Ετικέτες - θέματα

16.9.25

Η ζήλεια Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου

 

Η ζήλεια + ΒΙΝΤΕΟ

“η αγάπη ου ζηλοί”

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου


   Η Ήρα (μυθολογία), ο Οθέλλος (λογοτεχνία) και ο Πάγκαλος Ιωσήφ (Αγία Γραφή) είναι τρία γνωστά θύματα του πάθους της ζήλειας. Ο άνθρωπος ζηλεύει νιώθοντας ότι απειλούνται αποκτήματά του: χρήματα, εργασία, φήμη. Η ζήλεια στον πάσχοντα σημαίνει ότι κατέχει κάτι πολύτιμο που χρειάζεται επαγρύπνηση για να συνεχίσει να το κατέχει. Υπάρχουν πολλοί τύποι ζήλειας, συνηθέστερος εκείνος που αφορά τη συζυγική πίστη (ερωτική ζήλεια). Αυτός ο τύπος, σε νοσηρή μορφή, έχει μεγάλες επιπτώσεις γιατί το άτομο μετρά την αυτοεκτίμησή του και τη σχέση του από την ερωτική πίστη. Η ζήλεια γίνεται αρνητικό συναίσθημα όταν νιώθουμε ότι απειλείται η διατήρηση του ελέγχου μας πάνω σε άνθρωπο, και δη τον σύντροφό μας. Έτσι στον ζηλότυπο καταγράφεται ο σύντροφος ως κτήμα, κι έτσι το “κατέχειν” βαρύνει τον τρόπο βιώσεως της ζήλειας. “Τέκνο” της ζήλειας είναι ο φθόνος προς το (φανταστικό;) πρόσωπο που παίζει το ρόλο του αντίζηλου στο θολό σκηνικό της πάσχουσας ψυχής.

ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΖΗΛΕΙΑ: Στο “Συμπόσιό” ο Πλάτων φαίνεται αντιφατικός στη σχέση αγάπης και ζήλειας, ενώ ο Αγ. Αυγουστίνος λέει: “όποιος δε ζηλεύει δεν αγαπά”. Αντίθετα ο Rochfoucaud αντιτείνει: “η ζήλεια αναφύεται από την αγάπη του εαυτού παρά από την αγάπη στον άλλο.” Με τον τελευταίο συμφωνεί πλειάδα ψυχολόγων. Ο Maslow ψάχνει τη ζήλεια στο είδος της ενυπάρχουσας αγάπης του ζεύγους. Διακρίνει την Β αγάπη (being love), που αναζητεί το καλύτερο ενδιαφέρον στον άλλο και την αγάπη D (deficiency love) που είναι αγάπη εξάρτησης. Όμως οι δύο μορφές είναι συχνά παρούσες μαζί στις ανθρώπινες σχέσεις κι έτσι η D ενισχύει τη ζήλεια, ενώ η αλτρουιστική B, αποθαρρύνει την εμφάνισή της.

ΖΗΛΕΙΑ ΚΑΙ ΖΗΛΟΤΥΠΙΑ: Στις ψυχικές επιστήμες, με τον όρο ζήλεια εννοείται ένα στιγμιαίο συναίσθημα (θυμική κατάσταση) ή ένα σύμπτωμα συχνό σε όλους, ενώ με τον όρο ζηλοτυπία καλύπτεται μια σύνθετη κατάσταση, διαταραχή ψυχής και συναισθημάτων, εμφανιζόμενη συχνά ή μόνιμα. Η ζηλοτυπία είναι εμπαθής μορφή ζήλειας εμφανιζόμενη συχνότερα τελευταία. Αίτια είναι η γυναικεία ανάγκη για εξωτερική εργασία και οι εναλλαγές των ρόλων των φύλων σε οικογένεια, εργασία, κοινωνία. Η κλινική ψυχολογία διακρίνει διαφορετικούς τρόπους εκδήλωσης της ζηλοτυπίας κατά φύλο: Ο άνδρας την αρνείται, η γυναίκα την παραδέχεται. Η ανδρική ζηλοτυπία εκδηλώνεται οργίλως και, ακραία, βιαίως. Αντίθετα η γυναίκα εκδηλώνει την οργή βουβά, με εσωστρέφεια, ενώ ακραία φθάνει σε λεκτική βία ή κρίσεις εκτόνωσης, (ξεσπάσματα, εκδικητικές συμπεριφορές). Η γυναίκα επικεντρώνεται περισσότερο σε πιθανές συναισθηματικές εμπλοκές του συντρόφου, ενώ ο άνδρας εστιάζει την προσοχή σε πιθανές σεξουαλικές δραστηριότητες της συζύγου. Ο άνδρας που ζηλεύει συχνά δείχνει ανταγωνιστική συμπεριφορά προς το τρίτο πρόσωπο, ενώ η γυναίκα παρουσιάζει παθητικότερη συμπεριφορά. Τρία είναι τα στάδια της ζήλειας: ζήλεια, ζηλοτυπία, ζηλοτυπικό παραληρήμα.

ΑΙΤΙΑ: Υπάρχουν δύο αντικρουόμενες απόψεις για τα αίτια εμφάνισης της ζήλειας-ζηλοτυπίας: Η μία “σχολή” πρεσβεύει το έμφυτο της ζήλειας (W. James -H. Ellis), ενώ η άλλη εκτιμά ότι οφείλεται σε κοινωνικοοικογενειακά ερεθίσματα (γονείς, σύντροφοι, παραδόσεις). Εκφραστής της δεύτερης άποψης είναι ο Μπιχεηβοριστής (Ψυχολογία Συμπεριφοράς), Watson, που χαρακτήριζε τη ζήλεια “καταστροφική”. Ο Άντλερ, εντοπίζει τις “ρίζες” της ζήλειας στον ανταγωνισμό για δύναμη, που μένει στην “αποθήκη” των εμπειριών του καθενός από την πρώιμη παιδική ηλικία, συμπεραίνοντας το παθολογικό της ζήλειας. Πιθανώς η ζήλεια να είναι μερικώς έμφυτη και να “φουσκώνει” από υποκειμενικές παραμέτρους της ζωής του ζηλότυπου. Τέλος μια τρίτη άποψη, η ψυχοεξελικτική (νεο-δαρβινισμός), αποδίδει την ανδρική ζήλεια στην επιδίωξη επίτευξης αποκλειστικότητας της συντρόφου του, ακόμη και βιαίως, προς αποφυγή απογόνων εκτός σχέσης, φαινόμενο εκτεταμένο στη φύση.

ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΖΗΛΕΙΑ: Είναι η αβάσιμη ενασχόληση κάποιου με την πίστη του συντρόφου του. Σκέψεις αστήρικτες, αιφνιδιαστικές ξεπροβάλλουν από τα βάθη του νου ξαφνικά, αποσπασματικά, χωρίς ένδειξη επιβεβαίωσης των υποψιών, στις οποίες το άτομο υπακούει, αντιδρώντας ζηλότυπα. Η παθολογική ζήλεια διαταράσει την ψυχική κατάσταση του πάσχοντος και τη σχέση με το σύντροφο, προξενώντας ρωγμές στη σχέση, διότι η κτητικότητα του πάσχοντος υπερβαίνει τα λογικά επίπεδα. Η Ψυχολογία θεωρούσε την παθολογική ζήλεια περισσότερο σύμπτωμα παρά ψυχιατρική κατάσταση, αλλά προσφάτως εισήχθη στις παραληρητικές διαταραχές. Τα χαρακτηριστικά αυτής της ζήλειας είναι: ενασχόληση (σκέψεις-φαντασιώσεις), συμπεριφορά που τείνει στην επιβεβαίωση υποψιών (έλεγχος, παρακολουθήσεις), αποφυγή ως αντίδραση (αποφεύγουν καταστάσεις που πυροδοτούν το πάθος: εικόνες, θεάματα, παρέες με πρόσωπα αντιθέτου του συντρόφου φύλου, που μπορεί ο σύντροφος να “προκληθεί”), δυσφορία (άγχος, αυτοκτονικές σκέψεις), βιαιοπραγία (λεκτική, σωματική, και ακραία στο έγκλημα), επιθετικότητα σε πρόσωπα “αντίζηλα”, ανασφάλεια, χαμηλή αυτοεκτίμηση και παραλήρημα, ως σύμπτωμα παρανοειδών καταστάσεων (Ψυχιατρική). Ουσιαστικά, οι έννοιες ζήλεια, ζηλοτυπία και ζηλοτυπικό παραλήρημα είναι η αύξουσα κλίμακα του πάθους.


ΖΗΛΟΦΘΟΝΙΑ. ΖΗΛΕΙΑ ΚΑΙ ΦΘΟΝΟΣ
: “Φανερὰ δε εστι τα έργα της σαρκός, άτινά εστι μοιχεία πορνεία, (...) ζήλοι, θυμοί, (...) οι τα τοιαύτα πράσσοντες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσιν.” (Γαλ. δ΄19-21). Είναι φανερό ότι ο Απ. Παύλος θεωρεί τη ζηλοφθονία “έργο σαρκός”, εμπόδιο σωτηρίας. Πάντως, ενώ φθόνος και ζήλεια είναι αντίθετες καταστάσεις, γιατί φθόνος σημαίνει την επιθυμία κάποιου να αποκτήσει κάτι που κατέχει άλλος, ενώ η ζήλεια σημαίνει το φόβο απώλειας κάποιου μην χάσει κάτι που έχει, στην πράξη τα δύο συνυπάρχουν. Ζηλοφθονία λέμε την ενόχληση από επιτυχίες άλλων, που εκφράζεται με αποστροφή. O ζηλόφθονος διαφοροποιεί τη συμπεριφορά του προς τον μέχρι χθες φίλο (συγγενή), επειδή βλέπει να του έρχονται όλα ευνοϊκά, και απομακρύνεται ψυχρά. Συχνά εκφράζεται με υπαινιγμούς ή κατηγορίες! «Πόσο πικρό είναι να κοιτάς την ευτυχία με τα μάτια ενός άλλου», έλεγε ο Σαίξπηρ. Η ζηλοφθονία διαποτίζει ζήλεια, φθόνο, ή χαιρεκακία για τον πόνο του άλλου! Φυτώριο ζηλοφθονίας είναι η οικογένεια, διότι εκεί πρωτοεκδηλώνεται. Tα αδελφάκια συχνά αλληλοζηλοφθονούν βλέποντας να γίνεται διάκριση ανάμεσά τους από το γονεϊκό περιβάλλον. Aν και ο υγιής ανταγωνισμός (άμιλλα) δείχνει αθώος, εντούτοις υποκρύπτει “σκουριά” ζήλειας ή ζηλοφθονίας. Όμως, όταν αμιλλώμαι πρέπει να στηρίζομαι στις προσωπικές μου δυνατότητες. Ο ανταγωνισμός και το “ευ αγωνίζεσθαι”, μπορεί να εμπεριέχουν δόση ζηλοφθονίας, δεν έχουν όμως κίνητρο τα ταπεινά ελατήριά της, γιατί η ζηλοφθονία χαρακτηρίζει απαίδευτο άνθρωπο.

ΠΑΙΔΙΚΗ ΖΗΛΕΙΑ: Ο Φρόυντ περιγράφει πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις μες στην οικογένεια και τα αισθήματα που αναπτύσσονται με την εμφάνιση ενός αδελφού ή μιας αδελφής. Καθώς γεννιέται ένα παιδί ζει μία αποκλειστική σχέση με τους γονείς του βιώνοντας την εμπειρία της αποκλειστικότητας μητέρας και πατέρα. Έρχεται λοιπόν, η στιγμή, που ενώ το παιδί βιώνει αυτήν την αποκλειστική σχέση, εμφανίζεται στο οικογενειακό περιβάλλον ένα νέο μέλος. Η εμφάνιση αυτή αλλάζει το σκηνικό και θα γίνει η αρχή για μια σειρά από συναισθήματα πρωτόγνωρα. Το αναμενόμενο είναι να νιώθει το παιδί ότι το νέο μέλος της οικογένειας είναι ένας παρείσακτος. Ζήλεια, φθόνος, εχθρότητα είναι κάποια από τα συναισθήματα που νιώθει. Η Ψυχολογία διδάσκει ότι τα παιδιά αντιλαμβάνονται απλοϊκά την οικογενειακή ιεραρχία, κρατώντας σταθερή στάση απέναντι στους κανόνες της. Αν οι γονείς δεν το κατανοήσουν, με την εμφάνιση νέου τέκνου, μπορεί η συμπεριφορά του να αλλάξει στρεφόμενο εναντίον του εαυτού του ή άλλων μελών της οικογένειας. Συνήθεις αντιδράσεις παιδικής ζηλοτυπίας είναι: Επιθετικότητα, δυσκολίες προσαρμογής, άρνηση συμμετοχής σε εκδηλώσεις, άρνηση σχολείου, φαγητού, ιδιοτροπίες, διαταραχές ύπνου, (διακεκομμένος ύπνος, ενούρηση, απαίτηση να κοιμηθεί με τους γονείς), μίμηση του μικρού αδελφού (μπουσουλάει, λερώνει το εσώρουχο, κ.ά.). Ο γονέας βοηθώντας το, πρέπει να του μιλήσει, κατανοώντας τα συναισθήματά του. Να μην το μειώσει σε ό,τι κι αν του πει, σεβόμενος την άποψή του. Να το ενθαρρύνει να φερθεί φιλικά στο αδελφάκι του, παρουσιάζοντάς το ως φίλο που θα παίζει και, αργότερα, θα συζητάει μαζί του. Μπορεί να του αναθέσει πράξεις ευθύνης απέναντι στο αδελφάκι του, (να το ταϊσει, να το αγκαλιάζει όταν κλαίει), κάνοντάς το έτσι υπερήφανο. Μπορεί να του εξηγήσει τις ανάγκες του μωρού αντιπαραβάλλοντας την ίδια προσοχή που έδειχνε στο ίδιο όταν ήταν μωρό, δίνοντάς το να καταλάβει ότι η αγάπη μας είναι ίση απέναντι του και απέναντι στο μικρότερο παιδί.


 konstantinosa.oikonomou@gmail.gr

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


Στα χωρία Αργιθέας Γιάννης δήμαρχος Γράφει ο Γιάννης Φρύδας ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ 11

 

Στα χωρία Αργιθέας Γιάννης δήμαρχος

Και δήμαρχος θα γίνεις Γιάννη; Έτσι το ’φερε η κατάρα!

(τροποποιημένη παροιμία)

Γράφει ο Γιάννης Φρύδας



ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ 11


Θα είμαι υποψήφιος

Προς όλους τους Αργιθεάτες

Ανακοινώνω σήμερα ότι θα είμαι υποψήφιος στις επόμενες δημοτικές εκλογές. Επικοινωνώ μαζί σας μέσα από τη φιλόξενη ιστοσελίδα «Καταφύλλι», γνωστοποιώντας την απόφασή μου αυτή. Μια απόφαση αποτέλεσμα πολλής σκέψης και προβληματισμού. Η σημερινή ανακοίνωση είναι το ξεκίνημα μιας πορείας προς τις εκλογές, στην οποία θα ήθελα να βρεθούμε συνοδοιπόροι και συνεργάτες, ώστε να σχεδιάσουμε και οργανώσουμε τον αγώνα μας για το καλό της γενέθλιας μικρής μας πατρίδας, την Αργιθέας.

Μία είναι η φιλοδοξία μου. Να αγωνιστώ μαζί σας για τον τόπο μας!

Για μια Αργιθέα καλύτερη!


Γιατί έτσι;

Δυο μήνες τώρα περίπου, επικοινωνούμε μέσα από τα κείμενα του Καφενείου. Θεώρησα ιδιαίτερα συμβολικό, η πρώτη ανακοίνωση να γίνει με τον ίδιο τρόπο. Η επίσημη διακήρυξη θα γίνει πολύ αργότερα, σε ειδική ανοιχτή συγκέντρωση, όταν θα έχουμε οργανώσει στην κάθε της λεπτομέρεια την παράταξη, τους στόχους της και το πρόγραμμά της. Ακούμε, ρωτάμε, μαθαίνουμε, καταγράφουμε, διαμορφώνουμε προτάσεις, σχεδιάζουμε δράσεις.

Πολλοί, ίσως λόγω των παρεμβάσεων – προτάσεων που εμπεριείχαν τα γραπτά μου, είχαν προβλέψει αυτή την απόφασή μου και με ρωτούσαν σχετικά, με έπαιρναν τηλέφωνο, αρκετοί μάλιστα με παρότρυναν και έτσι ανακοίνωσα υποψηφιότητα.


Αν ανησυχείτε, μην ανησυχείτε…

Με τα σοβαρά τελειώσαμε. Αυτά πήραν τον δρόμο τους. Κατά τα άλλα, το Καφενείο σας θα παραμείνει όπως το ξέρατε. Βλέπετε ότι παρά το σοβαρόν της ανακοίνωσης ο τίτλος και ο υπότιτλος υπηρετούν το χιουμοριστικό πνεύμα του. Δεν αλλάζει τίποτε… Τέτοια επιχείρηση δεν την παρατάς, τώρα ειδικά που είμαι κοντά σε συμφωνία με σπουδαίο στρατηγικό επενδυτή. Ξέρω εγώ αν θα με βγάλετε δήμαρχο; Πώς να αφήσω στρωμένη δουλειά; Μην ανησυχείτε λοιπόν! Συνεχίζουμε! Βάλτε, όμως, σας παρακαλώ σε εμφανές μέρος του σπιτιού σας, τυπώστε στα μπλουζάκια σας, βαράτε τατουάζ στην αμπάλα σας το: ΚΑΦΕΤΖΗ ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ ΨΗΦΟ ΔΕ ΧΑΡΙΖΟΥΜΕ (με πολύχρωμα γράμματα, για να είμαστε και πολυσυλλεκτικοί ως προς τα κόμματα). Βοηθάτε, ρε παιδιά! Αμπώξτι κι μένα λίγου! Ούλου τουν Κ’τσό θ’ αμπώχνιτι; Κι τουν Τέλη; Μη χάνετε την ευκαιρία!

ΨΗΦΙΣΤΕ ΜΕ ΕΙΜΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΑΠ’ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΨΗΦΙΖΕΤΕ


Μεγάλη συνέντευξη του υποψηφίου δημάρχου Γιάννη Φρύδα

Δεν πρόλαβα να ανακοινώσω την υποψηφιότητά μου, κατέφθασαν στο Καφενείο διεθνή, ελληνικά και τοπικά κανάλια, αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι, φωτογράφοι, παπαράτσι (ένας παραπάτσι κιόλας, έπισι απάν’ σ’ ένα τραπέζι, τριβάλα κάτι ρακουπότηρα, μ’ άφ’κι στ’ λάκα. Θα τουν ξιμέσιαζα, αλλά μου ’παν ούλοι ότι είνι γούρι κι τουν απαράτ’σα).

Σι εν εν, Αλ τζαζίρα, Μπι μπι σι (να σ’ πει ου παπάς στ’ αυτί!...), Ντόιτσε Βέλε, Ντόιτσε μπανκ (όχι, αυτή είναι τράπεζα). Πάντως, να ξέρετε ότι ανακατώνονται κι αυτοί στις εκλογές. Μου έφεραν και λεφτά για τον αγώνα. Τους ενδιαφέρει, λέει, το μέλλον της Αργιθέας, η ανάπτυξη, ο καταπληκτικός Αέρας στον Τύμπανο, το σπάνιον Χονδροσπάνιον… Κάτι τέτοια πέταγαν, αλλά ιγώ είχα του νου μ’ στα λιφτά κι δεν πουλυέδουνα σουμασία. Μιγάλα κανάλια αυτά, άμα πέ’εις μέσα, πνί’κις…

Τα ελληνικά κανάλια και ραδιόφωνα ήταν όλα, εκτός απ’ τα κρατικά. Κάποιος θα τους είπε πως είμαι αντίθετος με την κυβέρνηση κι άμα είσαι αντίθετος, δεν καλοσκαιράς από ΕΡΤ. Δεν αφήνει ο Παππάς ούτε τα παπαδάκια του… Ήταν κι ου Αυτιάς. Ουλουσούσουμους μπρουστά μ’ σας λέου…

Τέλος, ήταν και τα τοπικά μουμουέ Τσιαλαφούτι τσάνελ και Αρτ’μή νιουζ (οι παλιοί Αργιθεάτες δεν ξέρουν τι θα πει τσάνελ και νιουζ, οι νέοι δε γνωρίζουν τι θα πει τσιαλαφούτι και αρτ’μή. Κάπως έτσι, δημιουργείται το χάσμα των γενεών. Απ’ το κλωτσοτύρι στο κλωτσοσκούφι…).

Με συγχωρείτε που σας απασχολώ με το πρόσωπό μου. Θα παρακολουθήσουμε αυτή τη συνέντευξη. «Είσαι δημόσιο πρόσωπο τώρα» μου είπαν (πώς λέμε δημόσιος δρόμος, δημόσιος υπάλληλος, δημόσιος κίνδυνος, δημόσιες τουαλέτες…). «Πρέπει η είδηση και οι απόψεις σου να φτάσουν παντού, για να ενημερωθούν οι πολίτες…».

Α, ρε κακομοίρηδες πολίτες! Σας ενημερώνουν, γι’ αυτό αγριεύετε. Καλό κουράγιο!


Η συνέντευξη

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τελικά υποψήφιος δήμαρχος. Πώς πήρες αυτή την απόφαση;

Γ. Φ. Αρχικά, σας καλωσορίζω όλους και εύχομαι να έχουμε μια καλή και επωφελή συνεργασία (κοτάς να τ’ς πας κόντρα αφ’νούς;). Θα κάνω πρώτα μια διευκρίνηση. Για να είμαι ακριβής, θα είμαι υποψήφιος για υποψήφιος δήμαρχος.

Σκέφτομαι να ξεκινήσω διαφορετικά. Το σύνηθες είναι, έως τώρα, να παίρνει ο καθένας την κλιτσούλα του να κόβει πέρα και να λέει: «είμαι υποψήφιος δήμαρχος». Εγώ πρώτα πήρα την πρωτοβουλία και ψάχνω να βρω σε όλα τα χωριά ανθρώπους με τις ίδιες ιδέες και ανησυχίες. Θα μαζευτούμε σαράντα άνθρωποι και θα συγκροτήσουμε παράταξη. Ύστερα, με δημοκρατικές διαδικασίες θα αποφασίσουμε ποιος θα μπει πρώτος, ποιος δεύτερος, ποιος τελευταίος, ποιοι θα μπουν υποψήφιοι για δημοτικοί σύμβουλοι και ποιοι στα τοπικά κάθε χωριού.

Πιστεύω να ορίσουν εμένα να ηγηθώ της προσπάθειας, αλλά δεν είναι σίγουρο. Στη δική μας παράταξη, θέλουμε να είναι πρώτος αυτός που δέχεται να μπει και τελευταίος. Την απόφαση την πήρα ύστερα από βασανιστική σκέψη. Γιάννη, λέου, τι σ’ λείπιτι; (μόνο γι’ αυτό το ρήμα αξίζω μια ψήφο απ’ τ’ φαμιλιά σας). Κι κλίτσα παν’γυρίσια έχ’ς, κι παρουσιαστικό καλό με βαρύτητα (φαλάκρα, κοιλιά, κιλά, σπινθηροβόλο κι αποφασιστικό βλέμμα κι πέντε ζιουβγάρια τσουράπια κατακαίνουργα κι τα καβουτσούκια σε καλή κατάσταση), σάματι οι άλλοι τι έχουν παραπάν’. Εδώ βγήκαν και χειρότεροι…

ΕΡΩΤΗΣΗ: Γιατί θέλετε σαράντα άτομα. Είναι συμβολικός ο αριθμός;

Γ. Φ. Γιατί σαράντα είχε κι ο Αλή-Μπαμπάς… Σαράντα παλληκάρια από τα Σιλ’πιανά. Σαράντα βρύσες με νερό λέει το τραγούδι (για να ’χουμε να πλενόμαστε μετά το φαΐ και να πλένουμε τα άπλυτά μας) και σαράντα μέρες περπατώ να βρω παπά πνευματικό (πολιτικός χωρίς πνευματικό πάει καρφί για Κόλαση, Τριζόλ’ Παλιουχουράκι, Λαγκάδα Μεσοβουνίου… σώνουντι οι χουναβιές στουν Αργιθέα;). Το νούμερο είναι ενδεικτικό φυσικά, όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα. Πού να βρεις τόσα νούμερα στην Αργιθέα. Πολλά έχουν μαζέψει κι οι άλλες οι παρατάξεις.

Δεν είναι σωστό μια κλειστή παρέα να κάθεται να παίζει δηλωτή, μετά να πίνει κάνα κρασί χαλασμένο και να φκιάνει επί τόπου συνδυασμό ερήμην του λαού (απ’ τον Μπάμπη το ’μαθα και το ερήμην όπως και το υπότροπος).

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι ήταν αυτό που σε έκανε να ασχοληθείς με την πολιτική στην τοπική αυτοδιοίκηση, στα κοινά της Αργιθέας;

Γ. Φ. Ένα όραμα… Ανέφ’κα νια μέρα στου Σ’μήνικου (βουνό Αετοχωρίου), απόστασα κι τιντώθ’κα στουν ίσκιου απού έναν έλατου. Μι πήρι ου ύπνους. Θέλ’ς μι βάρισι ου ήλιους στου κιφάλι, γιατί ξινούσιασα στουν ύπνου, θέλ’ς μι βάρισι κάνα κουκουνάρι πο’ ’κουψι κανιά ν’φίτσα, είδα ένα είνουρου πουλύ σ’μαδιακό. Ήταν όραμα, αλλά δε σας του λέου, βουΐζουμι… Γιατί οι άλλοι σας του λέν’;

Του ’φιρνα γύρα στου μυαλό μ’, αλλά δε μπόρ’γα να βγάλου συμπέρασμα. Κατέφ’κα κάτ’ στα σπίτια κι γραμμή πήγα στουν Αχιλλέα, τουν Καντάφι. Ου Αχιλλέας είναι ου μάγους τ’ς φυλής. Άτουμου σπουδαγμένου, πήγι κι σπούδασι στ’ Λιβύη Μαντζουνουλουγία, μιταπτυχιακό στη Ζουμπιλουλουγία στου Πανιπιστήμιου Τιχιράνης, έκανι κι ένα φιγγάρι στου Θιβέτ (δίδασκι του Δαλάι Λάμα πώς να κάθιτι σταυρουπόδι), παραμουρφουμένους σας λέου. Ταξίδιψι πολύ κι στου ιξουτιρικό, Σουμιρού, Ραψίστα, Λαζαρίνα, Σιρμινίκ, Φ’σιανά, πού δεν πήγι… Τουν έχουμι για ειδικό στη Φυσική, Μεταφυσική, Μεταμεταφυσική (τ’φέκα κι ματαγιόμ’σι) και ιατροφαρμακευτικήν επιστήμη. Για ούλα τουν Αχιλλέα ρουτάμι.

Μόλις είπα του όραμα, γέλασι κι είπι: «Είνι φανιρό, πρέπει να βάλ’ς για δήμαρχους! Στέκα λίγου να σιγουρέψου». Πήρε νια ρόκα (σας τα ’χα πει πο’ ’κλιβι ρόκις) κι αρχίν’σι να ξισπ’ράει, όπους μαδάν τ’ς μαργαρίτις.

«Βγαίν’ς, δε βγαίν’ς, βγαίν’ς, δε βγαίν’ς… βγαίν’ς κι πιρ’σσεύει κι ένα» μου ’πι στου τέλους. «Ξικίνα να φκιά’εις συνδυασμό, είσι ου επόμινους δήμαρχους».

Έτσι έγινε και θα ξεκινήσω την πολιτική μου καριέρα με προσφορά στον τόπο μου.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Δηλαδή, να υποθέσουμε ότι ως δήμαρχος θα κάνεις το πρώτο βήμα στην πολιτική και στα σχέδιά σου είναι να ασχοληθείς μελλοντικά και με την κεντρική πολιτική σκηνή;

Γ. Φ. Να μην το υποθέσετε. Να είστε σίγουροι πως θα το προσπαθήσω. Δεν έχει μόνο η Αργιθέα την ανάγκη να σωθεί, αλλά και ο νομός Καρδίτσας και η χώρα. Στην τοπική αυτοδιοίκηση αποκτάς εμπειρίες στο «διοικείν» (πού σε σφάζειν και πού σε πονείν). Είναι πράγματι το πρώτο σκαλί για να ανέβεις. Ύστερα γίνεσαι βουλευτής, μαθαίνεις να πουλάς τη χαζαμάρα για επιτυχία, την κωλοτούμπα ως προσαρμογή επί του εφικτού, τις τσιακμακόπετρες για διαμάντια και οι άνθρωποι σε ψηφίζουν, γιατί ξέρουν πως ο επόμενος θα είναι χειρότερος. Έτσι, βολεύονται όλοι.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι διαφορετικό φέρνεις από τους αντιπάλους σου ως πρόταση, που να δικαιολογεί δημιουργία παράταξης για διεκδίκηση της εξουσίας;

Γ. Φ. Τίποτε το διαφορετικό ως προς τους παναργιθεάτικους στόχους. Αν δώσουμε ένα χαρτί σε κάθε Αργιθεάτη να γράψει τι χρειάζεται ο τόπος, θα γράψουν όλοι τα ίδια πράγματα. Πόσο διαφοροποιημένα μπορεί να είναι τα δήθεν προγράμματα των συνδυασμών; Αναρωτηθείτε τώρα, γιατί ο καθένας θέλει να γίνουν απ’ τη δική του παρέα, στήνουν διαπάλη αντί συνεννόησης και βγάλτε συμπεράσματα. Άρα υπάρχουν και κρυφές σκέψεις, αγνές ή υστερόβουλες δεν μπορώ να ξέρω.

Το διαφορετικό που φέρνει η δική μας πρόταση, είναι πως στην Αργιθέα δεν έχουμε αντίπαλο κανέναν άνθρωπο, αλλά έχουμε αντιπάλους πολλές απ’ τις νοοτροπίες μας, που εγκαταστάθηκαν για τα καλά και είναι η βασικότερη αιτία κακοδαιμονίας. Πολλά

προβλήματα στην Αργιθέα δε λύνονται, παρότι δε χρειάζονται χρήματα για να λυθούν. Σκεφτείτε ποια, τα γιατί και τα διότι… Με αυτές τις νοοτροπίες θα βρεθούμε

απέναντι και σε κάθε περίπτωση θα συγκρουστούμε ανυποχώρητα.

Η διολίσθηση στην απλή διαχείριση (που δεν είναι τόσο εύκολη κι ας τη λέμε απλή) είναι το άλλο μεγάλο εμπόδιο. Σταματά κάθε διαδικασία αναζήτησης νέων προτάσεων και δράσεων. (Κρατείστε αυτή τη σημείωση. Είναι η πιο αστεία. Θα δείτε πόσοι άλλοι υποψήφιοι θα την περάσουν στη διακήρυξή τους).

ΕΡΩΤΗΣΗ: Μπορείς να αναφέρεις κάποια παραδείγματα τέτοιων προτάσεων ή δράσεων, που θεωρείς ότι θα βοηθήσουν τον τόπο;

Γ. Φ. Προτάσεις υπάρχουν πολλές. Αν, όμως, δεν τις υλοποιήσουν άνθρωποι, είναι σαν να μην υπάρχουν.

Θα αξιοποιήσω τους τεμπέληδες! Πάντα ο τεμπέλης θα βρει τον ευκολότερο τρόπο να κάνει μια δουλειά που θα του αναθέσεις. Μακριά από τους εργατικούς! Αυτοί φρενάρουν την πρόοδο του τόπου και χαλάνε την πιάτσα.

Θα θεσμοθετήσω την «ημέρα εθελοντικής εργασίας» σε κάθε χωριό. Θα την κάνω πανηγύρι συμμετοχής και προσφοράς. Θα ανοίξουμε πάλι τα πολλά ορειβατικά μονοπάτια, στις καταπληκτικές διαδρομές που έχουμε, για να αναδείξουμε την άγνωστη Αργιθέα ή ό,τι άλλο αποφασίσει το κάθε χωριό (μην ανησυχείτε οι τεμπέληδες, θα σας ειδοποιώ μια μέρα νωρίτερα να αναμεράτε…).

Θα ενθαρρύνω τη δημιουργία ειδικών συνεταιρισμών, αφού σήμερα μπορούμε να ξέρουμε (αλλά δεν το κάναμε ως τώρα) με την επιστημονική βοήθεια την ποιότητα των προϊόντων που μπορεί να παράγει η περιοχή μας, των αρωματικών φυτών της, του δασικού πλούτου, των αδρανών υλικών (όχι των αδρανών πολιτών), τις δυνατότητες μελισσοκομίας και πολλά άλλα. Η Αργιθέα πρέπει να γίνει πάλι ζωτικός χώρος, με δραστηριότητες ανθρώπων της, έστω κι αν δε διαμένουν μόνιμα εδώ ή διαμένουν εποχικά.

Είναι να βρεις το κουμπί… Μιας και το ανέφερα θα κάνω κι έναν συνεταιρισμό που θα παράγει κουμπιά. Παράλληλα θα λειτουργήσει κι άλλος που θα φκιάνει κουμπότρυπες. Κουμπιά χωρίς κουμπότρυπες ή κουμπότρυπες χωρίς κουμπιά δε χρειάζονται. Τουτέστιν τραγουδώ λιανοσιουρίζοντας: «κόρη με τα δασιά κουμπιά...» και το φτάνω μέχρι «κουμπιά είναι κι ας κόβονται…» και πετυχαίνω τον χρυσούν κανόνα της αγοράς παραγωγή – κατανάλωση.

Θα, θα, θα, θα, θα, θα… θα. Αυτά τα θα μου περίσσεψαν. Τ’ αφήνω εδώ, για να τα πάρουν οι άλλες παρατάξεις να κοτσιάσουν απουκουντά τις δικές τους προτάσεις και τις καλώ, με τον ρόλο που θα μας δώσει δια της ψήφου ο λαός, να συναγωνισθώμεν και όχι να ανταγωνισθώμεν.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιο είναι το συγκριτικό σου πλεονέκτημά απέναντι στους άλλους υποψήφιους;

Γ. Φ. Το πλεονέκτημά μου είναι ότι δεν έχω κανένα απ’ αυτά που θεωρούνται πλεονέκτημα. Θέλω μόνο να είμαι επιλογή ελεύθερης βούλησης και ευθύνης από τους συμπατριώτες μου, αλλιώς να μην είμαι. Θα είμαι δήμαρχος όλων και υπόσχομαι ότι θα υποφέρουν το ίδιο κι αυτοί που θα με ψηφίσουν κι αυτοί που δε θα με ψηφίσουν.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Αυτό το τελευταίο μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι ωμή αλήθεια; Δε θα εμποδίσει πολλούς να σε ψηφίσουν;

Γ. Φ. Αν είναι ωμή, ας την ψήσουν, ας την κάνουν βραστή, ας την κάνουν μπουκουβάλα, κατσιαμάκι, γουμίδια, ό,τι τραβάει η όρεξή τους… Ας ρωτήσουν τι προτείνει κι ο Λαζάρου, ο Παρλιάρος, ο Έκτορας (ποιος Νασιώκας, για τον Μποτρίνι σας λέω. Τι ξέρει ο δικός μας Έκτορας από μαγειρική;). Αν θέλουν ψέματα, να βγάλω το σκονάκι απ’ την άλλη τσέπη. Ας επιλέξουν εκείνους που τους λένε ότι θα περάσουν όλοι καλά…


Η τελευταία ερώτηση

Η τελευταία ερώτηση ήρθε από το τελευταίο πίσω τραπέζι του καφενείου. Εκεί κάθονταν δυο άνθρωποι με γυρισμένες πλάτες. Ο ένας προς το ξανθό με λίγο μούσι, πρόπ’σα και είδα λίγο τ’ν αμπούκα τ’. Ούτε έδινε σημασία σ’ αυτά που έλεγα εγώ στη συνέντευξη. Ο άλλος φαινόταν για βοσκός, μάλλον πρατάρ’ς, γιατί αυτό έδειχνε η κλίτσα τ’. Σκέφτηκα μην είναι και κάνας δημοσιογράφος τ’ Καλογρίτσα, αφ’νού πο’ ’χει τα βοσκοτόπια κι ενδιαφέρουνταν να πάρει τηλεοπτικό κανάλι. Στο κανάλι αυτό, το πρωί θα τους έχει να φκιάνουν αθημωνιές, το μεσημέρι δημοσιογράφους και το βράδυ θα τους στέλνει για σκάρο.

─ Να κάνου κι ιγώ νια ερώτηση, μου είπε αυτός που φαινόταν για βοσκός.

─ Να κάν’ς, του ’πα. Τώρα π’ πήρα τουν αέρα!... Ρώτα μι ό,τι θέλ’ς!

─ Αυτού απάν’ π’ γκιζιράς στ’ς ράχις, μην είδις π’θινά τα πρόβατα μ’; Έχουν πέντι μέρις π’ λείπουντι, απού τότι π’ τ’ αδουκήθ’κα.

Μ’ διέλαθε τιλείους να έχω του νου μ’ κι στα ξένα πρόβατα. Τι λες, ορέ ξιχαμένι; Άιτι, σήκου κι τράβα τουν ανήφουρου να τα βρεις, μη στα μακιλέψουν τα ζ’λάπια. Φ’λάουντι τα πράματα απ’ του καφινείου; Άι, κατ’ ανέμ’ απού δω!...

Καλά σου λέει, του είπε κι ο άλλος που ήταν παρέα. Πλησιάζω στο τραπέζι τους, ποιος ήταν λέτε; Ου Μήτσιους!... Μπράβο! σε όσους το καταλάβατε. Εσείς οι άλλοι μι απουγουήτιψιταν. Πέντε σελίδες Καφενείο, δεν είδατε ότι λείπιτι ου Μήτσιους; Ξαναδιαβάστε για τιμωρία τα Καφενεία απ’ την αρχή. Κάπου τα έχει τρυπωμένα στον πάτο της ιστοσελίδας του ο Κώστα Τσιάκαλος.

ΕπίΛΟΓΟΣ

Οι εκΛΟΓΕΣ αργούνε πολύ ακόμη, οι εκΛΟΓΑΡΕΣ ήδη άρχισαν εδώ και καιρό. Δεν ξέρουμε ποιο είναι το ΛΟΓΙΚΟΝ και ποιο το παράΛΟΓΟΝ. Σ’ αυτόν τον παραΛΟΓΙΣΜΟ δεν ξέρω πότε είναι καλύτερα να κάνεις τις μεγάλες ανακοινώσεις.

Στη γέμιση ή στη χάση του φεγγαριού; Επέλεξα τη φάση της γέμισης. Έτσι, από αισιοδοξία. Πιθανόν και άνευ ΛΟΓΟΥ



Ο υποψήφιος δήμαρχος μιλάει σε πυκνό ακροατήριο που τον επευφημεί


20/10/2018





14.9.25

Η Παναγία η Μυρτιδιώτισσα 24.9 από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

 

Η Παναγία η Μυρτιδιώτισσα 24.9

από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου


   

Παναγία η Μυρτιδιώτισσα είναι η θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου που βρέθηκε στα Κύθηρα τον 14ο αιώνα. Ας δούμε το θαυμαστό τρόπο εύρεσης της και το λόγο του Προσωνυμίου της [Μυρτιδιώτισσα].  
  Στις 24 Σεπτεμβρίου (40 ακριβώς ημέρες μετά την Κοίμησή της), εξακόσια τόσα χρόνια πίσω στο παρελθόν, εμφανίστηκε η Παναγία σε κάποιον ευλαβή βοσκό και του είπε να ψάξει για την εικόνα, που είχε έρθει σε εκείνο το μέρος πολλά χρόνια πριν. Ο βοσκός έμφοβος και περιδεής έπεσε στο έδαφος προσευχόμενος προς τη Θεοτόκο. Μόλις σηκώθηκε και γύρισε, είδε την εικόνα μπλεγμένη σε κλαδιά μίας μυρτιάς. Κλαίγοντας από χαρά, έφερε την εικόνα σπίτι του και είπε σε όλους τους φίλους και συγγενείς την ιστορία της ανεύρεσης της εικόνας. Όταν όμως ξύπνησε την επόμενη ημέρα, η εικόνα έλειπε και φοβήθηκε μήπως είχε κλαπεί. Με βαριά καρδιά γύρισε με τα πρόβατά του στον τόπο της ανεύρεσης, αλλά εκεί είδε πάλι την εικόνα, στα ίδια κλαδιά της μυρτιάς, όπως και την προηγούμενη μέρα. Δοξάζοντας τον Θεό την πήρε πάλι σπίτι του, αλλά τη νύχτα η εικόνα εξαφανίστηκε ξανά. Όταν η εξαφάνιση και επανεμφάνιση της εικόνας συνέβη και τρίτη φορά, ο βοσκός κατάλαβε ότι ήταν θέλημα της Μητέρας του Θεού η εικόνα να παραμείνει εκεί όπου είχε βρεθεί πρώτα. Λίγο αργότερα, μία μικρή εκκλησία κτίστηκε εκεί όπου βρέθηκε η εικόνα και ονομάστηκε Μυρτιδιώτισσα. Ο ναός επεκτάθηκε με την πάροδο των ετώνκαι πολλά θαύματα συνέβησαν και ακόμη συμβαίνουν εκεί.   

   

   Στο τέλος του 16ου αιώνα, ο Θεόδωρος Κουμπριανός, ένας απόγονος του βοσκού που βρήκε την εικόνα, ζούσε στο χωριό Κουσουμάρι. Ήταν παράλυτος, αλλά πίστευε ακράδαντα ότι η Μητέρα του Θεού θα τον θεράπευε. Κάθε χρόνο, στις 24 Σεπτεμβρίου, έστελνε ένα μέλος της οικογένειάς του να ανάψει ένα κερί στην Χάρη της γι' αυτόν. Μία χρονιά ζήτησε να πάνε τον ίδιο μέχρι την Χάρη της, για να την προσκυνήσει ο ίδιος. Κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας, ακούστηκε έντονος θόρυβος από την κατεύθυνση της θάλασσας. Το εκκλησίασμα έτρεξε να φύγει, πιστεύοντας ότι επιτίθονταν πειρατές. Ο παράλυτος ζήτησε την βοήθεια της Παναγίας και έξαφνα άκουσε μία φωνή από την εικόνα να του λέει να σηκωθεί και να τρέξει να σωθεί. Σηκώθηκε, περπάτησε· σύντομα άρχισε να τρέχει και πρόφτασε τους συγγενείς του, που καταχάρηκαν βλέποντας το θαύμα. Τότε όλοι κατάλαβαν ότι ο θόρυβος δεν προερχόταν από επιδρομή πειρατών, αλλά ότι ήταν σημείο της Θείας Πρόνοιας, ώστε ο παράλυτος να μείνει μόνος του στην εκκλησία με την εικόνα. Από τότε η οικογένεια του Κουμπριανού εόρταζε την ημέρα της γιορτής της Μυρτιδιώτισσας με ιδιαίτερη λαμπρότητα σε ανάμνηση του θαύματος. Αλλά και πολλά άλλα θαύματα αποδίδονται στην εικόνα, όπως η προστασία του νησιού από επιδημία πανώλης, η λύση της στειρότητας μίας Εβραίας από την Αλεξάνδρεια και η σωτηρία πολλών ανθρώπων από βέβαιο θάνατο.

   

  Σήμερα, η ανεύρεση της εικόνας εορτάζεται στις 24 Σεπτεμβρίου. Την ίδια ημέρα εορτάζουν και όσες φέρουν το όνομα Μυρτώ ή Μυρσίνη. Στα Κύθηρα, στις 24 Σεπτεμβρίου γίνεται πανηγυρικός εορτασμός στην Ιερά Μονή Μυρτιδίων, όπου φυλάσσεται η εικόνα με παρουσία πλήθους κόσμου από τα Κύθηρα, αλλά και από Τσιριγώτες της Διασποράς.



Η ολόχρυση επένδυση της εικόνας: Οι φτωχοί κάτοικοι των Κυθήρων αγαπούσαν τόσο πολύ την εικόνα, που μάζεψαν χρήματα και ανέθεσαν στον χρυσοχόο Νικόλαο Σπιθάκη από την Κρήτη να φιλοτεχνήσει μία χρυσή επένδυση για την εικόνα, στην οποία και τοποθετήθηκε το 1837. Η εν λόγω επένδυση είναι μοναδικής καλλιτεχνική ομορφιάς και αξίας. Πάνω της απεικονίζονται τρία θαύματα: το πρώτο είναι αυτό της εύρεσης της εικόνας από τον Βοσκό, το δεύτερο είναι η θεραπεία ενός παράλυτου και το τρίτο είναι η διάσωση του Φρουρίου του νησιού από μία μεγάλη καταιγίδα με πολλούς κεραυνούς. Το συμβάν αυτό έλαβε χώρα το 1829. Αυτό όμως που είναι πραγματικά μοναδικό όσον αφορά την εν λόγω επένδυση, είναι ένα κόσμημα με το σχήμα της ημισελήνου, το οποίο συνοδεύεται από την επιγραφή ««Εις αιωνίαν ανάμνησιν του τελεσθέντος θαύματος της λύσεως της ανομβρίας».

   Ο Μουσουλμάνος και το θαύμα της λύσης της ανομβρίας: Λέγεται ότι κάποτε κατά την Τουρκοκρατία στο νησί επικρατούσε μεγάλη ανομβρία και ξηρασία, κάτι που φυσικά δημιουργούσε μεγάλη ανησυχία στους κατοίκους του. Μια μέρα κατά την διάρκεια αυτής της ανομβρίας, ένας πλούσιος Μουσουλμάνος ευγενής με έδρα την Κρήτη έτυχε να βρίσκεται στο νησί και είδε μεγάλη κινητικότητα έξω από τον Καθεδρικό ναό σου νησιού. Όταν ρώτησε να μάθει τι γίνεται, του απάντησαν ότι έχουν φέρει την εικόνα της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας από την εκκλησίτσα της για να κάνουν λιτανεία ώστε να πέσει βροχή και να σωθεί το νησί από την λειψυδρία. Όταν το άκουσε αυτό ο Μουσουλμάνος παρατήρησε τον καταγάλανο ουρανό και τον ήλιο που έκαιγε κι έβαλε τα γέλια λέγοντας πως αν πέσει έστω και μια σταγόνα βροχής, θα έκανε δώρο στην εικόνα της Παναγίας το πανάκριβο κόσμημα του, το οποίο είχε τη μορφή της ημισελήνου. Μετά την λιτανεία «άνοιξαν οι ουρανοί» στο νησί και ξέσπασε μία πολύ ισχυρή βροχή. Ο Μουσουλμάνος έμεινε έκπληκτος και τίμησε την υπόσχεση του. Το κόσμημα που δώρισε παραμένει μέχρι και σήμερα στην εικόνα αφού έγινε μέρος της χρυσής επένδυσης της.

Δεν είναι γνωστό το πότε ακριβώς συνέβη αυτή η ιστορία, ωστόσο μπορούμε να συμπεράνουμε ότι συνέβη πριν το 1837 που ολοκληρώθηκε η δημιουργία της χρυσής επένδυσης της εικόνας.



13.9.25

Ο Άγιος Ευστάθιος1 ο Μεγαλομάρτυς (20.9) και η συνοδεία του + ΒΙΝΤΕΟ Κων/νος Οικονόμου

 

Ο Άγιος Ευστάθιος1 ο Μεγαλομάρτυς (20.9) και η συνοδεία του + ΒΙΝΤΕΟ

Κων/νος Οικονόμου



   

  Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΠΛΑΚΙΔΑΣ: Η ιστορία του Αγίου Ευσταθίου, είναι από τις πιο περίφημες της χριστιανικής φιλολογίας, ελληνικής, λατινικής και μεσαιωνικής γαλλικής. Κατά την ιστορία αυτή, ο στρατηγός Πλακίδας, ενώ κυνηγούσε, είδε ένα ελάφι που μεταξύ των κεράτων του έφερε το Σταυρό, ενώ μια υπερκόσμια φωνή, του Ίδιου του Κυρίου, καλούσε το στρατηγό να γίνει Χριστιανός. Εν συνεχεία ο Πλακίδας και η οικογένειά του βαπτίσθηκαν Χριστιανοί. Λουσμένος με τη χάρη του Θεού πλέον ο Ευστάθιος έτρεξε ξανά προς το σημείο όπου είχε δει το όραμα. Εκεί, γονάτισε ευχαριστώντας τον Θεό. Άκουσε τότε πάλι την γνώριμη φωνή: “Ευτυχής είσαι Ευστάθιε, διότι δέχθηκες το σωτήριο Βάπτισμα. Να ξέρεις όμως ότι ο διάβολος θα σου κηρύξει πόλεμο. Θα πάθεις όσα ο Ιώβ, όμως θα νικήσεις τον διάβολο. Αγωνίσου με ανδρεία. Η χάρη μου θα συνοδεύει εσένα και την συντροφιά σου και θα φυλάξει τις ψυχές σας”.

   ΙΩΒΙΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ: Ο φθονερός Σατανάς άρχισε το “έργο” του. Χολέρα έπεσε στο μέρος εκείνο και δούλοι και συγγενείς του πέθαναν, ενώ το θανατικό εξαπλώθηκε και στα ζωντανά του. Εκείνος, εμψυχώνοντας τη γυναίκα και τα παιδιά του, τους οδήγησε στην εξοχή. Στη διάρκεια της απουσίας τους, όμως, κλέφτες ρήμαξαν το σπίτι τους. Έτσι από πλούσιοι έμειναν φτωχοί και αξιολύπητοι! Έπειτα η οικογένεια κατευθύνθηκε με πλοίο στην Αίγυπτο. Ο πλοίαρχος όμως, με πρόσχημα την αξία των ναύλων, κατέβασε βιαίως αυτόν και τα παιδιά του στο πρώτο λιμάνι, κρατώντας τη σύζυγό του, Θεοπίστη. Τότε η οικογένεια έκλαψε γοερά για τον φοβερό χωρισμό. Στην άγνωστη χώρα, θηριά άρπαξαν τα δυο του παιδιά (Αγάπιος και Θεόπιστος). Ο Ευστάθιος κλαίγοντας, αλλά με θέρμη προσευχήθηκε στον Κύριο λέγοντάς: “Κύριε, δός μου θάρρος και υπομονή, μη με εγκαταλείψεις. Βοήθησέ να ξαναβρώ την οικογένειά μου”. Περπατώντας μέρες ολόκληρες, νηστικός, άυπνος έφθασε στην πόλη Βάδησσο. Εκεί ο Άγιος εργαζόταν για να βγάζει το ψωμί του. Στο μεταξύ τα δυο του παιδιά είχαν απελευθερωθεί απ' τα δόντια των θηρίων από κάποιους βοσκούς της περιοχής το ένα, και από απλούς αγρότες το άλλο. Αλλά και η γυναίκα του Αγίου γλύτωσε από την ατίμωση, διότι ο πλοίαρχος αρρώστησε βαριά την μέρα πού κατέβασαν τον άγιο και τα παιδιά από το καράβι και έτσι δεν έθιξε τη Θεοπίστη. Όταν μάλιστα εκείνος επέστρεψε στην Πατρίδα του πέθανε. Ο Αυτοκράτορας Τραϊανός, χρόνια αργότερα, έδωσε εντολή να βρουν τον Πλακίδα για να είναι επικεφαλής στον πόλεμο κατά απειλητικών βαρβάρων, πράγμα που έγινε. Ο άγιος έδωσε διαταγή να στρατολογηθούν και νέοι στρατιώτες. Ανάμεσά τους ήταν και οι δύο γιοι του. Ο Άγιος σημείωσε μεγάλες επιτυχίες στην εκστρατεία του εκείνη. Μάλιστα περνώντας τον ποταμό Χρύσπη, έφθασε στην πόλη, πού ζούσε η Θεοπίστη. Έστησε, κατά θεία συγκυρία, την σκηνή του στον κήπο της Θεοπίστης, διότι αυτό ήταν κτήμα του πλουσίου, αλλά νεκρού ήδη, πλοιάρχου, πού είχε κατακρατήσει την Θεοπίστη. Εκεί, κατά Θεία Οικονομία η οικογένεια ξαναέσμιξε με χαρά. 

  ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Μετά το επιτυχές τέλος των επιχειρήσεων, ο Άγιος γύρισε θριαμβευτής στην Ρώμη, όπου στο θρόνο ανέβηκε ο χριστιανομάχος Αδριανός. Εκείνος τον υποδέχθηκε με τιμές και ζήτησε να θυσιάσει στον Απόλλωνα. Τότε ο Ευστάθιος, θαρρετά, αρνήθηκε να υπακούσει ομολογώντας τον Ιησού Χριστό. Ο Αδριανός διέταξε οργισμένος να του βγάλουν την στολή του στρατηγού ενώ και η οικογένειά του έμενε σταθερή στην πίστη. Έπειτα, τους έβαλε σε μια πεδιάδα κι άφησαν ένα λιοντάρι πεινασμένο. Το λιοντάρι τρέχοντας, τους έφθασε, αλλά γύριζε χαρούμενο γύρω τους σαν ήμερο σκυλάκι. Στη συνέχεια ο Αυτοκράτορας διέταξε και τους έβαλαν μέσα σε ένα διάπυρο χάλκινο βόδι. Προηγουμένως οι Άγιοι προσευχήθηκαν στο Θεό να τους δώσει δύναμη, ενώ ο Ευστάθιος ζήτησε από τους στρατιώτες να θάψουν τα σώματά τους όλα μαζί. Μετά τρεις μέρες άνοιξαν το χάλκινο βόδι κι είδαν έκπληκτοι ότι οι μεν ψυχές τους είχαν ταξιδέψει στις ουράνιες σκηνές των δικαίων, αλλά ούτε μία τρίχα δεν είχε θιγεί από τα λείψανά τους. Ο κόσμος, βλέποντας το θαύμα, φώναξε: “Μεγάλος ο Θεός των Χριστιανών.”! Οι χριστιανοί εκμεταλλευόμενοι τη σύγχυση, πήραν τα λείψανα των Αγίων και τους ενταφίασαν, κατά την επιθυμία τους, μαζί2.

Μεγαλυνάριο: “Οὐρανόθεν μάκαρ καταυγασθεῖς, στήλη τῆς ἀνδρείας ἀνεδείχθης ἐν πειρασμοῖς, καί πανοικεσία, Εὐστάθιε, ἀθλήσας, τῆς ἄνω βασιλείας ἀξίως ἔτυχες.”

1. Ελληνικά μαρτύρια του Αγίου δημοσιεύθηκαν στην P. G. 105 (376-417), ενώ η διασκευή του Συμεών Μεταφραστού στο Analecta Bollandiaana, 3 (1884), σ. 66-112.

2. Η τιμή προς το Άγιο Ευστάθιο διαδόθηκε ευρέως σε Ρώμη, Βυζάντιο, Βενετία, Παρίσι και όλη τη χριαστιανοσύνη. Πάντως, οι μάρτυρες, δεν εμφανίζονται στα αρχαιότερα καλενδάρια, ούτε κανείς γνωρίζει πού βρίσκονται τα λέιψανά τους.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


Ο μυθικός θεός Αχελώος από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Ο μυθικός θεός Αχελώος

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


   

  ΘΕΪΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗΟ Όμηρος τοποθετεί τον Αχελώο, χρονικά, πριν από τον Ωκεανό. Μάλιστα κατά τον ίδιο επικό ποιητή, όλες οι θάλασσες, οι πηγές και τα νερά που πηγάζουν από την γη προέρχονται από αυτόν. Αντιθέτως, ο Ησίοδος συγκαταλέγει τον Αχελώο στις ποτάμιες θεότητες, που ήταν τέκνα της Τηθύος και του Ωκεανού. Κατά τους αρχαίους μυθογράφους, κόρες του ήταν οι Σειρήνες, οι Νύμφες και πολλές θεότητες των πηγών, όπως η Κασταλία, η Καλλιρρόη, κ.ά.

ΜΟΡΦΕΣ: Ο Αχελώος είχε αρκετές μορφές. Συνήθως απεικονίζεται από την μέση και κάτω σαν ψάρι, γενειοφόρος με κέρατα στο κεφάλι του. Άλλες μορφές του ποτάμιου αυτού θεού ήταν σαν φίδι, σαν ταύρος και σαν ανθρωπόμορφο ον με κεφάλι ταύρου που από τα γένια του έτρεχαν πολλά νερά (ανθρωπομορφικές όψεις του ποταμού, όπως στην εικόνα από το ρωμαϊκό μωσαϊκό στο Ζεύγμα1 που παρουσιάζουμε πιο κάτω). Το μόνο βέβαιο είναι πως στις περισσότερες μορφές του ο Αχελώος φάνταζε ως ένα άσχημο τέρας.

ΑΧΕΛΩΟΣ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΗΣ: Ο Ηρακλής, κάποτε, για χάρη της Δηιάνειρας ήρθε σε σύγκρουση με τον Αχελώο. Ο Ηρακλής, λοιπόν, όταν πήγε στον Άδη για να αιχμαλωτίσει τον Κέρβερο, συνάντησε τον Μελέαγρο, αδελφό της Δηιάνειρας, και γιο του Οινέα. Αυτός του ζήτησε σαν χάρη να παντρευτεί την αδελφή του. Ο ήρωας δεν αθέτησε την υπόσχεση του και πήγε στην Καλυδώνα, έδρα του βασιλιά Οινέα. Εκεί όμως, επίμονα ο Αχελώος ζητούσε την κόρη του Οινέα παίρνοντας διάφορες μορφές. Ο Ηρακλής τον προκάλεσε σε μάχη, όπου ο ποτάμιος θεός, παρά τις συνεχείς μεταμορφώσεις του, έχασε. Τότε ο Ηρακλής του απέκοψε το δεξί του κέρατο (έκλεισε τη μία εκβολή του ποταμού) και από το αίμα που έρρευσε γεννήθηκαν οι Σειρήνες. Το κομμένο αυτό κέρατο δεν το κράτησε ο Ηρακλής. Ο Αχελώος σε αντάλλαγμα του έδωσε το κέρας της Αμάλθειας [που συμβολίζει το νέο πλούσιο γόνιμο έδαφος] το οποίο στην συνέχεια ο ήρωας δώρισε στον Οινέα. Έτσι, λοιπόν, με αποδυναμωμένο και ηττημένο τον Αχελώο, ο Ηρακλής νυμφεύθηκε την Δηιάνειρα. Βέβαια ο μύθος αυτός, κατά τον Διόδωρο και το Στράβωνα, ερμηνεύει τις προσπάθειες των εκεί αρχαίων κατοίκων να τιθασεύσουν την ορμή του ποταμού (κέρας) περιφράσσοντάς τον με μεγάλα έργα (μεταμορφώσεις ποταμού) και να τον μετατρέψουν σε γόνιμο ποταμό [πράγμα που συμβολίζει κι ο γάμος του Ηρακλή].

 

Αχελώος και Ηρακλής
  ΟΙ ΕΧΙΝΑΔΕΣ: Στις εκβολές του ποταμού υπάρχουν τα νησιά Εχινάδες. Σύμφωνα με τον μύθο αυτές υπήρξαν κάποτε Νύμφες, αλλά επειδή ξέχασαν να τιμήσουν τον Αχελώο, ο ποτάμιος θεός θύμωσε και τις μεταμόρφωσε σε νησιά!

  Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε πως ο ποτάμιος θεός Αχελώος εικονίζεται ως κερασφόρος σε νομίσματα των Ακαρνάνων και των Μεταποντίων.

ΠΑΡΑΘΕΜΑ: [Για τις μεταμορφώσεις του Αχελώου]. Σοφοκλής: Τραχίνιαι: “μνηστήρ γαρ ἦν μοι ποταμός, Ἀχελῷον λέγω, ὅς μ᾽ ἐν τρισίν μορφαῖσιν ἐξῄτει πατρός, φοιτῶν ἐναργὴς ταῦρος, ἄλλοτ᾽ αἰόλος δράκων ἑλικτός, ἄλλοτ᾽ ἀνδρείῳ κύτει βούπρῳρος· ἐκ δὲ δασκίου γενειάδος κρουνοὶ διερραίνοντο κρηναίου ποτοῦ.”

konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. Το Ζεύγμα ήταν αρχαία ελληνιστική πόλη στη σημερινή νότιο ανατολική Τουρκία. Το 80% του αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται από το 2000 βυθισμένο στη τεχνητή λίμνη που σχηματίστηκε από το νεοοθωμανικό τερατούργημα του φράγματος Μπιρετσίκ. Η περιοχή εκείνη την εποχή ήταν τμήμα της Άνω Συρίας, ανήκε στο βασίλειο των Σελευκιδών και για ένα διάστημα στο βασίλειο της Κομμαγηνής, πριν περάσει στα χέρια των Ρωμαίων. Από το Ζεύγμα προέρχεται και η μωσαϊκή αναπαράσταση του Αχελώου στην πρώτη εικόνα του άρθρου

10.9.25

Ο Καπετάν Γιώργης, του Αργύρη Εφταλιώτη κείμενο - AUDIOBOOK διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

Ο Καπετάν Γιώργης,   του Αργύρη Εφταλιώτη

κείμενο - AUDIOBOOK  

 διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου



                                               Α΄.

     

   Πολλὰ χωριά, βουνά, δάση, ρημοκκλήσια καὶ πύργοι ἔχουν τὰ στοιχειά τους, κι ἄν καλοξετάσουμε τὸ πρᾶμα ἔχει καὶ κάθε σπίτι ἀπὸ ἕνα στοιχειό! Ἀλλοῦ εἶναι ἀρρώστια, ἀλλοῦ θάνατος, ἀλλοῦ μεθήσι, κι ἀλλοῦ κάποιος ἄλλος δαίμονας ποῦ φαρμακώνει τ' ἀγέρι ἐκεῖ ποῦ θαρρεῖς πῶς βασιλεύει ἡ καλοπέραση κ' ἡ καλοτυχιά.

Στὸ νησιώτικο χωριὸ ποῦ θὰ σᾶς πάρω, τὸ στοιχειὸ τοῦ τόπου εἴτανε γιὰ πολλὰ χρόνια ὁ Καπετὰν Γιώργης. Τώρα ὁ δύστυχος συχωρέθηκε, κι ἀφῆκε κατόπι του ἄλλο στοιχειό.

Λοιπὸν ἄς γυρίσουμε ὡς εἴκοσι χρόνια πίσω, κι ἄς πᾶμε σὲ κεῖνα τἅγια τὰ χώματα. Ἄς σταθοῦμε στ' ἀκρωτήρι ποῦ μιὰ φορὰ στεκότανε μιὰ περήφανη πολιτεία, μὲ τὶς ἀρμάδες της, μὲ τὰ κάστρα της, καὶ μὲ τὶς μαρμαρένιες κολόννες. Τί θρούβαλα γένηκαν ὅλα! Ἡ Ἀκρόπολις κατάντησε Τάμπια μ' ἕνα καλυβάκι ἀπάνω, μέρος τῆς χώρας ἔγινε Κοιμητήριο, καὶ τἄλλο χωράφια τριγυρισμένα μὲ ἀσβεστόπετρες. Πόσες φορὲς πήγαινα τἀποβρόχια σὲ κεῖνα τὰ μέρη νὰ μαζέψω σαλιάγκους, ἤ καφκαλίθρες, καὶ γύριζα μὲ φούχτα γεμάτη σκουριασμένες ἀντίκες καὶ σπασμένα λυχνάρια!

Τὸ καθαυτὸ τὸ χωριὸ θὰ τὸ βροῦμε στὸ πλάγι, πάνω στὸ βουναράκι. Ὅποιο παραθύρι κι ἄν ἀνοίξῃς ἐκεῖ ἀπάνω, ἀνοίγει κ' ἡ καρδιά σου, γιατὶ ἀπὸ τὰ δεξιὰ ἔχεις θάλασσα ὅσο φτάνει τὸ μάτι, ἀντικρύ σου τὸν κόρφο, πέρα τὰ βουνὰ στολισμένα ἐδῶ καὶ κεῖ μὲ χωριά, στ' ἀριστερὰ τὸν κάμπο μὲ τὶς ἐλιές, κ' ἕνα ποτάμι στὴ μέση. Ἴσια ἴσια τὸν κάμπο ποῦ ξέπεσε μιὰ φορὰ ὁ Ὀρφέας, καὶ κρέμασε τὴ λύρα του σὲ μιὰν Ἰτιά, κι ἀπὸ τότες κελαϊδοῦσαν ἐκεῖ τἀηδόνια μὲ γλύκα ποῦ ταίρι δὲν εἶχε, ὡς πέρσι πρόπερσι, ποῦ ἔκοψαν τὶς ἰτιὲς οἱ Τοῦρκοι, καὶ ξεγυμνώθηκε τὸ ποτάμι, κ' ἔφυγαν τὰ καημένα τἀηδόνια ὕστερα ἀπὸ τριάντα αἰώνων κελάϊδημα.

Ἄς ἔρθουμε τώρα στὸν Καπετὰν Γιώργη. Φανταστῆτε ἕνα μεσόκοπο μὲ ἀνάστημα μέτριο, κανονικὸ πρόσωπο, μὰ τόσο λιοκαμμένο ποῦ θὰ τὸν παίρνετε γιὰ ἀράπη! Καὶ τί λέω πρόσωπο! Ὅλο του τὸ κορμὶ τέτοιο εἴτανε, γιατὶ ἄλλα παρὰ κουρελλιασμένα ροῦχα δὲν ἔβαζε. Τοῦ δίνανε φορέματα, κι αὐτὸς κάθιζε κοντὰ σ' ἕνα βράχο, τἄκοβε κομμάτια κομμάτια, τἄδενε πάλι μὲ σπάγους, καὶ τἄβαζε! Ποτὲς δὲ μᾶς εἶπε γιατί τὄκανε αὐτό· μὰ ὅλοι μας τὸ ξέραμε, καὶ νὰ σᾶς τὸ πῶ τώρα καὶ σᾶς: εἶταν τρελλός!

Ὁ Καπετὰν Γιώργης μιλοῦσε γλώσσα ὅλους διόλου δική του· ποῦ καὶ ποῦ καταλάβαινες λέξη, μὰ οἱ πιώτερες κατρακυλοῦσαν ἀπὸ τὰ χείλη του σὰν πετραδάκια καὶ πέφτανε χάμω. Φαίνουνταν πάντα σοβαρὸς καὶ βυθισμένος σὲ συλλογές. Ὡς καὶ τὸ γέλοιο του, (καὶ γελοῦσε πολὺ σπάνια), εἶχε μιὰ παράξενη σοβαρότητα, σὰ νἄλεγε, − «Ἔννοια σου, κερὰ Χαρά, τὸ ξέρω πῶς εἶσαι Ψεύτρα, καὶ δὲ μὲ γελᾶς».

Δὲν ἐρχότανε στὸ χωριὸ παρὰ σὰν πεινοῦσε. Καὶ φυσικὰ τοῦ ἔδινε ὁ κόσμος. Ἡ καθαυτὸ φωλιά του εἶταν ὄξω, στοὺς τέσσερεις τοὺς ἀνέμους, κατὰ τὴν παλιὰ τὴν πολιτεία. Ἐκεῖ ἀγαποῦσε νὰ τριγυρίζῃ, καὶ μὰ τὴν ἀλήθεια, σὰν τὸν ἔβλεπα κάποτες μέσα στὰ χαλάσματα, θαρροῦσα πῶς εἴτανε φάντασμα κανενὸς προγόνου ποῦ σηκώθηκε νὰ κλάψῃ τὰ τωρινὰ χάλια τοῦ τόπου του.

Μὰ ποιός εἶταν ὁ Καπετὰν Γιώργης; Ποτὲς δὲν μπόρεσα νὰ μάθω ἀπὸ τοὺς πατριῶτες μου, καὶ σὰν τονε ρωτοῦσα τὸν ἴδιο, γύριζε τὸ πρόσωπό του πρὸς τὴ θάλασσα καὶ μουρμούριζε ἀκατανόητα λόγια. Ὁ Καπετὰν Γιώργης θὰ ἔμενε μυστήριο παντοτεινὸ, ἄ δὲν ἐρχότανε μιὰ μέρα ἕνας γρῖπος νὰ τραβήξῃ στὸν κόρφο μέσα, κι ἄ δὲν κατέβαινα καὶ γὼ στὴν ἀκρογιαλιὰ ν' ἀγοράσω ψάρια.

Γρῖπος! Μεγάλη δουλειά! Σὰ νὰ λέμε τώρα, τ' αὐστριακὸ τὸ βαπόρι! Κι ὄχι γιὰ τίποτις ἄλλο, παρὰ γιὰ τὰ σπαρταριστὰ τὰ ψάρια ποῦ ἀνέβαζαν κατόπι οἱ ψαροπουλητάδες, καὶ φωνάζανε, καὶ τράνταζαν τὰ παράθυρα ἀπὸ τὸ βοητό.

Ἐγώ, νὰ σᾶς πῶ τὴν ἁμαρτία μου, ἀγαποῦσα τὰ ψάρια, μὰ πιώτερο μοῦ ἄρεζε νὰ βλέπω τὸ γρῖπο. Κατιτὶς μὲ τραβοῦσε πάντα πρὸς τὸν γρῖπο. Στέκουμουν καὶ κοίταζα τὰ κουπιά του νὰ χτυποῦν ὅλα μονομιᾶς, ν' ἀνεβαίνουν, νὰ μένουν ἴσια κι ἀκίνητα στὸν ἀέρα, καὶ πάλι νὰ βουτοῦνε, σὰ νὰ τοὺς εἶχες κουρντισμένους τοὺς παλικαράδες ποῦ τὰ τραβοῦσαν. Ὕστερα κοίταζα τὸ γύρο ποῦ χαράζανε πάνω στὰ ἥσυχα τὰ νερὰ μὲ τὰ δίχτυα, καὶ συλλογιούμουν τί κακὸ γίνουνταν κάτω στὸ βάθος! Τί ὄνειρα νὰ εἴδανε ψὲς τὰ κακόμοιρα τὰ ψάρια! Θαρροῦσα πῶς τἄβλεπα νὰ χύνουνται ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ σὰν τρελλά, καὶ νὰ πιάνουνται. Καὶ σὰν ἀνιστοροῦσα πῶς καὶ νὰ ξέρανε τί θὰ πῇ δίχτυ, καὶ νὰ μὴ σάλευαν ἀπὸ τὸν τόπο τους, πάλι θὰ τἄπαιρνε τὸ δίχτυ στὴν ἀγκαλιά του, μοῦ ἐρχότανε νὰ φωνάξω νὰ σταματήσῃ ὁ γρῖπος, νὰ προφτάσουνε νὰ γλυτώσουν τὰ ψάρια.

Σὲ μισὴ ὥρα μέσα ἡ βάρκα εἶταν ἀραγμένη καὶ τὰ θαλασσοπούλια της χωρισμένα σὲ δυὸ γραμμὲς ἀπάνω στὸν ἄμμο, ἔσερναν τὰ δυὸ παλαμάρια σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ μέση τους, καὶ γύριζε πίσω πηδηχτὰ ἕνας ἕνας τους νὰ στρεφογυρίσῃ πάλι τὸ σκοινὶ μὲ τὸ φελλὸ στὴν ἄκρη, νὰ πιαστῇ στὸ παλαμάρι καὶ νὰ ξανασύρῃ. Εἴτανε μιὰ χαρὰ νὰ τοὺς βλέπῃς. Δὲν πρόκοψα νὰ δῶ ζωγραφιά τους ἀκόμα. Γιατί δὲν ἱστοροῦν οἱ ζωγράφοι μας ἕνα ρωμαίικο γρῖπο; νὰ δῇς ἀντρίκια ὀμορφιὰ καὶ χάρη καὶ δύναμη! Νὰ δῇς ποντίκια ποῦ νὰ τὰ λιμπίζεσαι, στήθια μπρούντζινα, λαιμοὺς καὶ κεφάλια χυτά, γυρισμένα καθὼς τὰ εἶχαν κατὰ τὸ πέλαγο, μὲ τὰ χέρια τους ἀκουμπισμένα στὸ παλαμάρι.

Ἄλλη μισὴ ὥρα, κι ὁ γρῖπος ἔβγαινε. Ἄστραφταν τὰ ψάρια τρεμουλιαστὰ ἀπάνω στὸ δίχτυ, σὰν τἀστέρια στὸν οὐρανό. Μαζεύτηκαν τὰ παλικάρια τριγύρω, καὶ τίναζαν τὰ δίχτυα μὲς στὰ κοφίνια. Μπαρμπούνια, σαρδέλλες, γοῦπες, σμαρίδες, καλαμαράκια, παντῆς λογῆς δῶρα θαλασσινά. Κάτω κάτω στὸ δίχτυ, νά σου καὶ μιὰ ὀκαδιάρικη συναγρίδα! Ὁ Καπετὰν Γιάννης, ποῦ μὲ ἤξερε φαίνεται, τὴν παίρνει, περνάει ἕνα κομμάτι βούρλο ἀπὸ τὰ σβάραχνά της, τὸ δένει, καὶ μοῦ τὴν προσφέρνει χαμογελώντας. Δὲν ἤθελε πλερωμή. Τὸν κάλεσα λοιπὸ σπίτι μου νὰ τὸν πλερώσω μὲ καλὸ κρασί, καὶ δέχτηκε.

Β΄.

Τὸ βράδυ ὁ Καπετὰν Γιάννης εἴτανε σπίτι μας, μὲ τὸ χρυσὸ σκουλαρήκι στ' αὐτί του, μὲ τὸ μακρὺ φέσι, καὶ μὲ τὸ κόκκινο μαντίλι κάτω ἀπὸ τὸ γελέκι του. Βγάζει τὰ παπούτσια του μπρὸς στὸ κατώφλι, καὶ μπαίνει μέσα. Εἶταν ἀπάνω κάτω πενηντάρης ὁ καπετάνιος μας· μὰ καὶ ντροπαλὸς σὰν κορίτσι. Ὕστερ' ἀπὸ τὰ συνηθισμένα τ' ἀνερωτήματα βγαίνει κι ὁ δίσκος, − «Γειά σας, καλῶς σᾶς ηὕραμε», − καὶ κάτω ἡ μαστίχα. Κατόπι παίρνει μερικὰ ἀμύγδαλα, καὶ σπάνοντάς τα μὲ τὰ δόντια του, καὶ παστρεύοντάς τα μὲ τὰ ροζωμένα δάχτυλά του, μᾶς γλέντιζε μὲ τὰ λόγια του.

Δυὸ τρεῖς μαστίχες ἀκόμα, καὶ καθήσαμε στὸ φαγεῖ. Ὁ Καπετὰν Γιάννης, μὲ τὴ μιὰν ἄκρη τῆς πετσέτας χωμένη στὸ γιακᾶ του, ἔφαγε παλικαρήσια. Σὰν καλὸς θαλασσινὸς ποῦ εἶταν ὅμως, μὲ ἀκόμα πιώτερη ὄρεξη ἔπινε τὸ κρασί. Σὰ σηκωθήκαμε ἀπὸ τὸ τραπέζι, τὰ μάτια του τινάζανε σπίθες. Πέρασε κ' ἡ πρώτη ἐκείνη ντροπή, καὶ μᾶς διασκέδαζε τώρα μὲ πολλὲς ἱστορίες καὶ νοστιμάδες.

Ἀπὸ κουβέντα σὲ κουβέντα, εἴπαμε καὶ γιὰ τὸν Καπετὰν Γιώργη. Ὁ μουσαφίρης μας τότες σὰ νὰ στενοχωρέθηκε. Ἐγὼ βλέποντας πῶς κάτι πρέπει νὰ ξέρῃ γιὰ τὸ στοιχειό μας, ἄρχισα νὰ τοῦ βάζω φιτίλια. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἤθελε ν' ἀνοίξῃ τὸ στόμα του. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ πολλὰ παρακάλια καὶ ταξίματα νὰ μὴ τὸ ξαναπῶ κανενός, καὶ σὰ φύγανε κ' οἱ γυναῖκες, ἄρχισε τὴν ἀκόλουθη ἱστορία:

− Εἶταν πατριώτης μου, εἶπε, σὰν ἔβγαλε πρῶτα το μαντίλι του καὶ σφούγγισε τὸ πρόσωπό του, −εἶταν πατριώτης μου, κ' εἶμαι γαμπρός του! Εἴτανε γυιὸς ἑνὸς ψαρᾶ, μὰ τὸ εἶχε μέσα του, κ' ἤθελε νὰ γίνῃ κατιτίς. Εἶχε καὶ μιὰ ἀρχοντοποῦλα στὸ μάτι, τὸν ἀγαποῦσε κι αὐτή, μορφονιὸς καθὼς εἴτανε. Μὰ πρὶ νὰ γυρέψῃ τὴν κοπέλλα ἔπρεπε νὰ προικιάσῃ καὶ νὰ παντρέψῃ τρεῖς ἀδερφάδες, κ' ὕστερα νὰ κάμῃ καὶ δική του κατάσταση. Συφωνοῦνε τὸ λοιπὸ νὰ περιμείνουνε μερικὰ χρόνια, κ' ὕστερα νὰ στείλῃ προξενητάδες.

Κ' ἔτσι βγαίνει ὁ Γιώργης στὸν κόσμο, καὶ δουλεύοντας μὲ τὴν καρδιά του, σ' ἕνα χρόνο μέσα τὸ κατάφερε νἄχῃ δική του βάρκα. Σ' ἄλλον ἕνα χρόνο ἡ βάρκα γίνεται τρεχαντήρι. Καὶ κάθε δώδεκα μῆνες γύριζε ὁ Καπετὰν Γιώργης χαρούμενος ἀπὸ τὰ ταξίδια του, καὶ σοῦ πάντρευε καὶ μιὰν ἀδερφή. Τί κακὸ γινότανε στοὺς γάμους ἐκείνους! Ποῦ ἄν ἡ χαρὰ εἴτανε μιὰ γιὰ τὸ γαμπρὸ καὶ τὴ νύφη, εἴτανε δυὸ χαρὲς γιὰ τὰ κείνονε, γιατὶ κάθε γάμος τὸν ἔφερνε καὶ πιὸ κοντὰ στὴν ἀρχοντοποῦλα του. Στὸν τρίτο τὸ γάμο εἴμουν ἐγὼ γαμπρός, καὶ σώνει νὰ σᾶς πῶ πῶς ἕνα μερόνυχτο λάκερο μὲ κράτησαν τὰ σκυλιὰ μακρυὰ ἀπὸ τὴ νύφη μὲ τὰ ξεφαντώματά τους.

Γύρεψε ὁ δύστυχος νὰ κάμῃ τὶς προξενιὲς τότες, καὶ μακάρι νὰ τὶς ἔκανε! Πῆε θὰ πῇς στὶς προῖκες ὅλο τὸ ἔχει του, μὰ τὸν ἤξερε τώρα ὁ κόσμος πῶς εἶταν ἄξιος, κι αὐτὴ εἴτανε μεγάλη σερμαγιὰ γιὰ τὸ Γιώργη. Μὰ ἔλα δὰ ποῦ εἶταν καὶ τὸ καΐκι χρεωμένο, χτίζε χτίζε σπίτια γιὰ τις ἀδερφάδες! Τοῦ εἴπαμε λοιπόν, περήφανος ἄνθρωπος εἶναι ὁ πατέρας τοῦ κοριτσιοῦ, πήγαινε ἀκόμα ἕνα ταξίδι, καὶ τοῦ χρόνου ἔρχεσαι καὶ ζητᾶς τὴν καλή σου.

Θυμοῦμαι ἀκόμη τὴ βραδιὰ ποῦ πέρασε μὲ τὰ παιχνίδια κάτω ἀπὸ τὰ σπίτια της, καὶ τῆς τραγουδοῦσε διαβαίνοντας καὶ χωρὶς νὰ σταθῇ, νὰ μὴ μυριστοῦνε τίποτις οἱ δικοί της, ποῦ δὲν τὰ ξέρανε:

Μισεύω καὶ σ' ἀφίνω γειὰ, ξανθή μου περιστέρα· Στὸ παραθύρι πρόβαλε, νὰ πάρῃ ὁ νοῦς μου ἀγέρα. Καὶ μισανοίγει ἕνα παράθυρο στ' ἀπάνω τὸ πάτωμα.

Τὴν ἄλλη μέρα τὸ τρεχαντήρι σηκώθηκε, κι ὁ Καπετὰν Γιώργης ἀποχαιρετοῦσε μὲ τὴν καραμπίνα τὴ λυγερή του.

Πέρασαν ἕντεκα μῆνες, καὶ δὲν ἀκούσαμε τίποτις. Ἀπάνω στοὺς δώδεκα μῆνες βουΐζει στὴ γειτονιά μας μιὰ φοβερὴ εἴδηση. Ἡ ἀρχοντοποῦλα ραβανιάστηκε μ' ἕναν πλούσιο ξένο, ποῦ εἴτανε νὰ τὴν παντρευτῇ καὶ γλήγορα γλήγορα, καὶ νὰ τὴν πάρῃ στὸν τόπο του! Καὶ δὲν εἶταν καὶ ψέματα! Ἡ δουλειὰ ἔγινε ἄψε σβύσε. Φώναξε ἡ κοπέλλα, ἔκλαψε, παρακάλεσε, φοβέριξε. Ὅλα τοῦ κάκου. Ἀπὸ ταὐτὶ καὶ στὸν παππᾶ! Καὶ σὲ μιὰ βδομάδα μέσα τὴν ἔπαιρνε ὁ ξένος στὸν τόπο του, μαζὶ μὲ τὰ προικιά της, καὶ φαρμάκωνε τὸ σπιτικό μας δίχως νὰ γλυκάνῃ καὶ τὸ δικό του, γιατὶ τὸ καημένο τὸ κορίτσι χτίκιασε καὶ συχωρέθηκε σὲ μερικοὺς μῆνες.

Τὸ καραβάνι ἐκεῖνο ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸ πρωί, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔμπαινε βράδυ βράδυ τὸ τρεχαντήρι τοῦ Γιώργη στὸν κόρφο μας μέσα. Εἶταν ἥσυχη βραδιά, καὶ διαλαλοῦσε πάλι ἡ καραμπίνα στὰ βουνὰ γύρω. Δὲν κατέβηκε κανένας ἄλλος στὴ σκάλα ἔξω ἀπὸ μένα, γιατὶ ἐγὼ τὴν ἤξερα τὴ βίδα του, καὶ φοβήθηκα μὴν τύχῃ καὶ τὸν παραλωλάνουν οἱ ἄλλοι. Καὶ ποῦ νἄξερα!

 


Βγάζει πάλι τὸ κόκκινο τὸ μαντίλι ὁ Καπετὰν Γιάννης καὶ σφουγγίζει τὸ πρόσωπό του.

− Φοβερὴ βραδιὰ ἐκείνη, ἀφεντικό! Οἱ ναῦτες ἀρχίζανε νὰ μαζεύουν τὰ πανιά, ὁ Γιώργης δὸς του τουφεκιὲς καὶ τραγούδι, καὶ γὼ νὰ στέκουμαι μοναχός μου στὴ σκάλα, καὶ νὰ γίνεται ἡ καρδιά μου κομμάτια! Τὸ καΐκι προσμένει ἀπ' ἔξ' ἀπὸ τὸ λιμάνι γιὰ ν' ἀνοίξῃ ὁ δρόμος ἀπὸ κάτι ψαρόβαρκες ποῦ ἔφευγαν, ὁ Γιώργης βγαίνει μὲ τὴ βάρκα, καὶ σὲ λιγάκι τὸν ἔβλεπα μπρός μου. Σὰ μὲ εἶδε νὰ στέκουμ' ἔτσι μουδιασμένος καὶ συλλογισμένος.

− Βρὲ Γιάννη, μοῦ λέει, τί ἔχεις; Πέθανε κανένας; πές μου το νὰ γλυτώνουμε.

Σὰν τοῦ εἶπα μὲ μασσημένα λόγια πῶς δὲν εἴτανε θάνατος, αὐτὸς ἀμέσως μοῦ κάνει:

− Καὶ τί εἶναι; παντρεύτηκε;

Ἐμένα τότες μὲ πῆραν τὰ δάκρια. Μὲ βλέπει κατάματα κίτρινος σὰν τὸ θειάφι, καὶ λέξη δὲ βγάζει· μόνο δαγκάνει μὲ λύσσα τὸ μουστάκι του, πηδάει στὴ βάρκα, καὶ πίσω!

Τἄχασα, καὶ δὲν πρόφταξα νὰ πηδήξω μαζί του. Τονε φώναξα, τὸν παρακάλεσα στὴν ψυχὴ τῶ γωνιῶ του, ποιός ν' ἀκούσῃ! Ὥσπου ναβρῶ ἄλλη βάρκα νὰ πάρω κατόπι του, αὐτὸς κυβερνοῦσε τὸ τρεχαντήρι του, ποῦ γύριζε τώρα πίσω. Σὲ λίγη ὥρα ἔγινε ἄφαντο τὸ καΐκι μέσα στὸ πέλαγο.

Ὡς ἐδῶ τὰ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου. Τἄλλα θὰ τὰ στορήσω μὲ λίγα λόγια, γιατὶ πέρασε κ' ἡ ὥρα, καὶ τὰ παιδιὰ θὰ τὸ παραξηλώσουνε στὴν ταβέρνα. Θὰ τὰ πῶ καθὼς ποῦ τἀκούσαμε ἀπὸ τοὺς ναῦτες ὕστερ' ἀπὸ μερικὲς μέρες.

Ὁ Καπετὰν Γιώργης ἀφῆκε τὸ καΐκι νὰ πάῃ κατὰ τὸν ἄνεμο. Κι ὁ βοριᾶς τὄφερε ἴσια δῶ στὸν Πλατὺ Γιαλὸ ποῦ λέτε. Εἴτανε νύχτα, κι ἀπάνω κάτω δυὸ μίλλια μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριὰ, φωνάζει ὁ καπετάνιος τοὺς ναῦτες, τοὺς πληρώνει, καὶ τοὺς προστάζει νὰ πάρουν τὴ βάρκα καὶ νὰ πᾶν ὅπου θέν. Οἱ ναῦτες βλέπουν ἕνας τὸν ἄλλονα σαστισμένοι, κάνουνε νὰ ποῦν ὄχι, αὐτὸς ἁρπᾶ τότες τὴν καραμπίνα καὶ τοὺς δείχτει πῶς δὲ χωρατεύει. Παίρνουν τὸ λοιπὸν τὴ βάρκα καὶ τὰ πρυμίζουν κατὰ τὴν ἀκρογιαλιά. Μὰ εἶχαν καὶ τὸ μάτι τους πίσω, γιατὶ ἔβλεπαν πῶς κάτι τρέχει μὲ τὸν καπετάνιο. Σὲ λιγάκι βλέπουν τὸ τρεχαντήρι κ' ἔρχεται μ' ἀνοιχτὰ καὶ φουσκωμένα πανιὰ καταπάνω σ' ἕνα βράχο, ἐκεῖ ὡς μισὸ μίλλι ὄξω ἀπὸ τὸν κάβο. Ἀμέσως πίσω ἡ βάρκα, κι ἴσια κατὰ τὴν πέτρα. Ὥσπου νὰ πᾶνε, τὸ καΐκι εἶταν ἀφόντο, κι ὁ καπετάνιος μαζί του! Τὴν πρώτη φορὰ ποῦ ἀνέβηκε μισοζώντανος, τὸν ἅρπαξ' ἕνας τους, τὸν πήρανε στὴ βάρκα, καὶ τὸν ἔβγαλαν ὄξω. Ξαναῆρθε ἡ ἀναπνοή του, μὰ μήτε ἡ γνώση του μήτε τὰ λόγια του ξαναγύρισαν πιά.

Ἀφεντικό, τὰ ξέρεις ὅλα, πρόστεσε ὁ Καπετὰν Γιάννης μὲ βρεμένα μάτια.

− Ἕνα πρᾶμα μοναχά, τοῦ κάνω· πῶς δὲν τὸν πήρατε πίσω;

− Ἀδύνατο στάθηκε. Αὐτὸς πρέπει νὰ τὰ εἶχε χαμένα πριχοῦ νὰ βουλιάξῃ τὸ καΐκι του. Σὰν τονε γλύτωσαν καὶ τὸν ἔφεραν ὄξω, τἄχασε ὁλότελα. Γυρέψανε νὰ τονε βάλουνε σ' ἕνα σπίτι ὥσπου νἄρθῃ κανένας μας, μ' αὐτὸς δὲν τὸ κουνοῦσε ἀπὸ κεῖ κάτω. Σὰν ἦρθα καὶ τονε βρῆκα στρωμένο στὰ χαλίκια τοῦ γιαλοῦ, καὶ τοῦ ἔλεγα νὰ γυρίσουμε πίσω, εἶταν τὸ ἴδιο σὰ νὰ μιλοῦσα σὲ πέτρα. Ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ μουρμουρίζῃ καθὼς κάνει τώρα, κι ἀπὸ τὰ μισὰ λόγια του κατάλαβα πῶς τὸ κακὸ γιατρειὰ δὲν ἔχει. Μιὰ μέρα τὸν ἔβαλα μὲ τὸ ζόρι σ' ἕνα καΐκι, καὶ πήδηξε στο γιαλὸ σὰν τὴ γάτα καὶ κολύμπησε ὄξω. Ἔρχουμαι τώρα μιὰ δυὸ φορὲς τὸ χρόνο καὶ τονε βλέπω. Τονε βρίσκω κεῖ κάτω στὰ μνημούρια, γιατὶ ὅσο κι ἄν εἶναι τρελλός, δὲ θέλει νὰ τὸ μάθῃ κανένας πῶς εἶμαι γενιά του. Θέλει νὰ μένῃ ἀγνώριστος ἐδῶ πέρα. Τοῦ φέρνω μαζί μου φορέματα, κι αὐτὸς πρῶτα τὰ κουρελλιάζει κ' ὕστερα τὰ φορεῖ. Εἶναι ὁ καημένος κι αὐτὸς βουλιασμένο καράβι, σταμάτησε ὁ νοῦς του σὰν τὸ τρεχαντήρι ποῦ πῆγε στὸν πάτο μ' ὅλες τὶς σερμαγιές του.

Ἔτρεμαν τώρα τὰ χείλη τοῦ Καπετὰν Γιάννη.

− Ἕνα κρασί, καπετάνιο, νὰ πάῃ ἡ πίκρα κάτω. Παλιόκοσμος.

− Γειά σου, ἀφεντικό, καὶ καλὴ ἀντάμωση.

Κ' ἤπιε τὸ «ποδαρᾶτο» μ' ἕνα πεῖσμα σὰ νὰ γύρευε νὰ πνίξῃ τὸν πόνο του.

Τὴν ἄλλη μέρα ὁ γρῖπος ἔφευγε, κ' εἶδα τὸν Καπετὰν Γιώργη νὰ κομματιάζῃ ἕνα καπότο, μουρμουρίζοντας καὶ κοιτάζοντας πρὸς τὴ θάλασσα.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ: 


Αργύρη Εφταλιώτη, «Ο μπαρμπα-Γιάννης κι ο γάδαρός του» ΑUDIOBOOK και κείμενο Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου +ΒΙΝΤΕΟ

 

Αργύρη Εφταλιώτη, «Ο μπαρμπα-Γιάννης κι ο γάδαρός του» ΑUDIOBOOK και κείμενο 

 Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου +ΒΙΝΤΕΟ

     

   Αν έχει ιστορία ο μπαρμπα-Γιάννης, τη χρωστάει στο γάδαρό του. Επειδή ο γάδαρός του —Ψαρό τον έλεγε, ας τον πούμε και μεις Ψαρό— δούλεψε καλά στη ζωή, του, από την ώρα που σήκωσε σαμάρι η ράχη του. Επειδή στάθηκε καλότυχος γάδαρος ο Ψαρός, μ' όλη του τη βαριά δουλειά που έκαμε στη ζωή του. Επειδή ήτανε γάδαρος με χαρακτήρα ο Ψαρός, και τον έδειξε τον χαρακτήρα του τότες που τον είχε ο μπαρμπα-Γιάννης έξι μήνες δεμένο στο μαγγανοπήγαδό του, έξι ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες που μπορούσαν και λιοντάρι να δαμάσουν, κι ωστόσο ο Ψαρός μήτε τη δύναμή του έχασε στο ζυγό εκείνο, μήτε τη μεγάλη του φωνή, μήτε τη σβελτάδα του, όταν από καιρό σε καιρό, τον άφηνε ο αφέντης του στο χωράφι να πάρει λιγάκι αέρα, να δροσιστεί με χορτάρι χλωρό.

Όταν ο μπαρμπα-Γιάννης έχασε το περιβόλι του, άλλο δεν του έμενε παρά ο Ψαρός. Αυτός ήταν ο φίλος του, η σερμαγιά του, το στήριγμά του. Μ' αυτόνα δούλευε, μ' αυτόνα μιλούσε. Ανεβοκατέβαινε το βουναράκι του χωριού του με τον Ψαρό, και δεν ήταν πραμάτεια, δεν ήτανε λαχανικά, πωρικά, ξύλο, που δεν περνούσαν από του Ψαρού τη σταυρωτή ράχη πριν να 'ρθουνε στου μπαρμπα-Γιάννη τη γειτονιά.

Κατάντησε μπαρμπα-Γιάννης και Ψαρός να είναι ένα πράμα. Μαζί τρώγανε, μαζί περπατούσανε, μαζί κοιμούνταν. Έξω, έξω στην άκρη του χωριού, ο μπαρμπα-Γιάννης στο καλύβι ολομόναχος, ο Ψαρός στην αυλή. Έβγαινε ο μπαρμπα-Γιάννης στην πόρτα του πρωί πρωί, κι η πρώτη του καλημέρα ήτανε στον Ψαρό. Γύριζε τότες ο Ψαρός το κεφάλι κατά τον αφέντη του, σάλευε τ' αυτιά του με λαχτάρα κι αγάπη, και τον κοίταζε με μάτια πανώρια, μάτια που μπορούσε κι η πιο μαυρομάτα κοπέλα να τα ζουλέψει.

Άλλοτε πάλι, στη δουλειά απάνω, αν ήτανε μεγάλη η ζέστη, παραπολύ βαρύ το γομάρι, και τύχαινε κι ο Ψαρός να είναι κακοδιάθετος ή παρακουρασμένος, και δεν ανέβαινε τον ανήφορο με μεγάλη προθυμία, έχανε την υπομονή του ο μπαρμπα-Γιάννης, και του μιλούσε σε γλώσσα που άνθρωπος να την υποφέρει ήταν αδύνατο, κι ωστόσο ο Ψαρός την υπόφερνε, κι έκανε τα καλά του μάλιστα, επειδή το γνώριζε πως έχει και ξύλο, αν και το ξύλο ο μπαρμπα-Γιάννης δεν του το 'δινε, παρά σαν έβλεπε πως δεν περνούσαν τα λόγια. Γάδαρος γνωστικότερος από ανθρώπους πολλούς που δεν εννοούν τίποτις να σου δώσουν, με τίποτις να συμφωνήσουν, όσο λογικό και να είναι, παρά σαν δούνε σα νιώσουν τη βία, είτε στη ράχη τους, είτε κι αλλιώς.

Ηρωικός γάδαρος ο Ψαρός, διακριτικός αφέντης ο μπαρμπα-Γιάννης. Γι' αυτό έζησε ο Ψαρός και χρόνια πολλά, και τον ωφέλησε τον αφέντη του, όσο γάδαρος άνθρωπο ποτές δεν ωφέλησε.

Μα όλα τα πράματα αυτουνού του κόσμου έχουν ένα τέλος, κι είχε και του μπαρμπα-Γιάννη και του Ψαρού η αχώριστη φιλία το τέλος της.

Ανέβαινε τ' αγαπημένο ζευγάρι από τον κάμπο, μέρα μεσημέρι. Αύγουστο μήνα, με γομάρι σταφύλια. Ήταν τρυγητός, καιρό δεν είχανε να χάνουν, τα σταφύλια περίμεναν στ' αμπέλι κομμένα, να κουβαληθούνε, να ζουληχτούνε, να γίνουν πετμέζι, μούστος κρασί. Ήταν το τρίτο ταξίδι τούτο. Έπρεπε να γίνουν άλλα τρία ταξίδια, και μήτε να σταθούνε στο μισό δρόμο, να ξεκουραστούνε, δεν είχαν καιρό. Ήταν τώρα γέρος ο μπαρμπα-Γιάννης μα κι ο Ψαρός ακόμα πιο γέρος. Δεν είχε πια ο Ψαρός την πρώτη σβελτάδα του.

Τρέχα, κακόμοιρε, του έλεγε ο μπαρμπα-Γιάννης βραχνά βραχνά, τρέχα, γιατί έχουμε άλλα τρία. Και τότες πια θα 'χεις χειμωνικόφλουδα απόψε στο φαγί σου. Άιντε και φτάσαμε κακορίζικε!

Κι έκανε ο Ψαρός να τρέξει γληγορότερα, μα τα πόδια του έτρεμαν, ήταν κατεβασμένα τ' αυτιά του, και γόγγυζε. Εκεί που γόγγυζε κοντοστέκεται, λυγίζουν τα γόνατά του, πέφτει κάτω, η άσπρη κοιλιά του στον ήλιο, τα πόδια του στον αέρα, τα κοφίνια με τα σταφύλια αποπίσω του.

Έτρεξε ο μπαρμπα-Γιάννης κατατρομασμένος, πρώτη φορά που πάθαινε τέτοιο πράμ' ο Ψαρός. Άρχισε να ξελύνει του σαμαριού το λουρί, που του παράσφιγγε την κοιλιά του Ψαρού, και του 'κοβε την αναπνοή. Το 'σκισε το λουρί με το μαχαίρι του, παραμέρισε το σαμάρι όσο μπορούσε, ύστερα παίρνει το καπίστρι, και τραβάει τον Ψαρό να τόνε σηκώσει.

Έλα γέρο μου, σήκω καημένε, σήκω κι έχουμε τρία ταξίδια ακόμα. Σήκω και θα 'χεις και κριθάρι απόψε. Σ' αξίζει, καημένε. Σήκω. Ψαρέ μου!

Μα πού να σηκωθεί ο Ψαρός!

Σκύβει ο μπαρμπα-Γιάννης και χαδεύει τη ράχη του, το λαιμό του, το μέτωπό του, τραβάει έπειτα πάλι, του κάκου! Δε σηκώνεται ο Ψαρός!

Του πέρασε τότες από το νου του σαν αστραπή, ο φόβος μήπως έπαθε τίποτις ο Ψαρός, μήπως — κι ο φόβος μονάχα τον έκαμε να καθίσει, ν' ακουμπήσει κάπου, να συνεφέρει, να πάρει δύναμη για να μπορέσει να κοιτάξει τα μάτια του, να προσέξει την αναπνοή του, να καταλάβει αν ζει ο Ψαρός του.

Κάθισε λαχανιασμένος αφανισμένος από την κούραση, από τη βιάση του να ξελύσει το σαμάρι να παραμερίσει τα κοφίνια, από τα τράβα τράβα το καπίστρι να σηκωθεί ο Ψαρός, από τον ήλιο το φοβερό που τον έδερνε καθώς έπεφτε στην κoρφή του.

Κάθισε και σηκωμό πια δεν είχε. Μόνο έγειρε σ' ένα βράχο πλαγινό, στο μισό το δρόμο του βουνού, που ψυχή δεν φαίνονταν από πουθενά να 'ρθει και να του χύσει μια στάλα νερό να τόνε συνεφέρει.


Ξανασυλλογίστηκε άξαφνα το δόλιο τον Ψαρό και πάσκισε να συρθεί κατακεί που ήταν πλαγιασμένος, να τόνε χαδέψει, να τον κάμει να σηκωθεί, να τον καβαλικέψει έπειτα και να πάει στο καλύβι του, να συχάσουν κι οι δύο τους, κι ας πάνε στο καλό τα σταφύλια.

Μα πού να σηκωθεί πια ο μπαρμπα-Γιάννης! Όσο το συλλογιότανε να σηκωθεί, άλλο τόσο βούλιαζε μέσα στη λιγοθυμιά που τον πήρε, βούλιαζε, όλο βούλιαζε, και τώρα πια άλλο δεν έμενε μέσα στο νου του παρά να μπορέσει ν' απλώσει το χέρι του απάνω στον Ψαρό, να του δώσει να καταλάβει πως είναι κοντά του, πως παρακουράστηκε κι αυτός, και θα μείνει πλαγιασμένος, ώσπου να συνεφέρει.

Μάζεψε τη στερνή του δύναμη κι άπλωσε ο γέρος το χέρι του. Έπεσε βαριά το χέρι απάνω στον άψυχο το λαιμό του Ψαρού.

Έμεινε καθώς έπεσε το χέρι, έμεινε κι ο γέρος ασάλευτος, αμίλητος, αξύπνητος. Τίποτις δεν έφεγγε πια μέσα στο σβησμένο το νου του, και μήτε τα μερμήγκια κι οι μύγες, μήτ' αυτά δεν τον πείραζαν πια. Μόνο τον έδερνε ο ήλιος, κι αυτός κοιμούνταν τον αιώνιο τον ύπνο, κοντά στον Ψαρό του, τον ήρωα τον Ψαρό, που απόθανε στη δουλειά του απάνω, σαν πολεμιστής απάνω στο κάστρο του.

Την άλλη μέρα σε κείνο το μέρος τίποτις άλλο δεν έβλεπες παρά μερικές ρώγες σκόρπιες εδώ και εκεί. Ο μπαρμπα-Γιάννης ήτανε θαμμένος στην Άγια-Μαρίνα λίγο παραπάνω, ο δύστυχος ο Ψαρός ήταν γκρεμισμένος μέσα σε χαράδρα βαθιά παρακάτω.

Δεν τον έθαψαν τον Ψαρό κι ας δούλεψε σ' όλη του τη ζωή. Τόνε λυπήθηκαν όμως τα όρνια και του ξεγύμνωναν τ' άσπρα τα κόκαλά του, και του τα ζέσταιν' ο ήλιος και του τα 'πλεναν οι βροχές, ώσπου αφανίστηκαν και κείνα, κι άλλο τώρα δεν του μένει του κακόμοιρου του Ψαρού παρ' αυτή η μικρή ιστορία.

Το ΒΙΝΤΕΟ με το AUDIOBOOK ΕΔΩ: 



ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Η ζήλεια Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου

  Η ζήλεια + ΒΙΝΤΕΟ “η αγάπη ου ζηλοί” Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου    Η Ήρα (μυθολογία), ο Οθέλλος (λογοτεχνία) και ο Πάγκαλος Ιωσήφ (...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....