Ετικέτες - θέματα

25.11.25

Το μοιρολόγι της φώκιας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο - AUDIOBOOK διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

 

Το μοιρολόγι της φώκιας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Κείμενο - AUDIOBOOK
διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου



Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρίζει τα Μνημούρια, και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι —φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα— κατέβαινε το βράδυ βράδυ η γρια-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν,* δια να πλύνη τα μάλλινα σινδόνιά της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να τα ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα. Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν* εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, δια να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κι αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας.

Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος.

Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της, και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα· ο εις είχεν υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών· αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει· ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη. Της είχε μείνει και μία κόρη, υπανδρευμένη τώρα, με μισήν δωδεκάδα παιδιά.

Πλησίον αυτής, η γρια-Λούκαινα εθήτευε τώρα, εις το γήρας της, και δι' αυτήν επήγαινε τον κατήφορον, το μονοπάτι, δια να πλύνη τα χράμια* και άλλα διάφορα σκουτιά* εις το κύμα το αλμυρόν, και να τα ξεγλυκάνη στο Γλυφονέρι.

Η γραία έκυψεν εις την άκρην χθαμαλού, θαλασσοφαγωμένου βράχου, και ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου* ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη* του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα* τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα. Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν* του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα. Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν εις τον θόρυβον του αυλού, και οι επιστρέφοντες από τους αγρούς την ώραν εκείνην —είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος— ήκουον μόνον την φλογέραν, κι εκοίταζον να ιδώσι πού ήτο ο αυλητής, όστις δεν εφαίνετο, κρυμμένος μεταξύ των θάμνων, μέσα εις το βαθύ κοίλωμα του κρημνού.

 

Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά, κι έκαμνε βόλτες εντός του λιμένος. Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της, και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον τον δυτικόν. Μία φώκη, βοσκούσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μοιρολόγι της γραίας, εθέλχθη* από τον θορυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κι ετέρπετο εις τον ήχον, κι ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάνα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη* ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, δια να παίξη ολίγον εις τα κύματα. Αλλά δεν ήξευρεν όμως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον, αντικρύ στα Μνημούρια, και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να καμαρώνη τον μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην* του νυκτώματος, εν μικρόν μονοπάτι, πολύ απότομον, πολύ κατηφορικόν, κι ενόμισεν ότι αυτό ήτο το μονοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της· κι επήρε το κατηφορικόν απότομον μονοπάτι δια να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση. Και είχε νυκτώσει ήδη.

Η μικρά κατέβη ολίγα βήματα κάτω, είτα είδεν ότι ο δρομίσκος εγίνετο ακόμη πλέον απόκρημνος. Έβαλε μίαν φωνήν, κι επροσπάθει ν' αναβή, να επιστρέψη οπίσω. Ευρίσκετο επάνω εις την οφρύν ενός προεξέχοντος βράχου, ως δύο αναστήματα ανδρός υπεράνω της θαλάσσης. Ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, και ήτον στην χάσιν του φεγγαριού. Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισε πάλιν προς τα κάτω, κι εδοκίμασε να καταβή. Εγλίστρησε κι έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ήτο τόσον βαθύ όσον και ο βράχος υψηλός. Δύο οργυιές ως έγγιστα.* Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μη ακουσθή η κραυγή. Ο βοσκός ήκουσεν ένα πλαταγισμόν, αλλά εκείθεν όπου ήτο, δεν έβλεπε την βάσιν του βράχου και την άκρην του γιαλού. Άλλως δεν είχε προσέξει εις την μικράν κόρην και σχεδόν δεν είχεν αισθανθή την παρουσίαν της.

 

Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη κι εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.

Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.

Κι εξηκολούθησε τον δρόμον της.

 

Κι η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός.

Κι η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μοιρολογά, πριν αρχίση τον εσπερινόν δείπνον της.

Το μοιρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής* εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής:

Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της γρια-Λούκαινας.
Φύκια 'ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της...
κι η γριά ακόμη μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ: 



ΤΟ ΚΑΜΙΝΙ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη AUDIOBOOK και κείμενο Διαβάζει ο κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

 

ΤΟ ΚΑΜΙΝΙ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

AUDIOBOOK και κείμενο
Διαβάζει ο κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

 

  Δὲν γράφω ἐδῶ διὰ τὸ καμίνι ὁποὺ λάμπει κοκκίνην λάμψιν τὴν νύκτα ἐπάνω στὸ πλάγι τοῦ βουνοῦ· ὁποὺ ἀντικρὺ εἰς τὸ χωρίον τὸ κτισμένον ἀνάμεσα εἰς δύο βραχώδεις λόφους, καὶ δίπλα εἰς θαλασσοπλήκτους κρημνούς, μέσα εἰς μίαν λάκκαν, ἐνῷ αἱ ὄρνιθες πρὸ πολλοῦ ἐκάτιασαν* καὶ οἱ ἄνθρωποι ὅλοι κατεκοιμήθησαν καὶ ἡ ἀμυδρὰ γλυκεῖα ἀπολαμπὴ τῶν κανδηλίων, ὁποὺ φέγγουν ἐμπρὸς εἰς τὰ παλαιὰ εἰκονίσματα τῶν ἀμαυρῶν μελαγχολικῶν Ἁγίων, ἐξέρχεται ἀπὸ τοὺς μικροὺς φεγγίτας, καὶ σὺ ἐπλάγιασες σιμὰ εἰς τὴν ἀγκάλην τῆς μάμμης, ψιθυρίζων εὐέλπιδα ὄνειρα, καὶ ἀναμασῶν ἔναυλα παραμύθια καὶ τὴν τελευταίαν στιγμήν, πρὶν ἀποκοιμηθῇς, ἠρώτας παραπονετικὰ τὴν μάμμην:

― Δὲ θὰ πᾶμε καμίνι, γιαγιά; Πότε θὰ πᾶμε καμίνι;

Δὲν ἐπρόφθασεν ἡ γραῖα νὰ σοῦ ἀποκριθῇ ὅτι αὔριον, τώρα, τὸ ταχύ, ὅταν λαλήσῃ τ᾿ ὀρνίθι θὰ σὲ πάρῃ νὰ πᾶτε στὸ καμίνι καὶ σὺ ἀπεκοιμήθης ἤδη· παρομοίως, εἰς τὸν κίβδηλον προσποιημένον κόσμον, ὅπου ἐμεγαλώσαμεν, ὅταν ἐρωτῶμεν χάριν φιλοφροσύνης τὸν καλύτερον φίλον μας κάτι τι, δὲν προσέχομεν εἰς τὴν ἀπάντησιν καὶ δὲν ἐνθυμούμεθα τί μᾶς εἶπε.

Διότι τὸ καμίνι, μὲ τὴν κοκκίνην λάμψιν, ἀνατέλλει πεῖσμον, ὅταν ὅλα ἔχουν δύσει· ὁ ἥλιος πρὸ πολλοῦ ἐβασίλευσεν ὄπισθεν αὐτοῦ τοῦ βουνοῦ, ἡ σελήνη, δρέπανον κοπτερόν, στίλβον, διαχύνον ψύχραν καὶ μελαγχολίαν, ἐκρύβη ὄπισθεν τοῦ ἰδίου βουνοῦ· τὰ ἄστρα, τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο, πίπτοντα, φευγαλέα, σβήνονται εἰς τὸν ἄνω βυθὸν τῶν ἀκαταλήπτων πραγμάτων. Οἱ παπαροῦνες, ἀφοῦ ἔβαψαν μὲ αἷμα ὅλους τοὺς κάμπους καὶ τὰ χωράφια, τὰς ἔδρεψαν, τὰς ἐθέρισαν οἱ μάγκες, τ᾿ ἀγυιόπαιδα τοῦ χωρίου, καὶ κινδυνεύουν νὰ ἐξαλειφθοῦν πρὸ τῆς ὥρας· μόνος ὁ Γιαννάκης ὁ Ἀπόζερβος, τὸ ζαρωμένον παλιόπαιδο τῆς γρια-Γκαβαλοΐνας, ἔκοψε παραπάνω ἀπὸ δέκα χιλιάδες ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ κόκκινα στολίδια τοῦ κάμπου. Ἔλεγες ὅτι ἡ Ἄνοιξις, μὲ τὴν κοκκίνην χλαμύδα της εἶχε πέσει εἰς χεῖρας νεαρῶν λῃστῶν, ἀρχαρίων, ὁποὺ εἶχαν ὅλην τὴν σκληρότητα τῆς ἀπειρίας· τῆς ἥρπασαν μὲ ἀπλήστους χεῖρας τὴν στολήν της, καὶ τὴν κατερράκωσαν· ἔγδυσαν τὴν παρθένον καὶ τὴν ἀφῆκαν γυμνήν. Τὰ χαμολούλουδα, τὰ λευκὰ καὶ κίτρινα ἀνθύλλια τοῦ Ἀπριλίου, ἀφοῦ εἶχαν συλλέξει μυριάδας ἐξ αὐτῶν ἡ γρια-Ραγιάδαινα, ἡ Τσιτσούκαινα, καὶ ἄλλαι ἀρχαϊκαὶ γειτόνισσαι, ἄνθρωποι καὶ κτήνη κατεπάτησαν τὰ λοιπά, καὶ τὰ ἔκαμαν θλιβερὰ ἐρείπια τοῦ καλοκαιριοῦ.

Τέλος, ὅταν ἐνύκτωσε, τὸ καμίνι μὲ τὴν ἀναλαμπὴν τῆς φλογός του ἐκοκκίνησεν εἰς τὸ βουνὸ ἀντικρύ, καὶ σύ, παιδίον, ἐκοιμήθης εἰς τοὺς κόλπους τῆς μάμμης σου, μὲ ὀνειροπολήματα αἴγλης καὶ μαρμαρυγῆς εἰς τὴν κεφαλήν σου. Καὶ δὲν σ᾿ ἔμελε διὰ τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων, οὔτε διὰ τὴν σκληρὰν πάλην τῆς ζωῆς. Ἀλλ᾿ ἀπὸ τοὺς μαστοὺς τοὺς στειρεύσαντας ὡς ἀπὸ πέτραν ἄγονον ἐζήτεις νὰ θηλάσῃς γάλα, πόμα καινόν, ὡς ἄλλην πηγὴν ἀφθαρσίας. Καὶ δὲν ἀνελογίσθης πὼς οἱ μυθώδεις ἐκεῖνοι δράκοι, οἱ Κύκλωπες, ὁποὺ ἐνυκτέρευον μακρὰν ἐκεῖ, εἰς τὸ ὄρος, ἐπότιζον μὲ ἱδρῶτα τὰς πέτρας καὶ τὰ ξύλα καὶ τοὺς κορμοὺς τοὺς ἁδρούς, προσπαθοῦντες διὰ τοῦ πυρὸς ἐκείνου νὰ παραγάγωσι χρήσιμόν τι εὐτελὲς πρᾶγμα, ὅπως λάβωσι μικρὰ ἀργύρια καὶ θρέψωσι καὶ αὐτοὶ μικροὺς ἀνθρωπίσκους, προωρισμένους νὰ εἶναι ἰσοβίως σκλάβοι ἄλλων πάλιν νεαρῶν τυράννων. Ὤ, ματαιότης!

*
* *

Ἀλλὰ τὸ Καμίνι αὐτό, περὶ οὗ ὁ λόγος τώρα, ἦτο ἄσπιλον, ἔκτακτον καὶ μοναδικόν… Ἦτο θαλάσσιον καμίνι.

Ἐκεῖ, ἅμα κάμψῃς τὸν κάβον τῆς Μπούτας, τῆς ἄκρης τοῦ λιμένος, ὀλίγον πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ πελάγους, πλησίον εἰς τὴν Ἄρκον καὶ τὴν Τρυπ᾿τήν, τὰς δύο ἀδελφὰς νησῖδας, ὁποὺ ἡ μία κρύπτεται ὄπισθεν τῆς ἄλλης, ὅπως κόρη ἐντροπαλή, φοβουμένη ν᾿ ἀντικρύσῃ τῶν ξένων τὰ βλέμματα, προσπαθεῖ νὰ κρυφθῇ, ὄπισθεν τῶν ὤμων τῆς μητρός της, καὶ ἀντικρὺ εἰς τὸ Ἀσπρόνησον, ὅπου οἱ γλάροι κρώζουν τὸν πλέον πένθιμον κρωγμόν των, ὁποὺ ἀντηχεῖ βαθιὰ εἰς τὰ θαλάσσια ἄντρα, εἰς τὰς φωλεάς, ὅπου κρύπτονται τ᾿ ἀγριοπερίστερα μὲ ἀπότομον πτερυγισμόν, ἐκεῖ, ὅπου χορεύει συνωθούμενον ἀπὸ τρεῖς αἰγιαλοὺς μὲ φλοῖσβον καὶ πλαταγισμὸν τὸ κῦμα· ἐκεῖ σχηματίζεται μέγα ἐπιστεφὲς ἄντρον, μὲ πλατὺ χάσμα κυκλοτερὲς ὑψηλά, κομῶν ἀπὸ πλουσίαν λοφιὰν κομάρων καὶ σχοίνων· κάτω τὸ στόμιον ὑψηλόν, θολωτόν, ἀνοίγεται εἰς τὸ πέλαγος, ὁπόθεν εἰσρέει ἀκράτητον τὸ κῦμα εἰς βάθος πλέον ἢ ἀναστήματος ἀνδρός· μέσα εἰς τὸ ἄντρον τὸ εὐρὺ εἰσπηδᾷ τὸ διαυγές, ἁλμυρὸν νᾶμα, πλήττει τὴν μίαν πλευράν, πλήττει τὴν ἄλλην, χορεύει, σκιρτᾷ, καὶ φαίνεται ὡς νὰ ψάλλῃ μὲ ἰάμβους καὶ ἀναπαίστους, εἰς Δώριον ἦχον:

Ἡ κάμινος, Σωτήρ, ἐδροσίζετο,
οἱ παῖδες δὲ χορεύοντες ἔψαλλον·
Ὁ τῶν πατέρων Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Οὕτω καλεῖται τὸ Καμίνι· ἀξιοσημείωτον, ἀξιοθέατον πρᾶγμα, θεόκτιστον. Εἶναι τὸ πρότυπον ὅλων τῶν καμινίων, τὸ πρόπλασμα καὶ ὑπόδειγμα αὐτῶν. Εἶναι προωρισμένον νὰ μὴ ἀνάπτῃ, νὰ μὴ καίῃ, νὰ μὴ ἐρεύγεται φλόγας· ἀλλὰ νὰ δροσίζῃ καρδίας, καὶ ὀφθαλμοὺς καὶ μέτωπα ἀνδρῶν. Χάρμα τῶν ἁλιέων, σέμνωμα τῶν λεμβούχων, τῶν πορθμέων καὶ ἀκταιωρῶν.

*
* *

Ἡ Τσούλα, κόρη τοῦ Μανδράκια, τοῦ βοσκοῦ, ἐφύλαγε τὰ ὀλίγα πρόβατα τοῦ πατρός της ἐπάνω εἰς τὴν ράχιν τῆς Μπούτας, τῆς μακρᾶς ὑψηλῆς λωρίδος ὁποὺ κλείει τὸν λιμένα πρὸς ἀνατολάς. Ὅλη ἡ Μπούτα ἦτο τὸ βασίλειόν της, τῆς ἀθῴας κόρης. Τὴν εἶχε μαυρίσει ὁ ἥλιος ἀπὸ τὰ μικρά της χρόνια, νὰ τρέχῃ μαζὶ μὲ τὸ κοπάδι· ἦτο μόλις ἑπταέτις, ὅταν εἶχεν ἀρχίσει ν᾿ ἀκολουθῇ τὸν πατέρα της εἰς τὸ ἔργον, καὶ τώρα ἦτο δεκαοκτὼ ἐτῶν, καὶ εἶχε γίνει τελεία βοσκοπούλα. Ἀνήρχετο δύο φορὰς τὴν ἡμέραν ἕως τὴν κορυφήν, εἰς τὸ μικρὸν δάσος τῶν πεύκων, μὲ τὸ κοπάδι της, κατήρχετο ἄλλας δύο φορὰς ἕως τὸν λαιμὸν τῆς μικρᾶς χερσονήσου, εἰς τὴν Βρύσην, κάτω ἀπὸ τὸν Ἁι-Γιώργην, τὸ ὡραῖον λευκὸν ἐξωκκλήσι, σιμὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν, διέτρεχεν ἄνω καὶ κάτω δέκα φορὰς τὸ ἡμερόνυχτον, ὅλην τὴν ράχιν τῆς Μπούτας, μὲ τοὺς δύο γιαλούς, τὸν ἕνα πρὸς τὸν λιμένα, ἀντικρὺ τοῦ λευκοῦ χωρίου, τὸν ἄλλον πρὸς τὸ πέλαγος ἔξω. Καὶ τώρα, τὴν εἶχε ζητήσει εἰς γάμον ἄλλος βοσκός, ὁ Κώστας τῆς Γαρουφαλίνας, χηρευμένος, μὲ δύο παιδιά. Εἶχε δηλώσει ὅτι ἤθελε νὰ τὴν πάρῃ χωρὶς προῖκα, τῆς ἔδιδε μάλιστα καὶ εἴκοσι γίδια ὡς κοριτσιάτικο*. Ὁ πατήρ της ἐφάνη πρόθυμος νὰ τὴν δώσῃ.

Ἀπρόντο*, τσούπα*, τῆς εἶπε, ἀλέστα*, καὶ μὴ τσινιάζῃς*. Ντούρμα* γαμπρὸς ἔρχεται γυρεύοντα· σὰν τ᾿ μπούφ᾿ τοὺ π᾿λί*, σοῦ ᾽ρθε… Θιὸς τόνε στέλνει. Ἒμ προικιὰ δὲ γυρεύει, ἒμ κοριτσιάτικο σοῦ δίνει… Τί ἄλλο θέλεις, κορίτσι;… Τί κάνει πὼς ἔχει ἄνθρωπος δυὸ παιδάκια;… Τί σὲ πειράζει σένα; Ὅπως θέν᾿ ἔῃς τὰ γίδια θέν᾿ ἔῃς κὶ τὰ πιδιά… Θροφὴ θέλ᾿ν τὰ γίδια, θροφὴ κὶ τὰ πιδιά· φύλαμα τὰ γίδια, φύλαμα κὶ τὰ πιδιά… Ἕνα πρᾶμα εἶναι… Ταχιὰ νὰ στολιστῇς κὶ νὰ πᾶμε ντουγροὺ* στοὺ καλύβ᾿ τ᾿ γαμπροῦ, νὰ σᾶς στεφανώσω.

Ὁμοίως καὶ ἡ γρια-Ντούκαινα, ἡ θεία τῆς Τσούλας ―ἐπειδὴ ἡ μάννα τῆς κόρης δὲν ἔζη― τὴν ἐνουθέτησε καὶ τῆς εἶπε:

Ὄμορφα, ὄμορφα… καλορρίζικα, πλιό, παιδάκι μ᾿… οἱ παντρειὲς εἶναι ἀπὸ Θεοῦ. Καλὸς κι ἄξιος εἶναι οὑ γυιὸς τς Γαρουφαλίνας… θ᾿ ἀναθρέψῃς πλιὸ κὶ τ᾿ ἀρφανά, εἶναι ψυχικό… Ὄμορφα, ὄμορφα, πλιό!

Ἡ Τσούλα ἤκουσε τὰς δύο νουθεσίας, ἀλλὰ δὲν ἐνόησε τίποτε. Τῆς ἐφάνη ὡς βόμβος ἀπὸ σφηκοφωλεὰν νὰ ἐμβῆκεν ἀπὸ τὸ ἓν αὐτίον της, καὶ ὅτι ὁ ἄνεμος ἐσύριζεν εἰς τὴν ὀπὴν τοῦ σπηλαίου, ὅπου εἶχε καταυλίσει μίαν χειμερινὴν νύκτα τὰ πρόβατά της.

Ἀπεμακρύνθη ἀκολουθοῦσα μηχανικῶς τὴν ἀγέλην. Δὲν εἶχεν αἰσθανθῆ ἕως τώρα τοὺς παλμοὺς τῆς καρδίας της. Μόνον μίαν φορὰν εἶχε συναντήσει εἰς τὸν γιαλὸν τὸν ἀνατολικὸν πρὸς τὸ πέλαγος, ἕνα νεαρὸν ναύτην, ὅστις εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ τὴν βαρκούλαν καὶ τῆς εἶχε ζητήσει γάλα. Ὁ ἴδιος τῆς εἶχε προσφέρει ὡραίαν μεγάλην κογχύλην, χρυσίζουσαν, ἀποπνέουσαν τὸ ἄρωμα τῆς θαλάσσης. Ἄλλοτε τὸν εἶχεν ἀκούσει, πότε κατὰ τὴν γλυκεῖαν ὥραν τοῦ πρώτου ὕπνου, πότε εἰς τὴν μυστηριώδη χαραυγὴν τῆς ἀνατολῆς τοῦ αὐγερινοῦ, ἐνῷ κατηυλίζετο εἰς τὸ στόμιον τοῦ σπηλαίου μὲ τὰ πρόβατά της, μὲ σοβαρὰν μελῳδικὴν φωνὴν νὰ τραγουδῇ:

Ξύπνα, γλυκειά μ᾿ ἀγάπη, κ᾿ ἡ νύχτα εἶναι βαθειά·
κ᾿ ἡ βάρκα μᾶς προσμένει στὴν ἀκροθαλασσιά.

*
* *

Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὕστερον ἀπὸ τὴν διπλῆν διδαχὴν τοῦ πατρός της καὶ τῆς θείας της, ἡ βοσκοπούλα εἰς τὸν πλάνητα δρόμον, καθὼς ἀκολουθοῦσε τὸ κοπάδι ἀνάμεσα εἰς τοὺς πυκνοὺς θάμνους τῆς ὑψηλῆς ἀκρογιαλιᾶς, ἔφθασε μέχρι τοῦ χείλους τοῦ θαλασσίου Καμινίου. Πολλάκις ἡ Τσούλα εἶχε πλησιάσει εἰς τὸ χάσμα αὐτὸ τοῦ πελαγίου ἄντρου, καὶ εἶχε παρακύψει καὶ κοιτάξει ἀπλήστως κάτω εἰς τὸν βυθὸν τὸν κυκλοτερῆ, μὲ τὰς πλευρὰς τοῦ βράχου ἔνθεν καὶ ἔνθεν, μὲ τὸ ἀνοικτὸν στόμιον ὅπου ἐχόρευον εὐθύμως μελῳδικὰ τὰ κύματα. Καὶ τώρα πάλιν, καθὼς ἐσταμάτησαν τὰ πρόβατά της κ᾿ ἐβοσκοῦσαν, ἡ κόρη ἐστάθη σύρριζα εἰς τὸ χάσμα τοῦ κοίλου βράχου, κ᾿ ἐκοίταζε, κ᾿ ἐσχημάτιζεν ἀσυναρτήτους, ἀσκόπους φράσεις μέσα εἰς τὸν νοῦν της.

«Νὰ εἶναι, τάχα, βαθιὰ κάτω τὸ κῦμα;… Κι ἂν πέσῃ κανεὶς θὰ πλέψῃ, ἢ θὰ χτυπήσῃ;… Μπορεῖ νὰ δώσῃ κανεὶς ἕνα πήδημα ἀποδῶ;… Πόσα μπόϊα εἶναι τάχα;»

Ἐκάθισε κ᾿ ἐκοίταζεν ἐπιμόνως κάτω.

«Κοίταξε, τί ὅμορφος πού ᾽ναι ὁ γιαλός! Τί γαλάζια, πράσινα, κοκκινωπά, ὀμορφούτσικα πράματα, κοχύλια, πορφύρες, χαλίκια!… Τί ὄμορφη ποὺ ἦτο κ᾿ ἐκείνη ἡ κοχύλα ποὺ μοῦ χάρισε ἕνα καιρὸν ὁ…»

Ἐστάθη, καὶ δὲν ἤθελε νὰ προφέρῃ τὸ ὄνομά του. Εἶτα πεισμόνως καὶ ἀποφασιστικῶς τὸ ἐπρόφερε: «… ὁ Νῖκος!»

Τὴν ἰδίαν στιγμήν, ὦ θαῦμα! Εἷς ναύτης μὲ τὴν βαρκούλα του εἰσέπλευσε μέσα εἰς τὸ Καμίνι. Ἦτο αὐτός· ὁ Νῖκος, ὁ υἱὸς τοῦ καπετὰν Σύρραχου, ὅστις εἶχε χαρίσει τὴν ὡραίαν ἐπίχρυσον κογχύλην εἰς τὴν Τσούλαν.

Ὁ Νῖκος, μόλις εἶδε τὴν κόρην ―ἐφαίνετο ὅτι τὴν εἶχεν ἰδεῖ ἀπὸ πρωτύτερα πλησιάσασαν εἰς τὸ χάσμα τοῦ Καμινιοῦ― κ᾿ ἐφώναξε:

― Τσούλα, ψυχή μου! Νά, πάρε αὐτό! Μὴ βιάζεσαι νὰ πηδήσῃς κάτω!

Καὶ τῆς ἔρριψε μίαν ἀνεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην σπειροειδῶς. Εἶτα μὲ φωνὴν χαμηλοτέραν, ἀρκοῦσαν διὰ ν᾿ ἀκούεται ἐπάνω εἰς τὸ χεῖλος τοῦ χάσματος, ἐξηγήθη:

― Τσούλα, ἀγάπη μου! σὲ παντρεύουν; Τὰ ἔμαθα ὅλα!… Πάρε αὐτὴν τὴν σκάλα ποὺ σοῦ ἔρριξα… ξετύλιξέ την… κάρφωσέ την καλά, καὶ τὰ δυὸ τ᾿ ἁρπάγια της στὴ ρίζα τοῦ χονδροῦ σχοίνου!… Καλουμάρισέ* την κάτω, βάλε τὰ πόδια σου, καὶ κατέβα κάτω… μὴ φοβᾶσαι!… εἰδεμή, θέλεις ν᾿ ἀνεβῶ ἐγώ;

Ἡ Τσούλα ἀπήντησε:

― Κατεβαίνω, Νῖκο!… δὲν φοβοῦμαι.

Καὶ μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας, ἡ ὡραία βοσκοπούλα ἔπεσεν εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ νεαροῦ ναύτου.

Ὁ γάμος ἐτελέσθη τὴν ἰδίαν ἑσπέραν εἰς τὸ χωρίον.

(1907)

ΤΟ ΒΙΒΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ: 


ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 

ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Κείμενο και AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

     

  Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δύο ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, ―ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ― ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δύο ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς ―κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον― νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.

Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δύο μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον, Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἢ ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δύο τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήσῃ.

Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.

Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; ᾘσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκαν του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύσῃ τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῇ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήσῃ τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.

*
* *

Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύσῃ περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῶ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἠρέμα πρὸς δυσμὰς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῇ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.

Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:

― Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.

― Καὶ τί εἶναι;

― Εἶναι…

Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.

Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δύο ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἆρα ἦτο;

*
* *

Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δύο φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.

Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἔγγονος τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.

Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δύο τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δύο φίλοι.

― Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε* χωρὶς νὰ πυροφανίζετε ― καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σᾶς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτε θησαυρό;

Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῇ τὸ ὅραμά του.

Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:

Ἀμ᾿ ποῦ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνον οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι. Ἐγὼ δὲν βλέπω τίποτα!… Τὸ εἶδε κι ὁ Γιαλὴς αὐτὸ ποὺ λὲς πὼς βλέπεις;

Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν τῆς ἡλικίας του νὰ ὁμολογήσῃ, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.

Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:

― Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφτασα τὴ γρια-Κοιράνω τοῦ Ραγιᾶ, τὴν μαννοὺ* αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα:

»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πὼς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, ―ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτή― μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερο-Θεριά (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὁποὺ ἐκυνηγοῦσε ὅλους τοὺς Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι* καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήσῃ τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθῃ νὰ τὴν στεφανωθῇ.

»Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς στεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῇ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθῃ ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, νὰ γυρίσῃ ὁ σαστικός* της νὰ τὴν στεφανωθῇ.

»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τό ᾽βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίσῃ. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτά τους στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!

»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρές τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!

»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλές τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλές τους, ἐμπῆκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.

»― Νά! τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!

»Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ἦρθε νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσᾶτό του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!

»Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάσῃ στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάσῃ ἐγκαίρως, ὣς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξῃ τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.

»Μερικοὶ λένε, πὼς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινεν ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλυωσε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».

(1906)

ΤΟ AUDIOBOOK-ΒΙΝΤΕΟ


ΕΔΩ: 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Το μοιρολόγι της φώκιας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο - AUDIOBOOK διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

  Το μοιρολόγι της φώκιας τ ου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο - AUDIOBOOK διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου Κάτω από τον κρημνό...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....