Ετικέτες - θέματα

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα AUDIOBOOK.GR-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα AUDIOBOOK.GR-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

21.7.25

Κυριακάτικο πρωινό στο πάρκο +ΒΙΝΤΕΟ κείμενο-AUDIOBOOK από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Κυριακάτικο πρωινό στο πάρκο +ΒΙΝΤΕΟ

κείμενο-AUDIOBOOK

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα



 

  Το μικρό κοριτσάκι ανέβηκε αργά αργά στην κούνια του άδειου από παιδιά πάρκου. Τα πεσμένα κιτρινισμένα φύλλα από τα γύρω πλατάνια μαζεύονταν στις γωνιές στροβιλιζόμενα από το ψυχρό βοριαδάκι του Νοεμβρίου. Καθώς η μικρή αιωρούνταν νωχελικά, ούτε που καταλαβε ότι για μια στιγμή τα πλούσια μακριά καστανά της μαλλιά είχαν μπλεχτεί για λίγο στις αλυσίδες της κούνιας.

Το βλέμμα της, σε εκφραστική αντίθεση με το σώμα της που πηγαινοερχόταν μπρος-πίσω, έμενε καρφωμένο κάπου πολύ μακριά... Ήταν τόσο απορροφημένη στις παιδιάστικες αθώες σκέψεις της, τόσο που δεν κατάλαβε καν το χάδι. Ήταν τόσο περίεργα γι΄ αυτήν τούτη η Κυριακή στην εκκλησία. Πρώτη φορά κάθισε με τη θεία στις πρώτες θέσεις. Πρώτη φορά είδε ότι οι συγγενείς της μοίραζαν και γλυκό σιτάρι στο τέλος. Πρώτη φορά άκουσε πως η μαμά της μπορεί να είναι πια άγγελος στον ουρανό! Α, ναι! Σήμερα ήταν και η πρώτη μέρα που το καντηλάκι στο δωμάτιο της μαμάς ήταν σβηστό. Η γιαγιά είπε πως η μαμά σήμερα θα έβλεπε το Χριστό, δε χρειαζόταν πια λαδάκι.

 

   Μια νέα γυναίκα με ένα μακρύ γαλάζιο φόρεμα, είχε προβάλει πίσω απ΄ την αλέα στην άκρη του πάρκου κι αφού πλησίασε κοντά στο παιδί, την κοίταξε εξεταστικά μέσ΄ από τα κατάμαυρά της μάτια που πλαισιώνονταν από τα χλωμά, σχεδόν κατάλευκά της μάγουλα. Και τότε σήκωσε το σχεδόν διάφανο χέρι της και χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά της μικρής. Αφού κάποιο δάκρυ πήγε και στάλαξε στο μάγουλό της, τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε, απομακρύνθηκε γοργά, με έναν τρόπο που φάνταζε στα μάτια μου σαν να μην πατούσε στο χώμα! Και τότε είδα να χάνεται ξαφνικά, να εξαφανίζεται καλύτερα, από το οπτικό μου πεδίο... Μα το κεφάλι μου πονούσε σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη μέρα. Αυτά τα καινούρια φάρμακα που έπαιρνα ίσως μου φέραν παραισθήσεις. Ίσως....

Λίγα λεπτά της ώρας αργότερα, μια μαυροφορεμένη κυρά βγήκε από το μικρό καφενεδάκι του πάρκου αφήνοντας την πόρτα του για λίγο ανοιχτή. Μέχρι τότε δεν είχα αντιληφθεί ότι εκεί μέσα υπήρχαν θαμώνες. Το αντίθετο, πίστευα πως ήταν κλειστό. Από την ανοιχτή ξύλινη πόρτα του μαγαζιού αυτού ξεχώρισα κάποια σποραδικά λόγια της εκεί συντροφιάς. Τότε κατάλαβα.... “Η καϋμενούλα η μικρή! Κατάλαβε άραγε αν θα ξαναδεί τη μανούλα του;”, άκουσα μια ψιλή γυναικεία φωνή. Μια άλλη φωνή απάντησε, μα ο αέρας δεν έφερε τη φωνή ξεκάθαρα στ΄ αυτιά μου. Πάντως διέκρινα κάποιες λέξεις: “ είναι νωρίς ακόμη... λίγο παραπάνω από μήνας ... η ζωή συνεχίζεται” και κάτι τέτοια. Κάθε απορία μου έσβησε όταν μια ευτραφής κυρία βγαίνοντας κι αυτή από το καφενείο είπε στη διπλανή της: “Άλλο να πας σε μνημόσυνο για γέρο κι άλλο για νέα γυναίκα, Καλλιόπη μου!”.

Η μαυροφορεμένη κυρία κατευθύνθηκε στην κούνια, πήρε τη μικρή απ΄ το χέρι, την κατέβασε και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο του πάρκου.

 

  Πριν βγουν στη δημοσιά, τα πρώτα, μα και τελευταία λόγια που άκουσα από το κοριτσάκι έφτασαν στ΄ αυτιά μου, την ώρα που έβγαινε πιασμένη πάντα από το χέρι της μεσήλικης κυρίας: “Στο σπίτι πάμε θεία; Να΄ ρθε άραγε η μανούλα;”

konstantinosa.oikonomou@gmail.com





ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK EΔΩ: 


5.7.25

Ένα καλογεράκι, του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου -2017- κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο ίδιος

 

Ένα καλογεράκι, του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου

-2017- κείμενο και AUDIOBOOK

Διαβάζει ο ίδιος



[Στους υψοποιώς ταπεινούντες το φρόνημα.]

   


Ο Ιωάννης έδειχνε περίλυπος, παραδομένος βασανιστικά εδώ και πολλές εβδομάδες στις σκέψεις του. Παρ΄ ότι είχε ήδη δύο χρόνια δόκιμος μοναχός στον Άθωνα, δεν μπορούσε να υποφέρει τα περίεργα θελήματα του γέροντα Νήφωνα. Κι ήταν αλήθεια ο πατήρ Νήφων πολύ σκληρός μαζί του. Έτσι, εκεί στα ερημητήρια της Κερασιάς, δεν μπορούσε να βοηθηθεί πνευματικά, ούτε στη νοερή του προσευχή, ούτε στην άσκηση, ούτε στην τόσο επιθυμητή γι΄ αυτόν ησυχία.

Βέβαια ούτε μια στιγμή το καλογεράκι μας δεν επιθυμούσε να γυρίσει στην προηγούμενή του ζωή, την κοσμική. Τι είχε άλλωστε να θυμάται! Το διαζύγιο των γονέων του, το θάνατο από νοθευμένη δόση του αδελφού του, του Βλάση, ή μήπως τη δική του κατάντια εκεί στις “μπάντες” της νύχτας στα σκοτεινά μπαράκια στο Μεταξουργείο; Μόνο δάκρυα μετανοίας του έφερναν αυτές οι σκέψεις. Παρ΄ όλα αυτά μία σκέψη τον βασάνιζε νυχθημερόν: τι να κάνει με το θέμα του σκληρού Γέροντά του. Έτσι κάποιο πρωί που ο Νήφων κατέβηκε στις Καρυές για να επισκεφθεί το γιατρό, ο Ιωάννης αναζήτησε και έκανε πνευματικό του έναν χαρισματικό Γέροντα από τα Καυσοκαλύβια, που τον είχε ακουστά από την εποχή που ήταν ακόμη στον κόσμο. Εκείνος τον συμβούλευσε να σηκώνεται τη νύχτα, την ώρα πού κοιμόταν ό Γέροντας του, και να κάνει τότε τον πνευματικό του αγώνα. Έτσι, άρχισε ο δόκιμος Ιωάννης να σηκώνεται τη νύκτα και να αγωνίζεται κρυφά. Όμως ο Γερο- Νήφων, κάποιο βράδυ, τον κατάλαβε και τον μάλωσε αυστηρά, γιατί δεν έκανε υπακοή, παρά προτιμούσε να κάνει άλλα από αυτά πού τον πρόσταξε εκείνος. Έτσι ο Ιωάννης, αποφάσισε να σηκώνεται και να απομακρύνεται τις νύκτες στο ύπαιθρο για να μη τον αντιλαμβάνεται ό Γέροντας.

Κάποια καλοκαιριάτικη νύχτα, αμέσως μετά την πανήγυρη του Προφήτη Ηλία, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, κάπου μια ώρα πριν το πρώτο χάραμα της καινούριας μέρας, κάτω από τον πλημμυρισμένο άστρα σκοτεινό ουρανό, ο Ιωάννης γονατιστός προσευχόταν χύνοντας ποταμούς δακρύων έξω από το νάρθηκα του Κυριακού της γειτονικής Σκήτης. Ήταν τόσο απορροφημένος που δεν αντιλήφθηκε αμέσως μια σκιά που κατευθυνόταν στην είσοδο του ναού. Ήταν ενας από αυτούς τους γυμνήτες ασκητές, για τους οποίους είχε ακούσει παλιότερα να γίνεται λόγος από άλλους μοναχούς. Εκείνος, χωρίς να έχει δει το καλογεροπάιδι, υπέργηρος, με μακριά πάλλευκα μαλλιά και γένια, στάθηκε μπροστά στην είσοδο του ναού, σταύρωσε με το δεξί του και ... η πόρτα άνοιξε στριγγλίζοντας. Τότε ο Ιωάννης αιφνιδιασμένος, σταμάτησε την προσευχή, έστρεψε το πρόσωπό του προς την κατεύθυνση του θορύβου και έμεινε ενεός παρακολουθώντας τον γέροντα. Ο πολιός ασκητής μπήκε στο ναό, προχώρησε προς το ιερό βήμα και μπροστά στην Ωραία Πύλη γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται μεγαλοφώνως. Ο Ιωάννης μπήκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε κι αυτός στο Ναό, στάθηκε στους προσκλαίοντες απ΄ όπου παρακολουθούσε άφωνος. Ο Γέροντας προσευχόταν ώρα πολλή. Όταν τελείωσε, βγήκε έξω, σταύρωσε πάλι την πόρτα και ή πόρτα έκλεισε! Πίσω από την κλειστή θύρα έμεινε ο Ιωάννης αποσβολωμένος. Μετά ο γέροντας ξεκίνησε και πήρε το ανηφορικό μονοπάτι για την κορυφή του Άθωνα. Ο Ιωάννης, που στο μεταξύ βγήκε κι αυτός αθόρυβα, έλεγε συγκλονισμένος μέσα του: “Να, αυτός είναι Γέροντας για μένα. Αυτόν θα ακολουθήσω”. Και πραγματικά τον πήρε κατά πόδας. Μπροστά ό γέροντας, πίσω του ο Ιωάννης, σε απόσταση, για να μη τον αντιληφθεί. Λίγο πριν φθάσουν στο εκκλησάκι της Παναγίας, κάτω από την αθωνική κορυφή, ο Ιωάννης άρχισε να φοβάται μη τυχόν πάρει άλλο μονοπάτι ο Γέροντας και τον χάσει. Τάχυνε λοιπόν το βήμα για να τον φθάσει, να πάρει την ευχή του και να του ζητήσει να τον κάνει δικό του υποτακτικό. Μόλις έφτασε στα πέντε βήματα πίσω του, εκείνος τον κατάλαβε. Σταμάτησε, γύρισε προς το μέρος του και του έκανε κάπως άγρια: “Που πηγαίνεις;” “Γέροντα”, του απαντά ο Ιωάννης με σεβασμό, “ήλθα να πάρω την ευχή σου. Σε παρακαλώ να με πάρεις δόκιμο κοντά σου, γιατί δεν αναπαύομαι στον Γέροντα μου”. Κι ο Ασκητής του είπε: “Εκεί που μένουμε εμείς, είναι πολύ δύσκολες οι συνθήκες. Δεν μπορείς να ζήσεις εκεί. Θα πας πίσω στον Γέροντα σου”. Τότε ο Ιωάννης άρχισε να απαριθμεί τις δυσκολίες του πνευματικού του αγώνα κοντά στον δικό του “δύστροπο” Γέροντα, μα ο σεβάσμιος γέροντας επέμεινε: “Όχι, καλογεροπαίδι μου, εκεί θα πάς. Εκεί θα μείνεις και από εκεί θα βρεις τον παράδεισο”. Τότε ο Ιωάννης υποχώρησε: “Να ‘ναι ευλογημένο. Αφού δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, να ‘ναι ευλογημένο. Θα γυρίσω πάλι πίσω...” είπε σκύβοντας το κεφάλι και, αφού πήρε την ευχή του αγίου γέροντα, έκανε να γυρίσει προς την κατηφοριά του μονοπατιού. Όμως, να ο ασκητής τον φωνάζει. Ο νέος με λαχτάρα γυρίζει και ακούει να του λέει: “Πρόσεξε, παιδί μου, ετοιμάσου γιατί σε λίγο καιρό θα φύγεις από αυτό τον κόσμο και θα φύγεις μέσα από αυτή την υπακοή. Δεν θα αλλάξεις, όμως, Γέροντα”. “Να ΄ναι ευλογημένο”, λέει πάλι ό Ιωάννης και κατεβαίνει. Το άλλο πρωί, πήγε κοντά στον Πνευματικό του και του διηγήθηκε τη συνάντηση με τον γυμνό αυτό ασκητή, καθώς και ότι του ζήτησε να τον κάνει υποτακτικό του, αλλά ότι εκείνος του είπε να κάνει υπακοή και να παραμείνει στον Γέροντα του. Στο τέλος του είπε ότι ο ασκητής εκείνος προφήτευσε πως σε λίγες ήμερες θα έφευγε από αυτό τον κόσμο. Ο “δύστροπος” Νήφων τότε, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε: “Όπως σου είπε, έτσι θα κάνεις και έτσι θα γίνει!”.

  Λίγες μέρες αργότερα, ξημερώνοντας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο Ιωάννης ξύπνησε κάθιδρος. Ένιωθε πως δεν μπορούσε να αναπνεύσει καλά, αλλά σύντομα, μετά από έναν περίεργο δυνατό πόνο κάπου στο στέρνο, ένιωσε να συνέρχεται. Σηκώθηκε νιώθοντας μια γλυκιά αγαλλίαση και βγήκε από την Καλύβη. Έκανε ν΄ ανηφορίσει προς το Κυριακό και είδε, με μεγάλη του έκπληξη, ότι σχεδόν χωρίς να το καταλάβει είχε φτάσει έξω απ΄ τη θύρα του Ναού. Ενός ναού που έδειχνε κατάφωτος, ενώ αγγελικές ψαλμωδίες έρχονταν από το εσωτερικό του. Με μεγάλη του χαρά είδε, έξω από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα του Ναού τον ίδιο γυμνήτη ασκητή να του γνέφει. Το καλογεράκι πήγε αμέσως κοντά του. “Έλα μαζί μας τώρα!” του έκανε ο Γέροντας χαμογελώντας φωτεινά. “Το δικό σου εισιτήριο, Ιωάννη, ήταν η υπακοή.”


Όταν, τρία έτη αργότερα, έκαναν την εκταφή του Ιωάννη, από την αγία κάρα του έτρεχε μύρο! Τα έχασαν οι Γεροντάδες. Τόσο νέος υποτακτικός, μάλιστα δόκιμος και όμως απέκτησε τέτοια χάρη! Ο “σκληρός” Πνευματικός, όμως το βεβαίωσε σ΄ όλους τους γέροντες: “Το καλογεράκι έδειξε υπακοή”, μουρμούρισε και σταυροκοπήθηκε.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ: 



Αμαρτίας φάντασμα Αλεξ. Παπαδιαμάντη κείμενο- AUDIOBOOK διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

Αμαρτίας φάντασμα Αλεξ. Παπαδιαμάντη

-1900- κείμενο- AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου 



  Πόσον καλὰ ἐταιριάζαμεν, ἐγὼ καὶ ἡ πτωχὴ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, συγγενής μου τοῦ ὀγδόου βαθμοῦ! Αὐστηρῶς ἐὰν κρίνω τὸν ἑαυτόν μου, εὑρίσκω ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης τὴν ὁποίαν εἰς ἐμὲ ἐδείκνυε. Μοῦ διηγεῖτο τοὺς πόνους της, τὰ βάσανα καὶ τοὺς καημούς της. Μοῦ ἔλεγεν ὅτι αὐτὴ δὲν ἐπεθύμει ποτὲ νὰ ὑπανδρευθῇ, ἀλλ᾽ οἱ γονεῖς της τὴν εἶχαν ὑπανδρεύσει. Θὰ ἐπροτιμοῦσε νὰ ἐγίνετο καλόγρια. Ἀλλὰ τώρα εἶχε κόρας ἐν ὥρᾳ γάμου καὶ υἱοὺς καὶ ἦτο σχεδὸν πεντηκοντοῦτις.

Τὴν ἑσπέραν τῆς Παρασκευῆς, 25 Σεπτεμβρίου, ὡδεύομεν ὁμοῦ ἀνὰ τὴν ἀμπελόφυτον πεδιάδα, ἀπερχόμενοι εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μετόχιον τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐτελεῖτο ἐκεῖ μικρὰ πανήγυρις. Ἔμελλε νὰ γίνῃ παννυχὶς ἀπὸ τῆς ἐνάτης ὥρας μέχρι τῆς τρίτης τοῦ ὄρθρου, εἶτα δέ, μετὰ δίωρον διάλειμμα, θὰ ἐτελεῖτο λειτουργία.

Δὲν εἴχομεν συμφωνήσει νὰ ὑπάγωμεν ὁμοῦ. Ἀλλὰ σχεδὸν πάντοτε, χωρὶς νὰ συνεννοηθῶμεν, ὁμοῦ ἐπηγαίναμεν. Οὐδ᾽ ἦτο αὕτη ἡ μόνη παννυχίς, εἰς τὴν ὁποίαν παρευρισκόμεθα. Εἰς τὰς 8 Σεπτεμβρίου, ὥραν 3ην μετὰ τὰ μεσάνυκτα, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ ὄρθρου, εἰς τὴν πανήγυριν τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς, ἡ ἐξαδέλφη Μαχούλα κ᾽ ἐγώ, ὁμοῦ κατηρχόμεθα τὸ ὀλισθηρὸν λιθόστρωτον, τὸ ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς μεγάλης οἰκίας τοῦ καπεταν-Νικόλα τοῦ Ματαρώνα καὶ φθάνον μέχρι τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς. Ἐνίοτε ἦτο σελήνη, συνήθως ὅμως ἦτο σκότος βαθύ. Ἀλλὰ τὸ μελιχρὸν φέγγος ἐπέχριε μόνον τὰς στέγας τῶν οἰκιῶν καὶ τὸ διενέμοντο, ὡς πενιχρὰν κληρονομίαν, τὰ δωμάτια, τὰ μπαλκόνια καὶ οἱ γάστρες τῶν ἀνθέων. Δι᾽ ἡμᾶς κάτω εἰς τὸ λιθόστρωτον δὲν ἔφθανε νὰ κατέλθῃ εὐμενὴς ἀκτίς. Ὅθεν πολλάκις ἐγλιστροῦσα ἐγώ, προσπαθῶν νὰ κρατήσω τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν μὴ πέσῃ.

Ἦτον βαρεῖα καὶ παχεῖα, ὠχρὰ καὶ νοσώδης. Αἱ ἐγκυμοσύναι ἆρα τῆς εἶχον ἀφήσει τὸν ὄγκον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐπαραμόρφωνε τὴν μέσην της; Ὄπισθέν μας ἤρχετο ἡ Ἀνδρεόλα ἡ Μπαρμπερού, γραῖα εὐλαβής, κρατοῦσα φανάριον. Παρεμπρός μας ἐφαίνετο ὄγκος τις ἀποφράττων τὸν στενὸν δρομίσκον. Ἡ γραῖα Δεσποινιὼ ἡ Μπλήχαινα, τῆς εἶχε σβήσει ὁ ἄνεμος τὸ ἀπόκερον, τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ μανουάλι τῆς ἐκκλησίας, καὶ βυθισθεῖσα εἰς σκότος αἰφνίδιον, εἶχε ριζωθῆ ἐκεῖ, καταμεσῆς εἰς τὸν δρόμον, ἀδυνατοῦσα νὰ βαδίσῃ δεξιὰ ἢ ἀριστερά.

Μίαν ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς νύκτας, τῆς 8ης Σεπτεμβρίου -δὲν ἐνθυμοῦμαι εἰς τὰ πόσα ἦτον- μᾶς συνέβη, εἰς ἐμὲ καὶ τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν, παράδοξον μικρὸν συμβάν. Αὐτή, καίτοι εἰς τὴν καθ᾽ ἡμᾶς γενεὰν ἀνήκουσα, ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ στέργῃ καὶ νὰ θάλπῃ τὰ παλαιά. Ἐκαυχᾶτο ὅτι ἦτον «πρωτινὴ» γυναίκα. Ἂν καὶ ἡ παραθαλασσία ἀγορὰ ἦτο ἔρημος, ἐπειδὴ δὲν νομίζεται καλὸν εἰς τὰς γυναῖκας νὰ διέρχωνται διὰ τῆς ἀγορᾶς, δὲν ἤθελε, καὶ νύκτα ἀκόμη, νὰ περάσῃ ἐκεῖθεν. Ἐπέμενε νὰ τὴν συνοδεύσω ἀπὸ τὸν μέσα δρόμον μέχρι τῆς οἰκίας της. Ἀφήσαμεν λοιπὸν τὴν ἄλλην συνοδίαν, καὶ ἐστράφημεν πρὸς τὸν μέσα δρόμον. Ἐκεῖ, καθὼς διηρχόμεθα κάτωθεν ἀπὸ ἕνα μπαλκόνι, ἄνωθεν τοῦ ὁποίου ἐφαίνοντο ἀσπρόρρουχα ἁπλωμένα, δὲν ἠξεύρω πῶς, μακρὰ χιονόλευκος σινδὼν ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὸ σχοινίον ἐφ᾽ οὗ ἐκρέματο· ἔπεσεν ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλάς μας· ἡπλώθη εἰς τὰς ὠμοπλάτας μας, καὶ «μᾶς ἐκουκούλωσεν», ἤ, μᾶς ἐσαβάνωσε καὶ τοὺς δύο, ὡς νὰ τὴν ἥπλωσεν ἐπάνω μας ἀόρατος χείρ. Ἐγὼ ἀκουσίως ἐγέλασα, ἂν καὶ τὸ πρᾶγμα μοῦ ἐφάνη μᾶλλον κακὸς οἰωνός. Ἡ ἐξαδέλφη μου ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ᾽ ἐψιθύρισε:

― Τὴν ἴδια τύχη θὰ ἔχουμε... τὴν ἴδια τύχη!

*

Τὴν χρονιὰν ἐκείνην ἐβαδίζομεν, ἑσπέραν Παρασκευῆς, εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ἡ ψυχή μου ἦτο πάντοτε πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα, ἂν καὶ τὸν πλεῖστον χρόνον ἀπεδήμουν σωματικῶς, καὶ ἐνθυμούμην κάποτε τὸν στίχον τοῦ Σκώτου ἀοιδοῦ: «Ἡ καρδιά μου εἶναι στὰ Ψηλώματα, ἡ καρδιά μου δὲν εἶν᾽ ἐδῶ».

Ἐπεράσαμεν τὴν ἀμμουδιάν, τὴν ὁποίαν φιλεῖ προσπαῖζον τὸ κῦμα, καὶ παρήλθομεν τοὺς Κήπους καὶ τὴν Λίμνην τὴν μαυρογάλανην. Εἶτα ἀφήσαμεν ὄπισθέν μας τὴν «Καλογερικιὰ Σαΐτα», μακρότατον ἀγρὸν οὕτω καλούμενον. Ἀκολούθως ἐφθάσαμεν εἰς τὰ διάφορα κτήματα τ᾽ Ἀβράμη, ὅπου ἐχρειάσθη νὰ κάμωμεν πολλὰς καμπὰς διὰ νὰ εὕρωμεν τὸν δρόμον, ἐπειδὴ ὁ ἰδιοκτήτης εἶχε κηρύξει κοινωνιστικὸν δόγμα: «Ἐὰν ὁ γείτων μου εἶναι τεμπέλης, ἀνίκανος νὰ καλλιεργήσῃ τὸ κτῆμά του, δὲν ἁμαρτάνω, ἂν τὸ καταπατήσω». Διήλθομεν τὰ μεγάλα χωράφια, τὰ ὁποῖα ἦσάν ποτε ἀμπέλια μοσχάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατεσκευάζετο τὸ περίφημον «Ἀλυπιακόν», τὸ δυνάμενον νὰ καλῆται οὕτω διττῶς· καὶ ἀπὸ τὸν κατασκευαστήν του Ἀλύπιον, καὶ διότι ἴσως καθίστα ἄλυπον τὸν βίον...

Τέλος, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Μετόχι. Ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, κομψός, εὐωδίαζεν ἀπὸ τὸ τέμπλον τὸ κυπαρίσσινον καὶ ἀπὸ τὰ ἄνθη τὰ ὁποῖα εἶχον φέρει ἡ Σουλτανιὼ ἡ Μάρκαινα, ἡ γραῖα Παντεχοὺ καὶ ἡ Κατερινιὼ τῆς Ἀλέξαινας καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλαι εὐλαβητικαί, αἱ μόναι ἐλθοῦσαι. Ἀπὸ τὸ μοναστήριον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶχον κατέλθει ὁ παπα-Δανιὴλ καὶ Ἰωακεὶμ ὁ περιπλανώμενος, ὅστις καθ᾽ ὅλας σχεδὸν τὰς ἑορτὰς ἐπέστρεφεν εἰς τὸ μοναστήρι, καὶ ὁ γέρων Θεόκλητος, γεμᾶτος ἀπὸ νοστίμους ἰδιοτροπίας, πρὸς τὸν ὁποῖον τρὶς ἔλαβα τὴν τιμὴν νὰ φιλονικήσω ἐν καιρῷ τοῦ δείπνου.

Ἡ Μαχούλα, ἀφοῦ ἐπροσκύνησε καὶ προσέφερε τὰ ἄνθη της, τὸ ἔλαιον καὶ τὸ θυμίαμά της, ἐκάθισεν εἰς μίαν ἄκραν ἔξω τοῦ ναΐσκου, μὲ τὸ καλάθιόν της καὶ τὸ μικρὸν κανατάκι της. Ἦτο παρὰ τὴν ρίζαν τῆς ἐλαίας, ἥτις μὲ τοὺς κλῶνάς της, βαρυφορτωμένους καρπόν, ἐσκίαζεν καὶ περιέστεφε τὴν θύραν τοῦ ναΐσκου, ἐνθυμίζουσα τὸν στίχον τοῦ προφητάνακτος: «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ».

Εἶχα διψήσει καὶ ἰδὼν τὸ μικρὸν ὑδροδοχεῖον, τὸ ὁποῖον ἵστατο πλησίον εἰς τὸ καλαθάκι τῆς Μαχούλας, ἐζήτησα νὰ πίω ἀλλὰ τὸ εὗρον κενόν.

― Νά, δὲν ἦρθε αὐτὸς ὁ Σταμάτης, μοῦ εἶπεν ἡ ἐξαδέλφη μου. Ποιὸς νὰ πάῃ ὣς τὴ βρύση νὰ τὸ γεμίσῃ;... Ἀπόστασα, καὶ δὲν μπορῶ... Ὁ Σταμάτης ἦτο ὀρφανὸν παιδίον, πρόθυμον νὰ τρέχῃ εἰς ὑπηρεσίαν παντοῦ ὅπου ἐγίνοντο θρησκευτικαὶ ἐκδρομαὶ καὶ συνάξεις. Εἶχε τόσον ἔνθεον ζῆλον, ὥστε βλέπων τὴν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν νὰ ἐκπίπτῃ, ἐθλίβετο τόσον, ὥστε ἀπεφάσισε νὰ βοηθήσῃ αὐτὸς τοὺς ἁγίους νὰ θαυματουργήσωσι. Καὶ μίαν φορὰν ἄλειψε μὲ λάδι ὅλας τὰς εἰκόνας τοῦ τέμπλου ἑνὸς ἐξωκκλησίου· ὅθεν διεδόθη, καὶ παρὰ πολλοῖς ἐπιστεύθη, ὅτι οἱ ἅγιοι «ἵδρωναν» ἢ ὅτι ἐδάκρυζαν ἴσως καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιχείρησιν αὐτὴν ὠφελήθησαν ὄχι ὀλίγας προσφορὰς οἱ πτωχοὶ οἱ παπάδες τοῦ χωρίου μας. Ἦτο δὲ τότε ὁ Σταμάτης δωδεκαέτης.

Ἐκοίταξα νὰ ἴδω τὸν Σταμάτην, ἀλλὰ δὲν ἐφαίνετο πουθενά. Ἴσως ἦτο εἰς ἄλλην ὑπηρεσίαν. Ἡ Μαχούλα ὄχι μόνον εἶχεν ἀποστάσει, καθὼς ἔλεγεν, ἀλλὰ θὰ ἐφοβεῖτο νὰ ὑπάγῃ. Ἡ βρύσις ἀπεῖχεν ὣς δέκα λεπτῶν τῆς ὥρας δρόμον, καὶ εὑρίσκετο μέσα εἰς ἓν βαθὺ ρεῦμα, ὅπου θὰ ἦτο σκότος ἤδη. Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει καὶ ἦτο ἀμφιλύκη φθινοπώρου μελαγχολική.

Ἀπεφάσισα νὰ ἐκτελέσω ἐγὼ ἔργα «Σταμάτη». Ἔλαβα τὸ κανάτι κ᾽ ἐξεκίνησα.

― Ἀτός σου θὰ πᾷς;... Τουλόου σ᾽; ἔκραξεν ἡ Μαχούλα. Πῶς γένεται;

Ἐπεθύμουν νὰ ὑπάγω, καὶ διότι ἐδίψων, καὶ διότι ἤθελα νὰ προσφέρω ἐκδούλευσιν εἰς τὴν καλὴν καὶ συμπαθῆ ἐξαδέλφην μου.

―Ἡσύχασε, θὰ πάω, τῆς εἶπα· τώρα, σὲ λίγο ἔφτασα...

*

Ἦτο μικρά, βαθεῖα ρεματιά, εἰς τὸ μέσον ἑνὸς ἐλαιῶνος κατέχοντος ὅλην τὴν κλιτὺν τοῦ λόφου δεξιόθεν καὶ ἑνὸς λεμονεῶνος τοιχογυρισμένου στολίζοντος τὸν κάμπον, ἀριστερόθεν. Καταρχὰς ἐβυθίζετο, κατήρχετο χαμηλὰ καὶ ἐχαράσσετο στενὸς δρομίσκος, μονοπάτι κρυπτὸν ἐν μέσῳ βάτων καὶ θάμνων. Ἀκολούθως ἀνηφόριζεν ἠρέμα καὶ ἀνήρχετό τις εἰς τὴν βρύσιν, ἥτις ἀνέβλυζεν ἔκ τινος τοίχου παλαιοῦ, μὲ μεγάλους πρασινισμένους καὶ μουσκλιασμένους λίθους. Δύο πεζοῦλες ἢ πλίνθινα ἑδώλια ὑπῆρχον ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς κρήνης, ἥτις εὑρίσκετο ἐπὶ τοῦ ὑψηλοτέρου μέρους τῆς ὅλης ρεματιᾶς.

Ὅταν εἰσῆλθον εἰς τὸ βαθὺ ρεῦμα καὶ ἐπάτησα εἰς τὸ στενὸν μονοπάτι, τὸ φέρον πρὸς τὴν πηγήν, τότε ἤρχισα ν᾽ ἀναλογίζωμαι τί εἶχα κάμει, ἕως τότε δὲν εἶχα σκεφθῆ.

ᾘσθάνθην αἰφνίδιον φόβον. Ἀπὸ εἰκοσαετίας ἦτο ἡ πρώτη φορὰ καθ᾽ ἣν εἰσηρχόμην εἰς τὸ ρεῦμα ἐκεῖνο, ὁλομόναχος, ἐν ὥρᾳ ἀμφιλύκης, καὶ ἐπικειμένης νυκτός...

Ἀνῆλθον πρὸς τὴν βρύσιν μὲ τρέμοντα γόνατα. Ἔκαμνα πολλοὺς σταυροὺς καὶ προσηυχόμην. Ἀλλ᾽ ἡ γλῶσσά μου ἐδεσμεύετο καὶ ὁ οὐρανίσκος μου ἐξηραίνετο. ᾘσθανόμην, ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος νὰ ψιθυρίζω οὔτε ἐνδιαθέτως οὔτε στοματικῶς τὰ ἱερὰ λόγια. Ἔφθασα ἐν τοσούτῳ εἰς τὴν κρήνην. Ὅταν ἐδοκίμασα νὰ τοποθετήσω τὸ μικρὸν ἀγγεῖον κάτωθεν τοῦ κρουνοῦ διὰ νὰ γεμίσῃ, τοῦτο μοῦ ἔφυγεν ἀπὸ τὰς χεῖρας. Ἐστάθη μοναχόν του ἐντὸς τῆς λεκάνης τοῦ νεροῦ καὶ δὲν ἐθραύσθη.

Ἄνωθεν τῆς κρήνης εἶδα, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου, πρᾶγμά τι ἐναέριον νὰ ἵσταται. Δὲν εἶχε πυκνωθῆ ἀκόμη τὸ σκότος. Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα τὸ ὁρώμενον ἦτο τόσον μικρόν, ὥστε ἔφεγγεν οἱονεὶ εἰς τὴν μικρὰν κοιλάδα, ὡς τοπικὸν ἄστρον κατελθὸν τρόπον τινὰ διὰ νὰ φωτίσῃ βάθη ἀνάξια φωτός. Ἀλλ᾽ ὅμως τὸ λευκὸν ἐκεῖνο πρᾶγμα ἔσυρεν ἐπάνω του, ἢ ἐσύρετο ἐπ᾽ αὐτοῦ, μέγα μαυράδιον, μελανώτερον καὶ ἀπὸ τὴν πίσσαν, μελανώτερον καὶ ἀπὸ τὸ σκότος, ἐξελθὸν ἀπὸ τὸ σκότος τὸ ἐσώτερον τῆς συνειδήσεως καὶ προωρισμένον νὰ ὑπάγῃ τὸ ταχύτερον νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, τῆς γεέννης. Βαθεῖαν, ἀπερίγραπτον κηλῖδα, μέγα καὶ ἀμέτρητον μαύρισμα ἐπὶ τοῦ ἁγνοῦ, τοῦ χιονολεύκου, εἶχε προσκολληθῆ τὸ καταμέλανον. Τὸ ὅραμα ἦτο διπλοῦν. Ἐπάνω εἰς τὸ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, τὸ λευκὸν κρίνον τῶν κοιλάδων, εἶχε κολλήσει ἡ ἀπεχθὴς κάμπη.

Τὸ λευκὸν ὡμοίαζε μὲ χιτῶνα πάλλευκον, μὲ ἄσπιλον ἐσθῆτα παιδίσκης δεκαπενταέτιδος. Τὸ μαῦρον ὡμοίαζε μὲ ἁμαρτίας φάντασμα. Θεέ μου! Καὶ ἡ κάμπη ἐκείνη τίς ἦτο; Ἀληθεύει ὅτι ἀποτροπιάζεται ἡ φεύγουσα ψυχή, βλέπουσα τὸ φθαρτόν, σκωληκόβρωτον σκῆνός της; Καὶ τὸ ἄσπιλον ἐκεῖνο ἀρνίον, τὸ θεόπλαστον σκήνωμα, τῆς βασκανίας τὸ θῦμα, ἐκοιμᾶτο ἀπὸ εἰκοσαετίας εἰς τὸ κοιμητήριον τῶν θανόντων.

Ναί· εἶχον περιβάλει μὲ στέφανον παρθενικὸν ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης τὴν ξανθὴν κεφαλήν της. Ἀλλ᾽ ὁ στέφανος ἐκεῖνος εἶχε γίνει ἀκάνθινος στέφανος. Καὶ αἱ ρίζαι τῶν ἀνθέων εἰσέδυον ὡς ἄκανθαι εἰς τὸν λευκὸν χρῶτά της.

Ὤ, ἡ ζωή της ἦτο ὄνειρον καὶ αὐτὴ ὑπῆρξέ ποτε «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Καὶ ἡ κάμπη ἡ δύσμορφος εἶχε φθείρει τὸ ἄσπιλον, τὸ ἠθικὸν κάλλος της.

Φεῦ! Διατί ἀπὸ ὅλην αὐτὴν τὴν λόχμην, τὴν ποικίλην καὶ πολύχρωμον καὶ ἀνθοφοροῦσαν, νὰ ἐξέρχωνται ἄκανθαι, συρίζουσαι γλῶσσαι, ἔχιδναι; Καὶ πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως, καὶ τὸ μιαρὸν πνεῦμα εἰσέβαλεν εἰς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἐπεθεώρησε «καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν;»... Πόθεν τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας;

*

Ὤ, φρίκη, καὶ πόνος ἀνεκλάλητος! Εἶδα, εἶδα τὸ παρελθόν μου μὲ τοὺς ἰδίους μου ὀφθαλμούς, τὸ εἶδα ὡς μαῦρον φάντασμα. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ ἡ καρδία μου θὰ ἔπαυε νὰ πάλλῃ. ᾘσθάνθην βαθεῖαν συντριβήν· τὸ φάσμα τὸ ἴδιον μ᾽ εὐσπλαγχνίσθη, καὶ ταχέως ἔγινεν ἄφαντον.

Ἔλαβα τὸ ἀγγεῖον μὲ τὸ ὕδωρ, καὶ κατῆλθον μὲ βήματα βραδέα, τύπτων τὰ στήθη, καὶ ψιθυρίζων. «Ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῇς, Κύριε...»

(Τ' ἀνωτέρω συνηρμολογήθησαν ἐκ παλαιῶν ἀτάκτων σημειώσεων τεθνεῶτος ἀτυχοῦς φίλου.

Διὰ τὴν ἀντιγραφὴν)


Το ΒΙΝΤΕΟ με το AUDIOBOOK

εδώ:


19.6.25

Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

 

Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ

Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ
Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

Το διήγημα στη συλλογή ΝΕΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ, ΔΙΑΛΕΧΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.  Μ. Σαλίβερος -1926.


     
   ΑΥΤΟ το παιδί είχε κι η Κωσταντινιά η Ζήναινα, η χήρα μάνα. Άλλη γέννα δεν έκανε από το Στεφανή της. Τον βύζαξε, τον κανάκεψε, τον βαργόμησε, τον ανάστησε, τον μεγάλωσε, τον έκαμε δώδεκα χρονών παλικαράκι μια χαρά. Πήγαινε στο σκολειό του Διονυσιάδη, πρώτος και καλύτερος· έλεγε στη Φανερωμένη το κυριελέησον με μια γλυκιά φωνή σαν του αγγέλου· έπαιζε με τα γειτονόπουλα στο πλάτωμα φρόνιμα, χωρίς να μαλώνει με κανένα, ενώ η μάνα του, πλέκοντας το σκαρτσούνι της, τον καμάρωνε από το παραθύρι. Κι όλοι είχαν να κάνουν με την προκοπή, τη φρονιμάδα, τη γλύκα και την ομορφιά αυτού του παιδιού.
― Να σου ζήσει, κυρα-Κωσταντινιά, ο Στεφανής σου, της έλεγαν, να σου κάμει τα καλά γεράματα.
― Αμήν, να δώσει ο Θεός, απαντούσε κείνη.
     Μα ήταν τόσο σίγουρη πως ο Στεφανής θα της ζούσε! Αν μπορούσε ποτές, στασίου κόσμου που λένε, να πάθει τίποτα ένα παιδί που δεν του πόνεσε μια φορά ούτε το κεφάλι! Φτου, φτου, να μη βασκαθεί! τι γερό, τι ύγιο που ήτανε!
     Κι άξαφνα να της αρρωστήσει. Μα έτσι στα καλά καθούμενα. Χωρίς να ψυχρωθεί, χωρίς να ζεσταθεί, χωρίς να φάει τίποτα ενάντιο, χωρίς να κάμει ή να λάβει το παραμικρό. Κοιμήθηκε, που λες, καλά καλούτσικα, ―ένα Σαββατόβραδο, προπαραμονή του Αγίου Λουκός,― και ξύπνησε με κάψα. Ούτε να σηκώσει κεφάλι, τέτοιο κακό! Στέρνει αμέσως η μάνα του για το γιατρό το Στουπάθη. «Πλευρίτης» της λέει. «Πλευρίτης;! έτσι μονοκοπανιά;! Έλα, Χριστέ και Παναγιά μου! σταυροκοπιέται.» «Ε, καμιά βολά υποβόσκει» της κάνει ο γιατρός. «Συμφορά μου! Αμή τώρα;»
     Ε, τώρα τίποτα. Μην κάνεις έτσι, θα τον γιάνουν. Δεν ήταν πάλι του θανατά από έναν πλευρίτη! Μια, δυο βδομάδες και θα σηκωθεί. Δε βαριέσαι, σ’ αυτή την ηλικία! Περδίκι θα ‘ναι σε δυο βδομάδες. Μπα, και σε λιγότερο.
     Η μάνα, μες την αγωνιά της, χαμογελάει. Το πιστεύει. Μπορεί ποτές να πάθει τίποτα ο Στεφανής από έναν πλευρίτη; Περιπλεμονία είχε ο Νταντής της κυρα-Στάθαινας, εκείνο το χλωμό κι αδύνατο παιδάκι, η τσίγγλα, κι έγινε καλά σε λίγες μέρες. Όχι ο Στεφανής, ο παίδαρος, ο σιδερένιος!
     Μα πού! Πριν περάσουν οι δυο βδομάδες, ο πλευρίτης τον έριξε κι αυτόν σε περιπλεμονία. Και πέρασαν μήνες χωρίς να γίνει καλά. Τι κι αν δεν πέθανε, τι κι αν ψευτοσηκώθηκε από το κρεβάτι, κι αν κατέβηκε μια μέρα και στο πλάτωμα ή πήγε μιαν άλλη και στην εκκλησιά; Ούτε να φάει ούτε να παίξει, ούτε να μιλήσει, ούτε να τραγουδήσει ούτε να ψάλει, ούτε να διαβάσει δεν είχε πια όρεξη. Του έμεινε μια λιμόκαψα, μια κρυφοδαγιανιάρα, που τον έτρωγε νύχτα μέρα, τον έλιωνε, του ‘κοβε τα ήπατα, το χρώμα, τη χαρά, όλα!… Ύστερα, η λιμόκαψα δυνάμωσε κι ο Στεφανής, ο μισός απ’ την αδυναμία, ξανάπεσε. Ήταν φανερό, το ‘βλεπαν και το κρυφόλεγαν όλοι: η περιπλεμονία εκείνη τον έριξε σε φτίση. Τόσο που κι ο γιατρός αναγκάστηκε να το πει της μάνας του:
― Ζήναινά μου, το παιδί σου δεν είναι χαλά. Πρέπει ν’ αλλάξει αέρα.
     Το παιδί της, καλέ, το παιδί της;… Τι της έλεγαν τώρα;
     Είδε κι έπαθε να το πιστέψει, να το παραδεχτεί, να αποφασίσει. Ε, δεν ήταν και τόσο εύκολο για μια γυναίκα μονάχη, για μια χήρα όπως να πεις φτωχιά, που δεν είχε άλλο εισόδημα από κάτι λίγα νοίκια. Τι να κάμει όμως, τ’ αποφάσισε· και ξεσηκώθηκε, και κουκούλωσε το Στεφανή, και τον έβαλε σε μια καρότσα, και τον πήγε στο χωριό, το Καταστάρι, σ’ ένα σπιτάκι που της παραχώρησε ο κυρ-Λίγερος, ο κουμπάρος της.
     
     ***
     
     Τίποτα του κάκου!
     Όλο και χειρότερα το παιδί, όλο και χειρότερα.
     Στενοχωριόταν κιόλα στο χωριό, στην ερημιά, στη νέκρα. Καλύτερα στη χώρα. Έχει η μάνα του του έσερνε το κρεβάτι κοντά στο κλειστό παράθυρο και μπορούσε απ’ τα τζάμια να βλέπει το πλάτωμα, τα γειτονόπουλα που έπαιζαν, τους διαβάτες, τ’ άλογα και πέρα τ’ ακρογιάλι, το λιμάνι, τα βαπόρια και τα καράβια που μπαινόβγαιναν, τις βάρκες που βολτάριζαν και τη θάλασσα που απλωνόταν γαλάζια ως τ’ αντικρινά βουνά.
― Μάνα! πάμε στη χώρα! πάμε στο σπιτάκι μας! Εδώ δε μπορώ. Θα πεθάνω!
― Χριστός και Παναγία!… Καλά, παιδάκι μου, πάμε…
     Κι άμα είδε κι απόειδε, η Κωσταντινιά παρακάλεσε τον κουμπάρο να της στείλει από τη χώρα την καρότσα.
     Και να! Τόση χαρά αιστάνθηκε ο Στεφανής, όταν ξαναβρήκε όσα ήξερε και νοσταλγούσε, που αμέσως ξεγύρισε και, για δυο τρεις μέρες, ήταν σαν καλά. Έπειτα όμως ξανακύλησε και χειροτέρεψε. Η μάνα φώναξε πάλι το Στουπάθη. Κι ο γιατρός σήκωσε τους ώμους του σκληρά:
―Τι να σου κάμω τώρα;… Γιατί δεν ακούς; Έπρεπε να τον αφήσεις στο χωριό.
― Θα πέθαινε, ντετόρο μου, θα μου πέθαινε κει πέρα!…
―Και σου φαίνεται πως εδώ θα ζήσει;
―Ας πεθάνει!… Θα πεθάνει κάνε στο σπίτι του. Όχι σ’ ένα ξένο καλυβόσπιτο, στην ερημιά!…
     Έτσι το είπε. Από τη φούρκα της που θύμωσε ο γιατρός γιατί τον παράκουσε. Ειδεμή κάθε άλλο πίστευε παρά πως μπορούσε να πεθάνει ο Στεφανής της από μια λιμόκαψα ή και μια κάψα… Ήταν, καλέ, από τη μεγάλη αρρώστια. Τη γλύτωσε, μα του είχε μείνει αυτή η ντεμπολέτσα, αυτή η αδυναμία. Ε, θα δυνάμωνε. Ούτε θέρμη είχε, ούτε φτίση, δόξα σοι ο Θεός. Τηχτικιάρης ο Στεφανής της; να η ώρα!
     Και τον είχε στο κρεβάτι του, το ‘σπρωχνε την ημέρα κοντά στο κλειστό παραθύρι, και περίμενε υπομονετικά να της «δυναμώσει».
     Μα πού! Ο Στεφανής όλο κι αδυνάτιζε… Είχε περάσει ο χειμώνας, είχε περάσει και το καλοκαίρι, είχαν αρχίσει τα πρωτοβρόχια, πλησίαζε και του αγίου Λουκός. Κι ο Στεφανής στο κρεβάτι, να βλέπει το πλάτωμα και τη θάλασσα και να ρέβει, να λιώνει από μέρα σε μέρα.
     Κι ήρθε καιρός που η δόλια μάνα το πίστεψε για δυνατό και το φοβήθηκε.
     «Αλήθεια; έλεγε. Αλήθεια, θα μου πεθάνει;»
     Κι έγινε τότε σαν τρελή.
     Έκραξε όλους τους γιατρούς της χώρας και τις γιάτρισσες και τους κομπογιαννίτες και τις μάϊσσες ακόμα. Έκανε χίλια γιατρικά, γιατροσόφια, ξόρκια και μάγια. Τον ίδιο καιρό έκανε και θεοτικά κι ύστερα, απελπισμένη από τ’ άλλα ―απορπισμένη όπως το ‘λεγε,― αφοσιώθηκε σ’ αυτά και μόνο. Ό,τι έκανε ο Θεός! Έφερε στο σπίτι του Αγίου το Χέρι, έφερε φυλαχτά και λείψανα, το Τίμιο Ξύλο, ως και το δάχτυλο του άη-Γιάννη του Προδρόμου, που είχε ο παπα-Σαράντης. Έκαμε τάματα σε δέκα εκκλησίες και σε δέκα θαματουργές εικόνες: λαμπάδες ίσαμε το μπόι του παιδιού, κι ασημένια καντήλια ακοίμητα, με το λάδι της χρονιάς τους. Πήγε ξυπόλυτη στο μακρινό ξωκλήσι του Άγιου Στέφανου, να παρακαλέσει τη χάρη του μηνίπως κι έκανε το θάμα για το μικρό συνονόματο. Και μέρα παρά μέρα καλούσε τον παπά της Φανερωμένης, τον ενορίτη, να τον διαβάζει να τον σταυρώνει, να τον αγιάζει.
     Ο παπάς ήταν πια ο γιατρός. Ο Στουπάθης κι οι άλλοι ντετόροι είχαν πάψει τις βίζιτές τους. Ο παπάς τις είχε πολυστέψει. Και συχνά, αφού τέλειωνε τον αγιασμό, την παράκληση, την ευχή, κι ο μικρός άρρωστος, ναρκωμένος από το λιβάνι, κοιμόταν, η κυρα-Κωσταντινιά τον έπαιρνε στην τραπεζαρία να του δώσει τον καφέ. Εκεί ο γιατρός γινόταν πνεματικός. Κλαίγοντας η μάνα του ‘λεγε τον πόνο, το φόβο και την ορπίδα της: Τι άλλο είχε κι αυτή στον κόσμο από κείνο το παιδί; Γι’ αυτό δεν πίστευε ποτέ πως ο Θεός, ο μεγάλος και δίκαιος, θα ‘κανε το άδικο να της το πάρει. Ω, ποτέ! Αν δεν μπορούσαν οι γιατροί, μπορούσε Αυτός. Οι Αγιοί του, οι Ιερείς του, δεν έκαναν άλλο παρά να του το θυμίζουν και να τον παρακαλούν. Πώς μπορούσε το λοιπόν να μην ακούσει;
     Μα ο παπάς που ήξερε καλά την κατάσταση του παιδιού και, μολονότι με τις ευχές του τα ζητούσε κάθε μέρα, δεν πίστευε πολύ στα θάματα ήθελε να προετοιμάσει τη δόλια μάνα για κάθε ενδεχόμενο. Και της έλεγε τα συνηθισμένα:
― Ανεξιχνίαστοι αι βουλαί του Υψίστου, κυρα-Κωσταντινιά μου! Που θα πει πως κρεμόμαστε από το Θεό και πρέπει να υποταζόμασθε με υπομονή στα θελήματά του.
     Η μάνα που καταλάβαινε, θύμωνε τότες, αγρίευε:
―Παπα-Στέλιο! του φώναζε, παπα-Στέλιο! Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός! Είναι
     ψέματα ούλα!
― Ευλογημένη μου… δοκίμαζε να τη μερώσει ο παπάς.
     Τον έκοβε πιο άγρια:
―Ακούς τι σου λέω; Αν πεθάνει ο Στεφανής, δε ματαπιστεύω ούτε σε Θεό ούτε σε τίποτα! Ψέματα ούλα!… Να κλείσετε τις εκκλησίες σας και να πάτε να γίνετε σκαφτιάδες, ψαράδες, φάβροι, μακελαραίοι, ό,τι θέλετε! Και να μας αφήσετε ήσυχους να γεννιόμαστε, να ζούμε, να παντρευόμαστε και να πεθαίνουμε χωρίς τις βοήθειές σας!
― Μη βλαστημάς, ευλογημένη!…
― Εκείνο που σου λέω! Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει τίποτα!
     
     ***
     
     Κι έτσι κάθε μέρα. Του ‘λεγε τον πόνο της και την ορπίδα της δακρυσμένη. Κι έπειτα, ―πολλές φορές πριν την εξερεθίσει ο παπάς με κανένα παρηγορητικό, προειδοποιητικό, αδάκρυτη κι αγριεμένη του φώναζε:
― Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός!
     Τρελαινόταν η δόλια μάνα και μόνο με την ιδέα πως μπορούσε να χάσει το μονάκριβό της φως. Γιατί
     το ‘παμε: Τώρα το πίστευε κι αυτή και το φοβόταν…
     Κι ήρθε μέρα,―συφορά της και μαυρίλα της,― που το είδε με τα μάτια της.
     Σχεδόν στο χρόνο, ανήμερα του Αη-Λουκός, ο Στεφανής ξεψύχησε στην αγκαλιά της σαν το πουλάκι.
     Κι η δόλια μάνα… κράτησε το λόγο της:
     Έπαψε να πιστεύει πως υπάρχει Θεός.
     Ούτε σ’ εκκλησιά ξαναπάτησε, ούτε παπά ξαναφώναξε στο σπίτι της, ούτε τάμα έκανε, ούτε παράκληση, ούτε αγιασμό, ούτε προσευχή. Ένα μνημόσυνο μόνο για τον τύπο και για τον κόσμο, κι έπειτα τίποτα…
     Κι ο παπα-Στέλιος;
     Τη φοβήθηκε! Ναι, ο παπα-Στέλιος φοβήθηκε αυτή τη μάνα που ο Θεός, ο Θεός του, της είχε κάνει τέτοιο άδικο. Τη φοβήθηκε σα να ‘φταιγε και λίγο ο ίδιος. Δεν είχε μούτρα να την ιδεί, δεν είχε στόμα να της μιλήσει. Και την απόφευγε κι αυτός όπως τον απόφευγε κι εκείνη.
     «Άσ’ τη τη δυστυχισμένη, άσ’ τη!…»
     Κι ύστερα από την κηδεία που την είδε και της μίλησε, μα που δεν έλαβε απάντηση, ―η κυρά-Κωσταντινιά λες κι είχε πάθει αφασία,― κι ύστερ’ από το μνημόσυνο, που το ίδιο έμειναν χωρίς απάντηση τα παρηγορητικά του μισόλογα, αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν ξαναϊδωθήκανε. Η μάνα είχε κλειστεί στο μαύρο της σπίτι. Δεν έβλεπε δε δεχόταν, δε μιλούσε με κανένα. Και με τον επιστάτη ακόμα, ―ένα γέρο που της μάζευε τα νοίκια και της έκανε τα ψώνια,― συναγροικιόταν με γνεψίματα.
     Μαυροντυμένη, μπαμπουλωμένη, χλωμή, βουβή, αδάκρυτη, τριγύριζε το μαύρο σπίτι σαν ίσκιος, σα στοιχειό. Μονάχη, ολομόναχη.
     Έτσι πέρασαν μήνες.
     Κι ήρθε η παραμονή των Φώτων κι ο παπα-Στέλιος βγήκε με την αγιαστήρα του.
     «Θα κάμω το ατζάρντο να πάω και στη Ζήναινα, μου φαίνεται πως είναι καιρός», έλεγε στον εαυτό του.
     Μπήκε στο σπίτι. Άγιασε πρώτα στο κάτου, που καθόταν άλλη οικογένεια κι από κει, με φόβο και με τρόμο, τράβηξε προς τη σκάλα του απάνου.
     Τον άκουσε η κυρα-Κωσταντινιά και πετάχτηκε στο κεφαλόσκαλο. Μαυροντυμένη, μπαμπουλωμένη, αδάκρυτη, πιο χλωμή κι από το συνηθισμένο, μα όχι πια βουβά:
― Ποιος είναι; ρώτησε δυνατά, άγρια.
― Αγιασμός! αποκρίθηκε γλυκά ο παπάς από τα πρώτα σκαλιά.
     Είχε σταματήσει. Πίσω του το παπαδοπαίδι, με τον ασημένιο σίγγλο, γεμάτον αγίασμα κι ασημένια λεφτά που κολυμπούσαν.
― Α! έκαμε η κυρα-Κωσταντινιά σαν να ξαφνιάστηκε. Του λόγου σου είσαι, παπα-Στέλιο; Μου κακοφαίνεται πολύ, μα… ξαστόχησες πως έχω κορέτο;
― Δεν έχει να κάμει… ο αγιασμός,… πράγμα του Θεού…
― Όχι, να σε χαρώ κι εγώ… Δε δέχουμαι, δεν αγιάζω…. Είμαι απορπισμένη!
― Μα γιατί, κυρα-Κωσταντινιά μου, γιατί;… Το παιδί σου βρίσκεται ολοένα ψηλά…
― Έννοια σου κι εγώ το ξέρω πού βρίσκεται το παιδί μου! Άσε το παιδί μου εκεί που βρίσκεται κι άσε με και μένα εδώ πα που βρίσκουμαι, έρμη κι απορπισμένη!…
― Το παιδί σου είναι τώρα άγγελος στον παράδεισο!….
― Αλλού, παπά μου, εφτούνα!… Δε ματαπιστεύω γιατρό, δε ματαπιστεύω παπά, δε ματαπιστεύω Θεό! Δε σου είπα πως αν μου πεθάνει το παιδί μου δεν υπάρχει Θεός; Λοιπόν μου πέθανε! Θεός δεν υπάρχει! Παπάς κι αγιασμός δε μου χρειάζεται! Άμε στο καλό!
     Τα είπε δυνατά, στριγκά, με μια φωνή ξεκούρδιστη, από τον καιρό, θα ‘λεγες, που ‘χε να τη μεταχειριστεί. Και με το τελευταίο λόγο, μπήκε μέσα και βρόντηξε την πόρτα.
     Ο παπάς σήκωσε τους ώμους και σταυροκοπήθηκε.
― Πάμε! είπε σιγά στο παπαδοπαίδι.
     Καθώς γύρισε να κατεβεί, είδε τη νοικοκυρά του κάτου και την κόρη της, που άκουσαν τις φωνές και βγήκανε στην πόρτα τους.
― Βουρλίστηκε η κακομοίρα η Ζήναινα, είπε με οίχτο βαθύ. Ε, δεν έχει κι άδικο… Για φαντάσου;
     Και φεύγοντας ο διωγμένος,―σκυφτό, ταπεινωμένο κι αυτό, ακολουθούσε το παπαδοπαίδι με το σίγγλο,― μουρμούρισε για μια ικανοποίηση μπροστά στον κόσμο:
―Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός….
     
 
     
     Οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν.
     «Άσ’ τη τη δυστυχισμένη, άσ’ τη την απορπισμένη!…» έλεγε ο παπα-Στέλιος στον εαυτό του κάθε φορά που το θυμόταν.
     Κι η απορπισμένη ζούσε πάντα κατάκλειστη στο μαύρο της το σπίτι, μονάχη, ολομόναχη, χωρίς παπά, χωρίς γιατρό, χωρίς Θεό…

*Απορπισμένη= απελπισμένη

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΑUDIOBOOK ΕΔΩ:


18.6.25

Το λαμπρό αμάξι, του Ζαχ. Παπαντωνίου +ΒΙΝΤΕΟ κείμενο και ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

 

Το λαμπρό αμάξι, του Ζαχ. Παπαντωνίου +ΒΙΝΤΕΟ

κείμενο και ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου



 - Δε μ' ἀναγνωρίζεις;

Ὄχι.

Εἶμαι ὁ Ποῦλος…

Ὁ Ποῦλος; Μήπως ὁ συμμαθητής μου;

Ναί, στὸ Βαρβάκειο…

Γιώργη!

Μηνᾶ!

Φιλήθηκαν. Οἱ ἐνθύμησες τοῦ Βαρβακείου ἄρχισαν καὶ περνοῦσαν, σεβάσμια λιτανεία, μπροστὰ στὴν ὁποίαν πήγαινε μὲ μεγαλοπρέπεια ὁ κουλουρτζῆς. Τί μηδενικά! Τί ξύλο! Τί χάρτινα κοκόρια! Τριάντα χρόνια πέρασαν. Εἶν' ἀγνώριστοι.

Γιὰ πὲς μου Ποῦλο, εἶπεν ὁ Μηνᾶς. Εἶσαι ὁ ἑκατομμυριοῦχος ποὺ ἀκούγεται τώρα τελευταῖα; Ἢ συγγενής του;

Ὁ βαθύπλουτος χαμογέλασε μὲ φιλαρέσκεια.

Ἕνας Ποῦλος πλούσιος ὑπάρχει, ἀπάντησε. Μὰ δὲν ἔχω καὶ τόσα. Μὲ παραλένε… Κ' ἐσὺ Μηνᾶ;

Γραφέας τοῦ στρατοδικείου, εἶπεν ὁ Μηνᾶς.

Δυὸ κόσμοι! Ἔσφιγγαν ἀκόμα τὰ χέρια ὅταν εἶπαν καθένας τὴν κατάστασή του… καὶ τ' ἄφηκαν μὲ δυσπιστία. Ἔνοιωσαν πῶς ἀνάμεσά τους εἶνε τὰ πράγματα. Ὡς τόσο ὁ πλούσιος ἔκαμεν ἕνα εὐγενικὸ κίνημα.

Περιουσία εἶναι μόνο οἱ παλιοὶ φίλοι, εἶπε. Θέλω, καϋμένε, νὰ τὰ ποῦμε. Νὰ περάσω ἀπ' τὸ γραφεῖο σου; Αὔριο;

Ὅπως θέλεις.

Τὴν ἄλλη μέρα σταμάτησεν ἔξω ἀπ' τὸ στρατοδικεῖο τὸ λαμπρότερο ἰδιωτικὸ ἁμάξι τῆς Ἀθήνας καὶ ζήτησε τὸν φτωχὸν ὑπάλληλον μὲ τὶς 150 δραχμὲς τὸ μῆνα. Ὁ Μηνᾶς κυττάζοντας ἀπ' τὸ παράθυρο, ντράπηκε… Μὰ τοῦτο εἶναι θέατρο! Νὰ κατεβῆ; Ν' ἀρνηθῆ; Κατέβηκε. Ὁ βαθύπλουτος φίλος τὸν πῆρε περίπατο. Ἦταν ἕνα ἁμάξι! Ὅλα του ἄξιζαν, ὡς τὴν τελευταία του βίδα. Τ' ἄλογά του ἦταν κατάμαυρα καὶ τὸ ρυθμικό των πάτημα ἄφινε μιὰ χαυνωτικὴ μουσική. Ὁ Μηνᾶς ἦταν στενοχωρημένος… Τί θέλει ἐδῶ μέσα! Ἄν τὸν ἰδῆ κανένας; Ἄν ἔβγαιναν ἔξαφνα οἱ φίλοι του ἀπ' τὸ συνοικιακὸ καφενεῖο ἡ «Πιπεριὰ» − ὢ διάβολε! σκοῦρα θὰ τἄχε! Ὡς τόσο οἱ ρόδες κυλοῦσαν στὴν ὁδὸ Κηφισιᾶς κι' ὁ κ. Ποῦλος χωρὶς νἄχη τὴν ὑπομονὴ νὰ περιμένη ἄρχισε τὴν περιγραφὴ τοῦ ἁμαξιοῦ του. Μὲ λεπτομέρεια καταπληκτικὴ πληροφόρησε τὸ Μηνᾶ γιὰ τὸ μισθὸ τῶν ἁμαξάδων του, γιὰ τὴν εὐγενικὴ προέλευση τοῦ λακέ του, γιὰ τὰ προτερήματα καὶ τὶς ἰδιοτροπίες των. Εἶπε γιὰ τὴν καταγωγὴ τῶν ἀλόγων καὶ γιὰ τὴν τιμή των. Προχώρησε στὸ ἁμάξι. Ἀπὸ κεῖ κατέβηκε στὰ λουριά, στὶς χαβιὲς − κ' ἔφτασε στὸ σεΐζη. Ὁ Μηνᾶς πληροφορήθηκε ἀμέσως γιὰ τὸ ρόλο του. Εἶναι ὁ φτωχὸς φίλος τοῦ πλουσίου! Θὰ μαθαίνῃ τὶς τιμές. Εἶν' ὁ θεατής. Φουρκίστηκεν ἀμέσως μὲ τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν ὑποχώρηση ποὺ ἔκαμε νὰ γνωρίση ἕνα νεόπλουτο − καὶ πῆρε τὴν ἀπόφασή του. Θὰ καταργήση αὐτὴ τὴ σπατάλη στὴν ὕπαρξή του, ἀφοῦ ἄλλως τε στὴν ὕπαρξή του δὲν ὑπάρχει τίποτα περιττό. Κακὸ δὲν εἶναι. Μὰ καὶ καλὸ δὲν εἶναι. Μετὰ τὴ θριαμβευτικὴ λοιπὸν ἁμαξάδα, ἀποτραβήχτηκε παρουσιάζοντας διάφορες λεπτὲς δικαιολογίες.

Ἐδῶ ὅμως γελάστηκε. Ὁ κ. Ποῦλος δύσκολα θ' ἀφήση τὸ φτωχὸ θεατὴ νὰ φύγῃ. Σὲ λίγες μέρες καθὼς ὁ Μηνᾶς πήγαινε στὸ δρόμο, πέρασε τὸ λαμπρὸ ἁμάξι καὶ τὸν ψάρεψε. «Μὲ ξέχασες!» Τοῦ φώναξεν ὁ πλούσιος. «Ἔλα δῶ!» Ὁ ἁμαξᾶς μὲ τ' ἄσπρα του γάντια ἔσφιξε τὰ λουριὰ τῶν περήφανων ἀλόγων γιὰ νὰ σταματήσουν κι' ὁ ξυρισμένος λακές, ἴδιος πρέσβυς βορεινῆς αὐτοκρατορίας, ἄνοιγε τὴν πόρτα τοῦ ἁμαξιοῦ ἀκίνητος. Τρομαγμένος ἀπ' τὸ θέατρο τοῦτο ὁ Μηνᾶς ἀναγκάστηκε νὰ τρέξη καὶ νὰ χωθῆ στὸ ἁμάξι. Ἀφοῦ τοὔκαμε πικρὲς παρατηρήσεις ὁ βαθύπλουτος τὸν ὡδήγησεν αὐτὴ τὴ φορὰ σπίτι του. Ἐκεῖ τοὔδειχνε δυὸ ὁλόκληρες ὥρες… Τὸν πῆγε στὸ σαλονάκι τῆς μαστίχας, στὴ σάλα τοῦ λουτροῦ, στὸ μπιλιάρδο, στὴ βορεινὴ ταράτσα, στὸ μπουφέ. «Αὐτὸ τὸ τραπέζι εἶν' ἀπὸ ξύλο Αὐστριακὸ ποὺ δὲ σκάει ποτέ… Αὐτὴ ἡ σαλαμάντρα καίει σαρανταοχτώ ὥρες χωρὶς νὰ σβύση… Αὐτὸ τὸ σερβίτσιο εἶναι… Αὐτὴ ἡ πολυθρόνα ἔχει δέκα λίρες. Αὐτὲς οἱ μπίλιες εἶν' ἐλεφαντόδοντο. Αὐτὲς οἱ στέκες βιδώνονται».

Ποτὲ ὁ ὑπάλληλος τοῦ Στρατοδικείου δὲ δίψασε τὴν «Πιπεριὰ» καὶ τοὺς φτωχούς του φίλους, ὅσο αὐτὲς τὶς δυὸ ὥρες. Μετὰ τὴν καταμέτρηση τῆς ξένης περιουσίας ἔτρεξε καὶ τοὺς βρῆκε. Ἦταν τέσσερες στὸ καφενεῖο. Ὁ ἀπόστρατος ὑπολοχαγός, ὁ δικηγόρος χωρὶς ὑποθέσεις, ὁ ἐφοριακὸς ὑπάλληλος κι' ὁ ἄνθρωπος ποὺ περίμενε νὰ κερδίση τὴ δίκη του… Τὸ μηνιαῖο εἰσόδημα τῶν πέντε, μαζὺ μὲ τοῦ Μηνᾶ, δὲν ἦταν παραπάνω ἀπὸ 700 δραχμές. Μπροστά σὲ τόση κολοσσαία φτώχεια, ὁ Μηνᾶς ἔκρινε χρέος του νὰ ἐξομολογηθῆ γιὰ τὶς δυὸ ὥρες ποὺ πέρασε μ' ἕναν ἑκατομμυριοῦχο − δηλώνοντας καθαρὰ πὼς ξαναπαίρνει στὸ καφενεῖο τὴ θέση του. Δὲ θὰ ξαναπατήση στὸν πλούσιο φίλο.

Γιὰ στάσου! Εἶπεν ὁ δικηγόρος. Δὲν ἀφήνουν ἔτσι ἕνα βαθύπλουτο. Μποροῦσες νὰ τὸν κάμης καλύτερο! Ἄν τοῦ πῆς νὰ βάνη τὸ χέρι του ἔτσι δά… στὴ μικρή τσέπη τοῦ γελέκου του… μπορεῖ νὰ σώση τὸν ποιητή μας.

Τὸν Κρυστάλλη! Ἔκαμαν οἱ ἄλλοι ξαφνισμένοι. Νὰ μιὰ ἰδέα!

Δὲν ἔχομε κι' ἄλλη! Ὁ γιατρὸς μοὖπε σήμερα πὼς ἄν τὸν πᾶμε στὸ Μαροῦσι γιὰ λίγο, θὰ δυναμώση τὸ στῆθος του καὶ θὰ γιατρευτῆ. Ὅλη ἡ ἱστορία εἶνε πεντακόσιες δραχμές. Μὰ πῶς νὰ βρεθοῦν.

Λοιπὸν;

Ὅλοι γύρισαν καὶ κύτταξαν τὸ φίλο τοῦ πλουσίου. Τοὺς κύτταξε κι' ὁ Μηνᾶς. Στὴ στιγμὴ ὁ πλούσιος πῆρε τὴ σημασία τῆς μοίρας ἢ τοῦ θεοῦ.

Νὰ τὶς ζητήσω; Εἶπε. Μὰ πῶς νὰ τὶς ζητήσω… Καὶ σούφρωσε τὰ χείλια του σὰ νὰ γεύτηκε λεμόνι.

Στὸ διάολο, εἶπεν ὁ ἀπόστρατος χτυπῶντας τὴ γροθιά του στὸ τραπέζι, πές του πὼς θὰ πεθάνη μιὰ μέρα!

Σιγά! Εἶπεν ὁ δικηγόρος. Ἔχει κι' ὁ πλούσιος λαβὴ − πρέπει νὰ τὸν πιάσουμε ἀπὸ κεῖ ποὺ πρέπει. Καθαρά, Μηνᾶ, θὰ τοῦ πῆς πῶς ἕνας νέος διωγμένος ἀπὸ τὴν Ἤπειρο χάλασε τὸ στῆθος του δουλεύοντας σ' ἕνα τυπογραφεῖο… Μ' ὅλη του τὴν ἀρρώστια, πές, γράφει στίχους… γιὰ βουνὰ καὶ κρύα νερά… Τὸν ἐκτιμοῦν ὁ Δούμας, ὁ Λάμπρος… Διάβασέ του καὶ τίποτα στίχους.

Στὸ Διάολο, τί καταλαβαίνει ὁ Ποῦλος ἀπὸ τέτοια! Φώναξε ὁ άπόστρατος καὶ μὲ νέα γροθιὰ στὸ τραπέζι τίναξε τὰ νερὰ τῶν ποτηριῶν ὡς τὸ διπλανὸ τάβλι.

Πρέπει νὰ τὸν συγκινήσωμε.

Θὰ ψοφήση μιὰ μέρα! ξανἆπεν ὁ ἀπόστρατος ἀναμμένος.

Σωπᾶτε, εἶπεν ὁ Μηνᾶς.

Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ μπῆκεν ὁ Κρυστάλλης. Ἐρχόταν ἀπ' τὸ τυπογραφεῖο διψασμένος γιὰ φῶς καὶ γιὰ λίγη βοὴ ἀνθρώπων. Ἦταν σὰ νἄβγαινε στὸν ἀπάνω κόσμο. Χαιρέτησε τοὺς πέντε, κάθησε δίπλα σ' ἕνα τραπεζάκι, πῆρε τὴν «Παλιγγενεσία» καὶ τὴ διάβαζε. Τὸ ξανθὸ καὶ κοντὸ μουστάκι του στριμμένο μὲ προσοχή, τὰ χωριάτικα μάτια του ποὺ ἔξυπνα μαζὺ κι' ἀγαθὰ φώτιζαν τὴν ὠχρή του ὄψη κ' ἡ μικρὴ κλίτσα του, ἀπὸ ὀξειὰ Ἠπειρωτικὴ ποὺ τὴν κρατοῦσε γιὰ μπαστοῦνι καὶ τῆς καμάρωνε τὰ λαϊκὰ πλουμίσματα, ἔδειχναν κάθε ἄλλο παρὰ ποιητή. Ποῦ ἡ γοῦνα τοῦ Συνοδινοῦ, τὸ ψηλὸ τοῦ Παράσχου καὶ τὰ μαλλιὰ τοῦ Νικολάρα! Μὴ βλέποντας τίποτε ἀπ' αὐτὰ τὰ φοβερὰ σημεῖα στὸν ταπεινὸ Ἠπειρώτη δίστασεν ἡ συντροφιὰ στὴν ἀρχὴ νὰ πιστέψη πὼς εἶναι ποιητής, ἀφοῦ μάλιστα οἱ στίχοι του, καθὼς λένε, εἶναι γεμᾶτοι τσοπάνικες λέξεις. Μὰ μὲ τέτοιο λεπτὸ καὶ συμπαθητικὸ μυστήριο τὸν εἶχε περιτυλίξει ὁ Μηνᾶς − αὐτὸς τοὺς τὸν εἶχε γνωρίσει − παρασταίνοντας τὸν καϋμό του γιὰ τὴν Ἤπειρο καὶ τὸν ἀγῶνα του γιὰ τὴ ζωή, ὥστε τοὺς ἄγγιξε τὴν ψυχή − καὶ νά! οἱ τέσσερες ἁπλοϊκοὶ πελάτες τῆς «Πιπεριᾶς» ποὺ δὲν εἶχαν ποτὲ κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ γράμματα καὶ τὴν ποίηση, βρέθηκαν ἄξαφνα ἑνωμένοι σὲ μιὰ εὐγενικὴ συνωμοσία γιὰ τὸν ποιητὴ − ἀφοῦ τόσες ἄλλες φροντίδες γι' αὐτὸν εἶχαν ἀποτύχει.

Ἔτσι ὁ Μηνᾶς, ποὺ δὲ ζήτησε τίποτα στὴ φτωχὴ ζωή του ἀπὸ κανένα, χτύπησε τὸ κουδούνι τοῦ ἑκατομμυριούχου.

Μιὰ βαρύτατη πόρτα ἄνοιξε μὲ μοναδικὴ ὀκνηρία ἀπὸ ἕνα θυρωρὸ ποὺ ὁ Μηνᾶς τὸν βρῆκεν ἀμέσως περιττό, καθὼς καὶ ἦταν. Μέσα ἀπὸ ἀμέτρητα ἀντικείμενα, ἀπὸ περιττὰ ἔπιπλα, φορτωμένα μὲ βασανισμένα σκαλίσματα, ἀπὸ βαρειὲς σάλλες βυθισμένες σὲ κρύαν ἐπισημότητα, ἡ ὁποία φώναζε τὶς τιμὲς καὶ τὶς μάρκες, ὁ καλός μας γραφέας τοῦ στρατοδικείου ἀκολουθῶντας ἕνα περιττὸ καμαριέρη, ὁδοιποροῦσεν ἀπάνω σὲ χαλιὰ κι' ὅλο πήγαινε καὶ δὲν ἔφτανε. Ἐπὶ τέλους κάποτε ἀπάντησε τὸν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖον χρησίμευεν ὅλο ἐκεῖνο τὸ διάστημα! Ὁ πλούσιος τὸν δέχτηκε μὲ χαρὲς καὶ χτυπήματα στὴν πλάτη. Ἀφοῦ τὸν ἔβαλε νὰ καθήση σὲ μιὰ τεράστια πολυθρόνα ποὺ τοῦ χτυποῦσε τὰ κόκκαλα καὶ κάθησεν ὁ ἴδιος μπροστὰ σ' ἕνα ἀκριβότατο γραφεῖο χωρὶς γραφικὰ εἴδη, τὸν ρώτησε πῶς ἦταν αὐτὸ τὸ εὐχάριστο.

Ἔχω, καϋμένε, κάτι νὰ σοῦ πῶ, εἶπεν ὁ Μηνᾶς καὶ ξεροκατάπιε.

Κομπιάζοντας, ἱδρώνοντας, τὸ εἶπε. Ἀλλοιώτικα τὰ εἶχε σχεδιάσει, ἀλλοιώτικα τ' ἄρχισε. Κι' ἀφοῦ τ' ἀνακάτεψε δυὸ τρεῖς φορὲς καὶ τἄχασε, −τἄφερεν ἐπὶ τέλους στὴν ἄκρη. Ὁ πλούσιος ἄκουσε μὲ προσοχὴ καὶ μὲ τὸ μάτι καρφωμένο ἀπάνω του.

Καλά! Ἀπάντησε. Κάτι θὰ κάνω γι' αὐτὸν τὸ νέο. Πέρασε τὴν Τετάρτη. Αὐτὴν τὴν ὥρα.

Ἀπ' τὴ χαρά του ὁ Μηνᾶς ἔτρεχε σχεδὸν στὸ δρόμο.

Ὁ πλούσιος ἔμεινε μόνος του… καὶ μετάνοιωσε. Βηματίζει ἀπάνω καὶ κάτω. Τί ἔκαμε; Ὑποσχέθηκε. Ἦταν ἀσυλλόγιστο. Ἔπρεπε νὰ πῆ «ἀδύνατο!» Τἄβαλε μὲ τὸν ἑαυτό του. «Ποιητής; Ταμπουράδες δηλαδή! Ὁ Μηνᾶς λοιπὸν θὰ μὲ πῆρε γιὰ λάχανο, ἀφοῦ ζητάει νὰ πληρώσω λαλούμενα…» Σταμάτησε. Σὰν ἀστραπὴ ὁ νοῦς του ἀναμετράει τὴν περιουσία του. Ἔπειτα πιάνει τὴ μέση του. Νοιώθει πὼς ξύπνησε κάποιος ρευματισμός του. Ἄλλος ἕνας στὸ δάκτυλο. Εἶναι τηλεγραφήματα! Συλλογιέται πὼς ἡ ζωὴ εἶναι λίγη… Ἄκουσε κάποτε διάκο μὲ ψιλὴ καὶ τραγικὴ φωνὴ νὰ λέει τὸ Εὐαγγέλιο: «Ἄφρον, ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί…» Γέρνει πρὸς τὸ μέρος τῆς καλωσύνης. Θὰ θυσιάση τὶς πεντακόσιες δραχμές. Τὶς μισὲς καλύτερα… Ἔτσι γίνονται καὶ τὰ δυό. Μὰ πάλι δὲν πρέπει νὰ κάμη τόσο κακὴ φιγοῦρα στὸ Μηνᾶ. Θὰ τὶς δώση καλύτερα ὅλες. Μὰ ὅλες εἶναι πολλές. «Ἄ ὄχι!».

Κι' ἀρχίζοντας μετρήματα καὶ πολύπλοκη ἀριθμητική, καθὼς πήγαινε δῶθε κεῖθε καὶ βγάζοντας αὐτὲς τὶς πεντακόσιες δραχμὲς ἔβλεπε πὼς στὴν τεράστια περιουσία του γίνεται μιὰ μικροσκοπικὴ τρύπα −ποὺ μολαταῦτα εἶναι κἄτι τι. Μιὰ δαπάνη ποὺ δὲ θὰ δώση τίποτα. Καὶ συλλογιέται. «Ἄν αὐτὸς ὁ ἕνας γίνη δυό; Ἂν βρεθῆ κι' ἄλλος Μηνᾶς; Καὶ παρακαλέση γι' ἄλλον; Καὶ βοηθήση δεύτερο, τρίο, τέταρτο; Ἡ τρύπα θὰ μεγαλώση. Ἄν ὁ διάβολος τὰ φέρη καὶ πέσουν οἱ τάδε μετοχές; Ἂν δὲ μπορέση νὰ τοποθετήση τὴν παραγωγὴ τῶν δύο ἐργοστασίων του; Ἀν γίνη κανένα πατατράκ−ὅλα γίνονται− ποιὸς ξέρει τί (αὐτὴ τὴ στιγμὴ εἶδε μπροστά του ὅλες τὶς καταστροφές, ἀναρχίες, πολέμους, θεομηνίες) − κι' ἂν μετὰ τριᾶντα χρόνια βρεθῆ στὸ δρόμο καὶ δὲν τὸν περιμαζέψη οὔτε τὸ πτωχοκομεῖο;… Τί;

Τὴν Τετάρτη στὸ ραντεβοῦ, κάνοντας ὅλη τὴ δυνατὴ προσπάθεια νὰ εἶναι ψυχρὸς κ' ἐπίσημος, εἶπε στὸ Μηνᾶ.

Δυστυχῶς εἶναι τέτοιες οἱ περιστάσεις… .ὄχι πὼς δὲν ἔχω τὴν περιουσία μου… ἂν καὶ δὲν εἶναι τὸ τεράστιο ποσὸν ποὺ λένε… ἀλλὰ τέλος πάντων… τί μοῦ κόστισαν αὐτὰ τὰ χρήματα… νὰ σοῦ τὰ διηγηθῶ καμμιὰ φορά… ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις ἐπείνασα… στὴ Ρουμανία, μάλιστα… ἐδῶ κ' εἴκοσι χρόνια… ὁπωσδήποτε γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ φίλου σου τοῦ ποιητή… δὲ θὰ μπορέσω πρὸς τὸ παρὸν νὰ τὸν βοηθήσω… ἐξαιρετικῶς ἦρθαν οἱ περιστάσεις δύσκολες… ἔξοδα πολλά… πρὸς τὸ παρὸν εἶπα… ἀργότερα δὲν ἀποκλείεται… ἐννοεῖς τὴ στενοχώρια μου… νὰ δυσαρεστήσω τὸν παλιὸ συμμαθητή… ἀλλὰ οἱ περιστάσεις… πρὸς τὸ παρόν… μ' ὅλη τὴν καλὴ θέληση… ἐννοεῖς…

Ἐννοῶ, εἶπεν ὁ Μηνᾶς, μὰ μὴ στενοχωρεῖσαι, φίλε μου! ἔχομε τόσα ἄλλα νὰ ποῦμε!

Θέλεις νὰ σοῦ δείξω τὰ ὅπλα μου; Ρώτησε ὁ πλούσιος ἐνθουσιασμένος γιατὶ τὸν βοήθησε στὸ ξεγλίστρημα.

Ἂν καὶ δὲν εἶχε ποτὲ τουφεκίσει ὁ Μηνᾶς παρὰ μόνο σὲ μιὰ ἐπιστρατεία κ' ἦταν ἐντελῶς ἀπληροφόρητος γιὰ τὴ σημασία ἰδίως τῶν φονικῶν ὀργάνων μονομαχίας, ἀναγκάστηκε νὰ περιεργαστῆ μιὰ πλούσια συλλογὴ τέτοιων σιδερικῶν καὶ ν' ἀκούση τὶς χρονολογίες καὶ τὶς τιμὲς τοῦ καθενὸς − μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ καταπιῆ εὐκολώτερα τὴ διάψευσή του. Μέσα του ἀναθεμάτιζε τὸν ἑαυτό του… Τί θέλει ἐδῶ; Πάλι θεατής; Γιατί μαθαίνει αὐτὲς τὶς τιμές; Ἐπρόδωσε τὴν καϋμένη τὴ φτώχεια του! Ἀκολούθησε μιὰ φορὰ τὸν πλούσιο φίλο− ἐγλίστρησε. Νὰ τώρα τὸ ἀποτέλεσμα. Ὀνειρεύτηκε μιὰ καλὴ πράξη καὶ βγῆκε γελασμένος. Εἶχε ξεχάσει λοιπὸν πὼς δυὸ ἀντίθετοι κόσμοι μόνο σὲ σύγκρουση ἔρχονται, ποτὲ σ' ἐπαφή! Ἔδωκε τὸ χέρι μὲ προσποιητὴ ἀταραξία στὸν πλούσιο. Ἐκεῖνος τὸ κράτησε.

Στάσου, ἀπάντησε. Τὸ ἁμάξι μου εἶν' ἕτοιμο, θὰ βγοῦμε μαζί.

Μὰ γιατί μὲ τ' ἁμάξι; Θὰ πάω πεζῆ.

Δὲ σ' ἀφίνω νὰ φύγης πεζός! Εἶπεν ὁ νεόπλουτος μ' ἐπιμονή.

Κι' ἀλήθεια συνήθιζε αὐτὲς τὶς θριαμβευτικὲς προπομπές.

Ὁ Μηνᾶς δὲ μπόρεσε ν' ἀντισταθῆ. Κοντά στὴν Καπνικαρέα ὁ ἰδιοκτήτης κατέβηκε μὲ μεγαλοπρέπεια λέγοντας στὸν ἁμαξᾶ: «θὰ πᾶς τὸν κύριο ἐκεῖ ποὺ θέλει». Ἔτσι ὁ Μηνᾶς βρέθηκε μόνος του στὸ λαμπρὸ ἁμάξι, ἐνῶ τ' ἄλογα τὸν πήγαιναν μὲ καλπασμὸ γιὰ ν' ἀναγγείλη τὴν ἀποτυχία του.

Ποιὸς ἑτοίμασεν αὐτὴ τὴ φαντασμαγορία; Τὸ Κακὸ βέβαια. Τὰ ἔργα του ἔχουν τέχνη− δὲν εἶναι ποτὲ ἁπλᾶ. Ὁρίστε! Λιακάδα τοῦ Γεννάρη. Τὰ μαῦρα ἄλογα τεντώνουν τὶς στέρεες καμπύλες των, ξεπετιέται τὸ λαμπρό των ἀνάγλυφο. Ἀγάλματα ὁ ἁμαξᾶς κι' ὁ λακές. Ἡ γυαλάδα τοῦ λαντὼ καθρεφτίζει τὰ σπίτια καὶ τοὺς διαβάτες. Λουριά, πόρτες, πόμολα, στολίδια του, εἶναι ὕμνος πρὸς τὸ περιττό. Σκέφτηκε ἁμέσως νὰ κατεβῆ… Μὰ ὄχι! Θὰ μείνη γιὰ νὰ τὴν ἐκτελέση αὐτὴν τὴν κωμωδία ὡς τὸ τέλος! Θὰ βοηθήση τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ. Τρελλὴ διάθεση τὸν ἔπιασε νὰ παίξη τὰ παιγνίδια της, μανία γιὰ νὰ διαπομπεύση τὸν πλούσιο−καὶ τὸν ἑαυτό του ποὺ πίστεψε στὸν πλούσιο. Ἐμπρός! Θὰ ὁδηγήση τοὐλάχιστον τὸ ἁμάξι του σὲ σωκάκια. Θὰ τὸ σταματήση στὴν «Πιπεριά»! Θέλει νὰ τὸ χώση σὲ λαϊκὴ συνοικία. Κι' ἀφοῦ πέρασε τοὺς δρόμους Αἰόλου καὶ Πατησίων καταδικάζοντας δυὸ τρεῖς γνώριμούς του διαβάτες σὲ κωμικὴν ἀκινησία, ὡς ποὺ νὰ βεβαιωθοῦν ἂν εἶναι ξυπνοὶ ἢ κοιμοῦνται, κι' ἀφοῦ χαιρέτησεν ἄλλους δυὸ τρεῖς μὲ βαρὺ καὶ φιλάνθρωπο ὕφος, ἔφτασε. Στὴν πόρτα βγῆκε ὁ καφεντζῆς μ' ἀνοιχτὸ τὸ στόμα, κεραυνωμένος.

Εἶναι κανένας μέσα;

Τώρα μόλις ἔφυγαν, δὲν εἶν' ἕνα τέταρτο…

Ἄ! ὅλα πᾶνε στραβὰ λοιπόν; Θ' ἀποτύχη κ' ἡ παράστασή του; Μὰ αὐτὴ πρέπει νὰ πάη καλά! Σκέφτηκεν ἀμέσως τὸ μαγειριὸ τοῦ Ρούκα ἡ «Ἀμφιλοχία». Ἐκεῖ τρώει πάντοτε ὁ Κρυστάλλης −ἄς πάη νὰ τὸν ξαφνίση! Τοὐλάχιστο θὰ γελάσουν μαζί. Ἐμπρός! Τὸ μεγαλόπρεπο ἁμάξι μὲ προσοχὴ καὶ μὲ δυσκολία μπῆκε σ' ἕνα σωκάκι ποὺ δὲν εἶχε ξαναϊδῆ τροχό.

Ἐδῶ! εἶπε ὁ Μηνᾶς.

Νέος κεραυνὸς ἔπεσε στὸ λαϊκὸ μαγειριό. Δυὸ τρεῖς κατσαρόλες ἄχνιζαν. Μερικοὶ μαστόροι κουτσόπιναν κι' ὁ ἱεροψάλτης τῆς ἐνορίας μὲ κόκκινη μύτη γευμάτιζεν ἔχοντας μπροστά του τὸ μεγάλο ποτῆρι μὲ τὴν κεχριμπαρένια ρετσίνα. Μὰ ἡ γωνιὰ το·υ Κρυστάλλη ἦταν ἀδειανή.

Δὲν ἦρθεν ἀπὸ χτὲς ὁ κὺρ Κώστας. Εἶπεν ἐμβρόντητος ὁ μάγερας.

Ἡ ἀτυχία ἐξακολουθοῦσε! Ἀπελπισμένος ὁ Μηνᾶς ὡδήγησε τὸ ἁμάξι στὴν ὁδὸ Πατησίων. Ἐκεῖ κατέβηκε κ' ἔδωσε τέλος στὴ φαντασμαγορία.

Ὡς τόσο ἡ λαϊκὴ συνοικία σηκώθηκε ὅλη στὸ πόδι. Τὰ παράθυρα χάσκουν περίεργα, τὰ λαδικὰ πέτρωσαν στὴν πόρτα, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴ μύτη στὸν ἀέρα μήπως πέση ἀπὸ ψηλὰ καμμιὰ ἐξήγηση γιὰ τὸ μετέωρο ποὺ ἦρθε κι' ἔσβυσε. Ὁ καφετζῆς τῆς «Πιπεριάς» βυθίστηκε σὲ συλλογισμούς. Ὁ μάγερας τῆς «Ἀμφιλοχίας» κατάπληκτος γιὰ τὴν τιμή, κάνει χοντρὰ λάθη μὲ τὴν κιμωλία στὸ λογαριασμὸ τοῦ ἱεροψάλτη. Ὁ γερο−κουλουρτζῆς τοῦ δρόμου, ποὺ τὸ θεωροῦσε προσβολή του νὰ συμβῆ τίποτε χωρὶς νὰ τὸ μάθη, μετακινῶντας ἐδῶ κ' ἐκεῖ τὸν ταβλᾶ του ἔκαμε γνωστὸ ἐπὶ τέλους στὴ συνοικία πὼς τὸ ἁμάξι ζητοῦσε κάποιο γείτονα ποιητὴ Κρυστάλλη ἀπ' τὴν Ἤπειρο. Καὶ τότε σὰ θύελλα σηκώθηκε ὁ θαυμασμὸς γύρω στὸ ἀσήμαντο ὑποκείμενο ποὺ ὡς τότε κανεὶς δὲν τὸ εἶχε προσέξει. Ἔλεγαν πὼς ἔστειλεν ὁ ὑπουργὸς νὰ τοῦ δώσουν τὸ παράσημο… Μιὰ γρηὰ βεβαίωνε πώς, καθὼς ἄκουσεν, ὁ βασιλιᾶς τοῦ μήνησε νὰ πάρη τὰ γραψίματά του καὶ νὰ καθήση στὸ παλάτι. Γιὰ ἄλλους τὸ ἁμάξι ἦταν τοῦ Συγγροῦ. Κατὰ τὸ λέγειν τοῦ φαναρτζῆ ὁ ξυρισμένος δίπλα στὸν ἁμαξᾶ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Τσυγγρός. Ξανακάνοντας ὁ κουλουρτζῆς τὸ γῦρο πληροφορήθηκε πὼς τὸ ἁμάξι εἶχε νὰ παραδώση στὸν Κρυστάλλη δυὸ σακκουλάκια λίρες, σφραγισμένα μὲ βουλλοκέρι. Καθὼς ἀνέβαινε τὸ νέο ἔφτασεν ἐπὶ τέλους καὶ στὸ ἀπλησίαστο σωκάκι τοῦ Κρυστάλλη καὶ μαθεύτηκεν ἀπ' τὴ σπιτονοικοκυρά του. Ἡ γρηά, ποὺ τὸν περιφρονοῦσε καὶ τὸν γκρίνιαζε, ἀδιάφορη γιὰ τὶς δέκα δραχμὲς ποὔπερνε τὸ μῆνα, ξαφνίστηκε γιὰ τὸ παράδοξο μήνυμα καὶ κρατῶντας ἕνα μεγάλο μέρος τῆς τιμῆς γιὰ τὸ πρόσωπό της, ἔτρεξε νὰ τοῦ τὰ πῆ. Τὸν εἶδε τυλιγμένο στὸ παλτό του καὶ σκυμμένον στὸ τραπέζι.

Ὁ ποιητὴς εἶχε ἀπὸ χθὲς λίγο πυρετό. Στὸ τραπέζι του ἦταν δυὸ ποτήρια, ἕνα κουταλάκι κ' ἕνα κουτάκι μὲ χάπια. Ἔπειτα τὰ βιβλία του: Ὁ Βαλαωρίτης − ἡ Γραφὴ − μιὰ Γεωγραφία τῆς Ἠπείρου − ἕνας τόμος τοῦ Παράσχου− ἕνα βιβλίο τοῦ Λάμπρου− τὸ περιοδικὸ «Ἑστία» τοῦ Κυριακοῦ− ἕνα λεξικὸ− λίγα φύλλα ἄσπρο χαρτί. Στὴ γωνιὰ ἡ κλίτσα του. Στὸν τοῖχο, δυὸ − τρεῖς ξεβαμμένες φωτογραφίες, μιὰ τσίτσα κρεμασμένη, κ' ἕνα ξερὸ κλαράκι μελικοκιᾶς μὲ τοὺς κόκκινους κόμπους τοῦ καρποῦ της. Δὲ θέλησε νὰ πέση στὸ κρεββάτι γιὰ νὰ τοῦ φύγη ἡ ἰδέα τῆς ἀρρώστιας. Καθισμένος μπροστὰ στὸ μικρό του τραπέζι, τυλιγμένος μὲ τὸ παλτό του ἔγραφε. Δὲν ἦταν ἐδῶ! Ταξείδευε στὰ Γιάννενα… Ἔγραφε κ' ἔσβυνε… Ἀνέβαινε σὲ ἠπειρώτικους γκρεμνούς, ἄκουγε κοτσύφια… Ἔδιωχνε τὸν Τοῦρκο… Δέντρα φυσοῦσαν στὸ κεφάλι του, ὁ καταρράχτης τῶν Τζουμέρκων βροντοῦσε καὶ χιόνιζε στὰ πόδια του. Ἡ θέρμη ἄναβε τὴ φαντασία του κ' ἡ φαντασία του τὴ θέρμη.

Καλὰ κυρα−Γιάννενα, εἶπεν ὁ ποιητὴς ἀκούοντας τὸ νέο. Ὕστερα τὰ ξαναλέμε.

Καὶ τὴν ἔδιωξε.

Ὅσο κι' ἂν ταξείδευε στὴ χώρα τῆς φαντασίας, τὴν πραγματικότητα δὲν τὴν ἔχασεν οὔτε αὐτὴν τὴ στιγμή! Κατάλαβε πὼς θἄταν κἄποιο φιλικὸ ἀστεῖο… Τί ἄλλο θἆταν; Ὅπου εἶχε καταφύγει ζητῶντας νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο γιὰ νὰ γλυτώση, βρῆκε τὴν ἀποτυχία. Τὸ πεπρωμένο του δὲν κάνει λάθη ποτέ. Ὁ κόρακας ν' ἀσπρίση, αὐτὸ ποὺ γίνεται σ' ἕναν ἀδικημένο ποιητὴ θὰ γίνεται. Ποιὸς πλούσιος τρελλάθηκε γιὰ νὰ τὸ χαλάση; Δὲν ὑπάρχει δύναμη ἱκανὴ νὰ τὸν γλιτώση! 


«Ἂν ξανασάνω ἐγώ, συλλογιέται, μπορεῖ νὰ γκρεμιστῆ ὁ κόσμος». Καὶ κυττάζοντας γύρω του στὴ γυμνὴ βυθισμένη κάμαρα συλλογίστηκε πὼς εἶνε ἴσως χρήσιμα τὰ δεινά του ὅσο καὶ τὸ ἄστρο ἐκεῖνο ποὺ λάμπει ἔξω ἀπ' τὸ θαμπὸ τζάμι, καὶ πὼς ὅλα μαζύ, ὁ κόσμος κι' αὐτὸς κ' ἡ φτώχεια του πηγαίνουν ποιὸς ξέρει σὲ ποιὸ σκοπό… Τὸ κακὸ ἔχει γνώση, πεῖσμα καὶ τέχνη.

Ἔξω ἡ γειτονιὰ τὸν βύθιζε στὰ ἑκατομμύρια.

Ὁ ποιητὴς ἔσκυψε καὶ ξανάρχισε, κρυώνοντας μέσα στὸ παλτό του, νὰ γράφη τὸ «Σταυραϊτό».

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 



ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Οι Γαλαξίες [Β΄μέρος] + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

  Οι Γαλαξίες [Β΄μέρος] + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας-συγγραφέα ΣΥΣΤΑΣΗ ΓΑΛΑΞΙΩΝ : Όπως απέ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....