
Ρούχα μου, καλά μου ρούχα,
τι τρανούς μπελάδες που ’χα!
(καφετζής)
Γράφει ο Γιάννης Φρύδας
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ 3
«Αδελφοί αναγνώστες!
Επειδή έλαβα αυτείνη την αδυναμία να σας βαρύνω με την αμάθειά μου… σας λέγω, αν δεν τα διαβάσετε όλα, δεν έχει το δικαίωμα κανένας από τους αναγνώστες να φέρει γνώμη ούτε υπέρ, ούτε κατά…».
Αυτά γράφει στον συγκλονιστικό πρόλογο των Απομνημονευμάτων ο αθάνατος Μακρυγιάννης.
Επειδή έλαβα κι εγώ την αδυναμία να σας βαρύνω με αυτά που γράφω, θέλω να ξέρετε γιατί γράφω και με ποιον τρόπο, ή τουλάχιστον προσπαθώ να γράφω.
Πρώτα θέλω να σας κάνω να γελάσετε. Το γέλιο είναι αλάτι που νοστιμίζει τη ζωή μας. Τα ατομικά και συλλογικά μας λάθη και παθήματα δε θα γίνουν ποτέ μαθήματα, αν δεν τα κατανοήσουμε και δεν τα παραδεχτούμε. Ας υποστούμε την ταπείνωση του σαρκασμού των λαθών και συμπεριφορών μας, άλλωστε γνωρίζουμε πως δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος αλάνθαστος και τέλειος. Τότε κερδίζουμε την πρώτη μάχη, στην απόφαση και την προσπάθεια να μην ξανακάνουμε τα ίδια.
Γράφω με μια βασική αρχή: Το πρόσωπο κάθε ανθρώπου είναι ιερό (ως εικόνα Θεού), ακόμη κι αν οι πράξεις του δεν είναι πάντα ιερές.
Τήρησα ως τώρα και κάτι ακόμη: Δεν έγραψα ποτέ εναντίον κανενός Αργιθεάτη. Τα γραπτά μένουν. Δε λύνουν κανένα πρόβλημα, όταν κηρύττουν το μίσος και δηλητηριάζουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Στην προφορική αντιπαράθεση, πολλές φορές υπήρξα σκληρός, και άδικος μερικές φορές, το αναγνωρίζω. Θα παρακαλούσα, όμως, να μπει ως προβληματισμός σε όλους εκείνους που γράφουν, για να διπλοσκέφτονται αυτά που γράφουν. Η αντίληψη «ή εμείς ή εσείς» είναι πόλεμος κι όχι δημοκρατία. Δημοκρατία είναι «και εμείς και εσείς». Άρχει η επικρατούσα άποψη, αλλά δε δυναστεύει. Φυσικά, πρέπει να υπάρχει αντιπαράθεση και διαφορά απόψεων. Μπορεί, ωστόσο, να γίνεται με σεβασμό, με ήθος και δημοκρατικούς κανόνες.
Προσπαθώ, επίσης, να γράφω στοιχεία της παράδοσής μας, της σοφίας του λαού μας, να θυμίζω τη ντοπιολαλιά μας, άγνωστα γεγονότα που έφτασαν σ’ εμάς από διηγήσεις παλιότερων, αλλά και να σατιρίζω καταστάσεις του παρελθόντος. Τα παλιά δεν ήταν όλα σωστά. Για παράδειγμα, γράφω στο «γαμπροί και σώγαμπροι» (στο 2ο Καφενείο): καλό κορίτσι (απροίκιωτο, βέβαια). Δε μείωνε απλώς αυτή η αντίληψη την αξία του προσώπου, την εκμηδένιζε και ακύρωνε τα καλά του χαρακτηριστικά.
Αυτά που γράφω, ασφαλώς είναι και μέρος της πολιτικής μου θέσης και αντίληψης για τον τόπο μου. Είμαι πολίτης της Αργιθέας, έχω για τον εαυτό μου την ιδέα πως υπήρξα ΠΟΛΙΤΗΣ – ΟΠΛΙΤΗΣ αυτού του τόπου, και πάντα έλεγα και θα λέω την άποψή μου, χωρίς να με ενδιαφέρει πώς με ερμηνεύει ο καθένας.
«Αυτά στη γλώσσα τη δική μου.
Κι άλλοι άλλα σ’ άλλες».
Οδυσσέας Ελύτης
Πολύ το βάρυνα, δε βγαίνει έτσι μεροκάματο…
Το Καφενείο δεν απευθύνεται, λοιπόν, σ’ αυτούς που δεν έχουν στοιχειώδη αντίληψη του χιούμορ, σε κομματικούς σανοφάγους όλων των αποχρώσεων και σ’ αυτούς που μυγιάζονται (έχουν, δεν έχουν μύγα).
Το Καφενείο θα τοποθετήσει δυο κυτία παραπόνων. Ένα στην Τσουκνίδα, για τα χωριά της Ανατολικής. Σιγά που θα τολμήσει κανένας να σταθεί για παράπονο εκεί. Πότε χιονοστιβάδες, πότε στούρνες, καταλαβαίνετε γιατί επιλέχτηκε αυτό το μέρος, άσε που δεν πρόκειται να ξαναξεκινήσει το αυτοκίνητο σ’ αυτή την ανηφόρα… Το δεύτερο στην κορφή της Μιρμιτζάλας. Αποκλείεται ν’ ανεβεί Βραγκιανίτης ή Αργυροσελιπιανίτης σε τέτοια υψόμετρα, για να υποβάλει παράπονο. Στο πρώτο καφενείο που θα βρουν μπροστά τους, θα μπουν μέσα, θα βαρέσουν τις τσιπουρίνες τους και θα ξεχάσουν και το παράπονο… Τα υπόλοιπα χωριά Λιασκοβοπαλιοχώρια, Μπουκοβιτσογλουγουβίτσες και Κνισοβομεσοβουνοτριζόλια θα πηγαίνουν στο ΚΕΠ Αργυρίου, γιατί μας τελείωσαν τα κυτία, αν και η αρχική μας θέση ήταν να έχουν παράπονα, αλλά να μη δικαιούνται να τα εκφράσουν.
Τέλος, όποιος έχει πολλά παράπονα υπάρχουν κι άλλα καφενεία…
Δύο ΝΝ σε τιμή του ενός
Οριστικοποιείται η ταμπέλα στο Καφενείο. Από τώρα και πέρα δυο τα ν του Γιάννη. Η πρώτη αντίδραση ήρθε από το υπουργείο Παιδείας. Δεν μπορεί, κύριε, μου είπαν, να γράφεις τόσο ανορθόγραφα ακόμη και το όνομά σου, ενώ εμείς σε πληρώναμε για δάσκαλο. Μην κοιτάς τον Βαρουφάκη! Αυτός είναι απ’ τους 45 Γιάνηδες.
Η δεύτερη ήρθε από Αργιθεάτες: «Ποιος σο’ ’δουκι του δικαίουμα να γράφ’ς έτσι για τουν θ’κό μας του Γιάνη; Ήθιλις να σι κάνει ου Θιός σαν αυτόν;». Κι άλλα πολλά. Πού να ξέρου ιγώ πως έχει συγγενήδις σ’ν Αργιθέα αυτό του παραϊλό;
Ρίχνουμε φως (και λάδι) στη φωτιά που άναψε η φωτογραφία
Διαμαρτύρομαι! Κουκουμπλιόμι από αγανάκτηση! Στη δεύτερη φορά Καφενείο, μου κότσιασαν (οι αγωιάτες ξέρουν, οι άλλοι απ’δάτε το «κότσιασαν» και τραβάτε παρακάτ’!) και μια φωτογραφία. Στην αρχή λέω: Πού τουν ξέρου αυτόν, πού τουν ξέρου;… Βάνου δυο τρία ζιουβγάρια γυαλιά, είδα ότι είμαι εγώ. Φωτογραφία δεν έστειλα. ΄Ηξερα, βέβαια, ότι με κυνηγάνε πάντα οι παπαράτσι (και οι δανειστές μου).
Μπήκα σε σκέψεις: Με έδωσε η αστυνομία; Μπα, γιατί να με δώσει, εγώ πάντα ήμουν εθνικόφρων. Με έδωσε η Νικολούλη; Μπορεί καμιά φορά να με πέτυχε στα τούνελ στον Ντρασκό κι επειδή εκεί δεν υπάρχει φωτισμός (γιατί δεν μπορούν να κοιμηθούν τα γίδια μέσα με αναμμένα φώτα) ανάβω το φακό για να περάσω, οπότε: ΦΩΣ ΣΤΟ ΤΟΥΝΕΛ, είπε η Αγγελική, με φωτογράφισε… είναι και ξανθιά…
Το πιθανότερο είναι να μ’ έδωσε ο Μενέλαος, ή ο Λευτέρης Κάμπας, ή ο Δημήτρης Γρίβας, ή ο Θανάσης Καραγιώργος και πέμπτος ύποπτος ο Κώστας Τσιάκαλος. Αυτά γκιζιράν’ με τη φωτογραφική μηχανή στον ώμο. Δεν περνάει άνθρωπος στην Αργιθέα και να μην τον φωτογραφίσει κάποιος απ’ αυτούς. Δια ταύτα:
Ενίσταμαι: Αν είχα εγώ φάτσα για φωτογραφία, θα σας την έστελνα μόνος μου. Δε λέω πως είμαι και σαν τον Καρανίκα, αλλά μια εβδομαδιαία φωτογραφία θα περιόριζε αρκετά τις ατέλειες, άσε που μπορούσατε να μου βάλετε και λίγα μαλλιά.
Ενημερώνω: Είμαι καλύτερος απ’ ό,τι δείχνει η φωτογραφία, η οποία πιθανόν να πειράχτηκε σε κάποια μονταζιέρα αντιπάλων μου, αν και δεν έχω αντιπάλους.
Δεν έχουμε αντίπαλο, λέμεεε!…
Υπόσχομαι: Θα γίνω ακόμη καλύτερος! Θα κάψω καρδιές… Και σπλήνες… Καταλάβατε, πάει το σπληνάντερο… το ’καψα …
Πέτρες, πολλές πέτρες…
Μη μου πείτε ότι δε σας έτυχε.
Κάθεσαι σ’ ένα καφενείο, οπουδήποτε στην Αργιθέα, έρχεται κι ο μια φορά τον χρόνο για μια βδομάδα μόνο απόδημος Αργιθεάτης και στη δεύτερη παράγραφο του προφορικού του λόγου (τώρα, είπες χαζαμάρα, μου σφυρίζει διακριτικά ένας φιλόλογος, αν και το παραδέχομαι πως θέλω και φιλολογική υποστήριξη) λέει:
─ Καλά, ρε παιδιά, τι πέτρες βρήκα στον δρόμο! Δεν έβαζαν ένα μηχάνημα να τον καθαρίσει! Τι τους ψηφίζετε αυτούς εδώ; Πού είναι ο δήμαρχος; (δε βολεύεται με κατώτερο). Λέει και καμπόσα «πρέπει» κι άλλα τόσα «χρειάζεται» (απρόσωπα ρήματα μου ξανασφυρίζει ο φιλόλογος, λες κι εγώ δεν ξέρω, μα επειδή είναι απρόσωπα δεν ξέρουμε ποιο πρόσωπο πρέπει να κάνει αυτά που πρέπει) και κάποια στιγμή σταματάει, αφού τα ’πε και ξαλάφρωσε…
Τι του απαντάς τώρα; Και σάμπως είναι ίδιες όλες οι περιπτώσεις; Ως παλιός καφετζής, που είδαν πολλά τα μάτια μου, έχω έτοιμες απαντήσεις, όπως έχουν τα κινητά τηλέφωνα σύντομα μηνύματα, και ανάλογα λέω:
δρόμο, καρπούζια; Πού σ’ έχω; Στον δρόμο Παλαμά – Σοφάδες, που περνάν’ οι γύφτοι κατσιούλα τα αγροτικά και πέφτει από κανένα; Εδώ, έχουμε ολόκληρο χωριό που το λέμε Πετροχώρι.
μία είναι να σου πετάει τις πέτρες στον δρόμο. Αδειάζει ο δήμαρχος να έρθει; Έχει έναν μήνα στη βούλια τη στεφανιώτικη. Τον ζόρισαν οι Μαρκελεσιώτες να ξαναπάει τις πέτρες απάν’ στο στεφάνι απ’ όπου ξεκόλλησαν, για να καθαρίσει ο δρόμος εκεί να μπορέσει ο εργολάβος να μπλαθουριάσει λίγη άσφαλτο.
Τα λ’θάρια κι οι στούρνες δε σταματάν’ στ’ν Αργιθέα. Αγριόγουρ’νου, ζαρκάδι, γίδι, τσιουπελάγα, μυρμήγκι να πιράσει, κινάει ου χαλιάς κάτ’. Θα τα βάλουμι τώρα μι τα ζ’λάπια; Ιμείς τα αγαπάμι ούλα τα ζώα κι του δήμαρχου.
από Σκάλες τριζολιώτικες ως τη Σκάλα Ανθηρού και πετάει πέτρες για να φθείρει τον δήμαρχο, αλλά ο δήμαρχος φθείρεται και μόνος του, δεν έχει ανάγκη το Χασιώτη.
κάποιου θα σι πιάσει!... Έχει άτουμα στου Μπζάκι κι τουν ειδουποιούν για κάθι έναν π’ πιρνάει γι’ απάν’. Αυτός βγάνει τα διφτέρια τ’ κι τ’ράει ποιος τουν ψήφ’σι κι ποιος δεν τουν ψή’φσι. Στέλνει κουντά άλλα άτουμα στου Καρφί κι μέχρι του μύλου του σ’κιώτ’κου (έχει ουλούθι άτουμα σας λέου) κι ανάλουγα ποιος έρχιτι καθαρίζουν του δρόμου ή τουν γιουμώνουν πέτρις.
Από το Καρφί και κάτω (προς την… πεδινή Αργιθέα) δεν υπάρχουν πέτρες. Μόνο κουρνιαχτό έχει. Φράζει ο δρόμος με κουρνιαχτό; Ευτυχώς που κατεβάζουν τα ρέματα καμιά φορά (φέρνουν λιθάρια ριζιμιά) και βρίσκουν οι Βραγκιανίτες για κάναν τοίχο κι να πιτρουβουλάν’ κάνα σκ’λί. Πέτρες αλλού έχει μόνο στον Άσπρο, αλλά φέτος δεν άνοιξε τον δρόμο ο Γιάννης Τσιάκαλος, πώς να ’ρθουν οι πέτρες απάν’… Όποιος θέλει πάει με τα ποδάρια στο ποτάμι και παίρνει το πολύ κάνα τριφτάρι, για να τρίβει αλάτι. Τίποτε άλλο, κουβαλιόνται τα κοτρόνια;
Και για να κλείσει το θέμα. Η μάνα του Νταβέλη δεν είχε ψυχή; Τι λέει, όμως, το τραγούδι; «…πέτρα την πέτρα περπατεί λιθάρι το λιθάρι…». Έβαζε ποτέ κάναν δήμαρχο να καθαρίσει; Όχι! Τον γιο της έβαζε.
─ Είχι μπουλντόζα ου Νταβέλ’ς, με ρωτάει κάποιος
─ Όχι, μωρέ, δεν καθάριζε τον δρόμο ο γιος της, τον δήμαρχο καθάριζε. Ου Καμζέλ’ς
έχει μπουλντόζα, όχι ου Νταβέλ’ς…
Οι πέτρες φταίνε
Καλά, γιατί δεν πέρασε ο πρωθυπουργός απ’ την κοιλάδα του Αχελώου, πηγαίνοντας προς την Ιθάκη για το διάγγελμα; Και πώς θα μάθουν οι Κουσσ’φακαίοι στην Πέρδικα, οι Αυλακιώτες, οι Βρουβιανίτες, οι Σακαρετσιάνοι και τα όρνια τ’ς Κανάλας, λίγο πριν τον Εμπεσό, ότι βγήκαμε απ’ τα μνημόνια;
Οι πέτρες φταίνε κι εδώ. Ου Μήτσιους ήξερε πως οι τσιπραίοι δεν τουν ψήφ’σαν, τα άλλα σας τα εξήγησα παραπάνω. Παραδοσιακός ψηφοφόρος τ’ Μήτσιου είναι ου (δε θέλω ου!) Σημήτσιους, ο Σημίτης ντε, τα μπέρδεψα. Δεν τον θυμάστε; Καλύτερα, δε χάνετε και τίποτε σημαντικό!...
Η αλήθεια είναι πως ο Τσίπρας γι’ αλλού ξεκίνησε κι αλλού βρέθηκε, χωρίς να φταίει ο ίδιος. Έχει έναν γεωγράφο σύμβουλο, που του λες να σε πάει στο Αργύρι κι αυτός σε πάει από πέρα στα Τσαπίσματα. Αρχικά, είχαν τη σκέψη να επιλέξουν ή τη Λέσβο ή τη Μυτιλήνη. Η Μυτιλήνη έχει και δύσκολη ορθογραφία (μόνο στ’ Αγγλικά θα πετύχαιναν να τη γράψουν mitilini, όλα με γιώτα), το ακύρωσαν. Σκέφτηκαν τότε να πάνε στο αντίθετο από το Καστελόριζο άκρο της χώρας. Είχαν έναν χάρτη εκεί, τον κράταγαν κι ανάποδα, κάποτε ξιφλαμπούρ’σι το μυαλό τ’ Φλαμπουράρη και είπε: «Νοτιοανατολικά θα πάμε, οι Οθωνοί είναι αυτό που ψάχνουμε».
Σημείωσε βιαστικά ο γεωγράφος, αντί ΟΘ έγραψε ΙΘ και μετά ιθ, ιθ, ιθ, να το εδώ είναι, παραλίγο να πάνε και στην Ιθώμη (Πύργο Ιθώμης που λέμε), με τα πολλά κάποτε έφτασαν και στην Ιθάκη. Εκφωνήθηκε το διάγγελμα, ανακατεύτηκαν ιστορίες, μυθολογίες, λωτοφάγοι, μνηστήρες, πράσινοι, βένετοι, γαύροι, βαζέλες, ώστε να απειλούν πεθαμένοι ιστορικοί πως θα αναστηθούν, για να αυτοκτονήσουν…
Ξεχάστε στο εξής τις γραμμές Πάτρα – Αγκόνα και Ηγουμενίτσα – Πρίντεζι. (σταμάτα, γαύρε, που άκουσες Πρίντεζι κι άρχισες να φωνάζεις: Γιώργου, ψυχάρα, ουλυμπιακάρα!)… Καστελόριζο (θα μπαίνουμε) – Οθωνοί ( θα βγαίνουμε)…
Διάγγελμα!
Θα δεις Αγγέλω μ’ θάματα, δεσπότη να π’λεί κρεμμύδια!...
Στις 21 Αυγούστου σας έβγαλαν απ’ τα μνημόνια. Στις 31 Αυγούστου θα σας βγάλω κι εγώ από τον Αύγουστο, αλλά δεν μπορώ να σας βγάλω χωρίς άλλο ένα διάγγελμα:
Η τραγωδία βρίσκει τη λύση της στον από μηχανής θεό. Η Ελλάδα, ως τραγωδία, επιβιώνει και πορεύεται, προσδοκώντας τον από μηχανής θεό, που σχεδόν πάντα αυτός είναι ο λαός της, ο ενωμένος λαός της, με τον πολιτισμό του και τον αγώνα του και φωτισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι δε λησμονούν τον τρόπο της ψυχής της…
Αυτός ο τόπος, ο ποτισμένος με αίμα και δάκρυ και ιδρώτα, πολλές φορές βρέθηκε γονατισμένος, μα ποτέ προσκυνημένος. Αυτός ο τόπος, εκτός από τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά, κρύβει και κόκαλα εκείνων που ξεκίνησαν για να τον κατακτήσουν… 
Αυτός ο τόπος δεν κατακτιέται, μόνο κατακτά!
Με όλα τα ωραία και τα μεγάλα που γεννήθηκαν εδώ…
28/8/2018
