Ετικέτες - θέματα

28.12.25

Βάιος Μαλλιάρας: τ΄αηδόνι του Κάτω Ολύμπου - 38 χρόνια μακριά μας! 1.1.1988 – 1.1.2026 [+ΒΙΝΤΕΟ- Τσάμικο Μαλλιάρα] από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

 

Βάιος Μαλλιάρας: τ΄αηδόνι του Κάτω Ολύμπου - 38 χρόνια μακριά μας! 1.1.1988 – 1.1.2026

 [+ΒΙΝΤΕΟ- Τσάμικο Μαλλιάρα]

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου



   ΤΟ ΤΕΚΝΟ ΤΟΥ ΠΥΡΓΕΤΟΥ: Ο Βάιος Μαλλιάρας γεννήθηκε στον Πυργετό Λάρισας το 1907. Σε μια περιοχή με πλούσια φυσική ομορφιά, ανάμεσα στον Κάτω Όλυμπο και τον Κίσσαβο, δίπλα στην κοιλάδα των Τεμπών, ο Βάιος Μαλλιάρας έκανε τα πρώτα του μουσικά βήματα εμπνευσμένος από τους ήχους της φύσης. Ο ίδιος, έλεγε: «Ξέρεις τι αυτί έχω εγώ; Ξέρεις που μεγάλωσα; Στον Πυργετό, στα Τέμπη. Άκουγα τ' αηδόνια και μετά τα 'πιανα στο κλαρίνο». Τα πρώτα μαθήματα κλαρίνου τα παίρνει από δυο «Τουρκόγυφτους», τον Τζιαμαλή και Χαλιαμπά που είχαν ξεμείνει στον Πυργετό. Πήγαινε λοιπόν κοντά σ αυτούς και παρακολουθούσε τα «πατήματά» τους. Στην αρχή ήταν μέτριος, έπαιζε «παρτσακλά», όπως ο ίδιος έλεγε. Ο ένας απ' αυτούς τους Τσιγγάνους γρήγορα αντιλήφθηκε τις αρετές στο παίξιμό του και του έλεγε «εσύ θα γίνεις μεγάλος μουσικός».

ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΔΙΣΚΟΙ: Σε ηλικία 26 χρόνων, το 1933, ηχογραφεί τα πρώτα του τραγούδια «Τ' Αρβανιτοβλάχικο» και την «Ιτιά», κάνοντας την αρχή μιας εντυπωσιακής, μοναδικής θα λέγαμε, πορείας που θα συνεχιστεί για 45 περίπου χρόνια. Συνεργάζεται με τις πιο μεγάλες δισκογραφικές εταιρίες και αποκτά φήμη και δόξα. Παρόλα αυτά ποτέ δεν πλούτισε από τη Μουσική. Ηχογράφησε σε δίσκους γκαραγκούνικα, βλάχικα, σαρακατσάνικα, νησιώτικα, μακεδονικά, ρουμελιώτικα τραγούδια εκτελεσμένα με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Υπάρχουν τρεις χιλιάδες δίσκοι περίπου, αριθμός εκπληκτικός. Παράλληλα γράφει και δικά του τραγούδια για την Αννούλα, τη Μαρία, την Όλγα. Με τον Θεοχάρη Παντίδη γράφει το πολυτραγουδισμένο «Ωραία είναι η νύφη μας» και άλλα τραγούδια γάμου. Ο Ηλίας Ερίνης συμμετέχει στις γνωστές δισκογραφίες «Τραγούδια του Λόγγου» και «Ελληνική Λεβεντιά». Στα πρώτα του βήματα συνεργάζεται με οργανοπαίκτες της περιοχής.

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ: Στην μεταπολεμική περίοδο ο Μαλλιάρας είναι πλέον καταξιωμένος καλλιτέχνης. Συνεργάζεται με πολύ γνωστά ονόματα μουσικών απ' όλη την Ελλάδα: το Γιώργο Κόρο, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τη Νίτσα Τσίτρα κ.α. Ακολουθούν ταξίδια στο εξωτερικό, όπως στον Καναδά και την Αυστραλία όπου παίζει για τους Έλληνες της ξενιτιάς.

ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ: Η πρωτοχρονιά του 1988 θα είναι διαφορετική για ολόκληρο το μουσικό κόσμο. Ο Βάιος Μαλλιάρας σβήνει στον Πυργετό. Το έργο του θα μείνει παντοτινά για να θυμίζει το μεγάλο λαϊκό καλλιτέχνη. Όλος ο Πυργετός για δυο μέρες σείεται στους ρυθμούς του κλαρίνου, θρηνεί με τις μοναδικές μελωδίες που συνέθεσε ο ''μπάρμπα-Βάιος''. Οι φίλοι του τον οδηγούν με κλαρίνα και βιολιά στην τελευταία του κατοικία, εκπληρώνοντας με τον τρόπο αυτό την τελευταία του επιθυμία. Τον αποχαιρετούν με ένα τραγούδι-μοιρολόι:


Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα
Ποτέ μην τραγουδήσω
Μ' απόψε για το φίλο μου
Τον Βάιο το Μαλλιάρα
Θα πω τραγούδι θλιβερό...

Προσωπικό:  Θυμάμαι, σα να ήταν χτες, μικρό παιδί στην πλατεία του Πυργετού, απογεύματα Κυριακής να παίζουμε αμπάριζα ή μπάλα με όλη τη μαρίδα του χωριού. Μέσα στον οχλοβοή του παιχνιδιού, που, είν΄ αλήθεια, πέφταν κορμιά τότε από το πάθος για τη νίκη, διακόπτονταν οι φωνές και τα μαλώματά μας από ήχους κλαρίνου. Τότε σταματούσαμε εντυπωσιασμένοι και βλέπαμε να κατεβαίνουν από το γειτονικό Αη -Γιώργη οι νιόπαντροι – τότε πάντα Κυριακή τελούνταν οι γάμοι (σήμερα, στις ... μεγάλες αλλαγές μας, παντρευόμαστε Σάββατο και κάνουμε τα μνημόσυνα Κυριακές) – συνοδευόμενοι από πεθερικά και καλεσμένους , ενώ μπροστά βάδιζε στητός, αρχοντικός, ο μπαρμπα- Μαλλιάρας, όπως τον αποκαλούσαμε, φυσώντας το κλαρίνο του και βγάζοντας τέτοιες μελωδίες του ακόμη και σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, ηχούν ακόμη νοσταλγικά στ΄ αυτιά μου!

ΑΙΩΝΙΑ ΣΟΥ Η ΜΝΗΜΗ ΚΥΡ ΒΑΓΙΟ!

Κ.Α.Ο.


ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΤΣΑΜΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΛΛΙΑΡΑ:



26.12.25

Η Περιτομή του Κυρίου (1η Ιανουαρίου) του Κων/νου Α. Οικονόμου δασκάλου +ΒΙΝΤΕΟ [Με το τροπάριο}

 

Η Περιτομή του Κυρίου (1η Ιανουαρίου)

του Κων/νου Α. Οικονόμου δασκάλου 




    Τριπλή εορτή σήμερα! Οι δύο από τις εορτές έχουν εκκλησιαστικό χαρακτήρα: η εορτή της περιτομής του Κυρίου μας, όπως και η εορτή και η μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου. Κοντά σ’ αυτές υπάρχει και η πολιτική εορτή της ένάρξης του νέου έτους, η πρωτοχρονιά, που όμως κι αυτή προσλαμβάνει, μέσα στην Εκκλησία, πνευματικό χαρακτήρα. Ας δούμε όμως τι ήταν η περιτομή.

   Στην Αγία Γραφή περιτομή νοείται η αποκοπή του έξω άκρου του ανδρικού μορίου. Η πράξη αυτή ορίστηκε από το Θεό ως επισφράγισμα της συνθήκης Του με τον Αβραάμ. Οι πρώτοι που επεβλήθησαν σε περιτομή ήταν ο Αβραάμ και οι άρρενες της οικογένειάς του (Γέν. ιζ΄10-13). Η συνθήκη επαναλήφθηκε επί Μωυσέως, (Έξ. ιβ΄43,44). Έτσι, κατά τον ιουδαϊσμό, η περιτομή κατέστη επίσημη τελετή που εφαρμοζόταν σε κάθε αρσενικό τέκνο την όγδοη μέρα από γεννήσεώς του. Αυτήν την τελετή τηρούσαν επιμελώς οι Ισραηλίτες, πλην της περιόδου που περιφέρονταν στην έρημο του Σινά. Ήταν προσφορά του παιδιού στο Θεό και υπενθύμιση πως ο Ιουδαίος όφειλε να διαφέρει από τους άλλους και να μην προσκυνά τα είδωλα. Είχε δοθεί και για λόγους υγιεινής (πρόληψη ασθενειών και μολύνσεων). Αξίζει να σημειώσουμε, πως έκοπταν ένα ευτελές σαρκίο το οποίο ήταν η αιτία του κατακλυσμού και της καταστροφής Σοδόμων και Γομόρων, δηλαδή η ακράτεια της γενετήσιας ορμής. Σαρκολάτρες οι συμπολίτες του Νώε, έκφυλοι οι κάτοικοι των Σοδόμων και Γομόρων. Όρισε ο Θεός, η περιτομή να γίνεται στα γεννητικά όργανα, γιατί σ' αυτά χρειαζόταν κάποιος περιορισμός και αρκετή εγκράτεια. Σημειώσουμε ότι και οι Άραβες, λόγω της προέλευσής τους από τον Ισμαήλ, γιο του Αβραάμ, παρέλαβαν την περιτομή, περνώντας τη συνήθεια και στους πιστούς του μωαμεθανισμού. Η εβραϊκή περιτομή κατέληξε, στο πέρασμα των αιώνων, ένας τυπολατρικός παράγοντας της θρησκείας τους. Έτσι οι Εβραίοι αυτοαποκαλούνταν “Περιτομή” ενώ τα λοιπά έθνη τα ονόμαζαν “Ακροβυστία”. Στην Αγία, όμως, Γραφή “περιτομή” και “περιτετμημένος την καρδίαν” σημαίνουν τον καθαρό, τον αγνό, τον αναγεννημένο, ενώ οι λέξεις “απερίτμητος” και “ακροβυστία” τον ασεβή και κακό, τον ρυπαρό: “περιτμήθητε τω Θεώ υμών και περιτέμνεσθε την σκληροκαρδίαν υμών, άνδρες Ιούδα και οι κατοικούντες Ιερουσαλήμ, μη εξέλθῃ ως πυρ ο θυμός μου και εκκαυθήσεται” (Ιερ. δ΄4 αλλά και Ιεζ. μδ΄6,7). Μετά την Πεντηκοστή, το θέμα της περιτομής δίχασε την Εκκλησία. Κάποιοι επέμεναν ότι οι προσήλυτοι εξ εθνών έπρεπε πρώτα να περιτμηθούν πριν βαπτισθούν. Με την πάροδο του χρόνου και τον πειστικό λόγο του Αποστόλου Παύλου και άλλων Αποστόλων, βεβαιώθηκαν όλοι ότι: “εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλὰ καινὴ κτίσις.” (Γαλ. στ΄15).

    Η ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Η περιτομή του βρέφους Ιησού έγινε στη Συναγωγή τῆς Βηθλεέμ. (Λουκ. 2, 5). Το Θείο Βρέφος, αφού γεννήθηκε με τον Παλαιὸ Νόμο, έπρεπε νὰ υποβληθεί και Αυτό στον τύπο, ο οποίος έπρεπε να ισχύει μέχρι την κατάργησή του. Ο Απόστολος Παύλος λέει σχετικά: “ότε δὲ ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιὸν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπὸ νόμον, ίνα τους υπὸ νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν” (Γαλ. δ΄4,5). Η περιτομή συνοδευόταν και με την ονοματοδοσία του βρέφους. Το ίδιο συνέβη και με το Θείο Βρέφος που του δόθηκε το όνομα Ιησούς που είναι ελληνικός όρος από το Εβραϊκό Γεσούα. Είναι το ίδιο με το όνομα «Εμμανουήλ» που αναφέρει ο Ησαΐας, και σημαίνει «ο Θεός είναι μαζί μας». Ο Απόστολος Παύλος προσθέτει πως οι πιστοί περιετμήθησαν με περιτομὴ πνευματική, ενεργούμενη απ᾿ το Αγιο Πνεύμα. Και αυτή συνίσταται στο γδύσιμο και την αποβολὴ του σώματος, που δούλεψε στις αμαρτίες. Το γδύσιμο αυτὸ, έλεγε, είναι η περιτομή, που πήραν απὸ τον Χριστό, όταν θάφτηκαν μαζί Του, διά του Αγιου Βαπτίσματος.

ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ: Σήμερα, ο μεγάλος αναμενόμενος του Ισραηλιτικού λαού, «Θεός ων κατ' ουσίαν» και ενώ κρατά τα σύμπαντα στα πανίσχυρα χέρια του, ενδύεται την ανθρώπινη μορφή. Οκτώ ημερών αδύναμο βρέφος, τυλιγμένο σε ταπεινά σπάργανα, τον κρατά στην αγκαλιά της η αγνή Μητέρα Του και τον οδηγεί στο ναό. Ο φωτισμένος υμνογράφος της Εκκλησίας μας, θεολογώντας ποιητικά, σχολιάζει και δοξολογεί: «Ουκ επησχύνθη (δεν ντράπηκε) ο πανάγαθος Θεός, της σαρκός την περιτομήν αποτμηθήναι, αλλ' έδωκεν εαυτόν, τύπον και υπογραμμόν (πρότυπο και παράδειγμα), πάσι προς σωτηρίαν, ο γαρ του Νόμου Ποιητής, τα του Νόμου εκπληροί, και των προφητών τα κηρυχθέντα περί αυτού». Το μυστήριο της θεϊκής συγκατάβασης είναι μεγάλο και άρρητο. Θεός στην Ιστορία, διέρχεται όλα τα στάδια του ανθρώπινου βίου, αγιάζει τη χωματένια ζωή, πραγματοποιεί και ολοκληρώνει το θεϊκό σχέδιο της σωτηρίας των ανθρώπων. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός διαβλέπει στην περιτομή, τύπο του βαπτίσματος: «Φανερώθηκε η αλήθεια, ανώφελος ο τύπος και η σκιά. Άχρηστη, περιττή η περιτομή και αντίθετη προς το άγιο βάπτισμα, ο γαρ περιτεμνόμενος χρεωστεί όλον τον νόμον τηρήσαι. Ο Κύριος μάλιστα περιετμήθη για να εκπληρώσει το νόμο, κι ακόμη φύλαξε όλο το νόμο, για να εκπληρώσει και να σταθεροποιήσει το νόμο. Αλλά καθώς βαπτίστηκε, και το Άγιο Πνεύμα εμφανίστηκε στους ανθρώπους να κατεβαίνει από τον ουρανό με μορφή περιστεράς επάνω Του, από τότε έχει κηρυχθεί η πνευματική λατρεία και ζωή, και η βασιλεία των ουρανών». Αλλά αν η πράξη της περιτομής εγκαταλείφθηκε, η λέξη εξακολουθεί να έχει κάποια σημασία. Οι βαπτισμένοι πιστοί, μπορούν να αναφωνούν: “Αληθινή περιτομή είμαστε εμείς οι Χριστιανοί, οι οποίοι διά του φωτισμού, που μας δίνει το Πνεύμα του Θεού, προσφέρουμε στο Θεό αληθινή λατρεία.” (Φιλ. γ΄ 3). Η αχειροποίητος περιτομή των Χριστιανών είναι, θα λέγαμε η περιτομή των αμαρτιών με το βάπτισμα, όπου κόπτονται τα αμαρτήματα. Αυτή την περιτομή οι πιστοί την κάνουν πράξη στη ζωή τους, περικόπτοντας όχι σωματικό μέρος, αλλά τις αμαρτίες τους.

Μορφὴν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες, Θεὸς ων κατ' ουσίαν, πολυεύσπλαγχνε Κύριε· και Νόμον εκπληρών, περιτομήν, θελήσει καταδέχη σαρκικήν, όπως παύσης τα σκιώδη, και περιέλης τὸ κάλυμμα των παθων ημών.

Δόξα τη αγαθότητι τη ση, δόξα τη ευσπλαγχνία σου,

δόξα τη ανεκφράστω Λόγε συγκαταβάσει σου.”

konstaninosa.oikonomou@gmail.com 

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΕΔΩ:







Ο φτωχός νεόνυμφος που μαρτύρησε και το νεκρό του σώμα θαυματούργησε από την αγχόνη! Ο Νεομάρτυς Άγιος Γεώργιος ο εν Ιωαννίνοις (Γρεβενά 1808 – Ιωάννινα 17/1/1838) ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

 

Ο φτωχός νεόνυμφος που μαρτύρησε και το νεκρό του σώμα θαυματούργησε από την αγχόνη! Ο Νεομάρτυς Άγιος Γεώργιος ο εν Ιωαννίνοις + ΒΙΝΤΕΟ

(Γρεβενά 1808 – Ιωάννινα 17/1/1838)

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου



ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ – ΓΑΜΟΣ: Ο Νεομάρτυρας Άγιος Γεώργιος, ένας από τους λιγοστούς που μαρτύρησαν μετά την ανεξαρτησία του πρώτου σύγχρονου Ελληνικού κράτους, γεννήθηκε στο οικισμό Τσούρχλι (Άγιος Γεώργιος, σήμερα), Γρεβενών. Οι γονείς του, Κωνσταντίνος και Βασιλική, ήταν φτωχοί αγρότες. Εξαιτίας της φτώχειας των γονιών του, παρέμεινε αγράμματος. Οκταετής έμεινε ορφανός και πήγε στα Γιάννινα, όπου έγινε ιπποκόμος του αξιωματικού Χατζή Αβδουλά. Στην υπηρεσία αυτή παρέμεινε για οκτώ χρόνια. Το 1836, ο Γεώργιος αρραβωνιάστηκε μια ευσεβή Γιαννιώτισσα, την Ελένη. Την ημέρα των αρραβώνων, όμως, συκοφαντήθηκε από έναν Χότζα ότι είχε εξισλαμιστεί κατά τα προηγούμενα χρόνια. Όταν ρωτήθηκε στο δικαστήριο σχετικά, ο Γεώργιος, χωρίς φόβο ομολόγησε ότι γεννήθηκε από χριστιανούς γονείς και ότι παρέμεινε χριστιανός καθ΄ όλη τη ζωή του. Το δικαστήριο πείστηκε και τελικά αφέθηκε ελεύθερος. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς νυμφεύτηκε. Το 1837 προσλήφθηκε ως ιπποκόμος στον Μουσελίμη Φιλιατών, από όπου επέστρεψε στα Ιωάννινα το Δεκέμβρη του ίδιου έτους για τη βάφτιση του γιου του, που είχε γεννηθεί λίγο νωρίτερα. Έτσι, στις 7 Ιανουαρίου, βαπτίστηκε ο γιος του και, λόγω της ημέρας, έλαβε το όνομα Ιωάννης.

ΔΙΚΗ” ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Στις 12 Ιανουαρίου 1838, ο ίδιος Χότζας τον κατηγόρησε πάλι ότι εξευτελίζει τη μουσουλμανική πίστη, λέγοντας ότι ενώ ήταν Οθωμανός, τώρα είναι Χριστιανός, παντρεμένος με Χριστιανή και ότι βάφτισε και το παιδί του χριστιανό. Αφού τον συνέλαβαν, τον έκλεισαν στη φυλακή και τον πίεζαν να αλλαξοπιστήσει. Εκείνος όμως παρέμεινε αμετάπειστος, ομολογώντας τη χριστιανική του πίστη. Ο κλήρος και ο λαός των Ιωαννίνων μάταια προσπάθησαν να προλάβουν την άδικη απόφαση του Τούρκου δικαστή κατά του Γεώργιου. Πολλοί προσπαθούσαν να τον πείσουν να δραπετεύσει από τη φυλακή. Αυτός επέμενε να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Τρεις φορές που οδηγήθηκε στον κριτή, συνεχώς ομολογούσε την πίστη του. Ο ίδιος ο μητροπολίτης Ιωαννίνων, Ιωακείμ, πήγε στο δικαστήριο για να υπερασπιστεί το Γεώργιο. Την επόμενη μέρα, στο δικαστήριο, προσπάθησαν να πείσουν το Γεώργιο να αλλαξοπιστήσει, προτείνοντάς του θέσεις και αξιώματα. Εκείνος, στέρρεος, ομολόγησε ξανά: "Χριστιανός είμαι". Έτσι το μαρτύριο αρχίζει. Τον μαστιγώνουν ανελέητα, τον καίνε με βραστό λάδι και κερί, του τρυπούν τα νύχια με ακίδες, βάζουν βαριά πέτρα στο στήθος του, την οποία μόλις και μετά βίας σηκώνουν είκοσι άνδρες. Ο Γεώργιος υπομένει γενναία λέγοντας με απλότητα: Είμαι Χριστιανός και Χριστιανός θα πεθάνω.

ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΕΝ ΤΟΙΣ ΑΓΙΟΙΣ ΑΥΤΟΥ: Στις 17 Ιανουαρίου, ανήμερα του Αγίου Αντωνίου, ημέρα Δευτέρα, ο Άγιος απαγχονίστηκε. Το ιερό λείψανό του παρέμεινε κρεμασμένο μέχρι τις 19 Ιανουαρίου, διάστημα κατά το οποίο παρατηρήθηκαν πολλά θαυμαστά σημεία. Από το βράδυ της Δευτέρας, 17 Ιανουαρίου, ένα φως κατέβαινε από τον ουρανό και στεφάνωνε το κεφάλι του Νεομάρτυρα. Το φως εμφανιζόταν κάθε βράδυ το τριήμερο που ο Νεομάρτυρας παρέμεινε κρεμασμένος. Ακολούθησε καταιγισμός θαυμάτων στην πόλη. Πλήθος πασχόντων από ποικίλες ασθένειες προστρέχοντας στον άγιο λάμβαναν τη θεραπεία τους. Ακόμη και «μια Τουρκάλα άρπαξε την κάλτσα από το πόδι του αγίου και έτρεξεν εις μίαν άρρωστη Τούρκα, ήτις εθεραπεύθη αμέσως», λέει ο Συναξαριστής. Γι’ αυτό και σε εικόνες ο άγιος εικονίζεται φορώντας κάλτσα μόνο στο ένα πόδι. Κατόπιν το σκήνωμά του αγοράστηκε με 300 γρόσια και ενταφιάστηκε με τιμές στη δυτική πύλη του Ιερού Βήματος του μητροπολιτικού ναού του Αγίου Αθανασίου. Η ταφή του Αγίου ακολουθήθηκε από πλήθος θαυμάτων, αδιάψευστων πειστηρίων αγιότητας. Στις 25/10/1971 έγινε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του, τα οποία εναποτέθηκαν στο ομώνυμο ναό των Ιωαννίνων, που κτίστηκε εκεί που πριν ήταν το σπίτι του. Ναός στη μνήμη του Αγίου υπάρχει και στη γενέτειρά του, Άγιο Γεώργιο Γρεβενών, όπου φυλάσσεται τμήμα το ιερού του λειψάνου.


Τροπάριο: Τον πανεύφημον Μάρτυν Χριστού Γεώργιον, Ιωαννίνων το κλέος και πολιούχον λαμπρόν, εν ωδαΐς πνευματικαίς ανευφημήσωμεν ότι ενήθλησε στερρώς και κατήνεγκεν έχθρόν, του Πνεύματος τη δυνάμει και νυν απαύστως πρεσβεύει, ελεηθήναι τας ψυχάς ημών.

Μεγαλυνάριο: Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος πυρσός, καὶ Ἰωαννίνων, ἀντιλήπτωρ καὶ ἀρωγός· χαίροις τῶν θαυμάτων, ἀκένωτος χειμάρρους, Γεώργιε παμμάκαρ, ἡμῶν βοήθεια.

konstantinosa.oikonomou@gmail.com 

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 









Όσιος Νικηφόρος ο Λεπρός 4.1. 1964 + ΒΙΝΤΕΟ από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

 


Όσιος Νικηφόρος ο Λεπρός 4.1. 1964

+ ΒΙΝΤΕΟ

από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου







   ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΟΡΦΑΝΙΑ: O πατήρ Νικηφόρος (κοσμ. όνομα Νικόλαος Τζανακάκης) γεννήθηκε το 1890 στο ορεινό χωριό Σηρικάρι των Χανίων, που έχει όμορφα δάση, πλούσια νερά, φαράγγια και σπήλαια. Το χωριό αυτό έχει μια ιδιομορφία: είναι χωρισμένο σε ένδεκα γειτονιές, οι οποίες πήραν και το όνομα τους από τις οικογένειες που πρωτοκατοίκησαν εκεί. Έτσι ο Άγιος μας γεννήθηκε στην γειτονιά των Κωστογιάννηδων. Οι γονείς του ήταν απλοί και ευλαβείς χωρικοί, οι οποίοι, ενώ ο Όσιος μας ακόμη ήταν μικρό παιδί, πέθαναν και τον άφησαν ορφανό. Έτσι, σε ηλικία 13 ετών, έφυγε από το σπίτι του.


   ΚΟΥΡΕΙΟ ΚΑΙ ΛΕΠΡΑ: Ο παππούς του που είχε αναλάβει να τον μεγαλώσει τον πήγε στα Χανιά να εργαστεί εκεί σ’ ένα κουρείο για να μάθει την δουλειά. Τότε εμφάνισε και τα πρώτα σημεία της νόσου του Χάνσεν [λέπρα]. Εκείνη την εποχή, τους λεπρούς τους απομόνωναν στο νησί Σπιναλόγκα, διότι η λέπρα ως μεταδοτική αρρώστια αντιμετωπίζονταν με φόβο και αποτροπιασμό. Ο Νικόλαος όταν έγινε 16 ετών και όταν τα σημάδια της νόσου άρχισαν να γίνονται πιο εμφανή, για να αποφύγει τον εγκλεισμό του στην Σπιναλόγκα έφυγε με κάποιο καράβι για την Αίγυπτο. Εκεί έμενε εργαζόμενος στην Αλεξάνδρεια, πάλι σ’ ένα κουρείο, όμως τα σημάδια της νόσου γίνονταν όλο και πιο εμφανή, ιδίως στα χέρια και στο πρόσωπο.

    ΣΤΗΣ ΧΙΟΥ ΤΟ ΛΕΠΡΟΚΟΜΕΙΟ: Έτσι με την μεσολάβηση ενός κληρικού κατέφυγε στην Χίο, όπου υπήρχε τότε ένα λεπροκομείο, στο όποιο ήταν ιερεύς ο πατήρ Άνθιμος Βαγιανός, ο μετέπειτα Άγιος Άνθιμος [γράψαμε παλιότερα για τον Άγιο αυτό [15.2] Ο Νικόλαος έφτασε στη Χίο το 1914 σε ηλικία 24 ετών. Στο λεπροκομείο της Χίου, που ήταν ένα συγκρότημα με πολλά ομοιόμορφα σπιτάκια, υπήρχε το εκκλησάκι του Άγιου Λαζάρου, όπου φυλάσσονταν η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Υπακοής. Σ’ αυτόν τον χώρο άνοιξε το στάδιο των αρετών για τον Νικόλαο.

   ΤΟ ΑΓΓΕΛΙΚΟ ΣΧΗΜΑ: Μέσα σε 2 χρόνια ο Άγιος Άνθιμος τον έκρινε έτοιμο για το αγγελικό σχήμα και τον έκειρε μοναχό με το όνομα Νικηφόρο. Η νόσος προχωρούσε και εξελίσσονταν και ελλείψει καταλλήλων φαρμάκων, επέφερε πολλές και μεγάλες αλλοιώσεις [ο φάρμακο βρέθηκε τελικά στα 1947]. Ο π. Νικηφόρος ζούσε με γνήσια υπακοή, με νηστεία αυστηρή, εργαζόμενος στους κήπους. Μάλιστα κατέγραψε σε ένα κατάλογο και τα θαύματα του Άγιου Ανθίμου, τα όποια είχε δει «ιδίοις όμασιν» (συχνά θεραπείες δαιμονιζόμενων).

    ΑΓΙΟΣ ΑΝΘΙΜΟΣ ΚΑΙ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ: Υπήρχε μια ιδιαίτερη πνευματική σχέση του Άγιου Άνθιμου με τον μοναχό Νικηφόρο, ο οποίος «ουδέ εν βήμα εμάκρυνεν απ’ αυτού», όπως αναφέρει ο πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης στο βιβλίο του «Ο Άγιος Άνθιμος της Χίου». Ο π. Νικηφόρος προσευχόταν τη νύχτα ώρες ατελείωτες, κάνοντας μετάνοιες αμέτρητες, δεν είχε λογοφέρει με κανένα ούτε χάλασε την καρδιά κάποιου κι ήταν ο πρωτοψάλτης του ναού. Εξ αιτίας της ασθενείας του όμως, σιγά-σιγά έχασε το φως του κι έτσι έψαλλε τα περισσότερα τροπάρια και απήγγειλε τους Αποστόλους από στήθους.

   ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ: Το 1957 μ.Χ. έκλεισε το ''Λωβοκομείον'' Χίου και τους εναπομείναντες ασθενείς μαζί με τον πατέρα Νικηφόρο τους έστειλαν στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, στο Αιγάλεω. Την εποχή εκείνη ο πατήρ Νικηφόρος ήταν περίπου 67 ετών. Τα μέλη του και τα μάτια του είχαν τελείως αλλοιωθεί και παραμορφωθεί από την νόσο. Εκεί, στον αντιλεπρικό σταθμό ζούσε και ο Άγιος Ευμένιος [Σαριδάκης] , ο οποίος είχε κι αυτός προσβληθεί από την νόσο του Χάνσεν, αλλά με την επιτυχή φαρμακευτική αγωγή θεραπεύτηκε τελείως. Αποφάσισε όμως να μείνει όλο το υπόλοιπο της ζωής του μέσα στον αντιλεπρικό σταθμό κοντά στους συνασθενείς του, τους οποίους φρόντιζε με πολλή αγάπη. Έτσι έγινε και υποτακτικός στον πατέρα Νικηφόρο, στον οποίο ως ανταμοιβή της υπομονής του ο Κύριος του είχε δώσει πολλά χαρίσματα. Πλήθος κόσμου συνέρρεε στο ταπεινό κελλάκι του λεπρού μοναχού Νικηφόρου, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, για να πάρει την ευχή του.

   ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ: «Ενώ ο ίδιος του ήταν κατάκοιτος, με πληγές και πόνους, δεν γόγγυζε αλλά έδειχνε μεγάλη καρτερία». «Είχε το χάρισμα της παρηγοριάς των θλιβομένων. Τα μάτια του ήταν μονίμως ερεθισμένα, η όραση του ελαχίστη, είχε αγκυλώσεις στα χέρια και παράλυση στα κάτω άκρα. Παρ’ όλα αυτά ήταν γλυκύτατος, μειλίχιος, χαμογελαστός, διηγείτο χαριτωμένα περιστατικά, ήταν ευχάριστος, αξιαγάπητος». «Το πρόσωπο του, που ήταν φαγωμένο από τα στίγματα της ασθένειας, και τις πληγές, έλαμπε κι έπαιρναν χαρά όσοι τον έβλεπαν αυτόν τον πάμπτωχο και φαινομενικά ασθενή άνθρωπο που έλεγε: Ας είναι δοξασμένο το άγιο Όνομα Του».
   ΟΣΙΑΚΗ ΚΟΙΜΗΣΗ-ΑΓΙΟ ΛΕΙΨΑΝΟ: Σε ηλικία 74 ετών, στις 4 Ιανουαρίου του 1964 μ.Χ., κοιμήθηκε ο πατήρ Νικηφόρος. Μετά την εκταφή, τα άγια του λείψανα ευωδίαζαν. Ο πατήρ Ευμένιος, και άλλοι πιστοί ανέφεραν πολλές περιπτώσεις, όπου έγιναν θαύματα με την επίκληση των πρεσβειών προς τον Θεό, του πατρός Νικηφόρου. Λαμπρό παράδειγμα και πρότυπο για όλους μας αποτελεί σίγουρα ο βίος του Οσίου Νικηφόρου, ο οποίος υπήρξε ευάρεστος στο Θεό διότι υπέμεινε πολλά. Ο Άγιος άλλωστε είχε δεχθεί από το Πανάγιο Πνεύμα το χάρισμα της διορατικότητας καθώς και πλήθος άλλων χαρισμάτων. Τα περισσότερα από τα θαύματά του είναι καταγραμμένα. Όμως, μέχρι και σήμερα ο άγιος δίδει απλόχερα βοήθεια σε όποιον έχει ανάγκη.

    Ας κλείσουμε με την προτροπή του Οσίου Νικηφόρου: «Παιδιά μου, προσεύχεσθε; και πώς προσεύχεσθε; ...με την ευχή του Ιησού να προσεύχεσθε, με το ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ, ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Έτσι να προσεύχεσθε. Έτσι είναι καλά»

Απολυτίκιον α΄ήχος : Νικηφόρου Ὁσίου, τοῦ λεπροῦ τὰ παλαίσματα, καὶ τὴν ἐν ἀσκήσει ἀνδρείαν, κατεπλάγησαν Ἄγγελοι ὡς ἄλλος γὰρ Ἰὼβ τὰ ἀλγεινά, ὑπέμεινε δοξάζων τὸν Θεόν, νῦν δὲ δόξῃ ἐστεφάνωται παρ᾽ Αὐτοῦ, θαυμάτων διακρίσεσιν. Χαίροις τῶν Μοναστῶν χειραγωγέ, χαίροις φωτὸς ὁ πρόβολος· χαίροις ὁ εὐωδίας χαρμονήν, προχέων ἐκ λειψάνων σου.

ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΤΟ ΣΧΕΤΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟ: 




Ο Άγιος, έσχατος της Παλαιάς και πρώτος της Καινής Διαθήκης Προφήτης, Πρόδρομος και Βαπτιστής Ιωάννης (7/1) ο αποκεφαλισθείς εξ άκρατου οινοποσίας και λαγνείας αρχόντων.

 

Ο Άγιος, έσχατος της Παλαιάς και πρώτος της Καινής Διαθήκης Προφήτης, Πρόδρομος και Βαπτιστής Ιωάννης (7/1) ο αποκεφαλισθείς εξ άκρατου οινοποσίας και λαγνείας αρχόντων.

του Κων/νου Αθ. Οικονόμου δασκάλου





Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ: Πρόκειται για τον τελευταίο προφήτη, τον προφήτη που συνδέει την Καινή με την Παλαιά Διαθήκη, του οποίου ο σκοπός της ζωής του υπήρξε η αναγγελία της ενανθρώπισης του Υιού του Θεού. Πρόκειται για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή στον οποίο θα προσέλθει ο Κύριος να βαπτισθεί και Αυτός και να δοθεί με αυτόν τον τρόπο η ευκαιρία της επιφανείας του Αγίου Τριαδικού Θεού. Ο Υιός “ταπεινών εαυτόν” βαπτίζεται, το Πνεύμα το Άγιον, «Ωσεί περιστερά», φανερώνεται σαν ένα περιστέρι και η φωνή του Θεού Πατρός ακούγεται να δηλώνει: «ουτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός». Αυτός είναι ο αγαπητός Μου Υιός. Εδώ λοιπόν βλέπουμε την εξαιρετική τιμή που επιφυλάσσει ο Θεός στο “σκεύος εκλογής του”, τον τελευταίο από την πλειάδα των προφητών Του: την προαναγγελία της σωτηρίας του γένους των ανθρώπων, που έχει υποσχεθεί αιώνες πριν ο ίδιος ο Θεός στους πρωτόπλαστους. Πρόκειται για την μοναδική τιμή, σ’ αυτόν που μέσα στην ταπείνωσή του, λέγει στους ακροατές του ότι «ου (του οποίου Κυρίου) ουκ ειμί άξιος το υπόδημα των ποδών λύσαι». Δηλαδή, διαμαρτυρόμενος όταν τον παρομοιάζουν με τον αναμενόμενο Μεσσία, λέγει ότι δεν είναι άξιος ούτε τα κορδόνια των υποδημάτων Του να λύσει. Πρόκειται γι’ αυτόν που προς στιγμήν αποτολμά ακόμη και να αρνηθεί να βαπτίσει τον Ιησού, λέγοντας «εγώ έχω χρείαν υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;» Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από εσένα και έρχεσαι Εσύ σε μένα; Αλλά η μοναδική αυτή τιμή δεν υπολείπεται της πράγματι μεγάλης αξίας του.

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ: Τα επίθετα «δίκαιος» και «άγιος», δηλαδή δίκαιος και άγιος απέναντι Θεού και ανθρώπων, που σημειώνει ο ευαγγελιστής Μάρκος και τα οποία αποδίδει ως χαρακτηρισμούς του που προέρχονται από τον ίδιο τον Ηρώδη, αποδίδουν ίσως μόνο ένα μέρος της σημαντικής αυτής προσωπικότητας. Ο ευσεβής και ταπεινός, δίκαιος, άγιος και απόγονος θρησκευόμενης οικογένειας ως τέκνο του ιερέα Ζαχαρία που συνδέεται με συγγένεια και με την Παρθένο Μαρία, ζει απλά και φτωχικά στην έρημο (ως Ναζιραίος, ασκητής δηλαδή των χρόνων της Π. Διαθήκης) κηρύττοντας τη μετάνοια στο λαό του Ισραήλ και μεταφέροντας το ελπιδοφόρο μήνυμα της έλευσης του Θεανθρώπου. Προετοιμάζει την «οδόν του Κυρίου», εξ ου και η προσωνυμία του Πρόδρομος. Βαπτίζει στον Ιορδάνη όσους προσέρχονται σ’ αυτόν εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους. Διδάσκει τον λόγο και τις εντολές του Θεού τονίζοντας τη λύτρωση που θα φέρει ο αναμενόμενος Μεσσίας και καλεί όλους σε μετάνοια. Γι’ αυτό και δεν διστάζει να ελέγχει και τον Ηρώδη που συζούσε με την Ηρωδιάδα, γυναίκα του αδελφού του Φίλιππου: “Ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου", λέγει. Εξαιτίας αυτού του ελέγχου, η Ηρωδιάδα, προσπαθώντας να βρει αφορμή να απαλλαγεί από την ελεγκτική παρουσία του Ιωάννη και τις βαριές αλλά δίκαιες κατηγορίες του κατόρθωσε να πείσει τον Ηρώδη να αποφασίσει, να τον συλλάβει και να τον κλείσει σε φυλακή, τον φιμώνοντάς τον, ώστε να μην ακούγεται ο ενοχλητικός έλεγχός του. Ωστόσο, και εκεί που βρισκόταν ο ασυμβίβαστος Ιωάννης δεν έπαυσε να κηρύττει τον λόγο του Θεού, ελέγχοντας τον Ηρώδη και την Ηρωδιάδα. Παρ’ όλα αυτά ο λαός τον αγαπούσε. Ακολουθούσε το κήρυγμά του και σεβόταν τη διδαχή του. Πίστευε στο προφητικό του κήρυγμα για την έλευση του αναμενόμενου Σωτήρα. Γι' αυτό κι ο βασιλιάς της Ιουδαίας δεν τολμούσε να τον θανατώσει. Όμως η Ηρωδιάδα, όταν ο επιπόλαια φερόμενος βασιλεύς Ηρώδης στη γιορτή των γενεθλίων του, “γλεύκους μεμεστωμένος” υποσχέθηκε να χαρίσει οτιδήποτε, «έως ημίσους της βασιλείας» του, στην κόρη της και ανεψιά του μετά από έναν ωραίο χορό, βρήκε την ευκαιρία να εκδικηθεί και να απαλλαγεί από την φυσική παρουσία του Ιωάννη. Συμβούλεψε την κόρη της να ζητήσει «την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού». Κι ο Ηρώδης που με τόση ευκολία και χωρίς πολλή σκέψη έδωσε μια τόσο σοβαρή και μεγάλη υπόσχεση, δεν κατάφερε τώρα, αν και «περίλυπος γενόμενος», να αρνηθεί, βοηθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να πετύχει την εκδίκησή της η Ηρωδιάδα. «Και ήνεγκε την κεφαλήν αυτού επί πίνακι και έδωκεν αυτήν τω κορασίω, και το κοράσιον έδωκεν αυτήν τη μητρί αυτής». 

    Όμως, ο Τίμιος του Κυρίου Πρόδρομος, ο μέγιστος των Προφητών, ο Κήρυκας της Χάριτος, ο ασυμβίβαστος, ζούσε για την αγάπη και τη δόξα του Χριστού. Και υπέγραψε αυτήν την αγάπη του με την ίδια του την κεφαλή. Δεν είναι τυχαίο ότι σε όλους τους ορθοδόξους ναούς η μορφή του εικονίζεται δίπλα στο Δεσπότη Κύριο, δεξιά της Ωραίας Πύλης. Ο Πρόδρομος, ως γνήσιος Προφήτης, παραμένει ανυποχώρητος, πιστός στο παράδειγμα των Προφητών πριν απ' αυτόν (Ησαϊας, Ιερεμίας, Ηλίας, Ελισσαίος), και το αίμα του είναι η μεγαλύτερη μαρτυρία της συνέπειας στο πανάγιο θέλημα του Αγίου Τριαδικού Θεού.


Τα Θεοφάνια του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

 

Τα Θεοφάνια

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου



   Η ΕΟΡΤΗ: Τα Θεοφάνεια ή Θεοφάνια εορτάζονται στις 6 Ιανουαρίου και είναι η τρίτη και τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου (εορτών των Χριστουγέννων). Η Ιστορία αυτή της Βάπτισης αυτής είναι γνωστή απὸ το κατὰ Ματθαίον Ευαγγέλιο΄ 13- 17), αλλά και από άλλους δύο Ευαγγελιστές (Μάρκ. α΄, Λουκ. γ΄). Το όνομα της εορτής προκύπτει από την φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας και αδιαίρετης Τριάδος. Η εορτή των Θεοφανίων λέγεται επίσης και Επιφάνεια και Φώτα Εορτή των Φώτων). Κατά τον 3ο αιώνα η εορτή φαίνεται κοινότατη σε όλη την Χριστιανική Εκκλησία. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος περιγράφει την εορτή ως αρχαία πανήγυρη της Αντιόχειας. Αρχαία φαίνεται και η συνήθεια της τέλεσης του Μεγάλου Αγιασμού την ημέρα των Θεοφανίων, όπου ψάλλονται τα τροπάρια του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρονίου και το κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού.

Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Κατά τις ευαγγελικές περικοπές στις αρχές του 30ου έτους της ηλικίας του Ιησού, ο Ιωάννης (ο Πρόδρομος), γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, ο επιλεγόμενος στη συνέχεια Βαπτιστής, διέμενε στην έρημο, ασκητεύοντας και κηρύττοντας το βάπτισμα μετανοίας, βάπτισε με έκπληξη και τον Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό. Έκπληκτοι και οι παρευρισκόμενοι είδαν τον αυστηρό ασκητὴ και διδάσκαλο να υποχωρεί με ανέκφραστη ευλάβεια καὶ ταπείνωση μπροστὰ στον άγνωστό τους. Στην αρχὴ αρνείται να Τον βαπτίσει και Του λέει ότι αυτὸς έχει ανάγκη να βαπτισθεί απὸ Εκείνον. Ο Ιησούς τον πείθει να Τον βαπτίσει, διότι έτσι έπρεπε. Τη στιγμή της Βάπτισης κατέβηκε από τον ουρανό το Άγιο Πνεύμα υπό μορφή περιστεράς στον Ιησού, ενώ ταυτόχρονα ανοίχθηκαν οι ουρανοί και ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό, του Θεού Πατέρα, που έλεγε ότι: “Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκισα". Γράφει σχετικά ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς: “"(...) ανοίχθηκαν οι ουρανοί. Για να δειχθεί φανερώτατα ότι αυτός είναι που και προ των ουρανών υπάρχει και πριν από όλα τα όντα και είναι Θεός και είναι Θεού Λόγος και Υιός, μόνο αυτός παρουσιαζόταν συνημμένος με τον Πατέρα και το Πνεύμα. Με την έκφραση ανοίχθηκαν, μας έδειξε ότι οι ουρανοί ήσαν κλειστοί προηγουμένως λόγω της αμαρτίας και της παρακοής μας προς το Θεό. Όχι μόνο του ανοίχθηκαν οι ουρανοί, αλλά ο ίδιος ο κόλπος του υψίστου Πατρός, διότι από εκεί ήλθε το Πνεύμα και η φωνή που μαρτυρούσε τη γνησιότητα της υιότητος. Οι ουρανοί είναι κήρυκες και προς τους αγγέλους, αλλά και προς τους ανθρώπους διατρανώνοντας την ομοτιμία του Υιού του Θεού προς τον ουράνιο Πατέρα και προς το Άγιο Πνεύμα, κατά την ουσία και δύναμη και δεσποτεία προς το σύμπαν. (...) Το άγιο βάπτισμα είναι η πύλη των ουρανών που εισάγει εκεί τους βαπτιζομένους.



Η ΤΗΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΦΑΝΕΡΩΣΙΣ: Και είδε ο Ιωάννης το Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνει σαν περιστερά και να έρχεται σε Αυτόν. Το περιστέρι μαρτυρεί την καθαρότητα Αυτού προς Τον οποίο κατέβηκε. Έτσι, μ΄ αυτὸν το μοναδικό τρόπο, στη βάπτιση του Κυρίου φανερώθηκε ο Θεὸς ο τρισυπόστατος, η Αγία Τριάδα, και γι᾿ αυτὸ η Εκκλησία μας ονόμασε την γιορτὴ αυτὴ Θεοφάνεια. Για την παρουσία του Αγίου Πνεύματος γράφει ο ίδιος πνευματοφόρος Πατέρας: “ Πραγματικά ο Πατέρας χρησιμοποιώντας σαν δάκτυλο το συναΐδιο και ομοούσιο και υπερουράνιο Πνεύμα του, φωνάζοντας και δακτυλοδεικτώντας μαζί, απέδειξε δημόσια και κήρυξε σε όλους ότι ο βαπτιζόμενος από τον Ιωάννη στον Ιορδάνη είναι ο αγαπητός του Υιός. Και έδειξε ότι όλα εκείνα που ελέχθηκαν πρωτύτερα δια των προφητών, οι νομοθεσίες, οι επαγγελίες, οι υιοθεσίες απέβλεπαν προς τον τωρινό σκοπό, προς την θεανδρική οικονομία. Ευδοκία είναι το κυριαρχικό και αγαθό και τέλειο θέλημα του Θεού. Αυτός δε είναι ο μόνος στον οποίο ευδοκεί και επαναπαύεται και αρέσκεται τελείως ο Πατέρας, ο θαυμαστός του σύμβουλος, ο άγγελος της μεγάλης βουλής του, αυτός που ακούει και ομιλεί από τον Πατέρα του και παρέχει στους ευπειθείς ζωή αιώνια.

Απολυτίκιο:
«
Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις
του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει Σοι αγαπητόν Σε Υιόν ονομάζουσα
και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς εβεβαίου του λόγου το ασφαλές
Ο επιφανείς Χριστέ ο Θεός Και τον κόσμον φωτίσας δόξα Σοι»

Κοντάκιο:
«
Επεφάνης σήμερον τη οικουμένη και το Φως Σου Κύριε εσημειώθη εφ΄ ημάς
εν επιγνώσει υμνούντας Σε Ήλθες εφάνης το Φως το απρόσιτον

konstantinosa.oikonomou@gmail.com 








24.12.25

Τι ήταν πραγματικά το αστέρι των Χριστουγέννων; [+ΒΙΝΤΕΟ] από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

 
Τι ήταν πραγματικά το αστέρι των Χριστουγέννων;

 [+ΒΙΝΤΕΟ]

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου



   


 
   Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΕΡΑ: Είκοσι αιώνες πριν στην Ιερουσαλήμ βασίλευε ο Ηρώδης. Τη βασιλεία του ανατάραξε ένα ασυνήθιστο γεγονός, το οποίο περιγράφει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (β΄1-12): Τρεις ανατολίτες αστρονόμοι, εμφανίστηκαν στην πόλη ζητώντας πληροφορίες, για το νέο βασιλιά που είχε γεννηθεί. Ο Ηρώδης, ταραγμένος, τους κάλεσε και έμαθε για το μεγάλο ταξίδι που είχαν ξεκινήσει περίπου δύο χρόνια νωρίτερα. Κατά τα λεγόμενά τους, είχε εμφανιστεί στο στερέωμα ένα αστέρι ασυνήθιστα λαμπρό, το οποίο ερμήνευσαν σαν ένδειξη της χαρμόσυνης είδησης της γέννησης κάποιου πανίσχυρου ηγεμόνα. Ξεκίνησαν αμέσως από την πατρίδα τους για να τον προσκυνήσουν, ακολουθώντας το αστέρι που έλαμπε συνεχώς, δείχνοντάς τους το δρόμο προς το νεογέννητο βασιλιά. Μόνο που φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ το αστέρι χάθηκε.. Αφού οι μάγοι έφυγαν από την Ιερουσαλήμ, το άστρο επανεμφανίστηκε, οδηγώντας τους στη Βηθλεέμ, στο σπίτι όπου έμεναν ο Ιωσήφ, η Μαρία και ο σχεδόν διετής Χριστός. Το θαυμαστό γεγονός του τεράστιου ταξιδιού και της προσκύνησης των Μάγων συγκινεί και διδάσκει. Αναφερόμαστε στο άστρο των Χριστουγέννων που οδήγησε τους Μάγους στο μέρος που βρίσκονταν ο νεογέννητος Χριστός για να τον προσκυνήσουν ως το νέο βασιλιά και να του δώσουν τα δώρα τους.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Η ερμηνεία του τι πραγματικά ήταν το άστρο ποικίλει, ιδιαίτερα από τον 17ο αιώνα και μετά. Πολλοί ερευνητές είπαν πως το άστρο ήταν ένας «υπερκαινοφανής αστέρας», ο γνωστός στην Αστρονομία ως supernova, που λόγω της ασυνήθιστης λαμπρότητάς του διακρινόταν και την ημέρα. Όμως, τέτοιοι αστέρες είναι ορατοί από όλους. Άλλοι είπαν πως ήταν ο κομήτης του Haley ή βροχή διαττόντων ή κάποιος πλανήτης όπως ο Κρόνος. Η πιο σχετικά αποδεκτή θεωρία είναι του Kepler (1604), για τη λεγόμενη «σύνοδο των πλανητών». Ο Γερμανός αστρονόμος υποστήριξε πως τρεις πλανήτες, Άρης, Δίας και Κρόνος ευθυγραμμίστηκαν με αποτέλεσμα να φαίνεται ένα λαμπρό άστρο. Όμως η εξήγηση χωλαίνει, αφού το άστρο είχε παράξενη πορεία. Ακόμη και ο Κέπλερ, δέχτηκε πως το άστρο είχε υπερφυσική δύναμη (!) για να κινείται έτσι. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Κέπλερ, που έθετε τη Γέννηση του Χριστού στο έτος 6 π.Χ., οι πλανήτες Δίας και Κρόνος στη διάρκεια του 7 π.Χ. έλαβαν μέρος σε τριπλή ή μεγάλη συζυγία. Προσπέρασαν δηλαδή ο ένας τον άλλο στις 27 Μαϊου, στις 5 Οκτωβρίου και την 1η Δεκεμβρίου. Κάτι που συμβαίνει μια φορά κάθε 20 χρόνια, μ’ έναν παράξενο τρόπο είχε συμβεί τρεις φορές σε λιγότερο από ένα χρόνο. Τέτοιες σύνοδοι όμως συμβαίνουν συχνά, άρα ούτε ως σύνοδος πλανητών μπορεί να θεωρηθεί η μακρόχρονη λάμψη που έφερε το μήνυμα της Γέννησης.

ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ: Στην Εκκλησία το άστρο των Χριστουγέννων θεωρήθηκε εξ’ αρχής ως κάτι το νέο, κάτι ασυνήθιστο, το οποίο παρουσιάστηκε για έναν ύψιστο σκοπό. Έχοντας υπόψη, τα γραφόμεναι του Ευαγγελίου, οι Πατέρες και Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, συμπέραναν, πως το άστρο των Χριστουγέννων ήταν ένα έκτακτο, μοναδικό γεγονός που είχε σκοπό να δηλώσει την μία και μοναδική αλήθεια. Την συγκατάβαση του Θεού να γίνει άνθρωπος για να σώσει το πλάσμα του από την αμαρτία και τον θάνατο. Ο Ωριγένης θεωρεί το άστρο «καινούργιο που δεν μοιάζει σε κανένα από τα συνηθισμένα» (ΒΕΠΕΣ τ. β΄σ. 112. O Ευσέβιος Καισαρείας σημειώνει, πως ήταν «ξένος και όχι συνηθισμένος (αστέρας)». Ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης, κάνει λόγο για την «βοήθεια του αστέρα στο οδήγημα των Μάγων», ο οποίος «ακολουθούσε νέα παράδοξη τροχιά» ακριβώς για να επιτελέσει τον σκοπό του που ήταν η άφιξη των Μάγων στο νεογέννητο Χριστό. Άλλοι Πατέρες το θεωρούν κατ’ ουσία μία θεία δύναμη η οποία “ενδύεται” αστρική μορφή. Η δύναμη αυτή, λένε, δεν μπορεί παρά να είναι άγγελος. Αυτό σημειώνει και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος: «.ο άγγελος αστέρας ο οποίος οδήγησε τους μάγους από την Ανατολή στην πόλη, όπου ο Χριστός, γιος ανθρώπου αλλά άφθαρτος στον χρόνο έλαμψε» (P.G. 38, 463). Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος προσθέτει: «Ότι το αστέρι αυτό δεν ήταν ένα από τα πολλά, μάλλον δε ούτε καν ήταν αστέρι, αλλά κάποια δύναμη αόρατος η οποία μετασχηματίσθηκε σ’ αυτή την όψη, φανερώνεται από την πορεία του. Επειδή λοιπόν (τους μάγους) οδήγησε και χειραγώγησε και προς την φάτνη έστησε, όχι με άστρο, αλλά με άγγελον λοιπόν μ’ αυτούς συζητά» (P.G. 37, 65). Την ασυνήθιστη πορεία του άστρου, που οδηγεί κυριολεκτικά τους Μάγους μπροστά στο νεογέννητο Χριστό τονίζουν και άλλοι Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς. Ο Καισάριος, αδελφός του Γρηγορίου Θεολόγου αναφέρει: «Δεν ήταν αστέρι, αλλά νοερή και λογική δύναμις υπήρχε στον οδηγό των Μάγων. Φαίνονταν μεν ως αστέρι, εννοούνταν δε ως άγγελος» (P.G. 38, 973 – 976). Ο Θεόδοτος Αγκύρας ονομάζει το άστρο «δύναμη αγγελική που οδηγεί τους βαρβάρους προς την ευσέβεια» (P.G. 77, 1364), ο Ζιγαβηνός αποφαίνεται πως «στην όψη μόνο ήταν αστέρας, όχι στη φύση» (P.G. 129, 138) και ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, θεωρεί πως «θεία δύναμη και αγγελική εις τύπο άστρου φαίνονταν» (P.G. 123, 161). Ο υμνογράφος Κοσμάς, (8ος αι.), βεβαιώνει σε Χριστουγεννιάτικο τροπάριο του: «Εξαίσιο δρόμο βλέποντας οι μάγοι, ασυνήθιστο νέο άστρο, νεοεμφανιζόμενο, υπερλάμποντας στον ουρανό αποδείκνυε τον Χριστό βασιλέα, στη γη Βηθλεέμ γεννηθέντα για την σωτηρία μας» Ο Ρωμανός ο Μελωδός στο Κοντάκιο «Η Παρθένος σήμερον» σημειώνει: «αστήρ μεν εστίν εις το φαινόμενον, δύναμις δε τις προς το νοούμενον». Εκτός από τους Πατέρες, Εκκλησιαστικούς Συγγραφείς και Υμνογράφους και η Ορθόδοξη Τέχνη (ψηφιδωτά, τοιχογραφίες, μικρογραφίες, φορητές εικόνες), δέχτηκε το άστρο ως άγγελο. Με την ενδελεχή μελέτη τους, οι Μάγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για φυσικό γεγονός, αλλά για υπερφυσικό! Σ’ αυτή την εκτίμηση τους οδήγησαν οι ιδιότητες του πρωτοφανούς αστέρα, που κατά τον Άγ. Νικόδημο τον Αγιορείτη ήταν οι ακόλουθες: α΄Το αστέρι εκινείτο, αλλά και στεκόταν. β΄Κινείτο χαμηλότερα από τα άλλα, και όταν οι Μάγοι έφθασαν στο μέρος όπου βρισκόταν ο Χριστός στάθηκε πάνω στην οικία. γ΄ Φαινόταν και την ημέρα. δ΄Εκινείτο παράδοξα, από ανατολάς προς δυσμάς και στο τέλος της πορείας του κινήθηκε από Ιερουσαλήμ προς Βηθλεέμ, δηλ. κινήθηκε προς νότον! Όλες αυτές οι παρατηρήσεις οδήγησαν τους Μάγους της ανατολής, στην αδιαμφισβήτητη εκτίμηση ότι πρόκειται για τον αστέρα του “τεχθέντος βασιλέως”. Έστι, οι Μάγοι κατέστησαν όντως θεολόγοι, αφού έφθασαν στην έλλαμψη και απέκτησαν τη γνώση του Θεού!

ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ: Ο αστροφυσικός Διονύσιος Σιμόπουλος επισημαίνει: “Δεν έχει και μεγάλη σημασία το τι συνέβη στον ουρανό τη νύχτα των Χριστουγέννων, γιατί το πολύ πιο σπουδαίο συνέβαινε επάνω στη γη. Κάτι υπέροχο συνέβη στη Βηθλεέμ εκείνο το βράδυ, και το γεγονός ήταν πολύ πιο σπουδαίο απ’ οτιδήποτε γινόταν στον ουρανό. Γιατί όταν ο Ηλιος ανέτειλε το άλλο πρωινό, την πρώτη εκείνη μέρα των Χριστουγέννων, ανέτειλε πάνω από έναν κόσμο που ποτέ πια δεν θα μπορούσε να είναι ο ίδιος. Σήμερα η Γέννηση του Χριστού αντιμετωπίζεται ως ένα θαύμα. Πολλοί μάλιστα πιστοί θεωρούν και την εμφάνιση του Αστρου της Βηθλεέμ ως ακόμη ένα θαύμα. Αν προτιμάτε να πιστεύετε ότι το Αστρο των Χριστουγέννων ήταν ένα θαύμα, η επιστήμη δεν έχει τη δυνατότητα ούτε να υποστηρίξει, αλλά ούτε και να απορρίψει κάτι τέτοιο. Είναι ασφαλώς έξω από το πεδίο της επιστήμης και απόλυτα μέσα στο πεδίο της πίστης.» Αν, παρόλα αυτά, κάποιος πιστός ή μη αναρωτηθεί, τι ήταν τελικά το άστρο των Χριστουγέννων, η καλύτερη απάντηση βρίσκεται στα λόγια του Γιώργου Δροσίνη:

«Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη ποιος δεν το ξέρει;

Των Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα λάμπει τ’ αστέρι

Κι όποιος το βρει μες στ’ άλλα αστέρια ανάμεσα και δεν το χάσει

σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το μπορεί να φθάσει!»

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 




23.12.25

Η σταχομαζώχτρα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κείμενο- AUDIOBOOK [ΒΙΝΤΕΟ] μεταγλώτισση και ανάγνωση Κων/νος Οικονόμου

Η σταχομαζώχτρα 

του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

κείμενο- AUDIOBOOK [ΒΙΝΤΕΟ]

μεταγλώτισση και ανάγνωση Κων/νος Οικονόμου 



Η ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ

(ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ)

Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187… τὴν θεια-Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα.

Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια-Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της πωλουμένην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ, διότι ἦτο ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δύο ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα ἐπαγγέλματα. Ἦτο (ἂς εἶναι μοναχή της!) ἀπ᾽ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ᾤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἀλλὰ μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος;

Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα-Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δύο παιδιά, «τὰ ἀδιαφόρετα*», ὁ Γεώργης καὶ ὁ Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186… Ἡ βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ.

Ὁ τρίτος ὁ γυιός της, ὁ σουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὑρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν; Ἄλλοι πάλιν πατριῶτες εἶπαν ὅτι ἐνυμφεύθη εἰς ἐκεῖνα τὰ χώματα, κ᾽ ἐπῆρε, λέει, μιὰ φράγκα. Μιὰ ᾽γγλεζοπούλα, ἕνα ξωθικό, ποὺ δὲν ἤξευρε νὰ μιλήσῃ ρωμέικα. Μὴ χειρότερα! Τί νὰ πῇ κανείς, ἠμπορεῖ νὰ καταρασθῇ τὸ παιδί του, τὰ σωθικά του, τὰ σπλάγχνα του;

Ἡ κόρη της ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἀφεῖσα αὐτῇ τὰ δύο ὀρφανὰ κληρονομίαν. Ὁ πατεριασμένος* τους ἐζοῦσε ἀκόμα (ποὺ νὰ φτάσουν τὰ μαντᾶτα του, ὥρα τὴν ὥρα!), μὰ τί νοικοκύρης, τὸ πρόκοψε ἀλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος καὶ 〈μὲ〉 ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμη. Εἶπαν πὼς ξαναπαντρεύτηκε ἀλλοῦ, διὰ νὰ πάρῃ καὶ ἄλλον κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του, ὁ ἀσυνείδητος! Τέτοιοι ἄντρες!… Ἔκαμε δὰ κι αὐτὴ ἕνα γαμπρό, μὰ γαμπρὸ (τὸ λαμπρό* τ᾽ νὰ βγῇ!).

Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾽ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ δύο ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε*, ἐμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἐμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾽ ἐδῶ, καμπόσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾽ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει. Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια*, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ᾠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.

Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεια-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾽ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾽στάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ φ᾽στάνες*!» Ἀλλ᾽ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλουσίας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τέσσαρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾽ ἑαυτὴν καὶ διὰ τὰ δύο ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.

*  *  *

Πλὴν ἐφέτος, δηλ. τὸ ἔτος ἐκεῖνο, ἀφορία εἶχε μαστίσει τὴν Εὔβοιαν. Ἀφορία εἰς τὸν ἐλαιῶνα τῆς μικρᾶς νήσου, ὅπου κατῴκει ἡ θεια-Ἀχτίτσα. Ἀφορία εἰς τὰς ἀμπέλους καὶ εἰς τοὺς ἀραβοσίτους, ἀφορία σχεδὸν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ κούμαρα, ἀφορία πανταχοῦ.

Εἶτα, ἐπειδὴ οὐδὲν κακὸν ἔρχεται μόνον, βαρὺς χειμὼν ἐνέσκηψεν εἰς τὰ βορειότερα ἐκεῖνα μέρη. Ἀπὸ τοῦ Νοεμβρίου μηνός, χωρὶς σχεδὸν νὰ πνεύσῃ νότος καὶ νὰ πέσῃ βροχή, ἤρχισε νὰ χιονίζῃ. Μόλις ἔπαυεν εἷς νιφετὸς καὶ ἤρχιζεν ἄλλος. Ἐνίοτε ἔπνεε ξηρὸς βορρᾶς, σφίγγων ἔτι μᾶλλον τὰ χιόνια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔλυωναν εἰς τὰ βουνά. «Ἐπερίμεναν ἄλλα».

Ἡ γραῖα μόλις εἶχε προλάβει νὰ μεταφέρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων της ἀπὸ τῶν φαράγγων καὶ δρυμῶν ἀγκαλίδας τινὰς ξηρῶν ξύλων, ὅσαι μόλις θὰ ἤρκουν διὰ δύο ἑβδομάδας ἢ τρεῖς, καὶ βαρὺς ὁ χειμὼν ἐπέπεσε. Περὶ τὰ μέσα Δεκεμβρίου μόλις ἐπῆλθε μικρὰ διακοπή, καὶ δειλαί τινες ἀκτῖνες ἡλίου ἐπεφάνησαν ἐπιχρυσοῦσαι τὰς ὑψηλοτέρας στέγας. Ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἔτρεξεν εἰς τὰ «ὀρμάνια» ἵνα προλάβῃ καὶ εἰσκομίσῃ καυσόξυλά τινα. Τὴν ἐπαύριον ὁ χειμὼν κατέσκηψεν ἀγριώτερος. Μέχρι τῶν Χριστουγέννων οὐδεμία ἡμέρα εὔδιος, οὐδεμία γωνία οὐρανοῦ ὁρατή, οὐδεμία ἀκτὶς ἡλίου.

Κραταιὸς καὶ βαρύπνοος βορρᾶς, «χιονιστής», ἐφύσα κατὰ τὰς παραμονὰς τῆς ἁγίας ἡμέρας. Αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν ἦσαν κατάφορτοι ἐκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τὰ συνήθη παίγνια τῶν ὁδῶν καὶ τὰ χιονοβολήματα ἔπαυσαν. Ὁ χειμὼν ἐκεῖνος δὲν ἦτο φιλοπαίγμων. Ἀπὸ τῶν κεράμων τῶν στεγῶν ἐκρέμαντο ὡς ὥριμοι καρποὶ σπιθαμιαῖα κρύσταλλα, τὰ ὁποῖα οἱ μάγκαι τῆς γειτονιᾶς δὲν εἶχον πλέον ὄρεξιν νὰ τρώγουν.

Τὴν ἑσπέραν τῆς 23, ὁ Γέρος εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸ σχολεῖον περιχαρής, διότι ἀπὸ τῆς αὔριον ἔπαυον τὰ μαθήματα. Πρὶν ξεκρεμάσῃ τὸν «φύλακα»* ἀπὸ τῆς μασχάλης του, ὁ Γέρος πεινασμένος ἤνοιξε τὸ δουλάπι, ἀλλ᾽ οὐδὲ ψωμὸν ἄρτου εὗρεν ἐκεῖ. Ἡ γραῖα εἶχεν ἐξέλθει, ἴσως πρὸς ζήτησιν ἄρτου. Ἡ ἀτυχὴς Πατρώνα ἐκάθητο ζαρωμένη πλησίον τῆς ἑστίας, ἀλλ᾽ ἡ ἑστία ἦτο σβεστή. Ἐσκάλιζε τὴν στάκτην, νομίζουσα ἐν τῇ παιδικῇ ἀφελείᾳ της (ἦτο μόλις τετραετές, τὸ πτωχὸν κοράσιον) ὅτι ἡ ἑστία εἶχε πάντοτε τὴν ἰδιότητα νὰ θερμαίνῃ, καὶ ἂς μὴ καίῃ. Ἀλλ᾽ ἡ στάκτη ἦτο ὑγρά. Σταλαγμοὶ ὕδατος, ἐκ χιόνος τακείσης ἴσως διά τινος λαθραίας καὶ παροδικῆς ἀκτῖνος ἡλίου, εἶχον ρεύσει διὰ τῆς καπνοδόχου. Ὁ Γέρος, ὅστις ἦτο ἑπταέτης μόλις, ἔτοιμος νὰ κλαύσῃ διότι δὲν εὕρισκε ψιχίον τι πρὸς κορεσμὸν τῆς πείνης του, ἤνοιξε τὸ μόνον παράθυρον, ἔχον τριῶν σπιθαμῶν μῆκος. Ὁ οἰκίσκος ὅλος, χθαμαλός, ἡμιφάτνωτος μὲ εἶδος σοφᾶ*, εἶχεν ὕψος δύο ἴσως ὀργυιῶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους μέχρι τῆς ὀροφῆς.

Ὁ Γέρος ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λιθίνου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυροφύλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαμοὺς»* τῆς στέγης. Ἤρχισε νὰ τὸ ἐκμυζᾷ βραδέως καὶ ἡδονικῶς, καὶ ἔδιδε καὶ εἰς τὴν Πατρώνα νὰ φάγῃ. Ἐπείνων τὰ κακόμοιρα.

*  *  *

Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα ἐπανῆλθε μετ᾽ ὀλίγον φέρουσα πρᾶγμά τι τυλιγμένον εἰς τὸν κόλπον της. Ὁ Γέρος, ὅστις ἐγνώριζεν ἐκ τῆς παιδικῆς του πείρας ὅτι ποτὲ ἄνευ αἰτίας δὲν ἐφούσκωναν οἱ κόλποι τῆς μάμμης του, ἀναπηδήσας ἔτρεξεν εἰς τὸ στῆθός της, ἐνέβαλε τὴν χεῖρα καὶ ἀφῆκε κραυγὴν χαρᾶς. Τεμάχιον ἄρτου εἶχεν «οἰκονομήσει» καὶ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἡ καλή, καίτοι ὀλίγον τι αὐστηρὰ μάμμη, τίς οἶδεν ἀντὶ ποίων ἐξευτελισμῶν καὶ διὰ πόσων ἐκλιπαρήσεων!

Καὶ τί δὲν ἤθελεν ὑποστῆ, πρὸ ποίας θυσίας ἠδύνατο νὰ ὀπισθοδρομήσῃ, διὰ τὴν ἀγάπην τῶν δύο τούτων παιδίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν δὶς παιδία δι᾽ αὐτήν, καθόσον ἦσαν τὰ τέκνα τοῦ τέκνου της! Ἐν τούτοις δὲν ἤθελε νὰ δεικνύῃ αὐτοῖς μεγάλην ἀδυναμίαν, καὶ «ἥμερο μάτι δὲν τοὺς ἔδιδε». Ἐκάλει τὸν ἄρρενα «Γέρον», διότι εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθοῦς Γέρου της, τοῦ μακαρίτου μπαρμπα-Μιχαλιοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα τῆς ἐπόνει ν᾽ ἀκούσῃ ἢ νὰ προφέρῃ. Τὸ ταλαίπωρον τὸ θῆλυ τὸ ἐκάλει Πατρώνα θωπευτικῶς, καὶ ὀλίγον «σὰν ἀρχοντοξεπεσμένη ποὺ ἦτον», μὴ ἀνεχομένη ν᾽ ἀκούῃ τὸ Ἀργυρώ, τὸ ὄνομα τῆς κόρης της, ὅπερ ἐδόθη ὡς κληρονομία εἰς τὸ ὀρφανόν, λεχοῦς θανούσης ἐκείνης. Πλὴν τοῦ ὑποκορισμοῦ τούτου, οὐδεμίαν ἄλλην ἐπιδεικτικὴν τρυφερότητα ἀπένεμεν εἰς τὰ δύο πτωχὰ πλάσματα, ἀλλὰ μᾶλλον πρακτικὴν ἀγάπην καὶ προστασίαν.

Ἡ ταλαίπωρος γραῖα ἔστρωσε διὰ τὰ δύο ὀρφανά, ἵνα κοιμηθῶσιν, ἀνεκλίθη καὶ αὐτὴ πλησίον των, τοῖς εἶπε νὰ φυσήσουν ὑποκάτωθεν τοῦ σκεπάσματός των διὰ νὰ ζεσταθοῦν, τοῖς ὑπεσχέθη ψευδομένη, ἀλλ᾽ ἐλπίζουσα νὰ ἐπαληθεύσῃ, ὅτι αὔριον ο Χριστὸς θὰ φέρῃ ξύλα καὶ ψωμὶ καὶ μίαν χύτραν κοχλάζουσαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ ἔμεινεν ἄυπνος πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναλογιζομένη τὴν πικρὰν τύχην της.

*  *  *

Τὸ πρωί, μετὰ τὴν λειτουργίαν (ἦτο ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων) ὁ παπα-Δημήτρης, ὁ ἐνορίτης της, ἐπαρουσιάσθη αἴφνης εἰς τὴν θύραν τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου:

―  Καλῶς τὰ ᾽δέχθης, τῆς εἶπε μειδιῶν.

«Καλῶς τὰ ᾽δέχθη» αὐτή! Καὶ ἀπὸ ποῖον ἐπερίμενε τίποτε;

―Ἔλαβα ἕνα γράμμα διὰ σέ, Ἀχτίτσα, προσέθηκεν ὁ γέρων ἱερεύς, τινάσσων τὴν χιόνα ἀπὸ τὸ ράσον καὶ τὸ σάλι του.

―Ὁρίστε, δέσποτα! Καὶ μακάρι ἔχω τὴ φωτιά, ἐψιθύρισε πρὸς ἑαυτήν, ἢ τὸ γλυκὸ καὶ τὸ ρακὶ νὰ τὸν φιλέψω;

Ο ἱερεὺς ἀνέβη τὴν τετράβαθμον κλίμακα καὶ ἐλθὼν ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ σκαμνίου. Ἠρεύνησε δὲ εἰς τὸν κόλπον του καὶ ἐξήγαγε μέγαν φάκελον μὲ πολλὰς καὶ ποικίλας σφραγῖδας καὶ γραμματόσημα.

―  Γράμμα, εἶπες, παπά; ἐπανέλαβεν ἡ Ἀχτίτσα, μόλις τότε ἀρχίσασα νὰ ἐννοῇ τί τῆς ἔλεγεν ὁ ἱερεύς.

Ὁ φάκελος, ὃν εἶχεν ἐξαγάγει ἐκ τοῦ κόλπου του, ἐφαίνετο ἀνοικτὸς ἀπὸ τὸ ἓν μέρος.

― Ἀπόψε ἔφθασε τὸ βαπόρι, ἐπανέλαβεν ὁ ἐφημέριος, ἐμένα μοῦ τὸ ἔφεραν τώρα, μόλις ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν.

Καὶ ἐνθεὶς τὴν χεῖρα ἔσω τοῦ φακέλου ἐξήγαγε διπλωμένον χαρτίον.

―  Τὸ γράμμα εἶναι πρὸς ἐμέ, προσέθηκεν, ἀλλὰ σὲ ἀποβλέπει.

―Ἐμένα; ἐμένα; ἐπανελάμβανεν ἔκπληκτος ἡ γραῖα.

Ὁ παπα-Δημήτρης ἐξεδίπλωσε τὸ χαρτίον.

―  Εἶδεν ὁ Θεὸς τὸν πόνον σου καὶ σοῦ στέλλει μικρὰν βοήθειαν, εἶπεν ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς. Ὁ γυιός σου σοῦ γράφει ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν.

― Ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα; Ὁ Γιάννης! Ὁ Γιάννης μὲ θυμήθηκεν; ἀνέκραξεν περιχαρής, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἡ γραῖα.

Καὶ εἶτα προσέθηκε:

―  Δόξα σοι, ὁ Θεός!

Ὁ ἱερεὺς ἔβαλε τὰ γυαλιά του καὶ ἐδοκίμασε ν᾽ ἀναγνώσῃ:

―  Εἶναι κακογραμμένα, ἐπανέλαβε, κ᾽ ἐγὼ δυσκολεύομαι νὰ διαβάζω αὐτὲς τὶς τζίφρες ποὺ ἔβγαλαν τώρα, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσωμεν νὰ βγάλωμεν νόημα.

Καὶ ἤρχισε μετὰ δυσκολίας, καὶ σκοντάπτων συχνά, ν᾽ ἀναγινώσκῃ:

«Παπα-Δημήτρη, τὸ χέρι σου φιλῶ. Πρῶτον ἐρωτῶ διὰ τὸ αἴσιον, κτλ. κτλ. Ἐγὼ λείπω πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἠξεύρω αὐτοῦ τί γίνονται, οὔτε ἂν ζοῦν ἢ ἀπέθαναν. Εἶμαι εἰς μακρινὸν μέρος, πολὺ βαθιὰ εἰς τὸν Παναμᾶ, καὶ δὲν ἔχω καμμίαν συγκοινωνίαν μὲ ἄλλους πατριῶτες ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πρὸ τριῶν χρόνων ἐντάμωσα τὸν (δεῖνα) καὶ τὸν (δεῖνα), ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἔλειπαν χρόνους πολλούς, καὶ δὲν ἤξευραν τί γίνεται εἰς τὸ σπίτι μας.

»Ἐὰν ζῇ ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα μου, εἰπέ τους νὰ μὲ συγχωρήσουν, διότι διὰ καλὸ πάντα πασχίζει ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰς κακὸ πολλὲς φορὲς βγαίνει. Ἐγὼ ἀρρώστησα δύο φορὲς ἀπὸ κακὲς ἀσθένειες τοῦ τόπου ἐδῶ, καὶ ἔκαμα πολὺν καιρὸν εἰς τὰ σπιτάλια. Τὰ ὅ,τι εἶχα καὶ δὲν εἶχα ἐπῆγαν εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ μόλις ἐγλύτωσα τὴν ζωήν μου. Εἶχα ὑπανδρευθῆ πρὸ δέκα χρόνων, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπου ἐδῶ, ἀλλὰ τώρα εἶμαι ἀπόχηρος, καὶ ἄλλο καλύτερον δὲν ζητῶ παρὰ τὸ νὰ πιάσω ὀλίγα χρήματα νὰ ἔλθω εἰς τὴν πατρίδα, ἂν προφθάσω τοὺς γονεῖς μου νὰ μ᾽ εὐλογήσουν. Καὶ νὰ μὴν ἔχουν παράπονο εἰς ἐμέ, διότι ἔτσι θέλει ὁ Θεός, καὶ δὲν ἠμποροῦμε ἡμεῖς νὰ πᾶμε κόντρα. Καὶ νὰ μὴ βαρυγνωμοῦν, διότι ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ, δὲν ἠμπορεῖ ἄνθρωπος νὰ προκόψῃ.

»Σοῦ στέλνω ἐδῶ ἐσωκλείστως ἕνα συνάλλαγμα ἐπ᾽ ὀνόματί σου, νὰ ὑπογράψῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, καὶ νὰ φροντίσουν νὰ τὸ ἐξαργυρώσουν ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα ἐὰν ζοῦν. Καὶ ἄν, ὃ μὴ γένοιτο, εἶναι ἀποθαμένοι, νὰ τὸ ἐξαργυρώσῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, νὰ δώσῃς εἰς κανένα ἀδελφόν μου, ἐὰν εἶναι αὐτοῦ, ἢ εἰς κανὲν ἀνίψι μου καὶ εἰς ἄλλα πτωχά. Καὶ νὰ κρατήσῃς καὶ ἡ ἁγιωσύνη σου, ἐὰν οἱ γονεῖς μου εἶναι ἀποθαμένοι, ἓν μέρος τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ διὰ τὰ σαρανταλείτουργα…»

Πολλὰ ἔλεγεν ἡ ἐπιστολὴ αὕτη καὶ ἓν σπουδαῖον παρέλειπε. Δὲν ἀνέφερε τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων, δι᾽ ὅσα ἦτο ἡ συναλλαγματική. Ὁ παπα-Δημήτρης παρατηρήσας τὸ πρᾶγμα, ἐξέφερε τὴν εἰκασίαν, ὅτι ὁ γράψας τὴν ἐπιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ὅτι εἶχεν ὁρίσει τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων παραπάνω, ἐνόμισε περιττὸν νὰ τὸ ἐπαναλάβῃ παρακατιών, διὸ καὶ ἔλεγε «τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ».

Ἐν τούτοις ἄφατος ἦτο ἡ χαρὰ τῆς Ἀχτίτσας, λαβούσης μετὰ τόσα ἔτη εἰδήσεις περὶ τοῦ υἱοῦ της. Ὡς ὑπὸ τέφραν κοιμώμενος ἀπὸ τόσων ἐτῶν, ὁ σπινθὴρ τῆς μητρικῆς στοργῆς ἀνέθορεν ἐκ τῶν σπλάγχνων εἰς τὸ πρόσωπόν της καὶ ἡ γεροντική, ρικνή, καὶ ἐρρυτιδωμένη ὄψις της ἠγλαΐσθη μὲ ἀκτῖνα νεότητος καὶ καλλονῆς.

Τὰ δύο παιδία, ἂν καὶ δὲν ἐνόουν περὶ τίνος ἐπρόκειτο, ἰδόντα τὴν χαρὰν τῆς μάμμης των, ἤρχισαν νὰ χοροπηδῶσι.

*  *  *

Ὁ κὺρ Μαργαρίτης δὲν ἦτο ἰδίως προεξοφλητής, ἢ τοκιστής, ἢ ἔμπορος, ἦτο ὅλα αὐτὰ ὁμοῦ. Ἕνα φόρον ἐπιτηδεύματος ἐπλήρωνεν, ἀλλ᾽ ἔκαμνε τρεῖς τέχνας.

Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα, εἰς φοβερὰν διατελοῦσα ἔνδειαν, ἔλαβε τὸ παρὰ τοῦ υἱοῦ της ἀποσταλὲν γραμμάτιον, ἐφ᾽ οὗ ἐφαίνοντο γράμματα κόκκινα καὶ μαῦρα, ἄλλα ἔντυπα καὶ ἄλλα χειρόγραφα, ἐξ ὧν δὲν ἐνόει τίποτε οὔτε ὁ γηραιὸς ἐφημέριος οὔτε αὐτή, καὶ μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.

Ὁ κὺρ Μαργαρίτης ἐρρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ἐτίναξε τὴν βράκαν του, ἐφ᾽ ἧς ἔπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι τῶν ὀφρύων τὴν σκούφιαν του, ἔβαλε τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ διὰ μακρῶν τὸ γραμμάτιον.

―Ἔρχεται ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα; εἶπε. Σ᾽ ἐθυμήθηκε, βλέπω, ὁ γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι.

Εἶτα ἐπανέλαβεν:

―Ἔχει τὸν ἀριθμὸν 10, ἀλλὰ δὲν ξέρομε τί εἴδους μονέδα νὰ εἶναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολωνᾶτα ἢ δέκα…

Διεκόπη. Παρ᾽ ὀλίγον θὰ ἔλεγε «δέκα λίρες».

―  Νὰ φωνάξουμε τὸ δάσκαλο, ἐμορμύρισεν ὁ κὺρ Μαργαρίτης, ἴσως ἐκεῖνος ξεύρῃ νὰ τὸ διαβάσῃ. Τί γλῶσσα νὰ εἶναι τάχα;

Ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ὅστις ἐκάθητο βλέπων τοὺς παίζοντας τὸ κιάμο εἰς παράπλευρον καφενεῖον, παρακληθεὶς μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη. Εἰσῆλθεν, ὀρθός, δύσκαμπτος, ἔλαβε τὸ γραμμάτιον, παρεκάλεσε τὸν κὺρ Μαργαρίτην νὰ τὸν δανείσῃ τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ συλλαβίζῃ τοὺς λατινικοὺς χαρακτῆρας:

―  Πρέπει νὰ εἶναι ἀγγλικά, εἶπεν, ἐκτὸς ἂν εἶναι γερμανικά. Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὸ τὸ δελτάριον;

― Ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα, κὺρ δάσκαλε, εἶπεν ἡ θεια-Ἀχτίτσα.

― Ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν; τότε θὰ εἶναι ἀγγλικόν.

Καὶ ταῦτα λέγων προσεπάθει νὰ συλλαβίσῃ τὰς λέξεις ten pounds sterling*, ἃς ἔφερε χειρογράφους ἡ ἐπιταγή.

―  Sterling, εἶπε· sterling θὰ σημαίνῃ τάλληρον, πιστεύω. Ἡ λέξις φαίνεται νὰ εἶναι τῆς αὐτῆς ἐτυμολογίας, ἀπεφάνθη δογματικῶς.

Καὶ ἐπέστρεψε τὸ γραμμάτιον εἰς χεῖρας τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.

―  Αὐτὸ θὰ εἶναι, εἶπε, καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει ἐπὶ τῆς κεφαλίδος ὁ ἀριθμὸς 10, θὰ εἶναι χωρὶς ἄλλο γραμμάτιον διὰ δέκα τάλληρα. Τὸ κάτω-κάτω, ὀφείλω νὰ σᾶς εἴπω ὅτι δὲν γνωρίζω ἀπὸ χρηματιστικά. Εἰς ἄλλα ἡμεῖς ἀσχολούμεθα, οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων.

Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπειδὴ ᾐσθάνθη ψῦχος εἰς τὸ κατάψυχρον καὶ πλακόστρωτον μαγαζεῖον τοῦ κὺρ Μαργαρίτη, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ καφενεῖον, ἵνα θερμανθῇ.

*  *  *

Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εἶχεν ἀρχίσει νὰ τρίβῃ τὰς χεῖρας, καὶ κάτι ἐφαίνετο σκεπτόμενος.

―  Τώρα, τί τὰ θέλεις, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὴν γραῖαν, οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Νὰ τὸ πάρω, νὰ σοῦ τὸ ἐξαργυρώσω, ξέρω πὼς εἶναι σίγουρος ὁ παράς μου, ξέρω ἂν δὲν εἶναι καὶ ψεύτικο; Ἀπὸ κεῖ κάτω, ἀπ᾽ τὸν χαμένον κόσμον, περιμένεις ἀλήθεια; Ὅλες οἱ ψευτιές, οἱ καλπουζανιὲς ἀπὸ κεῖ μᾶς ἔρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια, οἱ σουρτούκηδες (μὲ συγχωρεῖς, δὲν λέγω τὸ γυιό σου) ἐκεῖ ποὺ ψένει ὁ ἥλιος τὸ ψωμί, καὶ δὲν νοιάζονται νὰ στείλουν ἕναν παρά, ἕνα σωστὸν παρά, μοναχὰ στέλνουν παλιόχαρτα.

Ἔφερε δύο βόλτες περὶ τὸ τεράστιον λογιστήριόν του, καὶ ἐπανέλαβε:

―  Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα αὐτό, νὰ σὲ χαρῶ, εἶναι δέκα τάλλαρα! Νὰ εἶχα δέκα τάλλαρα ἐγώ, παντρευόμουνα.

Εἶτα ἐξηκολούθησε:

―  Μὰ τί νὰ σοῦ πῶ, σὲ λυποῦμαι, ποὺ εἶσαι καλὴ γυναίκα, κ᾽ ἔχεις κ᾽ ἐκεῖνα τὰ ὀρφανά. Νὰ κρατήσω ἐγὼ ἑνάμισυ τάλλαρο διὰ τοὺς κινδύνους ποὺ τρέχω καὶ γιὰ τὰ ὀχτώμισυ πλιά… Καὶ γιὰ νά ᾽μαστε σίγουροι, μὴ γυρεύῃς κολωνᾶτα, νὰ σοῦ δώσω πεντόφραγκα, γιὰ νά ᾽μαστε μέσα. Ὀχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν… Ἄ! ξέχασα!…

Τοὐναντίον, δὲν εἶχε ξεχάσει· ἀπ᾽ ἀρχῆς τῆς συνεντεύξεως αὐτὸ ἐσκέπτετο.

―Ὁ συχωρεμένος ὁ Μιχαλιὸς κάτι ἔκανε νὰ μοῦ δίνῃ, δὲν θυμοῦμαι τώρα…

Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ λογιστήριόν του:

―  Μὰ κ᾽ ἐκεῖνος ὁ τελμπεντέρης ὁ γαμπρός σου, μοῦ ἔφαγε δύο τάλλαρα θαρρῶ.

Καὶ ὡπλίσθη μὲ τὸ πελώριον κατάστιχόν του:

―  Εἶναι δίκιο νὰ τὰ κρατήσω… ἐσένα, ὅσα σοῦ δώσω, θὰ σοῦ φανοῦν χάρισμα.

Ἤνοιξε τὸ κατάστιχον.

Αἱ κατάπυκνοι καὶ μαυροβολοῦσαι σελίδες τοῦ καταστίχου τούτου ὡμοίαζον μὲ πίονας ἀγρούς, μὲ γῆν ἀγαθήν. Ὅ,τι ἔσπειρέ τις ἐν αὐτῷ, ἐκαρποφόρει πολλαπλασίως.

Ἦτο ὡς νὰ ἔκοπτέ τις τὰ φύλλα τοῦ δενδρυλλίου, ἑκάστοτε ὅτε ἐγίνετο ἐξόφλησις κονδυλίου τινός, ἀλλ᾽ ἡ ρίζα ἔμενεν ὑπὸ τὴν γῆν, μέλλουσα καὶ πάλιν ν᾽ ἀναβλαστήσῃ.

Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εὗρε παρευθὺς τοὺς δύο λογαριασμούς.

―Ἐννιὰ καὶ δεκαπέντε μοῦ χρωστοῦσεν ὁ μακαρίτης ὁ ἄντρας σου, εἶπε· καὶ δύο τάλλαρα δανεικὰ κι ἀγύριστα τοῦ γαμπροῦ σου γίνονται…

Καὶ λαβὼν κάλαμον ἤρχισε νὰ ἐκτελῇ τὴν πρόσθεσιν πρῶτον καὶ τὴν ἀναγωγὴν τῶν ταλλήρων εἰς δραχμάς, εἶτα τὴν ἀφαίρεσιν ἀπὸ τοῦ ποσοῦ τῶν δέκα γαλλικῶν ταλλήρων.

―  Κάνει νὰ σοῦ δίνω… ἤρχισε νὰ λέγῃ ὁ κὺρ Μαργαρίτης.

Τῇ στιγμῇ ἐκείνη εἰσῆλθε νέον πρόσωπον.

*  *  *

Ἦτο ἔμπορος Συριανός, παρεπιδημῶν δι᾽ ὑποθέσεις εἰς τὴν μικρὰν νῆσον.

Ἅμα εἰσελθὼν διηυθύνθη μετὰ μεγίστης ἐλευθερίας καὶ θάρρους εἰς τὸ λογιστήριον, ὅπου ἵστατο ὁ κὺρ Μαργαρίτης.

―  Τί ἔχουμε κὺρ Μαργαρίτη;… Τ᾽ εἶν᾽ αὐτό; εἶπεν ἰδὼν πρόχειρον ἐπὶ τοῦ λογιστηρίου τὸ γραμμάτιον τῆς πτωχῆς χήρας.

Καὶ λαβὼν τοῦτο εἰς χεῖρας:

―  Συναλλαγματικὴ διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, εἶπε καθαρᾷ τῇ φωνῇ. Ποῦ εὑρέθη ἐδῶ; Κάμνεις καὶ τέτοιες δουλειές, κὺρ Μαργαρίτη;

―  Γιὰ δέκα λίρες! ἐπανέλαβεν αὐθορμήτως ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἀκούσασα εὐκρινῶς τὴν λέξιν.

―  Ναί, διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, εἶπε καὶ πάλιν στραφεὶς πρὸς αὐτὴν ὁ Ἑρμουπολίτης. Μήπως εἶναι δικό σου;

―  Μάλιστα.

Ἡ θεια-Ἀχτίτσα, ἐν καταφάσει, ἔλεγε πάντοτε ναί, ἀλλὰ νῦν ἠπόρει καὶ αὐτὴ πῶς εἶπε μάλιστα, καὶ ποῦ εὗρε τὴν λέξιν ταύτην.

―  Γιὰ δέκα ναπολεόνια θὰ εἶναι ἴσως, εἶπε δάκνων τὰ χείλη ὁ κὺρ Μαργαρίτης.

―  Σοῦ λέγω διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, ἐπανέλαβε καὶ αὖθις ὁ Συριανὸς ἔμπορος. Παίρνεις ἀπὸ λόγια;

Καὶ ἔρριψε δεύτερον μακρὸν βλέμμα ἐπὶ τοῦ γραμματίου:

―  Εἶναι σίγουρος παράς, ἀρζὰν-κοντάν*, σοῦ λέγω. Θὰ τὸ ἐξοφλήσῃς, ἢ τὸ ἐξοφλῶ ἀμέσως;

Καὶ ἔκαμε κίνημα νὰ ἐξαγάγῃ τὸ χρηματοφυλάκιόν του.

―  Μπορεῖ νὰ τὸ πάρῃ κανεὶς γιὰ ἐννέα λίρες… γαλλικές, εἶπε διστάζων ὁ κὺρ Μαργαρίτης.

―  Γαλλικές; Τὸ παίρνω ἐγὼ διὰ ἐννιὰ ἀγγλικές.

Καὶ στρέψας ὄπισθεν τὸ φύλλον τοῦ χάρτου, εἶδε τὴν ὑπογραφὴν ἣν εἶχε βάλει ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς, παρέβαλεν αὐτὴν μὲ τὸ ὄνομα τὸ φερόμενον ἐν τῷ κειμένῳ, καὶ τὴν εὗρε σύμφωνον.

Καὶ ἀνοίξας τὸ χρηματοφυλάκιον ἐμέτρησεν εἰς τὴν χεῖρα τῆς θεια-Ἀχτίτσας καὶ πρὸ τῶν ἐκθάμβων ὀφθαλμῶν αὐτῆς ἐννέα στιλπνοτάτας ἀγγλικὰς λίρας.

Καὶ ἰδοὺ διατί ἡ πτωχὴ γραῖα ἐφόρει τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων καινουργῆ «ἄδολην»* μανδήλαν, τὰ δὲ δύο ὀρφανὰ εἶχον καθαρὰ ὑποκαμισάκια διὰ τὰ ἰσχνὰ μέλη των καὶ θερμὴν ὑπόδεσιν διὰ τοὺς παγωμένους πόδας των.

(1889)

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK, ΜΕ ΜΕΤΑΓΛΩΤΙΣΜΕΝΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ, ΕΔΩ:

 https://www.youtube.com/watch?v=axBC6XWySrM


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Βάιος Μαλλιάρας: τ΄αηδόνι του Κάτω Ολύμπου - 38 χρόνια μακριά μας! 1.1.1988 – 1.1.2026 [+ΒΙΝΤΕΟ- Τσάμικο Μαλλιάρα] από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

  Βάιος Μαλλιάρας: τ΄αηδόνι του Κάτω Ολύμπου - 38 χρόνια μακριά μας!  1.1.1988 – 1.1.2026  [+ΒΙΝΤΕΟ- Τσάμικο Μαλλιάρα] από τον Κωνσταντίνο ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....