του
Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου,
συγγραφέα
ΓΕΝΙΚΑ:
Η
Δοράς [Λατ. Dorado, συντ. Dor]
είναι ένας αστερισμός που σημειώθηκε
πρώτη φορά στην “Ουρανομετρία” των
Keyser
και
Houtman
[1603].
Είναι νότιος αστερισμός, έκτασης 179,2
τετ. μοιρών [72ος σε έκταση μεταξύ των 88
αναγνωρισμένων αστερισμών], που συνορεύει
με τους αστερισμούς: Ωρολόγιον, Δίκτυον,
Ύδρο, Τράπεζα, Ιπτάμενο Ιχθύ, Οκρίβαντα
και Γλυφείον. Είναι πλήρως ορατός σε
γεωγραφικά πλάτη μεταξύ 20° Βόρεια και
90° Νότια. Μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα της
Δοράδος είναι ορατό από τη Νότια Ελλάδα,
το οποίο περιλαμβάνει και τον αστέρα γ
Δοράδος.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ
– ΟΝΟΜΑΣΙΑ:
Η διεθνής ονομασία Dorado
είναι ισπανική και όχι λατινική. Σημαίνει
το τροπικό ψάρι Coryphaena
hippurus,
ή αλλιώς δελφινόψαρο, που αλλάζει χρώμα
όταν πεθαίνει. Το εναλλακτικό όνομα
Ξιφίας για τον αστερισμό εμφανίστηκε
στους Ροδόλφειους πίνακες [1627]. Η λέξη
«ξιφίας» ωστόσο είχε άλλη έννοια στην
Αστρονομία από την αρχαιότητα: ο
Αριστοτέλης και ο Πλίνιος ονόμαζαν
ξιφίες όσους κομήτες είχαν τη μορφή
ξίφους. Ο Καίσιος συνδύαζε τους αστέρες
της Δοράδος με εκείνους του Ιπταμένου
Ιχθύος και “σχημάτιζε” τη μορφή του
Άβελ της Παλαιάς Διαθήκης. Στην
κεφαλή της Δοράδος βρίσκεται ο νότιος
πόλος της εκλειπτικής και, κατά τον
Καίσιο, ο αστερισμός τού έδωσε το όνομα
Polus Doradinalis. Έτσι, ποτέ δε θα δούμε από τη
Γη να περνά κάποιος πλανήτης
από αυτό τον αστερισμό, ούτε άλλο σώμα
του Ηλιακού Συστήματος, παρά μόνο
σπανιότατα κάποιος αστεροειδής απ΄ αυτούς
που περνάν κοντά από τη Γη, ή κάποιος
κομήτης μακράς περιόδου.
ΟΙ
ΦΩΤΕΙΝΟΤΕΡΟΙ ΑΣΤΕΡΕΣ:
Δεν
υπάρχει στον αστερισμό αστέρας
φωτεινότερος του τρίτου μεγέθους, και
κανένας δεν έχει ιδιαίτερο όνομα. Η
Δοράς έχει συνολικά
29 ορατούς [φ.μ. ≤ 6,5] αστέρες. Ο α Δοράδος
έχει φαινόμενο μέγεθος 3,27, ενώ ο β Δοράδος
είναι κηφείδης μεταβλητός αστέρας με
φαινόμενο μέγεθος από 3,5 ως 4,1 (κιτρινόλευκος
υπεργίγαντας). Ο γ Δοράδος είναι
επίσης μεταβλητός, και μάλιστα έδωσε
το όνομά του στους λεγόμενους «μεταβλητούς
γ Doradus». Πρόκειται για μια ειδική κατηγορία
ενδογενών παλλόμενων μεταβλητών
αστέρων. Οι δ, ζ και θ Δοράδος έχουν
αντιστοίχως φαινόμενο μέγεθος 4,35, 4,72
και 4,83.
Ο Κώστας Λάμπουρας εγύρισε σπίτι του εκείνο το βράδυ συγχυσμένος. Η όψη του ήταν κίτρινη, τα μάτια του ανήσυχα και γουρλωμένα, το χείλι του αχνό· και έτσι ήτουν άσκημη η μορφή του, και ασυνήθιστη και αγριεμένη. Το φέσι του ήταν στραβά απάνου στο κεφάλι του, το σεγκούνι του ριγμένο στον ώμο του, τα μανίκια του πομάμισού του ανοιχτά και λιγδιασμένα. Μέσα στο σπίτι του η γυναίκα του εμαγείρευε το δείπνο· αυτός ήρθε κι εκάθισε παραστιάς, γιατί είχαν αρχίσει τότες τα κρύα του χινόπωρου. Δεν εχαιρέτησε· αλλά ανάσανε ανταριασμένος και κάπου κάπου εκουνούσε το κεφάλι φοβερίζοντας. «Ευγενιά, τι μαγειρεύεις;» της είπε κακότροπα. «Λάχανα» αποκρίθηκε κοιτάζοντάς τον υποψιασμένη· «τι τρέχε πάλε;» «Μας εχαντάκωσε!» της απάντησε αναστενάζοντας και πεισμωμένος «το κοπάδι το ’δωκε του νοικοκύρη. Πώς θα ζήσουμε;» «Μα, Κώστα» ετόλμησε να πει εκείνη γλυκά «ήταν ξένο πράμα· να πλερώσετε δεν είχετε και δεν ήθελες· πώς είχε να το βαστάξει;» κι εχαμογέλασε. «Τι λες και συ» της είπε κοιτάζοντάς την λοξά «ποιος σου ’μαθε αυτά τα λόγια; τώρα δεν πλερώνει κανένας· τι είχε να φοβηθεί;» «Ο νόμος είναι νόμος· θα σας έβαναν στη φυλακή· και τ’ αδερφού σου δεν τ’ αρέσει η χάψη.» «Φυλακή για τέτοιες μικροδουλειές» απολογήθηκε περιγελώντας «κάθε μέρα βλέπεις φυλακώνουν τον κόσμο! Σου φαίνεται πως εξανάρθε ο παλιός καιρός! Πάνε τώρα αυτά, καθένας κάνει ό,τι θέλει. Γιατί ψηφίζομε βουλευτάδες; - Για να ’χομε τις ευκολίες μας. Ποιος εζήτησε χάρη και δεν του γίνηκε; - Κάθε μέρα ακούονται σκοτωμοί, μα δε μου λες πόσο παιδεύονται οι ανθρώποι; Μήνες. Και ο κυρ-αδερφός μου εσκιάχτηκε· τι θα μας έκαναν; Κατάσκεση; - Αν αφήναμε πρώτα. – Μα θα τόνε διορθώσω εγώ τον κυρ-αδερφό μου». Κι ετσώπασε· και η όψη του αγρίεψε περσότερο· τώρα εσυλλογιζότουν μοναχός του: - «Ο αδερφός του τον είχε αδικήσει ναι, ήταν αδικία να του πάρει το κοπάδι και να το παραδώκει τώρα το χειμώνα που δεν είχαν άλλη πόρεψη. Μα τι τον έμελλε τον αδερφό του· ήταν ανύπαντρος, άτεκνος, ανέγνοιαστος, ποιον είχε να θρέψει; - Το κουφάρι του μονάχα· όταν η φτώχεια τούς εκυρίευε, εκείνος θα μπορούσε να φύγει και να τον αφήσει στα κρύα να χτυπιέται με την πείνα, με τη ζόρκια· όπου κι αν επήγαινε θα ζούσε, γιατί δεν εβαριότουν τη δουλειά. Μα τότες τι θα ’κανε ο ίδιος; πώς θα ’ζουνε τον εαυτό του και τη φαμιλιά; Ήταν πάντα του αδούλης· οι ελιές λάδι δεν έδιναν εκείνα τα χρόνια· μοναχά το κοπάδι θα τους κυβερνούσε όλον το χρόνο και ο αδερφός του από κουταμάρα ή από κακοσύνη επήγαινε να το παραδώσει του νοικοκύρη. Αχ, είχε κάμει αληθινά σαν οχτρός!». Η Ευγενιά ανακάτωνε τα λάχανα στο τσουκάλι, τα δοκίμασε, εσηκώθηκε κι έφερε ψωμί από μιαν κρεμασμένη κάνιστρα και κοιτάζοντας τον άντρα της στα μάτια είπε ταραγμένη: «- Το φαΐ είναι έτοιμο». «Δεν πεινάω» αποκρίθηκε αγροικά κι εξακολούθησε τους πικρούς στοχασμούς του: 1 «Μου ’φυγε χωρίς να υποψιάζω· ναι, μου το ’χε πει λίγες μέρες οπίσω, αλλά τον άφηνα να λέει· δεν πίστευα να τολμούσε. Α, αν το ’ξερα, δε θα τον άφηνα με κανέναν τρόπο· καλύτερα ή θα σκοτωθούμε, καλύτερα τον έσφαζα! Μα, μ’ εγέλασε. Κι εφανταζόμουνα πως μ’ ελογάριαζε, πως ήταν υποταγμένος στη θέλησή μου, πως τ’ άρεσε να δουλεύει για το σπίτι μας, για τη φαμιλιά! Μου ’ψαλλε κάθε μέρα πως παντρειά δεν ήθελε, κι ο κόσμος έλεγε όλος πως μ’ αγάπουνε· τώρα με μίας άσκωσε κεφάλι, έκαμε ό,τι του κατέβηκε στο μυαλό, ό,τι δεν ήθελα. Και δεν επρόβλεψε τη στενοχώρια που μας προσμένει, μ’ όλο που το ’ξερε πως θα υποφέρουμε, πως εγώ κι η φαμιλιά μου θα υποφέρει· γιατί αυτός βρίσκει και ζει όθε κι αν πάει. Χαλάλι του όμως· μου ’φυγε, μου ’φυγε· περιττά να λέω, περιττά να συλλογιούμαι· το κοπάδι μου δεν ξανάρχεται, όχι· την τύχη μας την ξέρω· θα ψοφήσουμε το χειμώνα της πείνας! Το χειμώνα; - από αύριο ψωμί δεν είναι. – Μα πάντα του ήταν οχτρός. Πότε μ’ εμπόδιζε να πάρω την Ευγενιά – και την επήρα στο πείσμα του – πότε μ’ επαραμόνευε μην κλέψω τ’ αλλουνού το πράμα, με εφύλαε μην αδικήσω, μην κάμω αμαρτίες· πάντα μπόδιο, πάντα κακός για μένα. Γι’ αυτό δεν είχαμε ορνικό. Εγώ, παναπεί, τον έβριζα κάθε μέρα. Τώρα μου ’καμε αυτό· αύριο που ’ρχεται βλέπει! Ναι, αύριο του δείχνω. Μα δε θα ’ρθει, φυσικά θα με σκιάζεται· θα τα σκαπέτησε στην ξενιτιά· και καλύτερό του, γιατί θα μ’ έκανε να γένω…» Τα μάτια του άνοιξαν, αναταράχτηκε κι ανατρίχιασε. «Πάμε να κοιμηθούμε» του ’πε η γυναίκα του «μη χολεύεσαι[1] τόσο· είναι κρίμα, Κώστα». Την εκοίταξε στατικός, σα να ξυπνούσε από ονειροπλάκωμα. «Πλάγιασε κι έρχομαι» της είπε ασυλλόγιστα. Αυτή δεν εκουνήθηκε. «Κάη!» του ’πε μια φωνή μέσα του «τον αδερφό σου θα σκοτώσεις; Ας είναι κιόλας η αιτία του χαμού, είναι αδερφός, έζησε μαζί σου, εβγήκετε από την ίδια κοιλιά, εφάγατε το ίδιο γάλα, έχετε το ίδιο αίμα, τρώτε το ίδιο ψωμί, αντάμα αφ’ όντις είστενε στον κόσμο». Και αυτός αποκρίθηκε στη φωνή με το νου του: - «Μα πρέπει να τιμωρήσω, να χορτάσω, να γδικηθώ· του πρέπει· μ’ εφτώχυνε, μ’ εχαντάκωσε, μ’ αφάνισε». Κι η φωνή, που ’βγαινε από τα βαθύτατα σπλάχνα του, του είπε οπίσω: «Κάη, δε σκιάζεσαι; Πώς τέτοιες σκέψες γεννιώνται στην καρδιά σου; Να χύσεις το ίδιο σου το αίμα, να γένεις άτιμος φονιάς;» «Του πρέπει» εσυλλογίστηκε «ήταν κακός με μένα, θα ’μαι χειρότερος. Θηρίο, τίγρης ανημέρευτος· του πρέπει γιατί μ’ έχασε τώρα τελειωτικώς. Ο παρτσινέβελός του ας τόνε γλιτώσει, α μπορεί· θα ιδούμε». Και η φωνή του ’πε· «Δε σκιάζεσαι το θεό;» δε σκιάζεσαι τη φούρκα;» - «Φούρκα» εσυλλογίστηκε περγελώντας «φούρκα τώρα; γιατί είναι οι βουλευτάδες; το κόμμα θα ’νεργήσει και για μένα, το κόμμα είναι παντοδύναμο. Ποιο δικαστήριο θα με δικάσει; κι αν με καταδικάσει, το κόμμα θα με ξεκρεμάσει. Αλί σ’ όποιον εχάθηκε. Είμαι χαμένος εγώ, ας χαθεί κι αυτός, ας χαθεί· κι ας με χαλάσουν στο ύστερο, μεγάλο κακό δε θα μου κάμουν. Μπορεί και να μη με πιάσουν». Κι είπε της γυναικός του: - «Θα σκοτώσω». Αυτή εσάστισε, ανασηκώθηκε, τον εκοίταξε θαμπωμένη, κι εκατέβασε αμέσως το βλέμμα, βλέποντας στο πρόσωπό του ζωγραφισμένην την άσπλαχνην απόφαση. «Τι σου ’καμε» του ’πε «ο καλός σου αδερφός;» «Καλός; γιατί καλός;» αποκρίθηκε κι εσηκώθηκε αγριεμένος «γιατί μ’ ελιμοχτόνησε; πώς; τού παίρνεις το μέρος, παλιογύναικο; θα σε σκοτώσω!» «Τι μεγάλο κακό, θε μου» είπε κλαίοντας «θα σε φουρκίσουν, Κάη!» 2 Ο Κώστας Λάμπουρας εκοίταξε ολόγυρά του ανταριασμένος. Είχε ακούσει από το στόμα της γυναικός του εκείνην την ίδια φωνή που του μιλούσε από τα βαθύτατα σπλάχνα του, πώς ήξερε τώρα και κείνη της ψυχής του το σάλαγο, τους κρουφούς λογισμούς του; - Και ξάφνως η ανυπόταχτη φαντασιά του τον έκαμε να ιδεί μίαν τρομερήν εικόνα: - Είχε κάμει το φόνο· κι επερνούσε από τη μέση του χωριού του με το ματωμένο μαχαίρι στο χέρι, φεύγοντας τρεχατά, και ο κόσμος όλος τον εκοίταζε περίτρομος κι έστρεφε αλλού το πρόσωπο, προφέροντας με καταφρόνια το καταραμένο τ’ όνομα του πρωτότοκου γιου του πρωτόπλαστου: - «Ο Κάης, ο Κάης!» Από τα τώρα άρχιζε να τον κράζει έτσι η γυναίκα του. Μα ο κόσμος δεν ήξερε τι του ’χε κάμει ο κακός αδερφός· δεν εγνώριζε την αδικία· έβλεπε μοναχά το φόνο κι εκατηγορούσε. Κι ο Κώστας ήθελε να αποκριθεί: - «Ο αδερφός μου αγόρασε το θάνατό του· απόγραψε την καταδίκη του. Ας ήταν κι άλλοι στη θέση μου, το ίδιο θα σκότωναν και κείνοι, μαγάρι και τον πατέρα τους, αν ήταν τέτοιος αδικητής! Ποιος μ’ υποχρέωσε να γένω Κάης; Ο ίδιος ο αδερφός μου· ναι Κάης, αλλά εγδικητής, αλλά τιμωρητής, αλλά υπερασπιστής του δίκιου. Όχι, δε θέλω έπαινο· μα κοίταξε, κόσμε· κατάλαβε την πράξη μου. Με φτονάς, κόσμε, για το τόλμημά μου και σκιάζεσαι· ναι, με σκιάζεσαι και με το φόβο θα σ’ εξουσιάσω!» Και τώρα το βράσμα του αιμάτου του έπεφτε. «Καλύτερα ήτουν» εσυλλογιότουν «κανείς να μην το μάθει και δε θα το μάθει· θα σκοτώσω κρουφά, στο σκοτάδι, στο μυστήριο, τη νύχτα. Δε μπορώ να μη σκοτώσω». «Να κοιμηθούμε» είπε της γυναικός του ησυχασμένος· «στρώσε». «Σε σκιάζομαι» του αποκρίθηκε τρέμοντας. «Γιατί; Κακό δε θα σου κάμω· πάμε.» Αιστανότουν μέσα του ευχαρίστηση· η καρδιά του είχε πάρει την απόφαση κι είχε σκληρύνει· ο νους του είχε συνηθίσει στον απάνθρωπο συλλογισμό· εκαταλάβαινε ο ίδιος πως εχόρταινε σκοτώνοντας, μία δίψα, μία ζήτια της ύπαρξής του, που μοναχά το αίμα εμπορούσε να τη θεραπέψει· του ήταν γλυκιά η παραδειγματική εγδίκηση που μελετούσε, η πλερωμή της αδικιάς. Και γιομάτος μίσος, που το συντρόφιαζε μία καινούρια αναστάτωση του αιμάτου του και μία κόκκινη θωριά μπρος στα μάτια του, επλάγιασε σιμά στη γυναίκα του που εμαζευότουν όσο εμπόρειε στην άκρη της κι αποκοιμήθηκε ύπνον ανήσυχο, γιομάτον φοβερές κι αιματερές φαντασίες, μακηλιά, ξεκοιλιάσματα, μάχες, ντουφέκια, μαχαίρια, και συχνά έβγαινε βόγκος από τα στήθια του και ανατιναζότουν φοβισμένος. Μα η ιδέα ωστόσο ώρμαζε στην τραχιάν καρδιά του. Την άλλη μέρα, τ’ απόγιομα, ήρθε με το καΐκι (το Λευκοράκι μακριά δεν ήτουν από τη θάλασσα) ο Νικόλας Λάμπουρας. Στη χώρα είχε διορθώσει τις δουλειές του με το νοικοκύρη, του ’χε παραιτήσει το κοπάδι, είχε πλερώσει ό,τι χρωστούσε, κι έφερνε πίσω ένα σακί γιομάτο κάθε λογής φαγητά για τη φαμιλιά του αδερφού του και για τον εαυτό του, και λίγα λιανά που ’χε πάρει υπόλοιπο. Όταν έφτασε στο σπίτι, ο Κώστας έλειπε ακόμα και η Ευγενιά εδούλευε το κηπάρι. Ανήσυχη έτρεξε να τον ανταμώσει, πριν πατήσει το κατώφλι και του ’πε συγκινημένη λησμονώντας και το χαιρέτιο: «Δυστυχισμένε, γιατί εγύρισες;» «Τι τρέχει;» ερώτησε ανυποψίαστος περιφέρνοντας το αθώο βλέμμα του. «Θα σε σκοτώσει· το ’χει απόφαση.» «Ποιος;» «Ο αδερφός σου.» «Γιατί;» ερώτησε χαμογελώντας· «μην το πιστεύεις, νύφη· είναι καλός ο Κωνσταντής». «Αχ» του αποκρίθηκε αναστενάζοντας «σε περικαλώ, για χάρη μου, σ’ ορκίζω στους απεθαμένους σου, Νικόλα, πάρε δρόμο· φεύγα· να μη σε ιδεί, γιατί θέλει να σε τελειώσει, δύστυχε, το ’χει απόφαση· τον είδα με κακό βλέμμα. Είναι ανταριασμένος που του πήρες το κοπάδι.» «Το κοπάδι; μα δεν ήτουν δικό μας· τον είχα ’δοποιήσει προχτές· εμέ μου το ’χε δώκει ο νοικοκύρης τον καιρό που ο Κώστας έλειπε στη φυλακή και το ’δωσα πίσω· ναι, ο Κώστας ήθελε να το κρατήσω, μα δε μου ’πε και τίποτα· η χολή θα του περάσει σαν πάντα· για μας έχει ο θεός· ο χρόνος είναι στενοχωρημένος, αλλά θα περάσουμε όπως όπως· θα δουλέψουμε διαφορετικά.» «Το ξέρω, δίκιο το ’χεις, Νικόλα, μα φεύγα, να ζεις, φεύγα· γλίτωσε και γλίτωσέ μας: είχε κακό βλέμμα σου λέω, και τώρα, όπου κι αν είναι, επλάκωσε· και σ’ εσκότωσε.» «Μην το πιστεύεις, νύφη» της είπε χαμογελώντας πάλι· «έτσι φωνάζει· θέλεις ιδεί.» Κι εμπήκε στο σπίτι κι εκάθισε παραστιάς, εκεί που τ’ άλλο βράδυ είχε καθίσει ο αδερφός του. Η Ευγενιά τον ακολούθησε ανήσυχα. «Πεινάω» της είπε. «Τρέμω και για τους δυο σας» του αποκρίθηκε. «Άφησε το φόβο και δώσ’ μου ψωμί» είπε καλότροπα. Τον άκουσε κι έπειτα εκάθισε συλλογισμένη στην άκρη της. Ο Νικόλας καθώς έτρωγε της έλεγε πως τον είχε δεχτεί ο καλός νοικοκύρης, πως είχαν λογαριαστεί, πως του ’χε χαρίσει κάτι περσότερο παρά το μερτικό, εξανάλεγε όσα λόγια είχαν μιλήσει αντάμα· έπειτα της έκρενε για τη χώρα, για τα ψώνια του, για το γιόμα του στην ταβέρνα, για τους ανθρώπους που ’χε ιδεί· και η ώρα περνούσε. Μα καθώς η ώρα περνούσε, η έγνοια εθέριζε της Ευγενιάς τα σπλάχνα· από μια στιγμή στην άλλη θα ’ρχότουν ο άντρας της και ποιος ξέρει τι θα γινότουν στο σπίτι τους. Τα λόγια του Νικόλα δεν τ’ άκουε, μόνο εδάκρυζε συχνά και συχνά αναστέναζε. Είχε σουρουπιάσει όταν ο Κώστας εφανερώθηκε στο σπίτι· το βλέμμα του ήταν γιομάτο φαρμάκι, αλλά εκρατήθηκε κι εχαιρέτησε. «Καλησπέρα σας» είπε «καλώς όρισες». Η Ευγενιά εστοχάστηκε να πέσει στα πόδια του γυρεύοντας έλεος· μα εφοβήθηκε· είχε γνωρίσει το άσκημο βλέμμα του. Ο Νικόλας αποκρίθηκε γλυκά: «Καλησπέρα, αδερφέ· οι δουλειές επήγανε καλά· έφερα αυτό το λίγο πράμα και λίγα λιανά». «Πόσα;» «Δέκα τάλαρα.» «Τόσο άξιζε το κοπάδι;» «Όχι· ο κόπος μας.» 4 «Ό,τι έκαμες, έκαμες» αποκρίθηκε ο Κώστας χαμογελώντας πικρά και το μέτωπό του εσουφρώθηκε. Κι έπειτα κανένας δεν εμίλησε παρά εκαθόνταν και οι τρεις του παραστιάς· ο Κώστας συλλογισμένος, ο Νικόλας νυστασμένος και η Ευγενιά εκοίταζε ανήσυχη πότε τον έναν και πότε τον άλλον. Κι οι ώρες απερνούσαν. Τώρα ήταν νύχτα βαθιά. Ξάφνως ο σκύλος αλύχτησε· και ο Κώστας εβιάστηκε να παρατηρήσει: «Ο σκύλος του κοπαδιού που χάσαμε αλυχτάει.» «Ναι» είπε ο Νικόλας ξυπνώντας «κάπου αποκρένεται.» «Όχι, κάποιος διαβαίνει· πάω να ιδώ· ποιος να ’ναι τόσο παράωρα;» Κι εσηκώθηκε κι εβγήκε. «Το είδες, νύφη» είπε ο Νικόλας γελώντας «χαλάζι ήτουνε κι επέρασε· αύριο όλα θα ’ναι μέλι και γάλα.» «Μη φειδεύεσαι» του απολογήθηκε «το βλέμμα του δε μ’ αρέσει· η καρδιά του είναι μαύρη». «Νικόλα, Νικόλα» ακούστηκε απ’ όξω η φωνή του Κώστα «αθρώποι χαλεύουν να τους βοηθήσουμε· έλα να τους γλιτώσουμε· είναι λαθρέμποροι· εδώ κάτω στο γιαλό, στο Καλάμι, θα χάσουν το πράμα τους γιατί τους κυνηγάει η αστυνομία». «Μην πας, μην πας!» είπε η γυναίκα. «Βλέπεις ίσκιους, νύφη· γιατί φοβάσαι τόσο; πώς να μην πάω να γλιτώσουν οι αθρώποι; άκου τα σκυλιά πώς κόβουνται· κάποιος αληθινά διαβαίνει.» «Όχι, είναι τα κοπάδια σιμά· μην πας· μην πας.» «Δε σ’ ακούω» της αποκρίθηκε κι εβγήκε. Τότες η Ευγενιά άκουσε έναν κατάκαρδο πόνο. Ήταν αφέγγαρη η νύχτα· μα τ’ αστέρια έλαμπαν στον ουρανό μυριάδες· ο αγέρας ήταν ήσυχος κι ακουότουν ο μονότονος βόγκος του πελάγου. «Εκεί κάτου» έδειξε ο Κώστας «εκεί κάτου στο Καλάμι· πάμε γλήγορα·» κι εκίνησε βιαστικός. Ο Νικόλας τον ακολούθαε καταπόδι. Στο δρόμο δεν έλεγαν λόγο και σε λίγο ήρθαν στο γιαλό. «Πού είναι τοι;» ερώτησε τότες ο Νικόλας. «Αυτού σιμά στο γκρεμό, στο σκάλωμα» αποκρίθηκε ο άλλος. Του πελάγου το φρύδι ήταν γιομάτο χαλίκια και άμμο· το κύμα το χάιδευε γλυκά, κατάμαυρο σα μελάνι. Επροχωρούσαν με γλήγορα πατήματα προς το γκρεμό, που εσηκωνότουν ψηλός πάνουθ’ από τη θάλασσα κι εχώριζε απροσπέραστα το γιαλό του Λευκορακιού από τον άλλον, μα ούτε κει δεν εφαινόνταν ούτε καΐκι, ούτε ανθρώποι, και τότες ο Νικόλας ανησύχησε κι εθυμήθηκε το φόβο της γυναικός τ’ αδερφού σου. Ταραγμένος είπε: «Πού είναι τοι;» «Ποιοι… Σ’ έφερα δω για να σε σφάξω.» Ο άτυχος τότες εκατάλαβε πως ήταν χαμένος· έβαλε μεγάλη φωνή κι εχύθηκε πάνου στον Κώστα για να του πιάσει τα χέρια κι εφώναξε: - «Κάη! Βοήθεια, βοήθεια.» Μόνο ο αντίλαλος τ’ αποκρίθηκε. Ο Κώστας έκαμε ένα πάτημα στη θάλασσα, θυμωμένος από τη βρισιά που τον έβρισκε σα μαστίγιο και φοβισμένος από τα φωνατά που εμολογούσαν κιόλας το σκοπό του. Έβγαλε αμέσως ένα πιστόλι, και, αδειάζοντάς το στο κορμί τ’ αδερφού του, του ’πε: «Δέξου το, απάνθρωπε, μας εδιακόνησες». Ο Νικόλας εκύλησε στο κύμα φωνάζοντας πάντα: «Κάη, Κάη, βοήθεια!» Δεν ήτουν παρά λαβωμένος. Οι φωνές του όμως αγρίευαν τον άθλιο που του ’πιασε τώρα το στόμα και που ετράβηξε από τη ζώση μια κάμα· στρέφοντας αλλού το κεφάλι για να μη βλέπει, του την εβύθισε πολλές φορές στες σάρκες ανοίγοντάς του θανατερές πληγές. Μα ο δυστυχισμένος δεν απέθαινε, γιατί οι μαχαιριές, βαρεμένες στα στραβά, δεν επλήγωναν ούτε το λαιμό, ούτε την καρδιά· ένας βόγκος κουφός έβγαινε από τα λαβωμένα στήθια και το τυραγνισμένο κουφάρι ανατιναζότουν μέσα στα μαύρα νερά. Ξάφνως ακουστήκαν αλυχτίσματα και φωνές ανθρώπων που ερχόνταν προς το γιαλό· και ο Κώστας με πολλή γρηγοράδα εστοχάστηκε πως οι πιστικοί είχαν ακούσει του πιστολιού τον κρότο και τες φωνές κι ετρέχαν να βοηθήσουν· και φοβισμένος εβιάστηκε να κρουφτεί αφήνοντας τον αδερφό του μισοαπεθαμένον στο κύμα. «Σκοτωμένε πού είσαι; σκοτωμένε πού είσαι;» ακουόνταν δυο φωνές· και τους αποκρενότουν ένα αδύνατο μούισμα του ετοιμοθάνατου. Ο Κώστας ελογάριασε πως οι κοπαδιαρέοι ήταν τώρα σιμά στον αδερφό του κι εφοβήθηκε μην ο σκοτωμένος τον εμολογούσε κι επετάχτηκε από τον κρουψώνα του κι ερίχτηκε βιαστικός κι εκείνος. Οι κοπαδιαρέοι δεν είχαν ακόμα φτάσει στο γκρεμό· είχαν στα χέρια φανάρια· και τα σκυλιά τούς οδηγούσαν· το βόγκισμα ακουόταν ξάστερα μαζί με του κυμάτου το σάλαγο. Ετρέχαν όλοι αμίλητοι κι έφτασαν τέλος. Κι ο Κώστας βλέποντας πρώτη φορά το δύστυχο κουφάρι που το ’δερνε η κοκκινισμένη θάλασσα, έκρουψε τα μάτια με τα χέρια. Μα γλήγορα εσυνήρθε, κι έπεσε απάνου στο κορμί τ’ αδερφού του, που ’χε τώρα λιποψυχήσει, κι εδερνότουν κι έκλαιγε. Οι πιστικοί εγνώρισαν το σκοτωμένον κι είπαν ο ένας του άλλου συγκινημένοι: - «Εγίνηκε φονικό· είν’ ο Νικόλας ο Λάμπουρας· κάμε καρδιά, Κώστα.» «Αμέτε» τους είπε ο φονιάς κλαιάμενος «αμέτε στο χωριό, φέρτε κόσμο να τονε σηκώσουμε· παπά, αστυνομία· κάμετε ό,τι χρειάζεται· ζει ακόμα!» Οι κοπαδιαρέοι υπάκουσαν κι έφυγαν τρεχατά αφήνοντας το φως, και τα δυο αδέρφια εβρέθηκαν οπίσω μοναχά τους. Και τώρα η Φωνή εμίλησε πάλε από τα βαθύτατα σπλάχνα του: - «Κάη» του ’πε «το πες και το ’καμες· γέψου το έργο σου». Κι ο φονιάς εσυλλογίστη τρομασμένος πώς να γλιτώσει κι η πρώτη του ιδέα ήτουν να φύγει: ο αδερφός του ήταν ακόμα ζωντανός κι εμπορούσε να μολοήσει όλα· και τότες έβαλε βουλή να τον αποτελειώσει για μία και έτσι να γλιτώσει ο ίδιος από τη ντροπή και την τιμωρία. Έπιασε το μαχαίρι. Μα η ελεεινή θέα του λαβωμένου τον εμπόδισε να φέρει σε τέλος τη σκέψη του, και χωρίς να το θέλει έσβησε το φως. Αλλά τότες του φάνηκε πως οι πληγές που ο ίδιος τες είχε ανοίξει έφεγγαν· πως το αίμα, που έβαφε το κύμα, έφεγγε και κείνο, και το μαχαίρι του ’πεσε από τα χέρια. Αυτήν τη στιγμή ο ετοιμοθάνατος αναστέναξε. «Αδερφέ» του ’πε ο Κώστας «συμπάθησε». «Κάη καταραμένε» τ’ αποκρίθηκε με σβησμένη φωνή «γιατί μ’ εσκότωσες; η φούρκα σε προσμένει». «Όχι, όχι, μη με καταδιώκεις· είσαι καλός και καλό θα ιδείς στην ψυχή σου· και δε θα πεθάνεις· η γυναίκα μου θα σε βαϊλέψει· θα φέρω γιατρούς, θα πουλήσω ό,τι έχουμε, θα σε κοιτάξω ως να γιατρευτείς· μη μολοήσεις.» Ο σκοτωμένος αναστέναξε οπίσω: - «Μ’ ετυράγνισες. Εμόλεψες τα χέρια σου μ’ αδερφικό αίμα. Τι μεγάλο κακό έκαμες στο σπίτι μας. Δεν εσυλλογίστηκες τον κόρφο της μάνας μας που μας έθρεψε και τους δυο μας, πως μας έσπειρε ένας πατέρας;» Κι έκαμε να σηκωθεί μα εξανάπεσε πονεμένος στο κύμα. «Μετανιώνω, σου λέω· αν ήθελα σ’ αποτέλειωνα· και θα σ’ έκανα έτσι ποτέ άλλο να μη μιλήσεις· μα μου λείπει η καρδιά· μη μολοήσεις.» «Πεθάνω δεν πεθάνω, δε μολογάω» του αποκρίθηκε ο λαχτισμένος κλαίοντας «γιατί να χάσω και τη φαμιλιά σου; - Κάη ο θεός ας σε κρίνει!» κι ελιγοθύμησε πάλι. Κι ωστόσο ερχότουν από το χωριό κόσμος καμπόσος· κι εμοιρολογούσαν όλοι για το σκοτωμό του Νικόλα Λάμπουρα ξαφνισμένοι από το ανεπάντεχο φονικό. Δειλιασμένον τον έφεραν σπίτι του· και η Ευγενιά, που δεν είχε ακόμα πλαγιάσει, εβγήκε ουρλιάζοντας στο δρόμο ξέροντας τι εσυνέβαινε. Με το βλέμμα εζήτησε τον άντρα της, ερίχτηκε απάνου του και του ’πε στ’ αυτί: - «Κάη, το πες και το ’καμες.» Έπειτα οδήγησε τους ανθρώπους πού να βάλουν τον ετοιμοθάνατο. Ο Κώστας εκάθισε όξω από την πόρτα του, γιατί δεν εμπορούσε να βλέπει το ψυχομάχημα· ένας μισόκοπος χωριάτης έπλυνε με κρασί και με ξύδι τες πληγές και τες έδεσε, αλλά εδήλωσε πως ως το πρωί ο Νικόλας θ’ απέθνησκε. Έπειτα ο κόσμος έφυγε για να κοιμηθεί. Όλη νύχτα ο Νικόλας έμεινε αμίλητος και μόνο το πρωί άνοιξε ακόμα τα μάτια. Η Ευγενιά τότες τον εσίμωσε και του ’πε: «Νικόλα, να ιδείς καλή ψυχή, μη μολοήσεις, μη με χάσεις κι εμένα». Ο σκοτωμένος εκούνησε το κεφάλι λέγοντας όχι, της έπιασε το χέρι, κι ένα χαμόγελο πικρό τού στόλισε το μαραμένο χείλι. Έπειτα εζήτησε να κοινωνήσει. Τέλος, όταν ο ήλιος ήταν όξω ήρθαν οι εξουσίες ν’ ανακρίνουν τον παθό και τους άλλους. Κι ο Κώστας τότες εφοβήθηκε οπίσω μην τον εκατάδινε, κι εμετάνιωσε πως δεν τον είχε αποτελειώσει στο γιαλό. Εστοχάστηκε πως εκεί κάτου ο αδερφός του σκιασμένος, του ’χε τάξει να τσωπάσει, αλλά πως τώρα μπορούσε να φανερώσει τα πάντα. Τότες ερίχτηκε στο σπίτι, έπεσε γονατιστός μπροστά στο μισοπεθαμένο κι έκλαιγε κι εμοιρολογούσε. Ο σκοτωμένος αποκρίθηκε στον κριτή, που τον ερώτησε αν είχε γνωρίσει το φονιά, ένα όχι με το κεφάλι και η Ευγενιά είδε το χαμόγελο της ευχαρίστησης απάνου στα χείλια του αντρός της και δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Μία σίχαση για τον δολερόν άνθρωπο της ανέβηκε από την καρδιά· μία φωνή από μέσα της της εχάλεψε εγδίκηση και δικαισοσύνη· ανανοήθηκε πως θα περνούσε τη ζωή της με το ανάξιο θηρίο και αποφάσισε εκείνη η ίδια την καταδίκη του. Ξάφνως εβάλθηκε να φωνάξει μπροστά στες εξουσίες: «Κάη, καταραμένε· εσύ τον εσκότωσες· εσύ, κι όχι άλλος, που κλαις, δολερέ.» Όλοι την εκοίταξαν σαστισμένοι κι εγύρισαν έπειτα προς τον άνθρωπο που αποθήνησκε και που είχε τα μάτια γιομάτα δάκρυα· κι ο κριτής κοιτάζοντάς τον ερώτησε: - «Είναι αλήθεια;» Άκρα σιγή εβασίλεψε. «Μην το κρούψεις» είπε η γυναίκα «αύριο θα με σκοτώσει και μένα γιατί εμαρτύρησα». Ο ετοιμοθάνατος εκούνησε το κεφάλι λέγοντας ναι, και σε λίγο του βγήκε η ψυχή.
Αυτή τη τόσο φρικτή κι όμως τόσον απλή ιστορία που αρχίζω να γράφω, ούτε περιμένω ούτε ζητώ να τη πιστέψετε. Θα ήμουν αληθινά τρελός αν περίμενα να πιστέψετε μια υπόθεση, όπου οι ίδιες οι αισθήσεις μου αρνούνται τη μαρτυρία τους. Κι όμως δεν είμαι τρελός κι ασφαλώς δεν ονειρεύομαι. Αύριο όμως πρόκειται να πεθάνω και γι' αυτό θέλω να ξαλαφρώσω σήμερα τη ψυχή μου. Σκοπός μου είναι να διηγηθώ στον κόσμο, απλά, απέριττα και δίχως κανένα σχόλιο, μια σειρά συνηθισμένων γεγονότων που σχετίζονται με το σπίτι μου. Τα γεγονότα αυτά, και οι συνέπειες που προκάλεσαν, με τρομοκράτησαν, με βασάνισαν, με κατέστρεψαν. Ωστόσο δε θα προσπαθήσω να τους δώσω μια κάποια εξήγηση. Για μένα παρουσίαζαν κάτι φριχτό, σε πολλούς, τα γεγονότα που θα διηγηθώ θα φανούν μάλλον αλλόκοτα παρά τρομερά. Ίσως βρεθεί κάποιο μυαλό που να μπορέσει να μεταβάλει τα φαντάσματά μου σε κοινοτοπίες - κάποιο μυαλό πιο ήρεμο, πιο λογικό, και πολύ περισσότερο ευερέθιστο από το δικό μου, το οποίο στα περιστατικά που με δέος θα εξιστορήσω, δε θα δει τίποτα περισσότερο από μια συνηθισμένη κι απόλυτα φυσιολογική διαδοχή αιτιών κι αιτιατών. Από μικρός ακόμα διακρινόμουν για τον ήπιο και συμπονετικό μου χαρακτήρα. Η τρυφερότητα της καρδιάς μου ήταν μάλιστα τόσο φανερή, ώστε είχα καταντήσει το αντικείμενο της κοροϊδίας των συμμαθητών μου. Πάνω από όλα αγαπούσα τα ζώα, και οι γονείς μου με άφηναν να έχω στο σπίτι διάφορα ζώα που μάζευα. Περνούσα μαζί τους τον περισσότερο καιρό μου και η μεγαλύτερη ευτυχία μου ήταν να τα χαϊδεύω, να τα φροντίζω και να τα ταΐζω. Όσο μεγάλωνα τόσο πιο έντονη γινόταν η ιδιοτυπία αυτή του χαρακτήρα μου, κι όταν πια έγινα άντρας, από τα ζώα αντλούσα τις μεγαλύτερες χαρές μου. Για όσους έχουν αγαπήσει ένα πιστό και έξυπνο σκυλί, θαρρώ πως δε χρειάζεται να εξηγήσω το μέγεθος και το είδος της ευχαριστήσεως που νιώθει κανείς από ένα τέτοιο αίσθημα. Στην αγάπη ενός ζώου, στη γεμάτη αλτρουισμό και αυτοθυσία αγάπη του, υπάρχει κάτι που αγγίζει κατευθείαν την καρδιά όποιου είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει τη σαθρή φιλία και τη χαλαρή πίστη του ανθρώπου. Παντρεύτηκα νέος και χάρηκα ιδιαίτερα όταν διαπίστωσα πως κι η γυναίκα μου συμμεριζόταν τα αισθήματά μου για τα ζώα. Βλέποντας την αδυναμία που τους είχα, δεν έχανε την ευκαιρία να φροντίσει να αποκτήσουμε όσο γινόταν περισσότερα ζώα. Είχαμε πουλάκια, χρυσόψαρα, έναν ωραίο σκύλο, κουνέλια, μια μικρή μαϊμού και ένα γάτο. Ο γάτος αυτός, ήταν ένα πολύ μεγάλο και ωραίο ζώο, κατάμαυρος κι υπερβολικά έξυπνος. Όταν μιλούσε για τον γάτο, η γυναίκα μου, που κατά βάθος ήταν τρομερά προληπτική, ανέφερε συχνά τη παλιά λαϊκή δοξασία, πως όλες οι μαύρες γάτες ήταν μεταμορφωμένες μάγισσες. Φυσικά δεν το έλεγε σοβαρά κι αν κάνω λόγο για το θέμα αυτό είναι μόνο και μόνο γιατί έτυχε να το θυμηθώ τούτη τη στιγμή. Ο Πλούτωνας -αυτό το όνομα είχαμε δώσει στο γάτο ήταν ο αγαπημένος μου κι ο αχώριστος σύντροφός μου. Μονάχα εγώ τον τάιζα και σε όποιο μέρος του σπιτιού κι αν πήγαινα με ακολουθούσε. Με δυσκολία μάλιστα τον εμπόδιζα να 'ρχεται πίσω μου και στο δρόμο. Η φιλία μας αυτή κράτησε πολλά χρόνια, και σε αυτό το διάστημα η ιδιοσυγκρασία κι ο χαρακτήρας μου - εξαιτίας του σατανά αυτού που λέγεται ποτό -είχα πάθει (κοκκινίζω από ντροπή που το ομολογώ) μια ριζική μεταβολή προς το χειρότερο. Μέρα με τη μέρα γινόμουν όλο και πιο ιδιότροπος, πιο ευερέθιστος, περισσότερο αδιάφορος για τα αισθήματα των άλλων. Υπέφερα κι ο ίδιος καθώς αντιλαμβανόμουν πόσο άσχημα μιλούσα στη γυναίκα μου. Στο τέλος έφτασα στην κατάντια να σηκώνω χέρι πάνω της και να τη χτυπώ. Φυσικά τον αντίκτυπο αυτής της μεταβολής του χαρακτήρα μου τον ένιωσαν και τα ζώα που υπήρχαν στο σπίτι μας. Ωστόσο τον Πλούτωνα τον είχα ακόμη σε υπόληψη και απέφευγα να τον κακομεταχειρίζομαι, αλλά για τα κουνέλια, τη μαϊμού, ακόμη και τον σκύλο δεν είχα κανέναν ενδοιασμό όταν τυχαία ή και από αγάπη, βρίσκονταν στο δρόμο μου. Η αρρώστια μου όμως χειροτέρευε - κακή αρρώστια το πιοτό! Στο τέλος ακόμα κι ο Πλούτωνας που είχεν αρχίσει πια να γερνά κι όπως είναι φυσικό να γίνεται κάπως δύσκολος, άρχισε να δοκιμάζει τα αποτελέσματα της αλλαγής του χαρακτήρα μου. Μια νύχτα, έχοντας γυρίσει στουπί στο μεθύσι μετά από μια πολύωρη βόλτα στις ταβέρνες, μου καρφώθηκε η ιδέα πως ο γάτος με απόφευγε. Τον άρπαξα με το ζόρι και εκείνος, καθώς τρόμαξε με τη βίαιη ενέργειά μου, με δάγκωσε ελαφρά το χέρι. Τα νεύρα μου, τεντωμένα κι από το μεθύσι, ξέσπασαν. Δεν ήξερα τι έκανα, δεν ήμουν πια ο εαυτός μου. Λες και τη στιγμή εκείνη η ψυχή μου είχε πετάξει μακριά εγκαταλείποντας το σώμα μου' και μια διαβολική μοχθηρία - ίσως και κάτι περισσότερο θρεμμένη με αλκοόλ, διαπέρασε το κάθε μόριο του κορμιού μου. Έβγαλα από το γιλέκο μου ένα σουγιά, τον άνοιξα, άδραξα το δυστυχισμένο ζώο από το λαιμό και το ξερίζωσα το ένα μάτι. Ντρέπομαι, ανατριχιάζω γράφοντας αυτή τη φρικαλέα πράξη μου. Όταν το άλλο πρωί ήρθα πάλι στα λογικά μου - όταν πια το νυχτερινό μου μεθύσι είχε πια ξεθυμάνει με τον ύπνο -ένιωσα ένα αίσθημα ανάμιχτο από φρίκη και τύψεις για το έγκλημα που είχα διαπράξει. Αλλά, όπως και αν το κάνουμε, ήταν ένα αδύναμο και αμφίβολο αίσθημα κι η ψυχή μου έμεινε ανέγγιχτη. Ξανάπεσα στο πιοτό και δεν άργησα να πνίξω στο κρασί κάθε θύμηση από κείνη μου την πράξη. Στο μεταξύ ο γάτος συνερχόταν σιγά-σιγά. Είναι αλήθεια πως η τρύπα του χαμένου ματιού του παρουσίαζε ένα φριχτό θέαμα, αλλά δεν φαινόταν να πονά και να υποφέρει. Τριγύριζε όπως πάντα στο σπίτι, αλλά, όπως είναι φυσικό, έτρεχε κατατρομαγμένος να κρυφτεί μόλις με έβλεπε να πλησιάζω. Καθώς μέσα μου απόμενε ακόμα κάτι από τον παλιό μου εαυτό, στην αρχή λυπόμουν για αυτή την απέχθεια που τόσο φανερά μου έδειχνε ένα πλάσμα που κάποτε με είχε αγαπήσει. Το συναίσθημα όμως της λύπης παραχώρησε γρήγορα τη θέση του στο θυμό. Και τότε, σαν τελειωτική και αμετάκλητη κατάπτωση, φώλιασε μέσα μου το πνεύμα της διαστροφής . Η φιλοσοφία δεν το λογαριάζει και πολύ αυτό το πνεύμα. Κι όμως όσο βέβαιος είμαι πως ζω, άλλο τόσο βέβαιος είμαι πως η διαστροφή είναι ένα από τα αρχέγονα ορμέμφυτα της ανθρώπινης καρδιάς - μια από τις ιδιαίτερες πρωταρχικές δυνάμεις, ή συναισθήσεις, που δίνουν μια κατεύθυνση στον χαρακτήρα του ανθρώπου. Ποιος δεν έπιασε, όχι μια αλλά εκατό φορές, τον εαυτό του, να κάνει μια ποταπή ή ανόητη πράξη απλώς και μόνο επειδή ήξερε πως δεν έπρεπε να την κάνει ; Μήπως άλλωστε δεν έχουμε μια παντοδύναμη ροπή, όσο και αν είμαστε άνθρωποι με κρίση, να παραβαίνουμε το νόμο μόνο και μόνο γιατί είναι ο νόμος; Το πνεύμα αυτό της διαστροφής, όπως σας είπα, έφερε την τελειωτική μου κατάπτωση. Ήταν αυτός ο αβυσσαλέος πόθος της ψυχής να εναντιωθεί στο εαυτό της, να παραβιάσει την ίδια της τη φύση, να κάνει το κακό προς χάρη του κακού, που με έσπρωξε να συνεχίσω και να αποτελειώσω το βασάνισμα του άκακου αυτού ζώου. Κάποιο πρωινό, του πέρασα ψύχραιμα τη θηλιά στο λαιμό και το κρέμασα από το κλαδί ενός δέντρου. Το κρέμασα ενώ από τα μάτια μου τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι κι ένιωθα τις σκληρότερες τύψεις να με βασανίζουν, το κρέμασα γιατί ήξερα πως με είχε αγαπήσει και γιατί καταλάβαινα πως δεν μου είχε δώσει την αφορμή να του κάνω κακό το κρέμασα γιατί ήξερα πως αυτό που έκανα ήταν μια αμαρτία - μια θανάσιμη αμαρτία που με αυτή και μόνο θα διακινδύνευα να θέσω την ψυχή μου (αν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει) πέρα κι από το άπειρο έλεος του παντοδύναμου και παντελεήμονος Θεού. Τη νύχτα της ίδιας ημέρας, που είχα κάνει αυτή την τόσο μεγάλη αμαρτία, με ξύπνησαν φωνές: -"Πυρκαγιά, πυρκαγιά!" Οι κουρτίνες του κρεβατιού μου φλέγονταν. Ολόκληρο το σπίτι λαμπάδιασε. Με μεγάλη δυσκολία η γυναίκα μου, μια υπηρέτρια κι εγώ, μπορέσαμε να γλιτώσουμε. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Όλα τα επίγεια αγαθά μου είχαν χαθεί και το μοναδικό μου καταφύγιο από δω και μπρος απόμενε η απελπισία. Δεν μπορώ -δεν θέλω- να επιχειρήσω να βρω μια σχέση ανάμεσα στην καταστροφή που με έπληξε και στην κτηνωδία που είχα διαπράξει. Παραθέτω μόνο έναν-έναν τους κρίκους μιας αλυσίδας γεγονότων, και δεν θέλω να παραλείψω κανέναν. Την επόμενη μέρα της πυρκαγιάς πήγα να δω τα ερείπια. Οι τοίχοι, εκτός από μια εξαίρεση, ήταν σωριασμένοι στο χώμα. Η μοναδική εξαίρεση ήταν ένας εσωτερικός τοίχος, όχι πολύ χοντρός, περίπου στη μέση του σπιτιού, εκεί που ακουμπούσε το κεφάλι του κρεβατιού μου. Ο σοβάς, στο μεγαλύτερο μέρος του, είχε αντέξει στη φωτιά, κι αυτό το απέδωσα στο γεγονός ότι ο τοίχος ήταν φρεσκοσοβατισμένος. Γύρω από τον τοίχο ήταν συγκεντρωμένο ένα πυκνό πλήθος περιέργων, και πολλοί φαίνονταν να εξετάζουν ένα συγκεκριμένο τμήμα του με μεγάλη και ζωηρή προσοχή. Οι λέξεις «παράξενο!», «καταπληκτικό!» και άλλες παρόμοιες εκφράσεις τράβηξαν την περιέργειά μου. Πλησίασα και είδα σαν να ήταν βαθουλωτά ανάγλυφη πάνω στην άσπρη επιφάνεια, τη μορφή ενός γιγάντιου γάτου. Το αποτύπωμα είχε αληθινά μια εκπληκτική ακρίβεια. Ένα σκοινί ήταν περασμένο από το λαιμό του ζώου. Όταν πρωταντίκρισα το φάντασμα αυτό -γιατί δεν μπορούσα να το θεωρήσω τίποτα άλλο παρά μόνο φάντασμα- έμεινα έκπληκτος και τρομοκρατημένος. Σιγά σιγά όμως το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει. Θυμήθηκα πως είχα κρεμάσει το γάτο σ' ένα κήπο δίπλα στο σπίτι μου. Όταν δόθηκε ο συναγερμός για την πυρκαγιά, ο κήπος γέμισε αμέσως κόσμο, και κάποιος θα πρέπει να έκοψε το σκοινί από το δέντρο και να πέταξε το γάτο στην κάμαρά μου, ίσως για να με ξυπνήσει. Οι άλλοι τοίχοι, καθώς έπεφταν είχαν πιέσει στο θύμα της μοχθηρίας μου πάνω στο φρέσκο σοβά, κι ο ασβέστης με την επίδραση της φωτιάς και της αμμωνίας του ψοφιμιού, είχαν σχηματίσει την εικόνα που είχα τώρα μπροστά μου. Μολονότι η λογική μου, αν όχι η συνείδησή μου, εξήγησε με τόση ετοιμότητα το εκπληκτικό γεγονός που μόλις σας διηγήθηκα, ωστόσο μια βαθιά εντύπωση έμεινε χαραγμένη στη φαντασία μου. Για μήνες ολόκληρους δεν μπορούσα να απαλλαγώ από το φάντασμα του γάτου. Και σε αυτό το διάστημα γεννήθηκε αργά στη ψυχή μου κάτι που έμοιαζε - αλλά και που δεν ήταν - με τύψεις, Κατάντησα να λυπάμαι τώρα για το χαμό του άλλοτε αγαπημένου μου ζώου, και να ψάχνω παντού, στα καταγώγια που σύχναζα τώρα, μήπως βρω κανέναν άλλο γάτο, που να του μοιάζει κάπως ώστε να τον αντικαταστήσω. Κάποιο βράδυ, έτσι που καθόμουν μισοναρκωμένος σ' ένα ελεεινό καταγώγιο, τράβηξε την προσοχή μου κάποιο μαύρο πράγμα που βρισκόταν πάνω σε ένα από τα πελώρια βαρέλια με τζιν που αποτελούσαν και την κυριότερη επίπλωση εκεί μέσα. Είχα από ώρα καρφωμένα τα μάτια μου πάνω σε εκείνο το βαρέλι, κι αυτό που με παραξένεψε τώρα ήταν που δεν είχα προσέξει πιο πριν εκείνο το μαύρο πράγμα. Πήγα κοντά και το άγγιξα με το χέρι μου. Ήταν ένας μαύρος γάτος, πολύ μεγάλος, στο μπόι περίπου του Πλούτωνα, και που του έμοιαζε σε όλα εκτός από κάτι. Ο Πλούτωνας δεν είχε ούτε μιαν άσπρη τρίχα σε ολόκληρο το κορμί του, ενώ αυτός εδώ ο γάτος είχε μια μεγάλη τούφα από άσπρες τρίχες, με ακαθόριστο σχήμα, που του σκέπαζε ολόκληρο σχεδόν το στήθος. Μόλις τον άγγιξα σηκώθηκε αμέσως, γουργούρισε δυνατά, τρίφτηκε πάνω στο χέρι μου και φαινόταν ευχαριστημένος που τον πρόσεξα. Ήταν ακριβώς το ζώο που γύρευα. Πρότεινα στον ταβερνιάρη να τον αγοράσω, αυτός όμως μου απάντησε πως δεν είχε καμιά απολύτως απαίτηση, γιατί όχι μόνο δεν ήταν δικός του ο γάτος αυτός αλλά και ούτε τον είχε ξαναδεί. Συνέχισα να τον χαϊδεύω κι όταν ετοιμάστηκα να γυρίσω στο σπίτι μου, έδειξε τη διάθεση να με συνοδέψει. Τον άφησα να έρθει μαζί μου και καθώς βαδίζαμε έσκυβα που και που και τον χάιδευα. Όταν φτάσαμε πια στο σπίτι, εγκαταστάθηκε κοντά μας κι αμέσως έγινε ο αγαπημένος της γυναίκας μου. Όσο για μένα, δεν άργησα να νιώσω αντιπάθεια για το ζώο αυτό -ακριβώς το αντίθετο δηλαδή απ' ό,τι περίμενα να συμβεί. Κι ακόμη -χωρίς να ξέρω πως και γιατί- η αγάπη που μου έδειχνε μου προξενούσε απέχθεια και στενοχώρια. Σιγά-σιγά τα συναισθήματα αυτά της απέχθειας και της στεναχώριας μεταμορφώθηκαν σε μίσος. Απόφευγα το γάτο. Κάτι σαν αίσθημα ντροπής κι αναμνήσεως της προηγούμενης μοχθηρής συμπεριφοράς μου, με εμπόδιζαν να του κάνω κακό. Για μερικές βδομάδες δεν τον χτύπησα, ούτε τον κακομεταχειρίστηκα βαθμιαία όμως, κατάντησε να τον βλέπω μ' ανείπωτη σιχαμάρα και να φεύγω βιαστικά μόλις έβλεπα το απαίσιο αυτό ζώο, όπως φεύγει κανείς μπροστά σε μια σιχαμερή μυρουδιά. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως αυτό που δυνάμωσε το μίσος μου ήταν ότι ανακάλυψα -όχι την ίδια βραδιά, που τον είχα φέρει σπίτι, αλλά την άλλη μέρα το πρωί- πως, όπως κι ο Πλούτωνας, είχε κι αυτός το ένα μάτι του βγαλμένο. Το περιστατικό αυτό τον έκανε ωστόσο πιο αγαπητό στη γυναίκα μου, που διατηρούσε ακόμη το αίσθημα εκείνο της συμπόνιας που άλλοτε χαρακτήριζε και εμένα και που μου χάριζε τις πιο απλές κι αγνές χαρές. Όσο όμως εγώ σιχαινόμουν περισσότερο το γάτο, τόσο φαινόταν να μεγαλώνει η δική του αδυναμία για μένα. Ακολουθούσε τα βήματά μου με μια επιμονή που μου είναι αδύνατο να την περιγράψω στον αναγνώστη. Όπου και αν καθόμουν, κουλουριαζόταν κάτω από την καρέκλα μου ή πηδούσε πάνω στα γόνατά μου και δεν σταματούσε να χαϊδολογιέται. Όταν σηκωνόμουν να φύγω, μπερδευόταν στα πόδια μου με κίνδυνο να με κάνει να πέσω ή έμπηγε τα μακριά και μυτερά του νύχια στο παντελόνι μου και σκαρφάλωνε στο στήθος μου. Σε κάτι τέτοιες στιγμές ένιωθα τη διάθεση να τον σκοτώσω με ένα μου χτύπημα, εμποδιζόμουν όμως να το κάνω, όχι τόσο από την ανάμνηση του προηγούμενου εγκλήματός μου, αλλά κυρίως εξαιτίας του τρόμου που μου ενέπνεε το ζωντανό αυτό. Ο τρόμος που με κυρίευε δεν ήταν τρόμος πως θα πάθαινα κάτι σωματικά -κι όμως δεν βρίσκω άλλο τρόπο να τον προσδιορίσω. Ντρέπομαι σχεδόν να ομολογήσω -ναι, ακόμη και σε αυτό το ατιμωτικό κελί που βρίσκομαι ντρέπομαι να το μολογήσω- πως ο τρόμος κι η φρίκη που μου ενέπνεε το ζώο αυτό είχαν ενταθεί από μια από τις απιθανότερες χίμαιρες που μπορεί να διανοηθεί κανείς. Η γυναίκα μου επέστησε αρκετές φορές την προσοχή μου στη μορφή του σημαδιού με τις άσπρες τρίχες, που έχω προαναφέρει και που αποτελούσε τη μοναδική διαφορά ανάμεσα σ' αυτό το παράξενο ζώο και σε κείνο που είχα σκοτώσει. Ο αναγνώστης θα θυμάται πως το σημάδι αυτό, αν και μεγάλο, ήταν στην αρχή ακαθόριστο. Σιγά-σιγά όμως, ανεπαίσθητα, τόσον αδιόρατα που για πολύν καιρό η λογική μου αγωνιζόταν να μη το παραδεχτεί, θεωρώντας το απλή του φαντασιοπληξία, είχε πάρει ένα σχήμα σαφέστατα σχεδιασμένο. Παρίστανε τώρα κάτι που ανατριχιάζω να προφέρω την ονομασία του... Ήταν η εικόνα από κάτι φριχτό και απαίσιο: η εικόνα της αγχόνης! Εκείνο το σκυθρωπό και τρομερό σύνεργο της Φρίκης και του Εγκλήματος, της Αγωνίας και του Θανάτου! Και τώρα η κατάντια μου ξεπερνούσε κάθε ανθρώπινη αθλιότητα. Ένα ζώο χωρίς λογική, να κατεργάζεται για μένα -για μένα, έναν άνθρωπο πλασμένο κατ' εικόνα κι ομοίωση του Θεούμα τόσον αβάσταχτη κατάρα! Αλίμονο! Ούτε μέρα, ούτε νύχτα γνώρισα πια την ευλογία της ησυχίας! Τη μέρα δεν με άφηνε ούτε μια στιγμή μόνο μου το σιχαμερό αυτό πλάσμα, και τη νύχτα ξυπνούσα κάθε τόσο από όνειρα ανείπωτα τρομαχτικά για να βρω τη ζεστή ανάσα του πάνω στο πρόσωπό μου και το τεράστιο βάρος του -ένας αληθινός βραχνάς που δεν είχα τη δύναμη να τον διώξω να πλακώνει συνεχώς τη καρδιά μου! Κάτω από την πίεση μιας τέτοιας αγωνίας το ασθενικό υπόλειμμα του παλιού αγαθού εαυτού μου δεν άργησε να χαθεί. Πονηρές σκέψεις -οι πιο καταχθόνιες και πονηρές σκέψεις- ήταν πια οι μοναδικοί και μόνιμοι σύντροφοί μου. Η ζοφερή μου διάθεση εξελίχθηκε σε ένα μίσος για όλα τα πράγματα και για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Και συχνά, τα απότομα και ασυγκράτητα ξεσπάσματα μιας μανίας, που της είχα παραδοθεί τώρα στα τυφλά, το συνηθισμένο και απέραντα υπομονετικό μου θύμα ήταν η γυναίκα μου που ποτέ της δεν ξεστόμιζε το παραμικρό παράπονο. Κάποια μέρα ήρθε κι αυτή μαζί μου, για κάποια δουλειά, στο κελάρι του παλιού σπιτιού, που η φτώχια μας ανάγκαζε τώρα να κατοικούμε. Καθώς κατέβαινε τις σκάλες ο γάτος μ' ακολούθησε και με τη συνήθειά του να μπερδεύεται στα πόδια μου, με σώριασε καταγής με το κεφάλι. Έγινα έξω φρενών. Σήκωσα ένα τσεκούρι και ξεχνώντας στο θυμό μου τον παιδιάστικο φόβο που ως τώρα συγκρατούσε το χέρι μου, κατέβασα με δύναμη το τσεκούρι στο ζώο και σίγουρα θα το σκότωνα, αν η γυναίκα μου δεν προλάβαινε να συγκρατήσει το χέρι μου. Η επέμβασή της μ' έκανε να φρενιάσω, να λυσσάξω. Τράβηξα το μπράτσο μου που το κρατούσε σφιχτά, και με το τσεκούρι τη χτύπησα κατακέφαλα. Έπεσε νεκρή χωρίς ούτε ένα βογκητό. Το πρώτο πράγμα που έκανα μετά από το απαίσιο αυτό φονικό ήταν να σκεφτώ ψύχραιμα που θα έκρυβα το πτώμα. Καταλάβαινα πως δεν μπορούσα να το κουβαλήσω έξω από το σπίτι, ούτε μέρα αλλά ούτε και νύχτα, χωρίς να διατρέξω τον κίνδυνο να με δουν οι γείτονες. Έκανα με το μυαλό μου διάφορα σχέδια. Προς στιγμή σκέφτηκα να κόψω το πτώμα σε μικρά - μικρά κομματάκια και να το κάψω. Ύστερα, έκανα τη σκέψη να ανοίξω ένα λάκκο στο κελάρι και να θάψω εκεί το πτώμα. Έπειτα είπα να το ρίξω στο πηγάδι της αυλής ή να το συσκευάσω σε ένα μεγάλο κιβώτιο, σαν εμπόρευμα, με όλους τους συνηθισμένους τύπους και να φωνάξω κανένα χαμάλη να το πάρει από το σπίτι. Τελικά μου ήρθε μια ιδέα που την έκρινα σαν την καλύτερη από όλες. Αποφάσισα να χτίσω το πτώμα μέσα σε ένα τοίχο του κελαριού, όπως αναφέρει κι η Ιστορία πως έχτιζαν τα θύματά τους οι καλόγεροι του Μεσαίωνα. Το κελάρι ήταν κατάλληλο για το σκοπό αυτό. Οι τοίχοι ήταν ψευτοχτισμένοι και τώρα τελευταία τους είχαν σοβαντίσει, αλλά η υγρασία δεν άφησε το σοβά να ξεραθεί. Κι εξάλλου, ο ένας από τους τοίχους είχε μια εσοχή, σαν να προοριζόταν για θέση τζακιού, αλλά φαινόταν πως τελικά το είχαν μετανιώσει, και είχαν γεμίσει με τούβλα το κενό. Ήμουν σίγουρος πως εύκολα θα μπορούσα να βγάλω από τη θέση τους τα τούβλα, να βάλω το πτώμα στην εσοχή, κι έπειτα να ξαναχτίσω το μέρος εκείνο, όπως ήταν πριν, έτσι που κανένα μάτι δε θα μπορούσε να ανακαλύψει τίποτα το ύποπτο. Και δεν έπεσα έξω στους υπολογισμούς μου. Με λοστό ξεχαρβάλωσα εύκολα τα τούβλα κι αφού τοποθέτησα προσεχτικά όρθιο το πτώμα, ακουμπώντας το στον εσωτερικό τοίχο, το στήριξα στη θέση αυτή και χωρίς πολύ κόπο ξανάβαλα τα τούβλα όπως ήταν πριν. Με κάθε προφύλαξη προμηθεύτηκα ασβέστη, άμμο κι άχυρα, ετοίμασα ένα σοβά, που δε ξεχώριζε καθόλου από τον παλιό κι έχτισα τον καινούριο τοίχο. Όταν τελείωσα έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος από τη δουλειά μου. Ο τοίχος δεν φαινόταν καθόλου πως είχε πειραχτεί. Μάζεψα από κάτω τα μπάζα με τη μεγαλύτερη προσοχή. Έριξα γύρω μου μια θριαμβευτική ματιά και μονολόγησα: -"Εδώ, τουλάχιστον ο κόπος μου δεν πήγε χαμένος". Η επόμενη ενέργειά μου ήταν να ψάξω να βρω το ζώο που είχε σταθεί η αιτία της καταστροφής αυτής. Γιατί τώρα είχα πια την απόφαση να το εξοντώσω. Αν το έβρισκα μπροστά μου εκείνη τη στιγμή, θα το είχα ξεμπερδέψει. Μα φαίνεται πως το πονηρό ζώο είχε τρομοκρατηθεί από την εκδήλωση του θυμού μου κι απέφευγε να παρουσιαστεί μπροστά μου. Είναι αδύνατο να περιγράψει ή να φανταστεί κανείς τη βαθιά, την ηδονική ανακούφιση που μου προξένησε η απουσία του σιχαμερού ζώου. Δε φάνηκε ούτε ολόκληρη τη νύχτα, κι έτσι, τουλάχιστο για μια νύχτα, από τότε που είχε πατήσει το πόδι του στο σπίτι μου, μπόρεσα να κοιμηθώ ήσυχα και ατάραχα. Ναι, κοιμήθηκα, παρόλο το βάρος του φόνου που είχα στη ψυχή μου. Πέρασε η δεύτερη, πέρασε κι η Τρίτη μέρα κι ο τύραννός μου εξακολουθούσε να μη φαίνεται. Ανάσανα σαν ελεύθερος άνθρωπος. Το τέρας, τρομαγμένο, είχε φύγει μια για πάντα από το σπίτι μου! Δε θα το ξανάβλεπα στα μάτια μου! Ήμουν ευτυχισμένος! Το αίσθημα της ενοχής για τη βδελυρή πράξη μου δεν με βάραινε σχεδόν καθόλου. Στην ανάκριση που έγινε αποκρίθηκα με ετοιμότητα και χωρίς να τα χάσω. Έγινε και μια έρευνα -μα φυσικά, τίποτα δεν ανακάλυψαν. Θεωρούσα πια πως η μελλοντική μου ευτυχία ήταν εξασφαλισμένη. Τέσσερις μέρες μετά το φόνο, οι αστυνομικοί ξανάρθαν απροειδοποίητα για να κάνουν μια πιο αυστηρή έρευνα. Σίγουρος πως ο κρυψώνας μου ήταν αδύνατο να ανακαλυφθεί δεν ανησύχησα καθόλου. Οι αστυνομικοί ζήτησαν να τους συνοδεύσω στην έρευνά τους. Δεν άφησαν καμιά γωνιά, καμιά κώχη χωρίς να την ψάξουν. Στο τέλος κατέβηκαν και πάλι στο κελάρι -για τρίτη ή τέταρτη φορά. Ούτε μια τρίχα μου δε σάλεψε. Η καρδιά μου χτυπούσε ήρεμα, σαν την καρδιά του ανθρώπου που κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Πηγαινοερχόμουν μέσα στο κελάρι. Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος και βημάτιζα εδώ κι εκεί. Οι αστυνομικοί, απόλυτα ικανοποιημένοι από την έρευνά τους, ετοιμάζονταν να φύγουν. Η χαρά μου ήταν τόσο πολύ μεγάλη ώστε δεν μπορούσα να τη συγκρατήσω. Λαχταρούσα να πω κάτι, έστω και μια λέξη, έτσι, σαν εκδήλωση του θριάμβου μου, αλλά και για να τους διπλασιάσω τη βεβαιότητα πως είμαι αθώος. -"Κύριοι", τους είπα τη στιγμή που ανέβαιναν τη σκάλα, "είμ' ενθουσιασμένος που οι υποψίες σας χάθηκαν. Σας εύχομαι να είστε πάντα καλά και κάπως περισσότερο ευγενείς. Εδώ που τα λέμε, κύριοι, το σπίτι αυτό είναι πολύ καλοχτισμένο" (μέσα στη φλογερή μου επιθυμία να πω κάτι με άνεση, δεν ήξερα καλά-καλά τι έλεγα), "μπορώ μάλιστα να πω ότι είναι εξαιρετικά καλοχτισμένο. Αυτοί οι τοίχοι -μα γιατί φεύγετε κύριοι;- αυτοί οι τοίχοι είναι γερά φτιαγμένοι..." Και λέγοντας αυτά τα λόγια, χτύπησα δυνατά -μόνο και μόνο από μια μανία για επίδειξη που με είχε πιάσει- μ' ένα μπαστούνι που κρατούσα στο μέρος ακριβώς εκείνου του τοίχου με τα τούβλα, που πίσω του στεκόταν το πτώμα της αγαπημένης μου γυναικούλας. Μα ο Θεός να με φυλάξει και να με σώσει από τα νύχια του Αντίχριστου! Δεν είχαν πάψει καλά-καλά να αντηχούν τα χτυπήματα του μπαστουνιού μου και μου αποκρίθηκε μια φωνή μέσα από τον τάφο! Μια φωνή πνιγμένη και κομμένη σαν αναφιλητό παιδιού στην αρχή, που έπειτα φούντωσε βιαστικά σε μια μακρόσυρτη δυνατή κι αδιάκοπη κραυγή φρίκης και θριάμβου μαζί, τέτοια που μόνο από την κόλαση θα μπορούσε να είχε βγει -μια κραυγή που έμοιαζε να βγαίνει ταυτόχρονα από το λαρύγγι των κολασμένων που αγωνιούν και από τους δαίμονες που χαίρονται την κόλαση κι αναγαλιάζουν. Είναι αστείο να μιλήσω για τις σκέψεις που έκανα εκείνη τη στιγμή. Παρέλυσα. Τρικλίζοντας, πήγα κι ακούμπησα στον αντικρινό τοίχο. Οι αστυνομικοί για μια στιγμή έμειναν ακίνητοι από τρόμο και δέος στη σκάλα. Αμέσως μετά, δέκα γερά μπράτσα καταπιάστηκαν με τον τοίχο. Έπεσε μονοκόμματος. Το πτώμα, σε αρκετά προχωρημένη αποσύνθεση πια, γεμάτο πηγμένα αίματα, στεκόταν όρθιο μπροστά μας. Πάνω στο κεφάλι του, με κατακόκκινο ανοιχτό στόμα κι ένα μοναδικό μάτι που πετούσε φωτιές, καθόταν το απαίσιο ζώο, που η πανουργία του μ' είχε κάνει φονιά. Κι η κατήγορη φωνή του μ' έστελνε στο δήμιο. Είχα χτίσει το τέρας μέσα στον τοίχο...
Ογδόντα
ένα χρόνια πριν: Η Συμφωνία της Καζέρτας
[26.9.44]. Η αρχή οδύνης για τον ελληνισμό
ή το προοίμιο του Εμφυλίου
από
τον Κων/νο Αθ./ Οικονόμου
Από δεξιά: Ζέρβας, Σκόμπυ, Σαράφης
ΕΙΣΑΓΩΓΗ:
Σαν σήμερα, την 26η Σεπτεμβρίου του 1944,
υπεγράφη Η Συμφωνία
της Καζέρτας, στην
πόλη ομώνυμη πόλη της Νότιας Ιταλίας,
μεταξύ της «ελεύθερης»1
ελληνικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας
που συστάθηκε στο Κάιρο [που είχε στο
μεταξύ μεταφερθεί, στην κοντινή πόλη
Κάβα ντε Τιρρένι] και των ελληνικών
αντιστασιακών οργανώσεων ΕΔΕΣ και ΕΑΜ,
που δρούσαν τότε στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Η συμφωνία αυτή έγινε υπό την επίβλεψη
των Βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων
της Μεσογείου που είχαν έδρα στο γειτονικό
Σαλέρνο. Σκοπός, βεβαίως, της συμφωνίας
ήταν να καθορισθούν θέματα σχετικά με
τη δράση, τον έλεγχο, ακόμη και τον
αφοπλισμό των ένοπλων τμημάτων αντίστασης
που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια
της Κατοχής προκειμένου η Ελλάδα να
οδηγηθεί στην ομαλότητα, μετά την
απελευθέρωση.
ΤΟ
ΙΣΤΟΡΙΚΟ: Στα μέσα του Σεπτέμβριου του
1944, στην Καζέρτα πραγματοποιήθηκε
σύσκεψη στην οποία συμμετείχαν ο Βρετανός
υπουργός Μέσης Ανατολής, Χ. Μακ Μίλαν,
ο αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων
της Μεσογείου, (AFHQ),
Χ. Μέτλαντ Ουίλσον, ο Άγγλος στρατηγός,
Σκόμπι, έχοντας στο πλάι του τον επιτελάρχη
Μπένφιλ καθώς και άλλοι Άγγλοι πολιτικοί
και στρατιωτικοί με τα μέλη της ελεύθερης
ελληνικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας
που συστάθηκε υπό το Γ. Παπανδρέου και
με τους στρατιωτικούς ηγέτες των
ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων,
ΕΑΜ και ΕΔΕΣ, που έφθασαν με αεροσκάφος
της RAF
από
το αεροδρόμιο Νεράιδας [το πρόχειρο
αεροδρόμιο που οργάνωσαν οι Άγγλοι στην
περιοχή των Αγράφων, εκεί που σήμερα
βρίσκεται η λίμνη του Ταυρωπού. Στην
ελληνική κυβέρνηση, [Σλέρνο] μετείχαν
ο τότε αναγνωρισμένος ως πρωθυπουργός
Γ. Παπαπανδρέου, με τέσσερις ΕΑΜικούς
υπουργούς: δύο εκπροσώπους της Αριστεράς,
Μ. Πορφυρογένης και Γ. Ζέβγος και δύο
από τα άλλα κόμματα του ΕΑΜ, Α. Σβώλος,
και Η. Τσιριμώκος, καθώς και οι Θ. Τσάτσος
, Χρ. Σγουρίτσας. Στη σύσκεψη κλήθηκαν
επίσης και παρευρέθηκαν και οι στρατιωτικοί
αρχηγοί του ΕΔΕΣ, στρατηγός Ναπολέων
Ζέρβας και του ΕΛΑΣ στρατηγός Στ. Σαράφης.
Η συνάντηση όλων αυτών έγινε στην
Καζέρτα, στις 23-9-44, οπότε και ξεκίνησε
η σύσκεψη. Ύστερα από μακρές συζητήσεις,
τρεις ημέρες αργότερα, υπογράφηκε η
ομώνυμη συμφωνία, που υπήρξε καθοριστική
για τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις
στη μεταπολεμική Ελλάδα.
ΒΑΣΙΚΟΙ
ΟΡΟΙ: Η Συμφωνία προέβλεπε πως: όλες οι
ανταρτικές δυνάμεις που δρούσαν στην
Ελλάδα θα υπάγονταν στις διαταγές της
ελληνικής κυβέρνησης Εθν. Ενότητας, η
οποία στη συνέχεια θα τις έθετε υπό τις
διαταγές του στρατηγού Ρ. Σκόμπυ, που
θα ηγούνταν των βρετανικών απελευθερωτικών
δυνάμεων στην Ελλάδα. Οι στρατιωτικοί
ηγέτες του ΕΔΕΣ και του ΕΔΕΣ αναλάμβαναν
την υποχρέωση να απαγορεύσουν στις
ανταρτικές μονάδες κάθε δράση που θα
απέβλεπε στην κατάληψη της εξουσίας.
Συγκεκριμένα για την Αθήνα, αναφερόταν
ότι «ουδεμία
ενέργεια θα αναληφθεί εκτός υπό τας
αμέσους διαταγάς του στρατηγού Σκόμπυ».
Με την ίδια συμφωνία, τα ιδρυμένα από
τις κατοχικές κυβερνήσεις, Τάγματα
Ασφαλείας θα αντιμετωπίζονταν ως
δοσίλογοι, εκτός αν παραδίδονταν σύμφωνα
με τις εκδοθησόμενες διαταγές του Ρ.
Σκόμπυ. Οι ελληνικές ανταρτικές δυνάμεις
θα σχημάτιζαν «Εθνικήν
Ένωσιν, ίνα συντονίζουν την δράσιν των
διά το καλύτερον συμφέρον του Αγώνος».
Καθορίζονταν, επίσης, οι περιφέρειες
και τα εδαφικά όρια εντός των οποίων θα
δρούσε στο εξής ο ΕΔΕΣ και ο ΕΛΑΣ και
γινόταν σχετική ειδική αναφορά για
Αθήνα, Πελοπόννησο και Θράκη. Διοικητής
των στρατευμάτων της Αττικής διοριζόταν
ο στρατηγός Σπηλιωτόπουλος, που θα
ενεργούσε σε συνεργασία με τους
αντιπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης
στην Αθήνα. Αξιωματικός - σύνδεσμος θα
προτεινόταν από τον Στρατηγό Σαράφη με
την έγκριση της κυβέρνησης. Ο Στρατηγός
Σαράφης επίσης θα «υπεδείκνυε» τον
αξιωματικό - διοικητή των ανταρτικών
δυνάμεων Πελοποννήσου, τον οποίο θα
βοηθούσε σύνδεσμος της αγγλικής
αποστολής. Ανάλογες ήταν και οι ρυθμίσεις
που συμφωνήθηκαν για Θράκη και Θεσσαλονίκη.
Οι στρατιωτικοί διοικητές των περιοχών
αυτών θα είχαν ως αποστολή την παρενόχληση
της γερμανικής υποχώρησης, την εξουδετέρωση
των γερμανικών φρουρών και την τήρηση
του νόμου και της τάξης στα εδάφη που
θα απελευθερώνονταν. Θα παρείχαν ακόμη
τη συνδρομή τους για την αποκατάσταση
της πολιτικής εξουσίας και για την
πρόληψη «επιβολής
οποιασδήποτε ποινής και αδικαιολογήτου
συλλήψεως».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Στο κείμενο της συμφωνίας, μέχρι πριν
την υπογραφή του, περιλαμβανόταν αρχικά
κάποιο άρθρο, που αναφερόταν στον
στρατηγό Ρ. Σκόμπυ με την επίμαχη φράση
ότι στα καθήκοντά του ήταν και να
επιβάλλει τον νόμο και την τάξη. Ο
υπουργός Α. Σβώλος ζήτησε ν΄ απαλειφθεί
αυτή με το σκεπτικό ότι η αρμοδιότητα
αυτή ανήκε στην ελληνική κυβέρνηση και
ήταν θέμα εσωτερικό. Το αίτημα αυτό
τελικά έγινε αποδεκτό από το στρατηγό
Ουίλσον παρά τη διαφωνία Μακ Μίλαν και
Παπανδρέου.
Συνέπειες:
Τα
γεγονότα που ακολούθησαν και κυρίως τα
λεγόμενα Δεκεμβριανά, εκτιμήθηκαν από
ορισμένους ιστορικούς ως συνέπεια των
όρων της συμφωνίας της Καζέρτας, για
την οποία κυρίως η κομουνιστική Αριστερά
αλλά και μια μερίδα της Δεξιάς (από την
αντίθετη σκοπιά, «ως υπερβολική σε
υποχωρήσεις προς τους κομμουνιστές»)
είχε διατυπώσει σοβαρές επιφυλάξεις.
Τελικά τον Οκτώβριο του 1944, αμέσως μετά
την απελευθέρωση και την συμφωνία της
Καζέρτας, ο Γεώργιος Παπανδρέου μαζί
με τα μέλη της κυβέρνησής του επέστρεψε
στην Ελλάδα από το Σαλέρνο της Ιταλίας
με το αγγλικό πολεμικό πλοίο «Πρίγκιψ
Δαυίδ».
Πηγές:
Γεωργόπουλος,
Ευστ. «1942-1944 Εμφύλιος Πόλεμος: το πρώτο
αίμα». Στρατιωτική
Ιστορία [περιοδικό].
Αθήνα: Περισκόπιο, 2010, σ. 92-93. Σόλων
Γρηγοριάδης, Δεκέμβριος
1944: το ανεξήγητο λάθος
Αθήνα: Εκδόσεις Φυτράκη, 1975, σ. 113-117.
Αστερινός, Δημήτρης. «Από την Καζέρτα
έως την απελευθέρωση». Ιστορία
εικονογραφημένη 76
(Οκτώβριος 1974), σ. 14-18., Ομών. Λήμμα
Βικιπαίδεια.
1.
Και όχι δηλαδή της δοτής κατοχικής
κυβέρνησης των Αθηνών.
Προσομοίωση σκοτεινού ουρανού [ ερευνητικό κέντρου Oak Ridge - ΗΠΑ]
ΓΕΝΙΚΑ:
Στην
αστρονομία, η σκοτεινή ύλη είναι ένας
υποθετικός τύπος ύλης που συνεισφέρει
κατά πολύ μεγάλο ποσοστό στη συνολική
μάζα του σύμπαντος. Η σκοτεινή ύλη δε
μπορεί να παρατηρηθεί από τηλεσκόπια.
Δεν εκπέμπει ούτε απορροφά φως ή άλλη
ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία σε
σημαντικό βαθμό. Αντίθετα, η ύπαρξη και
οι ιδιότητές της βασίζονται στις
βαρυτικές επιδράσεις πάνω στην ορατή
ύλη, και τη μεγάλης κλίμακας δομή του
σύμπαντος. Σύμφωνα με την ερευνητική
αποστολή Planck και σύμφωνα με το Καθιερωμένο
Πρότυπο (Standard Model of Cosmology), η συνολική
ύλη-ενέργεια του σύμπαντος περιέχει
4.9%
συνηθισμένη ύλη, 26.8% σκοτεινή ύλη και
68.3% σκοτεινή ενέργεια. Αντιλαμβανόμαστε
λοιπόν ότι η σκοτεινή ύλη συνεισφέρει
κατά 84.5% στη συνολική ύλη και κατ 26.8%στο
συνολικό περιεχόμενο του σύμπαντος
ΤΡΟΠΟΙ
ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ:
Η
ύπαρξή της σκοτεινής ύλης μπορεί να
διαπιστωθεί από τα βαρυτικά αποτελέσματα
στην ορατή ύλη, όπως τους αστέρες και
τους γαλαξίες. Η υπόθεση της σκοτεινής
ύλης έχει στόχο να εξηγήσει διάφορες
αστρονομικές παρατηρήσεις που δεν
συμφωνούν με τη θεωρία για τη βαρύτητα,
όπως ανωμαλίες στην ταχύτητα περιστροφής
των αστέρων στις ακραίες περιοχές των
γαλαξιών. Η ταχύτητα αυτή είναι μεγαλύτερη
από το αναμενόμενο, πράγμα που εξηγείται
είτε με την παραδοχή ότι η θεωρία μας
για τη βαρύτητα είναι λάθος είτε με τη
θεώρηση της ύπαρξης μιας μεγάλης
ποσότητας μάζας που δεν μπορούμε να
δούμε. Η ύπαρξη της σκοτεινής ύλης θα
έλυνε ένα πλήθος προβλημάτων συνέπειας
στη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης [Μπιγκ
Μπαγκ].
ΜΕΓΕΘΟΣ
ΤΗΣ ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΥΛΗΣ:
Αν η σκοτεινή ύλη υπάρχει πραγματικά,
υπερβαίνει σημαντικά σε μάζα το ορατό
μέρος του σύμπαντος. Σύμφωνα με τα
πρόσφατα αποτελέσματα του διαστημικού
τηλεσκοπίου Planck
μόλις
το 4.9% της συνολικής μάζας του σύμπαντος
μπορεί να γίνει άμεσα ορατό. Περίπου το
26.8% υπολογίζεται ότι αποτελείται από
σκοτεινή ύλη. Το υπόλοιπο 68.3% αποτελείται
από σκοτεινή ενέργεια, ένα ακόμα
υποθετικό, πιο περίεργο στοιχείο,
διάσπαρτο στο διάστημα, το οποίο
πιθανότατα δεν μπορεί να λογιστεί με
τη μορφή συνήθων σωματιδίων. Ο καθορισμός
της φύσης αυτής της “χαμένης” μάζας
είναι ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα
της σύγχρονης κοσμολογίας.
ΠΡΩΤΑ
ΔΕΔΟΜΈΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ:
Η
ιστορία ξεκίνησε το 1933, όταν ο αστρονόμος
Fritz
Zwicky μελετούσε
την κίνηση μακρινών σμηνών γαλαξιών,
συγκεκριμένα το Σμήνος της Κόμης και
το Σμήνος της Παρθένου. Ο Zwicky υπολόγισε
τη μάζα του κάθε γαλαξία του σμήνους
βασισμένος στη λαμπρότητα του, κι άθροισε
όλες τις γαλαξιακές μάζες για να
υπολογίσει τη συνολική μάζα του σμήνους.
Στη συνέχεια βρήκε ένα δεύτερο υπολογισμό
ανεξάρτητο της συνολικής μάζας, που
βασίστηκε στη μέτρηση των ατομικών
ταχυτήτων των γαλαξιών του σμήνους.
Προς μεγάλη του έκπληξη, αυτός ο δεύτερος
υπολογισμός δυναμικής μάζας ήταν 400
φορές πιο μεγάλος από τον υπολογισμό
που βασιζόταν στο φως των γαλαξιών!
Η Σκοτεινή ύλη αποτελεί το 23% του Σύμπαντος
ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΕΙΣ:
Αν
και τα πειραματικά δεδομένα ήταν ήδη
σημαντικά την εποχή του Zwicky, μόνο από
τη δεκαετία του '70 οι επιστήμονες άρχισαν
να μελετούν συστηματικά αυτή τη διαφορά.
Εκείνη την περίοδο η ύπαρξη της σκοτεινής
ύλης άρχισε να λαμβάνεται σοβαρά υπ'
όψιν. Η ύπαρξη τέτοιας ύλης δεν θα είχε
μόνο επιλύσει την έλλειψη μάζας στα
σμήνη γαλαξιών, αλλά θα επέλυε και
προβλήματα σχετικά με την εξέλιξη και
τη μοίρα του ίδιου του Σύμπαντος. Ένα
ακόμη παρατηρησιακό δεδομένο της λογικής
συνοχής της σκοτεινής ύλης προκύπτει
από τις καμπύλες περιστροφής των
σπειροειδών γαλαξιών. Οι σπειροειδείς
γαλαξίες περιλαμβάνουν έναν τεράστιο
πληθυσμό αστέρων που διαγράφουν τροχιές
σχεδόν κυκλικές γύρω από το γαλαξιακό
κέντρο. Όπως ισχύει για τις τροχιές των
πλανητών, αναμένεται ότι οι αστέρες με
μεγαλύτερες γαλαξιακές τροχιές έχουν
μικρότερες τροχιακές ταχύτητες
[συμπέρασμα του λεγόμενου 3ου νόμου του
Κέπλερ]. Στην πραγματικότητα, ο τρίτος
νόμος του Κέπλερ εφαρμόζεται μονάχα σ'
αστέρες που βρίσκονται κοντά στην
περιφέρεια ενός σπειροειδούς γαλαξία,
εφόσον προϋποθέτει σταθερότητα της
μάζας που περιλαμβάνει η τροχιά. Οι
αστρονόμοι έχουν ωστόσο διεξάγει
παρατηρήσεις των τροχιακών ταχυτήτων
των αστέρων στην περιφέρεια μεγάλου
αριθμού σπειροειδών γαλαξιών, και σε
καμία περίπτωση δεν ακολουθήθηκε ο
τρίτος νόμος του Κέπλερ. Αντί να μειώνονται
σε μεγάλες ακτίνες, οι τροχιακές ταχύτητες
παραμένουν απόλυτα σταθερές, γεγονός
που υποδηλώνει ότι η μάζα που περιλαμβάνει
η τροχιά μεγάλης ακτίνας αυξάνεται, κι
αυτό ισχύει για αστέρες που βρίσκονται
στα όρια του γαλαξία. Αν και βρίσκονται
κοντά στα άκρα του φωτεινού τμήματος
του γαλαξία, το τμήμα αυτό έχει περίγραμμα
μάζας που φαινομενικά συνεχίζει πολύ
πέρα από τις περιοχές στις οποίες
κυριαρχούν αστέρες! Θα έπρεπε, αν ο
γαλαξίας αποτελείτο μόνο από ορατή ύλη,
οι αστέρες του που βρίσκονται κοντά
στην περιφέρεια ενός σπειροειδούς
γαλαξία, με τροχιακές ταχύτητες της
τάξης των 200 χλμ/δευτ., θα τον εγκατέλειπαν
σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεδομένου
ότι οι τροχιακές ταχύτητες τους είναι
τέσσερις φορές πιο μεγάλες από την
ταχύτητα διαφυγής από το γαλαξία. Όμως,
ουδέποτε παρατηρήθηκαν γαλαξίες που
έχουν διασκορπιστεί με τέτοιο τρόπο.
Συνεπώς, στο εσωτερικό τους πρέπει να
υπάρχει μάζα την οποία δεν λαμβάνουμε
υπ' όψιν όταν αθροίζουμε όλα τα τμήματα
που μπορούμε να δούμε.
Η Ήρα
(μυθολογία), ο Οθέλλος (λογοτεχνία) και
ο Πάγκαλος Ιωσήφ (Αγία Γραφή) είναι τρία
γνωστά θύματα του πάθους της ζήλειας.
Ο άνθρωπος ζηλεύει νιώθοντας ότι
απειλούνται αποκτήματά του: χρήματα,
εργασία, φήμη. Η ζήλεια στον πάσχοντα
σημαίνει ότι κατέχει κάτι πολύτιμο που
χρειάζεται επαγρύπνηση για να συνεχίσει
να το κατέχει. Υπάρχουν πολλοί τύποι
ζήλειας, συνηθέστερος εκείνος που αφορά
τη συζυγική πίστη (ερωτική ζήλεια). Αυτός
ο τύπος, σε νοσηρή μορφή, έχει μεγάλες
επιπτώσεις γιατί το άτομο μετρά
την αυτοεκτίμησή του και τη σχέση του
από την ερωτική πίστη. Η
ζήλεια γίνεται αρνητικό συναίσθημα
όταν νιώθουμε ότι απειλείται η διατήρηση
του ελέγχου μας πάνω σε άνθρωπο, και δη
τον σύντροφό μας. Έτσι στον ζηλότυπο
καταγράφεται ο σύντροφος ως κτήμα, κι
έτσι το “κατέχειν” βαρύνει τον τρόπο
βιώσεως της ζήλειας. “Τέκνο” της ζήλειας
είναι ο φθόνος προς το (φανταστικό;)
πρόσωπο που παίζει το ρόλο του αντίζηλου
στο θολό σκηνικό της πάσχουσας ψυχής.
ΑΓΑΠΗ
ΚΑΙ ΖΗΛΕΙΑ: Στο “Συμπόσιό”
ο Πλάτων φαίνεται αντιφατικός στη σχέση
αγάπης και ζήλειας, ενώ ο Αγ. Αυγουστίνος
λέει: “όποιος δε ζηλεύει
δεν αγαπά”. Αντίθετα ο
Rochfoucaud αντιτείνει:
“η ζήλεια
αναφύεται από την αγάπη του εαυτού παρά
από την αγάπη στον άλλο.”
Με τον τελευταίο συμφωνεί πλειάδα
ψυχολόγων. Ο
Maslow ψάχνει τη
ζήλεια στο είδος της ενυπάρχουσας αγάπης
του ζεύγους. Διακρίνει την Β αγάπη
(being love), που
αναζητεί το καλύτερο ενδιαφέρον στον
άλλο και την αγάπη D
(deficiency love) που
είναι αγάπη εξάρτησης. Όμως οι δύο μορφές
είναι συχνά παρούσες μαζί στις ανθρώπινες
σχέσεις κι έτσι η D
ενισχύει τη ζήλεια, ενώ η αλτρουιστική
B,
αποθαρρύνει την εμφάνισή της.
ΖΗΛΕΙΑ
ΚΑΙ ΖΗΛΟΤΥΠΙΑ: Στις
ψυχικές επιστήμες, με τον όρο ζήλεια
εννοείται ένα στιγμιαίο συναίσθημα
(θυμική κατάσταση) ή ένα σύμπτωμα συχνό
σε όλους, ενώ με τον όρο ζηλοτυπία
καλύπτεται μια σύνθετη κατάσταση,
διαταραχή ψυχής και συναισθημάτων,
εμφανιζόμενη συχνά ή μόνιμα. Η ζηλοτυπία
είναι εμπαθής μορφή ζήλειας εμφανιζόμενη
συχνότερα τελευταία. Αίτια είναι η
γυναικεία ανάγκη για εξωτερική εργασία
και οι εναλλαγές των ρόλων των φύλων σε
οικογένεια, εργασία, κοινωνία. Η κλινική
ψυχολογία διακρίνει διαφορετικούς
τρόπους εκδήλωσης της ζηλοτυπίας κατά
φύλο: Ο άνδρας την αρνείται, η γυναίκα
την παραδέχεται. Η ανδρική ζηλοτυπία
εκδηλώνεται οργίλως και, ακραία, βιαίως.
Αντίθετα η γυναίκα εκδηλώνει την οργή
βουβά, με εσωστρέφεια, ενώ ακραία φθάνει
σε λεκτική βία ή κρίσεις εκτόνωσης,
(ξεσπάσματα, εκδικητικές συμπεριφορές).
Η γυναίκα επικεντρώνεται περισσότερο
σε πιθανές συναισθηματικές εμπλοκές
του συντρόφου, ενώ ο άνδρας εστιάζει
την προσοχή σε πιθανές σεξουαλικές
δραστηριότητες της συζύγου. Ο άνδρας
που ζηλεύει συχνά δείχνει ανταγωνιστική
συμπεριφορά προς το τρίτο πρόσωπο, ενώ
η γυναίκα παρουσιάζει παθητικότερη
συμπεριφορά. Τρία είναι τα στάδια της
ζήλειας: ζήλεια, ζηλοτυπία, ζηλοτυπικό
παραληρήμα.
ΑΙΤΙΑ:
Υπάρχουν δύο αντικρουόμενες απόψεις
για τα αίτια εμφάνισης της ζήλειας-ζηλοτυπίας:
Η μία “σχολή” πρεσβεύει το έμφυτο της
ζήλειας (W. James -H.
Ellis), ενώ η
άλλη εκτιμά ότι οφείλεται σε
κοινωνικοοικογενειακά ερεθίσματα
(γονείς, σύντροφοι, παραδόσεις). Εκφραστής
της δεύτερης άποψης είναι ο Μπιχεηβοριστής
(Ψυχολογία Συμπεριφοράς), Watson,
που χαρακτήριζε τη ζήλεια “καταστροφική”.
Ο Άντλερ, εντοπίζει τις “ρίζες” της
ζήλειας στον ανταγωνισμό για δύναμη,
που μένει στην “αποθήκη” των εμπειριών
του καθενός από την πρώιμη παιδική
ηλικία, συμπεραίνοντας το παθολογικό
της ζήλειας. Πιθανώς η ζήλεια να είναι
μερικώς έμφυτη και να “φουσκώνει” από
υποκειμενικές παραμέτρους της ζωής του
ζηλότυπου. Τέλος μια τρίτη άποψη, η
ψυχοεξελικτική (νεο-δαρβινισμός),
αποδίδει την ανδρική ζήλεια στην επιδίωξη
επίτευξης αποκλειστικότητας της
συντρόφου του, ακόμη και βιαίως, προς
αποφυγή απογόνων εκτός σχέσης, φαινόμενο
εκτεταμένο στη φύση.
ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ
ΖΗΛΕΙΑ: Είναι
η αβάσιμη ενασχόληση κάποιου με την
πίστη του συντρόφου του. Σκέψεις
αστήρικτες, αιφνιδιαστικές ξεπροβάλλουν
από τα βάθη του νου ξαφνικά, αποσπασματικά,
χωρίς ένδειξη επιβεβαίωσης των υποψιών,
στις οποίες το άτομο υπακούει, αντιδρώντας
ζηλότυπα. Η
παθολογική ζήλεια διαταράσει την ψυχική
κατάσταση του πάσχοντος και τη σχέση
με το σύντροφο, προξενώντας ρωγμές στη
σχέση, διότι η κτητικότητα του πάσχοντος
υπερβαίνει τα λογικά επίπεδα. Η Ψυχολογία
θεωρούσε την παθολογική ζήλεια περισσότερο
σύμπτωμα παρά ψυχιατρική κατάσταση,
αλλά προσφάτως εισήχθη στις παραληρητικές
διαταραχές. Τα χαρακτηριστικά αυτής
της ζήλειας είναι: ενασχόληση
(σκέψεις-φαντασιώσεις), συμπεριφορά
που τείνει στην επιβεβαίωση
υποψιών (έλεγχος, παρακολουθήσεις),
αποφυγήως αντίδραση
(αποφεύγουν καταστάσεις που πυροδοτούν
το πάθος: εικόνες, θεάματα, παρέες με
πρόσωπα αντιθέτου του συντρόφου φύλου,
που μπορεί ο σύντροφος να “προκληθεί”),
δυσφορία
(άγχος, αυτοκτονικές σκέψεις), βιαιοπραγία
(λεκτική, σωματική, και ακραία στο
έγκλημα), επιθετικότητα
σε πρόσωπα “αντίζηλα”, ανασφάλεια,χαμηλή
αυτοεκτίμηση
και παραλήρημα,
ως σύμπτωμα παρανοειδών καταστάσεων
(Ψυχιατρική). Ουσιαστικά, οι έννοιες
ζήλεια, ζηλοτυπία και ζηλοτυπικό
παραλήρημα είναι η αύξουσα κλίμακα του
πάθους.
ΖΗΛΟΦΘΟΝΙΑ.
ΖΗΛΕΙΑ ΚΑΙ ΦΘΟΝΟΣ:
“Φανερὰ
δε εστι τα έργα της σαρκός, άτινά εστι
μοιχεία πορνεία, (...) ζήλοι,
θυμοί, (...) οι τα τοιαύτα πράσσοντες
βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσιν.”
(Γαλ. δ΄19-21). Είναι φανερό ότι ο Απ. Παύλος
θεωρεί τη ζηλοφθονία “έργο
σαρκός”,
εμπόδιο σωτηρίας. Πάντως,
ενώ φθόνος και ζήλεια είναι αντίθετες
καταστάσεις, γιατί φθόνος σημαίνει την
επιθυμία κάποιου να αποκτήσει κάτι που
κατέχει άλλος, ενώ η ζήλεια σημαίνει το
φόβο απώλειας κάποιου μην χάσει κάτι
που έχει, στην πράξη τα δύο συνυπάρχουν.Ζηλοφθονία λέμε την
ενόχληση από επιτυχίες άλλων, που
εκφράζεται με αποστροφή.
O ζηλόφθονος διαφοροποιεί τη συμπεριφορά
του προς τον μέχρι χθες φίλο (συγγενή),
επειδή βλέπει να του έρχονται όλα
ευνοϊκά, και απομακρύνεται ψυχρά. Συχνά
εκφράζεται με υπαινιγμούς ή κατηγορίες!«Πόσο
πικρό είναι να κοιτάς την ευτυχία με τα
μάτια ενός άλλου»,
έλεγε ο Σαίξπηρ.
Ηζηλοφθονία διαποτίζει
ζήλεια, φθόνο, ή χαιρεκακία για τον πόνο
του άλλου! Φυτώριο
ζηλοφθονίας είναι η οικογένεια, διότι
εκεί πρωτοεκδηλώνεται. Tα αδελφάκια
συχνά αλληλοζηλοφθονούν βλέποντας να
γίνεται διάκριση ανάμεσά τους από το
γονεϊκό περιβάλλον. Aν και ο υγιής
ανταγωνισμός (άμιλλα) δείχνει αθώος,
εντούτοις υποκρύπτει “σκουριά” ζήλειας
ή ζηλοφθονίας. Όμως, όταν αμιλλώμαι
πρέπει να στηρίζομαι στις προσωπικές
μου δυνατότητες. Ο ανταγωνισμός και το
“ευ αγωνίζεσθαι”, μπορεί να εμπεριέχουν
δόση ζηλοφθονίας, δεν έχουν όμως κίνητρο
τα ταπεινά ελατήριά της, γιατί η ζηλοφθονία
χαρακτηρίζει απαίδευτο άνθρωπο.
ΠΑΙΔΙΚΗ
ΖΗΛΕΙΑ: Ο
Φρόυντ περιγράφει πώς διαμορφώνονται
οι σχέσεις μες στην οικογένεια και τα
αισθήματα που αναπτύσσονται με την
εμφάνιση ενός αδελφού ή μιας αδελφής.
Καθώς γεννιέται ένα παιδί ζει μία
αποκλειστική σχέση με τους γονείς του
βιώνοντας την εμπειρία της αποκλειστικότητας
μητέρας και πατέρα. Έρχεται λοιπόν, η
στιγμή, που ενώ το παιδί βιώνει αυτήν
την αποκλειστική σχέση, εμφανίζεται
στο οικογενειακό περιβάλλον ένα νέο
μέλος. Η εμφάνιση αυτή αλλάζει το σκηνικό
και θα γίνει η αρχή για μια σειρά από
συναισθήματα πρωτόγνωρα. Το αναμενόμενο
είναι να νιώθει το παιδί ότι το νέο μέλος
της οικογένειας είναι ένας παρείσακτος.
Ζήλεια, φθόνος, εχθρότητα είναι κάποια
από τα συναισθήματα που νιώθει. Η
Ψυχολογία διδάσκει ότι τα παιδιά
αντιλαμβάνονται απλοϊκά την οικογενειακή
ιεραρχία, κρατώντας σταθερή στάση
απέναντι στους κανόνες της. Αν οι γονείς
δεν το κατανοήσουν, με την εμφάνιση νέου
τέκνου, μπορεί η συμπεριφορά του να
αλλάξει στρεφόμενο εναντίον του εαυτού
του ή άλλων μελών της οικογένειας.
Συνήθεις αντιδράσεις παιδικής ζηλοτυπίας
είναι: Επιθετικότητα,
δυσκολίες προσαρμογής,
άρνηση
συμμετοχής σε εκδηλώσεις, άρνηση
σχολείου, φαγητού, ιδιοτροπίες,διαταραχές ύπνου,
(διακεκομμένος ύπνος, ενούρηση, απαίτηση
να κοιμηθεί με τους γονείς), μίμηση
του μικρού αδελφού (μπουσουλάει, λερώνει
το εσώρουχο, κ.ά.). Ο γονέας βοηθώντας
το, πρέπει να του μιλήσει, κατανοώντας
τα συναισθήματά του. Να μην το μειώσει
σε ό,τι κι αν του πει, σεβόμενος την άποψή
του. Να το ενθαρρύνει να φερθεί φιλικά
στο αδελφάκι του, παρουσιάζοντάς το ως
φίλο που θα παίζει και, αργότερα, θα
συζητάει μαζί του. Μπορεί να του αναθέσει
πράξεις ευθύνης απέναντι στο αδελφάκι
του, (να το ταϊσει, να το αγκαλιάζει όταν
κλαίει), κάνοντάς το έτσι υπερήφανο.
Μπορεί να του εξηγήσει τις ανάγκες του
μωρού αντιπαραβάλλοντας την ίδια προσοχή
που έδειχνε στο ίδιο όταν ήταν μωρό,
δίνοντάς το να καταλάβει ότι η αγάπη
μας είναι ίση απέναντι του και απέναντι
στο μικρότερο παιδί.