15.12.24

Ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου 17/12: Ο Άγιος της συγγνώμης + ΒΙΝΤΕΟ + ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ

 

Ο Άγιος της συγγνώμης:

Ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου 17/12

Του Κων/νου Α. Οικονόμου δασκάλου 




ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ: Ο Άγιος γεννήθηκε το 1547 στον Αιγιαλό Ζακύνθου. Το κοσμικό όνομά του ήταν Δραγανίγος Σιγούρος. Η εύπορη οικογένειά του κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ ο πατέρας του, Μώκιος, συμμετέχοντας στο βενετικό πόλεμο κατά των Τούρκων απέκτησε αριστοκρατικό αξίωμα. Ο Άγιος είχε δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπική παράδοση, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον πραστάτη Κεφαλλονιάς, Άγιο Γεράσιμο. Από μικρή ηλικία, η οικογένειά του τού παρείχε χριστιανική ανατροφή ενώ είχε προσλάβει και ένα δάσκαλο ονόματι Καιροφυλά ώστε να μεταδώσει στον μικρό τόσο γνώσεις θύραθεν παιδείας, όσο και «εκκλησιαστικά γράμματα». Είναι βέβαιο πως απέκτησε σημαντική μόρφωση, αφού γνώριζε άψογα, αρχαία ελληνικά, ιταλικά και λατινικά. Η θεολογική του επάρκεια αποδεικνύεται από μια εργασίας του, που διασώθηκε, και αφορά σε υπομνηματισμό κειμένων του Γρηγορίου του Θεολόγου.

Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ: Σε ηλικία 20 ετών και μετά το θάνατο των γονέων του, όπως προκύπτει από τη δωρεά όλης της περιουσίας στον αδελφό του με μνεία στην αποκατάσταση της αδελφής του, αποφασίζει, υπακούοντας στην κλήση του από το Θεό, να δεχθεί το “αγγελικό” σχήμα ακολουθώντας ασκητικό βίο. Εκάρη στη μονή Στροφάδων, στο ομώνυμο νησί νότια της Ζακύνθου, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ. Εκεί αφιερώθηκε στην προσευχή, την μελέτη των Γραφών και ζούσε ασκητικό βίο, που τόσο ποθούσε. Σύντομα φάνηκε και η πνευματική πρόοδός του, με αποτέλεσμα, μόλις δύο έτη αργότερα, να γίνει ηγούμενος της μονής.

ΙΕΡΕΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ: Ένα έτος αργότερα, και παρά τις επιφυλάξεις του ίδιου λόγω της βαριάς ευθύνης, ο επίσκοπος Κεφαλληνιάς και Ζακύνθου Θεόφιλος χειροτόνησε τον Διονύσιο διάκονο και εν συνεχεία ιερέα. Όταν το 1577 θέλησε να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους, πέρασε από την Αθήνα για να πάρει την ευλογία του μητροπολίτη Νικάνορα και εν συνεχεία να βρει καράβι προκειμένου να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα. Αλλὰ, όταν ο αρχιερέας των Αθηνών άκουσε κάποια Κυριακὴ το λαμπρό του κήρυγμα και μετά από πολλὲς παρακλήσεις, τὸν έκανε επίσκοπο Αιγίνης, με την επίσημη έγκριση της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως και του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία. Έτσι ο Άγιος εχρίσθη επίσκοπος λαμβάνοντας το όνομα Διονύσιος. Το έργο που επιτέλεσε στο νησί ήταν σημαντικό και αφορούσε στην υλική αλλά και πνευματική ανακούφιση των καταπονημένων και φτωχών. Το 1579, ο άγιος λόγω του κοπιαστικού του έργου και λόγω προβλημάτων υγείας, έστειλε επιστολή παραίτησης στον Πατριάρχη ζητώντας να του επιτρέψουν να επιστρέψει στο νησί του. Ο Ιερεμίας, εκτιμώντας τις ποιμαντικές ικανότητες του αγίου, τον έχρισε βοηθό επίσκοπο Ζακύνθου. Η έντονη δραστηριότητά του και η φιλανθρωπία του στην Ζάκυνθο, προκάλεσε την επιβουλή του επισκοπικού περιβάλλοντος, ίσως δε και του ίδιου του επισκόπου, με αποτέλεσμα να καταγγελθεί για υπέρβαση εξουσίας, στον ηγεμόνα του νησιού Νικόλαο Δαπόντε. Ο Δαπόντες ζήτησε την παραίτηση του Διονυσίου, κάτι που ο ίδιος δέχτηκε ταπεινά ώστε να μην προκληθούν σχίσματα.

Η ΦΥΓΑΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ: Η οικογένεια του αγίου, οι Σιγούροι και μια άλλη οικογένεια του νησιού οι Μονδίνοι, σύμφωνα με διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, κτήση της οποίας ήταν η Ζάκυνθος, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Ο δολοφόνος του Κωνσταντίνου, στην προσπάθεια να διαφύγει, αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι της Αναφωνήτριας στα Βόρεια του νησιού, όπου βρισκόταν ο Άγιος, μη γνωρίζοντας τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ρωτήθηκε από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος, γιατί ζητεί καταφύγιο. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ, μετά από διαρκείς ερωτήσεις, ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχώρησης και υψηλής εφαρμογής της Χριστιανικής αγάπης.



ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΘΑΡΤΟ ΣΚΗΝΩΜΑ: Ο Άγιος Διονύσιος κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι της της Αναφωνήτριας (Θεοτόκου). Πολύς κόσμος πήγαινε κοντά του για να λάβει συμβουλές αλλά και να εξομολογηθεί. Εκεί εκοιμήθη, στις 17 Δεκεμβρίου του 1622 ή του 1624, ενώ η τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Στροφάδων, της Μονής δηλαδή της μετανοίας του, όπου και είχε χειροτονηθεί ιερέας. Τρία έτη μετά έγινε ανακομιδή του λειψάνου του που βρέθηκε ακέραιο και ευωδιαστό. Έτσι παραμένει μέχρι και σήμερα, εκτιθέμενο στο ναό του Αγίου στην Ζάκυνθο, η πόλη της οποίας έχει τον Άγιο προστάτη και πολιούχο της. Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703, αλλά στο νησί ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟΝ ΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ:


Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ: 




Πατέρα στο σπίτι - Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - ΑUDIOBOOK Διαβάζει ο Κων/νος Αθ. Οικονόμου

 Πατέρα στο σπίτι - Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - ΑUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κων/νος Αθ. Οικονόμου



Το Πατέρα στο σπίτι είναι ηθογραφικό-κοινωνικό διήγημα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, που γράφτηκε το 1894 και δημοσιεύθηκε το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις. Περιλαμβάνεται στον κύκλο των αθηναϊκών διηγημάτων του. Στο διήγημα ο συγγραφέας παρουσιάζει ρεαλιστικά με  την οικτρή κατάσταση μιας πολυμελούς οικογένειας που εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα, θίγοντας με το γνωστό του ύφος σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της εποχής του, όπως την εγκατάλειψη της οικογένειας, τη φτώχεια, τη θέση της γυναίκας, τον αλκοολισμό. 

     Η αφήγηση χρονικά αρχίζει από τη μέση της υπόθεσης, ενώ η ιστορία εξελίσσεται με αναδρομή στα γεγονότα. Αφηγητής αρχικά είναι ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, σε πρώτο πρόσωπο ως αυτόπτης μάρτυρας ενός περιστατικού, και στη συνέχεια μας μεταφέρει την ιστορία που του αφηγείται κάποιος άλλος. Το διήγημα, που γράφτηκε στα χρόνια του ''δυστυχώς επτωχεύσαμεν''  [1893], περιλαμβάνει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, όπως τη συνήθειά του να πηγαίνει στο μπακάλικο της γειτονιάς - όπου έτρωγε, έπινε, συναντούσε τους φίλους του και όπου συχνά αποτραβιόταν στο βάθος κι έγραφε κάποιο διήγημα - και την περιγραφή της οικονομικής του κατάστασης: εκείνη την ημέρα «συνέβη νὰ εἶμαι πλούσιος», γράφει σκωπτικά, γιατί είχε καταφέρει να εισπράξει 15 δραχμές για εργασία του.

Ο αφηγητής βρίσκεται στο συνοικιακό μπακάλικο μιας φτωχογειτονιάς της Αθήνας και παρακολουθεί μια σκηνή με την οποία αρχίζει το διήγημα. Ένα πεντάχρονο ρακένδυτο αγόρι ζητά λίγο λάδι χωρίς να έχει χρήματα και ομολογεί με σπαρακτικό χαμόγελο το πρόβλημα της οικογένειας: ο πατέρας έχει εγκαταλείψει το σπίτι. Ο αφηγητής συγκινημένος του δίνει μια πεντάρα. Ο μπακάλης, που γνώριζε όλα τα μυστικά της γειτονιάς, πληροφορεί τον συγγραφέα  για την ιστορία της οικογένειας του παιδιού. Το ζευγάρι, ο Μανώλης και η Γιαννούλα, παντρεύτηκε πριν εννέα χρόνια. Ο Μανώλης ήταν ξυλουργός αλλά οκνηρός και άσωτος, συνήθως περνούσε τα Σαββατοκύριακα μέσα στην κραιπάλη σε αντίθεση με τη Γιαννούλα που προσπαθούσε να συμβάλει στα οικονομικά της οικογένειας ράβοντας πουκάμισα στη ραπτομηχανή της. Σχεδόν κάθε δεύτερο χρόνο αποκτούσαν ένα παιδί, συνολικά απέκτησαν πέντε, και η μητέρα δεν είχε πια καιρό να ράβει. Η οικονομική τους κατάσταση χειροτέρευσε, η ραπτομηχανή υποθηκεύθηκε και έφθασαν στο σημείο να μην έχουν ψωμί για τα παιδιά και το τζάκι τους σπάνια άναβε. Τη δύσκολη κατάσταση επιδείνωσε και ένα φαινόμενο ως σκάνδαλο: ο ευκατάστατος κουμπάρος τους άρχισε να τους επισκέπτεται όλο και συχνότερα, φέρνοντας τρόφιμα για τα παιδιά. Οι γείτονες κακολόγησαν τη Γιαννούλα, της οποίας το μόνο έγκλημα ήταν ότι ίσως καλόπιανε τον κουμπάρο για να εξασφαλίσει φαγητό στα παιδιά της και δεν τον είχε διώξει από την αρχή. Γράφει σχετικά ο Άγιος Των Γραμμάτων: Καὶ εἷς τῶν γειτόνων, ὁ κὺρ Ζάχος ὁ Ξεφαντούλης, ἦτο τῆς ἀρχῆς ὅτι ἔπρεπεν ὁ ἐνδιαφερόμενος «νὰ ξέρῃ τί τρέχει». Καὶ ἡ ὑστεροβουλία, ἡ λανθάνουσα καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον, ἦτο νὰ εὕρῃ διασκέδασιν αὐτὸς μὲ τὲς φωνές, μὲ τὲς κατακεφαλιές, μὲ τὰ τραβήγματα τῶν μαλλιῶν καὶ μὲ τὸ χώρισμα τοῦ ἀνδρογύνου.  Αὐτὸ θὰ εἰπῇ νὰ σοῦ θέλῃ τις τὸ καλόν σου, νὰ κήδεται τῆς τιμῆς σου, δηλαδή. Νὰ σὲ βάλῃ νὰ σκοτωθῇς.

 Ο Μανώλης άρχισε να ζηλεύει, να κάνει σκηνές και να ξενοκοιμάται, ώσπου τελικά εγκατέλειψε την οικογένεια αδιαφορώντας για την τύχη των παιδιών του. Ο κουμπάρος αρραβωνιάστηκε και εξαφανίστηκε και η Γιαννούλα έμεινε μόνη με τα 4 παιδιά της - εν τω μεταξύ το ένα πέθανε - χωρίς πόρους και σε απελπιστική κατάσταση. Έτσι, εκείνο το βράδυ είχε στείλει το πεντάχρονο αγόρι να ζητήσει ως ελεημοσύνη λίγο λάδι, γιατί δεν είχαν πατέρα στο σπίτι. Η συνέχεια στο ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK



ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

TO ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ Ηπειρώτικο παραμύθι του Χρ. Χρηστοβασίλη διαβάζει ο Κων/νος Αθ. Οικονόμου ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-ΑUDIOBOOK

  TO ΑΘΑΝΑΤΟ ΝΕΡΟ Ηπειρώτικο παραμύθι του Χρ. Χρηστοβασίλη  διαβάζει ο Κων/νος Αθ.  Οικονόμου ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-ΑUDIOBOOK ΤΑ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ το...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....