Ετικέτες - θέματα

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα AUDIOBOOK.GR-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα AUDIOBOOK.GR-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

20.11.25

Μια αληθινή ιστορία: Το τέλος ενός παιδιού με καρκίνο! Ο μικρός άγιος από το Φίερι. [κείμενο και AUDIOBOOK] από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 


Μια αληθινή ιστορία: Το τέλος ενός παιδιού με καρκίνο! Ο μικρός άγιος από το Φίερι.

[κείμενο και AUDIOBOOK]

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


[Στον κάθε αη-Δημητράκη, που γεύεται άωρα αλλά αιώνια τον Παράδεισο!]


Πριν από δυο-τρεις χειμώνες, το πρωινό της Πρωτοχρονιάς, στο ογκολογικό του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, στο Ρίο, επικρατεί αναστάτωση. Ο μικρός Δημητράκης ζητάει επειγόντως τον ιερέα του Νοσοκομείου. Θέλει οπωσδήποτε να κοινωνήσει.

Είχε δεν είχε μια ντουζίνα χρόνους στην ασθενική του πλάτη, αλλά τον τελευταίο απ΄αυτούς δύσκολα θα τον υπέφερε κάποιος άλλος. Κι αυτό γιατί, δεκαπέντε μήνες πριν, τού είχε διαγνωστεί η φοβερή αρρώστια. Κι από τότε συνέχεια εκεί στην κλινική, με μικρές διακοπές για το σπίτι στο Αίγιο, όπου οι γονείς του εργάζονταν. Ένας μικρός αλλά συνεχής πονοκέφαλος τον είχε οδηγήσει εκεί. Οι γιατροί διέγνωσαν “καλοήθη νεοπλασία”, όπως ακριβώς το ανακοίνωσαν στον εμβρόντητο πατέρα του, δηλαδή καρκίνο του εγκεφάλου. Έναν καρκίνο που η “καλοήθειά του” ερμηνεύονταν ως μερικοί μήνες ζωής ακόμη ....

Ρώτησα κι έμαθα από την κυρία Νίκη, μια νοσηλεύτρια “παντογνώστη”, πως η καταγωγή των γονιών του ήταν από το Φίερι της Αλβανίας, μα ο ίδιος γεννήθηκε στην Ελλάδα. Οι γονείς του, μα και η πλειοψηφία των μεγαλωμένων στην Αλβανία, όπου μέχρι πριν είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια το να θρησκεύει κανείς θεωρείτο “μαχαιριά” στο μαλακό υπογάστριο των “λαϊκών προλεταριακών ιδεωδών”, ήταν αβάπτιστοι. Έμεναν αρκετά χρόνια στην περιοχή. Ο Δημητράκης, λίγο μετά την είσοδό του στο Νοσοκομείο, θέλησε να βαπτιστεί. Άκουγε για τον Χριστό και ήθελε να γίνει “παιδί” Του, όπως ο ίδιος συχνά έλεγε. Βαπτίστηκε, εντέλει “εις το όνομα του Πατρός και του Υϊού και του Αγίου Πνεύματος”, μετά από κατήχηση από ένα ανδρόγυνο ηλικιωμένων δασκάλων που δεν είχαν δικά τους παιδιά.

Όλοι τον αγαπούσαν πολύ στην κλινική. Και τώρα τις άγιες τούτες μέρες, το δωμάτιό του ήταν γεμάτο από χριστουγεννιάτικα δώρα και γιορτινό διάκοσμο. Ο καρκίνος, όμως, αμείλικτος, είχε προχωρήσει αρκετά και ήδη του είχε στερήσει την όραση! Δεν έβλεπε τίποτε και κανέναν, τουλάχιστον με τα μάτια του σώματός του. Άκουγε όμως με μεγάλη και θαυμαστή υπομονή. Δεν παραπονιόταν. Έλεγε ότι ο Θεός τον αγαπά πολύ. Προσευχόταν και παρακαλούσε και τους γονείς του να κάνουν το ίδιο.

Όσοι τον επισκέπτονταν, συμμαθητές του, δάσκαλοι, γείτονες, αλλά και συγγενείς άλλων νοσηλευομένων, καταλάβαιναν ότι υπήρχε κάτι διαφορετικό σ΄ αυτό το παιδί. Μιλούσε συνέχεια για τον Θεό, ενώ ο λόγος του ήταν πάντα ευγενικός και η όλη του συμπεριφορά, ανεξήγητα, για μας τους “περιλειπομένους, λέγοντες πιστούς είναι”, χαρούμενη! Το πρόσωπο του έλαμπε. Ήθελε να κοινωνά συχνά τα Τίμια Δώρα. Κάποιες φορές, κι αυτό το βεβαίωναν πολλοί νοσηλευτές, φώναζε τη μητέρα του, όταν αυτή βρισκόταν σε κάποιο άλλο χώρο της κλινικής, λέγοντάς της: “Μητέρα, ελα γρήγορα. Φτάνει ο παππούλης με τον Χριστό. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Έλα να με ετοιμάσεις”. Και έτσι γινόταν. Ο ιερέας ερχόταν και έβρισκε τον Δημητράκη καθισμένο στο κρεββάτι του, με ανοιχτό το στόμα, κάνοντας με ευλάβεια τον σταυρό του. Ενώ δε γνώριζε την ακριβή ώρα που θα 'ρχόταν ο ιερέας με τον “Άρτο και τον Οίνο” της Ζωής, με διορατικό χάρισμα, με τα μάτια της ψυχής, που αυτά δε βλάφτηκαν από καμιά ασθένεια, το αντίθετο μάλιστα, τον “έβλεπε” να έρχεται. Τον έβλεπε μ' αυτά τα μάτια της αγιασμένης του παιδικής ψυχής, παρ' όλο που παρεμβάλλονταν δυο κλειστές πόρτες που χώριζαν το θάλαμό του από τον διάδρομο πού ερχόταν ο ιερέας. Μια σύγχρονη Σαμαρείτισσα, που εθελοντικά φρόντιζε το παιδί, όταν η μητέρα του κατ΄ ανάγκην έφευγε προσωρινά από κοντά του, η κυρία Μαρία Γ., το βεβαιώνει. “Κυρία Μαρία, θέλω κάτι να σας πω”, της είπε μία μέρα. “Όταν έρχεται ο παππούλης με τον Χριστό, τον βλέπω στις σκάλες πού ανεβαίνει και δίπλα του υπάρχουν δυο ψηλοί, όμορφοι άνθρωποι με ολόασπρη στολή πού γέρνουν προς τα Τίμια Δώρα και με ανοιχτά τα χέρια τους το προστατεύουν”.

Είχε αποκτήσει, όμως, κι άλλο χάρισμα ο Δημητράκης. Ο Θεός του έδωσε, φαινεται, άφθονη γεύση Παραδείσου, αμείβοντας την υπομονή του στα σωματικά του βάσανα. Έτσι, όταν κάποτε ένας από τους γιατρούς που τον φρόντιζε τον ρώτησε: “Τί κάνεις, Δημητράκη, πώς πάμε;”, εκείνος χαμογελαστός του απάντησε: “Κύριε γιατρέ, μπορώ να σας πώ από κοντά;” Και πλησίασε το προσωπάκι του στο γιατρό που είχε καθίσει κοντά του. “Εγώ είμαι καλά. Εσείς μην στενοχωριέστε πού έφυγε η γυναίκα σας. Ο Θεός θα είναι μαζί σας γιατί είστε καλός άνθρωπος”. Ο γιατρός έμεινε λίγο ακίνητος. Κανείς δεν ήξερε το θλιβερό γεγονός πού είχε συμβεί την προηγούμενη ήμερα στο σπίτι του, ότι δηλαδή η γυναίκα του τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλον!

Την τελευταία φορά πού κοινωνάει, μια Πρωτοχρονιά, λίγο πριν το Μεγάλο του Ταξίδι, δεν μπορεί πλέον να μείνει καθιστός στο κρεβάτι, αλλά υποδέχεται με χαρά και λαχτάρα τον Χριστό ξαπλωμένος. “Ευχαριστώ πολύ”, ψελλίζει και μετά κοιμάται... Ο ιερέας, όταν την άλλη μέρα πήγε στο νεκροτομείο να διαβάσει στον Δημητράκη το τρισάγιο, έλεγε στους παρισταμένους: “Τέτοιο λείψανο πρώτη φορά στην ζωή μου βλέπω”. Και πράγματι, το πρόσωπο του, ήταν χαμογελαστό, αφού είδε τον αγαπημένο του Κύριο, το πρόσωπό του ήταν λαμπρό, αφού πήρε το φως Του. Κι ο παριστάμενος βοηθός στο νεκροτομείο ακόμη λέει σ΄ όλους πως είχε το χρώμα του κεχριμπαριού!

Konsatntinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK EΔΩ: 


13.11.25

Ο Κερκέζος του Ιωάννη Κονδυλάκη Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

 


Ο Κερκέζος

του Ιωάννη Κονδυλάκη 

Κείμενο και AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου


  Εἰς τοῦ Σαϊτονικολῆ ἐμοίραζαν τοὺς πρώτους σισανέδες ποῦ ἔφερε τὸ Πανελλήνιον. Μὲ τοὺς ἄλλους ἐπῆγε καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς νὰ πάρῃ, ἀλλ’ ἐνῷ ἔφθασεν ἐκ τῶν πρώτων, ἐπλησίασε μὲ τοὺς τελευταίους, ὅταν ἔμειναν ἀκόμη τέσσερα ἢ πέντε μόνον τουφέκια καὶ οἱ ἀπαιτηταὶ ἦσαν δεκαπέντε καὶ περισσότεροι. Ὁ Ἀναγνώστης ὁ Πλατῆς, καθήμενος, κατέγραφεν ἐκείνους ποῦ ἐλάμβαναν ὅπλα· ὁ δὲ Σαϊτονικολῆς, ὄρθιος, τὰ ἐμοίραζεν, ἀπευθύνων εἰς ἕκαστον μίαν εὐχήν:

— Καλορρίζικο! Τιμημένο νὰ τὸ βαστᾷς καὶ τιμημένο νὰ σὲ βγάλῃ! καὶ ἄλλα τοιαῦτα.

Ὁ Ἀνδρουλιός, ὑποχωρῶν εἰς ὅλους, ἀπωθούμενος καὶ οὐδένα ἀπωθῶν, ἐκινδύνευε νὰ μὴ πάρῃ τίποτε· ἀλλ’ ἐπὶ τέλους εὑρέθη ἐνώπιον τοῦ Σαϊτονικολῆ, ὅστις ἦτο γυρισμένος τὴν στιγμὴν ἐκείνην πρὸς τὴν γωνίαν ὅπου ἀνέκειντο τὰ ὅπλα καὶ ὅστις ἐστράφη κρατῶν ἕνα σισανέν. Ἦνοιγε δὲ τὸ στόμα νὰ εἴπῃ τὴν ἀπαραίτητον εὐχὴν καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς ἐκινήθη νὰ πάρῃ τὸ τουφέκι, ὅτε ὁ Σαϊτονικολῆς τὸν εἶδε καὶ ἔκαμε κίνημα ἐκπλήξεως καὶ δισταγμοῦ.

— Μωρέ, δὲν ἀφήνεις, καϋμένε Ἀνδρουλιό, νὰ τὸ πάρῃ κιανεὶς ἄλλος; τοῦ εἶπε μὲ δυσφορίαν ἀνθρώπου, ὅστις ἀναγκάζεται νὰ φανῇ σκληρός. Ἐσὺ… εἶντα νὰ σοῦ πῶ;

Ὁ Σαϊτονικολῆς ἤθελε νὰ εἴπῃ: Ἐσὺ τί νὰ τὸ κάμῃς; καὶ ὁ Ἀνδρουλιός, ὅσον καὶ ἂν ἦτο πρᾷος καὶ ταπεινός, ἐταράχθη· δὲν εἶπεν ὅμως τίποτε, ἀλλ’ ἀπεσύρθη ἀποσβολωμένος εἰς μίαν ἄκραν, ὡς νὰ μὴ ἔβλεπε τὴν θύραν διὰ νὰ φύγῃ. Ὁ Σαϊτονικολῆς μετενόησεν ἀμέσως καὶ ἐλυπήθη διὰ τὴν σκληράν του φράσιν ἀλλ’ ἦτο πλέον ἀργά, διότι ἄλλοι έσπευσαν καὶ ἥρπασαν τὰ ὑπολειπόμενα τουφέκια, χωρὶς μάλιστα νὰ περιμένουν τὴν εὐχήν.

— Μωρέ, τὠπίστεψες αὐτὸ ποῦ σοὖπα, Ἀνδρουλιό, κι’ ἀφῆκες νὰ πάρῃ ἄλλος τὸ τουφέκι; ἐφώναξε πρὸς αὐτὸν γελῶν διὰ νὰ συγκαλύψῃ τὸ πρᾶγμα. Ἐγὼ σἐθάρρουνα γιὰ πλειὰ ξυπνητό. Γιάε, μωρέ, νἀφήσῃ νὰ τοῦ πάρῃ ἄλλος τὸ τουφέκι!

— Δὲ θέλω σισανέ, καπετὰ Νικολῆ, ἀπήντησεν ὁ Ἀνδρουλιός. Καλλίτερα ποῦ τὸν ἐπῆρε ἄλλος. Ἔχω μιὰ παλιολαζαρίνα ἐγώ… κάνει κι’ αὐτὴ δουλειά.

Καὶ τὰ ἔλεγεν αὐτὰ χωρὶς πικρίαν, χωρίς παράπονον· ἐμειδία μάλιστα τώρα τὸ σύνηθες καλοκάγαθον μειδίαμά του, ἀλλ’ εἰς τὰ γαλανά του μάτια ἐκυλίετο ἕνα δάκρυ.

Ὅταν ἐξῆλθε, τὸν ἐπλησίασεν ὁ συγγενής του Μαρογιάννης καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἀγανάκτησιν:

— Μωρέ, γιὰ ὄνομα Θεοῦ, δὲν ἔχεις ψυχή, δὲν ἔχεις άνθρωπιά; Δὲν φτάνει ποῦ δὲ σοὔδωκε τουφέκι ὁ βιλάνος ὁ Σαϊτονικολῆς, ἀλλὰ σοὐκανε καὶ τέτοια προσβολάρα, καὶ σὺ ἐκόντεψε να τοῦ πῇς σπολάτη!

— Ὁ ἄνθρωπος εἶπε τὴν ἀλήθεια. Σὰ δὲν ἔχει τουφέκια για ὅλους, καλλίτερα νὰ τὰ πάρουν οἱ καλοὶ καλοί. Αὐτὸς εἶνε καπετάνιος καὶ κατέχει.

Τὸ κακό του τὸν καιρὸ κατέχει.

— Κιἂν δὲ τὸ κατέχει αὐτός, τὸ θωρῶ μοναχός μου ἐγώ. Εἶμαι κακουρές, ἀνεμάθρωπος, εἶπεν ὁ Ἀνδρουλιὸς μὲ ὀλίγον πεῖσμα, τὸ ὁποῖον ἀπηυθύνετο μᾶλλον κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του.

— Σῶπα λέω καὶ τσ’ ἄντρες δὲν τσοὶ ζυγιάζουνε σὰν τὰ ζωντόβολα. Ἐγὼ δὲν κάνω καλλίτερο μου κανένα. Σ’ ὅλο τὸ ὕστερο χαίρεται κι’ ὁ κόρακας τὴ φωνή του σὰν καὶ τἀηδόνι. Νὰ συλλογιστῇς σκιᾶς τοὺς συγγενεῖς σου ποῦ τοὺς ντροπιάζεις.

— Μὰ ἤθελες δὰ νὰ μαλώσωμε γιὰ ἕνα τουφέκι;

— Ναί, γιατὶ ὅποιος δὲ μιλεῖ τόνε θάφτουνε.

— Ἐγὼ ἔχω τὴν κακολαζαρίνα· ἄλλοι δὲν ἔχουνε μουδὲ καλαμομπιστόλα. Καλὰ ἔκαμε ὁ Σαϊτονικολῆς καὶ μ’ ἀπομούρισε.

— Αὐτὴ τὴν κεφαλὴ νὰ βαστᾷς καὶ καλὰ θὰ πᾷς. Θὰ γενῇς ἀνεμπαίγνιδο τοῦ χωριοῦ.

Καὶ ὁ Μαρογιάννης ἀπεμακρύνθη μὲ ἀγανάκτησιν, αἰσχυνόμενος διότι εἶχε τοιοῦτον συγγενή.

Ὁ Ἀνδρουλιὸς ἦτο νέος ἄνθρωπος, τριάντα περίπου ἐτῶν, κοντακιανός, μὲ παχὺ ξανθὸ μουστάκι, μὲ κνήμας ἰσχνάς, περὶ τὰς ὁποίας κατωλίσθαιναν καὶ ἐζάρωναν τὰ στιβάνια. Ὡς νέος καὶ αὐτὸς καὶ ἄγαμος μάλιστα, προσπάθει κάπως νὰ κομψεύεται, ἠγάπα τὸν χορὸν καὶ ἐφαίνετο αἰωνίως ἐρωτευμένος. Τὸ βέβαιον ὅμως εἶνε ὅτι οὔτε οἱ ἄλλοι, οὔτε αὐτὸς ἐγνώριζε ποίαν ἠγάπα. Ἡ καρδία του ἦτο πλήρης ἀγάπης, ἥτις, μὴ εὑρίσκουσα μέρος νὰ σταματήσῃ, ἐπτερύγιζεν ἀσκόπως, τρεφομένη μὲ ὄνειρα· Ἠγάπα τὸ θῆλυ, ἡ δὲ ἀγάπη του, ἡ ὅλως πλατωνικὴ καὶ νεφελώδης, τὸν ἐκράτει εἰς διηνεκῆ ἐλαφρὰν μέθην, ἐκδηλουμένην μὲ ἤρεμον εὐθυμίαν. Ἀπὸ τὸ στόμα του ἀνέβλυζεν ὡς λάλον ὕδωρ τραγούδημα σιγανόν, καὶ καθ’ ἃς ὥρας εἰργάζετο εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ ὅταν τὸ βράδυ βράδυ ἐμφανιζόμενος εἰς τὰ δώματα παρετήρει τὰς ἐπιστρεφούσας ἐκ τῶν ἀγρῶν παρθένους. Καὶ ἐγνώριζεν ἄπειρα δίστιχα καὶ τὰ περιπαθέστερα μέρη τοῦ Ἐρωτοκρίτου.

Ἀλλὰ μὴ ὑποθέσῃ κανεὶς ἐκ τούτου ὅτι ὁ Ἀνδρουλιὸς ἦτο ἐλαφρὸν καὶ μάταιον ὑποκείμενον. Ὀλίγοι ἦσαν φιλόπονοι ὡσὰν αὐτὸν εἰς τὸ χωριό. Ἄμα ἐτελείωνε τὰς ἀγροτικάς του ἐργασίας, ἐπηγγέλλετο ἐπί τινας μήνας τὸν κτίστην, εὕρισκε δὲ καιρὸν ἐν τῷ μεταξὺ νὰ ἐπιτηρῇ καὶ τὸν νερόμυλον τὸν ὁποῖον εἶχε μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἦτο καθ’ ὑπερβολὴν θρῆσκος, ἐπροσκύνα ὅλα τὰ εἰκονίσματα τῆς ἐκκλησίας καὶ ἐθεώρει θεάρεστον ἔργον νὰ ἐκτελῇ χρέη νεωκόρου, νὰ κρούῃ τὸν κώδωνα, νὰ φέρῃ φωτιὰν διὰ τὸ θυμιατόν, νἀνάβῃ καὶ περιποιῆται, τὰ κανδήλια, νὰ βοηθῇ τὸν ἱερέα κατὰ τὰ βαπτίσια· ἐλυπεῖτο δὲ διότι δὲν ἐγνώριζε γράμματα διὰ νὰ δύναται νὰ ἐκτελῇ χρέη ψάλτου, ἀλλ’ οὐχ ἧττον καθ’ ὅλην τὴν λειτουργίαν δὲν ἔπαυε νὰ συνοδεύῃ μὲ σιγανὸν μουρμούρισμα τὴν ψαλμῳδίαν.

Δὲν περιωρίζετο δὲ ἡ εὐσέβειά του μόνον εἰς ἐξωτερικοὺς τύπους, ἀλλ’ εἶχεν ἀληθεῖς χριστιανικὰς ἀρετάς. Ἀπὸ τὸ στόμα του δὲν ἐξήρχετο ποτὲ ψυχρός λόγος καὶ τόσον ἦτο καλοκάγαθος καὶ ταπεινός, ὥστε οἱ χωριανοὶ τὸν ἐφαντάζοντο ὡς μὴ δυνάμενον νὰ κακοποιήσῃ καὶ Τοῦρκον ἀκόμη.

Δὲν εἶχε κανένα ἐχθρὸν φυσικά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπην τὴν ὁποίαν ἐνέπνεε δὲν ἔλειπεν ὀλίγη εἰρωνία. Εἰς τοῦτο δὲ συνετέλει πρὸ πάντων ἡ κατασκευή του ἡ σχεδὸν καχεκτικὴ καὶ τὸ μικρόν του ἀνάστημα. Καὶ ὅταν εἰς τὸν χορὸν ἐπεδείκνυεν εὐστροφίαν κ’ ἐχοροπήδα, αἱ γυναῖκες ἐδάγκωναν τὰ χείλη των διὰ νὰ μὴ ξεκαρδισθοῦν καὶ ἐψιθύριζαν μεταξύ των μὲ μικροὺς σπασμωδικοὺς γέλωτας:

— Διάολε, ἀντρίτσι τ’ Ἀντρουλιό!

Ἀλλ’ ὁ Ἀνδρουλιὸς καὶ ὅταν φανερὰ ἔβλεπεν ὅτι τὸν ἐχλεύαζαν, δὲν ὠργίζετο, οὔτε ἐδυσθύμει· ἐνίοτε μάλιστα συνεμερίζετο τοὺς γέλωτας καὶ ἐπήδα δυνατώτερα τῶν ἄλλων ὡς διὰ νὰ διασκευδάζῃ περισσότερον τοὺς θεατάς.

Δὲν γνωρίζω ἐὰν διὰ τῶν ὑπερβολικῶν τούτων χοροπηδημάτων ἤθελε νὰ ἐπιδείξῃ καὶ παληκαρισμόν· τὸ βέβαιον εἶνε ὅτι οὐδέποτε ἐπροκάλεσεν ἔριδας καὶ προκαλούμενος ὑπεχώρει.

Ἐννοεῖται ὅτι τοιαῦται ἀρεταὶ δὲν ἐνοοῦντα ὑπὸ τῶν πολλῶν· καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς δὲν εἶχε μὲν ἐχθρούς, ἀλλὰ δὲν εἶχε καὶ θαυμαστὰς καὶ ἡ μεγάλη του ἀνεξικακία ἐθεωρεῖτο ὡς δειλία, ἡ δὲ ὑπερβολική του ἀγαθότης ὡς πνευματικὴ πτωχεία. Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι. Καὶ εἶνε βέβαιον τῳόντι ὅτι ὁ Ἀνδρουλιὸς δὲν ἦτο φωστῆρας. Ἔπειτα ἐκεῖνό του τὸ ἀνάστημα, ἐκεῖνο τὸ σκαρί του… Πῶς νὰ δώσῃς σπουδαίαν σημασίαν εἰς ἕνα τέτοιο «ἀντρίτσι», ὡς τὸν ἀπεκάλουν αἱ γυναῖκες;

Ἐγέλα λοιπὸν ὁ κόσμος μαζῆ του· ὅταν δὲ ἤρχισεν ἡ ἐπανάστασις καὶ ἠκούσθη ὅτι ὁ Ἀνδρουλιὸς παρεσκευάζετο νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὸν πόλεμον, ἀνεκάγχασαν καὶ τὰ νήπια. Πάει στὸ διάολο ή Τουρκιά! Τινὲς ἐξέφραζαν τὸν φόβον ὅτι δὲν ἤξευρε νὰ κάμῃ χρῆσιν τοῦ τουφεκιοῦ καὶ ἄλλοι ὅτι θὰ τὸ ἐγέμιζε μέχρι στομίου· κάποιος δὲ ἐβεβαίωνεν ὅτι ὁ Ἀνδρουλιὸς ἐξελάμβανε τὸν πόλεμον ὡς χειροπάλαιμα, διὸ καὶ εἶχε κόψει τὰ μαλλιά του σύρριζα διὰ νὰ μὴ τὸν πιάνουν ἀπ’ αὐτὰ οἱ Τοῦρκοι.

Ὡς εἴδαμεν, καὶ αὐτὸς ὁ καπετάνιος ὁ Σαϊτονικολῆς, δὲν εἶχε καλλιτέραν περὶ αὐτοῦ ἰδέαν. Ἀλλ’ ὁ Ἀνδρουλιὸς δὲν ἐμνησικάκησε· μετά τινας ὥρας μάλιστα ἐφαίνετο ὡς νὰ εἶχε παντελῶς λησμονήσει τὴν πικρὰν τοῦ ὁπλαρχηγοῦ φράσιν. Καὶ εἰς τὴν πρώτην ἁψιμαχίαν ἔλαβε μέρος μὲ τὴν λαζαρίναν του. Τί γέλια ἔγειναν μ’ ἐκείνην τὴν παλιολαζαρίναν, τῆς ὁποίας τὸ σπασμένο κοντάκι ἦτο δεμένον μὲ σπάγγους καὶ ἡ ὁποία εἶχε μάκρος τριῶν πήχεων!

— Μωρ’ αὐτό, Ἀντρουλιό, εἶνε τοῦ Διγενὴ τοῦ Σαραντάπηχου τὸ τουφέκι! τοῦ εἶπε κάποιος.

Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς μάχης τὸν ἔχασαν· εἶχεν ἀναμιχθῆ ἴσως μὲ ξενοχωριανοὺς ἤ, τὸ καὶ πιθανώτερον, εἶχε κρυφθῆ. Μόνον δὲ κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν τὸν ἐπανεῖδαν, καὶ τὸ φέσι του ἦτο τρυπημένον ἀπὸ δύο σφαίρας. Ἐξάπαντος τὸ εἶχε κρεμάσει καὶ τὸ ἐπυροβόλησε μὲ τὴ λαζαρίνα του. Τοὐλάχιστον ἐξησκεῖτο εἰς τὴν σκοποβολήν.

Ἀλλ’ εἰς τὴν ἑπομένην μάχην ἡ κακολογία ἐβουβάθη. Ὁ Ἀνδρουλιὸς ἐμάχετο ὄρθιος, ἐντελῶς ἀπροφύλακτος. Ἐνόμισαν ὅτι τὸ ἔκαμνεν ἐξ ἀγνοίας τοῦ κινδύνου καὶ τοῦ ἐφώναζαν νὰ πιάσῃ μιτερίζι, ἀλλ’ ὁ Ἀνδρουλιὸς δὲν ἠθέλησε ν’ ἀκούσῃ.

— Ἐμένα δὲ μὲ πιάνει μπάλλα, εἶπε μετὰ τὴν μάχην.

— Δὲν σὲ πιάνει μπάλλα; Πῶς τὸ κατέχεις;

— Ἔχω τίμιο ξύλο.

— Ἀλήθεια;

— Ἔχω αὐτό, ἀπήντησεν ὁ Ἀνδρουλιὸς σοβαρῶς καὶ ἔκαμε τὸν σταυρόν του. Δὲν τὸ κατέχετε; Ὅποιος κάνει τὸ σταυρό του ἅρμα ἔχει στὸ πλευρό του.

Μετά τινα καιρὸν ἀπεβιβάσθησαν ἐθελονταὶ εἰς τὴν ἐπαρχίαν. Ἀμέσως ὅμως στρατὸς τουρκικὸς πολυάριθμος τοὺς κατεδίωξε μέχρι τοῦ ὀροπεδίου τοῦ Λαπάθου, ὅπου τοὺς περιεκύκλωσεν. Ἐθελονταὶ ἐφονεύθησαν πολλοί, θὰ ἐξωλοθρεύοντο δὲ ὅλοι ἂν δὲν τοὺς ἐβοήθει ἡ ὁμίχλη καὶ ἂν ἔλειπαν οἱ ἐντόπιοι ἐπαναστάται, οἵτινες ὑπεστήριξαν τὴν ὑποχώρησίν των καὶ τοὺς ὡδήγησαν νὰ διαφύγωσι δι’ ἀτραπῶν καὶ χαραδρῶν.

Μεταξὺ τῶν Κρητῶν ἦτο καὶ ὁ Ἀνδρουλιός, ὅστις πολλοὺς ἐθελοντὰς ἔσωσεν. Εἰς τὸ ἀνακάτωμα δ’ ἐκεῖνο κ’ ἐντὸς τῆς ὁμίχλης διέκρινεν ἐγγύτατα ἕνα φοροῦντα ὑψηλὸν σκούφον.

— Ἀπὸ δῶ, πατριώτη! τοῦ ἐφώναξε. Μὴν πᾶς ἀπ’ αὐτοῦ, θὰ πέσης στσοὶ Τούρκους.

Ὁ φορῶν τὸν ὑψηλὸν σκούφον διηυθύνθη πρὸς αὐτόν, ἀλλ’ ὅταν ἐπλησίασεν, ὁ Ἀνδρουλιὸς διέκρινεν ὅτι ἦτο Κιρκάσιος. Δὲν ἐπρόφθασεν ὅμως νὰ τὸ καλοσκεφθῇ καὶ ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον κατ’ ἀρχὰς εἶχε νομίσει ὡς ἐθελοντὴν ὥρμησε κατ’ αὐτοῦ μὲ τὴν λόγχην.

Ὄπισθεν τοῦ Ἀνδρουλιού ἦτο κρημνὸς στρωμένος μὲ χαλίκια· ἡ δὲ ἀπόστασις ἡ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Κιρκασίου ἦτο τόσο μικρά, ὥστε δὲν ἔλαβε καιρὸν νὰ στρέψῃ κατὰ τοῦ ἐχθροῦ τὴν δολιχόσκιον λαζαρίναν…

Ἡ λόγχη ἐπήρχετο κατὰ τοῦ στήθους του, ἀλλ’ ὁ Ἀνδρουλῆς συγχρόνως ἐρρίπτετο εἰς τὸν κρημνὸν μὲ μίαν ἀναφώνησιν:

— Θεὲ Δημητρίου!

Καὶ μετὰ πατάγου, παρασύρων τοὺς χάλικας, κατεκυλίσθη εἰς τὸν κρημνόν, προπορευομένης μὲ τὸν μεταλλικόν της θόρυβον τῆς λαζαρίνας. Εἰς τὸ κάτω μέρος ἔμεινεν ἀκίνητος. Ὁ δὲ Κιρκάσιος, ἀφοῦ ἐπί τινας στιγμὰς τὸν ἔβλεπε κατακυλιόμενον, τώρα ἐζήτει μέρος διὰ νὰ κατέλθῃ μέχρις αὐτοῦ καὶ τὸν αἰχμαλωτίσῃ ἢ τὸν ἀποτελειώσῃ. Ἐπὶ τέλους εὗρε μονοπάτι καὶ ἤρχισε νὰ κατεβαίνῃ· ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον ἐκινήθη καὶ ὁ Ἀνδρουλιός. Ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου εἶχε βοηθήσει τὸν νέον Νέστορα, ὅστις μόνον ἀσημάντους τινὰς ἐκδορὰς καὶ ἐλαφρὰν ζάλην εἶχε πάθει. Ἀλλὰ μόλις ἐσηκώθη, ἠκούσθη πυροβολισμὸς καὶ μία σφαῖρα ἐπέρασε πλησίον του. Ἡ λαζαρίνα ἦτο ἐνώπιόν του καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς τὴν ἤρπασεν, ἔρριψε ταχὺ βλέμμα εἰς τὴν πιάστραν καὶ κρὰκ-κράκ! τὴν ἔστρεψε κατὰ τοῦ Κιρκασίου…

Νέος πυροβολισμὸς ἀντήχησεν εἰς τὴν χαράδραν καὶ ὁ Κιρκάσιος κατεκυλίσθη μέχρι τῶν ποδῶν τοῦ Ἀνδρουλιοῦ νεκρός…

Τὴν ἐπιοῦσαν ἔξαφνα ἐνέσπειρε πανικὸν εἰς τὸ χωριὸ ἡ κραυγή: —Τοῦρκοι! Κερκέζοι!

Ὁ κόσμος ἔγεινεν ἄνω κάτω· καὶ ἄλλοι μὲν ἔτρεχαν νὰ πάρουν τὰ τουφέκια των, ἄλλοι νὰ προφυλάξουν τὰ παιδιά των, ἄλλοι ν’ ἀποκρούσουν τὴν εἰσβολήν. Ἀλλ’ ἀντὶ Τούρκων καὶ Κιρκασίων, είδαν ένα μόνον Κιρκάσιον, ὅστις παραδόξως ἔφερεν ἐπ’ ὤμου δύο τουφέκια, ἔνευε δὲ μακρόθεν καθησυχαστικῶς καὶ ἐφώναζεν ἑλληνιστί:

— Μώρ’ ἐγώ ’μαι, ἐγώ ’μαι! Μὴ φοβᾶσθε!

Δύνασθε νὰ φαντασθῆτε τὸν θαυμασμὸν καὶ ἔπειτα τὴν εὐθυμίαν τῶν χωριανῶν, ὅταν ἀνεγνώρισαν τὸν Ἀνδρουλιὸν ἐντὸς τοῦ κιρκασιανοῦ ἱματισμοῦ, ὁ ὁποῖος, σημειώσατε, τοῦ ἤρχετο ὀλίγον μακρὺς καὶ ὑπὲρ τὸ δέον πλατύς.

Τὸν ὑπεδέχθησαν μὲ ἀλαλαγμὸν χαρᾶς, καὶ περικυκλώσαντες αὐτὸν τὸν ἠρώτων, ἐνῷ συγχρόνως μετὰ περιεργείας ἐξήταζαν τὸν καυκάσιον ἱματισμόν του, τοῦ ὁποίου τὸ στῆθος ἐκάλυπτον ἀλλεπάλληλοι σειραὶ φυσιγγιοθηκῶν.

Παρακάτω συνήντησαν τὸν καπετάνιον, τὸν Σαϊτονικολῆν, καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς τοῦ προσέφερε τὸ ὅπλον τοῦ Κιρκασίου λέγων:

Αὐτὸ τὸ σισανεδάκι πρέπει νὰ τὤχῃς τοῦ λόγου σου, καπετὰν Νικολῆ.

Ὁ Σαϊτονικολῆς παρετήρησε μὲ θαυμασμὸν καὶ πόθον τὸ ὡραῖον καὶ ἐλαφρὸν ὅπλον. Ἀλλ’ ἐνθυμηθεὶς ἴσως τὴν προσβολὴν τὴν ὁποίαν εἶχε κάμει πρὸς τὸν Ἀνδρουλιόν, τοῦ εἶπε μὲ φωνὴν στενοχωρημένην:

— Ὄχι, ὄχι. Ἐσὺ τὸ πῆρες, ἐσὺ νὰ τὤχῃς.

Ὁ Ἀνδρουλιὸς ἀπήντησεν ἠρεμώτατα καὶ φυσικώτατα:

— Ἐγὼ θὰ πάρω ἄλλο, καπετάνιο.

Ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὁ Ἀνδρουλιὸς ἐπωνομάσθη Κερκέζος.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ: 


2.11.25

Πίστομα Κωνσταντίνος Θεοτόκης Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 Πίστομα 

Κωνσταντίνος Θεοτόκης 

Κείμενο και AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 

 Όταν ύστερα από την αναρχία πού'χεν ανταριάσει τον τόπο δίνοντας εις όλα τα κακά στοιχεία το ελεύτερο να πράξουν κάθε λογής ανομία, η τάξη είχε πάλε στερεωθεί, κ' είχε δοθεί αμνηστία στους κακούργους, τότες επίστρεφαν τούτοι απ' τα βουνά κι από τα ξένα στα σπίτια τους, κι ανάμεσα στους άλλους που ξαναρχόνταν, εγύριζε στο χωριό του κι ο Μαγουλαδίτης Αντώνης Κουκουλιώτης.  Είτουν τότες ώς σαράντα χρονών, κοντός, μαυριδερνός, μ' όμορφα πυκνά σγουρά γένια και με σγουρότατα μαύρα μαλλιά. Το πρόσωπό του είχε χάρη και το βλέμμα του είτουν χαϊδευτικό και ήμερο αγκαλά κι αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές· το στόμα του όμως είτουν μικρότατο και κοντό δίχως χείλια.  Ο άνθρωπος τούτος, πριν ακόμα ρεμπελέψουν ο κόσμος, είχε παντρευτεί. Κι όταν πήρε των βουνών το δρόμο, για το φόβο της εξουσίας, άφηκε τη γυναίκα του μόνη στο σπίτι και τούτη δεν του εστάθη πιστή, αλλά με άλλον (νομίζοντας ίσως πως ο Κουκουλιώτης είτουν σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος) είχε πιάσει έρωτα κι απ' τον έρωτα τούτον είχε γεννηθεί παιδί που άξαινεν ωστόσο χαριτωμένα και που η γυναίκα περσά αγαπούσε.  Εγύριζε λοιπόν ο ληστής στο χωριό του την ώρα όπου βάφουν τα νερά. Κ' εμπήκε ξάφνως σπίτι του χωρίς κανείς να το προσμένει, εμπήκε σα θανατικό, αναπάντεχα τέλεια, κ' εκατατρόμαξεν η άτυχη γυναίκα, ετρόμαξε τόσο, που, παίρνοντας το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά, τό'σφιγγε στα στήθια της τρεμάμενη, έτοιμη να λιγοθυμήσει και χωρίς να δύναται να προφέρει λέξη καμία.  Αλλά ο Κουκουλιώτης πικρά χαμογελώντας τής είπε:  "Μη φοβάσαι γυναίκα. Δε σου κάνω κανένα κακό, αγκαλά και σου πρέπουν. Είναι το παιδί τούτο δικό σου; Ναι; Μα όχι δικό μου! Με ποιον, λέγε, τό'χεις κάμει;"  Τ' αποκρίθη εκείνη λουχτουκιώντας.  "Αντώνη, τίποτε δε μπορώ να σου κρούψω. Το φταίσμα μου είναι μεγάλο. Μα, το ξέρω, κ' η εγδίκησή σου θά'ναι μεγάλη· κ' εγώ, αδύνατο μέρος, και το νήπιο τούτο, που από το φόβο τρέμει, δε δυνόμαστε να σ' αντρειευτούμε. Κοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ. Κάμε από με ό,τι θέλεις, μα λυπήσου το άτυχο πλάσμα που δεν έχει προστασία."  Καθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν η όψη του αλλά δεν την αντίκοβγε. Ετσώπασε λίγο κ' έπειτα της είπε:  "Γυναίκα κακή! Δεν ρωτώ τώρα ουδέ συμβουλή σου, ουδέ σε λυπούμαι, ουδέ το λυπούμαι. Τ' όνομα εκεινού θέλω. Εσέ δε θα σε πειράξω. Δε μολογάς το; θα το μάθω· το χωριό όλο γνωρίζει με ποιον εζούσες και τότες θα θυσιάσω και τους τρεις σας, θα πλύνω τη ντροπή πόχω λάβει από σας, πλάσματα άτιμα!"  Εμολόησε. Κι ο Κουκουλιώτης εβγήκε αμέσως. Κι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι, εβρήκε τη γυναίκα στον ίδιο τόπον ασάλευτη με τ' αποκοιμισμένο τέκνο στην αγκάλη· τον αναντράνιζε. Μα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη ύπνον βαθύν ώς το ξημέρωμα.  1 Την άλλην ημέραν αφού εξύπνησαν της είπε.  "Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μού'χουν αρπάξει, καθώς μού'χε πάρει και σε ο σκοτωμένος."  "Τον σκότωσες!"  Την ημέραν εκείνην ο ήλιος δεν εφάνη στην Ανατολή γιατί ο ουρανός είτουν γνέφια γιομάτος και το φως μετά βιάς επλήθαινε.  Κι ο Κουκουλιώτης βάνοντας φτιάρι και τσαπί στον ώμο εδιάταξε τη γυναίκα να τον ακολουθήσει μαζί με το παιδί της, κ' έτσι εβγήκαν κ' οι τρεις από το σπίτι.  Και φτάνοντας εις το χωράφι που είτουν πολύ νοτερό ακόμα από την πρωτυτερνή βροχή, ο ληστής εβάλθη να σκάψει λάκκο.  Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του είτουν χλωμό και ο ίδρος, που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος. Το σταχτί φως που έπεφτε από τον ουρανό εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο· το χινόπωρο την αυγήν εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη. Η γυναίκα εκοίταζε περίεργη κι ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε με τα γουλιά και με τα χώματα που ανάσκαφτεν ο κακούργος. Κ' εφάνη για μια στιγμήν ο ήλιος κ' εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νηπίου που αγγελικά χαμογελούσε.  Κι ωστόσο ο λάκκος είτουν έτοιμος, κι ο Κουκουλιώτης, ακουμπώντας στο φτυάρι, είπε της γυναικός του:  "Βάλ'το πίστομα μέσα".  

[Από τις Κορφιάτικες ιστορίες]

ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ: 


28.10.25

Ο εγγονός της Μαρίας + ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας, συγγραφέα

 

-Διήγημα-

Ο εγγονός της Μαρίας + ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

[Στα τριακόσιες χιλιάδες αγέννητα παιδιά και στις θαρραλέες, “αντρειωμένες” μάνες]


  “Ακίνητοι! Αστυνομία! ... Μην αγγίξει κανείς τα χρήματα!”, φώναξε αυστηρά ένας από τους δύο αστυνομικούς μπαίνοντας στο γραφείο του γιατρού Βανάλη.

Η ηλικιωμένη κυρία σηκώθηκε από την καρέκλα κάτωχρη και κρέμασε αμήχανη τα χέρια της στο πλάι του κυρτού κορμιού της. Ο γιατρός προσπάθησε να ψελλίσει κάτι σαν “μα... δεν ...”, αλλά δεν ακούστηκε ούτε αυτό, παρά μόνο κάτι σαν αναστεναγμός από το μισάνοιχτο στόμα του. Το ίδιο συνέβη και με τον σοβαρό σαραντάρη και τη σύζυγό του στα δεξιά του γιατρού.

“Συλλαμβάνεστε και οι τέσσερις για αγοραπωλησία βρέφους!”, ακούστηκαν αργά και σοβαρά τα λόγια του ίδιου αστυνομικού.

................................. ................................

Πώς ήταν να γίνει αυτό στο σπίτι της! Η 17χρονη κόρη της κυρα-Μαρίας, χήρας εδώ και μια δεκαετία, σκληρά εργαζόμενης σαν παραδουλεύτρα σε σπίτια διαφόρων ευκατάστατων στη γειτονιά, να μπλέξει έτσι! Αυτά συλλογιζόταν η Μαρία καθώς έβαζε τα πόδια της στη λεκάνη με το ζεστό νερό -έτσι έκανε κάθε βράδυ μετά από εκατοντάδες ανεβοκατεβάσματα σκαλιών και άλλων τόσων “κρεμασμάτων” και γονατισμάτων σε βεράντες, υαλοπίνακες, ντουλάπες, πατώματα, κ.τ.λ. που ΄κανε κάθε μέρα για χρόνια- ανακουφίζοντάς τα από τα χρόνια αρθριτικά που τη βασάνιζαν. Πώς κι αυτό στην τύχη της! Να μπλέξει η μικρή, η Όλγα της, με κείνο το “αλητάκι απ΄ το σχολειό” της! Εκείνη στα δεκαεπτά κι ο άλλος στα δεκαεννιά. Βλέπεις, ο ασυλλόγιστος, “που να μην έσωνε, στην ευκή του κι αυτός”, είχε παρατήσει δυο χρόνια την τάξη και ρεμπέλευε εδώ κι εκεί ψευτοδουλεύοντας. Κι ακόμη, το “παλιόπαιδο” δεν αναγνώριζε ότι το παιδί ήταν, λέει, “στα σίγουρα δικό του”! “Αχ! Τι παλιόπαιδο κι αυτό κι οι γονείς του που αδιαφόρησαν κι ετούτοι...”

Με τέτοιες σκέψεις, κάπως ανακουφισμένη απ΄ τα “πόνια της” έστρωσε να φάνε με την κόρη της. Σαν αποφάγαν, πήγε να τη μαλώσει και πάλι, μα εκείνη άρχισε να κλαίει και το μετάνιωσε. Στο τέλος έφτασε να την παρηγορεί σα μικρό κοριτσόπουλο και να την πάει κατόπιν στο κρεβάτι της λέγοντάς της μαλακά: “Θα δούμε, κάτι θα μας φωτίσει κι η Παναγιά!” Όταν της μικρής πήρε να απαλύνει ο πόνος της κι άρχισε να σκεπάζει τα υγρά της μάτια η γλυκιά λάρα του ύπνου, η Μαρία πήγε και στάθηκε κάτω απ΄ το εικονοστάσι της κρεβατοκάμαράς της, πλάι στη φωτογραφία του αγαπημένου της, πρόωρα “αναπαμένου”, άντρα της.

Την άλλη μέρα το πρωί, μοιράστηκε τις σκέψεις της με την Όλγα. Το παιδί που ΄κρυβε στα σπλάχνα της, ένα παιδί που το βεβαίωσε κι ο γιατρός στο Νοσοκομείο ότι σαλεύει μέσα της, δε θα το σκότωναν. Ναι, γι΄ αυτή, την πάντα πιστή στο Θεό κυρά-Μαρία, αλλά και για την ίδια την κόρη της, η έκτρωση ήταν ένας φόνος! Το παιδί θα το γεννούσε η μικρή! Το ίδιο απόγευμα μάλιστα η μάνα εξήγησε στην Όλγα ότι η ξαδέλφη της, η Λένα στην Αθήνα, θα φρόντιζε και για τη γέννα και για τα μετά τη γέννα. Εκείνη, λέει, είχε μιλήσει με γιατρό στην πρωτεύουσα ο οποίος της σύστησε ένα άτεκνο ζευγάρι. Μάλιστα, εκείνοι θα φρόντιζαν για τις διατυπώσεις, τα γραφειοκρατικά κι όλα τα έξοδα της κυρά-Μαρίας, γιατρούς δηλαδή και τα δέοντα. Το μόνο που ρώτησε την ξαδέρφη της η Μαρία ήταν αν το ζευγάρι ήταν πιστοί χριστιανοί. Μετά την καταφατική απάντηση, μάνα και κόρη συμφώνησαν κι η Όλγα κατηφόρισε προς το σπίτι της Λένας στην Αθήνα για τους επόμενους 8-9 μήνες. Βλέπεις η κυρά-Μαρία ήθελε να αποφύγει και το σκάνδαλο από την “καθωσπρέπει” κοινωνία, ένα σκάνδαλο που θα φούντωνε όσο θα μεγάλωνε και η “απόδειξη” της εγκυμοσύνης της μικρής “άγαμης”!

Εκείνο το παγωμένο πρωινό του Μάρτη, όπως τα 'φερε η “κατάρα” της τύχης, των νόμων, της συγκυρίας, της υποκρισίας, κι ό,τι άλλο έβαζε ο νους της δύστυχης, η κυρία Μαρία βγήκε, τυλιγμένη στο παλιό ξεφτισμένο παλτό της, από ένα φτηνό ξενοδοχείο της Ομόνοιας και κατευθύνθηκε στην Κλινική, όπου δυο μέρες νωρίτερα η κόρη της έφερε στη ζωή ένα πανέμορφο αγοράκι. Φορτωμένη ανάμικτα συναισθήματα, πήγε στο θάλαμο που νοσηλευόταν η κόρη της, αντάλλαξαν δυο τρεις κουβέντες, τη φίλησε στοργικά στο μέτωπο κι από 'κει κατευθύνθηκε στο γραφείο του γιατρού. Η ψυχή της ήταν σκοτεινιασμένη, όχι τόσο για την κατάληξη που από στιγμή σε στιγμή αναμενόταν, αλλά γιατί συλλογιζόταν πως αλλιώς περίμενε τις χαρές της Όλγας της. Όμως, μέσα στην καταχνιά της, ήταν και χαρούμενη γιατί η εξέλιξη ήταν η καλύτερη δυνατή: “το παιδί δε μακελλεύτηκε” -την έλεγε συχνά αυτή τη φράση- από “κάναν γιατρό”, πρόωρα, όπως της πρότειναν διάφοροι καλοθελητές, αλλά έζησε, κι ακόμη, ένα ζευγάρι που δε μπορούσε να κάνει παιδιά, θα αποκτούσε το δικό τους αγγελούδι και το βρέφος δε θα κατέληγε σε κάποιο απ΄ αυτά τα “ανάδοχα ιδρύματα”, όπως αποκαλούνται πια, στην εποχή της “νέας ονοματολογίας” που τώρα διανύουμε, τα ορφανοτροφεία.

    Μ΄ αυτές τις σκέψεις χτύπησε την πόρτα του γιατρού, μ΄ αυτές τις σκέψεις έδωσε το χέρι της στο ζευγάρι των Αθηναίων που την περίμενε, ώσπου .... εισέβαλε αυστηρά, στεγνά κι αποφασιστικά ο Νόμος!

   Το επόμενο πρωινό οι εφημερίδες βούιξαν: ΕΜΠΟΡΙΟ ΒΡΕΦΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ, ΓΙΑΓΙΑ ΑΠΟ ΕΠΑΡΧΙΑ ΠΟΥΛΑΕΙ ΤΟ ΕΓΓΟΝΙ ΤΗΣ, και άλλοι τέτοιοι βαρύγδουποι και πηχαίοι τίτλοι πλημμύριζαν τις προθήκες των περιπτέρων απ΄ άκρη σ΄ άκρη της χώρας ...

Η μικρή Όλγα, σαν τα 'μαθε ολα αυτά κι αφού κατακάθισε ο κουρνιαχτός της επικαιρότητας, θυμήθηκε κάτι που 'μαθε στο σχολειό της, κάτι που έγραψε ο εθνικός μας ποιητής, και τότε κατάλαβε τη σημασία του για τα καλά: “Όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος!

konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-ΑUDIOBOOK ΕΔΩ: 


24.10.25

Γιάννης Μαρής: Ένας ξένος στην πόλη - AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

               Γιάννης Μαρής:

 Ένας ξένος στην πόλη - AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου 

  Ο Ιάσονας Νεγρεπόντης παίρνει το τρένο για την Ανθούπολη. Στη διαδρομή γνωρίζεται με το δήμαρχο της πόλης και ιδιοκτήτη ενός από τα δύο ξενοδοχεία της.

Με έκπληξη ο δήμαρχος μαθαίνει ότι ο περίεργος επισκέπτης ήρθε με σκοπό να συναντήσει την οικογένεια Κελαΐδη, που μένει στο "κόκκινο σπίτι", ένα κάστρο που απέχει μία ώρα από την πόλη. Τι γυρεύει από την παράξενη αυτή οικογένεια ο Νεγρεπόντης; Τη γνωρίζει από παλιά; Και πώς θα καταφέρει να την επισκεφτεί, αφού εδώ και χρόνια δεν δέχεται επισκέψεις από κανέναν; Εκείνον θα τον δεχτεί;
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ - ΑUDIOBOOK ΕΔΩ: 


4.10.25

Ο ΑΝΑΠΟΔΙΑΣΜΕΝΟΣ του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (1889) κείμενο και AUDIOBOOK, διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

 

Ο ΑΝΑΠΟΔΙΑΣΜΕΝΟΣ του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (1889)

κείμενο και AUDIOBOOK, διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου


   Την κοινήν περιέργειαν είχε διεγείρει η γρηά-Σπύραινα την παραμονήν των Χριστουγέννων. Βεβαίως κατά τας ακριβεστέρας παρατηρήσεις άλλων της γειτονίας γραϊδίων — και είνε τα παρατηρητικώτερα των λογικών ζώων τα όντα ταύτα πανταχού — δωδεκάκις από της αυγής μέχρι της δεκάτης ώρας της πρωίας είχεν εμφανισθή επί του Βράχου, της υψηλοτέρας θέσεως της νησιωτικής κωμοπόλεως, από της οποίας εφαίνετο το πέλαγος.

 — Τι έπαθε θα 'πω αυτηνιδά; Επανελάμβανον αι γραίαι, βλέπουσαι την γρηά Σπύραινα να πηγαινοέρχεται ασθμαίνουσα — κατώκει έξω προς τα Αλώνια, — εις τας εσχατιάς της κώμης.

Ενίοτε προσέκοπτεν επί εργάτου, όστις φορτωμένος την φοβεράν εκείνην κλίμακα, αφού επεράτωσε την επισκευήν στέγης τινός, μετέβαινεν εις άλλην οικίαν προς τον αυτόν σκοπόν. Τα «μερεμέτια» αυτά είνε συνηθέστατα εις τα χωρία τώρα τον χειμώνα, ότε οι υετοί και οι άνεμοι, και το παχύ της χιόνος στρώμα προ πάντων, μετατοπίζουσι συνεχώς τας κεράμους, μεταβάλλοντες τας πτωχάς στέγας εις κόσκινα.

Άλλοτε πάλιν η γρηά Σπύραινα εκ της πολλής αυτής αφαιρέσεως επάτει μέσα εις το κατάλευκον κατώφλιον οικίας τινός, το οποίον μόλις προ μικρού είχε λευκανθή διά της ασβέστου, επισύρουσα κατά της κεφαλής της, και των ποδών της, η πτωχή χιλίας-δυο βλασφημίας, αίτινες εις τοιαύτας περιστάσεις ως βρωμεραί μυίαι περιίπτανται περί την πολίχνην.

Αλλ' η γραία ουδέ ήκουεν. Έβλεπε μόνον. Ναι, έβλεπεν η πτωχή το πέλαγος ισταμένη επί της σκοπιάς, επί του ανεμομύλου εκείνου, εφ' ου αυθαδώς προσέκρουον όλοι οι άνεμοι.

 — «Ούτε καράβια 'στό γιαλό, ούτε πουλιά 'στόν κάμπο!»

Εμουρμούριζεν η γραία και υπέστρεφε περίλυπος, ενώ ο βορράς έπνεε μετ' ακαθέκτου μανίας, μεταβάλλων εις νέφη της θαλάσσης τα κύματα.

Η ημέρα επροχώρει και ο βορράς εξηγριούτο φοβερώτερος. Έπνεεν ήδη επί μίαν εβδομάδα. «Παλάβωσε» κατά την έκφρασιν της γρηάς Σπύραινας. Εις τα βουνά έστιλβον αι χιόνες, και ο βορράς εμαίνετο εις το πέλαγος, όπερ παρίστα εικόνα ορχουμένων κυμάτων, τα οποία κατά διαστήματα συγκρουόμενα, ιδίως κατά τας δεινάς του ανέμου περιτροπάς, εξηρεύγοντο αφρώδη βροχήν, εξανεμουμένην εις συριγμόν οξύτατον, υφ' ου αντήχουν αι σπηλαιώδεις ακταί. Ουδέν ιστίον εις τον έρημον πόντον. Τα πλοία μικρά και μεγάλα έμενον αποκεκλεισμένα, αποφεύγοντα το δαιμόνιαν όρχημα, όπερ αρέσκεται να έχη συντρόφους όπερ στυγνούς και κατηφείς μόνον βράχους. Και αυτοί οι αλιείς, απελπισθέντες πλέον, έθεσαν εντός σάκκων τα δίκτυα, έσυραν υψηλά εις την ακτήν τας αλιάδας και καθήμενοι εις τα παράλια καφενεία έπαιζον σκαμπίλι τραβούντες ηδυπαθώς τον ναργιλέ των.

* *
*

Ήτο πλέον δειλινόν. Εν τη αγορά συνηθροίσθησαν ικανοί νησιώται, ακούσαντες την βραγχνήν σάλπιγγα του κρεοπώλου, ης ο ήχος εξήρχετο ως τυλιγμένος εντός των σκληρών γρυλλισμών του σφαζομένου χοίρου. Ο κρεοπώλης ούτος υπηρετήσας ως σαλπιγκτής εις τον στρατόν, εφύλαξε την σάλπιγγα, ανάμνησιν ευάρεστον του πολυπαθούς στρατιωτικού βίου, και συνήθιζε κατά τας επισήμους ημέρας του κρεοπωλείου του «να βαρή αυτήν», ως έλεγε καλών τους αγοραστάς. Εννοείται ότι η παραμονή των Χριστουγέννων ήτο μία των επισημοτάτων ημερών του κρεοπωλείου του σαλπιγκτοκρεοπώλου αυτού, ερχομένη μετά τεσσαρακονθήμερον νηστείαν, καθ' ην οι κρεοπώλαι των χωρίων μεταβάλλονται εις γεωργούς. Και αντήχει λοιπόν την ώραν εκείνην η σάλπιγξ ως τεθραυσμένη λάγηνος κ' εγρύλλιζον οι σφαζόμενοι χοίροι γοερώς, και εις όλην αυτήν την κρεοπωλοταραχήν εκυριάρχει βιαία πάντοτε η θαλασσοταραχή.

 — «Ούτε πουλί πετάμενο!» Ηκούσθη και πάλιν μονολογούσα η γρηά- Σπύραινα επί του Βράχου. «Παλάβωσεν ο παλαβοβοριάς». Κ' έβλεπε προς το μυκώμενον πέλαγος, περισυνάγουσα το μαύρον ιμάτιον διά των χειρών της και την κατάμαυρον μανδήλαν της, ης αι άκραι επιμόνως παριηρπάζοντο. Εστρέφετο δε ν' απέλθη, ότε εσταμάτησεν αυτήν νεαρός ναύτης, κατερχόμενος εις την αγοράν, κατάκλειστος εις την γούναν του, τον ρωσσικόν κούκον του και τα βαρύτατα ως σιδηροπέδας υποδήματά του.

 — Τ' είνε θεια Σπύραινα! εχαιρέτισεν ο ναύτης.

 — Τι νάνε, παιδί μου!

«Επόνεσαν τα μάτια μου την θάλασσα να βλέπω
τους γεμιτζήδες να ρωτώ και σένα ν' απαντέχω».

Ηγάπα η καλή γραία ν' απαντά διά διστίχων, δι' ων συνεχώς ηύφραινε την καρδίαν της, μυρόνουσα ούτω την ανάμνησιν του απόντος υιού της.

 — Τον Γεωργάκη περιμένεις, θεια Σπύραινα;

 — «Ανάθεμα όπερ μαραγκούς που φτιάνουν τα καράβια
και παν και ξενητεύοννται τ' ώμορφα παλληκάρια».

Δι' άλλου διστίχου απήντησε πάλιν η γραία· και αφηρέθη θεωρούσα τα φοβερά κύματα, τα οποία κατ' εκείνην την στιγμήν εθραύοντο τοσούτον οργίλως επί της εν μέσω του λιμένος ξηράς νησίδος, ως να ήθελον να εκριζώσωσιν αυτήν.

 — Δεν μου λες, θεια Σπύραινα, ηρώτησεν ο ναύτης, με ποιον είνε ο Γεωργάκης;

 — Με τον καπετάν Κωνσταντή πλειο! τον περιμένουμε απ' τη Σαλονίκη. Πήγαν αλάτι απ' ταις Φώκαις.

 — Με τον καπετάν Κωνσταντή! ήρξατο γελών ο ναύτης. Με τον αναποδιασμένον; και κάθεσαι και καρτερείς, θεια Σπύραινα! Θα τον θύμωσαν οι ναύταις, θα τον πείραξεν ο Γεωργάκης, ως χορατατζής που είνε, και θα την έσπασε την παληο- καϊάσα. Ξέρεις τι αναποδιασμένος που είνε; Καλά Χριστούγεννα, Θεια-Σπύραινα!

Προσέθηκεν ο ναύτης, και κατήλθε προς την αγοράν καταλιπών την γραίαν άναυδον, προσπαθούσαν να εμποδίση δύο μεγάλα δάκρυα ως αδάμαντας λάμψαντα εις τους οφθαλμούς της.

Κάτι ήξευρεν η γραία, κάτι είχεν ακούσει περί του καπετάν Κωσταντή, και ήρχισαν εις την μητρικήν καρδίαν της, μέσα βαθειά, ν' αναπηδώσι φόβοι τινές αόριστοι, αλλά πάντοτε ύποπτοι και πιθανοί. Και ενώ προηγουμένως είχεν αποφασίσει, διερχομένη εκ του κρεοπωλείου, να προμηθευθή και ολίγον κρέας και ολίγον χοιρινόν, ήδη τόσον ελυπήθη, ώστε επανήλθεν εις την οικίαν με κενάς τας χείρας και μόνον κατεγίνετο να κομίση εις τον φούρνον το Χριστουγεννιάτικο ψωμί, όπερ εύρε «γινόμενο» και την «κοκκώνα», το εξ άρτου εκείνο με το λευκόν ωόν ανθρωπάριον, δώρον των Χριστουγέννων προς τον αναμενόμενον υιόν της.

Και ήσαν εκεί παραφυλάττοντα και δύο μικρά εγγονάκια της, τρέμοντα εκ του ψύχους με κρεμασμένας αγκυλωτάς τας δύο χείρας των, μελανιασμένας υπό του βορρά, με τους δακτύλους εσχηματισμένους, ως πράγκες, το αλιευτικόν εκείνο όργανον, δι ου συλλαμβάνουσι τους εχίνους.

Ήσαν τέκνα άρρενα και τα δύο της θυγατρός της, ορφανά πατρός τα δυστυχή, κοιμώμενα και εγειρόμενα εις τον έρημον της «μανούς» οίκον, όνπερ επλήρουν άλλοτε με τας φλυαρίας των και άλλοτε με τα κλαύματά των. Η μήτηρ των επήγαινεν εις τους αγρούς «μεροκάματο» διά να ζη.

 — Εν ήθ' ο μπαμπάς, μανού; ηρώτησαν και τα δύο συγχρόνως περί του αναμενομένου θείου, όστις οσάκις ήρχετο, εκόμιζεν αυτοίς ποικίλα «ταξειδιώτικα δώρα».

Η γραία δεν απήντησεν αρχίσασα να κατασκευάζη και άλλας δύο κοκκώνας διά τους μικρούς της εγγονούς.

 — Τώνε αύϊο κιας, μανού; ηρώτα ο είς των μικρών, ιστάμενος ένθεν του σοφρά, εφ' ου η γραία έπλαθε την «κοκκώναν».

 — Τούφιι του τυΐ, μανού, η κουούνα; έλεγεν ο έτερος, ιστάμενος εκ του άλλου μέρους και υπονοών την αστείαν παράδοσιν, ότε μετά τας απόκρεω η κορώνη αφαιρεί τον τυρόν από της οικίας καθ' όλην την τεσσαρακοστήν, και φέρει τούτον πάλιν κατά την ημέραν του Πάσχα. Ταύτα διηγείτο πολλάκις η γραία, ανατρέφουσα τους μικρούς της εγγόνους. Αλλ' ήδη η θεια Σπύραινα τώρα δεν ωμίλει. Η υπόνοια ην προ μικρού ως αστειότητα της έρριψαν, ανεστάτωσε την καρδίαν της.

 — Πού είν' ο καϊκάτζαους, μανού; ηρώτησε πάλιν ο έτερος των μικρών.

 — Του βάδ' ιγώ θα πω του ταγούδ', σα θη ου μπαμπάς Γιουγάκης, είπε και ο έτερος.

Κ' εξηκολούθουν ούτως αι ερωτήσεις ατελείωτοι, εις τας οποίας η γραία ουδέν απήντα. Μόνον διελογίζετο πάντοτε και ενίοτε οι διαλογισμοί της εξεστομίζοντο θρηνωδώς:

 — Ακούς να πάη με τον αναποδιασμένον!

Δεν είνε παράξενο επάνω εις το γενάτι του να την έσπασε την παληοσακολέβα του.

* *
*

Ο καπετάν-Κωνσταντής, ον οι αστείοι και παιγνιώδεις πάντοτε και είρωνες πολλάκις νησιώται απεκάλουν «αναποδιασμένον», ξηρός και αυστηρός πλοίαρχος, εξήκοντα πέντε ετών, διεκρίθη εν τη νεότητι αυτού διά την φιλεργίαν και ναυτικήν του ικανότητα, και την «ξυπνάδα του», ως έλεγον εν τη νήσω. Αρξάμενος από της ακτοπλοΐας και επεκτείνων κατ' αρχάς τας ναυτικάς γνώσεις του μέχρι Πτελεού και Στυλίδος, ετόλμησε πρώτος αυτός να επιδείξη βρίκιον της πατρίδος του, την «Ευαγγελίστριαν», εκατόν πέντε τόννων, εις τους λιμένας της Μαύρης θαλάσσης και του Ποταμού, και το αρχαϊκόν φέσι του εις την Μασσαλίαν, όπου — ειρήσθω εν παρόδω — τον υπεχρέωσαν οι λιμενικοί φύλακες, όταν εξήλθε να «πρατηγάρη», να επανέλθη εις το πλοίον του με την λέμβον, τρία μίλια μακράν, ίνα καλλωπισθή ενδυόμενος ευπρεπέστερον. Και όμως ο Καπετάν-Κωνσταντής εξήλθε πάλιν ως ήτο — ίδιος και απαράλλακτος — με την διαφοράν ότι εγύρισε μόνον το προσφιλές φέσι του ανάποδα και το εφόρεσεν άνω των ώτων ολίγον. Εις το επεισόδιον τούτο απέδιδε και το απονεμηθέν εις αυτόν επίθετον, προσπαθών τάχα να λησμονή την αιτίαν την άλλην, δι' ην τω απεδόθη υπό των ευφυών νησιωτών.

Και πώς ηρέσκετο να διηγήται μετά ταύτα ο ίδιος το επεισόδιον τούτο.

 — Άμα εφθάσαμε 'ς το Λιμεναρχείο, έλεγε, — ξεπλατιαστήκαμε 'ς τα κουπιά — μας ερωτά ο φύλαξ:

 — Ποιος είν' ο καπετάνιος;

 — Νά! εγώ είμαι! Σηκόνομαι και τους λέγω. Τι; δεν με γνωρίζετε; Και εστάθηκα ντούρος. Εσήκωσα και το φέσι μου κομμάτι παραπάνω — εσυνήθιζεν ο καπετάν Κωνσταντής να το φορή πάντοτε μέχρι των ώτων και των οφθαλμών.

 — Να σου πω, καπετάνιο μου, απαντά ο φύλακας. Καλό είναι για σε το φέσι σου, αλλά για το λιμενάρχη δεν είνε διόλου καλό. Εκτός αν θέλης να παρουσιασθής για καρβουνιάρης.

Και εξεκαρδίζετο από τα γέλοια διηγούμενος το επεισόδιον τούτο ο καπετάν Κωνσταντής. Άλλως εις το χωρίον του ήτο γνωστός. Εβαρύνετο τα πολλά λούσα. Το βρακί του βαθύ κυανούν ποτε, ωραίον γεράνιο, είχεν υπολευκανθή εκ της πολυκαιρίας. Γηράσκουσι, βλέπετε, και τα ρούχα. Και δεν προσεβλήθη μόνον υπό του γήρατος, ως ο μύσταξ του κατόχου του, αλλά και υπό της τρικυμίας, διότι η άλμη επικολλήσασα, ως επί των αλιέων, εσχημάτισεν αναμέσον των αραιών πτυχών στίγματα υπόφαια ως θαμπά άστρα. Ούτω και οι ναύται γηράσκουσιν, ως το βρακί του καπετάν Κωνσταντή και υπό των ετών και υπό της θαλάσσης. Τα έτη κυρτούσι την ράχιν των, και η άλμη ασπρίζει τας τρίχας της κεφαλής των. Τα σαλονικιό πάλιν καποτάκι του εκ κιτρινωπού σκουτίου ήρχισε να μαυρίζη οικτρώς, εν ώ το φέσι του απολέσαν το λαμπρόν χρώμα του και την επί της κορυφής γαλανήν φούνταν, καταντήσασαν τελευταίον ως ακαλήφην, διεκρίνετο μόνον διά την μαύρην γύρω πλατείαν γραμμήν, σχηματισθείσαν μετά τριακονταετή θαλασσοβρεγμένον βίον. Και το ηγάπα το φέσι εκείνο ο ευλογημένος. Το ελάτρευε σχεδόν.

 — Νά βρε! έλεγε προς τους πειράζοντας αυτόν νεανίας. Μ' αυτό το φέσι, βρε σεις, επήγα εγώ μέσ' 'ς τη Μαρσίλια. Aϊντήτε και σεις ντε; Να! Και κάμπτων τον αγκώνα, προσέθετεν επίδεικτικώς:

 — Κοτσάνι!

Και τωόντι ο ευφυής ούτος ναύτης εσχηματίσθη εις πλοίαρχον μόνος του. Από της ογκώδους βάρκας αρξάμενος, δι' ης εκόμιζεν ες Αγίου Όρους κομβολόγια και σφραγίδας και φλάσκας, εμελέτησε τόσον σοφώς τα των ανέμων και καιρών και αστέρων, ώστε προεγνώριζεν όλας του καιρού τας μεταβολάς. Όσον αφορά την μελέτην της πυξίδος, είχεν άλλα «σημάδια», ως έλεγε, πολύ ασφαλέστερα και γνωστά μόνον εις αυτόν. Εις άκρον δε οικονόμος και αποβλέπων πάντοτε εις την πρόοδον κ' επιζητών να υπερβή τους άλλους νησιώτας, ως ο δελφίν ο αγωνιζόμενος εις τον πλουν και υπερπηδών τους άλλους συγκολλυμβητάς του, ένα μόνον είχε σκοπόν, να ναυπηγήση βρίκιον. Και το κατώρθωσεν.

Οποία χαρά ως μαρτιάτικος ήλιος τον περιέλουεν, όταν πρώτην φοράν καταπλεύσας εις την νήσον με τα καινουργές βρίκιον εκ του Δουνάβεως, επεβιβάζετο διά της λέμβου εις το λιμεναρχείον, κωπηλατούντων των ναυτών, εν ώ αυτός εκαμάρωνεν ως γυφτοσκέπαρνον πίσω εις την πρύμνην, στίλβων όλος υπό τας ερυθράς λάμψεις του φεσίου του — τότε το είχεν αγοράσει — με την γαλανήν φούνταν, ανεμιζομένην ελαφρώς, φέρουσαν ακόμη το λευκόν χαρτίον, δι' ου οι τεχνίται προφυλάττουσι τας μεταξωτάς αυτής κλωστάς, ίνα μη συμπλεκόμεναι αποξαίνωνται.

Αλλ' είχε μίαν μεγάλην ιδιοτροπίαν ο καπετάν Κωνσταντής, προελθούσαν εκ της πολλής πεποιθήσεως περί τας ναυτικάς γνώσεις του.

Δεν ηνείχετο οδηγίας και παρατηρήσεις εκ μέρους των ναυτών, είτε κατά τον χειρισμόν των ιστίων, είτε κατά την εν γένει διεύθυνσιν του πλοίου. Οσάκις δε ναύται, αγνοούντες την ιδιοτροπίαν του, ήθελον να οδηγήσωσι τάχα τον καπετάν Κωνσταντήν, ούτος έπραττεν όλως το εναντίον, έστω και με βλάβην πολλάκις του πλοίου του.

Τρις είχε προσαράξει την «Ευαγγελίστριαν» επί βράχου, διότι κατά τον πλουν τω υπεδείχθη παρά ναύτου να προσέξη, επειδή εκεί που ην ύφαλος, άγνωστος τάχα εις αυτόν. Και ο καπετάν Κωνσταντής την εγνώριζεν. Ήξευρε όλαις ταις ξέραις, ως έλεγε, να περάση με κλειστά 'μάτια, αλλά «του ήρχετο άσχημα να τον δασκαλεύουν τα παιδιά του».

Όταν τω υπεδείχθη ποτέ γνωστή εις αυτόν ύφαλος:

 — Συ θα με μάθης, βρε αγράμματε;

Είπεν ο καπετάν Κωνσταντής θυμωμένος, εν ώ ως δεξιώτατος ναυτικός ήτο έτοιμος να στρέψη την πρώραν και παρακάμψη την ύφαλον. Αλλ' επειδή τω εγένετο παρατήρησις, «δασκάλεμα» ως έλεγεν, ίνα μη φανή ότι οδηγείται, αυτός «που είχε φάγει τη θάλασσα με τη χούφτα», εξηκολούθησε να πλέη κατ' ευθείαν και ιδού:

 — Κραφφφ! έτριξεν η Ευαγγελίστρια επί της υφάλου, εν ώ ο καπετάν Κωνσταντής, θυμωμένος ακόμη, προσέθετεν:

 — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!

Ευτυχώς και τας τρεις φοράς ουδέν έπαθε το ξύλινον σώμα, εφ' ου εξεθύμαινε πάντοτε η παράδοξος ιδιοτροπία του καπετάν Κωνσταντή.

Και εν ώραις μεν γαλήνης κ' ευδίας, ότε το πλοίον και η θάλασσα «πήζουσιν», οι δε ναύται δεν γνωρίζουσι πώς να διασκεδάσωσι την αφόρητον ανίαν της απλοίας, ή όταν ούριον πνεύμα ευαρέστως ωθή το πλοίον προς τα εμπρός και μαλακά-μαλακά ως τολύπη βάμβακος προσπίπτουσιν επί των πλευρών τα κύματα, γλυκά μινυρίζοντα, και δρόσος απολαυστική κατέρχεται από των ιστίων, ήτις τόσον καθηδύνει τους ναύτας, ώστε ανεπαισθήτως ν' αρχίζωσι το άσμα, εν ταις τοιαύταις γλυκείαις ώραις δεν είνε παράδοξον αν ενίοτε οι ναύται έπαιζον με την επικίνδυνον αυτήν ιδιοτροπίαν του καπετάν Κωνσταντή. Το κάτω κάτω της Γραφής θα εξεθύμαινεν αύτη επί των μαύρων πλευρών της Ευαγγελιστρίας ή επί του φεσίου του πλοιάρχου της. Αλλ' εν ώρα ανεμώδει και κελαινή τρικυμία μετά δέους οι ναύται περιίσταντο άναυδοι και ευπειθείς, δειλοί μη τυχόν λέξις τις αυτών άκαιρος προσκρούση εις του καπετάν Κωνσταντή το κτηνώδες ένστικτον, όπερ διόλου δεν ήτο παράδοξον να τους πνίξη καμμίαν ημέραν «έτσι στα χορατά!»

Η γρηά-Σπύραινα θέλεις από τον γεννηθέντα εν εαυτή φόβον, θέλεις από την υπερβολικήν ελπίδα — κουράζει, βλέπετε, και η πολλή ελπίς — απέκαμε περί την ώραν του εσπερινού και δεν εφάνη πλέον εις τον Βράχον. Ήτο και τόσον δριμύ το ψύχος! Ουχ' ήττον ακροωμένη τας πνοάς του απαύστως βοΐζοντος βορρά, συχνάκις επανελάμβανεν:

 — Ούτε πουλί πετάμενο! . . . Ελησμόνησε και τα προσφιλή της δίστιχα και τα άφινεν ημιτελή.

Και πάλιν διελογίζετο παρά την εστίαν καθημένη:

 — Τίποτε παράξενο, παιδί μου, να τον κοντραστάρισαν τον Αναποδιασμένον και να πήγαν όλοι σύψυχοι!

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν τα δύο μικρά εγγονάκια της, ερχόμενα από τον φούρνον με της κοκκώναις εις την αγκαλιά ζεσταίς-ζεσταίς ακόμη:

 — Ο μπαμπάς, μανού, ο μπαμπάς!

Και μόλις ηδύναντο ν' αναπνεύσωσιν εκ της πνιγούσης αυτά χαράς.

Η γραία ως ν' αφυπνίσθη από 'ληθάργου επετάχθη από της εστίας όπου εκάθητο, και ήλθεν εις την θύραν, ότε βλέπει την γειτόνισσάν της:

 — Τα συχαρήκια! Ήλθ' ο Γιωργάκης!

 — Ήλθε, παιδί μου;

Ετούτο μόνον μισομπερδευμένον απήντησε, κ' εξήλθε προς την παραλίαν τρέχουσα, εν ώ κατόπιν της ηκολούθησαν μέχρι τινός οι δύο μικροί με της κοκκώναις 'ς την αγκαλιά θερμαινόμενοι.

Ο καπετάν-Κωνσταντής συνήθιζε πάντοτε τα Χριστούγεννα να τα κάμνη εις την πατρίδα του. Εύρισκε τρόπον πάντοτε να διέρχηται δι' αυτής κατά τας αγίας αυτάς εορτάς. Ποιμήν τις από πρωίας ιδών πλοίον κατερχόμενον από του Θερμαϊκού, ανήγγειλε τούτο εις την γραίαν, ήτις ως είδομεν από πρωίας παρετήρει το πέλαγος. Και αληθώς περί την εσπέραν εφάνη πλησίστιον πλοίον, κάμπτον την προ του λιμένος ξηράν νησίδα και στρέφον να εισέλθη διά λοξοδρομιών εις αυτόν, διότι την ώραν εκείνην έπνεε δριμύτατος βορειανατολικός. Επειδή κατά την στροφήν είχε τον άνεμον εναντίον, τα ιστία ανεστατώθησαν αίφνης κινδυνεύοντα να διαρραγώσι, τα δε κύματα μετ' αδυσωπήτου λύσσης εθραύοντο κατά της πρώρας, όλον δε το σκάφος εκλυδωνίζετο ως εν καταποντισμώ. Ενόμιζες ότι του θαλασσίου δαίμονος αι χαλύβδιναι χείρες ερράπιζον τας μαύρας της πρώρας παρειάς. Αλλ' ήτο καλώς διατετηρημένον το πλοίον και αντείχε κατά του δεινού εκείνου σάλου, ότε τα απαλόν και παιγνιώδες κύμα μεταβάλλεται εις σκληρωτέραν του σιδήρου ύλην.

Ο καπετάν-Κωνσταντής όσον «παρατημένον» και αν είχε τον εαυτόν του, την Ευαγγελίστριαν όμως συνετήρει εν πολλή κομψότητι. Ηγάπα εξ ιδιοσυγκρασίας το μαύρον χρώμα. Έστιλβε λοιπόν κατάμαυρος η Ευαγγελίστρια. Είχε τα ιστία πάντοτε κατάλευκα, καινουργή. Όσον ηυχαριστείτο εις το ιδικόν του εμβαλωμένον βρακίαν, τόσον εμίσει τα εμβαλώματα των ιστίων. Προς τούτοις είχε συνηθίσει, όταν εισπλέη εις την πατρίδα του, — ήτο δε λίαν φιλόπατρις και υπερήφανος, κατά την πανήγυριν των Τριών Ιεραρχών, ότε εορτάζει η νήσος, ρίπτων έν τάλληρον εις τον δίσκον, — είχε συνηθίσει να υψώνη πλην της σημαίας, ην είχε μεγάλην με ωραία γλυκά χρώματα, και όλα τα ποικιλόχρωμα εκείνα σήματα, τα «σενιάλα» λεγόμενα, τα χρησιμεύοντα διά την εν τω πελάγει συνεννόησιν, τα οποία ο καπετάν-Κωνσταντής είχε προορίσει μόνον προς στολισμόν του βρικίου του.

 — Θέλω να με καταλαβαίνουν πως έρχουμαι, βρε! έλεγε.

Εννοείται ότι ευκόλως ανεγνωρίσθη υπό των κατοίκων η «Ευαγγελίστρια», οίτινες πολλοί ήδη συνηθροισμένοι εις την αγοράν περί τους σφαζομένους χοίρους εύρον ευχάριστον θέαμα να βλέπωσι τα μικρόν βρίκιον μετά υπερβαλλούσης γενναιότητος αψηφούν των κυμάτων την μανίαν. Ο καπετάν Κωνσταντής ήτο αγαπητός εις την πολίχνην, και οσάκις έβλεπον το πλοίον του εισπλέον εις τον λιμένα, εν πλήθει πάντοτε και όχλω συνηθροίζοντο εις την παραλίαν θεώμενοι. Άλλως ανέμενον πάντοτε καμμίαν «αναποδιά του» διά να γελάσωσι. Τώρα δε χάριν της εορτής πανηγυρικώτερος εγίνετο ο είσπλους αυτού. Και αυτός ο κρεοπώλης παραιτήσας την εργασίαν του ήρχισε να βαρή την σάλπιγγα εν μέσω ευφυολογιών και γελώτων των παρισταμένων.

 — Όρτσα, καπετάν-Κωνσταντή, εκραύγασέ τις.

 — Μη μωρέ, και κάμει καμμιά αναποδιά και είνε τρικυμία, απήντησεν έτερος.

Ο καιρός εξηκολούθει ο αυτός, ενάντιος διά τους εισπλέοντας εις τον λιμένα, πλην η «Ευαγγελίστρια» κατώρθωσεν ήδη να εμφανισθή εις την είσοδον αυτού εγγύς της πόλεως, και έπρεπε μετά μίαν βόλταν ν' αράξη επιτηδειότατα τόσον δε πλησίον της ξηράς ήτο, ώστε διεκρίνετο και ο καπετάν Κωνσταντής· πίσω κρατών με υπερηφάνειαν το πηδάλιον.

Όλοι είχον προς αυτήν εστραμμένα τα βλέμματα. Ότε μετά φόβου είδον αίφνης το κομψόν βρίκιον να προσεγγίζη εις το Μπούρτσι περισσότερον του πρέποντος, ώστε «να μη δύναται να τα πάρη πλέον».

 — Νά! Να ακούονται φωναί από του πλήθους.

 — Καί τινες εν ταραχή σπεύδουσι προς την ξηρόνησον συνεχομένην διά γεφύρας μετά της πόλεως, αδιαφορούντες προς την μεγάλην πλημμύραν, ήτις ένεκα του βορειοανατολικού είχε κατακαλύψει την γεφύρωσιν.

 — Την έκαμε πάλι την αναποδιά! εφώναξέ τις εκ του πλήθους.

Και τριγμός απαίσιος ιδού ακούεται, ως θραυομένων ξηρών οστέων πελωρίου σκελετού δεξιά και αριστερά του πλοίου.

Ο κρεοπώλης έρριψε την σάλπιγγά του.

Οι περισυναχθέντες νησιώται ήθελαν μεν να γελάσωσι με την ιδιοτροπίαν του αναποδιασμένου αλλ' όχι και μέχρι τοσούτου, ώστε να επακολούθηση δυστύχημα, θλιβερόν πάντοτε.

Αλλά το δυστύχημα επήλθε πλέον.

Η «Ευαγγελίστρια» είχε προσαράξη πλαγίως επί της βραχώδους ξηρονήσου.

Κατέλαβε δέος τους νησιώτας, οίτινες είχον πεποίθησιν ότι εκ της γνωστής ιδιοτροπίας του πλοιάρχου επήλθε το κακόν.

Και δεν είχον άδικον.

Διότι ηκούετο ακόμη η βραχνή φωνή του καπετάν-Κωνσταντή εξακολουθούσα συγχρόνως μετά την προσάραξιν:

 — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας.

* *
*

Ιδού πώς συνέβη το κακόν.

Κατά την τελευταίαν βόλταν ο Γεωργάκης εκ της πολλής χαράς ότι έφθασεν εις την πατρίδα του και θέλων ν' αράξουν μια ώρα προτήτερα, βλέπων ότι ο πλοίαρχος δεν τα εγύριζεν, ελησμόνησεν εξ αφαιρέσεως με ποιον είχε να κάμη κι' εφώναζε.

 — Τι κάνεις, καπετάν Κωνσταντή;

Και ο καπετάν Κωνσταντής την στιγμήν εκείνην ήτοιμάζετο αληθώς να διατάξη «να τα γυρίσουν». Πλην υπείκων εις την ανεξήγητον ιδιοτροπίαν του εθεώρησε καλλίτερον να θραύση το βρίκιόν του, αφού τω εγένετο παρατήρησις παρά να φανή ότι δεν γνωρίζει την ναυτικήν.

Περί της σωτηρίας του πλοίου ουδεμία υπήρχεν ελπίς, αλλ' όσον και να μη ήτο φόβος τις περί του πληρώματος, συγκειμένου εκ πέντε ατόμων, εκτός του πλοιάρχου, όμως αλαλαγμός επηκολούθησεν εν τη αγορά, όλων σπευδόντων προς την ξηρόνησον. Και εν μέσω του αλαλαγμού διεκρίνετο ο ολολυγμός της γρηάς Σπύραινας, ήτις βρεγμένον έχουσα τον γύρον του φουστανίου της έως δύο σπιθαμάς είχε διεισδύσει εις την ξηρόνησον συνεχώς επιλέγουσα:

 — Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον! Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον!

Και άλλοτε πάλιν φωνάζουσα προς τον υιόν της:

 — Έβγα όξου, αρέ! έβγα όξου!

Αλλ' οι ναύται έμενον ακόμη εντός του σκάφους, νομίζοντες ότι και με την συνδρομήν των κατοίκων θα ηδύναντο να σώσωσιν αυτό.

Ο καπετάν Κωνσταντής ως να μη συνέβη τίποτε, και ως να μη ήτο αυτός αίτιος της καταστροφής του, κατεγίνετο και αυτός μεταβαίνων από της πρύμνης προς την πρώραν και εκφωνίζων, ασυναρτήτους τινάς φράσεις.

Αλλ' όλα εις μάτην. Ο σφοδρός βορειοανατολικός κραταιώς πλαταγίζων επί των πλευρών του πλοίου, και ωθών αυτό πάντοτε κατά των βράχων διέρρηξε τέλος αυτό, όπερ διεσπάρη εν τω τεταραγμένω λιμένι εις ιστούς, ιστία, σχοινιά, ξύλα και τα διάφορα άλλα έπιπλα του πλοίου, άτινα όλα αναμίξ, οικτρά ναυάγια, πλησσόμενα ασπλάγχνως υπό των κυμάτων, συγκρουόμενα, βυθιζόμενα και πάλιν εμφανιζόμενα εν μέσω των αφρών και προσκρούοντα κατά των βράχων επιμόνως, απετέλουν απερίγραπτον και φοβεράν ναυαγίου εικόνα. Αλλ' ήτο και τριάκοντα ετών βρίκιον. Οι δε ναύται μόλις επρόφθασαν και περιέσωσαν τας κασσέλας των.

Επήλθεν η νυξ κελαινή και ανάστερος. Νέφη μελανόφαια κατεπλάκωσαν το στερέωμα και νιφάδες χιόνος πυκναί υπελεύκαζον εις τας στέγας και τας οδούς. Οι νησιώται τεθλιμμένοι βεβαίως διελύθησαν έκαστος μεταβάς εις τον οίκον του ν' αναπαυθή, ίνα γερθή μετά τα μεσάνυκτα εις την χαρμόσυνον ακολουθίαν των Χριστουγέννων. Ούτε το σύνηθες άσμα ηκούσθη επί πολύ ένεκα του υπερβολικού ψύχους, διότι τα παιδία, άτινα συνήθως εν ομίλοις περιέρχονται τας οικίας, δεν ετόλμων να εξέλθωσι. Και μόνον οι παιγνιδιάτορες, δύο μόνον ηλικιωμένοι άνδρες, ο είς με το βιολίον, ο έτερος με το λαγούτον, κατώρθωσαν να περιέλθωσιν οικίας τινάς «για την καλή χρονιά».

Μετ' ολίγον έσβυσαν και τα φώτα των ολίγων οικιών, εν αις φαίνεται ότι περισσότερον ηγρύπνησαν.

Πλην έξω εις τα Αλώνια οικίσκος τις μονώροφος διετήρει εισέτι το φως του, υποφαινόμενον εκ των χασμάδων του παραθύρου. Ήτο ο οικίσκος της γρηάς Σπύραινας ήτις καινουργές σάλι φέρουσα επί των ώμων ατάραχος και γαληνιαία παρά την εστίαν καθημένη υπό το ασθενές φως ελαιολυχναρίου εγυάλιζε μετά μητρικής αγαλλιάσεως τα υποδήματα του υιού της, όστις πλησίον της πυράς ενεπαύετο τεταραγμένον ακόμη ύπνον, διότι ανελογίζετο ίσως καθ' ύπνους ότι εγένετο αίτιος της συμφοράς. Παρέκει εκοιμώντο ομού επί ενός κυλιμίου τα δύο μικρά εγγονάκια της γραίας με της κοκώνες εις την αγκαλιά, ενώ ένθεν και ένθεν των παιδιών έκειντο δύο ζεύγη υποδημάτων εκ πρασίνου αιγός δέρματος, καινουργή, συνδεδεμένα διά του σχοινίου ακόμη, δώρα του νεοελθόντος ναύτου.

Την ώραν εκείνην ακόμη γέρων τις διήρχετο την αγοράν ασκεπής, διάβροχος και χιονισμένος, μετά τρυγμού ελαφρού σχηματίζων τα βαρέα των υποδημάτων του ίχνη επί του λεπτού της χιόνος στρώματος. Επροχώρει αργά, — αργά ως κεκυφώς και αποστραγγίζων διά των χειρών του το κατάβρεκτον εκ της θαλάσσης φέσιον, το οποίον εν τω θλιβερώ ναυαγίω απώλεσε και το τελευταίον λείψανον της φούντας.

Ήτο ο Αναποδιασμένος μουρμουρίζων ακόμη, ως να μη έπαθε τίποτε και ως να μη είχε ποτέ βρίκιον.

 — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ:


Ο μπαρμπ΄Αντώνης, του Κων/νου Χατζόπουλου Κείμενο- AUDIOBOOK, διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

Ο μπαρμπ΄Αντώνης, του Κων/νου Χατζόπουλου

Κείμενο- AUDIOBOOK, διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου 

  Εκδόθηκε το 1916 στο βιβλίο ΤΑΣΩ, ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, από τον εκδοτικό οίκο ΕΣΤΙΑ.

     
 
   Ακουμπούσε ορθός στον τοίχο, ανασήκωνε την πλατιά λερή μανίκα και τέντωνε το χέρι. Ο παππούς του έδενε σφιχτά το μπράτσο με μια καλτσοδέτα κι ύστερα έδινε τη νυστεριά στη φλέβα. Το αίμα πηδούσε αχνοκόκκινο γράφοντας τόξο στον αέρα, έπειτα χαμήλωνε σιγά σιγά ώσπου στάλαζε θολό και σκούρο, σα μισοστειρεμένη βρύση από σκουριασμένη κάνουλα, χάμω στις αγριάδες της αυλής.
     Κι ο Μπαρμπαντώνης το κοίταζε με τα θαμπά μάτια του, το κοίταζε και θυμόταν τον παλιό γιατρό που έχτισε κει στην εξοχή το σπίτι, το σπίτι αυτό που αγόρασε ύστερα ο παππούς. Μαζί με το σπίτι πήρε ο παππούς και το νυστέρι του παλιού γιατρού και τη συνήθεια ν’ ανοίγει κάθε άνοιξη τις φλέβες των χωρικών και των βοσκών που κατοικούσαν εκεί ολόγυρα σε αχεροκάλυβες κάτω πλατιές, ψηλά στενές όπως χωνιά αναποδογυρισμένα. Σε μια από αυτές κι ο Μπαρμπαντώνης.
     Η εξοχή ήταν περισσότερο ερημιά. Γύρω άκαρποι πέτρινοι λόφοι με δω και κει στα πλάγια χλωρασιές που μοιάζαν σα νησάκια, και κάπου πού ένα δέντρο που έστεκε σαν ερημίτης στην κορφή. Όταν ερχόταν η άνοιξη, ημέρωνε, γελούσε λίγο ο τόπος, μα γλήγορα ξανάπαιρνε τη σκυθρωπή συνηθισμένη του όψη. Ήτανε σα να διάλεξε το μέρος ο βαρύς και σκυθρωπός, ο ιδιότροπος και ασκητικός παππούς. Κανείς δε σίμωνε στο σπίτι, κανείς δεν του έκανε υπηρέτης. Ο Μπαρμπαντώνης μόνο ερχόταν κι έστεκε κάθε πρωί στην πόρτα.
     Ήταν γέροντας ψηλός, στεγνός σαν ξεραμένο δέντρο. Φορούσε φουστανέλα, μαύρη σκούφια και μυτερά αρβανίτικα τσαρούχια. Δεν έβλεπε καλά, κι η περπατησιά του ήταν κοντή και χορευτή και σκόνταβε σε κάθε πετραδάκι. Μα ακουμπώντας στην ψηλή του γκλίτσα που την πρόβαλε πάντα μπροστά σαν τρίτο πόδι, πήγαινε ταχτικά στην πόλη κι έφερνε ό,τι χρειαζόταν ο παππούς. Το έφερνε κι έστεκε και περίμενε στην πόρτα όσο που τον έδιωχνε ο παππούς.
     Γύριζε τότε στην καλύβα του στην πλαγιά της ράχης και καθότανε μπροστά στην πόρτα. Έβγαζε από το σελάχι το μακρύ σουγιά με τη λαβή από μαύρο κέρατο κι έπιανε κι έσκιζε και πελεκούσε μικρά παλούκια και κλαδιά από λυγαριές κι έπλεκε με αυτές το φράχτη που χώριζε τον τόπο του από του γείτονα τον κήπο. Έπλεκε και διόρθωνε και στέριωνε το φράχτη, γιατί του φαινόταν πως αυτός ο φράχτης ζύγωνε ολοένα στην καλύβα κι έφτανε σιγά σιγά πάντα κοντύτερα στη ρίζα μιας αχλαδιάς που ήταν μπροστά από την καλύβα. Έπειτα ξανακαθότανε στην πόρτα, καθότανε και κοίταζε έξω πέρα και φαινότανε σα να περίμενε.
     Ο παππούς βαριότανε τη φλυαρία του και τον άφηνε να περιμένει. Μα όταν η πλήξη του χειμώνα τον κάρφωνε κι αυτόν μονάχο μέρες ολάκερες μπροστά στο τζάκι, έβγαινε και τον ζητούσε. Τον έβαζε και κάθιζε στην άκρη, πλάι στην πόρτα, του θυμούσε πάντα να μακραίνει την καρέκλα από τον τοίχο όπου κρεμόταν το δικό του επανωφόρι, και τον άφηνε να λέει τα νέα από την πόλη και να διηγάται για τον παλιόν καιρό. Κι ο Μπαρμπαντώνης διηγότανε για τον παλιόν καιρό· για την Αρβανιτιά απόθε ήρθε, την Επανάσταση που είχε πολεμήσει, για τα ρεντίφικα και το στρατό όπου έκαμε ύστερα, για τη λίγη σύνταξη που δεν του φτάνει. Έπειτα για τη γυναίκα του —μια χήρα που πρώτα τον παντρεύτηκε, μα ύστερα όταν άρχισε και γέραζε τον άφησε και πήρε άλλον νιότερο— για το γιο της, ένα μάγκα που ερχόταν και τον έδερνε και του έπαιρνε τη σύνταξη. Για όλα αυτά μιλούσε και ξαναμιλούσε, μιλούσε και κλαιγόταν όσο που τον βαριόταν ο παππούς και τον ξανάδιωχνε.
     Κι ο Μπαρμπαντώνης γυρνούσε πάλι στην καλύβα κι έπιανε και πελεκούσε, κι έσκιζε και πελεκούσε, κι έπειτα καθότανε πάλι στην πόρτα, καθότανε και κοίταζε σα να περίμενε.
     Ώσπου τον ξαναφώναζε ο παππούς, κι ερχόταν πάλι και ξανάρχιζε και διηγόταν πάλι για την Αρβανιτιά και τους πολέμους, για την κοκάρδα του αγωνιστή που είχε ακόμα στην καλύβα, για τη γυναίκα που δεν είχε πια και για το γιο της που ερχόταν και τον έδερνε. Και διηγόταν ύστερα για τον παλιό, τον Μπαβαρέζο το γιατρό που έχτισε το σπίτι εκεί, και τον θυμότανε ψηλόν, παχύ, με μακριά ξανθά μουστάκια, τον θυμότανε που καβαλούσε το άλογο, το άλογο που είχε αυτόν και το συγύριζε, το καβαλούσε κάθε πρωί και πήγαινε τριγύρω στα χωριά και γιάτρευε τον κόσμο. Έπειτα γύριζε και φύτευε κλαριά στον κήπο κι έσπερνε σπόρους στις βραγιές. Φύτευε κι έσπερνε όπως το λέγαν τα βιβλία, τα βιβλία που είχε ένα σωρό από αυτά και διάβαζε, και κει μέσα διάβαζε για όλα, και κει μέσα διάβαζε και για τον κόσμο πως θ’ αλλάξει…
     «Παλαβός άνθρωπος», τον έκοβε ο παππούς.
     «Σοφός άνθρωπος, βασιλικός γιατρός», έλεγε ο Μπαρμπαντώνης.
     Για τον παππού είχε χαλάσει για πάντα ο κόσμος από τότε που διώξανε τον πρώτο βασιλιά και κάμαν σύνταγμα τον τόπο. Και θύμωνε και ξανάδιωχνε τον Μπαρμπαντώνη. Κι ο Μπαρμπαντώνης γύριζε και ξανακάθιζε στην πόρτα της καλύβας. Γύριζε και κάθιζε και πελεκούσε κι έσκιζε και κοίταζε. Κοίταζε μπρος του πέρα και φαινότανε σα να περίμενε.
     Αν ήταν ο προγονός του που περίμενε, ο προγονός του ερχόταν πάντα. Ερχότανε, τον φώναζε από πίσω απ’ την καλύβα, του γύρευε τη σύνταξη, τον έδερνε και του έπαιρνε τη σύνταξη. Και τότε ξαναρχόταν ο Μπαρμπαντώνης στον παππού. Μα του μιλούσε πάλι για τον παλιό γιατρό και για τον κόσμο που έλεγε κείνος πως θ’ αλλάξει, κι ο παππούς θύμωνε και ξανάδιωχνε τον Μπαρμπαντώνη.
     Κι ο Μπαρμπαντώνης ξαναγύριζε στην πόρτα της καλύβας και καθόταν πάλι και στύλωνε τα θαμπά μάτια εμπρός του και κοίταζε. Και καθώς κοίταζε, έβλεπε το φράχτη του γείτονα να του ζυγώνει την καλύβα, να φτάνει πάντα κοντύτερα στη ρίζα της αχλαδιάς που ήταν μπροστά από την καλύβα. Κι έβγαζε πάλι το σουγιά και πελεκούσε κι έσκιζε, έσκιζε κι έπλεκε κλαδιά και στέριωνε το φράχτη. Και πιανόταν με το γείτονα. Ο γείτονας του γύρευε να του πουλήσει τον τόπο με την αχλαδιά κι έτσι να βγει για πάντα από την υποψία. Μα ο Μπαρμπαντώνης την ήθελε την αχλαδιά. Την ήθελε γιατί την είχε κεντρωμένη ο ξένος ο γιατρός, την ήθελε γιατί την ήθελε να κάθεται στον ίσκιο της το καλοκαίρι, την ήθελε γιατί ήθελε να κάθεται και να φυλάει τ’ αχλάδια της απ’ τα παιδιά και τους βοσκούς, κι όσα γλυτώνανε να τα μαζεύει και να τα πάει της γυναικός του.
     Τα πήγαινε δεμένα στο μαντίλι με τα ρούχα που της πήγαινε μαζί για να του πλύνει. Κρατούσε αυτή τ’ αχλάδια και του γύριζε τα ρούχα, κι ο Μπαρμπαντώνης γυρνούσε στην καλύβα κι έπιανε πάλι τον ίσκιο του και φύλαγε κι έπιανε πάλι και πελεκούσε κι έσκιζε, κι έπλεκε και στέριωνε, δυνάμωνε το φράχτη. Όσο που κουραζόταν. Και τότε ξανακαθόταν πάλι ασάλευτος στη θέση του και κοίταζε, κοίταζε μπροστά του και φαινότανε σα να περίμενε.
     Αν ήταν τούτο που περίμενε, ήρθε. Μια μέρα, εκεί που κοίταζε, ο φράχτης δε χόρευε μπροστά του πια, δεν περπατούσε. Είχε χαθεί. Ακόμα του φάνηκε πως κι η καλύβα χάθηκε άξαφνα και πάει. Ο Μπαρμπαντώνης φώναξε κι έπεσε χάμω. Του φάνηκε πως χάθηκε και πάει κι όλος ο κόσμος μαζί με την καλύβα, γιατί αγαπούσε την καλύβα, την ήθελε να κάθεται, την ήθελε για να πεθάνει μέσα. Ο Μπαρμπαντώνης ξαναφώναξε, μα όπως άπλωσε το χέρι, το χέρι του άγγιξε τον τοίχο, κι ένιωσε τότε πως δε χάθηκε η καλύβα. Ο Μπαρμπαντώνης ένιωσε ευθύς τι χάθηκε, και σύρθηκε πασπατευτά με τη μακριά του γκλίτσα ως το κατώφλι του παππού κι έφερε το νέο. Και σερνόταν έτσι κι ύστερα καιρό, μήνες πολλούς ως το κατώφλι του παππού, όσο που έπεσε κι από τα πόδια του μια μέρα. Τώρα μπορούσε μόνο και καθότανε στην πόρτα, καθότανε και κοίταζε άδεια με τα μάτια τ’ άδεια, κοίταζε και φαινόταν πως περίμενε.
     Αν εκείνο που περίμενε ήταν η γυναίκα του, η γυναίκα του ήρθε. Ήρθε και τον πήρε σπίτι της, αφού πήρε και τα χρήματα που φύλαγε ο παππούς από τη σύνταξη του Μπαρμπαντώνη. Μα ο Μπαρμπαντώνης δεν άργησε πολύ να παραγγείλει πως τον αφήνουν νηστικό, κι ο παππούς έστειλε και τον ξανάφεραν στην καλύβα. Και ξανάπιασε πάλι τη θέση του μπροστά στην πόρτα, την έπιασε, μα πια δεν κοίταζε και δε φαινόταν πως περίμενε. Καθόταν και χτυπούσε τη γκλίτσα του κάτω στη γη, καθότανε και διηγόταν ιστορίες στους βοσκούς και στους διαβάτες. Διηγότανε για την Αρβανιτιά, την Επανάσταση και την κοκάρδα που τη φύλαγε τώρα στον κόρφο, για τον παλιό γιατρό που καβαλίκευε και πήγαινε και γιάτρευε τον κόσμο κι ύστερα γύριζε και φύτευε κλαριά κι έσπερνε σπόρους όπως το διάβαζε μες στα βιβλία. Και διηγόταν για την αχλαδιά και για το γείτονα που γύρευε να του την πάρει. Να πελεκήσει και να φράξει δεν μπορούσε πια, μόνο σερνόταν με τα γόνατα στο χώμα κι έψαχνε χάμω και μετρούσε το φράχτη με τα χέρια.
     Ακουγόταν οι φωνές του. Κι έβγαινε τώρα ο παππούς και μάλωνε το γείτονα, κι έβγαινε κι έδιωχνε τον προγονό που γύρευε κι αυτός να του χαρίσει ο Μπαρμπαντώνης την αχλαδιά και την καλύβα. Μα ο Μπαρμπαντώνης δεν το έκανε, γιατί φοβόταν μην ο προγονός πουλήσει την καλύβα, κι αυτός την ήθελε, την ήθελε για να πεθάνει μέσα.
     Πέθανε στον αχερώνα μας όπου τον μάζεψε ο παππούς όταν έπιασε ο χειμώνας, για μην ξεπαγιάσει στην καλύβα. Ως τις στερνές στιγμές του διηγόταν ιστορίες, θυμόταν την Αρβανιτιά και τους πολέμους και τον ξένο το γιατρό που του συγύριζε αυτός το άλογο, το γιατρό που γιάτρευε τους χωρικούς και φύτευε κλαριά κι έσπερνε σπόρους όπως το διάβαζε μες στα βιβλία. Για τ’ άλλα που διάβαζε ο γιατρός μες στα βιβλία, δε διηγόταν. Σώπαινε άμα έφτανε ως εκεί, κι έσκυβε χάμω στη φωτιά κι έμενε ασάλευτος εκεί και δε φαινόταν πως περίμενε. Μόνο λίγες στιγμές πριν ξεψυχήσει, ανασηκώθηκε άξαφνα και γύρισε προς τη μεριά, όπου φανταζότανε πως είναι η πόρτα. Σταμάτησε στη θέση αυτή και φάνηκε σα να περίμενε. Μα γλήγορα ξανάπεσε ήσυχα, βγάζοντας μια βραχνή φωνή, αφήνοντας έναν αχό που έμοιαζε με γέλιο.
     Τον άκουσε ο παππούς που σεργιανούσε με σουφρωμένα φρύδια πέρα δώθε στο μακρύ χαγιάτι καπνίζοντας αμίλητος και βροντώντας μονόρυθμα κι αδιάκοπα, σα χτύπους ρολογιού της πλήξης, τα τακούνια απ’ τις παντούφλες του στις πλάκες, τον άκουσε, έριξε κείθε μια ματιά και πέταξε και κείνος ένα γέλιο από τα δόντια, ένα —δεν άκουσα καλά— «άλλαξε;» ή «θ’ αλλάξει!»
ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ: 

      


  Σημ. Κων/νος Χατζόπουλος: Ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920) ήταν λογοτέχνης διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού.
   Ο Χατζόπουλος ήταν γόνος φτωχής οικογένειας. Ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά – τρία αγόρια και δυο κορίτσια – του εμπόρου Γιάννη Χατζόπουλου από το Χαλκιόπουλο του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας. Η μητέρα του, Θεοφανή Στάικου, ήταν μοναχοκόρη μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες του Αγρινίου που προερχόταν από μεγάλη οικογένεια κοτσαμπάσηδων, πολλά μέλη της οποίας ήταν αγωνιστές του 1821. Οι γονείς της ζήτησαν από το γαμπρό τους να πάρουν κοντά τους και να μεγαλώσουν το πρώτο παιδί τους, τον Κώστα. Ο Χατζόπουλος παρακολούθησε έτσι το γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και σε ηλικία μόλις 14 ετών, φοίτησε στη Νομική της Αθήνας όπου και αποφοίτησε με βαθμό "Καλώς". Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα λόγω της μεγάλης κτηματικής περιουσίας που κληρονόμησε από τους γονείς της μητέρας του και ειδικότερα από τον παππού του, εγκατέλειψε το επάγγελμα πολύ σύντομα και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Έτσι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου αναμίχθηκε ενεργά στην τότε πνευματική ζωή. Το 1897 επιστρατεύθηκε ως έφεδρος αξιωματικός στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και υπηρέτησε στην Άρτα. Η εμπειρία του από την κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν απογοητευτική και αυτό, μαζί με την ιδεολογική στροφή του, συνετέλεσε στην τελική απόρριψη της Μεγάλης Ιδέας, πράγμα που φαίνεται από αυτά που  εξέφρασε στο διήγημά του «Αντάρτης» (1907), το οποίο αναφέρεται ακριβώς στον πόλεμο αυτό.

Ο Παλαμάς έγραψε γι΄αυτόν:  "...Τον αγναντεύω όξω από το σπίτι μου μαθητούδι, έφηβο, να προχωρεί στο δρόμο, φροντισμένο, κομψοντυμένο, στα κατάλευκα.Ύστερα από χρόνια βρεθήκαμε ανταμωμένοι στην Αθήνα. Εγώ πρεσβύτερος, κάπως ακουσμένος με τους στίχους μου, σκόρπιους εδώ κι εκεί. Ο Χατζόπουλος ήταν ένα έξυπνο παιδί, ζωηρό, ανυπόταχτο, διαχυτικό ή συμμαζεμένο, μα αξιαγάπητο, που μου κίνησε την προσοχή, μου ξύπνησε τη συμπάθεια. Και στο τέλος το θαυμασμό. Αργότερα γράφτηκε στο πανεπιστήμιο στα νομικά. Και πήρε το δίπλωμά του, κατόρθωμα για τους ανθρώπους του είδους του".

Το 1920, και ενώ ταξίδευε με καράβι (με το ατμόπλοιο "Montenegro") προς την Ιταλία, πέθανε εν πλω από τροφική δηλητηρίαση και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Μπρίντεζι. Τα οστά του μεταφέρθηκαν πολλά χρόνια αργότερα από την κόρη του στο Α΄ Νεκρ. Αθηνών. 

Έργα του: 

  • Ποιητικές συλλογές: "Τραγούδια της ερημιάς" και "Ελεγεία και Ειδύλλια", "Απλοί τρόποι" και "Βραδινοί θρύλοι" .
  • Πεζογραφία: 1917 "Το φθινόπωρο", 1910 "Αγάπη στo χωριό", 1915 "Ο πύργος του Ακροποτάμου", 1916 "Τάσω, Στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα", κ.α΄όλα τα έργα του κρίνονται επηρεασμένα από τον Ρεαλισμό και το Συμβολισμό.
  • Έγραψε ακόμη Κριτικά έργα, όπως μελέτες για τους Παλαμά, Κρυστάλλη και γενικότερες μελέτες για τον συμβολισμί και το σοσιαλισμό. Είναι αξιοσημείωτο ότι με αρκετές μελέτες επιχείρησε να ανατρέψει καθιερωμένες απόψεις ακόμα και για λογοτέχνες όπως οι  Παπαδιαμάντης και Παλαμάς, επισημαίνοντας αρνητικά στοιχεία του έργου τους.
  • Μεταφράσεις: μετέφρασε (από τα γερμανικά) κάποια από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά θεατρικά έργα. Κάποιες από τις σπουδαιότερες μεταφράσεις του είναι: Ιφιγένεια εν ΤαύροιςΦάουστ [Γκαίτε] Πέερ Γκυντ [Ιψεν], Όταν ξυπνήσωμε νεκροί του Ίψεν (περιοδικό «Διόνυσος», τεύχος 1 / 20 Ιουλίου 1901 έως τεύχος 4 / 20 Οκτωβρίου 1901) και την Ηλέκτρα του Χόφμανσταλ. 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Σαν σήμερα 28.11.[1943] Η Διάσκεψη της Τεχεράνης Η αρχή του τέλους για την ήττα του Άξονος Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

  Ε   π   τ   ά      η   μ  έ  ρ  ε   ς Σαν σήμερα 28.11.[1943] Η Διάσκεψη της Τεχεράνης Η αρχή του τέλους για την ήττα του Άξονος ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....