Ετικέτες - θέματα

25.11.25

Το μοιρολόγι της φώκιας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο - AUDIOBOOK διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

 

Το μοιρολόγι της φώκιας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Κείμενο - AUDIOBOOK
διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου



Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρίζει τα Μνημούρια, και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι —φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα— κατέβαινε το βράδυ βράδυ η γρια-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν,* δια να πλύνη τα μάλλινα σινδόνιά της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να τα ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα. Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν* εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, δια να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κι αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας.

Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος.

Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της, και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα· ο εις είχεν υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών· αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει· ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη. Της είχε μείνει και μία κόρη, υπανδρευμένη τώρα, με μισήν δωδεκάδα παιδιά.

Πλησίον αυτής, η γρια-Λούκαινα εθήτευε τώρα, εις το γήρας της, και δι' αυτήν επήγαινε τον κατήφορον, το μονοπάτι, δια να πλύνη τα χράμια* και άλλα διάφορα σκουτιά* εις το κύμα το αλμυρόν, και να τα ξεγλυκάνη στο Γλυφονέρι.

Η γραία έκυψεν εις την άκρην χθαμαλού, θαλασσοφαγωμένου βράχου, και ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου* ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη* του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα* τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα. Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν* του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα. Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν εις τον θόρυβον του αυλού, και οι επιστρέφοντες από τους αγρούς την ώραν εκείνην —είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος— ήκουον μόνον την φλογέραν, κι εκοίταζον να ιδώσι πού ήτο ο αυλητής, όστις δεν εφαίνετο, κρυμμένος μεταξύ των θάμνων, μέσα εις το βαθύ κοίλωμα του κρημνού.

 

Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά, κι έκαμνε βόλτες εντός του λιμένος. Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της, και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον τον δυτικόν. Μία φώκη, βοσκούσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μοιρολόγι της γραίας, εθέλχθη* από τον θορυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κι ετέρπετο εις τον ήχον, κι ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάνα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη* ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, δια να παίξη ολίγον εις τα κύματα. Αλλά δεν ήξευρεν όμως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον, αντικρύ στα Μνημούρια, και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να καμαρώνη τον μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην* του νυκτώματος, εν μικρόν μονοπάτι, πολύ απότομον, πολύ κατηφορικόν, κι ενόμισεν ότι αυτό ήτο το μονοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της· κι επήρε το κατηφορικόν απότομον μονοπάτι δια να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση. Και είχε νυκτώσει ήδη.

Η μικρά κατέβη ολίγα βήματα κάτω, είτα είδεν ότι ο δρομίσκος εγίνετο ακόμη πλέον απόκρημνος. Έβαλε μίαν φωνήν, κι επροσπάθει ν' αναβή, να επιστρέψη οπίσω. Ευρίσκετο επάνω εις την οφρύν ενός προεξέχοντος βράχου, ως δύο αναστήματα ανδρός υπεράνω της θαλάσσης. Ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα άστρα, και ήτον στην χάσιν του φεγγαριού. Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισε πάλιν προς τα κάτω, κι εδοκίμασε να καταβή. Εγλίστρησε κι έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ήτο τόσον βαθύ όσον και ο βράχος υψηλός. Δύο οργυιές ως έγγιστα.* Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μη ακουσθή η κραυγή. Ο βοσκός ήκουσεν ένα πλαταγισμόν, αλλά εκείθεν όπου ήτο, δεν έβλεπε την βάσιν του βράχου και την άκρην του γιαλού. Άλλως δεν είχε προσέξει εις την μικράν κόρην και σχεδόν δεν είχεν αισθανθή την παρουσίαν της.

 

Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν, εστράφη κι εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.

Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.

Κι εξηκολούθησε τον δρόμον της.

 

Κι η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν του εις την σιγήν της νυκτός.

Κι η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μοιρολογά, πριν αρχίση τον εσπερινόν δείπνον της.

Το μοιρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής* εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών, έλεγε περίπου τα εξής:

Αυτή ήτον η Ακριβούλα
η εγγόνα της γρια-Λούκαινας.
Φύκια 'ναι τα στεφάνια της,
κοχύλια τα προικιά της...
κι η γριά ακόμη μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ: 



ΤΟ ΚΑΜΙΝΙ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη AUDIOBOOK και κείμενο Διαβάζει ο κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

 

ΤΟ ΚΑΜΙΝΙ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

AUDIOBOOK και κείμενο
Διαβάζει ο κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

 

  Δὲν γράφω ἐδῶ διὰ τὸ καμίνι ὁποὺ λάμπει κοκκίνην λάμψιν τὴν νύκτα ἐπάνω στὸ πλάγι τοῦ βουνοῦ· ὁποὺ ἀντικρὺ εἰς τὸ χωρίον τὸ κτισμένον ἀνάμεσα εἰς δύο βραχώδεις λόφους, καὶ δίπλα εἰς θαλασσοπλήκτους κρημνούς, μέσα εἰς μίαν λάκκαν, ἐνῷ αἱ ὄρνιθες πρὸ πολλοῦ ἐκάτιασαν* καὶ οἱ ἄνθρωποι ὅλοι κατεκοιμήθησαν καὶ ἡ ἀμυδρὰ γλυκεῖα ἀπολαμπὴ τῶν κανδηλίων, ὁποὺ φέγγουν ἐμπρὸς εἰς τὰ παλαιὰ εἰκονίσματα τῶν ἀμαυρῶν μελαγχολικῶν Ἁγίων, ἐξέρχεται ἀπὸ τοὺς μικροὺς φεγγίτας, καὶ σὺ ἐπλάγιασες σιμὰ εἰς τὴν ἀγκάλην τῆς μάμμης, ψιθυρίζων εὐέλπιδα ὄνειρα, καὶ ἀναμασῶν ἔναυλα παραμύθια καὶ τὴν τελευταίαν στιγμήν, πρὶν ἀποκοιμηθῇς, ἠρώτας παραπονετικὰ τὴν μάμμην:

― Δὲ θὰ πᾶμε καμίνι, γιαγιά; Πότε θὰ πᾶμε καμίνι;

Δὲν ἐπρόφθασεν ἡ γραῖα νὰ σοῦ ἀποκριθῇ ὅτι αὔριον, τώρα, τὸ ταχύ, ὅταν λαλήσῃ τ᾿ ὀρνίθι θὰ σὲ πάρῃ νὰ πᾶτε στὸ καμίνι καὶ σὺ ἀπεκοιμήθης ἤδη· παρομοίως, εἰς τὸν κίβδηλον προσποιημένον κόσμον, ὅπου ἐμεγαλώσαμεν, ὅταν ἐρωτῶμεν χάριν φιλοφροσύνης τὸν καλύτερον φίλον μας κάτι τι, δὲν προσέχομεν εἰς τὴν ἀπάντησιν καὶ δὲν ἐνθυμούμεθα τί μᾶς εἶπε.

Διότι τὸ καμίνι, μὲ τὴν κοκκίνην λάμψιν, ἀνατέλλει πεῖσμον, ὅταν ὅλα ἔχουν δύσει· ὁ ἥλιος πρὸ πολλοῦ ἐβασίλευσεν ὄπισθεν αὐτοῦ τοῦ βουνοῦ, ἡ σελήνη, δρέπανον κοπτερόν, στίλβον, διαχύνον ψύχραν καὶ μελαγχολίαν, ἐκρύβη ὄπισθεν τοῦ ἰδίου βουνοῦ· τὰ ἄστρα, τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο, πίπτοντα, φευγαλέα, σβήνονται εἰς τὸν ἄνω βυθὸν τῶν ἀκαταλήπτων πραγμάτων. Οἱ παπαροῦνες, ἀφοῦ ἔβαψαν μὲ αἷμα ὅλους τοὺς κάμπους καὶ τὰ χωράφια, τὰς ἔδρεψαν, τὰς ἐθέρισαν οἱ μάγκες, τ᾿ ἀγυιόπαιδα τοῦ χωρίου, καὶ κινδυνεύουν νὰ ἐξαλειφθοῦν πρὸ τῆς ὥρας· μόνος ὁ Γιαννάκης ὁ Ἀπόζερβος, τὸ ζαρωμένον παλιόπαιδο τῆς γρια-Γκαβαλοΐνας, ἔκοψε παραπάνω ἀπὸ δέκα χιλιάδες ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ κόκκινα στολίδια τοῦ κάμπου. Ἔλεγες ὅτι ἡ Ἄνοιξις, μὲ τὴν κοκκίνην χλαμύδα της εἶχε πέσει εἰς χεῖρας νεαρῶν λῃστῶν, ἀρχαρίων, ὁποὺ εἶχαν ὅλην τὴν σκληρότητα τῆς ἀπειρίας· τῆς ἥρπασαν μὲ ἀπλήστους χεῖρας τὴν στολήν της, καὶ τὴν κατερράκωσαν· ἔγδυσαν τὴν παρθένον καὶ τὴν ἀφῆκαν γυμνήν. Τὰ χαμολούλουδα, τὰ λευκὰ καὶ κίτρινα ἀνθύλλια τοῦ Ἀπριλίου, ἀφοῦ εἶχαν συλλέξει μυριάδας ἐξ αὐτῶν ἡ γρια-Ραγιάδαινα, ἡ Τσιτσούκαινα, καὶ ἄλλαι ἀρχαϊκαὶ γειτόνισσαι, ἄνθρωποι καὶ κτήνη κατεπάτησαν τὰ λοιπά, καὶ τὰ ἔκαμαν θλιβερὰ ἐρείπια τοῦ καλοκαιριοῦ.

Τέλος, ὅταν ἐνύκτωσε, τὸ καμίνι μὲ τὴν ἀναλαμπὴν τῆς φλογός του ἐκοκκίνησεν εἰς τὸ βουνὸ ἀντικρύ, καὶ σύ, παιδίον, ἐκοιμήθης εἰς τοὺς κόλπους τῆς μάμμης σου, μὲ ὀνειροπολήματα αἴγλης καὶ μαρμαρυγῆς εἰς τὴν κεφαλήν σου. Καὶ δὲν σ᾿ ἔμελε διὰ τὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων, οὔτε διὰ τὴν σκληρὰν πάλην τῆς ζωῆς. Ἀλλ᾿ ἀπὸ τοὺς μαστοὺς τοὺς στειρεύσαντας ὡς ἀπὸ πέτραν ἄγονον ἐζήτεις νὰ θηλάσῃς γάλα, πόμα καινόν, ὡς ἄλλην πηγὴν ἀφθαρσίας. Καὶ δὲν ἀνελογίσθης πὼς οἱ μυθώδεις ἐκεῖνοι δράκοι, οἱ Κύκλωπες, ὁποὺ ἐνυκτέρευον μακρὰν ἐκεῖ, εἰς τὸ ὄρος, ἐπότιζον μὲ ἱδρῶτα τὰς πέτρας καὶ τὰ ξύλα καὶ τοὺς κορμοὺς τοὺς ἁδρούς, προσπαθοῦντες διὰ τοῦ πυρὸς ἐκείνου νὰ παραγάγωσι χρήσιμόν τι εὐτελὲς πρᾶγμα, ὅπως λάβωσι μικρὰ ἀργύρια καὶ θρέψωσι καὶ αὐτοὶ μικροὺς ἀνθρωπίσκους, προωρισμένους νὰ εἶναι ἰσοβίως σκλάβοι ἄλλων πάλιν νεαρῶν τυράννων. Ὤ, ματαιότης!

*
* *

Ἀλλὰ τὸ Καμίνι αὐτό, περὶ οὗ ὁ λόγος τώρα, ἦτο ἄσπιλον, ἔκτακτον καὶ μοναδικόν… Ἦτο θαλάσσιον καμίνι.

Ἐκεῖ, ἅμα κάμψῃς τὸν κάβον τῆς Μπούτας, τῆς ἄκρης τοῦ λιμένος, ὀλίγον πρὸς ἀνατολάς, εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ πελάγους, πλησίον εἰς τὴν Ἄρκον καὶ τὴν Τρυπ᾿τήν, τὰς δύο ἀδελφὰς νησῖδας, ὁποὺ ἡ μία κρύπτεται ὄπισθεν τῆς ἄλλης, ὅπως κόρη ἐντροπαλή, φοβουμένη ν᾿ ἀντικρύσῃ τῶν ξένων τὰ βλέμματα, προσπαθεῖ νὰ κρυφθῇ, ὄπισθεν τῶν ὤμων τῆς μητρός της, καὶ ἀντικρὺ εἰς τὸ Ἀσπρόνησον, ὅπου οἱ γλάροι κρώζουν τὸν πλέον πένθιμον κρωγμόν των, ὁποὺ ἀντηχεῖ βαθιὰ εἰς τὰ θαλάσσια ἄντρα, εἰς τὰς φωλεάς, ὅπου κρύπτονται τ᾿ ἀγριοπερίστερα μὲ ἀπότομον πτερυγισμόν, ἐκεῖ, ὅπου χορεύει συνωθούμενον ἀπὸ τρεῖς αἰγιαλοὺς μὲ φλοῖσβον καὶ πλαταγισμὸν τὸ κῦμα· ἐκεῖ σχηματίζεται μέγα ἐπιστεφὲς ἄντρον, μὲ πλατὺ χάσμα κυκλοτερὲς ὑψηλά, κομῶν ἀπὸ πλουσίαν λοφιὰν κομάρων καὶ σχοίνων· κάτω τὸ στόμιον ὑψηλόν, θολωτόν, ἀνοίγεται εἰς τὸ πέλαγος, ὁπόθεν εἰσρέει ἀκράτητον τὸ κῦμα εἰς βάθος πλέον ἢ ἀναστήματος ἀνδρός· μέσα εἰς τὸ ἄντρον τὸ εὐρὺ εἰσπηδᾷ τὸ διαυγές, ἁλμυρὸν νᾶμα, πλήττει τὴν μίαν πλευράν, πλήττει τὴν ἄλλην, χορεύει, σκιρτᾷ, καὶ φαίνεται ὡς νὰ ψάλλῃ μὲ ἰάμβους καὶ ἀναπαίστους, εἰς Δώριον ἦχον:

Ἡ κάμινος, Σωτήρ, ἐδροσίζετο,
οἱ παῖδες δὲ χορεύοντες ἔψαλλον·
Ὁ τῶν πατέρων Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Οὕτω καλεῖται τὸ Καμίνι· ἀξιοσημείωτον, ἀξιοθέατον πρᾶγμα, θεόκτιστον. Εἶναι τὸ πρότυπον ὅλων τῶν καμινίων, τὸ πρόπλασμα καὶ ὑπόδειγμα αὐτῶν. Εἶναι προωρισμένον νὰ μὴ ἀνάπτῃ, νὰ μὴ καίῃ, νὰ μὴ ἐρεύγεται φλόγας· ἀλλὰ νὰ δροσίζῃ καρδίας, καὶ ὀφθαλμοὺς καὶ μέτωπα ἀνδρῶν. Χάρμα τῶν ἁλιέων, σέμνωμα τῶν λεμβούχων, τῶν πορθμέων καὶ ἀκταιωρῶν.

*
* *

Ἡ Τσούλα, κόρη τοῦ Μανδράκια, τοῦ βοσκοῦ, ἐφύλαγε τὰ ὀλίγα πρόβατα τοῦ πατρός της ἐπάνω εἰς τὴν ράχιν τῆς Μπούτας, τῆς μακρᾶς ὑψηλῆς λωρίδος ὁποὺ κλείει τὸν λιμένα πρὸς ἀνατολάς. Ὅλη ἡ Μπούτα ἦτο τὸ βασίλειόν της, τῆς ἀθῴας κόρης. Τὴν εἶχε μαυρίσει ὁ ἥλιος ἀπὸ τὰ μικρά της χρόνια, νὰ τρέχῃ μαζὶ μὲ τὸ κοπάδι· ἦτο μόλις ἑπταέτις, ὅταν εἶχεν ἀρχίσει ν᾿ ἀκολουθῇ τὸν πατέρα της εἰς τὸ ἔργον, καὶ τώρα ἦτο δεκαοκτὼ ἐτῶν, καὶ εἶχε γίνει τελεία βοσκοπούλα. Ἀνήρχετο δύο φορὰς τὴν ἡμέραν ἕως τὴν κορυφήν, εἰς τὸ μικρὸν δάσος τῶν πεύκων, μὲ τὸ κοπάδι της, κατήρχετο ἄλλας δύο φορὰς ἕως τὸν λαιμὸν τῆς μικρᾶς χερσονήσου, εἰς τὴν Βρύσην, κάτω ἀπὸ τὸν Ἁι-Γιώργην, τὸ ὡραῖον λευκὸν ἐξωκκλήσι, σιμὰ εἰς τὸν αἰγιαλόν, διέτρεχεν ἄνω καὶ κάτω δέκα φορὰς τὸ ἡμερόνυχτον, ὅλην τὴν ράχιν τῆς Μπούτας, μὲ τοὺς δύο γιαλούς, τὸν ἕνα πρὸς τὸν λιμένα, ἀντικρὺ τοῦ λευκοῦ χωρίου, τὸν ἄλλον πρὸς τὸ πέλαγος ἔξω. Καὶ τώρα, τὴν εἶχε ζητήσει εἰς γάμον ἄλλος βοσκός, ὁ Κώστας τῆς Γαρουφαλίνας, χηρευμένος, μὲ δύο παιδιά. Εἶχε δηλώσει ὅτι ἤθελε νὰ τὴν πάρῃ χωρὶς προῖκα, τῆς ἔδιδε μάλιστα καὶ εἴκοσι γίδια ὡς κοριτσιάτικο*. Ὁ πατήρ της ἐφάνη πρόθυμος νὰ τὴν δώσῃ.

Ἀπρόντο*, τσούπα*, τῆς εἶπε, ἀλέστα*, καὶ μὴ τσινιάζῃς*. Ντούρμα* γαμπρὸς ἔρχεται γυρεύοντα· σὰν τ᾿ μπούφ᾿ τοὺ π᾿λί*, σοῦ ᾽ρθε… Θιὸς τόνε στέλνει. Ἒμ προικιὰ δὲ γυρεύει, ἒμ κοριτσιάτικο σοῦ δίνει… Τί ἄλλο θέλεις, κορίτσι;… Τί κάνει πὼς ἔχει ἄνθρωπος δυὸ παιδάκια;… Τί σὲ πειράζει σένα; Ὅπως θέν᾿ ἔῃς τὰ γίδια θέν᾿ ἔῃς κὶ τὰ πιδιά… Θροφὴ θέλ᾿ν τὰ γίδια, θροφὴ κὶ τὰ πιδιά· φύλαμα τὰ γίδια, φύλαμα κὶ τὰ πιδιά… Ἕνα πρᾶμα εἶναι… Ταχιὰ νὰ στολιστῇς κὶ νὰ πᾶμε ντουγροὺ* στοὺ καλύβ᾿ τ᾿ γαμπροῦ, νὰ σᾶς στεφανώσω.

Ὁμοίως καὶ ἡ γρια-Ντούκαινα, ἡ θεία τῆς Τσούλας ―ἐπειδὴ ἡ μάννα τῆς κόρης δὲν ἔζη― τὴν ἐνουθέτησε καὶ τῆς εἶπε:

Ὄμορφα, ὄμορφα… καλορρίζικα, πλιό, παιδάκι μ᾿… οἱ παντρειὲς εἶναι ἀπὸ Θεοῦ. Καλὸς κι ἄξιος εἶναι οὑ γυιὸς τς Γαρουφαλίνας… θ᾿ ἀναθρέψῃς πλιὸ κὶ τ᾿ ἀρφανά, εἶναι ψυχικό… Ὄμορφα, ὄμορφα, πλιό!

Ἡ Τσούλα ἤκουσε τὰς δύο νουθεσίας, ἀλλὰ δὲν ἐνόησε τίποτε. Τῆς ἐφάνη ὡς βόμβος ἀπὸ σφηκοφωλεὰν νὰ ἐμβῆκεν ἀπὸ τὸ ἓν αὐτίον της, καὶ ὅτι ὁ ἄνεμος ἐσύριζεν εἰς τὴν ὀπὴν τοῦ σπηλαίου, ὅπου εἶχε καταυλίσει μίαν χειμερινὴν νύκτα τὰ πρόβατά της.

Ἀπεμακρύνθη ἀκολουθοῦσα μηχανικῶς τὴν ἀγέλην. Δὲν εἶχεν αἰσθανθῆ ἕως τώρα τοὺς παλμοὺς τῆς καρδίας της. Μόνον μίαν φορὰν εἶχε συναντήσει εἰς τὸν γιαλὸν τὸν ἀνατολικὸν πρὸς τὸ πέλαγος, ἕνα νεαρὸν ναύτην, ὅστις εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ τὴν βαρκούλαν καὶ τῆς εἶχε ζητήσει γάλα. Ὁ ἴδιος τῆς εἶχε προσφέρει ὡραίαν μεγάλην κογχύλην, χρυσίζουσαν, ἀποπνέουσαν τὸ ἄρωμα τῆς θαλάσσης. Ἄλλοτε τὸν εἶχεν ἀκούσει, πότε κατὰ τὴν γλυκεῖαν ὥραν τοῦ πρώτου ὕπνου, πότε εἰς τὴν μυστηριώδη χαραυγὴν τῆς ἀνατολῆς τοῦ αὐγερινοῦ, ἐνῷ κατηυλίζετο εἰς τὸ στόμιον τοῦ σπηλαίου μὲ τὰ πρόβατά της, μὲ σοβαρὰν μελῳδικὴν φωνὴν νὰ τραγουδῇ:

Ξύπνα, γλυκειά μ᾿ ἀγάπη, κ᾿ ἡ νύχτα εἶναι βαθειά·
κ᾿ ἡ βάρκα μᾶς προσμένει στὴν ἀκροθαλασσιά.

*
* *

Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὕστερον ἀπὸ τὴν διπλῆν διδαχὴν τοῦ πατρός της καὶ τῆς θείας της, ἡ βοσκοπούλα εἰς τὸν πλάνητα δρόμον, καθὼς ἀκολουθοῦσε τὸ κοπάδι ἀνάμεσα εἰς τοὺς πυκνοὺς θάμνους τῆς ὑψηλῆς ἀκρογιαλιᾶς, ἔφθασε μέχρι τοῦ χείλους τοῦ θαλασσίου Καμινίου. Πολλάκις ἡ Τσούλα εἶχε πλησιάσει εἰς τὸ χάσμα αὐτὸ τοῦ πελαγίου ἄντρου, καὶ εἶχε παρακύψει καὶ κοιτάξει ἀπλήστως κάτω εἰς τὸν βυθὸν τὸν κυκλοτερῆ, μὲ τὰς πλευρὰς τοῦ βράχου ἔνθεν καὶ ἔνθεν, μὲ τὸ ἀνοικτὸν στόμιον ὅπου ἐχόρευον εὐθύμως μελῳδικὰ τὰ κύματα. Καὶ τώρα πάλιν, καθὼς ἐσταμάτησαν τὰ πρόβατά της κ᾿ ἐβοσκοῦσαν, ἡ κόρη ἐστάθη σύρριζα εἰς τὸ χάσμα τοῦ κοίλου βράχου, κ᾿ ἐκοίταζε, κ᾿ ἐσχημάτιζεν ἀσυναρτήτους, ἀσκόπους φράσεις μέσα εἰς τὸν νοῦν της.

«Νὰ εἶναι, τάχα, βαθιὰ κάτω τὸ κῦμα;… Κι ἂν πέσῃ κανεὶς θὰ πλέψῃ, ἢ θὰ χτυπήσῃ;… Μπορεῖ νὰ δώσῃ κανεὶς ἕνα πήδημα ἀποδῶ;… Πόσα μπόϊα εἶναι τάχα;»

Ἐκάθισε κ᾿ ἐκοίταζεν ἐπιμόνως κάτω.

«Κοίταξε, τί ὅμορφος πού ᾽ναι ὁ γιαλός! Τί γαλάζια, πράσινα, κοκκινωπά, ὀμορφούτσικα πράματα, κοχύλια, πορφύρες, χαλίκια!… Τί ὄμορφη ποὺ ἦτο κ᾿ ἐκείνη ἡ κοχύλα ποὺ μοῦ χάρισε ἕνα καιρὸν ὁ…»

Ἐστάθη, καὶ δὲν ἤθελε νὰ προφέρῃ τὸ ὄνομά του. Εἶτα πεισμόνως καὶ ἀποφασιστικῶς τὸ ἐπρόφερε: «… ὁ Νῖκος!»

Τὴν ἰδίαν στιγμήν, ὦ θαῦμα! Εἷς ναύτης μὲ τὴν βαρκούλα του εἰσέπλευσε μέσα εἰς τὸ Καμίνι. Ἦτο αὐτός· ὁ Νῖκος, ὁ υἱὸς τοῦ καπετὰν Σύρραχου, ὅστις εἶχε χαρίσει τὴν ὡραίαν ἐπίχρυσον κογχύλην εἰς τὴν Τσούλαν.

Ὁ Νῖκος, μόλις εἶδε τὴν κόρην ―ἐφαίνετο ὅτι τὴν εἶχεν ἰδεῖ ἀπὸ πρωτύτερα πλησιάσασαν εἰς τὸ χάσμα τοῦ Καμινιοῦ― κ᾿ ἐφώναξε:

― Τσούλα, ψυχή μου! Νά, πάρε αὐτό! Μὴ βιάζεσαι νὰ πηδήσῃς κάτω!

Καὶ τῆς ἔρριψε μίαν ἀνεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην σπειροειδῶς. Εἶτα μὲ φωνὴν χαμηλοτέραν, ἀρκοῦσαν διὰ ν᾿ ἀκούεται ἐπάνω εἰς τὸ χεῖλος τοῦ χάσματος, ἐξηγήθη:

― Τσούλα, ἀγάπη μου! σὲ παντρεύουν; Τὰ ἔμαθα ὅλα!… Πάρε αὐτὴν τὴν σκάλα ποὺ σοῦ ἔρριξα… ξετύλιξέ την… κάρφωσέ την καλά, καὶ τὰ δυὸ τ᾿ ἁρπάγια της στὴ ρίζα τοῦ χονδροῦ σχοίνου!… Καλουμάρισέ* την κάτω, βάλε τὰ πόδια σου, καὶ κατέβα κάτω… μὴ φοβᾶσαι!… εἰδεμή, θέλεις ν᾿ ἀνεβῶ ἐγώ;

Ἡ Τσούλα ἀπήντησε:

― Κατεβαίνω, Νῖκο!… δὲν φοβοῦμαι.

Καὶ μετ᾿ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας, ἡ ὡραία βοσκοπούλα ἔπεσεν εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ νεαροῦ ναύτου.

Ὁ γάμος ἐτελέσθη τὴν ἰδίαν ἑσπέραν εἰς τὸ χωρίον.

(1907)

ΤΟ ΒΙΒΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ: 


ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο και AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 

ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Κείμενο και AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

     

  Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δύο ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, ―ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ― ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δύο ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς ―κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον― νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.

Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δύο μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον, Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἢ ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δύο τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήσῃ.

Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.

Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; ᾘσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκαν του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύσῃ τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάσῃ ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῇ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήσῃ τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.

*
* *

Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύσῃ περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῶ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἠρέμα πρὸς δυσμὰς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῇ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.

Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:

― Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.

― Καὶ τί εἶναι;

― Εἶναι…

Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.

Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δύο ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἆρα ἦτο;

*
* *

Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δύο φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.

Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἔγγονος τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.

Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δύο τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δύο φίλοι.

― Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε* χωρὶς νὰ πυροφανίζετε ― καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σᾶς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτε θησαυρό;

Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῇ τὸ ὅραμά του.

Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:

Ἀμ᾿ ποῦ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνον οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι. Ἐγὼ δὲν βλέπω τίποτα!… Τὸ εἶδε κι ὁ Γιαλὴς αὐτὸ ποὺ λὲς πὼς βλέπεις;

Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν τῆς ἡλικίας του νὰ ὁμολογήσῃ, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.

Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:

― Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφτασα τὴ γρια-Κοιράνω τοῦ Ραγιᾶ, τὴν μαννοὺ* αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα:

»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πὼς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, ―ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτή― μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερο-Θεριά (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὁποὺ ἐκυνηγοῦσε ὅλους τοὺς Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι* καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήσῃ τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέραν ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθῃ νὰ τὴν στεφανωθῇ.

»Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς στεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῇ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθῃ ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, νὰ γυρίσῃ ὁ σαστικός* της νὰ τὴν στεφανωθῇ.

»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τό ᾽βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίσῃ. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτά τους στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!

»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρές τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!

»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλές τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλές τους, ἐμπῆκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.

»― Νά! τώρα θὰ ᾽ρθῇ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω!

»Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ἦρθε νὰ πάρῃ τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσᾶτό του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!

»Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάσῃ στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάσῃ ἐγκαίρως, ὣς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξῃ τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.

»Μερικοὶ λένε, πὼς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινεν ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλυωσε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».

(1906)

ΤΟ AUDIOBOOK-ΒΙΝΤΕΟ


ΕΔΩ: 

24.11.25

Πλανήτης Ερμής + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου, συγγραφέα

 

Πλανήτης Ερμής + ΒΙΝΤΕΟ

Του Κωνσταντίνου Αθαν. Οικονόμου δασκάλου, συγγραφέα

 


 ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
: Ο Ερμής, ο πλησιέστερος στον Ήλιο πλανήτης και μικρότερος του Ηλιακό Συστήματος, πήρε το όνομα του αγγελιαφόρου των θεών Ερμή1, ενώ οι Ρωμαίοι τον ονομάτισαν αντίστοιχα Mercurius [Ερμής]. Πριν από τον 5ο αιώνα π.Χ. ο πλανήτης είχε δύο ονόματα, καθώς εμφανίζεται εναλλάξ και στις δύο πλευρές του Ήλιου. Το βράδυ ήταν ο Ερμής και το πρωί ο Απόλλων . Ο Πυθαγόρας ήταν ο πρώτος που κατάλαβε ότι πρόκειται για τον ίδιο πλανήτη. Σύμφωνα με την ελληνική Μυθολογία, ο Ερμής ήταν γιος του Δία και της Μαίας, κόρης του Άτλαντα. Εκτελούσε χρέη αγγελιαφόρου των άλλων θεών. Θεωρούνταν εφευρέτης και κατασκευαστής μουσικών οργάνων [αυλού, σύριγγας, λύρας]. Αυτός συνόδευε τους νεκρούς στον Άδη και συμπαραστέκονταν σε οδοιπόρους.

    ΓΕΝΙΚΑ: Ο Ερμής βρίσκεται τόσο κοντά στον Ήλιο ώστε είναι πολύ δύσκολο να τον διακρίνουμε καθαρά από τη Γη. Επί πλέον είναι μικρός, ελάχιστα μεγαλύτερος από τη Σελήνη. Η ηλιακή του ημέρα (σαν το γήινο 24ωρο), δηλαδή από ανατολή σε ανατολή διαρκεί 176 γήινες ημέρες, διπλάσιες από ότι το έτος του που διαρκεί μόνο 88 γήινες ημέρες. Σε απόσταση μικρότερη των 70 εκατομμυρίων χιλιομέτρων ο πλησιέστερος αυτός πλανήτης στον Ήλιο “τσουρουφλίζεται” συνεχώς από τις ακτίνες του. Είναι ένας καταχτυπημένος πλανήτης, διάσπαρτος από κρατήρες, που οφείλονται κυρίως στη γειτνίασή του με τον Ήλιο, η τεράστια βαρύτητα του οποίου προσελκύει μικρούς και μεγάλους διαστημικούς βράχους με αποτέλεσμα ο Ερμής να βρίσκεται συνεχώς στο στόχαστρο των επερχόμενων εισβολέων, μιας και συχνά ο Ερμής λειτουργεί ως ασπίδα του Ηλίου.

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ: Ο Ερμής περιβάλλεται από λεπτό στρώμα ατμόσφαιρας, αποτελούμενο από ήλιο, οξυγόνο καο υδρογόνο. Η βαρύτητά του δεν υπερβαίνει το 1/3 της γήινης. Το ήλιο προέρχεται από τον λεγόμενο ηλιακό άνεμο που “φυλακίζεται” από το μαγνητικό του πεδίο, ενώ η ποσότητα που υπάρχει είναι τόσο μικρή ώστε για να γεμίσουμε ένα απλό μπαλόνι θα έπρεπε να συγκεντρώναμε όλο το αέριο που περιλαμβάνεται σε μια σφαίρα διαμέτρου 6,5 χιλιομέτρων! Έτσι, η γήινη ατμόσφαιρα είναι ένα τρισεκατομμύριο φορές πιο πυκνή από αυτήν του Ερμή [βασική σύσταση: 42% Οξυγόνο 29% Νάτριο, 22% Υδρογόνο, 6% Ήλιο, 0,5% Κάλιο.]

   ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ: Χωρίς αποτελεσματική ατμόσφαιρα γύρω από τον Ερμή δεν υπάρχουν ούτε άνεμοι, ούτε βροχές, αλλά δεν υπάρχει και προστασία από τη ζέστη ή από το κρύο. Στο αφήλιό του, τη μεγαλύτερη απόστασή του από τον Ήλιο [69.816.900 χλμ.], οι μεσημεριανές θερμοκρασίες επιφανείας φτάνουν τους 285 βαθμούς Κελσίου, ενώ στο περιήλιο, τη μικρότερή του απόσταση από τον Ήλιο,[46.001.200 χλμ.] η θερμοκρασία ξεπερνάει τους 430 βαθμούς Κελσίου, οκταπλάσια, δηλαδή, από τη μέγιστη θερμότητα που εμφανίστηκε ποτέ στη Γη [57,7 βαθμοί Κελσίου, Λιβύη 9/1922). Στη θερμοκρασία αυτή, το ατσάλι σε λίγα λεπτά κοκκινίζει, ενώ ο μόλυβδος λιώνει. Αντίθετα, οι νύχτες του Ερμή, που κρατάν τρεις γήινους μήνες, είναι παγερές και φτάνουν τους -180 βαθμούς Κελσίου, επταπλάσια από τη θερμοκρασία ενός καταψύκτη. Σε τέτοια θερμοκρασία, σε μερικά λεπτά, ένας άνθρωπος θα μετατρεπόταν σε παγοκολώνα. Αυτή η διαφορά θερμοκρασίας του Ερμή (610 βαθμοί Κελσίου) είναι η μεγαλύτερη απ’ ότι σε όλους τους άλλους πλανήτες.

   ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ: Η επιφάνεια του Ερμή μοιάζει με την επιφάνεια της Σελήνης, ενώ το εσωτερικό του μ’ αυτό της Γης. Ο πυρήνας του, αποτελούμενος κυρίως από σίδηρο και νικέλιο, αποτελεί το 80% της μάζας του Ερμή και έχει διάμετρο 3.600 χιλιομέτρων. Ο πυρήνας δηλαδή του Ερμή είναι μεγαλύτερος από ολόκληρη τη Σελήνη, ενώ πάνω απ’ αυτόν, ο μανδύας του έχει πάχος 600 χιλιομέτρων. Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά της επιφάνειας είναι ένα τεράστιο λεκανοπέδιο, που ονομάστηκε Λεκανοπέδιο Θερμίδων (Caloris), διαμέτρου 1.400 χιλιομέτρων, αποτέλεσμα τεράστιας σύγκρουσης του Ερμή με αστεροειδή διαμέτρου τουλάχιστον 100 χιλιομέτρων. Ο αστεροειδής αυτός έπεσε στην επιφάνεια με ταχύτητα 500.000 χιλιομέτρων/ώρα, αφού δεν υπήρχε, τότε, κανένα είδος ατμόσφαιρας για να ελαττώσει την ταχύτητά του, που οφείλονταν, κυρίως, στην μεγάλη βαρυτική δύναμη που ασκούσε στον επερχόμενο αστεροειδή ο Ήλιος. Σημειώνουμε πως η ένταση της σύγκρουσης σχημάτισε και μια λοφώδη περιοχή στην εκ διαμέτρου αντίθετη επιφάνεια [όπως ένα εξόγκωμα σε μια λαμαρίνα που χτυπήθηκε εξωτερικά και βούλιαξε, δημιουργώντας εξόγκωμα στη μέσα πλευρά!]. Η επιφάνεια του Ερμή καλύπτεται και από τεράστιες χαράδρες με μήκη μέχρι 500 χιλιομέτρων και όρη ύψους πάνω από 3.000 μέτρα. Οι επιστήμονες υπολογίζουν ότι οι χαράδρες είναι ρήγματα που δημιουργήθηκαν καθώς ο τεράστιος σιδερένιος πυρήνας του Ερμή συρρικνώνονταν κατά την αργή στερεοποίησή του. Ένα τέτοιο ρήγμα [Santa Maria Rupes] έχει βάθος 3.200 μέτρων. Αν ρίχναμε μια πέτρα από την κορυφή του ρήγματος αυτού θα χρειαζόταν 130 δευτερόλεπτα για να φτάσει στον πυθμένα, αφού η βαρύτητα του Ερμή είναι τρεις φορές μικρότερη από την βαρύτητα στη Γη. Ένας άνθρωπος δηλαδή βάρους 75 κιλών στη Γη, στον Ερμή θα είχε βάρος νηπίου, 25 μόνο κιλών.

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ: Το μέλλον του Ερμή είναι προδιαγεγραμμένο. Ως πλησιέστερος πλανήτης στον Ήλιο, θα είναι και ο πρώτος που θα καταστραφεί, όταν ο Ήλιος φτάσει στο στάδιο της μετατροπής του σε κόκκινο γίγαντα. Σε λιγότερο από πέντε δισεκατομμύρια χρόνια, ο Ήλιος θα αρχίσει να διογκώνεται και η επιφάνειά του θα φτάσει τον Ερμή εξαερώνοντάς τον. Η ίδια κατάληξη επιφυλάσσεται για όλους τους εσωτερικούς πλανήτες του Ήλιου, της Γης συμπεριλαμβανομένης. Τότε ο Ήλιος θα μετατραπεί σε μιμητή του Κρόνου, που θα καταπιεί τα ίδια του τα παιδιά.

   ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗ: Η πρώτη διαστημική συσκευή που πέρασε από τον Ερμή ήταν ο Μάρινερ 10, που τον επισκέφτηκε τρεις φορές (1974-5) και φωτογράφησε σχεδόν την μισή επιφάνεια του Ερμή, στέλνοντας 10.000 φωτογραφίες που αποκάλυψαν το “βλογιοκομμένο πρόσωπο” του πλανήτη από μετεωρικούς κρατήρες. Παρ’ όλες τις ακραίες θερμοκρασίες του πλανήτη, υπάρχουν ορισμένα σημεία στις πολικές περιοχές του Ερμή που θα μπορούσαν να είναι τα σημεία προσεδάφισης μελλοντικών διαστημικών αποστολών. Στα σημεία αυτά, που είναι προστατευμένα από τις καυτές ηλιακές ακτίνες, πρέπει να διατηρείται ακόμη πάγος και παγωμένο δοξείδιο του άνθρακα, υπολείμματα της αρχέγονης εποχής πριν από 4 δισεκατομμύρια χρόνια όταν πάγωσαν για πρώτη φορά τα υλικά αυτά μετά την γέννηση του πλανήτη. Η ανάλυση παρόμοιων υλικών από κάποιο μελλοντικό διαστημόπλοιο θα μας πληροφορούσε για την κατάσταση που επικρατούσε τότε. 

Ο Ερμής από τον Μέσεντζερ

   Το δεύτερο διαστημόπλοιο που τον επισκέπτεται είναι το MESSENGER, που έχει πραγματοποιήσει τρεις διελεύσεις χαρτογραφώ-ντας το 98% της επιφάνειας του πλανήτη.    Η χαρτογράφηση ολοκληρώθηκε το 2011, οπότε και μπήκε σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη.

1. Στα Ελληνιστικά Χρόνια ονομαζόταν και Στίλπων (λαμπρός-γυαλιστερός).

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


23.11.25

Ο πλανήτης Αφροδίτη + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου – συγγραφέα

 

Ο πλανήτης Αφροδίτη + ΒΙΝΤΕΟ

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου – συγγραφέα


ΓΕΝΙΚΑ
: Η Αφροδίτη, ο δεύτερος σε απόσταση από τον Ήλιο πλανήτης του Ηλιακού Συστήματος, είναι το πιο λαμπρό αντικείμενο στον νυκτερινό ουρανό μετά τον Ήλιο και τη Σελήνη. Ο λαός την ονομάζει Αυγερινό (τις ώρες του χαράματος) ή Αποσπερίτη (κατά το σούρουπο). Είναι παρόμοια της Γης σε μέγεθος, αλλά πολύ διαφορετική σε φυσικά χαρακτηριστικά, καθώς καλύπτεται από πυκνά νέφη διοξειδίου του άνθρακα και διοξειδίου του θείου, ενώ η πίεση και η θερμοκρασία στην επιφάνεια της είναι πολύ μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες της Γης.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Η Αφροδίτη ήταν γνωστή από τους αρχαίους χρόνους, καθώς είναι εύκολα ορατή στον ουρανό. Στην αρχαιότητα ονομάζονταν Εωσφόρος ["αυτός που φέρνει την Εώ, δηλαδή την αυγή], όταν εμφανίζονταν το πρωί και 'Έσπερος το βράδυ. H θεά Αφροδίτη ήταν, κατά τη Μυθολογία, η προσωποποίηση της ομορφιάς και η προστάτιδα του έρωτα. Έτσι είναι προφανής ο λόγος που δόθηκε το όνομα της πιο λαμπερής θεάς στο συγκεκριμένο πλανήτη.

Συγκριση των 4 πρώτων πλανητών του Ηλιακού Συστήματος.
ΘΕΣΗ ΣΤΟ ΗΛΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ: Η Αφροδίτη είναι ένας από τους τέσσερις εσωτερικούς, γαιώδεις πλανήτες του Ηλιακού Συστήματος. Απέχει κατά μέσο όρο 108 εκατομμύρια χιλιόμετρα από τον Ήλιο [περίπου 0,7 AU]. Η τροχιά της περιφοράς της Αφροδίτης γύρω από τον Ήλιο είναι σχεδόν κυκλική, αντίθετα με την ελλειπτική των άλλων πλανητών. Η περίοδος περιφοράς είναι 0,62 γήινα έτη [7 και κάτι γήινοι μήνες]. Η ελάχιστη απόσταση της από τη Γη είναι 38 εκατομμύρια χιλιόμετρα, ενώ η μέγιστη είναι 257 εκατομμύρια χιλιόμετρα [όταν η Αφροδίτη βρίσκεται πίσω από τον ήλιο]. Αντιλαμβανόμαστε ότι η Αφροδίτη είναι πλησιέστερος στη Γη πλανήτης.

ΦΥΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ: Η μάζα της Αφροδίτης έχει μάζα ίση με το 81,5% της Γης. Η μέση πυκνότητά της είναι 5243 kg/m3. Η διάμετρός της είναι το 0,95 της διαμέτρου της Γης (περίπου 12.000 χλμ.). Λόγω της ομοιότητας σε μάζα και μέγεθος, χαρακτηρίζεται μερικές φορές αδελφός πλανήτης της Γης. Ωστόσο, οι συνθήκες στην επιφάνεια της Αφροδίτης διαφέρουν σημαντικά από τις γήινες, λόγω της εξαιρετικά πυκνής ατμόσφαιρας και της σύστασής της. Έτσι, η ατμοσφαιρική πίεσή της είναι 92 γήινες ατμόσφαιρες! Μια τέτοια πυκνή ατμόσφαιρα προκαλεί έντονη διάθλαση του ηλιακού φωτός [ένας παρατηρητής στην επιφάνεια του πλανήτη θα έβλεπε τα αντικείμενα καμπυλωμένα!]. Επιπλέον, αποτελείται κατά 96,5% από διοξείδιο του άνθρακα, ποσοστό απαγορευτικό για την ύπαρξη ζωής. Το βασικό συστατικό των νεφώσεων πάνω από το στρώμα του διοξειδίου του άνθρακα, είναι θειικό οξύ. Το διοξείδιο του άνθρακα και το θειικό οξύ, στην ατμόσφαιρα της Αφροδίτης συντηρούν ένα έντονο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Για αυτό το λόγο, σε συνδυασμό με την μεγάλη πυκνότητα της ατμόσφαιρας, η Αφροδίτη έχει εξαιρετικά υψηλή μέση επιφανειακή θερμοκρασία, [460ο C, αρκετή για να λιώσει ένα κομμάτι μόλυβδος]. Η σύσταση της Αφροδίτης είναι παρόμοια με τη γήινη. Η επιφάνειά της έχει περισσότερα από 1.600 ηφαίστεια, όρη και πεδιάδες λάβας. Η δραστηριότητα αυτών των ηφαιστείων έχει σταματήσει όμως πριν 500 εκατομμύρια χρόνια, σύμφωνα με ενδείξεις. Ακόμη επισημαίνεται η απουσία σεισμικής δραστηριότητας. Η περίοδος περιστροφής γύρω από τον άξονά της (η “ημέρα” της Αφροδίτης) διαρκεί 243 γήινες ημέρες (με διαφορά η πλέον αργή περιστροφή μεταξύ των πλανητών του Ηλιακού Συστήματος). Σημειωτέον η “ημέρα” της Αφροδίτης είναι μεγαλύτερη από το “έτος” της!! Επιπλέον, περιστρέφεται με ανάδρομη φορά, δηλαδή από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Λόγω της «ανάποδης» περιστροφής της, το μήκος της ηλιακής ημέρας είναι σημαντικά μικρότερο [για έναν παρατηρητή στην επιφάνεια της Αφροδίτης, το χρονικό διάστημα από την μία ανατολή Ηλίου μέχρι την επόμενη θα ήταν 117 γήινες ημέρες. Ακόμη, το ένα ημισφαίριο είναι στο απόλυτο σκοτάδι επί 58 μέρες, ενώ το άλλο δέχεται όλη την ηλιακή ακτινοβολία επί άλλες 58. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση στην ανώτερη ατμόσφαιρά της ισχυρότατων ανέμων. Οι επιστήμονες πιθανολογούν ότι η Αφροδίτη δεν διαθέτει ρευστό πυρήνα, κι αυτό γιατί το μαγνητικό πεδίο του πλανήτη είναι πολύ πιο αδύναμο από το γήινο.

ΘΕΣΗ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ: Η Αφροδίτη είναι ορατή με γυμνό μάτι από τη Γη. Μπορούμε να τη δούμε νωρίς το πρωί, πριν την ανατολή του Ηλίου, ή λίγο μετά τη δύση. Το επίπεδο της τροχιάς της γύρω από τον Ήλιο είναι σχεδόν ίδιο με αυτό της Γης, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται από τη Γη διαβάσεις της Αφροδίτης μπροστά από τον ηλιακό δίσκο. Αυτές συμβαίνουν κάθε 120 έτη, σε ζευγάρια δυο διαβάσεων με διαφορά οκτώ χρόνων η μία από την άλλη. Η πιο πρόσφατη διάβαση έγινε το 2004, ενώ η η επόμενη συνέβη το 2012. Η παρατήρηση με τηλεσκόπιο, των διαβάσεων της Αφροδίτης αποτέλεσαν τη βάση για αστρονομικά πειράματα, που επέτρεψαν τη μέτρηση της απόστασης της Γης από τον Ήλιο με μεγάλη ακρίβεια. Όταν η Αφροδίτη βρίσκεται μεταξύ της Γης και του Ήλιου, σε θέση που ονομάζεται κατώτερη σύνοδος, πλησιάζει τη Γη περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πλανήτη, και βρίσκεται σε απόσταση περίπου 40 εκατομμύρια χλμ. Αυτό συμβαίνει κάθε 584 ημέρες κατά μέσο όρο. Όσο για την αργή περιφορά της γύρω από τον 'Ηλιο η σύγκριση με την ατίστοιχη γήινη είναι αρκούντως εμφατική: Στον ισημερινό, η Αφροδίτη περιστρέφεται με μόλις 6,5 km/h, ενώ στη Γη η αντίστοιχη ταχύτητα περιστροφής στον ισημερινό είναι 1.600 km/h!

Η επιφάνεια της Αφροδίτης φωτογραφημένη από τον Μαγγελάνο
ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗ
: Η Αφροδίτη είναι ο πιο εύκολα προσεγγίσιμος πλανήτης από τη Γη. Ένα ταξίδι έως αυτήν απαιτεί, με τη σημερινή τεχνολογία, μόλις τέσσερις μήνες. Έτσι, υπήρξε στόχος πολλών μη επανδρωμένων εξερευνητικών διαστημικών αποστολών από τις ΗΠΑ και την πρώην Σοβιετική Ένωση. Όμως, το ενδιαφέρον ατόνησε όταν διαπιστώθηκαν οι ακραίες συνθήκες που επικρατούν στην επιφάνειά της. Παλαιότερα, πιστευόταν ότι κάτω από τα πυκνά σύννεφα μπορεί να υπήρχαν ωκεανοί και ενδεχομένως ζωή, κάτι εντελώς αντίθετο από αυτό που συμβαίνει πραγματικά. Η πρώτη επιτυχημένη αποστολή ήταν ο Mariner 2 των ΗΠΑ, που έστειλε τις πρώτες κοντινές λήψεις από τον πλανήτη το 1962. Ακολούθησε η πρώτη προσεδάφιση με το Venera 3, το 1966 από τους Σοβιετικούς, που ήταν άλλωστε η πρώτη προσεδάφιση ανθρώπινης κατασκευής σε άλλο πλανήτη. Οι Σοβιετικοί συνέχισαν να στέλνουν διαστημοσυσκευές της σειράς Venera στην Αφροδίτη έως και το 1983, κάνοντας αναλύσεις εδάφους και ατμόσφαιρας, ενώ φωτογράφισαν την επιφάνεια της Αφροδίτης, [πρώτη φορά φωτογραφίες εδάφους], με το Venera 9, το 1975. Το επόμενο βήμα στην εξερεύνηση του πλανήτη έγινε με τη διαστημοσυσκευή Μαγγελλάνος της NASA, που έφτασε στην Αφροδίτη το 1989 και χαρτογράφησε για τέσσερα χρόνια με ραντάρ το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη, αποκαλύπτοντας ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της επιφάνειας, τους μηχανισμούς διαμόρφωσής της καθώς και το μαγνητικό πεδίο του πλανήτη. Το 2006 εκτοξεύτηκε η πρώτη Ευρωπαϊκή αποστολή προς την Αφροδίτη, το Venus Express, που θα μείνει σε τροχιά γύρω της για ενάμισι χρόνο και θα μελετήσει κυρίως την ατμόσφαιρά της σε διάφορα μήκη κύματος, καθώς και το κλίμα και την επιφανειακή θερμοκρασία.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ:

Αφήλιο: 108.942.109χλμ., Περιήλιο:107.476.259 χλμ.

Περίοδος περιφοράς (έτος): 224,7 ημ., Βαρύτητα επιφ.: 0,904 g.

Εμβαδόν επιφανείας: 460.200.000, Pυκνότητα:5,204 γρμ./εκ.

Ατμόσφαιρα: 96,50% Διοξείδιο του άνθρακα, 3,50% Άζωτο, 0,007% Αργό, 0,002% υδρατμοί, 0,0017% Μονοξείδιο του άνθρακα, 0,0015% Διοξείδιο του θείου, 0,0012% Ήλιο, 0,0007% Νέον.

Βιβλιογραφία: Seidelmann, P. Kenneth (2007). "Έκθεση της Ομάδα Εργασίας IAU/IAG για συντεταγμένες και ταχύτητες περιστροφής, στοιχεία: 2006". W.H. Smith World Atlas, εκδόσεις W.H. Smith, Λονδίνο 1979.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


21.11.25

Σαν σήμερα 28.11.[1943] Η Διάσκεψη της Τεχεράνης Η αρχή του τέλους για την ήττα του Άξονος Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

 

Ε   π   τ   ά      η   μ  έ  ρ  ε   ς

Σαν σήμερα 28.11.[1943] Η Διάσκεψη της Τεχεράνης

Η αρχή του τέλους για την ήττα του Άξονος

Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

   

Οι τρεις ηγέτες σε ένα διάλειμμα της διάσκεψης.
   Η Διάσκεψη της Τεχεράνης, που διεξήχθη από 28 Νοεμβρίου έως 1η Δεκεμβρίου 1943, ήταν η πρώτη συνάντηση των λεγόμενων «Τριών Μεγάλων» του Β' Παγκοσμίου Πολέμου: Φράνκλιν Ρούζβελτ (ΗΠΑ), Ουίνστον Τσώρτσιλ (Βρετανία) και Ιωσήφ Στάλιν (ΕΣΣΔ). Οι κύριες αποφάσεις περιλάμβαναν τον συντονισμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά του Άξονα, τη δημιουργία ενός διεθνούς οργανισμού για τη διατήρηση της ειρήνης (που αργότερα έγινε ο ΟΗΕ) και την ενίσχυση της γιουγκοσλαβικής αντίστασης. Συγχρόνως απορρίφθηκε η πρόταση για διαμελισμό της Γερμανίας και συμφωνήθηκε η εκμηδένιση του γερμανικού μιλιταρισμού και ναζισμού.

Η Διάσκεψη της Τεχεράνης, ήταν ουσιαστικά η πρώτη συνάντηση των «Τριών Μεγάλων» του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι κύριες αποφάσεις περιλάμβαναν τον συντονισμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά του Άξονα, τη δημιουργία ενός διεθνούς οργανισμού για τη διατήρηση της ειρήνης (που αργότερα έγινε ο ΟΗΕ) και την ενίσχυση της γιουγκοσλαβικής αντίστασης.

Το 1943, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη με τους μεγάλους Συμμάχους να μάχονται ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα. Διαφαινόταν ότι η πλάστιγγα της νίκης θα έγερνε υπέρ των Συμμάχων. Όλα όμως παρέμεναν ρευστά και πολλά θα κρίνονταν από τη μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση που ήθελαν οι Σύμμαχοι να διεξάγουν στο Δυτικό Μέτωπο, ως ένα τελικό και αποφασιστικό χτύπημα κατά των Ναζί. Ήταν πλέον απαραίτητο οι τρεις ηγέτες να βρεθούν, για πρώτη φορά, στο ίδιο δωμάτιο, και να συμφωνήσουν στην χάραξη της στρατηγικής τους, έτσι φθάσαμε στη Διάσκεψη της Τεχεράνης.

Ο Αυστραλός ανταποκριτής του ΒBC Τσ. Γουίλμοτ γράφει σχετικά στα απομνημονεύματά του [Μάιος 1952/ΤΟ ΒΗΜΑ}:

«Τον Δεκέμβριο του 1942, ο Ρούσβελτ και ο Τσώρτσιλ ειδοποίησαν τον Στάλιν ότι θα πρέπει να πραγματοποιηθή τριμερής διάσκεψις κατά την οποίαν θα καθορισθή η μελλοντική στρατηγική των Συμμάχων. Ο κ. Τσώρτσιλ εις τηλεγράφημά του προς τον Στάλιν έλεγε τα εξής: Απεφασίσαμε να επιτεθώμεν εναντίον της Γερμανίας, με όλας μας τας δυνάμεις, εντός του 1943. Ο Στάλιν απήντησεν ότι ευχαρίστως δέχεται να συμμετάσχη εις τριμερή διάσκεψιν, αλλά εξέφρασε την λύπην του διότι λόγω της στρατιωτικής καταστάσεως δεν δύναται ούτε επί μίαν ημέραν να εγκαταλείψη την Σοβιετικήν Ένωσιν.. Εις την απάντησίν του, έλεγε:

   Επιτρέψετέ μου να εκφράσω την πεποίθησίν μου ότι αι υποσχέσεις διά το δεύτερον μέτωπον, αι οποίαι εδόθησαν από σας, κύριε Πρόεδρε και από τον κ. Τσώρτσιλ, θα πραγματοποιηθούν και ότι την άνοιξιν του 1943, αι δυνάμεις της Μεγάλης Βρεττανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών θα ανοίξουν το δεύτερον μέτωπον. Η υπόσχεση στην οποία αναφέρεται ο Στάλιν αφορά την υποχρέωση που είχαν αναλάβει οι Δυτικοί (ΗΠΑ και Βρετανία) να πραγματοποιήσουν ισχυρή επίθεση στις γερμανικές θέσεις στη Δυτική Ευρώπη προκειμένου να αποσπαθούν γερμανικές δυνάμεις από το Ανατολικό Μέτωπο και να διευκολυνθούν έτσι οι Σοβιετικές Δυνάμεις που ως τότε σήκωναν το μεγάλο βάρος της ανάσχεσης των Ναζί στην Ανατολική Ευρώπη.

Μετά από αρκετές διαβουλεύσεις, τηλεγραφήματα και επιμέρους συσκέψειςήρθε η ώρα της κοινής συνάντησης. Τα σχέδια διά την επίθεσιν εις την Δύσιν συνεπληρούντο και το γεγονός αυτό καθιστά απαραίτητην μίαν συνάντησιν των Μεγάλων. Η συνάντησις ωρίσθη να γίνη εις την Τεχεράνην. Προηγουμένως, οι κ.κ. Ρούσβελτ και Τσώρτσιλ συνηντήθησαν εις το Κάιρον και έλαβαν αποφάσεις σχετικώς με τον πόλεμον εναντίον της Ιαπωνίας.

Ο Ρούσβελτ για τον Στάλιν: »Όταν ο Ρούσβελτ έφθασεν εις την Τεχεράνην, επίστευεν ότι θα του ήτο πολύ ευχερές να διαπραγματευθή με τον Στάλιν. Άλλωστε, εις μίαν επιστολήν του προς τον κ. Τσώρτσιλ, είχεν αναφέρει ότι μπορεί και συνεννοείται με τον Στάλιν καλύτερα από το Στέϊτ Ντιπάρτμεντ και το Φόρεϊν Όφφις. Η αισιοδοξία αυτή του προέδρου Ρούσβελτ και η πεποίθησίς του ότι ο Στάλιν ενδιεφέρετο μόνον διά την ασφάλειαν της χώρας του, επηρέασαν αποφασιστικώς τας συνομιλίας. Εις την πρώτην συνάντησίν του με τον Στάλιν, η οποία έγινε χωρίς να παρίσταται ο κ. Τσόρτσιλ, ο πρόεδρος Ρούσβελτ εξέθεσε τα γενικά σχέδιά του διά την διεξαγωγήν του πολέμου και την οργάνωσιν του μεταπολεμικού κόσμου.

Ο Στάλιν για τον Ρούσβελτ: »Ο Στάλιν έμεινε ικανοποιημένος από την συνάντησιν και επρότεινεν όπως ο Ρούσβελτ προεδρεύη εις όλας τας συσκέψεις των τριών Μεγάλων. Το ίδιο βράδυ εκάλεσε τον Ρούσβελτ να γευματίση μαζί του εις το μέγαρον της σοβιετικής πρεσβείας. Είπε μάλιστα ότι τούτο είναι απαραίτητον να γίνη διότι είχε πληροφορίας ότι οι Γερμανοί είχαν καταστρώσει σχέδιον διά να δολοφονήσουν τον Ρούσβελτ και ότι έπρεπε ο πρόεδρος να μην ευρίσκεται εις το μέγαρον της Αμερικανικής πρεσβείας. Την επομένην επραγματοποιήθη συνάντησις των τριών Μεγάλων και ο Στάλιν ετόνισεν ότι ενδιαφέρεται να πραγματοποιηθή το ταχύτερον το σχέδιον “Όβερλοντ”. Ταυτοχρόνως είπεν ότι θα ήτο πρόθυμος να κηρύξη τον πόλεμον εναντίον της Ιαπωνίας, μόλις ο γερμανικός στρατός κατέρρεε. Η δήλωσις αυτή προεκάλεσε ικανοποίησιν εις τος Αμερικανούς. Ο Τσώρτσιλ επέμεινεν όπως οι Σύμμαχοι αποβιβασθούν εις την Ελλάδα και βοηθήσουν τον Τίτο, συγχρόνως δε εξασφαλίσουν τα ιταλικά αεροδρόμια της κοιλάδας Πο εις την Ιταλίαν. Κανένα από τα σχέδια αυτά δεν ενδιέφερε τον Στάλιν. Κατά την άποψιν του, συμμαχικαί αποβάσεις θα έπρεπε να γίνουν εις την νότιαν Γαλλίαν και όχι εις τα Βαλκάνια. Ήτο προφανές ότι οι Ρώσσοι δεν επεθύμουν την παρουσίαν αγγλοαμερικανικών στρατευμάτων εις την Βαλκανικήν χερσόνησον [προφανώς για να νέμονται οξ ίδιοι μεταπολεμικά τον χώρο αυτό!] Αντιθέτως, ήθελαν να συγκεντρώσουν οι Σύμμαχοι τας προσπαθείας των εις την Δυτικήν Μεσόγειον. Ο Ρούσβελτ επίστευσεν ότι εξησφάλισε την φιλίαν του Στάλιν και το γεγονός αυτό ήσκησε μεγάλην επιρροήν εις την πολιτικήν την οποίαν ηκολούθησε μέχρι της διασκέψεως της Γιάλτας. Γενικώς, ο πρόεδρος Ρούσβελτ επίστευεν ότι η διάσκεψις της Τεχεράνης είχεν ευνοϊκά αποτελέσματα διά τας Δυτικάς Δυνάμεις εφόσον κατ’ αυτήν εξησφαλίσθη η συμμετοχή της Ρωσσίας εις τον πόλεμον εναντίον της Ιαπωνίας. Τας πολιτικάς συνεπείας της διασκέψεως αυτής μόνον ο κ. Τσώρτσιλ είχε προβλέψει. Και είχεν εκφράσει τας ανησυχίας του διά το γεγονός ότι τα Βαλκάνια και η Κεντρική Ευρώπη, θα έπιπταν εις την ρωσσικήν σφαίραν επιρροής».

   

Ρωσικό αναμνηστικό γραμματόσημο 80 έτη μετά.
   Τον Αύγουστο του 1951, «ΤΟ ΒΗΜΑ» δημοσιεύει την καταγραφή των συγκεκριμένων γεγονότων, από τον στρατηγό Ομάρ Μπράντλεϋ, επιτελάρχη Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ: «Οι αρχηγοί του κοινού συντονιστικού επιτελείου ανεχώρησαν από το Κάϊρον αεροπορικώς διά την Τεχεράνην. Ο Στάλιν εδήλωσεν ότι μετά την ήτταν της Γερμανίας η Σοβιετική Ένωσις εσκόπευε να συμμετάσχη και αυτή ενεργώς του πολέμου κατά της Ιαπωνίας. Ακολούθως, αντιπαρερχόμενος το ιταλικόν μέτωπον, το οποίον εθεωρούσεν ως ένα τοπικόν περισπασμόν ο Στάλιν εδήλωσεν, ότι το κατάλληλον σημείον διά μίαν επίθεσιν των συμμάχων ευρίσκει εις την βορειοδυτικήν εσχατιάν της Γαλλίας, εις την εντεύθεν ακτήν της Μάγχης. Έτσι ελήφθη η τελική απόφασις. Ύστερα από συζητήσεις, υπεκφυγάς, περισπασμούς και σύγχυσιν δύο ετών, η επιχείρησις ΟΒΕΡΛΟΡΝΤ, δηλαδή η απόβασις εις την επί της Μάγχης γαλλικήν ακτήν, απέβη οριστικώς και ανεκκλήτως η κλεις της στρατηγικής των συμμάχων εις τον πόλεμον της Ευρώπης.





ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Το μοιρολόγι της φώκιας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο - AUDIOBOOK διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

  Το μοιρολόγι της φώκιας τ ου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο - AUDIOBOOK διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου Κάτω από τον κρημνό...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....