Ετικέτες - θέματα

2.11.25

Ο Κερκέζος του Ιωάννη Κονδυλάκη Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

 


Ο Κερκέζος

του Ιωάννη Κονδυλάκη 

Κείμενο και AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου


  Εἰς τοῦ Σαϊτονικολῆ ἐμοίραζαν τοὺς πρώτους σισανέδες ποῦ ἔφερε τὸ Πανελλήνιον. Μὲ τοὺς ἄλλους ἐπῆγε καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς νὰ πάρῃ, ἀλλ’ ἐνῷ ἔφθασεν ἐκ τῶν πρώτων, ἐπλησίασε μὲ τοὺς τελευταίους, ὅταν ἔμειναν ἀκόμη τέσσερα ἢ πέντε μόνον τουφέκια καὶ οἱ ἀπαιτηταὶ ἦσαν δεκαπέντε καὶ περισσότεροι. Ὁ Ἀναγνώστης ὁ Πλατῆς, καθήμενος, κατέγραφεν ἐκείνους ποῦ ἐλάμβαναν ὅπλα· ὁ δὲ Σαϊτονικολῆς, ὄρθιος, τὰ ἐμοίραζεν, ἀπευθύνων εἰς ἕκαστον μίαν εὐχήν:

— Καλορρίζικο! Τιμημένο νὰ τὸ βαστᾷς καὶ τιμημένο νὰ σὲ βγάλῃ! καὶ ἄλλα τοιαῦτα.

Ὁ Ἀνδρουλιός, ὑποχωρῶν εἰς ὅλους, ἀπωθούμενος καὶ οὐδένα ἀπωθῶν, ἐκινδύνευε νὰ μὴ πάρῃ τίποτε· ἀλλ’ ἐπὶ τέλους εὑρέθη ἐνώπιον τοῦ Σαϊτονικολῆ, ὅστις ἦτο γυρισμένος τὴν στιγμὴν ἐκείνην πρὸς τὴν γωνίαν ὅπου ἀνέκειντο τὰ ὅπλα καὶ ὅστις ἐστράφη κρατῶν ἕνα σισανέν. Ἦνοιγε δὲ τὸ στόμα νὰ εἴπῃ τὴν ἀπαραίτητον εὐχὴν καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς ἐκινήθη νὰ πάρῃ τὸ τουφέκι, ὅτε ὁ Σαϊτονικολῆς τὸν εἶδε καὶ ἔκαμε κίνημα ἐκπλήξεως καὶ δισταγμοῦ.

— Μωρέ, δὲν ἀφήνεις, καϋμένε Ἀνδρουλιό, νὰ τὸ πάρῃ κιανεὶς ἄλλος; τοῦ εἶπε μὲ δυσφορίαν ἀνθρώπου, ὅστις ἀναγκάζεται νὰ φανῇ σκληρός. Ἐσὺ… εἶντα νὰ σοῦ πῶ;

Ὁ Σαϊτονικολῆς ἤθελε νὰ εἴπῃ: Ἐσὺ τί νὰ τὸ κάμῃς; καὶ ὁ Ἀνδρουλιός, ὅσον καὶ ἂν ἦτο πρᾷος καὶ ταπεινός, ἐταράχθη· δὲν εἶπεν ὅμως τίποτε, ἀλλ’ ἀπεσύρθη ἀποσβολωμένος εἰς μίαν ἄκραν, ὡς νὰ μὴ ἔβλεπε τὴν θύραν διὰ νὰ φύγῃ. Ὁ Σαϊτονικολῆς μετενόησεν ἀμέσως καὶ ἐλυπήθη διὰ τὴν σκληράν του φράσιν ἀλλ’ ἦτο πλέον ἀργά, διότι ἄλλοι έσπευσαν καὶ ἥρπασαν τὰ ὑπολειπόμενα τουφέκια, χωρὶς μάλιστα νὰ περιμένουν τὴν εὐχήν.

— Μωρέ, τὠπίστεψες αὐτὸ ποῦ σοὖπα, Ἀνδρουλιό, κι’ ἀφῆκες νὰ πάρῃ ἄλλος τὸ τουφέκι; ἐφώναξε πρὸς αὐτὸν γελῶν διὰ νὰ συγκαλύψῃ τὸ πρᾶγμα. Ἐγὼ σἐθάρρουνα γιὰ πλειὰ ξυπνητό. Γιάε, μωρέ, νἀφήσῃ νὰ τοῦ πάρῃ ἄλλος τὸ τουφέκι!

— Δὲ θέλω σισανέ, καπετὰ Νικολῆ, ἀπήντησεν ὁ Ἀνδρουλιός. Καλλίτερα ποῦ τὸν ἐπῆρε ἄλλος. Ἔχω μιὰ παλιολαζαρίνα ἐγώ… κάνει κι’ αὐτὴ δουλειά.

Καὶ τὰ ἔλεγεν αὐτὰ χωρὶς πικρίαν, χωρίς παράπονον· ἐμειδία μάλιστα τώρα τὸ σύνηθες καλοκάγαθον μειδίαμά του, ἀλλ’ εἰς τὰ γαλανά του μάτια ἐκυλίετο ἕνα δάκρυ.

Ὅταν ἐξῆλθε, τὸν ἐπλησίασεν ὁ συγγενής του Μαρογιάννης καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἀγανάκτησιν:

— Μωρέ, γιὰ ὄνομα Θεοῦ, δὲν ἔχεις ψυχή, δὲν ἔχεις άνθρωπιά; Δὲν φτάνει ποῦ δὲ σοὔδωκε τουφέκι ὁ βιλάνος ὁ Σαϊτονικολῆς, ἀλλὰ σοὐκανε καὶ τέτοια προσβολάρα, καὶ σὺ ἐκόντεψε να τοῦ πῇς σπολάτη!

— Ὁ ἄνθρωπος εἶπε τὴν ἀλήθεια. Σὰ δὲν ἔχει τουφέκια για ὅλους, καλλίτερα νὰ τὰ πάρουν οἱ καλοὶ καλοί. Αὐτὸς εἶνε καπετάνιος καὶ κατέχει.

Τὸ κακό του τὸν καιρὸ κατέχει.

— Κιἂν δὲ τὸ κατέχει αὐτός, τὸ θωρῶ μοναχός μου ἐγώ. Εἶμαι κακουρές, ἀνεμάθρωπος, εἶπεν ὁ Ἀνδρουλιὸς μὲ ὀλίγον πεῖσμα, τὸ ὁποῖον ἀπηυθύνετο μᾶλλον κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του.

— Σῶπα λέω καὶ τσ’ ἄντρες δὲν τσοὶ ζυγιάζουνε σὰν τὰ ζωντόβολα. Ἐγὼ δὲν κάνω καλλίτερο μου κανένα. Σ’ ὅλο τὸ ὕστερο χαίρεται κι’ ὁ κόρακας τὴ φωνή του σὰν καὶ τἀηδόνι. Νὰ συλλογιστῇς σκιᾶς τοὺς συγγενεῖς σου ποῦ τοὺς ντροπιάζεις.

— Μὰ ἤθελες δὰ νὰ μαλώσωμε γιὰ ἕνα τουφέκι;

— Ναί, γιατὶ ὅποιος δὲ μιλεῖ τόνε θάφτουνε.

— Ἐγὼ ἔχω τὴν κακολαζαρίνα· ἄλλοι δὲν ἔχουνε μουδὲ καλαμομπιστόλα. Καλὰ ἔκαμε ὁ Σαϊτονικολῆς καὶ μ’ ἀπομούρισε.

— Αὐτὴ τὴν κεφαλὴ νὰ βαστᾷς καὶ καλὰ θὰ πᾷς. Θὰ γενῇς ἀνεμπαίγνιδο τοῦ χωριοῦ.

Καὶ ὁ Μαρογιάννης ἀπεμακρύνθη μὲ ἀγανάκτησιν, αἰσχυνόμενος διότι εἶχε τοιοῦτον συγγενή.

Ὁ Ἀνδρουλιὸς ἦτο νέος ἄνθρωπος, τριάντα περίπου ἐτῶν, κοντακιανός, μὲ παχὺ ξανθὸ μουστάκι, μὲ κνήμας ἰσχνάς, περὶ τὰς ὁποίας κατωλίσθαιναν καὶ ἐζάρωναν τὰ στιβάνια. Ὡς νέος καὶ αὐτὸς καὶ ἄγαμος μάλιστα, προσπάθει κάπως νὰ κομψεύεται, ἠγάπα τὸν χορὸν καὶ ἐφαίνετο αἰωνίως ἐρωτευμένος. Τὸ βέβαιον ὅμως εἶνε ὅτι οὔτε οἱ ἄλλοι, οὔτε αὐτὸς ἐγνώριζε ποίαν ἠγάπα. Ἡ καρδία του ἦτο πλήρης ἀγάπης, ἥτις, μὴ εὑρίσκουσα μέρος νὰ σταματήσῃ, ἐπτερύγιζεν ἀσκόπως, τρεφομένη μὲ ὄνειρα· Ἠγάπα τὸ θῆλυ, ἡ δὲ ἀγάπη του, ἡ ὅλως πλατωνικὴ καὶ νεφελώδης, τὸν ἐκράτει εἰς διηνεκῆ ἐλαφρὰν μέθην, ἐκδηλουμένην μὲ ἤρεμον εὐθυμίαν. Ἀπὸ τὸ στόμα του ἀνέβλυζεν ὡς λάλον ὕδωρ τραγούδημα σιγανόν, καὶ καθ’ ἃς ὥρας εἰργάζετο εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ ὅταν τὸ βράδυ βράδυ ἐμφανιζόμενος εἰς τὰ δώματα παρετήρει τὰς ἐπιστρεφούσας ἐκ τῶν ἀγρῶν παρθένους. Καὶ ἐγνώριζεν ἄπειρα δίστιχα καὶ τὰ περιπαθέστερα μέρη τοῦ Ἐρωτοκρίτου.

Ἀλλὰ μὴ ὑποθέσῃ κανεὶς ἐκ τούτου ὅτι ὁ Ἀνδρουλιὸς ἦτο ἐλαφρὸν καὶ μάταιον ὑποκείμενον. Ὀλίγοι ἦσαν φιλόπονοι ὡσὰν αὐτὸν εἰς τὸ χωριό. Ἄμα ἐτελείωνε τὰς ἀγροτικάς του ἐργασίας, ἐπηγγέλλετο ἐπί τινας μήνας τὸν κτίστην, εὕρισκε δὲ καιρὸν ἐν τῷ μεταξὺ νὰ ἐπιτηρῇ καὶ τὸν νερόμυλον τὸν ὁποῖον εἶχε μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἦτο καθ’ ὑπερβολὴν θρῆσκος, ἐπροσκύνα ὅλα τὰ εἰκονίσματα τῆς ἐκκλησίας καὶ ἐθεώρει θεάρεστον ἔργον νὰ ἐκτελῇ χρέη νεωκόρου, νὰ κρούῃ τὸν κώδωνα, νὰ φέρῃ φωτιὰν διὰ τὸ θυμιατόν, νἀνάβῃ καὶ περιποιῆται, τὰ κανδήλια, νὰ βοηθῇ τὸν ἱερέα κατὰ τὰ βαπτίσια· ἐλυπεῖτο δὲ διότι δὲν ἐγνώριζε γράμματα διὰ νὰ δύναται νὰ ἐκτελῇ χρέη ψάλτου, ἀλλ’ οὐχ ἧττον καθ’ ὅλην τὴν λειτουργίαν δὲν ἔπαυε νὰ συνοδεύῃ μὲ σιγανὸν μουρμούρισμα τὴν ψαλμῳδίαν.

Δὲν περιωρίζετο δὲ ἡ εὐσέβειά του μόνον εἰς ἐξωτερικοὺς τύπους, ἀλλ’ εἶχεν ἀληθεῖς χριστιανικὰς ἀρετάς. Ἀπὸ τὸ στόμα του δὲν ἐξήρχετο ποτὲ ψυχρός λόγος καὶ τόσον ἦτο καλοκάγαθος καὶ ταπεινός, ὥστε οἱ χωριανοὶ τὸν ἐφαντάζοντο ὡς μὴ δυνάμενον νὰ κακοποιήσῃ καὶ Τοῦρκον ἀκόμη.

Δὲν εἶχε κανένα ἐχθρὸν φυσικά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπην τὴν ὁποίαν ἐνέπνεε δὲν ἔλειπεν ὀλίγη εἰρωνία. Εἰς τοῦτο δὲ συνετέλει πρὸ πάντων ἡ κατασκευή του ἡ σχεδὸν καχεκτικὴ καὶ τὸ μικρόν του ἀνάστημα. Καὶ ὅταν εἰς τὸν χορὸν ἐπεδείκνυεν εὐστροφίαν κ’ ἐχοροπήδα, αἱ γυναῖκες ἐδάγκωναν τὰ χείλη των διὰ νὰ μὴ ξεκαρδισθοῦν καὶ ἐψιθύριζαν μεταξύ των μὲ μικροὺς σπασμωδικοὺς γέλωτας:

— Διάολε, ἀντρίτσι τ’ Ἀντρουλιό!

Ἀλλ’ ὁ Ἀνδρουλιὸς καὶ ὅταν φανερὰ ἔβλεπεν ὅτι τὸν ἐχλεύαζαν, δὲν ὠργίζετο, οὔτε ἐδυσθύμει· ἐνίοτε μάλιστα συνεμερίζετο τοὺς γέλωτας καὶ ἐπήδα δυνατώτερα τῶν ἄλλων ὡς διὰ νὰ διασκευδάζῃ περισσότερον τοὺς θεατάς.

Δὲν γνωρίζω ἐὰν διὰ τῶν ὑπερβολικῶν τούτων χοροπηδημάτων ἤθελε νὰ ἐπιδείξῃ καὶ παληκαρισμόν· τὸ βέβαιον εἶνε ὅτι οὐδέποτε ἐπροκάλεσεν ἔριδας καὶ προκαλούμενος ὑπεχώρει.

Ἐννοεῖται ὅτι τοιαῦται ἀρεταὶ δὲν ἐνοοῦντα ὑπὸ τῶν πολλῶν· καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς δὲν εἶχε μὲν ἐχθρούς, ἀλλὰ δὲν εἶχε καὶ θαυμαστὰς καὶ ἡ μεγάλη του ἀνεξικακία ἐθεωρεῖτο ὡς δειλία, ἡ δὲ ὑπερβολική του ἀγαθότης ὡς πνευματικὴ πτωχεία. Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι. Καὶ εἶνε βέβαιον τῳόντι ὅτι ὁ Ἀνδρουλιὸς δὲν ἦτο φωστῆρας. Ἔπειτα ἐκεῖνό του τὸ ἀνάστημα, ἐκεῖνο τὸ σκαρί του… Πῶς νὰ δώσῃς σπουδαίαν σημασίαν εἰς ἕνα τέτοιο «ἀντρίτσι», ὡς τὸν ἀπεκάλουν αἱ γυναῖκες;

Ἐγέλα λοιπὸν ὁ κόσμος μαζῆ του· ὅταν δὲ ἤρχισεν ἡ ἐπανάστασις καὶ ἠκούσθη ὅτι ὁ Ἀνδρουλιὸς παρεσκευάζετο νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὸν πόλεμον, ἀνεκάγχασαν καὶ τὰ νήπια. Πάει στὸ διάολο ή Τουρκιά! Τινὲς ἐξέφραζαν τὸν φόβον ὅτι δὲν ἤξευρε νὰ κάμῃ χρῆσιν τοῦ τουφεκιοῦ καὶ ἄλλοι ὅτι θὰ τὸ ἐγέμιζε μέχρι στομίου· κάποιος δὲ ἐβεβαίωνεν ὅτι ὁ Ἀνδρουλιὸς ἐξελάμβανε τὸν πόλεμον ὡς χειροπάλαιμα, διὸ καὶ εἶχε κόψει τὰ μαλλιά του σύρριζα διὰ νὰ μὴ τὸν πιάνουν ἀπ’ αὐτὰ οἱ Τοῦρκοι.

Ὡς εἴδαμεν, καὶ αὐτὸς ὁ καπετάνιος ὁ Σαϊτονικολῆς, δὲν εἶχε καλλιτέραν περὶ αὐτοῦ ἰδέαν. Ἀλλ’ ὁ Ἀνδρουλιὸς δὲν ἐμνησικάκησε· μετά τινας ὥρας μάλιστα ἐφαίνετο ὡς νὰ εἶχε παντελῶς λησμονήσει τὴν πικρὰν τοῦ ὁπλαρχηγοῦ φράσιν. Καὶ εἰς τὴν πρώτην ἁψιμαχίαν ἔλαβε μέρος μὲ τὴν λαζαρίναν του. Τί γέλια ἔγειναν μ’ ἐκείνην τὴν παλιολαζαρίναν, τῆς ὁποίας τὸ σπασμένο κοντάκι ἦτο δεμένον μὲ σπάγγους καὶ ἡ ὁποία εἶχε μάκρος τριῶν πήχεων!

— Μωρ’ αὐτό, Ἀντρουλιό, εἶνε τοῦ Διγενὴ τοῦ Σαραντάπηχου τὸ τουφέκι! τοῦ εἶπε κάποιος.

Κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς μάχης τὸν ἔχασαν· εἶχεν ἀναμιχθῆ ἴσως μὲ ξενοχωριανοὺς ἤ, τὸ καὶ πιθανώτερον, εἶχε κρυφθῆ. Μόνον δὲ κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν τὸν ἐπανεῖδαν, καὶ τὸ φέσι του ἦτο τρυπημένον ἀπὸ δύο σφαίρας. Ἐξάπαντος τὸ εἶχε κρεμάσει καὶ τὸ ἐπυροβόλησε μὲ τὴ λαζαρίνα του. Τοὐλάχιστον ἐξησκεῖτο εἰς τὴν σκοποβολήν.

Ἀλλ’ εἰς τὴν ἑπομένην μάχην ἡ κακολογία ἐβουβάθη. Ὁ Ἀνδρουλιὸς ἐμάχετο ὄρθιος, ἐντελῶς ἀπροφύλακτος. Ἐνόμισαν ὅτι τὸ ἔκαμνεν ἐξ ἀγνοίας τοῦ κινδύνου καὶ τοῦ ἐφώναζαν νὰ πιάσῃ μιτερίζι, ἀλλ’ ὁ Ἀνδρουλιὸς δὲν ἠθέλησε ν’ ἀκούσῃ.

— Ἐμένα δὲ μὲ πιάνει μπάλλα, εἶπε μετὰ τὴν μάχην.

— Δὲν σὲ πιάνει μπάλλα; Πῶς τὸ κατέχεις;

— Ἔχω τίμιο ξύλο.

— Ἀλήθεια;

— Ἔχω αὐτό, ἀπήντησεν ὁ Ἀνδρουλιὸς σοβαρῶς καὶ ἔκαμε τὸν σταυρόν του. Δὲν τὸ κατέχετε; Ὅποιος κάνει τὸ σταυρό του ἅρμα ἔχει στὸ πλευρό του.

Μετά τινα καιρὸν ἀπεβιβάσθησαν ἐθελονταὶ εἰς τὴν ἐπαρχίαν. Ἀμέσως ὅμως στρατὸς τουρκικὸς πολυάριθμος τοὺς κατεδίωξε μέχρι τοῦ ὀροπεδίου τοῦ Λαπάθου, ὅπου τοὺς περιεκύκλωσεν. Ἐθελονταὶ ἐφονεύθησαν πολλοί, θὰ ἐξωλοθρεύοντο δὲ ὅλοι ἂν δὲν τοὺς ἐβοήθει ἡ ὁμίχλη καὶ ἂν ἔλειπαν οἱ ἐντόπιοι ἐπαναστάται, οἵτινες ὑπεστήριξαν τὴν ὑποχώρησίν των καὶ τοὺς ὡδήγησαν νὰ διαφύγωσι δι’ ἀτραπῶν καὶ χαραδρῶν.

Μεταξὺ τῶν Κρητῶν ἦτο καὶ ὁ Ἀνδρουλιός, ὅστις πολλοὺς ἐθελοντὰς ἔσωσεν. Εἰς τὸ ἀνακάτωμα δ’ ἐκεῖνο κ’ ἐντὸς τῆς ὁμίχλης διέκρινεν ἐγγύτατα ἕνα φοροῦντα ὑψηλὸν σκούφον.

— Ἀπὸ δῶ, πατριώτη! τοῦ ἐφώναξε. Μὴν πᾶς ἀπ’ αὐτοῦ, θὰ πέσης στσοὶ Τούρκους.

Ὁ φορῶν τὸν ὑψηλὸν σκούφον διηυθύνθη πρὸς αὐτόν, ἀλλ’ ὅταν ἐπλησίασεν, ὁ Ἀνδρουλιὸς διέκρινεν ὅτι ἦτο Κιρκάσιος. Δὲν ἐπρόφθασεν ὅμως νὰ τὸ καλοσκεφθῇ καὶ ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον κατ’ ἀρχὰς εἶχε νομίσει ὡς ἐθελοντὴν ὥρμησε κατ’ αὐτοῦ μὲ τὴν λόγχην.

Ὄπισθεν τοῦ Ἀνδρουλιού ἦτο κρημνὸς στρωμένος μὲ χαλίκια· ἡ δὲ ἀπόστασις ἡ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Κιρκασίου ἦτο τόσο μικρά, ὥστε δὲν ἔλαβε καιρὸν νὰ στρέψῃ κατὰ τοῦ ἐχθροῦ τὴν δολιχόσκιον λαζαρίναν…

Ἡ λόγχη ἐπήρχετο κατὰ τοῦ στήθους του, ἀλλ’ ὁ Ἀνδρουλῆς συγχρόνως ἐρρίπτετο εἰς τὸν κρημνὸν μὲ μίαν ἀναφώνησιν:

— Θεὲ Δημητρίου!

Καὶ μετὰ πατάγου, παρασύρων τοὺς χάλικας, κατεκυλίσθη εἰς τὸν κρημνόν, προπορευομένης μὲ τὸν μεταλλικόν της θόρυβον τῆς λαζαρίνας. Εἰς τὸ κάτω μέρος ἔμεινεν ἀκίνητος. Ὁ δὲ Κιρκάσιος, ἀφοῦ ἐπί τινας στιγμὰς τὸν ἔβλεπε κατακυλιόμενον, τώρα ἐζήτει μέρος διὰ νὰ κατέλθῃ μέχρις αὐτοῦ καὶ τὸν αἰχμαλωτίσῃ ἢ τὸν ἀποτελειώσῃ. Ἐπὶ τέλους εὗρε μονοπάτι καὶ ἤρχισε νὰ κατεβαίνῃ· ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον ἐκινήθη καὶ ὁ Ἀνδρουλιός. Ὁ Θεὸς τοῦ Δημητρίου εἶχε βοηθήσει τὸν νέον Νέστορα, ὅστις μόνον ἀσημάντους τινὰς ἐκδορὰς καὶ ἐλαφρὰν ζάλην εἶχε πάθει. Ἀλλὰ μόλις ἐσηκώθη, ἠκούσθη πυροβολισμὸς καὶ μία σφαῖρα ἐπέρασε πλησίον του. Ἡ λαζαρίνα ἦτο ἐνώπιόν του καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς τὴν ἤρπασεν, ἔρριψε ταχὺ βλέμμα εἰς τὴν πιάστραν καὶ κρὰκ-κράκ! τὴν ἔστρεψε κατὰ τοῦ Κιρκασίου…

Νέος πυροβολισμὸς ἀντήχησεν εἰς τὴν χαράδραν καὶ ὁ Κιρκάσιος κατεκυλίσθη μέχρι τῶν ποδῶν τοῦ Ἀνδρουλιοῦ νεκρός…

Τὴν ἐπιοῦσαν ἔξαφνα ἐνέσπειρε πανικὸν εἰς τὸ χωριὸ ἡ κραυγή: —Τοῦρκοι! Κερκέζοι!

Ὁ κόσμος ἔγεινεν ἄνω κάτω· καὶ ἄλλοι μὲν ἔτρεχαν νὰ πάρουν τὰ τουφέκια των, ἄλλοι νὰ προφυλάξουν τὰ παιδιά των, ἄλλοι ν’ ἀποκρούσουν τὴν εἰσβολήν. Ἀλλ’ ἀντὶ Τούρκων καὶ Κιρκασίων, είδαν ένα μόνον Κιρκάσιον, ὅστις παραδόξως ἔφερεν ἐπ’ ὤμου δύο τουφέκια, ἔνευε δὲ μακρόθεν καθησυχαστικῶς καὶ ἐφώναζεν ἑλληνιστί:

— Μώρ’ ἐγώ ’μαι, ἐγώ ’μαι! Μὴ φοβᾶσθε!

Δύνασθε νὰ φαντασθῆτε τὸν θαυμασμὸν καὶ ἔπειτα τὴν εὐθυμίαν τῶν χωριανῶν, ὅταν ἀνεγνώρισαν τὸν Ἀνδρουλιὸν ἐντὸς τοῦ κιρκασιανοῦ ἱματισμοῦ, ὁ ὁποῖος, σημειώσατε, τοῦ ἤρχετο ὀλίγον μακρὺς καὶ ὑπὲρ τὸ δέον πλατύς.

Τὸν ὑπεδέχθησαν μὲ ἀλαλαγμὸν χαρᾶς, καὶ περικυκλώσαντες αὐτὸν τὸν ἠρώτων, ἐνῷ συγχρόνως μετὰ περιεργείας ἐξήταζαν τὸν καυκάσιον ἱματισμόν του, τοῦ ὁποίου τὸ στῆθος ἐκάλυπτον ἀλλεπάλληλοι σειραὶ φυσιγγιοθηκῶν.

Παρακάτω συνήντησαν τὸν καπετάνιον, τὸν Σαϊτονικολῆν, καὶ ὁ Ἀνδρουλιὸς τοῦ προσέφερε τὸ ὅπλον τοῦ Κιρκασίου λέγων:

Αὐτὸ τὸ σισανεδάκι πρέπει νὰ τὤχῃς τοῦ λόγου σου, καπετὰν Νικολῆ.

Ὁ Σαϊτονικολῆς παρετήρησε μὲ θαυμασμὸν καὶ πόθον τὸ ὡραῖον καὶ ἐλαφρὸν ὅπλον. Ἀλλ’ ἐνθυμηθεὶς ἴσως τὴν προσβολὴν τὴν ὁποίαν εἶχε κάμει πρὸς τὸν Ἀνδρουλιόν, τοῦ εἶπε μὲ φωνὴν στενοχωρημένην:

— Ὄχι, ὄχι. Ἐσὺ τὸ πῆρες, ἐσὺ νὰ τὤχῃς.

Ὁ Ἀνδρουλιὸς ἀπήντησεν ἠρεμώτατα καὶ φυσικώτατα:

— Ἐγὼ θὰ πάρω ἄλλο, καπετάνιο.

Ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὁ Ἀνδρουλιὸς ἐπωνομάσθη Κερκέζος.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ: 


Πίστομα Κωνσταντίνος Θεοτόκης Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 Πίστομα 

Κωνσταντίνος Θεοτόκης 

Κείμενο και AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 

 Όταν ύστερα από την αναρχία πού'χεν ανταριάσει τον τόπο δίνοντας εις όλα τα κακά στοιχεία το ελεύτερο να πράξουν κάθε λογής ανομία, η τάξη είχε πάλε στερεωθεί, κ' είχε δοθεί αμνηστία στους κακούργους, τότες επίστρεφαν τούτοι απ' τα βουνά κι από τα ξένα στα σπίτια τους, κι ανάμεσα στους άλλους που ξαναρχόνταν, εγύριζε στο χωριό του κι ο Μαγουλαδίτης Αντώνης Κουκουλιώτης.  Είτουν τότες ώς σαράντα χρονών, κοντός, μαυριδερνός, μ' όμορφα πυκνά σγουρά γένια και με σγουρότατα μαύρα μαλλιά. Το πρόσωπό του είχε χάρη και το βλέμμα του είτουν χαϊδευτικό και ήμερο αγκαλά κι αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές· το στόμα του όμως είτουν μικρότατο και κοντό δίχως χείλια.  Ο άνθρωπος τούτος, πριν ακόμα ρεμπελέψουν ο κόσμος, είχε παντρευτεί. Κι όταν πήρε των βουνών το δρόμο, για το φόβο της εξουσίας, άφηκε τη γυναίκα του μόνη στο σπίτι και τούτη δεν του εστάθη πιστή, αλλά με άλλον (νομίζοντας ίσως πως ο Κουκουλιώτης είτουν σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος) είχε πιάσει έρωτα κι απ' τον έρωτα τούτον είχε γεννηθεί παιδί που άξαινεν ωστόσο χαριτωμένα και που η γυναίκα περσά αγαπούσε.  Εγύριζε λοιπόν ο ληστής στο χωριό του την ώρα όπου βάφουν τα νερά. Κ' εμπήκε ξάφνως σπίτι του χωρίς κανείς να το προσμένει, εμπήκε σα θανατικό, αναπάντεχα τέλεια, κ' εκατατρόμαξεν η άτυχη γυναίκα, ετρόμαξε τόσο, που, παίρνοντας το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά, τό'σφιγγε στα στήθια της τρεμάμενη, έτοιμη να λιγοθυμήσει και χωρίς να δύναται να προφέρει λέξη καμία.  Αλλά ο Κουκουλιώτης πικρά χαμογελώντας τής είπε:  "Μη φοβάσαι γυναίκα. Δε σου κάνω κανένα κακό, αγκαλά και σου πρέπουν. Είναι το παιδί τούτο δικό σου; Ναι; Μα όχι δικό μου! Με ποιον, λέγε, τό'χεις κάμει;"  Τ' αποκρίθη εκείνη λουχτουκιώντας.  "Αντώνη, τίποτε δε μπορώ να σου κρούψω. Το φταίσμα μου είναι μεγάλο. Μα, το ξέρω, κ' η εγδίκησή σου θά'ναι μεγάλη· κ' εγώ, αδύνατο μέρος, και το νήπιο τούτο, που από το φόβο τρέμει, δε δυνόμαστε να σ' αντρειευτούμε. Κοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ. Κάμε από με ό,τι θέλεις, μα λυπήσου το άτυχο πλάσμα που δεν έχει προστασία."  Καθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν η όψη του αλλά δεν την αντίκοβγε. Ετσώπασε λίγο κ' έπειτα της είπε:  "Γυναίκα κακή! Δεν ρωτώ τώρα ουδέ συμβουλή σου, ουδέ σε λυπούμαι, ουδέ το λυπούμαι. Τ' όνομα εκεινού θέλω. Εσέ δε θα σε πειράξω. Δε μολογάς το; θα το μάθω· το χωριό όλο γνωρίζει με ποιον εζούσες και τότες θα θυσιάσω και τους τρεις σας, θα πλύνω τη ντροπή πόχω λάβει από σας, πλάσματα άτιμα!"  Εμολόησε. Κι ο Κουκουλιώτης εβγήκε αμέσως. Κι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι, εβρήκε τη γυναίκα στον ίδιο τόπον ασάλευτη με τ' αποκοιμισμένο τέκνο στην αγκάλη· τον αναντράνιζε. Μα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη ύπνον βαθύν ώς το ξημέρωμα.  1 Την άλλην ημέραν αφού εξύπνησαν της είπε.  "Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μού'χουν αρπάξει, καθώς μού'χε πάρει και σε ο σκοτωμένος."  "Τον σκότωσες!"  Την ημέραν εκείνην ο ήλιος δεν εφάνη στην Ανατολή γιατί ο ουρανός είτουν γνέφια γιομάτος και το φως μετά βιάς επλήθαινε.  Κι ο Κουκουλιώτης βάνοντας φτιάρι και τσαπί στον ώμο εδιάταξε τη γυναίκα να τον ακολουθήσει μαζί με το παιδί της, κ' έτσι εβγήκαν κ' οι τρεις από το σπίτι.  Και φτάνοντας εις το χωράφι που είτουν πολύ νοτερό ακόμα από την πρωτυτερνή βροχή, ο ληστής εβάλθη να σκάψει λάκκο.  Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του είτουν χλωμό και ο ίδρος, που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος. Το σταχτί φως που έπεφτε από τον ουρανό εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο· το χινόπωρο την αυγήν εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη. Η γυναίκα εκοίταζε περίεργη κι ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε με τα γουλιά και με τα χώματα που ανάσκαφτεν ο κακούργος. Κ' εφάνη για μια στιγμήν ο ήλιος κ' εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νηπίου που αγγελικά χαμογελούσε.  Κι ωστόσο ο λάκκος είτουν έτοιμος, κι ο Κουκουλιώτης, ακουμπώντας στο φτυάρι, είπε της γυναικός του:  "Βάλ'το πίστομα μέσα".  

[Από τις Κορφιάτικες ιστορίες]

ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ: 


Εικονίζοντας τη συκοφαντία ή Μελετώντας τον πίνακα του Απελλή + ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου - συγγραφέα

 

Εικονίζοντας τη συκοφαντία 

ή Μελετώντας τον πίνακα του Απελλή + ΒΙΝΤΕΟ

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου - συγγραφέα

   


Ο συκοφάντης σκοτώνει την τιμή ενός ανθρώπου, ενώ ο φονιάς τη ζωή, αλλά επειδή η τιμή είναι ανώτερη της ζωής, η κακολογία είναι σοβαρότερη, διότι ο φονιάς σκοτώνει με κίνδυνο της ζωής του ζωντανούς, ενώ ο συκοφάντης με ένα λόγο, ακινδύνως, “σκοτώνει” ζωντανούς και πεθαμένους
[Σωκράτης].

Η ΣΥΚΟΦΑΝTΙΑ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ: Ο Σόλων, στην αρχαία Αθήνα, είχε νομοθετήσει απαγόρευση εξαγωγής αγροτικών προϊόντων στις άλλες πόλεις κράτη, εξαιρώντας το ελαιόλαδο. Μεταξύ των προϊόντων αυτών ήταν και τα σύκα. Όποιος ενημέρωνε τους άρχοντες για αυτούς που έβγαζαν παράνομα σύκα από την Αττική, αυτός ονομαζόταν συκοφάντης και η πράξη του συκοφαντία.

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑΣ: Ο Σωκράτης έλεγε για τη συκοφαντία, ή κακολογία καλύτερα, μιας και τότε δε χρησιμοποιούνταν ο όρος συκοφαντία για τις διαβολές, πως ο κακόλογος σκοτώνει την τιμή ενός ανθρώπου, ενώ ο φονιάς τη ζωή, αλλά επειδή η τιμή είναι ανώτερη της ζωής, η κακολογία είναι σοβαρότερη, διότι ο φονιάς σκοτώνει με κίνδυνο της ζωής του ζωντανούς, ενώ ο κακόλογος με ένα λόγο, ακινδύνως, “σκοτώνει” ζωντανούς και πεθαμένους. Ο κυνικός Διογένης συνέκρινε συκοφάντες και κόλακες: “Απ΄ τα άγρια θηρία το χειρότερο δάγκωμα το κάνει ο συκοφάντης, από τα ήμερα ο κόλακας”. Συκοφάντης δεν είναι μόνο αυτός που “πρωτοσπέρνει” το ψεύδος αλλά και οι “πολλαπλασιαστές” του. Όταν κάποιος είπε στον Αίσωπο πως λένε για εκείνον τρομερά πράματα και άρχισε να τα εξιστορεί, εκείνος απάντησε: Δολοφόνοι δεν είναι οι κατασκευαστές μαχαιριών, αλλά οι χρήστες αυτών. Έτσι και τώρα. Δε με κακολογούν οι συκοφάντες, αλλά εσύ που χρησιμοποιείς τις συκοφαντίες τους. Ο τραγικός Μένανδρος έγραψε: “Όποιος πιστεύει στις συκοφαντίες, είναι κακός στο χαρακτήρα, ή έχει μυαλό μικρού παιδιού”. Ο Καντ δείχνει αισιόδοξος δίνοντας μια διέξοδο στα θύματα της συκοφαντίας: “Έχε υπομονή, οι συκοφαντίες δεν έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής. Η αλήθεια είναι παιδί του χρόνου, δεν θα αργήσει να εμφανιστεί να σε δικαιώσει.” Αντίθετα ο Ρενάν, υπολογίζοντας ιδιαίτερα τη διαβρωτική της δύναμη, έλεγε: “Μπορούμε να σωθούμε από το δηλητήριο της έχιδνας, αλλά όχι και από εκείνο της συκοφαντίας.”

Ο ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ: “Η άγνοια είναι τρομερό πράγμα και αιτία πολλών κακών για τους ανθρώπους. Σα μια αχλύ που σκεπάζει τα πράγματα και αμαυρώνει την αλήθεια. Σαν να περιπλανιέμαστε στο σκοτάδι άλλοτε σκοντάφτουμε κάπου χωρίς λόγο, άλλοτε προσπερνάμε αυτό που δεν έπρεπε και αυτό που βρίσκεται κοντά μας και μπροστά στα πόδια μας, δεν το βλέπουμε. Αντίθετα, εκείνο που βρίσκεται εντελώς μακριά μας, φοβόμαστε ότι θα μας δημιουργήσει πρόβλημα. (Ομιλώ...) για τις ψεύτικες διαβολές. Εξ αιτίας τους οικογένειες έχουν αναστατωθεί, πόλεις καταστράφηκαν, πατεράδες εξοργίστηκαν εναντίον των παιδιών τους, αδέλφια μεταξύ τους, παιδιά εναντίον των γεννήτορων τους και εραστές εναντιών των αγαπημένων τους..

Η ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΕΛΛΗ: Ο ζωγράφος Απελλής ο Εφέσιος, υπήρξε θύμα συκοφαντίας. Είχε διαβληθεί ότι συμμετείχε στη συνομωσία του Θεοδώτα στην Τύρο κατά του Πτολεμαίου της Αιγύπτου, ενώ ο Απελλής δε γνώριζε την Τύρο ούτε τον Θεοδότα. Όμως κάποιος ανταγωνιστής του, ο Αντίφιλος, ζηλοφθονώντας την τέχνη του, κατήγγειλε στον Πτολεμαίο ότι κάποιος είδε τον Απελλή στην Φοινίκη να συντρώγει με τον Θεοδότα και σε όλο το δείπνο του μιλούσε μυστικά στο αυτί. Ακόμη, ισχυρίστηκε πως η αποστασία της Τύρου προέκυψε κατόπιν συμβουλής του Απελλή. Ο Πτολεμαίος ταράχτηκε τόσο από τη διαβολή, ώστε δεν σκέφτηκε ούτε το πιο λογικό: ότι ήταν ανταγωνιστής του ο διαβάλλων και ότι ο Απελλής δεν ήταν σε θέση να κάνει τέτοια προδοσία. Επιπλέον δεν σκέφτηκε πως δεν είχε λόγο να το κάνει, αφού ήταν ευεργετημένος από αυτόν και έχαιρε γενικής εκτίμησης. Έτσι αμέσως εξεμάνη και άρχισε να φωνάζει κραυγάζοντας κατάρες για τον “αχάριστο, επίβουλο συνωμότη”. Και αν δεν μιλούσε κάποιος από τους παρόντες, που, αγανακτώντας με την αναισχυντία του Αντίφιλου, πως κάνεναν Θεοδώτα δεν συνάντησε ο άνθρωπος, θα τον είχε σκοτώσει. Ο Πτολεμαίος τότε συνήλθε και ντράπηκε τόσο πολύ με αυτά που έγιναν, ώστε δώρισε στον Απελλή 100 τάλαντα και τον Αντίφιλο τον έκανε δούλο του. Ο Απελλής κράτησε στη μνήμη του το περιστατικό και αναπαρέστησε εικαστικά τη συκοφαντία.

ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΠΙΝΑΚΑ: Είναι ένας πίνακας ζωγραφικής του Ιταλού αναγεννησιακού ζωγράφου Σάντρο Μποτιτσέλι, (1494-5), που βρίσκεται στο μουσείο Ουφίτσι Φλωρεντίας. Ο Μποτιτσέλι άντλησε το θέμα του από τον πίνακα του καλλιτέχνη της ελληνιστικής περιόδου Απελλή, όπως το περιγράφει ο Λουκιανός. Η περιγραφή του Λουκιανού, μιας και το πρωτότυπο δε διασώθηκε, είναι αρκούντως κατατοπιστική. Στον δικό του πίνακα, ο αναγεννησιακός ζωγράφος διατήρησε σκηνικό και μορφές της περιγραφής. Δεξιά απεικονίζεται καθιστός σε υπερυψωμένο θρόνο, εντός ανοικτής αίθουσας, ένας βασιλιάς, με μεγάλα γαϊδουρίσια αυτιά, τείνοντας το χέρι του στη Συκοφαντία, που φαίνεται να πλησιάζει. Δίπλα στο βασιλιά βρίσκονται δύο γυναίκες, η Άγνοια και η Υποψία, που ψιθυρίζουν στα μεγάλα (ευήκοα στην καχυποψία) αυτιά του βασιλιά, πράγμα που υπονοεί την ανοησία του (γαϊδουρινά αυτιά). Η Συκοφαντία, πλησιάζοντας εξ αριστερών, είναι μια όμορφη γυναίκα, που έχει κάτι πάνω της που υπονοεί απάτη και παρόρμηση. Στο αριστερό χέρι κρατά δαυλό (που τα φέρνει όλα στο “φως”), ενώ με το δεξί τραβά έναν νέο από τα μαλλιά. Εκείνος υψώνει τα χέρια στον ουρανό επικαλούμενος θεούς να υπερασπιστούν την αθωότητά του. Τη Συκοφαντία καθοδηγεί ένας χλωμός άντρας με διαπεραστικά μάτια, παραμορφωμένος, και αποστεωμένος σαν από ασθένεια. Είναι ο Φθόνος. Δυο άλλες κοπέλες, η Μοχθηρία κι η Απάτη, ενθαρρύνουν τη Συκοφαντία, στολίζοντάς την. Πιο πίσω με πένθιμα πέπλα και ξέπλεκα μαλλιά, έρχεται η Μετάνοια. Κοιτά δακρυσμένη πίσω της, περιμένοντας την Αλήθεια. Η Αλήθεια γυμνή, όπως πρέπει να είναι πάντα η αλήθεια καθώς δεν έχει να κρύψει τίποτα, δείχνει τον ουρανό ελπίζοντας σε θεία παρέμβαση. Είναι πανέμορφη, αντίθετα με τη Μετάνοια, που είναι ηλικιωμένη και θλιμμένη, με φθαρμένα ρούχα.

Η ΑΝΩΘΕΝ ΣΟΦΙΑ: Το να σηκώνει κανείς το σταυρό της συκοφαντίας είναι άθλος. Η συκοφαντία είναι μέγας πόνος για τον συκοφαντούμενο και φοβερή δοκιμασία για την πνευματική του υπόσταση. Ο Άγιος Χρυσόστομος έλεγε: “Δεν υπάρχει τίποτε πιο αφόρητο για όσους υφίστανται την οδύνη της συκοφαντίας, γιατί η συκοφαντία είναι πραγματικά δάγκωμα για την ψυχή.” Γι' αυτό και ο προφητάνακτας Δαβίδ έλεγε προς τον Κύριο: «Λύτρωσέ με από τις συκοφαντίες των ανθρώπων και θα φυλάξω τις εντολές σου». Για τους Πατέρες, συκοφαντία είναι ακόμη οι ανακρίβειες, οι υπερβολές, οι εύκολες κρίσεις και κατακρίσεις, που ασύστολα διατυπώνονται από μερικούς για οποιονδήποτε πέφτει στην κριτική τους, που καταντούν δυσφημιστικές και συκοφαντικές για το πρόσωπο του πλησίον. Ο συκοφαντούμενος θα αντιμετωπίσει την προσβολή στο πρόσωπό του με υπομονή, σιωπή, ταπείνωση και προσευχή, χωρίς να καλλιεργεί εκδικητικότητα για τον συκοφάντη, φροντίζοντας, κι αυτό είναι το δυσκολότερο μα είναι Μίμηση Χριστού, να βοηθήσει και τον άνθρωπο που τον αδικεί, να καταλάβει το σφάλμα του και να διορθωθεί. Ο Μ. Βασίλειος απαντώντας σε συκοφαντίες μιας αιρετικής της έγραψε: “Προτιμώ από τους γήινους δικαστές, να περιμένω τον Ουράνιο, που ξέρει να υπερασπίζεται κάθε είδους αδικία καλύτερα από τον καθένα.” Ο συκοφάντης, όταν ιδίως μας συκοφαντεί για θέματα πίστης, γίνεται αίτιος για να πάρουμε μεγάλη Χάρη, κι αυτό το δηλώνει ο ίδιος ο Κύριος: “ Μακάριοι είσθε όταν σας μισήσουν, ... σας χλευάσουν και δυσφημήσουν το όνομά σας εξαιτίας του Υιού του ανθρώπου. Να χαίρεσθε και να αγάλλεσθε (...) γιατί θα είναι μεγάλος ο μισθός σας που θα λάβετε στον Ουρανό.”

ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Ο λαός λέει πολύ σοφά για τα συκοφαντούμενα θύματα: “Τα καρποφόρα δέντρα πετροβολούνται”, ενώ με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο δημιουργός του Γκιούλιβερ, ο ψυχογράφος Ιωνάθαν Σουίφτ: “Η συκοφαντία χτυπάει τους άξιους, όπως τα σκουλήκια ρίχνονται επάνω στα καλύτερα φρούτα.” Όμως, σε τελική ανάλυση, ο συκοφάντης αναφύεται από κακή προαίρεση, ζηλοτυπία, μνησικακία, ενώ συκοφαντία είναι η εκδίκηση των ανάνδρων! Μια σύγχρονη οσιακή μορφή, ο γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός έλεγε: “ Η συκοφαντία είναι το απαισιότερο φάσμα του μίσους και το οδυνηρότερο τραύμα γι' αυτόν που την υφίσταται. Η συκοφαντία είναι αμυντικό όπλο της κατωτερότητας. Επειδή δεν μπορεί να σκεπάσει τη γύμνωση και ευτέλειά της, προσπαθεί να αμαυρώσει αυτούς που βρίσκονται ψηλότερα για να δικαιωθεί, όπως νομίζει.


ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


Ο αστερισμός Ιπτάμενος Ιχθύς + ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου, συγγραφέα

 

Ο αστερισμός Ιπτάμενος Ιχθύς + ΒΙΝΤΕΟ

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου, συγγραφέα


  ΓΕΝΙΚΑ: Ο αστερισμός Ιπτάμενος Ιχθύς [Λατ.Volans, συντ. Vol], είναι ένας αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά από τους Keyser και Houtman στην Ουρανομετρία [1603]. Είναι νότιος αστερισμός αόρατος από την Ελλάδα, αλλά πλήρως ορατός σε γεωγραφικά πλάτη από 14° Βόρεια έως και 90° Νότια. Έχει έκταση 141,4 τετ. μοίρες [76ος σε έκταση μεταξύ των 88 αναγνωρισμένων αστερισμών]. Συνορεύει με τους αστερισμούς Τροπίδα, Οκρίβαντα, Δοράδα, Τράπεζα και Χαμαιλέοντα.

  ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: Η αρχική λατινική και διεθνής ονομασία ήταν Piscis Volans, δηλαδή το ιπτάμενο ψάρι [χελιδονόψαρο]. Οι αστρονομικοί Ροδόλφειοι Πίνακες τον ονομάζουν Passer (σπουργίτι), και ως τέτοιος μεταφράσθηκε στην Κίνα (Fe Yu). Ο Καίσιος αλλά και ο Σίλερ συνδύασαν τους αστέρες της Δοράδος με εκείνους του Ιπταμένου Ιχθύος και σχημάτισαν τη μορφή του βιβλικού Άβελ.

ΟΙ ΦΩΤΕΙΝΟΤΕΡΟΙ ΑΣΤΕΡΕΣ: Ο αστερισμός περιλαμβάνει 31 ορατούς αστέρες [φ.μ. ≤ 6,5]. Επειδή όλοι οι αστέρες του Ιπταμένου Ιχθύος είναι αμυδροί και ο αστερισμός πολύ νότιος, κανένας τους δεν έχει δικό του ιδιαίτερο όνομα. Ο α (άλφα) Ιπταμένου Ιχθύος, με φαινόμενο μέγεθος 4,00, δεν είναι ο φωτεινότερος των αστέρων του αστερισμού. Ο β Ιπταμένου Ιχθύος έχει φαινόμενο μέγεθος 3,77. Ο γ είναι διπλός αστέρας, με μέλη που έχουν φαιν. μεγέθη 3,78 και 5,7 και απέχουν μεταξύ τους λιγότερο από 14 δευτερόλεπτα της μοίρας. Τέλος οι δ και ζ έχουν φ.μ. 3.98 και 3,95.

 ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΑ ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ: Ο μεταβλητός αστέρας UZ Vol στον αστερισμό έχει φαιν. μέγεθος που κυμαίνεται από 9,3 ως 10,1. Ευρισκόμενος σε μία κατεύθυνση λίγο έξω από το γαλαξιακό επίπεδο, ο αστερισμός αυτός έχει αρκετούς αλλά μακρινούς και αμυδρούς γαλαξίες. Οι εντυπωσιακότεροι και φωτεινότεροι είναι το ζεύγος NGC 2442/2443 στο κέντρο του αστερισμού, που είναι ραβδωτοί σπειροειδείς, με φ.μ. 10,4 και 11,2. Το διαταραγμένο περίεργο σχήμα τους οφείλεται στο ότι αλληλεπιδρούν βαρυτικά μεταξύ τους.

 konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 



Διαδόσεις, εκτιμήσεις, προεκλογικές ασκήσεις… Γράφει ο Γιάννης Φρύδας ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ 15

 Διαδόσεις, εκτιμήσεις, προεκλογικές ασκήσεις…

                        Στιγμιότυπο οθόνης (760).jpg

                    αναλύσεις, διαλύσεις,

                    επιλύσεις καταλύσεις,

                   απολύσεις, παραλύσεις

             κι όμως δεν υπάρχουν λύσεις!  (καφετζής)


Γράφει ο Γιάννης Φρύδας


ΣΤΟ  ΚΑΦΕΝΕΙΟ  ΤΟΥ  ΓΙΑΝΝΗ  15

                                             

  Θερινό: Τρύπιος Βράχος. Μπράβου στ’ς Θιρινιώτις! Πήραν νια τρύπα, έβαλαν γύρα γύρα κουτρώνια κι έφκιασαν αυτό του  ιντιπουσιακό μνημείου τ’ς φύσης…               


  Βράχο, βράχο τον καημό μου τον μετράω και πονώ,

 δήμαρχος που δε θα γίνω, για να πάω στ’ Ανθηρό.

Κι από τον πολύ τον πόνο κι από τον πολύ καημό,

τρύπησα αυτόν τον βράχο πέρα εκεί στο Θερινό.


  Δήμαρχος δε θα γίνω… Αποχώρησα, αλλά δεν έριξα και μαύρη πέτρα πίσω μου. Από φόβο μην πετύχω κανέναν δήμαρχο ή σκύλο. Στη σκέψη μου έρχεται ακόμη καμιά φορά ο χαμένος κόπος, ο δικός μου και περισσότερο των συνεργατών μου. Έτοιμος συνδυασμός λέμε! Χρυσούλης Λαμπέρης, Πάνος Ζιώγας, Γιάννης Καπούλας, Γιάννης Θέος, Γιώργος Νασιώκας κι ένας Μήτρος απ’ τα Κουμπουριανά… Το επώνυμο το φαντάζεστε: Κίσσας. Αυτούς τους αποκαλύπτω, για να τους κάψω να μη μπουν σε άλλον συνδυασμό. Τους υπόλοιπους δε θα τους αποκαλύψω ακόμη. Δε θέλω να σταθώ εμπόδιο στην πολιτική τους καριέρα και καλά είναι να βιαστούν, γιατί οι θέσεις κλείνουν στις παρατάξεις. Βέβαια, με τον καινούργιο νόμο δεν επιτρέπονται θέσεις ορθίων (όπως στα λεωφορεία) και μια παράταξη μόλις συμπληρώνει τις θέσεις καθιστών, θα αποδεσμεύει τους κομμένους, να μπουν σε άλλη παράταξη. Έχουν να γίνουν παρατάξεις φέτος! Κάποιος θα μαζώνει και τα στραγγίδια…  Καλά δε λέω, Μήτσιο; 

  Θα απουκαλύψου άλλουν έναν π’ πρέπει οπουσδήπουτι, για να τουν ξιντρουχιάσου, θα καταλάβιτι γιατί… Ένα βράδυ ικεί πο’ ’γραφα κι ζήβαγα (παρατατικός του σ’βάου) ουνόματα, για να καταστουλιάσου τ’ φατρία μ’, βρουντάει του τηλέφανου:

Ιμπρός, λέου. Ποιος είν’; 

Είμι ου Ναπουλέουν…            

Ναπουλέους είπις; Ου μέγας; Κρίνι λίγου δυνατότιρα, δε σι ακού καλά! 

Tι μέγας τσαμπ’νάς; Ου Ναπουλέουν είμι, ου Απουστόλου… Τι του θέλ’ς του ιπίθιτου; Δεν έχει άλλουν στουν Αργιθέα κι στ’ν Ιλλάδα πεντέξι είμαστι ούλοι κι ούλοι.            

Ισύ είσι Ταρζάν; Τι μι θέλ’ς; Να μισουλαβίσου ιπειδής είστι λίγοι να σας κλείσουμι στουν Αρκτούρου, στου Νυμφαίου, μι τ’ς αρκούδις για προυστατιβόμινου είδους;

Όχι, αρέ! Να κλείσουμι συνδυασμό. Να μι βάλ’ς κι ιμένα μέσα, για να βγαίνου όξου. Μ’ έφαγι του μέσα… καταλαβαίν’ς; Ούτι θέλου να βγου…            

Ναπουλέου, σι ξέρου κι θέλου τέτοια άτουμα, αλλά πουλύ μπιρδιμένα τα λες μι του μέσα, μι του όξου, μι του δε θέλου να βγου. Ιγώ δε βρήκα άλλουν για υπουψήφιου στ’ Λιουντίτ’, αλλά ιξήγα μ’!  

Πώς να βρεις, αφού είνι ούλοι υπουψήφιοι. Μαναχά ιγώ δεν είμι. Μόλις μι γλέπουν ουρμάν ίσια, για να τ’ς ψηφίσου. Νια μέρα πήγα στ’ν πλατεία κι μ’ άρπαξαν. Τράβαγι ου ένας, τράβαγι ου άλλους, φυλλιρούδια του π’κάμ’σου! Είχα φανέλα, αλλιώς θα να ’μεινα ξιμπλέτσουτους. Έρχουμι στου χουριό κι δε μ’ κουτάει να ρασέψου όξου. Γι’ αυτό σ’ λέου, μ’ έφαγι του μέσα… Γι’ αυτό θέλου να μι βάλ’ς υπουψήφιου… Μιτά δε μ’ ματαχαλέβει κανένας ψήφου κι θα βγαίνου όξου. Δε θέλου να βγου σύμβουλους, να γλυτώσου θέλου!... Κατάλαβις;             

Κι γιατί τόσοι υπουψήφιοι; Είνι καλό του νιρό π’ πίνιτι; Δεν του πάτι για κανιά ιξέταση, πουτέ δεν ξέρ’ς! Μπουρεί να φταίει κι του νιρό…             

  Τώρα ο Ναπολέων τους λέει: «Μπορεί να μην κατεβαίνει η παράταξή μας, αλλά θα αποφασίσουμε όλοι μαζί ποιον θα στηρίξουμε». Και δεν τον ενοχλεί κανένας…


Στιγμιότυπο οθόνης (759).jpg

Άλλα βράχια κάπου βρήκα,                                                           

θέλω να τα πελεκήσω, 

στους παράγοντες του τόπου 

άγαλμα για να τους στήσω!


                                                                      

                     Εκτιμήσεις…                                                      

Ο Α υποψήφιος έχει το Ανθηρό.                                        Βράχια στον Σέλτσο

Ναι, αλλά ο Β έχει το Κατούσι… 

Καλά, κι ο Βασιλόπουλος έχει τα σούπερ μάρκετ ΑΒ... (ελπίζω σε μια 6ευρη επιταγή)


Τι λέει ο Κούκος;

Κούκου! Κούκου! τι θέλ’ς να πει;

 Όχι αυτός ο κούκος, ο μαχαλάς ο Κούκος στο Ανθηρό.

Εκεί τρεις κι ο κούκος είναι, δεν πα’ να ψηφίσουν όποιον θέλουν, δε γίνεται ζημιά. 

Κι οι Άγιοι Απόστολοι;

Θα ψηφίσουν τ’ς Βραγκιανίτις.

 Πόσοι ψηφοφόροι υπάρχουν εκεί; 

 Κανένας!

«Κάθε μαχαλάς και τάξη, κάθε ρούγα και ζακόνι».   

    

Δε θέλου ανιδιουτιλείς!

  Βαρέθ’κα να ψηφίζου ανιδιουτιλείς. Απού τώρα κι σια πέρα θα ψηφίζου μαναχά ιδιουτιλείς. Αρκεί να του λέν’… Θα ικτιμήσου που ’νι ειλικρινείς τουλάχιστουν…

  Ας γίνει, ουρέ πιδιά, κι ένας συνδυασμός ιδιουτιλών! Κι ου άλλους στ’ν αρχαία Αθήνα τουν Αριστείθη ιξουστράκ’σι, γιατί βαρέθ’κι ν’ ακούει να τουν λεν δίκιου!

  Ακ’ ανιδιουτιλής!...


Παροιμίες προς υποψηφίους

  • Εγώ είμαι εδώ, που σπάω το αυγό.

  • Σ’ αυτόν τον τόπο τον στραβό, άλλος δεν ήταν κι ήρθα εγώ.

  • Ψηλά παπά μου τ’ άρχισες και δεν το βγάζεις πέρα.

  • Μη μου πολυψηλώνεσαι, γιατί ψηλός δεν είσαι  και το χωριό σου είναι κοντά

και ξέρω τίνος είσαι.

(Να παίρνετε μία κάθε 6 ώρες και κανένα αντιπυρετικό, κόψ’ τι κι κανιά βιντούζα!).


Ας μ’ αγαπούν οι επίσκοποι κι ας με μισούν οι διάκοι!

  Όταν έφτασα στα 13 Καφενεία, κάποιοι πίστεψαν ότι θα σταματήσω. Τι, ΠΡΟΠΟ είναι το Καφενείο, που άμα το πιάσεις σταματάς; Στο 14ο νόμισαν πάλι το ίδιο. Σπάνια κανένας να τραβήσει απ’ το 14 να πάει για το 31. Δεν ξέρω αν έγινα σαφής, αλλά οι Αργυράτες το κατάλαβαν… 

  Στο 15ο  Καφενείο, λοιπόν, αρκετοί με ευχήθηκαν να μου ξεραθεί το χέρι ή να μου καεί ο υπολογιστής κι άλλοι με καταράστηκαν να τα χιλιάσω…

  Δεν ήξερα τι να κάνω… Αποφάσισα κι έκανα ένα δημοψήφισμα, για το αν πρέπει να συνεχίσω να γράφω. Κατά διαβολική σύμπτωση το 61,31% δημοψήφισε ΟΧΙ και το 38,69 ΝΑΙ.  Ένιωσα  προς  στιγμήν  μια ψυχρολουσία, μια  ελαφρά  ψυχρασία… μετά 

συνήλθα, σκέφτηκα ψύχραιμα, αποφάσισα: Έκανα το ΟΧΙ… ΝΑΙ… και συνεχίζω. Ξέρω ότι είστε και μαθημένοι απ’ αυτό και δε θα με παρεξηγήσετε… 

  Θα σταματήσω, άμα σταματήσου…                                                                                                                                                                                                                                              

                                                           


Άλλο πλαστός Αργιθέας και άλλο πλαστός Αργιθεάτης

  Επειδή κυκλοφορούν πολλοί πλαστοί Αργιθεάτες τελευταία, μια επιτροπή αμπαρογνωμόνων τσιγαριδοπαραγωγών, συνέταξε ειδικό διαγνωστικό τεστ με ερωτήσεις αργιθεάτικου ένδεια-φέροντος. Είναι το  γνωστό τεστ Βασίλη (Β. Α.). 


                                    ΤΕΣΤ ΤΟΥ ΑΡΓΙΘΕΑΤΗ - ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
                                             
1. Πού κοντά πέφτει η Αργιθέα;                                                   

 Α.  Μαδαγασκάρη                      Β. Στα τρία σύνορα                  Γ. Κάτω απ’ τη Γαύδο

2. Τι σημαίνει ζαλίκι;                                                                  

Α. Ματσούκι                                 Β. Σ’φλί                                   Γ. Φορτίο στην πλάτη 

3. Τι πάει να πει κλαρίζω;            

Α. Κόβω κλαρί     Β. Τριβαλιάζω κάποιον σε κουβέντα    Γ. Κατεβάζω τ’ αυτιά άλλου
4.  Τι είναι η σκλιμπότσα;
Α. Είδος κουτερίτσας            Β. Τσιουπελάγα κουτσουνόρα           Γ. Μεγάλη αγκίδα  
5. Τι είναι η μπολίτσα;                     
Α. Ξινός τραχανάς                   Β. Κοίλωμα στον τοίχο                   Γ. Ποδάρι από λαγό                 
6.  Αν οι αργιθεάτικες λέξεις σκλι, πλι, κτι, σχτι δεν τονίζονται, ποιες δισύλλαβες δεν παίρνουν τόνο;

Α.  Κ’τας κρουν’                        Β. Κλεισ’ μπουργια                       Γ. Σφουγκ’ς τ’μυτς
7. Σε ποιο πανηγύρι έπεφταν κλιτσιές παλιά;

Α. Αμόλα Καλούμπα Κογκό      Β. Στεφανιάδα      Γ. Σχαν Ατραχάν Ζαϊρέ Μογγολίας
8. Πώς έλεγαν οι ψαλτάδες στα εγκώμια Μ. Παρασκευής το «λίθος λαξευτός»;

Α. Λύκος καψαλός                          Β. Λίθος ο ξυστός                         Γ. Λίθος αξευτός

9. Όταν κυκλοφοράς σε δρόμους της Αργιθέας τον χειμώνα, τι πρέπει να κάνεις;
Α. Να φουσκώνεις τα λάστιχα         Β. Να τα ξεφουσκώνεις        Γ. Να κάνεις διαθήκη

10. Σε  περίπτωση  κατολίσθησης  σε  δρόμο,  που παίρνει μέσα τον Αργιθεάτη,  ποια είναι συνήθως η επικρατούσα φράση που λέει;

Α. Κι ιγώ τουν ψήφ’σα τουν κιαρατά     Β. Να σο’ ’πιρνι ου διάουλους τ’ σφραΐδα σ’.

    Δείτε σε ποια κατηγορία ανήκετε:

  Αν  απαντήσατε   δέκα στις  δέκα  ερωτήσεις,  είστε  πραγματικός  Αργιθεάτης.  Δεν είστε πλαστός, γι’ αυτό κερδίζετε κι έναν πλαστό και μισό γκιούμι ξινόγαλο.
  Αν έχετε  οχτώ στις δέκα,  είστε σχεδόν Αργιθεάτης, έχετε πλησιάσει πολύ κοντά ως τη Νεβροβούνιστα, τα Τσερκούβιανα ή το Χορίγγοβο.
  Αν έχετε  τέσσερα στα δέκα,  είστε  ομογενείς  Αργιθεάτες  από τη  Νέα Μακεδονία.
  Από δύο και κάτω απαντήσεις, μάλλον  είστε  από Μπουρκίνα Φάσο  ή απ’ το Μάλι, οπότε κονομάτε και κανένα βερνίκι…


Ο καφετζής συμφωνεί και συμπληρώνει

  Αν απαντήσατε στις έντεκα απ’ τις δέκα, εσάς ψάχνουμε! Ελάτε να σας κάνουμε δήμαρχο!…

  Οι πολιτικοί της κεντρικής πολιτικής σκηνής (καλά, θέατρο είναι και λένε σκηνή;) πρέπει να περνούν τέτοιες διαγνωστικές δοκιμασίες. Δεν μπορεί να γίνεται πολιτικός κάποιος που δεν έχει γνώσεις ιστορίας τουλάχιστον επιπέδου δημοτικού σχολείου.

  Οι Αργιθεάτες πολιτικοί που φιλοδοξούν κάθε φορά να διοικήσουν την περιοχή μας, πρέπει να είναι σε θέση να απαντούν σε ερωτήσεις τοπικής ιστορίας και γεωγραφίας.

Επομένως, καλά είναι να στρωθούν στο διάβασμα και να σταματήσουν να κοσεύουν από πανηγυρίου εις πανηγύριον και να π’λαλούν από γλεντοκομείον εις γλεντοκομείον, με μοναδικό στόχο να βρεθούν εις το δημαρχείον. Τον πολιτικόν δεν τον κρίνεις στον χορόν…

  Αρχές Μάη, όσοι φ’ναρίσουν (που επισήμως δηλαδή, θα ανακηρυχθούν υποψήφιοι), θα δώσουν ανάλογες εξετάσεις. Εξαιρείται απ’ την ύλη η ιστορία του Φουντωτού. (Τι ιστορία να ’χει το Φουντωτό; Εκεί που είναι ούτε ο Χριστόφορος Κολόμβος δεν το ανακάλυψε ακόμα…). Εξαιρείται η ιστορία Αετοχωρίου, διότι την ξέρετε απ’ έξω κι ανακατωτά, μιας και σας έχει ζαλίσει ο καφετζής. Τέλος, έξω είναι και η ιστορία του Τριζόλου για λόγους ασφαλείας. Δε θέλουμε να πάτε για επιτόπια μελέτη εκεί και να πέσετε σε κάναν όχτο.

  Ενδεικτικά θα δώσουμε κάποια SOS θέματα, για να γνωρίζουν οι ενδιαφερόμενοι    σε τι θα κληθούν να απαντήσουν:

  • Πουρκουά (γιατί)  το Ανθηρό και Κατούσι  δεν έγιναν ξεχωριστές κοινότητες,

παρότι έφτασαν μερικές φορές στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου, ο οποίος απεφεύχθη

επειδή λειτουργούσε το Λαγκάδι ως ειρηνευτική δύναμη; (χρησιμοποιούμε το γαλλικόν πουρκουά, αφού μιλάμε για την πρωτεύουσα και επειδή είναι η γλώσσα της διεθνούς διπλωματίας).

  • Γιατί η τιμή των Πετριλίων ανεβοκατεβαίνει; Ακολουθεί τις διεθνείς τιμές του 

πετρελαίου ή πότε φταίει το ζερβό και πότε  το  προσήλιο;

  • Ποιο μέρος των Βραγκιανών ονομάζεται Ραχούλα; (Γεια σου, Πάνο!) Μην πάει ο νους σας στη Φσιόκα και προπαντός μη γελάτε!

  • Σε ποιο χωριό για να κόψεις το κολοκύθι, πρέπει να το βάλεις πρώτα στον τρουβά, μετά να κρατήσεις γερά το  σκοινί και ύστερα να το χωρίσεις από την κολοκυθιά, για να μη σου πάρει τον κατήφορο και το χάσεις;

  • Ανήκουν οι Κουμπουριανίτες στην ινδοευρωπαϊκήν φυλήν;

  • Είχε δίκιο ο αείμνηστος παπα-Χαράλαμπος που θεωρούσε μεγάλο «ρήμα» τους Σπυρελιώτες και για ποιον λόγο;

  • Σε ποια χωριά βγάζοντας φωτογραφία δεν μπορείς μέσα στο πλάνο να πάρεις ουρανό και για να δεις απλώς ουρανό πρέπει να τεντωθείς ανάσκελα;

  • Γιατί οι αρχαίοι Γλουγουβ’τσιάνοι είχαν του νεκροταφείου ικεί στ’ς πριόνις π’ δε σκάβουνταν κι δεν πάαιναν λίγου παραπέρα στου Κνίσιβου; Μήπους δεν ήθιλαν να παν στου Κνίσιβου ούτι πιθαμένοι;

  • Σε ποιον πόλο της Αργιθέας, που λέει κι ο Μήτσιος, έχουμε τα κατά κεφαλήν περισσότερα κλιματιστικά;

  • Πώς αντέχει ο πλάτανος στο Λεοντίτο και δεν ξεραίνεται με όσα ακούει απ’ τους Λεοντίτες;

  • Ποιος οικισμός έχει περισσότερους κατοίκους το Κοζιοκάρι, το Τσιοκαρίσι ή η Κερασούλα και σε ποια πρώην κοινότητα ανήκουν;

  • Πώς ονομάζονταν παλιά η Καληκώμη και τα Ελληνικά;  

  • Ποιος  έλεγε  τη φράση: «τέζα, παύλα, κρόνος, Μητσιανάς» στο λιασκοβίτικο 

πανηγύρι;

  • Πώς έφκιασαν οι Στεφανιώτες τη λίμνη τους, αν και δε φημίζονται για την εργατικότητά τους; Μήπως έκλεψαν και τη λίμνη;

  • Τι ώρα είναι;


Σας τάραξα στις παροιμίες σήμερα! Θα σας ταράξω και στη νομιμότητα!

Χαρά σ’ εκείνον που γελά, με τα παθήματά του,

που κάνει γλέντι τον καημό, χορό τα βήματά του.

                                                                                                                      

          Στιγμιότυπο οθόνης (758) 1.jpgΣτιγμιότυπο οθόνης (758) 2.jpg

Βαένι


Το

φαράγγι

Κόστιανος

Καληκώμης



Συμπληγάδες πέτρες Αργιθέας


17/11/2018





ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο Κερκέζος του Ιωάννη Κονδυλάκη Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

  Ο Κερκέζος του Ιωάννη Κονδυλάκη  Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου   Εἰς τοῦ Σαϊτονικολῆ ἐμοίραζαν τοὺς πρώτους ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....