Ετικέτες - θέματα

28.9.25

Η Ομοφυλοφιλία + ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου- συγγραφέα

 

Η Ομοφυλοφιλία + ΒΙΝΤΕΟ

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου- συγγραφέα


  

  Ομοφυλοφιλία ορίζεται η ερωτική έλξη προς άτομο του ιδίου φύλου. Ο όρος ομοφυλοφιλία είναι Ελληνικό αντιδάνειο του όρου Homosexualität, που είχε πλάσει ο Αυστριακός νευρολόγος-ψυχίατρος Krafft-Ebing. Η αρνητική αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας οφειλόμενη στην υπέρβαση του καθιερωμένου: το αρσενικό ζευγαρώνει με θηλυκό, χαρακτηρίζεται "αφύσικη έλξη". Έτσι, η αντίληψη της “ανατομικής μαρτυρίας” αντιτίθεται στην υποχρέωση για σεβασμό του δικαιώματος επιλογής συντρόφου. Ακόμη θεωρείται ότι η φύση προίκισε τον άνθρωπο με ένστικτο αυτοσυντήρησης, που περιέχει και την αναπαραγωγή. Η σεξουαλική ηδονή είναι έκφραση-παρότρυνση αυτού του ενστίκτου. Μια ένωση ομοφύλων καταχρώμενη τη σεξουαλική ηδονή, δεν παράγει καρπούς Τα αντεπιχειρήματα είναι δύο: Ότι η ομοφυλοφιλία συναντάται και σε ζώα και ότι το σεξ με προφυλάξεις (που στοχεύει μόνο στην ηδονή) ή τα εκουσίως άτεκνα ετερόφυλα ζευγάρια, δεν αντιμετωπίζουν ανάλογη εχθρότητα, παρ' όλο που δεν αναπαράγονται.

   ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Στην Αρχαία Ελλάδα η λέξη που χρησιμοποιούνταν ήταν “κίναιδος”: ["καταπύγων”]. Ο Σόλων αναφέρει ότι όποιος είχε ομοφυλοφιλική σχέση έχανε τα πολιτικά δικαιώματα και αν δεν υπάκουε καταδικαζόταν σε θάνατο (Νόμοι 332). Αυτό βεβαιώνει και ο Δημοσθένης (345 π.Χ.) στην υπόθεση Αισχίνη κατά Τιμάρχου, όταν ο πρώτος κατηγόρησε τον δεύτερο ως ομοφυλόφιλο, που δεν επιτρεπόταν «ομιλείν δημοσίως» (Τιμάρχου 46). Ο Αίσωπος υπερασπιζόταν με σχετικό μύθο ότι η ερωτική πράξη μεταξύ ανδρών αντιτίθεται στην αιδώ. Ο Πλάτων χαρακτηρίζει: την "επαφή αρσενικών με αρσενικά και θηλυκών με θηλυκά παρά φύσιν" (Νόμοι 636c), προσθέτοντας: "τέτοιες επαφές να απαγορευθούν εντελώς". Ο Σωκράτης χαρακτήριζε τέτοιες σχέσεις“ανάξιο και ανάρμοστο, (...) κάτι που κάθε άλλο παρά αγαθό είναι” (Ξενοφών: Απομνημονεύματα Α II30). Ο Αιλιανός, λέει για τους Σπαρτιάτες: “Ο Σπαρτιατικός έρωτας δεν είχε σχέση με αισχρότητες. Εάν ποτέ έφηβος επεχείρησε να ασελγήσει σε βάρος άλλου, δεν τους συνέφερε να καταντροπιάσουν την Σπάρτη. Τότε, ή εξορίζονταν ή έχασαν την ζωή τους”. Ακόμη: "ο ψυχικός δεσμός μεταξύ των νέων (Σπαρτιατών) δεν είχε καμία σχέση με τις σωματικές επαφές” (Πλούταρχος).

   ΕΠΙΣΤΗΜΗ: Η έρευνα για την ομοφυλοφιλίας εστιάζεται σε δομικές μετρήσεις εγκεφάλου, γενετικά δεδομένα, οικογενειακές τάσεις και ανατομικές ομοιότητες. Κάποιοι προτείνουν ότι περιοχή του χρωμοσώματος Χ μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στο σεξουαλικό προσανατολισμό. Σε πολλούς δημιουργήθηκε η υπόθεση ότι η μητρική επιρροή είναι σημαντική, ως πιθανός φορέας κάποιου “ειδικού” γονιδίου. Το σύνολό των ερευνών δείχνει ότι, ενώ η γενετική είναι πιθανό να διαδραματίσει ρόλο, περιβαλλοντικοί παράγοντες συμβάλλουν επίσης στο σεξουαλικό προσανατολισμό. Στο ερώτημα: «Γεννιόμαστε ομοφυλόφιλοι ή γινόμαστε;» η επιστήμη δεν απαντά, συνοψίζοντας: Αυτό που καθορίζει το φύλο, επηρεάζεται από γονίδια, εγκέφαλο, ορμόνες, εσωτερικά γεννητικά όργανα και περιβάλλον.

  ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: Ο Φρόιντ πίστευε ότι η ομοφυλοφιλία αποτελεί αποτέλεσμα ψυχολογικών ενεργειών της παιδικής ηλικίας: Η “φάση πολύ ισχυρής αλλά σύντομης συσχέτισης του παιδιού με κάποια γυναίκα”, έντονα παρούσας στην παιδική ηλικία του ατόμου παίζει βαρύνουσα σημασία. Όταν η φιγούρα χάνεται, το Εγώ αντικειμενικοποιεί τον ίδιο του τον εαυτό, μετατρέποντάς τον στην φιγούρα αυτή. Καθοριστικός παράγοντας είναι η πατρική απουσία που “πιθανόν οδηγεί στην ίδια ψυχολογική αποτύπωση”. Ο Γιούνκ πιθανολογεί ότι οι ομοφυλόφιλοι έχουν συγκεκριμένα αρνητικά χαρακτηριστικά λόγω ακριβώς της προτίμησης τους. Η ομοφυλοφιλία είχε καταχωρηθεί ως διαταραχή στο εγχειρίδιο του Αμερικανικού Συνδέσμου Ψυχιατρικής (APA). Το 1970, ο APA άλλαξε τακτική λόγω κοινωνικών ζυμώσεων που είχαν ξεκινήσει. Έτσι, στο επόμενο εγχειρίδιο, μπήκε μια γενικότερη διαταραχή, του “Διαταραγμένου Σεξουαλικού Προσανατολισμού”. Αργότερα (1980), η τρίτη έκδοση περιείχε νέα σχετική διαταραχή, την “Εγω-δυστονική ομοφυλοφιλία” [Έλλειψη ετεροφυλοφιλικής διέγερσης, άγχος από ανεπιθύμητη ομοφυλοφιλική διέγερση]. Εξαιτίας των κινημάτων υπέρ των ομοφυλοφίλων, ο σύλλογος υπαναχώρησε. Σήμερα, οι περισσότεροι ψυχιάτροι δεν θεωρούν την ομοφυλοφιλία διαταραχή, τουλάχιστον στη Δύση, καθώς είναι δύσκολο να υπάρξουν στοιχεία για χώρες όπου η ομοφυλοφιλία θεωρείται αδίκημα, επισύρον και θανατική ποινή!

   ΒΙΒΛΟΣ: Στην Παλαιά Διαθήκη διαβάζουμε: «ος αν κοιμηθή μετά άρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα εποίησαν αμφότεροι». (Λευιτ. ιη΄22). Στην Καινή Διαθήκη η ομοφυλοφιλία χαρακτηρίζεται αφύσικη: «άρσενες αφέντες την φυσικὴν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι» (Ρωμ. α΄ 27). Οι Πατέρες της Εκκλησίας αντιμετώπισαν την αρσενοκοιτία ως αμαρτία, ενώ απαγορεύεται και από το Κοράνι. Μολαταύτα, αυτό δεν εμπόδισε τους πιστούς Μωαμεθανούς, Οθωμανούς Τούρκους αγάδες να έχουν και χαρέμια νεαρών!

   ΕΚΚΛΗΣΙΑ: Η Ορθοδοξία βλέπει τον ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό ως διαταραχή και ασθένεια, θεωρώντας τέτοιες πράξεις αμαρτωλές και καταστροφικές: “Ούτε πόρνοι, (...) ούτε μοιχοί, ούτοι εκθηλυμένοι, ούτε αρσενοκοίτες, ούτε (...) πρόκειται να κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού.” (Α΄ Κορ. στ΄ 9-10). Κατά την Εκκλησία, υπάρχουν και αμαρτίες προκαλούμενες από άγνοια ή πάθη, (ακούσιες, αθέλητες), που υπερνικούν τους ανθρώπους αναγκάζοντάς τους μέσα από παρορμήσεις και άκριτες επιθυμίες σε ενέργειες που οι ίδιοι δε θέλουν, συχνά περιφρονούν, ακόμα και όταν επιδίδονται σε αυτές. Όμως, αμαρτάνω σημαίνει αστοχώ, παραβιάζω, ηθελημένα ή όχι. Ο ομοφυλόφιλος Χριστιανός καλείται σε μια ιδιαίτερα σκληρή μάχη. Ο αγώνας δυσκολεύει με την δαιμονική εχθρότητα εκείνων που τον περιφρονούν και από την δαιμονική αποδοχή από πλανημένους “προοδευτικούς” συνηγόρους, εφαρμοστές της, που “καινοτομούν” προτείνοντας και καθιερώνοντας τελικά καρικατούρα “γάμο”, μεταξύ ομοφυλοφίλων! Όταν οι ομοφυλόφιλοι Χριστιανοί είναι πρόθυμοι να αγωνιστούν, αναγνωρίζοντας την κατάστασή τους και πάρουν βοήθεια από οικογένεια και φίλους, ο Κύριος εγγυάται νίκη και θεραπεία. Απόψεις ποιμένων, όπως: «Ηθικά απονευρωμένοι, με ψυχοπαθολογικές εκτροπές και ψυχασθένειες, με μανία (...), που έκαναν αξία ζωής τον σωλήνα αποβολής περιττωμάτων» (Μητρ. Πειραιώς, Σεραφείμ), δεν βοηθούν τους εμπαθείς πιστούς να αλλάξουν. Αντίθετα παρήγορα, ομιλεί ο γέρων Παϊσιος: “(Η ομοφυλοφιλία) είναι πάθος όπως και άλλα πάθη. Αν θέλει και προσπαθήσει μπορεί να κόψει την κακιά συνήθεια.”. Από την άλλη, μορφωμένοι ιερείς λένε: “Οταν ακούω ψυχίατρο παπά να λέει ότι έχει θεραπεύσει ομοφυλοφίλους, ξέρω ότι αποπειράθηκε να τους κάνει ψυχολογική λοβοτομή(!), παραδίδοντάς τους σε τρομερά βασανιστήρια και ενοχικά σύνδρομα. Όποιος προσπαθεί να θεραπεύσει ομοφυλόφιλο είναι ο ίδιος άρρωστος(!) που χρησιμοποιεί ταλαίπωρους για να δώσει τη δική του νευρωτική μάχη.” (!!!) (π. Φιλόθεος Φάρος, στην “Καθημερινή”). Φαίνεται πως ο ιερέας αυτός διαφωνεί με τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, που χαρακτηρίζει το πάθος: «αποκορύφωμα κακών, (...) ασθένεια βαρεία” Συγκρίνει, μάλιστα, την εποχή του, με την εποχή των Σοδόμων, προσθέττοντας: “Ποίους βαρβάρους δεν εξεπέρασαν, ποίον γένος θηρίων, δια της μιαράς αυτής σαρκικής μίξεως;Όμως, ο ομοφυλόφιλος είναι απόλυτα αποδεκτός από την Εκκλησία, όσο οιοσδήποτε. Αν ένας δολοφόνος ή ο υποκριτικά πιστός, όπως οι περισσότεροι, γίνεται αποδεκτός, γιατί όχι ένας ομοφυλόφιλος; Από την άλλη, η ομοφυλοφιλία δε μπορεί να γίνει αποδεκτή ως δρόμος που οδηγεί στο Θεό. Από αγάπη και ανησυχία προς τον πάσχοντα, η Εκκλησία δεν κρύβει ότι ο γάμος άντρα και γυναίκας είναι δρόμος που οδηγεί στο Θεό, ενώ η ομοφυλοφιλία δεν είναι. Η Εκκλησία, δεν “αναπαύει” λέγοντάς ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι μας υπαγορεύουν τα πάθη μας. Ο Κύριος, όποτε μιλάει για γάμο, αναφέρεται σε ζεύγος άντρα και γυναίκας. Ο Θεός δημιούργησε πρωταρχικό ζεύγος άντρα και γυναίκα, δίνοντάς τους την ευλογία του γάμου, ενώ δεν υπάρχει άλλος γάμος. Ο άνθρωπος που στράφηκε στην ομοφυλοφιλία, όταν προοδεύει στην αγιότητα καθαρίζοντας την καρδιά του από τα πάθη, απομακρύνει την ομοφυλοφιλία. Αν υπήρχαν άγιοι ομοφυλόφιλοι που αγίασαν μέσω της ομοφυλοφιλίας, οι Πατέρες θα το έγραφαν, γιατί η Εκκλησία δεν συντηρεί κοινωνικούς ηθικισμούς, αλλά γκρεμίζει στερεότυπα για να θεραπεύσει. Ασφαλώς έχουμε αγίους που υπήρξαν ομοφυλόφιλοι (όπως και αγίους που υπήρξαν δέσμιοι άλλων παθών), αλλά αγωνίστηκαν και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος νίκησαν και αγίασαν. Οι άγιοι Πρωτάς και Υάκινθος, ευνούχοι της αγίας Ευγενίας, ο άγιος Αζάτ, ευνούχος του Πέρση βασιλιά Σαπώρ, είναι μερικά παραδείγματα. Ακόμη, ξέρουμε τον άγιο Αμερικανό ιερομόναχο Σεραφείμ Ρόουζ, που πριν βαπτισθεί ήταν ομοφυλόφιλος, απέρριψε όμως το πάθος όταν έγινε ορθόδοξος. Ανάλογη η περίπτωση του μοναχού Κοσμά στο Ρέθυμνο, που εγκατέλειψε την ομοφυλοφιλία και ασκήτεψε κοντά σ’ ένα εκκλησάκι, όπου και κοιμήθηκε (1990). Υπάρχουν πολλές παρόμοιες περιπτώσεις.

 

   ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Αμαρτωλός δεν είναι ο «κακός», αλλά ο παγιδευμένος σε πάθη ανελεύθερος άνθρωπος. Ο χριστιανός καλείται να πολεμήσει τα πάθη του. Στον αγώνα, έχει βοηθό τις πρεσβείες των αγίων, τον πνευματικό του πατέρα και την εκκλησιαστική ζωή. Μ' αυτά θα ελκύσει τη θεία χάρη και θα θεραπευθεί. Αυτό ισχύει για όλα τα πάθη, και την ομοφυλοφιλία. Όλοι ελπίζουμε στη σωτηρία μας, αν και είμαστε δέσμιοι διαφόρων παθών. Ελπίζουμε να σωθούμε, όχι λόγω «αρετής», αλλά λόγω του αγαπητικού ελέους του Θεού, που αποζητάμε, μετανοώντας αγωνιζόμενοι. Αν όμως, προσπαθούμε να πείσουμε εαυτούς και άλλους, ότι τα πάθη μας είναι “εντάξει» και όχι αμαρτωλά πάθη, τότε είμαστε υποκριτές.


konstantinosa.oikonomou@gmail.com 

βιβλιογραφία: http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2012/01/blog-

«Απαντα Χρυσοστόμου», 13ος τόμος, έκδοση «Ωφελίμου βιβλίου»

Δημήτρης Αγοραστός Ψυχολογείν

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


26.9.25

Ο Πάν από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Ο Πάν

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


Παν και Σύριγξ [Πουσέν]
  ΓΕΝΙΚΑ – ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Ο Πάνας (αρχ. Παν), στην αρχαία Ελληνική Μυθολογία ήταν μια ανθρωπόμορφη δευτερεύουσα θεότητα, στενά συνδεδεμένη με τη Φύση, τα ζώα και τους ανθρώπους, Για πολλούς μελετητές ο Παν θεωρείται προσωποποίηση της γενετικής δύναμης της ζωής. Συνδυάζοντας τον άνθρωπο και ζωικό παράγοντα, ο Πάνας εικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, συγκεκριμένα τράγου. Θεωρείτο προστάτης κτηνοτρόφων, κυνηγών και των αλιέων. Ζούσε σε σε χώρους της φύσης (όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές, κορυφές). Η λατρεία του, με την πάροδο του χρόνου, αναπτύχθηκε, παράλληλα με το δωδεκάθεο, σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και πέρα απ΄ αυτόν.

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΑ: Δεν υπάρχει, ίσως, καμιά άλλη θεότητα για την οποία να υπάρχουν τόσες, και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, εκδοχές περί της καταγωγής του. Έτσι, πολλοί πίστευαν πως ο Πάνας γεννήθηκε στο όρος Κυλλήνη της Πελοποννήσου και ήταν γιος του Ερμή και της Πηνελόπης, η οποία για πολλούς ταυτίστηκε μη τη σύζυγο του Οδυσσέα. Η Πηνελόπη, κατ΄αυτή την εκδοχή, μετέστη αργότερα στον ουρανό ως υφάντρια του ουράνιου πέπλου. Άλλοι [κυρίως στην Αρκαδία] πίστευαν ότι ο Ερμής είχε γιο τον Πάνα από τη Νύμφη Καλλιστώ1, που ήταν μία συνοδός της Αρτέμιδος. Την κλασική εποχή καταγράφεται η άποψη πως ο Παν ήταν γιος του Δία και της Καλλιστούς ή του Διός και της νύμφης Θύμβριδος. Τέλος άλλες απόψεις εμφανίζουν γεννήτορες του “τραγοπόδη” τον Ουρανό και τη Γαία, τον Αιθέρα και μια Νύμφη ή, τέλος τον Απόλλωνα και την Οινόη.

Αφροδίτη, Έρως & Πάν

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ: Πιθανότατα το ονόμα της θεότητας αυτής ετυμολογείται από τη από τη ρίζα “Πα” [= περιποιούμαι, φυλάσσω] και τα παραγόμενα “πάομαι” ήpasco” [λατ.] =βόσκω. Κάποιοι άλλοι μελετητές, όπως ο Μαξ Μύλλερ, δίνουν ερμηνεία από τη σανσκριτική λέξη «Παβάνα» (= άνεμος). Ίσως για αυτό ο Πάνας φέρεται να συμβολίζει το ελαφρύ άνεμο κατά τις πρωινές και απογευματινές ώρες [αύρα].

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ: Η εμφάνιση του Πάνα στον ελληνικό πανθεϊστικό Μύθο ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τις επικρατέστερη των παραδόσεων, γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας από μια Νύμφη. Μόλις τον αντίκρισε η μητέρα του ... τον εγκατέλειψε. Τρομαγμένη από τη μορφή που είδε να΄ χει το “παιδί” της, δηλαδή δύο κέρατα κατσικιού στο κεφάλι, μυτερά αυτιά, γένια(!) και τραγίσια πόδια, έσπευσε να απομακρυνθεί απελπισμένη. Ο Ερμής που αντιλήφθηκε τη σκηνή έσπευσε και προστάτευσε τον έκθετο Πάνα μετέφεροντάς τον στον Όλυμπο όπου και τον παρουσίασε στον Δία και τους άλλους Ολυμπίους, οι οποίοι και τον καλοδέχθηκαν. Στη συνέχεια ο Παν επέστρεψε και ανατράφηκε από τις αρκαδικές Νύμφες, οπότε και έγινε φίλος του Διονύσου.

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ”: Έκτοτε ο Παν εμφανίζεται πλέον ως προστάτης γεωργών, κτηνοτρόφων και των προϊόντων τους, φίλος του κρασιού και του γλεντιού. Ο Πάνας ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και ακούραστος εραστής οιουδήποτε(;) πλησίαζε το χώρο του, δηλαδή τη φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας2 ακόμη και αυτών. Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή, ενώ περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με το ποιμενικό του αυλό, τη λεγόμενη σύριγγα. Λέγεται μάλιστα ότι η “Σύριγξ” αυτή ήταν μια Νύμφη η οποία προκειμένου να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο Πάνας έκοψε απ΄ αυτή ανόμοια τεμάχια καλαμιού τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του. Οι ερωτικές του περιπέτειες που είχε με τις διάφορες Νύμφες είναι πολλές, σημαντικότερη των οποίων θεωρείται εκείνη της αποπλάνησης της Σελήνης, (που από πολλούς ερμηνευτές θεωρήθηκε ως μια ιδεατή ερμηνεία της Νέας Σελήνης και της εξαφάνισης του δίσκου της από το νυχτερινό ουρανό!).

  ΠΑΝ, ΜΑΧΗ ΜΑΡΑΘΩΝΑ ΚΑΙ ΠΑΝΙΚΟΣ: Ο πιο χαρακτηριστικός μύθος που αφορά στον Πάνα είναι ο θρύλος ότι στη μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες στρατιώτες επιτίθονταν στους Πέρσες με δυνατές και τρομακτικές φωνές, επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του "παν - παν - παν]. Οι αντίπαλοι ακούγοντάς αυτόν το φοβερό ήχο από χιλιάδες στόματα, κατελήφθησαν από πανικό [μια λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν] και υποχώρησαν!

Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ: Αρχικά, ως τοπική θεότητα, ο Πάνας λατρευόταν στην Αρκαδία, στο όρος που γεννήθηκε, ως ποιμενικός, δευτερεύων θεός, Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως η Αρκαδία λεγόταν και Πανία [γη]. Στο Λύκαιο υπήρχε ο αρχαιότερος ναός αφιερωμένος στον Πάνα και τη Σελήνη. Στα κλασικά χρόνια, στη Λυκόσουρα δημιουργήθηκε σημαντικός ναός του Πανός στον οποίο ασκούσαν, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, και τη μαντική τέχνη. Στη θέση Μέλπεια3, εκτός από τον ναό του Πανός βρέθηκαν πολυάριθμα πήλινα και χάλκινα ειδώλια [5ος και 6ος π.Χ. αι.] τα οποία πιθανόν υπήρξαν τάματα. Αργότερα η λατρεία του θεού μεταδόθηκε και στους αλιείς, οπότε και του δόθηκε το προσωνύμιο "Πάν Άκτιος", ενώ δημιουργήθηκαν παράλια ιερά σε αλιευτικούς λιμένες της Αρχαιότητας. Μετά τη μάχη του Μαραθώνα, ο Πάνας απέκτησε στην Αθήνα και τον χαρακτήρα πολεμικής θεότητας, οπότε πολλά σπήλαια της Αττικής και λόφοι πήραν το όνομά του. Μεταξύ αυτών το σπήλαιο της βορειοδυτικής πλευράς του βράχου της Ακρόπολης της Αθήνας, ένα άλλο στη Πάρνηθα, άλλο στο Μαραθώνα, τη Βάρη [το λεγόμενο "Σπήλαιο του Νυμφολήπτου ή Αρχεδήμου"], κ.ά. Σε όλα αυτά βρέθηκαν ανάγλυφα που παρουσιάζουν τον Πάνα, τον Ερμή και τις Νύμφες καθώς και πολλά αναθήματα. Επίσης το Πάνειο ή Πανείο όρος, βορειοανατολικά της Βάρης, καθώς και ο λόφος ο λεγόμενος σήμερα "Πανί" στη περιοχή Αλίμου ήταν αφιερωμένοι στον Πάνα. Ακόμη, ο Πάνας λατρευόταν στην Αίγινα, το Άργος, την Ψυττάλεια, τη Σικυώνα, την Τροιζήνα, ττον Ωρωπό, τη Μεγαλόπολη στο Κωρύκειο Άντρο4 και ιδίως στην Πιάνα5 της Αρκαδίας, όπου το χωριό πήρε την ονομασία του από το θεό. Εκεί υπάρχει και η σπηλιά του Πάνα, την οποία μπορεί κανείς να επισκεφτεί μόνο με τα πόδια ακολουθώντας ένα μονοπάτι. Τα ιερά δένδρα του Πανός ήταν η δρυς και η πίτυς (πεύκο). Σύμβολά του η σύριγγα και η σφενδόνη. Στις θυσίες που του πρόσφεραν περιλαμβάνονταν αγελάδες, κριάρια και πρόβατα καθώς γάλα και μέλι. Η λατρεία όμως του Πάνα αποδεικνύεται και εκτός ελλαδικού χώρου. Συγκεκριμένα στην Χέμμιν της Αιγύπτου, που οι Έλληνες ονόμαζαν "Πανόπολη", ο Πάν ταυτιζόταν με τον θεό Μιν. Στη Ρώμη, αργότερα συνδυάστηκε με τον Λούπερκο, προς τιμή του οποίου γίνονταν η εορτή των Λουπερκάλιων.

 

Παν και Νύμφες.
  Ο ΠΑΝ ΣΤΟΥΣ ΟΡΦΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΤΩΙΚΟΥΣ: Κατά την Ελληνιστική Περίοδο, οι Στωικοί φιλόσοφοι και κυρίως οι Ορφικοί φιλόσοφοι, ανήγαγαν τον Πάνα ως θεό του "σύμπαντος κόσμου" (εκ του παν = όλος, σύμπαν) και ιδεατή προσωποποίηση της Φύσης και των δυνάμεών της. Στους δε ύστερους χρόνους ο Παν θεωρήθηκε μια θνητή, πιθανώς άυλη ή πνευματική μορφή. Με την έλευση μάλιστα του Χριστιανισμού, η μορφή του Πανός, αντί της ιδεατής μέχρι τότε μορφής της υπαίθριας ζωής, υιοθετήθηκε ως μορφή του διαβόλου ή Σατανά.

ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ: Ο θεός Πάν κατέχει σημαντική θέση στην αρχαία τέχνη που απεικόνισε τις διάφορες ασχολίες του και τις ερωτικές σκηνές με τους Σατύρους, τον Ερμή και τον Διόνυσο. Σε αττικά αγγεία των κλασικών χρόνων, σε ανάγλυφα εδώλια, νομίσματα, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, και σε σαρκοφάγους των ρωμαϊκών χρόνων, ο Παν κατέχει περίοπτη θέση. Σημαντικοί γλύπτες της αρχαιότητας άντλησαν θέματά τους από τον Πάνα, πως ο Πραξιτέλης και ο Ζεύξις. Χαρακτηριστικό είναι το σύμπλεγμα του Πάνα που εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, όπου η Αφροδίτη απειλεί τον Πάνα με το σανδάλι της [ρωμαϊκό αντίγραφο]. Στους νεότερους χρόνους ο Πάνας συνέχισε ν΄ αποτελεί έμπνευση διαφόρων καλλιτεχνών όπως των: Ρούμπενς, Πικάσο, Πουσέν, Ρομάνο, Ροντέν, κ.ά.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. Αυτή που τελικά μεταμορφώθηκε σε αρκούδα και μετέστη στον ουρανό με τη μορφή της Μεγ. Άρκτου.

2. Ο μύθος του Πανός ουσιαστικά δείχνει να θεωρεί πράξεις, όπως τον αχαλίνωτο συνουσιασμό οιασδήποτε μορφής, ακόμη και την κτηνοβασία, ως κάτι το ...επιτρεπτό! Γι΄αυτό και ορισμένες πτυχές του αρχαίου πανθέου και της ειδωλολατρίας φαίνεται να επιβραβεύουν ακόμη και παθολογικές εκτροπές! Έτσι, ο αρχαίος πρόγονός μας, μη έχοντας γνωρίσει τα σπουδαία πνεύματα της ελληνικής φιλοσοφίας, ούτε την ορθή πίστη, ειδικότερα ο ημιμαθής ή αμαθής “επαρχιώτης”, θα μπορούσε συχνά χωρίς ενδοιασμό να “παρακολουθεί” τις πράξεις των “θεών” ... μιμούμενος αυτούς!

3. Η Μέλπεια, ήταν μικρή πόλη στην Αρκαδία, αλλά σήμερα η σύγχρονη Μέλπεια διοικητικά ανήκει στον νομό Μεσσηνίας. Βρισκόταν κοντά στη Λυκοσούρα. Στην περιοχή της πολίχνης υπήρχε ιερό του Πανός. Το όνομα της προέρχεται από την νύμφη Μέλπεια, ακόλουθο του τραγοπόδαρου θεού. Η θέση της αρχαίας πολίχνης δεν έχει πιστοποιηθεί αρχαιολογικά. Διαβάζουμε σχετικά με την πόλη στα “Αρκαδικά” του Παυσανία: “τῆς Λυκοσούρας δέ ἐστιν ἐν δεξιᾷ Νόμια ὄρη καλούμενα, καὶ Πανός τε ἱερὸν ἐν αὐτοῖς ἐστι Νομίου καὶ τὸ χωρίον ὀνομάζουσι Μέλπειαν, τὸ ἀπὸ τῆς σύριγγος μέλος ἐνταῦθα Πανὸς εὑρεθῆναι λέγοντες. κληθῆναι δὲ τὰ ὄρη Νόμια προχειρότατον μέν ἐστιν εἰκάζειν ἐπὶ τοῦ Πανὸς ταῖς νομαῖς, αὐτοὶ δὲ οἱ Ἀρκάδες νύμφης εἶναί φασιν ὄνομα”.

4. Eντυπωσιακό σπήλαιο παγκοσμίου φήμης στη ΝΔ πλευρά του Παρνασσού. Ονομάζεται και Σαρανταύλι ή σπήλαιο του Πανός.

5. Η Πιάνα είναι ένα ιστορικό χωριό, παραδοσιακός οικισμός, της Αρκαδίας. Βρίσκεται κοντά στα ερείπια της αρχαίας πόλης Διπαίας. Υπάγεται στην επαρχία Μαντινείας, ενώ σήμερα αποτελεί Δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Τριπόλεως.

Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, πολιούχος Αθηνών (3.10) από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου

 

Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, πολιούχος Αθηνών (3.10)

από τον Κων/νο Αθ. Οικονόμου



   

  ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: Ο Άγιος Διονύσιος ήταν πασίγνωστος φιλόσοφος της Αθήνας και μέλος του ανωτάτου δικαστηρίου της πόλης, του Αρείου Πάγου. Ήταν ο πρώτος (ή τουλάχιστον από τους πρώτους) μεταξύ των λιγοστών Αθηναίων που ασπάστηκε το Χριστιανισμό, έπειτα από το κήρυγμα του αποστόλου Παύλου κάτω από τον βράχο της Ακροπόλεως: “Τινές δε άνδρες κολληθέντες αυτώ επίστευσαν, εν οις και Διόνυσος ο Αρεοπαγίτης” (Πράξ. ιζ΄, 34). Υπήρξε πρώτος επίσκοπος της Αθήνας κατά την αποστολική εποχή (μεταγενέστερες πηγές αναφέρουν ως πρώτο επίσκοπο Αθηνών τον επίσης Αρεοπαγίτη, Ιερόθεο, και δεύτερο το Διονύσιο). Ο Άγιος Διονύσιος μαρτύρησε δια ξίφους επί Δομιτιανού (96 μ.Χ.), ενώ υπάρχουν πηγές που τοποθετούν το μαρτύριό του επί Τραϊανού (98 μ.Χ.).

ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ: Αυτά είναι τα ελάχιστα ιστορικά στοιχεία που διαθέτουμε σχετικά με τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Πολλοί συναξαριστές δίνουν πλήθος πληροφοριών για τη σημαντικότατη αυτή προσωπικότητα, οι οποίες όμως εντάσσονται αποκλειστικά και μόνο στον κύκλο της παράδοσης. Έτσι, μία παράδοση (3ος αιώνας) τοποθετεί τον άγιο Διονύσιο την ημέρα που σταυρώθηκε ο Χριστός στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου με το φιλόσοφο Απολλοφάνη. Όταν σκοτείνιασε ο ήλιος, ο Διονύσιος αναφώνησε: «Ή η φύσις αλλοιούται ή θεός πάσχει». Σύμφωνα με ακόμη μεταγενέστερες παραδόσεις, που όμως δεν είναι ευρύτερα αποδεκτές, ο Διονύσιος υπήρξε ο ιδρυτής της Εκκλησίας των Παρισίων κατά την αποστολική εποχή. Μία ακόμη παράδοση, ιδιαίτερα αγαπητή που έχει εγκολπωθεί η Εκκλησία και εκφράζεται τόσο στην αγιογραφία όσο και στην υμνογραφία, θέλει τον άγιο Διονύσιο να παρίσταται στην Κοίμηση της Θεοτόκου, μαζί με τους άλλους δύο ιερομάρτυρες Ιερόθεο και Τιμόθεο και τους Αποστόλους. Στις αγιογραφίες της Κοιμήσεως απεικονίζεται με τους δύο ιεράρχες να στέκεται πίσω από το χορό των Αποστόλων, ενώ στο «θεοτόκιο» κατά την ημέρα της γιορτής του ακούμε μεταξύ άλλων: “Εν τή σεπτή κοιμήσει σου, Παναγία Παρθένε, παρήν ό Διονύσιος, σύv τώ Ιεροθέω, καί Τιμοθέω τώ θείω, Άμα τοίς, Αποστόλοις,...

ΨΕΥΔΟΔΙΟΝΥΣΙΑ”: Στον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη αποδόθηκαν διάφορα συγγράμματα, τα οποία η σύγχρονη έρευνα δε θεωρεί γνήσια, είναι δηλαδή ψευδεπίγραφα (έργα των οποίων ο συγγραφέας υπογράφει με το όνομα κάποιου αναγνωρισμένου προσώπου, προκειμένου να αποδώσει κύρος στα γραπτά του). Πρόκειται για τα περίφημα Μυστικά έργα: α) Περί της ουρανίου ιεραρχίας, β) Περί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, γ) Περί θείων ονομάτων και δ) Περί μυστικής θεολογίας, καθώς και διάφορες επιστολές. Τα Μυστικά έργα, γνωστά και ως Ψευδο-διονύσια, γράφτηκαν στο τέλος του 5ου αιώνα και επηρέασαν βαθύτατα την πορεία της θεολογίας των μέσων χρόνων σε Ανατολή και Δύση. Μαζί με τα έργα του ιερού Αυγουστίνου και του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού υπήρξαν η βάση της ανανέωσης της θεολογικής σκέψης.

ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ: Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, ο οποίος τιμάται ως ο πολιούχος άγιος της Αθήνας, στις 3 Οκτωβρίου.

Εξαποστειλάριο: Τω Παύλω Διονύσιε, τω κλεινώ κορυφαίω, μαθητευθείς πανόλβιε, υπ’ αυτού εμυήθης, των αποκρύφων την γvώσιν, όθεv σε και λαμπτήρα, τη Εκκλησία τίθησιν, Αθηνών προχειρίσας, της ευσεβούς, Ιεράρχηv πόλεως, ην φυλάττοις, ορθοδοξούσαν πάνσοφε, σαις ευχαίς θεοκήρυξ.


Οι Άγιοι Κυπριανός και Ιουστίνη 2.10 + ΒΙΝΤΕΟ από τον Κων/νο Οικονόμου

 

Οι Άγιοι Κυπριανός και Ιουστίνη 2.10 + ΒΙΝΤΕΟ

από τον Κων/νο Οικονόμου


   Τον 3ον αιώνα μ.Χ. στην Αντιόχεια της Συρίας ζούσε ένας Καρχηδόνιος στην καταγωγή, πλούσιος, ευγενής, μορφωμένος και πολύ ικανός στη μαγεία, ο Κυπριανός. Διέθετε τέτοια ικανότητα, ώστε καλούσε τους δαίμονες και τους έστελνε να εξυπηρετήσουν όποια εντολή τους έδινε σε βάρος των θυμάτων του.

Στην ίδια πόλη κατοικούσε μία ευσεβής παρθένος, πιστή χριστιανή, η Ιουστίνα. Η Ιουστίνη ήταν κόρη ενός ιερέα των ειδώλων ονόματι Αιδέσιου και αρχικά ασπαζόταν τις δοξασίες του πατέρα της. Κάποια όμως μέρα η Ιούστα, όπως ήταν το αρχικό της όνομα, άκουσε το κήρυγμα ενός χριστιανού και άφησε την πλανεμένη διδασκαλία των ειδώλων ασπαζόμενη τον Χριστιανισμό1.

   


Αυτή την κόρη ένας νεαρός πλούσιος ειδωλολάτρης με άσωτη ζωή, ο Αγλαϊδας, θέλησε να την μπλέξει στα δίχτυα του. Επειδή όμως όλες του οι προσπάθειες δεν έφεραν αποτέλεσμα, έτρεξε για βοήθεια στη μαγική δύναμη του Κυπριανού.

Πραγματικά, ο Κυπριανός άρχισε να στέλνει διάφορους δαίμονες, για να ξελογιάσει την Ιουστίνα και να την υποδουλώσει στα αμαρτωλά σχέδια του Αγλαίδα. Οι δαίμονες γύριζαν άπρακτοι στον Κυπριανό χωρίς να καταφέρνουν καν να πλησιάσουν στην κόρη, διότι, όπως έλεγαν στον μάγο, με το σημείο του Σταυρού τους έκαιγε και δεν μπορούσαν να σταθούν κοντά της. Όμοια άπρακτος γύρισε και ο άρχοντας των δαιμόνων, τον οποίο χρησιμοποίησε στο τέλος ο Κυπριανός ως έσχατο όπλο του.

Η πραγματική αυτή ήττα των δαιμονικών δυνάμεων άνοιξε τα μάτια της ψυχής του Κυπριανού. Κατανόησε την πλάνη του και την ακαταμάχητη δύναμη του Ιησού Χριστού. Έτσι, αληθινά μετανοημένος προσπίπτει στον επίσκοπο Αντιοχείας Άνθιμο, καίει μπροστά του όλα τα μαγικά βιβλία και ζητάει να γίνει χριστιανός.


   

   Μετά την βάπτισή του ο Κυπριανός, ως πρόβατο της ποίμνης του Κυρίου, αξιώνεται να χειροτονηθεί βαθμηδὸν διάκονος, πρεσβύτερος και, τέλος, ἐπίσκοπος, σὲ διαδοχὴ τοῦ ἐπισκόπου Ἀνθίμου, ενώ χειροτόνησε τὴν Ἰοῦστα διακόνισσα τῆς Ἐκκλησίας, δίνοντάς της τὸ ὄνομα Ἰουστίνη.

Το έτος 304, στον διωγμό του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, μαζί με την Ιουστίνα υφίστανται μαρτυρικό δι' αποκεφαλισμού θάνατο. Συγκεκριμένα, τοὺς μετέφεραν στὴ Νικομήδεια τῆς Βιθυνίας, ὅπου, μὲ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορος αποκεφαλίσθηκαν έξω απὸ την πόλη, κοντὰ στον παραρρέοντα ποταμὸ Γάλλο. Τα τίμιά τους λείψανα, σύμφωνα με αρχαία συναξάριά τους, μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα Ρώμη απὸ παρατυχόντες Ρωμαίους ταξιδιώτες. Αργότερα όμως, όπως έγινε και σε άλλες περιπτώσεις, φαίνεται ότι τα άγια αυτὰ λείψανα επαναπατρίζονται στη Μεγάλη Ἀντιόχεια τῆς Συρίας.


Η ιδιαίτερη τιμὴ των αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης στην Κύπρο έχει τις απαρχές της πιθανότατα στον 13ο αἰῶνα: Τα ιερά τους λείψανα, που βρίσκονταν τότε στην Αντιόχεια της Συρίας, εξαιτίας της προέλασης των μωαμεθανών Μαμελούκων και πριν την τελικὴ πτώση της Αντιόχειας, μεταφέρθηκαν για ασφάλεια στην Κύπρο από πρόσφυγες Αντιοχείς, και κατατετέθησαν σὲ προϋπάρχοντα βυζαντινὸ ναὸ στο χωριὸ Μένικο τῆς Μητροπόλεως Μόρφου, σύμφωνα με μαρτυρία του γνωστού τοπικού μεσαιωνικού χρονογράφου Λεοντίου Μαχαιρά (15ος αι.). Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρεται περαιτέρω και στα πολλὰ θαύματα, ιδίως σε θεραπείες οφθαλμικών παθήσεων και ''πυρέξεων'' (εμπύρετης ελονοσίας), που ενεργούσαν οι άγιοι, ενώ τονίζει ότι ο Φράγκος βασιλιὰς Πέτρος Α´ Λουζινιάν (1359-1369), επειδὴ είχε θεραπευθεί απὸ τους ἁγίους, πίνοντας απὸ το θαυματουργό τους αγίασμα, γκρέμισε τον προγενέστερο μικρότερο βυζαντινὸ ναὸ και έκτισε μεγάλη ἐκκλησία στον ίδιο χώρο προς τιμήν τους, επαργυρώνοντας μάλιστα τις κάρες των θαυματουργών Αγίων.

   Η μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Κυπριανού και της αγίας παρθενομάρτυρος Ιουστίνης εορτάζεται στις 2 Οκτωβρίου.

 


ΠΑΡΑΘΕΜΑ: Η μαρτυρία του Λεοντίου Μαχαιρά όπως καταγράφεται στο περίφημό του Χρονικὸν (εκδ. R. M. Dawkins, Recital concerning the Sweet Land of Cyprus entitled ‘Chronicle’, Oxford 1932, Vol. I, § 39, σελ. 38):

«Ἀκόμη εὑρίσκουνται εἰς τὴν Κύπρον οἱ δύο κεφαλάδες τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης, οἱ (ὁ)ποῖοι ἐμαρτυρῆσαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, καὶ εἰς τὴν κάκωσιν τῆς Συρίας ἐφέραν τες εἰς τὴν Κύπρον καὶ ἐβάλαν τες εἰς ἕναν ἐκκλησούδιν εἰς τὸ Μένικον. Καὶ εἰς τὸ πλευρὸν τοῦ Βημάτου (Ἱεροῦ Βήματος) πρὸς τὸν νότον ἔχει λάκκον, ὅπου πολομᾷ (ἐνεργεῖ) μεγάλες ἴασες εἰς γαρισούραν καὶ εἰς τὰς πύρεξες. Καὶ εἰς τὸν καιρὸν τοῦ ρὲ Πιὲρ τοῦ μεγάλου εἶχεν τὴν καρτάναν (ἑλώδης πυρετὸς) καὶ δὲν ἠμπόρεσεν ναὔρῃ ὑγείαν· τινὲς εἶπάν του διὰ τὸν ἅγιον Κυπριανὸν καὶ Ἰουστίναν ὅπου εἶνε εἰς τὸ Μένικον κοντὰ τοῦ Ἀκακίου (κοντὰ στὸ χωριὸ Ἀκάκι)· ὁ (ὁ)ποῖος ἦρτεν καὶ ᾽προποτίστην (ἤπιε ἀπὸ τὸ ἁγίασμα)καὶ παραῦθα (ἀμέσως) ἐγίανεν· εἶνε ἀλήθεια ὅτι τὸ νερὸν εἶνε πολλὰ γλυφὸν καὶ κακόποτον, ἀμμὲ θαυμαστὸν εἰς ἰατρείαν· καὶ ὥρισεν καὶ ἐποῖκαν (κατασκεύασαν) ἐκκλησίαν ἀποὺ γῆς καὶ ἀργύρωσεν τὰς β´κεφαλάς, καὶ εἰς τὴν κορυφὴν ἀφῆκεν τόπον μὲ πόρτες νὰ προσκυνοῦν τὰ λείψανα

1.Ἡ πίστη και η αγάπη της προς τὸν Θεὸ τη μεταμόρφωσαν σὲ τέτοιο βαθμό, ώστε οδήγησε στὸν Χριστὸ τη μητέρα της, η οποία με τη σειρά της έπεισε τὸν σύζυγό της να πιστεύσει στον αληθινὸ Θεό· Έτσι πῆγαν και οι τρεις στον επίσκοπο Όπτατο και ζήτησαν να βαπτισθοῦν. Στη συνέχεια, ἡ Ιουστίνη αποφάσισε να αφιερωθεί πλήρως στον Κύριο και να περάσει τον υπόλοιπό της βίο με παρθενία, νηστεία και προσευχή.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


21.9.25

Ο αστερισμός Δοράς +ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου, συγγραφέα

 

Ο αστερισμός Δοράς +ΒΙΝΤΕΟ

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου, συγγραφέα

   

  ΓΕΝΙΚΑ: Η Δοράς [Λατ. Dorado, συντ. Dor] είναι ένας αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά στην “Ουρανομετρία” των Keyser και Houtman [1603]. Είναι νότιος αστερισμός, έκτασης 179,2 τετ. μοιρών [72ος σε έκταση μεταξύ των 88 αναγνωρισμένων αστερισμών], που συνορεύει με τους αστερισμούς: Ωρολόγιον, Δίκτυον, Ύδρο, Τράπεζα, Ιπτάμενο Ιχθύ, Οκρίβαντα και Γλυφείον. Είναι πλήρως ορατός σε γεωγραφικά πλάτη μεταξύ 20° Βόρεια και 90° Νότια. Μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα της Δοράδος είναι ορατό από τη Νότια Ελλάδα, το οποίο περιλαμβάνει και τον αστέρα γ Δοράδος.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ – ΟΝΟΜΑΣΙΑ: Η διεθνής ονομασία Dorado είναι ισπανική και όχι λατινική. Σημαίνει το τροπικό ψάρι Coryphaena hippurus, ή αλλιώς δελφινόψαρο, που αλλάζει χρώμα όταν πεθαίνει. Το εναλλακτικό όνομα Ξιφίας για τον αστερισμό εμφανίστηκε στους Ροδόλφειους πίνακες [1627]. Η λέξη «ξιφίας» ωστόσο είχε άλλη έννοια στην Αστρονομία από την αρχαιότητα: ο Αριστοτέλης και ο Πλίνιος ονόμαζαν ξιφίες όσους κομήτες είχαν τη μορφή ξίφους. Ο Καίσιος συνδύαζε τους αστέρες της Δοράδος με εκείνους του Ιπταμένου Ιχθύος και “σχημάτιζε” τη μορφή του Άβελ της Παλαιάς Διαθήκης. Στην κεφαλή της Δοράδος βρίσκεται ο νότιος πόλος της εκλειπτικής και, κατά τον Καίσιο, ο αστερισμός τού έδωσε το όνομα Polus Doradinalis. Έτσι, ποτέ δε θα δούμε από τη Γη να περνά κάποιος πλανήτης από αυτό τον αστερισμό, ούτε άλλο σώμα του Ηλιακού Συστήματος, παρά μόνο σπανιότατα κάποιος αστεροειδής απ΄ αυτούς που περνάν κοντά από τη Γη, ή κάποιος κομήτης μακράς περιόδου.


ΟΙ ΦΩΤΕΙΝΟΤΕΡΟΙ ΑΣΤΕΡΕΣ: Δεν υπάρχει στον αστερισμό αστέρας φωτεινότερος του τρίτου μεγέθους, και κανένας δεν έχει ιδιαίτερο όνομα. Η Δοράς έχει συνολικά 29 ορατούς [φ.μ. ≤ 6,5] αστέρες. Ο α Δοράδος έχει φαινόμενο μέγεθος 3,27, ενώ ο β Δοράδος είναι κηφείδης μεταβλητός αστέρας με φαινόμενο μέγεθος από 3,5 ως 4,1 (κιτρινόλευκος υπεργίγαντας). Ο γ Δοράδος είναι επίσης μεταβλητός, και μάλιστα έδωσε το όνομά του στους λεγόμενους «μεταβλητούς γ Doradus». Πρόκειται για μια ειδική κατηγορία ενδογενών παλλόμενων μεταβλητών αστέρων. Οι δ, ζ και θ Δοράδος έχουν αντιστοίχως φαινόμενο μέγεθος 4,35, 4,72 και 4,83.

   
Το νεφέλωμα Μαγγελάνου
  ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΑ ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ: Το σημαντικότερο για τη Δοράδα είναι ότι σε αυτή ανήκει το βόρειο (και σημαντικότερο) ήμισυ του Μεγάλου Νέφους του Μαγγελάνου (LMC), του ενός από τα δύο Νέφη Μαγγελάνου. Μάλιστα το μεγαλύτερο αστρονομικό ενδιαφέρον κρύβεται σε αυτόν το γαλαξία και στα αντικείμενά του. Το υπόλοιπο μισό του LMC βρίσκεται στον αστερισμό Τράπεζα. Σπουδαιότερα αντικείμενα μέσα στο LMC είναι: Το τεράστιο νεφέλωμα και αστρικό σμήνος 30 Δοράδος ή NGC 2070, που είναι σήμερα γνωστό με το δημοφιλές όνομα Νεφέλωμα Ταραντούλα. 
   
Το νεφέλωμα Ταραντούλα

Στο Μέγα Νέφος του Μαγγελάνου παρατηρήθηκε το 1987 η πρώτη έκρηξη υπερκαινοφανούς, ορατή με γυμνό μάτι μετά από 380 χρόνια, γνωστή σήμερα ως SN 1987 Α. Το ανοικτό σμήνος αστέρων και νεφέλωμα NGC 1816, εντός του LMC, έχει φαινόμενο μέγεθος 9,0, ενώ το πολύ μικρότερο NGC 1818 έχει φαινόμενο μέγεθος 9,8. Μέσα στο Μεγάλο Νέφος του Μαγγελάνου διακρίνουμε ακόμη: Το μεγάλο σφαιρωτό σμήνος NGC 1978, που έχει έντονα ελλειπτικό σχήμα και φαιν.μέγεθος 9,9, τους γαλαξίες NGC 1672 και NGC 1566 με φαιν.μέγεθος 9,7, αλλά και τον αστέρα S Δοράδος, που είναι ένας υπεργίγαντας [φ.μ. 9,27] και που αποτελεί το πρωτότυπο των λεγόμενων αστέρων τύπου S Δοράδος. Τέλος εκτός του LMC υπάρχει ο μεταβλητός αστέρας R Δοράδος [φ.μ. 5,73], που ανακαλύφθηκε ότι διαθέτει τη μεγαλύτερη φαινόμενη διάμετρο από όλα τα αστέρια εκτός του Ήλιου.

Konstantinosa.oikonomu@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


Κάιν του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, κείμενο και AUDIOBOOK διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

Κάιν 

του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, κείμενο και AUDIOBOOK

διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου 


   Ο Κώστας Λάμπουρας εγύρισε σπίτι του εκείνο το βράδυ συγχυσμένος. Η όψη του ήταν κίτρινη, τα μάτια του ανήσυχα και γουρλωμένα, το χείλι του αχνό· και έτσι ήτουν άσκημη η μορφή του, και ασυνήθιστη και αγριεμένη. Το φέσι του ήταν στραβά απάνου στο κεφάλι του, το σεγκούνι του ριγμένο στον ώμο του, τα μανίκια του πομάμισού του ανοιχτά και λιγδιασμένα.  Μέσα στο σπίτι του η γυναίκα του εμαγείρευε το δείπνο· αυτός ήρθε κι εκάθισε παραστιάς, γιατί είχαν αρχίσει τότες τα κρύα του χινόπωρου. Δεν εχαιρέτησε· αλλά ανάσανε ανταριασμένος και κάπου κάπου εκουνούσε το κεφάλι φοβερίζοντας.  «Ευγενιά, τι μαγειρεύεις;» της είπε κακότροπα.  «Λάχανα» αποκρίθηκε κοιτάζοντάς τον υποψιασμένη· «τι τρέχε πάλε;»  «Μας εχαντάκωσε!» της απάντησε αναστενάζοντας και πεισμωμένος «το κοπάδι το ’δωκε του νοικοκύρη. Πώς θα ζήσουμε;»  «Μα, Κώστα» ετόλμησε να πει εκείνη γλυκά «ήταν ξένο πράμα· να πλερώσετε δεν είχετε και δεν ήθελες· πώς είχε να το βαστάξει;» κι εχαμογέλασε.  «Τι λες και συ» της είπε κοιτάζοντάς την λοξά «ποιος σου ’μαθε αυτά τα λόγια; τώρα δεν πλερώνει κανένας· τι είχε να φοβηθεί;»  «Ο νόμος είναι νόμος· θα σας έβαναν στη φυλακή· και τ’ αδερφού σου δεν τ’ αρέσει η χάψη.»  «Φυλακή για τέτοιες μικροδουλειές» απολογήθηκε περιγελώντας «κάθε μέρα βλέπεις φυλακώνουν τον κόσμο! Σου φαίνεται πως εξανάρθε ο παλιός καιρός! Πάνε τώρα αυτά, καθένας κάνει ό,τι θέλει. Γιατί ψηφίζομε βουλευτάδες; - Για να ’χομε τις ευκολίες μας. Ποιος εζήτησε χάρη και δεν του γίνηκε; - Κάθε μέρα ακούονται σκοτωμοί, μα δε μου λες πόσο παιδεύονται οι ανθρώποι; Μήνες. Και ο κυρ-αδερφός μου εσκιάχτηκε· τι θα μας έκαναν; Κατάσκεση; - Αν αφήναμε πρώτα. – Μα θα τόνε διορθώσω εγώ τον κυρ-αδερφό μου».  Κι ετσώπασε· και η όψη του αγρίεψε περσότερο· τώρα εσυλλογιζότουν μοναχός του: - «Ο αδερφός του τον είχε αδικήσει ναι, ήταν αδικία να του πάρει το κοπάδι και να το παραδώκει τώρα το χειμώνα που δεν είχαν άλλη πόρεψη. Μα τι τον έμελλε τον αδερφό του· ήταν ανύπαντρος, άτεκνος, ανέγνοιαστος, ποιον είχε να θρέψει; - Το κουφάρι του μονάχα· όταν η φτώχεια τούς εκυρίευε, εκείνος θα μπορούσε να φύγει και να τον αφήσει στα κρύα να χτυπιέται με την πείνα, με τη ζόρκια· όπου κι αν επήγαινε θα ζούσε, γιατί δεν εβαριότουν τη δουλειά. Μα τότες τι θα ’κανε ο ίδιος; πώς θα ’ζουνε τον εαυτό του και τη φαμιλιά; Ήταν πάντα του αδούλης· οι ελιές λάδι δεν έδιναν εκείνα τα χρόνια· μοναχά το κοπάδι θα τους κυβερνούσε όλον το χρόνο και ο αδερφός του από κουταμάρα ή από κακοσύνη επήγαινε να το παραδώσει του νοικοκύρη. Αχ, είχε κάμει αληθινά σαν οχτρός!».  Η Ευγενιά ανακάτωνε τα λάχανα στο τσουκάλι, τα δοκίμασε, εσηκώθηκε κι έφερε ψωμί από μιαν κρεμασμένη κάνιστρα και κοιτάζοντας τον άντρα της στα μάτια είπε ταραγμένη: «- Το φαΐ είναι έτοιμο».  «Δεν πεινάω» αποκρίθηκε αγροικά κι εξακολούθησε τους πικρούς στοχασμούς του:  1 «Μου ’φυγε χωρίς να υποψιάζω· ναι, μου το ’χε πει λίγες μέρες οπίσω, αλλά τον άφηνα να λέει· δεν πίστευα να τολμούσε. Α, αν το ’ξερα, δε θα τον άφηνα με κανέναν τρόπο· καλύτερα ή θα σκοτωθούμε, καλύτερα τον έσφαζα! Μα, μ’ εγέλασε. Κι εφανταζόμουνα πως μ’ ελογάριαζε, πως ήταν υποταγμένος στη θέλησή μου, πως τ’ άρεσε να δουλεύει για το σπίτι μας, για τη φαμιλιά! Μου ’ψαλλε κάθε μέρα πως παντρειά δεν ήθελε, κι ο κόσμος έλεγε όλος πως μ’ αγάπουνε· τώρα με μίας άσκωσε κεφάλι, έκαμε ό,τι του κατέβηκε στο μυαλό, ό,τι δεν ήθελα. Και δεν επρόβλεψε τη στενοχώρια που μας προσμένει, μ’ όλο που το ’ξερε πως θα υποφέρουμε, πως εγώ κι η φαμιλιά μου θα υποφέρει· γιατί αυτός βρίσκει και ζει όθε κι αν πάει. Χαλάλι του όμως· μου ’φυγε, μου ’φυγε· περιττά να λέω, περιττά να συλλογιούμαι· το κοπάδι μου δεν ξανάρχεται, όχι· την τύχη μας την ξέρω· θα ψοφήσουμε το χειμώνα της πείνας! Το χειμώνα; - από αύριο ψωμί δεν είναι. – Μα πάντα του ήταν οχτρός. Πότε μ’ εμπόδιζε να πάρω την Ευγενιά – και την επήρα στο πείσμα του – πότε μ’ επαραμόνευε μην κλέψω τ’ αλλουνού το πράμα, με εφύλαε μην αδικήσω, μην κάμω αμαρτίες· πάντα μπόδιο, πάντα κακός για μένα. Γι’ αυτό δεν είχαμε ορνικό. Εγώ, παναπεί, τον έβριζα κάθε μέρα. Τώρα μου ’καμε αυτό· αύριο που ’ρχεται βλέπει! Ναι, αύριο του δείχνω. Μα δε θα ’ρθει, φυσικά θα με σκιάζεται· θα τα σκαπέτησε στην ξενιτιά· και καλύτερό του, γιατί θα μ’ έκανε να γένω…»  Τα μάτια του άνοιξαν, αναταράχτηκε κι ανατρίχιασε.  «Πάμε να κοιμηθούμε» του ’πε η γυναίκα του «μη χολεύεσαι[1] τόσο· είναι κρίμα, Κώστα».  Την εκοίταξε στατικός, σα να ξυπνούσε από ονειροπλάκωμα. «Πλάγιασε κι έρχομαι» της είπε ασυλλόγιστα. Αυτή δεν εκουνήθηκε.  «Κάη!» του ’πε μια φωνή μέσα του «τον αδερφό σου θα σκοτώσεις; Ας είναι κιόλας η αιτία του χαμού, είναι αδερφός, έζησε μαζί σου, εβγήκετε από την ίδια κοιλιά, εφάγατε το ίδιο γάλα, έχετε το ίδιο αίμα, τρώτε το ίδιο ψωμί, αντάμα αφ’ όντις είστενε στον κόσμο». Και αυτός αποκρίθηκε στη φωνή με το νου του: - «Μα πρέπει να τιμωρήσω, να χορτάσω, να γδικηθώ· του πρέπει· μ’ εφτώχυνε, μ’ εχαντάκωσε, μ’ αφάνισε». Κι η φωνή, που ’βγαινε από τα βαθύτατα σπλάχνα του, του είπε οπίσω:  «Κάη, δε σκιάζεσαι; Πώς τέτοιες σκέψες γεννιώνται στην καρδιά σου; Να χύσεις το ίδιο σου το αίμα, να γένεις άτιμος φονιάς;»  «Του πρέπει» εσυλλογίστηκε «ήταν κακός με μένα, θα ’μαι χειρότερος. Θηρίο, τίγρης ανημέρευτος· του πρέπει γιατί μ’ έχασε τώρα τελειωτικώς. Ο παρτσινέβελός του ας τόνε γλιτώσει, α μπορεί· θα ιδούμε». Και η φωνή του ’πε· «Δε σκιάζεσαι το θεό;» δε σκιάζεσαι τη φούρκα;» - «Φούρκα» εσυλλογίστηκε περγελώντας «φούρκα τώρα; γιατί είναι οι βουλευτάδες; το κόμμα θα ’νεργήσει και για μένα, το κόμμα είναι παντοδύναμο. Ποιο δικαστήριο θα με δικάσει; κι αν με καταδικάσει, το κόμμα θα με ξεκρεμάσει. Αλί σ’ όποιον εχάθηκε. Είμαι χαμένος εγώ, ας χαθεί κι αυτός, ας χαθεί· κι ας με χαλάσουν στο ύστερο, μεγάλο κακό δε θα μου κάμουν. Μπορεί και να μη με πιάσουν».  Κι είπε της γυναικός του: - «Θα σκοτώσω».  Αυτή εσάστισε, ανασηκώθηκε, τον εκοίταξε θαμπωμένη, κι εκατέβασε αμέσως το βλέμμα, βλέποντας στο πρόσωπό του ζωγραφισμένην την άσπλαχνην απόφαση.  «Τι σου ’καμε» του ’πε «ο καλός σου αδερφός;»  «Καλός; γιατί καλός;» αποκρίθηκε κι εσηκώθηκε αγριεμένος «γιατί μ’ ελιμοχτόνησε; πώς; τού παίρνεις το μέρος, παλιογύναικο; θα σε σκοτώσω!»  «Τι μεγάλο κακό, θε μου» είπε κλαίοντας «θα σε φουρκίσουν, Κάη!»  2 Ο Κώστας Λάμπουρας εκοίταξε ολόγυρά του ανταριασμένος. Είχε ακούσει από το στόμα της γυναικός του εκείνην την ίδια φωνή που του μιλούσε από τα βαθύτατα σπλάχνα του, πώς ήξερε τώρα και κείνη της ψυχής του το σάλαγο, τους κρουφούς λογισμούς του; - Και ξάφνως η ανυπόταχτη φαντασιά του τον έκαμε να ιδεί μίαν τρομερήν εικόνα: - Είχε κάμει το φόνο· κι επερνούσε από τη μέση του χωριού του με το ματωμένο μαχαίρι στο χέρι, φεύγοντας τρεχατά, και ο κόσμος όλος τον εκοίταζε περίτρομος κι έστρεφε αλλού το πρόσωπο, προφέροντας με καταφρόνια το καταραμένο τ’ όνομα του πρωτότοκου γιου του πρωτόπλαστου: - «Ο Κάης, ο Κάης!» Από τα τώρα άρχιζε να τον κράζει έτσι η γυναίκα του. Μα ο κόσμος δεν ήξερε τι του ’χε κάμει ο κακός αδερφός· δεν εγνώριζε την αδικία· έβλεπε μοναχά το φόνο κι εκατηγορούσε. Κι ο Κώστας ήθελε να αποκριθεί: - «Ο αδερφός μου αγόρασε το θάνατό του· απόγραψε την καταδίκη του. Ας ήταν κι άλλοι στη θέση μου, το ίδιο θα σκότωναν και κείνοι, μαγάρι και τον πατέρα τους, αν ήταν τέτοιος αδικητής! Ποιος μ’ υποχρέωσε να γένω Κάης; Ο ίδιος ο αδερφός μου· ναι Κάης, αλλά εγδικητής, αλλά τιμωρητής, αλλά υπερασπιστής του δίκιου. Όχι, δε θέλω έπαινο· μα κοίταξε, κόσμε· κατάλαβε την πράξη μου. Με φτονάς, κόσμε, για το τόλμημά μου και σκιάζεσαι· ναι, με σκιάζεσαι και με το φόβο θα σ’ εξουσιάσω!»  Και τώρα το βράσμα του αιμάτου του έπεφτε. «Καλύτερα ήτουν» εσυλλογιότουν «κανείς να μην το μάθει και δε θα το μάθει· θα σκοτώσω κρουφά, στο σκοτάδι, στο μυστήριο, τη νύχτα. Δε μπορώ να μη σκοτώσω».  «Να κοιμηθούμε» είπε της γυναικός του ησυχασμένος· «στρώσε».  «Σε σκιάζομαι» του αποκρίθηκε τρέμοντας.  «Γιατί; Κακό δε θα σου κάμω· πάμε.»  Αιστανότουν μέσα του ευχαρίστηση· η καρδιά του είχε πάρει την απόφαση κι είχε σκληρύνει· ο νους του είχε συνηθίσει στον απάνθρωπο συλλογισμό· εκαταλάβαινε ο ίδιος πως εχόρταινε σκοτώνοντας, μία δίψα, μία ζήτια της ύπαρξής του, που μοναχά το αίμα εμπορούσε να τη θεραπέψει· του ήταν γλυκιά η παραδειγματική εγδίκηση που μελετούσε, η πλερωμή της αδικιάς.  Και γιομάτος μίσος, που το συντρόφιαζε μία καινούρια αναστάτωση του αιμάτου του και μία κόκκινη θωριά μπρος στα μάτια του, επλάγιασε σιμά στη γυναίκα του που εμαζευότουν όσο εμπόρειε στην άκρη της κι αποκοιμήθηκε ύπνον ανήσυχο, γιομάτον φοβερές κι αιματερές φαντασίες, μακηλιά, ξεκοιλιάσματα, μάχες, ντουφέκια, μαχαίρια, και συχνά έβγαινε βόγκος από τα στήθια του και ανατιναζότουν φοβισμένος.  Μα η ιδέα ωστόσο ώρμαζε στην τραχιάν καρδιά του.  Την άλλη μέρα, τ’ απόγιομα, ήρθε με το καΐκι (το Λευκοράκι μακριά δεν ήτουν από τη θάλασσα) ο Νικόλας Λάμπουρας. Στη χώρα είχε διορθώσει τις δουλειές του με το νοικοκύρη, του ’χε παραιτήσει το κοπάδι, είχε πλερώσει ό,τι χρωστούσε, κι έφερνε πίσω ένα σακί γιομάτο κάθε λογής φαγητά για τη φαμιλιά του αδερφού του και για τον εαυτό του, και λίγα λιανά που ’χε πάρει υπόλοιπο. Όταν έφτασε στο σπίτι, ο Κώστας έλειπε ακόμα και η Ευγενιά εδούλευε το κηπάρι. Ανήσυχη έτρεξε να τον ανταμώσει, πριν πατήσει το κατώφλι και του ’πε συγκινημένη λησμονώντας και το χαιρέτιο:  «Δυστυχισμένε, γιατί εγύρισες;»  «Τι τρέχει;» ερώτησε ανυποψίαστος περιφέρνοντας το αθώο βλέμμα του.  «Θα σε σκοτώσει· το ’χει απόφαση.»   «Ποιος;»  «Ο αδερφός σου.»  «Γιατί;» ερώτησε χαμογελώντας· «μην το πιστεύεις, νύφη· είναι καλός ο Κωνσταντής».  «Αχ» του αποκρίθηκε αναστενάζοντας «σε περικαλώ, για χάρη μου, σ’ ορκίζω στους απεθαμένους σου, Νικόλα, πάρε δρόμο· φεύγα· να μη σε ιδεί, γιατί θέλει να σε τελειώσει, δύστυχε, το ’χει απόφαση· τον είδα με κακό βλέμμα. Είναι ανταριασμένος που του πήρες το κοπάδι.»  «Το κοπάδι; μα δεν ήτουν δικό μας· τον είχα ’δοποιήσει προχτές· εμέ μου το ’χε δώκει ο νοικοκύρης τον καιρό που ο Κώστας έλειπε στη φυλακή και το ’δωσα πίσω· ναι, ο Κώστας ήθελε να το κρατήσω, μα δε μου ’πε και τίποτα· η χολή θα του περάσει σαν πάντα· για μας έχει ο θεός· ο χρόνος είναι στενοχωρημένος, αλλά θα περάσουμε όπως όπως· θα δουλέψουμε διαφορετικά.»  «Το ξέρω, δίκιο το ’χεις, Νικόλα, μα φεύγα, να ζεις, φεύγα· γλίτωσε και γλίτωσέ μας: είχε κακό βλέμμα σου λέω, και τώρα, όπου κι αν είναι, επλάκωσε· και σ’ εσκότωσε.»  «Μην το πιστεύεις, νύφη» της είπε χαμογελώντας πάλι· «έτσι φωνάζει· θέλεις ιδεί.» Κι εμπήκε στο σπίτι κι εκάθισε παραστιάς, εκεί που τ’ άλλο βράδυ είχε καθίσει ο αδερφός του.  Η Ευγενιά τον ακολούθησε ανήσυχα.  «Πεινάω» της είπε.  «Τρέμω και για τους δυο σας» του αποκρίθηκε.  «Άφησε το φόβο και δώσ’ μου ψωμί» είπε καλότροπα.  Τον άκουσε κι έπειτα εκάθισε συλλογισμένη στην άκρη της. Ο Νικόλας καθώς έτρωγε της έλεγε πως τον είχε δεχτεί ο καλός νοικοκύρης, πως είχαν λογαριαστεί, πως του ’χε χαρίσει κάτι περσότερο παρά το μερτικό, εξανάλεγε όσα λόγια είχαν μιλήσει αντάμα· έπειτα της έκρενε για τη χώρα, για τα ψώνια του, για το γιόμα του στην ταβέρνα, για τους ανθρώπους που ’χε ιδεί· και η ώρα περνούσε. Μα καθώς η ώρα περνούσε, η έγνοια εθέριζε της Ευγενιάς τα σπλάχνα· από μια στιγμή στην άλλη θα ’ρχότουν ο άντρας της και ποιος ξέρει τι θα γινότουν στο σπίτι τους. Τα λόγια του Νικόλα δεν τ’ άκουε, μόνο εδάκρυζε συχνά και συχνά αναστέναζε.  Είχε σουρουπιάσει όταν ο Κώστας εφανερώθηκε στο σπίτι· το βλέμμα του ήταν γιομάτο φαρμάκι, αλλά εκρατήθηκε κι εχαιρέτησε.  «Καλησπέρα σας» είπε «καλώς όρισες».  Η Ευγενιά εστοχάστηκε να πέσει στα πόδια του γυρεύοντας έλεος· μα εφοβήθηκε· είχε γνωρίσει το άσκημο βλέμμα του. Ο Νικόλας αποκρίθηκε γλυκά:  «Καλησπέρα, αδερφέ· οι δουλειές επήγανε καλά· έφερα αυτό το λίγο πράμα και λίγα λιανά».  «Πόσα;»  «Δέκα τάλαρα.»  «Τόσο άξιζε το κοπάδι;»  «Όχι· ο κόπος μας.»  4 «Ό,τι έκαμες, έκαμες» αποκρίθηκε ο Κώστας χαμογελώντας πικρά και το μέτωπό του εσουφρώθηκε.  Κι έπειτα κανένας δεν εμίλησε παρά εκαθόνταν και οι τρεις του παραστιάς· ο Κώστας συλλογισμένος, ο Νικόλας νυστασμένος και η Ευγενιά εκοίταζε ανήσυχη πότε τον έναν και πότε τον άλλον. Κι οι ώρες απερνούσαν. Τώρα ήταν νύχτα βαθιά.  Ξάφνως ο σκύλος αλύχτησε· και ο Κώστας εβιάστηκε να παρατηρήσει:  «Ο σκύλος του κοπαδιού που χάσαμε αλυχτάει.»  «Ναι» είπε ο Νικόλας ξυπνώντας «κάπου αποκρένεται.»  «Όχι, κάποιος διαβαίνει· πάω να ιδώ· ποιος να ’ναι τόσο παράωρα;» Κι εσηκώθηκε κι εβγήκε.  «Το είδες, νύφη» είπε ο Νικόλας γελώντας «χαλάζι ήτουνε κι επέρασε· αύριο όλα θα ’ναι μέλι και γάλα.»  «Μη φειδεύεσαι» του απολογήθηκε «το βλέμμα του δε μ’ αρέσει· η καρδιά του είναι μαύρη».  «Νικόλα, Νικόλα» ακούστηκε απ’ όξω η φωνή του Κώστα «αθρώποι χαλεύουν να τους βοηθήσουμε· έλα να τους γλιτώσουμε· είναι λαθρέμποροι· εδώ κάτω στο γιαλό, στο Καλάμι, θα χάσουν το πράμα τους γιατί τους κυνηγάει η αστυνομία».  «Μην πας, μην πας!» είπε η γυναίκα.  «Βλέπεις ίσκιους, νύφη· γιατί φοβάσαι τόσο; πώς να μην πάω να γλιτώσουν οι αθρώποι; άκου τα σκυλιά πώς κόβουνται· κάποιος αληθινά διαβαίνει.»  «Όχι, είναι τα κοπάδια σιμά· μην πας· μην πας.»  «Δε σ’ ακούω» της αποκρίθηκε κι εβγήκε.  Τότες η Ευγενιά άκουσε έναν κατάκαρδο πόνο.  Ήταν αφέγγαρη η νύχτα· μα τ’ αστέρια έλαμπαν στον ουρανό μυριάδες· ο αγέρας ήταν ήσυχος κι ακουότουν ο μονότονος βόγκος του πελάγου.  «Εκεί κάτου» έδειξε ο Κώστας «εκεί κάτου στο Καλάμι· πάμε γλήγορα·» κι εκίνησε βιαστικός. Ο Νικόλας τον ακολούθαε καταπόδι.  Στο δρόμο δεν έλεγαν λόγο και σε λίγο ήρθαν στο γιαλό.  «Πού είναι τοι;» ερώτησε τότες ο Νικόλας.  «Αυτού σιμά στο γκρεμό, στο σκάλωμα» αποκρίθηκε ο άλλος.  Του πελάγου το φρύδι ήταν γιομάτο χαλίκια και άμμο· το κύμα το χάιδευε γλυκά, κατάμαυρο σα μελάνι. Επροχωρούσαν με γλήγορα πατήματα προς το γκρεμό, που εσηκωνότουν ψηλός πάνουθ’ από τη θάλασσα κι εχώριζε απροσπέραστα το γιαλό του Λευκορακιού από τον άλλον, μα ούτε κει δεν εφαινόνταν ούτε καΐκι, ούτε ανθρώποι, και τότες ο Νικόλας ανησύχησε κι εθυμήθηκε το φόβο της γυναικός τ’ αδερφού σου. Ταραγμένος είπε:  «Πού είναι τοι;»  «Ποιοι… Σ’ έφερα δω για να σε σφάξω.»  Ο άτυχος τότες εκατάλαβε πως ήταν χαμένος· έβαλε μεγάλη φωνή κι εχύθηκε πάνου στον Κώστα για να του πιάσει τα χέρια κι εφώναξε: - «Κάη! Βοήθεια, βοήθεια.»  Μόνο ο αντίλαλος τ’ αποκρίθηκε. Ο Κώστας έκαμε ένα πάτημα στη θάλασσα, θυμωμένος από τη βρισιά που τον έβρισκε σα μαστίγιο και φοβισμένος από τα φωνατά που εμολογούσαν κιόλας το σκοπό του. Έβγαλε αμέσως ένα πιστόλι, και, αδειάζοντάς το στο κορμί τ’ αδερφού του, του ’πε:  «Δέξου το, απάνθρωπε, μας εδιακόνησες».  Ο Νικόλας εκύλησε στο κύμα φωνάζοντας πάντα:  «Κάη, Κάη, βοήθεια!» Δεν ήτουν παρά λαβωμένος. Οι φωνές του όμως αγρίευαν τον άθλιο που του ’πιασε τώρα το στόμα και που ετράβηξε από τη ζώση μια κάμα· στρέφοντας αλλού το κεφάλι για να μη βλέπει, του την εβύθισε πολλές φορές στες σάρκες ανοίγοντάς του θανατερές πληγές. Μα ο δυστυχισμένος δεν απέθαινε, γιατί οι μαχαιριές, βαρεμένες στα στραβά, δεν επλήγωναν ούτε το λαιμό, ούτε την καρδιά· ένας βόγκος κουφός έβγαινε από τα λαβωμένα στήθια και το τυραγνισμένο κουφάρι ανατιναζότουν μέσα στα μαύρα νερά.  Ξάφνως ακουστήκαν αλυχτίσματα και φωνές ανθρώπων που ερχόνταν προς το γιαλό· και ο Κώστας με πολλή γρηγοράδα εστοχάστηκε πως οι πιστικοί είχαν ακούσει του πιστολιού τον κρότο και τες φωνές κι ετρέχαν να βοηθήσουν· και φοβισμένος εβιάστηκε να κρουφτεί αφήνοντας τον αδερφό του μισοαπεθαμένον στο κύμα.  «Σκοτωμένε πού είσαι; σκοτωμένε πού είσαι;» ακουόνταν δυο φωνές· και τους αποκρενότουν ένα αδύνατο μούισμα του ετοιμοθάνατου.  Ο Κώστας ελογάριασε πως οι κοπαδιαρέοι ήταν τώρα σιμά στον αδερφό του κι εφοβήθηκε μην ο σκοτωμένος τον εμολογούσε κι επετάχτηκε από τον κρουψώνα του κι ερίχτηκε βιαστικός κι εκείνος. Οι κοπαδιαρέοι δεν είχαν ακόμα φτάσει στο γκρεμό· είχαν στα χέρια φανάρια· και τα σκυλιά τούς οδηγούσαν· το βόγκισμα ακουόταν ξάστερα μαζί με του κυμάτου το σάλαγο. Ετρέχαν όλοι αμίλητοι κι έφτασαν τέλος. Κι ο Κώστας βλέποντας πρώτη φορά το δύστυχο κουφάρι που το ’δερνε η κοκκινισμένη θάλασσα, έκρουψε τα μάτια με τα χέρια. Μα γλήγορα εσυνήρθε, κι έπεσε απάνου στο κορμί τ’ αδερφού του, που ’χε τώρα λιποψυχήσει, κι εδερνότουν κι έκλαιγε.  Οι πιστικοί εγνώρισαν το σκοτωμένον κι είπαν ο ένας του άλλου συγκινημένοι: - «Εγίνηκε φονικό· είν’ ο Νικόλας ο Λάμπουρας· κάμε καρδιά, Κώστα.»  «Αμέτε» τους είπε ο φονιάς κλαιάμενος «αμέτε στο χωριό, φέρτε κόσμο να τονε σηκώσουμε· παπά, αστυνομία· κάμετε ό,τι χρειάζεται· ζει ακόμα!»  Οι κοπαδιαρέοι υπάκουσαν κι έφυγαν τρεχατά αφήνοντας το φως, και τα δυο αδέρφια εβρέθηκαν οπίσω μοναχά τους.  Και τώρα η Φωνή εμίλησε πάλε από τα βαθύτατα σπλάχνα του: - «Κάη» του ’πε «το πες και το ’καμες· γέψου το έργο σου». Κι ο φονιάς εσυλλογίστη τρομασμένος πώς να γλιτώσει κι η πρώτη του ιδέα ήτουν να φύγει: ο αδερφός του ήταν ακόμα ζωντανός κι εμπορούσε να μολοήσει όλα· και τότες έβαλε βουλή να τον αποτελειώσει για μία και έτσι να γλιτώσει ο ίδιος από τη ντροπή και την τιμωρία. Έπιασε το μαχαίρι. Μα η ελεεινή θέα του λαβωμένου τον εμπόδισε να φέρει σε τέλος τη σκέψη του, και χωρίς να το θέλει έσβησε το φως. Αλλά τότες του φάνηκε πως οι πληγές που ο ίδιος τες είχε ανοίξει έφεγγαν· πως το αίμα, που έβαφε το κύμα, έφεγγε και κείνο, και το μαχαίρι του ’πεσε από τα χέρια.  Αυτήν τη στιγμή ο ετοιμοθάνατος αναστέναξε.  «Αδερφέ» του ’πε ο Κώστας «συμπάθησε».  «Κάη καταραμένε» τ’ αποκρίθηκε με σβησμένη φωνή «γιατί μ’ εσκότωσες; η φούρκα σε προσμένει».   «Όχι, όχι, μη με καταδιώκεις· είσαι καλός και καλό θα ιδείς στην ψυχή σου· και δε θα πεθάνεις· η γυναίκα μου θα σε βαϊλέψει· θα φέρω γιατρούς, θα πουλήσω ό,τι έχουμε, θα σε κοιτάξω ως να γιατρευτείς· μη μολοήσεις.»  Ο σκοτωμένος αναστέναξε οπίσω: - «Μ’ ετυράγνισες. Εμόλεψες τα χέρια σου μ’ αδερφικό αίμα. Τι μεγάλο κακό έκαμες στο σπίτι μας. Δεν εσυλλογίστηκες τον κόρφο της μάνας μας που μας έθρεψε και τους δυο μας, πως μας έσπειρε ένας πατέρας;» Κι έκαμε να σηκωθεί μα εξανάπεσε πονεμένος στο κύμα.  «Μετανιώνω, σου λέω· αν ήθελα σ’ αποτέλειωνα· και θα σ’ έκανα έτσι ποτέ άλλο να μη μιλήσεις· μα μου λείπει η καρδιά· μη μολοήσεις.»  «Πεθάνω δεν πεθάνω, δε μολογάω» του αποκρίθηκε ο λαχτισμένος κλαίοντας «γιατί να χάσω και τη φαμιλιά σου; - Κάη ο θεός ας σε κρίνει!» κι ελιγοθύμησε πάλι.  Κι ωστόσο ερχότουν από το χωριό κόσμος καμπόσος· κι εμοιρολογούσαν όλοι για το σκοτωμό του Νικόλα Λάμπουρα ξαφνισμένοι από το ανεπάντεχο φονικό.  Δειλιασμένον τον έφεραν σπίτι του· και η Ευγενιά, που δεν είχε ακόμα πλαγιάσει, εβγήκε ουρλιάζοντας στο δρόμο ξέροντας τι εσυνέβαινε. Με το βλέμμα εζήτησε τον άντρα της, ερίχτηκε απάνου του και του ’πε στ’ αυτί:  - «Κάη, το πες και το ’καμες.» Έπειτα οδήγησε τους ανθρώπους πού να βάλουν τον ετοιμοθάνατο.  Ο Κώστας εκάθισε όξω από την πόρτα του, γιατί δεν εμπορούσε να βλέπει το ψυχομάχημα· ένας μισόκοπος χωριάτης έπλυνε με κρασί και με ξύδι τες πληγές και τες έδεσε, αλλά εδήλωσε πως ως το πρωί ο Νικόλας θ’ απέθνησκε. Έπειτα ο κόσμος έφυγε για να κοιμηθεί. Όλη νύχτα ο Νικόλας έμεινε αμίλητος και μόνο το πρωί άνοιξε ακόμα τα μάτια. Η Ευγενιά τότες τον εσίμωσε και του ’πε:  «Νικόλα, να ιδείς καλή ψυχή, μη μολοήσεις, μη με χάσεις κι εμένα».  Ο σκοτωμένος εκούνησε το κεφάλι λέγοντας όχι, της έπιασε το χέρι, κι ένα χαμόγελο πικρό τού στόλισε το μαραμένο χείλι. Έπειτα εζήτησε να κοινωνήσει.  Τέλος, όταν ο ήλιος ήταν όξω ήρθαν οι εξουσίες ν’ ανακρίνουν τον παθό και τους άλλους. Κι ο Κώστας τότες εφοβήθηκε οπίσω μην τον εκατάδινε, κι εμετάνιωσε πως δεν τον είχε αποτελειώσει στο γιαλό. Εστοχάστηκε πως εκεί κάτου ο αδερφός του σκιασμένος, του ’χε τάξει να τσωπάσει, αλλά πως τώρα μπορούσε να φανερώσει τα πάντα. Τότες ερίχτηκε στο σπίτι, έπεσε γονατιστός μπροστά στο μισοπεθαμένο κι έκλαιγε κι εμοιρολογούσε. Ο σκοτωμένος αποκρίθηκε στον κριτή, που τον ερώτησε αν είχε γνωρίσει το φονιά, ένα όχι με το κεφάλι και η Ευγενιά είδε το χαμόγελο της ευχαρίστησης απάνου στα χείλια του αντρός της και δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Μία σίχαση για τον δολερόν άνθρωπο της ανέβηκε από την καρδιά· μία φωνή από μέσα της της εχάλεψε εγδίκηση και δικαισοσύνη· ανανοήθηκε πως θα περνούσε τη ζωή της με το ανάξιο θηρίο και αποφάσισε εκείνη η ίδια την καταδίκη του. Ξάφνως εβάλθηκε να φωνάξει μπροστά στες εξουσίες:  «Κάη, καταραμένε· εσύ τον εσκότωσες· εσύ, κι όχι άλλος, που κλαις, δολερέ.»  Όλοι την εκοίταξαν σαστισμένοι κι εγύρισαν έπειτα προς τον άνθρωπο που αποθήνησκε και που είχε τα μάτια γιομάτα δάκρυα· κι ο κριτής κοιτάζοντάς τον ερώτησε: - «Είναι αλήθεια;»  Άκρα σιγή εβασίλεψε.  «Μην το κρούψεις» είπε η γυναίκα «αύριο θα με σκοτώσει και μένα γιατί εμαρτύρησα».  Ο ετοιμοθάνατος εκούνησε το κεφάλι λέγοντας ναι, και σε λίγο του βγήκε η ψυχή.  

ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ: 


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Η Ομοφυλοφιλία + ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου- συγγραφέα

  Η Ομοφυλοφιλία + ΒΙΝΤΕΟ του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου- συγγραφέα      Ο μοφυλοφιλία ορίζεται η ερωτική έλξη προς άτομο του ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....