Ετικέτες - θέματα

22.5.25

Η Ίσις στο ελληνικό πάνθεον από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Η Ίσις στο ελληνικό πάνθεον

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα



   Η Ίσις, ήταν θεότητα του αιγυπτιακού πανθέου, που πέρασε και στην αρχαία ελληνική θρησκεία [και Μυθολογία] στα χρόνια του θρησκευτικού συγκρητισμού [τέλη 5ου αιώνα π.Χ. και έπειτα]. Το αιγυπτιακό της όνομα ήταν Εσέτ [ή Έσε] και σήμαινε “η βασίλισσα του θρόνου”, ενώ κατά τον Πλούταρχο απλώς “η γνώσις”.

ΑΙΓΥΠΤΟΣ: Η Ίσιδα ήταν αρχικά μια μικρή θεότητα της περιοχής του Δέλτα του Νείλου. Το αρχαιότερο ιερό της βρισκόταν βόρεια της Βουσίριδος. Θεωρείτο σύζυγος του Όσιρι, μιας θεότητας της γειτονικής ομώνυμης πόλης. Γιος της θεωρείτο ο Ώρος, ενώ οι τρεις θεότητες μαζί σχημάτιζαν τη λεγόμενη Οσιρική τριάδα. Στα ιερόγλυφικά το όνομα της Ίσιδος σήμαινε αρχικά “ον της σάρκας”, δηλαδή “θνητή φύση”, και είναι πιθανόν πως η θεότητα προήλθε από τη συγχώνευση κάποιων θεοποιημένων βασιλισσών. Η λατρεία της ήταν δημοφιλής μέχρι τη Ρωμαϊκή εποχή. Στην ακμή της η θεά είχε τους δικούς της ιερείς και πολλούς ναούς. Στην νήσο Φίλαι, στις εκβολές του Νείλου, υπήρχε ο μεγαλύτερος ναός της. Η Ίσιδα απεικονίζονταν συνήθως ως γυναίκα που έφερε στην κεφαλή της έναν θρόνο, [ιδεόγραμμα του ονόματός της]. Σε μεταγενέστερες περιόδους απεικονίζονταν με κέρατα ανάμεσα στα οποία υπήρχε δίσκος. Σε άλλες παραστάσεις έχει σώμα ανθρώπινο με κεφαλή αγελάδας. Τα κέρατα υποδηλώνουν ότι συχνά είτε γινόταν σύγχυση ανάμεσα σε εκείνη και την Άθωρ ή ότι υπήρχε και διαφορετική εκδοχή του μύθου της1. Από την άλλη η αγελάδα ήταν ιερό ζώο της θεάς, η οποία είχε ακόμη ως σύμβολο τον μαγικό κόμβο Τατ, τον λεγόμενο “κόμβο της Ίσιδος”, και το Σείστρο, έμβλημα της θεότητας Άθωρ. Στις παραστάσεις η Ίσιδα απεικονίζεται συνήθως κοντά στον Όσιρι, να τον βοηθά ή να τον προστατεύει με τα φτερωτά χέρια της ή να θρηνεί δίπλα στις σαρκοφάγους. Απεικονιζόταν επίσης ως μητέρα να θηλάζει τον μικρό Ώρο ή ως συνοδός στον αγώνα του εναντίον του Σετ.

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΙΣΙΔΟΣ: Σύμφωνα με τον Μύθο, που μας διασώζει ο Πλούταρχος2, η Ίσιδα ήταν κόρη του Γκεμπ και της Νουτ. Γεννήθηκε την τέταρτη από τις πέντε εμβόλιμες ημέρες που επετράπη στη μητέρα της να γεννήσει, στην περιοχή των ελών του Δέλτα. Επιλέχθηκε από τον αδελφό της Όσιρι ως σύζυγός του και ανήλθε μαζί του στο θρόνο των θνητών. Τον βοήθησε στο εκπολιτιστικό του έργο, διδάσκοντας στις γυναίκες την άλεση του σιταριού, το γνέσιμο του λιναριού και την υφαντική3. Δίδαξε επίσης στους ανθρώπους τον τρόπο θεραπείας των ασθενειών και τους δίδαξε το θεσμό του γάμου. Η Ίσιδα ανέλαβε αντιβασίλισσα της Αιγύπτου, κατά την απουσία του συζύγου της, όταν εκείνος είχε φύγει για την ειρηνική κατάκτηση του κόσμου. Κυβέρνησε συνετά περιμένοντας την επιστροφή του. Όταν πληροφορήθηκε τη δολοφονία του συζύγου της από τον αδελφό τους τον Σετ [Σηθ], την κατέλαβε ανείπωτη οδύνη. Έκοψε τα μαλλιά της, έσχισε τα ενδύματά της και αναχώρησε αναζητώντας το κιβώτιο, μέσα στο οποίο ευρίσκονταν τα μέλη του διαμελισμένου πια Όσιρι. Το κιβώτιο έσπρωξαν τα νερά του Δέλτα στην ανοικτή θάλασσα και το ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές της Φοινίκης, όπου και χώθηκε στα ριζά ενός δένδρου. Το δένδρο αναπτύχθηκε ταχύτατα και έκρυψε το κιβώτιο στον κορμό του. Όταν όμως το έκοψαν για την υποστήλωση της στέγης του βασιλικού ανακτόρου, το δένδρο άρχισε να σκορπά εξαιρετική ευωδία. Ακούγοντας η Ίσιδα το θαυμαστό αυτό γεγονός ταξίδεψε στην πόλη Βύβλο της Φοινίκης. Εκεί η βασίλισσα-θεά Αστάρτη της εμπιστεύθηκε την ανατροφή του νεογέννητου γιου της. Η Ίσιδα δέχτηκε και θα έκανε το παιδί αθάνατο, αν η μητέρα του δεν ταραζόταν, όταν είδε τη θεά να λούζει το παιδί στις καθαρτήριες φλόγες [συνήθης τρόπος μετάβασης στην αθανασία κατά την παγκόσμια Μυθολογία!]. Για να την καθησυχάσει, η Ίσιδα της αποκάλυψε ποια ήταν και τον λόγο που την έφερε στη Φοινίκη. Ο βασιλέας της παρέδωσε τον πολύτιμο ξύλινο στύλο και η θεά απέσπασε το φέρετρο του συζύγου της, το έβρεξε με τα δάκρυά της και το μετέφερε στην Αίγυπτο. Εκεί το έκρυψε στα έλη της Βουτούς, μακριά από το μίσος του Σετ4. Όμως, ο Σετ ανακάλυψε τυχαία το σώμα αδελφού του. Το τεμάχισε τότε σε δεκατέσσερα κομμάτια και τα διασκόρπισε στα σημεία του ορίζοντα. Η Ίσιδα αναζήτησε τα λείψανα και τα βρήκε όλα, εκτός από τον φαλλό [σημάδι ότι ο Όσιρις έχασε πλέον τη δύναμή του], που τον καταβρόχθισε ένας οξύρρυγχος του Νείλου. Βάζοντας τα μέλη στη θέση του η Ίσιδα ανασχημάτισε το σώμα του Όσιρι, το οποίο τύλιξε με λωρίδες ο Άνουβις5. Με τη βοήθεια της αδελφής της Νέφθυος, του ανηψιού της Άνουβι, του Θωθ και Ώρου, το αναζωογόνησε με τη μαγεία της. Τέλεσε για πρώτη φορά το τυπικό της ταρρίχευσης, δίνοντας αιώνια ζωή, έστω και χωρίς θεϊκή ισχύ, στον δολοφονημένο θεό. Κατόπιν η θεά αποσύρθηκε και πάλι στα έλη της Βουτούς με τη συνοδεία επτά ερπετών-φυλάκων, αποφεύγοντας την οργή του Σεθ και ανατρέφοντας με ασφάλεια τον γιο της Ώρο.


ΜΑΓΕΙΑ ΚΑΙ ΙΣΙΣ
: Σε όλη την αιγυπτιακή μυθολογία υπάρχουν αναφορές στη δύναμη της μαγείας της Ίσιδος, καθώς μπορούσε να επηρεάζει ακόμη και τους ίδιους τους θεούς. Ως απλή υπηρέτρια του Ρα, πατέρα των θεών, φέρεται ότι εξανάγκασε τον μεγάλο ηλιακό θεό να της αποκαλύψει το μυστικό του όνομα. Επωφελούμενη από το γεγονός ότι ο θεός-Ήλιος είχε γεράσει πολύ, τόσο που το σάλιο του έτρεχε συνεχώς από τα τρεμάμενα χείλη του, κατασκεύασε, με το χώμα που είχε διαποτιστεί από τον θεϊκό σάλιο[!] ένα δηλητηριώδες φίδι και το τοποθέτησε στο δρόμο, από όπου περνούσε ο Ρα. Ανίκανος εκείνος να γιατρευτεί από το δηλητηριώδες και οδυνηρό δάγκωμα ενός άγνωστου φιδιού, κατέφυγε στα γιατροσόφια της Ίσιδας. Εκείνη δέχθηκε να εξουδετερώσει το δηλητήριο, υπό την προϋπόθεση ότι ο Ρα θα της αποκάλυπτε το πραγματικό του όνομα, μεταφέροντάς το, εν αγνοία των άλλων θεών, από το σώμα του στο σώμα της θεάς. Η γνώση του πραγματικού ονόματος του Ρα εξασφάλιζε τη μαγική επιρροή της Ίσιδας πάνω στον θεό6.

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ-ΛΑΤΡΕΙΑ: Στον οσιρικό μύθο, η Ίσιδα συμβολίζει την εύφορη αιγυπτιακή γη, την οποία γονιμοποιεί κάθε χρόνο ο πλημμυρισμένος Νείλος. Ο Όσιρις συμβολίζει τον ποταμό και ο Σετ, ως καταστροφική δύναμη, την έρημο που απειλούσε να καταπιεί τις καλλιεργημένες εκτάσεις. Η Ίσιδα είναι ακόμη προστάτιδα των παιδιών, με τη μορφή της Ίσιδας τροφού, κυρίως δε ως αποτροπιακό σύμβολο των παιδικών ασθενειών. Σταδιακά, η λατρεία της Ίσιδος υποκατέστησε ολοκληρωτικά τις λατρείες των άλλων γυναικείων θεοτήτων, υπερβαίνοντας τελικά τα σύνορα της Αιγύπτου. Σε αυτό βοήθησαν οι ναυτικοί και οι έμποροι στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκής περιόδου, που εξάπλωσαν τελικά έως τις όχθες του Ρήνου[!] τη λατρεία της ως προστάτιδα των ναυτικών7. Κατά την άνοιξη και το φθινόπωρο, τελούνταν προς τιμήν της θεάς μεγάλες εορτές και λιτανείες, γνωστές από τις περιγραφές του Απουλήιου, όπως και τελετές μύησης στη λατρεία της. Στην κοιλάδα του Νείλου, η λατρεία της διατηρήθηκε έως τον 6ο αιώνα, όταν επί βασιλείας Ιουστινιανού, ο ναός της των Φιλών, στην Αίγυπτο, μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό.

 

Άγαλμα της Ίσιδας στο μακεδονικό Δίον

  Η ΙΣΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: Kατά τα τέλη του 4ου αι. π.Χ. παρατηρείται μια κατάπτωση της επίσημης ελληνικής θρησκείας, δηλαδή του δωδεκαθέου. Όσο περνούσαν τα χρόνια, και κυρίως με τη δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων, οι λαϊκές μάζες άρχισαν να αναζητούν την βοήθεια πιο οικείων θεοτήτων. Τέτοιες θεότητες υπήρχαν κυρίως στα πάνθεα της Ανατολής, τα οποία ήταν εύκολα προσιτά εξαιτίας της ανεξιθρησκείας που επικρατούσε στην αρχαία Ελλάδα. Μια από τις πρώτες αλλοδαπές θεότητες που πλησίασαν οι Έλληνες ήταν η Ίσιδα, που τους ήταν γνωστή από παλιά ως θεά της βλάστησης και του κάτω κόσμου και γι' αυτό αρχικά την ταύτιζαν με την Περσεφόνη και κυρίως με τη Δήμητρα. Η λατρεία της στον ελληνικό χώρο αρχίζει τον 4ο αι. π.Χ., οπότε και παρατηρείται βαθμιαίος εξελληνισμός της, πράγμα αισθητό και στην εικονογραφία της. Συγχρόνως η θεά εμπλουτίζεται με νέες ιδιότητες. Γίνεται “τροφός και μητέρα του σύμπαντος', ενώ διακρίνεται από έρωτα για καθετί αγαθό και αποστρέφεται το κακό. Με την εξελληνισμένη μορφή της και με τις νέες της ιδιότητες, γίνεται αποδεκτή από όλους τους λαούς της Μεσογείου και σ' αυτό καθοριστική είναι η συμβολή της δυναστείας των Πτολεμαίων στην Αλεξάνδρεια. Η λατρεία της Ίσιδας διαδόθηκε ευρέως επειδή οι Πτολεμαίοι την προέβαλλαν ως καλόβουλη, μειλίχια και πολυεύσπλαχνη θεά, καθώς η ίδια, αν και θεά, δοκίμασε αβάσταχτο πόνο και γνώρισε ποικίλα βάσανα όταν, ως αφοσιωμένη νεαρή σύζυγος, αναζητούσε τον αδικοχαμένο σύζυγό της και ως στοργική μητέρα αγωνιζόταν με αυτοθυσία να σώσει το ανήλικο παιδί της που κινδύνευε. Έτσι, αφού είχε άμεση αντίληψη του πόνου και της δυστυχίας, μπορούσε αυτή, καλύτερα από κάθε άλλη θεότητα, να συμπαρασταθεί στους πάσχοντες ανθρώπους, στους οποίους συχνά παρουσιαζόταν στα όνειρά τους και τους γνωστοποιούσε συνταγές θεραπείας τους(!). Οι πρόγονοί μας, μέχρι και τα τέλη της Ρωμαϊκής Εποχής, πίστευαν ότι η Ίσις επενέβαινε σε πρακτικά τους προβλήματα, καθώς φρόντιζε για τη βελτίωση των οικονομικών τους και τους προστάτευε από τους κινδύνους της θάλασσας. Οι περιπέτειες της Ισιδας και η επικράτησή της έναντι των δυνάμεων του σκότους αποτελούσαν μέρος των μυστηρίων της, πράγμα που έφερνε ανακούφιση και παρηγοριά στους μύστες. Η τελετή μύησης στα μυστήριά της έμοιαζε με εθελοντικό θάνατο συνοδευόμενο με μια αμυδρή ελπίδα ανάστασης και απέβλεπε στη συμφιλίωση των πιστών με τον θάνατο, αμβλύνοντας τον φόβο τους γι' αυτόν. Ακόμη, η θεά εξουσίαζε και το ανθρώπινο πεπρωμένο, καθώς είχε τη δυνατότητα να προλαβαίνει τον θάνατο και να χαρίζει το δώρο της ζωής παρατείνοντας τη διάρκειά της. Όσοι θεραπεύονταν από τη θεά είχαν την υποχρέωση να γνωστοποιούν δημόσια τη θεραπεία τους και τις ικανότητες της θεάς και να απαγγέλνουν ένα εγκώμιο, μια «αρετολογία» της. Οι «αρετολογίες» της Ίσιδας είναι ύμνοι στους οποίους απαριθμούνται οι προσφορές της στο ανθρώπινο γένος. Έτσι από αυτούς γνωρίζουμε ότι η Ίσις ήταν αυτή που δίδαξε την καλλιέργεια των καρπών της γης βάζοντας τις βάσεις του πολιτισμένου βίου, ότι αυτή επέβαλε τον σεβασμό στον θεό και στον όρκο, την αγάπη των γονιών για τα παιδιά και τη φροντίδα των παιδιών για τους γονείς, ενώ εισήγαγε και τον θεσμό του γάμου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Guirand Félix (Ed.) 1968, New Larousse Encyclopedia of Mythology, Crescend Books, New York. Μ. Τιβέριος, Η Ίσις, άρθρο στην εφημ. Βήμα. Μεγαλομάτης Κ. 1989, «Ίσις», στο Χριστόπουλος Γ. - Μπαστιάς Ι. (εκδ.) Παγκόσμια μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα. Ions Veronica 1968, Egyptian Mythology, Newnes Books, London.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com 

1. Αναφορές για μια τέτοια διαφορετική εκδοχή έχουμε από τον Πλούταρχο, που ερμηνεύει διαφορετικά τον παραδοσιακό μύθο. Για τον Πλούταρχο, η Ίσιδα θέλησε να επέμβει υπέρ του Σετ, δολοφόνου του συζύγου της και αδελφού τους, και να τον προφυλάξει από τη δίκαιη εκδίκηση του γιου της Ώρου. Εκείνος, όμως, μαινόμενος στράφηκε κατά της μητέρας του και την αποκεφάλισε. Στη συνέχεια ο Θωθ τη μεταμόρφωσε και της έδωσε κεφαλή αγελάδας.

2. Πλούταρχος, Περί Ίσιδος και Οσίριδος.

3. Βάσει άλλης εκδοχής του μύθου, εκείνη δίδαξε τον Όσιρι την πρακτική της καλλιέργειας. [Ions Veronica 1968, 56]

4. Ions Veronica 1968, 56-57.

5. Εδώ έχουμε μια πρώιμη αναφορά στη μέθοδο ταρίχευσης και μουμιοποίησης. Βλ. Μεγαλομμάτης Κ. 1989, 237.

6. Η γνώση του πραγματικού ονόματος για τους αρχαίους Αιγυπτίους ήταν τμήμα ενός γενικότερου μαγικοθρησκευτικού πλέγματος επικλήσεων και ψαλμών που στόχευε στον έλεγχο της ταυτότητας του ατόμου, του θηρίου ή του αντικειμένου, καθώς το πραγματικό όνομα ήταν αδιαχώριστο από την ύπαρξη του ατόμου. Αυτή η πρακτική επιβίωσε στον κόσμο των θρύλων και των παραδόσεων ως τις μέρες μας, αν σκεφθούμε ότι χρησιμοποιείται σε αρκετά έργα της φανταστικής λογοτεχνίας (π.χ. Ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών του Τόλκιν).

7. Ως Ίσις Πελαγία, θεωρείτο προστάτρια των ναυτικών και η εορτή της ήταν το navigium isidis κατά την 5η Μαρτίου. [Μεγαλομμάτης Κ. 1989, σ. 238].

Η γάτα του παπά του Γρηγόριου Ξενόπουλου ΑUDIOBOOK - διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου [+ΒΙΝΤΕΟ] και απόσπασμα από το κείμενο

 

Η γάτα του παπά του Γρηγόριου Ξενόπουλου

ΑUDIOBOOK - διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου [+ΒΙΝΤΕΟ]

και απόσπασμα από το κείμενο


   Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο ετήσιο Εθνικόν Ημερολόγιον του Σκόκου, το 1913. Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Ζάκυνθο και έχει ως πρωταγωνίστρια τη γάτα του παπα-Ζήσιμου Κλοντηρά. Η γάτα αυτή έχει διαπράξει μια βέβηλη πράξη, ωστόσο ο παπάς την έχει συγχωρήσει επειδή την υπεραγαπά, όχι όμως και η σύζυγός του που απειλεί ότι θα την εξοντώσει αν την επαναλάβει. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, παρακολουθούμε την εξέλιξη της ιστορίας.

    Πέρασε ήσυχα η εβδομάδα. Η ψιψίνα σαν να κατάλαβε τη φοβέρα και τη συμβουλή, φυλάχθηκε να μην ξανακάνει «τα ίδια». Την Κυριακήν όμως την αυγή, μόλις σηκώθηκε ο παπα-Ζήσιμος κι έκανε την τουαλέτα του και την πρώτη του προσευχή στην καμαρούλα του, κάποιος του χτύπησε την πόρτα με χέρι βιαστικό και φοβισμένο. Τίποτα καλό δεν προμηνούσε αυτό το κτύπημα! O παπάς το φοβήθηκε αμέσως.

«Ποιος είναι;», ρώτησε.

«Εγώ, ο Χρήστος!», αποκρίθηκε η φωνή του κλαμπανάρου.

«Έμπα μέσα… Τι είναι, παιδί μου;»

O Χρήστος ο κλαμπανάρος μπήκε στην καμαρούλα χλωμός:

«Πάλε τα ίδια, παπά μου!»

«Ε;»

«Η γάτα, πανάθεμά τη!…»

«Ω, συμφορά μου!… Στο ίδιο μέρος;»

«Όχι, στην Αγία Πρόθεση…»

«Ω, μεγάλη συμφορά!… Ω, μεγάλη αμαρτία!… Ω, κατάρα!… ω, Θε μου και συχώρεσέ με!… ω!…»

Απελπισμένος, ο παπάς κτυπούσε τα χέρια και σήκωσε τα μάτια προς το ταβάνι, ζητώντας τον ουρανό. O Χρήστος ο κλαμπανάρος σώπασε μια στιγμή, για να συμμερισθεί με τα ίδια κινήματα την απελπισία του «αφεντός», κι έπειτα είπε:

«Να πω τση κυρά-παπαδίας να μου δώσει ό,τι χρειάζεται για να παστρέψω, κι έλα γλήγορα και του λόγου σου να συγυρίσεις και να διαβάσεις την ευχή για το…».

«Όχι, ευλογημένε, όχι!», τον αντίσκοψε ο παπάς με τρόμο. «Εσύ να μην αγγίξεις τίποτα· και να μην πεις λέξη τση παπαδίας! ούτε τση Σουζάνας, ούτε κανενός!… Τώρα, τώρα, έρχουμ’ εγώ… Θα τα βολέψω… Ωχ, παλιόγατα, τι μου κάνεις!»

Δεν ήταν όμως τόσο εύκολο το βόλεμα, χωρίς να πάρει είδηση το σπιτικό. Κρύβουνται τέτοιες «συφορές»;… Νερά, σαπούνια, πανιά, ξίδια, κουβαλήθηκαν κρυφά στο Ιερό και το καθάρισμα έγινε από τον παπά και τον κλαμπανάρο, χωρίς υποψία από μέρους της παπαδιάς, που ούτε την ενόχλησαν καθόλου. Αλλά χρειάζονταν και καινούρια στρωσίδια για την Πρόθεση και τα κλειδιά της «μπιανκαρίας» τα είχε πάντα η παπαδιά. O παπάς —τι να κάνει;— της έστειλε το Χρήστο.

«Να μου δώσεις», της είπε, «δύο παστρικά σκεπάσματα της Αγίας Πρόθεσης· έν’ απλό γι’ από κάτου, κι ένα χυλισμένο για από πάνου».

«Μα δεν τ’ αλλάξαμε την περασμένη Κυριακή;», ρώτησε μ’ απορία η παπαδιά.

«Ναι, μα… δεν εβάλαμε τα καλά», αποκρίθηκε ο Χρήστος. «O Αιδεσιμότατος θέλει εκείνο με τα μέρλα και με τσι κόκκινους φιόγκους, που το έκαμε η σόρα-Σουζάνα».

«O ίδιος σ’ το είπε;»

«O ίδιος, ναίσκε».

«Έλα, Χριστέ και Παναγία! Πάει, ο γέρος μου ξεκουτιάστηκε και δεν ξέρει άλλο τι να κάνει! Μα τ’ είναι σήμερα; Χριστού Λαμπρή ή τ’ Αϊ-Γιαννιού; Κυριακή είναι! Απλή Κυριακή!»

«Ναι, μα ξέρεις, κυρα-παπαδία… Προχτές μου χύθηκε το μποτσολάκι με το κρασί… λίγο πάντα… μα ο Αιδεσιμότατος δε θέλει να βλέπει μάκες».

Πρέπει να μπέρδευε λιγάκι τα λόγια του ο Χρήστος, γιατί μ’ αυτό η παπαδιά υποψιάστηκε αμέσως.

«Μωρέ, Χρήστο», του είπε· «με γελάς!… Εδώ κάτι τρέχει! Γιατί τι παναπεί;»

Και διαμιάς σώπασε, κτύπησε το μέτωπό της, κι όπως ήταν ασυγύριστη, με την πρωινή της σκαμπαβίαροβόλησε τη σκαλίτσα, βγήκε στο περβόλι, έτρεξε στα χαλίκια με τις παντούφλες της και μπήκε στην Εκκλησιά από τη γυάλινη πόρτα του περβολιού.

«Καλέ, τι μου λέει ετούτος εδώ;», άρχισε αμέσως να φωνάζει του παπά. «Θέλεις, αλήθεια, ν’ αλλάξεις τα σκεπάσματα τση Πρόθεσης;… Μα γιατί;»

«Ωχ, αδερφή!», αποκρίθηκε από το Ιερό ο παπα-Ζήσιμος, σταματώντας την ευχή που μουρμούριζε· «ζήτημα θα το κάμεις και τούτο; Έτσι θέλω! έτσι μ’ αρέσει!»

Η παπαδιά στάθηκε στα σκαλοπάτια του Ιερού και πιάστηκε από το κλειστό μισοθυρόφυλλο της ακρινής θύρας. Σαν γυναίκα δεν είχε το δικαίωμα να μπει παραμέσα.

«Άσ’ τα εφτούνα και λέγε μου! Μην εμαγάρισε πάλι η γάτα; Μην την έκαμε πάλι την κουτσουκέλα, η καταραμένη; ε;…»

«Μη με σκοτίζεις», αποκρίθηκε ο παπάς, «μόνο δώσε του Χρήστου ό,τι σου είπε, και γλήγορα! Έλα! για τα λιγότερα, γιατί σήμερα δε μου περισσεύει όρεξη».

Η παπαδιά κοίταξε μέσα στο Ιερό, για να καταλάβει από τα σημάδια. Η Πρόθεση ήταν γυμνή και σαν βρεμένη. Χωρίς άλλο, κάπου είχαν ξεπλύνει το βαμμένο ξύλο, μέσα στην κόχη του τοίχου, που είχε ζωγραφισμένη μια Αποκαθήλωση. Δίπλα, σ’ ένα σκαμνί, ήταν τοποθετημένα ανάκατα τα ιερά σκεύη, μα τα λευκά σκεπάσματα, που είχαν σηκώσει, δε φαίνονταν πουθενά. Αν δεν ήταν συναχωμένη η παπαδιά, θα αισθανόταν και μια δυνατή μυρωδιά από ξίδι δριμύ. Μα της χρειαζόταν κι αυτό για να καταλάβει; Τα σημάδια ήταν ολοφάνερα.

«Παπά, τι μου το κρύβεις;», ξαναφώναξε· «την έκαμε πάλι η παλιόγατα!»

«Ε, λοιπόν, ναίσκε!», αποκρίθηκε από μέσα ο παπάς· «θα σε φοβηθώ; την έκανε πάλι η παλιόγατα! Είναι άλλο;»

«Άι!…», ούρλιασε η παπαδιά και δάγκασε με λύσσα το δάκτυλό της. «Πού είναι; Τώρα, τώρα θα την εύρω! Κι αν δεν τη σκοτώσω από το ξύλο, να μη με ματαπείς Μαρία!»

Γύρισε, έσπρωξε το Χρήστο, που την είχε ακολουθήσει και στεκόταν από πίσω της, και βγήκε έξω, για να βρει την ποίξια, τη δείξια, την παλιόγατα. O παπάς την πήρε αμέσως το κατόπι, σπρώχνοντας κι αυτός τον κακόμοιρο το Χρήστο, που βρέθηκε κει να του φράζει το δρόμο.

«Να μου φέρεις πρώτα τα σκεπάσματα να συγυρίσω την Άγια Πρόθεση», της φώναξε στο περβόλι, «κι έπειτα να πας να βρεις τη γάτα και μακάρι να τη σουβλίσεις. Εμένα μοναχά να μη μου πεις λόγο. Τ’ ακούς; Κοίταξε, μη με κολάσεις αμπονόρα, γιατί σήμερα θα λειτουργήσω!…».

«Σαν να μην έφτανε, βλέπεις, το κόλασμα που σου κάνει η γάτα!», αποκρίθηκε η παπαδιά καθώς έμπαινε στο σπιτάκι. «Βλέπε τα τώρα που δε μ’ άφησες να την πετάξω με το πρώτο».

Στο τέλος —τι είχε να κάνει;— έβγαλε τα καλά σκεπάσματα, τα έδωσε του Χρήστου, κλάφτηκε στη Σουζάνα, που άμα άκουσε την καινούρια «συφορά» έκανε χίλιους σταυρούς, κι έπειτα άρχισε να ψάχνει για να βρει τη γάτα. Μα η ψιψίνα δεν ήταν πουθενά.

«Καπνός εγίνηκε και χάθηκε;», έλεγε με φούρκα η παπαδιά.

«Νόημα ωστόσο που έχει εφτούνο το ζωντανό!», έλεγε η Σουζάνα. «Δεν το ματαείδα! Το κατάλαβε πως κάτι μεγάλο κακό έκαμε και κρύβεται…»

«Μπορεί να την έκρυψε κι ο πατέρας σου, για να μην του τη σκοτώσω», είπε η παπαδιά. «Ξέρεις αγάπη που τση έχει;»

Μ’ αυτό ήταν καθαρή συκοφαντία! Oύτε στιγμή συλλογίστηκε ο παπα-Ζήσιμος να κρύψει τη γάτα από την οργή της συμβίας του. Μάλιστα μπορούμε να πούμε, πως την εύρισκε δίκαιη, γιατί, αλήθεια, η αγαπημένη του το παράκανε. Όχι πάλι ίσιαμε εκεί!… Κι ενώ αποτέλειωνε το συγύρισμα στο Ιερό, με τις σχετικές ευχές, συλλογιζόταν πως έπρεπε να καταπνίξει τη συμπάθειά του και ν’ αφήσει την παπαδιά να ξεκάμει τη γάτα, όπως ήθελε. Σιγά σιγά όμως η σκληρή αυτή σκέψη υποχώρησε σ’ άλλη μαλακότερη. Δεν έπρεπε να επιτρέψει στην παπαδιά να βασανίσει άδικα το ζώο. Γιατί κι ο Διάβολος αν το έκανε όργανό του, τι έφταιγε το κακόμοιρον; Όχι, δε θα το ’δινε του Χρήστου να το πετάξει στη θάλασσα. Θα το ’δινε του Γερόλυμου, του φίλου του, να το κρατήσει στο μαγαζί. — Και πάλι αργότερα, αφού «πήρε καιρό» κι άρχισε να ντύνεται τ’ άμφιά του για τη λειτουργία, με τη βοήθεια του μικρού Νιόνιου, ακόμη μαλακότερη σκέψη του ήλθε: θα κρατούσε τη γάτα και θα πρόσεχε μόνο κάθε βράδυ να κλείνει καλά και τις τρεις θύρες του Ιερού. Αλήθεια, για τα ποντίκια της Εκκλησιάς την είχε και την άφηνε να μπαινοβγαίνει ελεύθερα. Μ’ αφού ήταν τέτοια, θα την περιόριζε.

Σ’ όλο αυτό το διάστημα, η Ψιψίνα εξακολουθούσε να είναι κρυμμένη. Κανείς από το κελί δεν την είδε, μονολότι την εγύρευαν όλοι. Αλίμονό της αν «εκομπαρίριζε» εκείνη την αυγή! Μα ήταν πολύ πονηρή ή πολύ τυχερή· και δεν εφάνηκε καθόλου ως το μεσημέρι. Μόνο που την ώρα που η παπαδιά εκκένωσε στην απλάδα το ραγού, ακούστηκε από το περβόλι ένα δειλό νιαούρισμα. O παπα-Ζήσιμος, περιμένοντας στην τραπεζαρία, πετάχθηκε αμέσως. Αλαφιασμένη, πετάχθηκε αμέσως κι η παπαδιά· μα ο παπάς την κράτησε στην πορτούλα της κουζίνας.

«Στάσου», της είπε, «είναι δική μου δουλειά! Έγνοια σου, και θα την κάμω εγώ που να με θυμάται».

Η παπαδιά υποχώρησε, γιατί είχε και το φαΐ, κι ο παπάς έκραξε με γλύκα τη γάτα και, μόλις εζύγωσε, την άρπαξε απότομα από τη μέση.

«Έλα εδώ», της είπε· «έλα εδώ, να σε μάθω εγώ πώς…»

Δεν απόσωσε τη φράση, μόν’ ανέβηκε τη σκάλα της σοφίτας, πέταξε κει μέσα τη γάτα, την κλείδωσε, πήρε το κλειδί και κατέβηκε.

«Τση έδωσα κάτι κλοτσίες, μα κάτι κλοτσίες!…», είπε ψέματα τη στιγμή που καθόταν στο τραπέζι, τάχα θυμωμένος.

«Εσύ; ούτε δε θα την άγγιαξες, κάνω όρκο!», είπε η παπαδιά. «Ας είναι, έπειτα τη λογαριάζω εγώ».

«Ναι, αν τη βρεις!»

«Έφυγε;»

«Αμή ματαγυρίζει εφτούνη, άμα είδε πως τη δέρνω κι εγώ; Μέρες θα κάμει τώρα να πατήσει εδώ μέσα».

Έτσι ο παπα-Ζήσιμος κατόρθωσε να προφυλάξει τη γάτα του από το θυμό της παπαδιάς, ώσπου πέρασαν οι πρώτες επικίνδυνες ώρες. Ύστερα ξανανέβηκε κρυφά στη σοφίτα, για να της ρίξει λίγο φαΐ, και προσπάθησε να μερέψει τη συμβία του με λόγια. Ήταν εκεί κι ο Άνθιμος ο αναγνώστης, κι ο φίλος του ο Γερόλυμος, κι ένας άλλος ενορίτης, που είχαν μάθει εμπιστευτικά την αυγινή συφορά και λυπηθήκανε πολύ.

«Ε, παιδιά μου», τους έλεγε ο παπα-Ζήσιμος, ενώ έπιναν τον καφέ στη σάλα. «Πόσοι κι από μας τους ανθρώπους δε μαγαρίζουν τα Άγια και δε βεβηλώνουν τα Ιερά κάθε μέρα, χωρίς να ’χουν περισσότερη συναίσθηση από τη γάτα μου! Είδα εγώ τέτοιους στη ζωή μου!… Πρέπει όμως να συγχωράμε αυτούς τους δυστυχισμένους, όπως συγχωράμε και το ζώο που δεν έχει λογικό. Δεν το κάνουν από κακό. Μονάχα δεν ξέρουν τι κάνουν. “Oυκ οίδασι τι ποιούσι”».

«Καλά λέει ο παπάς», επεδοκίμασε ο Γερόλυμος.

«Μπορεί να λέει καλά ο παπάς», είπε τότε η παπαδιά· «εγώ όμως αν ξανακάμει τέτοιο πράμα η γάτα του θα την πνίξω. Δε μου γλιτώνει!»

ΜΙΚΡΟ ΛΕΞΙΚΟ: *κλαμπανάρος: αυτός που χτυπά την καμπάνα, ο κωδωνοκρούστης *Αγία Πρόθεση: τραπέζι ή εσοχή στον τοίχο του Ιερού, βόρεια της Αγίας Τράπεζας, όπου τοποθετούνται τα τίμια δώρα για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας *τση: της *παπαδίας: παπαδιάς *παστρέψω (παστρεύω): καθαρίζω *Σουζάνα: η κόρη του παπά *μπιανκαρία: το μέρος όπου φυλάσσονται τα λευκά τραπεζομάντιλα και τα σεντόνια *χυλισμένο (χυλίζω): κολλαριστό *τα μέρλα: οι δαντέλες *τσι: τους *μποτσολάκι: γυάλινο δοχείο *μάκες: κηλίδες, λεκέδες *σκαμπαβία: γυναικείο εσώρουχο, κομπινεζόν *ροβόλησε: κατέβηκε γρήγορα *εφτούνα: αυτά *εμαγάρισε (μαγαρίζω): μολύνω *κουτσουκέλα: αταξία, ζημιά *ματαπείς: ξαναπείς *αμπονόρα: νωρίς, πρωινιάτικα, πρωί *φούρκα: οργή *νόημα: αντίληψη, εξυπνάδα *«πήρε καιρό»: τέλεσε συντομη ακολουθία λέγοντας από μέσα του τα τροπάρια του αγίου στο τέμπλο μπροστά από την εικόνα του *εκομπαρίριζε (κομπαρίζω): εμφανίζομαι *απλάδα: πιατέλα, γαβάθα *ραγού: είδος φαγητού με κρέας και λαχανικά ή όσπρια *τη λογαριάζω: την κανονίζω : οι δαντέλες *τσι

ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΣΕ ΜΟΡΦΗ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK:



ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Οι Γαλαξίες [Β΄μέρος] + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

  Οι Γαλαξίες [Β΄μέρος] + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας-συγγραφέα ΣΥΣΤΑΣΗ ΓΑΛΑΞΙΩΝ : Όπως απέ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....