Ετικέτες - θέματα

19.6.25

Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

 

Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ

Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ
Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

Το διήγημα στη συλλογή ΝΕΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ, ΔΙΑΛΕΧΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.  Μ. Σαλίβερος -1926.


     
   ΑΥΤΟ το παιδί είχε κι η Κωσταντινιά η Ζήναινα, η χήρα μάνα. Άλλη γέννα δεν έκανε από το Στεφανή της. Τον βύζαξε, τον κανάκεψε, τον βαργόμησε, τον ανάστησε, τον μεγάλωσε, τον έκαμε δώδεκα χρονών παλικαράκι μια χαρά. Πήγαινε στο σκολειό του Διονυσιάδη, πρώτος και καλύτερος· έλεγε στη Φανερωμένη το κυριελέησον με μια γλυκιά φωνή σαν του αγγέλου· έπαιζε με τα γειτονόπουλα στο πλάτωμα φρόνιμα, χωρίς να μαλώνει με κανένα, ενώ η μάνα του, πλέκοντας το σκαρτσούνι της, τον καμάρωνε από το παραθύρι. Κι όλοι είχαν να κάνουν με την προκοπή, τη φρονιμάδα, τη γλύκα και την ομορφιά αυτού του παιδιού.
― Να σου ζήσει, κυρα-Κωσταντινιά, ο Στεφανής σου, της έλεγαν, να σου κάμει τα καλά γεράματα.
― Αμήν, να δώσει ο Θεός, απαντούσε κείνη.
     Μα ήταν τόσο σίγουρη πως ο Στεφανής θα της ζούσε! Αν μπορούσε ποτές, στασίου κόσμου που λένε, να πάθει τίποτα ένα παιδί που δεν του πόνεσε μια φορά ούτε το κεφάλι! Φτου, φτου, να μη βασκαθεί! τι γερό, τι ύγιο που ήτανε!
     Κι άξαφνα να της αρρωστήσει. Μα έτσι στα καλά καθούμενα. Χωρίς να ψυχρωθεί, χωρίς να ζεσταθεί, χωρίς να φάει τίποτα ενάντιο, χωρίς να κάμει ή να λάβει το παραμικρό. Κοιμήθηκε, που λες, καλά καλούτσικα, ―ένα Σαββατόβραδο, προπαραμονή του Αγίου Λουκός,― και ξύπνησε με κάψα. Ούτε να σηκώσει κεφάλι, τέτοιο κακό! Στέρνει αμέσως η μάνα του για το γιατρό το Στουπάθη. «Πλευρίτης» της λέει. «Πλευρίτης;! έτσι μονοκοπανιά;! Έλα, Χριστέ και Παναγιά μου! σταυροκοπιέται.» «Ε, καμιά βολά υποβόσκει» της κάνει ο γιατρός. «Συμφορά μου! Αμή τώρα;»
     Ε, τώρα τίποτα. Μην κάνεις έτσι, θα τον γιάνουν. Δεν ήταν πάλι του θανατά από έναν πλευρίτη! Μια, δυο βδομάδες και θα σηκωθεί. Δε βαριέσαι, σ’ αυτή την ηλικία! Περδίκι θα ‘ναι σε δυο βδομάδες. Μπα, και σε λιγότερο.
     Η μάνα, μες την αγωνιά της, χαμογελάει. Το πιστεύει. Μπορεί ποτές να πάθει τίποτα ο Στεφανής από έναν πλευρίτη; Περιπλεμονία είχε ο Νταντής της κυρα-Στάθαινας, εκείνο το χλωμό κι αδύνατο παιδάκι, η τσίγγλα, κι έγινε καλά σε λίγες μέρες. Όχι ο Στεφανής, ο παίδαρος, ο σιδερένιος!
     Μα πού! Πριν περάσουν οι δυο βδομάδες, ο πλευρίτης τον έριξε κι αυτόν σε περιπλεμονία. Και πέρασαν μήνες χωρίς να γίνει καλά. Τι κι αν δεν πέθανε, τι κι αν ψευτοσηκώθηκε από το κρεβάτι, κι αν κατέβηκε μια μέρα και στο πλάτωμα ή πήγε μιαν άλλη και στην εκκλησιά; Ούτε να φάει ούτε να παίξει, ούτε να μιλήσει, ούτε να τραγουδήσει ούτε να ψάλει, ούτε να διαβάσει δεν είχε πια όρεξη. Του έμεινε μια λιμόκαψα, μια κρυφοδαγιανιάρα, που τον έτρωγε νύχτα μέρα, τον έλιωνε, του ‘κοβε τα ήπατα, το χρώμα, τη χαρά, όλα!… Ύστερα, η λιμόκαψα δυνάμωσε κι ο Στεφανής, ο μισός απ’ την αδυναμία, ξανάπεσε. Ήταν φανερό, το ‘βλεπαν και το κρυφόλεγαν όλοι: η περιπλεμονία εκείνη τον έριξε σε φτίση. Τόσο που κι ο γιατρός αναγκάστηκε να το πει της μάνας του:
― Ζήναινά μου, το παιδί σου δεν είναι χαλά. Πρέπει ν’ αλλάξει αέρα.
     Το παιδί της, καλέ, το παιδί της;… Τι της έλεγαν τώρα;
     Είδε κι έπαθε να το πιστέψει, να το παραδεχτεί, να αποφασίσει. Ε, δεν ήταν και τόσο εύκολο για μια γυναίκα μονάχη, για μια χήρα όπως να πεις φτωχιά, που δεν είχε άλλο εισόδημα από κάτι λίγα νοίκια. Τι να κάμει όμως, τ’ αποφάσισε· και ξεσηκώθηκε, και κουκούλωσε το Στεφανή, και τον έβαλε σε μια καρότσα, και τον πήγε στο χωριό, το Καταστάρι, σ’ ένα σπιτάκι που της παραχώρησε ο κυρ-Λίγερος, ο κουμπάρος της.
     
     ***
     
     Τίποτα του κάκου!
     Όλο και χειρότερα το παιδί, όλο και χειρότερα.
     Στενοχωριόταν κιόλα στο χωριό, στην ερημιά, στη νέκρα. Καλύτερα στη χώρα. Έχει η μάνα του του έσερνε το κρεβάτι κοντά στο κλειστό παράθυρο και μπορούσε απ’ τα τζάμια να βλέπει το πλάτωμα, τα γειτονόπουλα που έπαιζαν, τους διαβάτες, τ’ άλογα και πέρα τ’ ακρογιάλι, το λιμάνι, τα βαπόρια και τα καράβια που μπαινόβγαιναν, τις βάρκες που βολτάριζαν και τη θάλασσα που απλωνόταν γαλάζια ως τ’ αντικρινά βουνά.
― Μάνα! πάμε στη χώρα! πάμε στο σπιτάκι μας! Εδώ δε μπορώ. Θα πεθάνω!
― Χριστός και Παναγία!… Καλά, παιδάκι μου, πάμε…
     Κι άμα είδε κι απόειδε, η Κωσταντινιά παρακάλεσε τον κουμπάρο να της στείλει από τη χώρα την καρότσα.
     Και να! Τόση χαρά αιστάνθηκε ο Στεφανής, όταν ξαναβρήκε όσα ήξερε και νοσταλγούσε, που αμέσως ξεγύρισε και, για δυο τρεις μέρες, ήταν σαν καλά. Έπειτα όμως ξανακύλησε και χειροτέρεψε. Η μάνα φώναξε πάλι το Στουπάθη. Κι ο γιατρός σήκωσε τους ώμους του σκληρά:
―Τι να σου κάμω τώρα;… Γιατί δεν ακούς; Έπρεπε να τον αφήσεις στο χωριό.
― Θα πέθαινε, ντετόρο μου, θα μου πέθαινε κει πέρα!…
―Και σου φαίνεται πως εδώ θα ζήσει;
―Ας πεθάνει!… Θα πεθάνει κάνε στο σπίτι του. Όχι σ’ ένα ξένο καλυβόσπιτο, στην ερημιά!…
     Έτσι το είπε. Από τη φούρκα της που θύμωσε ο γιατρός γιατί τον παράκουσε. Ειδεμή κάθε άλλο πίστευε παρά πως μπορούσε να πεθάνει ο Στεφανής της από μια λιμόκαψα ή και μια κάψα… Ήταν, καλέ, από τη μεγάλη αρρώστια. Τη γλύτωσε, μα του είχε μείνει αυτή η ντεμπολέτσα, αυτή η αδυναμία. Ε, θα δυνάμωνε. Ούτε θέρμη είχε, ούτε φτίση, δόξα σοι ο Θεός. Τηχτικιάρης ο Στεφανής της; να η ώρα!
     Και τον είχε στο κρεβάτι του, το ‘σπρωχνε την ημέρα κοντά στο κλειστό παραθύρι, και περίμενε υπομονετικά να της «δυναμώσει».
     Μα πού! Ο Στεφανής όλο κι αδυνάτιζε… Είχε περάσει ο χειμώνας, είχε περάσει και το καλοκαίρι, είχαν αρχίσει τα πρωτοβρόχια, πλησίαζε και του αγίου Λουκός. Κι ο Στεφανής στο κρεβάτι, να βλέπει το πλάτωμα και τη θάλασσα και να ρέβει, να λιώνει από μέρα σε μέρα.
     Κι ήρθε καιρός που η δόλια μάνα το πίστεψε για δυνατό και το φοβήθηκε.
     «Αλήθεια; έλεγε. Αλήθεια, θα μου πεθάνει;»
     Κι έγινε τότε σαν τρελή.
     Έκραξε όλους τους γιατρούς της χώρας και τις γιάτρισσες και τους κομπογιαννίτες και τις μάϊσσες ακόμα. Έκανε χίλια γιατρικά, γιατροσόφια, ξόρκια και μάγια. Τον ίδιο καιρό έκανε και θεοτικά κι ύστερα, απελπισμένη από τ’ άλλα ―απορπισμένη όπως το ‘λεγε,― αφοσιώθηκε σ’ αυτά και μόνο. Ό,τι έκανε ο Θεός! Έφερε στο σπίτι του Αγίου το Χέρι, έφερε φυλαχτά και λείψανα, το Τίμιο Ξύλο, ως και το δάχτυλο του άη-Γιάννη του Προδρόμου, που είχε ο παπα-Σαράντης. Έκαμε τάματα σε δέκα εκκλησίες και σε δέκα θαματουργές εικόνες: λαμπάδες ίσαμε το μπόι του παιδιού, κι ασημένια καντήλια ακοίμητα, με το λάδι της χρονιάς τους. Πήγε ξυπόλυτη στο μακρινό ξωκλήσι του Άγιου Στέφανου, να παρακαλέσει τη χάρη του μηνίπως κι έκανε το θάμα για το μικρό συνονόματο. Και μέρα παρά μέρα καλούσε τον παπά της Φανερωμένης, τον ενορίτη, να τον διαβάζει να τον σταυρώνει, να τον αγιάζει.
     Ο παπάς ήταν πια ο γιατρός. Ο Στουπάθης κι οι άλλοι ντετόροι είχαν πάψει τις βίζιτές τους. Ο παπάς τις είχε πολυστέψει. Και συχνά, αφού τέλειωνε τον αγιασμό, την παράκληση, την ευχή, κι ο μικρός άρρωστος, ναρκωμένος από το λιβάνι, κοιμόταν, η κυρα-Κωσταντινιά τον έπαιρνε στην τραπεζαρία να του δώσει τον καφέ. Εκεί ο γιατρός γινόταν πνεματικός. Κλαίγοντας η μάνα του ‘λεγε τον πόνο, το φόβο και την ορπίδα της: Τι άλλο είχε κι αυτή στον κόσμο από κείνο το παιδί; Γι’ αυτό δεν πίστευε ποτέ πως ο Θεός, ο μεγάλος και δίκαιος, θα ‘κανε το άδικο να της το πάρει. Ω, ποτέ! Αν δεν μπορούσαν οι γιατροί, μπορούσε Αυτός. Οι Αγιοί του, οι Ιερείς του, δεν έκαναν άλλο παρά να του το θυμίζουν και να τον παρακαλούν. Πώς μπορούσε το λοιπόν να μην ακούσει;
     Μα ο παπάς που ήξερε καλά την κατάσταση του παιδιού και, μολονότι με τις ευχές του τα ζητούσε κάθε μέρα, δεν πίστευε πολύ στα θάματα ήθελε να προετοιμάσει τη δόλια μάνα για κάθε ενδεχόμενο. Και της έλεγε τα συνηθισμένα:
― Ανεξιχνίαστοι αι βουλαί του Υψίστου, κυρα-Κωσταντινιά μου! Που θα πει πως κρεμόμαστε από το Θεό και πρέπει να υποταζόμασθε με υπομονή στα θελήματά του.
     Η μάνα που καταλάβαινε, θύμωνε τότες, αγρίευε:
―Παπα-Στέλιο! του φώναζε, παπα-Στέλιο! Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός! Είναι
     ψέματα ούλα!
― Ευλογημένη μου… δοκίμαζε να τη μερώσει ο παπάς.
     Τον έκοβε πιο άγρια:
―Ακούς τι σου λέω; Αν πεθάνει ο Στεφανής, δε ματαπιστεύω ούτε σε Θεό ούτε σε τίποτα! Ψέματα ούλα!… Να κλείσετε τις εκκλησίες σας και να πάτε να γίνετε σκαφτιάδες, ψαράδες, φάβροι, μακελαραίοι, ό,τι θέλετε! Και να μας αφήσετε ήσυχους να γεννιόμαστε, να ζούμε, να παντρευόμαστε και να πεθαίνουμε χωρίς τις βοήθειές σας!
― Μη βλαστημάς, ευλογημένη!…
― Εκείνο που σου λέω! Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει τίποτα!
     
     ***
     
     Κι έτσι κάθε μέρα. Του ‘λεγε τον πόνο της και την ορπίδα της δακρυσμένη. Κι έπειτα, ―πολλές φορές πριν την εξερεθίσει ο παπάς με κανένα παρηγορητικό, προειδοποιητικό, αδάκρυτη κι αγριεμένη του φώναζε:
― Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός!
     Τρελαινόταν η δόλια μάνα και μόνο με την ιδέα πως μπορούσε να χάσει το μονάκριβό της φως. Γιατί
     το ‘παμε: Τώρα το πίστευε κι αυτή και το φοβόταν…
     Κι ήρθε μέρα,―συφορά της και μαυρίλα της,― που το είδε με τα μάτια της.
     Σχεδόν στο χρόνο, ανήμερα του Αη-Λουκός, ο Στεφανής ξεψύχησε στην αγκαλιά της σαν το πουλάκι.
     Κι η δόλια μάνα… κράτησε το λόγο της:
     Έπαψε να πιστεύει πως υπάρχει Θεός.
     Ούτε σ’ εκκλησιά ξαναπάτησε, ούτε παπά ξαναφώναξε στο σπίτι της, ούτε τάμα έκανε, ούτε παράκληση, ούτε αγιασμό, ούτε προσευχή. Ένα μνημόσυνο μόνο για τον τύπο και για τον κόσμο, κι έπειτα τίποτα…
     Κι ο παπα-Στέλιος;
     Τη φοβήθηκε! Ναι, ο παπα-Στέλιος φοβήθηκε αυτή τη μάνα που ο Θεός, ο Θεός του, της είχε κάνει τέτοιο άδικο. Τη φοβήθηκε σα να ‘φταιγε και λίγο ο ίδιος. Δεν είχε μούτρα να την ιδεί, δεν είχε στόμα να της μιλήσει. Και την απόφευγε κι αυτός όπως τον απόφευγε κι εκείνη.
     «Άσ’ τη τη δυστυχισμένη, άσ’ τη!…»
     Κι ύστερα από την κηδεία που την είδε και της μίλησε, μα που δεν έλαβε απάντηση, ―η κυρά-Κωσταντινιά λες κι είχε πάθει αφασία,― κι ύστερ’ από το μνημόσυνο, που το ίδιο έμειναν χωρίς απάντηση τα παρηγορητικά του μισόλογα, αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν ξαναϊδωθήκανε. Η μάνα είχε κλειστεί στο μαύρο της σπίτι. Δεν έβλεπε δε δεχόταν, δε μιλούσε με κανένα. Και με τον επιστάτη ακόμα, ―ένα γέρο που της μάζευε τα νοίκια και της έκανε τα ψώνια,― συναγροικιόταν με γνεψίματα.
     Μαυροντυμένη, μπαμπουλωμένη, χλωμή, βουβή, αδάκρυτη, τριγύριζε το μαύρο σπίτι σαν ίσκιος, σα στοιχειό. Μονάχη, ολομόναχη.
     Έτσι πέρασαν μήνες.
     Κι ήρθε η παραμονή των Φώτων κι ο παπα-Στέλιος βγήκε με την αγιαστήρα του.
     «Θα κάμω το ατζάρντο να πάω και στη Ζήναινα, μου φαίνεται πως είναι καιρός», έλεγε στον εαυτό του.
     Μπήκε στο σπίτι. Άγιασε πρώτα στο κάτου, που καθόταν άλλη οικογένεια κι από κει, με φόβο και με τρόμο, τράβηξε προς τη σκάλα του απάνου.
     Τον άκουσε η κυρα-Κωσταντινιά και πετάχτηκε στο κεφαλόσκαλο. Μαυροντυμένη, μπαμπουλωμένη, αδάκρυτη, πιο χλωμή κι από το συνηθισμένο, μα όχι πια βουβά:
― Ποιος είναι; ρώτησε δυνατά, άγρια.
― Αγιασμός! αποκρίθηκε γλυκά ο παπάς από τα πρώτα σκαλιά.
     Είχε σταματήσει. Πίσω του το παπαδοπαίδι, με τον ασημένιο σίγγλο, γεμάτον αγίασμα κι ασημένια λεφτά που κολυμπούσαν.
― Α! έκαμε η κυρα-Κωσταντινιά σαν να ξαφνιάστηκε. Του λόγου σου είσαι, παπα-Στέλιο; Μου κακοφαίνεται πολύ, μα… ξαστόχησες πως έχω κορέτο;
― Δεν έχει να κάμει… ο αγιασμός,… πράγμα του Θεού…
― Όχι, να σε χαρώ κι εγώ… Δε δέχουμαι, δεν αγιάζω…. Είμαι απορπισμένη!
― Μα γιατί, κυρα-Κωσταντινιά μου, γιατί;… Το παιδί σου βρίσκεται ολοένα ψηλά…
― Έννοια σου κι εγώ το ξέρω πού βρίσκεται το παιδί μου! Άσε το παιδί μου εκεί που βρίσκεται κι άσε με και μένα εδώ πα που βρίσκουμαι, έρμη κι απορπισμένη!…
― Το παιδί σου είναι τώρα άγγελος στον παράδεισο!….
― Αλλού, παπά μου, εφτούνα!… Δε ματαπιστεύω γιατρό, δε ματαπιστεύω παπά, δε ματαπιστεύω Θεό! Δε σου είπα πως αν μου πεθάνει το παιδί μου δεν υπάρχει Θεός; Λοιπόν μου πέθανε! Θεός δεν υπάρχει! Παπάς κι αγιασμός δε μου χρειάζεται! Άμε στο καλό!
     Τα είπε δυνατά, στριγκά, με μια φωνή ξεκούρδιστη, από τον καιρό, θα ‘λεγες, που ‘χε να τη μεταχειριστεί. Και με το τελευταίο λόγο, μπήκε μέσα και βρόντηξε την πόρτα.
     Ο παπάς σήκωσε τους ώμους και σταυροκοπήθηκε.
― Πάμε! είπε σιγά στο παπαδοπαίδι.
     Καθώς γύρισε να κατεβεί, είδε τη νοικοκυρά του κάτου και την κόρη της, που άκουσαν τις φωνές και βγήκανε στην πόρτα τους.
― Βουρλίστηκε η κακομοίρα η Ζήναινα, είπε με οίχτο βαθύ. Ε, δεν έχει κι άδικο… Για φαντάσου;
     Και φεύγοντας ο διωγμένος,―σκυφτό, ταπεινωμένο κι αυτό, ακολουθούσε το παπαδοπαίδι με το σίγγλο,― μουρμούρισε για μια ικανοποίηση μπροστά στον κόσμο:
―Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός….
     
 
     
     Οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν.
     «Άσ’ τη τη δυστυχισμένη, άσ’ τη την απορπισμένη!…» έλεγε ο παπα-Στέλιος στον εαυτό του κάθε φορά που το θυμόταν.
     Κι η απορπισμένη ζούσε πάντα κατάκλειστη στο μαύρο της το σπίτι, μονάχη, ολομόναχη, χωρίς παπά, χωρίς γιατρό, χωρίς Θεό…

*Απορπισμένη= απελπισμένη

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΑUDIOBOOK ΕΔΩ:


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

  Απορπισμένη*  του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου Το διήγημα στη συλλογή ΝΕ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....