Ετικέτες - θέματα

13.9.25

Ο μυθικός θεός Αχελώος από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Ο μυθικός θεός Αχελώος

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


   

  ΘΕΪΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗΟ Όμηρος τοποθετεί τον Αχελώο, χρονικά, πριν από τον Ωκεανό. Μάλιστα κατά τον ίδιο επικό ποιητή, όλες οι θάλασσες, οι πηγές και τα νερά που πηγάζουν από την γη προέρχονται από αυτόν. Αντιθέτως, ο Ησίοδος συγκαταλέγει τον Αχελώο στις ποτάμιες θεότητες, που ήταν τέκνα της Τηθύος και του Ωκεανού. Κατά τους αρχαίους μυθογράφους, κόρες του ήταν οι Σειρήνες, οι Νύμφες και πολλές θεότητες των πηγών, όπως η Κασταλία, η Καλλιρρόη, κ.ά.

ΜΟΡΦΕΣ: Ο Αχελώος είχε αρκετές μορφές. Συνήθως απεικονίζεται από την μέση και κάτω σαν ψάρι, γενειοφόρος με κέρατα στο κεφάλι του. Άλλες μορφές του ποτάμιου αυτού θεού ήταν σαν φίδι, σαν ταύρος και σαν ανθρωπόμορφο ον με κεφάλι ταύρου που από τα γένια του έτρεχαν πολλά νερά (ανθρωπομορφικές όψεις του ποταμού, όπως στην εικόνα από το ρωμαϊκό μωσαϊκό στο Ζεύγμα1 που παρουσιάζουμε πιο κάτω). Το μόνο βέβαιο είναι πως στις περισσότερες μορφές του ο Αχελώος φάνταζε ως ένα άσχημο τέρας.

ΑΧΕΛΩΟΣ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΗΣ: Ο Ηρακλής, κάποτε, για χάρη της Δηιάνειρας ήρθε σε σύγκρουση με τον Αχελώο. Ο Ηρακλής, λοιπόν, όταν πήγε στον Άδη για να αιχμαλωτίσει τον Κέρβερο, συνάντησε τον Μελέαγρο, αδελφό της Δηιάνειρας, και γιο του Οινέα. Αυτός του ζήτησε σαν χάρη να παντρευτεί την αδελφή του. Ο ήρωας δεν αθέτησε την υπόσχεση του και πήγε στην Καλυδώνα, έδρα του βασιλιά Οινέα. Εκεί όμως, επίμονα ο Αχελώος ζητούσε την κόρη του Οινέα παίρνοντας διάφορες μορφές. Ο Ηρακλής τον προκάλεσε σε μάχη, όπου ο ποτάμιος θεός, παρά τις συνεχείς μεταμορφώσεις του, έχασε. Τότε ο Ηρακλής του απέκοψε το δεξί του κέρατο (έκλεισε τη μία εκβολή του ποταμού) και από το αίμα που έρρευσε γεννήθηκαν οι Σειρήνες. Το κομμένο αυτό κέρατο δεν το κράτησε ο Ηρακλής. Ο Αχελώος σε αντάλλαγμα του έδωσε το κέρας της Αμάλθειας [που συμβολίζει το νέο πλούσιο γόνιμο έδαφος] το οποίο στην συνέχεια ο ήρωας δώρισε στον Οινέα. Έτσι, λοιπόν, με αποδυναμωμένο και ηττημένο τον Αχελώο, ο Ηρακλής νυμφεύθηκε την Δηιάνειρα. Βέβαια ο μύθος αυτός, κατά τον Διόδωρο και το Στράβωνα, ερμηνεύει τις προσπάθειες των εκεί αρχαίων κατοίκων να τιθασεύσουν την ορμή του ποταμού (κέρας) περιφράσσοντάς τον με μεγάλα έργα (μεταμορφώσεις ποταμού) και να τον μετατρέψουν σε γόνιμο ποταμό [πράγμα που συμβολίζει κι ο γάμος του Ηρακλή].

 

Αχελώος και Ηρακλής
  ΟΙ ΕΧΙΝΑΔΕΣ: Στις εκβολές του ποταμού υπάρχουν τα νησιά Εχινάδες. Σύμφωνα με τον μύθο αυτές υπήρξαν κάποτε Νύμφες, αλλά επειδή ξέχασαν να τιμήσουν τον Αχελώο, ο ποτάμιος θεός θύμωσε και τις μεταμόρφωσε σε νησιά!

  Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε πως ο ποτάμιος θεός Αχελώος εικονίζεται ως κερασφόρος σε νομίσματα των Ακαρνάνων και των Μεταποντίων.

ΠΑΡΑΘΕΜΑ: [Για τις μεταμορφώσεις του Αχελώου]. Σοφοκλής: Τραχίνιαι: “μνηστήρ γαρ ἦν μοι ποταμός, Ἀχελῷον λέγω, ὅς μ᾽ ἐν τρισίν μορφαῖσιν ἐξῄτει πατρός, φοιτῶν ἐναργὴς ταῦρος, ἄλλοτ᾽ αἰόλος δράκων ἑλικτός, ἄλλοτ᾽ ἀνδρείῳ κύτει βούπρῳρος· ἐκ δὲ δασκίου γενειάδος κρουνοὶ διερραίνοντο κρηναίου ποτοῦ.”

konstantinosa.oikonomou@gmail.com

1. Το Ζεύγμα ήταν αρχαία ελληνιστική πόλη στη σημερινή νότιο ανατολική Τουρκία. Το 80% του αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται από το 2000 βυθισμένο στη τεχνητή λίμνη που σχηματίστηκε από το νεοοθωμανικό τερατούργημα του φράγματος Μπιρετσίκ. Η περιοχή εκείνη την εποχή ήταν τμήμα της Άνω Συρίας, ανήκε στο βασίλειο των Σελευκιδών και για ένα διάστημα στο βασίλειο της Κομμαγηνής, πριν περάσει στα χέρια των Ρωμαίων. Από το Ζεύγμα προέρχεται και η μωσαϊκή αναπαράσταση του Αχελώου στην πρώτη εικόνα του άρθρου

10.9.25

Ο Καπετάν Γιώργης, του Αργύρη Εφταλιώτη κείμενο - AUDIOBOOK διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

Ο Καπετάν Γιώργης,   του Αργύρη Εφταλιώτη

κείμενο - AUDIOBOOK  

 διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου



                                               Α΄.

     

   Πολλὰ χωριά, βουνά, δάση, ρημοκκλήσια καὶ πύργοι ἔχουν τὰ στοιχειά τους, κι ἄν καλοξετάσουμε τὸ πρᾶμα ἔχει καὶ κάθε σπίτι ἀπὸ ἕνα στοιχειό! Ἀλλοῦ εἶναι ἀρρώστια, ἀλλοῦ θάνατος, ἀλλοῦ μεθήσι, κι ἀλλοῦ κάποιος ἄλλος δαίμονας ποῦ φαρμακώνει τ' ἀγέρι ἐκεῖ ποῦ θαρρεῖς πῶς βασιλεύει ἡ καλοπέραση κ' ἡ καλοτυχιά.

Στὸ νησιώτικο χωριὸ ποῦ θὰ σᾶς πάρω, τὸ στοιχειὸ τοῦ τόπου εἴτανε γιὰ πολλὰ χρόνια ὁ Καπετὰν Γιώργης. Τώρα ὁ δύστυχος συχωρέθηκε, κι ἀφῆκε κατόπι του ἄλλο στοιχειό.

Λοιπὸν ἄς γυρίσουμε ὡς εἴκοσι χρόνια πίσω, κι ἄς πᾶμε σὲ κεῖνα τἅγια τὰ χώματα. Ἄς σταθοῦμε στ' ἀκρωτήρι ποῦ μιὰ φορὰ στεκότανε μιὰ περήφανη πολιτεία, μὲ τὶς ἀρμάδες της, μὲ τὰ κάστρα της, καὶ μὲ τὶς μαρμαρένιες κολόννες. Τί θρούβαλα γένηκαν ὅλα! Ἡ Ἀκρόπολις κατάντησε Τάμπια μ' ἕνα καλυβάκι ἀπάνω, μέρος τῆς χώρας ἔγινε Κοιμητήριο, καὶ τἄλλο χωράφια τριγυρισμένα μὲ ἀσβεστόπετρες. Πόσες φορὲς πήγαινα τἀποβρόχια σὲ κεῖνα τὰ μέρη νὰ μαζέψω σαλιάγκους, ἤ καφκαλίθρες, καὶ γύριζα μὲ φούχτα γεμάτη σκουριασμένες ἀντίκες καὶ σπασμένα λυχνάρια!

Τὸ καθαυτὸ τὸ χωριὸ θὰ τὸ βροῦμε στὸ πλάγι, πάνω στὸ βουναράκι. Ὅποιο παραθύρι κι ἄν ἀνοίξῃς ἐκεῖ ἀπάνω, ἀνοίγει κ' ἡ καρδιά σου, γιατὶ ἀπὸ τὰ δεξιὰ ἔχεις θάλασσα ὅσο φτάνει τὸ μάτι, ἀντικρύ σου τὸν κόρφο, πέρα τὰ βουνὰ στολισμένα ἐδῶ καὶ κεῖ μὲ χωριά, στ' ἀριστερὰ τὸν κάμπο μὲ τὶς ἐλιές, κ' ἕνα ποτάμι στὴ μέση. Ἴσια ἴσια τὸν κάμπο ποῦ ξέπεσε μιὰ φορὰ ὁ Ὀρφέας, καὶ κρέμασε τὴ λύρα του σὲ μιὰν Ἰτιά, κι ἀπὸ τότες κελαϊδοῦσαν ἐκεῖ τἀηδόνια μὲ γλύκα ποῦ ταίρι δὲν εἶχε, ὡς πέρσι πρόπερσι, ποῦ ἔκοψαν τὶς ἰτιὲς οἱ Τοῦρκοι, καὶ ξεγυμνώθηκε τὸ ποτάμι, κ' ἔφυγαν τὰ καημένα τἀηδόνια ὕστερα ἀπὸ τριάντα αἰώνων κελάϊδημα.

Ἄς ἔρθουμε τώρα στὸν Καπετὰν Γιώργη. Φανταστῆτε ἕνα μεσόκοπο μὲ ἀνάστημα μέτριο, κανονικὸ πρόσωπο, μὰ τόσο λιοκαμμένο ποῦ θὰ τὸν παίρνετε γιὰ ἀράπη! Καὶ τί λέω πρόσωπο! Ὅλο του τὸ κορμὶ τέτοιο εἴτανε, γιατὶ ἄλλα παρὰ κουρελλιασμένα ροῦχα δὲν ἔβαζε. Τοῦ δίνανε φορέματα, κι αὐτὸς κάθιζε κοντὰ σ' ἕνα βράχο, τἄκοβε κομμάτια κομμάτια, τἄδενε πάλι μὲ σπάγους, καὶ τἄβαζε! Ποτὲς δὲ μᾶς εἶπε γιατί τὄκανε αὐτό· μὰ ὅλοι μας τὸ ξέραμε, καὶ νὰ σᾶς τὸ πῶ τώρα καὶ σᾶς: εἶταν τρελλός!

Ὁ Καπετὰν Γιώργης μιλοῦσε γλώσσα ὅλους διόλου δική του· ποῦ καὶ ποῦ καταλάβαινες λέξη, μὰ οἱ πιώτερες κατρακυλοῦσαν ἀπὸ τὰ χείλη του σὰν πετραδάκια καὶ πέφτανε χάμω. Φαίνουνταν πάντα σοβαρὸς καὶ βυθισμένος σὲ συλλογές. Ὡς καὶ τὸ γέλοιο του, (καὶ γελοῦσε πολὺ σπάνια), εἶχε μιὰ παράξενη σοβαρότητα, σὰ νἄλεγε, − «Ἔννοια σου, κερὰ Χαρά, τὸ ξέρω πῶς εἶσαι Ψεύτρα, καὶ δὲ μὲ γελᾶς».

Δὲν ἐρχότανε στὸ χωριὸ παρὰ σὰν πεινοῦσε. Καὶ φυσικὰ τοῦ ἔδινε ὁ κόσμος. Ἡ καθαυτὸ φωλιά του εἶταν ὄξω, στοὺς τέσσερεις τοὺς ἀνέμους, κατὰ τὴν παλιὰ τὴν πολιτεία. Ἐκεῖ ἀγαποῦσε νὰ τριγυρίζῃ, καὶ μὰ τὴν ἀλήθεια, σὰν τὸν ἔβλεπα κάποτες μέσα στὰ χαλάσματα, θαρροῦσα πῶς εἴτανε φάντασμα κανενὸς προγόνου ποῦ σηκώθηκε νὰ κλάψῃ τὰ τωρινὰ χάλια τοῦ τόπου του.

Μὰ ποιός εἶταν ὁ Καπετὰν Γιώργης; Ποτὲς δὲν μπόρεσα νὰ μάθω ἀπὸ τοὺς πατριῶτες μου, καὶ σὰν τονε ρωτοῦσα τὸν ἴδιο, γύριζε τὸ πρόσωπό του πρὸς τὴ θάλασσα καὶ μουρμούριζε ἀκατανόητα λόγια. Ὁ Καπετὰν Γιώργης θὰ ἔμενε μυστήριο παντοτεινὸ, ἄ δὲν ἐρχότανε μιὰ μέρα ἕνας γρῖπος νὰ τραβήξῃ στὸν κόρφο μέσα, κι ἄ δὲν κατέβαινα καὶ γὼ στὴν ἀκρογιαλιὰ ν' ἀγοράσω ψάρια.

Γρῖπος! Μεγάλη δουλειά! Σὰ νὰ λέμε τώρα, τ' αὐστριακὸ τὸ βαπόρι! Κι ὄχι γιὰ τίποτις ἄλλο, παρὰ γιὰ τὰ σπαρταριστὰ τὰ ψάρια ποῦ ἀνέβαζαν κατόπι οἱ ψαροπουλητάδες, καὶ φωνάζανε, καὶ τράνταζαν τὰ παράθυρα ἀπὸ τὸ βοητό.

Ἐγώ, νὰ σᾶς πῶ τὴν ἁμαρτία μου, ἀγαποῦσα τὰ ψάρια, μὰ πιώτερο μοῦ ἄρεζε νὰ βλέπω τὸ γρῖπο. Κατιτὶς μὲ τραβοῦσε πάντα πρὸς τὸν γρῖπο. Στέκουμουν καὶ κοίταζα τὰ κουπιά του νὰ χτυποῦν ὅλα μονομιᾶς, ν' ἀνεβαίνουν, νὰ μένουν ἴσια κι ἀκίνητα στὸν ἀέρα, καὶ πάλι νὰ βουτοῦνε, σὰ νὰ τοὺς εἶχες κουρντισμένους τοὺς παλικαράδες ποῦ τὰ τραβοῦσαν. Ὕστερα κοίταζα τὸ γύρο ποῦ χαράζανε πάνω στὰ ἥσυχα τὰ νερὰ μὲ τὰ δίχτυα, καὶ συλλογιούμουν τί κακὸ γίνουνταν κάτω στὸ βάθος! Τί ὄνειρα νὰ εἴδανε ψὲς τὰ κακόμοιρα τὰ ψάρια! Θαρροῦσα πῶς τἄβλεπα νὰ χύνουνται ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ σὰν τρελλά, καὶ νὰ πιάνουνται. Καὶ σὰν ἀνιστοροῦσα πῶς καὶ νὰ ξέρανε τί θὰ πῇ δίχτυ, καὶ νὰ μὴ σάλευαν ἀπὸ τὸν τόπο τους, πάλι θὰ τἄπαιρνε τὸ δίχτυ στὴν ἀγκαλιά του, μοῦ ἐρχότανε νὰ φωνάξω νὰ σταματήσῃ ὁ γρῖπος, νὰ προφτάσουνε νὰ γλυτώσουν τὰ ψάρια.

Σὲ μισὴ ὥρα μέσα ἡ βάρκα εἶταν ἀραγμένη καὶ τὰ θαλασσοπούλια της χωρισμένα σὲ δυὸ γραμμὲς ἀπάνω στὸν ἄμμο, ἔσερναν τὰ δυὸ παλαμάρια σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ μέση τους, καὶ γύριζε πίσω πηδηχτὰ ἕνας ἕνας τους νὰ στρεφογυρίσῃ πάλι τὸ σκοινὶ μὲ τὸ φελλὸ στὴν ἄκρη, νὰ πιαστῇ στὸ παλαμάρι καὶ νὰ ξανασύρῃ. Εἴτανε μιὰ χαρὰ νὰ τοὺς βλέπῃς. Δὲν πρόκοψα νὰ δῶ ζωγραφιά τους ἀκόμα. Γιατί δὲν ἱστοροῦν οἱ ζωγράφοι μας ἕνα ρωμαίικο γρῖπο; νὰ δῇς ἀντρίκια ὀμορφιὰ καὶ χάρη καὶ δύναμη! Νὰ δῇς ποντίκια ποῦ νὰ τὰ λιμπίζεσαι, στήθια μπρούντζινα, λαιμοὺς καὶ κεφάλια χυτά, γυρισμένα καθὼς τὰ εἶχαν κατὰ τὸ πέλαγο, μὲ τὰ χέρια τους ἀκουμπισμένα στὸ παλαμάρι.

Ἄλλη μισὴ ὥρα, κι ὁ γρῖπος ἔβγαινε. Ἄστραφταν τὰ ψάρια τρεμουλιαστὰ ἀπάνω στὸ δίχτυ, σὰν τἀστέρια στὸν οὐρανό. Μαζεύτηκαν τὰ παλικάρια τριγύρω, καὶ τίναζαν τὰ δίχτυα μὲς στὰ κοφίνια. Μπαρμπούνια, σαρδέλλες, γοῦπες, σμαρίδες, καλαμαράκια, παντῆς λογῆς δῶρα θαλασσινά. Κάτω κάτω στὸ δίχτυ, νά σου καὶ μιὰ ὀκαδιάρικη συναγρίδα! Ὁ Καπετὰν Γιάννης, ποῦ μὲ ἤξερε φαίνεται, τὴν παίρνει, περνάει ἕνα κομμάτι βούρλο ἀπὸ τὰ σβάραχνά της, τὸ δένει, καὶ μοῦ τὴν προσφέρνει χαμογελώντας. Δὲν ἤθελε πλερωμή. Τὸν κάλεσα λοιπὸ σπίτι μου νὰ τὸν πλερώσω μὲ καλὸ κρασί, καὶ δέχτηκε.

Β΄.

Τὸ βράδυ ὁ Καπετὰν Γιάννης εἴτανε σπίτι μας, μὲ τὸ χρυσὸ σκουλαρήκι στ' αὐτί του, μὲ τὸ μακρὺ φέσι, καὶ μὲ τὸ κόκκινο μαντίλι κάτω ἀπὸ τὸ γελέκι του. Βγάζει τὰ παπούτσια του μπρὸς στὸ κατώφλι, καὶ μπαίνει μέσα. Εἶταν ἀπάνω κάτω πενηντάρης ὁ καπετάνιος μας· μὰ καὶ ντροπαλὸς σὰν κορίτσι. Ὕστερ' ἀπὸ τὰ συνηθισμένα τ' ἀνερωτήματα βγαίνει κι ὁ δίσκος, − «Γειά σας, καλῶς σᾶς ηὕραμε», − καὶ κάτω ἡ μαστίχα. Κατόπι παίρνει μερικὰ ἀμύγδαλα, καὶ σπάνοντάς τα μὲ τὰ δόντια του, καὶ παστρεύοντάς τα μὲ τὰ ροζωμένα δάχτυλά του, μᾶς γλέντιζε μὲ τὰ λόγια του.

Δυὸ τρεῖς μαστίχες ἀκόμα, καὶ καθήσαμε στὸ φαγεῖ. Ὁ Καπετὰν Γιάννης, μὲ τὴ μιὰν ἄκρη τῆς πετσέτας χωμένη στὸ γιακᾶ του, ἔφαγε παλικαρήσια. Σὰν καλὸς θαλασσινὸς ποῦ εἶταν ὅμως, μὲ ἀκόμα πιώτερη ὄρεξη ἔπινε τὸ κρασί. Σὰ σηκωθήκαμε ἀπὸ τὸ τραπέζι, τὰ μάτια του τινάζανε σπίθες. Πέρασε κ' ἡ πρώτη ἐκείνη ντροπή, καὶ μᾶς διασκέδαζε τώρα μὲ πολλὲς ἱστορίες καὶ νοστιμάδες.

Ἀπὸ κουβέντα σὲ κουβέντα, εἴπαμε καὶ γιὰ τὸν Καπετὰν Γιώργη. Ὁ μουσαφίρης μας τότες σὰ νὰ στενοχωρέθηκε. Ἐγὼ βλέποντας πῶς κάτι πρέπει νὰ ξέρῃ γιὰ τὸ στοιχειό μας, ἄρχισα νὰ τοῦ βάζω φιτίλια. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἤθελε ν' ἀνοίξῃ τὸ στόμα του. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ πολλὰ παρακάλια καὶ ταξίματα νὰ μὴ τὸ ξαναπῶ κανενός, καὶ σὰ φύγανε κ' οἱ γυναῖκες, ἄρχισε τὴν ἀκόλουθη ἱστορία:

− Εἶταν πατριώτης μου, εἶπε, σὰν ἔβγαλε πρῶτα το μαντίλι του καὶ σφούγγισε τὸ πρόσωπό του, −εἶταν πατριώτης μου, κ' εἶμαι γαμπρός του! Εἴτανε γυιὸς ἑνὸς ψαρᾶ, μὰ τὸ εἶχε μέσα του, κ' ἤθελε νὰ γίνῃ κατιτίς. Εἶχε καὶ μιὰ ἀρχοντοποῦλα στὸ μάτι, τὸν ἀγαποῦσε κι αὐτή, μορφονιὸς καθὼς εἴτανε. Μὰ πρὶ νὰ γυρέψῃ τὴν κοπέλλα ἔπρεπε νὰ προικιάσῃ καὶ νὰ παντρέψῃ τρεῖς ἀδερφάδες, κ' ὕστερα νὰ κάμῃ καὶ δική του κατάσταση. Συφωνοῦνε τὸ λοιπὸ νὰ περιμείνουνε μερικὰ χρόνια, κ' ὕστερα νὰ στείλῃ προξενητάδες.

Κ' ἔτσι βγαίνει ὁ Γιώργης στὸν κόσμο, καὶ δουλεύοντας μὲ τὴν καρδιά του, σ' ἕνα χρόνο μέσα τὸ κατάφερε νἄχῃ δική του βάρκα. Σ' ἄλλον ἕνα χρόνο ἡ βάρκα γίνεται τρεχαντήρι. Καὶ κάθε δώδεκα μῆνες γύριζε ὁ Καπετὰν Γιώργης χαρούμενος ἀπὸ τὰ ταξίδια του, καὶ σοῦ πάντρευε καὶ μιὰν ἀδερφή. Τί κακὸ γινότανε στοὺς γάμους ἐκείνους! Ποῦ ἄν ἡ χαρὰ εἴτανε μιὰ γιὰ τὸ γαμπρὸ καὶ τὴ νύφη, εἴτανε δυὸ χαρὲς γιὰ τὰ κείνονε, γιατὶ κάθε γάμος τὸν ἔφερνε καὶ πιὸ κοντὰ στὴν ἀρχοντοποῦλα του. Στὸν τρίτο τὸ γάμο εἴμουν ἐγὼ γαμπρός, καὶ σώνει νὰ σᾶς πῶ πῶς ἕνα μερόνυχτο λάκερο μὲ κράτησαν τὰ σκυλιὰ μακρυὰ ἀπὸ τὴ νύφη μὲ τὰ ξεφαντώματά τους.

Γύρεψε ὁ δύστυχος νὰ κάμῃ τὶς προξενιὲς τότες, καὶ μακάρι νὰ τὶς ἔκανε! Πῆε θὰ πῇς στὶς προῖκες ὅλο τὸ ἔχει του, μὰ τὸν ἤξερε τώρα ὁ κόσμος πῶς εἶταν ἄξιος, κι αὐτὴ εἴτανε μεγάλη σερμαγιὰ γιὰ τὸ Γιώργη. Μὰ ἔλα δὰ ποῦ εἶταν καὶ τὸ καΐκι χρεωμένο, χτίζε χτίζε σπίτια γιὰ τις ἀδερφάδες! Τοῦ εἴπαμε λοιπόν, περήφανος ἄνθρωπος εἶναι ὁ πατέρας τοῦ κοριτσιοῦ, πήγαινε ἀκόμα ἕνα ταξίδι, καὶ τοῦ χρόνου ἔρχεσαι καὶ ζητᾶς τὴν καλή σου.

Θυμοῦμαι ἀκόμη τὴ βραδιὰ ποῦ πέρασε μὲ τὰ παιχνίδια κάτω ἀπὸ τὰ σπίτια της, καὶ τῆς τραγουδοῦσε διαβαίνοντας καὶ χωρὶς νὰ σταθῇ, νὰ μὴ μυριστοῦνε τίποτις οἱ δικοί της, ποῦ δὲν τὰ ξέρανε:

Μισεύω καὶ σ' ἀφίνω γειὰ, ξανθή μου περιστέρα· Στὸ παραθύρι πρόβαλε, νὰ πάρῃ ὁ νοῦς μου ἀγέρα. Καὶ μισανοίγει ἕνα παράθυρο στ' ἀπάνω τὸ πάτωμα.

Τὴν ἄλλη μέρα τὸ τρεχαντήρι σηκώθηκε, κι ὁ Καπετὰν Γιώργης ἀποχαιρετοῦσε μὲ τὴν καραμπίνα τὴ λυγερή του.

Πέρασαν ἕντεκα μῆνες, καὶ δὲν ἀκούσαμε τίποτις. Ἀπάνω στοὺς δώδεκα μῆνες βουΐζει στὴ γειτονιά μας μιὰ φοβερὴ εἴδηση. Ἡ ἀρχοντοποῦλα ραβανιάστηκε μ' ἕναν πλούσιο ξένο, ποῦ εἴτανε νὰ τὴν παντρευτῇ καὶ γλήγορα γλήγορα, καὶ νὰ τὴν πάρῃ στὸν τόπο του! Καὶ δὲν εἶταν καὶ ψέματα! Ἡ δουλειὰ ἔγινε ἄψε σβύσε. Φώναξε ἡ κοπέλλα, ἔκλαψε, παρακάλεσε, φοβέριξε. Ὅλα τοῦ κάκου. Ἀπὸ ταὐτὶ καὶ στὸν παππᾶ! Καὶ σὲ μιὰ βδομάδα μέσα τὴν ἔπαιρνε ὁ ξένος στὸν τόπο του, μαζὶ μὲ τὰ προικιά της, καὶ φαρμάκωνε τὸ σπιτικό μας δίχως νὰ γλυκάνῃ καὶ τὸ δικό του, γιατὶ τὸ καημένο τὸ κορίτσι χτίκιασε καὶ συχωρέθηκε σὲ μερικοὺς μῆνες.

Τὸ καραβάνι ἐκεῖνο ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸ πρωί, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔμπαινε βράδυ βράδυ τὸ τρεχαντήρι τοῦ Γιώργη στὸν κόρφο μας μέσα. Εἶταν ἥσυχη βραδιά, καὶ διαλαλοῦσε πάλι ἡ καραμπίνα στὰ βουνὰ γύρω. Δὲν κατέβηκε κανένας ἄλλος στὴ σκάλα ἔξω ἀπὸ μένα, γιατὶ ἐγὼ τὴν ἤξερα τὴ βίδα του, καὶ φοβήθηκα μὴν τύχῃ καὶ τὸν παραλωλάνουν οἱ ἄλλοι. Καὶ ποῦ νἄξερα!

 


Βγάζει πάλι τὸ κόκκινο τὸ μαντίλι ὁ Καπετὰν Γιάννης καὶ σφουγγίζει τὸ πρόσωπό του.

− Φοβερὴ βραδιὰ ἐκείνη, ἀφεντικό! Οἱ ναῦτες ἀρχίζανε νὰ μαζεύουν τὰ πανιά, ὁ Γιώργης δὸς του τουφεκιὲς καὶ τραγούδι, καὶ γὼ νὰ στέκουμαι μοναχός μου στὴ σκάλα, καὶ νὰ γίνεται ἡ καρδιά μου κομμάτια! Τὸ καΐκι προσμένει ἀπ' ἔξ' ἀπὸ τὸ λιμάνι γιὰ ν' ἀνοίξῃ ὁ δρόμος ἀπὸ κάτι ψαρόβαρκες ποῦ ἔφευγαν, ὁ Γιώργης βγαίνει μὲ τὴ βάρκα, καὶ σὲ λιγάκι τὸν ἔβλεπα μπρός μου. Σὰ μὲ εἶδε νὰ στέκουμ' ἔτσι μουδιασμένος καὶ συλλογισμένος.

− Βρὲ Γιάννη, μοῦ λέει, τί ἔχεις; Πέθανε κανένας; πές μου το νὰ γλυτώνουμε.

Σὰν τοῦ εἶπα μὲ μασσημένα λόγια πῶς δὲν εἴτανε θάνατος, αὐτὸς ἀμέσως μοῦ κάνει:

− Καὶ τί εἶναι; παντρεύτηκε;

Ἐμένα τότες μὲ πῆραν τὰ δάκρια. Μὲ βλέπει κατάματα κίτρινος σὰν τὸ θειάφι, καὶ λέξη δὲ βγάζει· μόνο δαγκάνει μὲ λύσσα τὸ μουστάκι του, πηδάει στὴ βάρκα, καὶ πίσω!

Τἄχασα, καὶ δὲν πρόφταξα νὰ πηδήξω μαζί του. Τονε φώναξα, τὸν παρακάλεσα στὴν ψυχὴ τῶ γωνιῶ του, ποιός ν' ἀκούσῃ! Ὥσπου ναβρῶ ἄλλη βάρκα νὰ πάρω κατόπι του, αὐτὸς κυβερνοῦσε τὸ τρεχαντήρι του, ποῦ γύριζε τώρα πίσω. Σὲ λίγη ὥρα ἔγινε ἄφαντο τὸ καΐκι μέσα στὸ πέλαγο.

Ὡς ἐδῶ τὰ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου. Τἄλλα θὰ τὰ στορήσω μὲ λίγα λόγια, γιατὶ πέρασε κ' ἡ ὥρα, καὶ τὰ παιδιὰ θὰ τὸ παραξηλώσουνε στὴν ταβέρνα. Θὰ τὰ πῶ καθὼς ποῦ τἀκούσαμε ἀπὸ τοὺς ναῦτες ὕστερ' ἀπὸ μερικὲς μέρες.

Ὁ Καπετὰν Γιώργης ἀφῆκε τὸ καΐκι νὰ πάῃ κατὰ τὸν ἄνεμο. Κι ὁ βοριᾶς τὄφερε ἴσια δῶ στὸν Πλατὺ Γιαλὸ ποῦ λέτε. Εἴτανε νύχτα, κι ἀπάνω κάτω δυὸ μίλλια μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριὰ, φωνάζει ὁ καπετάνιος τοὺς ναῦτες, τοὺς πληρώνει, καὶ τοὺς προστάζει νὰ πάρουν τὴ βάρκα καὶ νὰ πᾶν ὅπου θέν. Οἱ ναῦτες βλέπουν ἕνας τὸν ἄλλονα σαστισμένοι, κάνουνε νὰ ποῦν ὄχι, αὐτὸς ἁρπᾶ τότες τὴν καραμπίνα καὶ τοὺς δείχτει πῶς δὲ χωρατεύει. Παίρνουν τὸ λοιπὸν τὴ βάρκα καὶ τὰ πρυμίζουν κατὰ τὴν ἀκρογιαλιά. Μὰ εἶχαν καὶ τὸ μάτι τους πίσω, γιατὶ ἔβλεπαν πῶς κάτι τρέχει μὲ τὸν καπετάνιο. Σὲ λιγάκι βλέπουν τὸ τρεχαντήρι κ' ἔρχεται μ' ἀνοιχτὰ καὶ φουσκωμένα πανιὰ καταπάνω σ' ἕνα βράχο, ἐκεῖ ὡς μισὸ μίλλι ὄξω ἀπὸ τὸν κάβο. Ἀμέσως πίσω ἡ βάρκα, κι ἴσια κατὰ τὴν πέτρα. Ὥσπου νὰ πᾶνε, τὸ καΐκι εἶταν ἀφόντο, κι ὁ καπετάνιος μαζί του! Τὴν πρώτη φορὰ ποῦ ἀνέβηκε μισοζώντανος, τὸν ἅρπαξ' ἕνας τους, τὸν πήρανε στὴ βάρκα, καὶ τὸν ἔβγαλαν ὄξω. Ξαναῆρθε ἡ ἀναπνοή του, μὰ μήτε ἡ γνώση του μήτε τὰ λόγια του ξαναγύρισαν πιά.

Ἀφεντικό, τὰ ξέρεις ὅλα, πρόστεσε ὁ Καπετὰν Γιάννης μὲ βρεμένα μάτια.

− Ἕνα πρᾶμα μοναχά, τοῦ κάνω· πῶς δὲν τὸν πήρατε πίσω;

− Ἀδύνατο στάθηκε. Αὐτὸς πρέπει νὰ τὰ εἶχε χαμένα πριχοῦ νὰ βουλιάξῃ τὸ καΐκι του. Σὰν τονε γλύτωσαν καὶ τὸν ἔφεραν ὄξω, τἄχασε ὁλότελα. Γυρέψανε νὰ τονε βάλουνε σ' ἕνα σπίτι ὥσπου νἄρθῃ κανένας μας, μ' αὐτὸς δὲν τὸ κουνοῦσε ἀπὸ κεῖ κάτω. Σὰν ἦρθα καὶ τονε βρῆκα στρωμένο στὰ χαλίκια τοῦ γιαλοῦ, καὶ τοῦ ἔλεγα νὰ γυρίσουμε πίσω, εἶταν τὸ ἴδιο σὰ νὰ μιλοῦσα σὲ πέτρα. Ἄρχισε σιγὰ σιγὰ νὰ μουρμουρίζῃ καθὼς κάνει τώρα, κι ἀπὸ τὰ μισὰ λόγια του κατάλαβα πῶς τὸ κακὸ γιατρειὰ δὲν ἔχει. Μιὰ μέρα τὸν ἔβαλα μὲ τὸ ζόρι σ' ἕνα καΐκι, καὶ πήδηξε στο γιαλὸ σὰν τὴ γάτα καὶ κολύμπησε ὄξω. Ἔρχουμαι τώρα μιὰ δυὸ φορὲς τὸ χρόνο καὶ τονε βλέπω. Τονε βρίσκω κεῖ κάτω στὰ μνημούρια, γιατὶ ὅσο κι ἄν εἶναι τρελλός, δὲ θέλει νὰ τὸ μάθῃ κανένας πῶς εἶμαι γενιά του. Θέλει νὰ μένῃ ἀγνώριστος ἐδῶ πέρα. Τοῦ φέρνω μαζί μου φορέματα, κι αὐτὸς πρῶτα τὰ κουρελλιάζει κ' ὕστερα τὰ φορεῖ. Εἶναι ὁ καημένος κι αὐτὸς βουλιασμένο καράβι, σταμάτησε ὁ νοῦς του σὰν τὸ τρεχαντήρι ποῦ πῆγε στὸν πάτο μ' ὅλες τὶς σερμαγιές του.

Ἔτρεμαν τώρα τὰ χείλη τοῦ Καπετὰν Γιάννη.

− Ἕνα κρασί, καπετάνιο, νὰ πάῃ ἡ πίκρα κάτω. Παλιόκοσμος.

− Γειά σου, ἀφεντικό, καὶ καλὴ ἀντάμωση.

Κ' ἤπιε τὸ «ποδαρᾶτο» μ' ἕνα πεῖσμα σὰ νὰ γύρευε νὰ πνίξῃ τὸν πόνο του.

Τὴν ἄλλη μέρα ὁ γρῖπος ἔφευγε, κ' εἶδα τὸν Καπετὰν Γιώργη νὰ κομματιάζῃ ἕνα καπότο, μουρμουρίζοντας καὶ κοιτάζοντας πρὸς τὴ θάλασσα.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ: 


Αργύρη Εφταλιώτη, «Ο μπαρμπα-Γιάννης κι ο γάδαρός του» ΑUDIOBOOK και κείμενο Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου +ΒΙΝΤΕΟ

 

Αργύρη Εφταλιώτη, «Ο μπαρμπα-Γιάννης κι ο γάδαρός του» ΑUDIOBOOK και κείμενο 

 Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου +ΒΙΝΤΕΟ

     

   Αν έχει ιστορία ο μπαρμπα-Γιάννης, τη χρωστάει στο γάδαρό του. Επειδή ο γάδαρός του —Ψαρό τον έλεγε, ας τον πούμε και μεις Ψαρό— δούλεψε καλά στη ζωή, του, από την ώρα που σήκωσε σαμάρι η ράχη του. Επειδή στάθηκε καλότυχος γάδαρος ο Ψαρός, μ' όλη του τη βαριά δουλειά που έκαμε στη ζωή του. Επειδή ήτανε γάδαρος με χαρακτήρα ο Ψαρός, και τον έδειξε τον χαρακτήρα του τότες που τον είχε ο μπαρμπα-Γιάννης έξι μήνες δεμένο στο μαγγανοπήγαδό του, έξι ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες που μπορούσαν και λιοντάρι να δαμάσουν, κι ωστόσο ο Ψαρός μήτε τη δύναμή του έχασε στο ζυγό εκείνο, μήτε τη μεγάλη του φωνή, μήτε τη σβελτάδα του, όταν από καιρό σε καιρό, τον άφηνε ο αφέντης του στο χωράφι να πάρει λιγάκι αέρα, να δροσιστεί με χορτάρι χλωρό.

Όταν ο μπαρμπα-Γιάννης έχασε το περιβόλι του, άλλο δεν του έμενε παρά ο Ψαρός. Αυτός ήταν ο φίλος του, η σερμαγιά του, το στήριγμά του. Μ' αυτόνα δούλευε, μ' αυτόνα μιλούσε. Ανεβοκατέβαινε το βουναράκι του χωριού του με τον Ψαρό, και δεν ήταν πραμάτεια, δεν ήτανε λαχανικά, πωρικά, ξύλο, που δεν περνούσαν από του Ψαρού τη σταυρωτή ράχη πριν να 'ρθουνε στου μπαρμπα-Γιάννη τη γειτονιά.

Κατάντησε μπαρμπα-Γιάννης και Ψαρός να είναι ένα πράμα. Μαζί τρώγανε, μαζί περπατούσανε, μαζί κοιμούνταν. Έξω, έξω στην άκρη του χωριού, ο μπαρμπα-Γιάννης στο καλύβι ολομόναχος, ο Ψαρός στην αυλή. Έβγαινε ο μπαρμπα-Γιάννης στην πόρτα του πρωί πρωί, κι η πρώτη του καλημέρα ήτανε στον Ψαρό. Γύριζε τότες ο Ψαρός το κεφάλι κατά τον αφέντη του, σάλευε τ' αυτιά του με λαχτάρα κι αγάπη, και τον κοίταζε με μάτια πανώρια, μάτια που μπορούσε κι η πιο μαυρομάτα κοπέλα να τα ζουλέψει.

Άλλοτε πάλι, στη δουλειά απάνω, αν ήτανε μεγάλη η ζέστη, παραπολύ βαρύ το γομάρι, και τύχαινε κι ο Ψαρός να είναι κακοδιάθετος ή παρακουρασμένος, και δεν ανέβαινε τον ανήφορο με μεγάλη προθυμία, έχανε την υπομονή του ο μπαρμπα-Γιάννης, και του μιλούσε σε γλώσσα που άνθρωπος να την υποφέρει ήταν αδύνατο, κι ωστόσο ο Ψαρός την υπόφερνε, κι έκανε τα καλά του μάλιστα, επειδή το γνώριζε πως έχει και ξύλο, αν και το ξύλο ο μπαρμπα-Γιάννης δεν του το 'δινε, παρά σαν έβλεπε πως δεν περνούσαν τα λόγια. Γάδαρος γνωστικότερος από ανθρώπους πολλούς που δεν εννοούν τίποτις να σου δώσουν, με τίποτις να συμφωνήσουν, όσο λογικό και να είναι, παρά σαν δούνε σα νιώσουν τη βία, είτε στη ράχη τους, είτε κι αλλιώς.

Ηρωικός γάδαρος ο Ψαρός, διακριτικός αφέντης ο μπαρμπα-Γιάννης. Γι' αυτό έζησε ο Ψαρός και χρόνια πολλά, και τον ωφέλησε τον αφέντη του, όσο γάδαρος άνθρωπο ποτές δεν ωφέλησε.

Μα όλα τα πράματα αυτουνού του κόσμου έχουν ένα τέλος, κι είχε και του μπαρμπα-Γιάννη και του Ψαρού η αχώριστη φιλία το τέλος της.

Ανέβαινε τ' αγαπημένο ζευγάρι από τον κάμπο, μέρα μεσημέρι. Αύγουστο μήνα, με γομάρι σταφύλια. Ήταν τρυγητός, καιρό δεν είχανε να χάνουν, τα σταφύλια περίμεναν στ' αμπέλι κομμένα, να κουβαληθούνε, να ζουληχτούνε, να γίνουν πετμέζι, μούστος κρασί. Ήταν το τρίτο ταξίδι τούτο. Έπρεπε να γίνουν άλλα τρία ταξίδια, και μήτε να σταθούνε στο μισό δρόμο, να ξεκουραστούνε, δεν είχαν καιρό. Ήταν τώρα γέρος ο μπαρμπα-Γιάννης μα κι ο Ψαρός ακόμα πιο γέρος. Δεν είχε πια ο Ψαρός την πρώτη σβελτάδα του.

Τρέχα, κακόμοιρε, του έλεγε ο μπαρμπα-Γιάννης βραχνά βραχνά, τρέχα, γιατί έχουμε άλλα τρία. Και τότες πια θα 'χεις χειμωνικόφλουδα απόψε στο φαγί σου. Άιντε και φτάσαμε κακορίζικε!

Κι έκανε ο Ψαρός να τρέξει γληγορότερα, μα τα πόδια του έτρεμαν, ήταν κατεβασμένα τ' αυτιά του, και γόγγυζε. Εκεί που γόγγυζε κοντοστέκεται, λυγίζουν τα γόνατά του, πέφτει κάτω, η άσπρη κοιλιά του στον ήλιο, τα πόδια του στον αέρα, τα κοφίνια με τα σταφύλια αποπίσω του.

Έτρεξε ο μπαρμπα-Γιάννης κατατρομασμένος, πρώτη φορά που πάθαινε τέτοιο πράμ' ο Ψαρός. Άρχισε να ξελύνει του σαμαριού το λουρί, που του παράσφιγγε την κοιλιά του Ψαρού, και του 'κοβε την αναπνοή. Το 'σκισε το λουρί με το μαχαίρι του, παραμέρισε το σαμάρι όσο μπορούσε, ύστερα παίρνει το καπίστρι, και τραβάει τον Ψαρό να τόνε σηκώσει.

Έλα γέρο μου, σήκω καημένε, σήκω κι έχουμε τρία ταξίδια ακόμα. Σήκω και θα 'χεις και κριθάρι απόψε. Σ' αξίζει, καημένε. Σήκω. Ψαρέ μου!

Μα πού να σηκωθεί ο Ψαρός!

Σκύβει ο μπαρμπα-Γιάννης και χαδεύει τη ράχη του, το λαιμό του, το μέτωπό του, τραβάει έπειτα πάλι, του κάκου! Δε σηκώνεται ο Ψαρός!

Του πέρασε τότες από το νου του σαν αστραπή, ο φόβος μήπως έπαθε τίποτις ο Ψαρός, μήπως — κι ο φόβος μονάχα τον έκαμε να καθίσει, ν' ακουμπήσει κάπου, να συνεφέρει, να πάρει δύναμη για να μπορέσει να κοιτάξει τα μάτια του, να προσέξει την αναπνοή του, να καταλάβει αν ζει ο Ψαρός του.

Κάθισε λαχανιασμένος αφανισμένος από την κούραση, από τη βιάση του να ξελύσει το σαμάρι να παραμερίσει τα κοφίνια, από τα τράβα τράβα το καπίστρι να σηκωθεί ο Ψαρός, από τον ήλιο το φοβερό που τον έδερνε καθώς έπεφτε στην κoρφή του.

Κάθισε και σηκωμό πια δεν είχε. Μόνο έγειρε σ' ένα βράχο πλαγινό, στο μισό το δρόμο του βουνού, που ψυχή δεν φαίνονταν από πουθενά να 'ρθει και να του χύσει μια στάλα νερό να τόνε συνεφέρει.


Ξανασυλλογίστηκε άξαφνα το δόλιο τον Ψαρό και πάσκισε να συρθεί κατακεί που ήταν πλαγιασμένος, να τόνε χαδέψει, να τον κάμει να σηκωθεί, να τον καβαλικέψει έπειτα και να πάει στο καλύβι του, να συχάσουν κι οι δύο τους, κι ας πάνε στο καλό τα σταφύλια.

Μα πού να σηκωθεί πια ο μπαρμπα-Γιάννης! Όσο το συλλογιότανε να σηκωθεί, άλλο τόσο βούλιαζε μέσα στη λιγοθυμιά που τον πήρε, βούλιαζε, όλο βούλιαζε, και τώρα πια άλλο δεν έμενε μέσα στο νου του παρά να μπορέσει ν' απλώσει το χέρι του απάνω στον Ψαρό, να του δώσει να καταλάβει πως είναι κοντά του, πως παρακουράστηκε κι αυτός, και θα μείνει πλαγιασμένος, ώσπου να συνεφέρει.

Μάζεψε τη στερνή του δύναμη κι άπλωσε ο γέρος το χέρι του. Έπεσε βαριά το χέρι απάνω στον άψυχο το λαιμό του Ψαρού.

Έμεινε καθώς έπεσε το χέρι, έμεινε κι ο γέρος ασάλευτος, αμίλητος, αξύπνητος. Τίποτις δεν έφεγγε πια μέσα στο σβησμένο το νου του, και μήτε τα μερμήγκια κι οι μύγες, μήτ' αυτά δεν τον πείραζαν πια. Μόνο τον έδερνε ο ήλιος, κι αυτός κοιμούνταν τον αιώνιο τον ύπνο, κοντά στον Ψαρό του, τον ήρωα τον Ψαρό, που απόθανε στη δουλειά του απάνω, σαν πολεμιστής απάνω στο κάστρο του.

Την άλλη μέρα σε κείνο το μέρος τίποτις άλλο δεν έβλεπες παρά μερικές ρώγες σκόρπιες εδώ και εκεί. Ο μπαρμπα-Γιάννης ήτανε θαμμένος στην Άγια-Μαρίνα λίγο παραπάνω, ο δύστυχος ο Ψαρός ήταν γκρεμισμένος μέσα σε χαράδρα βαθιά παρακάτω.

Δεν τον έθαψαν τον Ψαρό κι ας δούλεψε σ' όλη του τη ζωή. Τόνε λυπήθηκαν όμως τα όρνια και του ξεγύμνωναν τ' άσπρα τα κόκαλά του, και του τα ζέσταιν' ο ήλιος και του τα 'πλεναν οι βροχές, ώσπου αφανίστηκαν και κείνα, κι άλλο τώρα δεν του μένει του κακόμοιρου του Ψαρού παρ' αυτή η μικρή ιστορία.

Το ΒΙΝΤΕΟ με το AUDIOBOOK ΕΔΩ: 



Ο αστερισμός Ηνίοχος + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου - συγγραφέα

 

Ο αστερισμός Ηνίοχος + ΒΙΝΤΕΟ

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου - συγγραφέα


   ΓΕΝΙΚΑ:
Ο Ηνίοχος [Λατινικά: Auriga, συντ. Aur] συνορεύει με τους αστερισμούς Καμηλοπάρδαλη, Περσέα, Ταύρο, Διδύμους και Λύγκα. Βρίσκεται ολόκληρος στο βόρειο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας. Είναι πλήρως ορατός σε γεωγραφικά πλάτη μεταξύ 90°Βόρεια – 34°Νότια. Είναι αμφιφανής, γενικά, στην Ελλάδα, αλλά πλήρως ορατός, τις χειμωνιάτικες νύχτες. Η έκτασή του στο ουράνιο στερέωμα είναι 657,4 τετ. μοίρες, πράγμα που τον κατατάσσει στην 21η σειρά με βάση το μέγεθός του μεταξύ των 88 αναγνωρισμένων αστερισμών.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ – ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ: Ηνίοχος σημαίνει αυτός που κρατά τα ηνία (γκέμια). Η γραφή Ηνίοχος και πέρασε στους Ρωμαίους ως Heniochus και μεταφράσθηκε ως Auriga. Στην αρχαιότητα ο Ηνίοχος συμβόλιζε τον Ερεχθέα ή Εριχθόνιο, γιο του Ηφαίστου και της Αθηνάς, που επειδή είχε κληρονομήσει τη χωλότητα του πατέρα του χρειαζόταν κάποιο μέσο μεταφοράς. Αυτό το εξασφάλισε εφευρίσκοντας την άμαξα με 4 άλογα, που το οδηγούσε απλώς κρατώντας τα ηνία των αλόγων. Άλλοι είδαν στον αστερισμό αυτό το Μύρτιλο τον ηνίοχο του βασιλιά Οινομάου που πρόδωσε, κάνοντας δολιοφθορά, το αφεντικό του εξαιτίας του Πέλοπα. Μετά τον βίαιο θάνατο του Μυρτίλου ο πατέρας του, ο θεός Ερμής, τον μεταμόρφωσε σε αστερισμό. Κάποιοι άλλοι υποστήριζαν πως ο αστερισμός προσωποποιούσε τον Κίλλα, ηνίοχο του Πέλοπα, ενώ άλλοι τον ταυτοποιούσαν με τον Ιππόλυτο [Ευριπίδης, Παυσανίας]. Άλλες ελληνικές ονομασίες για τον Ηνίοχο ήταν: Αρμελάτης, Διφρηλάτης, Ιππηλάτης και Ελάσιππος. Άλλοι μελετητές [Λαλάντ] παραθέτουν επιπλέον τα ονόματα Βελλερεφόντης, Φαέθων και Τροχίλος. Οι Λατίνοι ποιητές, εκτός από Auriga, ονόμαζαν τον αστερισμό Aurigator, και Habenifer. Από τον φωτεινότερο αστέρα του πήρε τις περιγραφικές ονομασίες Custos caprarum, Habens capellas, Habens hircum. Οι `Αραβες μετέφρασαν τα κλασικά ονόματα του Ηνιόχου ως Al Dhu al Inan, Al Masik al Inan, Al Mumsik al Inan, που μεταφέρθηκαν στη Δύση ως Mumassich Alhanam. Ορισμένοι απεικόνισαν τον Ηνίοχο ως τον Άγιο Ιερώνυμο, ο Καίσιος (Caesius) τον παρομοίασε με τον Ιακώβ, ενώ ο Seiss με τον «Καλό Ποιμένα».


ΦΩΤΕΙΝΟΤΕΡΟΙ
ΑΣΤΕΡΕΣ: Ο Ηνίοχος έχει περί τους 150 ορατούς αστέρες. Ο α Ηνιόχου είναι και ο φωτεινότερος του αστερισμού, με φαινόμενο μέγεθος 0,08 και είναι γνωστός με το ιδιαίτερο όνομα Αίγα. Ο β Ηνιόχου ονομάζεται Μεγκαλινάν. Ο γ Ηνιόχου ταυτίζεται με τον β Ταύρου [Αλνάθ]. Ο ε Ηνιόχου [φ.μ. 2,99] είναι γνωστός και ως Αλμάζ. Είναι ένας μεταβλητός [δια εκλείψεων] αστέρας που έχει τη μεγαλύτερη περίοδο από όλους τους γνωστούς μεταβλητούς. Συγκεκριμένα, ένας υπεργίγαντας αστέρας καλύπτεται κάθε 27,1 γήινα έτη από ένα αστέρα φασματικού τύπου B. Η πιο πρόσφατη έκλειψη σημειώθηκε το 2009. Οι ζ και η αποτελούν μια ομάδα αστέρων που αποκαλούνταν «αι έριφοι» (κατσικάκια) [Πτολεμαίος-Ίππαρχος], ενώ στην αγγλοσαξονική λαογραφία "the Kids" (τα παιδιά). Ο ζ [φ.μ. 3,75], ονομάζεται Σαντατόνι, ενώ οι θ, ι, κ, ν και π έχουν αντίστοιχα φαινόμενο μέγεθος 2,62, 2,69,4,35, 3,97 και 4,26. ο τελευταίος απ' αυτούς είναι ερυθρός γίγαντας.

ΑΛΛΑ ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΑ: Επειδή τέμνεται (στο νοτιοδυτικό μέρος του) από τον γαλαξιακό ισημερινό, ο Ηνίοχος είναι πλούσιος σε σώματα του δικού μας Γαλαξία. Ο «νεογέννητος» (ηλικία ως 4 εκατομμύρια χρόνια) αστέρας AB Ηνιόχου περιβάλλεται από περιαστρικό δίσκο με διάμετρο 30πλάσια του Ηλιακού Συστήματος(!), που ίσως εξελιχθεί κάποτε σε ένα άλλο πλανητικό σύστημα. Η απόστασή του από τη Γη υπολογίζεται σε 469 έτη φωτός. Ο μεταβλητός αστέρας UU Ηνιόχου είναι ένας κατακόκκινος αστέρας άνθρακα που είναι ορατός και με μικρά κιάλια (φαιν.μέγεθος 5,3 ως 6,5). Τα ανοιχτά σμήνη αστέρων Μ36, Μ37 και Μ38 απέχουν από τη Γη 4 ως 4,5 χιλιάδες έτη φωτός. Ένα άλλο ανοικτό σμήνος, το NGC 1893 βρίσκεται μέσα στο διάχυτο νεφέλωμα IC 410.

 


 Το γνωστό ως «Νεφέλωμα του Φλεγόμενου Άστρου» ("Flaming Star Nebula"), περιβάλλει τον μεταβλητό αστέρα AE Ηνιόχου. Μεταξύ Ηνιόχου και Ταύρου εκτείνεται το υπόλειμμα ενός υπερκαινοφανούς [σουπερνόβα], του Sh 2-240. Τέλος στον αστερισμό παρατηρούνται και δύο σκοτεινά
νεφελώματα, τα Barnard 29 και 34.

konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


6.9.25

Ο Όσιος Γεράσιμος, κτήτωρ της Ι. Μ. Αγίας Τριάδος Σουρβιάς (14-151/9) του Κων/νου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

 

    Ο Όσιος Γεράσιμος, κτήτωρ της Ι. Μ. Αγίας Τριάδος Σουρβιάς (14-151/9)

    του Κων/νου Αθ. Οικονόμου δασκάλου


 

  Ο Γεράσιμος καταγόταν από το χωριό Λεοντάρι της Πελοποννήσου. Από την ηλικία των οκτώ ετών οι γονείς του τον έβαλαν σε Σχολείο για να μάθει τα ιερά γράμματα. Επειδή μάλιστα έδωσε ολόκληρο τον εαυτό του στην ανάγνωση των βίων των Αγίων και ιδιαίτερα των Οσίων Πατέρων, θέλησε να τους μιμηθεί. Έτσι, μόλις ενηλικιώθηκε, απέρριψε τις φροντίδες του κόσμου και έγινε μοναχός. Εν συνεχεία χειροτονήθηκε βαθμιαία αναγνώστης, διάκονος και πρεσβύτερος. Έπειτα αναχώρησε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Από εκεί επέστρεψε, μέσω ξηράς, στην Ελλάδα. Κατά την επιστροφή του φρόντιζε να κηρύσσει το λόγο του Θεού σε πολλές πόλεις και χωριά απ΄ όπου διερχόταν. Έτσι, από πόλη σε πόλη, έφτασε και στα μέρη της Μαγνησίας. Κοντά στη Μακρυνίτσα του Πηλίου υπήρχε ένα μοναστήρι, στο όνομα της Αγίας Τριάδας, που το είχε κτίσει ο Όσιος Διονύσιος (Σουρβιά). Σ΄ αυτή τη Μονή πήγε ο Γεράσιμος και, επειδή του άρεσε η ησυχία του τόπου, έμεινε εκεί αγωνιζόμενος με νηστεία, προσευχή και κακοπάθεια. Για τις πολλές του αρετές, ο Θεός τον αξίωσε να κάνει θαύματα ακόμα και όσο ζούσε. Έτσι μια γυναίκα στείρα, από τη γειτονική Κερασιά, με τη μεσιτεία των ευχών και της προσευχής του Οσίου γέννησε τρία παιδιά. Ο Γεράσιμος συχνά μετέβαινε στο Βελεστίνο για να εξομολογεί τους κατοίκους της κωμόπολης. Χρησιμοποιούσε μάλιστα ένα κελί κοντά στην Εκκλησία που είναι γνωστό ως “Κελί του Γερασίμου”. Στο Βελεστίνο κήρυττε και το θείο λόγο, ενώ συχνά-πυκνά επιτιμούσε ακόμα και τους ιερείς της περιοχής για διάφορα σφάλματά τους. Ενόσω κάποτε βρισκόταν στην προαναφερθείσα κωμόπολη, κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα της κοιμήσεώς του και θέλησε, παρά τις αντιδράσεις των ντόπιων, να επιστρέψει στην Ι. Μονή του. Εντέλει κατάφερε ο Άγιος να φύγει κρυφά. Όταν ο Όσιος είχε ήδη φτάσει στο Ριζόμυλο, οι Βελεστινιώτες κατάλαβαν ότι έφυγε ο πνευματικός τους και έσπευσαν να τον προφθάσουν. Όταν ο προορατικός Γεράσιμος πληροφορήθηκε τον ερχομό τους, κατέβηκε από το μουλάρι του και προσευχήθηκε. Αμέσως άρχισε ν΄ αστράφτει, να βροντά και να πέφτει πολλή βροχή με χαλάζι. Έτσι οι “διώκτες” του αναγκάστηκαν να γυρίσουν βιαστικά πίσω άπραγοι. Λίγο πριν κοιμηθεί ο Όσιος κάλεσε τους μοναχούς της Σουρβιάς και τους νουθέτησε λέγοντάς τους, μεταξύ άλλων: “ Προσέχετε και τούτο καλώς, όσοι έχετε ιερωσύνην, διότι ο λαμβάνων χρήματα και συγχωρών αμαρτίας είναι διάβολος (...) διότι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος δεν αγοράζεται αλλά δίδεται δωρεάν εις τους ευλαβείς και φοβουμένους τον Κύριον και εις εκείνους όπου έρχονται μετά πίστεως και φόβου Θεού εις το λουτρόν της εξομολογήσεως2 (...)” Τέτοια λέγοντας προς τους πατέρες ο Όσιος και νουθετώντας τους πατρικά, παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού την 14η Σεπτεμβρίου. Πολλά θαύματα έκανε ο Όσιος Γεράσιμος μετά την ανακομιδή των λειψάνων του στη Σκόπελο, στους Πινακάτες, στο Χατζήμισι3, στα Κανάλια, στον Α. Γεώργιο Βελεστίνου και αλλού.

Φύλαττε τους δούλους σου εκ δεινών, παντοίων τρισμάκαρ,

και λοιμώδους νόσου σοφέ, όπως σε ως ρύστην, ακοίμητον υμνώμεν, Γεράσιμε οι πόθω σοι καταφεύγοντες.”

1. Εκοιμήθη την14η Σεπτεμβρίου, αλλά η εορτή του μεταφέρθηκε κατά μία ημέρα, για να μην συμπέσει με τη μέγιστη των εορτών εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.

2. Μτθ. Λαγγής, Μέγας Συναξαριστής, τ. Θ΄ , σ. 396.

3. Στεφανιβίκειο Μαγνησίας.

Το Γενέσιον της Θεοτόκου [8 Σεπτεμβρίου] +ΒΙΝΤΕΟ Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

 

Το Γενέσιον της Θεοτόκου [8 Σεπτεμβρίου] +ΒΙΝΤΕΟ

Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου



   ΓΕΝΙΚΑ: Η Παναγία έχει κεντρική θέση στην θεία Λατρεία. Το εκκλησιαστικό έτος πλαισιώνεται με θεομητορικές εορτές. Αρχίζει με το «Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου», ενώ τελειώνει με την «Κατάθεσιν της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου».
Σήμερα εορτάζουμε την γέννηση της αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, του άνθους «εκ της ρίζης Ιεσσαί». Εορτάζουμε «παγκοσμίου ευφροσύνης γενέθλιον και την είσοδο όλων των εορτών και το προοίμιο του μυστηρίου του Χριστού» (Άγιος Ανδρέας Κρήτης). Είναι η κορύφωση, η ολοκλήρωση της παλαιοδιαθηκικής παιδαγωγικής προετοιμασίας της ανθρωπότητος για την υποδοχή του σαρκωθέντος Σωτήρος Υιού και Λόγου του Θεού. Η Θεοτόκος είναι το μεταίχμιο Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Στην Παλαιά Διαθήκη αποτελούσε το κήρυγμα των προφητών, την προσδοκία των δικαίων ενώ στην Καινή Διαθήκη γίνεται ο γλυκασμός των αγγέλων, η δόξα των αποστόλων, το θάρρος των μαρτύρων, το εντρύφημα των οσίων, το καύχημα του ανθρωπίνου γένους. Η Παναγία μας είναι «ο καρπός των κτισμάτων» κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, δηλαδή το σημείο εκείνο στο οποίο κατατείνει ολόκληρη η κτίση. Κατά την σημερινή ημέρα ευεργετείται όλη η κτίση από την γέννηση της πανάμωμης Παναγίας μας. Η Θεοτόκος δεν ήταν απλά η καλύτερη γυναίκα στην γη, αλλά ήταν Αυτή η μοναδική που θα μπορούσε να κατεβάσει τον ουρανό στην γη, να κάνει τον Θεό άνθρωπο. Ο «αχώρητος παντί» θα χωρέσει στην παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, ώστε η Παναγία μητέρα του να καταστεί η «χώρα του Αχωρήτου». Σήμερα λύνεται η στειρότητα της Αννας και γεννάται «το κειμήλιον της Οικουμένης», (Άγιος Κυρίλλος Αλεξανδρείας). Παρόμοιο θαύμα έκανε ο Θεός πολλές φορές στην Παλαιά Διαθήκη: στην Σάρρα την σύζυγο του πατριάρχου Αβραάμ, στην Ρεβέκκα την σύζυγο του Ισαάκ, στην Αννα την μητέρα του προφήτου Σαμουήλ, στην Ελισάβετ την μητέρα του προφήτου Προδρόμου. Μπορεί τα τέκνα των παραπάνω μητέρων, των οποίων η μακροχρόνια στειρότητα λύθηκε θαυματουργικά, να ήταν ενάρετα και άγια, αλλά μόνον η Μαρία -το τέκνο της Αννας και του Ιωακείμ- ήταν «η κεχαριτωμένη» και κατέστη -το ακατάληπτο για ανθρώπους και αγγέλους- η μητέρα του Θεού.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ: Πληροφορίες για τη Γέννηση της Θεοτόκου έχουμε μόνον από το Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου, ένα απόκρυφο ιερό κείμενο, εκτός του κανόνος των βιβλίων της Αγίας Γραφής. Αυτές οι πληροφορίες πέρασαν στον εκκλησιαστικό κύκλο και έγιναν αποδεκτές από το πλήρωμα των πιστών διά της θείας λατρείας. Σύμφωνα με τη διήγηση αυτή ο ευσεβής και πλούσιος Ιωακείμ και η σύζυγός του, Άννα, θλίβονταν καθότι, λόγω της στειρότητας της Άννας, δεν είχαν αποκτήσει κάποιο τέκνο. Όταν μάλιστα, εξαιτίας της ατεκνίας, απαγορεύτηκε στον Ιωακείμ να προσφέρει πρώτος θυσίες σε κάποια εορτή, αναχώρησε για την έρημο, όπου για σαράντα μέρες νήστευε και προσεύχονταν στο Θεό ζητώντας να αποκτήσει ένα τέκνο. Η Άννα παρέμεινε στο σπίτι της και παρά τις ταπεινώσεις που δεχόταν ακόμη και από την υπηρέτριά της για τη στειρότητά της, προσευχόταν συνεχώς στον Κύριο να εισακουστεί το αίτημα για απόκτηση ενός παιδιού. Μερικές ημέρες αργότερα εμφανίστηκε μπροστά στην Άννα, άγγελος Κυρίου, που της υποσχέθηκε ότι σύντομα θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία της. Κι εκείνη, περιχαρής, υποσχέθηκε ότι το αναμενόμενο τέκνο θα το αφιέρωνε στο Θεό. Ένας άλλος άγγελος, στο μεταξύ, είχε εμφανισθεί στο Ιωακείμ στην έρημο υποσχόμενος τα ίδια. Τότε ο Ιωακείμ ικανοποιημένος, επέστρεψε στο σπίτι του. Πραγματικά εννέα μήνες αργότερα η Άννα έφερε στη ζωή μία κόρη, την οποία ονόμασε Μαριάμ και την ανέθρεψε με μεγάλη προσοχή, ενώ αργότερα την αφιέρωσε στο Θεό.

Η ΕΟΡΤΗ: Μετά την τρίτη Οικουμενική Σύνοδο, αποφασίστηκε να εορτάζονται όλες οι Θεομητορικές εορτές σε διαφορετικό χρόνο. Αφορμή γι' αυτό ήταν το πλήθος των ιερών Ναών προς τιμήν της Θεοτόκου. Μέχρι τότε η Θεοτόκος ετιμάτο κατά την εορτή της Υπαπαντής. Έτσι από τα τέλη του ε΄ αιώνα ορίστηκε ο εορτασμός του Γενεθλίου της Θεοτόκου κατά την 8η Σεπτεμβρίου. Το περιεχόμενο της εορτής αντλήθηκε από τη διήγηση του Πρωτευαγγελίου και περιελήφθη στους επίσημους Συναξαριστές. Στις Δυτικές εκκλησίες η εορτή επικράτησε κατά τον 11ο αιώνα.

ΠΑΤΕΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ: Ο Ιωάννης Δαμασκηνός διακρίνει πολλές προτυπώσεις της Θεοτόκου στην Παλαιά Διαθήκη. Έτσι, η Θεοτόκος είναι η κιβωτός που διά της γέννησης του Κυρίου, σώζει τον κόσμο κατασιγάζοντας τα κύματα της αμαρτίας. Η Θεοτόκος είναι φλεγόμενη, αλλά όχι καιόμενη, άφθαρτη βάτος. Λέει ακόμη ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας: “Εσένα είχαν επιγράψει προφητικώς οι θεοχάρακτες πλάκες. Εσένα προζωγράφισε η κιβωτός του νόμου και Σένα είχαν φανερά προτυπώσει η στάμνα η χρυσή και η λυχνία και η τράπεζα και η ράβδος του Ααρών που 'χε βλαστήσει. Από Σένα προήλθε η φλόγα της θεότητος, το μέτρο και ο Λόγος του Πατρός, το γλυκύτατο και ουράνιο μάννα, το όνομα το απερίγραπτο και πάνω από όλα τα ονόματα, το φως το αιώνιο και απρόσιτο, ο άρτος της ζωής ο ουράνιος, ο αγεώργητος καρπός, που βλάστησε από Σένα με σώμα ανθρώπινο. Εσένα δεν προμηνούσε το καμίνι που έβγαζε φωτιά και ταυτόχρονα δρόσιζε αλλά και έκαιγε κι ήταν αντίτυπο της θείας φωτιάς που μέσα Σου κατοίκησε; Όπως ο Ιακώβ είχε δει τις άκρες της σκάλας να ενώνουν τον ουρανό με τη γη και να ανεβοκατεβαίνουν σ' αυτήν Άγγελοι, έτσι κι εσύ ένωσες αυτά που ήταν πριν χωρισμένα, αφού μπήκες στη μέση Θεού και ανθρώπων κι έγινες σκάλα, για να κατεβεί σε μάς ο Θεός, που πήρε το αδύναμο προζύμι μας και το ένωσε με τον εαυτό Του κι έκανε τον ανθρώπινο νου που βλέπει τον Θεό. Πού θα αποδώσουμε ακόμη τα κηρύγματα των Προφητών; Σ' Εσένα, αν θέλουμε να δείξουμε ότι είναι αληθινά! Γιατί, ποιο είναι το Δαβιδικό μαλλί του προβάτου που πάνω του έπεσε σαν βροχή ο Υιός του Θεού, που είναι συνάναρχος με τον Πατέρα; Δεν είσαι Συ ολοφάνερα; Ποια είναι επίσης η Παρθένος, που ο Ησαϊας προορατικώς προφήτευσε ότι θα συλλάβει και θα γεννήσει Υιόν τον Θεό, που είναι μαζί μας; Και ποιο είναι το βουνό του Δανιήλ, από το οποίο κόπηκε πέτρα, αγκωνάρι, ο Χριστός, χωρίς να υποκύψει σε ανθρώπινο εργαλείο;Ας έρθει ο Ιεζεκιήλ ο θεϊκότατος κι ας δείξει πύλη που έχει κλειστεί και που πέρασε από μέσα της μόνο ο Κύριος και παραμένει κλειστή. Εσένα, λοιπόν, κηρύττουν οι Προφήτες. Εσένα διακονούν οι Άγγελοι και υπηρετούν οι Απόστολοι.”

Απολυτίκιο: “Η γέννησίς σου Θεοτόκε, χαρὰν εμήνυσε πάση τη οικουμένῃ· εκ σου γαρ ανέτειλεν ο ήλιος της δικαιοσύνης, Χριστὸς ο Θεὸς ημών, και λύσας την κατάραν, έδωκε την ευλογίαν· και καταργήσας τον θάνατον, εδωρήσατο ημίν ζωὴν την αιώνιον.”

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


Ένας άγνωστος ήρωας! Νίκος Σωτηριάδης – Ο τερματοφύλακας της Εθνικής και του ΠΑΟΚ που σκοτώθηκε στα βουνά της Βορείου Ηπείρου με την Ελληνική σημαία στα χέρια!! από τον Κων/νο Οικονόμου

 

Ένας άγνωστος ήρωας! Νίκος Σωτηριάδης – Ο τερματοφύλακας της Εθνικής και του ΠΑΟΚ που σκοτώθηκε στα βουνά της Βορείου Ηπείρου με την Ελληνική σημαία στα χέρια!!
από τον Κων/νο Οικονόμου

   

Ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ που φόρεσε το εθνόσημο, το 1938, εκπροσωπώντας την Ελλάδα με περηφάνια. Δεν εγκατέλειψε ποτέ την ομάδα του, αν και ο ΠΑΟΚ τότε ήταν ακόμη στα πρώτα του βήματα. Υπερασπιζόταν με πάθος την εστία του, όπως ακριβώς υπερασπίστηκε και την πατρίδα όταν ήρθε η ώρα. Το 1940, άφησε τα γήπεδα για το μέτωπο. Δεν γύρισε ποτέ. Λέγεται πως ο Νίκος Σωτηριάδης έπεσε μαχόμενος, κρατώντας την ελληνική σημαία στα χέρια του. Δεν είναι μύθος. Είναι μια από τις πιο λαμπρές, αληθινές σελίδες της ελληνικής αθλητικής ιστορίας. Η θυσία του βύθισε τον ΠΑΟΚ και τη Θεσσαλονίκη στο πένθος, αλλά και τους γέμισε περηφάνια. Το όνομά του γράφτηκε με χρυσά γράμματα στη μνήμη του συλλόγου και της Ελλάδας. Γιατί κάποιοι ήρωες δε χρειάζονται αγάλματα. Αρκεί η μνήμη, η τιμή και το παράδειγμά τους. ΑΘΑΝΑΤΟΣ!! 

  Γεννήθηκε το 1908 στα Μουδανιά της Προύσας. Το 1922 ήρθε με την οικογένειά του πρόσφυγας και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στο Λευκό Αστέρα Θεσσαλονίκης, όπου τον εντόπισαν οι υπεύθυνοι του ΠΑΟΚ και το 1932 εντάχθηκε στην ομάδα του δικεφάλου. Αρχικά ήταν αναπληρωματικός του Χαλκιά. Το ντεμπούτο του έκανε στις 19 Φεβρουαρίου 1933 σε αγώνα κατά του Ηρακλή, στον οποίο πραγματοποίησε πολύ καλή εμφάνιση και η ομάδα του νίκησε με 4-1. Έτσι καθιερώθηκε στην πρώτη ομάδα. Με τον ΠΑΟΚ κατέκτησε το πρωτάθλημα της ΕΠΣ Μακεδονίας το 1937 και στη συνέχεια αναδείχθηκε δευτεραθλητής Ελλάδας. Το 1940 αναδείχθηκε πρωταθλητής Βορείου ομίλου στο πανελλήνιο πρωτάθλημα και εν συνεχεία δευτεραθλητής Ελλάδας, αφού ηττήθηκε στον τελικό από την ΑΕΚ. Επίσης, αγωνίστηκε στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος το 1939, στον οποίο η ομάδα του ηττήθηκε από την ΑΕΚ με 2-1.

   Και Διεθνής: Ο Σωτηριάδης αγωνίστηκε σε ένα αγώνα με την Εθνική Ελλάδος, στις 20 Φεβρουαρίου 1938 στη Λεωφόρο κατά της Παλαιστίνης που δεν είχε ακόμη απελευθερωθεί από την αγγλοκρατία, για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου (σκορ 1-0). Ήταν αναπληρωματικός του Σκλαβούνου και κλήθηκε να τον αντικαταστήσει στο 15΄, όταν εκείνος τραυματίστηκε. Ο Σωτηριάδης δεν ξεκίνησε βασικός και παρά το γεγονός ότι την εποχή εκείνη δεν επιτρεπόταν οι αλλαγές, η ΦΙΦΑ είχε κανονισμό για αλλαγή μόνο για τη θέση του τερματοφύλακα σε περίπτωση τραυματισμού. Έτσι, μόλις στο 15ʼ, ο βασικός τερματοφύλακας Σπύρος Σκλαβούνος του Παναθηναϊκού τραυματίστηκε και ο Νίκος Σωτηριάδης κλήθηκε από τον προπονητή του Κώστα Νεγρεπόντη να τον αντικαταστήσει. Κράτησε την εστία του ανέπαφη και στο τέλος η Ελλάδα βγήκε νικήτρια με σκορ 1-0. Έτσι έγινε ο πρώτος διεθνής ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ και ο μοναδικός την προπολεμική περίοδο. Ως αναπληρωματικός μετείχε και σε άλλες αποστολές της Εθνικής ομάδας. 

 

  Ο θάνατός του στον πόλεμο του 1940-41: Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο μέτωπο ως λοχίας στο 50ο Σύνταγμα Πεζικού. Στις 28 Ιανουαρίου 1941 σε μια έφοδο της μονάδας του στο ύψωμα της Τσέροβας, στην Κλεισούρα, προσπαθώντας να κυριέψει το πολυβολείο των Ιταλών γαζώθηκε από μία ριπή στο στήθος και έπεσε ηρωικά μαχόμενος σε ηλικία 33 ετών.

Αθάνατος ας μείνει στις καρδιές μας: 

Το Διάστημα: τι είναι; +ΒΙΝΤΕΟ από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

 

Το Διάστημα: τι είναι; +ΒΙΝΤΕΟ

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου - συγγραφέα

Το Νότιο Σέλας από το διάστημα

ΟΡΙΣΜΟΣ
: Διάστημα είναι ο αχανής χώρος όπου κινούνται τα ουράνια σώματα ή αλλιώς οι σχετικά κενές περιοχές μεταξύ των ουρανίων σωμάτων, πέρα από τις ατμόσφαιρές τους. Αντιθέτως με ό,τι πιστεύεται, το διάστημα δεν είναι εντελώς άδειο, δηλαδή απόλυτα κενό, αλλά εμφανίζει ελάχιστη περιεκτικότητα σε σωματίδια κυρίως πλάσματος υδρογόνου, ενώ περιέχει ακόμα φωτόνια [μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας] και νετρίνα1 απειροελάχιστης μάζας. Ακόμη, στο διάστημα βρίσκονται γαλαξίες και νεφελώματα, που αποτελούν μόλις το 5% της πραγματικής μάζας του σύμπαντος! Το υπόλοιπο 95% αποτελείται από σκοτεινη ύλη και σκοτεινή ενέργεια, η ύπαρξη των οποίων μένει ανεπιβεβαιώτη. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες σχετίζονται κυρίως με τη μελέτη των ουράνιων σωμάτων και των ιδιοτήτων του διαστήματος, στο επίπεδο του Ηλιακού μας Συστήματος, όπως με την αποστολή επανδρωμένων ή μη αποστολών στο διάστημα.

ΠΥΚΝΟΤΗΤΑ: Το εξώτερο διάστημα βρίσκεται πολύ κοντά στο απόλυτο κενό [perfect vacuum]. Ουσιαστικά, δεν παρουσιάζει τριβή ή αντίσταση στην κίνηση, επιτρέποντας έτσι στα ουράνια σώματα να διατηρούν ανεμπόδιστα τις τροχιές τους. Ωστόσο, ακόμα και στα βάθη του διαστήματος υπάρχουν λίγα διάσπαρτα άτομα υδρογόνου ανά κυβικό μέτρο, [σύμφωνα με θεωρίες μόλις 1 άτομο υδρογόνου/κ.μ.!]. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η γήινη ατμόσφαιρα στην επιφάνεια της θάλασσας, περιέχει 1025 μόρια/κ.μ. [10.000.000.000.000.000.000.000.000 μόρια = 10 επτάκις εκατομμ.!!]. Η πυκνότητα του διαστήματος είναι τόσο ελάχιστη, ώστε ακόμα και οι ακτινοβολίες μπορούν να ταξιδεύουν τεράστιες αποστάσεις χωρίς αντίσταση και χωρίς να εκτραπούν! Έτσι, η ελεύθερη, ανεμπόδιστη διαδρομή ενός φωτονίου στο διαγαλαξιακό διάστημα, φτάνει τα 1023 χιλιόμετρα ή 10 δισεκατομμύρια έτη φωτός!!!!

ΟΡΙΑ: Δεν υπάρχει σαφές όριο ανάμεσα στην γήινη ατμόσφαιρα και το διάστημα. Αυτό οφείλεται στο ότι η ατμοσφαιρική πυκνότητα μειώνεται σταδιακά με την αύξηση του ύψους και στα πολύ μεγάλα ύψη απομένουν λίγα διάσπαρτα μόρια ύλης, τα οποία αναμιγνύονται με την ροή των σωματιδίων του Ηλιακού ανέμου. Συνεπώς, δεν υπάρχει εμφανές όριο όπου «λήγει» η ατμόσφαιρα και αρχίζει το διάστημα. Για πρακτικούς λόγους πάντως, υπάρχουν κάποια συμβατικά επιστημονικά όρια. Έτσι η Δ. Ο. Αεροναυτικής όρισε το ύψος των 100 χλμ. (62 μίλια) ως τον πρακτικό ορισμό του διαχωρισμού μεταξύ Αεροναυτικής και Αστροναυτικής. Ο λόγος είναι ότι πάνω από τα 100 χιλιόμετρα η ατμόσφαιρα είναι τόσο αραιή, ώστε για να μπορούσε ένα σκάφος να επιτύχει δυναμική άνωση από τον ατμοσφαιρικό αέρα, θα έπρεπε να αναπτύξει ταχύτητα μεγαλύτερη από την κανονική που χρειάζεται για να μπει σε σταθερή τροχιά. Δηλαδή, λόγω της ελάχιστης πυκνότητας του αέρα, η δυναμική άνωση της ατμόσφαιρας δεν θα μπορούσε πλέον να το «σηκώσει» σε αεροναυτικές ταχύτητες. Το όριο είχε προβλεφθεί από τον Th. Kármán και φέρει το όνομα αυτό προς τιμήν του. Για την επιστροφή στη Γη, η NASA χρησιμοποιεί τα 76 μίλια (122 χιλιόμετρα) ως επίσημο όριο έναρξης επανεισόδου στην ατμόσφαιρα, διότι εκεί η αντίσταση της ατμόσφαιρας αρχίζει να γίνεται αισθητή, αναγκάζοντας τους χειριστές να περάσουν από τον χειρισμό με τους μικρούς ανασχετικούς πυραύλους ρύθμισης πορείας στο διάστημα, στον άμεσο έλεγχο της κατεύθυνσης μέσα στην ατμόσφαιρα. Ας δούμε τις διαστημικέ ςπεριοχές.

ΓΕΩΔΙΑΣΤΗΜΑ: Είναι η περιοχή του διαστήματος κοντά στη Γη και περιλαμβάνει τα ανώτερα στρώματα της γήινης ατμόσφαιρας, την Ιονόσφαιρα και τη Μαγνητόσφαιρα. Εντός του Γεωδιαστήματος βρίσκονται και οι ζώνες ακτινοβολίας Van Allen2. Αν και το Γεωδιάστημα γενικώς πληρεί τα κριτήρια ορισμού του διαστήματος, η πυκνότητα στα ανώτερα στρώματα της γήινης ατμόσφαιρας, δηλαδή στις πρώτες εκατοντάδες χιλιόμετρα πάνω από την γραμμή Kármán (ύψος 100 χλμ.), μπορεί να προκαλέσει αντίσταση στους τεχνητούς δορυφόρους. Όσοι περιφέρονται σε τέτοιες τροχιές, ενεργοποιούν τα συστήματα προώθησής τους κάθε λίγες μέρες, προκειμένου να διατηρήσουν την τροχιά σε σταθερό ύψος. Στο Γεωδιάστημα υπάρχουν αραιά ηλεκτρικά φορτισμένα σωματίδια, η κίνηση των οποίων καθορίζεται από το γήινο μαγνητικό πεδίο. Στη διάρκεια ισχυρών μαγνητικών καταιγίδων, τα σωματίδια αυτά αλληλεπιδρούν με τα σωματίδια του Ηλιακού ανέμου. Αυτή η αλληλεπίδραση, λόγω του βομβαρδισμού των υψηλών ατμοσφαιρικών στρωμάτων από ηλεκτρόνια που προέρχονται από ρεύματα φορτισμένων σωματιδίων από τον Ήλιο, προκαλεί το φαινόμενο που είναι γνωστό ως Σέλας [βόρειο ή νότιο].

ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ: είναι το διάστημα γύρω από τον ήλιο και τους πλανήτες του. Τα εξωτερικά όριά του καθορίζονται από τον Ηλιακό άνεμο (στον οποίον έχουμε αναφερθεί σε άλλο άρθρο μας), που δημιουργεί μία εξαιρετικά αραιή ατμόσφαιρα, την Ηλιόσφαιρα. Η πυκνότητα του Ηλιακού ανέμου υπολογίζεται στα 5 – 10 πρωτόνια/κ.εκ. και η ταχύτητα του ανέμου στα 350-400 χλμ/δευτερ., αν και σπανίως φτάνει ακόμα και τα 800 χλμ/δευτ., όταν ο Ήλιος παρουσιάζει έντονη δραστηριότητα. Το διαπλανητικό διάστημα φτάνει έως την Ηλιόπαυση, όπου δίνει τη θέση του στους ανέμους του διαστρικού διαστήματος, με αποτέλεσμα η Ηλιόπαυση [περίπου 100 αστρονομικές μονάδες (AU) μακριά από τον ήλιο] να θεωρείται και το όριο λήξης του Ηλιακού Συστήματος.

ΔΙΑΣΤΡΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ: είναι το διάστημα μέσα σε έναν γαλαξία, το οποίο δεν καταλαμβάνεται από αστέρες ή πλανήτες. Περιέχει διαστημική σκόνη, διάφορα ιόντα, υποατομικά σωματίδια, κοσμική ακτινοβολία και διαστημικά αέρια. Κάποιες περιοχές του διαστρικού διαστήματος εμφανίζουν υψηλή πυκνότητα αερίων και σκόνης, σχηματίζοντας τα νεφελώματα, που είναι “μαιευτήρια” νέων αστέρων! Σημειώνουμε ότι και στο διαστρικό διάστημα παρατηρούνται αστρικοί άνεμοι, αντίστοιχοι του ηλιακού.

ΔΙΑΓΑΛΑΞΙΑΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ [ΜΕΣΟΓΑΛΑΞΙΑΚΟ]: είναι το διάστημα ανάμεσα σε γαλαξίες. Αυτό είναι σχεδόν άδειο από διαστημική σκόνη και είναι η καλύτερη φυσική προσέγγιση του απόλυτου κενού. Η θερμοκρασία του διαστήματος αυτού υπολογίζεται σε μόλις 2,73 °Κ (−270,4 °C). Μέσα σε μεγάλα σμήνη γαλαξιών, όπως το Σμήνος της Παρθένου, το “κοντινότερο” σε εμάς (60 περίπου εκατομμύρια έτη φωτός μακριά), το διαγαλαξιακό διάστημα καταλαμβάνεται από ένα ιδιαίτερα αραιό υλικό μέσο, το πλάσμα3, ανιχνεύσιμο από εκπομπές ακτίνων Χ. Το πλάσμα αυτό ονομάζεται διαγαλαξιακό μέσο (intergalactic medium/IGM) και αποτελείται κυρίως από ιονισμένο υδρογόνο. Η πυκνότητα του IGM θεωρείται ότι κυμαίνεται από 10 έως 100 άτομα υδρογόνου/κ.μ.


Από το πρόγραμμα Νέστωρ

1
. Το νετρίνο είναι ένα πολύ ελαφρύ σωματίδιο χωρίς ηλεκτρικό φορτίο, που προτάθηκε από τον Αυστριακό φυσικό Βόλφ. Πάουλι. Τα νετρίνα παρατηρήθηκαν δεκαετίες μετά την πρόταση του Πάουλι. Είναι σωματίδια που αλληλεπιδρούν ασθενώς με την ύλη, συνεπώς είναι πολύ δύσκολο να παρατηρηθούν. Έτσι, χρησιμοποιούνται ειδικές πειραματικές διατάξεις, [τηλεσκοπια νετρίνων], τοποθετημένες βαθιά μέσα σε εγκαταλειμμένα ορυχεία ή στον πυθμένα της θάλασσας, [όπως στο ελληνικό πρόγραμμα Νέστωρ στο βαθύτερο σημείο της Μεσογείου (Φρέαρ Οινουσσών), ανοικτά των μεσηνιακών ακτών] προκειμένου να μην επηρεάζονται από την κοσμική ακτινοβολία.

2. Οι ζώνες Βαν Άλεν αποτελούνται από σωματίδια μεγάλου ηλεκτρικού φορτίου που παγιδεύτηκαν από το γήινο μαγνητικό πεδίο. Κάθε τέτοια ζώνη έχει το σχήμα ενός πελώριου δακτυλιδιού και που η μία βρίσκεται στο εσωτερικό της άλλης. Το δε ισχυρότερο τμήμα της εσωτερικής ζώνης βρίσκεται γύρω στα 3.200 χλμ. από το έδαφος. Η προέλευσή της πιθανολογείται ότι οφείλεται στην ακτινοβολιακή δράση του Ήλιου, ενώ η ύπαρξη της εξωτερικής ζώνης κρίνεται πως έχει κοσμική καταγωγή. Η ισχυρότερη περιοχή της δεύτερης βρίσκεται γύρω στα 16.000 χλμ. πάνω από τον Ισημερινό της Γης.

3. Πλάσμα ονομάζεται η κατάσταση της ύλης στην οποία αυτή δεν λαμβάνει συγκεκριμένο όγκο και σχήμα που να οφείλεται στην ίδια, και επιπλέον τα ηλεκτρικά φορτισμένα ατομικά της σωματίδια (ιόντα και ηλεκτρόνια), βρίσκονται ελεύθερα και όχι σε δεσμούς. Ένας ορισμός θεωρεί το πλάσμα μορφή αερίου, ενώ άλλος το κατατάσσει ως την τέταρτη κατάσταση της ύλης (οι άλλες είναι στερεή, υγρή, αέρια). Το πλάσμα σχηματίζεται όταν ένα αέριο γίνει πολύ θερμό με αποτέλεσμα ηλεκτρόνια να “δραπετεύσουν” από το άτομό τους και να γίνουν ελεύθερα. Το πλάσμα είναι επομένως ελεύθερα ηλεκτρόνια και ιόντα (άτομα ή μόρια που έχουν χάσει ή αποκτήσει ένα ή περισσότερα ηλεκτρόνια).

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Επενδύσεις, αναδύσεις, καταδύσεις… Γράφει ο Γιάννης Φρύδας ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ 13 Πολυμετοχικό και με στρατηγικό επενδυτή

  Επενδύσεις, αναδύσεις, καταδύσεις… Να ξέρετε πως ξέρουμε και κάνουμε πως δεν ξέρουμε. Όμως κι αυτοί που ξέρουμε, ξέρουν ότι τους ξέ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....