Ετικέτες - θέματα

11.10.25

Ο Άγιος Μάρτυς Λογγίνος ο εκατόνταρχος (16/10) σταυρωτής του Κυρίου, μα κήρυκας της Αναστάσεως + ΒΙΝΤΕΟ Από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου

 

Ο Άγιος Μάρτυς Λογγίνος ο εκατόνταρχος (16/10)

σταυρωτής του Κυρίου, μα κήρυκας της Αναστάσεως

+ ΒΙΝΤΕΟ

Από τον Κωνσταντίνο Οικονόμου




  Η “ΣΤΑΥΡΙΚΗ” ΓΝΩΡΙΜΙΑ: Στη Σταύρωση του Κυρίου, επιβλέπων αξιωματικός ήταν ο Εκατόνταρχος Λογγίνος. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Λογγίνος δεν είχε γνωρίσει τον Κύριο. Όμως τότε τα μάτια του είδαν τα αγκάθια, τη καταφρόνια στο πρόσωπο του Ιησού, το ανηφορικό κουβάλημα του Σταυρού, τα καρφιά και την ταπεινωτική ύψωσή Του ανάμεσα στους ληστές. Κι όταν ο Κύριος ξεψύχησε, η γη σείστηκε κι ο ήλιος σκοτείνιασε, τότε ο εκατόνταρχος Λογγίνος ψιθύρισε περιδεής: «Αληθινά ο γιός του Θεού ήταν αυτός». Όταν ενταφιάστηκε το σώμα του Κυρίου, ο Λογγίνος διατάχθηκε να φρουρήσει με τους στρατιώτες του τον πανάγιο Τάφο. Κι όταν Άγγελος Κυρίου σήκωσε την πέτρα από τον Τάφο, οι στρατιώτες τυφλώθηκαν κι έπεσαν στη γη, ο εκατόνταρχος πίστεψε στον Κύριο. Μαζί πίστεψαν και δυο στρατιώτες του και έγιναν κήρυκες της Ανάστασης Του. Όταν έμαθαν τα καθέκαστα οι Αρχιερείς, τους φώναξαν ανακρίνοντάς τους. Τότε ο Λογγίνος είπε: “Τα μάτια μου είδαν το θαύμα και η ψυχή μου την αλήθεια”. Όμως εκείνοι εκούσια τυφλοί ανταπάντησαν: “Αυτό που λες, είναι φαντασία σου. Οι μαθητές του Ναζωραίου Τον έκλεψαν από τον τάφο.” Τότε ο εκατόνταρχος και οι στρατιώτες δήλωσαν με παρρησία πως δεν κοιμήθηκαν στιγμή και δεν μπορούν να κρύψουν την αλήθεια της Ανάστασης. Οι Αρχιερείς τότε προσπάθησαν να τους δωροδοκήσουν. Κι ο Λογγίνος έδωσε ξεκάθαρη απάντηση: “Η αλήθεια είναι πιο δυνατή από τ’ ασήμι σας. Μάταιο κόπο κάνετε να σκοτεινιάσετε αυτό που λάμπει περισσότερο από τον ήλιο. Εγώ θα εξακολουθώ να ομολογώ, την Ανάσταση του Χριστού.” Τότε οι Ιουδαίοι σύνεδροι πήγαν στον Πιλάτο και συκοφάντησαν το γενναίο αξιωματικό, ενώ παραμόνευαν τον κατάλληλο καιρό να εκδικηθούν. Ύστερα από καιρό, ο Λογγίνος νιώθοντας γύρω του μόνο μίσος, αποφάσισε ν’ αφήσει το ρωμαϊκό στρατό και να φύγει μακριά από το εχθρικό περιβάλλον.

  Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ: Αρχίζοντας καινούργια ζωή, ο Λογγίνος και οι άλλοι δυο στρατιώτες που τον ακολούθησαν, γνώρισαν τους Αποστόλους, βαπτίστηκαν και αργότερα κατευθύνθηκαν στην Καππαδοκία. Εκεί, ο Λογγίνος έγινε κήρυκας και απόστολος του Χριστού, φανερώνοντας το αναστάσιμο φως σε πολλούς. Αργότερα κατευθύνθηκε στο χωριό όπου είχε γεννηθεί. Και κει ζούσε ήσυχα, με νηστεία και προσευχή, έχοντας στην καρδιά του το Σταυρό. Στο μεταξύ οι Φαρισαίοι, μαθαίνοντας για το έργο του Λογγίνου στην Καππαδοκία, πήγαν στον Πιλάτο και τον παρακάλεσαν, δωροδοκώντας τον, να στείλει μήνυμα στον Καίσαρα καταγγέλοντας το Λογγίνο, πως εγκατέλειψε το αξίωμά του κι έφυγε ταράσσοντας το λαό στη Καππαδοκία, κηρύττοντας άλλο βασιλιά. Κι ο Πιλάτος έστειλε στον Τιβέριο γράμμα γεμάτο συκοφαντία για το Λογγίνο. Και μαζί, έστειλαν οι Ιουδαίοι χρυσάφι στον Καίσαρα, εξαγοράζοντας έτσι το θάνατο του Εκατόνταρχου. Η απάντηση από τη Ρώμη δεν άργησε. Ο Καίσαρ διέταζε το θάνατο του “αποστατήσαντος” Λογγίνου. Ο Πιλάτος αμέσως όρίσε στρατιώτες του να βρουν το Λογγίνο και τους άλλους δυο κήρυκες της Ανάστασης, και να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα με τα κεφάλια τους! Οι απεσταλμένοι, μαθαίνοντας πως βρισκόταν στο πατρικό χωριό του, πήραν το δρόμο του χωριού εκείνου. Και πορεύονταν αναζητώντας το Λογγίνο, ρωτώντας γι’ αυτόν σα να του φέρνανε τάχα μήνυμα χαρμόσυνο.

  ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Οι στρατιώτες συνάντησαν το Λογγίνο στην άκρη του χωριού. Και κείνος, γεμάτος από Άγιο Πνεύμα, τους γνώρισε και κατάλαβε τι ήθελαν. Τους καλωσόρισε με αγάπη και προσφέρθηκε να τους υπηρετήσει, ρωτώντας τους τι ζητάνε. Και 'κείνοι του είπαν: “Μπορείς να μας πεις μήπως ζει εδώ κάποιος Λογγίνος, που ήταν Εκατόνταρχος του ρωμαϊκού στρατού;” Κι εκείνος τους απάντησε ότι εκεί ζούσε, ρωτώντας τους τι τον θέλουν. Οι απεσταλμένοι απάντησαν πονηρά: “Έχουμε ακουστά πως είναι αγαθός άνθρωπος και επιθυμούμε να τον γνωρίσουμε, γιατί είμαστε στρατιώτες και αυτός ήταν Εκατόνταρχος.” Τότε ο Λογγίνος θαρραλέα τους είπε: “Παρακαλώ, περάστε από το σπίτι μου. Ξέρω που ζει, θα τον ειδοποιήσω κι αυτός θάρθει γιατί δεν είναι μακριά.” Οι στρατιώτες ακολούθησαν το Λογγίνο σπίτι του, όπου τους παρέθεσε πλούσιο γεύμα. Οι στρατιώτες έφαγαν και ήπιαν ώσπου ήρθε η νύχτα. Τότε, πάνω στην ευθυμία, εμπιστεύτηκαν στο Λογγίνο το μυστικό τους. “Μας στείλανε εδώ”, είπε ο ένας, “για να πάρουμε το κεφάλι του Λογγίνου και των συντρόφων του. Έτσι αποφάσισε ο Καίσαρας, κι ο Πιλάτος έστειλε εμάς, να εκτελέσουμε το πρόσταγμα. Κοίταξε μη το μάθει και φύγει.” Κι ο Λογγίνος ψύχραιμα πρόσθεσε: “Έννοια σας. Ο Λογγίνος θα παρουσιασθεί μόνος του, και μαζί και οι δυο σύντροφοί του.” Όταν οι λεγεωνάριοι αποκοιμήθηκαν, ο εκατόνταρχος έστειλε μήνυμα στους φίλους του να έρθουν στο σπίτι. Έπειτα γονατίζοντας προσευχήθηκε ολονυχτίς. Πράος ετοιμαζόταν για το μαρτύριο. Με το ξημέρωμα σηκώθηκαν οι στρατιώτες και καθώς ετοιμάζονταν, παρακάλεσαν το Λογγίνο να τους συνοδέψει στον άνθρωπό τους. Όμως εκείνος τους συνέστησε υπομονή και τους είπε να μην φύγουν γιατί σε λίγο θα εμφανιζόταν. Όταν φάνηκαν να πλησιάζουν οι δυο άλλοι “καταζητούμενοι”, ο Λογγίνος βγήκε και τους καλωσόρισε αγκαλιάζοντάς τους. Τότε τους είπε τα καθέκαστα, προσθέτοντας: “Χαρείτε, αδελφοί μου μαζί μου, γιατί πλησιάζει η ώρα που θα λευτερωθούμε από τα γήινα δεσμά μας. Σε λίγο θα βρεθούμε μπροστά στον Κύριο, που είδαμε να τον σταυρώνουν και ν’ ανασταίνεται. Αυτοί που ήρθαν να μας σκοτώσουν είναι εδώ, ελάτε.” Ακούγοντας αυτά οι φίλοι του, χάρηκαν γιατί έφθασε γι' αυτούς η ώρα του μαρτυρικού στεφάνου. Ακολούθησαν τον Λογγίνο στο σπίτι, όπου εκείνος είπε στους δημίους του: “Μπροστά σας βρίσκεται αυτός που ζητάτε με τους δυο συντρόφους του. Εγώ είμαι ο Λογγίνος και αυτοί είναι οι σύντροφοί μου”. Τότε ο ένας από τους απεσταλμένους είπε: “Αυτό το αστείο δεν το πιστεύουμε. Οδήγησέ μας στον καταδικασμένο γιατί πρέπει να εκτελέσουμε τις εντολές.” Τότε ο Λογγίνος πρόσθεσε αποφασιστικά αλλά ήρεμα: “Εμείς είμαστε αυτοί που ζητάτε. Κάνετε όπως σας προστάξανε αυτοί που σας στείλαν.” Τους κοίταζαν οι στρατιώτες μη μπορώντας να πιστέψουν, ενώ ένιωθαν ντροπή διστάζοντας να θανατώσουν αυτόν που τους είχε αδελφικά φιλοξενήσει. “Αγαπητοί μου”, επέμεινε ο εκατόνταρχος, “μην καθυστερείτε. Μονάχα έτσι μπορείτε να ανταποδώσετε την αγάπη που σας έδειξα. Άλλωστε, γπάει καιρός που θέλω ν’ αντικρύσω τον Κύριό μου!” Λέγοντας αυτά, ντύθηκε με άσπρα ρούχα της ταφής, φώναξε τους συγγενείς του, και, δείχνοντας ένα βουναλάκι με φοινικιές, είπε: “Εκεί, αγαπημένοι μου, να θάψετε το σώμα μου, πλάι στους εν Χριστώ συντρόφους μου. Σας χαιρετώ, κρατάτε στην ορθή πίστη και δώστε μου το στερνό ασπασμό.” Κι αφού αγκάλιασε όλους, γονάτισε πλάι στους φίλους του και έσκυψε το κεφάλι κάτω από το σπαθί. Με βαριά καρδιά οι στρατιώτες τον χτύπησαν. Έπειτα πήραν μαζί τους την κεφαλή του Αγίου Λογγίνου και των άλλων και τις έφεραν στην Ιερουσαλήμ. Κι οι σπιτικοί, κλαίγοντας, έθαψαν τα λείψανα των μαρτύρων κάτω από τα φοινικόδεντρα. Στην Ιερουσαλήμ ο Πιλάτος έστειλε την τίμια κεφαλή του μάρτυρα στους Ιουδαίους κι εκείνοι την πετάξαν έξω από την πόλη στα σκουπίδια.

   Η ΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ: Εκείνα τα χρόνια, κάποια Άννα, χήρα από την Καππαδοκία, έτυχε να τυφλωθεί. Επισκέφθηκε γιατρούς, χωρίς να δει όφελος. Τότε σκέφτηκε να προσκυνήσει στα Ιεροσόλυμα και στον τάφο εκείνο, που γι’ αυτόν ο Λογγίνος, είχε μιλήσει κάποτε στα πλήθη της Καππαδοκίας, διδάσκοντας τους συμπατριώτες της, και να ζητήσει θείο έλεος. Πήρε λοιπόν το μοναχογιό της και ξεκίνησε κρατώντας τον από το χέρι. Όμως, φτάνοντας εκεί, ο γιος της χήρας έπεσε άρρωστος και σε λίγες μέρες πέθανε. Έκλαιγε η τυφλή γυναίκα, από τη μεγάλη της θλίψη, γιατί έχασε δεύτερη φορά το φως της. Κι έτσι, απαρηγόρητη, θρηνούσε ολομόναχη ανάμεσα στα τείχη της Ιερουσαλήμ. Κι όμως, στο σκοτάδι της δυστυχίας της, φανερώθηκε ο Άγιος Λογγίνος παρηγορώντας την: “Χαροκαμένη μητέρα, μην κλαις, θα ξαναβρείς το φως σου. Θυμήσου όσα είπα κάποτε για τα Πάθη και την Ανάστασή του Σωτήρα μας, που είδα με τα μάτια μου. Μάθε, πως ο γιος σου βρίσκεται κοντά στον Ιησού. Μάθε ακόμα, πως οι εχθροί της αλήθειας με αφάνισαν μαζί με τους συντρόφους μου, και η κεφαλή μου είναι πεταμένη στα σκουπίδια, έξω από τα τείχη. Πήγαινε να τη βρεις. Κι όταν τη βρεις, τα μάτια σου θα δουν”. Η γυναίκα σηκώθηκε και, ταραγμένη μα με ελπίδα, ξεκίνησε κατά εκεί που έρχονταν η μυρουδιά των σκουπιδιών, παρακαλώντας τους περαστικούς να τη βοηθήσουν. Φτάνοντας εκεί, ψηλάφησε το μέρος αναγνωρίζοντάς το, κι άρχισε τυφλά να ψάχνει. Όταν ένιωσε στα δάχτυλα της εκείνο που ζητούσε, αμέσως σκόρπισε η καταχνιά, και στου ήλιου το φώς είδε την κεφαλή του απόστολου της Καππαδοκίας. Δακρυσμένη, δόξασε το Θεό και παίρνοντας την κεφαλή του Εκατόνταρχου, την ασπάστηκε και την έφερε στο σπίτι της. Εκεί την έπλυνε, τη μύρωσε, κι ένιωθε μέσα της ουράνια χαρά. 



  Την επομένη, η χήρα είδε πάλι τον Άγιο λουσμένο στο φως, με ιμάτια λαμπρά να κρατά το γιό της, ντυμένο με γιορτινά. Ο Άγιος τον αγκάλιασε και το παιδί χαμογέλασε ευτυχισμένο. «Βλέπεις, γυναίκα, πού βρίσκεται ο γιος σου; Χαίρε, γιατί εδώ είναι η αιώνια βασιλεία. Σήκω. Πάρε τήν κεφαλή και το λείψανο του γιου σου και πήγαινε τα στο τόπο όπου κήρυξα το λόγο του Κυρίου». Βιαστικά σηκώθηκε η γυναίκα κι έκανε όπως της είπε ο Άγιος. Παίρνοντας το κορμί του παιδιού και την κεφαλή του Εκατόνταρχου, κατευθύνθηκε στην Καππαδοκία, και κει έθαψε τα λείψανα σε τόπο γαλήνης κι ανάπαυσης, κοντά στο φτωχικό της.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 





Οι Σάτυροι & οι Σειληνοί από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Οι Σάτυροι & οι Σειληνοί

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


 

   ΓΕΝΙΚΑ – ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Οι Σάτυροι ήταν κατώτεροι δαίμονες της Ελληνικής Μυθολογίας, μυθικά όντα, που θεωρούνταν πνεύματα των βουνών και των δασών. Η ποίηση και η τέχνη τους παρίστανε από τη μέση και πάνω ανθρωπόμορφους, φαλακρούς όμως με σουβλερά αυτιά. Στο κάτω μέρος όμως του σώματός τους διακρίνονταν πόδια και ουρά τράγου, σε αντίθεση με τους συγγενικούς δαίμονες Σειληνούς, των οποίων το κάτω μισό του σώματος έμοιαζε με αυτό του αλόγου.

Σάτυροι και Μαινάδες

ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
: Οι Σάτυροι, όπως και οι Σειληνοί, θεωρούνταν ακόλουθοι και σύντροφοι του θεού Διόνυσου, τον οποίον, κατά την παράδοση, είχαν μεγαλώσει από παιδί. Αγαπημένη τους ασχολία ήταν το παίξιμο αυλού και κιθάρας, ο τρύγος και η ... μέθη, που συνοδευόταν με το κυνήγι των κοριτσιών ή των Νυμφών. Όλα αυτά μαζί συναποτελούσαν την προσωποποίηση της γονιμότητας της Φύσης. Στα διάφορα δραματικά έργα αλλά κα στην τέχνη, παρουσιάζονται θρασείς, πότες, ερωτομανείς αλλά και ιδιαίτερα φιλόμουσοι και χορευτές. Την ομηρική εποχή δεν γνωρίζουμε αν οι Σάτυροι είχαν εμφανιστεί με τα χαρακτηριστικά αυτά, πάντως ο μεγάλος επικός ποιητής, ο Όμηρος, δεν κάνει μνεία σ΄ αυτούς! Αντιθέτως, ο Ησίοδος τους μνημονεύει με τον όχι και τόσο κολακευτικό τίτλο "γένος των κηφήνων", μάλλον δίκαια, ενώ τους Σειληνούς τους αποκαλεί "ουτιδανούς αμηχανοέργους" (ανίκανους, τεμπέληδες). Κάποιοι ποιητές τους αποδίδουν και τους χαρακτηρισμούς, "σκιρτόποδες", επειδή χόρευαν με σκιρτήματα, "γλευκόποτες" (κρασοπότες), ή "κεραστές" (από τα κέρατα που έφεραν), ή “αιγίποδες” (=ραγοπόδαροι).

ΣΤΗ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: Στη δραματική ποίηση οι Σάτυροι αποτελούν τα κύρια πρόσωπα του λεγόμενου σατυρικού δράματος, από τους οποίους άλλωστε πήρε και την ονομασία του. Στο ποιητικό αυτό είδος οι Σάτυροι εμφανίζονται ντυμένοι με δέρματα τράγων και ονομάζονται "τράγοι". Στις περισσότερες αρχαίες παραστάσεις εμφανίζονται μαζί με τον Διόνυσο και τις Νύμφες, που όμως πολύ συχνά συγχέονται με τους Σειληνούς. Άλλωστε, μετά τον 4ο αιώνα π.Χ., στους Σάτυρους προστέθηκαν αυτιά, ουρά, οπλές αλόγου και παρέμειναν μόνο τα πόδια του τράγου.

Σάτυροι και Νύμφες
  ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΑΤΥΡΩΝ ΣΕΙΛΗΝΩΝ: Στην αρχαία ελληνική τέχνη επικράτησε οι μεν Σάτυροι να απεικονίζονται ως τραγόμορφοι νέοι, σε αντίθεση με τους Σειληνούς που απεικονίζονταν γέροι με αυτιά αλόγου. Το πιθανότερο είναι ότι Σάτυροι και Σειληνοί δεν έχουν κοινή προέλευση. Φαίνεται όμως ότι από τον θεό Πάνα, κοντά στο χώρο του οποίου βρίσκονται εγκατεστημένοι οι πρώτοι, πήραν την τραγοπόδαρη μορφή των κάτω άκρων τους. Στην αγγειογραφία, όπου και οι διαφορές είναι εμφανέστερες, οι ώριμοι Σειληνοί φέρονται φαλακροί, γενειοφόροι, γέροντες και προγάστορες (με μεγάλη κοιλιά), σε αντίθεση με τους Σάτυρους που φέρονται ως αγένειοι νέοι. Ο Πραξιτέλης τους παριστάνει περισσότερο εξευγενισμένους με πολύ μικρά, διακριτικά, κέρατα που προδίδουν όμως την ιδιότητά τους.

Ο ΟΡΟΣ ΣΗΜΕΡΑ: Στη σύγχρονη ελληνική λαϊκή έκφραση, η αναφορά σε Σάτυρο χαρακτηρίζει πρόσωπο που επιδιώκει ανήθικες ερωτικές συνευρέσεις, ή προβαίνει σε ασελγείς πράξεις.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Επενδύσεις, αναδύσεις, καταδύσεις… Γράφει ο Γιάννης Φρύδας ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ 13 Πολυμετοχικό και με στρατηγικό επενδυτή

  Επενδύσεις, αναδύσεις, καταδύσεις… Να ξέρετε πως ξέρουμε και κάνουμε πως δεν ξέρουμε. Όμως κι αυτοί που ξέρουμε, ξέρουν ότι τους ξέ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....