Τυχαιότητα και τζόγος
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου – συγγραφέα
ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΗΝ “ΤΥΧΗ”: Τα τυχερά παιχνίδια στηριζόμενα στην επιθυμία ρίσκου και στην ελπίδα κερδών, υπάγονται στους νόμους των πιθανοτήτων. Συνηθέστερα είναι της τράπουλας, ενώ άλλα τυχερά παιχνίδια είναι ο κουλοχέρης (φρουτάκια), η ρουλέτα, τα ζάρια, κ.ά. Τα τυχερά παιχνίδια είναι δημοφιλή στην πατρίδα μας. Εννιά δισ. ευρώ (2008) είναι ο νόμιμος τζίρος στην πατρίδα μας, κατατάσσοντάς την δεύτερη στην κατά κεφαλήν δαπάνη για τζόγο παγκοσμίως !
ΤΥΧΑΙΌΤΗΤΑ: Στην αρχαιότητα, η έννοια της τύχης διαπλεκόταν με αυτήν της μοίρας. Πολλοί αρχαίοι λαοί έριχναν ζάρια ώστε να καθορίσουν την μοίρα, και αυτό εξελίχθηκε σε παιχνίδι. Οι Ρωμαίοι έπαιζαν τυχερά παιχνίδια ώστε να δουν την εύνοια της θεάς Fortuna. Ο Ιούλιος Καίσαρ έλαβε την απόφαση να διαβεί τον Ρουβικώνα ρίχνοντας ζάρια. Με την τύχη ασχολήθηκαν ο Γαλιλαίος και ο Πασκάλ. Τον εικοστό αιώνα είχαμε ραγδαία ανάπτυξη της ανάλυσης της τυχαιότητας, καθώς επιχειρήθηκε μαθηματική θεμελίωση των πιθανοτήτων. Στα τέλη του εικοστού αιώνα, τυποποιήθηκε η αλγοριθμική τυχαιότητα (Chaitin και Κολμπογκόρωφ). Ο Ε. Λόρεντζ παρατήρησε ότι μικρή αλλαγή στα δεδομένα ενός προγράμματος υπολογιστή για προσομοίωση καιρού οδηγούσε σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα. Αυτό έγινε γνωστό ως “φαινόμενο της πεταλούδας”, εμφανιζόμενο ως ερώτηση: «μπορεί το τίναγμα φτερών μιας πεταλούδας στη Βραζιλία να προκαλέσει τυφώνα στο Τέξας;».
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Ο Δημόκριτος θεωρούσε την τυχαιότητα υποκειμενική, οφειλόμενη στην ανικανότητα κατανόησης της φύσης των συμβάντων. Χρησιμοποίησε το παράδειγμα δύο ανθρώπων που θα έστελναν τους υπηρέτες τους να φέρουν νερό την ίδια στιγμή ώστε να συναντηθούν. Οι υπηρέτες θα θεωρούσαν την συνάντηση τυχαία. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε τύχη και αναγκαιότητα αντίθετες δυνάμεις. Ισχυρίστηκε ότι η φύση έχει σταθερά μοτίβα τα οποία δεν είναι τυχαία. Ταξινόμησε τα ενδεχόμενα σε κατηγορίες: βέβαια, (αναγκαστικά), πιθανά, που συμβαίνουν συνηθέστερα, και μη προβλέψιμα (τυχαία). Ο Επίκουρος χαρακτήριζε την τυχαιότητα αυθύπαρκτη, ανεξάρτητα από την ανθρώπινη γνώση.
ΕΞΑΡΤΗΣΗ: Οι περισσότεροι άνθρωποι που τζογάρουν, σταματούν όταν χάνουν ένα συγκεκριμένο ποσό. Υπάρχουν, ωστόσο άνθρωποι που ξοδεύουν περισσότερα απ' ότι αντέχουν, προκαλώντας προβλήματα στη δουλειά, οικογενειακές προστριβές, καταφυγή σε ψέματα. Ο εξαρτημένος δε μπορεί να αντισταθεί στην ανάγκη να παίξει και η ικανοποίηση της ανάγκης οδηγεί σε μεγαλύτερη ανάγκη να συνεχίσει. Τέτοια άτομα συνήθως ούτε το συνειδητοποιούν ούτε το παραδέχονται. Το να παραδεχτεί κάποιος την εξάρτηση, είναι βήμα προς απεξάρτηση. Όμως ο πάσχων κάνει αυτό το βήμα μόνο όταν συναντήσει οικονομικά προβλήματα, ή τον εγκαταλείψει η οικογένειά του, λόγω της εξάρτησης του.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Ο πάσχων σκέφτεται συνεχώς πότε θα παίξει, πώς θα εξασφαλίσει χρήματα να παίξει. Παίζει σταδιακά μεγαλύτερα ποσά. Κάνει ανεπιτυχείς προσπάθειες να σταματήσει. Είναι ευερέθιστος και εκνευρισμένος όταν αντιστέκεται στην ανάγκη του να παίξει. Λέει ψέματα για τα έξοδα του τζόγου. Στρέφεται σε παράνομες πράξεις προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα ή δανείζεται. Δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του (παραμέληση παιδιών, μεγάλες απουσίες από το σπίτι). Σύμπτωμα ακόμη είναι η συντήρηση μύθων, αυταπατών και ψευδαίσθησης ελέγχου της “τελετουργίας” του παιχνιδιού. Πολλοί θεωρούν ότι βρίσκονται κοντά στην ανακάλυψη τρόπου “ρεφαρίσματος” ακόμα και αν χάνουν μεγάλα ποσά. Υπερεκτιμούν τα κέρδη τους ξεχνώντας τα χαμένα, υιοθετώντας διαστρεβλωμένη εικόνα των γεγονότων.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: Η εξάρτηση από τον τζόγο βασίζεται στην ανάγκη του ατόμου να παίξει προκειμένου να ικανοποιήσει αισθήματα ανικανοποίητου, απόρριψης, φόβου και να βιώσει ευχάριστα αισθήματα. Όταν παίζει, επαφίεται στην “αγκαλιά” της Τύχης, όπως ένα μωρό στη μητέρα του, για την ικανοποίηση ψυχικών αναγκών. Υποσυνείδητα, το άτομο θέλει να χάσει φτάνοντας εκεί που δεν έχει τίποτα πια. Ο λόγος που δεν σταματά ακόμη και όταν χάνει χρήματα, ή σχέσεις, δηλώνει αυτοκαταστροφικότητα. και αυτοτιμωρία για κάτι που συνέβη στο παρελθόν, για το οποίο νιώθει τύψεις. Έρευνα πανεπιστημίων (Κάλγκαρι, Σάο Πάολο) ανέδειξε την εξάρτηση του τζόγου ισχυρότερη κι από αυτή του αλκοόλ. Το ΚΕΘΕΑ, τέλος, δημιούργησε νέα δομή, απευθυνόμενη στους εξαρτημένους παίχτες τυχερών παιχνιδιών.
ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ: Για την Ψυχιατρική ο τζόγος αποτελεί εξαρτητική συμπεριφορά συνοδευόμενη από απώλεια αυτοελέγχου και βαθμιαία συναισθηματική κατάπτωση. Ο πάσχων, παίζοντας όλο και περισσότερο, χάνοντας την έννοια του χρόνου, παρουσιάζει μεταπτώσεις (ευφορία-δυσφορία). Ψέμα, ευστροφία και κρυψίνοια αποτελούν ελαττώματα όσο και αρετές του παθολογικού τζογαδόρου, καθώς χωρίς αυτά δεν μπορεί να συνεχίσει την ενασχόλησή του. Ο παθολογικός τζόγος αποτελεί ψυχασθένεια με συχνά άσχημη έκβαση, όταν ο πάσχων εγκαταλείπεται από οικείους, λόγω στιγματισμού και οικονομικής εξάντλησης. Η θεραπεία αποσκοπεί στη βοήθεια του ασθενούς να ξεπεράσει παραλογισμούς σχετικά με τον έλεγχο της τύχης, καθώς και στην αντιμετώπιση των διαφόρων συνοδών νευρολογικών συμπτωμάτων. Η απότομη διακοπή του τζόγου παρουσιάζει στερητικό σύνδρομο (ναυτίες, ιλίγγους, διαταραχές ύπνου, άγχος), ενώ μπορεί να προκαλέσει άλλες ψυχιατρικές παθήσεις. Αυτοπειθαρχία, αυτογνωσία, συναίσθηση ευθύνης και αυτοσεβασμός, είναι παράγοντες άμβλυνσης της πιθανότητας εμπλοκής κάποιου σποραδικού παίκτη παθολογικά στο τζόγο.
ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΤΖΟΓΟΣ: Παιδιά, που φαίνεται πως από μικρά αρέσκονται στο τυχερό παιχνίδι, παίζουν σε πλατείες και αυλές σχολείων με χαρτάκια ποδοσφαιριστών, τα αντίστοιχα “λαχεία” τους, με στόχο να “αρπάξουν”, με τη βοήθεια της τύχης, όσα περισσότερα μπορούν από τους φίλους τους. Στη Ελλάδα η νοοτροπία εύκολου πλουτισμού, ίσως κληροδοτημένη από οικείους, και η ανάγκη για απόσπαση από τα οξυμένα προβλήματα της καθημερινότητας, μετέτρεψαν τα τυχερά παιχνίδια σε eldorado ελπίδων και δυνάστη οικογενειών. Ο τζόγος, σαν ναρκωτικό, κάνει τον παίχτη να ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμα ενός αγώνα, μιας κλήρωσης, σαν από το αποτέλεσμα να εξαρτιόνταν η επιβίωσή του. Αν κερδίσει στο στοίχημα, βιώνει θρίαμβο, η τάση του για στοιχηματισμό ενισχύεται και αμέσως ξαναμπαίνει στη διαδικασία να στοιχηματίσει. Αν χάσει, η προσδοκία νίκης μετατρέπεται πεισματικά, σε ανάγκη στοιχηματισμού περισσοτέρων για να πάρει πίσω τα χρήματα που θεωρεί πως του ανήκουν. Ο εθισμός ενισχύεται από τη διαφήμιση παιχνιδιών, που μάλιστα ιδιοκτήτης είναι το ελληνικό κράτος, αλλά και από το καθημερινό αδιαχώρητο που παρατηρείται (9 π.μ. (!) έως τα μεσάνυχτα) στους “ναούς” του κρατικού τζόγου, ενώ ακόμη και ψιλικατζίδικα της γειτονιάς μετατράπηκαν σε κέντρα ψυχοπαθολογικής εξάρτησης από το τζόγο. Συμβολή στην αύξηση του τζόγου έχει και η χρηματιστηριακή “περιπέτεια”, όπου χάθηκαν δισεκατομύρια από πλήθος “επενδυτών”, που υπάκουσαν, μάλιστα, σε κελεύσματα τότε ταγών του έθνους. Έτσι το μουαγέν, αντιστάθηκε από το ρεφάρισμα. Ο “παίχτης” δίνει βαρύτητα σε ρόλους σχετικούς με την εξάρτηση: παίχτη, φιλάθλου, αναγνώστη εντύπων προγνωστικών και θαμώνα λεσχών ή πρακτορείων.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ: Πολλοί, παίζοντας χαρτιά, κερδίζουν τα χρήματα του φίλου τους. Τότε, χαρούμενοι, θριαμβολογούν. Μπήκαν και στο παιχνίδι και εκμεταλλευτές, με διάφορα τυχερά μηχανάκια, βρίσκοντας την ευκαιρία να πλουτίσουν σκυλεύοντες ιδρώτα πτωχών ευπίστων «χριστιανών». Ο χριστιανός δεν παίζει τυχερά παιχνίδια. Εμπιστεύεται το Θεό, να τον ευλογήσει στη δουλειά, να του δίνει δύναμη να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής, ευχαριστώντας Τον για όλα. Διαβάζουμε στην Αγία Γραφή: “Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς, και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον” (Ιω. ιθ΄24). Ο χιτώνας του Κυρίου μετετράπη σε έπαθλο τυχερού παιχνιδιού! Από τη στιγμή που ο χιτώνας Του, μετατρέπεται σε “έπαθλο” τύχης, ο χριστιανός για λόγους σεβασμού, θα όφειλε να απέχει από οτιδήποτε στηρίζεται στην τύχη. Άλλωστε μόνο: “πλουτισμός (...) που δημιουργείται με τιμιότητα θα πληθυνθεί.” (Ψ. λγ΄ 11). Το να παίζουμε χρήματα, είναι βλασφημία απέναντι στο Θεό. Αυτός δίνει ό,τι έχουμε, περιμένοντας συνετή διαχείριση. Ο Κύριος λέει ότι θα μας ζητήσει λόγο για την διαχείριση όσων μας έδωσε (Παραβολή των ταλάντων). Κατά την Ορθοδοξία, ο τζόγος υποβοηθά επιθυμίες, δεν ωφελεί το πνεύμα. Μας κάνει να επιθυμούμε να επιβληθούμε επάνω στους άλλους. Χαρτοπαίζουμε την πρωτοχρονιά με χρήματα για “να πάει καλά ο χρόνος”. Ο χρόνος θα πάει καλά αν μας βρει με καρρέ του άσσου; Οι Πατέρες διερωτώνται πώς όταν έχουν καταστραφεί από το τζόγο οικογένειες, όταν άνθρωποι έχουν θέσει τέρμα στη ζωή τους αφήνοντας χήρες, ορφανά, χρέη, πώς γίνεται κάποιοι να παίζουν τυχερά παιχνίδια. Τέλος ο Χριστός ζητά αγώνα και την πίστη μας σε Εκείνον, όχι επιζητώντας εφήμερα, εύκολα και άκοπα. Αν περισσεύουν χρήματα, ας φάει μια τυρόπιτα ένας άστεγος και εάν θέλουμε παιχνίδι, υπάρχουν και επιλογές σε παιχνίδια που προάγουν τη συντροφικότητα και το χαμόγελο.
Konstantinosa.oikonomou@gmail.com
Βιβλιογραφία: http://www.orthodoxia-net.gr/?p=306
.jpg)
