Ετικέτες - θέματα

4.10.25

Το Ηλιακό σύστημα Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου - συγγραφέα

 

Το Ηλιακό σύστημα 

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου - συγγραφέα


 

ΓΕΝΙΚΑ: Ως Ηλιακό Σύστημα θεωρούμε τον Ήλιο και όλα τα αντικείμενα που συγκρατούνται σε τροχιά γύρω του χάρις στη βαρύτητα, τα οποία σχηματίστηκαν όλα πριν 4,6 δις έτη από ένα γιγάντιο μοριακό νέφος. Τα αντικείμενα με τη μεγαλύτερη μάζα που περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο είναι οι οκτώ [παλαιότερα θεωρούνταν εννέα, συμπεριλαμβανομένου και του Πλούτωνα], πλανήτες, των οποίων οι τροχιές είναι ελλειπτικές. Οι τέσσερις εσώτεροι, ο Ερμης, η Αφροδίτη, η Γη και ο Άρης αποτελούν τους λεγόμενους γήινους πλανήτες και αποτελούνται κυρίως από πετρώματα και μέταλλα. Οι τέσσερις εξώτεροι πλανήτες ονομάζονται αέριοι γίγαντες [οι δύο μεγαλύτεροι, Δίας και Κρόνος, αποτελούνται από υδρογόνο και ήλιο και οι άλλοι δύο, Ουρανός και Ποσειδών, αποτελούνται από νερό, αμμωνία και μεθάνιο. Όμως, μέσα στο βαρυτικό πεδίο του Ηλίου υφίστανται και πολλά άλλα ουράνια σώματα. Οι κυριότερες ζώνες που υπάρχουν σε αυτά τα αντικείμενα είναι η κύρια ζώνη Αστεροειδών, μεταξύ Άρη και Δία, και η ζώνη των υπολοίπων ουρανίων αντικειμένων, που βρίσκονται πέρα από τη τροχιά του Ποσειδώνα. Σε αυτές τις περιοχές βρίσκονται πέντε αντικείμενα, που ονομάζονται Νάνοι πλανήτες. Αυτοί είναι η Δήμητρα, ο Πλούτων, η Χαουμέια, ο Μακεμάκε και η Έρις. Πέρα από αυτά τα αντικείμενα υπάρχουν οι κομήτες, οι Κένταυροι και οι μετεωρίτες, καθώς και διαπλανητική σκόνη. Όλα τα τελυταία σώματα κινούνται ελεύθερα μεταξύ των πλανητών. Ο λεγόμενος, Ηλιακός Άνεμος, μια ροή σωματιδιών από τον Ήλιο, σχηματίζει μια “φυσαλίδα” στο διαστρικό ενδιάμεσο που ονομάζεται ηλιόσφαιρα με διάμετρο 100-200 Αστρονομικές Μονάδες1 (AU). Υπάρχει το Νέφος του Όορτ, που θεωρείται “πηγή” των κομητών, το οποίο όμως βρίσκεται σε απόσταση πολύ μεγαλύτερη από την ηλιόπαυση (πέρα δηλαδή από τη “φυσαλίδα”). Τέλος υπάρχει μεγάλος αριθμός μικρότερων των πλανητών ουρανίων σωμάτων, που λέγονται δορυφόροι, και οι οποίοι περιφέρονται [όπως οι αρχαίοι οπλίτες δορυφόροι στο εξωτερικό του σχηματισμού μάχης, εξ ου και η προέλευση το ονόματος] γύρω από τους 6 από τους 8 πλανήτες και 3 από τους 5 πλανήτες νάνους, που χαρακτηρίζονται "φεγγάρια", αν και αυτός ο όρος αναφέρεται μονάχα στη Σελήνη, δορυφόρο της Γης. Οι αέριοι γίγαντες διαθέτουν και δακτύλιους, οι οποίοι αποτελούνται από πάγο και σκόνη.

ΖΩΝΕΣ ΚΑΙ ΠΛΑΝΗΤΕΣ: Το Ηλιακό Σύστημα χωρίζεται σε τέσσερις περιοχές: α΄ των Εσωτερικών Πλανητών, με τέσσερις πλανήτες που έχουν στέρεα επιφάνεια και σύσταση παρόμοια με αυτή της Γης (πυρίτιο και σίδηρο), β΄στη Ζώνη Αστεροειδών, γ΄ των Εξωτερικών Πλανητών, ή γιγάντων αερίων, με τέσσερις πλανήτες πολύ μεγαλύτερους από τη Γη και δ΄ στην εξωτερική περιοχή, που περιλαμβάνει τον Πλούτωνα, τη Ζώνη του Kuiper και το νέφος του Oort. Σε απόσταση 0.39 AU απ' τον Ήλιο βρίσκεται ο Ερμής, ο μικρότερος πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος. Επόμενος πλανήτης, στις 0,72 AU, είναι η Αφροδίτη που έχει σχεδόν το ίδιο μέγεθος με τον δικό μας, γι' αυτό παλιά λεγόταν και «αδελφός πλανήτης» της Γης. Μετά τη Γη στις 1,52 AU βρίσκεται ο Άρης. Ο πλανήτης αυτός έχει δύο φυσικούς δορυφόρους (φεγγάρια) το Φόβο και το Δείμο. Το «σύνορο» που χωρίζει τους εσωτερικούς απ' τους εξωτερικούς πλανήτες είναι η Κύρια Ζώνη Αστεροειδών. Πρόκειται για εκατοντάδες χιλιάδες μικρά σώματα, διαμέτρου από μερικά μέτρα έως εκατοντάδες χιλιόμετρα, που όμως όλα μαζί έχουν μάζα μόλις όσο το ένα χιλιοστό της Γης. Οι αστεροειδείς είναι το υλικό για έναν πλανήτη που τελικά δεν σχηματίστηκε, λόγω της μεγάλης έλξης του Δία, ή από κάποιον πλανήτη που υπήρχε εκεί (αναμεσα στον Άρη και τον Δία) και για κάποιο λόγο καταστράφηκε και διασπάστηκε σε 7.000 περίπου αστεροειδείς. Ο Δίας, στις 5,2 AU, είναι ο μεγαλύτερος απ' τους πλανήτες (έχει τη διπλάσια μάζα από ολους τους άλλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος μαζί). Είναι τόσο θερμός που θα μπορούσε να λάμπει σαν άστρο, αν ήταν 10 φορές μεγαλύτερος. Είναι γνωστός για την περίφημη Μεγάλη Κόκκινη Κηλίδα, μια μόνιμη καταιγίδα στην ατμόσφαιρά του, που υπάρχει τουλάχιστον από τότε που παρατηρούμε το Δία. Ο Κρόνος, (9,5 AU) είναι λίγο πιο μικρός (και πολύ πιο ελαφρύς) απ' τον Δία και του μοιάζει σε αρκετά χαρακτηριστικά. Αποτελείται και αυτός κυρίως από αέρια. Ο Δίας μαζί με τον Κρόνο αποτελούν το 93% της μάζας όλων των πλανητών. Είναι ίσως ο μόνος πλανήτης με μέση πυκνότητα μικρότερη απ' αυτή του νερού. Ο δορυφόρος του, Τιτάνας, έχει ατμόσφαιρα από άζωτο και υδρογονάνθρακες και, αν και είναι πολύ ψυχρός, πιθανολογείται ότι μπορεί να φιλοξενεί ζωή. Το σύστημα του Κρόνου μελετάται απ' τη διαστημοσυσκευή Κασσίνι-Χόιχενς, που βρίσκεται εκεί από το 2004. Επόμενος πλανήτης είναι ο Ουρανός [19,2 AU]. Αποτελείται κυρίως από αμμωνία και μεθάνιο, έχει και αυτός δακτύλιους και 27 δορυφόρους. Ο Ουίλιαμ Χέρσελ ανακοίνωσε την ανακάλυψή του τις 13 Μαρτίου 1781, επεκτείνοντας τα όρια του γνωστού τότε ηλιακού συστήματος. Ο Ουρανός ήταν ο πρώτος πλανήτης που ανακαλύφθηκε με τηλεσκόπιο. Τελευταίος μεγάλος πλανήτης είναι ο Ποσειδών σε απόσταση 30 AU από τον Ήλιο. Είναι ο πρώτος πλανήτης που ανακαλύφθηκε βάσει μαθηματικών προβλέψεων για τη θέση του. Σαν τον Δία, έχει κι αυτός μια χαρακτηριστική κηλίδα στην ατμόσφαιρα. Ο Ποσειδών έχει 13 γνωστούς δορυφόρους. Η Ζώνη του Kuiper βρίσκεται σε απόσταση 30-50 AU και αποτελείται από μικρά, παγωμένα σώματα. Τα σώματα της ζώνης που, λόγω έλξης απ' τους μεγάλους πλανήτες, μπαίνουν στο Ηλιακό Σύστημα (και συχνά γίνονται κομήτες) λέγονται Κένταυροι. Η Ζώνη Kuiper τερματίζεται απότομα στις 49-50 AU, πράγμα που ίσως σημαίνει ότι ένα μεγάλο σώμα (“αόρατο” στα τηλεσκόπια) βρίσκεται σε αυτή την απόσταση. Ο Πλούτωνας (στις 39,5 AU), ήταν ο μικρότερος απ' τους πλανήτες (με διάμετρο μικρότερη κι από τη Σελήνη) μέχρι τον αποχαρακτηρισμό του, και αυτός για τον οποίο έχουμε τα λιγότερα στοιχεία. Αποτελεί διπλό σύστημα με το δορυφόρο του Χάροντα. Ο Πλούτωνας πλέον θεωρείται πλανήτης νάνος, επειδή στη Ζώνη Kuiper έχουν ανακαλυφθεί και άλλα σώματα του ίδιου ή και μεγαλύτερου μεγέθους απ' αυτόν και αφού το ελάχιστο όριο μεγέθους για πλήρη πλανήτη τέθηκε μεγαλύτερο από αυτόν. Οι κομήτες είναι ουράνια σώματα που, σε αντίθεση με τους απλανείς αστέρες (όπως ο ήλιος) αστέρες και τους πλανήτες, παρουσιάζουν όψη νεφελώδη, ενώ ημορφή τους φαίνεται να επιμηκύνεται σαν μακριά κόμη [από την κόμη τους ονομάστηκαν κομήτες] όταν διέρχονται κοντά από τον Ήλιο. Κάθε κομήτης αποτελείται από τρία μέρη, τον πυρήνα, την κόμη και την ουρά. Οι τροχιές τους είναι ελλειπτικές.


  ΗΛΙΟΠΑΥΣΗ: Ηλιόσφαιρα είναι μια τεράστια δομή ελλειψοειδούς σχήματος που αποτελείται από σωματίδια του Ηλιακού αέρα και περιβάλει τον Ήλιο και τους πλανήτες του. Σε μία περιοχή που ποικίλει από 100 AU έως 200 AU βρίσκεται η περιοχή που ονομάζεται όριο κρουστικού κύματος (Termination Shock). Στο σημείο αυτό τα φορτισμένα σωματίδια του ηλιακού ανέμου επιβραδύνονται ύστερα από σύγκρουση με σωματίδια του διαστρικού χώρου. Η περιοχή πέρα από το όριο αυτό ονομάζεται ηλιοσφαιρικός κολεός. Οι αποστολές Voyager 1 και 2 έχουν περάσει σε αυτή την περιοχή. Το εξωτερικό όριο της Ηλιόσφαιρας ονομάζεται Ηλιόπαυση. Ως Ηλιόπαυση ορίζεται η περιοχή όπου τα εξερχόμενα σωματίδια του ηλιακού ανέμου και τα εισερχόμενα σωματίδια από τη μεσοαστρική περιοχή έχουν ισοδύναμη πίεση. Στη περιοχή της Ηλιόπαυσης, το 2009, ανακαλύφθηκε, σε απόσταση σχεδόν 16 δισ. χλμ. από τη Γη, μία ζώνη σωματιδίων υδρογόνου, που κάποτε ήταν φορτισμένα θετικά (μόνο πρωτόνια). Τα σωματίδια αυτά σχηματίζουν μια στενή ζώνη, που είναι δύο με τρεις φορές φωτεινότερη από οτιδήποτε άλλο στον ουρανό. Η ανακάλυψη της ζώνης υδρογόνου έγινε από την αποστολή ΙΒΕΧ.

ΝΕΦΟΣ ΤΟΥ OORT: Απώτατο όριο του Συστήματος είναι το Νέφος του Όορτ. Είναι παρόμοιο με τη Ζώνη Kuiper όσον αφορά τα σώματα που το αποτελούν, βρίσκεται όπως πολύ πιο μακριά -στις 50.000-100.000 AU και σχηματίζει σφαίρα που περικλείει το Ηλιακό Σύστημα. Από εκεί προέρχονται οι κομήτες μακράς περιόδου, [επανεμφανίζονται μετά από πολλές δεκαετίες] όπως ο Κομήτης Χάλεϋ. Έτσι, όριο του Ηλιακού Συστήματος είναι εκεί που η βαρύτητα του Ήλιου παίζει μικρότερο ρόλο από τη βαρύτητα άλλων σωμάτων, ουσιαστικά στα μισά της απόστασης μέχρι το πιο κοντινό άστρο (αν αυτό είναι ίδιας βαρυτικής σημασίας). Εναλλακτικά, το Ηλιακό Σύστημα τελειώνει εκεί που το μαγνητικό πεδίο του Γαλαξία γίνεται ισχυρότερο από το μαγνητικό πεδίο του Ηλίου, και δημιουργείται κρουστικό κύμα του λεγόμενου ηλιακού ανέμου (Ηλιόπαυση).

ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ: Το ηλιακό σύστημα δημιουργήθηκε από την κατάρρευση ενός τεράστιου μοριακού νέφους πριν από 4,568 δις έτη. Το αρχικό νέφος είχε διαστάσεις ετών φωτός και δημιούργησε πολλά άστρα. Καθώς η περιοχή που θα γινόταν το ηλιακό σύστημα, γνωστή ως προηλιακό νέφος, κατέρρευσε, η διατήρηση της στροφορμής [ορμής περιδίνισης] το ανάγκασε να περιστραφεί ταχύτερα. Το κέντρο στο οποίο συγκεντρώθηκε η περισσότερη μάζα γινόταν όλο και θερμότερο από το δίσκο, ο οποίος το περιέβαλλε. Καθώς το συρρικνώμενο νεφέλωμα περιστρεφόταν, σχηματίστηκε ένας τεράστιος δίσκος διαμέτρου 200 AU με ένα καυτό άστρο στο κέντρο. Οι πλανήτες σχηματίστηκαν από συσσώρευση υλικού από αυτό το δίσκο. Στα επόμενα 50 εκατομ. χρόνια, οι συνθήκες στον Ήλιο επέτρεψαν την έναρξη μιας πυρηνικής σύντηξης [συγχώνευση πυρήνων από φυσικά στοιχεία του Ηλίου] στον πυρήνα του. 10 δισεκατομμύρια χρόνια μετά την πρωτη εμφάνιση του Ηλίου το άστρο μας θα εξελιχθεί σε αυτό που λέει η Αστρονομία “ερυθρό γίγαντα”. Αυτό αναμένεται να συμβεί σε περίπου 4,5-5 δισεκατομμύρια χρόνια και θα σημάνει την αρχή του τέλους του ηλιακού συστήματός μας και της ζωής!

ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ: Τις τελυταίες δεκαετίες, με τη βοήθεια των διαστημοσυσκευών, έχουν εξερευνηθεί όλοι οι πλανήτες και σχεδόν 60 από τους φυσικούς δορυφόρους τους. Χάρη σ' αυτές τις απίστευτες εξερευνητικές αποστολές, πολλά προβλήματα που απασχολούσαν την επιστήμη περί σύστασης και προέλευσης των πλανητών έχουν ήδη διευκρινιστεί. Εν έτει 2013 οι επιστήμονες θεωρούν πως έχει αποκαλυφθεί μια μεγάλη ποικιλία χαρακτηριστικών που αποδεικνύουν τη βίαιη εξέλιξη του Ηλιακού συστήματος από τα αρχικά στάδια της δημιουργίας του και ιδίως κατά τις συγκρούσεις του με αστεροειδείς. Οι διαστημικές εξερευνήσεις στα τελευταία 40 χρόνια παρουσιάσαν δεκάδες νέους κόσμους, με τρομακτικές καταιγίδες, δηλητηριώδεις ατμόσφαιρες, πολλαπλά φεγγάρια κ.λπ. Κόσμοι τελείως διαφορετικοί με μόνο ένα κοινό σημείο, τον Ήλιο το άστρο στο οποίο “υπακούν” όλοι αυτοί.

   ΜΕΓΙΣΤΑ ΜΕΓΕΘΗ [“ΡΕΚΟΡ”]: Μια εξαιρετική μελέτη του διευθυντή του Ευγενίδειου Πλανηταρίου, Δ. Σιμοπούλου κατηγοριοποιεί διάφορα μεγέθη του Ηλιακού συστήματος. Μέσα από τη μελέτη αυτή, καθώς και από πληροφορίες που παίρνουμε από διάφορους διαδικτυακούς τόπους (ΝΑΣΑ, κ.ά.) πληροφορούμαστε πως: Η μακρύτερη οροσειρά του Ηλιακού συστήματος βρίσκεται στη Σελήνη, (μήκος 1.500 χλμ). Το ψηλότερο όρος είναι ο Όλυμπος του πλανήτη Άρη. Έχει ύψος 25 χιλιόμετρα, τριπλάσιο των Ιμαλαϊων! Αν ο Όλυμπος του Άρη βρισκόταν στη Γη η βάση του θα κάλυπτε ηπειρωτική Ελλάδα και Αιγαίο μαζί. Η μακρύτερη χαράδρα βρίσκεται επίσης στον Άρη (Μάρινερ, 4.500 χλμ). Αν βρισκόταν στη Γη θα εκτεινόταν από την Πορτογαλίας μέχρι τα Ουράλια. Η μεγαλύτερη επιφανειακή θεμοκρασία παρατηρείται στην Αφροδίτη (480 βαθμοί Κελσίου). Στον αντίποδα, τη χαμηλότερη θερμοκρασία παρουσίαζει ο Τρίτων, δορυφόρος του Ποσειδώνα, με θερμοκρασία 235 βαθμούς Κελσίου υπό του μηδενός. Η μεγαλύτερη διαφορά θερμοκρασίας είναι αυτή που παρατηρείται στον Ερμή, όπου η μέγιστη φτάνει στους 427 β. Κελσίου και η μικρότερη στους μείον 183 β.! Συνολική διαφορά, μεγαλύτερη από 600 βαθμούς! Οι ισχυρότεροι άνεμοι στο Ηλιακό Σύστημα είναι αυτοί που συμβαίνουν στον Ποσειδώνα, των οποίων η ταχύτητα φτάνει τα 2.200 χλμ. την ώρα. Μεγαλύτερος πλανήτης είναι ο Δίας, στο εσωτερικό του οποίου θα ... χωρούσαν όλοι οι άλλοι πλανήτες με τους δορυφόρους τους. Ο Δίας έχει όγκο 1320 φορές τον όγκο της Γης και μάζα 318 φορές τη γήινη μάζα. Αντίθετα ο μικρότερος πλανήτης είναι ο Ερμής. Μεγαλύτερος δορυφόρος είναι ο Γανυμήδης του Δία, που είναι μεγαλύτερος κι απ' τον Ερμή. Ο Κρόνος έχει τους περισσότερους δακτυλίους περιφερόμενων υλικών (10.000), που τον περικλείουν. Έχουν διάμετρο περί τα 1400 μέτρα και ελάχιστο πάχος (μόλις 5 χιλιοστών). Ο Δίας έχει τους περισσότερους δορυφόρους [63], ενώ ο Κρόνος 62 κι ο Ουρανός 27. [Τα στοιχεία αυτά είναι του 2013. Πριν 10 χρόνια οι αστρονόμοι γνώριζαν λιγότερους δορυφόρους]. Η μεγαλύτερη μέρα, δηλαδή η διάρκεια της περιστροφής του πλανήτη γύρω από τον άξονά του, φτάνει τις 243 γήινες μέρες! Έτσι, η μέρα στην Αφροδίτη κρατάει 8 γήινους μήνες! Αντίθετα τη μικρότερη μέρα έχει ο “ωκύπους” Δίας, που ολοκληρώνει τη δική του, δίκην σβούρας περιστροφή του μόλις σε 9 ώρες και 50 λεπτά, του γήινου χρόνου! [Δηλαδή, ο γήινος μήνας στον Δία, θα διαρκούσε 75 ημέρες! Πάντως αν θέλαμε να σβήσουμε κεράκια τούρτας γενεθλίων στον πλανήτη Ποσειδώνα, δε θα προλαβαίναμε να σβήσουμε ούτε ένα! Ο λόγος: η περιφορά του Ποσειδώνα γύρα από τον ήλιο (έτος) διαρκεί 164,8 γήινα έτη!!! Αντίθετα τη μικρότερη διάρκεια περιστροφής περί τον Ήλιο, το μικρότερο δηλαδή έτος, κατέχει ο γειτονικός μας Ερμής που ολοκληρώνει αυτό σε 87,97 γήινες ημέρες. Κι αυτό γιατί ο πλανήτης βρίσκεται πολύ κοντά στον ήλιο. Μεγαλύτερος αστεροειδής του Ηλιακού Συστήματος είναι η Δήμητρα, που βρίσκεται ανάμεσα στις τροχιές του Άρη και του Δία [διάμετρος 940 χλμ.]. Μάλιστα είναι και ο πρώτος αστεροειδής που ανακαλύφθηκε [Πρωτοχρονιά του 1801]. Τέλος ο κομήτης με τη συντομότερη περίοδο εμφάνισης είναι ο Ένκε, που ανακαλύφθηκε το 1786 [επισκέπτεται το Ηλιακό Σύστημα κάθε 3 έτη και τέσσερις μήνες]. Σαν τα παραπάνω μέγιστα μεγέθη και "ρεκόρ" υπάρχουν πολλά. Επιλέξαμε τα σημαντικότερα κατά τη γνώμη μας απ' αυτά, ελπίζοντας να κινήσει το ενδιαφέρον σε ερασιτέχνες ερευνητές να ανακαλύψουν και άλλες τέτοιες πρωτιές!

1. Σύμφωνα με τον ορισμό της Διεθνούς Αστρονομ. Ένωσης, η αστρονομική μονάδα ισούται με 150 δισ. χλμ [149.597.870.700 μέτρα ακριβώς], που είναι περίπου η μέση απόσταση Γης και Ηλίου. Συνεπώς η απόσταση Γης από τον Ήλιο είναι 1 AU.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


Ο ΑΝΑΠΟΔΙΑΣΜΕΝΟΣ του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (1889) κείμενο και AUDIOBOOK, διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

 

Ο ΑΝΑΠΟΔΙΑΣΜΕΝΟΣ του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (1889)

κείμενο και AUDIOBOOK, διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου


   Την κοινήν περιέργειαν είχε διεγείρει η γρηά-Σπύραινα την παραμονήν των Χριστουγέννων. Βεβαίως κατά τας ακριβεστέρας παρατηρήσεις άλλων της γειτονίας γραϊδίων — και είνε τα παρατηρητικώτερα των λογικών ζώων τα όντα ταύτα πανταχού — δωδεκάκις από της αυγής μέχρι της δεκάτης ώρας της πρωίας είχεν εμφανισθή επί του Βράχου, της υψηλοτέρας θέσεως της νησιωτικής κωμοπόλεως, από της οποίας εφαίνετο το πέλαγος.

 — Τι έπαθε θα 'πω αυτηνιδά; Επανελάμβανον αι γραίαι, βλέπουσαι την γρηά Σπύραινα να πηγαινοέρχεται ασθμαίνουσα — κατώκει έξω προς τα Αλώνια, — εις τας εσχατιάς της κώμης.

Ενίοτε προσέκοπτεν επί εργάτου, όστις φορτωμένος την φοβεράν εκείνην κλίμακα, αφού επεράτωσε την επισκευήν στέγης τινός, μετέβαινεν εις άλλην οικίαν προς τον αυτόν σκοπόν. Τα «μερεμέτια» αυτά είνε συνηθέστατα εις τα χωρία τώρα τον χειμώνα, ότε οι υετοί και οι άνεμοι, και το παχύ της χιόνος στρώμα προ πάντων, μετατοπίζουσι συνεχώς τας κεράμους, μεταβάλλοντες τας πτωχάς στέγας εις κόσκινα.

Άλλοτε πάλιν η γρηά Σπύραινα εκ της πολλής αυτής αφαιρέσεως επάτει μέσα εις το κατάλευκον κατώφλιον οικίας τινός, το οποίον μόλις προ μικρού είχε λευκανθή διά της ασβέστου, επισύρουσα κατά της κεφαλής της, και των ποδών της, η πτωχή χιλίας-δυο βλασφημίας, αίτινες εις τοιαύτας περιστάσεις ως βρωμεραί μυίαι περιίπτανται περί την πολίχνην.

Αλλ' η γραία ουδέ ήκουεν. Έβλεπε μόνον. Ναι, έβλεπεν η πτωχή το πέλαγος ισταμένη επί της σκοπιάς, επί του ανεμομύλου εκείνου, εφ' ου αυθαδώς προσέκρουον όλοι οι άνεμοι.

 — «Ούτε καράβια 'στό γιαλό, ούτε πουλιά 'στόν κάμπο!»

Εμουρμούριζεν η γραία και υπέστρεφε περίλυπος, ενώ ο βορράς έπνεε μετ' ακαθέκτου μανίας, μεταβάλλων εις νέφη της θαλάσσης τα κύματα.

Η ημέρα επροχώρει και ο βορράς εξηγριούτο φοβερώτερος. Έπνεεν ήδη επί μίαν εβδομάδα. «Παλάβωσε» κατά την έκφρασιν της γρηάς Σπύραινας. Εις τα βουνά έστιλβον αι χιόνες, και ο βορράς εμαίνετο εις το πέλαγος, όπερ παρίστα εικόνα ορχουμένων κυμάτων, τα οποία κατά διαστήματα συγκρουόμενα, ιδίως κατά τας δεινάς του ανέμου περιτροπάς, εξηρεύγοντο αφρώδη βροχήν, εξανεμουμένην εις συριγμόν οξύτατον, υφ' ου αντήχουν αι σπηλαιώδεις ακταί. Ουδέν ιστίον εις τον έρημον πόντον. Τα πλοία μικρά και μεγάλα έμενον αποκεκλεισμένα, αποφεύγοντα το δαιμόνιαν όρχημα, όπερ αρέσκεται να έχη συντρόφους όπερ στυγνούς και κατηφείς μόνον βράχους. Και αυτοί οι αλιείς, απελπισθέντες πλέον, έθεσαν εντός σάκκων τα δίκτυα, έσυραν υψηλά εις την ακτήν τας αλιάδας και καθήμενοι εις τα παράλια καφενεία έπαιζον σκαμπίλι τραβούντες ηδυπαθώς τον ναργιλέ των.

* *
*

Ήτο πλέον δειλινόν. Εν τη αγορά συνηθροίσθησαν ικανοί νησιώται, ακούσαντες την βραγχνήν σάλπιγγα του κρεοπώλου, ης ο ήχος εξήρχετο ως τυλιγμένος εντός των σκληρών γρυλλισμών του σφαζομένου χοίρου. Ο κρεοπώλης ούτος υπηρετήσας ως σαλπιγκτής εις τον στρατόν, εφύλαξε την σάλπιγγα, ανάμνησιν ευάρεστον του πολυπαθούς στρατιωτικού βίου, και συνήθιζε κατά τας επισήμους ημέρας του κρεοπωλείου του «να βαρή αυτήν», ως έλεγε καλών τους αγοραστάς. Εννοείται ότι η παραμονή των Χριστουγέννων ήτο μία των επισημοτάτων ημερών του κρεοπωλείου του σαλπιγκτοκρεοπώλου αυτού, ερχομένη μετά τεσσαρακονθήμερον νηστείαν, καθ' ην οι κρεοπώλαι των χωρίων μεταβάλλονται εις γεωργούς. Και αντήχει λοιπόν την ώραν εκείνην η σάλπιγξ ως τεθραυσμένη λάγηνος κ' εγρύλλιζον οι σφαζόμενοι χοίροι γοερώς, και εις όλην αυτήν την κρεοπωλοταραχήν εκυριάρχει βιαία πάντοτε η θαλασσοταραχή.

 — «Ούτε πουλί πετάμενο!» Ηκούσθη και πάλιν μονολογούσα η γρηά- Σπύραινα επί του Βράχου. «Παλάβωσεν ο παλαβοβοριάς». Κ' έβλεπε προς το μυκώμενον πέλαγος, περισυνάγουσα το μαύρον ιμάτιον διά των χειρών της και την κατάμαυρον μανδήλαν της, ης αι άκραι επιμόνως παριηρπάζοντο. Εστρέφετο δε ν' απέλθη, ότε εσταμάτησεν αυτήν νεαρός ναύτης, κατερχόμενος εις την αγοράν, κατάκλειστος εις την γούναν του, τον ρωσσικόν κούκον του και τα βαρύτατα ως σιδηροπέδας υποδήματά του.

 — Τ' είνε θεια Σπύραινα! εχαιρέτισεν ο ναύτης.

 — Τι νάνε, παιδί μου!

«Επόνεσαν τα μάτια μου την θάλασσα να βλέπω
τους γεμιτζήδες να ρωτώ και σένα ν' απαντέχω».

Ηγάπα η καλή γραία ν' απαντά διά διστίχων, δι' ων συνεχώς ηύφραινε την καρδίαν της, μυρόνουσα ούτω την ανάμνησιν του απόντος υιού της.

 — Τον Γεωργάκη περιμένεις, θεια Σπύραινα;

 — «Ανάθεμα όπερ μαραγκούς που φτιάνουν τα καράβια
και παν και ξενητεύοννται τ' ώμορφα παλληκάρια».

Δι' άλλου διστίχου απήντησε πάλιν η γραία· και αφηρέθη θεωρούσα τα φοβερά κύματα, τα οποία κατ' εκείνην την στιγμήν εθραύοντο τοσούτον οργίλως επί της εν μέσω του λιμένος ξηράς νησίδος, ως να ήθελον να εκριζώσωσιν αυτήν.

 — Δεν μου λες, θεια Σπύραινα, ηρώτησεν ο ναύτης, με ποιον είνε ο Γεωργάκης;

 — Με τον καπετάν Κωνσταντή πλειο! τον περιμένουμε απ' τη Σαλονίκη. Πήγαν αλάτι απ' ταις Φώκαις.

 — Με τον καπετάν Κωνσταντή! ήρξατο γελών ο ναύτης. Με τον αναποδιασμένον; και κάθεσαι και καρτερείς, θεια Σπύραινα! Θα τον θύμωσαν οι ναύταις, θα τον πείραξεν ο Γεωργάκης, ως χορατατζής που είνε, και θα την έσπασε την παληο- καϊάσα. Ξέρεις τι αναποδιασμένος που είνε; Καλά Χριστούγεννα, Θεια-Σπύραινα!

Προσέθηκεν ο ναύτης, και κατήλθε προς την αγοράν καταλιπών την γραίαν άναυδον, προσπαθούσαν να εμποδίση δύο μεγάλα δάκρυα ως αδάμαντας λάμψαντα εις τους οφθαλμούς της.

Κάτι ήξευρεν η γραία, κάτι είχεν ακούσει περί του καπετάν Κωσταντή, και ήρχισαν εις την μητρικήν καρδίαν της, μέσα βαθειά, ν' αναπηδώσι φόβοι τινές αόριστοι, αλλά πάντοτε ύποπτοι και πιθανοί. Και ενώ προηγουμένως είχεν αποφασίσει, διερχομένη εκ του κρεοπωλείου, να προμηθευθή και ολίγον κρέας και ολίγον χοιρινόν, ήδη τόσον ελυπήθη, ώστε επανήλθεν εις την οικίαν με κενάς τας χείρας και μόνον κατεγίνετο να κομίση εις τον φούρνον το Χριστουγεννιάτικο ψωμί, όπερ εύρε «γινόμενο» και την «κοκκώνα», το εξ άρτου εκείνο με το λευκόν ωόν ανθρωπάριον, δώρον των Χριστουγέννων προς τον αναμενόμενον υιόν της.

Και ήσαν εκεί παραφυλάττοντα και δύο μικρά εγγονάκια της, τρέμοντα εκ του ψύχους με κρεμασμένας αγκυλωτάς τας δύο χείρας των, μελανιασμένας υπό του βορρά, με τους δακτύλους εσχηματισμένους, ως πράγκες, το αλιευτικόν εκείνο όργανον, δι ου συλλαμβάνουσι τους εχίνους.

Ήσαν τέκνα άρρενα και τα δύο της θυγατρός της, ορφανά πατρός τα δυστυχή, κοιμώμενα και εγειρόμενα εις τον έρημον της «μανούς» οίκον, όνπερ επλήρουν άλλοτε με τας φλυαρίας των και άλλοτε με τα κλαύματά των. Η μήτηρ των επήγαινεν εις τους αγρούς «μεροκάματο» διά να ζη.

 — Εν ήθ' ο μπαμπάς, μανού; ηρώτησαν και τα δύο συγχρόνως περί του αναμενομένου θείου, όστις οσάκις ήρχετο, εκόμιζεν αυτοίς ποικίλα «ταξειδιώτικα δώρα».

Η γραία δεν απήντησεν αρχίσασα να κατασκευάζη και άλλας δύο κοκκώνας διά τους μικρούς της εγγονούς.

 — Τώνε αύϊο κιας, μανού; ηρώτα ο είς των μικρών, ιστάμενος ένθεν του σοφρά, εφ' ου η γραία έπλαθε την «κοκκώναν».

 — Τούφιι του τυΐ, μανού, η κουούνα; έλεγεν ο έτερος, ιστάμενος εκ του άλλου μέρους και υπονοών την αστείαν παράδοσιν, ότε μετά τας απόκρεω η κορώνη αφαιρεί τον τυρόν από της οικίας καθ' όλην την τεσσαρακοστήν, και φέρει τούτον πάλιν κατά την ημέραν του Πάσχα. Ταύτα διηγείτο πολλάκις η γραία, ανατρέφουσα τους μικρούς της εγγόνους. Αλλ' ήδη η θεια Σπύραινα τώρα δεν ωμίλει. Η υπόνοια ην προ μικρού ως αστειότητα της έρριψαν, ανεστάτωσε την καρδίαν της.

 — Πού είν' ο καϊκάτζαους, μανού; ηρώτησε πάλιν ο έτερος των μικρών.

 — Του βάδ' ιγώ θα πω του ταγούδ', σα θη ου μπαμπάς Γιουγάκης, είπε και ο έτερος.

Κ' εξηκολούθουν ούτως αι ερωτήσεις ατελείωτοι, εις τας οποίας η γραία ουδέν απήντα. Μόνον διελογίζετο πάντοτε και ενίοτε οι διαλογισμοί της εξεστομίζοντο θρηνωδώς:

 — Ακούς να πάη με τον αναποδιασμένον!

Δεν είνε παράξενο επάνω εις το γενάτι του να την έσπασε την παληοσακολέβα του.

* *
*

Ο καπετάν-Κωνσταντής, ον οι αστείοι και παιγνιώδεις πάντοτε και είρωνες πολλάκις νησιώται απεκάλουν «αναποδιασμένον», ξηρός και αυστηρός πλοίαρχος, εξήκοντα πέντε ετών, διεκρίθη εν τη νεότητι αυτού διά την φιλεργίαν και ναυτικήν του ικανότητα, και την «ξυπνάδα του», ως έλεγον εν τη νήσω. Αρξάμενος από της ακτοπλοΐας και επεκτείνων κατ' αρχάς τας ναυτικάς γνώσεις του μέχρι Πτελεού και Στυλίδος, ετόλμησε πρώτος αυτός να επιδείξη βρίκιον της πατρίδος του, την «Ευαγγελίστριαν», εκατόν πέντε τόννων, εις τους λιμένας της Μαύρης θαλάσσης και του Ποταμού, και το αρχαϊκόν φέσι του εις την Μασσαλίαν, όπου — ειρήσθω εν παρόδω — τον υπεχρέωσαν οι λιμενικοί φύλακες, όταν εξήλθε να «πρατηγάρη», να επανέλθη εις το πλοίον του με την λέμβον, τρία μίλια μακράν, ίνα καλλωπισθή ενδυόμενος ευπρεπέστερον. Και όμως ο Καπετάν-Κωνσταντής εξήλθε πάλιν ως ήτο — ίδιος και απαράλλακτος — με την διαφοράν ότι εγύρισε μόνον το προσφιλές φέσι του ανάποδα και το εφόρεσεν άνω των ώτων ολίγον. Εις το επεισόδιον τούτο απέδιδε και το απονεμηθέν εις αυτόν επίθετον, προσπαθών τάχα να λησμονή την αιτίαν την άλλην, δι' ην τω απεδόθη υπό των ευφυών νησιωτών.

Και πώς ηρέσκετο να διηγήται μετά ταύτα ο ίδιος το επεισόδιον τούτο.

 — Άμα εφθάσαμε 'ς το Λιμεναρχείο, έλεγε, — ξεπλατιαστήκαμε 'ς τα κουπιά — μας ερωτά ο φύλαξ:

 — Ποιος είν' ο καπετάνιος;

 — Νά! εγώ είμαι! Σηκόνομαι και τους λέγω. Τι; δεν με γνωρίζετε; Και εστάθηκα ντούρος. Εσήκωσα και το φέσι μου κομμάτι παραπάνω — εσυνήθιζεν ο καπετάν Κωνσταντής να το φορή πάντοτε μέχρι των ώτων και των οφθαλμών.

 — Να σου πω, καπετάνιο μου, απαντά ο φύλακας. Καλό είναι για σε το φέσι σου, αλλά για το λιμενάρχη δεν είνε διόλου καλό. Εκτός αν θέλης να παρουσιασθής για καρβουνιάρης.

Και εξεκαρδίζετο από τα γέλοια διηγούμενος το επεισόδιον τούτο ο καπετάν Κωνσταντής. Άλλως εις το χωρίον του ήτο γνωστός. Εβαρύνετο τα πολλά λούσα. Το βρακί του βαθύ κυανούν ποτε, ωραίον γεράνιο, είχεν υπολευκανθή εκ της πολυκαιρίας. Γηράσκουσι, βλέπετε, και τα ρούχα. Και δεν προσεβλήθη μόνον υπό του γήρατος, ως ο μύσταξ του κατόχου του, αλλά και υπό της τρικυμίας, διότι η άλμη επικολλήσασα, ως επί των αλιέων, εσχημάτισεν αναμέσον των αραιών πτυχών στίγματα υπόφαια ως θαμπά άστρα. Ούτω και οι ναύται γηράσκουσιν, ως το βρακί του καπετάν Κωνσταντή και υπό των ετών και υπό της θαλάσσης. Τα έτη κυρτούσι την ράχιν των, και η άλμη ασπρίζει τας τρίχας της κεφαλής των. Τα σαλονικιό πάλιν καποτάκι του εκ κιτρινωπού σκουτίου ήρχισε να μαυρίζη οικτρώς, εν ώ το φέσι του απολέσαν το λαμπρόν χρώμα του και την επί της κορυφής γαλανήν φούνταν, καταντήσασαν τελευταίον ως ακαλήφην, διεκρίνετο μόνον διά την μαύρην γύρω πλατείαν γραμμήν, σχηματισθείσαν μετά τριακονταετή θαλασσοβρεγμένον βίον. Και το ηγάπα το φέσι εκείνο ο ευλογημένος. Το ελάτρευε σχεδόν.

 — Νά βρε! έλεγε προς τους πειράζοντας αυτόν νεανίας. Μ' αυτό το φέσι, βρε σεις, επήγα εγώ μέσ' 'ς τη Μαρσίλια. Aϊντήτε και σεις ντε; Να! Και κάμπτων τον αγκώνα, προσέθετεν επίδεικτικώς:

 — Κοτσάνι!

Και τωόντι ο ευφυής ούτος ναύτης εσχηματίσθη εις πλοίαρχον μόνος του. Από της ογκώδους βάρκας αρξάμενος, δι' ης εκόμιζεν ες Αγίου Όρους κομβολόγια και σφραγίδας και φλάσκας, εμελέτησε τόσον σοφώς τα των ανέμων και καιρών και αστέρων, ώστε προεγνώριζεν όλας του καιρού τας μεταβολάς. Όσον αφορά την μελέτην της πυξίδος, είχεν άλλα «σημάδια», ως έλεγε, πολύ ασφαλέστερα και γνωστά μόνον εις αυτόν. Εις άκρον δε οικονόμος και αποβλέπων πάντοτε εις την πρόοδον κ' επιζητών να υπερβή τους άλλους νησιώτας, ως ο δελφίν ο αγωνιζόμενος εις τον πλουν και υπερπηδών τους άλλους συγκολλυμβητάς του, ένα μόνον είχε σκοπόν, να ναυπηγήση βρίκιον. Και το κατώρθωσεν.

Οποία χαρά ως μαρτιάτικος ήλιος τον περιέλουεν, όταν πρώτην φοράν καταπλεύσας εις την νήσον με τα καινουργές βρίκιον εκ του Δουνάβεως, επεβιβάζετο διά της λέμβου εις το λιμεναρχείον, κωπηλατούντων των ναυτών, εν ώ αυτός εκαμάρωνεν ως γυφτοσκέπαρνον πίσω εις την πρύμνην, στίλβων όλος υπό τας ερυθράς λάμψεις του φεσίου του — τότε το είχεν αγοράσει — με την γαλανήν φούνταν, ανεμιζομένην ελαφρώς, φέρουσαν ακόμη το λευκόν χαρτίον, δι' ου οι τεχνίται προφυλάττουσι τας μεταξωτάς αυτής κλωστάς, ίνα μη συμπλεκόμεναι αποξαίνωνται.

Αλλ' είχε μίαν μεγάλην ιδιοτροπίαν ο καπετάν Κωνσταντής, προελθούσαν εκ της πολλής πεποιθήσεως περί τας ναυτικάς γνώσεις του.

Δεν ηνείχετο οδηγίας και παρατηρήσεις εκ μέρους των ναυτών, είτε κατά τον χειρισμόν των ιστίων, είτε κατά την εν γένει διεύθυνσιν του πλοίου. Οσάκις δε ναύται, αγνοούντες την ιδιοτροπίαν του, ήθελον να οδηγήσωσι τάχα τον καπετάν Κωνσταντήν, ούτος έπραττεν όλως το εναντίον, έστω και με βλάβην πολλάκις του πλοίου του.

Τρις είχε προσαράξει την «Ευαγγελίστριαν» επί βράχου, διότι κατά τον πλουν τω υπεδείχθη παρά ναύτου να προσέξη, επειδή εκεί που ην ύφαλος, άγνωστος τάχα εις αυτόν. Και ο καπετάν Κωνσταντής την εγνώριζεν. Ήξευρε όλαις ταις ξέραις, ως έλεγε, να περάση με κλειστά 'μάτια, αλλά «του ήρχετο άσχημα να τον δασκαλεύουν τα παιδιά του».

Όταν τω υπεδείχθη ποτέ γνωστή εις αυτόν ύφαλος:

 — Συ θα με μάθης, βρε αγράμματε;

Είπεν ο καπετάν Κωνσταντής θυμωμένος, εν ώ ως δεξιώτατος ναυτικός ήτο έτοιμος να στρέψη την πρώραν και παρακάμψη την ύφαλον. Αλλ' επειδή τω εγένετο παρατήρησις, «δασκάλεμα» ως έλεγεν, ίνα μη φανή ότι οδηγείται, αυτός «που είχε φάγει τη θάλασσα με τη χούφτα», εξηκολούθησε να πλέη κατ' ευθείαν και ιδού:

 — Κραφφφ! έτριξεν η Ευαγγελίστρια επί της υφάλου, εν ώ ο καπετάν Κωνσταντής, θυμωμένος ακόμη, προσέθετεν:

 — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!

Ευτυχώς και τας τρεις φοράς ουδέν έπαθε το ξύλινον σώμα, εφ' ου εξεθύμαινε πάντοτε η παράδοξος ιδιοτροπία του καπετάν Κωνσταντή.

Και εν ώραις μεν γαλήνης κ' ευδίας, ότε το πλοίον και η θάλασσα «πήζουσιν», οι δε ναύται δεν γνωρίζουσι πώς να διασκεδάσωσι την αφόρητον ανίαν της απλοίας, ή όταν ούριον πνεύμα ευαρέστως ωθή το πλοίον προς τα εμπρός και μαλακά-μαλακά ως τολύπη βάμβακος προσπίπτουσιν επί των πλευρών τα κύματα, γλυκά μινυρίζοντα, και δρόσος απολαυστική κατέρχεται από των ιστίων, ήτις τόσον καθηδύνει τους ναύτας, ώστε ανεπαισθήτως ν' αρχίζωσι το άσμα, εν ταις τοιαύταις γλυκείαις ώραις δεν είνε παράδοξον αν ενίοτε οι ναύται έπαιζον με την επικίνδυνον αυτήν ιδιοτροπίαν του καπετάν Κωνσταντή. Το κάτω κάτω της Γραφής θα εξεθύμαινεν αύτη επί των μαύρων πλευρών της Ευαγγελιστρίας ή επί του φεσίου του πλοιάρχου της. Αλλ' εν ώρα ανεμώδει και κελαινή τρικυμία μετά δέους οι ναύται περιίσταντο άναυδοι και ευπειθείς, δειλοί μη τυχόν λέξις τις αυτών άκαιρος προσκρούση εις του καπετάν Κωνσταντή το κτηνώδες ένστικτον, όπερ διόλου δεν ήτο παράδοξον να τους πνίξη καμμίαν ημέραν «έτσι στα χορατά!»

Η γρηά-Σπύραινα θέλεις από τον γεννηθέντα εν εαυτή φόβον, θέλεις από την υπερβολικήν ελπίδα — κουράζει, βλέπετε, και η πολλή ελπίς — απέκαμε περί την ώραν του εσπερινού και δεν εφάνη πλέον εις τον Βράχον. Ήτο και τόσον δριμύ το ψύχος! Ουχ' ήττον ακροωμένη τας πνοάς του απαύστως βοΐζοντος βορρά, συχνάκις επανελάμβανεν:

 — Ούτε πουλί πετάμενο! . . . Ελησμόνησε και τα προσφιλή της δίστιχα και τα άφινεν ημιτελή.

Και πάλιν διελογίζετο παρά την εστίαν καθημένη:

 — Τίποτε παράξενο, παιδί μου, να τον κοντραστάρισαν τον Αναποδιασμένον και να πήγαν όλοι σύψυχοι!

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν τα δύο μικρά εγγονάκια της, ερχόμενα από τον φούρνον με της κοκκώναις εις την αγκαλιά ζεσταίς-ζεσταίς ακόμη:

 — Ο μπαμπάς, μανού, ο μπαμπάς!

Και μόλις ηδύναντο ν' αναπνεύσωσιν εκ της πνιγούσης αυτά χαράς.

Η γραία ως ν' αφυπνίσθη από 'ληθάργου επετάχθη από της εστίας όπου εκάθητο, και ήλθεν εις την θύραν, ότε βλέπει την γειτόνισσάν της:

 — Τα συχαρήκια! Ήλθ' ο Γιωργάκης!

 — Ήλθε, παιδί μου;

Ετούτο μόνον μισομπερδευμένον απήντησε, κ' εξήλθε προς την παραλίαν τρέχουσα, εν ώ κατόπιν της ηκολούθησαν μέχρι τινός οι δύο μικροί με της κοκκώναις 'ς την αγκαλιά θερμαινόμενοι.

Ο καπετάν-Κωνσταντής συνήθιζε πάντοτε τα Χριστούγεννα να τα κάμνη εις την πατρίδα του. Εύρισκε τρόπον πάντοτε να διέρχηται δι' αυτής κατά τας αγίας αυτάς εορτάς. Ποιμήν τις από πρωίας ιδών πλοίον κατερχόμενον από του Θερμαϊκού, ανήγγειλε τούτο εις την γραίαν, ήτις ως είδομεν από πρωίας παρετήρει το πέλαγος. Και αληθώς περί την εσπέραν εφάνη πλησίστιον πλοίον, κάμπτον την προ του λιμένος ξηράν νησίδα και στρέφον να εισέλθη διά λοξοδρομιών εις αυτόν, διότι την ώραν εκείνην έπνεε δριμύτατος βορειανατολικός. Επειδή κατά την στροφήν είχε τον άνεμον εναντίον, τα ιστία ανεστατώθησαν αίφνης κινδυνεύοντα να διαρραγώσι, τα δε κύματα μετ' αδυσωπήτου λύσσης εθραύοντο κατά της πρώρας, όλον δε το σκάφος εκλυδωνίζετο ως εν καταποντισμώ. Ενόμιζες ότι του θαλασσίου δαίμονος αι χαλύβδιναι χείρες ερράπιζον τας μαύρας της πρώρας παρειάς. Αλλ' ήτο καλώς διατετηρημένον το πλοίον και αντείχε κατά του δεινού εκείνου σάλου, ότε τα απαλόν και παιγνιώδες κύμα μεταβάλλεται εις σκληρωτέραν του σιδήρου ύλην.

Ο καπετάν-Κωνσταντής όσον «παρατημένον» και αν είχε τον εαυτόν του, την Ευαγγελίστριαν όμως συνετήρει εν πολλή κομψότητι. Ηγάπα εξ ιδιοσυγκρασίας το μαύρον χρώμα. Έστιλβε λοιπόν κατάμαυρος η Ευαγγελίστρια. Είχε τα ιστία πάντοτε κατάλευκα, καινουργή. Όσον ηυχαριστείτο εις το ιδικόν του εμβαλωμένον βρακίαν, τόσον εμίσει τα εμβαλώματα των ιστίων. Προς τούτοις είχε συνηθίσει, όταν εισπλέη εις την πατρίδα του, — ήτο δε λίαν φιλόπατρις και υπερήφανος, κατά την πανήγυριν των Τριών Ιεραρχών, ότε εορτάζει η νήσος, ρίπτων έν τάλληρον εις τον δίσκον, — είχε συνηθίσει να υψώνη πλην της σημαίας, ην είχε μεγάλην με ωραία γλυκά χρώματα, και όλα τα ποικιλόχρωμα εκείνα σήματα, τα «σενιάλα» λεγόμενα, τα χρησιμεύοντα διά την εν τω πελάγει συνεννόησιν, τα οποία ο καπετάν-Κωνσταντής είχε προορίσει μόνον προς στολισμόν του βρικίου του.

 — Θέλω να με καταλαβαίνουν πως έρχουμαι, βρε! έλεγε.

Εννοείται ότι ευκόλως ανεγνωρίσθη υπό των κατοίκων η «Ευαγγελίστρια», οίτινες πολλοί ήδη συνηθροισμένοι εις την αγοράν περί τους σφαζομένους χοίρους εύρον ευχάριστον θέαμα να βλέπωσι τα μικρόν βρίκιον μετά υπερβαλλούσης γενναιότητος αψηφούν των κυμάτων την μανίαν. Ο καπετάν Κωνσταντής ήτο αγαπητός εις την πολίχνην, και οσάκις έβλεπον το πλοίον του εισπλέον εις τον λιμένα, εν πλήθει πάντοτε και όχλω συνηθροίζοντο εις την παραλίαν θεώμενοι. Άλλως ανέμενον πάντοτε καμμίαν «αναποδιά του» διά να γελάσωσι. Τώρα δε χάριν της εορτής πανηγυρικώτερος εγίνετο ο είσπλους αυτού. Και αυτός ο κρεοπώλης παραιτήσας την εργασίαν του ήρχισε να βαρή την σάλπιγγα εν μέσω ευφυολογιών και γελώτων των παρισταμένων.

 — Όρτσα, καπετάν-Κωνσταντή, εκραύγασέ τις.

 — Μη μωρέ, και κάμει καμμιά αναποδιά και είνε τρικυμία, απήντησεν έτερος.

Ο καιρός εξηκολούθει ο αυτός, ενάντιος διά τους εισπλέοντας εις τον λιμένα, πλην η «Ευαγγελίστρια» κατώρθωσεν ήδη να εμφανισθή εις την είσοδον αυτού εγγύς της πόλεως, και έπρεπε μετά μίαν βόλταν ν' αράξη επιτηδειότατα τόσον δε πλησίον της ξηράς ήτο, ώστε διεκρίνετο και ο καπετάν Κωνσταντής· πίσω κρατών με υπερηφάνειαν το πηδάλιον.

Όλοι είχον προς αυτήν εστραμμένα τα βλέμματα. Ότε μετά φόβου είδον αίφνης το κομψόν βρίκιον να προσεγγίζη εις το Μπούρτσι περισσότερον του πρέποντος, ώστε «να μη δύναται να τα πάρη πλέον».

 — Νά! Να ακούονται φωναί από του πλήθους.

 — Καί τινες εν ταραχή σπεύδουσι προς την ξηρόνησον συνεχομένην διά γεφύρας μετά της πόλεως, αδιαφορούντες προς την μεγάλην πλημμύραν, ήτις ένεκα του βορειοανατολικού είχε κατακαλύψει την γεφύρωσιν.

 — Την έκαμε πάλι την αναποδιά! εφώναξέ τις εκ του πλήθους.

Και τριγμός απαίσιος ιδού ακούεται, ως θραυομένων ξηρών οστέων πελωρίου σκελετού δεξιά και αριστερά του πλοίου.

Ο κρεοπώλης έρριψε την σάλπιγγά του.

Οι περισυναχθέντες νησιώται ήθελαν μεν να γελάσωσι με την ιδιοτροπίαν του αναποδιασμένου αλλ' όχι και μέχρι τοσούτου, ώστε να επακολούθηση δυστύχημα, θλιβερόν πάντοτε.

Αλλά το δυστύχημα επήλθε πλέον.

Η «Ευαγγελίστρια» είχε προσαράξη πλαγίως επί της βραχώδους ξηρονήσου.

Κατέλαβε δέος τους νησιώτας, οίτινες είχον πεποίθησιν ότι εκ της γνωστής ιδιοτροπίας του πλοιάρχου επήλθε το κακόν.

Και δεν είχον άδικον.

Διότι ηκούετο ακόμη η βραχνή φωνή του καπετάν-Κωνσταντή εξακολουθούσα συγχρόνως μετά την προσάραξιν:

 — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας.

* *
*

Ιδού πώς συνέβη το κακόν.

Κατά την τελευταίαν βόλταν ο Γεωργάκης εκ της πολλής χαράς ότι έφθασεν εις την πατρίδα του και θέλων ν' αράξουν μια ώρα προτήτερα, βλέπων ότι ο πλοίαρχος δεν τα εγύριζεν, ελησμόνησεν εξ αφαιρέσεως με ποιον είχε να κάμη κι' εφώναζε.

 — Τι κάνεις, καπετάν Κωνσταντή;

Και ο καπετάν Κωνσταντής την στιγμήν εκείνην ήτοιμάζετο αληθώς να διατάξη «να τα γυρίσουν». Πλην υπείκων εις την ανεξήγητον ιδιοτροπίαν του εθεώρησε καλλίτερον να θραύση το βρίκιόν του, αφού τω εγένετο παρατήρησις παρά να φανή ότι δεν γνωρίζει την ναυτικήν.

Περί της σωτηρίας του πλοίου ουδεμία υπήρχεν ελπίς, αλλ' όσον και να μη ήτο φόβος τις περί του πληρώματος, συγκειμένου εκ πέντε ατόμων, εκτός του πλοιάρχου, όμως αλαλαγμός επηκολούθησεν εν τη αγορά, όλων σπευδόντων προς την ξηρόνησον. Και εν μέσω του αλαλαγμού διεκρίνετο ο ολολυγμός της γρηάς Σπύραινας, ήτις βρεγμένον έχουσα τον γύρον του φουστανίου της έως δύο σπιθαμάς είχε διεισδύσει εις την ξηρόνησον συνεχώς επιλέγουσα:

 — Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον! Ακούς να πάη με τον Αναποδιασμένον!

Και άλλοτε πάλιν φωνάζουσα προς τον υιόν της:

 — Έβγα όξου, αρέ! έβγα όξου!

Αλλ' οι ναύται έμενον ακόμη εντός του σκάφους, νομίζοντες ότι και με την συνδρομήν των κατοίκων θα ηδύναντο να σώσωσιν αυτό.

Ο καπετάν Κωνσταντής ως να μη συνέβη τίποτε, και ως να μη ήτο αυτός αίτιος της καταστροφής του, κατεγίνετο και αυτός μεταβαίνων από της πρύμνης προς την πρώραν και εκφωνίζων, ασυναρτήτους τινάς φράσεις.

Αλλ' όλα εις μάτην. Ο σφοδρός βορειοανατολικός κραταιώς πλαταγίζων επί των πλευρών του πλοίου, και ωθών αυτό πάντοτε κατά των βράχων διέρρηξε τέλος αυτό, όπερ διεσπάρη εν τω τεταραγμένω λιμένι εις ιστούς, ιστία, σχοινιά, ξύλα και τα διάφορα άλλα έπιπλα του πλοίου, άτινα όλα αναμίξ, οικτρά ναυάγια, πλησσόμενα ασπλάγχνως υπό των κυμάτων, συγκρουόμενα, βυθιζόμενα και πάλιν εμφανιζόμενα εν μέσω των αφρών και προσκρούοντα κατά των βράχων επιμόνως, απετέλουν απερίγραπτον και φοβεράν ναυαγίου εικόνα. Αλλ' ήτο και τριάκοντα ετών βρίκιον. Οι δε ναύται μόλις επρόφθασαν και περιέσωσαν τας κασσέλας των.

Επήλθεν η νυξ κελαινή και ανάστερος. Νέφη μελανόφαια κατεπλάκωσαν το στερέωμα και νιφάδες χιόνος πυκναί υπελεύκαζον εις τας στέγας και τας οδούς. Οι νησιώται τεθλιμμένοι βεβαίως διελύθησαν έκαστος μεταβάς εις τον οίκον του ν' αναπαυθή, ίνα γερθή μετά τα μεσάνυκτα εις την χαρμόσυνον ακολουθίαν των Χριστουγέννων. Ούτε το σύνηθες άσμα ηκούσθη επί πολύ ένεκα του υπερβολικού ψύχους, διότι τα παιδία, άτινα συνήθως εν ομίλοις περιέρχονται τας οικίας, δεν ετόλμων να εξέλθωσι. Και μόνον οι παιγνιδιάτορες, δύο μόνον ηλικιωμένοι άνδρες, ο είς με το βιολίον, ο έτερος με το λαγούτον, κατώρθωσαν να περιέλθωσιν οικίας τινάς «για την καλή χρονιά».

Μετ' ολίγον έσβυσαν και τα φώτα των ολίγων οικιών, εν αις φαίνεται ότι περισσότερον ηγρύπνησαν.

Πλην έξω εις τα Αλώνια οικίσκος τις μονώροφος διετήρει εισέτι το φως του, υποφαινόμενον εκ των χασμάδων του παραθύρου. Ήτο ο οικίσκος της γρηάς Σπύραινας ήτις καινουργές σάλι φέρουσα επί των ώμων ατάραχος και γαληνιαία παρά την εστίαν καθημένη υπό το ασθενές φως ελαιολυχναρίου εγυάλιζε μετά μητρικής αγαλλιάσεως τα υποδήματα του υιού της, όστις πλησίον της πυράς ενεπαύετο τεταραγμένον ακόμη ύπνον, διότι ανελογίζετο ίσως καθ' ύπνους ότι εγένετο αίτιος της συμφοράς. Παρέκει εκοιμώντο ομού επί ενός κυλιμίου τα δύο μικρά εγγονάκια της γραίας με της κοκώνες εις την αγκαλιά, ενώ ένθεν και ένθεν των παιδιών έκειντο δύο ζεύγη υποδημάτων εκ πρασίνου αιγός δέρματος, καινουργή, συνδεδεμένα διά του σχοινίου ακόμη, δώρα του νεοελθόντος ναύτου.

Την ώραν εκείνην ακόμη γέρων τις διήρχετο την αγοράν ασκεπής, διάβροχος και χιονισμένος, μετά τρυγμού ελαφρού σχηματίζων τα βαρέα των υποδημάτων του ίχνη επί του λεπτού της χιόνος στρώματος. Επροχώρει αργά, — αργά ως κεκυφώς και αποστραγγίζων διά των χειρών του το κατάβρεκτον εκ της θαλάσσης φέσιον, το οποίον εν τω θλιβερώ ναυαγίω απώλεσε και το τελευταίον λείψανον της φούντας.

Ήτο ο Αναποδιασμένος μουρμουρίζων ακόμη, ως να μη έπαθε τίποτε και ως να μη είχε ποτέ βρίκιον.

 — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ:


Ο μπαρμπ΄Αντώνης, του Κων/νου Χατζόπουλου Κείμενο- AUDIOBOOK, διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

Ο μπαρμπ΄Αντώνης, του Κων/νου Χατζόπουλου

Κείμενο- AUDIOBOOK, διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου 

  Εκδόθηκε το 1916 στο βιβλίο ΤΑΣΩ, ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, από τον εκδοτικό οίκο ΕΣΤΙΑ.

     
 
   Ακουμπούσε ορθός στον τοίχο, ανασήκωνε την πλατιά λερή μανίκα και τέντωνε το χέρι. Ο παππούς του έδενε σφιχτά το μπράτσο με μια καλτσοδέτα κι ύστερα έδινε τη νυστεριά στη φλέβα. Το αίμα πηδούσε αχνοκόκκινο γράφοντας τόξο στον αέρα, έπειτα χαμήλωνε σιγά σιγά ώσπου στάλαζε θολό και σκούρο, σα μισοστειρεμένη βρύση από σκουριασμένη κάνουλα, χάμω στις αγριάδες της αυλής.
     Κι ο Μπαρμπαντώνης το κοίταζε με τα θαμπά μάτια του, το κοίταζε και θυμόταν τον παλιό γιατρό που έχτισε κει στην εξοχή το σπίτι, το σπίτι αυτό που αγόρασε ύστερα ο παππούς. Μαζί με το σπίτι πήρε ο παππούς και το νυστέρι του παλιού γιατρού και τη συνήθεια ν’ ανοίγει κάθε άνοιξη τις φλέβες των χωρικών και των βοσκών που κατοικούσαν εκεί ολόγυρα σε αχεροκάλυβες κάτω πλατιές, ψηλά στενές όπως χωνιά αναποδογυρισμένα. Σε μια από αυτές κι ο Μπαρμπαντώνης.
     Η εξοχή ήταν περισσότερο ερημιά. Γύρω άκαρποι πέτρινοι λόφοι με δω και κει στα πλάγια χλωρασιές που μοιάζαν σα νησάκια, και κάπου πού ένα δέντρο που έστεκε σαν ερημίτης στην κορφή. Όταν ερχόταν η άνοιξη, ημέρωνε, γελούσε λίγο ο τόπος, μα γλήγορα ξανάπαιρνε τη σκυθρωπή συνηθισμένη του όψη. Ήτανε σα να διάλεξε το μέρος ο βαρύς και σκυθρωπός, ο ιδιότροπος και ασκητικός παππούς. Κανείς δε σίμωνε στο σπίτι, κανείς δεν του έκανε υπηρέτης. Ο Μπαρμπαντώνης μόνο ερχόταν κι έστεκε κάθε πρωί στην πόρτα.
     Ήταν γέροντας ψηλός, στεγνός σαν ξεραμένο δέντρο. Φορούσε φουστανέλα, μαύρη σκούφια και μυτερά αρβανίτικα τσαρούχια. Δεν έβλεπε καλά, κι η περπατησιά του ήταν κοντή και χορευτή και σκόνταβε σε κάθε πετραδάκι. Μα ακουμπώντας στην ψηλή του γκλίτσα που την πρόβαλε πάντα μπροστά σαν τρίτο πόδι, πήγαινε ταχτικά στην πόλη κι έφερνε ό,τι χρειαζόταν ο παππούς. Το έφερνε κι έστεκε και περίμενε στην πόρτα όσο που τον έδιωχνε ο παππούς.
     Γύριζε τότε στην καλύβα του στην πλαγιά της ράχης και καθότανε μπροστά στην πόρτα. Έβγαζε από το σελάχι το μακρύ σουγιά με τη λαβή από μαύρο κέρατο κι έπιανε κι έσκιζε και πελεκούσε μικρά παλούκια και κλαδιά από λυγαριές κι έπλεκε με αυτές το φράχτη που χώριζε τον τόπο του από του γείτονα τον κήπο. Έπλεκε και διόρθωνε και στέριωνε το φράχτη, γιατί του φαινόταν πως αυτός ο φράχτης ζύγωνε ολοένα στην καλύβα κι έφτανε σιγά σιγά πάντα κοντύτερα στη ρίζα μιας αχλαδιάς που ήταν μπροστά από την καλύβα. Έπειτα ξανακαθότανε στην πόρτα, καθότανε και κοίταζε έξω πέρα και φαινότανε σα να περίμενε.
     Ο παππούς βαριότανε τη φλυαρία του και τον άφηνε να περιμένει. Μα όταν η πλήξη του χειμώνα τον κάρφωνε κι αυτόν μονάχο μέρες ολάκερες μπροστά στο τζάκι, έβγαινε και τον ζητούσε. Τον έβαζε και κάθιζε στην άκρη, πλάι στην πόρτα, του θυμούσε πάντα να μακραίνει την καρέκλα από τον τοίχο όπου κρεμόταν το δικό του επανωφόρι, και τον άφηνε να λέει τα νέα από την πόλη και να διηγάται για τον παλιόν καιρό. Κι ο Μπαρμπαντώνης διηγότανε για τον παλιόν καιρό· για την Αρβανιτιά απόθε ήρθε, την Επανάσταση που είχε πολεμήσει, για τα ρεντίφικα και το στρατό όπου έκαμε ύστερα, για τη λίγη σύνταξη που δεν του φτάνει. Έπειτα για τη γυναίκα του —μια χήρα που πρώτα τον παντρεύτηκε, μα ύστερα όταν άρχισε και γέραζε τον άφησε και πήρε άλλον νιότερο— για το γιο της, ένα μάγκα που ερχόταν και τον έδερνε και του έπαιρνε τη σύνταξη. Για όλα αυτά μιλούσε και ξαναμιλούσε, μιλούσε και κλαιγόταν όσο που τον βαριόταν ο παππούς και τον ξανάδιωχνε.
     Κι ο Μπαρμπαντώνης γυρνούσε πάλι στην καλύβα κι έπιανε και πελεκούσε, κι έσκιζε και πελεκούσε, κι έπειτα καθότανε πάλι στην πόρτα, καθότανε και κοίταζε σα να περίμενε.
     Ώσπου τον ξαναφώναζε ο παππούς, κι ερχόταν πάλι και ξανάρχιζε και διηγόταν πάλι για την Αρβανιτιά και τους πολέμους, για την κοκάρδα του αγωνιστή που είχε ακόμα στην καλύβα, για τη γυναίκα που δεν είχε πια και για το γιο της που ερχόταν και τον έδερνε. Και διηγόταν ύστερα για τον παλιό, τον Μπαβαρέζο το γιατρό που έχτισε το σπίτι εκεί, και τον θυμότανε ψηλόν, παχύ, με μακριά ξανθά μουστάκια, τον θυμότανε που καβαλούσε το άλογο, το άλογο που είχε αυτόν και το συγύριζε, το καβαλούσε κάθε πρωί και πήγαινε τριγύρω στα χωριά και γιάτρευε τον κόσμο. Έπειτα γύριζε και φύτευε κλαριά στον κήπο κι έσπερνε σπόρους στις βραγιές. Φύτευε κι έσπερνε όπως το λέγαν τα βιβλία, τα βιβλία που είχε ένα σωρό από αυτά και διάβαζε, και κει μέσα διάβαζε για όλα, και κει μέσα διάβαζε και για τον κόσμο πως θ’ αλλάξει…
     «Παλαβός άνθρωπος», τον έκοβε ο παππούς.
     «Σοφός άνθρωπος, βασιλικός γιατρός», έλεγε ο Μπαρμπαντώνης.
     Για τον παππού είχε χαλάσει για πάντα ο κόσμος από τότε που διώξανε τον πρώτο βασιλιά και κάμαν σύνταγμα τον τόπο. Και θύμωνε και ξανάδιωχνε τον Μπαρμπαντώνη. Κι ο Μπαρμπαντώνης γύριζε και ξανακάθιζε στην πόρτα της καλύβας. Γύριζε και κάθιζε και πελεκούσε κι έσκιζε και κοίταζε. Κοίταζε μπρος του πέρα και φαινότανε σα να περίμενε.
     Αν ήταν ο προγονός του που περίμενε, ο προγονός του ερχόταν πάντα. Ερχότανε, τον φώναζε από πίσω απ’ την καλύβα, του γύρευε τη σύνταξη, τον έδερνε και του έπαιρνε τη σύνταξη. Και τότε ξαναρχόταν ο Μπαρμπαντώνης στον παππού. Μα του μιλούσε πάλι για τον παλιό γιατρό και για τον κόσμο που έλεγε κείνος πως θ’ αλλάξει, κι ο παππούς θύμωνε και ξανάδιωχνε τον Μπαρμπαντώνη.
     Κι ο Μπαρμπαντώνης ξαναγύριζε στην πόρτα της καλύβας και καθόταν πάλι και στύλωνε τα θαμπά μάτια εμπρός του και κοίταζε. Και καθώς κοίταζε, έβλεπε το φράχτη του γείτονα να του ζυγώνει την καλύβα, να φτάνει πάντα κοντύτερα στη ρίζα της αχλαδιάς που ήταν μπροστά από την καλύβα. Κι έβγαζε πάλι το σουγιά και πελεκούσε κι έσκιζε, έσκιζε κι έπλεκε κλαδιά και στέριωνε το φράχτη. Και πιανόταν με το γείτονα. Ο γείτονας του γύρευε να του πουλήσει τον τόπο με την αχλαδιά κι έτσι να βγει για πάντα από την υποψία. Μα ο Μπαρμπαντώνης την ήθελε την αχλαδιά. Την ήθελε γιατί την είχε κεντρωμένη ο ξένος ο γιατρός, την ήθελε γιατί την ήθελε να κάθεται στον ίσκιο της το καλοκαίρι, την ήθελε γιατί ήθελε να κάθεται και να φυλάει τ’ αχλάδια της απ’ τα παιδιά και τους βοσκούς, κι όσα γλυτώνανε να τα μαζεύει και να τα πάει της γυναικός του.
     Τα πήγαινε δεμένα στο μαντίλι με τα ρούχα που της πήγαινε μαζί για να του πλύνει. Κρατούσε αυτή τ’ αχλάδια και του γύριζε τα ρούχα, κι ο Μπαρμπαντώνης γυρνούσε στην καλύβα κι έπιανε πάλι τον ίσκιο του και φύλαγε κι έπιανε πάλι και πελεκούσε κι έσκιζε, κι έπλεκε και στέριωνε, δυνάμωνε το φράχτη. Όσο που κουραζόταν. Και τότε ξανακαθόταν πάλι ασάλευτος στη θέση του και κοίταζε, κοίταζε μπροστά του και φαινότανε σα να περίμενε.
     Αν ήταν τούτο που περίμενε, ήρθε. Μια μέρα, εκεί που κοίταζε, ο φράχτης δε χόρευε μπροστά του πια, δεν περπατούσε. Είχε χαθεί. Ακόμα του φάνηκε πως κι η καλύβα χάθηκε άξαφνα και πάει. Ο Μπαρμπαντώνης φώναξε κι έπεσε χάμω. Του φάνηκε πως χάθηκε και πάει κι όλος ο κόσμος μαζί με την καλύβα, γιατί αγαπούσε την καλύβα, την ήθελε να κάθεται, την ήθελε για να πεθάνει μέσα. Ο Μπαρμπαντώνης ξαναφώναξε, μα όπως άπλωσε το χέρι, το χέρι του άγγιξε τον τοίχο, κι ένιωσε τότε πως δε χάθηκε η καλύβα. Ο Μπαρμπαντώνης ένιωσε ευθύς τι χάθηκε, και σύρθηκε πασπατευτά με τη μακριά του γκλίτσα ως το κατώφλι του παππού κι έφερε το νέο. Και σερνόταν έτσι κι ύστερα καιρό, μήνες πολλούς ως το κατώφλι του παππού, όσο που έπεσε κι από τα πόδια του μια μέρα. Τώρα μπορούσε μόνο και καθότανε στην πόρτα, καθότανε και κοίταζε άδεια με τα μάτια τ’ άδεια, κοίταζε και φαινόταν πως περίμενε.
     Αν εκείνο που περίμενε ήταν η γυναίκα του, η γυναίκα του ήρθε. Ήρθε και τον πήρε σπίτι της, αφού πήρε και τα χρήματα που φύλαγε ο παππούς από τη σύνταξη του Μπαρμπαντώνη. Μα ο Μπαρμπαντώνης δεν άργησε πολύ να παραγγείλει πως τον αφήνουν νηστικό, κι ο παππούς έστειλε και τον ξανάφεραν στην καλύβα. Και ξανάπιασε πάλι τη θέση του μπροστά στην πόρτα, την έπιασε, μα πια δεν κοίταζε και δε φαινόταν πως περίμενε. Καθόταν και χτυπούσε τη γκλίτσα του κάτω στη γη, καθότανε και διηγόταν ιστορίες στους βοσκούς και στους διαβάτες. Διηγότανε για την Αρβανιτιά, την Επανάσταση και την κοκάρδα που τη φύλαγε τώρα στον κόρφο, για τον παλιό γιατρό που καβαλίκευε και πήγαινε και γιάτρευε τον κόσμο κι ύστερα γύριζε και φύτευε κλαριά κι έσπερνε σπόρους όπως το διάβαζε μες στα βιβλία. Και διηγόταν για την αχλαδιά και για το γείτονα που γύρευε να του την πάρει. Να πελεκήσει και να φράξει δεν μπορούσε πια, μόνο σερνόταν με τα γόνατα στο χώμα κι έψαχνε χάμω και μετρούσε το φράχτη με τα χέρια.
     Ακουγόταν οι φωνές του. Κι έβγαινε τώρα ο παππούς και μάλωνε το γείτονα, κι έβγαινε κι έδιωχνε τον προγονό που γύρευε κι αυτός να του χαρίσει ο Μπαρμπαντώνης την αχλαδιά και την καλύβα. Μα ο Μπαρμπαντώνης δεν το έκανε, γιατί φοβόταν μην ο προγονός πουλήσει την καλύβα, κι αυτός την ήθελε, την ήθελε για να πεθάνει μέσα.
     Πέθανε στον αχερώνα μας όπου τον μάζεψε ο παππούς όταν έπιασε ο χειμώνας, για μην ξεπαγιάσει στην καλύβα. Ως τις στερνές στιγμές του διηγόταν ιστορίες, θυμόταν την Αρβανιτιά και τους πολέμους και τον ξένο το γιατρό που του συγύριζε αυτός το άλογο, το γιατρό που γιάτρευε τους χωρικούς και φύτευε κλαριά κι έσπερνε σπόρους όπως το διάβαζε μες στα βιβλία. Για τ’ άλλα που διάβαζε ο γιατρός μες στα βιβλία, δε διηγόταν. Σώπαινε άμα έφτανε ως εκεί, κι έσκυβε χάμω στη φωτιά κι έμενε ασάλευτος εκεί και δε φαινόταν πως περίμενε. Μόνο λίγες στιγμές πριν ξεψυχήσει, ανασηκώθηκε άξαφνα και γύρισε προς τη μεριά, όπου φανταζότανε πως είναι η πόρτα. Σταμάτησε στη θέση αυτή και φάνηκε σα να περίμενε. Μα γλήγορα ξανάπεσε ήσυχα, βγάζοντας μια βραχνή φωνή, αφήνοντας έναν αχό που έμοιαζε με γέλιο.
     Τον άκουσε ο παππούς που σεργιανούσε με σουφρωμένα φρύδια πέρα δώθε στο μακρύ χαγιάτι καπνίζοντας αμίλητος και βροντώντας μονόρυθμα κι αδιάκοπα, σα χτύπους ρολογιού της πλήξης, τα τακούνια απ’ τις παντούφλες του στις πλάκες, τον άκουσε, έριξε κείθε μια ματιά και πέταξε και κείνος ένα γέλιο από τα δόντια, ένα —δεν άκουσα καλά— «άλλαξε;» ή «θ’ αλλάξει!»
ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ: 

      


  Σημ. Κων/νος Χατζόπουλος: Ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920) ήταν λογοτέχνης διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού.
   Ο Χατζόπουλος ήταν γόνος φτωχής οικογένειας. Ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά – τρία αγόρια και δυο κορίτσια – του εμπόρου Γιάννη Χατζόπουλου από το Χαλκιόπουλο του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας. Η μητέρα του, Θεοφανή Στάικου, ήταν μοναχοκόρη μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες του Αγρινίου που προερχόταν από μεγάλη οικογένεια κοτσαμπάσηδων, πολλά μέλη της οποίας ήταν αγωνιστές του 1821. Οι γονείς της ζήτησαν από το γαμπρό τους να πάρουν κοντά τους και να μεγαλώσουν το πρώτο παιδί τους, τον Κώστα. Ο Χατζόπουλος παρακολούθησε έτσι το γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και σε ηλικία μόλις 14 ετών, φοίτησε στη Νομική της Αθήνας όπου και αποφοίτησε με βαθμό "Καλώς". Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα λόγω της μεγάλης κτηματικής περιουσίας που κληρονόμησε από τους γονείς της μητέρας του και ειδικότερα από τον παππού του, εγκατέλειψε το επάγγελμα πολύ σύντομα και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Έτσι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου αναμίχθηκε ενεργά στην τότε πνευματική ζωή. Το 1897 επιστρατεύθηκε ως έφεδρος αξιωματικός στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και υπηρέτησε στην Άρτα. Η εμπειρία του από την κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν απογοητευτική και αυτό, μαζί με την ιδεολογική στροφή του, συνετέλεσε στην τελική απόρριψη της Μεγάλης Ιδέας, πράγμα που φαίνεται από αυτά που  εξέφρασε στο διήγημά του «Αντάρτης» (1907), το οποίο αναφέρεται ακριβώς στον πόλεμο αυτό.

Ο Παλαμάς έγραψε γι΄αυτόν:  "...Τον αγναντεύω όξω από το σπίτι μου μαθητούδι, έφηβο, να προχωρεί στο δρόμο, φροντισμένο, κομψοντυμένο, στα κατάλευκα.Ύστερα από χρόνια βρεθήκαμε ανταμωμένοι στην Αθήνα. Εγώ πρεσβύτερος, κάπως ακουσμένος με τους στίχους μου, σκόρπιους εδώ κι εκεί. Ο Χατζόπουλος ήταν ένα έξυπνο παιδί, ζωηρό, ανυπόταχτο, διαχυτικό ή συμμαζεμένο, μα αξιαγάπητο, που μου κίνησε την προσοχή, μου ξύπνησε τη συμπάθεια. Και στο τέλος το θαυμασμό. Αργότερα γράφτηκε στο πανεπιστήμιο στα νομικά. Και πήρε το δίπλωμά του, κατόρθωμα για τους ανθρώπους του είδους του".

Το 1920, και ενώ ταξίδευε με καράβι (με το ατμόπλοιο "Montenegro") προς την Ιταλία, πέθανε εν πλω από τροφική δηλητηρίαση και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Μπρίντεζι. Τα οστά του μεταφέρθηκαν πολλά χρόνια αργότερα από την κόρη του στο Α΄ Νεκρ. Αθηνών. 

Έργα του: 

  • Ποιητικές συλλογές: "Τραγούδια της ερημιάς" και "Ελεγεία και Ειδύλλια", "Απλοί τρόποι" και "Βραδινοί θρύλοι" .
  • Πεζογραφία: 1917 "Το φθινόπωρο", 1910 "Αγάπη στo χωριό", 1915 "Ο πύργος του Ακροποτάμου", 1916 "Τάσω, Στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα", κ.α΄όλα τα έργα του κρίνονται επηρεασμένα από τον Ρεαλισμό και το Συμβολισμό.
  • Έγραψε ακόμη Κριτικά έργα, όπως μελέτες για τους Παλαμά, Κρυστάλλη και γενικότερες μελέτες για τον συμβολισμί και το σοσιαλισμό. Είναι αξιοσημείωτο ότι με αρκετές μελέτες επιχείρησε να ανατρέψει καθιερωμένες απόψεις ακόμα και για λογοτέχνες όπως οι  Παπαδιαμάντης και Παλαμάς, επισημαίνοντας αρνητικά στοιχεία του έργου τους.
  • Μεταφράσεις: μετέφρασε (από τα γερμανικά) κάποια από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά θεατρικά έργα. Κάποιες από τις σπουδαιότερες μεταφράσεις του είναι: Ιφιγένεια εν ΤαύροιςΦάουστ [Γκαίτε] Πέερ Γκυντ [Ιψεν], Όταν ξυπνήσωμε νεκροί του Ίψεν (περιοδικό «Διόνυσος», τεύχος 1 / 20 Ιουλίου 1901 έως τεύχος 4 / 20 Οκτωβρίου 1901) και την Ηλέκτρα του Χόφμανσταλ. 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο αστερισμός Ηρακλής + Βιντεο του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου – συγγραφέα

  Ο αστερισμός Ηρακλής + Βίντεο του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου – συγγραφέα   ΓΕΝΙΚΑ : Ο Ηρακλής [Λατινικά: Hercules, συν...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....