Ο Εθνικός Διχασμός και η λεγόμενη ''Μάχη της Σημαίας'' στη Λάρισα
Κων/νος Οικονόμου
Οι δύο ''μονομάχοι'' σε παλαιότερες ''ανέφελες'' στιγμές.
Ο Εθνικός Διχασμός (1914-1917) υπήρξε μία σειρά γεγονότων που οφειλόταν στη διένεξη μεταξύ του τότε πρωθυπουργού της Ελλάδας, Ελευθ. Βενιζέλου και του βασιλιά Κων/νου Α΄ που αφορούσε στην είσοδο ή μη της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκ. Πόλεμο. Τα κύρια γεγονότα της διένεξης, που θύμισε σε πολλές περιπτώσεις ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο, αφορούν διαδοχικά την παραίτηση του Βενιζέλου, τη δημιουργία ξεχωριστού κράτους με πρωτοβουλία του στην Βόρεια Ελλάδα με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και την εκδίωξη του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα μετά από άμεση παρέμβαση των δυνάμεων της Αντάντ, δηλαδή της Γαλλίας και της Αγγλίας, κυρίως. Η διένεξη αυτή χώρισε την χώρα σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα και προκάλεσε εξαιρετικά βαθύ χάσμα στην ελληνική κοινωνία. Οι επιπτώσεις του χάσματος παρέμειναν ως το τέλος της δεκαετίας του '30. Πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι η Μικρασιατική καταστροφή ήταν αποτέλεσμα του Εθνικού Διχασμού.
Αίτια: Ως κύριο αίτιο του Εθνικού Διχασμού θεωρείται η διαμάχη μεταξύ Ε. Βενιζέλου και βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος, βάσει του Συντάγματος, είχε δικαιοδοσίες εξαιρετικά περιορισμένες, όμως η επιρροή του σε πολιτικούς αλλά και στρατιωτικούς της εποχής ήταν έντονη. Είχε προηγηθεί και ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 που χρεώθηκε στη συνείδηση της πλειοψηφίας των Ελλήνων στους λανθασμένους χειρισμούς των φιλοβασιλικών αλλά και των επεμβάσεων στις ένοπλες δυνάμεις, όπου υπηρετούσε και ο τότε διάδοχος του θρόνου Κων/νος. Εξαιτίας αυτών δημιουργήθηκε έντονη δυσαρέσκεια στις τάξεις πολλών αξιωματικών του στρατού που εκδηλώθηκε το 1909 με το κίνημα στο Γουδί Το κίνημα αυτό απαιτούσε άμεσες αλλαγές στο στράτευμα αλλά και στην κοινωνία και την πολιτική. Στο πρόσωπο του Ε. Βενιζέλου, οι κινηματίες βρήκαν τον κύριο εκφραστή τους, τον οποίο και κάλεσαν από την Κρήτη για να αναλάβει την πολιτική ηγεσία της χώρας. Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων 1912-13, ο Κωνσταντίνος τέθηκε επικεφαλής του στρατεύματος και φαίνονταν ως κύριος υπεύθυνος των αλλεπάλληλων μεγάλων επιτυχιών των συγκρούσεων στα διάφορα μέτωπα. Στα παρασκήνια όμως, εκείνο το διάστημα δημιουργήθηκε το πρώτο χάσμα στις σχέσεις Κωνσταντίνου-Βενιζέλου: χαρακτηριστική ήταν η διάσταση απόψεων για την άμεση κατάληψη ή μη της Θεσσαλονίκης, την οποία ο Βενιζέλος ήθελε να επιτύχει πάση θυσία, για την στρατηγική της σημασία και προς αποφυγή κατάληψής της από τους Βουλγάρους, ενώ ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε την προέλαση προς βόρεια και κατάληψη του Μοναστηρίου (Μπιτόλα). Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Κων/νος υποχώρησε, και ορθώς έπραξε, αλλάζοντας την κίνηση του στρατεύματός του κατορθώνοντας έτσι να εισέλθει εκείνος πρώτος στη μακεδονική πρωτεύουσα. Αντίθετα το Μοναστήρι, που ήταν και ο κύριος στόχος του, κατελήφθη λίγες ώρες πριν την επέλαση του ελληνικού στρατού από τους Σέρβους, πράγμα που οι Έλληνες του Μοναστηρίου, που πέρασαν ως πρόσφυγες στην ελεύθερη Ελλάδα, ουδέποτε συγχώρησαν στον Βενιζέλο, καταλογίζοντάς του προσωπική ευθύνη.
Πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι η πρώτη αφορμή διχογνωμίας των δύο ισχυρών Ελλήνων συνέπεσε με την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για την υπογραφή συνθήκης με τη Σερβία, στο μεσοδιάστημα μεταξύ του α΄ και του β΄ Βαλκανικού πολέμου. Στη συμφωνία προβλέπονταν η στήριξη της Ελλάδας από την ομόδοξη χώρα σε κάθε πολεμική σύγκρουση με τη Βουλγαρία ή την Τουρκία, ενώ η χώρα μας θα υπερασπιζόταν τη Σερβία σε πιθανή σύγκρουση με τη Βουλγαρία αλλά και την Αυστρουγγαρία, πράγμα που δυσαρέστησε έντονα το βασιλιά, ο οποίος ήταν συγγενής του Κάιζερ (γαμπρος του), κυρίαρχου της Γερμανίας και στενού συμμάχου της Αυστρουγγαρίας. Μάλιστα ο Κων/νος φαίνεται πως δήλωσε παρουσία των κυβερνητικών πως σε περίπτωση επίθεσης στη Σερβία από Βορράν θα καταπατούσε τη συνθήκη, δηλώνοντας κατά λέξη: “Αυτήν την ατιμίαν θα την κάμω εγώ πρώτος1” !
Όμως τα αίτια αυτού του Διχασμού φαίνεται πως δεν είναι τόσο επιφανειακά. Στο βάθος της διαμάχης αυτής κρυβόταν μια άλλη πιο ισχυρή σύγκρουση: της φιλελεύθερης αστικής τάξης της εποχής, που είχε, χάρις στο Βενιζέλο, ανέλθει στην εξουσία από τη μια μεριά, και από την άλλη της παλιάς κοινωνίας, των συντηρητικών που αγωνίζονταν να σώσουν τα κεκτημένα τους αλλά και του απλού λαού της επαρχίας που στην πλειοψηφία του πίστευε με κλειστά μάτια στο βασιλιά και την πολιτική του. Αυτό λοιπόν ήταν το κοινωνικό υπόβαθρο του Εθνικού Διχασμού.
![]() |
Η ιμπεριαλιστική απόβαση του αγγλικού στρατού στη Θεσσαλονίκη 1915. |
Η Μάχη της Σημαίας: Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Μαϊου 1917, στο αποκορύφωμα του Εθνικού Διχασμού, ισχυρό απόσπασμα των δυνάμεων της Αντάντ υπό τη διοίκηση του στρατηγού Βενέλ εισέβαλε από το πέρασμα του Σαρανταπόρου στη Θεσσαλία, που διοικείτο ακόμη από τις δυνάμεις της νόμιμης κυβέρνησης (της Αθήνας- Βασιλικών). Η δύναμη αυτή αποτελούνταν από δέκα τάγματα γαλλικού πεζικού, μια αγγλική διλοχία, τέσσερα συντάγματα γαλλικού ιππικού, αποτελούμενα κυρίως από εγχρώμους επιστράτους των αποικιών, διμοιρίες μυδραλιοβόλων και τριάντα πυροβόλα. Στις 30 Μαίου του 1917, τη μέρα που ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αναγκαζόταν να εγκαταλείψει την Ελλάδα, μια επιλαρχία του γαλλικού στρατού αποτελούμενη κυρίως από επιστράτους των γαλλικών αποικιών της Σενεγάλης και του Μαρόκου, με εντολή του κράτους του Βορρά, δηλαδή των Βενιζελικών, κατέλαβε τη Λάρισα2 παρά την αντίδραση των αρχών της πόλης, του στρατιωτικού διοικητού Α. Φράγκου και του τότε δημάρχου της, Μ. Σάπκα3. Σύμφωνα με πληροφορίες των εφημερίδων της εποχής η κατοχική δύναμη προέβη σε πολλές βιαιότητες κατά των ντόπιων. Η στρατιωτική φρουρά της πόλης, το 1/38 σύνταγμα Ευζώνων, που υπάκουε στην κεντρική διοίκηση του κράτους της Αθήνας, προσπαθώντας να αποφύγει πιθανή σύγκρουση κατευθύνθηκε προς τη γειτονική Καρδίτσα, έχοντας την εντολή να μην εμπλακεί σε συγκρούσεις με τις μονάδες των συμμάχων. Όμως, μια ομάδα του μαροκινού ιππικού άρχισε να τους καταδιώκει απαιτώντας να τους παραδοθεί η σημαία του συντάγματος. Μετά από τη γενναία άρνηση του Εύζωνα διοικητή επακολούθησε μάχη, η λεγόμενη και “Μάχη της Σημαίας”, στην οποία συμμετείχαν και πολλοί Λαρισαίοι πολίτες που έσπευσαν να συμπαρασταθούν στους συμπατριώτες τους, με πολλούς νεκρούς και από τα δύο στρατόπεδα4. Αρκετούς μήνες αργότερα ο Δήμος Λάρισας έστησε μνημείο στην περιοχή, εκεί που σήμερα βρίσκεται απέναντι από το κτήριο των Φυλακών, προς τιμήν των Ελλήνων πεσόντων στη μάχη. Από τους νεκρούς της μάχης σημειώνουμε τους: Ζήσιμο Δημ., τ/χη πεζικού, Παλαιοδημόπουλο Επαμ., Λοχ., Τσακανίκας Λοχ., Κακαβός Φ., στρ.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι επακολούθησαν σκληρές διώξεις “αντιφρονούντων”, που χαρακτηρίστηκαν ως γερμανόφιλοι, που συνοδεύτηκαν από συνοπτικές δίκες, καταδίκες και εξορίες.
1Σ. Γρηγοριάδης, Βαλκανικοί Πόλεμοι, εκδ. Τα νέα, Τα φοβερά ντοκουμέντα, 2011, σ.127.
2. Κων. Βαϊούλης, “Η Μάχη της Σημαίας, Μια πόλη χωρίς μνήμη,” εφ. Ελευθερία, 7/6/2008.
3. Μ. Σάπκας, Η Λάρισα ορμητήριον του Μακεδονικού αγώνος, σ. 34.
4Φρ. Φράγκου, Ο Στρατηγός Αθ. Φράγκου και η 1η Μεραρχία Θεσσαλών, Τροχαλία, Αθήνα 1997, σ. 57.