Ετικέτες - θέματα

23.12.25

Η σταχομαζώχτρα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κείμενο- AUDIOBOOK [ΒΙΝΤΕΟ] μεταγλώτισση και ανάγνωση Κων/νος Οικονόμου

Η σταχομαζώχτρα 

του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

κείμενο- AUDIOBOOK [ΒΙΝΤΕΟ]

μεταγλώτισση και ανάγνωση Κων/νος Οικονόμου 



Η ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ

(ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ)

Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187… τὴν θεια-Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα.

Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια-Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της πωλουμένην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ, διότι ἦτο ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δύο ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα ἐπαγγέλματα. Ἦτο (ἂς εἶναι μοναχή της!) ἀπ᾽ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ᾤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἀλλὰ μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος;

Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα-Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δύο παιδιά, «τὰ ἀδιαφόρετα*», ὁ Γεώργης καὶ ὁ Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186… Ἡ βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ.

Ὁ τρίτος ὁ γυιός της, ὁ σουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὑρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν; Ἄλλοι πάλιν πατριῶτες εἶπαν ὅτι ἐνυμφεύθη εἰς ἐκεῖνα τὰ χώματα, κ᾽ ἐπῆρε, λέει, μιὰ φράγκα. Μιὰ ᾽γγλεζοπούλα, ἕνα ξωθικό, ποὺ δὲν ἤξευρε νὰ μιλήσῃ ρωμέικα. Μὴ χειρότερα! Τί νὰ πῇ κανείς, ἠμπορεῖ νὰ καταρασθῇ τὸ παιδί του, τὰ σωθικά του, τὰ σπλάγχνα του;

Ἡ κόρη της ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἀφεῖσα αὐτῇ τὰ δύο ὀρφανὰ κληρονομίαν. Ὁ πατεριασμένος* τους ἐζοῦσε ἀκόμα (ποὺ νὰ φτάσουν τὰ μαντᾶτα του, ὥρα τὴν ὥρα!), μὰ τί νοικοκύρης, τὸ πρόκοψε ἀλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος καὶ 〈μὲ〉 ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμη. Εἶπαν πὼς ξαναπαντρεύτηκε ἀλλοῦ, διὰ νὰ πάρῃ καὶ ἄλλον κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του, ὁ ἀσυνείδητος! Τέτοιοι ἄντρες!… Ἔκαμε δὰ κι αὐτὴ ἕνα γαμπρό, μὰ γαμπρὸ (τὸ λαμπρό* τ᾽ νὰ βγῇ!).

Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾽ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ δύο ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε*, ἐμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἐμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾽ ἐδῶ, καμπόσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾽ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει. Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια*, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ᾠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.

Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεια-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾽ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾽στάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ φ᾽στάνες*!» Ἀλλ᾽ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλουσίας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τέσσαρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾽ ἑαυτὴν καὶ διὰ τὰ δύο ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.

*  *  *

Πλὴν ἐφέτος, δηλ. τὸ ἔτος ἐκεῖνο, ἀφορία εἶχε μαστίσει τὴν Εὔβοιαν. Ἀφορία εἰς τὸν ἐλαιῶνα τῆς μικρᾶς νήσου, ὅπου κατῴκει ἡ θεια-Ἀχτίτσα. Ἀφορία εἰς τὰς ἀμπέλους καὶ εἰς τοὺς ἀραβοσίτους, ἀφορία σχεδὸν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ κούμαρα, ἀφορία πανταχοῦ.

Εἶτα, ἐπειδὴ οὐδὲν κακὸν ἔρχεται μόνον, βαρὺς χειμὼν ἐνέσκηψεν εἰς τὰ βορειότερα ἐκεῖνα μέρη. Ἀπὸ τοῦ Νοεμβρίου μηνός, χωρὶς σχεδὸν νὰ πνεύσῃ νότος καὶ νὰ πέσῃ βροχή, ἤρχισε νὰ χιονίζῃ. Μόλις ἔπαυεν εἷς νιφετὸς καὶ ἤρχιζεν ἄλλος. Ἐνίοτε ἔπνεε ξηρὸς βορρᾶς, σφίγγων ἔτι μᾶλλον τὰ χιόνια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔλυωναν εἰς τὰ βουνά. «Ἐπερίμεναν ἄλλα».

Ἡ γραῖα μόλις εἶχε προλάβει νὰ μεταφέρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων της ἀπὸ τῶν φαράγγων καὶ δρυμῶν ἀγκαλίδας τινὰς ξηρῶν ξύλων, ὅσαι μόλις θὰ ἤρκουν διὰ δύο ἑβδομάδας ἢ τρεῖς, καὶ βαρὺς ὁ χειμὼν ἐπέπεσε. Περὶ τὰ μέσα Δεκεμβρίου μόλις ἐπῆλθε μικρὰ διακοπή, καὶ δειλαί τινες ἀκτῖνες ἡλίου ἐπεφάνησαν ἐπιχρυσοῦσαι τὰς ὑψηλοτέρας στέγας. Ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἔτρεξεν εἰς τὰ «ὀρμάνια» ἵνα προλάβῃ καὶ εἰσκομίσῃ καυσόξυλά τινα. Τὴν ἐπαύριον ὁ χειμὼν κατέσκηψεν ἀγριώτερος. Μέχρι τῶν Χριστουγέννων οὐδεμία ἡμέρα εὔδιος, οὐδεμία γωνία οὐρανοῦ ὁρατή, οὐδεμία ἀκτὶς ἡλίου.

Κραταιὸς καὶ βαρύπνοος βορρᾶς, «χιονιστής», ἐφύσα κατὰ τὰς παραμονὰς τῆς ἁγίας ἡμέρας. Αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν ἦσαν κατάφορτοι ἐκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τὰ συνήθη παίγνια τῶν ὁδῶν καὶ τὰ χιονοβολήματα ἔπαυσαν. Ὁ χειμὼν ἐκεῖνος δὲν ἦτο φιλοπαίγμων. Ἀπὸ τῶν κεράμων τῶν στεγῶν ἐκρέμαντο ὡς ὥριμοι καρποὶ σπιθαμιαῖα κρύσταλλα, τὰ ὁποῖα οἱ μάγκαι τῆς γειτονιᾶς δὲν εἶχον πλέον ὄρεξιν νὰ τρώγουν.

Τὴν ἑσπέραν τῆς 23, ὁ Γέρος εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸ σχολεῖον περιχαρής, διότι ἀπὸ τῆς αὔριον ἔπαυον τὰ μαθήματα. Πρὶν ξεκρεμάσῃ τὸν «φύλακα»* ἀπὸ τῆς μασχάλης του, ὁ Γέρος πεινασμένος ἤνοιξε τὸ δουλάπι, ἀλλ᾽ οὐδὲ ψωμὸν ἄρτου εὗρεν ἐκεῖ. Ἡ γραῖα εἶχεν ἐξέλθει, ἴσως πρὸς ζήτησιν ἄρτου. Ἡ ἀτυχὴς Πατρώνα ἐκάθητο ζαρωμένη πλησίον τῆς ἑστίας, ἀλλ᾽ ἡ ἑστία ἦτο σβεστή. Ἐσκάλιζε τὴν στάκτην, νομίζουσα ἐν τῇ παιδικῇ ἀφελείᾳ της (ἦτο μόλις τετραετές, τὸ πτωχὸν κοράσιον) ὅτι ἡ ἑστία εἶχε πάντοτε τὴν ἰδιότητα νὰ θερμαίνῃ, καὶ ἂς μὴ καίῃ. Ἀλλ᾽ ἡ στάκτη ἦτο ὑγρά. Σταλαγμοὶ ὕδατος, ἐκ χιόνος τακείσης ἴσως διά τινος λαθραίας καὶ παροδικῆς ἀκτῖνος ἡλίου, εἶχον ρεύσει διὰ τῆς καπνοδόχου. Ὁ Γέρος, ὅστις ἦτο ἑπταέτης μόλις, ἔτοιμος νὰ κλαύσῃ διότι δὲν εὕρισκε ψιχίον τι πρὸς κορεσμὸν τῆς πείνης του, ἤνοιξε τὸ μόνον παράθυρον, ἔχον τριῶν σπιθαμῶν μῆκος. Ὁ οἰκίσκος ὅλος, χθαμαλός, ἡμιφάτνωτος μὲ εἶδος σοφᾶ*, εἶχεν ὕψος δύο ἴσως ὀργυιῶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους μέχρι τῆς ὀροφῆς.

Ὁ Γέρος ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λιθίνου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυροφύλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαμοὺς»* τῆς στέγης. Ἤρχισε νὰ τὸ ἐκμυζᾷ βραδέως καὶ ἡδονικῶς, καὶ ἔδιδε καὶ εἰς τὴν Πατρώνα νὰ φάγῃ. Ἐπείνων τὰ κακόμοιρα.

*  *  *

Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα ἐπανῆλθε μετ᾽ ὀλίγον φέρουσα πρᾶγμά τι τυλιγμένον εἰς τὸν κόλπον της. Ὁ Γέρος, ὅστις ἐγνώριζεν ἐκ τῆς παιδικῆς του πείρας ὅτι ποτὲ ἄνευ αἰτίας δὲν ἐφούσκωναν οἱ κόλποι τῆς μάμμης του, ἀναπηδήσας ἔτρεξεν εἰς τὸ στῆθός της, ἐνέβαλε τὴν χεῖρα καὶ ἀφῆκε κραυγὴν χαρᾶς. Τεμάχιον ἄρτου εἶχεν «οἰκονομήσει» καὶ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἡ καλή, καίτοι ὀλίγον τι αὐστηρὰ μάμμη, τίς οἶδεν ἀντὶ ποίων ἐξευτελισμῶν καὶ διὰ πόσων ἐκλιπαρήσεων!

Καὶ τί δὲν ἤθελεν ὑποστῆ, πρὸ ποίας θυσίας ἠδύνατο νὰ ὀπισθοδρομήσῃ, διὰ τὴν ἀγάπην τῶν δύο τούτων παιδίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν δὶς παιδία δι᾽ αὐτήν, καθόσον ἦσαν τὰ τέκνα τοῦ τέκνου της! Ἐν τούτοις δὲν ἤθελε νὰ δεικνύῃ αὐτοῖς μεγάλην ἀδυναμίαν, καὶ «ἥμερο μάτι δὲν τοὺς ἔδιδε». Ἐκάλει τὸν ἄρρενα «Γέρον», διότι εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθοῦς Γέρου της, τοῦ μακαρίτου μπαρμπα-Μιχαλιοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα τῆς ἐπόνει ν᾽ ἀκούσῃ ἢ νὰ προφέρῃ. Τὸ ταλαίπωρον τὸ θῆλυ τὸ ἐκάλει Πατρώνα θωπευτικῶς, καὶ ὀλίγον «σὰν ἀρχοντοξεπεσμένη ποὺ ἦτον», μὴ ἀνεχομένη ν᾽ ἀκούῃ τὸ Ἀργυρώ, τὸ ὄνομα τῆς κόρης της, ὅπερ ἐδόθη ὡς κληρονομία εἰς τὸ ὀρφανόν, λεχοῦς θανούσης ἐκείνης. Πλὴν τοῦ ὑποκορισμοῦ τούτου, οὐδεμίαν ἄλλην ἐπιδεικτικὴν τρυφερότητα ἀπένεμεν εἰς τὰ δύο πτωχὰ πλάσματα, ἀλλὰ μᾶλλον πρακτικὴν ἀγάπην καὶ προστασίαν.

Ἡ ταλαίπωρος γραῖα ἔστρωσε διὰ τὰ δύο ὀρφανά, ἵνα κοιμηθῶσιν, ἀνεκλίθη καὶ αὐτὴ πλησίον των, τοῖς εἶπε νὰ φυσήσουν ὑποκάτωθεν τοῦ σκεπάσματός των διὰ νὰ ζεσταθοῦν, τοῖς ὑπεσχέθη ψευδομένη, ἀλλ᾽ ἐλπίζουσα νὰ ἐπαληθεύσῃ, ὅτι αὔριον ο Χριστὸς θὰ φέρῃ ξύλα καὶ ψωμὶ καὶ μίαν χύτραν κοχλάζουσαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ ἔμεινεν ἄυπνος πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναλογιζομένη τὴν πικρὰν τύχην της.

*  *  *

Τὸ πρωί, μετὰ τὴν λειτουργίαν (ἦτο ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων) ὁ παπα-Δημήτρης, ὁ ἐνορίτης της, ἐπαρουσιάσθη αἴφνης εἰς τὴν θύραν τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου:

―  Καλῶς τὰ ᾽δέχθης, τῆς εἶπε μειδιῶν.

«Καλῶς τὰ ᾽δέχθη» αὐτή! Καὶ ἀπὸ ποῖον ἐπερίμενε τίποτε;

―Ἔλαβα ἕνα γράμμα διὰ σέ, Ἀχτίτσα, προσέθηκεν ὁ γέρων ἱερεύς, τινάσσων τὴν χιόνα ἀπὸ τὸ ράσον καὶ τὸ σάλι του.

―Ὁρίστε, δέσποτα! Καὶ μακάρι ἔχω τὴ φωτιά, ἐψιθύρισε πρὸς ἑαυτήν, ἢ τὸ γλυκὸ καὶ τὸ ρακὶ νὰ τὸν φιλέψω;

Ο ἱερεὺς ἀνέβη τὴν τετράβαθμον κλίμακα καὶ ἐλθὼν ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ σκαμνίου. Ἠρεύνησε δὲ εἰς τὸν κόλπον του καὶ ἐξήγαγε μέγαν φάκελον μὲ πολλὰς καὶ ποικίλας σφραγῖδας καὶ γραμματόσημα.

―  Γράμμα, εἶπες, παπά; ἐπανέλαβεν ἡ Ἀχτίτσα, μόλις τότε ἀρχίσασα νὰ ἐννοῇ τί τῆς ἔλεγεν ὁ ἱερεύς.

Ὁ φάκελος, ὃν εἶχεν ἐξαγάγει ἐκ τοῦ κόλπου του, ἐφαίνετο ἀνοικτὸς ἀπὸ τὸ ἓν μέρος.

― Ἀπόψε ἔφθασε τὸ βαπόρι, ἐπανέλαβεν ὁ ἐφημέριος, ἐμένα μοῦ τὸ ἔφεραν τώρα, μόλις ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν.

Καὶ ἐνθεὶς τὴν χεῖρα ἔσω τοῦ φακέλου ἐξήγαγε διπλωμένον χαρτίον.

―  Τὸ γράμμα εἶναι πρὸς ἐμέ, προσέθηκεν, ἀλλὰ σὲ ἀποβλέπει.

―Ἐμένα; ἐμένα; ἐπανελάμβανεν ἔκπληκτος ἡ γραῖα.

Ὁ παπα-Δημήτρης ἐξεδίπλωσε τὸ χαρτίον.

―  Εἶδεν ὁ Θεὸς τὸν πόνον σου καὶ σοῦ στέλλει μικρὰν βοήθειαν, εἶπεν ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς. Ὁ γυιός σου σοῦ γράφει ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν.

― Ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα; Ὁ Γιάννης! Ὁ Γιάννης μὲ θυμήθηκεν; ἀνέκραξεν περιχαρής, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἡ γραῖα.

Καὶ εἶτα προσέθηκε:

―  Δόξα σοι, ὁ Θεός!

Ὁ ἱερεὺς ἔβαλε τὰ γυαλιά του καὶ ἐδοκίμασε ν᾽ ἀναγνώσῃ:

―  Εἶναι κακογραμμένα, ἐπανέλαβε, κ᾽ ἐγὼ δυσκολεύομαι νὰ διαβάζω αὐτὲς τὶς τζίφρες ποὺ ἔβγαλαν τώρα, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσωμεν νὰ βγάλωμεν νόημα.

Καὶ ἤρχισε μετὰ δυσκολίας, καὶ σκοντάπτων συχνά, ν᾽ ἀναγινώσκῃ:

«Παπα-Δημήτρη, τὸ χέρι σου φιλῶ. Πρῶτον ἐρωτῶ διὰ τὸ αἴσιον, κτλ. κτλ. Ἐγὼ λείπω πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἠξεύρω αὐτοῦ τί γίνονται, οὔτε ἂν ζοῦν ἢ ἀπέθαναν. Εἶμαι εἰς μακρινὸν μέρος, πολὺ βαθιὰ εἰς τὸν Παναμᾶ, καὶ δὲν ἔχω καμμίαν συγκοινωνίαν μὲ ἄλλους πατριῶτες ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πρὸ τριῶν χρόνων ἐντάμωσα τὸν (δεῖνα) καὶ τὸν (δεῖνα), ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἔλειπαν χρόνους πολλούς, καὶ δὲν ἤξευραν τί γίνεται εἰς τὸ σπίτι μας.

»Ἐὰν ζῇ ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα μου, εἰπέ τους νὰ μὲ συγχωρήσουν, διότι διὰ καλὸ πάντα πασχίζει ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰς κακὸ πολλὲς φορὲς βγαίνει. Ἐγὼ ἀρρώστησα δύο φορὲς ἀπὸ κακὲς ἀσθένειες τοῦ τόπου ἐδῶ, καὶ ἔκαμα πολὺν καιρὸν εἰς τὰ σπιτάλια. Τὰ ὅ,τι εἶχα καὶ δὲν εἶχα ἐπῆγαν εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ μόλις ἐγλύτωσα τὴν ζωήν μου. Εἶχα ὑπανδρευθῆ πρὸ δέκα χρόνων, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπου ἐδῶ, ἀλλὰ τώρα εἶμαι ἀπόχηρος, καὶ ἄλλο καλύτερον δὲν ζητῶ παρὰ τὸ νὰ πιάσω ὀλίγα χρήματα νὰ ἔλθω εἰς τὴν πατρίδα, ἂν προφθάσω τοὺς γονεῖς μου νὰ μ᾽ εὐλογήσουν. Καὶ νὰ μὴν ἔχουν παράπονο εἰς ἐμέ, διότι ἔτσι θέλει ὁ Θεός, καὶ δὲν ἠμποροῦμε ἡμεῖς νὰ πᾶμε κόντρα. Καὶ νὰ μὴ βαρυγνωμοῦν, διότι ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ, δὲν ἠμπορεῖ ἄνθρωπος νὰ προκόψῃ.

»Σοῦ στέλνω ἐδῶ ἐσωκλείστως ἕνα συνάλλαγμα ἐπ᾽ ὀνόματί σου, νὰ ὑπογράψῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, καὶ νὰ φροντίσουν νὰ τὸ ἐξαργυρώσουν ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα ἐὰν ζοῦν. Καὶ ἄν, ὃ μὴ γένοιτο, εἶναι ἀποθαμένοι, νὰ τὸ ἐξαργυρώσῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, νὰ δώσῃς εἰς κανένα ἀδελφόν μου, ἐὰν εἶναι αὐτοῦ, ἢ εἰς κανὲν ἀνίψι μου καὶ εἰς ἄλλα πτωχά. Καὶ νὰ κρατήσῃς καὶ ἡ ἁγιωσύνη σου, ἐὰν οἱ γονεῖς μου εἶναι ἀποθαμένοι, ἓν μέρος τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ διὰ τὰ σαρανταλείτουργα…»

Πολλὰ ἔλεγεν ἡ ἐπιστολὴ αὕτη καὶ ἓν σπουδαῖον παρέλειπε. Δὲν ἀνέφερε τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων, δι᾽ ὅσα ἦτο ἡ συναλλαγματική. Ὁ παπα-Δημήτρης παρατηρήσας τὸ πρᾶγμα, ἐξέφερε τὴν εἰκασίαν, ὅτι ὁ γράψας τὴν ἐπιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ὅτι εἶχεν ὁρίσει τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων παραπάνω, ἐνόμισε περιττὸν νὰ τὸ ἐπαναλάβῃ παρακατιών, διὸ καὶ ἔλεγε «τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ».

Ἐν τούτοις ἄφατος ἦτο ἡ χαρὰ τῆς Ἀχτίτσας, λαβούσης μετὰ τόσα ἔτη εἰδήσεις περὶ τοῦ υἱοῦ της. Ὡς ὑπὸ τέφραν κοιμώμενος ἀπὸ τόσων ἐτῶν, ὁ σπινθὴρ τῆς μητρικῆς στοργῆς ἀνέθορεν ἐκ τῶν σπλάγχνων εἰς τὸ πρόσωπόν της καὶ ἡ γεροντική, ρικνή, καὶ ἐρρυτιδωμένη ὄψις της ἠγλαΐσθη μὲ ἀκτῖνα νεότητος καὶ καλλονῆς.

Τὰ δύο παιδία, ἂν καὶ δὲν ἐνόουν περὶ τίνος ἐπρόκειτο, ἰδόντα τὴν χαρὰν τῆς μάμμης των, ἤρχισαν νὰ χοροπηδῶσι.

*  *  *

Ὁ κὺρ Μαργαρίτης δὲν ἦτο ἰδίως προεξοφλητής, ἢ τοκιστής, ἢ ἔμπορος, ἦτο ὅλα αὐτὰ ὁμοῦ. Ἕνα φόρον ἐπιτηδεύματος ἐπλήρωνεν, ἀλλ᾽ ἔκαμνε τρεῖς τέχνας.

Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα, εἰς φοβερὰν διατελοῦσα ἔνδειαν, ἔλαβε τὸ παρὰ τοῦ υἱοῦ της ἀποσταλὲν γραμμάτιον, ἐφ᾽ οὗ ἐφαίνοντο γράμματα κόκκινα καὶ μαῦρα, ἄλλα ἔντυπα καὶ ἄλλα χειρόγραφα, ἐξ ὧν δὲν ἐνόει τίποτε οὔτε ὁ γηραιὸς ἐφημέριος οὔτε αὐτή, καὶ μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.

Ὁ κὺρ Μαργαρίτης ἐρρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ἐτίναξε τὴν βράκαν του, ἐφ᾽ ἧς ἔπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι τῶν ὀφρύων τὴν σκούφιαν του, ἔβαλε τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ διὰ μακρῶν τὸ γραμμάτιον.

―Ἔρχεται ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα; εἶπε. Σ᾽ ἐθυμήθηκε, βλέπω, ὁ γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι.

Εἶτα ἐπανέλαβεν:

―Ἔχει τὸν ἀριθμὸν 10, ἀλλὰ δὲν ξέρομε τί εἴδους μονέδα νὰ εἶναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολωνᾶτα ἢ δέκα…

Διεκόπη. Παρ᾽ ὀλίγον θὰ ἔλεγε «δέκα λίρες».

―  Νὰ φωνάξουμε τὸ δάσκαλο, ἐμορμύρισεν ὁ κὺρ Μαργαρίτης, ἴσως ἐκεῖνος ξεύρῃ νὰ τὸ διαβάσῃ. Τί γλῶσσα νὰ εἶναι τάχα;

Ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ὅστις ἐκάθητο βλέπων τοὺς παίζοντας τὸ κιάμο εἰς παράπλευρον καφενεῖον, παρακληθεὶς μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη. Εἰσῆλθεν, ὀρθός, δύσκαμπτος, ἔλαβε τὸ γραμμάτιον, παρεκάλεσε τὸν κὺρ Μαργαρίτην νὰ τὸν δανείσῃ τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ συλλαβίζῃ τοὺς λατινικοὺς χαρακτῆρας:

―  Πρέπει νὰ εἶναι ἀγγλικά, εἶπεν, ἐκτὸς ἂν εἶναι γερμανικά. Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὸ τὸ δελτάριον;

― Ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα, κὺρ δάσκαλε, εἶπεν ἡ θεια-Ἀχτίτσα.

― Ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν; τότε θὰ εἶναι ἀγγλικόν.

Καὶ ταῦτα λέγων προσεπάθει νὰ συλλαβίσῃ τὰς λέξεις ten pounds sterling*, ἃς ἔφερε χειρογράφους ἡ ἐπιταγή.

―  Sterling, εἶπε· sterling θὰ σημαίνῃ τάλληρον, πιστεύω. Ἡ λέξις φαίνεται νὰ εἶναι τῆς αὐτῆς ἐτυμολογίας, ἀπεφάνθη δογματικῶς.

Καὶ ἐπέστρεψε τὸ γραμμάτιον εἰς χεῖρας τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.

―  Αὐτὸ θὰ εἶναι, εἶπε, καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει ἐπὶ τῆς κεφαλίδος ὁ ἀριθμὸς 10, θὰ εἶναι χωρὶς ἄλλο γραμμάτιον διὰ δέκα τάλληρα. Τὸ κάτω-κάτω, ὀφείλω νὰ σᾶς εἴπω ὅτι δὲν γνωρίζω ἀπὸ χρηματιστικά. Εἰς ἄλλα ἡμεῖς ἀσχολούμεθα, οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων.

Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπειδὴ ᾐσθάνθη ψῦχος εἰς τὸ κατάψυχρον καὶ πλακόστρωτον μαγαζεῖον τοῦ κὺρ Μαργαρίτη, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ καφενεῖον, ἵνα θερμανθῇ.

*  *  *

Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εἶχεν ἀρχίσει νὰ τρίβῃ τὰς χεῖρας, καὶ κάτι ἐφαίνετο σκεπτόμενος.

―  Τώρα, τί τὰ θέλεις, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὴν γραῖαν, οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Νὰ τὸ πάρω, νὰ σοῦ τὸ ἐξαργυρώσω, ξέρω πὼς εἶναι σίγουρος ὁ παράς μου, ξέρω ἂν δὲν εἶναι καὶ ψεύτικο; Ἀπὸ κεῖ κάτω, ἀπ᾽ τὸν χαμένον κόσμον, περιμένεις ἀλήθεια; Ὅλες οἱ ψευτιές, οἱ καλπουζανιὲς ἀπὸ κεῖ μᾶς ἔρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια, οἱ σουρτούκηδες (μὲ συγχωρεῖς, δὲν λέγω τὸ γυιό σου) ἐκεῖ ποὺ ψένει ὁ ἥλιος τὸ ψωμί, καὶ δὲν νοιάζονται νὰ στείλουν ἕναν παρά, ἕνα σωστὸν παρά, μοναχὰ στέλνουν παλιόχαρτα.

Ἔφερε δύο βόλτες περὶ τὸ τεράστιον λογιστήριόν του, καὶ ἐπανέλαβε:

―  Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα αὐτό, νὰ σὲ χαρῶ, εἶναι δέκα τάλλαρα! Νὰ εἶχα δέκα τάλλαρα ἐγώ, παντρευόμουνα.

Εἶτα ἐξηκολούθησε:

―  Μὰ τί νὰ σοῦ πῶ, σὲ λυποῦμαι, ποὺ εἶσαι καλὴ γυναίκα, κ᾽ ἔχεις κ᾽ ἐκεῖνα τὰ ὀρφανά. Νὰ κρατήσω ἐγὼ ἑνάμισυ τάλλαρο διὰ τοὺς κινδύνους ποὺ τρέχω καὶ γιὰ τὰ ὀχτώμισυ πλιά… Καὶ γιὰ νά ᾽μαστε σίγουροι, μὴ γυρεύῃς κολωνᾶτα, νὰ σοῦ δώσω πεντόφραγκα, γιὰ νά ᾽μαστε μέσα. Ὀχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν… Ἄ! ξέχασα!…

Τοὐναντίον, δὲν εἶχε ξεχάσει· ἀπ᾽ ἀρχῆς τῆς συνεντεύξεως αὐτὸ ἐσκέπτετο.

―Ὁ συχωρεμένος ὁ Μιχαλιὸς κάτι ἔκανε νὰ μοῦ δίνῃ, δὲν θυμοῦμαι τώρα…

Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ λογιστήριόν του:

―  Μὰ κ᾽ ἐκεῖνος ὁ τελμπεντέρης ὁ γαμπρός σου, μοῦ ἔφαγε δύο τάλλαρα θαρρῶ.

Καὶ ὡπλίσθη μὲ τὸ πελώριον κατάστιχόν του:

―  Εἶναι δίκιο νὰ τὰ κρατήσω… ἐσένα, ὅσα σοῦ δώσω, θὰ σοῦ φανοῦν χάρισμα.

Ἤνοιξε τὸ κατάστιχον.

Αἱ κατάπυκνοι καὶ μαυροβολοῦσαι σελίδες τοῦ καταστίχου τούτου ὡμοίαζον μὲ πίονας ἀγρούς, μὲ γῆν ἀγαθήν. Ὅ,τι ἔσπειρέ τις ἐν αὐτῷ, ἐκαρποφόρει πολλαπλασίως.

Ἦτο ὡς νὰ ἔκοπτέ τις τὰ φύλλα τοῦ δενδρυλλίου, ἑκάστοτε ὅτε ἐγίνετο ἐξόφλησις κονδυλίου τινός, ἀλλ᾽ ἡ ρίζα ἔμενεν ὑπὸ τὴν γῆν, μέλλουσα καὶ πάλιν ν᾽ ἀναβλαστήσῃ.

Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εὗρε παρευθὺς τοὺς δύο λογαριασμούς.

―Ἐννιὰ καὶ δεκαπέντε μοῦ χρωστοῦσεν ὁ μακαρίτης ὁ ἄντρας σου, εἶπε· καὶ δύο τάλλαρα δανεικὰ κι ἀγύριστα τοῦ γαμπροῦ σου γίνονται…

Καὶ λαβὼν κάλαμον ἤρχισε νὰ ἐκτελῇ τὴν πρόσθεσιν πρῶτον καὶ τὴν ἀναγωγὴν τῶν ταλλήρων εἰς δραχμάς, εἶτα τὴν ἀφαίρεσιν ἀπὸ τοῦ ποσοῦ τῶν δέκα γαλλικῶν ταλλήρων.

―  Κάνει νὰ σοῦ δίνω… ἤρχισε νὰ λέγῃ ὁ κὺρ Μαργαρίτης.

Τῇ στιγμῇ ἐκείνη εἰσῆλθε νέον πρόσωπον.

*  *  *

Ἦτο ἔμπορος Συριανός, παρεπιδημῶν δι᾽ ὑποθέσεις εἰς τὴν μικρὰν νῆσον.

Ἅμα εἰσελθὼν διηυθύνθη μετὰ μεγίστης ἐλευθερίας καὶ θάρρους εἰς τὸ λογιστήριον, ὅπου ἵστατο ὁ κὺρ Μαργαρίτης.

―  Τί ἔχουμε κὺρ Μαργαρίτη;… Τ᾽ εἶν᾽ αὐτό; εἶπεν ἰδὼν πρόχειρον ἐπὶ τοῦ λογιστηρίου τὸ γραμμάτιον τῆς πτωχῆς χήρας.

Καὶ λαβὼν τοῦτο εἰς χεῖρας:

―  Συναλλαγματικὴ διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, εἶπε καθαρᾷ τῇ φωνῇ. Ποῦ εὑρέθη ἐδῶ; Κάμνεις καὶ τέτοιες δουλειές, κὺρ Μαργαρίτη;

―  Γιὰ δέκα λίρες! ἐπανέλαβεν αὐθορμήτως ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἀκούσασα εὐκρινῶς τὴν λέξιν.

―  Ναί, διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, εἶπε καὶ πάλιν στραφεὶς πρὸς αὐτὴν ὁ Ἑρμουπολίτης. Μήπως εἶναι δικό σου;

―  Μάλιστα.

Ἡ θεια-Ἀχτίτσα, ἐν καταφάσει, ἔλεγε πάντοτε ναί, ἀλλὰ νῦν ἠπόρει καὶ αὐτὴ πῶς εἶπε μάλιστα, καὶ ποῦ εὗρε τὴν λέξιν ταύτην.

―  Γιὰ δέκα ναπολεόνια θὰ εἶναι ἴσως, εἶπε δάκνων τὰ χείλη ὁ κὺρ Μαργαρίτης.

―  Σοῦ λέγω διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, ἐπανέλαβε καὶ αὖθις ὁ Συριανὸς ἔμπορος. Παίρνεις ἀπὸ λόγια;

Καὶ ἔρριψε δεύτερον μακρὸν βλέμμα ἐπὶ τοῦ γραμματίου:

―  Εἶναι σίγουρος παράς, ἀρζὰν-κοντάν*, σοῦ λέγω. Θὰ τὸ ἐξοφλήσῃς, ἢ τὸ ἐξοφλῶ ἀμέσως;

Καὶ ἔκαμε κίνημα νὰ ἐξαγάγῃ τὸ χρηματοφυλάκιόν του.

―  Μπορεῖ νὰ τὸ πάρῃ κανεὶς γιὰ ἐννέα λίρες… γαλλικές, εἶπε διστάζων ὁ κὺρ Μαργαρίτης.

―  Γαλλικές; Τὸ παίρνω ἐγὼ διὰ ἐννιὰ ἀγγλικές.

Καὶ στρέψας ὄπισθεν τὸ φύλλον τοῦ χάρτου, εἶδε τὴν ὑπογραφὴν ἣν εἶχε βάλει ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς, παρέβαλεν αὐτὴν μὲ τὸ ὄνομα τὸ φερόμενον ἐν τῷ κειμένῳ, καὶ τὴν εὗρε σύμφωνον.

Καὶ ἀνοίξας τὸ χρηματοφυλάκιον ἐμέτρησεν εἰς τὴν χεῖρα τῆς θεια-Ἀχτίτσας καὶ πρὸ τῶν ἐκθάμβων ὀφθαλμῶν αὐτῆς ἐννέα στιλπνοτάτας ἀγγλικὰς λίρας.

Καὶ ἰδοὺ διατί ἡ πτωχὴ γραῖα ἐφόρει τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων καινουργῆ «ἄδολην»* μανδήλαν, τὰ δὲ δύο ὀρφανὰ εἶχον καθαρὰ ὑποκαμισάκια διὰ τὰ ἰσχνὰ μέλη των καὶ θερμὴν ὑπόδεσιν διὰ τοὺς παγωμένους πόδας των.

(1889)

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK, ΜΕ ΜΕΤΑΓΛΩΤΙΣΜΕΝΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ, ΕΔΩ:

 https://www.youtube.com/watch?v=axBC6XWySrM


22.12.25

Φουρτουνιασμένη θάλασσα του Γεράσιμου Άννινου κείμενο-AUDIUOBOOK (χριστουγεννιάτικο) + ΒΙΝΤΕΟ Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

 Φουρτουνιασμένη θάλασσα  του Γεράσιμου Άννινου

κείμενο-AUDIOBOOK (χριστουγεννιάτικο) + ΒΙΝΤΕΟ

Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

   

  Όση γαλήνη κι αν κάνει, όση καλοκαιρία και αν υπάρχει, πάντα στις δώδεκα τα μεσάνυκτα κάθε παραμονής Χριστουγέννων θα ιδήτε εδώ τη θάλασσα να φουσκώνει, να αφρίζει χωρίς βοή και αντάρα και να γεμίζει άσπρα κύματα, λέτε και είναι κοπάδια πρόβατα, που βόσκουν σε λιβάδι. Και πάλι σιγά – σιγά τα κύματα σβήνουν και χάνονται στα βάθη του πελάγου»… Ετσι μας έλεγεν ο μπαρμπα-Ηλίας ο Σερεμέτης, στρίβοντας με τα ροζιάρικα, χονδροπετσιασμένα χέρια του σιγάρο. Και εξακολούθησε: «Και μη θαρρείτε πως είναι τα πεύκα τότε, που βουίζουν εδώ… Είναι ο βοσκός, που σαλαγάει τα πρόβατα επάνω κάτω στο περιγιάλι. Εμείς το ξεύρουμε πάππου προς πάππου και το είδαμε με τα μάτια μας»… Απίθωσε το σιγάρο στο πλαίσιο του παραγωνιού, όπου εσπιθοβολούσαν τα λιόκλαρα και εσταυροκοπήθηκε μ’ ευλάβεια. Το πρόσωπό του, που το είχαν ψήσει η άλμη, το λιοπύρι και τα ξηροβόρια, ανυψώθηκε σε μια ενατένισι κάποιας οπτασίας. Και τα μάτια του, που τα εσκίαζαν πυκνά, ακατάστατα φρύδια, επήραν μιαν ημερότητα και μιαν αγαλλίασι, ωσάν να έβλεπαν στα θεοφάνεια ολόνοικτο τον ουρανό! «Ετσι είναι», είπε, ξαναπαίρνοντας το σιγάρο και τραβώντας βαθειές ρουφηξιές… Μου τα έλεγεν η κυρούλα μου… Εκαθόμουνα δίπλα της και άρχιζε την ιστορία:

   «Το βλέπεις εκείνο εκεί το χάλασμα στην πέρα ράχη, επάνω από της Μπίγλαινας το λιοστάσι; Εκεί ήταν τότε η στάνη του Χριστόγιωργα με τ’ όνομα, του πρώτου αρχιτσέλιγγα του τόπου… Γιατί τότε δεν ήταν τίποτε εδώ· μηδέ λιοστάσια μηδέ χωριό… Ερχονταν βλέπεις, οι φούστες με Αλγερίνους και εσκότωναν τα παλληκάρια και έπαιρναν από τα σπίτια ό,τι εύρισκαν… Γι’ αυτό και το χωριό ήτο υψηλά στην παλιοχώρα και είχε βίγλες, που εφύλαγαν και έδιναν είδησι. Και όταν εφαίνονταν οι φούστες στο γιαλό, οι εξωμερίτες όπου φύγη, φύγη… Ακουες θρήνο τα παιδιά και χάρχαλο τα πράγματα. Και έτρεχαν να κρυφθούν στο φρούριο. Ας είναι…

Που λες σ’ εκείνο το χάλασμα επάνω στην πέρα ράχη ήτο η στάνη του Χριστόγιωργα. Είχε χιλιάδες πρόβατα και μυριάδες γίδια, που λέει το τραγούδι… Μα ήταν άνθρωπος σκληρός και απόνετος και δεν έκαμνε καλό σ’ άνθρωπο. Μια βραδιά, που λες, μια παραμονή του Χριστού, κάποιος επήγε και κτύπησε τη θύρα του. Οι σκύλοι, που έσκιζαν άνθρωπο, ούτε έσκουζαν ούτε αγρίεψαν. Μόνο επήγαν και συμμαζεύθηκαν στα πόδια του Χριστόγιωργα. “Ποιος είναι αυτού;”, εξεφώνησεν εκείνος αγριεμένος. “Ποιος είσαι; Τι γυρεύεις τέτοια ώρα;”. “Αν είσαι Χριστιανός, άνοιξε”, αποκρίθηκε μια φωνή. “Μ’ έπιασε η νύκτα και το κρύο και δεν ηξεύρω πού να πάω. Εχιόνιζε κι όλας, εξέχασα να σου το ειπώ”. “Τράβα το δρόμο σου και εδώ δεν είναι χάνι”, εξεφώνησε ο Χριστόγιωργας και εχούγιαξε τα σκυλιά. Μα εκείνα δεν εκουνήθηκαν! “Για την αγάπη του Χριστού, που γεννιέται τώρα”, είπε παρακαλεστά η φωνή, “άνοιξε, δεν βαστώ πια”… Μα εκείνος πού ν’ ανοίξει!! “Σύρε στο δρόμο σου”, ξαναείπεν αγριεμένα. “Για την αγάπη του Χριστού, άνοιξε”, είπε πάλιν η φωνή. Μα πού εκείνος… Κι άξαφνα άκουσε το ποδοβολητό των αρνιών, ωσάν να έβγαιναν από το μανδρί. Κι η θύρα άνοιξε μόνη της κι εβγήκαν έξω τα σκυλιά. Στην κατηφοριά, ωσάν φεγγερή σκιά, κατέβαινε ο ξένος. Και οπίσω του ακολουθούσαν τα πρόβατα. Μπροστά ο ξένος και πίσω αυτά και παραπίσω ο Χριστόγιωργας φωνάζοντας.

  Οταν ο ξένος έφθασε στη θάλασσα, άρχισε να περπατά στα κύματα. Οπίσω του έρχονταν ένα – ένα τα πρόβατα. Και εγέμισεν η θάλασσα από πρόβατα, που ολοένα εξεμάκραιναν, ακολουθώντας τη φωτερή σκιά, ώσπου εχάθηκαν στα βάθη του πελάγου. Κι εχάθηκε κι ο Χριστόγιωργας. Κι ερήμαξε η στάνη του. Και μόνον κάθε χρονιά την παραμονή του Χριστού, στα μεσάνυκτα, πηγαινοέρχεται στο γιαλό και σαλαγά τα πρόβατα, που ακολουθούν τον Χριστό. Γιατί ο Χριστός ήταν που είχε έλθει για να τον σώση ή να τον τιμωρήση. Και ο μπαρμπα-Ηλίας εσταυροκοπήθηκε πάλι.

ΤΟ AUDIOBOOK-ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 

(Πηγή: “Φουρτουνιασμένη θάλασσα”, Περιοδικόν “Ναυτική Ελλάς”, Γεράσιμος Άννινος).

Σαν σήμερα 31.12 η γέννηση του Ανδρέα Βεσάλιου [Andreas Vesalius ή Αndries van Wesel] θεμελιωτή της Ανατομίας από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

 

Ο γιατρός που γλίτωσε την πυρά! Σαν σήμερα 31.12 η γέννηση του Ανδρέα Βεσάλιου, θεμελιωτή της Ανατομίας

από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου



   

  


 Ο Βεσάλιος [Andreas Vesalius ή Αndries van Wesel], ο σκαπανέας της ανατομίας, γεννήθηκε σαν σήμερα (31.12) το 1514 στις Βρυξέλλες, που ανήκε τότε στη λεγόμενη Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Σπούδασε Ιατρική στη Λουβέν και στο Παρίσι, ενώ ταξίδεψε σε πολλές περιοχές της Ευρώπης διαδίδοντας τις γνώσεις του.



  DE HUMANI CORPORIS FABRICA: Ο Ανδρέας Βεσάλιος θεωρείται δίκαια ως ο θεμελιωτής της νεότερης Επιστήμης της Ανατομίας. Το σημαντικότερο έργο του, που γράφηκε στη Λατινική το 1543, ήταν η πραγματεία "De humani corporis fabrica libri septem', (Περί της κατασκευής του ανθρώπινου σώματος, Βιβλία επτά), το οποίο θεωρείται ότι εικονογραφήθηκε από τον ζωγράφο Γιαν Γιούστ.

 


 Ήταν η πρώτη πλήρης και ακριβής περιγραφή του ανθρώπινου σώματος, η οποία συμπλήρωσε ή και διόρθωσε τις σχετικές περιγραφές του μεγάλου΄Ελληνα Ιατρού της αρχαιότητας Γαληνού, του δευτέρου σε σπουδαιότητα Ιατρού της αρχαιότητας, μετά τον Ιπποκράτη, φυσικά.



   ΕΡΓΑΣΙΑ-ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ: Μέχρι την εποχή του Βεσάλιου, τόσο κατά την αρχαιότητα, όσο και κατά τον μεσαίωνα, ήταν αυστηρά απαγορευμένη η διενέργεια νεκροτομής σε ανθρωπινα σώματα για λόγους θρησκευτικούς. 

 


Έτσι, οι Ιατροί ήταν αναγκασμένοι να αρκούνται ερευνητικά στην νεκροτομή πτωμάτων ζώων και έτσι, σκεπτόμενοι αναλογικά, βγάζαν τα συμπεράσματα τους σχετικά με την ανατομία του ανθρωπίνου σώματος. Ο Ανδρέας Βεσάλιος εργαζόταν ανατομικά τέμνοντας πολλά ανθρώπινα πτώματα και έτσι περιέγραψε με ακρίβεια την δομή του ανθρωπίνου σώματος. Είναι αλήθεια, όμως, πως συνάντησε μεγάλη αντίδραση από συναδέλφους του αναγκαζόμενος έτσι να εγκαταλείψει τις Βρυξέλλες και να πάει στην Ισπανία, ως Ιατρός της αυλής του εκεί βασιλέως.




   


ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ: Και εκεί αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες. Ποιος όμως ήταν ο λόγος; Σε μια νεκροτομή ενός ανθρωπίνου πτώματος για ερευνητικούς λόγους, άνοιξε τον θώρακα του υποκειμένου και τότε διαπιστώθηκε ότι η καρδιά του έπαλε ακόμη!! Οι συγγενείς του νεκρού θεώρησαν τότε ότι ο Ανδρέας Βεσάλιος διά του τρόπου αυτού έγινε η αιτία του θανάτου του μέλους της οικογενείας τους, και του υπέβαλαν μήνυση. Το Δικαστήριο της Ιερής Εξέτασης του επέβαλε την γνωστή ακρότατη τιμωρία: θάνατος στην πυρά. Με την επέμβαση, πάντως, του τότε βασιλέως της Ισπανίας, η ποινή αυτή μετετράπη σε ... υποχρεωτικό προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Ο Βεσάλιος πραγματοποίησε το προσκύνημα αυτό αλλά όμως κατά την επιστροφή του, το πλοίο στο οποίο επέβαινε ναυάγησε πλησίον της Ζακύνθου.

   


   

ΘΑΝΑΤΟΣ, ΜΝΗΜΕΙΑ ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ: Ο Βεσάλιος σώθηκε, αλλά όντας ήδη άρρωστος και ταλαιπωρημένος από το ταξίδι απεβίωσε στη Ζάκυνθο σε ηλικία 50 ετών και ετάφη εκεί. Η ημερομηνία θανάτου του με το νέο ημερολόγιο είναι η 15η Οκτωβρίου 1564.


   Σήμερα σε κεντρική πλατεία της πόλεως της Ζακύνθου έχει στηθεί τελευταία ένα διπλό μνημείο προς τιμή του. 


   Αυτό περιλαμβάνει: Μια μαρμάρινη προτομή του Α. Βεσάλιου με επιγραφή, που αναφέρει τόπο γεννήσεως και ημερομηνία γεννήσεως και θανάτου. 

    Ακόμη, ένα άγαλμα από χαλκό, το οποίο παριστάνει ολόσωμο πτώμα ανδρός σε φυσικό μέγεθος, με όλες τις ανατομικές λεπτομέρειες.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com


21.12.25

Δημιουργία και Θεός [Α΄μέρος] του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου - συγγραφέα

 

Δημιουργία και Θεός [Α΄μέρος]

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου - συγγραφέα


   ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΌΛΥΤΟ ΤΙΠΟΤΑ(!): Ο επιστήμονας Εdward Tryon σε άρθρο του [1973], με τον τίτλο: «Is the Universe a Vacuum Fluctuation?» [Είναι το Σύμπαν διακύμανση του κενού;], ισχυρίζεται ότι το Σύμπαν δημιουργήθηκε από το κενό, δηλαδή τον άδειο χώρο!!! Σύμφωνα με τη κβαντική θεωρία, το φαινομενικά αδρανές κενό, δεν είναι άδειο, αλλά σε υποατομικό επίπεδο, βρίσκεται σε διαρκή αναβρασμό (;). Είναι δυνατόν για παράδειγμα, από το κενό να εμφανιστεί ένα ζεύγος ηλεκτρονίου-πρωτονίου, να υπάρξει για σύντομο χρονικό διάστημα, και στη συνέχεια να εξαφανιστεί και πάλι. Τέτοιες διακυμάνσεις του κενού δεν είναι δυνατόν να παρατηρηθούν πειραματικά, διότι έχουν χρόνο ζωής γύρω στα 10-21 δευτερόλεπτα [0,000000000000000000001 sec], ενώ η απόσταση ανάμεσα στο ηλεκτρόνιο και το πρωτόνιο είναι της τάξης των 10-10 εκατοστών [0,0000000001 sec]! Κατά τη θεωρία αυτή, οποιοδήποτε αντικείμενο μπορεί να εμφανιστεί στιγμιαία στο κενό, ακόμα και ένα ψυγείο ή ένας υπολογιστής. Η πιθανότητα της εμφάνισης ενός αντικειμένου όμως ελαχιστοποιείται καθώς αυξάνει η μάζα του και η πολυπλοκότητα της δομής του. Στην πράξη, μόνο ζεύγη σωματιδίου-αντισωματιδίου έχουν κάποια εύλογη(::!!) πιθανότητα να δημιουργηθούν. Ο Tryon πρότεινε ότι, σε σπάνιες περιπτώσεις, ολόκληρα σύμπαντα(;) μπορούν να εμφανιστούν από το κενό, και ότι το Σύμπαν μας θα μπορούσε να έχει αρχίσει έτσι! Κι ενώ οι κβαντικές διακυμάνσεις είναι, κατά τη Φυσική, στιγμιαίες, η πρόταση του Tryon, ότι το Σύμπαν μας που έχει ηλικία 14 δισεκατομμύρια χρόνια δημιουργήθηκε με τον τρόπο αυτό, φαίνεται εξωφρενική. Ακόμη, αν το Σύμπαν μας δημιουργήθηκε από τον κενό χώρο, από πού προήλθε ο χώρος αυτός; Στην καθημερινή μας εμπειρία, συνηθίζουμε να εξισώνουμε τον άδειο χώρο με το «τίποτα». Ο κενός χώρος δεν έχει μάζα, ούτε χρώμα, ούτε υφή, ούτε σκληρότητα, ούτε θερμοκρασία. Όμως, από τη σκοπιά της θεοποιημένης σήμερα γενικής θεωρίας της σχετικότητας, ο χώρος δεν είναι ένα παθητικό υπόβαθρο, αλλά ένα “εύκαμπτο μέσο το οποίο μπορεί να στραφεί, να καμπυλωθεί, να αλλάξει μορφή”!! Από αυτή τη σκοπιά, η πρόταση ότι το Σύμπαν δημιουργήθηκε στον κενό χώρο, δεν φαίνεται να εξηγεί περισσότερα από την πρόταση για παράδειγμα, ότι το Σύμπαν δημιουργήθηκε από ένα κομμάτι λάστιχο! Κι έστω ότι αυτό είναι αλήθεια, αλλά θα θέλαμε να μάθουμε από πού προήλθε το λάστιχο αυτό!!! Το 1982, ο Ο Alexander Vilenkin [Πανεπιστήμιο Tufts] πρότεινε μια επέκταση της αρχικής ιδέας του Tryon. Πρότεινε ότι το Σύμπαν δημιουργήθηκε με κβαντικές διαδικασίες «κυριολεκτικά από το τίποτα», εμμένοντας όχι μόνο σε απουσία της ύλης, αλλά ταυτόχρονα και στην απουσία χωρου και χρονου!! Η έννοια του απόλυτου τίποτα είναι δυσνόητη, γιατί έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε το χώρο σαν ένα αμετάβλητο υπόβαθρο, το οποίο πρέπει να υπάρχει. Πάντως,, ο Vilenkin ισχυρίστηκε ότι, η έννοια του απόλυτου τίποτα είναι πλήρως ορισμένη μαθηματικά (!), και ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν σημείο εκκίνησης στις θεωρίες της δημιουργίας του Σύμπαντος. Από τη γενική σχετικότητα ο Vilenkin πήρε την ιδέα ότι ο χώρος δεν έχει σταθερή γεωμετρία, αλλά μπορεί να αλλάζει μορφή και να καμπυλώνεται. Εφόσον υπάρχουν πολλές διαφορετικές γεωμετρίες(;) που είναι πιθανές, ανάμεσα σ’ αυτές, βρίσκεται και η γεωμετρία που είναι εντελώς κενή(!), ένας χώρος ο οποίος δεν περιέχει κανένα σημείο. Από την κβαντική θεωρία, ο Vilenkin χρησιμοποίησε την ιδέα του φαινομένου της σήραγγας: ένα κβαντικό σύστημα μπορεί με ασυνεχή τρόπο, να μεταπηδήσει ξαφνικά από μια κατάσταση σε μια άλλη(!), με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει κάποιος νόμος διατήρησης που να απαγορεύει την αλλαγή αυτή. Έτσι κατά τη θεωρία αυτή, το Σύμπαν ξεκίνησε με εντελώς κενή γεωμετρία [το απόλυτο τίποτα] και στη συνέχεια μεταπήδησε με τη βοήθεια του κβαντικούς φαινομένου της σήραγγας σε μια μη-κενή κατάσταση!!! Σύμφωνα με μαθηματικούς υπολογισμούς, ένα Μικρο-Σύμπαν που δημιουργείται με τον τρόπο αυτό θα έχει υποατομικές διαστάσεις, αλλά αυτό δεν είναι ιδιαίτερο πρόβλημα!!

ΜΠΟΖΟΝΙΟ ΤΟΥ ΧΙΓΚΣ: Εδώ και λίγο καιρό, ανακοινώθηκε ότι ανακαλύφθηκε το «μποζόνιο του Χίγκς», δηλαδή το έως τώρα αόρατο σωματίδιο, που αντιστοιχεί στο πεδίο του Χίγκς, και προσδίδει μάζα στην ύλη. Είναι στοιχειώδες σωματίδιο, χωρίς εσωτερική δομή και δεν αποτελείται από άλλα, συστατικά σωματίδια. Είναι ασταθές και όταν σχηματισθεί, καταρρέει σχεδόν ακαριαία και δίνει άλλα υποατομικά σωματίδια. Αν και γράφεται ότι το «μποζόνιο του Χίγκς» δίνει στα στοιχειώδη σωματίδια την μάζα τους, αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό. Την μάζα την δίνει το πεδίο του Χίγκς, το οποίο δεν την δημιουργεί εκ του μηδενός, αλλά την εμπεριέχει από πριν ως ενέργεια. Λέγεται «μποζόνιο του Χίγκς», γιατί ο βρετανός επιστήμων Χίγκς, πριν πολλά χρόνια είχε μιλήσει για την ύπαρξή του. Οι επιστήμονες που προσπαθούσαν να βρουν τον τρόπο δημιουργίας του κόσμου με την θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης», αναζητούσαν να βρουν τα υποατομικά σωματίδια που δίνουν μάζα στην ύλη.

  BIG BANG: Η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» (Big Bang), που κυριαρχεί σήμερα στην Αστροφυσική, προσπαθεί να ερμηνεύσει τον τρόπο της δημιουργίας του Σύμπαντος και του κόσμου. Έχουμε αναφερθεί στη βάση αυτής της θεωρίας, το αξίωμα δηλαδή ότι το σύμπαν ξεκίνησε σαν ένα απείρως πυκνό, μηδενικών διαστάσεων σημείο καθαρής ενέργειας. Έτσι το Σύμπαν άρχισε από την κατάσταση πολύ υψηλής πυκνότητας να διαστέλλεται ταχύτατα, οδηγώντας σε μείωση της αρχικής πυκνότητας και πτώση της θερμοκρασίας. Σύντομα η ύλη κυριάρχησε πάνω στην αντιύλη. Στο στάδιο αυτό πιθανόν να ήταν παρόντες πολλοί τύποι στοιχειωδών σωματιδίων. Δευτερόλεπτα αργότερα, η θερμοκρασία του Σύμπαντος μειώθηκε αρκετά και επέτρεψε τον σχηματισμό ορισμένων πυρήνων. Σύμφωνα με την θεωρία, δημιουργήθηκαν συγκεκριμένες ποσότητες υδρογόνου, ηλίου και λιθίου. Ύστερα από 1 εκατομμ. έτη, το Σύμπαν είχε ψυχθεί τόσο, ώστε να σχηματιστούν άτομα, οπότε κατέστη δυνατόν η ακτινοβολία να αρχίσει να ταξιδεύει στον χώρο. Κατάλοιπο του πρώιμου Σύμπαντος είναι η ακτινοβολία μικροκυμμάτων υποβάθρου, στην οποία έχουμε αναφερθεί. Σύμφωνα με την θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης, το σημερινό Σύμπαν, εκτός από την συνηθισμένη ύλη και ακτινοβολία πρέπει να είναι επίσης πλήρες με νετρίνα, στοιχειώδη σωματίδια χωρίς μάζα ή ηλεκτρικό φορτίο. Σχετικά με την θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης», κατά τον μεγάλο επιστήμονα Φράνσις Κόλλινς, υπάρχει, μεταξύ άλλων, ένα αναπάντητο ερώτημα: «Το Big Bang κατέληξε σ' ένα σύμπαν που θα συνεχίσει να διαστέλλεται για πάντα, ή κάποια στιγμή θα νικήσει η βαρύτητα και οι γαλαξίες θα αρχίσουν να συγκλίνουν πάλι μαζί καταλήγοντας σε μια "Μεγάλη Σύνθλιψη;". Ακόμη, η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» θέτει σαφώς το ερώτημα: «τι έγινε πριν από αυτό και ποιός ήταν υπεύθυνος;». Το ερώτημα δείχνει τα όρια της επιστήμης όσο κανένα άλλο φαινόμενο. Είναι φυσικό ότι η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» αρχίζει έναν διάλογο μεταξύ επιστήμης και θεολογίας.

Όμως πρέπει, πρώτα ο Θεός, να συνεχίσουμε την ερχόμενη Παρασκευή.


konstantinosa.oikonomou@gmail.com

20.12.25

Ήρθανε τα Φώτα, ας έρθει κι ο φωτισμός Γράφει ο Γιάννης Φρύδας ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ 22

 Ήρθανε τα Φώτα, ας έρθει κι ο φωτισμός


22 ΚΑΦΕΝΕΙΟ Α.jpg

Τι γιορτή, παπά, είν’ τα Φώτα;

Βρες κάναν Παππά και ρώτα!

(παροιμία… συμπληρωμένη)


Γράφει ο Γιάννης Φρύδας


ΣΤΟ  ΚΑΦΕΝΕΙΟ  ΤΟΥ  ΓΙΑΝΝΗ  22


Δωδεκαήμερον

  Πώς πέρασαν κι αυτές οι γιορτές! Απ’ τα Χριστούγεννα στα Φώτα! Αυτά ορίζουν τις γιορτές του δωδεκαήμερου.  Γι’ αυτό και η επιλογή των εικόνων της Γέννησης και των Θεοφανίων στα επίκαιρα χρονικώς Καφενεία. Θέλησα να βάλω κάτι απ’ την ελληνορθόδοξη παράδοση και με όση διάκριση μπορώ, να πω τούτο: Δεν υπάρχουν Χριστούγεννα χωρίς γεννηθέντα Χριστό ούτε Λαμπρή χωρίς αναστάντα Χριστό. Σε ανάμνηση ποιου γεγονότος στήνουμε αυτές τις γιορτές απόντος του Χριστού; 

  Ας φωτίζεται το πνεύμα μας στην αναζήτηση της αλήθειας, ας ανανεώνεται  η ελπίδα μας κι ας  ενισχύεται ο αγώνας στην πορεία του βίου μας!


Κάρτες και καρτούν

  Μας κατακλύζουν αυτές τις γιορτές ο διάκοσμος και η φωταγώγηση με τα λαμπιόνια, τα λογής λογής ποικιλώνυμα εφευρήματα επιτήδειων (χριστουγεννιάτικα χωριά και σπίτια Αϊ-Βασίλη) και ηλεκτρονικές συνθέσεις – ευχετήριες κάρτες που φτάνουν από παντού. Κάρτες και καρτούν που επικοινωνούν και υποδηλώνουν τις σκέψεις, τις θέσεις, την αισθητική, τους συμβολισμούς του αποστολέα. 

  Κάπου είδα κάρτα του υπουργού Παππά, ο οποίος μας πληροφορεί ότι τελικά δεν κατάργησαν τα Χριστούγεννα. Σάμπως μπορούσατε, ρε Νικολάκη; Όπως και να ’χει, πάντως, σ’ ευχαριστούμε που μας ενημέρωσες, για να κάνουμε τα κουμάντα μας. Στείλε μας κι άλλη μια κάρτα ότι δε μας τα πήρατε όλα κι ότι μας αφήσατε πεντακόσια ευρώ, ώστε να ’χουμε να σας πληρώσουμε τον ΕΝΦΙΑ, επειδή ούτε τον ΕΝΦΙΑ καταργήσατε, Νικολάκη…

  Ο δήμαρχος Λάμπρος τη δική του σύνθεση. Χιονισμένο αργιθεάτικο τοπίο. Ακολούθησαν κι άλλοι με άλλα χιόνια. Κατάλαβαν ότι στην Αργιθέα με σιγουριά μόνο χιόνια μπορούν να υπόσχονται. Η ορεινότητα βλέπετε… Όπως καταλαβαίνετε, μπαίνουμε στην εποχή των παγετώνων. Να τα λιώσουν μόνοι τους τα χιόνια, δε λιώνουμε ούτε μια φτυαριά.


Τέρμα οι γουρ’νουχαρές, γυρνάτε τώρα στις δουλειές!...

  Ξοδέψαμε κιόλας πέντε μέρες απ’ τον καινούριο χρόνο. Τι νομίζετε του έμειναν; Άλλες τριακόσιες εξήντα. Φεύγουν σήμερα οι καλικάντζαροι. Και πολύ μας άντεξαν! Ξαναπιάνουν δουλειά με το πριόνι τους, να κόψουν το δέντρο της γης. Μην τους φοβάστε!... Τους άλλους  να φοβάστε που πριονίζουν πάνω στη γη. Κι αυτούς που μας δουλεύουν ότι δουλεύουν για το δικό μας καλό.

  Τελείωσαν  οι  γουρ’νοχαρές…  Ακόμη  και  στο  Βλάσι,  που  έκαναν,  λέει, «γιορτή τσιγαρίδας». Στην εκδήλωση ειδικός  ομιλητής αναφέρθηκε στον βίο της «αγίας» τσιγαρίδας και στον μαρτυρικό της θάνατο μέσα στο χαλκωματένιο καζάνι. Την άλλη μέρα ήταν η γιορτή της διάρροιας… «Ακούω τα πεύκα να βροντούν και τις οξιές να τρίζουν»… Πώς μου ’ρθε αυτό τώρα;

  Χρόνια πολλά, πατριώτες, αλλά δε θα πειράζω μόνο τους Σπυρελιώτες… Ξέρετε ότι 

Ξιαναγκρίζετε και τα υπόλοιπα χωριά; Οι Κουμπουριανίτες ετοιμάζουν γιορτή βελανιού. Βασική τροφή της κίσσας τα βελάνια, ασυγκίνητοι θα έμεναν οι Κισσαίοι; Στη Στεφανιάδα γιορτή κλεψιάς… Θα τσ’τώσιτι κουψίδια. Είστι ούλοι καλισμένοι, ικτός απού αστυνουμίις κι εισαγγιλέηδις. Θα γίνει και ειδικός διαγωνισμός, ποιος θα φέρει το καλύτερο και το παχύτερο… Έπαθλο το επαναφορτιζόμενο σουφλί, ευγενική χορηγία του Πάνου Στάθη, ο οποίος και το κατασκεύασε.

  Κάνανε και στα Βραγκιανά πίτα πάρτι (βγαίνει απ’ το πίτα, πάρτε…) και πλαστού, αλλά δεν τα είπανε και γιορτή… Αυτό το κατανοούμε. Άμα σε βαρέσει η ζέστα στο κεφάλι ό,τι θέλεις κάνεις…

  Αγαπητοί Βλασιώτες, στείλτε και στους απόδημους της Λάρ’σας τσιγαρίδες  με τον Χρήστο Μπέη και τον Πάνο Νάκο (όχι με τους Παύλους. Αυτοί θα τις φάνε, μέχρι να φτάσουν στη βρύση στα Στουρνέα)… Να είστε καλά και να θυμάστε τι λέει ο Έκτωρ: 

«Καθόλου τσιγάρο με μέτρο τις τσιγαρίδες!».  


Καζαμίας 2019

  Σκέφτηκα να γράψω έναν Καζαμία για τις ανάγκες του Καφενείου, αλλά εγκατέλειψα την ιδέα, παρότι ως λαός είμαστε πρώτοι  στις προλήψεις, ασχέτως αν είμαστε τελευταίοι και υστερούμε γενικώς στην πρόληψη…

  Ο ένας λόγος ήταν ο φόβος μου, για τον οποίο σας είχα προϊδεάσει, μη μαστορέψει κάναν Καζαμία ο Γρίβας με τόση τεχνογνωσία που έχει απ’ τα ημερολόγια. Ο δικός μου Καζαμίας τότε, θα ήταν να τον έχετε για τη γάστρα να βάζετε στο ψωμί, για να μην αρπάξει, όπους βάνιτι τα κουτσ’πόφ’λλα στου κραμπουκούκι.  

  Ο άλλος λόγος ήταν πως δεν μπόρεσα να πετύχω συνεργασία με τους κορυφαίους μάντεις της χώρας για διάφορους λόγους.

  Ο μάντης Κάλχας μου είπε: «Εγώ παλληκάρι μου είμαι γκαβός, δε βλέπω τη μύτη μου. Πώς να μαντέψω; Δεν είχαμε τότε οικογενειακό γιατρό όπως εσείς, για να με παραπέμψει να κάνω επέμβαση καταρράκτη και έμεινα τυφλός σαν τη δικαιοσύνη».

  Για να λέει ιμένα παλληκάρι τέτοιους ζαβακουμένους που ’μι, είνι ντιπ για ντιπ γκαβό, αλλά, αφού λέει σαν τ’ δικιουσύνη, μπουρεί να θαμπουγλέπει λίγου, ας κάνου νια προυσπάθεια ακόμα… Κύριε Κάλχα, του λέω, δε με νοιάζει για τη μύτη σου, θέλω να μάθω για το μέλλον του λαού μας, της πατρίδας μας.

  Απαντάει ο Κάλχας: «Νεαρέ μου (σιγούριψα, είνι ντιπ πάφλας ου Κάλχας), αυτό και τον κάλφα μου να ρώταγες, θα στο ’λεγε. Εσείς μόνο παρελθόν έχετε. Δεν έχετε μέλλον μ’ αυτά που κάνετε, που όλο την πληρώνετε και μυαλό δε βάνετε. Για ποιο μέλλον μιλάς, όταν στο παρόν στέκεστε με τα παϊβάνια;». 

  Πήγα στον Τειρεσία. Αυτός αρνήθηκε εντελώς να πει οτιδήποτε, γιατί έχει, λέει, ασυμβίβαστο, επειδή είναι δημόσιος υπάλληλος. Τον έχουν οι τράπεζες, για να πιάνει τους κακοπληρωτές και τα κακολαμόγια (υπάρχουν και καλολαμόγια). Άρχισε και μια ακατάσχετη φλυαρία για τους ακατάσχετους λογαριασμούς που νομοθετούν άσχετοι υπουργοί… Έκοψα πέρα κι έφυγα, γραμμή για την Πυθία…

Καλημέρα σας, κυρία Πυθία. Μπορείς να μου πεις τι θα γίνει το 2019;

Δε δουλεύω πια. Με απολύσανε, επειδή είμαι έγκυος. 

Με το καλό! Τι έχ’ς, πιδί ή κουρίτσι; Και γιατί σε απέλυσαν;

Πού να ξέρω τι έχω, μάντισσα είμαι; Τι ρωτάς γιατί με απέλυσαν; Έτσι κάνουν τώρα τις εγκύους οι εργοδότες στην Ελλάδα.

Αν γεννηθεί το παιδί μετά τον Μάη, θα πάρεις 2000 ευρώ (ακατάσχετα). Θα βγει ο Κυριάκος τότε και θα δίνει παράδες.

Και πού ξέρεις εσύ ότι θα βγει ο Κυριάκος, μάντης είσαι; 

Όλοι το ξέρουν… Ρώτα κι τουν Πριτιντέρη, τουν Πουρτουσαλταρισμένου, όποιουν θέλ’ς!... Μαναχά ου Παπαδημούλ’ς δεν κατάλαβι τίπουτα, το ’χει ακόμα σιαφά. 

  Έφυγα κι από εκεί. Παλαμόδειρα από μάντη σε μάντη, πήγα στο σπίτι, έβαλα τα ποδάρια στο νερό κι έκανα την τελευταία προσπάθεια, τηλεφωνική αυτή τη φορά.   Πήρα την Κασσάνδρα, αλλά κουβέντα απ’ την Κασσάνδρα δεν πήρα. Τραγουδούσε μόνο ένα τραγούδι, το ’λεγε και το ξανάλεγε σαν αυτόματος τηλεφωνητής:

Τον Μάη κρασί μην πίνετε, κι όξω μην κοιμηθείτε,

κι ανοίξτε τα ματάκια σας, σε κάλπη άμα βρεθείτε!

Σκεφτείτε τι σας είπανε, καλά, και θυμηθείτε!

Ό,τι στην κάλπη ρίξετε, μπροστά σας θα το βρείτε…


Λίγα αποσπάσματα απ’ τον ανέκδοτο Καζαμία

  Γενάρης: Κύμα καύσωνα πλήττει την Αυστραλία. Η ήπειρος θυμίζει απ’ άκρη σ’ άκρη Βραγκιανά. Στην Ελλάδα οι αλκυονίδες μέρες θα ρυθμιστούν σε 120 δόσεις.

  Φλεβάρης: Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να κυρώσει τη συμφωνία που έχει ακυρώσει ήδη ο λαός (ναι, ο κυρίαρχος…). Συγκρατήστε κι ένα όνομα, μην πείτε μετά ότι  δεν το πρόβλεψα: Σαρίδης… Ο νοών νοείτω τους ανοήτους!

  Μάρτης: Αν και Καζαμίας δεν μπορείς να κόψεις ντορό του Μάρτη. Έχει ομοιότητα με τον Σύριζα. Άλλα λέει το πρωί, άλλα λέει το βράδυ. Άλλα λέει κι άλλα κάνει. Αρκετοί πολιτικοί θα βάλουν «Μάρτη», για να μην τους μαυρίσει ο ήλιος, αλλά θα φάνε το μαύρισμα τον Μάη.

  Απρίλης: Ο κούκος έρχεται και διαλαλεί την άνοιξη. Κούκου! Κούκου! Μάταια περιμένουν στον Περισσό να βάλει και το ε στο τέλος, ώστε να λέει κουκουέ, κουκουέ…  Ο Παππάς ξαναστέλνει κάρτα ότι δεν κατάργησαν το Πάσχα.

  Μάης: Άλλο μαγιόξυλον, άλλο  κλιτσόξυλον, άλλο φασ’λόξυλον κι άλλο εκλογικό βρωμόξυλον σε κάθε πολιτικό στραβόξυλον… Στο Σύνταγμα λυράρηδες και κρητικοί χοροί… Κι ο πολίτης παράμερα, δεν μπορεί να ξεμπερδέψει τα αισθήματα της χαράς που φεύγει ο Αλέξης και της λύπης που έρχεται ο Κυριάκος.  

  Ιούνιος: Έχετε τον Κυριάκο πρωθυπουργό. Από εδώ και πέρα κανένας Καζαμίας δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί. Αρχίστε να ψάχνετε τον επόμενο!… 


Στράβων: «Έστι μεν ουν Ελλάς και η Μακεδονία»

  Αυτά έλεγε ο Στράβων, Έλληνας γεωγράφος, ιστορικός και φιλόσοφος που έζησε   από το 64 π. Χ. – 24 μ. Χ. 

  Τόσο ήξερες, τόσο έλεγες, Στράβων!... Άνοιξε και κάνα κανάλι, Στράβων (κατά προτίμηση την ΕΡΤ), για να πληροφορηθείς ότι αυτά που έλεγες δεν έχουν καμία αξία στην εποχή των θεόΣτραβων. Για τέτοια στραβωμάρα λέμε!... Άνοιξε τα στραβά σου, Στράβων, να δεις τι μας κόβουν και τι μας ράβουν…

  Στη χρονιά που φεύγει, κυριάρχησε η συμφωνία των Πρεσπών. Εκεί στους Ψαράδες (ακριτικό χωριό της περιοχής), στήθηκε ένας πρόχειρος παιδότοπος, όπου ο χαζοχαρούμενος Κοτζιάς, ως καθ’ ύλην υπεύθυνος, οργάνωσε με επιτυχία τα γενέθλια του Νίμιτς (να μην τον εύρει ο χρόνος…) και υπέγραψε συμφωνία με τα Σκόπια, με τα γνωστά σημεία της. Όλα τα παιδάκια που παραβρέθηκαν, πέρασαν μια αξέχαστη μέρα κι αντάλλαξαν δώρα. Ο Αλέξης πήρε δώρο μια γραβάτα κι εμείς οι άλλοι μια θηλιά στον λαιμό μας… 

  Στην τελετή δεν επετράπη να βρίσκεται για να γιορτάσει κι ο λαός (πλην των συμφωνούντων με τη συμφωνία), γιατί υπήρξε πληροφορία ότι ο λαός την προηγουμένη είχε φάει τεράστιες ποσότητες από φασόλια Πρεσπών. Κάποιους δε, επειδή τους έπεσαν πλάκωμα, τους κυνηγούσαν στα γύρω βουνά τα ΜΑΤ, για να τους πλακώσουν στο ματσούκι και να ξαλαφρώσουν απ’ το τρέξιμο.

  Η συμφωνία πανηγυρίστηκε απ’ όλον τον ελληνισμό, με εξαίρεση μιας θλιβερής μειοψηφίας   που  μόλις  άγγιζε  το  80%  των  Ελλήνων,  αποτελούμενο  κυρίως  από 

εθνίκια και όχι καρανίκια.  

  Το Καφενείο με ξεκάθαρο τρόπο τοποθετείται:

  Εκεί που ο Παύλος Μελάς, ο Τέλλος Άγρας και πλήθος άλλων μακεδονομάχων υπέγραψαν με τη θυσία τους, οι υπογραφές με μελάνι πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές.

  Ας αναγνωρίσουν όλες οι χώρες τα Σκόπια όπως θέλουν. Η Ελλάδα δεν πρέπει να το κάνει ποτέ. Όσοι και όποιοι πολιτικοί να υπογράψουν, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων δεν υπογράφει… Ποτέ…

  Η Ελλάδα δεν ελευθερώθηκε και δεν κράτησε την ελευθερία της με τη ρεαλιστική πολιτική του δήθεν ορθού λόγου, αλλά με την τρέλα την κολοκοτρωνέικη… τα «μολών λαβέ», τα «ελευθερία ή θάνατος» και τα «όχι».

  Προτιμώ να ενημερώνομαι στο θέμα απ’ την ιστορική μνήμη του λαού μας και τους Καργάκους κι όχι απ’ τους Μπαλαούρηδες. Και προφανώς δεν μπορούν να δώσουν σωστή λύση αυτοί που συζητούσαν ακόμη και το «Μακεδονία του Ίλιντεν», αλλά ούτε οι επερχόμενοι που θα προσπαθήσουν να κρυφτούν στις ευθύνες των προηγούμενων.


Ξεστράβων: «Έστι ουν Αργιθέα και το Μαρκελέσι»

  Απ’ τα Σκόπια στα Τουμπλέρια! (Είναι η περιοχή της ανηφορικής διαδρομής απ’ τη διασταύρωση για το μοναστήρι του Κώστη προς Μαρκελέσι. Έτσι λέει κι ο Στράβων…). Δρόμος πολύπαθος! Δρόμος περιπέτεια! Αλλά και δρόμος μνημείο κατά πρόσωπο της κρατικής αδιαφορίας, μιας και έγινε μέχρι τον οικισμό με χρήματα των ξενιτεμένων και των κατοίκων του, καθώς και με την προσωπική εργασία κάποιων μόνιμων ονειροπαρμένων… Δε θα αναφερθώ ονομαστικά στους συντελεστές εκείνης της προσπάθειας. Τους γνωρίζουν εκείνοι που ξέρουν να αναγνωρίζουν… 

  Πότε θα γίνει άσφαλτος; Δε γνωρίζω. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι πραγματική σύνδεση Ανατολικής με Δυτική Αργιθέα θα γίνει όταν αυτός ο δρόμος ολοκληρωθεί. Με επίκεντρο την Παναγία Σπηλιώτισσα, η Αργιθέα τότε θα γίνει πέρασμα και προορισμός. Ας το καταλάβουν πρωτίστως οι Αργιθεάτες, ειδικά εκείνοι που δε βλέπουν πέρα απ’ το χωριό τους. Ας το έχουν στον νου τους οι διάφοροι υποψήφιοι και προς Θεού μην το γράψουν μόνο, ως έργο στόχο, στο πρόγραμμά τους… Τον χωματόδρομο τον αντέχουμε, το δούλεμα όχι… 

  Μήτσιο, τι την έκανες εκείνη την πινακίδα που έλεγε ούτε εκατοστό ασφάλτου; Μπορείς να μας τη δανείσεις, μην αναγκαστούμε τώρα να κλέβουμε και πινακίδες; 22 ΚΑΦΕΝΕΙΟ Γ.jpg22 ΚΑΦΕΝΕΙΟ Β.jpg

Φωτογραφίες από αγιασμό των υδάτων στον Αχελώο

Αύριο πάλι εδώ, στη λίμνη Στεφανιάδας, στο Κεφαλόγουρνο κι όπου αλλού στην Αργιθέα.


ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ


5/1/2019

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Βάιος Μαλλιάρας: τ΄αηδόνι του Κάτω Ολύμπου - 38 χρόνια μακριά μας! 1.1.1988 – 1.1.2026 [+ΒΙΝΤΕΟ- Τσάμικο Μαλλιάρα] από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

  Βάιος Μαλλιάρας: τ΄αηδόνι του Κάτω Ολύμπου - 38 χρόνια μακριά μας!  1.1.1988 – 1.1.2026  [+ΒΙΝΤΕΟ- Τσάμικο Μαλλιάρα] από τον Κωνσταντίνο ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....