Ετικέτες - θέματα

3.5.25

Ο Άγιος Νεομάρτυς π. Ιωάννης της Σάντα Κρουζ 18.5 - Η ασματική του ακολουθία + ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου

 

Ο Άγιος Νεομάρτυς π. Ιωάννης της Σάντα Κρουζ 18.5 - Η ασματική του ακολουθία + ΒΙΝΤΕΟ

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου


ΤΟ ΦΤΩΧΟΠΑΙΔΟ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ
: Ο Άγιος Νεομάρτυρας πατήρ Ιωάννης της Σάντα Κρούζ γεννήθηκε το 1937 στο χωριό Αποίκια της Άνδρου και λεγόταν Καρασταμάτης. Η ατμόσφαιρα του χωριού ήταν ποτισμένη με τον Ορθόδοξο τρόπο ζωής, μιας που οι κάτοικοι του χωριού ήταν πιστοί κι ακολουθούσαν πάντα το πρόγραμμα της εκκλησίας. Αυτό επηρέαζε βαθύτατα τον νεαρό Ιωάννη που έβλεπε μέσα στην άδολη καρδιά του να ανάβει ο πόθος για τον Θεό. Σαν αγόρι που έζησε τα παιδικά του χρόνια στο νησί της Άνδρου, είδε πολλά θαύματα που ο Θεός έκανε στην καθημερινή ζωή των συγχωριανών του. Είδε την δύναμη της προσευχής και δυνάμωσε την πίστη του στον Θεό. Αν και δεν παρακολούθησε οποιοδήποτε θεολογικό σχολείο, ήθελε από μικρός να γίνει ιερέας. Σε ηλικία 20 ετών πήγε μετανάστης στην Αμερική όπου και δημιούργησε οικογένεια. Συγκεκριμένα, πέντε χρόνια αργότερα παντρεύτηκε μια Ελληνίδα της εκεί κοινότητας, την Αθανασία Ματσέλη. Έγινε σύντομα πατέρας δύο παιδιών, της Μαρίας και του Φωτίου.

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΕΡΟΣΥΝΗ: Οι πόλεις, όμως, στις Η.Π.Α ήταν σε πλήρη αντίθεση με αυτό που έζησε στο χωριό του τα παιδικά του χρόνια. Όλες αυτές οι αναμνήσεις δεν έφυγαν ποτέ από το μυαλό του στην νέα γη που έζησε. Με την υποστήριξη και την ενθάρρυνση του Ιερέα Γεωργίου Βογδάνου, ενός ιερέα που διείδε στο πρόσωπο του Ιωάννη ακεραιότητα και ζήλο ενός αληθινού ιερουργού χειροτονήθηκε διάκονος το 1971 με την ευλογία του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου, ο οποίος τον υποστήριξε σε αυτήν του την προσπάθεια. Δεδομένου ότι και η αγάπη του για την εκκλησία και η αγάπη για το ποίμνιο ήταν τόσο προφανείς, μετά από μερικές εβδομάδες χειροτονήθηκε ιερέας από τον επίσκοπο Μελέτιο Χριστινόπολης του Σαν Φρανσίσκο. Εξυπηρέτησε αρχικά την ελληνική Ορθόδοξη κοινότητα στο Anchorage της Αλάσκα, στο έδαφος του Αγίου Γερμανού που ευλαβείτο πολύ. Αργότερα, τοποθετήθηκε στη κοινότητα του ST George του Βανκούβερ, στον Καναδά, και έπειτα σε άλλη κοινότητα, στο Αναχάιμ της Πενσυλβανία. Τελική του τοποθέτηση ήταν η περιοχή της Santa Cruz στην Καλιφόρνια, μια περιοχή που είχε ονομαστεί έτσι από τους Ισπανούς ιεραποστόλους [παπικούς μισσιονάριους].


ΣΤΗ ΣΑΝΤΑ ΚΡΟΥΖ: Επειδή η ορθόδοξη κοινότητα στη Santa Cruz ήταν πολύ μικρή για να αποκτήσει αμέσως έναν ναό, ο πατήρ Ιωάννης άρχισε να εξυπηρετείται για την θεία λειτουργία σε μια κοντινή πόλη που λέγεται Aptos, στο παρεκκλήσι μιας φτωχής μονής. Οι καλόγριες σε αυτό το μοναστήρι του έδιναν την εκκλησία αργότερα από το κανονικό γιατί την χρησιμοποιούσαν αυτές το πρωί. Οπωσδήποτε ο πατήρ Ιωάννης ήξερε ότι είχε πολλή εργασία να κάνει. Απογοητεύθηκε μερικές φορές από την έλλειψη ενεργού ενδιαφέροντος μεταξύ του ποιμνίου του. Είχε πάντα μια δυνατή πίστη και δεν του άρεσε ποτέ η χλιαρότητα στην καρδιά των πιστών. Έτσι λοιπόν, στόχος του ήταν να αναζωογονήσει αυτήν την πίστη μέσα σε κάθε ένα από τους ενορίτες του, έτσι ώστε οι ίδιοι να αγωνίζονται με ζήλο για τη βασιλεία των Ουρανών. Πίστευε μέσα του ότι αυτό είναι αναγκαίο για κάθε πιστό μέλος της Εκκλησίας. Ήξερε όμως ότι για να πετύχει αυτό τo στόχο έπρεπε να το κάνει σιγά σιγά. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να απαιτήσει πάρα πολλά αμέσως, αλλά έπρεπε να είναι ευγενικός και υπομονετικός, ένας ιερέας όλο αγάπη, κοντά στις αδυναμίες του ποιμνίου του, ώστε αυτοί να μη συντριβούν και αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την Ορθόδοξη πίστη, ακούγοντας τις ποικιλώνυμες σειρήνες της εποχής. Το χάσμα μεταξύ του ποιμένα και των λογικών προβάτων έπρεπε να γεφυρωθεί βαθμιαία, και ο πατήρ Ιωάννης έπρεπε να φέρει θερμή πίστη στις καρδιές του ποιμνίου του με προσευχή και προσοχή. Κάποτε, βέβαια, ο πατήρ Ιωάννης μιλούσε και με τόνο επίπληξης για να αφυπνήσει το εκκλησίασμα από τον πνευματικό ύπνο. Αλλά συνήθως τους ενέπνεε με την πραότητά του και τον ήρεμο χαρακτήρα του.

ΚΤΙΣΙΜΟ ΝΑΟΥ: Σύντομα, ο πατήρ Ιωάννης έφερε στο ποίμνιό του την επιθυμία να κτίσουν τη δική τους εκκλησία. Έτσι, συγκέντρωσαν ένα σεβαστό χρηματικό ποσό και αγόρασαν ένα κτήριο για το σκοπό τους. Αυτό ήταν προηγουμένως ένα ερειπωμένο σπίτι στη Santa Cruz, απέναντι από την δημόσια βιβλιοθήκη και στο καλύτερο μέρος της πόλης για ιεραποστολική δραστηριότητα. Το μεγάλο και ψηλό κτήριο χρειαζόταν πολλή εργασία για να μετατραπεί σε εκκλησία. Ο πατήρ Ιωάννης έκανε ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής εργασίας ο ίδιος. Όταν ολοκληρώθηκε ο ιερός Ναός, στη μνήμη του μεγίστου των Προφητών, του Ηλία, έγινε ένα πνευματικό καταφύγιο, στο κέντρο της πόλης Santa Cruz, ένα κέντρο ορθόδοξης ομολογίας σε μια περιοχή, τυπική του Δυτικού κόσμου, όπου οι άνθρωποι ήταν απομακρυσμένοι από τον Θεό.


   ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ: Ο πατήρ Ιωάννης δεν θέλησε με κανένα τρόπο η Ορθόδοξη κοινότητά του να είναι μια κλειστή κοινότητα που να αναφέρεται μόνο στις λιγοστές [75-80] ελληνικής καταγωγής οικογένειες, άλλα έψαχνε πάντα και χαίρονταν να ανακαλύπτει νέες καρδιές, οποιεσδήποτε ένθερμες νέες ψυχές που έρχονταν σε αναζήτηση του αληθινού χριστιανισμού. Άλλωστε η πόλη αυτή δεν είχε μόνο σκοτεινά στοιχεία αλλά και ιδεαλιστές νέους που επιθυμούσαν κάτι ανώτερο και πνευματικότερο από τις αμερικανικές αξίες του υλισμού και του ανταγωνισμού. Μάλιστα, ώσπου να κτιστεί ο Ιερός Ναός, μια μικρή αλλά σημαντική ʺορθόδοξη μαγιά” είχε αρχίσει ήδη να εμφανίζεται στο εκεί Πανεπιστήμιο. Αυτό ήταν κυρίως αποτέλεσμα της ιεραποστολικής εργασίας, του Ιερομονάχου Αναστασίου πρωτίστως, που θυσίασε αρκετά έτη της ζωής του στο δόσιμο της Ορθοδοξίας στους νέους, αλλά και του πατρός Σεραφείμ. Μέσω αυτών των “σκευών εκλογής” του Κυρίου, πολλοί σπουδαστές στη Santa Cruz αγκάλιασαν την Ορθόδοξη πίστη και αφιέρωσαν τις ζωές τους στην διακονία του Χριστού. Ο πατήρ Αναστάσιος και ο πατήρ Σεραφείμ ζούσαν σε μοναστήρια μακριά από το πανεπιστήμιο και έτσι οι Ορθόδοξοι σπουδαστές πήγαιναν στον πατέρα Ιωάννη και στο Ναό του για να ενισχυθούν πνευματικά. Ο πατήρ Ιωάννης τους χαιρετούσε πάντα με ένα ακτινοβόλο χαμόγελο και με μια θερμή αγάπη, βλέποντας στα νέα πρόσωπά τους τον ενθουσιασμό που θα είχαν για να κρατήσουν την Ορθοδοξία ζωντανή για τις μελλοντικές γενιές. Έτσι αυξήθηκε η πίστη τους, ενώ όλο και περισσότερες νέες ψυχές γνώριζαν την Ορθοδοξία. Δεδομένου, όπως προείπαμε, ότι η εκκλησία του Προφήτη Ηλία ήταν στο κέντρο της πόλης, οι άνθρωποι προσέτρεχαν από παντού γείτε ια να υποβάλουν τις ερωτήσεις τους είτε να προσφέρουν τις καλές τους υπηρεσίες. Ο πατήρ Ιωάννης είχε πάντα ανοικτές τις πόρτες και ήταν πάντα διαθέσιμος για κάθε ανάγκη. Οι άνθρωποι της Santa Cruz τον εμπιστεύονταν πλήρως γιατί το μέτρο της αγάπης του αγκάλιαζε τον οποιονδήποτε. Είχε μεγάλη αγάπη για τους φτωχούς, και ήταν χρήσιμος σε όλους όσους του ζητούσαν βοήθεια ανεξάρτητα από την θρησκεία τους. Δεν ήταν σπάνιο να τον ξυπνούν τα άγρια μεσάνυχτα και να ζητήσουν την βοήθεια του άνθρωποι ενδεείς. Κανένα δεν απέρριπτε, τους έδινε πάντα ελεημοσύνη και ένα γεύμα. Μάλιστα πολλές φορές οι δικοί του φοβούνταν τους κακοποιούς της νύχτας και τον συμβούλευαν να προσέχει. Στη Santa Cruz, όπως σε κάθε τυπική πόλη του άκρατου δυτικού οικονομικού ανταγωνισμού, υπήρχαν άνθρωποι που είχαν απωλέσει κάθε ελπίδα, και ζούσαν μια ζωή περιπλάνησης και μοναξιάς. Άνθρωποι περιθωριακοί που στον πατέρα Ιωάννη έβλεπαν το τύπο του Χριστού.

ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ: Παρ΄ ότι έζησε χρόνια στην Ελλάδα, δεν ήταν καθόλου εθνοκεντρικός. Έλεγε ότι ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός δεν ήταν μόνο για τους Έλληνες αλλά ήταν περισσότερο καθολικός (για όλους). Η αγάπη του για το Θεό τον έκανε να γίνει ένας ενθουσιώδης ιεραπόστολος για όλους τους κατοίκους των διαφόρων εθνοτήτων που ζούσαν εκεί. Έτσι πήγαινε στα δημόσια πάρκα όπου με ομιλίες, με βυζαντινές μελωδίες και συζητήσεις γνώρισε στους Αμερικανούς, κυρίως σε νέα παιδιά, ακόμη και άλλων δογμάτων ή θρησκειών, τις αλήθειες της πίστεως. Στηρίχθηκε σταθερά στην ανόθευτη Ορθόδοξη πίστη και απέρριπτε τις ψεύτικες οικουμενικές κινήσεις των ημερών του [οικουμενισμό και τα τοιαύτα]. Με την ένθερμη ποιμενική του εργασία προσπαθούσε να μετατρέψει πολλούς ανθρώπους που ήταν απλά βαπτισμένοι Ορθόδοξοι χριστιανοί και όπου οι δέσμευση τους με την εκκλησία ήταν τελείως εξωτερική και τυπική να συμμετέχουν ενεργά σε όλες τις δραστηριότητες της. Επειδή ο πατήρ Ιωάννης δεν ήταν ένας τυπικός ιερέας μπόρεσε και κέρδισε το να φέρνει το ποίμνιο του αληθινά κοντά στην εκκλησία. Με την πίστη του κατέδειξε ότι η Ορθοδοξία δεν είναι απλώς ένα τελετουργικό σύστημα ούτε ένα σύστημα από δόγματα, άλλα μια πράξη ζωής που οδηγεί τον άνθρωπο στη σωτηρία. Τα κηρύγματα του ήταν πάντοτε πύρινα και απέπνεαν αγάπη προς το Θεό και τους ανθρώπους.

ΕΧΘΡΟΤΗΤΑ: Ο πατήρ Ιωάννης μιλούσε για την σύγχυση που προκαλείται όταν ξεχνούν οι άνθρωποι το Θεό και ακολουθούν τις φίλαυτες επιθυμίες που πηγάζουν από τον ανθρώπινο εγωισμό. Προέβλεπε τους σπόρους της ερχόμενης καταστροφής τη γενική κατάπτωση των χρόνων μας, τις διαστρεβλώσεις της χριστιανικής αλήθειας, και τον ενθουσιασμό των ανθρώπων στους συνεχώς αυξανόμενους ναούς του Σατανά, που στις Η.Π.Α., δυστυχώς πολλαπλασιάζονται! Οι άοκνες προσπάθειες του πατέρα Ιωάννη άρχισαν να προκαλούν τις κακόβουλες ενέργειες των ανθρώπων που μισούσαν τον Θεό. Ο Κύριος εξάλλου είχε πει: “εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν” (Ιωάν. ιε΄20). Η ανοιχτή και προς όλους ποιμαντική εργασία του πατέρα Ιωάννη και η θέση του Ναού, τον κατέστησε πιο προσιτό όχι μόνο σε εκείνους που είχαν ανάγκη από βοήθεια, αλλά και σε εκείνους που επιθυμούσαν να καταστρέψουν όλη αυτήν την αγία του προσπάθεια. Έτσι, μερικούς μήνες πριν από το θάνατο του στην εκκλησία του άγνωστοι οπαδοί του σατανά, χρωμάτισαν το ʺ666ʺ και το σατανικό αστέρι (πεντάλφα) στη μπροστινή είσοδο του ναού. Όταν η βεβήλωση ανακαλύφθηκε, ο πατήρ Ιωάννης έμεινε απτόητος. Αργότερα έλαβε και ανώνυμες απειλές, αλλά παρέμεινε και πάλι βράχος. Είχε γενναίο φρόνημα και βαθιά πίστη. Δεν ήταν ένας ποιμένας που είδε την ιεροσύνη και την ποιμενική εργασία σαν επαγγελματική αποκατάσταση. Δεν ήταν διατεθειμένος επ΄ ουδενί να φύγει ή να κρυφτεί μπροστά στη θέα των άθεων ʺλύκων.ʺ Μάλλον, αποδείχθηκε πιστός ποιμένας Χριστού, πρόθυμος να θυσιάσει των εαυτό του για το ποίμνιο του και για την αγάπη του γι’ αυτό, δείχνοντας πάλι τύπος Κυρίου.

ΟΙ ΚΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ: Στην Άνδρο, είναι γνωστό ένα θαύμα που συμβαίνει κάθε χρόνο με τους κρίνους της Παναγίας. Όταν είναι η εποχή ανθοφορίας των κρίνων, πηγαίνουν τα άνθη στην Εικόνα της. Αργότερα, όπως είναι φυσικό, αυτά ξεραίνονται και πέφτουν, ενώ απομένει το ξερό τους κοτσάνι. Οι πιστοί αφήνουν έτσι ξερά τα κοτσάνια στην Εικόνα Της και όταν έρθει η γιορτή της, κάθε χρόνο, (Κατάθεσις της Τιμίας Εσθήτος εν Βλαχέρναις) την 2α Ιουλίου, αυτά ανθίζουν και βγάζουν μπουμπούκια! Ο πατήρ Ιωάννης μιας και έζησε μικρός στο νησί γνώριζε το θαύμα αυτό. Ήρθε λοιπόν ένα καλοκαίρι στο νησί, πήγε στο Μοναστήρι του Αγίου Νικολάου και ζήτησε από τον Γέροντα Δωρόθεο κρίνους της Παναγίας. Πήρε, λοιπόν, μερικά ξερά κοτσάνια και τα πήγε στην Αμερική. Τα έβαλε στην Εικόνα της Παναγίας και αυτά άνθισαν ξανά. Άρχισε σιγά – σιγά ο κόσμος να θερμαίνεται στην πίστη και να προσκυνούν την χάρη της Παναγίας.

ΤΑ ΦΛΟΓΕΡΑ ΤΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ: Ο πατήρ Ιωάννης ήταν γενικά μία ευαίσθητη και όμορφη ψυχή. Συχνά έγραφε και θρησκευτικά ποιήματα, ενώ τον συγκινούσαν τα θαύματα της Παναγίας και οι βίοι των Αγίων. Ζητούσε συχνά από τον Γέροντα Δωρόθεο στην Άνδρο, να του στέλνει βιβλία για να κάνει κηρύγματα. Όταν αργότερα ξαναήρθε στην Άνδρο η πρεσβυτέρα του πήρε κρίνους, τους φύτεψε στην Αμερική και όταν άνθιζαν τους έβαζαν στην Παναγία, και γινόταν και εκεί πάντοτε το ίδιο θαύμα. Ο λευίτης αυτός του Θεού συχνά μιλούσε στο εκκλησίασμά του στην Αμερική για ένα θαύμα που έζησε μικρός στο μοναστήρι του Α. Νικολάου στο νησί του. Εκεί στο Μοναστήρι της ιδιαιτερής του πατρίδας, μία Εικόνα της Παναγίας είχε αρχίσει να ρέει αίμα και μύρο. Ο πατήρ Ιωάννης μιλούσε με θείο ζήλο για το θαύμα αυτό αλλά και άλλα θαύματα της Παναγίας. Άρχισαν τότε να γίνονται Ορθόδοξοι και Αμερικανοί προερχόμενοι από άλλα δόγματα. Κι ενώ οι απειλές για τη ζωή του συνεχίζονταν, εκείνος έγινε πιο φλογερός ακόμη, λέγοντας μάλιστα, όταν διάφοροι τον προειδοποιούσαν: «Όσο τα μάτια μου έχουν νερό εγώ θα κηρύττω τον Χριστό και την Ορθοδοξία». Συνιστούσε στους χριστιανούς να προφυλαχθούν από τις παγίδες του αντιχρίστου και να μην πάρουν το χάραγμα και, τότε, άρχισαν να γίνονται πιο έντονα τα απειλητικά τηλεφωνήματα για την ζωή του, όμως αυτός δεν λογάριαζε τίποτα!


Ο ΜΑΡΤΥΡΙΚΟΣ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
: Την Παρασκευή 17 Μαΐου 1985, το βράδυ, πήρε τηλέφωνο τον Γέροντα Δωρόθεο στην Άνδρο και του ζητούσε πληροφορίες για τα θαύματα της Παναγίας της Μυροβλύτισσας γιατί ήθελε να κάνει ένα σχετικό κήρυγμα την Κυριακή. Την επομένη [18/5] ο πατήρ Ιωάννης ήταν μόνος του στο σπίτι μαζί με τον γιο του Φώτιο. Η πρεσβυτέρα είχε πάει στο σπίτι της κόρης τους Μαρίας, η οποία εκείνες τις μέρες είχε γεννήσει. Το αγόρι βγήκε για λίγο έξω με τους φίλους του και ο πατήρ Ιωάννης πήγε στην Εκκλησία να την ετοιμάσει για την επομένη και να συντάξει το κήρυγμα. Το αγόρι γύρισε αργά στο σπίτι, είδε ότι ο πατέρας του έλειπε και πήγε ανήσυχο να τον βρει στην Εκκλησία. Και τότε αντίκρισε το φοβερό θέαμα: Ο πατέρας του ήταν κατακρεουργημένος και αγνώριστος. Τον είχαν βρει μόνο του και τον βασάνισαν χτυπώντας τον στο κεφάλι με σφυρί, ενώ το σώμα του το κατακρεούργησαν με μαχαίρι. Του είχαν μάλιστα κόψει τα δάκτυλα των χεριών του! Και όπως διαπίστωσε η αστυνομία, όταν εκείνος σπαρταρούσε, πήραν τον σταυρό του με την αλυσίδα και τον έπνιξαν. Το μαρτυρικό του αίμα, που χύθηκε από τις πληγές του και πλημμύρισε το δάπεδο του Ιερού Ναού, το χρησιμοποίησαν για να γράψουν δικά τους συνθήματα στους τοίχους του Ιερού Ναού και τα σύμβολα του σατανά. Ήταν σατανιστές! Κατά την κηδεία του π. Ιωάννη, επειδή το λείψανο του Αγίου ήταν παραμορφωμένο και το πρόσωπό του δεν μπορούσαν να το αντικρίσουν, αφού του φορέσανε την καλή του χρυσοκέντητη στολή, σφραγίσαν και το φέρετρο.

ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ: Ο Άγιος ιερέας μαρτύρησε στο σημείο που φωτογραφήθηκε με τον σταυρό στο χέρι. Κι αυτό δείχνει σαν προορατικό θαύμα για το τι θα επρόκειτο να επακολουθήσει [Θα ήταν σύντομα "Νεκρός": η στάση του σ' αυτή τη φωτογραφία, με το σταυρό στο χέρι και μπροστά στο στήθος του, είναι πανομοιότυπη με τη στάση που έχουν συνήθως στις ορθόδοξες εικόνες οι μάρτυρες]. Όμως, πριν το μαρτυρικό θαύματα του αγίου αυτού λειτουργού του Υψίστου, συνέβησαν τρία ακόμη θαυμαστά γεγονότα: Πρώτα, οι ανθισμένοι κρίνοι της Παναγίας, μία βδομάδα πριν μαρτυρήσει, πέσαν όλοι ξαφνικά και από τότε δεν έχουν ξανανθίσει! Έπειτα, η εικόνα της Θεοτόκου δάκρυσε και το δάκρυ υπάρχει ακόμα και σήμερα πάνω στην εικόνα. Τέλος, επί τρεις συνεχείς Κυριακές προ του μαρτυρίου του, κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, έλαμπε το πρόσωπό του και σκορπούσε αχτίνες ενώ το παιδί, το “παπαδάκι”, που του έδινε το ζέον και είδε το παράδοξο αυτό φαινόμενο, επιτιμήθηκε αυστηρά για να μην φανερώσει τίποτα.

ΟΙ ΦΟΝΕΙΣ: Η αστυνομία ερεύνησε για τους φονείς του Αγίου και βρήκαν τρία άτομα ένα ανδρόγυνο και τον γιο του άνδρα από άλλη γυναίκα. Ήταν “ιερείς” του σατανά και, όταν τους συνέλαβαν, ήπιαν δηλητήριο [από κόμπρα] και οι δύο πέθαναν, ενώ ο τρίτος, που “σώθηκε” από το θάνατο, έχασε τα λογικά του και δεν μπορούσε κανείς να συνεννοηθεί μαζί του.

ΤΑ ΑΜΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΕΝΑ ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ: Όταν έμαθε ο Γέροντας Δωρόθεος για τον μαρτυρικό θάνατο του πατρός Ιωάννη, έγραψε στην πρεσβυτέρα του κοιμηθέντος να του στείλει στην Άνδρο τ’ άμφια του Αγίου, συγκεκριμένα αυτά που φορούσε όταν είχαν συλλειτουργήσει στο Μοναστήρι στην γιορτή του Αγίου Δωροθέου το 1981. Πέρασε καιρός, όμως απάντηση δεν έλαβε. Στις 4 Ιουλίου 1986 στο Μοναστήρι της Άνδρου τελείτο Θεία Λειτουργία, ενώ παρευρίσκοντο και πολλοί εκδρομείς από την Αθήνα. Μάλιστα, οι μοναχοί περίμεναν το μεσημέρι με το καράβι ένα πούλμαν με προσκυνητές για την αγρυπνία που θα τελείτο το βράδυ για την εορτή του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου της επομένης [Σάββατο 5/7]. Μόλις λοιπόν τελείωσε η λειτουργία, άρχισαν μόνες τους να χτυπούνε οι καμπάνες πανηγυρικά, και όλοι μοναχοί κια προσκυνητές κατελήφθησαν από φόβο και δέος. Σταμάτησαν για λίγο οι καμπάνες και άρχισαν πάλι να χτυπούνε τόσο αρμονικά που όλοι έμειναν άφωνοι. Αμέσως μετά από αυτό, έκαναν παράκληση στον Άγιο Νικόλαο, ενώ περίμεναν να φανερωθεί κάτι θαυμαστό. Ήρθαν και οι προσκυνητές με το πούλμαν και τους είπαν για το θαυμαστό αυτό γεγονός. Το απόγευμα πήρε τηλέφωνο τον Γέροντα Δωρόθεο η κόρη του πατρός Ιωάννη, η Μαρία, που είχε έρθει στην Άνδρο, ειδικά για να φέρει τ’ άμφια του πατέρα της. Τα έφερε στο Μοναστήρι και τα υποδέχτηκαν με χαρά όλοι οι προσκυνητές, τέλεσαν και αγρυπνία το βράδυ και τα έφεραν σε προσκύνηση. Οι καμπάνες χτυπούσαν στο Μοναστήρι το πρωί ακριβώς την ώρα που έμπαινε στο λιμάνι το καράβι με τ’ άμφια του Νεομάρτυρα!!

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ: Οι εμφανίσεις του ιερομάρτυρος Ιωάννου μετά τον θάνατό του είναι πάρα πολλές. Έτσι, τις παραμονές του Αγίου Νικολάου του 1986, ο Γέροντας Δωρόθεος ετοίμαζε το Μοναστήρι μαζί με μερικές γυναίκες που τον βοηθούσαν από το κοντινό χωριό. Κάποια στιγμή είδαν τον μακαριστό Ιωάννη να περπατά στην αυλή και να έρχεται προς το μέρος τους από την ανοιχτή πόρτα στην τράπεζα! Έβαλαν όλοι τις φωνές γιατί όλοι τον ήξεραν στο χωριό και τον έλεγαν: παπά – Γιάννη. Και τότε χάθηκε από μπροστά τους. Ώσπου να συνέλθουν από το ξάφνιασμα ήρθε ο ταχυδρόμος μ’ ένα δέμα από την Ελβετία το οποίο περιείχε μία εικόνα του Αγίου σκαλιστή σε ξύλο από Ορθόδοξους Ρώσους που τον τιμούν ως Άγιο. Ο πατήρ Ιωάννης είχε ζητήσει να μοιραστεί παντού η Εικόνα Του και να γίνει γνωστό το μαρτύριό του, η Ορθόδοξη ομολογία του. Το Φεβρουάριο του 1987, ο Γέροντας Δωρόθεος πήγε στην Ελβετία για εγχείρηση. Ενώ μιλούσε με τους πιστούς εκεί για τον Άγιο και το μαρτύριό του, τον είδαν να τους ευλογεί και να χάνεται. Όταν είχαν λειτουργήσει μαζί με τον Γέροντα Δωρόθεο και όταν εξομολογήθηκε ο πατήρ Ιωάννης, δώρισε το πετραχήλι του εκεί στο Μοναστήρι. Όταν πήγε στην Ελβετία ο Γέροντας Δωρόθεος ένα τμήμα από το πετραχήλι του Αγίου, που είχε μαζί του, σκόρπιζε άρρητη ευωδία στους εκεί παρευρισκομένους Στην Άνδρο, ζει ο αδελφός του Αγίου με την οικογένειά του και η γερόντισσα μητέρα του. Στην Αμερική και στην Ρωσική Εκκλησία της διασποράς τιμάται ως Άγιος και έχουν εκδώσει και ειδική ασματική ακολουθία στον Άγιο. Τα γεγονότα και τις λεπτομέρειες του μαρτυρίου του τ’ ανέφερε όλα στον Γέροντα Δωρόθεο η κόρη του Μαρία.

Η ΙΕΡΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΗ: Η μνήμη του τιμάται στις 19 Μαΐου, την παραμονή δηλαδή της εορτής της ανακομιδής των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Νικολάου. Έτσι, θα συνεορτάζεται μαζί με τον Άγιο Νικόλαο που από παιδί ο Ιωάννης αγαπούσε ξεχωριστά. Την Ευλογία Του να έχουμε όλοι μας. Αμήν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: περιοδικό: Ο Οσιος Φιλοθεος της Παρου, Τευχος 17. Μάιος-Αύγουστος 2006 Θεσ/νίκη. THE ORTHODOX WORD, MAY- JUNE 1985.

konstantinosa.oikonomou@gmail.com 


ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 




Ασματική Ακουλουθία Αγίου Ιωάννη της Σάντα Κρούζ.
Ἐν τῷ Ἑσπερινῷ

Ἦχος α΄.

Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.

Ἐν μέσῳ ἔαρος ὤφθη, ἡ σή πανήγυρις,

ἱερομάρτυς μύροις, συγκαλοῦσα πρός ὕμνον, ἔθνη ὀρθοδόξων πάσης τῆς γῆς, Ἰωάννη ἀπόστολε. Καί γάρ ἐσφάγης ἐσχάτοις ἐν τοῖς καιροῖς, κατασφάττων τόν ἀλάστορα.

Νυμφοστολίσας σοῖς πόνοις, τήν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, ἐν τῇ μονῇ Ἁγίου Νικολάου ἐφάνης, θερμός σύ ἀντιλήπτωρ, ὡς νεωστί, ἐναθλήσας στερρότατα, ὦ Ἰωάννη τῆς Ἄνδρου γόνε λαμπρέ, καί ἐν θαύμασι περίδοξε.

Ἀκούτισόν μοι φωνήν σου, τήν ἐξελαύνουσαν, λαούς ἐξ ἀπιστίας, πολυθέου τε πλάνης, δεῖξόν μοι σήν ὄψιν ἐν σταλαγμοῖς, καλλυνθεῖσαν αἱμάτων σου, ὦ Ἰωάννη, τῆς Ἄνδρου ὁ γλυκασμός, ὀρθοδόξων σφῦρα ἔνθεος.

Πρό τῆς θυσίας σου ἄφνω, τῆς Θεομήτορος, ἀνθοφοροῦντες κρίνοι, ἐμαάνθησαν, πάτερ, ὡς μέλλοντες ἀνθίζειν στέφει τῷ σᾦ, εἰς μαρτύρων ὁμήγυριν. Ὅθεν μή παύσῃ πρεσβεύων ὑπέρ ἡμῶν, Ἰωάννη θεοδόξαστε.

Δόξα.Ἦχος ΄ β.

Τά τῶν ἀρετῶν σου ὑψώματα, ἱερομάρτυς Ἰωάννη τοῦ Σάντα Κρούζ, πρός τό ὕψος τῶν ἀγγέλων ἀναδεδρούμενα, ἡμᾶς εὐφραίνουσι. Τῶν μαρτυρικῶν δέ ἄθλων σου ὁ κόσμος, ὡς υεθηλότα ἄνθη, τῷ ἡρεμαίῳ πνεύματι τῆς θυσίας, γλαφυρῶς τοῖς κλάδοις ἐπισειόμενα, μυρίζει τά πέρατα. Τῇ τοῦ ἀρχετύπου οὖν κάλλους, ὁμοιότητι στίλβων, ἱκέτευε Χριστόν τόν Θεόν, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Καί νῦν. Τῆς ἑορτῆς.

Ἀπόστιχα.

Ἦχος πλ.α΄ . Χαίροις ἀσκητικῶν.

Χαίροις ὁ ἐν τοῖς πλάνοις λαοῖς, ἱερουργήσας τῷ Χριστοῦ Εὐαγγέλιον, ὁμόζηλος ἀποστόλων, ὦ Ἰωάννη φανείς, Βαβυλῶνος μέσῳ, νέοις ἔτεσι. Σατάν γάρ ἐστόμωσας πλημμυρίδα πανώλεθρον, τῶν σῶν ρευμάτων, ἐν τοῖς αἵμασι Ἅγιε, σφυρηλάτησιν διά πίστιν δεξάμενος. Φάνηθι οὖν χριστόθυμε, προστάτης θερμότατος, ἐν εὐμενεῖ σου προσώπῳ καί ἱλαρότητι τρόπων σου, παρέχων γλυκεῖαν, τήν ὀδύνην μετανοίας καί μέγα ἔλεος.

Στίχ. Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ.

Χαίροις ὁ λαοξόος ψυχῶν, ὁ ἐγχαράξας ἐν αὐταῖς θεῖα λόγια, ἐν χρόνοις τοῖς ἡμετέροις, ἀπονευρώσας ἰσχύν, πᾶσαν ἀντιθέων ρείθροις αἵματος. Χριστοῦ γάς ἀπόλαυσις, ἐν σοί πόθου ἐγένετο, αἰτία Πάτερ, ὁλοκλήρου μεθέξεως, ἀντιδόντος σοι, ἀγαπῶντι ἀγάπησιν. Ὅθεν ἐν σοί τόν λάμποντα, μιμούμενος ἔλαμψας, ὦ Ἰωάννη τῆς Ἄνδρου, πολυτελές νεοδώρημα, πιστοῖς ὀρθοδόξοις, ὁ παρέχων κοινωνίαν, Χριστοῦ τήν ἄληκτον.

Στίχ. Οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε, ἐνδύσονται δικαιοσύνην καί οἱ ὅσιοί σου ἀγαλλιάσει ἀγαλλιάσονται.

Χαίροις ὁ ἡμετέροις καιροῖς, συγκαλεσάμενος ὀρθόδοξον σύνταγμα, πρός ὕμνησιν τῶν σῶν ἄθλων, ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς, Θεοτόκου μύστα ἱερώτατε. Τοῦ Πνεύματος μάχαιραν, ἐζωσμένος γάρ ἔτεμες, σατάν τήν πλάνην, φαρμαχθεῖσαν δι᾿ ὄφεως, τῷ σῷ αἵματι, ἐπιγράψας ἀνάστασιν. Ὅθεν πρό τῆς θυσίας σου, ἐξαίφνης ἐξήρανται, τῆς Ὑπεράγνου οἱ κρίνοι, ὡς ἐν τῷ στέφει σου μέλλοντες, ἀνθίζειν ἀξίως, Ἰωάννη διό αἴτει, ἡμῖν τό ἔλεος.

Δόξα. Ἦχος πλ.δ΄.

Ὦ καλῶν τραυμάτων καί γλυκυτάτων πληγῶν, δι᾿ ὧν ἡ χωή ἐπί τά ἐντός διαδύεται, ὥσπερ τινά θύραν ὑπανοίξασα, τήν ἐκ τοῦ βέλους τῆς θείας ἀγάπης διαίρεσιν. Καί γάρ δεχθείς, ἱερομάρτυς ἰωάννη, τριπλήν τῆς ἀκίδος ἀκμήν, τοῦ ἐκλεκτοῦ βέλους, τοῦ μονογενοῦς Θεοῦ, καί περιχρώσας σῷ αἵματι, συνεδέξω μετά τοῦ βέλους καί τόν τοξότην. Ὅτι ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἐλευσόμεθα, φησίν, καί μονήν παρ᾿ αὐτῷ ποιησώμεθα. Ὅθεν ὁ πρό ὀλίγου στόχος γενόμενος τοῦ βέλους, νῦν ἑαυτόν ἀντί βέλους ἐν ταῖς χερσί τοῦ τοξότου παρέχει, ἡμῶν τάς καρδίας καταπλήττων καί αἰτούμενος ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Και νῦν. Τῆς ἑορτῆς.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Νέου Κόσμου τό φέγγος καί τῆς Ἄνδρου τό βλάστημα, Ἱερομαρτύρων τήν δόξαν, Ἰωάννην τιμήσωμεν. Σφαγείς γάρ τῷ Ναῷ ὑπέρ Χριστοῦ, ἀρτίως καταυγάζει Σάντα Κρούζ, καί συνάγει ὀρθοδόξους, ἁπανταχόθεν ἀνακράζοντας: Δόδα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ σέ προστάτην θαυμαστόν, τοῖς ἔθνεσι δείξαντι.

Καί νῦν Ἑορτῆς.

Ο Ρ Θ Ρ Ο Σ

Καθίσμα. Ἦχος α΄. Τόν τάφον σου Σωτήρ.

Ἐν κόσμῳ νυμφικῷ, ἀνελήλυθας Πάτερ, σκηνῶν μαρτυρικῶν τῆς νυκτός ἐν εκάσι, λαμπρύνας σόν μέτωπον, ἐν στεφάνῳ ὦ ἔστεψε, τοῦ Νυμφίου σου, ὁ ὑπερέξοχος ἔρως, ὅν ἱκέτευε, ὦ ἰωάννη θεόφρον, ὑπέρ τῶν τιμώντων σε.

Δόξα, καί νῦν τῆς ἑορτῆς.

Β΄. στιχολογία. Κάθισμα.

Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον.

Εἰς ὀσμήν τῶν ἰχνῶν σου Πάτερ προσέδραμον, πρός ζωηφόρους κοιλάδας τῶν ἀφωτίστων φυλαί, καί γάρ ἔσταξεν ἐκ σῶν, πόνων πανθαύμαστε, μελιτώδης γλυκασμός, ὡς ἐκ πέτρας ζωηρᾶς, ὦ ἰωάννη θεόφρον, τοῦ Νέου Κόσμου προστάτης, καί τῆς Ἑλλάδος πλοῦτος ἄφθορος.

Δόξα καί νῦν. Τῆς ἑορτῆς.

Μετά τόν Πολυέλεον. Κάθισμα.

Ἦχος πλ.δ΄. Τήν σοφίαν καί λόγον.

Ἀφανίσας τῆς πλάνης τόν συρφετόν, ὡς νεβρός τῶν ἐλάφων θηρομαχῶν, τό γένος τοῦ ὄφεως, τῇ σφαγῇ ἐξηνάλωσας, ἀποστόλων τῇ ζήλῳ, ὦ Πάτερ κοσμούμενος, καί πληθύν ἀπιστούντων, συνάπτων τῷ κτίσαντι. Ὅθεν τῆς Παρθένου δεδεγμένος τά μῦρα, Νυμφίον ἠγάπησας, ὑπέρ πᾶσαν ἀπόλαυσιν, Ἰωάννη ὑπέρφωτε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τήν ἁγίαν μνήμην σου.

Δόξα, Καί νῦν. Τῆς ἑορτῆς.

Οἱ Ἀναβαθμοί. Τό α΄. ἀντίφωνο τοῦ δ΄. ἤχου καί τό προκείμενον. Οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε, ἐνδύσονται δικαιοσύνην...

Εὐαγγέλιον. Ὁ Ν΄. ψαλμός.

Δόξα: Ταῖς τοῦ ἀθλοφόρου πρεσβείαις....

Καί νῦν: Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις...

Στίχ. Ἐλέησόν με, ὁ Θεός... Ἦχος πλ. β΄.

Χριστοῦ τῆς ἐγέρσεως τῷ φωτί, ἡ μνήμη σου συνεξέλαμψεν Ἰωάννη παμμακάριστε. Πυρωθείς γάρ τήν ψυχήν, τῷ πυρί , ὅ ἦλθε βαλεῖν ὁ Χριστός ἐπί τῆς γῆς, ἐπιπαφλάζουσαν κάμινον τῶν θηριογνώμων ἀντιθέων κατέσβεσας. Ἑλκύσας τοίνυν ὄμμα Τριάδος ἀγαπητικόν, μαρτυρίῳ σου χρώμενος, ὧσπερ ἅρματι πυρίνῳ Ἠλιοῦ τοῦ Προφήτου ἀνέπτης εἰς παγχαρμόσυνον ἡμέραν, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κανόνες: Τῆς ἑορτῆς

καί τοῦ Ἁγίου.

Ὠδή α΄. Ἦχος α΄. Ἀναστάσεως ἡμέρα.

Ἰωάννη μυστιπόλε, δωρεῶν τοῦ Χριστοῦ, Ἄνδρου τό νέον θαῦμα, δίδου μοι φῶς ἐν τῷ νοΐ, ἐκ πηγῆς τῶν ἀγαθῶν, ἐν πόθῳ ψυχῆς, ὡς ἄσω τά θεῖα σου, ἀθλοφόρε παλαίσματα.

Ὡς ὀφθείς τοῦ Νέου Κόσμου, σελασφόρος ποιμήν, ἔφανας τοῖς ἐν σκότει, πεπλανημένοις καί φλογμόν, ἰνδαλμάτων τοῦ Σατάν, αἱμάτων βαφαῖς, ἠφάνισας τέλεον, Ἰωάννη ἀρτίθυτε.

Ἀναστάσεως τῷ φέγγει, καταυγάζεις ἡμᾶς, θείῳ σου μαρτυρίῳ, ὅθεν ἐν κρίνοις τῶν ὠδῶν, στέφομέν σε εὐλαβῶς, τόν πάντας εἰς ἕν, συνάξαντα χάριτι, ὀρθοδόξους πρός ὕμνησιν.

Θεοτοκίον

Ναρδοπνόοις σου ρανίσι, ἑλκυσθείς ὁ Χριστός, ἥνωσε τῇ γαστρί σου, φύσεις τάς δύο ὑπέρ νοῦν, ἀπορήτων σαρκωθείς, Παρθένε Ἁγνή, διό σέ δοξάζομεν, ὡσεί κρίνον χριστόμυρον.

Ὠδή γ΄. Δεῦτε πόμα πίωμεν.

Νέκρωσιν τυπῶν τήν τοῦ Χριστοῦ, δι᾿ ἁλύσσου σόν τράχηλον τέμνει πάγχρηστε, τοῦ σοῦ σταυροῦ κοσμηθείς, ὁρμίσκοις ἐναίμου χαρμονῆς, δι᾿ ἧς ἡμᾶς λεύκανον.

Ἤνεσας Παρθένου μυρισμούς, Ἰωάννη καί θαύματα ἀνεκύρηξας, διό Υἱοῦ σε αὐτῆς, τοῦ πάθους παρέσχε κοινωνόν, ἀκάνθαις στεφόμενον.

Νέμεις δωρεῶν μαρμαρυγάς, ἐμφανείας σου ξέναις παρέχων ἴασιν, ὦ Ἰωάννη κλεινέ, ὡς κρούεις τούς κώδωνας μηνῶν, χαράν ἀναστάσιμον.

Θεοτοκίον.

Μῦρον ὡς γεννήσασα ζωῆς, ἐν τοῖς μύροις σου Μῆτερ τῶν κρίνων ἔπνευσας, τῶν σῶν θαυμάτων ὀσμάς, δι᾿ ὧν Ἰωάννης Σάντα Κρούζ, ἐνθέως ἐμέθυσε.

Κάθισμα. Ἦχος δ΄.

Κατεπλάγη Ἰωσήφ.

Ἀκαθέκτῳ τῇ ὁρμῇ, θείας ἀγάπης ἐν σιγῇ, ἀμερίστως μερισθείς, ὤφθης θυσία λογική, ὦ Ἰωάννη θεράπον τῆς Θεοτόκου. Ὅθεν καί στεφθείς, κρίνοις αἰνέσεως, σφύραις ὡς τμηθείς, τήν κάραν πάνσεπτον, σφυρηλατεῖς τήν πίστιν τήν ὀρθόδοξον, εἰς Βαβυλῶνα ἀντίθεον. Καί νῦν δυσώπει Ἱερομάρτυς, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Καί τό τῆς ἑορτῆς.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄.

Τῇ ὑπερμάχῳ.

Ἱερουργήσας τήν θυσίαν χριστομίμητον, ὦ Ἰωάννη ὤφθης Ἄνδρου ἐγκαλλώπισμα, τῆς Ἀλάσκας τε ἀπόστολος θεηγόρος. Ἀλλ᾿ ὡς ἔθυσας ψυχήν ὑπέρ προβάτων σου, νῦν παρέχεις σῶν θαυμάτων τά δωρήματα, τοῖς κραυγάζουσι, χαίροις μάρτυς πανόλβιε.

Οἶκος.

Ἀϋλων χοροστασίαι ἀνυμνοῦσιν ἐν πόθῳ, τόν μύστην Ἰωάννη τῆς Ἄνδρου. Καί γάρ διά Χριστόν σφαγιασθείς, τήν Ἐκκλησίαν λαμπρύνει ἐν θαύμασι, περέχων ταῖς λιταῖς αὐτοῦ χαρίσματα τοῖς βοῶσι:

Χαῖρε, φανέρωσις συγκράσεως θείας

Χαῖρε, ἐνστάλαξις μυστικῆς καινουργίας

Χαῖρε, τῶν σῶν φίλων ἐπακούων ἐν τάχει

Χαῖρε, σούς ἱκέτας ἐνισχύων ἐν θάλπει

Χαῖρε ἡ μυρίπνοος συστάς κρινανθέων

Χαῖρε, αἰθροβάτα ἀναβάσεων νέων

Χαῖρε, σκεῦος χρυσόνουν εὐχαριστίας

Χαῖρε, στέφος νεόπλοκον μαρτυρίας

Χαῖρε, παμποίκιλε ὠτειλαῖς θεουργίας

Χαῖρε, κατάρρυτε ραντισμοῖς εὐστοργίας

Χαῖρε, νεαφόρε καρδία εὐθεῖα

Χαῖρε, ἐξεικόνισμα θείας θυσίας

Χαῖρε, Μάρτυς νεόθυτε.

Συναξάριον.

Τῇ 19ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου νέου ἱερομάρτυρος Ἰωάννου, τοῦ θαυματουργοῦ, μαρτυρήσαντος εἰς τήν πόλιν Σάντα Κρούζ τοῦ Νέου Κόσμου, ἐν ἔτει 1985.

Καί τό λοιπόν συναξάριον ἐκ τοῦ μηναίου.

Ἐξαποστειλάριον.

Ἦχος β΄. Σαρκί ὑπνώσας.

Ἀλάσκας θεῖον φωτιστήν, ἐσχάτως ἐναθλήσαντα, τῆς Σάντα Κρούζ Ἰωάννην, νῦν ἀνυμνήσωμεν πιστοί. Καί γάρ τῆς ἀναστάσεως, τῷ φέγγει συνεξαστράπτει, τῆς Ἄνδρου τό καύχημα.

Καί τῆς τυχούσης ἑορτῆς.

Αἶνοι

Ἱστῶμεν στίχους δ΄. καί ψάλλομεν τά προσόμοια:

Ἦχος α΄. Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.

Ἡ νῆσος Ἄνδρος ἀπόδος, Χριστῷ τήν αἴνεσιν, ὡς τεθηλός γάρ κρίνον, ἐν σοί ἐκχεῖται τά μῦρα. Θεῖος Ἰωάννης τῆς Σάντα Κρούζ, ἀναστάσεως ἔαρι, εἰς νέαν γῆν χρηματίσας ἐγκαινισμός, ὀρθοδόξου ἐναθλήσεως.

Ὁ τῆς καρδίας σου οἶνος σβενύων δίψησιν, τῶν ἀλλοπίστων, Πάτερ, δι᾿ ὀρθοδοξον πίστιν. Ἐκκέχυται ὡς αἷμα ἐκ σταφυλῆς, Ἐκκλησίας τήν ἄμπελον. Ἑλισσομένης ἐν ἕλιξι θεουργοῖς, Ἰωάννη Ἄνδρου γέννημα.

Τῆς ἀληθείας τόν λόγον, σφραγίσας αἵματι, ὡς πορφυρᾷ μελάνῃ, ἐναπέγραψας Πάτερ, ἀνάστασιν Κυρίου ἐν ταῖς ψυχαῖς, καί Σταυροῦ ὡραιότητα. Ὅθεν ἀξίως ἐκλάμπεις τῆς Σάντα Κρούς, ὡς ποιμήν θεοειδέστατος.

Κατατρυφήσας τοῦ θείου, Πάτερ φιλήματος, ὑπερνεφής ἐγένου, εἰς μετέωρον δόξαν, ἐν κρίνοις τῆς Παρθένου δρέπων ὀσμάς, χαρισμάτων τοῦ Πνεύνατος. Διό ἀχύμων ἐκ κλάδων ἀνθοφορεῖς, Ἰωάννη τοῖς ὑμνοῦσί σε.

Δόξα. Ἦχος πλ΄.α.

Ἀγαλλιασώμεθα καί εὐφρανθῶμεν νῦν ἐν σοί, τῇ ἀναστασίμῳ χαρᾷ, ἱερομάρτυς Ἰωάννη τῆς Σάντα Κρούζ. Κοινή γάρ ἡμῶν, τῶν ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξων, ἐστί χαρά, τό σόν ἀγαλλίαμα. Τίς τοίνυν ἡ γινομένη διά τῆς νυκτός ταύτης μυσταγωγία; Εἵλκυσας γάρ πρός σεαυτόν, τοῦ ἀφθάρτου Νυμφίου τόν πόθον, τοῦ εἰπόνοτος, ὅτι ἐγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ. Ἀνάγκη δέ τῷ ἀγαπωμένῳ ἀποκαλύπτειν τό ἑαυτοῦ μυστήριον τῷ ἀγαπῶντι.Ὅθεν ὁμοιωθείς τῷ Δεσπότῃ ἐν τῷ πάθει, ὡμοιώθης καί τῇ δόξῃ. Πρέσβευε οὖν, ὡς ἐπιστηθίοις πτυχαῖς τοῦ Χριστοῦ ἡμᾶς ἑστιῶν, εὑρεῖν πάντας ἔλεος.

Καί νῦν. Τῆς ἑορτῆς.

Δοξολογία μεγάλη.

Εἰς τήν Λειτουργίαν κοινωνικόν:

Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος.

Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.

Ο Άγιος Αχίλλιος (15 Μαϊου) Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου

 

ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ ΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΩΝ ΑΓΙΩΝ

Ο Άγιος Αχίλλιος (15 Μαϊου)

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου



     Ο Άγιος Αχίλλιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία πριν το τέλος του 3ου αιώνα, από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Αυτοί τον ανέθρεψαν χριστιανικά και τον μόρφωσαν πλουσιοπάροχα. Μετά το θάνατο των γονέων του, μοίρασε την περιουσία τους στους φτωχούς και πήγε στους Αγίους Τόπους. Κατόπιν επισκέφτηκε διάφορα ασκητήρια όπου ασκήθηκε με νηστεία, προσευχή, αγρυπνία και άλλες χριστιανικές αρετές. Ύστερα πήγε στη Ρώμη και στη Θεσσαλία, όπου κήρυξε το Χριστό και έκανε πολλά θαύματα. Έτσι διαδόθηκε πολύ η φήμη του και όταν χήρευσε ο θρόνος της Λαρίσης, αναδείχτηκε Αρχιεπίσκοπος της (315 περίπου). Ο Άγιος έλαβε μέρος μαζί με τον Οικουμένιο Τρίκκης και το Ρηγίνο Σκοπέλου, στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια το 325, στην οποία καταδικάστηκε η αίρεση του Αρείου. Εκεί ο Άγιος θαυματούργησε, αναδεικνύοντας τη δύναμη της ορθής πίστης. Διαβάζουμε κατά λέξη σε κώδικα της Μονής Βαρλάαμ των Μετεώρων: «Τον Θεόν επικαλεσάμενος και έλαιον δι’ ευχής βλύσαι ποιεί (την πέτρα)». Μετά το πέρας της Συνόδου ο Μ. Κων/νος οδήγησε όλους τους ιεράρχες στη νέα πόλη που έκτιζε (Κωνσταντινούπολη). Εκείνοι προσευχήθηκαν στον Κύριο για να μείνει η πόλη στέρεα, ασάλευτη και ανίκητη. Ο αυτοκράτορας προέπεμψε τον Άγιο στη Λάρισα με πλούσια δώρα για ανεγέρσεις ναών και φιλανθρωπίες. Πριν αναχωρήσει ο Αχίλλιος από τη Βασιλεύουσα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μητροφάνης, που δεν παρευρέθη λόγω ασθενείας στη Σύνοδο, ακούγοντας τα κατορθώματα του Αχιλλίου ζήτησε να τον δει και όταν αυτός τον επισκέφθηκε τον τίμησε και τον μακάρισε. Όταν επέστρεψε στη Λάρισα, του ετοιμάστηκε υποδοχή στην είσοδο της πόλης από ιερείς, μοναχούς και πλήθη πιστών. Μόλις ο Άγιος έφτασε, έπεφταν στα πόδια του και ασπάζονταν τα άκρα των ιματίων του. Το ποιμαντικό του έργο συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του, περίπου το 350, ως τα πέρατα της Ελλάδας. Έτσι ο Α. Αχίλλιος θεωρείται δίκαια Ισαπόστολος, φωτισμένος, χαρισματικός, ένθεος κήρυκας του Ευαγγελίου. Ακόμα τα συναξάρια τον χαρακτηρίζουν υπερασπιστή φτωχών, πατέρα ορφανών, ευεργέτη και πρόμαχο κάθε ανάγκης1. Κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η υψοποιός ταπείνωση, πράγμα που επιβεβαιώνεται με το ακόλουθο περιστατικό. Προσκλήθηκε κάποτε ο Αγ. Αχίλλιος σε μια θεσσαλική πόλη για κάποια ανάγκη της τοπικής τους Εκκλησίας. Οι κάτοικοι έκαναν μεγάλη προετοιμασία, αντάξια ενός επισκόπου, περιμένοντάς τον. Αφού ευπρέπισαν χώρους φιλοξενίας, καθάρισαν δρόμους, ετοίμασαν φαγητά, περίμεναν τον ερχομό του, που τον φαντάζονταν πάνω σε κάποιο άλογο με κουστωδία συνοδών, έναν δηλαδή ερχομό αντάξιο του αξιώματός του. Όμως, αντ' αυτών, είδαν δυο κληρικούς που έρχονταν πεζή. Οι ντόπιοι, νομίζοντας ότι ήταν προπομποί του Επισκόπου, ρώτησαν αν ο Άγιος ήταν κοντά. Όταν ο ένας από τους δυο κληρικούς είπε ότι αυτός είναι ο Επίσκοπός τους, οι απλοϊκοί κάτοικοι το εξέλαβαν ως ειρωνεία. Μετά από λίγο, κι αφού επέμεναν ρωτώντας και ακούγοντας τα ταπεινά, γλυκά του λόγια, πείστηκαν ότι αυτός ήταν ο αρχιερέας τους και θαύμασαν την ταπείνωσή του.

Όταν κατάλαβε ότι πλησίαζε η μέρα της εκδημίας του, ζήτησε να κατασκευαστεί ο τάφος του. Κάλεσε τότε κλήρο και πιστούς, τους το ανακοίνωσε και τους έδωσε τις ύστατες συμβουλές. Λίγες μέρες αργότερα, γύρω στο 350, κοιμήθηκε ειρηνικά, παραδίδοντας την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού. Οι Λαρισαίοι τον θρήνησαν πολύ και τον κήδεψαν με μεγαλοπρέπεια. Λαός και κλήρος έθαψαν το άγιο του λείψανο στον ήδη ετοιμασμένο τάφο του. Επειδή εκείνα τα πρώτα χριστιανικά χρόνια δεν συνηθίζονταν η ανακομιδή λειψάνων κι επειδή πέρασαν πολλά έτη, ενώ μεσολάβησαν βαρβαρικές επιδρομές, έμεινε ο τάφος του Αγίου άγνωστος. Όμως ο Κύριος με θαύμα του, τριακόσια περίπου έτη αργότερα, την 10η του Φεβρουαρίου, φανέρωσε το λείψανο του εκλεκτού του Αγίου. Έτσι για τα επόμενα χρόνια, μέχρι την άλωση της πόλης απ’ τους Βουλγάρους, το λείψανο και ο τάφος του Αγίου ήταν πηγή θαυμάτων στους προστρέχοντες στη μεσιτεία του. Πάνω από τον τάφο του κτίστηκε και ιερός ναός, πιθανότατα αυτός που βλέπουμε ανεβαίνοντας στο λόφο του Φρουρίου2, νότια από την οθωμανική σκεπαστή αγορά. Στα χρόνια της βουλγαρίκής ακμής, το 986, ο τσάρος Σαμουήλ άρπαξε το λείψανο του Αγίου και το τοποθέτησε σε λάρνακα στο νησάκι του Αγίου Αχιλλίου της Μικρής Πρέσπας, δημιουργώντας ένα προσκυνηματικό κέντρο για το βασίλειό του, δίνοντας συγχρόνως κύρος στην εξουσία του. Στο ίδιο νησάκι ο Σαμουήλ ανήγειρε μεγαλοπρεπή ναό, του οποίου σήμερα σώζονται τα ερείπια. Ο Βυζαντινος χρονογράφος Γεώργιος Κεδρηνός γράφει για την αρπαγή του αγίου λειψάνου: «Μετήγαγε δε (ο Σαμουήλ) και το λείψανον του Αγίου Αχιλλείου επισκόπου Λαρίσης χρηματίσαντος επί Κωνσταντίνου του μεγάλου, τη μεγάλη και πρώτη Συνόδω παρόντος, (...) και εις Πρέσπαν απέθετο, ένθα ήσαν αυτώ τα βασίλεια, οίκον κάλλιστον και μέγιστον επί τω ονόματι αυτού δομησάμενος». Από το 1981 το λείψανο του Αγίου βρίσκεται ξανά στη Λάρισα, στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Αχιλλίου.

«Χαίροις της εώας αστήρ λαμπρός, και των Λαρισαίων λαμπαδούχος και οδηγός, χαίροις ευσεβείας, λειμών ο ανθηφόρος, Αχίλλιε παμμάκαρ, Τριάδος σκήνωμα.»


1 Ματθαίος Λαγγής, Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Ε΄ έκδοση, τόμος Ε΄ ,1996, σ. 428.

2 Αποκαλύφθηκε το 1978. Σχετικά: Κ. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, γ΄τόμος (Λάρισα 2008).

Ο Άγιος Αργύριος ο Επανομίτης ο Νεομάρτυρας [11.5.1806] +ΒΙΝΤΕΟ από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο

 

Ο Άγιος Αργύριος ο Επανομίτης ο Νεομάρτυρας [11.5.1806] +ΒΙΝΤΕΟ

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο


Ἔχων ἀργυρᾶν τὴν ψυχὴν φερωνύμως
Ἀργύριε ἤθλησας εὐσεβοφρόνως.
Ἑνδεκάτῃ Ἀργύριος τέτληκε βρόχον στεῤῥοψύχως.”



   ΓΕΝΝΗΣΗ – ΚΑΤΑΓΩΓΗ: Ο Άγιος Νεομάρτυς Αργύριος γεννήθηκε το 1788 στην Επανωμή της Θεσσαλονίκης από τον Αστέριο και τη Βασιλική, το γένος Ντουγιούδη. Λόγω της φτώχειας της οικογενείας του, σε νεαρή ηλικία ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου προσλήφθηκε από κάποιον ράπτη ως βοηθός του και υπηρέτης.

   Ο ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ: Το έτος 1806, κάποιος Χριστιανός από τη Θεσσαλονίκη [Σοχό] βρισκόταν κλεισμένος στη φυλακή του πασά της Θεσσαλονίκης για κάποιο έγκλημα που είχε κάνει. Επειδή δεν είχε εκείνος να πληρώσει τα χρήματα που του ζητούσε ο πασάς για να τον αποφυλακίσει, ο τύραννος απειλούσε ότι θα τον κρεμάσει. Μπροστά στην απειλή του θανάτου ο φυλακισμένος διάλεξε τον “εύκολο” δρόμο να αλλαξοπιστήσει! Το γεγονός αυτό στενοχώρησε τους πιστούς Έλληνες της περιοχής αλλά χαροποίησε τους Αγαρηνούς, οι οποίοι αμέσως τον έβγαλαν από την φυλακή και τον πήγαν σε ένα καφενείο στην τοποθεσία Ταχτάκαλα με σκοπό να τον μυήσουν στη μουσουλμανική θρησκεία.

Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΓΥΡΙΟΥ: Ο Αργύριος, που είχε πληροφορηθεί το γεγονός, μπήκε κι αυτός θαρρετά στο καφενείο και άρχισε να ελέγχει τον πρώην χριστιανό για το παράπτωμά του και ταυτοχρόνως να τον παρακινεί να επιστρέψει και πάλι στην Ορθόδοξη πίστη. Η στάση του αυτή προκάλεσε τόσο πολύ τους Γενίτσαρους και τους λοιπούς Οθωμανούς, που όρμησαν επάνω του και άρχισαν να τον γρονθοκοπούν τόσο άγρια, ώστε θα τον σκότωναν, εάν δεν ανέβαλε την εκδήλωση της οργής τους η ελπίδα μήπως και μπορέσουν να προσελκύσουν και αυτόν στην δική τους πίστη. Προσπάθησαν, λοιπόν, απειλώντας τον ότι θα τον σκοτώσουν, να τον αναγκάσουν να αλλαξοπιστήσει. Τότε ακούσθηκε στεντόρεια η φωνή του Νεομάρτυρα: “Είμαι Χριστιανός και δεν αρνιέμαι την πίστη μου. Δόξα και τιμή μου ο Σταυρός του Χριστού. Επιθυμία μου είναι ακόμη και να αποθάνω για την πίστη και την αγάπη του Χριστού”.


   ΒΑΣΑΝΙΣΜΟΣ: Οι Αγαρηνοί τότε οδήγησαν τον Αργύριο στον κριτή, ενώπιον του οποίου προσπάθησαν και πάλι να τον μεταπείσουν μεταχειριζόμενοι πότε απειλές και πότε κολακείες, ακόμη και υποσχέσεις για δώρα και αξιώματα. Μετά από δύο ημέρες, οι Γενίτσαροι, επανέλαβαν και πάλι τις προσπάθειές τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ζήτησαν λοιπόν από τον κριτή να διατάξει την εκτέλεσή του. Αυτός όμως, βλέποντας ότι ο Αργύριος δεν είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα άξιο θανάτου, προσπάθησε αρχικά να κατευνάσει την οργή των εξαγριωμένων Τούρκων και να τους πείσει πως δεν είναι δίκαιο να σκοτώσουν έναν αθώο άνθρωπο. Εκείνοι ταράχθηκαν και εξαγριώθηκαν εναντίον του και έτσι ο κριτής, δειλιάζοντας, διέταξε την διά απαγχονισμού θανάτωσή του.

ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Έτσι, σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών, το 1806 και ημέρα Παρασκευή, ο Άγιος Νεομάρτυς Αργύριος οδηγήθηκε σε ένα τόπο λεγόμενο Καμπάν (σημερινό Καπάνι), στην κεντρική αγορά της πόλεως, όπου και απαγχονίσθηκε και επισφράγισε την ομολογία του στον Χριστό με τη θυσία του αίματός του.

Σήμερα η Κάρα του Αγίου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Αγίου Μηνά Ανθούσας Αττικής.
Απολυτίκιο: [Ἦχος γ'] Χαίρει ἔχουσα, Ἐπανομὴ σε, θεῖον βλάστημα, καὶ πολιοῦχον, Νεομάρτυς τοῦ Σωτῆρος Ἀργύριε, καὶ τὴν ἁγίαν σου ἄθλησιν μέλπουσα, τῇ σῇ πρεσβείᾳ προστρέχει κραυγάζουσα. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον: [Ἦχος δ΄] Ὡς ἀθλήσας Ἅγιε ἐσχάτοις χρόνοις, τὸν Χριστὸν ἐδόξασας, θανατωθεὶς ὑπὲρ Αὐτοῦ· διὸ πιστῶς σε γεραίρομεν, ὡς Ἀθλοφόρων Ἀργύριε σύσκηνον.
Κάθισμα: [Ἦχος πλ. α'] Εὐσεβείας τοῖς τρόποις κόσμων τὸν βίον σου, Μαρτυρικῆς εὐκληρίας λαμπρῶς ἠξίωσαι, ἐναθλήσας ἀνδρικῶς Μάρτυς Ἀργύριε· καὶ νῦν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ἀπολαύων νοερῶς, ἱκέτευε σὺν Ἀγγέλοις, διδόναι λύσιν πταισμάτων, τοῖς ἑορτάζουσι τὴν μνήμην σου

Ο Οίκος: Ὡς κρῖνον ἔφυς τοῦ ἀγροῦ, λειμῶνι εὐσεβείας, καὶ εὐωδίαν μυστικήν, τῇ σῇ ἀθλήσει τῇ στεῤῥᾷ, διέπνευσας τῷ κόσμῳ, Νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ παναοίδιμε σὺ γὰρ νεότητος ἄνθος, καὶ τὰ ἐν κόσμῳ τερπνὰ καὶ ἡδέα, θεόφρονι πάρειδες λογισμῷ, οἷα σφαλλόμενα πάντα· καὶ πίστει στρατευθεὶς τῷ Χριστῷ, τῆς ἀληθείας τοῖς ὅπλοις κατηκόντισας, τῶν ἀντικειμένων τὴν παράταξιν τῇ τελεία γὰρ πυρπολούμενος ἀγάπη, ἐξαγαγεῖν τοῦ βυθοῦ τῆς ἀπωλείας ἠβουλήθης, τὸν οἰκτρῶς ἐξολισθήσαντα, καὶ μαρτυρίου ὑπεισῆλθες τὸ στάδιον, μεγαλοφώνως βοῶν: Χριστιανός εἰμι ὦ ἄνομοι. Καὶ μαστίγων πεῖραν ἐνέγκας, καὶ ἀλγηδόνας ὑποστάς, τῷ δι’ ἀγχόνης θανάτῳ, ταῖς οὐρανίαις συνήφθης τάξεσι· διὰ πιστῶς σε γεραίρομεν, ὡς Ἀθλοφόρων Ἀργύριε σύσκηνον.

Μεγαλυνάριο: Χαίροις εὐσεβείας νέον φυτόν, Ἀργύριε Μάρτυς, Ὀρθοδόξων ἡ καλλονὴ, χαίροις τῶν Μαρτύρων, ἰσότιμος ἐν δόξῃ, Ἐπανομῆς τὸ ἄνθος, τὸ εὐωδέστατον.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


2.5.25

Η Νυξ [Νύχτα] από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Η Νυξ [Νύχτα]

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


Η Νυξ με το άρμα της σε παράσταση αγγείου

   ΓΕΝΙΚΑ: Η Νυξ ήταν κατά την Ελληνική Μυθολογία θεότητα σύμβολο της νύχτας. Εμφανίζεται στα πρώτα στάδια της δημιουργίας του πρωτο-μυθικού κόσμου των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν η μητέρα δύο άλλων θεοτήτων [προσωπο-ποιήσεων], του Ύπνου και του Θανάτου. Οι εμφανίσεις της είναι γενικά πολύ αραιές σε διάφορες μυθικές διηγήσεις. Πάντως, έστω και από αυτές τις λίγες αναφορές, φαίνεται πως εξαιτίας της εξαιρετικής της δύναμης και της ομορφιάς της, ακόμη και ο Δίας την απέφευγε!

Ρωμαϊκό αγαλμάτιο της Νυκτός
  ΗΣΙΟΔΟΣ ΚΑΙ ΟΜΗΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ: Στην ησιόδια “Θεογονία” διαβάζουμε πως η Νύχτα γεννήθηκε από το Χάος1. Αργότερα, από την ένωσή της με το Έρεβος, γέννησε τον Αθέρα και την Ημέρα2. Αργότερα, μόνη της, γέννησε το Μόρο [πεπρωμένο], την Κήρ[α] [μοίρα-θάντος], τους δίδυμους Ύπνο και Θάνατο, τον Μώμο, τις Εσπερίδες, τις Μοίρες, τις Κήρες, τη Νέμεση, την Απάτη, τη Φιλότητα [φιλία], την Έριδα [διαμάχη], το Γήρας, κ.ά. [όλα προσωποιήσεις του ανθρώπινου βίου]3. Ο Ησίοδος τοποθετεί την κατοικία της Νυκτός στον Τάρταρο, όπου κατοικούν επίσης κοντά της ο Ύπνος κι ο Θάνατος4. Πάντως η Νυξ ουδέποτε συναντά την κόρη της Ημέρα. Λέει σχετικά ο Ησίοδος: ὅθι Νύξ τε καὶ Ἡμέρη ἆσσον ἰοῦσαι ἀλλήλας προσέειπον, ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδὸν χάλκεον· ἣ μὲν ἔσω καταβήσεται, ἣ δὲ θύραζε ἔρχεται, οὐδέ ποτ᾽ ἀμφοτέρας δόμος ἐντὸς ἐέργει5”. Στην Ιλιάδα, ο Όμηρος στο περιστατικό που ο Ύπνος συνομωτεί με την Ήρα, εμφανίζει τον Δία να φοβάται τη δύναμη της Νυκτός. Έτσι, όταν ο πατέρας των θεών θέλει να τιμωρήσει τον Ύπνο, ο τελευταίος κατορθώνει να διαφύγει μόνο με μια απλή επίκληση στη μητέρα του Νύκτα6.


    ΑΛΛΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ: Η θεότητα Νυξ εμφανίζεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε πολλά και διάφορα αποσπασματικά κείμενα-ποιήματα που αποδίδονται στον Ορφέα. Έτσι, στους Ορφικούς, η Νυξ εμφανίζεται να ειίναι η πρώτη αρχή της δημιουργίας και όχι το Χάος, που εμφανίζεται ως δημιουργός του παντός στο σύνολο των Ελλήνων μυθικών συγγραφέων. Ακόμη η Νυξ εμφανίζεται ως κάτοικος μιας βαθιάς σπηλιάς, από όπου δίνει τους χρησμούς της στους μύστες των Ορφικών Μυστηρίων, δίπλα ακριβώς στον μεθυσμένο με μέλι και αλυσοδεμένο Κρόνο. Έξω από το σπήλαιο, και πάλι κατά τους Ορφικούς, η Αδράστεια χτυπάει ρυθμικά κύμβαλα και τύμπανο, μετακινώντας [!] ολόκληρο το σύμπαν σε ένα εκστατικό χορό στο ρυθμό της μουσικής που δίνει η ίδια η Νύκτα. Στην ίδια αυτή αρχαιοελληνική αίρεση, ο Φάνης, ένα παράξενο, σχεδόν τερατώδες πλάσμα, εμφανίζεται άλλοτε ως γιος και άλλοτε ως πατέρας της Νυκτός. Η Νυξ είναι επίσης η πρωτοκορυφαία του χορού στις αριστοφανικές κωμωδία “Όρνιθες”, κωμωδία η οποία μπορεί να είναι και εμπνευσμένη από τους Ορφικούς. Ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τη Νύκτα ως μητέρα του Έρωτα.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η Νυξ, προσωποποιημένη εμφανίζεται και σε μικρογραφία ενός χειρογράφου χριστιανικού Ψαλτηρίου του 10ου αιώνα [Παρίσι], δίπλα στον Προφήτη Ησαϊα [3η εικόνα].

Η ΝΥΞ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Στην Ελλάδα, η Νυξ ήταν μόνο σπάνια στο επίκεντρο των λατρειών. Σύμφωνα με τον Παυσανία, η Νυξ είχε ένα μαντείο στην ακρόπολη των Μεγάρων7. Συχνότερα η Νυξ λατρεύονταν παράλληλα και πίσω από άλλες θεότητες. Για παράδειγμα στον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο, υπήρχε ένα άγαλμα που ονομαζόταν "Νύχτα"8. Συχνά η Νυξ εμφανίζεται ως συνθετικό στη λατρεία διαφόρων θεών, όπως για παράδειγμα, Διονύσος Νυκτέλιος ή Αφροδίτη Φιλοπάννυξ9.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Νυξ, Λεξικό της Οξφόρδης, νυξ, Λεξικό Liddell-Scott. Αριστοφάνης, Όρνιθες. Gantz, Πρώιμος ελληνική Μύθος: Ένας οδηγός φιλολογικών και καλλιτεχνικών πηγών, Johns Hopkins University Press, 1996. Grimal, Pierre, Το Λεξικό της Κλασικής Μυθολογίας, Wiley-Blackwell, 1996, “Νυξ”, σελ. 314. Otto Kern, ed., Orphicorum Fragmenta.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com 


1. Ησίοδος, Θεογονία 123.

2. Ησίοδος, Θεογονία 124-5.

3. Ησίοδος, ό.π., 212-225.

4. Ησίοδος, ό.π., 744-45, 758-9.

5. Ησίοδος, ό.π. 746-750.

6. Όμηρος, Ιλιάδα, Ξ 249 – 261.

7. Παυσανίας, 1. 40.1 και 10. 38.6.

8. Παυσανίας 3.18.1.

9. Ορφικός Ύμνος 55.

1.5.25

Ἐπιμηθεῖς εἰς τὸν βράχον (1925)[ΒΙΝΤΕΟ] Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο- ηχοβιβλίο [AUDIOBOOK] διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 

Ἐπιμηθεῖς εἰς τὸν βράχον (1925)[ΒΙΝΤΕΟ]

Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο- ηχοβιβλίο [AUDIOBOOK]

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου







ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α´

Ναί, ὅλοι δὲν εἶχον πλεύσει μὲ τὰς λέμβους ἕως ἐκεῖ ― εἰς τὸν βορεινὸν ἐκεῖνον ἄγριον βράχον τοῦ πελάγους, ὅπου ὁ Βορρᾶς, ὡς νὰ ἦτο αὐτὸς ὁ Πὰν ὁ μέγας, ζωντανὸς ἀκόμη, δὲν ἔπαυε νὰ φυσᾷ τὴν πελώριον σύριγγα, βόσκων τὰ λευκόχαιτα πρόβατά του, τὰ κύματα. Καὶ ὅμως δι᾿ ὅλους σχεδὸν ὁ βράχος ἐφαίνετο νὰ σαλεύῃ.

Ἦτο ἀρχὰς θέρους, τὴν 25ην ἡμέραν τοῦ Μαΐου. Ἡ συντροφιὰ ὅλη, ἀπὸ φίλους καὶ πατριώτας ἀγαπημένους, εἶχεν ἀποφασίσει νὰ ἐκτελέσῃ θαλασσίαν ἐκδρομήν, μὲ σκοπὸν ἱεροτελεστίας ἅμα καὶ πανδαισίας διὰ τὴν ἐπαύριον, Πέμπτην τῆς Ἀναλήψεως. Ἦτο εἰς τὰ 94 ― τὸν περασμένον αἰῶνα! Ὁ βράχος, εἰς τὴν βορείαν ἐσχατιὰν τοῦ τόπου, ἦτό ποτε κωμόπολις. Ἐσώζοντο ἐκεῖ ἐξωκκλήσια. Τὸ κυριώτερον ἐξ αὐτῶν ἦτο ὁ ναὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἐπρόκειτο νὰ ψαλῇ παννυχίς, καὶ νὰ τελεσθῇ λειτουργία!

Ἄλλοι ἀπὸ τὸ μεσημβρινὸν χωρίον, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, εὐλαβεῖς εἰς τὰ θεῖα ἢ φίλοι τῶν ἐκδρομῶν, μαθόντες τὸ σχέδιον, ἐπροθυμήθησαν ν᾿ ἀπέλθωσι διὰ ξηρᾶς, τρεῖς ὥρας δρόμον, εἰς τὸ αὐτὸ μέρος. Ἡ κυρίως παρέα, ὀκτὼ ἢ δέκα νέοι, ὅλοι φίλοι καὶ καλόκαρδοι, τὴν αὐγὴν τῆς Τετάρτης, ἐνῷ ἔλαμπεν εἰς τὰ σύνορα τοῦ Γραίου (ὤ, ὁ πολυπαθὴς καὶ πικροαίματος, ὁ προσφιλὴς καὶ φαεινὸς Γραῖος!), μέσα εἰς κυανᾶ καὶ πορφυρᾶ αἰθέρια χρώματα, γλυκὰ τὸ λυκαυγές, πρὶν φυσήσῃ ἀκόμη τὸ πρωινὸν μελτεμάκι, ἐπέβησαν εἰς μεγάλην βάρκαν κ᾿ ἐξέπλευσαν. Ὤ, τὰ ὡραῖα προσφιλῆ παράλια τῶν Ἑλληνικῶν νήσων! Ὤ, δὴ ἄϊλς ὂβ Γκρήϊς!… ἠτέρναλ σόμμερ γκὶλδς δὲμ γιέτ1.

Μὲ τὰς κώπας διέσχισαν τὰ γαλήνια νερὰ τοῦ λιμένος, παρέπλευσαν τὸ ὀγκῶδες Μπούρτσι, τὸ μικρὸν βραχῶδες Δασκαλειό, ὅπου κάθε βράχος διηγεῖται μίαν ἱστορίαν τῶν μαθητικῶν μας χρόνων ― ὅταν ἐφεύγαμεν κρυφὰ ἀπὸ τὸ σχολειό, ἐπαίρναμεν ἀναρώτα* καμμίαν βάρκαν, ἢ ἐτρέχαμεν ἀπὸ γιαλὸν εἰς γιαλόν, κ᾿ ἐκολυμβούσαμεν ὅλην τὴν ἡμέραν ὡς δελφίνια. Ὑπερέβησαν τὰ λευκὰ Λαζαρέτα μὲ τὴν ὡραίαν ἀποβάθραν καὶ τὰς μαρμαρίνας βαθμίδας. Διέβησαν, ἀντικρὺ εἰς τὸ ὑψηλὸν νησίδιον Μαραγκό, ἀνάμεσα εἰς τὴν Μπούταν ― ἄκραν ἀπότομον τῆς ἀνατολικῆς ἀκτῆς, μὲ τόσους ἀπεσπασμένους σπαρτοὺς βράχους, ὅπου, ὅταν ἤμην παιδίον, καὶ παρέπλεα τυχὸν ἐκεῖ, ἐφανταζόμην πὼς ἔβλεπα τὸ φάσμα τοῦ γερο-Μιτζέλου ―ὁ γέρων εἶχε πνιγῆ εἰς τὰ ὡραῖα γαλανὰ νερὰ ἐκεῖ, ἐνῷ ἠσχολεῖτο θηρεύων κοχύλια καὶ πεταλίδες― καὶ εἰς τὰ δύο νοτιανατολικὰ νησιά, τὴν Ἄρκον, τὴν πρασινοβολοῦσαν καὶ στολισμένην μὲ λευκὴν τραχηλιάν, καὶ τὴν Τρυπ᾿τήν, μικράν, δειλήν, κρύπτουσαν τὸ πρόσωπον εἰς μίαν πτυχὴν ὄπισθεν τῆς ἐσθῆτος τῆς μητρός της.

Εἶτα ἐπρόβαλαν εἰς τὸ πέλαγος ― εἰς τὸ πέραμα τὸ μεταξὺ τῶν δύο νήσων· ἔβαλαν πλώρην κατὰ τὸν Βορρᾶν. Ἡ αὐγὴ ἀπὸ πορφυρᾶς εἶχε γίνει ροδίνη, εἶτα χρυσῆ. Ἡ θάλασσα εὐμενὴς φαίνεται νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὰ τόσα θεσπέσια κάλλη, καὶ ὀρχεῖται φαιδρά, πλήττουσα τὴν στείρην ―καρίναν― τῆς ἀκάτου. Τὸ ἀπόγειον ὡς γλυκεῖα μητρικὴ θωπεία φυσᾷ, ψιθυρίζον ἔρωτας καὶ θάλπος ἑστίας εἰς τὰ ὦτα. Ἔκαμαν πανιά. Καὶ πλέουν, πλέουν. Ὤ, ἰδού, τ᾿ Ἀραπάκια, οἱ ἀμαυροὶ σκόπελοι, μὲ τὰς κορυφάς των, ποὺ γυαλίζουν ἀμυδρά, σεμνά, ὡς κοράλλια, εἰς τὴν ἑωθινὴν ἀκτῖνα. Διατί συνθλίβετε οὕτω τὸ κῦμα, καὶ κάμνετε νὰ κοχλάζουν τὰ νερά, ἀνάμεσα εἰς τὰς σκληρὰς σιαγόνας σας;

Ὤ, φανῆτε εὐμενῆ πρὸς τοὺς πλέοντας ναυβάτας, ὦ πατριωτικὰ Ἀραπάκια.

Καὶ πλέουν, πλέουν. Ἰδοὺ τὸ Ἀσπρόνησο ― ὁ πάλλευκος βράχος, οἱ ἀποθέται, ὅπου ρίχνουν τὰ κουνέλια, καὶ ὅπου πηγαίνουν οἱ ἴδιοι ποὺ τὰ ἔρριψαν διὰ νὰ τὰ κυνηγοῦν. Δὲν ἀκοῦτε γαυγίσματα παραπονετικὰ ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βράχου κατερχόμενα, ὦ ναυβάται; Κάποιος εἶχε ρίψει τὸν σκύλον του ἐκεῖ ἐπάνω, ἀλλ᾿ ὁ σκύλος ἔπεσε πάλιν κολύμβι, κ᾿ ἐπανῆλθε πρὸς τὸν ἀφέντην του.

Ἰδού, ἔφθασαν εἰς τὸν Σιδεριᾶν, ἢ τὰ Σιδερονήσια. Πέτραι καὶ βράχοι ὅπου ἐπάγωσεν ἐπάνω σας τὸ χρῶμα τῆς τρικυμίας κ᾿ ἐκρυσταλλώθη τὸ φύσημα τοῦ Βορρᾶ, εἴθε νὰ μεταδίδετε διὰ πάντοτε τὴν ὄψιν καὶ τὴν πνοὴν αὐτὴν εἰς τοὺς ἁρμοὺς καὶ τὰ νεῦρα τῶν ποντοπόρων [τῶν] βιοπαλαιστῶν μας.

*
* *

Τέλος ἔφθασαν ἀντικρὺ στὸ Κλῆμα· μίαν ἀπορρῶγα ἄξενον ἀκτήν. Ὁ ἥλιος τοὺς εὗρε παρὰ τὸ στόμιον τῆς Σκοτεινῆς Σπηλιᾶς. Ὤ, ἦτο καιρὸς διὰ ν᾿ ἀνατείλῃ ἐπὶ τέλους. Θὰ ἦτο ἀνάγκη νὰ κύψουν ὅλοι οἱ ἐπιβάται, νὰ χαμηλώσῃ καὶ ἡ βάρκα, διὰ νὰ εἰσέλθουν ἐκεῖ. Ὁ Χατζηραφτάκης, ὁ ἡγέτης τῆς ἐκδρομῆς, καὶ ἰδιοκτήτης τῆς βάρκας ―ὅστις ἐγνώριζεν ὅλα τὰ κατατόπια τῶν συναγρίδων καὶ φαγκριῶν, χωρὶς ἄλλως νὰ ἐπαγγέλλεται τὸν ἁλιέα― τοὺς εἶχεν ὑποσχεθῆ μίαν συναγρίδα, 4 ὀκάδων καὶ κάτι. Ἦτο μᾶλλον ἀρχοντόπουλον τοῦ τόπου καὶ κτηματίας, ἰσόβιος δημοτικὸς σύμβουλος ―ἂς πεζολογήσωμεν ὀλίγον― διὰ δύο λόγους· πρῶτον, διότι ἡ κάλπη του ἦτο πάντοτε τελευταία (καθότι δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ὅστις νὰ καλῆται Ψαρουδάκης ἢ Ὠιμενόπουλος εἰς τὸν τόπον) καὶ δεύτερον, διότι καὶ τὰ δύο κόμματα τὸν ἤθελαν ― αὐτὸς δὲ δὲν ἤθελε νὰ λυπήσῃ τὸ ἕν, δηλῶν ὅτι ἦτο μὲ τὸ ἄλλο. Ἐκεῖ λοιπόν, εἰς τὴν Σκοτεινὴν Σπηλιὰν ὁ Χατζηραφτάκης ἤγρευσε τὴν ἐπηγγελμένην συναγρίδα ἀκριβῶς τόσην, ὅσην τὴν εἶχεν ὑποσχεθῆ· τέσσαρας καὶ μισὴν ὀκάδας τὸ βάρος.

Τέλος, μὲ τὴν γενναίαν συναγρίδα ὡς γέρας, τῶν πρωινῶν θαλασσίων ἀγώνων των τὸ ἔπαθλον, ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὴν Σπηλιάν. Ἐπλησίαζον ἤδη εἰς τὸ τέρμα τοῦ πλοῦ, εἰς τὸν βορεινὸν Βράχον. Ἀλλὰ πρὶν φθάσουν ἐκεῖ ―nos te facimus, Fortuna, deam!*― συνέβη νὰ συναντήσουν εἰς τὸ πέλαγος, τί; ἓν πλοῖον, ἁπλῶς. Ἀλλὰ τὸ πλοῖον προήρχετο ἀπὸ μίαν τῶν Κυκλάδων τῶν οἰνοφόρων ―τὴν Κέαν ἢ τὴν Πάρον, δὲν ἐνθυμοῦμαι― κ᾿ ἔπλεε διὰ Θεσσαλονίκην φορτωμένον κρασιά.

Ἡ ὁμὰς τῶν πανηγυριστῶν δὲν ἦτο ἀπρομήθευτος· ὁ τόπος των δὲν ἦτο ἄοινος. Εἶχαν πάρει μαζί τους δαμετζάναν πλήρη, προσέτι δύο φλάσκες μαύρου· εἶτα ἄλλας δύο, τὴν μίαν ἐκ κεφαλοκρούστου ροδίτου, τὴν ἄλλην μοσχάτου ξανθοῦ. Ἀλλά… νὰ συναντήσῃ τις παρ᾿ ἐλπίδα εἰς τὸ πέλαγος κρασοκάικο γεμᾶτο, καὶ νὰ πωλῇ πρὸς 12 λεπτὰ τὴν ὀκάν… εἶναι τόσον ἐκπληκτικὸν τὸ πρᾶγμα… «Ἡμεῖς σὲ ποιοῦμεν θεάν, ὦ Τύχη».

Τὸ συμβούλιον ἐντὸς τῆς βάρκας ἐν ἀκαρεῖ διεσκέφθη καὶ ἀπεφάσισεν. Ἀγγεῖον ἄλλο εὔκαιρον δὲν εἶχον, εἰμὴ τὴν ρακολαγήναν, 22 ὀκάδας χωροῦσαν, τὴν ὁποίαν εἶχαν πάρει γεμάτην νερὸν ἀπὸ τὸν λιμένα. Ἐχύθη εἰς τὴν θάλασσαν τ᾿ ὀλίγον νερὸν τὸ ὁποῖον εἶχε μείνει ἀκόμη, καὶ ἡ μεγάλη λάγηνος ἐγεμίσθη οἴνου διάρμενα* ἢ ὑπέρκαλα2, ἂν θέλετε, δηλαδὴ ἀπὸ κωπαστὴν εἰς κωπαστὴν τῶν δύο πλοίων.

Β ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ

Καθὼς εἶχεν ἀρχίσει ἡ ἀγρυπνία, καὶ ἦσαν ἤδη εἰς τὰ μισὰ τοῦ ἑσπερινοῦ, ὁ κὺρ Νικολάκης ὁ Κόκκινος, πιστὸς καὶ ἀξιαγάπητος φίλος, εἶχεν ἀρχίσει νὰ μὲ κατηχῇ καὶ νὰ μὲ πείθῃ ―διότι εὑρέθην κ᾿ ἐγὼ ἐκεῖ· ἀληθινά, δὲν εἶχα ὑπάγει μὲ τὴν βάρκαν, ἀλλὰ μὲ τοὺς πόδας μου― ὅτι ἔπρεπεν ἐξάπαντος ν᾿ ἀρχίσω τέλος πάντων νὰ σκέπτωμαι ὀρθότερα περὶ τῶν πραγμάτων καὶ περὶ τοῦ ἰδίου ἑαυτοῦ μου, καὶ ὅτι ἦτο καιρὸς πλέον νὰ κάμω καλὴν ἀρχὴν νὰ… βγάζω λόγους εἰς τὸ δημόσιον.

― Τί κρύβεις τὸ τάλαντον, μοῦ ἔλεγε, βρὲ ἀδερφέ; Θὰ δώσῃς λόγο, νὰ τὸ ξέρῃς. Κρῖμας τὸ νάμι* καὶ τὸ καμάρι, κρῖμας τοὺς κόπους καὶ τὰ ἔξοδα, κρῖμας! Τί σοῦ χρειάζονται τὰ τόσα γράμματα κ᾿ οἱ ἀγκοῦτσες*, τί σὲ ὠφελοῦν οἱ γιῶτες καὶ τὰ ψηφιά, τί σοῦ χρησιμεύουν οἱ γλῶσσες καὶ τὰ κιτάπια κι ὁ ἄμπακος*; Νά τώρα, ἡμεῖς ὅλοι εἴμαστε, νὰ ποῦμε τὴν μαύρη ἀλήθεια, κούτσουρα, δαυλιὰ καμένα, καψάλες. Τώρα ποὺ θὰ βγῇ ὁ παπὰς νὰ πῇ τὸ Βγαγγέλιο ―Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ!― τί θὰ καταλάβωμε ἡμεῖς; Ἀνέβα ἐκεῖ στὴν πεζούλα, κι ἄνοιξε τὸ στόμα σου νὰ μᾶς ξηγήσῃς, νὰ μᾶς φωτίσῃς ― ἴσως καὶ νοιώσουμε κ᾿ ἡμεῖς τίποτα.

Ἡ ὁρμὴ τοῦ φίλου μου διεκόπη ἀπὸ τὴν τροπὴν καὶ τὴν συνέχειαν τῆς Ἀκολουθίας. Παιδία καὶ γυναῖκες ὀλίγαι (ὅλος ὁ ἀριθμὸς τῶν πανηγυριστῶν μόλις ἔφθανε τὰς 40 ψυχάς) ἐξῆλθον ἀπὸ τὸν ναΐσκον κρατοῦσαι ἀνημμένα κηρία καὶ λαμπάδας καὶ ἀνέβησαν τὰς δύο βαθμίδας πρὸς τὴν χαμηλὴν ταράτσαν, ἐφ᾿ ἧς εὑρισκόμεθα ἡμεῖς. Ἦτο ἐρείπιον παλαιᾶς οἰκίας, καὶ εἶχεν ἰσοπεδωθῆ ἀρτίως διὰ τὴν εὐκολίαν τῶν προσκυνητῶν. Στενὸν ἐχώριζε τὸ ἐρείπιον τοῦτο ἀπὸ τοῦ ναοῦ, καὶ ἀντικρύ μας ἦτο ἡ μεσημβρινὴ θύρα τῆς ἐκκλησίας. Μετ᾿ ὀλίγον ἐξῆλθεν ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας, προπορευομένων μανουαλίων καὶ λαμπάδων, μὲ τὸ θυμιατὸν καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως. Ἐτελεῖτο ἡ Λιτὴ τῆς ἀγρυπνίας. Ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας μὲ τὴν ὡραίαν φωνὴν καὶ τὸ παράστημά του, μουσικὸς τέλειος, ἔψαλλε τὸ γλυκὺ καὶ συμπαθέστατον: «Ἀνελθὼν εἰς οὐρανούς, ὅθεν καὶ κατῆλθες, μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς, Κύριε».

*
* *

Εἶχε φαγωθῆ ἡ συναγρίδα ἀποβραδύς. Ἦτο Τετάρτη τῆς Ἀποδόσεως τοῦ Πάσχα, μὲ ἰχθυοφαγίαν κανονικήν. Ἡ μεγάλη στάμνα μὲ τὸ Παριανὸν ἐπροτιμήθη, διὰ ν᾿ ἀδειάσῃ ταχύτερον, ὅπως χρησιμεύσῃ πρὸς μεταφορὰν ὕδατος.

Ὁ πάτερ Σωφρόνιος, ὁ ἡγούμενος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, εἶχεν ἑλκυσθῆ νὰ ἔλθῃ, ἀσυνήθως ὅλως, ὡς συνέκδημος καὶ ψάλτης, εἰς τὴν μικρὰν πανήγυριν. Ὅταν εἶδε τὴν μεγάλην λάγηνον γυρτήν, μὲ τὸν κοκκινωπὸν ἀφρὸν εἰς τὸ στόμιον, ἐτρόμαξε κ᾿ ἐνουθέτησε τὴν φιλικὴν παρέαν, «νὰ φυλαχθοῦν μὴν πέσουν εἰς ἀκρασίαν».

Εἰς τὸ πρόχειρον λογοπαίγνιον, ἑνὸς ἐκ τῶν ἑταίρων, ἀπήντησεν:

Ἂς εἶναι· καλύτερα νὰ σᾶς μείνῃ τὸ κρασί, παρὰ νὰ μείνετε, ὅπως λέγεις, χωρὶς κρασί!

Τότε ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας παρετήρησεν ὅτι ἔπρεπε νὰ φυλαχθοῦν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν «κρασοκατάνυξιν» καὶ ἀνέμνησε τὸν στίχον τοῦ ψαλτηρίου «Ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον κατανύξεως».

Καὶ δὲν ἐγλύτωσαν τῷ ὄντι ἀπὸ ὅ,τι ἐφοβοῦντο. Πράγματι δὲν εἶχον ἄλλο ἀγγεῖον ἀπὸ τὴν στάμναν ἱκανῶς εὐρὺ διὰ νὰ μεταφέρουν νερόν, κ᾿ ἐπάνω στὸν Βράχον, ἀνάμεσα εἰς τὰ ἐρείπια τοῦ παλαιοῦ χωρίου, κατ᾿ οὐσίαν νερὸν δὲν ὑπῆρχεν. Ἦτο μία παμπάλαιος στέρνα, ὄπισθεν τοῦ βορείου τοίχου τοῦ ναΐσκου, ἥτις δυνατὸν νὰ εἶχε μίαν σπιθαμὴν πρασινωποῦ ρευστοῦ, ἀλλ᾿ ἐκεῖ μέσα ἦσαν, πλωτὰ ἢ ὑποβρύχια, διάφορα ἀντικείμενα, καὶ ἄψυχα καὶ ζωντανά ― νεροφίδες, βαθράκια, πετσιά, σαπρὰ ξυλάρια, τεμάχια πλίνθων καὶ ἀσβέστου, καὶ ἄλλα.

Ἐτελείωσεν ἡ Λιτή, καὶ μετ᾿ αὐτὴν ὁ Ἑσπερινός, καὶ εἶτα ἤρχισεν ἡ Ἀνάγνωσις τοῦ συνήθους «Λόγου εἰς τὴν Ἀνάληψιν». Τὸ πλῆθος ἐδίψα. Ὀλίγοι ἀπετόλμησαν νὰ πίουν ἀπὸ τὴν παλαιὰν στέρναν. Ὁ Σταμάτης ὁ Καρδασάκης, παλαιὸς φίλος μου, ἤκουσε πολλὰς παρὰ πολλῶν ἱκεσίας, τώρα ποὺ εἶχεν ἀδειάσει τέλος ἡ στάμνα μὲ τὸ κρασί, νὰ ὑπάγῃ μὲ τὸ ὀνάριόν του, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀφήσει δεμένον ἔξω εἰς τὴν χέρσον ―μέσα εἰς τὸ κατερειπωμένον χωρίον δὲν ὑπῆρχε τίποτε πρὸς βοσκήν· ἄλλως τ᾿ ἀχθοφόρα τετράποδα δὲν ἠδύναντο ν᾿ ἀνέλθωσι τὰ σκαλοπάτια, δι᾿ ὧν ἄνθρωποι ἢ ἐρίφια ἀνέβαινον εἰς τὸν βράχον― νὰ ὑπάγῃ, λέγω, νὰ φέρῃ νερὸν ἀπ᾿ τοῦ Χαιρημονᾶ τὸ ρέμα, τὸ ὁποῖον ἀπεῖχε τρισχίλια βήματα ἔξω εἰς τὴν ξηράν. Ἦτο ἤδη μεσάνυχτα καὶ σελήνη δὲν ὑπῆρχεν. Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, ὡς εἰκός, πίπτει ἀκριβῶς ἐπάνω στὴν χάσιν τοῦ φεγγαριοῦ.

Ἀλλ᾿ ὁ Σταμάτης ὁ Καρδασάκης δὲν θὰ ἐχρειάζετο παρακλήσεις διὰ νὰ θελήσῃ νὰ προσφέρῃ τὴν ὑπηρεσίαν αὐτήν. Πλὴν πῶς; Ὁ Σταμάτης δὲν ἦτο ὁ μόνος ὅστις θὰ ἠδύνατο νὰ φυλαχθῇ ἀπὸ τὴν λέξιν τοῦ Σωφρονίου καὶ ἀπὸ τὴν ἀντίλεξιν τοῦ παπ᾿ Ἀνδρέα. Δὲν ἦτο εἰς θέσιν ὥστε νὰ εἰσακούσῃ τὴν παράκλησιν.

Τὸν ἐγνώριζα ἀπὸ τὰ μικρά μου χρόνια. Ὅταν ἤμην παιδίον, ἐσυνήθιζα νὰ τὸν προσαγορεύω ὡς ἑξῆς:

― Σταματέλο, Σταματέλο! Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ καλύβα;

Ποτὲ δὲν ἔμαθα τί ἐσήμαινεν ἡ φράσις αὕτη. Ἤκουα ἕνα μεγάλον ἐξάδελφόν μου, μᾶλλον ὁμήλικον τοῦ Σταμάτη, νὰ τὸν χαιρετίζῃ πάντοτε μὲ τὴν φράσιν αὐτήν, τὸν ἐμιμούμην ὡς ψιττακὸς κ᾿ ἐγώ. Τώρα μόνον συμπεραίνω ὅτι ὁ Σταμάτης, νυμφευθεὶς κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, θὰ ἔκαμε πενθερὸν Ἀλβανόν τινα ἢ Σλαβόφωνον μετανάστην, ὅστις, εἰς τὸ κεφάλαιον τῆς προικός (ἐπειδὴ συνήθεια ἦτο εἰς τὸν τόπον νὰ δίδωσι καὶ οἰκίαν ὡς προῖκα), ἐκλιπαρῶν ἴσως τὸν γαμβρὸν καὶ προσπαθῶν νὰ τὸν πείσῃ νὰ μὴν ἀπαιτῇ καὶ τὴν μόνην πενιχρὰν οἰκίαν σιμὰ εἰς τὴν ἄλλην προῖκα, θὰ ἔλεγε:

― Σταματέλο, Σταματέλο. Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ καλύβα;

Τὴν προτεραίαν ἀκόμη ὁ Σταμάτης, οἰκογενειακός μου φίλος, μαθὼν ὅτι ἔμελλον νὰ συμμετάσχω τῆς ἐκδρομῆς, μοὶ εἶχε προσφέρει τὸ ὀνάριον διὰ νὰ καβαλικέψω· ἀλλ᾿ ἐγὼ ἀπεποιήθην, προτιμήσας νὰ ὑπάγω πεζός. Καὶ τώρα ἐνθυμηθεὶς τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον ἀστεϊσμόν, ἀπηύθυνα αὐτῷ τὸν λόγον:

― Σταματέλο, Σταματέλο! Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ… λαήνα;

― Πῶς νὰ τὸ πάρω, μοῦ ἀπήντησεν· ἡ βάρκα σαλεύει… κάνει νερά!

Καὶ ἀπεκοιμήθη εἰς τὴν βάσιν ἑτοιμορρόπου χαμηλοῦ τοίχου.

*
* *

Ἐπροχώρει ἤδη εἰς τὸν ὄρθρον ἡ νυκτερινὴ ἀκολουθία, καὶ ἡτοιμαζόμην νὰ εἰσέλθω, ἐπιθυμῶν νὰ λάβω μέρος· ἀλλὰ μ᾿ ἐπρόλαβεν ὁ φίλος μου, ὁ Νικολάκης ὁ Κόκκινος, ὁρμήσας εἰς δευτέραν ἔφοδον:

― Τώρα, τί λένε μέσα; Καταλαβαίνω ἐγὼ τίποτα;… Ὅπως ὁ φιλάργυρος μὲ τὸν θησαυρό του, τὸ ἴδιο καὶ σὺ μὲ τὰ γράμματά σου· τὰ κρύβεις, τὰ χώνεις βαθιά. Τί κατάλαβες; Τί θὰ καταλάβῃς; Μ᾿ αὐτὰ θὰ σὲ θάψουν· τὸ ἴδιο ὅπως ὁ γερο-Ματσούκας (ἐννόει ἕνα ἐντόπιον κεφαλαιοῦχον) μὲ τὰ γρόσια τὰ πολλά! Τόσοι ψευτοφυλλάδες* μὲ κάτι κολλυβογράμματα, τόσοι ψευτοδικολάβοι μὲ τὶς ἑλληνικοῦρές τους, καὶ κάνουν φιγούρα… καὶ σὺ κάθεσαι στὴν ἄκρη, βρὲ ἄνθρωπε, καὶ δὲν ἀνοίγεις τὸ στόμα σου νὰ μιλήσῃς… Δὲ σ᾿ ἄκουσα ποτέ μου νὰ μιλῇς περὶ γραμμάτου καὶ σύ, μόνε τὰ λίγα λόγια ποὺ βγάζεις μὲ τὴν τσιμπίδα ἀπ᾿ τὸ στόμα σου, τὰ λὲς χωριάτικα, τὸ ἴδιο σὰν ἐμένα… Κρῖμα στὰ γράμματα! Κρῖμας!

Θὰ ἐξηκολούθει νὰ λέγῃ ἀκόμη, ἀλλ᾿ ἐβγῆκε ὁ παπὰς νὰ μᾶς θυμιάσῃ, εἰς τὸν Β´ Πολυέλεον, κ᾿ ἐπωφεληθεὶς ἐγὼ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναόν.

*
* *

Τὰ γλυκοχαράματα, ὅταν ἐμβήκαμεν εἰς τὴν λειτουργίαν, μαζὶ μὲ τὸ ρόδισμα τὸ γλυκὺ τῆς αὐγῆς, ἠρχίσαμεν ν᾿ ἀκούωμεν κανονιοβολισμοὺς ἀπὸ τὸ ἀνατολικὸν μέρος. Μοῖρα τοῦ Ἀγγλικοῦ στόλου, περιπλέουσα εἰς τὸ Αἰγαῖον, διήρχετο περὶ τὰ Ἐρημονήσια, κ᾿ ἐξετέλει χειρισμοὺς καὶ πυρὰ πρὸ τῆς ἀνατολῆς. Ἀφ᾿ ἑσπέρας εἴχομεν ἰδεῖ ἓν ἢ δύο θωρηκτά, πλέοντα μακρὰν πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ἐξήλθομεν κ᾿ ἐκοιτάζομεν ἀπλήστως, πρὸς ἀνατολάς.

Μετ᾿ ὀλίγον ἔπαυσαν οἱ κανονιοβολισμοί. Εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ἐνῷ ὁ παπὰς ἐμοίραζε τὸ ἀντίδωρον, ὁ ἥλιος δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη.

Ἐκαθίσαμεν νὰ πίωμεν τὸν καφέν. Πλησίον μου ἦτο ὁ φίλος μου ὁ Κόκκινος.

― Τώρα λοιπόν, ὅλα μας καλά, ἤρχισε τρίτην ἔφοδον οὗτος, μονάχα πὼς δὲν ἐκαταλάβαμε τίποτε. Ἄνοιξε καὶ σὺ τὸ στόμα σου κ᾿ εἰπὲ δυὸ λόγια, νὰ μᾶς φωτίσῃς…

Αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν ἐβάσταξα, καὶ ἠναγκάσθην ν᾿ ἀπαντήσω.

― Δὲν θέλετε νὰ φωτισθῆτε, καὶ γι᾿ αὐτὸ μένετε ἀφώτιστοι.

― Γιατί, πῶς; Δὲ σὲ καταλαβαίνω.

― Τὴν ἄκουσες πρωτύτερα, ἀποβραδύς, τὴν Ἀνάγνωση;

― Τὸ Συναξάρι;

― Ναί.

Ὄχι, δὲν ἄκουσα· εἶχα κουβέντα ἐκεῖ.

― Νά, λοιπόν, ποὺ δὲν θέλεις νὰ φωτισθῇς· τὸ ἴδιο κ᾿ οἱ ἄλλοι. Ὅλα εἶν᾿ ἐξηγημένα· ὅλα τὰ ἔχει ἡ ἐκκλησία σὲ ἁπλῆ γλῶσσα. Ἀλλὰ δὲν θέλουμε νὰ τ᾿ ἀκοῦμε.

― Αὐτὸ εἶναι; Ἢ μήπως θέλει ὁ κόσμος, τί νὰ σοῦ πῶ, λόγο; Ἕνα πρᾶμα ποὺ νά ᾽ναι κάπως ζωντανό!

― Θέλει δυστυχῶς λόγο, καὶ πολλοὺς λόγους μάλιστα… θέλει κάτι ὡσὰν θέαμα, καὶ τὰ θέλει ὅλα λογοκοπικὰ καὶ θεατρικά· καὶ δι᾿ αὐτὸ ὅσοι βγάζουν λόγους πεντάρικους ἢ δεκάρικους, εὐδοκιμοῦν εἰς τὸ πλῆθος· καὶ δι᾿ αὐτὸ… τὰ προκόψαμε.


(1925)

1. Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος!… αἰώνιον θέρος τὰ χρυσώνει ἀκόμη. (Στίχοι τοῦ λόρ. Μπάϋρων.)

2. Κᾶλα τὰ ξύλα καὶ τὰ πλοῖα.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ: 






ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο Άγιος Νεομάρτυς π. Ιωάννης της Σάντα Κρουζ 18.5 - Η ασματική του ακολουθία + ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου

  Ο Άγιος Νεομάρτυς π. Ιωάννης της Σάντα Κρουζ 18.5 - Η ασματική του ακολουθία + ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου ΤΟ ΦΤ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....