Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ
Το διήγημα στη συλλογή ΝΕΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ, ΔΙΑΛΕΧΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Μ. Σαλίβερος -1926.
Το διήγημα στη συλλογή ΝΕΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ, ΔΙΑΛΕΧΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ. Μ. Σαλίβερος -1926.
Το λαμπρό αμάξι, του Ζαχ. Παπαντωνίου +ΒΙΝΤΕΟ
κείμενο και ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK
Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου
- Δε μ' ἀναγνωρίζεις;
− Ὄχι.
− Εἶμαι ὁ Ποῦλος…
− Ὁ Ποῦλος; Μήπως ὁ συμμαθητής μου;
− Ναί, στὸ Βαρβάκειο…
− Γιώργη!
− Μηνᾶ!
Φιλήθηκαν. Οἱ ἐνθύμησες τοῦ Βαρβακείου ἄρχισαν καὶ περνοῦσαν, σεβάσμια λιτανεία, μπροστὰ στὴν ὁποίαν πήγαινε μὲ μεγαλοπρέπεια ὁ κουλουρτζῆς. Τί μηδενικά! Τί ξύλο! Τί χάρτινα κοκόρια! Τριάντα χρόνια πέρασαν. Εἶν' ἀγνώριστοι.
− Γιὰ πὲς μου Ποῦλο, εἶπεν ὁ Μηνᾶς. Εἶσαι ὁ ἑκατομμυριοῦχος ποὺ ἀκούγεται τώρα τελευταῖα; Ἢ συγγενής του;
Ὁ βαθύπλουτος χαμογέλασε μὲ φιλαρέσκεια.
− Ἕνας Ποῦλος πλούσιος ὑπάρχει, ἀπάντησε. Μὰ δὲν ἔχω καὶ τόσα. Μὲ παραλένε… Κ' ἐσὺ Μηνᾶ;
− Γραφέας τοῦ στρατοδικείου, εἶπεν ὁ Μηνᾶς.
Δυὸ κόσμοι! Ἔσφιγγαν ἀκόμα τὰ χέρια ὅταν εἶπαν καθένας τὴν κατάστασή του… καὶ τ' ἄφηκαν μὲ δυσπιστία. Ἔνοιωσαν πῶς ἀνάμεσά τους εἶνε τὰ πράγματα. Ὡς τόσο ὁ πλούσιος ἔκαμεν ἕνα εὐγενικὸ κίνημα.
− Περιουσία εἶναι μόνο οἱ παλιοὶ φίλοι, εἶπε. Θέλω, καϋμένε, νὰ τὰ ποῦμε. Νὰ περάσω ἀπ' τὸ γραφεῖο σου; Αὔριο;
− Ὅπως θέλεις.
Τὴν ἄλλη μέρα σταμάτησεν ἔξω ἀπ' τὸ στρατοδικεῖο τὸ λαμπρότερο ἰδιωτικὸ ἁμάξι τῆς Ἀθήνας καὶ ζήτησε τὸν φτωχὸν ὑπάλληλον μὲ τὶς 150 δραχμὲς τὸ μῆνα. Ὁ Μηνᾶς κυττάζοντας ἀπ' τὸ παράθυρο, ντράπηκε… Μὰ τοῦτο εἶναι θέατρο! Νὰ κατεβῆ; Ν' ἀρνηθῆ; Κατέβηκε. Ὁ βαθύπλουτος φίλος τὸν πῆρε περίπατο. Ἦταν ἕνα ἁμάξι! Ὅλα του ἄξιζαν, ὡς τὴν τελευταία του βίδα. Τ' ἄλογά του ἦταν κατάμαυρα καὶ τὸ ρυθμικό των πάτημα ἄφινε μιὰ χαυνωτικὴ μουσική. Ὁ Μηνᾶς ἦταν στενοχωρημένος… Τί θέλει ἐδῶ μέσα! Ἄν τὸν ἰδῆ κανένας; Ἄν ἔβγαιναν ἔξαφνα οἱ φίλοι του ἀπ' τὸ συνοικιακὸ καφενεῖο ἡ «Πιπεριὰ» − ὢ διάβολε! σκοῦρα θὰ τἄχε! Ὡς τόσο οἱ ρόδες κυλοῦσαν στὴν ὁδὸ Κηφισιᾶς κι' ὁ κ. Ποῦλος χωρὶς νἄχη τὴν ὑπομονὴ νὰ περιμένη ἄρχισε τὴν περιγραφὴ τοῦ ἁμαξιοῦ του. Μὲ λεπτομέρεια καταπληκτικὴ πληροφόρησε τὸ Μηνᾶ γιὰ τὸ μισθὸ τῶν ἁμαξάδων του, γιὰ τὴν εὐγενικὴ προέλευση τοῦ λακέ του, γιὰ τὰ προτερήματα καὶ τὶς ἰδιοτροπίες των. Εἶπε γιὰ τὴν καταγωγὴ τῶν ἀλόγων καὶ γιὰ τὴν τιμή των. Προχώρησε στὸ ἁμάξι. Ἀπὸ κεῖ κατέβηκε στὰ λουριά, στὶς χαβιὲς − κ' ἔφτασε στὸ σεΐζη. Ὁ Μηνᾶς πληροφορήθηκε ἀμέσως γιὰ τὸ ρόλο του. Εἶναι ὁ φτωχὸς φίλος τοῦ πλουσίου! Θὰ μαθαίνῃ τὶς τιμές. Εἶν' ὁ θεατής. Φουρκίστηκεν ἀμέσως μὲ τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν ὑποχώρηση ποὺ ἔκαμε νὰ γνωρίση ἕνα νεόπλουτο − καὶ πῆρε τὴν ἀπόφασή του. Θὰ καταργήση αὐτὴ τὴ σπατάλη στὴν ὕπαρξή του, ἀφοῦ ἄλλως τε στὴν ὕπαρξή του δὲν ὑπάρχει τίποτα περιττό. Κακὸ δὲν εἶναι. Μὰ καὶ καλὸ δὲν εἶναι. Μετὰ τὴ θριαμβευτικὴ λοιπὸν ἁμαξάδα, ἀποτραβήχτηκε παρουσιάζοντας διάφορες λεπτὲς δικαιολογίες.
Ἐδῶ ὅμως γελάστηκε. Ὁ κ. Ποῦλος δύσκολα θ' ἀφήση τὸ φτωχὸ θεατὴ νὰ φύγῃ. Σὲ λίγες μέρες καθὼς ὁ Μηνᾶς πήγαινε στὸ δρόμο, πέρασε τὸ λαμπρὸ ἁμάξι καὶ τὸν ψάρεψε. «Μὲ ξέχασες!» Τοῦ φώναξεν ὁ πλούσιος. «Ἔλα δῶ!» Ὁ ἁμαξᾶς μὲ τ' ἄσπρα του γάντια ἔσφιξε τὰ λουριὰ τῶν περήφανων ἀλόγων γιὰ νὰ σταματήσουν κι' ὁ ξυρισμένος λακές, ἴδιος πρέσβυς βορεινῆς αὐτοκρατορίας, ἄνοιγε τὴν πόρτα τοῦ ἁμαξιοῦ ἀκίνητος. Τρομαγμένος ἀπ' τὸ θέατρο τοῦτο ὁ Μηνᾶς ἀναγκάστηκε νὰ τρέξη καὶ νὰ χωθῆ στὸ ἁμάξι. Ἀφοῦ τοὔκαμε πικρὲς παρατηρήσεις ὁ βαθύπλουτος τὸν ὡδήγησεν αὐτὴ τὴ φορὰ σπίτι του. Ἐκεῖ τοὔδειχνε δυὸ ὁλόκληρες ὥρες… Τὸν πῆγε στὸ σαλονάκι τῆς μαστίχας, στὴ σάλα τοῦ λουτροῦ, στὸ μπιλιάρδο, στὴ βορεινὴ ταράτσα, στὸ μπουφέ. «Αὐτὸ τὸ τραπέζι εἶν' ἀπὸ ξύλο Αὐστριακὸ ποὺ δὲ σκάει ποτέ… Αὐτὴ ἡ σαλαμάντρα καίει σαρανταοχτώ ὥρες χωρὶς νὰ σβύση… Αὐτὸ τὸ σερβίτσιο εἶναι… Αὐτὴ ἡ πολυθρόνα ἔχει δέκα λίρες. Αὐτὲς οἱ μπίλιες εἶν' ἐλεφαντόδοντο. Αὐτὲς οἱ στέκες βιδώνονται».
Ποτὲ ὁ ὑπάλληλος τοῦ Στρατοδικείου δὲ δίψασε τὴν «Πιπεριὰ» καὶ τοὺς φτωχούς του φίλους, ὅσο αὐτὲς τὶς δυὸ ὥρες. Μετὰ τὴν καταμέτρηση τῆς ξένης περιουσίας ἔτρεξε καὶ τοὺς βρῆκε. Ἦταν τέσσερες στὸ καφενεῖο. Ὁ ἀπόστρατος ὑπολοχαγός, ὁ δικηγόρος χωρὶς ὑποθέσεις, ὁ ἐφοριακὸς ὑπάλληλος κι' ὁ ἄνθρωπος ποὺ περίμενε νὰ κερδίση τὴ δίκη του… Τὸ μηνιαῖο εἰσόδημα τῶν πέντε, μαζὺ μὲ τοῦ Μηνᾶ, δὲν ἦταν παραπάνω ἀπὸ 700 δραχμές. Μπροστά σὲ τόση κολοσσαία φτώχεια, ὁ Μηνᾶς ἔκρινε χρέος του νὰ ἐξομολογηθῆ γιὰ τὶς δυὸ ὥρες ποὺ πέρασε μ' ἕναν ἑκατομμυριοῦχο − δηλώνοντας καθαρὰ πὼς ξαναπαίρνει στὸ καφενεῖο τὴ θέση του. Δὲ θὰ ξαναπατήση στὸν πλούσιο φίλο.
− Γιὰ στάσου! Εἶπεν ὁ δικηγόρος. Δὲν ἀφήνουν ἔτσι ἕνα βαθύπλουτο. Μποροῦσες νὰ τὸν κάμης καλύτερο! Ἄν τοῦ πῆς νὰ βάνη τὸ χέρι του ἔτσι δά… στὴ μικρή τσέπη τοῦ γελέκου του… μπορεῖ νὰ σώση τὸν ποιητή μας.
− Τὸν Κρυστάλλη! Ἔκαμαν οἱ ἄλλοι ξαφνισμένοι. Νὰ μιὰ ἰδέα!
− Δὲν ἔχομε κι' ἄλλη! Ὁ γιατρὸς μοὖπε σήμερα πὼς ἄν τὸν πᾶμε στὸ Μαροῦσι γιὰ λίγο, θὰ δυναμώση τὸ στῆθος του καὶ θὰ γιατρευτῆ. Ὅλη ἡ ἱστορία εἶνε πεντακόσιες δραχμές. Μὰ πῶς νὰ βρεθοῦν.
− Λοιπὸν;
Ὅλοι γύρισαν καὶ κύτταξαν τὸ φίλο τοῦ πλουσίου. Τοὺς κύτταξε κι' ὁ Μηνᾶς. Στὴ στιγμὴ ὁ πλούσιος πῆρε τὴ σημασία τῆς μοίρας ἢ τοῦ θεοῦ.
− Νὰ τὶς ζητήσω; Εἶπε. Μὰ πῶς νὰ τὶς ζητήσω… Καὶ σούφρωσε τὰ χείλια του σὰ νὰ γεύτηκε λεμόνι.
− Στὸ διάολο, εἶπεν ὁ ἀπόστρατος χτυπῶντας τὴ γροθιά του στὸ τραπέζι, πές του πὼς θὰ πεθάνη μιὰ μέρα!
− Σιγά! Εἶπεν ὁ δικηγόρος. Ἔχει κι' ὁ πλούσιος λαβὴ − πρέπει νὰ τὸν πιάσουμε ἀπὸ κεῖ ποὺ πρέπει. Καθαρά, Μηνᾶ, θὰ τοῦ πῆς πῶς ἕνας νέος διωγμένος ἀπὸ τὴν Ἤπειρο χάλασε τὸ στῆθος του δουλεύοντας σ' ἕνα τυπογραφεῖο… Μ' ὅλη του τὴν ἀρρώστια, πές, γράφει στίχους… γιὰ βουνὰ καὶ κρύα νερά… Τὸν ἐκτιμοῦν ὁ Δούμας, ὁ Λάμπρος… Διάβασέ του καὶ τίποτα στίχους.
− Στὸ Διάολο, τί καταλαβαίνει ὁ Ποῦλος ἀπὸ τέτοια! Φώναξε ὁ άπόστρατος καὶ μὲ νέα γροθιὰ στὸ τραπέζι τίναξε τὰ νερὰ τῶν ποτηριῶν ὡς τὸ διπλανὸ τάβλι.
− Πρέπει νὰ τὸν συγκινήσωμε.
− Θὰ ψοφήση μιὰ μέρα! ξανἆπεν ὁ ἀπόστρατος ἀναμμένος.
− Σωπᾶτε, εἶπεν ὁ Μηνᾶς.
Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ μπῆκεν ὁ Κρυστάλλης. Ἐρχόταν ἀπ' τὸ τυπογραφεῖο διψασμένος γιὰ φῶς καὶ γιὰ λίγη βοὴ ἀνθρώπων. Ἦταν σὰ νἄβγαινε στὸν ἀπάνω κόσμο. Χαιρέτησε τοὺς πέντε, κάθησε δίπλα σ' ἕνα τραπεζάκι, πῆρε τὴν «Παλιγγενεσία» καὶ τὴ διάβαζε. Τὸ ξανθὸ καὶ κοντὸ μουστάκι του στριμμένο μὲ προσοχή, τὰ χωριάτικα μάτια του ποὺ ἔξυπνα μαζὺ κι' ἀγαθὰ φώτιζαν τὴν ὠχρή του ὄψη κ' ἡ μικρὴ κλίτσα του, ἀπὸ ὀξειὰ Ἠπειρωτικὴ ποὺ τὴν κρατοῦσε γιὰ μπαστοῦνι καὶ τῆς καμάρωνε τὰ λαϊκὰ πλουμίσματα, ἔδειχναν κάθε ἄλλο παρὰ ποιητή. Ποῦ ἡ γοῦνα τοῦ Συνοδινοῦ, τὸ ψηλὸ τοῦ Παράσχου καὶ τὰ μαλλιὰ τοῦ Νικολάρα! Μὴ βλέποντας τίποτε ἀπ' αὐτὰ τὰ φοβερὰ σημεῖα στὸν ταπεινὸ Ἠπειρώτη δίστασεν ἡ συντροφιὰ στὴν ἀρχὴ νὰ πιστέψη πὼς εἶναι ποιητής, ἀφοῦ μάλιστα οἱ στίχοι του, καθὼς λένε, εἶναι γεμᾶτοι τσοπάνικες λέξεις. Μὰ μὲ τέτοιο λεπτὸ καὶ συμπαθητικὸ μυστήριο τὸν εἶχε περιτυλίξει ὁ Μηνᾶς − αὐτὸς τοὺς τὸν εἶχε γνωρίσει − παρασταίνοντας τὸν καϋμό του γιὰ τὴν Ἤπειρο καὶ τὸν ἀγῶνα του γιὰ τὴ ζωή, ὥστε τοὺς ἄγγιξε τὴν ψυχή − καὶ νά! οἱ τέσσερες ἁπλοϊκοὶ πελάτες τῆς «Πιπεριᾶς» ποὺ δὲν εἶχαν ποτὲ κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ γράμματα καὶ τὴν ποίηση, βρέθηκαν ἄξαφνα ἑνωμένοι σὲ μιὰ εὐγενικὴ συνωμοσία γιὰ τὸν ποιητὴ − ἀφοῦ τόσες ἄλλες φροντίδες γι' αὐτὸν εἶχαν ἀποτύχει.
Ἔτσι ὁ Μηνᾶς, ποὺ δὲ ζήτησε τίποτα στὴ φτωχὴ ζωή του ἀπὸ κανένα, χτύπησε τὸ κουδούνι τοῦ ἑκατομμυριούχου.
Μιὰ βαρύτατη πόρτα ἄνοιξε μὲ μοναδικὴ ὀκνηρία ἀπὸ ἕνα θυρωρὸ ποὺ ὁ Μηνᾶς τὸν βρῆκεν ἀμέσως περιττό, καθὼς καὶ ἦταν. Μέσα ἀπὸ ἀμέτρητα ἀντικείμενα, ἀπὸ περιττὰ ἔπιπλα, φορτωμένα μὲ βασανισμένα σκαλίσματα, ἀπὸ βαρειὲς σάλλες βυθισμένες σὲ κρύαν ἐπισημότητα, ἡ ὁποία φώναζε τὶς τιμὲς καὶ τὶς μάρκες, ὁ καλός μας γραφέας τοῦ στρατοδικείου ἀκολουθῶντας ἕνα περιττὸ καμαριέρη, ὁδοιποροῦσεν ἀπάνω σὲ χαλιὰ κι' ὅλο πήγαινε καὶ δὲν ἔφτανε. Ἐπὶ τέλους κάποτε ἀπάντησε τὸν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖον χρησίμευεν ὅλο ἐκεῖνο τὸ διάστημα! Ὁ πλούσιος τὸν δέχτηκε μὲ χαρὲς καὶ χτυπήματα στὴν πλάτη. Ἀφοῦ τὸν ἔβαλε νὰ καθήση σὲ μιὰ τεράστια πολυθρόνα ποὺ τοῦ χτυποῦσε τὰ κόκκαλα καὶ κάθησεν ὁ ἴδιος μπροστὰ σ' ἕνα ἀκριβότατο γραφεῖο χωρὶς γραφικὰ εἴδη, τὸν ρώτησε πῶς ἦταν αὐτὸ τὸ εὐχάριστο.
− Ἔχω, καϋμένε, κάτι νὰ σοῦ πῶ, εἶπεν ὁ Μηνᾶς καὶ ξεροκατάπιε.
Κομπιάζοντας, ἱδρώνοντας, τὸ εἶπε. Ἀλλοιώτικα τὰ εἶχε σχεδιάσει, ἀλλοιώτικα τ' ἄρχισε. Κι' ἀφοῦ τ' ἀνακάτεψε δυὸ τρεῖς φορὲς καὶ τἄχασε, −τἄφερεν ἐπὶ τέλους στὴν ἄκρη. Ὁ πλούσιος ἄκουσε μὲ προσοχὴ καὶ μὲ τὸ μάτι καρφωμένο ἀπάνω του.
− Καλά! Ἀπάντησε. Κάτι θὰ κάνω γι' αὐτὸν τὸ νέο. Πέρασε τὴν Τετάρτη. Αὐτὴν τὴν ὥρα.
Ἀπ' τὴ χαρά του ὁ Μηνᾶς ἔτρεχε σχεδὸν στὸ δρόμο.
Ὁ πλούσιος ἔμεινε μόνος του… καὶ μετάνοιωσε. Βηματίζει ἀπάνω καὶ κάτω. Τί ἔκαμε; Ὑποσχέθηκε. Ἦταν ἀσυλλόγιστο. Ἔπρεπε νὰ πῆ «ἀδύνατο!» Τἄβαλε μὲ τὸν ἑαυτό του. «Ποιητής; Ταμπουράδες δηλαδή! Ὁ Μηνᾶς λοιπὸν θὰ μὲ πῆρε γιὰ λάχανο, ἀφοῦ ζητάει νὰ πληρώσω λαλούμενα…» Σταμάτησε. Σὰν ἀστραπὴ ὁ νοῦς του ἀναμετράει τὴν περιουσία του. Ἔπειτα πιάνει τὴ μέση του. Νοιώθει πὼς ξύπνησε κάποιος ρευματισμός του. Ἄλλος ἕνας στὸ δάκτυλο. Εἶναι τηλεγραφήματα! Συλλογιέται πὼς ἡ ζωὴ εἶναι λίγη… Ἄκουσε κάποτε διάκο μὲ ψιλὴ καὶ τραγικὴ φωνὴ νὰ λέει τὸ Εὐαγγέλιο: «Ἄφρον, ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί…» Γέρνει πρὸς τὸ μέρος τῆς καλωσύνης. Θὰ θυσιάση τὶς πεντακόσιες δραχμές. Τὶς μισὲς καλύτερα… Ἔτσι γίνονται καὶ τὰ δυό. Μὰ πάλι δὲν πρέπει νὰ κάμη τόσο κακὴ φιγοῦρα στὸ Μηνᾶ. Θὰ τὶς δώση καλύτερα ὅλες. Μὰ ὅλες εἶναι πολλές. «Ἄ ὄχι!».
Κι' ἀρχίζοντας μετρήματα καὶ πολύπλοκη ἀριθμητική, καθὼς πήγαινε δῶθε κεῖθε καὶ βγάζοντας αὐτὲς τὶς πεντακόσιες δραχμὲς ἔβλεπε πὼς στὴν τεράστια περιουσία του γίνεται μιὰ μικροσκοπικὴ τρύπα −ποὺ μολαταῦτα εἶναι κἄτι τι. Μιὰ δαπάνη ποὺ δὲ θὰ δώση τίποτα. Καὶ συλλογιέται. «Ἄν αὐτὸς ὁ ἕνας γίνη δυό; Ἂν βρεθῆ κι' ἄλλος Μηνᾶς; Καὶ παρακαλέση γι' ἄλλον; Καὶ βοηθήση δεύτερο, τρίο, τέταρτο; Ἡ τρύπα θὰ μεγαλώση. Ἄν ὁ διάβολος τὰ φέρη καὶ πέσουν οἱ τάδε μετοχές; Ἂν δὲ μπορέση νὰ τοποθετήση τὴν παραγωγὴ τῶν δύο ἐργοστασίων του; Ἀν γίνη κανένα πατατράκ−ὅλα γίνονται− ποιὸς ξέρει τί (αὐτὴ τὴ στιγμὴ εἶδε μπροστά του ὅλες τὶς καταστροφές, ἀναρχίες, πολέμους, θεομηνίες) − κι' ἂν μετὰ τριᾶντα χρόνια βρεθῆ στὸ δρόμο καὶ δὲν τὸν περιμαζέψη οὔτε τὸ πτωχοκομεῖο;… Τί;
Τὴν Τετάρτη στὸ ραντεβοῦ, κάνοντας ὅλη τὴ δυνατὴ προσπάθεια νὰ εἶναι ψυχρὸς κ' ἐπίσημος, εἶπε στὸ Μηνᾶ.
− Δυστυχῶς εἶναι τέτοιες οἱ περιστάσεις… .ὄχι πὼς δὲν ἔχω τὴν περιουσία μου… ἂν καὶ δὲν εἶναι τὸ τεράστιο ποσὸν ποὺ λένε… ἀλλὰ τέλος πάντων… τί μοῦ κόστισαν αὐτὰ τὰ χρήματα… νὰ σοῦ τὰ διηγηθῶ καμμιὰ φορά… ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις ἐπείνασα… στὴ Ρουμανία, μάλιστα… ἐδῶ κ' εἴκοσι χρόνια… ὁπωσδήποτε γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ φίλου σου τοῦ ποιητή… δὲ θὰ μπορέσω πρὸς τὸ παρὸν νὰ τὸν βοηθήσω… ἐξαιρετικῶς ἦρθαν οἱ περιστάσεις δύσκολες… ἔξοδα πολλά… πρὸς τὸ παρὸν εἶπα… ἀργότερα δὲν ἀποκλείεται… ἐννοεῖς τὴ στενοχώρια μου… νὰ δυσαρεστήσω τὸν παλιὸ συμμαθητή… ἀλλὰ οἱ περιστάσεις… πρὸς τὸ παρόν… μ' ὅλη τὴν καλὴ θέληση… ἐννοεῖς…
− Ἐννοῶ, εἶπεν ὁ Μηνᾶς, μὰ μὴ στενοχωρεῖσαι, φίλε μου! ἔχομε τόσα ἄλλα νὰ ποῦμε!
− Θέλεις νὰ σοῦ δείξω τὰ ὅπλα μου; Ρώτησε ὁ πλούσιος ἐνθουσιασμένος γιατὶ τὸν βοήθησε στὸ ξεγλίστρημα.
Ἂν καὶ δὲν εἶχε ποτὲ τουφεκίσει ὁ Μηνᾶς παρὰ μόνο σὲ μιὰ ἐπιστρατεία κ' ἦταν ἐντελῶς ἀπληροφόρητος γιὰ τὴ σημασία ἰδίως τῶν φονικῶν ὀργάνων μονομαχίας, ἀναγκάστηκε νὰ περιεργαστῆ μιὰ πλούσια συλλογὴ τέτοιων σιδερικῶν καὶ ν' ἀκούση τὶς χρονολογίες καὶ τὶς τιμὲς τοῦ καθενὸς − μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ καταπιῆ εὐκολώτερα τὴ διάψευσή του. Μέσα του ἀναθεμάτιζε τὸν ἑαυτό του… Τί θέλει ἐδῶ; Πάλι θεατής; Γιατί μαθαίνει αὐτὲς τὶς τιμές; Ἐπρόδωσε τὴν καϋμένη τὴ φτώχεια του! Ἀκολούθησε μιὰ φορὰ τὸν πλούσιο φίλο− ἐγλίστρησε. Νὰ τώρα τὸ ἀποτέλεσμα. Ὀνειρεύτηκε μιὰ καλὴ πράξη καὶ βγῆκε γελασμένος. Εἶχε ξεχάσει λοιπὸν πὼς δυὸ ἀντίθετοι κόσμοι μόνο σὲ σύγκρουση ἔρχονται, ποτὲ σ' ἐπαφή! Ἔδωκε τὸ χέρι μὲ προσποιητὴ ἀταραξία στὸν πλούσιο. Ἐκεῖνος τὸ κράτησε.
− Στάσου, ἀπάντησε. Τὸ ἁμάξι μου εἶν' ἕτοιμο, θὰ βγοῦμε μαζί.
− Μὰ γιατί μὲ τ' ἁμάξι; Θὰ πάω πεζῆ.
− Δὲ σ' ἀφίνω νὰ φύγης πεζός! Εἶπεν ὁ νεόπλουτος μ' ἐπιμονή.
Κι' ἀλήθεια συνήθιζε αὐτὲς τὶς θριαμβευτικὲς προπομπές.
Ὁ Μηνᾶς δὲ μπόρεσε ν' ἀντισταθῆ. Κοντά στὴν Καπνικαρέα ὁ ἰδιοκτήτης κατέβηκε μὲ μεγαλοπρέπεια λέγοντας στὸν ἁμαξᾶ: «θὰ πᾶς τὸν κύριο ἐκεῖ ποὺ θέλει». Ἔτσι ὁ Μηνᾶς βρέθηκε μόνος του στὸ λαμπρὸ ἁμάξι, ἐνῶ τ' ἄλογα τὸν πήγαιναν μὲ καλπασμὸ γιὰ ν' ἀναγγείλη τὴν ἀποτυχία του.
Ποιὸς ἑτοίμασεν αὐτὴ τὴ φαντασμαγορία; Τὸ Κακὸ βέβαια. Τὰ ἔργα του ἔχουν τέχνη− δὲν εἶναι ποτὲ ἁπλᾶ. Ὁρίστε! Λιακάδα τοῦ Γεννάρη. Τὰ μαῦρα ἄλογα τεντώνουν τὶς στέρεες καμπύλες των, ξεπετιέται τὸ λαμπρό των ἀνάγλυφο. Ἀγάλματα ὁ ἁμαξᾶς κι' ὁ λακές. Ἡ γυαλάδα τοῦ λαντὼ καθρεφτίζει τὰ σπίτια καὶ τοὺς διαβάτες. Λουριά, πόρτες, πόμολα, στολίδια του, εἶναι ὕμνος πρὸς τὸ περιττό. Σκέφτηκε ἁμέσως νὰ κατεβῆ… Μὰ ὄχι! Θὰ μείνη γιὰ νὰ τὴν ἐκτελέση αὐτὴν τὴν κωμωδία ὡς τὸ τέλος! Θὰ βοηθήση τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ. Τρελλὴ διάθεση τὸν ἔπιασε νὰ παίξη τὰ παιγνίδια της, μανία γιὰ νὰ διαπομπεύση τὸν πλούσιο−καὶ τὸν ἑαυτό του ποὺ πίστεψε στὸν πλούσιο. Ἐμπρός! Θὰ ὁδηγήση τοὐλάχιστον τὸ ἁμάξι του σὲ σωκάκια. Θὰ τὸ σταματήση στὴν «Πιπεριά»! Θέλει νὰ τὸ χώση σὲ λαϊκὴ συνοικία. Κι' ἀφοῦ πέρασε τοὺς δρόμους Αἰόλου καὶ Πατησίων καταδικάζοντας δυὸ τρεῖς γνώριμούς του διαβάτες σὲ κωμικὴν ἀκινησία, ὡς ποὺ νὰ βεβαιωθοῦν ἂν εἶναι ξυπνοὶ ἢ κοιμοῦνται, κι' ἀφοῦ χαιρέτησεν ἄλλους δυὸ τρεῖς μὲ βαρὺ καὶ φιλάνθρωπο ὕφος, ἔφτασε. Στὴν πόρτα βγῆκε ὁ καφεντζῆς μ' ἀνοιχτὸ τὸ στόμα, κεραυνωμένος.
− Εἶναι κανένας μέσα;
− Τώρα μόλις ἔφυγαν, δὲν εἶν' ἕνα τέταρτο…
Ἄ! ὅλα πᾶνε στραβὰ λοιπόν; Θ' ἀποτύχη κ' ἡ παράστασή του; Μὰ αὐτὴ πρέπει νὰ πάη καλά! Σκέφτηκεν ἀμέσως τὸ μαγειριὸ τοῦ Ρούκα ἡ «Ἀμφιλοχία». Ἐκεῖ τρώει πάντοτε ὁ Κρυστάλλης −ἄς πάη νὰ τὸν ξαφνίση! Τοὐλάχιστο θὰ γελάσουν μαζί. Ἐμπρός! Τὸ μεγαλόπρεπο ἁμάξι μὲ προσοχὴ καὶ μὲ δυσκολία μπῆκε σ' ἕνα σωκάκι ποὺ δὲν εἶχε ξαναϊδῆ τροχό.
− Ἐδῶ! εἶπε ὁ Μηνᾶς.
Νέος κεραυνὸς ἔπεσε στὸ λαϊκὸ μαγειριό. Δυὸ τρεῖς κατσαρόλες ἄχνιζαν. Μερικοὶ μαστόροι κουτσόπιναν κι' ὁ ἱεροψάλτης τῆς ἐνορίας μὲ κόκκινη μύτη γευμάτιζεν ἔχοντας μπροστά του τὸ μεγάλο ποτῆρι μὲ τὴν κεχριμπαρένια ρετσίνα. Μὰ ἡ γωνιὰ το·υ Κρυστάλλη ἦταν ἀδειανή.
− Δὲν ἦρθεν ἀπὸ χτὲς ὁ κὺρ Κώστας. Εἶπεν ἐμβρόντητος ὁ μάγερας.
Ἡ ἀτυχία ἐξακολουθοῦσε! Ἀπελπισμένος ὁ Μηνᾶς ὡδήγησε τὸ ἁμάξι στὴν ὁδὸ Πατησίων. Ἐκεῖ κατέβηκε κ' ἔδωσε τέλος στὴ φαντασμαγορία.
Ὡς τόσο ἡ λαϊκὴ συνοικία σηκώθηκε ὅλη στὸ πόδι. Τὰ παράθυρα χάσκουν περίεργα, τὰ λαδικὰ πέτρωσαν στὴν πόρτα, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴ μύτη στὸν ἀέρα μήπως πέση ἀπὸ ψηλὰ καμμιὰ ἐξήγηση γιὰ τὸ μετέωρο ποὺ ἦρθε κι' ἔσβυσε. Ὁ καφετζῆς τῆς «Πιπεριάς» βυθίστηκε σὲ συλλογισμούς. Ὁ μάγερας τῆς «Ἀμφιλοχίας» κατάπληκτος γιὰ τὴν τιμή, κάνει χοντρὰ λάθη μὲ τὴν κιμωλία στὸ λογαριασμὸ τοῦ ἱεροψάλτη. Ὁ γερο−κουλουρτζῆς τοῦ δρόμου, ποὺ τὸ θεωροῦσε προσβολή του νὰ συμβῆ τίποτε χωρὶς νὰ τὸ μάθη, μετακινῶντας ἐδῶ κ' ἐκεῖ τὸν ταβλᾶ του ἔκαμε γνωστὸ ἐπὶ τέλους στὴ συνοικία πὼς τὸ ἁμάξι ζητοῦσε κάποιο γείτονα ποιητὴ Κρυστάλλη ἀπ' τὴν Ἤπειρο. Καὶ τότε σὰ θύελλα σηκώθηκε ὁ θαυμασμὸς γύρω στὸ ἀσήμαντο ὑποκείμενο ποὺ ὡς τότε κανεὶς δὲν τὸ εἶχε προσέξει. Ἔλεγαν πὼς ἔστειλεν ὁ ὑπουργὸς νὰ τοῦ δώσουν τὸ παράσημο… Μιὰ γρηὰ βεβαίωνε πώς, καθὼς ἄκουσεν, ὁ βασιλιᾶς τοῦ μήνησε νὰ πάρη τὰ γραψίματά του καὶ νὰ καθήση στὸ παλάτι. Γιὰ ἄλλους τὸ ἁμάξι ἦταν τοῦ Συγγροῦ. Κατὰ τὸ λέγειν τοῦ φαναρτζῆ ὁ ξυρισμένος δίπλα στὸν ἁμαξᾶ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Τσυγγρός. Ξανακάνοντας ὁ κουλουρτζῆς τὸ γῦρο πληροφορήθηκε πὼς τὸ ἁμάξι εἶχε νὰ παραδώση στὸν Κρυστάλλη δυὸ σακκουλάκια λίρες, σφραγισμένα μὲ βουλλοκέρι. Καθὼς ἀνέβαινε τὸ νέο ἔφτασεν ἐπὶ τέλους καὶ στὸ ἀπλησίαστο σωκάκι τοῦ Κρυστάλλη καὶ μαθεύτηκεν ἀπ' τὴ σπιτονοικοκυρά του. Ἡ γρηά, ποὺ τὸν περιφρονοῦσε καὶ τὸν γκρίνιαζε, ἀδιάφορη γιὰ τὶς δέκα δραχμὲς ποὔπερνε τὸ μῆνα, ξαφνίστηκε γιὰ τὸ παράδοξο μήνυμα καὶ κρατῶντας ἕνα μεγάλο μέρος τῆς τιμῆς γιὰ τὸ πρόσωπό της, ἔτρεξε νὰ τοῦ τὰ πῆ. Τὸν εἶδε τυλιγμένο στὸ παλτό του καὶ σκυμμένον στὸ τραπέζι.
Ὁ ποιητὴς εἶχε ἀπὸ χθὲς λίγο πυρετό. Στὸ τραπέζι του ἦταν δυὸ ποτήρια, ἕνα κουταλάκι κ' ἕνα κουτάκι μὲ χάπια. Ἔπειτα τὰ βιβλία του: Ὁ Βαλαωρίτης − ἡ Γραφὴ − μιὰ Γεωγραφία τῆς Ἠπείρου − ἕνας τόμος τοῦ Παράσχου− ἕνα βιβλίο τοῦ Λάμπρου− τὸ περιοδικὸ «Ἑστία» τοῦ Κυριακοῦ− ἕνα λεξικὸ− λίγα φύλλα ἄσπρο χαρτί. Στὴ γωνιὰ ἡ κλίτσα του. Στὸν τοῖχο, δυὸ − τρεῖς ξεβαμμένες φωτογραφίες, μιὰ τσίτσα κρεμασμένη, κ' ἕνα ξερὸ κλαράκι μελικοκιᾶς μὲ τοὺς κόκκινους κόμπους τοῦ καρποῦ της. Δὲ θέλησε νὰ πέση στὸ κρεββάτι γιὰ νὰ τοῦ φύγη ἡ ἰδέα τῆς ἀρρώστιας. Καθισμένος μπροστὰ στὸ μικρό του τραπέζι, τυλιγμένος μὲ τὸ παλτό του ἔγραφε. Δὲν ἦταν ἐδῶ! Ταξείδευε στὰ Γιάννενα… Ἔγραφε κ' ἔσβυνε… Ἀνέβαινε σὲ ἠπειρώτικους γκρεμνούς, ἄκουγε κοτσύφια… Ἔδιωχνε τὸν Τοῦρκο… Δέντρα φυσοῦσαν στὸ κεφάλι του, ὁ καταρράχτης τῶν Τζουμέρκων βροντοῦσε καὶ χιόνιζε στὰ πόδια του. Ἡ θέρμη ἄναβε τὴ φαντασία του κ' ἡ φαντασία του τὴ θέρμη.
− Καλὰ κυρα−Γιάννενα, εἶπεν ὁ ποιητὴς ἀκούοντας τὸ νέο. Ὕστερα τὰ ξαναλέμε.
Καὶ τὴν ἔδιωξε.
Ὅσο κι' ἂν ταξείδευε στὴ χώρα τῆς φαντασίας, τὴν πραγματικότητα δὲν τὴν ἔχασεν οὔτε αὐτὴν τὴ στιγμή! Κατάλαβε πὼς θἄταν κἄποιο φιλικὸ ἀστεῖο… Τί ἄλλο θἆταν; Ὅπου εἶχε καταφύγει ζητῶντας νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο γιὰ νὰ γλυτώση, βρῆκε τὴν ἀποτυχία. Τὸ πεπρωμένο του δὲν κάνει λάθη ποτέ. Ὁ κόρακας ν' ἀσπρίση, αὐτὸ ποὺ γίνεται σ' ἕναν ἀδικημένο ποιητὴ θὰ γίνεται. Ποιὸς πλούσιος τρελλάθηκε γιὰ νὰ τὸ χαλάση; Δὲν ὑπάρχει δύναμη ἱκανὴ νὰ τὸν γλιτώση!
Ἔξω ἡ γειτονιὰ τὸν βύθιζε στὰ ἑκατομμύρια.
Ὁ ποιητὴς ἔσκυψε καὶ ξανάρχισε, κρυώνοντας μέσα στὸ παλτό του, νὰ γράφη τὸ «Σταυραϊτό».
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ:
Ζαχαρίας Παπαντωνίου: Το άλογο +ΒΙΝΤΕΟ
κείμενο και ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK
διαβάζει ο Κων/νος Αθ. Οικονόμου
Σημ. Ακολουθούμε την ορθογραφία του συγγραφέα
⁂
Ο αστερισμός Διαβήτης +ΒΙΝΤΕΟ
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου, συγγραφέα
ΓΕΝΙΚΑ: Ο Διαβήτης [Λατ. Circinus, συντ. Cir] είναι ένας αστερισμός που πρωτοκαταγράφηκε από τον Lacaille, το 1763. Συνορεύει με τους αστερισμούς Λύκο, Κένταυρο, Μυία, Πτηνόν, Νότιο Τρίγωνο και Γνώμονα. Βρίσκεται ολόκληρος στο νότιο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, έχει έκταση μόλις 93,4 τετ. μοίρες [85ος σε μέγεθος μεταξύ των 88 αστερισμών], είναι πλήρως ορατός σε γεωγραφικά πλάτη μεταξύ 19° Βόρεια και 90° Νότια, αλλά φυσικά είναι αόρατος [αφανής] από την Ελλάδα.
ΟΙ ΦΩΤΕΙΝΟΤΕΡΟΙ ΑΣΤΕΡΕΣ: Δεν υπάρχει σε όλο τον αστερισμό αστέρας φωτεινότερος του τρίτου μεγέθους, και κανένας δεν έχει ιδιαίτερο όνομα. Πάντως ο αστερισμός περιλαμβάνει 39 ορατούς [φ.μ. ≤ 6,5] αστέρες. Κυριότεροι αστέρες του Διαβήτου είναι: Ο α Διαβήτου, που είναι και ο φωτεινότερος του αστερισμού, με φαινόμενο μέγεθος 3,19. Οι β, δ, ε, και θ Διαβήτου, που έχουν αντιστοίχως φαινόμενο μέγεθος 4,07, 5,09, 4,86 και 5,11. Τέλος ο γ είναι διπλός αστέρας με συνολικό φ.μ. 4,51.
ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΑ ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ: Επειδή τέμνεται από τον γαλαξιακό ισημερινό, ο Διαβήτης είναι πλούσιος σε σώματα του δικού μας Γαλαξία, όπως: Τα ανοικτά σμήνη αστέρων NGC 5823 και NGC 5715, που έχουν φαινόμενα μεγέθη 7,9 και 9,8 αντιστοίχως. Τα πλανητικά νεφελώματα PK 318-2.2 (φ.μ. 10,6) και PK 318-2.1 (φ.μ. 11,1), που είναι προσιτά μόνο σε μεγάλα ερασιτεχνικά τηλεσκόπια, ενώ το σκοτεινό νεφέλωμα Be 145 διακρίνεται και με κιάλια.
![]() |
Great Attractor |
Τέλος στον αστερισμό εντοπίζεται και ο χιλιοστός πάλσαρ που ανακαλύφθηκε ποτέ, ο PSR B1524-5709 [13/11/1998, ημερομηνία ανακάλυψης].
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ:
*
* *
― Κυρία, κυρία!
― Τί εἶναι;
―Ἰδέτ᾿ ἐδῶ!… ἔλα νὰ ἰδῇς.
Ἡ νεᾶνις ἔκαμε τρία βήματα πρὸς τὸ μέρος ὅπου τὴν ἐκάλει ἡ παιδίσκη. Δίπλα εἰς τὴν μεγάλην τράπεζαν τῆς δασκαλοκαθέδρας, ὅπου ἀπετίθεντο συνήθως οἱ ἔλεγχοι καὶ κατάλογοι, ὡς καὶ τὰ τετράδια τῶν μαθητριῶν, ἐπὶ τοῦ μικροῦ τραπεζίου τοῦ χρησιμεύοντος διὰ τὴν διδασκαλίαν καὶ ἐξάσκησιν τῶν χειροτεχνημάτων, ἔκειντο φύρδην μίγδην μερικὰ ἀντικείμενα ξένα ὅλως πρὸς τὸ Σχολεῖον, τὰ ὁποῖα ἦτο ὅλως ἄπορον πῶς εὑρέθησαν ἐκεῖ. Ἐν πρώτοις χόρτα τινὰ καὶ ἄγρια ἄνθη, παπαροῦνες καὶ σταχυοειδῆ, λυσοχόρταρα*, μαϊόχορτα, καὶ ὀλίγαι κλωσταὶ καννάβιναι καὶ ἐκ καραβοσχοίνου, μακραὶ τρίχες γυναικεῖαι μαῦραι, ἄλλαι τρίχες φοράδας κόκκινες, μικρὰ κόκκαλα ἀπὸ τὸ Κοιμητήρι, καὶ τέλος ἓν κρανίον ἀνθρώπινον. Τί ἦσαν ὅλ᾿ αὐτά; Καὶ τί ἤθελαν ἐκεῖ; Βεβαίως μάγια· ἐχθροὶ τὰ εἶχαν ρίξει τῆς δασκάλας.
Τῆς μικρᾶς παιδίσκης ἐξηλείφθη ὁ μορφασμός της, τὸ χαμόγελόν της ἔσβησε, καὶ ἡ μυτίτσα της ἡ πλακαρὴ ἐσχηματίσθη εἰς προεξοχήν. Ἡ νεαρὰ δασκάλισσα ἐγέλασε. Δὲν ἐφαίνετο νὰ πιστεύῃ τὰ μάγια.
Ἡ Οὐρανιὼ συνέπλεξε τὰς χεῖρας ἐν ἀδημονίᾳ.
― Μάγια σᾶς κάμανε, κυρία, μάγια!…
― Δὲν εἶναι τίποτε, Οὐρανία· μάζωξέ τα νὰ τὰ πετάξῃς ἔξω.
―Ἐγώ, κυρία, νὰ τὰ πιάσω μὲ τὰ χεράκια μου!;
― Κάμε αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω, διέταξεν ἐν ἀνυπομονησίᾳ ἡ δασκάλισσα· δὲν εἶναι τίποτε… πρὶν ἔλθῃ κ᾿ ἡ ἄλλη, καὶ τὰ ἰδῇ· καὶ τότε τὸ μικρὸ γίνεται μεγάλο.
Ἔτι λαλούσης αὐτῆς, εἰσῆλθεν ἡ Εὐθαλία, ἡ δευτέρα δασκάλισσα, συνοδευομένη καὶ ἀπὸ τὴν μητέρα της. Ἦτο στρογγυλοτέρα ὀλίγον τὸ ἀνάστημα, ὅπως ἡ ἄλλη ἦτο λιγνή, παχουλή, ὅσον ἰσχνὴ ἐκείνη, μὲ παιδικὸν πρόσωπον, ὅπως ἡ πρώτη, ὀλιγώτερον κομψή, ἀλλὰ συμπαθὴς τὴν ἔκφρασιν. Εἶχεν ἔλθει ἐφέτος πρώτην φορὰν εἰς τὸν τόπον, καθὼς εἶχε λάβει τὸ δίπλωμά της ἀπὸ τὸ ἐν Ἀθήναις Ἀρσάκειον, ὅπου ὅλαι, ὡς γνωστόν, ἀριστεύουν, ἐνῷ ἡ πρώτη ἦγε τὸν τρίτον χρόνον ἀπὸ τοῦ διορισμοῦ της. Ἡ Εὐθαλία ἠκολουθεῖτο ἀπὸ τὴν μητέρα της· ἦτο αὕτη καλὴ γερόντισσα, εὐσεβής, καταγομένη ἀπὸ τὴν γείτονα νῆσον, καὶ ἐλέγετο ὅτι ἦτο ἐκ μιᾶς τῶν καλυτέρων οἰκογενειῶν τῆς πατρίδος της.
Διευθύνθησαν πρὸς τὸ μέρος τῆς δασκαλοκαθέδρας, πρὸς τὸ ἐσώτερον δυτικὸν πλάτος τοῦ ἰσογείου, ἀπὸ τὴν θύραν τὴν νοτιανατολικήν. Ἡ Εὐανθία, ὡς τὰς εἶδεν, ἔρριψε βλέμμα ἀνήσυχον πρὸς τὰ μαγικὰ ἀντικείμενα, ὁποὺ δὲν ἦτο καιρὸς πλέον νὰ τὰ κρύψῃ ἢ νὰ τὰ κάμῃ ἄφαντα, καὶ ἐν σπουδῇ, προχείρως ἀνεσήκωσε τὸ ἴδιον τραπεζομάνδηλον, καὶ μὲ αὐτὸ ἐδοκίμασε νὰ τὰ σκεπάσῃ. Ἀλλὰ δὲν ἔφθανεν ἡ ποδιὰ τοῦ ὀθονίου διὰ νὰ συγκαλύψῃ ὅλα τὰ μαγικά, καθὼς ἔκειντο σκόρπια ἐπὶ τῆς μικρᾶς τραπέζης, ὅθεν βιαίως ἐτράβηξε τὸ τραπεζομάνδηλον πρὸς τὸ μέρος της, διὰ νὰ κάμῃ μακροτέραν τὴν κρεμαμένην ἄκραν· πλὴν τότε ἔγινε μικρὸς θόρυβος, τὰ σκληρὰ ἀντικείμενα ἐκρότησαν, καὶ δύο πεθαμένα κόκκαλα σπρωχθέντα ἀποτόμως, ἔπεσαν μετὰ κρότου εἰς τὸ σανίδινον πάτωμα.
Ἡ Εὐανθία ἐμόρφασεν ὀργίλως, θυμωμένη κατὰ τοῦ ἰδίου ἑαυτοῦ της· ἀφῆκε μικρὰν κραυγὴν ἐκπλήξεως, ὡς ν᾿ ἀνεκάλυψεν αἴφνης ἓν πρᾶγμα, τὸ ὁποῖον ἦτον ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια της, καὶ ὅμως δὲν τὸ ἔβλεπεν ἕως τότε· καὶ ταχεῖα, ἔλυσεν ἐξόπισθεν τὴν ἰδίαν λευκὴν ποδιάν της, καὶ τὴν ἐφήπλωσεν ἐπὶ τοῦ τραπεζίου.
Ἡ Εὐθαλία καὶ ἡ γερόντισσα, ἐν τῷ μεταξύ, ἀργοπατοῦσαι, καὶ συνομιλοῦσαι, μόλις ἔφθασαν πλησίον τῆς πρώτης δασκάλας, καὶ τὴν ἐκαλημέρισαν. Πλὴν ἡ μία ἄκρα τῆς λευκῆς ἐμπροσθέλας ἔπεσεν ἀκριβῶς ἐπὶ τοῦ νεκρικοῦ κρανίου, καὶ μόνον κατὰ τὰ δύο τρίτα τὸ ἐσκέπασε. Τὸ πρόσωπον, τὸ στόμα, καὶ τὸ χάσμα τῆς φαγωμένης ρινὸς τοῦ κρανίου, ἔμειναν ὁρατά, πρὸς τὸ μέρος ὁπόθεν ἤρχοντο αἱ δύο γυναῖκες.
Ἡ γραῖα ἀφῆκε κραυγὴν θάμβους καὶ φόβου.
― Μπά!… τ᾿ εἶν᾿ αὐτό, πουλάκι μ᾿;
Ἐδείκνυε τὰ ἀραιὰ διαλείποντα ὀδόντια, καὶ τὰ χάσματα τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ κρανίου.
*
* *
Ἡ Εὐανθία ἐκάλεσεν εἰς ἐπικουρίαν ὅλην τὴν ἑτοιμότητα τοῦ πνεύματός της.
― Ἐμᾶς, κυρία, ὁ καθηγητής μας ὁ Β., μᾶς ἐδίδασκεν ἀνθρωπολογίαν, ὡς καὶ ἀνατομίαν… μᾶς ἐσυνήθισε νὰ μελετᾶμε τοὺς σκελετοὺς τῶν ἀποθαμένων, καὶ νὰ μὴν ἔχουμε προλήψεις.
Ἡ ἀγαθὴ γραῖα τὴν ἐκοίταξεν ὡς νὰ μὴ ἐννόει.
― Παρήγγειλα νὰ μοῦ φέρουν αὐτὸ τὸ κεφάλι καὶ τὰ κόκκαλα, διὰ νὰ διδάξω τὰς μαθητρίας ἀπὸ ποῦ καὶ πῶς εἴμεθα φτιασμένοι.
Ἡ γραῖα ἀνεσήκωσε τὴν ἄκραν τῆς ποδιᾶς, κ᾿ ἐξήτασε διὰ τοῦ βλέμματος ὅλα τ᾿ ἀντικείμενα.
―Ἄ! θὰ τὶς μάθῃς οὗλα τὰ πάντα, μαθές, εἶπεν ἀφελῶς, εἰς τρόπον ὥστε δὲν ἦτο πολὺ σαφὲς ἂν εἶχε πεισθῆ ἢ ἂν εἰρωνεύετο· καὶ γιὰ ταῦτο* ἔφερες, πουλάκι μ᾿, οὗλα τὰ σκέλεθρα αὐτὰ ἀπ᾿ τὰ Μνημούρια… καὶ τὶς κανναβένιες κλωστές, καὶ τὶς τρίχες τὶς ἀλογίσιες, καὶ τὶς παπαροῦνες, καὶ τὰ μαϊολούλουδα;
― Καιρὸς εἶναι νὰ λάβουν τὰ κορίτσια μίαν ἰδέαν γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα, εἶπεν ἡ δασκάλα· κοντεύουν οἱ ἐξετάσεις, καὶ πῶς θὰ κάμουμε κ᾿ ἡμεῖς φιγούρα;
*
* *
Ὅταν εἶχαν φθάσει τὴν πρώτην στιγμὴν ἡ Εὐανθία καὶ ἡ μικρὰ συνοδεύτριά της εἰς τὸ σχολεῖον, ἔξω εἰς τὸ προαύλιον ἦσαν πέντε ἢ ἓξ μαθήτριαι, μὲ τὰ τετράδιά των καὶ μὲ τὰ ἐργόχειρα, περιμένουσαι. Αὗται εἶχαν εἰσέλθει ἤδη, κ᾿ ἐπῆγαν εἰς τὰ θρανία των. Ἄλλαι δέκα ἕως δεκαπέντε ἔφθασαν εὐθὺς κατόπιν. Τὸ Σχολεῖον ἐγέμιζεν ἤδη ἀπὸ κορίτσια. Δύο ἢ τρεῖς κορασίδες, εἶτα ἑπτὰ ἢ ὀκτώ, ὕστερον ὅλαι ὅσαι ἤρχοντο, ἀφῆκαν τὶς σάκκες ἐπὶ τῶν θρανίων των, καὶ κατευθύνθησαν πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἵσταντο αἱ τρεῖς γυναῖκες. Ἡ μία εἶπε τῆς Οὐρανίας:
―Ἀρή, τί εἶναι;
― Μάγια, εἶπε μὲ μορφασμὸν τὸ Οὐρανιώ.
Ἤδη τῆς εἶχε περάσει ὁ φόβος, καὶ τῆς ἐπανήρχετο ἡ συνήθης εὐθυμία της.
― Μάγια; ἠρώτησεν ἡ Σινιωρίτσα τοῦ Μυτιληνιοῦ.
― Μάγια; ἐπανέλαβεν ἡ Ματούλα τοῦ Καλοειδῆ.
― Μάγια· ἐβεβαίωσεν τὸ Ὀρσάκι τοῦ Ζαχαριάδη.
― Μάγια· ἐπεκύρωσεν ἡ Φλωροὺ τοῦ Λαμιαίου.
Τὰ κορίτσια εἶχαν περικυκλώσει τὴν μικρὰν τράπεζαν, κ᾿ ἐκοίταζαν μὲ μεγάλα μάτια καὶ μὲ ἀνοικτὰ στόματα τ᾿ ἀξιοπερίεργα ἀντικείμενα.
― Τί θέλετ᾿ ἐδῶ; ἔκραξε μὲ αὐστηρότητα ἡ Εὐανθία. Γλήγορα στὰ θρανία σας… στὰς θέσεις σας!
Ἔδραξε τὴν βέργαν, κ᾿ ἐφοβέρισε τὰς μαθητρίας.
Ἡ γραῖα Μονεβασιά, ἡ μητέρα τῆς δευτέρας δασκάλας, συνέπλεξε τὰς χεῖρας, κ᾿ ἔκραξε:
― Τώρα, τί νὰ κάμουμε; Τ᾿ ἦταν αὐτό;… Μὴ λές, πουλάκι μ᾿, πὼς τὰ εἶχες παραγγελιά, γιὰ νὰ μάθῃς τὰ κορίτσια κατὰ πῶς εἴμαστε φτιασμένοι, οὗλα τὰ πάντα. Μάγια σᾶς ρίξανε· ἀκοῦς τὰ κορίτσια τί λένε;
― Ξέρουν τὰ κορίτσια τί τοὺς γίνεται; εἶπεν ἡ Εὐανθία.
― Τώρα χρειάζεται ἁγιασμὸς νὰ ψαλῇ ἐδῶ… ξορκισμοὶ νὰ διαβαστοῦνε… Μὴν ἀρχινᾶτε, πουλάκι μ᾿, τὸ μάθημα, πρὶν ξορκισθῇ ὁ ἐχτρὸς ἀποδῶ μέσα.
Ἐκάλεσε τὴν μικρὰν Ματούλαν, κόρην τοῦ Παπαγληγόρη.
― Πᾷς, πουλάκι μ᾿, νὰ πῇς τ᾿ παπᾶ σ᾿, νὰ πάρῃ τὸ πετραχήλι του νά ᾽ρθῃ ἐδῶ;… Νὰ πάρῃ πές, καὶ τὸ Εὐχολόγιο μαζί του… ξορκισμοὺς πρέπει νὰ διαβάσῃ.
Ἡ μικρὰ δὲν ἐπερίμενε νὰ ἐπικυρώσῃ τὴν διαταγὴν ἡ δασκάλισσα. Πάραυτα ἔτρεξε πρὸς τὴν θύραν. Ἡ Εὐανθία, ὡς ναρκωμένη, δὲν εἶπε τίποτε. Μόνον ὅταν ἡ παιδίσκη ἐξῆλθεν, ἐστράφη πρὸς τὴν γερόντισσαν καὶ τῆς εἶπε:
― Τί θέλεις, σταυρομάννα*· γιὰ νὰ μᾶς ἀκούουν κι ἄλλοι;
― Αὐτό, πουλάκι μ᾿, δὲν εἶναι πρᾶμα ποὺ νὰ κρυφθῇ, μαθές, εἶπεν ἡ γραῖα· ὁ παπὰς ποὺ θά ᾽ρθῃ δὲν θὰ τὸ κοινολογήσῃ;… Ἔχεις ψαλίδι γιὰ νὰ κόψῃς τὶς γλῶσσες ὅλων τῶν κοριτσιῶν;
Ἡ Εὐανθία ἔσεισε τοὺς ὤμους.
― Κὶ νὰ τὶς κόψῃς, πουλάκι μ᾿, ἄλλες θὰ φυτρώσουνε· μιὰ θὰ κόφτῃς, δυό, τρεῖς, τέσσερες θὰ βγαίνουνε… Δὲν ἔχουν παιδεμὸ τῶν γυναικῶν οἱ γλῶσσες.
*
* *
Ἡ Εὐανθία ἐν ἀνίᾳ περιήρχετο περὶ τὰς δύο τραπέζας καὶ τὰ πρῶτα θρανία. Ἡ γραῖα Μονεβασιὰ ἐπλησίασε πρὸς τὰ μάγια, καὶ ἤρχισε νὰ θεωρῇ μετὰ προσοχῆς τὸ νεκρικὸν κρανίον.
― Νά, ἐδῶ εἶναι τὰ γράμματα, ποὺ γράφουν τὴ μοῖρά μας, εἶπε δεικνύουσα τὰ ἱερογλυφικὰ ἐκεῖνα σημεῖα τῆς συναρμογῆς τοῦ μετώπου· ἐδῶ εἶναι γραμμένο ὅλο τὸ ριζικό μας. Ἔπαθα τά ᾽παθα, τά πάθω μέλλω;
― Τί θὰ πῇ αὐτό, μητέρα; ἠρώτησεν ἡ Εὐθαλία.
― Αὐτὸ θὰ πῇ, κορίτσι μ᾿, ξέρουμε τὰ ὅσα πάθαμε, μὰ δὲν ξέρουμε τί μᾶς μέλλει ἀκόμα. Ἦτον μιὰ ζηλιάρα, καὶ σὰν εἶδε ποὺ ὁ ἄνδρας της εἶχε ἕνα γυναίκειο καύκαλο κλειδωμένο μὲς στὸ ἀρμάρι του, ἀπ᾿ τὴ μανία της τὸ ἔρριξε στὸ φοῦρνο καὶ τό ᾽καψε· κι ὁ ἄνδρας της τὸ εἶχε φυλάξει ἀπὸ περιέργεια, ἐπειδὴ ἦτον μάντις, κ᾿ ἐγνώριζε νὰ διαβάζῃ τὰ μυστικὰ γράμματα τοῦ ριζικοῦ, κι ἀπόρησε· σὰν τί ἔμελλε νὰ πάθῃ ἀκόμα αὐτὸ τὸ κούτελο· κ᾿ ἐκείνη ἀπ᾿ τὴ ζήλεια της ἐπίστεψε πὼς ἦτον τῆς παλιᾶς ἀγαπητικιᾶς του· καὶ σὰν τὸ εἶδ᾿ ἐκεῖνος ὕστερα ποὺ κάηκε, ἐκατάλαβε γιατί ἐπάνω στὸ κούτελο ἦτον γραμμένο: «ἔπαθα τά ᾽παθα· τά πάθω μέλλω;»
Ἡ Εὐθαλία ἠκροᾶτο ἐν σιωπῇ. Ἡ μήτηρ της ἐπανέλαβε.
― Κι αὐτὸ ἐδῶ, πουλάκι μ᾿, φαίνεται νὰ εἶναι γυναίκειο κούτελο· καὶ σ᾿ αὐτὸ ἐπάνω κάτι τέτοιο θὰ εἶναι γραμμένο.
*
* *
Τέλος ἔφθασεν ὁ παπα-Γληγόρης. Ἐφόρεσε τὸ πετραχήλι του, ἤνοιξε τὸ Εὐχολόγιον, καὶ ἤρχισε νὰ διαβάζῃ μὲ ψίθυρον καὶ βόμβον φωνῆς.
«Ἐπιτιμᾷ σοι Κύριος, διάβολε… φύγε, δραπέτευσον, ἀναχώρησον, δαιμόνιον ἀκάθαρτον καὶ ἐναγές, καταχθόνιον, βύθιον, ἀπατηλόν, ἄμορφον, ἢ αὐτὸς εἶ ὁ Βεελζεβούλ, ἢ κατασείων, ἢ δρακοντοειδής, ἢ θηριοπρόσωπος, ἢ ὡς ἀτμίς, ἢ ὡς καπνός, ἢ ὡς ἄρρεν, ἢ ὡς θῆλυ, ἢ ὡς ἑρπετόν, ἢ ὡς πετεινόν, ἢ νυκτολάλον, ἢ κωφόν, ἢ ἄλαλον… ἢ λάγνον, ἢ δυσῶδες, ἢ φαρμακόφιλον, ἢ ἐρωτομανές, ἢ ἀστρομαγικόν, ἢ φιλόνικον, ἢ ἀκατάστατον· ἢ ὀρθρινόν, ἢ μεσημβρινόν, ἢ μεσονυκτικόν, ἢ ἀωρίας τινός, ἢ αὐγῆς… ἢ κρημνῶν, ἢ ἐκ λάκκου, ἢ καλαμῶνος, ἢ λίμνης ἢ ἐκ στέγης λουτροῦ, ἢ ἐκ μνήματος εἰδωλικοῦ, ἢ ὅθεν ἴσμεν, καὶ οὐκ ἴσμεν… φιμώθητι, φοβήθητι, φύγε, μὴ ὑποστρέψῃς, μηδὲ ὑποκρυβῇς, ἀλλ᾿ ἄπελθε εἰς γῆν ἄνυδρον, ἔρημον, ἀγεώργητον, ἣν ἄνθρωπος οὐκ οἰκεῖ, Θεὸς μόνος ἐπισκοπεῖ, ὁ σειραῖς ζόφου ταρταρώσας σὲ πάντων τῶν κακῶν τὸν ἐφευρετὴν διάβολον· ὅτι μέγας ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, καὶ μεγάλη ἡ δόξα τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
*
* *
Ὅλην τὴν ἡμέραν ἡ Εὐανθία, οὔτε τὰς μαθητρίας ἀπέπεμψεν, οὔτε μάθημα εἶχεν ὄρεξιν νὰ κάμῃ· ἀλλ᾿ αὐτοσχεδίασε προχείρως ἀνακρίσεις, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ τὰ κοράσια ἂν ἐγνώριζον τίποτε ὡς πρὸς τὰ μαγικὰ ἀντικείμενα τὰ εὑρεθέντα εἰς τὸ Σχολεῖον. Πρὸ πάντων ἦτο ἄπορον: πῶς καὶ πόθεν εἰσῆλθε τὸ πρόσωπον, τὸ ὁποῖον εἷχε ρίψει αὐτὰ τὰ περίεργα πράγματα ἐντὸς τοῦ Σχολείου. Ἡ πόρτα ἦτον κλειδωμένη, τὰ παράθυρα ἦσαν ἐφωδιασμένα μὲ δικτυωτά… Ἀπὸ τὴν στέγην τάχα, καθὼς ἔλεγαν οἱ ἐξορκισμοί, κατῆλθεν ὁ ἐχθρός, ἢ κάτωθεν ἀπὸ τὸ ἰσόγειον δάπεδον τοῦ κτιρίου ἀνῆλθε τὸ καταχθόνιον δαιμόνιον;
Τέλος, ἡ νεαρὰ δασκάλισσα, μετὰ πολλὰς προσπαθείας, ἀνεκάλυψεν ἓν ἴχνος, πραγματικὸν ἢ ἀπατηλόν. Καὶ τὴν ἑσπέραν, ὅταν ἐσχόλασαν τὰ κορίτσια, ἐγνώσθη ὅτι αἱ δύο μαθήτριαι, αἵτινες εἶχον κρατήσει τὰ κλειδιά, διὰ νὰ σκουπίσουν τὴν προλαβοῦσαν ἑσπέραν, εἶχαν ἔλθει εἰς συγκοινωνίαν μὲ μίαν πρῴην μαθήτριαν, τὴν Ἀρετὼ Καλκατζάκη, καὶ μ᾿ ἕνα κορίτσι τοῦ δρόμου, τὴν Μαχὼ τῆς Τσούναινας. Αὐταὶ αἱ δύο εἶχαν κάμει τάχα τὰ μάγια;
ΤΟ ΒΙΒΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ:
Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου Το διήγημα στη συλλογή ΝΕ...