὁ Σαψώνης, ἀπὸ καφενεῖον εἰς ὕπαιθρον, καὶ ἀπὸ κιόσκι εἰς τένταν, ἐπὶ τῆς προκυμαίας, τέλος, μὲ ἠκολούθει ὁριστικῶς εἰς τὴν οἰκίαν ὅπου ἔπρεπε νὰ τοῦ ρίψω τι ἐκ τοῦ ὑστερήματος.

Ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ καλά του ὅταν ἦτο ὁ Σταμάτης, διὰ τὸν περιπαθῶς ἀφωσιωμένον σκύλον δὲν εἶχε λάβῃ ἄλλην πρόνοιαν, εἰμὴ νὰ τὸν ρίπτῃ αἰφνιδίως εἰς τὸ κῦμα, γαυγίζοντα καὶ μὴ θέλοντα, διὰ νὰ κολυμβᾷ. Τὸν εἶχεν ἀφήσει ἀκούρευτον καὶ βαθύτριχον ἀπὸ χρόνων πολλῶν. Ἦτο πολὺ μαλλιαρὸς σκύλος. Τὴν φορὰν αὐτὴν, ἀφοῦ μᾶς ἐμυρίσθη πῶς ἡτοιμαζόμεθα δι’ ἐκδρομὴν, εἶχε δείξει ἀνήσυχον περιέργειαν, ὅταν ἐφορτώνετο τὸ ὀνάριον, καὶ εἶχε πλησιάσει νὰ ὀσφρανθῇ τὶ περιεῖχεν ὁ σάκκος ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ὁ Ἀλέκος εἶχε περιδέσει καὶ φορτώσει περὶ τὸ σάγμα, εἰς τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν τοῦ ζώου. Δεξιὰ εἶχε φορτωθῇ ὁ μάρσιππος μὲ τὰ ἱερὰ τοῦ Παπᾶ, εἷς κάλαθος μὲ τρόφιμα, καὶ μία φλάσκα μὲ οἶνον. Εἶτα, μᾶς ἠκολούθησε μὲ βῆμα, αὐτόκλητος.

Πρὶν ἀρχίσωμεν ν’ ἀνερχώμεθα τὸ βουνὸν, εἴχομεν σταθμεύσει εἰς τὸ Συνοδάρι, ὡραίαν τοποθεσίαν, βαθεῖαν μεταξὺ τῶν ἐλαιώνων, εἰς ἕνα ζυγὸν, εἰς τὴν κορυφὴν ἑνὸς ρεύματος, ὅπου ἠκούετο μονότονος, ὁ ρυθμικὸς κρότος τῆς φτερωτῆς τῶν νερομύλων. Ἦτον ὡραῖον καλοκαιράκι τοῦ Ἁγ. Δημητρίου, 19η Ὀκτωβρίου. Μαργαριτάρια ρευστὰ, ἀστεροειδῆ ἔσταζαν τρέμοντα, φλογοβολοῦντα, ἀπὸ τὴν ἀεικίνητον φτερωτὴν, εἰς τὴν ἐκβολὴν τοῦ νεροῦ, εἰς τὴν κάτω βάσιν τοῦ τοίχου, φθινοπωρινὰ ἔντομα ἐβόμβουν γύρῳ εἰς τοὺς θάμνους, θροῦς πτερῶν ἠκούετο βαθειὰ εἰς τὴν φυλλάδα, αὔρα ἐστέναζε δονοῦσα τοὺς κλῶνας τῆς πλατάνου, καὶ νοτερὴ ἀνεμώνη ἐφύτρωνε κάτω εἰς τὴν ρίζαν τοῦ θάμνου. Ὁ Ἀλέκος εἶχε βάλῃ τὸ παγούρι εἰς τὴν βρύσιν νὰ δροσισθῇ, καὶ μετὰ μικρὰν ἀναψυχὴν ἐξηκολουθήσαμεν τὴν ὁδοιπορίαν. Τέλος περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἐφθάσαμεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ πρώτου βουνοῦ, καὶ ἀντικρύσαμεν τὸν λευκόφαιον γυμνὸν κῶνον τοῦ Κουρούπη, ὅπου βράχοι κρεμαστοὶ φαίνονται νὰ κατέρχωνται μᾶλλον ἐκ τῶν ἄνω, προεξέχοντες εἰς τὸ μέτωπον, σχηματίζοντες λάκκον πρὸς τὸ βάθος, ἐπιστέφοντες τὸ κορύφωμα τοῦ ἀπατήτου βουνοῦ. Μόνος ὁ κουμπάρος ὁ Θεοδόσιος, μὲ τὰ ἐλαφρὰ πέδιλά του καὶ μὲ τὸ πτερωτὸν βῆμά του, ἔχει τὸ χάρισμα ν’ ἀνέρχεται εἰς τὰ ὕψη ἐκεῖνα, τείνων τὴν μακρὰν ράβδον, κ’ ἐλαύνων τὰς αἶγάς του, μὴ τυχὸν ἀποπλανηθῇ καὶ βραχωθῇ καμμία εἰς τόπον ἄβατον, ὁπόθεν νὰ μὴ δύναται νὰ ἐπιστρέψῃ πλέον, ὅπως συμβαίνει κἄποτε. Καὶ τὰ γιεράκια μὲ τοὺς πενθίμους κρωγμούς των, ζηλοτύπως φρουροῦσι τὰς ἀκρότητας ἐκείνας, ἐνεδρεύοντα πότε-πότε διὰ ν’ ἁρπάσωσι καμμίαν ὄρνιθα ἢ ἄλλο θρέμμα ἀπὸ τὰς σποραδικὰς καλύβας τῶν βοσκῶν.

Ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγ. Χαραλάμπους, λευκὸς ἄσπιλος, μὲ τὰ κελλία του τὰ λευκὰ, δύο κόρδαις χαμηλὰ, μονόροφα, καὶ μίαν γωνίαν ὑψηλὴν, δυτικοβορείαν, χρησιμεύουσαν ὡς ξενῶνα—ὅπου φαιδρύνεται ἡ θλιμμένη ψυχὴ, ἅμα ἀναβῇ τις καὶ κυττάξῃ ἀπὸ τὸ παράθυρον—τοὺς πελωρίους βράχους τοῦ βουνοῦ ἐπάνω, καὶ τὸ πέλαγος τοῦ βορρᾶ ἁπλούμενα πρὸς τὴν Χαλκιδικὴν καὶ τὸν θεσπέσιον Ἄθωνα — μὲ τὸ κωδωνοστάσιόν του, μὲ τῇς δύο καμπάνες, ὅπου καλοῦσι μὲ γλυκείαν παραπονετικὴν φωνὴν τοὺς Χριστιανοὺς τοὺς ἀμελεῖς εἰς τὰ θεῖα—εἶνε ποθηνὸν προσκύνημα ὅλων τῶν νησιωτῶν, καὶ τῶν κατοίκων ἀκόμη τῆς ἀντικρυνῆς κωμοπόλεως, ὁποῦ λευκάζουν κατέναντι τὰ κτίριά της ἐπὶ τῶν πολυσχιδῶν κλιτύων τῆς δειράδος. Ἐκεῖ ἐφθάσαμεν. Ἐμβήκαμεν εἰς τὸν μοσχομυρισμένον ναὸν, κ’ ἐκάμαμεν ἐν συγκινήσει τὸν σταυρόν μας.

Ἡ φτωχὴ καλόγρῃα μᾶς ὑπεδέχθη μετὰ χαρᾶς. Ἐβοήθησε τὸν Ἀλέκον νὰ ξεφορτώσῃ τὸ γαϊδουράκι, καὶ ἀνέλαβεν αὐτὴ τὸ ἀριστερὸν φορτίον, τὸν σάκκον ἐκεῖνον, νὰ τὸν ἀποθέσῃ καταγῆς, χωρὶς νὰ εἰξεύρῃ μήτε νὰ πολυπραγμονῇ τὸ τὶ περιεῖχε.

Τότε ὁ Σαψώνης πλησιάσας, ἔβαλε τὸ ρύγχος του μεταξὺ τῶν δύο χειρῶν τῆς γραίας, καὶ σιμά εἰς τὸ δεμένον στόμιον τοῦ σάκκου, καὶ ἀφῆκε μικρὰν ὑλακήν. Ἡ γραῖα τὸν ἐδίωξε.

— Μῆτερ Εὐπραξία, εἶπεν ὁ Λαμιαῖος, καθὼς ἐξήλθομεν ἀπὸ τὸν ναὸν, πάρε ἐκεῖνο τὸ προσόψι τὸ δεμένο, ἀπὸ τὸ κοφίνι τὸ Τριεστίνικο, καὶ τὸν δίσκον ποῦ εἶνε μέσα, καὶ λάβε τὸν κόπον νὰ στολίσῃς τὰ κόλλυβα. Μέσα εἰς ἓν’ ἄσπρο δέμα θὰ ’βρῇς σταφίδες, κοφέτα καὶ ρόϊδα.

— Τὰ κόλλυβα; ἐπανέλαβε ζητοῦσα μικρὰν ἐξήγησιν ἡ καλογραῖα.

— Θὰ κάμουμε τὰ ξεχώματα τοῦ παιδιοῦ, εἶπε διὰ βραχέων ὁ Λαμιαῖος.

Ἐν τῷ μεταξὺ, ὁ μάρσιππος μὲ τὰ ἱερὰ τοῦ Παπᾶ εἶχεν εἰσαχθῆ εἰς τὸ ἱερὸν βῆμα. Ὁ σάκκος, ὅστις εἶχεν ἀποτελέσῃ τὸ ἀριστερὸν φόρτωμα τοῦ ὀναρίου, εἶχεν ἀποτεθῇ ἐπὶ τῆς πεζάλας ἔξω, σύρριζα εἰς τὸν δυτικὸν τοῖχον, τὴν πρόσοψιν τοῦ ναΐσκου. Ὁ Σαψώνης, ἀφοῦ ἔτρεξε γαυγίζων ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, κ’ ἔφαγε μέγα κόμματον ψωμίου, τὸν ὁποῖον τοῦ εἶχε ρίψῃ ὁ Λαμιαῖος, ἐγύρισε πάλιν πλησίον μας, καθὼς εἴχομεν καθίσει ἀντικρὺ τοῦ ναοῦ, ἔκαμνεν ἓν βῆμα πρὸς τὸν σάκκον, εἶτα ἓν βῆμα πρὸς ἡμᾶς, ἐξέπεμπε μικρὰ γαυγίσματα, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ κυττάζῃ καὶ νὰ ὀσφραίνεται πρὸς τὸ μέρος τοῦ σάκκου.

Ἐψάλαμεν τὸν Ἑσπερινὸν νύκτα. Εἶχε κοσμήσει ἡ Εὐπραξία τὸν δίσκον τῶν κολλύβων, καὶ ὁ ἱερεὺς εἰς τὸ τέλος, μὲ τὸν Τρισάγιον ἐμνημόνευσεν «ὑπὲρ ἀναπαύσεως τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Εὐθυμίου». Ἐδειπνήσαμεν εἰς τὴν αἴθρην ἔξω, ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ, εἰς τὸ φῶς δύο κηρίων, καὶ ὑπὸ τὴν βαθεῖαν ἀστροφεγγιάν. Ἀλλ’ ἦτο ἤδη ψύχρα, καὶ ἡ καλογραῖα, χωρὶς νὰ μᾶς εἴπῃ, εἶχεν ἀνάψει εἰς τὸ κελλίον, τὸ διπλανὸν πρὸς τὴν ἰδίαν κατοικίαν της, γενναῖον πῦρ εἰς τὴν ἑστίαν. Μᾶς ἐκάλεσε δὲ, ἂν ἠθέλομεν, ν’ ἀναβῶμεν, καὶ νὰ ξεκουρασθῶμεν εἰς τοὺς δύο χαμηλοὺς σοφάδες, πλησίον τῆς λαμπούσης ἑστίας. Ἡ πρότασις ἦτο λίαν ἑλκυστικὴ, ὕστερον ἀπὸ τὴν μικρὰν κούρασιν, καὶ τὴν πολλὴν δροσιὰν, τὴν ὁποίαν εἴχομεν ἀπολαύσῃ εἰς τὴν ὡραίαν, μελαγχολικὴν ἐκδρομήν μας.

Πρὶν κοιμηθῶμεν, ὁ Λαμιαῖος (ἦτο ὡς τριανταπέντε χρόνων τότε, γλυκὺς φίλος, καὶ πολὺ προσφιλὴς εἰς ἐμέ. Ἐμπορευόμενος, καὶ εἷς ἐκ τῶν καλλιτέρων τοῦ τόπου μας· ἀπέθανε τεσσαρακοντούτης) ἔκραξε τὴν καλογραῖαν, καὶ τῆς ἔδωκε, ταπεινῇ τῇ φωνῇ τὴν ἑξῆς παραγγελίαν:

— Μῆτερ Εὐπραξία, πάρε τὸ κεφαλάκι τοῦ παιδιοῦ, καὶ τῇς δυὸ πλάτες, καὶ βάλε τα μέσ’ τὸ πανέρι. Βάλε τα ἀποκάτω ἀπ’ τὴν Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, μέσ’ τὴν Ἐκκλησιὰ, καὶ σκέπασέ τα, μὲ τὸ ἴδιο προσόψι, ποῦ θὰ στρώσῃς ἀποκάτω. Θὰ διαβαστοῦν τὸ πρωΐ. Καὶ τὸ σακκὶ μὲ τὰ κόκκαλα, αὔριο, τὰ ρίχνεις στὸ Κοιμητήρι, ἐπάνω ἐκεῖ στ’ Ἁλῶνι.

Ἐξυπνήσαμεν, κ’ ἠρχίσαμεν τὸν ὄρθρον εἰς τὰς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυκτα. Ἦτο μνήμη τοῦ Ἁγ. Ἀρτεμίου, καὶ τοῦ Ἁγ. Γερασίμου τοῦ ἐν Κεφαλληνίᾳ. Ἐψάλαμεν τὸν Ἄμωμον, ὅπως συνειθίζεται εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος, καὶ τὸν θεσπέσιον ἐκεῖνον νεκρώσιμον Κανόνα τοῦ Θεοφάνους, τὸ «Ἐν οὐρανίοις θαλάμοις...» Εἶτα ἐμβήκαμεν εἰς τὴν λειτουργίαν, καὶ ἀπελύσαμεν μίαν ὥραν πρὶν ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος.

Καὶ τὸ τρυφερὸν μικρὸν κρανίον κ’ αἱ ἁβραὶ καὶ λεπταὶ ὡμοπλάται, εὐλογήθησαν κ’ ἐμνημονεύθησαν κ’ ἡγιάσθησαν, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀνάγκην τούτου ὁ μικρὸς Εὐθύμιος, τοῦ ὁποίου ἡ ψυχὴ ἤκουε τὸ τροπάριον «Τοῦ παραδείσου πολίτην καὶ γεωργὸν», ἐνῷ, ἦτο πολίτης τοῦ παραδείσου ἀπὸ τριετίας ἤδη.

Καὶ ὁ φίλος μας Χρῖστος, ὁ πατὴρ τοῦ μικροῦ Εὐθυμίου (γαμβρὸς ἐπ’ ἀδελφῇ τοῦ Λαμιαίου) ἐφαντάζετο ὅτι ὁ μικρὸς, ὅστις εἶχε σβύσῃ εἰς τετραετῆ ἡλικίαν, εἶχεν ἀνάγκην δακρύων, καὶ κηρίων, καὶ κολλύβων. Καὶ δὲν ἐβάστα ἡ πατρικὴ ψυχή του νὰ ἰδῇ τὰ κόκκαλα τοῦ παιδίου καὶ τὸ κρανίον του προτιθέμενον ἐντὸς κανίστρου εἰς τὸν ἐνοριακὸν ναὸν, καὶ διὰ τοῦτο μας εἶχε στείλῃ εἰς τὸ βουνὸν, διὰ νὰ τελέσωμεν τὰ τῆς ἀνακομιδῆς κρυφὰ καὶ ἐν παραβύστῳ, εἰς τὴν ἔρημον μοναξίαν.

Καὶ τὸ πρωΐ, ὅταν ἐψήλωσεν ὡς μίαν καλαμιὰν ὁ ἥλιος, ὁ Σαψώνης, ὁ σκύλος τοῦ Σταμάτη ὁ ἀδέσποτος, ἠκολούθησε τὴν καλογραῖαν ἐπάνω εἰς τ’ Ἁλῶνι, εἰς τὸ Κοιμητήρι τοῦ παλαιοῦ μονυδρίου, καὶ καθὼς ἐκείνη ἐκένωνε τὸν σάκκον μέσα εἰς τὸ ὀστεοφυλάκιον, ὁ γηραιὸς σκύλος ἀνωρθοῦτο, κ’ ἐστηλώνετο πρὸς τὸν τοῖχον τοῦ μικροῦ κτιρίου, κ’ ἐξέπεμπε γογγυσμοὺς συνεσταλμένης ἐπιθυμίας, ὡς νὰ ἤθελε νὰ εἴπῃ· «Κρῖμα, τόσα κόκκαλα».

1.8.25

Ο Πατούχας του Ιω. Κονδυλάκη Ηχοβιβλίο- AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

 Ο Πατούχας του Ιω. Κονδυλάκη

 Ηχοβιβλίο- AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου


Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Βιάννο Ηρακλείου, γενέτειρα του συγγραφέα, στα μέσα του 19ου αιώνα στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη, εποχή κατά την οποία οι Χριστιανοί είχαν αποκτήσει κάποιες ελευθερίες αλλά παρόλο που δεν ήταν «οι προ του 21 ραγιάδες, είχον ακόμη το συναίσθημα του θέσει υποδεέστερου» και ο βαθύς πόθος τους ήταν να αναγκάσουν το συντομότερο τους Τούρκους «να φύγουν στην Κόκκινη Μηλιά».
Το έργο παρουσιάζει με τρόπο γλαφυρό και χιουμοριστικό την ιστορία του Πατούχα, ενός πρωτόγονου και γεμάτου αυθορμητισμό εφήβου, την ξαφνική εισβολή του στη μικρή αλλά ζωντανή κοινωνία του χωριού του, τον εξαιρετικά ιδιότυπο χαρακτήρα του, τα ερωτικά του σκιρτήματα και τις περιπέτειες της προσαρμογής του, με τον έρωτα να αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ένταξής του στην κοινωνία. Το ηθογραφικό πλαίσιο προσφέρει πλούσια λαογραφικά στοιχεία και λεπτομέρειες της αγροτικής ζωής στην Κρήτη. Συγχρόνως, η διεισδυτικότητα των ψυχολογικών παρατηρήσεων προσδίδει στο έργο τις διαστάσεις ψυχογραφήματος και το κατατάσσει στα κλασικά έργα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, την οποία ο συγγραφέας συνδυάζει με κρητικούς ιδιωματισμούς και λαϊκές εκφράσεις στους διαλόγους. Οι χαρακτήρες Ο Μανώλης Σαϊτονικολής, ο επονομασθείς Πατούχας, και άλλοι χαρακτήρες του έργου ήταν γνώριμοι του Κονδυλάκη από όταν ήταν παιδί. Όπως αναφέρει στο διήγημά του Αλέστα! που αναφέρεται στα γεγονότα της Κρητικής Επανάστασης του 1866, δημοσιευμένο το 1895 στην «Εστία», ο συγγραφέας ζει την εξέγερση στο χωριό του, στη Βιάννο, και ανάμεσα σ’ αυτούς που πρωτοστατούν εναντίον των Τούρκων διακρίνεται και ο Μανώλης. Πρόκειται δηλαδή για πρόσωπο υπαρκτό το οποίο ο συγγραφέας, βασισμένος στις αναμνήσεις του και σε διηγήσεις, το προβάλλει σε διαφορετικές συνθήκες, προσθέτοντάς του χαρακτηριστικά που το κάνουν να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Υπόθεση

Ο 18χρονος Μανώλης Σαϊτονικολής «επαρουσιάσθη έξαφνα μίαν Κυριακήν του 1863» στο χωριό του, προς μεγάλη χαρά των γονιών του, ύστερα από πολυετή παραμονή στα βουνά όπου δούλευε βοσκός στη στάνη του πατέρα του, μακριά από τους ανθρώπους, με μοναδική παρέα τα ζώα και μερικούς άλλους ημιάγριους βοσκούς. Στο χωριό κατέβαινε αραιότατα και μόνον κατόπιν παρακλήσεων της μητέρας του για να εκκλησιασθεί και να μεταλάβει, αλλά έφευγε αμέσως μόλις τελείωνε η λειτουργία. Ο λόγος αυτής της απομάκρυνσης από την κοινωνία και της ανθρωποφοβίας του προήλθε από τον φόβο του για το σχολείο, όπου είχε για δάσκαλο «έναν καλόγηρον, όστις προ ολίγου είχεν ανοίξει σχολείον, όπου έδιδε περισσοτέρους ραβδισμούς παρά μαθήματα». Έτσι, παρά τις παρακλήσεις και απειλές του πατέρα του, που επιθυμούσε να τον μορφώσει, κατέφυγε στα βουνά για να σωθεί από τις συνεχείς τιμωρίες, το ξύλο, ακόμη και τη φάλαγγα που εφάρμοζε ο δάσκαλος. Σαν αποτέλεσμα, ανέπτυξε αντικοινωνική συμπεριφορά: «Άμα ευρίσκεται μεταξύ ανθρώπων, τάχανε κέκανε σαν αγριότραγος που κυττάζει από πού να φύγει». [Πηγή: Βικιπαίδεια]

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK:


21.7.25

Κυριακάτικο πρωινό στο πάρκο +ΒΙΝΤΕΟ κείμενο-AUDIOBOOK από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Κυριακάτικο πρωινό στο πάρκο +ΒΙΝΤΕΟ

κείμενο-AUDIOBOOK

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα



 

  Το μικρό κοριτσάκι ανέβηκε αργά αργά στην κούνια του άδειου από παιδιά πάρκου. Τα πεσμένα κιτρινισμένα φύλλα από τα γύρω πλατάνια μαζεύονταν στις γωνιές στροβιλιζόμενα από το ψυχρό βοριαδάκι του Νοεμβρίου. Καθώς η μικρή αιωρούνταν νωχελικά, ούτε που καταλαβε ότι για μια στιγμή τα πλούσια μακριά καστανά της μαλλιά είχαν μπλεχτεί για λίγο στις αλυσίδες της κούνιας.

Το βλέμμα της, σε εκφραστική αντίθεση με το σώμα της που πηγαινοερχόταν μπρος-πίσω, έμενε καρφωμένο κάπου πολύ μακριά... Ήταν τόσο απορροφημένη στις παιδιάστικες αθώες σκέψεις της, τόσο που δεν κατάλαβε καν το χάδι. Ήταν τόσο περίεργα γι΄ αυτήν τούτη η Κυριακή στην εκκλησία. Πρώτη φορά κάθισε με τη θεία στις πρώτες θέσεις. Πρώτη φορά είδε ότι οι συγγενείς της μοίραζαν και γλυκό σιτάρι στο τέλος. Πρώτη φορά άκουσε πως η μαμά της μπορεί να είναι πια άγγελος στον ουρανό! Α, ναι! Σήμερα ήταν και η πρώτη μέρα που το καντηλάκι στο δωμάτιο της μαμάς ήταν σβηστό. Η γιαγιά είπε πως η μαμά σήμερα θα έβλεπε το Χριστό, δε χρειαζόταν πια λαδάκι.

 

   Μια νέα γυναίκα με ένα μακρύ γαλάζιο φόρεμα, είχε προβάλει πίσω απ΄ την αλέα στην άκρη του πάρκου κι αφού πλησίασε κοντά στο παιδί, την κοίταξε εξεταστικά μέσ΄ από τα κατάμαυρά της μάτια που πλαισιώνονταν από τα χλωμά, σχεδόν κατάλευκά της μάγουλα. Και τότε σήκωσε το σχεδόν διάφανο χέρι της και χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά της μικρής. Αφού κάποιο δάκρυ πήγε και στάλαξε στο μάγουλό της, τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε, απομακρύνθηκε γοργά, με έναν τρόπο που φάνταζε στα μάτια μου σαν να μην πατούσε στο χώμα! Και τότε είδα να χάνεται ξαφνικά, να εξαφανίζεται καλύτερα, από το οπτικό μου πεδίο... Μα το κεφάλι μου πονούσε σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη μέρα. Αυτά τα καινούρια φάρμακα που έπαιρνα ίσως μου φέραν παραισθήσεις. Ίσως....

Λίγα λεπτά της ώρας αργότερα, μια μαυροφορεμένη κυρά βγήκε από το μικρό καφενεδάκι του πάρκου αφήνοντας την πόρτα του για λίγο ανοιχτή. Μέχρι τότε δεν είχα αντιληφθεί ότι εκεί μέσα υπήρχαν θαμώνες. Το αντίθετο, πίστευα πως ήταν κλειστό. Από την ανοιχτή ξύλινη πόρτα του μαγαζιού αυτού ξεχώρισα κάποια σποραδικά λόγια της εκεί συντροφιάς. Τότε κατάλαβα.... “Η καϋμενούλα η μικρή! Κατάλαβε άραγε αν θα ξαναδεί τη μανούλα του;”, άκουσα μια ψιλή γυναικεία φωνή. Μια άλλη φωνή απάντησε, μα ο αέρας δεν έφερε τη φωνή ξεκάθαρα στ΄ αυτιά μου. Πάντως διέκρινα κάποιες λέξεις: “ είναι νωρίς ακόμη... λίγο παραπάνω από μήνας ... η ζωή συνεχίζεται” και κάτι τέτοια. Κάθε απορία μου έσβησε όταν μια ευτραφής κυρία βγαίνοντας κι αυτή από το καφενείο είπε στη διπλανή της: “Άλλο να πας σε μνημόσυνο για γέρο κι άλλο για νέα γυναίκα, Καλλιόπη μου!”.

Η μαυροφορεμένη κυρία κατευθύνθηκε στην κούνια, πήρε τη μικρή απ΄ το χέρι, την κατέβασε και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο του πάρκου.

 

  Πριν βγουν στη δημοσιά, τα πρώτα, μα και τελευταία λόγια που άκουσα από το κοριτσάκι έφτασαν στ΄ αυτιά μου, την ώρα που έβγαινε πιασμένη πάντα από το χέρι της μεσήλικης κυρίας: “Στο σπίτι πάμε θεία; Να΄ ρθε άραγε η μανούλα;”

konstantinosa.oikonomou@gmail.com





ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK EΔΩ: 


5.7.25

Ένα καλογεράκι, του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου -2017- κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο ίδιος

 

Ένα καλογεράκι, του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου

-2017- κείμενο και AUDIOBOOK

Διαβάζει ο ίδιος



[Στους υψοποιώς ταπεινούντες το φρόνημα.]

   


Ο Ιωάννης έδειχνε περίλυπος, παραδομένος βασανιστικά εδώ και πολλές εβδομάδες στις σκέψεις του. Παρ΄ ότι είχε ήδη δύο χρόνια δόκιμος μοναχός στον Άθωνα, δεν μπορούσε να υποφέρει τα περίεργα θελήματα του γέροντα Νήφωνα. Κι ήταν αλήθεια ο πατήρ Νήφων πολύ σκληρός μαζί του. Έτσι, εκεί στα ερημητήρια της Κερασιάς, δεν μπορούσε να βοηθηθεί πνευματικά, ούτε στη νοερή του προσευχή, ούτε στην άσκηση, ούτε στην τόσο επιθυμητή γι΄ αυτόν ησυχία.

Βέβαια ούτε μια στιγμή το καλογεράκι μας δεν επιθυμούσε να γυρίσει στην προηγούμενή του ζωή, την κοσμική. Τι είχε άλλωστε να θυμάται! Το διαζύγιο των γονέων του, το θάνατο από νοθευμένη δόση του αδελφού του, του Βλάση, ή μήπως τη δική του κατάντια εκεί στις “μπάντες” της νύχτας στα σκοτεινά μπαράκια στο Μεταξουργείο; Μόνο δάκρυα μετανοίας του έφερναν αυτές οι σκέψεις. Παρ΄ όλα αυτά μία σκέψη τον βασάνιζε νυχθημερόν: τι να κάνει με το θέμα του σκληρού Γέροντά του. Έτσι κάποιο πρωί που ο Νήφων κατέβηκε στις Καρυές για να επισκεφθεί το γιατρό, ο Ιωάννης αναζήτησε και έκανε πνευματικό του έναν χαρισματικό Γέροντα από τα Καυσοκαλύβια, που τον είχε ακουστά από την εποχή που ήταν ακόμη στον κόσμο. Εκείνος τον συμβούλευσε να σηκώνεται τη νύχτα, την ώρα πού κοιμόταν ό Γέροντας του, και να κάνει τότε τον πνευματικό του αγώνα. Έτσι, άρχισε ο δόκιμος Ιωάννης να σηκώνεται τη νύκτα και να αγωνίζεται κρυφά. Όμως ο Γερο- Νήφων, κάποιο βράδυ, τον κατάλαβε και τον μάλωσε αυστηρά, γιατί δεν έκανε υπακοή, παρά προτιμούσε να κάνει άλλα από αυτά πού τον πρόσταξε εκείνος. Έτσι ο Ιωάννης, αποφάσισε να σηκώνεται και να απομακρύνεται τις νύκτες στο ύπαιθρο για να μη τον αντιλαμβάνεται ό Γέροντας.

Κάποια καλοκαιριάτικη νύχτα, αμέσως μετά την πανήγυρη του Προφήτη Ηλία, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, κάπου μια ώρα πριν το πρώτο χάραμα της καινούριας μέρας, κάτω από τον πλημμυρισμένο άστρα σκοτεινό ουρανό, ο Ιωάννης γονατιστός προσευχόταν χύνοντας ποταμούς δακρύων έξω από το νάρθηκα του Κυριακού της γειτονικής Σκήτης. Ήταν τόσο απορροφημένος που δεν αντιλήφθηκε αμέσως μια σκιά που κατευθυνόταν στην είσοδο του ναού. Ήταν ενας από αυτούς τους γυμνήτες ασκητές, για τους οποίους είχε ακούσει παλιότερα να γίνεται λόγος από άλλους μοναχούς. Εκείνος, χωρίς να έχει δει το καλογεροπάιδι, υπέργηρος, με μακριά πάλλευκα μαλλιά και γένια, στάθηκε μπροστά στην είσοδο του ναού, σταύρωσε με το δεξί του και ... η πόρτα άνοιξε στριγγλίζοντας. Τότε ο Ιωάννης αιφνιδιασμένος, σταμάτησε την προσευχή, έστρεψε το πρόσωπό του προς την κατεύθυνση του θορύβου και έμεινε ενεός παρακολουθώντας τον γέροντα. Ο πολιός ασκητής μπήκε στο ναό, προχώρησε προς το ιερό βήμα και μπροστά στην Ωραία Πύλη γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται μεγαλοφώνως. Ο Ιωάννης μπήκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε κι αυτός στο Ναό, στάθηκε στους προσκλαίοντες απ΄ όπου παρακολουθούσε άφωνος. Ο Γέροντας προσευχόταν ώρα πολλή. Όταν τελείωσε, βγήκε έξω, σταύρωσε πάλι την πόρτα και ή πόρτα έκλεισε! Πίσω από την κλειστή θύρα έμεινε ο Ιωάννης αποσβολωμένος. Μετά ο γέροντας ξεκίνησε και πήρε το ανηφορικό μονοπάτι για την κορυφή του Άθωνα. Ο Ιωάννης, που στο μεταξύ βγήκε κι αυτός αθόρυβα, έλεγε συγκλονισμένος μέσα του: “Να, αυτός είναι Γέροντας για μένα. Αυτόν θα ακολουθήσω”. Και πραγματικά τον πήρε κατά πόδας. Μπροστά ό γέροντας, πίσω του ο Ιωάννης, σε απόσταση, για να μη τον αντιληφθεί. Λίγο πριν φθάσουν στο εκκλησάκι της Παναγίας, κάτω από την αθωνική κορυφή, ο Ιωάννης άρχισε να φοβάται μη τυχόν πάρει άλλο μονοπάτι ο Γέροντας και τον χάσει. Τάχυνε λοιπόν το βήμα για να τον φθάσει, να πάρει την ευχή του και να του ζητήσει να τον κάνει δικό του υποτακτικό. Μόλις έφτασε στα πέντε βήματα πίσω του, εκείνος τον κατάλαβε. Σταμάτησε, γύρισε προς το μέρος του και του έκανε κάπως άγρια: “Που πηγαίνεις;” “Γέροντα”, του απαντά ο Ιωάννης με σεβασμό, “ήλθα να πάρω την ευχή σου. Σε παρακαλώ να με πάρεις δόκιμο κοντά σου, γιατί δεν αναπαύομαι στον Γέροντα μου”. Κι ο Ασκητής του είπε: “Εκεί που μένουμε εμείς, είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Δεν μπορείς να ζήσεις εκεί. Θα πας πίσω στον Γέροντα σου”. Τότε ο Ιωάννης άρχισε να απαριθμεί τις δυσκολίες του πνευματικού του αγώνα κοντά στον δικό του “δύστροπο” Γέροντα, μα ο σεβάσμιος γέροντας επέμεινε: “Όχι, καλογεροπαίδι μου, εκεί θα πάς. Εκεί θα μείνεις και από εκεί θα βρεις τον παράδεισο”. Τότε ο Ιωάννης υποχώρησε: “Να ‘ναι ευλογημένο. Αφού δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, να ‘ναι ευλογημένο. Θα γυρίσω πάλι πίσω...” είπε σκύβοντας το κεφάλι και, αφού πήρε την ευχή του αγίου γέροντα, έκανε να γυρίσει προς την κατηφοριά του μονοπατιού. Όμως, να ο ασκητής τον φωνάζει. Ο νέος με λαχτάρα γυρίζει και ακούει να του λέει: “Πρόσεξε, παιδί μου, ετοιμάσου γιατί σε λίγο καιρό θα φύγεις από αυτό τον κόσμο και θα φύγεις μέσα από αυτή την υπακοή. Δεν θα αλλάξεις, όμως, Γέροντα”. “Να ΄ναι ευλογημένο”, λέει πάλι ό Ιωάννης και κατεβαίνει. Το άλλο πρωί, πήγε κοντά στον Πνευματικό του και του διηγήθηκε τη συνάντηση με τον γυμνό αυτό ασκητή, καθώς και ότι του ζήτησε να τον κάνει υποτακτικό του, αλλά ότι εκείνος του είπε να κάνει υπακοή και να παραμείνει στον Γέροντα του. Στο τέλος του είπε ότι ο ασκητής εκείνος προφήτευσε πως σε λίγες ήμερες θα έφευγε από αυτό τον κόσμο. Ο “δύστροπος” Νήφων τότε, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε: “Όπως σου είπε, έτσι θα κάνεις και έτσι θα γίνει!”.

  Λίγες μέρες αργότερα, ξημερώνοντας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο Ιωάννης ξύπνησε κάθιδρος. Ένιωθε πως δεν μπορούσε να αναπνεύσει καλά, αλλά σύντομα, μετά από έναν περίεργο δυνατό πόνο κάπου στο στέρνο, ένιωσε να συνέρχεται. Σηκώθηκε νιώθοντας μια γλυκιά αγαλλίαση και βγήκε από την Καλύβη. Έκανε ν΄ ανηφορίσει προς το Κυριακό και είδε, με μεγάλη του έκπληξη, ότι σχεδόν χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει έξω απ΄ τη θύρα του Ναού. Ενός ναού που έδειχνε κατάφωτος, ενώ αγγελικές ψαλμωδίες έρχονταν από το εσωτερικό του. Με μεγάλη του χαρά είδε, έξω από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα του Ναού τον ίδιο γυμνήτη ασκητή να του γνέφει. Το καλογεράκι πήγε αμέσως κοντά του. “Έλα μαζί μας τώρα!” του έκανε ο Γέροντας χαμογελώντας φωτεινά. “Το δικό σου εισιτήριο, Ιωάννη, ήταν η υπακοή.”


Όταν, τρία έτη αργότερα, έκαναν την εκταφή του Ιωάννη, από την αγία κάρα του έτρεχε μύρο! Τα έχασαν οι Γεροντάδες. Τόσο νέος υποτακτικός, μάλιστα δόκιμος και όμως απέκτησε τέτοια χάρη! Ο “σκληρός” Πνευματικός, όμως το βεβαίωσε σ΄ όλους τους γέροντες: “Το καλογεράκι έδειξε υπακοή”, μουρμούρισε και σταυροκοπήθηκε.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ: 



Αμαρτίας φάντασμα Αλεξ. Παπαδιαμάντη κείμενο- AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

Αμαρτίας φάντασμα Αλεξ. Παπαδιαμάντη

-1900- κείμενο- AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου 



  Πόσον καλὰ ἐταιριάζαμεν, ἐγὼ καὶ ἡ πτωχὴ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, συγγενής μου τοῦ ὀγδόου βαθμοῦ! Αὐστηρῶς ἐὰν κρίνω τὸν ἑαυτόν μου, εὑρίσκω ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης τὴν ὁποίαν εἰς ἐμὲ ἐδείκνυε. Μοῦ διηγεῖτο τοὺς πόνους της, τὰ βάσανα καὶ τοὺς καημούς της. Μοῦ ἔλεγεν ὅτι αὐτὴ δὲν ἐπεθύμει ποτὲ νὰ ὑπανδρευθῇ, ἀλλ᾽ οἱ γονεῖς της τὴν εἶχαν ὑπανδρεύσει. Θὰ ἐπροτιμοῦσε νὰ ἐγίνετο καλόγρια. Ἀλλὰ τώρα εἶχε κόρας ἐν ὥρᾳ γάμου καὶ υἱοὺς καὶ ἦτο σχεδὸν πεντηκοντοῦτις.

Τὴν ἑσπέραν τῆς Παρασκευῆς, 25 Σεπτεμβρίου, ὡδεύομεν ὁμοῦ ἀνὰ τὴν ἀμπελόφυτον πεδιάδα, ἀπερχόμενοι εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μετόχιον τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐτελεῖτο ἐκεῖ μικρὰ πανήγυρις. Ἔμελλε νὰ γίνῃ παννυχὶς ἀπὸ τῆς ἐνάτης ὥρας μέχρι τῆς τρίτης τοῦ ὄρθρου, εἶτα δέ, μετὰ δίωρον διάλειμμα, θὰ ἐτελεῖτο λειτουργία.

Δὲν εἴχομεν συμφωνήσει νὰ ὑπάγωμεν ὁμοῦ. Ἀλλὰ σχεδὸν πάντοτε, χωρὶς νὰ συνεννοηθῶμεν, ὁμοῦ ἐπηγαίναμεν. Οὐδ᾽ ἦτο αὕτη ἡ μόνη παννυχίς, εἰς τὴν ὁποίαν παρευρισκόμεθα. Εἰς τὰς 8 Σεπτεμβρίου, ὥραν 3ην μετὰ τὰ μεσάνυκτα, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ ὄρθρου, εἰς τὴν πανήγυριν τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς, ἡ ἐξαδέλφη Μαχούλα κ᾽ ἐγώ, ὁμοῦ κατηρχόμεθα τὸ ὀλισθηρὸν λιθόστρωτον, τὸ ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς μεγάλης οἰκίας τοῦ καπεταν-Νικόλα τοῦ Ματαρώνα καὶ φθάνον μέχρι τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς. Ἐνίοτε ἦτο σελήνη, συνήθως ὅμως ἦτο σκότος βαθύ. Ἀλλὰ τὸ μελιχρὸν φέγγος ἐπέχριε μόνον τὰς στέγας τῶν οἰκιῶν καὶ τὸ διενέμοντο, ὡς πενιχρὰν κληρονομίαν, τὰ δωμάτια, τὰ μπαλκόνια καὶ οἱ γάστρες τῶν ἀνθέων. Δι᾽ ἡμᾶς κάτω εἰς τὸ λιθόστρωτον δὲν ἔφθανε νὰ κατέλθῃ εὐμενὴς ἀκτίς. Ὅθεν πολλάκις ἐγλιστροῦσα ἐγώ, προσπαθῶν νὰ κρατήσω τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν μὴ πέσῃ.

Ἦτον βαρεῖα καὶ παχεῖα, ὠχρὰ καὶ νοσώδης. Αἱ ἐγκυμοσύναι ἆρα τῆς εἶχον ἀφήσει τὸν ὄγκον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐπαραμόρφωνε τὴν μέσην της; Ὄπισθέν μας ἤρχετο ἡ Ἀνδρεόλα ἡ Μπαρμπερού, γραῖα εὐλαβής, κρατοῦσα φανάριον. Παρεμπρός μας ἐφαίνετο ὄγκος τις ἀποφράττων τὸν στενὸν δρομίσκον. Ἡ γραῖα Δεσποινιὼ ἡ Μπλήχαινα, τῆς εἶχε σβήσει ὁ ἄνεμος τὸ ἀπόκερον, τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ μανουάλι τῆς ἐκκλησίας, καὶ βυθισθεῖσα εἰς σκότος αἰφνίδιον, εἶχε ριζωθῆ ἐκεῖ, καταμεσῆς εἰς τὸν δρόμον, ἀδυνατοῦσα νὰ βαδίσῃ δεξιὰ ἢ ἀριστερά.

Μίαν ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς νύκτας, τῆς 8ης Σεπτεμβρίου -δὲν ἐνθυμοῦμαι εἰς τὰ πόσα ἦτον- μᾶς συνέβη, εἰς ἐμὲ καὶ τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν, παράδοξον μικρὸν συμβάν. Αὐτή, καίτοι εἰς τὴν καθ᾽ ἡμᾶς γενεὰν ἀνήκουσα, ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ στέργῃ καὶ νὰ θάλπῃ τὰ παλαιά. Ἐκαυχᾶτο ὅτι ἦτον «πρωτινὴ» γυναίκα. Ἂν καὶ ἡ παραθαλασσία ἀγορὰ ἦτο ἔρημος, ἐπειδὴ δὲν νομίζεται καλὸν εἰς τὰς γυναῖκας νὰ διέρχωνται διὰ τῆς ἀγορᾶς, δὲν ἤθελε, καὶ νύκτα ἀκόμη, νὰ περάσῃ ἐκεῖθεν. Ἐπέμενε νὰ τὴν συνοδεύσω ἀπὸ τὸν μέσα δρόμον μέχρι τῆς οἰκίας της. Ἀφήσαμεν λοιπὸν τὴν ἄλλην συνοδίαν, καὶ ἐστράφημεν πρὸς τὸν μέσα δρόμον. Ἐκεῖ, καθὼς διηρχόμεθα κάτωθεν ἀπὸ ἕνα μπαλκόνι, ἄνωθεν τοῦ ὁποίου ἐφαίνοντο ἀσπρόρρουχα ἁπλωμένα, δὲν ἠξεύρω πῶς, μακρὰ χιονόλευκος σινδὼν ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὸ σχοινίον ἐφ᾽ οὗ ἐκρέματο· ἔπεσεν ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλάς μας· ἡπλώθη εἰς τὰς ὠμοπλάτας μας, καὶ «μᾶς ἐκουκούλωσεν», ἤ, μᾶς ἐσαβάνωσε καὶ τοὺς δύο, ὡς νὰ τὴν ἥπλωσεν ἐπάνω μας ἀόρατος χείρ. Ἐγὼ ἀκουσίως ἐγέλασα, ἂν καὶ τὸ πρᾶγμα μοῦ ἐφάνη μᾶλλον κακὸς οἰωνός. Ἡ ἐξαδέλφη μου ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ᾽ ἐψιθύρισε:

― Τὴν ἴδια τύχη θὰ ἔχουμε... τὴν ἴδια τύχη!

*

Τὴν χρονιὰν ἐκείνην ἐβαδίζομεν, ἑσπέραν Παρασκευῆς, εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ἡ ψυχή μου ἦτο πάντοτε πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα, ἂν καὶ τὸν πλεῖστον χρόνον ἀπεδήμουν σωματικῶς, καὶ ἐνθυμούμην κάποτε τὸν στίχον τοῦ Σκώτου ἀοιδοῦ: «Ἡ καρδιά μου εἶναι στὰ Ψηλώματα, ἡ καρδιά μου δὲν εἶν᾽ ἐδῶ».

Ἐπεράσαμεν τὴν ἀμμουδιάν, τὴν ὁποίαν φιλεῖ προσπαῖζον τὸ κῦμα, καὶ παρήλθομεν τοὺς Κήπους καὶ τὴν Λίμνην τὴν μαυρογάλανην. Εἶτα ἀφήσαμεν ὄπισθέν μας τὴν «Καλογερικιὰ Σαΐτα», μακρότατον ἀγρὸν οὕτω καλούμενον. Ἀκολούθως ἐφθάσαμεν εἰς τὰ διάφορα κτήματα τ᾽ Ἀβράμη, ὅπου ἐχρειάσθη νὰ κάμωμεν πολλὰς καμπὰς διὰ νὰ εὕρωμεν τὸν δρόμον, ἐπειδὴ ὁ ἰδιοκτήτης εἶχε κηρύξει κοινωνιστικὸν δόγμα: «Ἐὰν ὁ γείτων μου εἶναι τεμπέλης, ἀνίκανος νὰ καλλιεργήσῃ τὸ κτῆμά του, δὲν ἁμαρτάνω, ἂν τὸ καταπατήσω». Διήλθομεν τὰ μεγάλα χωράφια, τὰ ὁποῖα ἦσάν ποτε ἀμπέλια μοσχάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατεσκευάζετο τὸ περίφημον «Ἀλυπιακόν», τὸ δυνάμενον νὰ καλῆται οὕτω διττῶς· καὶ ἀπὸ τὸν κατασκευαστήν του Ἀλύπιον, καὶ διότι ἴσως καθίστα ἄλυπον τὸν βίον...

Τέλος, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Μετόχι. Ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, κομψός, εὐωδίαζεν ἀπὸ τὸ τέμπλον τὸ κυπαρίσσινον καὶ ἀπὸ τὰ ἄνθη τὰ ὁποῖα εἶχον φέρει ἡ Σουλτανιὼ ἡ Μάρκαινα, ἡ γραῖα Παντεχοὺ καὶ ἡ Κατερινιὼ τῆς Ἀλέξαινας καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλαι εὐλαβητικαί, αἱ μόναι ἐλθοῦσαι. Ἀπὸ τὸ μοναστήριον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶχον κατέλθει ὁ παπα-Δανιὴλ καὶ Ἰωακεὶμ ὁ περιπλανώμενος, ὅστις καθ᾽ ὅλας σχεδὸν τὰς ἑορτὰς ἐπέστρεφεν εἰς τὸ μοναστήρι, καὶ ὁ γέρων Θεόκλητος, γεμᾶτος ἀπὸ νοστίμους ἰδιοτροπίας, πρὸς τὸν ὁποῖον τρὶς ἔλαβα τὴν τιμὴν νὰ φιλονικήσω ἐν καιρῷ τοῦ δείπνου.

Ἡ Μαχούλα, ἀφοῦ ἐπροσκύνησε καὶ προσέφερε τὰ ἄνθη της, τὸ ἔλαιον καὶ τὸ θυμίαμά της, ἐκάθισεν εἰς μίαν ἄκραν ἔξω τοῦ ναΐσκου, μὲ τὸ καλάθιόν της καὶ τὸ μικρὸν κανατάκι της. Ἦτο παρὰ τὴν ρίζαν τῆς ἐλαίας, ἥτις μὲ τοὺς κλῶνάς της, βαρυφορτωμένους καρπόν, ἐσκίαζεν καὶ περιέστεφε τὴν θύραν τοῦ ναΐσκου, ἐνθυμίζουσα τὸν στίχον τοῦ προφητάνακτος: «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ».

Εἶχα διψήσει καὶ ἰδὼν τὸ μικρὸν ὑδροδοχεῖον, τὸ ὁποῖον ἵστατο πλησίον εἰς τὸ καλαθάκι τῆς Μαχούλας, ἐζήτησα νὰ πίω ἀλλὰ τὸ εὗρον κενόν.

― Νά, δὲν ἦρθε αὐτὸς ὁ Σταμάτης, μοῦ εἶπεν ἡ ἐξαδέλφη μου. Ποιὸς νὰ πάῃ ὣς τὴ βρύση νὰ τὸ γεμίσῃ;... Ἀπόστασα, καὶ δὲν μπορῶ... Ὁ Σταμάτης ἦτο ὀρφανὸν παιδίον, πρόθυμον νὰ τρέχῃ εἰς ὑπηρεσίαν παντοῦ ὅπου ἐγίνοντο θρησκευτικαὶ ἐκδρομαὶ καὶ συνάξεις. Εἶχε τόσον ἔνθεον ζῆλον, ὥστε βλέπων τὴν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν νὰ ἐκπίπτῃ, ἐθλίβετο τόσον, ὥστε ἀπεφάσισε νὰ βοηθήσῃ αὐτὸς τοὺς ἁγίους νὰ θαυματουργήσωσι. Καὶ μίαν φορὰν ἄλειψε μὲ λάδι ὅλας τὰς εἰκόνας τοῦ τέμπλου ἑνὸς ἐξωκκλησίου· ὅθεν διεδόθη, καὶ παρὰ πολλοῖς ἐπιστεύθη, ὅτι οἱ ἅγιοι «ἵδρωναν» ἢ ὅτι ἐδάκρυζαν ἴσως καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιχείρησιν αὐτὴν ὠφελήθησαν ὄχι ὀλίγας προσφορὰς οἱ πτωχοὶ οἱ παπάδες τοῦ χωρίου μας. Ἦτο δὲ τότε ὁ Σταμάτης δωδεκαέτης.

Ἐκοίταξα νὰ ἴδω τὸν Σταμάτην, ἀλλὰ δὲν ἐφαίνετο πουθενά. Ἴσως ἦτο εἰς ἄλλην ὑπηρεσίαν. Ἡ Μαχούλα ὄχι μόνον εἶχεν ἀποστάσει, καθὼς ἔλεγεν, ἀλλὰ θὰ ἐφοβεῖτο νὰ ὑπάγῃ. Ἡ βρύσις ἀπεῖχεν ὣς δέκα λεπτῶν τῆς ὥρας δρόμον, καὶ εὑρίσκετο μέσα εἰς ἓν βαθὺ ρεῦμα, ὅπου θὰ ἦτο σκότος ἤδη. Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει καὶ ἦτο ἀμφιλύκη φθινοπώρου μελαγχολική.

Ἀπεφάσισα νὰ ἐκτελέσω ἐγὼ ἔργα «Σταμάτη». Ἔλαβα τὸ κανάτι κ᾽ ἐξεκίνησα.

― Ἀτός σου θὰ πᾷς;... Τουλόου σ᾽; ἔκραξεν ἡ Μαχούλα. Πῶς γένεται;

Ἐπεθύμουν νὰ ὑπάγω, καὶ διότι ἐδίψων, καὶ διότι ἤθελα νὰ προσφέρω ἐκδούλευσιν εἰς τὴν καλὴν καὶ συμπαθῆ ἐξαδέλφην μου.

―Ἡσύχασε, θὰ πάω, τῆς εἶπα· τώρα, σὲ λίγο ἔφτασα...

*

Ἦτο μικρά, βαθεῖα ρεματιά, εἰς τὸ μέσον ἑνὸς ἐλαιῶνος κατέχοντος ὅλην τὴν κλιτὺν τοῦ λόφου δεξιόθεν καὶ ἑνὸς λεμονεῶνος τοιχογυρισμένου στολίζοντος τὸν κάμπον, ἀριστερόθεν. Καταρχὰς ἐβυθίζετο, κατήρχετο χαμηλὰ καὶ ἐχαράσσετο στενὸς δρομίσκος, μονοπάτι κρυπτὸν ἐν μέσῳ βάτων καὶ θάμνων. Ἀκολούθως ἀνηφόριζεν ἠρέμα καὶ ἀνήρχετό τις εἰς τὴν βρύσιν, ἥτις ἀνέβλυζεν ἔκ τινος τοίχου παλαιοῦ, μὲ μεγάλους πρασινισμένους καὶ μουσκλιασμένους λίθους. Δύο πεζοῦλες ἢ πλίνθινα ἑδώλια ὑπῆρχον ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς κρήνης, ἥτις εὑρίσκετο ἐπὶ τοῦ ὑψηλοτέρου μέρους τῆς ὅλης ρεματιᾶς.

Ὅταν εἰσῆλθον εἰς τὸ βαθὺ ρεῦμα καὶ ἐπάτησα εἰς τὸ στενὸν μονοπάτι, τὸ φέρον πρὸς τὴν πηγήν, τότε ἤρχισα ν᾽ ἀναλογίζωμαι τί εἶχα κάμει, ἕως τότε δὲν εἶχα σκεφθῆ.

ᾘσθάνθην αἰφνίδιον φόβον. Ἀπὸ εἰκοσαετίας ἦτο ἡ πρώτη φορὰ καθ᾽ ἣν εἰσηρχόμην εἰς τὸ ρεῦμα ἐκεῖνο, ὁλομόναχος, ἐν ὥρᾳ ἀμφιλύκης, καὶ ἐπικειμένης νυκτός...

Ἀνῆλθον πρὸς τὴν βρύσιν μὲ τρέμοντα γόνατα. Ἔκαμνα πολλοὺς σταυροὺς καὶ προσηυχόμην. Ἀλλ᾽ ἡ γλῶσσά μου ἐδεσμεύετο καὶ ὁ οὐρανίσκος μου ἐξηραίνετο. ᾘσθανόμην, ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος νὰ ψιθυρίζω οὔτε ἐνδιαθέτως οὔτε στοματικῶς τὰ ἱερὰ λόγια. Ἔφθασα ἐν τοσούτῳ εἰς τὴν κρήνην. Ὅταν ἐδοκίμασα νὰ τοποθετήσω τὸ μικρὸν ἀγγεῖον κάτωθεν τοῦ κρουνοῦ διὰ νὰ γεμίσῃ, τοῦτο μοῦ ἔφυγεν ἀπὸ τὰς χεῖρας. Ἐστάθη μοναχόν του ἐντὸς τῆς λεκάνης τοῦ νεροῦ καὶ δὲν ἐθραύσθη.

Ἄνωθεν τῆς κρήνης εἶδα, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου, πρᾶγμά τι ἐναέριον νὰ ἵσταται. Δὲν εἶχε πυκνωθῆ ἀκόμη τὸ σκότος. Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα τὸ ὁρώμενον ἦτο τόσον μικρόν, ὥστε ἔφεγγεν οἱονεὶ εἰς τὴν μικρὰν κοιλάδα, ὡς τοπικὸν ἄστρον κατελθὸν τρόπον τινὰ διὰ νὰ φωτίσῃ βάθη ἀνάξια φωτός. Ἀλλ᾽ ὅμως τὸ λευκὸν ἐκεῖνο πρᾶγμα ἔσυρεν ἐπάνω του, ἢ ἐσύρετο ἐπ᾽ αὐτοῦ, μέγα μαυράδιον, μελανώτερον καὶ ἀπὸ τὴν πίσσαν, μελανώτερον καὶ ἀπὸ τὸ σκότος, ἐξελθὸν ἀπὸ τὸ σκότος τὸ ἐσώτερον τῆς συνειδήσεως καὶ προωρισμένον νὰ ὑπάγῃ τὸ ταχύτερον νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, τῆς γεέννης. Βαθεῖαν, ἀπερίγραπτον κηλῖδα, μέγα καὶ ἀμέτρητον μαύρισμα ἐπὶ τοῦ ἁγνοῦ, τοῦ χιονολεύκου, εἶχε προσκολληθῆ τὸ καταμέλανον. Τὸ ὅραμα ἦτο διπλοῦν. Ἐπάνω εἰς τὸ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, τὸ λευκὸν κρίνον τῶν κοιλάδων, εἶχε κολλήσει ἡ ἀπεχθὴς κάμπη.

Τὸ λευκὸν ὡμοίαζε μὲ χιτῶνα πάλλευκον, μὲ ἄσπιλον ἐσθῆτα παιδίσκης δεκαπενταέτιδος. Τὸ μαῦρον ὡμοίαζε μὲ ἁμαρτίας φάντασμα. Θεέ μου! Καὶ ἡ κάμπη ἐκείνη τίς ἦτο; Ἀληθεύει ὅτι ἀποτροπιάζεται ἡ φεύγουσα ψυχή, βλέπουσα τὸ φθαρτόν, σκωληκόβρωτον σκῆνός της; Καὶ τὸ ἄσπιλον ἐκεῖνο ἀρνίον, τὸ θεόπλαστον σκήνωμα, τῆς βασκανίας τὸ θῦμα, ἐκοιμᾶτο ἀπὸ εἰκοσαετίας εἰς τὸ κοιμητήριον τῶν θανόντων.

Ναί· εἶχον περιβάλει μὲ στέφανον παρθενικὸν ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης τὴν ξανθὴν κεφαλήν της. Ἀλλ᾽ ὁ στέφανος ἐκεῖνος εἶχε γίνει ἀκάνθινος στέφανος. Καὶ αἱ ρίζαι τῶν ἀνθέων εἰσέδυον ὡς ἄκανθαι εἰς τὸν λευκὸν χρῶτά της.

Ὤ, ἡ ζωή της ἦτο ὄνειρον καὶ αὐτὴ ὑπῆρξέ ποτε «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Καὶ ἡ κάμπη ἡ δύσμορφος εἶχε φθείρει τὸ ἄσπιλον, τὸ ἠθικὸν κάλλος της.

Φεῦ! Διατί ἀπὸ ὅλην αὐτὴν τὴν λόχμην, τὴν ποικίλην καὶ πολύχρωμον καὶ ἀνθοφοροῦσαν, νὰ ἐξέρχωνται ἄκανθαι, συρίζουσαι γλῶσσαι, ἔχιδναι; Καὶ πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως, καὶ τὸ μιαρὸν πνεῦμα εἰσέβαλεν εἰς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἐπεθεώρησε «καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν;»... Πόθεν τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας;

*

Ὤ, φρίκη, καὶ πόνος ἀνεκλάλητος! Εἶδα, εἶδα τὸ παρελθόν μου μὲ τοὺς ἰδίους μου ὀφθαλμούς, τὸ εἶδα ὡς μαῦρον φάντασμα. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ ἡ καρδία μου θὰ ἔπαυε νὰ πάλλῃ. ᾘσθάνθην βαθεῖαν συντριβήν· τὸ φάσμα τὸ ἴδιον μ᾽ εὐσπλαγχνίσθη, καὶ ταχέως ἔγινεν ἄφαντον.

Ἔλαβα τὸ ἀγγεῖον μὲ τὸ ὕδωρ, καὶ κατῆλθον μὲ βήματα βραδέα, τύπτων τὰ στήθη, καὶ ψιθυρίζων. «Ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῇς, Κύριε...»

(Τ' ἀνωτέρω συνηρμολογήθησαν ἐκ παλαιῶν ἀτάκτων σημειώσεων τεθνεῶτος ἀτυχοῦς φίλου.

Διὰ τὴν ἀντιγραφὴν)


Το ΒΙΝΤΕΟ με το AUDIOBOOK

εδώ:


19.6.25

Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

 

Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ

Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ
Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

Το διήγημα στη συλλογή ΝΕΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ, ΔΙΑΛΕΧΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.  Μ. Σαλίβερος -1926.


     
   ΑΥΤΟ το παιδί είχε κι η Κωσταντινιά η Ζήναινα, η χήρα μάνα. Άλλη γέννα δεν έκανε από το Στεφανή της. Τον βύζαξε, τον κανάκεψε, τον βαργόμησε, τον ανάστησε, τον μεγάλωσε, τον έκαμε δώδεκα χρονών παλικαράκι μια χαρά. Πήγαινε στο σκολειό του Διονυσιάδη, πρώτος και καλύτερος· έλεγε στη Φανερωμένη το κυριελέησον με μια γλυκιά φωνή σαν του αγγέλου· έπαιζε με τα γειτονόπουλα στο πλάτωμα φρόνιμα, χωρίς να μαλώνει με κανένα, ενώ η μάνα του, πλέκοντας το σκαρτσούνι της, τον καμάρωνε από το παραθύρι. Κι όλοι είχαν να κάνουν με την προκοπή, τη φρονιμάδα, τη γλύκα και την ομορφιά αυτού του παιδιού.
― Να σου ζήσει, κυρα-Κωσταντινιά, ο Στεφανής σου, της έλεγαν, να σου κάμει τα καλά γεράματα.
― Αμήν, να δώσει ο Θεός, απαντούσε κείνη.
     Μα ήταν τόσο σίγουρη πως ο Στεφανής θα της ζούσε! Αν μπορούσε ποτές, στασίου κόσμου που λένε, να πάθει τίποτα ένα παιδί που δεν του πόνεσε μια φορά ούτε το κεφάλι! Φτου, φτου, να μη βασκαθεί! τι γερό, τι ύγιο που ήτανε!
     Κι άξαφνα να της αρρωστήσει. Μα έτσι στα καλά καθούμενα. Χωρίς να ψυχρωθεί, χωρίς να ζεσταθεί, χωρίς να φάει τίποτα ενάντιο, χωρίς να κάμει ή να λάβει το παραμικρό. Κοιμήθηκε, που λες, καλά καλούτσικα, ―ένα Σαββατόβραδο, προπαραμονή του Αγίου Λουκός,― και ξύπνησε με κάψα. Ούτε να σηκώσει κεφάλι, τέτοιο κακό! Στέρνει αμέσως η μάνα του για το γιατρό το Στουπάθη. «Πλευρίτης» της λέει. «Πλευρίτης;! έτσι μονοκοπανιά;! Έλα, Χριστέ και Παναγιά μου! σταυροκοπιέται.» «Ε, καμιά βολά υποβόσκει» της κάνει ο γιατρός. «Συμφορά μου! Αμή τώρα;»
     Ε, τώρα τίποτα. Μην κάνεις έτσι, θα τον γιάνουν. Δεν ήταν πάλι του θανατά από έναν πλευρίτη! Μια, δυο βδομάδες και θα σηκωθεί. Δε βαριέσαι, σ’ αυτή την ηλικία! Περδίκι θα ‘ναι σε δυο βδομάδες. Μπα, και σε λιγότερο.
     Η μάνα, μες την αγωνιά της, χαμογελάει. Το πιστεύει. Μπορεί ποτές να πάθει τίποτα ο Στεφανής από έναν πλευρίτη; Περιπλεμονία είχε ο Νταντής της κυρα-Στάθαινας, εκείνο το χλωμό κι αδύνατο παιδάκι, η τσίγγλα, κι έγινε καλά σε λίγες μέρες. Όχι ο Στεφανής, ο παίδαρος, ο σιδερένιος!
     Μα πού! Πριν περάσουν οι δυο βδομάδες, ο πλευρίτης τον έριξε κι αυτόν σε περιπλεμονία. Και πέρασαν μήνες χωρίς να γίνει καλά. Τι κι αν δεν πέθανε, τι κι αν ψευτοσηκώθηκε από το κρεβάτι, κι αν κατέβηκε μια μέρα και στο πλάτωμα ή πήγε μιαν άλλη και στην εκκλησιά; Ούτε να φάει ούτε να παίξει, ούτε να μιλήσει, ούτε να τραγουδήσει ούτε να ψάλει, ούτε να διαβάσει δεν είχε πια όρεξη. Του έμεινε μια λιμόκαψα, μια κρυφοδαγιανιάρα, που τον έτρωγε νύχτα μέρα, τον έλιωνε, του ‘κοβε τα ήπατα, το χρώμα, τη χαρά, όλα!… Ύστερα, η λιμόκαψα δυνάμωσε κι ο Στεφανής, ο μισός απ’ την αδυναμία, ξανάπεσε. Ήταν φανερό, το ‘βλεπαν και το κρυφόλεγαν όλοι: η περιπλεμονία εκείνη τον έριξε σε φτίση. Τόσο που κι ο γιατρός αναγκάστηκε να το πει της μάνας του:
― Ζήναινά μου, το παιδί σου δεν είναι χαλά. Πρέπει ν’ αλλάξει αέρα.
     Το παιδί της, καλέ, το παιδί της;… Τι της έλεγαν τώρα;
     Είδε κι έπαθε να το πιστέψει, να το παραδεχτεί, να αποφασίσει. Ε, δεν ήταν και τόσο εύκολο για μια γυναίκα μονάχη, για μια χήρα όπως να πεις φτωχιά, που δεν είχε άλλο εισόδημα από κάτι λίγα νοίκια. Τι να κάμει όμως, τ’ αποφάσισε· και ξεσηκώθηκε, και κουκούλωσε το Στεφανή, και τον έβαλε σε μια καρότσα, και τον πήγε στο χωριό, το Καταστάρι, σ’ ένα σπιτάκι που της παραχώρησε ο κυρ-Λίγερος, ο κουμπάρος της.
     
     ***
     
     Τίποτα του κάκου!
     Όλο και χειρότερα το παιδί, όλο και χειρότερα.
     Στενοχωριόταν κιόλα στο χωριό, στην ερημιά, στη νέκρα. Καλύτερα στη χώρα. Έχει η μάνα του του έσερνε το κρεβάτι κοντά στο κλειστό παράθυρο και μπορούσε απ’ τα τζάμια να βλέπει το πλάτωμα, τα γειτονόπουλα που έπαιζαν, τους διαβάτες, τ’ άλογα και πέρα τ’ ακρογιάλι, το λιμάνι, τα βαπόρια και τα καράβια που μπαινόβγαιναν, τις βάρκες που βολτάριζαν και τη θάλασσα που απλωνόταν γαλάζια ως τ’ αντικρινά βουνά.
― Μάνα! πάμε στη χώρα! πάμε στο σπιτάκι μας! Εδώ δε μπορώ. Θα πεθάνω!
― Χριστός και Παναγία!… Καλά, παιδάκι μου, πάμε…
     Κι άμα είδε κι απόειδε, η Κωσταντινιά παρακάλεσε τον κουμπάρο να της στείλει από τη χώρα την καρότσα.
     Και να! Τόση χαρά αιστάνθηκε ο Στεφανής, όταν ξαναβρήκε όσα ήξερε και νοσταλγούσε, που αμέσως ξεγύρισε και, για δυο τρεις μέρες, ήταν σαν καλά. Έπειτα όμως ξανακύλησε και χειροτέρεψε. Η μάνα φώναξε πάλι το Στουπάθη. Κι ο γιατρός σήκωσε τους ώμους του σκληρά:
―Τι να σου κάμω τώρα;… Γιατί δεν ακούς; Έπρεπε να τον αφήσεις στο χωριό.
― Θα πέθαινε, ντετόρο μου, θα μου πέθαινε κει πέρα!…
―Και σου φαίνεται πως εδώ θα ζήσει;
―Ας πεθάνει!… Θα πεθάνει κάνε στο σπίτι του. Όχι σ’ ένα ξένο καλυβόσπιτο, στην ερημιά!…
     Έτσι το είπε. Από τη φούρκα της που θύμωσε ο γιατρός γιατί τον παράκουσε. Ειδεμή κάθε άλλο πίστευε παρά πως μπορούσε να πεθάνει ο Στεφανής της από μια λιμόκαψα ή και μια κάψα… Ήταν, καλέ, από τη μεγάλη αρρώστια. Τη γλύτωσε, μα του είχε μείνει αυτή η ντεμπολέτσα, αυτή η αδυναμία. Ε, θα δυνάμωνε. Ούτε θέρμη είχε, ούτε φτίση, δόξα σοι ο Θεός. Τηχτικιάρης ο Στεφανής της; να η ώρα!
     Και τον είχε στο κρεβάτι του, το ‘σπρωχνε την ημέρα κοντά στο κλειστό παραθύρι, και περίμενε υπομονετικά να της «δυναμώσει».
     Μα πού! Ο Στεφανής όλο κι αδυνάτιζε… Είχε περάσει ο χειμώνας, είχε περάσει και το καλοκαίρι, είχαν αρχίσει τα πρωτοβρόχια, πλησίαζε και του αγίου Λουκός. Κι ο Στεφανής στο κρεβάτι, να βλέπει το πλάτωμα και τη θάλασσα και να ρέβει, να λιώνει από μέρα σε μέρα.
     Κι ήρθε καιρός που η δόλια μάνα το πίστεψε για δυνατό και το φοβήθηκε.
     «Αλήθεια; έλεγε. Αλήθεια, θα μου πεθάνει;»
     Κι έγινε τότε σαν τρελή.
     Έκραξε όλους τους γιατρούς της χώρας και τις γιάτρισσες και τους κομπογιαννίτες και τις μάϊσσες ακόμα. Έκανε χίλια γιατρικά, γιατροσόφια, ξόρκια και μάγια. Τον ίδιο καιρό έκανε και θεοτικά κι ύστερα, απελπισμένη από τ’ άλλα ―απορπισμένη όπως το ‘λεγε,― αφοσιώθηκε σ’ αυτά και μόνο. Ό,τι έκανε ο Θεός! Έφερε στο σπίτι του Αγίου το Χέρι, έφερε φυλαχτά και λείψανα, το Τίμιο Ξύλο, ως και το δάχτυλο του άη-Γιάννη του Προδρόμου, που είχε ο παπα-Σαράντης. Έκαμε τάματα σε δέκα εκκλησίες και σε δέκα θαματουργές εικόνες: λαμπάδες ίσαμε το μπόι του παιδιού, κι ασημένια καντήλια ακοίμητα, με το λάδι της χρονιάς τους. Πήγε ξυπόλυτη στο μακρινό ξωκλήσι του Άγιου Στέφανου, να παρακαλέσει τη χάρη του μηνίπως κι έκανε το θάμα για το μικρό συνονόματο. Και μέρα παρά μέρα καλούσε τον παπά της Φανερωμένης, τον ενορίτη, να τον διαβάζει να τον σταυρώνει, να τον αγιάζει.
     Ο παπάς ήταν πια ο γιατρός. Ο Στουπάθης κι οι άλλοι ντετόροι είχαν πάψει τις βίζιτές τους. Ο παπάς τις είχε πολυστέψει. Και συχνά, αφού τέλειωνε τον αγιασμό, την παράκληση, την ευχή, κι ο μικρός άρρωστος, ναρκωμένος από το λιβάνι, κοιμόταν, η κυρα-Κωσταντινιά τον έπαιρνε στην τραπεζαρία να του δώσει τον καφέ. Εκεί ο γιατρός γινόταν πνεματικός. Κλαίγοντας η μάνα του ‘λεγε τον πόνο, το φόβο και την ορπίδα της: Τι άλλο είχε κι αυτή στον κόσμο από κείνο το παιδί; Γι’ αυτό δεν πίστευε ποτέ πως ο Θεός, ο μεγάλος και δίκαιος, θα ‘κανε το άδικο να της το πάρει. Ω, ποτέ! Αν δεν μπορούσαν οι γιατροί, μπορούσε Αυτός. Οι Αγιοί του, οι Ιερείς του, δεν έκαναν άλλο παρά να του το θυμίζουν και να τον παρακαλούν. Πώς μπορούσε το λοιπόν να μην ακούσει;
     Μα ο παπάς που ήξερε καλά την κατάσταση του παιδιού και, μολονότι με τις ευχές του τα ζητούσε κάθε μέρα, δεν πίστευε πολύ στα θάματα ήθελε να προετοιμάσει τη δόλια μάνα για κάθε ενδεχόμενο. Και της έλεγε τα συνηθισμένα:
― Ανεξιχνίαστοι αι βουλαί του Υψίστου, κυρα-Κωσταντινιά μου! Που θα πει πως κρεμόμαστε από το Θεό και πρέπει να υποταζόμασθε με υπομονή στα θελήματά του.
     Η μάνα που καταλάβαινε, θύμωνε τότες, αγρίευε:
―Παπα-Στέλιο! του φώναζε, παπα-Στέλιο! Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός! Είναι
     ψέματα ούλα!
― Ευλογημένη μου… δοκίμαζε να τη μερώσει ο παπάς.
     Τον έκοβε πιο άγρια:
―Ακούς τι σου λέω; Αν πεθάνει ο Στεφανής, δε ματαπιστεύω ούτε σε Θεό ούτε σε τίποτα! Ψέματα ούλα!… Να κλείσετε τις εκκλησίες σας και να πάτε να γίνετε σκαφτιάδες, ψαράδες, φάβροι, μακελαραίοι, ό,τι θέλετε! Και να μας αφήσετε ήσυχους να γεννιόμαστε, να ζούμε, να παντρευόμαστε και να πεθαίνουμε χωρίς τις βοήθειές σας!
― Μη βλαστημάς, ευλογημένη!…
― Εκείνο που σου λέω! Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει τίποτα!
     
     ***
     
     Κι έτσι κάθε μέρα. Του ‘λεγε τον πόνο της και την ορπίδα της δακρυσμένη. Κι έπειτα, ―πολλές φορές πριν την εξερεθίσει ο παπάς με κανένα παρηγορητικό, προειδοποιητικό, αδάκρυτη κι αγριεμένη του φώναζε:
― Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός!
     Τρελαινόταν η δόλια μάνα και μόνο με την ιδέα πως μπορούσε να χάσει το μονάκριβό της φως. Γιατί
     το ‘παμε: Τώρα το πίστευε κι αυτή και το φοβόταν…
     Κι ήρθε μέρα,―συφορά της και μαυρίλα της,― που το είδε με τα μάτια της.
     Σχεδόν στο χρόνο, ανήμερα του Αη-Λουκός, ο Στεφανής ξεψύχησε στην αγκαλιά της σαν το πουλάκι.
     Κι η δόλια μάνα… κράτησε το λόγο της:
     Έπαψε να πιστεύει πως υπάρχει Θεός.
     Ούτε σ’ εκκλησιά ξαναπάτησε, ούτε παπά ξαναφώναξε στο σπίτι της, ούτε τάμα έκανε, ούτε παράκληση, ούτε αγιασμό, ούτε προσευχή. Ένα μνημόσυνο μόνο για τον τύπο και για τον κόσμο, κι έπειτα τίποτα…
     Κι ο παπα-Στέλιος;
     Τη φοβήθηκε! Ναι, ο παπα-Στέλιος φοβήθηκε αυτή τη μάνα που ο Θεός, ο Θεός του, της είχε κάνει τέτοιο άδικο. Τη φοβήθηκε σα να ‘φταιγε και λίγο ο ίδιος. Δεν είχε μούτρα να την ιδεί, δεν είχε στόμα να της μιλήσει. Και την απόφευγε κι αυτός όπως τον απόφευγε κι εκείνη.
     «Άσ’ τη τη δυστυχισμένη, άσ’ τη!…»
     Κι ύστερα από την κηδεία που την είδε και της μίλησε, μα που δεν έλαβε απάντηση, ―η κυρά-Κωσταντινιά λες κι είχε πάθει αφασία,― κι ύστερ’ από το μνημόσυνο, που το ίδιο έμειναν χωρίς απάντηση τα παρηγορητικά του μισόλογα, αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν ξαναϊδωθήκανε. Η μάνα είχε κλειστεί στο μαύρο της σπίτι. Δεν έβλεπε δε δεχόταν, δε μιλούσε με κανένα. Και με τον επιστάτη ακόμα, ―ένα γέρο που της μάζευε τα νοίκια και της έκανε τα ψώνια,― συναγροικιόταν με γνεψίματα.
     Μαυροντυμένη, μπαμπουλωμένη, χλωμή, βουβή, αδάκρυτη, τριγύριζε το μαύρο σπίτι σαν ίσκιος, σα στοιχειό. Μονάχη, ολομόναχη.
     Έτσι πέρασαν μήνες.
     Κι ήρθε η παραμονή των Φώτων κι ο παπα-Στέλιος βγήκε με την αγιαστήρα του.
     «Θα κάμω το ατζάρντο να πάω και στη Ζήναινα, μου φαίνεται πως είναι καιρός», έλεγε στον εαυτό του.
     Μπήκε στο σπίτι. Άγιασε πρώτα στο κάτου, που καθόταν άλλη οικογένεια κι από κει, με φόβο και με τρόμο, τράβηξε προς τη σκάλα του απάνου.
     Τον άκουσε η κυρα-Κωσταντινιά και πετάχτηκε στο κεφαλόσκαλο. Μαυροντυμένη, μπαμπουλωμένη, αδάκρυτη, πιο χλωμή κι από το συνηθισμένο, μα όχι πια βουβά:
― Ποιος είναι; ρώτησε δυνατά, άγρια.
― Αγιασμός! αποκρίθηκε γλυκά ο παπάς από τα πρώτα σκαλιά.
     Είχε σταματήσει. Πίσω του το παπαδοπαίδι, με τον ασημένιο σίγγλο, γεμάτον αγίασμα κι ασημένια λεφτά που κολυμπούσαν.
― Α! έκαμε η κυρα-Κωσταντινιά σαν να ξαφνιάστηκε. Του λόγου σου είσαι, παπα-Στέλιο; Μου κακοφαίνεται πολύ, μα… ξαστόχησες πως έχω κορέτο;
― Δεν έχει να κάμει… ο αγιασμός,… πράγμα του Θεού…
― Όχι, να σε χαρώ κι εγώ… Δε δέχουμαι, δεν αγιάζω…. Είμαι απορπισμένη!
― Μα γιατί, κυρα-Κωσταντινιά μου, γιατί;… Το παιδί σου βρίσκεται ολοένα ψηλά…
― Έννοια σου κι εγώ το ξέρω πού βρίσκεται το παιδί μου! Άσε το παιδί μου εκεί που βρίσκεται κι άσε με και μένα εδώ πα που βρίσκουμαι, έρμη κι απορπισμένη!…
― Το παιδί σου είναι τώρα άγγελος στον παράδεισο!….
― Αλλού, παπά μου, εφτούνα!… Δε ματαπιστεύω γιατρό, δε ματαπιστεύω παπά, δε ματαπιστεύω Θεό! Δε σου είπα πως αν μου πεθάνει το παιδί μου δεν υπάρχει Θεός; Λοιπόν μου πέθανε! Θεός δεν υπάρχει! Παπάς κι αγιασμός δε μου χρειάζεται! Άμε στο καλό!
     Τα είπε δυνατά, στριγκά, με μια φωνή ξεκούρδιστη, από τον καιρό, θα ‘λεγες, που ‘χε να τη μεταχειριστεί. Και με το τελευταίο λόγο, μπήκε μέσα και βρόντηξε την πόρτα.
     Ο παπάς σήκωσε τους ώμους και σταυροκοπήθηκε.
― Πάμε! είπε σιγά στο παπαδοπαίδι.
     Καθώς γύρισε να κατεβεί, είδε τη νοικοκυρά του κάτου και την κόρη της, που άκουσαν τις φωνές και βγήκανε στην πόρτα τους.
― Βουρλίστηκε η κακομοίρα η Ζήναινα, είπε με οίχτο βαθύ. Ε, δεν έχει κι άδικο… Για φαντάσου;
     Και φεύγοντας ο διωγμένος,―σκυφτό, ταπεινωμένο κι αυτό, ακολουθούσε το παπαδοπαίδι με το σίγγλο,― μουρμούρισε για μια ικανοποίηση μπροστά στον κόσμο:
―Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός….
     
 
     
     Οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν.
     «Άσ’ τη τη δυστυχισμένη, άσ’ τη την απορπισμένη!…» έλεγε ο παπα-Στέλιος στον εαυτό του κάθε φορά που το θυμόταν.
     Κι η απορπισμένη ζούσε πάντα κατάκλειστη στο μαύρο της το σπίτι, μονάχη, ολομόναχη, χωρίς παπά, χωρίς γιατρό, χωρίς Θεό…

*Απορπισμένη= απελπισμένη

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΑUDIOBOOK ΕΔΩ:


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο αστερισμός Δράκων + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου - συγγραφέα

  Ο αστερισμός Δράκων + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου - συγγραφέα    ΓΕΝΙΚΑ: Ο Δράκων [Λατινικά: Draco, συντ. Dra] ε...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....