Ετικέτες - θέματα

4.10.25

Ο μπαρμπ΄Αντώνης, του Κων/νου Χατζόπουλου Κείμενο- AUDIOBOOK, διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

Ο μπαρμπ΄Αντώνης, του Κων/νου Χατζόπουλου

Κείμενο- AUDIOBOOK, διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου 

  Εκδόθηκε το 1916 στο βιβλίο ΤΑΣΩ, ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΚΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, από τον εκδοτικό οίκο ΕΣΤΙΑ.

     
 
   Ακουμπούσε ορθός στον τοίχο, ανασήκωνε την πλατιά λερή μανίκα και τέντωνε το χέρι. Ο παππούς του έδενε σφιχτά το μπράτσο με μια καλτσοδέτα κι ύστερα έδινε τη νυστεριά στη φλέβα. Το αίμα πηδούσε αχνοκόκκινο γράφοντας τόξο στον αέρα, έπειτα χαμήλωνε σιγά σιγά ώσπου στάλαζε θολό και σκούρο, σα μισοστειρεμένη βρύση από σκουριασμένη κάνουλα, χάμω στις αγριάδες της αυλής.
     Κι ο Μπαρμπαντώνης το κοίταζε με τα θαμπά μάτια του, το κοίταζε και θυμόταν τον παλιό γιατρό που έχτισε κει στην εξοχή το σπίτι, το σπίτι αυτό που αγόρασε ύστερα ο παππούς. Μαζί με το σπίτι πήρε ο παππούς και το νυστέρι του παλιού γιατρού και τη συνήθεια ν’ ανοίγει κάθε άνοιξη τις φλέβες των χωρικών και των βοσκών που κατοικούσαν εκεί ολόγυρα σε αχεροκάλυβες κάτω πλατιές, ψηλά στενές όπως χωνιά αναποδογυρισμένα. Σε μια από αυτές κι ο Μπαρμπαντώνης.
     Η εξοχή ήταν περισσότερο ερημιά. Γύρω άκαρποι πέτρινοι λόφοι με δω και κει στα πλάγια χλωρασιές που μοιάζαν σα νησάκια, και κάπου πού ένα δέντρο που έστεκε σαν ερημίτης στην κορφή. Όταν ερχόταν η άνοιξη, ημέρωνε, γελούσε λίγο ο τόπος, μα γλήγορα ξανάπαιρνε τη σκυθρωπή συνηθισμένη του όψη. Ήτανε σα να διάλεξε το μέρος ο βαρύς και σκυθρωπός, ο ιδιότροπος και ασκητικός παππούς. Κανείς δε σίμωνε στο σπίτι, κανείς δεν του έκανε υπηρέτης. Ο Μπαρμπαντώνης μόνο ερχόταν κι έστεκε κάθε πρωί στην πόρτα.
     Ήταν γέροντας ψηλός, στεγνός σαν ξεραμένο δέντρο. Φορούσε φουστανέλα, μαύρη σκούφια και μυτερά αρβανίτικα τσαρούχια. Δεν έβλεπε καλά, κι η περπατησιά του ήταν κοντή και χορευτή και σκόνταβε σε κάθε πετραδάκι. Μα ακουμπώντας στην ψηλή του γκλίτσα που την πρόβαλε πάντα μπροστά σαν τρίτο πόδι, πήγαινε ταχτικά στην πόλη κι έφερνε ό,τι χρειαζόταν ο παππούς. Το έφερνε κι έστεκε και περίμενε στην πόρτα όσο που τον έδιωχνε ο παππούς.
     Γύριζε τότε στην καλύβα του στην πλαγιά της ράχης και καθότανε μπροστά στην πόρτα. Έβγαζε από το σελάχι το μακρύ σουγιά με τη λαβή από μαύρο κέρατο κι έπιανε κι έσκιζε και πελεκούσε μικρά παλούκια και κλαδιά από λυγαριές κι έπλεκε με αυτές το φράχτη που χώριζε τον τόπο του από του γείτονα τον κήπο. Έπλεκε και διόρθωνε και στέριωνε το φράχτη, γιατί του φαινόταν πως αυτός ο φράχτης ζύγωνε ολοένα στην καλύβα κι έφτανε σιγά σιγά πάντα κοντύτερα στη ρίζα μιας αχλαδιάς που ήταν μπροστά από την καλύβα. Έπειτα ξανακαθότανε στην πόρτα, καθότανε και κοίταζε έξω πέρα και φαινότανε σα να περίμενε.
     Ο παππούς βαριότανε τη φλυαρία του και τον άφηνε να περιμένει. Μα όταν η πλήξη του χειμώνα τον κάρφωνε κι αυτόν μονάχο μέρες ολάκερες μπροστά στο τζάκι, έβγαινε και τον ζητούσε. Τον έβαζε και κάθιζε στην άκρη, πλάι στην πόρτα, του θυμούσε πάντα να μακραίνει την καρέκλα από τον τοίχο όπου κρεμόταν το δικό του επανωφόρι, και τον άφηνε να λέει τα νέα από την πόλη και να διηγάται για τον παλιόν καιρό. Κι ο Μπαρμπαντώνης διηγότανε για τον παλιόν καιρό· για την Αρβανιτιά απόθε ήρθε, την Επανάσταση που είχε πολεμήσει, για τα ρεντίφικα και το στρατό όπου έκαμε ύστερα, για τη λίγη σύνταξη που δεν του φτάνει. Έπειτα για τη γυναίκα του —μια χήρα που πρώτα τον παντρεύτηκε, μα ύστερα όταν άρχισε και γέραζε τον άφησε και πήρε άλλον νιότερο— για το γιο της, ένα μάγκα που ερχόταν και τον έδερνε και του έπαιρνε τη σύνταξη. Για όλα αυτά μιλούσε και ξαναμιλούσε, μιλούσε και κλαιγόταν όσο που τον βαριόταν ο παππούς και τον ξανάδιωχνε.
     Κι ο Μπαρμπαντώνης γυρνούσε πάλι στην καλύβα κι έπιανε και πελεκούσε, κι έσκιζε και πελεκούσε, κι έπειτα καθότανε πάλι στην πόρτα, καθότανε και κοίταζε σα να περίμενε.
     Ώσπου τον ξαναφώναζε ο παππούς, κι ερχόταν πάλι και ξανάρχιζε και διηγόταν πάλι για την Αρβανιτιά και τους πολέμους, για την κοκάρδα του αγωνιστή που είχε ακόμα στην καλύβα, για τη γυναίκα που δεν είχε πια και για το γιο της που ερχόταν και τον έδερνε. Και διηγόταν ύστερα για τον παλιό, τον Μπαβαρέζο το γιατρό που έχτισε το σπίτι εκεί, και τον θυμότανε ψηλόν, παχύ, με μακριά ξανθά μουστάκια, τον θυμότανε που καβαλούσε το άλογο, το άλογο που είχε αυτόν και το συγύριζε, το καβαλούσε κάθε πρωί και πήγαινε τριγύρω στα χωριά και γιάτρευε τον κόσμο. Έπειτα γύριζε και φύτευε κλαριά στον κήπο κι έσπερνε σπόρους στις βραγιές. Φύτευε κι έσπερνε όπως το λέγαν τα βιβλία, τα βιβλία που είχε ένα σωρό από αυτά και διάβαζε, και κει μέσα διάβαζε για όλα, και κει μέσα διάβαζε και για τον κόσμο πως θ’ αλλάξει…
     «Παλαβός άνθρωπος», τον έκοβε ο παππούς.
     «Σοφός άνθρωπος, βασιλικός γιατρός», έλεγε ο Μπαρμπαντώνης.
     Για τον παππού είχε χαλάσει για πάντα ο κόσμος από τότε που διώξανε τον πρώτο βασιλιά και κάμαν σύνταγμα τον τόπο. Και θύμωνε και ξανάδιωχνε τον Μπαρμπαντώνη. Κι ο Μπαρμπαντώνης γύριζε και ξανακάθιζε στην πόρτα της καλύβας. Γύριζε και κάθιζε και πελεκούσε κι έσκιζε και κοίταζε. Κοίταζε μπρος του πέρα και φαινότανε σα να περίμενε.
     Αν ήταν ο προγονός του που περίμενε, ο προγονός του ερχόταν πάντα. Ερχότανε, τον φώναζε από πίσω απ’ την καλύβα, του γύρευε τη σύνταξη, τον έδερνε και του έπαιρνε τη σύνταξη. Και τότε ξαναρχόταν ο Μπαρμπαντώνης στον παππού. Μα του μιλούσε πάλι για τον παλιό γιατρό και για τον κόσμο που έλεγε κείνος πως θ’ αλλάξει, κι ο παππούς θύμωνε και ξανάδιωχνε τον Μπαρμπαντώνη.
     Κι ο Μπαρμπαντώνης ξαναγύριζε στην πόρτα της καλύβας και καθόταν πάλι και στύλωνε τα θαμπά μάτια εμπρός του και κοίταζε. Και καθώς κοίταζε, έβλεπε το φράχτη του γείτονα να του ζυγώνει την καλύβα, να φτάνει πάντα κοντύτερα στη ρίζα της αχλαδιάς που ήταν μπροστά από την καλύβα. Κι έβγαζε πάλι το σουγιά και πελεκούσε κι έσκιζε, έσκιζε κι έπλεκε κλαδιά και στέριωνε το φράχτη. Και πιανόταν με το γείτονα. Ο γείτονας του γύρευε να του πουλήσει τον τόπο με την αχλαδιά κι έτσι να βγει για πάντα από την υποψία. Μα ο Μπαρμπαντώνης την ήθελε την αχλαδιά. Την ήθελε γιατί την είχε κεντρωμένη ο ξένος ο γιατρός, την ήθελε γιατί την ήθελε να κάθεται στον ίσκιο της το καλοκαίρι, την ήθελε γιατί ήθελε να κάθεται και να φυλάει τ’ αχλάδια της απ’ τα παιδιά και τους βοσκούς, κι όσα γλυτώνανε να τα μαζεύει και να τα πάει της γυναικός του.
     Τα πήγαινε δεμένα στο μαντίλι με τα ρούχα που της πήγαινε μαζί για να του πλύνει. Κρατούσε αυτή τ’ αχλάδια και του γύριζε τα ρούχα, κι ο Μπαρμπαντώνης γυρνούσε στην καλύβα κι έπιανε πάλι τον ίσκιο του και φύλαγε κι έπιανε πάλι και πελεκούσε κι έσκιζε, κι έπλεκε και στέριωνε, δυνάμωνε το φράχτη. Όσο που κουραζόταν. Και τότε ξανακαθόταν πάλι ασάλευτος στη θέση του και κοίταζε, κοίταζε μπροστά του και φαινότανε σα να περίμενε.
     Αν ήταν τούτο που περίμενε, ήρθε. Μια μέρα, εκεί που κοίταζε, ο φράχτης δε χόρευε μπροστά του πια, δεν περπατούσε. Είχε χαθεί. Ακόμα του φάνηκε πως κι η καλύβα χάθηκε άξαφνα και πάει. Ο Μπαρμπαντώνης φώναξε κι έπεσε χάμω. Του φάνηκε πως χάθηκε και πάει κι όλος ο κόσμος μαζί με την καλύβα, γιατί αγαπούσε την καλύβα, την ήθελε να κάθεται, την ήθελε για να πεθάνει μέσα. Ο Μπαρμπαντώνης ξαναφώναξε, μα όπως άπλωσε το χέρι, το χέρι του άγγιξε τον τοίχο, κι ένιωσε τότε πως δε χάθηκε η καλύβα. Ο Μπαρμπαντώνης ένιωσε ευθύς τι χάθηκε, και σύρθηκε πασπατευτά με τη μακριά του γκλίτσα ως το κατώφλι του παππού κι έφερε το νέο. Και σερνόταν έτσι κι ύστερα καιρό, μήνες πολλούς ως το κατώφλι του παππού, όσο που έπεσε κι από τα πόδια του μια μέρα. Τώρα μπορούσε μόνο και καθότανε στην πόρτα, καθότανε και κοίταζε άδεια με τα μάτια τ’ άδεια, κοίταζε και φαινόταν πως περίμενε.
     Αν εκείνο που περίμενε ήταν η γυναίκα του, η γυναίκα του ήρθε. Ήρθε και τον πήρε σπίτι της, αφού πήρε και τα χρήματα που φύλαγε ο παππούς από τη σύνταξη του Μπαρμπαντώνη. Μα ο Μπαρμπαντώνης δεν άργησε πολύ να παραγγείλει πως τον αφήνουν νηστικό, κι ο παππούς έστειλε και τον ξανάφεραν στην καλύβα. Και ξανάπιασε πάλι τη θέση του μπροστά στην πόρτα, την έπιασε, μα πια δεν κοίταζε και δε φαινόταν πως περίμενε. Καθόταν και χτυπούσε τη γκλίτσα του κάτω στη γη, καθότανε και διηγόταν ιστορίες στους βοσκούς και στους διαβάτες. Διηγότανε για την Αρβανιτιά, την Επανάσταση και την κοκάρδα που τη φύλαγε τώρα στον κόρφο, για τον παλιό γιατρό που καβαλίκευε και πήγαινε και γιάτρευε τον κόσμο κι ύστερα γύριζε και φύτευε κλαριά κι έσπερνε σπόρους όπως το διάβαζε μες στα βιβλία. Και διηγόταν για την αχλαδιά και για το γείτονα που γύρευε να του την πάρει. Να πελεκήσει και να φράξει δεν μπορούσε πια, μόνο σερνόταν με τα γόνατα στο χώμα κι έψαχνε χάμω και μετρούσε το φράχτη με τα χέρια.
     Ακουγόταν οι φωνές του. Κι έβγαινε τώρα ο παππούς και μάλωνε το γείτονα, κι έβγαινε κι έδιωχνε τον προγονό που γύρευε κι αυτός να του χαρίσει ο Μπαρμπαντώνης την αχλαδιά και την καλύβα. Μα ο Μπαρμπαντώνης δεν το έκανε, γιατί φοβόταν μην ο προγονός πουλήσει την καλύβα, κι αυτός την ήθελε, την ήθελε για να πεθάνει μέσα.
     Πέθανε στον αχερώνα μας όπου τον μάζεψε ο παππούς όταν έπιασε ο χειμώνας, για μην ξεπαγιάσει στην καλύβα. Ως τις στερνές στιγμές του διηγόταν ιστορίες, θυμόταν την Αρβανιτιά και τους πολέμους και τον ξένο το γιατρό που του συγύριζε αυτός το άλογο, το γιατρό που γιάτρευε τους χωρικούς και φύτευε κλαριά κι έσπερνε σπόρους όπως το διάβαζε μες στα βιβλία. Για τ’ άλλα που διάβαζε ο γιατρός μες στα βιβλία, δε διηγόταν. Σώπαινε άμα έφτανε ως εκεί, κι έσκυβε χάμω στη φωτιά κι έμενε ασάλευτος εκεί και δε φαινόταν πως περίμενε. Μόνο λίγες στιγμές πριν ξεψυχήσει, ανασηκώθηκε άξαφνα και γύρισε προς τη μεριά, όπου φανταζότανε πως είναι η πόρτα. Σταμάτησε στη θέση αυτή και φάνηκε σα να περίμενε. Μα γλήγορα ξανάπεσε ήσυχα, βγάζοντας μια βραχνή φωνή, αφήνοντας έναν αχό που έμοιαζε με γέλιο.
     Τον άκουσε ο παππούς που σεργιανούσε με σουφρωμένα φρύδια πέρα δώθε στο μακρύ χαγιάτι καπνίζοντας αμίλητος και βροντώντας μονόρυθμα κι αδιάκοπα, σα χτύπους ρολογιού της πλήξης, τα τακούνια απ’ τις παντούφλες του στις πλάκες, τον άκουσε, έριξε κείθε μια ματιά και πέταξε και κείνος ένα γέλιο από τα δόντια, ένα —δεν άκουσα καλά— «άλλαξε;» ή «θ’ αλλάξει!»
ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ: 

      


  Σημ. Κων/νος Χατζόπουλος: Ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920) ήταν λογοτέχνης διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού.
   Ο Χατζόπουλος ήταν γόνος φτωχής οικογένειας. Ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά – τρία αγόρια και δυο κορίτσια – του εμπόρου Γιάννη Χατζόπουλου από το Χαλκιόπουλο του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας. Η μητέρα του, Θεοφανή Στάικου, ήταν μοναχοκόρη μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες του Αγρινίου που προερχόταν από μεγάλη οικογένεια κοτσαμπάσηδων, πολλά μέλη της οποίας ήταν αγωνιστές του 1821. Οι γονείς της ζήτησαν από το γαμπρό τους να πάρουν κοντά τους και να μεγαλώσουν το πρώτο παιδί τους, τον Κώστα. Ο Χατζόπουλος παρακολούθησε έτσι το γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και σε ηλικία μόλις 14 ετών, φοίτησε στη Νομική της Αθήνας όπου και αποφοίτησε με βαθμό "Καλώς". Έχοντας λύσει το βιοποριστικό του πρόβλημα λόγω της μεγάλης κτηματικής περιουσίας που κληρονόμησε από τους γονείς της μητέρας του και ειδικότερα από τον παππού του, εγκατέλειψε το επάγγελμα πολύ σύντομα και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία. Έτσι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου αναμίχθηκε ενεργά στην τότε πνευματική ζωή. Το 1897 επιστρατεύθηκε ως έφεδρος αξιωματικός στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και υπηρέτησε στην Άρτα. Η εμπειρία του από την κατάσταση του ελληνικού στρατού ήταν απογοητευτική και αυτό, μαζί με την ιδεολογική στροφή του, συνετέλεσε στην τελική απόρριψη της Μεγάλης Ιδέας, πράγμα που φαίνεται από αυτά που  εξέφρασε στο διήγημά του «Αντάρτης» (1907), το οποίο αναφέρεται ακριβώς στον πόλεμο αυτό.

Ο Παλαμάς έγραψε γι΄αυτόν:  "...Τον αγναντεύω όξω από το σπίτι μου μαθητούδι, έφηβο, να προχωρεί στο δρόμο, φροντισμένο, κομψοντυμένο, στα κατάλευκα.Ύστερα από χρόνια βρεθήκαμε ανταμωμένοι στην Αθήνα. Εγώ πρεσβύτερος, κάπως ακουσμένος με τους στίχους μου, σκόρπιους εδώ κι εκεί. Ο Χατζόπουλος ήταν ένα έξυπνο παιδί, ζωηρό, ανυπόταχτο, διαχυτικό ή συμμαζεμένο, μα αξιαγάπητο, που μου κίνησε την προσοχή, μου ξύπνησε τη συμπάθεια. Και στο τέλος το θαυμασμό. Αργότερα γράφτηκε στο πανεπιστήμιο στα νομικά. Και πήρε το δίπλωμά του, κατόρθωμα για τους ανθρώπους του είδους του".

Το 1920, και ενώ ταξίδευε με καράβι (με το ατμόπλοιο "Montenegro") προς την Ιταλία, πέθανε εν πλω από τροφική δηλητηρίαση και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Μπρίντεζι. Τα οστά του μεταφέρθηκαν πολλά χρόνια αργότερα από την κόρη του στο Α΄ Νεκρ. Αθηνών. 

Έργα του: 

  • Ποιητικές συλλογές: "Τραγούδια της ερημιάς" και "Ελεγεία και Ειδύλλια", "Απλοί τρόποι" και "Βραδινοί θρύλοι" .
  • Πεζογραφία: 1917 "Το φθινόπωρο", 1910 "Αγάπη στo χωριό", 1915 "Ο πύργος του Ακροποτάμου", 1916 "Τάσω, Στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα", κ.α΄όλα τα έργα του κρίνονται επηρεασμένα από τον Ρεαλισμό και το Συμβολισμό.
  • Έγραψε ακόμη Κριτικά έργα, όπως μελέτες για τους Παλαμά, Κρυστάλλη και γενικότερες μελέτες για τον συμβολισμί και το σοσιαλισμό. Είναι αξιοσημείωτο ότι με αρκετές μελέτες επιχείρησε να ανατρέψει καθιερωμένες απόψεις ακόμα και για λογοτέχνες όπως οι  Παπαδιαμάντης και Παλαμάς, επισημαίνοντας αρνητικά στοιχεία του έργου τους.
  • Μεταφράσεις: μετέφρασε (από τα γερμανικά) κάποια από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά θεατρικά έργα. Κάποιες από τις σπουδαιότερες μεταφράσεις του είναι: Ιφιγένεια εν ΤαύροιςΦάουστ [Γκαίτε] Πέερ Γκυντ [Ιψεν], Όταν ξυπνήσωμε νεκροί του Ίψεν (περιοδικό «Διόνυσος», τεύχος 1 / 20 Ιουλίου 1901 έως τεύχος 4 / 20 Οκτωβρίου 1901) και την Ηλέκτρα του Χόφμανσταλ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Σαν σήμερα 28.11.[1943] Η Διάσκεψη της Τεχεράνης Η αρχή του τέλους για την ήττα του Άξονος Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

  Ε   π   τ   ά      η   μ  έ  ρ  ε   ς Σαν σήμερα 28.11.[1943] Η Διάσκεψη της Τεχεράνης Η αρχή του τέλους για την ήττα του Άξονος ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....