Ετικέτες - θέματα

24.6.25

Σίφωνες στην Ελλάδα + ΒΙΝΤΕΟ από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

Σίφωνες στην Ελλάδα + ΒΙΝΤΕΟ

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


   

   Η Ελλάδα δεν θεωρείται γενικά ως μία από τις χώρες με την συχνότερη παρουσία σιφώνων. Όμως, εξαίρεση αποτελούν οι θαλάσσιοι σίφωνες, που έχουν μεγάλη συχνότητα εμφάνισης, κυρίως λόγω του ότι πρόκειται για τη χώρα με το μεγαλύτερο μήκος ακτογραμμών στην Ευρώπη [μήκος ακτών πάνω από 15.000 χιλιόμετρα].

ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ: Σύμφωνα με έρευνα του μετεωρολόγου Μιχάλη Σιούτα [Κέντρο Μετεωρολογικών Εφαρμογών ΕΛΓΑ, Έλληνας εκπρόσωπος στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό TORRO], η οποία δημοσιεύτηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Atmospheric Research [2003], στην Ελλάδα σημειώνονται συχνά επικίνδυνοι σίφωνες σε αρκετές περιοχές. Έτσι στο διάστημα των τριών χρόνων που κράτησε η έρευνα αυτή, σημειώθηκαν κατά μέσο όρο 8 σίφωνες ξηράς και 10 σίφωνες θάλασσας το χρόνο! Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, η έντασή τους και η τάση εμφάνισής τους είναι έντονα αυξητική. Έτσι, ενώ τη δεκαετία του ΄80 καταγράφονταν κατά μ.ο. μόλις 5 σίφωνες ετησίως, αντιθέτως, στο διάστημα των ετών 1998-2008, ο αριθμός των ισχυρών σιφώνων ξηράς και θαλάσσης που πλήττουν τον Ελλαδικό χώρο έχει φτάσει κατά μέσο όρο στους 20 σίφωνες/έτος!

Σίφωνας μεταξύ Μυκόνου-Σύρου

ΑΚΡΑΙΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ: Το 2002 σημειώθηκε ρεκόρ σιφώνων ξηράς και θαλάσσης στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα καταγράφηκαν 13 σίφωνες ξηράς και 27 σίφωνες θαλάσσης, σε διάφορες περιοχές, ενώ παρατηρήθηκε μία ιδιαίτερα μεγάλη οικογένεια τυφώνων [tornado family] και ένα τεράστιο ξέσπασμα τυφώνων [tornado outbreak]. Η λεγόμενη tornado family σημειώθηκε στις 27 Ιουλίου 2002 και προκλήθηκε από ένα εξαιρετικά μεγάλο σύστημα καταιγίδας. Μέσα σε λίγες ώρες, καταγράφηκαν 5 σίφωνες ξηράς και 7 σίφωνες θαλάσσης, σε διάφορες περιοχές στην κεντρική και νότια Ελλάδα, καθώς και στις νησιωτικές περιοχές του Σαρωνικού και των Κυκλάδων. Ένας από τους σίφωνες ξηράς χτύπησε το αεροδρόμιο “Ελευθέριος Βενιζέλος”, πλήττοντας κυρίως την πίστα του αεροδρομίου, την ώρα που επρόκειτο να αποβιβαστούν επιβάτες από αεροπλάνο και είχε ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση του εμπρόσθιου μέρους του αεροσκάφους, την βίαιη απομάκρυνση της σκάλας αποβίβασης και τον ελαφρύ τραυματισμό ενός επιβάτη. Από τον σίφωνα, διαρκείας μόλις 2 λεπτών, υπέστησαν μικρές υλικές ζημιές το αεροπλάνο και ένα λεωφορείο. Το λεγόμενο tornado outbreak συνέβη στις 5 Σεπτεμβρίου 2002, όπου σε διάστημα 90 λεπτών καταγράφηκαν 14 θαλάσσιοι σίφωνες στο Κρητικό πέλαγος, βορείως των ακτών του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου. Ακόμη, στις 21 Σεπτεμβρίου 2006, καταγράφηκαν στο Κρητικό πέλαγος 30 σίφωνες θαλάσσης, πράγμα που χαρακτηρίστηκε ως μεγάλο ξέσπασμα σιφώνων, ακόμα και για τα δεδομένα των ΗΠΑ! Μέχρι σήμερα, ο πιο καταστρεπτικός σίφωνας στην Ελλάδα συνέβη στις 18/10/1934 στη θαλάσσια περιοχή της Ιθάκης, όταν ένας τεράστιος σίφωνας εισχώρησε στην Αιτωλοακαρνανία, χτυπώντας την περιοχή του Αστακού και προκαλώντας το θάνατο τριών ανθρώπων και τον τραυματισμό άλλων 40.


   ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΕ: Η πλειοψηφία σιφώνων εμφανίζεται στη Δυτική Ελλάδα, στο παράλια του Ιονίου, ενώ πολύ μικρότερη είναι η συχνότητά τους στις ηπειρωτικές περιοχές. Το μέγιστο της συχνότητάς τους για τον Ελλαδικό χώρο έχει προσδιορισθεί στην περιοχή της βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Οι σίφωνες θαλάσσης, ακόμη και οικογένειες σιφώνων, εμφανίζονται τόσο στο Ιόνιο, όσο και στο Αιγαίο. Οι σίφωνες ξηράς παραδοσιακά παρατηρούνται κυρίως το καλοκαίρι, αλλά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται δραστηριότητα και νωρίτερα, την άνοιξη. Οι σίφωνες θαλάσσης σημειώνονται κυρίως το φθινόπωρο. Στη Δυτική και την Νότια Ελλάδα εμφανίζονται κυρίως από τον Σεπτέμβριο μέχρι την άνοιξη, ενώ στην Βόρεια Ελλάδα, από το τέλος της άνοιξης μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Ο πιο επικίνδυνος μήνας εμφάνισης σιφώνων στη Βόρεια Ελλάδα είναι κυρίως ο Ιούλιος, ενώ για την Νότια Ελλάδα κυρίως ο Σεπτέμβριος, ο Νοέμβριος και ο Δεκέμβριος.

ΔΙΑΡΚΕΙΑ, ΠΛΑΤΟΣ, ΕΝΤΑΣΗ: Στατιστικά, η διάρκεια ζωής των σιφώνων που καταγράφονται στην Ελλάδα φτάνει έως τα 15 και σπάνια τα 30 λεπτά, ενώ η απόσταση που διανύουν είναι συνήθως 5 με 10 χιλιόμετρα. Το μέγιστο πλάτος τους δεν υπερβαίνει τα 100 με 150 μέτρα, αν και συνήθως είναι μόλις 20 - 30 μέτρα. Οι ισχυρότεροι σίφωνες φτάνουν έως και το επίπεδο έντασης Τ6 [260-300 χιλιόμετρα/ω] ή αντίστοιχα στις κλίμακες Φουτζίτα F3 και ΕF4. Το ανησυχητικό στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι κατά μέσο όρο οι σίφωνες έχουν μεγάλη ένταση, καθώς το 63% είναι «ισχυροί σίφωνες» έντασης Τ4 – Τ6 [κλίμακα TORRO] και μόνο το 27% είναι «ασθενείς σίφωνες» Τ0 - Τ3. Προς το παρόν «βίαιοι ή σφοδροί σίφωνες», Τ8 και άνω, δεν έχουν καταγραφεί, αλλά εκφράζονται φόβοι ότι στο άμεσο μέλλον η χώρα θα μπει στην λεγόμενη «λίστα» των χωρών που διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο!

   ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ: Δυστυχώς όλα δείχνουν ότι τα επόμενα χρόνια οι σίφωνες στην Ελλάδα θα έχουν καταστροφικότερη δύναμη. Οι μετεωρολόγοι-περιβαλλοντολόγοι προβλέπουν ότι η παγκόσμια θέρμανση και η κλιματική αλλαγή που οφείλεται στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, θα δημιουργήσει συνθήκες ατμοσφαιρικής αστάθειας στην τροπόσφαιρα πάνω από τη χώρα μας στο άμεσο μέλλον και οι σίφωνες που θα δημιουργούνται θα είναι περισσότεροι και ισχυρότεροι. Άλλωστε, από το σύνολο των επιστημονικών μελετών, μεταξύ των ετών 1998-2008, προκύπτει ότι ο αριθμός των ισχυρών σιφώνων που εκδηλώνονται στην ξηρά και τη θάλασσα κυμαίνεται κατά μέσο όρο στους 20 σίφωνες/έτος, με διαρκώς αυξητικές τάσεις. Μέχρι πρόσφατα, η κοινή γνώμη στην Ελλάδα πίστευε ότι όλα αυτά αφορούν ακραία καιρικά φαινόμενα που προκαλούν εκτεταμένες καταστροφές σε άλλες ηπείρους ή στους τροπικούς. Όμως η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική, γι΄αυτό και χρειάζεται επαγρύπνιση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: http://www.greenagenda.gr/tornedo.html Σίφωνες στην Ελλάδα / συχνότητα / περιοχές εμφάνισης / Κλίμακα TORRO

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 

23.6.25

Η Αδικία + ΒΙΝΤΕΟ “Μάλλον αδικείσθαι ή αδικείν” (Πλάτων) του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου – συγγραφέα

 

Η Αδικία + ΒΙΝΤΕΟ

Μάλλον αδικείσθαι ή αδικείν” (Πλάτων)

του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου – συγγραφέα


 

    ΓΕΝΙΚΑ: Για πολλούς αδικία είναι: οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, το να είμαι άνεργος, άστεγος, άρρωστος, ο θάνατος του παιδιού μου, οι άθλιες συνθήκες ζωής, η περιφρόνηση, η συκοφαντία, ο πόλεμος, η μοναξιά, η έλλειψη κατανόησης και τόσα άλλα αγκάθια στις ατραπούς της ζωής μας. Κανείς δεν ευχαριστείται όταν αδικείται. Διότι το αίσθημα της δικαιοσύνης είναι έμφυτο στον άνθρωπο. Μετά, όμως, από την απομάκρυνσή μας από το Θεό, εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος, εισέβαλε και η αδικία στη ζωή μας. Αδικούμε “λόγοις και έργοις”. Αδικίες συχνά προκαλούνται από θέματα κληρονομικά, κι έτσι συγγενείς αποξενώνονται για «δύο μέτρα γης». Ο άνθρωπος όμως νομίζει ότι θα πλουτίσει αδικώντας. Και αρχικά τον βοηθάει ο “αρχέκακος υποβολέας πλάνης” και προοδεύει. Συχνά όμως αποκαλύπτονται οι αδικίες και εξευτελίζεται χάνοντας τα πάντα.

ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΟΦΙΑ: Ο Αριστοτέλης πίστευε πως η αδικία δεν είναι τυχαία, λέγοντας: “Εν τη προαιρέσει η μοχθηρία και το αδικείν”. Ο Δημόκριτος έλεγε: “Αγαθόν ού το μη αδικείν, αλλά το μηδέν θέλειν”, διακρίνοντας αίτιο αδικίας την επιθυμία, ενώ ο Σωκράτης προτείνει, στο πνεύμα του χριστιανισμού που δεν γνώρισε: “Ουδαμού αδικείν. Ουδ’ αδικούμενον αντιδικείν”. Ο συγγραφέας Louis Dumur έδειχνε αίτιο αδικίας την υποκρισία: “Μια αδικία από την οποία κερδίζουμε εμείς, ονομάζεται τύχη. Μια αδικία από την οποία επωφελείται κάποιος άλλος, ονομάζεται σκάνδαλο”.


Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
: Ο λόγος του Θεού είναι επιτιμητικός για τους αδίκους. Διαβάζουμε: “Όστις καταθλίβει τον πτωχόν διά να αυξήση τα πλούτη αυτού, (...) θέλει ελθεί βεβαίως εις ένδειαν”. (Παρ. κβ΄16) και Ουκ αδικήσεις τον πλησίον” (Λευϊτ. ιθ' 13). Αλλού διαβάζουμε: “Ου ποιήσετε άδικον εν κρίσει, εν μέτροις και εν σταθμοίς και εν ζυγοίς.” (Λευϊτ. ιθ' 35). Ο Απόστολος δηλώνει ξεκάθαρα: “Άδικοι βασιλείαν Θεού ού κληρονομήσουσι” (Α' Κορ. στ' 9). Ο προφήτης Ησαϊας λέει: “Απέχου από αδίκου και ου μη φοβηθήση, και τρόμος ουκ εγγιεί σοι” (Ησ. νδ' 14). Όμως, η κάθε εις βάρος μας αδικία, δεν βλάπτει ουσιαστικά την ψυχή μας. Σπουδαίο παράδειγμα αντιμετώπισης της αδικίας αναδεικνύεται ο Ιώβ ο πολύαθλος, που από πλούσιος γίνεται φτωχός κι από πολύτεκνος άτεκνος, μέσα σε λίγες ώρες. Επιπλέον η λέπρα τον τυραννά, ενώ μένει ανέστιος, αυτοεξοριζόμενος σε μέρη “κοπρίας”. Οι φίλοι τον αδικούν, λέγοντάς του ότι πάσχει από τα αμαρτήματά του. Η ίδια η σύζυγός του, τον προτρέπει να βλασφημήσει κι ας πεθάνει. Όμως αυτά δεν βλάπτουν την ψυχή του. Αντιθέτως, εκείνος δοξολογεί: “Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον”. Ανάλογο παράδειγμα είναι ο Ιωσήφ ο γιος του Ιακώβ. Τα αδέλφια του, από φθόνο, τον πουλούν ως δούλο μακριά από την πατρίδα του. Στην Αίγυπτο συκοφαντείται και φυλακίζεται. Κι όμως η αρετή του έμεινε αλέκιαστη, κι ο Θεός τον ανταμείβει. Στην Καινή Διαθήκη έχουμε το παράδειγμα του Λαζάρου της παραβολής. Υποφέρει από πείνα, αρρώστια, έλκη, αδικία, βλέποντας τον πλούσιο να ζει πολυτελώς. Τελικά η υπομονή του τον έβαλε στις “αγκάλες Αβραάμ”. Συνεπώς, οποιαδήποτε αδικία, εναντίον μας, όχι μόνο δεν μας αδικεί, αν η ψυχή μένει στέρρεα στην ορθή πίστη και πράξη, αλλά αντιθέτως μας στεφανώνει και καταξιώνει. Πραγματική αδικία φαίνεται πως είναι η εκούσια αμαρτία, με την οποία αυτοζημιώνουμε την ψυχή μας. Αλλιώς δεν πρόκειται για πραγματική αδικία, αλλά για οδύνη ή δοκιμασία του ανθρώπου, που αναδεικνύει το ποιόν του. Αυτό ενστερνίζεται ο Ιερός Χρυσόστομος: “πάντα κόνις, καπνός και μύθος, καν επιβουλάς είπης, καν συκοφαντίας, καν λοιδορίας, καν εξορίας, καν ξίφη ηκονημένα”, τονίζοντας: “τον εαυτόν μη αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δύναται”. Οι άνθρωποι είμαστε κυρίως: “η ψυχή και ο νους, που έχουν πλαστεί κατ’ εικόνα Θεού” (Μ. Βασίλειος), οπότε αδικία είναι μόνο αυτό που προξενεί βλάβη στα ψυχικά κατορθώματά.

 


ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΔΙΚΙΑΣ
: Για την αντιμετώπιση της αδικίας παραδειγματιζόμαστε από ένα περιστατικό της ζωής του Προφητάνακτα Δαβίδ (Β΄Βασ. ιστ' 5-14). Ο Δαβίδ κυνηγημένος από τον επαναστάτη γιό του, Αβεσσαλώμ, κατευθύνεται σε πολίχνη, κοντά στην Ιερουσαλήμ. Τον συνοδεύουν στρατός και λαός. Τότε παρουσιαστηκε ο Σεμεϊ, συγγενής του προηγουμένου βασιλιά Σαούλ, και ενώπιον όλων, έβριζε, καταριόταν και προσπαθούσε να πετροβολήσει το Δαβίδ κατακλείοντας το παραλήρημά του με τη φράση: “Ο Κύριος έριξε πάνω σου όλα τα αίματα των φόνων που διέπραξες στην οικογένεια του Σαούλ (...). Τώρα που παίρνει την εξουσία ο Αβεσσαλώμ, θα πληρώσεις.” Μεγάλη δοκιμασία για το Δαβίδ, που έχοντας τον πόνο από την επανάσταση του γυιου του, τώρα δεχόταν μία άδικη προσβολή! Άδικη γιατί ο Δαβίδ έδειξε αγάπη και συγχωρητικότητα στο Σαούλ. Κι όμως, παρά την αδικία, ο Δαβίδ παρέμενε ατάραχος, μη επιτρέποντας στους σωματοφύλακές του να τον χτυπήσουν. Μόνο είπε: “Αφήστε τον, μήπως ό Κύριος προσέξει τον εξευτελισμό μου και με λυπηθεί και μου αποδώσει αγαθά και ευλογίες αντί των κακών πού υπέμεινα σήμερα”. Συχνά στη ζωή μας αντιμετωπίζουμε ανάλογες περιστάσεις. Τότε το σημαντικότερο είναι να δείχνουμε πραότητα διατηρώντας ψυχραιμία μπροστά στην αδικία. Με ΠΡΑΟΤΗΤΑ και ανεξικακία ειρηνεύουμε μέσα και γύρω μας. Ο Δαβίδ δεν ευθυνόταν για το φόνο του Σαούλ, όπως άδικα κατηγορήθηκε, ήταν όμως ένοχος για το φόνο του αξιωματικού Ουρία. Έτσι θεωρεί ότι, για τις αμαρτίες του, τού αξίζει κάθε άδικη προσβολή. Οι αρχαίοι έλεγαν: “Εν άλλοις πταίομεν και εν άλλοις απολαμβάνομεν”. Τέτοια θεώρηση της αδικίας μάς διατηρεί στην ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ βοηθώντας να δεχόμαστε πιο εύκολα την αδικία. Όπλο για την αντιμετώπιση της αδικίας είναι και η ΥΠΟΜΟΝΗ. Ο Δαβίδ έδειξε υπομονή αφήνοντας την ανταπόδοση στον Κύριο. Ο Ίδιος ο Κύριος αυτό μας ζητά: “Ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται” (Ματθ. γ΄ 22). Όταν λοιπόν αδικούμαστε, ας θυμόμαστε τις αρετές του Δαβίδ, αλλά κυρίως τον Κύριο Ιησού Χριστό, που τέλειος και αναμάρτητος ών, δέχθηκε τη μεγαλύτερη αδικία: “λοιδορούμενος ούκ άντελοιδόρει, πάσχων ουκ ήπείλει” (Α' Πέτρ. β' 23). Μια σύγχρονη οσιακή μορφή ο Παϊσιος ο Αγιορείτης παρηγορεί τους αδικημένους. Να βλέπουμε, έλεγε, αυτόν που μας αδικεί: “Σαν ευεργέτη, που μας κάνει καταθέσεις στο Ταμιευτήριο του Θεού, πλουτίζοντάς μας αιώνια.”!

Ο ΑΔΙΚΩΝ: Οι αδικούντες άγχονται διαρκώς μήπως αποκαλυφθούν οι ανομίες τους, ταλαιπωρούμενοι από την συνείδησή τους και την αγανάκτηση του αδικημένου. “Όταν ο αδικημένος δεν τον συγχωρήσει, ο άδικος βασανίζεται. Δεν μπορεί να κοιμηθεί. Ο γογγυσμός του άλλου τον κάνει άνω-κάτω! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φωτιά από το εσωτερικό κάψιμο της ψυχής από την συνείδηση. Την βασανίζει με το σαράκι σ’ ετούτη την ζωή και θα την τρώει στην άλλη ζωή, την αιώνια, “ο ακοίμητος σκώληξ”, αν δεν μετανοήσει.” (π. Παϊσιος). Κι εδώ έρχεται στο νου μας η καλή προαίρεση του τελώνη Ζακχαίου, που μετά τη συνάντηση με τον Κύριο, επέστρεψε διπλά και τρίδιπλα όσα έκλεψε αδικώντας τους συνανθρώπους του. Ο αδικών ας θυμάται πως το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο είναι να έχει την ευλογία του Θεού. Διότι μόνο ό,τι είναι ευλογημένο απ' Αυτόν δεν γκρεμίζεται. Έλεγε ακόμη ο πατήρ Παϊσιος: “Όλες οι αμαρτίες έχουν ελαφρυντικά, η αδικία δεν έχει, μαζεύει οργή Θεού. Αυτοί που αδικούν (...) δίνουν δικαιώματα στο διάβολο, γι’ αυτό μετά περνούν δοκιμασίες, τους βρίσκουν αρρώστιες, κ.ά., και σου λένε: Κάνε προσευχή να γίνω καλά”.


ΕΠΙΜΥΘΙΟ
: Κατά τους Εκκλησιαστικούς Πατέρες, τέσσερα στάδια-σκαλιά υπάρχουν στην αντιμετώπιση της αδικίας. Αν ο αδικούμενος βρίσκεσαι στο πρώτο στάδιο, το ανταποδίδει, αν στο δεύτερο, νιώθει ταραχή, άλλα συγκρατείται. Στο τρίτο στάδιο μένει ατάραχος. Αλλά στο τέταρτο νιώθει πνευματική χαρά. Ας κλείσουμε με τα λόγια του πατρός Παϊσίου: “Όταν αδικείται κάποιος και αποδεικνύει ότι δε φταίει, δικαιώνεται καί ικανοποιείται. Τότε νιώθει κοσμική χαρά. Αν όμως αντιμετωπίζει την αδικία πνευματικά, και δε φροντίζει να αποδείξει την αθωότητά του, αισθάνεται πνευματική χαρά. Δηλαδή έχει μέσα του τη θεϊκή παρηγοριά και κινείται στον χώρο της δοξολογίας.

Βιβλιογραφία: Παϊσιος ο Αγιορείτης, Η αδικία.

http://www.gnomikologikon.gr/catquotes.php?categ=1595#ixzz2NA2Bb6pO

 http://www.xfd.gr/?p=681 

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ:


21.6.25

Η Ίρις από τον Κωνσταντίνο θ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Η Ίρις

από τον Κωνσταντίνο θ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


    

 

   Η Ίρις ήταν μια δευτερεύουσα θεότητα του Ολύμπου κατατασσόμενη στις Άρπυιες. Παρά την καταγωγή της, δεν ακολούθησε το φρικτό και τερατώδη προορισμό των αδελφών της, αλλά ανήκε στην ακολουθία των θεών με καθήκοντα αγγελιαφόρου όμοια με εκείνα του Ερμή.

ΚΑΤΑΓΩΓΗ – ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Ήταν κόρη του Θαύμαντα και της Ωκεανίδας Ηλέκτρας, κατά τον Ησίοδο, και αδελφή των Αρπυιών Ωκυπέτης και Αελλούς, ή κατ΄ άλλη εκδοχή της Άρκης, την οποία τιμώρησε ο Δίας γιατί είχε συμμαχήσει με τους Τιτάνες κατά την Τιτανομαχία. Οι αρχαίοι Έλληνες φαντάζονταν και εικόνιζαν την Ίριδα περίπου όπως αγιογραφούνται σήμερα από τη χριστιανική Εκκλησία οι αρχάγγελοι. Έτσι παρουσιάζεται πάντα νέα με πλούσιο βραχύ χιτώνα, έχοντας μεγάλες πτέρυγες στους ώμους και χρυσά φτερωτά σανδάλια. Στα χέρια της συνήθως κρατάει το κηρύκειο, όπως ο Ερμής. Περιγράφεται φτερωτή και ορμητική σαν θύελλα. Γενικά είναι γνωστή στην Ελληνική Μυθολογία ως πιστή και γοργοπόδαρη αγγελιαφόρος των θεών.

Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ: Ο δρόμος που ακολουθούσε στον ουρανό για να μεταφέρει από τηη πηγή της Στυγός σε χρυσή υδροχόη, το “ιερό ύδωρ” για τον όρκο των θεών, χαρασσόταν επτάχρωμος. Συνεπώς με κάθε εμφάνιση του ουρανίου τόξου οι αρχαίοι πίστευαν ότι η Ίριδα εκτελεί κάποιο “δρομολόγιο” από τη Στύγα στον Όλυμπο κι αντιστρόφως. Με την ορμή της βροχής έφθανε αρκετές φορές από τον Όλυμπο στη γη ή στη θάλασσα για να παρακολουθήσει και να βοηθήσει την επίτοκο Λητώ, όταν κατά την επιθυμία της ζηλότυπης Ήρας “ουδείς τόπος φωτιζόμενος από τον Ήλιο” τη δεχόταν. Άλλοτε έσπευσε να παραλάβει τη Θέτιδα ως νυμφαγωγός και να τη φέρει στον Πηλέα. Είχε όμως και άλλες υπηρεσίες ιδίως κοντά στην Ήρα. Αυτή έστρωνε το κρεβάτι της, τη βοηθούσε στον καλλωπισμό της, για να της είναι πάντα πιστός ο σύζυγός της[!] ή άλειφε με «ιερά μύρα» τα “θεία” μέλη της. Κι επειδή είπαμε ότι η Ίριδα έμοοιαζε στα καθήκοντα με τον Ερμή, είναι φυσικό να παίξει και κάποιο ρόλο στο θάνατο! Αυτή, συγκεκριμένα, κατά διαταγή της Ήρας έσπευδε στις μελλοθάνατες γυναίκες, όταν αυτές βασανίζονταν επί μακρόν, και επιτάχυνε το τέλος των βασάνων τους με τη κοπή των μετωπιαίων τριχών! Δεν απαξιούσε όμως να εκτελέσει παραγγελίες ακόμη και θνητών όπως την παρουσιάζει η ομηρική Ιλιάδα, όπου σπεύδει κατά παράκληση του Αχιλλέα να ζητήσει από τον Βορρέα και τον Ζέφυρο να δυναμώσει την νεκρική πυρά του Πατρόκλου. Επίσης, στην Ιλιάδα και πάλι, πείθει τον Αχιλλέα να ξαναμπεί στη μάχη, μόλις σκοτώνεται ο φίλος του Πάτροκλος κι ο Έκτορας θέλει να πάρει το πτώμα του ήρωα.


ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
: Γενικά από όλες τις μυθολογικές ιστορίες φαίνεται καθαρά πως η Ίρις ήταν η ιδεατή ανθρωπόμορφη ιπτάμενη θεότητα-αλληγορία της έννοιας του ατμοσφαιρικού φαινομένου του ουράνιου τόξου. Γι΄ αυτό και η στενή σχέση με την Ήρα (που σύμφωνα με ειδικούς δεν είναι τίποτα άλλο από αναγραμματισμός της λέξης Αήρ), θεότητα του αέρα και των καιρικών φαινομένων.

ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ: Από τις γνωστές παραστάσεις της γνωστότερη είναι αυτή στο δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα, όπου μαζί με τον Ερμή περιμένει το αποτέλεσμα του αγώνα για την Αθήνα μεταξύ Αθηνάς και Ποσειδώνα. Περίφημη επίσης είναι εκείνη στο αγγείο Φρανσουά, όπου με το Χείρωνα οδηγεί την πομπή στη παραλαβή της Θέτιδας προκειμένου να την οδηγήσει στον ορισθέντα από τους θεούς σύζυγό της, Πηλέα.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

19.6.25

Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

 

Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ

Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ
Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου

Το διήγημα στη συλλογή ΝΕΟΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΙ, ΔΙΑΛΕΧΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ.  Μ. Σαλίβερος -1926.


     
   ΑΥΤΟ το παιδί είχε κι η Κωσταντινιά η Ζήναινα, η χήρα μάνα. Άλλη γέννα δεν έκανε από το Στεφανή της. Τον βύζαξε, τον κανάκεψε, τον βαργόμησε, τον ανάστησε, τον μεγάλωσε, τον έκαμε δώδεκα χρονών παλικαράκι μια χαρά. Πήγαινε στο σκολειό του Διονυσιάδη, πρώτος και καλύτερος· έλεγε στη Φανερωμένη το κυριελέησον με μια γλυκιά φωνή σαν του αγγέλου· έπαιζε με τα γειτονόπουλα στο πλάτωμα φρόνιμα, χωρίς να μαλώνει με κανένα, ενώ η μάνα του, πλέκοντας το σκαρτσούνι της, τον καμάρωνε από το παραθύρι. Κι όλοι είχαν να κάνουν με την προκοπή, τη φρονιμάδα, τη γλύκα και την ομορφιά αυτού του παιδιού.
― Να σου ζήσει, κυρα-Κωσταντινιά, ο Στεφανής σου, της έλεγαν, να σου κάμει τα καλά γεράματα.
― Αμήν, να δώσει ο Θεός, απαντούσε κείνη.
     Μα ήταν τόσο σίγουρη πως ο Στεφανής θα της ζούσε! Αν μπορούσε ποτές, στασίου κόσμου που λένε, να πάθει τίποτα ένα παιδί που δεν του πόνεσε μια φορά ούτε το κεφάλι! Φτου, φτου, να μη βασκαθεί! τι γερό, τι ύγιο που ήτανε!
     Κι άξαφνα να της αρρωστήσει. Μα έτσι στα καλά καθούμενα. Χωρίς να ψυχρωθεί, χωρίς να ζεσταθεί, χωρίς να φάει τίποτα ενάντιο, χωρίς να κάμει ή να λάβει το παραμικρό. Κοιμήθηκε, που λες, καλά καλούτσικα, ―ένα Σαββατόβραδο, προπαραμονή του Αγίου Λουκός,― και ξύπνησε με κάψα. Ούτε να σηκώσει κεφάλι, τέτοιο κακό! Στέρνει αμέσως η μάνα του για το γιατρό το Στουπάθη. «Πλευρίτης» της λέει. «Πλευρίτης;! έτσι μονοκοπανιά;! Έλα, Χριστέ και Παναγιά μου! σταυροκοπιέται.» «Ε, καμιά βολά υποβόσκει» της κάνει ο γιατρός. «Συμφορά μου! Αμή τώρα;»
     Ε, τώρα τίποτα. Μην κάνεις έτσι, θα τον γιάνουν. Δεν ήταν πάλι του θανατά από έναν πλευρίτη! Μια, δυο βδομάδες και θα σηκωθεί. Δε βαριέσαι, σ’ αυτή την ηλικία! Περδίκι θα ‘ναι σε δυο βδομάδες. Μπα, και σε λιγότερο.
     Η μάνα, μες την αγωνιά της, χαμογελάει. Το πιστεύει. Μπορεί ποτές να πάθει τίποτα ο Στεφανής από έναν πλευρίτη; Περιπλεμονία είχε ο Νταντής της κυρα-Στάθαινας, εκείνο το χλωμό κι αδύνατο παιδάκι, η τσίγγλα, κι έγινε καλά σε λίγες μέρες. Όχι ο Στεφανής, ο παίδαρος, ο σιδερένιος!
     Μα πού! Πριν περάσουν οι δυο βδομάδες, ο πλευρίτης τον έριξε κι αυτόν σε περιπλεμονία. Και πέρασαν μήνες χωρίς να γίνει καλά. Τι κι αν δεν πέθανε, τι κι αν ψευτοσηκώθηκε από το κρεβάτι, κι αν κατέβηκε μια μέρα και στο πλάτωμα ή πήγε μιαν άλλη και στην εκκλησιά; Ούτε να φάει ούτε να παίξει, ούτε να μιλήσει, ούτε να τραγουδήσει ούτε να ψάλει, ούτε να διαβάσει δεν είχε πια όρεξη. Του έμεινε μια λιμόκαψα, μια κρυφοδαγιανιάρα, που τον έτρωγε νύχτα μέρα, τον έλιωνε, του ‘κοβε τα ήπατα, το χρώμα, τη χαρά, όλα!… Ύστερα, η λιμόκαψα δυνάμωσε κι ο Στεφανής, ο μισός απ’ την αδυναμία, ξανάπεσε. Ήταν φανερό, το ‘βλεπαν και το κρυφόλεγαν όλοι: η περιπλεμονία εκείνη τον έριξε σε φτίση. Τόσο που κι ο γιατρός αναγκάστηκε να το πει της μάνας του:
― Ζήναινά μου, το παιδί σου δεν είναι χαλά. Πρέπει ν’ αλλάξει αέρα.
     Το παιδί της, καλέ, το παιδί της;… Τι της έλεγαν τώρα;
     Είδε κι έπαθε να το πιστέψει, να το παραδεχτεί, να αποφασίσει. Ε, δεν ήταν και τόσο εύκολο για μια γυναίκα μονάχη, για μια χήρα όπως να πεις φτωχιά, που δεν είχε άλλο εισόδημα από κάτι λίγα νοίκια. Τι να κάμει όμως, τ’ αποφάσισε· και ξεσηκώθηκε, και κουκούλωσε το Στεφανή, και τον έβαλε σε μια καρότσα, και τον πήγε στο χωριό, το Καταστάρι, σ’ ένα σπιτάκι που της παραχώρησε ο κυρ-Λίγερος, ο κουμπάρος της.
     
     ***
     
     Τίποτα του κάκου!
     Όλο και χειρότερα το παιδί, όλο και χειρότερα.
     Στενοχωριόταν κιόλα στο χωριό, στην ερημιά, στη νέκρα. Καλύτερα στη χώρα. Έχει η μάνα του του έσερνε το κρεβάτι κοντά στο κλειστό παράθυρο και μπορούσε απ’ τα τζάμια να βλέπει το πλάτωμα, τα γειτονόπουλα που έπαιζαν, τους διαβάτες, τ’ άλογα και πέρα τ’ ακρογιάλι, το λιμάνι, τα βαπόρια και τα καράβια που μπαινόβγαιναν, τις βάρκες που βολτάριζαν και τη θάλασσα που απλωνόταν γαλάζια ως τ’ αντικρινά βουνά.
― Μάνα! πάμε στη χώρα! πάμε στο σπιτάκι μας! Εδώ δε μπορώ. Θα πεθάνω!
― Χριστός και Παναγία!… Καλά, παιδάκι μου, πάμε…
     Κι άμα είδε κι απόειδε, η Κωσταντινιά παρακάλεσε τον κουμπάρο να της στείλει από τη χώρα την καρότσα.
     Και να! Τόση χαρά αιστάνθηκε ο Στεφανής, όταν ξαναβρήκε όσα ήξερε και νοσταλγούσε, που αμέσως ξεγύρισε και, για δυο τρεις μέρες, ήταν σαν καλά. Έπειτα όμως ξανακύλησε και χειροτέρεψε. Η μάνα φώναξε πάλι το Στουπάθη. Κι ο γιατρός σήκωσε τους ώμους του σκληρά:
―Τι να σου κάμω τώρα;… Γιατί δεν ακούς; Έπρεπε να τον αφήσεις στο χωριό.
― Θα πέθαινε, ντετόρο μου, θα μου πέθαινε κει πέρα!…
―Και σου φαίνεται πως εδώ θα ζήσει;
―Ας πεθάνει!… Θα πεθάνει κάνε στο σπίτι του. Όχι σ’ ένα ξένο καλυβόσπιτο, στην ερημιά!…
     Έτσι το είπε. Από τη φούρκα της που θύμωσε ο γιατρός γιατί τον παράκουσε. Ειδεμή κάθε άλλο πίστευε παρά πως μπορούσε να πεθάνει ο Στεφανής της από μια λιμόκαψα ή και μια κάψα… Ήταν, καλέ, από τη μεγάλη αρρώστια. Τη γλύτωσε, μα του είχε μείνει αυτή η ντεμπολέτσα, αυτή η αδυναμία. Ε, θα δυνάμωνε. Ούτε θέρμη είχε, ούτε φτίση, δόξα σοι ο Θεός. Τηχτικιάρης ο Στεφανής της; να η ώρα!
     Και τον είχε στο κρεβάτι του, το ‘σπρωχνε την ημέρα κοντά στο κλειστό παραθύρι, και περίμενε υπομονετικά να της «δυναμώσει».
     Μα πού! Ο Στεφανής όλο κι αδυνάτιζε… Είχε περάσει ο χειμώνας, είχε περάσει και το καλοκαίρι, είχαν αρχίσει τα πρωτοβρόχια, πλησίαζε και του αγίου Λουκός. Κι ο Στεφανής στο κρεβάτι, να βλέπει το πλάτωμα και τη θάλασσα και να ρέβει, να λιώνει από μέρα σε μέρα.
     Κι ήρθε καιρός που η δόλια μάνα το πίστεψε για δυνατό και το φοβήθηκε.
     «Αλήθεια; έλεγε. Αλήθεια, θα μου πεθάνει;»
     Κι έγινε τότε σαν τρελή.
     Έκραξε όλους τους γιατρούς της χώρας και τις γιάτρισσες και τους κομπογιαννίτες και τις μάϊσσες ακόμα. Έκανε χίλια γιατρικά, γιατροσόφια, ξόρκια και μάγια. Τον ίδιο καιρό έκανε και θεοτικά κι ύστερα, απελπισμένη από τ’ άλλα ―απορπισμένη όπως το ‘λεγε,― αφοσιώθηκε σ’ αυτά και μόνο. Ό,τι έκανε ο Θεός! Έφερε στο σπίτι του Αγίου το Χέρι, έφερε φυλαχτά και λείψανα, το Τίμιο Ξύλο, ως και το δάχτυλο του άη-Γιάννη του Προδρόμου, που είχε ο παπα-Σαράντης. Έκαμε τάματα σε δέκα εκκλησίες και σε δέκα θαματουργές εικόνες: λαμπάδες ίσαμε το μπόι του παιδιού, κι ασημένια καντήλια ακοίμητα, με το λάδι της χρονιάς τους. Πήγε ξυπόλυτη στο μακρινό ξωκλήσι του Άγιου Στέφανου, να παρακαλέσει τη χάρη του μηνίπως κι έκανε το θάμα για το μικρό συνονόματο. Και μέρα παρά μέρα καλούσε τον παπά της Φανερωμένης, τον ενορίτη, να τον διαβάζει να τον σταυρώνει, να τον αγιάζει.
     Ο παπάς ήταν πια ο γιατρός. Ο Στουπάθης κι οι άλλοι ντετόροι είχαν πάψει τις βίζιτές τους. Ο παπάς τις είχε πολυστέψει. Και συχνά, αφού τέλειωνε τον αγιασμό, την παράκληση, την ευχή, κι ο μικρός άρρωστος, ναρκωμένος από το λιβάνι, κοιμόταν, η κυρα-Κωσταντινιά τον έπαιρνε στην τραπεζαρία να του δώσει τον καφέ. Εκεί ο γιατρός γινόταν πνεματικός. Κλαίγοντας η μάνα του ‘λεγε τον πόνο, το φόβο και την ορπίδα της: Τι άλλο είχε κι αυτή στον κόσμο από κείνο το παιδί; Γι’ αυτό δεν πίστευε ποτέ πως ο Θεός, ο μεγάλος και δίκαιος, θα ‘κανε το άδικο να της το πάρει. Ω, ποτέ! Αν δεν μπορούσαν οι γιατροί, μπορούσε Αυτός. Οι Αγιοί του, οι Ιερείς του, δεν έκαναν άλλο παρά να του το θυμίζουν και να τον παρακαλούν. Πώς μπορούσε το λοιπόν να μην ακούσει;
     Μα ο παπάς που ήξερε καλά την κατάσταση του παιδιού και, μολονότι με τις ευχές του τα ζητούσε κάθε μέρα, δεν πίστευε πολύ στα θάματα ήθελε να προετοιμάσει τη δόλια μάνα για κάθε ενδεχόμενο. Και της έλεγε τα συνηθισμένα:
― Ανεξιχνίαστοι αι βουλαί του Υψίστου, κυρα-Κωσταντινιά μου! Που θα πει πως κρεμόμαστε από το Θεό και πρέπει να υποταζόμασθε με υπομονή στα θελήματά του.
     Η μάνα που καταλάβαινε, θύμωνε τότες, αγρίευε:
―Παπα-Στέλιο! του φώναζε, παπα-Στέλιο! Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός! Είναι
     ψέματα ούλα!
― Ευλογημένη μου… δοκίμαζε να τη μερώσει ο παπάς.
     Τον έκοβε πιο άγρια:
―Ακούς τι σου λέω; Αν πεθάνει ο Στεφανής, δε ματαπιστεύω ούτε σε Θεό ούτε σε τίποτα! Ψέματα ούλα!… Να κλείσετε τις εκκλησίες σας και να πάτε να γίνετε σκαφτιάδες, ψαράδες, φάβροι, μακελαραίοι, ό,τι θέλετε! Και να μας αφήσετε ήσυχους να γεννιόμαστε, να ζούμε, να παντρευόμαστε και να πεθαίνουμε χωρίς τις βοήθειές σας!
― Μη βλαστημάς, ευλογημένη!…
― Εκείνο που σου λέω! Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει τίποτα!
     
     ***
     
     Κι έτσι κάθε μέρα. Του ‘λεγε τον πόνο της και την ορπίδα της δακρυσμένη. Κι έπειτα, ―πολλές φορές πριν την εξερεθίσει ο παπάς με κανένα παρηγορητικό, προειδοποιητικό, αδάκρυτη κι αγριεμένη του φώναζε:
― Αν μου πεθάνει τούτο το παιδί, δεν υπάρχει Θεός!
     Τρελαινόταν η δόλια μάνα και μόνο με την ιδέα πως μπορούσε να χάσει το μονάκριβό της φως. Γιατί
     το ‘παμε: Τώρα το πίστευε κι αυτή και το φοβόταν…
     Κι ήρθε μέρα,―συφορά της και μαυρίλα της,― που το είδε με τα μάτια της.
     Σχεδόν στο χρόνο, ανήμερα του Αη-Λουκός, ο Στεφανής ξεψύχησε στην αγκαλιά της σαν το πουλάκι.
     Κι η δόλια μάνα… κράτησε το λόγο της:
     Έπαψε να πιστεύει πως υπάρχει Θεός.
     Ούτε σ’ εκκλησιά ξαναπάτησε, ούτε παπά ξαναφώναξε στο σπίτι της, ούτε τάμα έκανε, ούτε παράκληση, ούτε αγιασμό, ούτε προσευχή. Ένα μνημόσυνο μόνο για τον τύπο και για τον κόσμο, κι έπειτα τίποτα…
     Κι ο παπα-Στέλιος;
     Τη φοβήθηκε! Ναι, ο παπα-Στέλιος φοβήθηκε αυτή τη μάνα που ο Θεός, ο Θεός του, της είχε κάνει τέτοιο άδικο. Τη φοβήθηκε σα να ‘φταιγε και λίγο ο ίδιος. Δεν είχε μούτρα να την ιδεί, δεν είχε στόμα να της μιλήσει. Και την απόφευγε κι αυτός όπως τον απόφευγε κι εκείνη.
     «Άσ’ τη τη δυστυχισμένη, άσ’ τη!…»
     Κι ύστερα από την κηδεία που την είδε και της μίλησε, μα που δεν έλαβε απάντηση, ―η κυρά-Κωσταντινιά λες κι είχε πάθει αφασία,― κι ύστερ’ από το μνημόσυνο, που το ίδιο έμειναν χωρίς απάντηση τα παρηγορητικά του μισόλογα, αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν ξαναϊδωθήκανε. Η μάνα είχε κλειστεί στο μαύρο της σπίτι. Δεν έβλεπε δε δεχόταν, δε μιλούσε με κανένα. Και με τον επιστάτη ακόμα, ―ένα γέρο που της μάζευε τα νοίκια και της έκανε τα ψώνια,― συναγροικιόταν με γνεψίματα.
     Μαυροντυμένη, μπαμπουλωμένη, χλωμή, βουβή, αδάκρυτη, τριγύριζε το μαύρο σπίτι σαν ίσκιος, σα στοιχειό. Μονάχη, ολομόναχη.
     Έτσι πέρασαν μήνες.
     Κι ήρθε η παραμονή των Φώτων κι ο παπα-Στέλιος βγήκε με την αγιαστήρα του.
     «Θα κάμω το ατζάρντο να πάω και στη Ζήναινα, μου φαίνεται πως είναι καιρός», έλεγε στον εαυτό του.
     Μπήκε στο σπίτι. Άγιασε πρώτα στο κάτου, που καθόταν άλλη οικογένεια κι από κει, με φόβο και με τρόμο, τράβηξε προς τη σκάλα του απάνου.
     Τον άκουσε η κυρα-Κωσταντινιά και πετάχτηκε στο κεφαλόσκαλο. Μαυροντυμένη, μπαμπουλωμένη, αδάκρυτη, πιο χλωμή κι από το συνηθισμένο, μα όχι πια βουβά:
― Ποιος είναι; ρώτησε δυνατά, άγρια.
― Αγιασμός! αποκρίθηκε γλυκά ο παπάς από τα πρώτα σκαλιά.
     Είχε σταματήσει. Πίσω του το παπαδοπαίδι, με τον ασημένιο σίγγλο, γεμάτον αγίασμα κι ασημένια λεφτά που κολυμπούσαν.
― Α! έκαμε η κυρα-Κωσταντινιά σαν να ξαφνιάστηκε. Του λόγου σου είσαι, παπα-Στέλιο; Μου κακοφαίνεται πολύ, μα… ξαστόχησες πως έχω κορέτο;
― Δεν έχει να κάμει… ο αγιασμός,… πράγμα του Θεού…
― Όχι, να σε χαρώ κι εγώ… Δε δέχουμαι, δεν αγιάζω…. Είμαι απορπισμένη!
― Μα γιατί, κυρα-Κωσταντινιά μου, γιατί;… Το παιδί σου βρίσκεται ολοένα ψηλά…
― Έννοια σου κι εγώ το ξέρω πού βρίσκεται το παιδί μου! Άσε το παιδί μου εκεί που βρίσκεται κι άσε με και μένα εδώ πα που βρίσκουμαι, έρμη κι απορπισμένη!…
― Το παιδί σου είναι τώρα άγγελος στον παράδεισο!….
― Αλλού, παπά μου, εφτούνα!… Δε ματαπιστεύω γιατρό, δε ματαπιστεύω παπά, δε ματαπιστεύω Θεό! Δε σου είπα πως αν μου πεθάνει το παιδί μου δεν υπάρχει Θεός; Λοιπόν μου πέθανε! Θεός δεν υπάρχει! Παπάς κι αγιασμός δε μου χρειάζεται! Άμε στο καλό!
     Τα είπε δυνατά, στριγκά, με μια φωνή ξεκούρδιστη, από τον καιρό, θα ‘λεγες, που ‘χε να τη μεταχειριστεί. Και με το τελευταίο λόγο, μπήκε μέσα και βρόντηξε την πόρτα.
     Ο παπάς σήκωσε τους ώμους και σταυροκοπήθηκε.
― Πάμε! είπε σιγά στο παπαδοπαίδι.
     Καθώς γύρισε να κατεβεί, είδε τη νοικοκυρά του κάτου και την κόρη της, που άκουσαν τις φωνές και βγήκανε στην πόρτα τους.
― Βουρλίστηκε η κακομοίρα η Ζήναινα, είπε με οίχτο βαθύ. Ε, δεν έχει κι άδικο… Για φαντάσου;
     Και φεύγοντας ο διωγμένος,―σκυφτό, ταπεινωμένο κι αυτό, ακολουθούσε το παπαδοπαίδι με το σίγγλο,― μουρμούρισε για μια ικανοποίηση μπροστά στον κόσμο:
―Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός….
     
 
     
     Οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν.
     «Άσ’ τη τη δυστυχισμένη, άσ’ τη την απορπισμένη!…» έλεγε ο παπα-Στέλιος στον εαυτό του κάθε φορά που το θυμόταν.
     Κι η απορπισμένη ζούσε πάντα κατάκλειστη στο μαύρο της το σπίτι, μονάχη, ολομόναχη, χωρίς παπά, χωρίς γιατρό, χωρίς Θεό…

*Απορπισμένη= απελπισμένη

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΑUDIOBOOK ΕΔΩ:


18.6.25

Το λαμπρό αμάξι, του Ζαχ. Παπαντωνίου +ΒΙΝΤΕΟ κείμενο και ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου

 

Το λαμπρό αμάξι, του Ζαχ. Παπαντωνίου +ΒΙΝΤΕΟ

κείμενο και ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK

Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Αθ. Οικονόμου



 - Δε μ' ἀναγνωρίζεις;

Ὄχι.

Εἶμαι ὁ Ποῦλος…

Ὁ Ποῦλος; Μήπως ὁ συμμαθητής μου;

Ναί, στὸ Βαρβάκειο…

Γιώργη!

Μηνᾶ!

Φιλήθηκαν. Οἱ ἐνθύμησες τοῦ Βαρβακείου ἄρχισαν καὶ περνοῦσαν, σεβάσμια λιτανεία, μπροστὰ στὴν ὁποίαν πήγαινε μὲ μεγαλοπρέπεια ὁ κουλουρτζῆς. Τί μηδενικά! Τί ξύλο! Τί χάρτινα κοκόρια! Τριάντα χρόνια πέρασαν. Εἶν' ἀγνώριστοι.

Γιὰ πὲς μου Ποῦλο, εἶπεν ὁ Μηνᾶς. Εἶσαι ὁ ἑκατομμυριοῦχος ποὺ ἀκούγεται τώρα τελευταῖα; Ἢ συγγενής του;

Ὁ βαθύπλουτος χαμογέλασε μὲ φιλαρέσκεια.

Ἕνας Ποῦλος πλούσιος ὑπάρχει, ἀπάντησε. Μὰ δὲν ἔχω καὶ τόσα. Μὲ παραλένε… Κ' ἐσὺ Μηνᾶ;

Γραφέας τοῦ στρατοδικείου, εἶπεν ὁ Μηνᾶς.

Δυὸ κόσμοι! Ἔσφιγγαν ἀκόμα τὰ χέρια ὅταν εἶπαν καθένας τὴν κατάστασή του… καὶ τ' ἄφηκαν μὲ δυσπιστία. Ἔνοιωσαν πῶς ἀνάμεσά τους εἶνε τὰ πράγματα. Ὡς τόσο ὁ πλούσιος ἔκαμεν ἕνα εὐγενικὸ κίνημα.

Περιουσία εἶναι μόνο οἱ παλιοὶ φίλοι, εἶπε. Θέλω, καϋμένε, νὰ τὰ ποῦμε. Νὰ περάσω ἀπ' τὸ γραφεῖο σου; Αὔριο;

Ὅπως θέλεις.

Τὴν ἄλλη μέρα σταμάτησεν ἔξω ἀπ' τὸ στρατοδικεῖο τὸ λαμπρότερο ἰδιωτικὸ ἁμάξι τῆς Ἀθήνας καὶ ζήτησε τὸν φτωχὸν ὑπάλληλον μὲ τὶς 150 δραχμὲς τὸ μῆνα. Ὁ Μηνᾶς κυττάζοντας ἀπ' τὸ παράθυρο, ντράπηκε… Μὰ τοῦτο εἶναι θέατρο! Νὰ κατεβῆ; Ν' ἀρνηθῆ; Κατέβηκε. Ὁ βαθύπλουτος φίλος τὸν πῆρε περίπατο. Ἦταν ἕνα ἁμάξι! Ὅλα του ἄξιζαν, ὡς τὴν τελευταία του βίδα. Τ' ἄλογά του ἦταν κατάμαυρα καὶ τὸ ρυθμικό των πάτημα ἄφινε μιὰ χαυνωτικὴ μουσική. Ὁ Μηνᾶς ἦταν στενοχωρημένος… Τί θέλει ἐδῶ μέσα! Ἄν τὸν ἰδῆ κανένας; Ἄν ἔβγαιναν ἔξαφνα οἱ φίλοι του ἀπ' τὸ συνοικιακὸ καφενεῖο ἡ «Πιπεριὰ» − ὢ διάβολε! σκοῦρα θὰ τἄχε! Ὡς τόσο οἱ ρόδες κυλοῦσαν στὴν ὁδὸ Κηφισιᾶς κι' ὁ κ. Ποῦλος χωρὶς νἄχη τὴν ὑπομονὴ νὰ περιμένη ἄρχισε τὴν περιγραφὴ τοῦ ἁμαξιοῦ του. Μὲ λεπτομέρεια καταπληκτικὴ πληροφόρησε τὸ Μηνᾶ γιὰ τὸ μισθὸ τῶν ἁμαξάδων του, γιὰ τὴν εὐγενικὴ προέλευση τοῦ λακέ του, γιὰ τὰ προτερήματα καὶ τὶς ἰδιοτροπίες των. Εἶπε γιὰ τὴν καταγωγὴ τῶν ἀλόγων καὶ γιὰ τὴν τιμή των. Προχώρησε στὸ ἁμάξι. Ἀπὸ κεῖ κατέβηκε στὰ λουριά, στὶς χαβιὲς − κ' ἔφτασε στὸ σεΐζη. Ὁ Μηνᾶς πληροφορήθηκε ἀμέσως γιὰ τὸ ρόλο του. Εἶναι ὁ φτωχὸς φίλος τοῦ πλουσίου! Θὰ μαθαίνῃ τὶς τιμές. Εἶν' ὁ θεατής. Φουρκίστηκεν ἀμέσως μὲ τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν ὑποχώρηση ποὺ ἔκαμε νὰ γνωρίση ἕνα νεόπλουτο − καὶ πῆρε τὴν ἀπόφασή του. Θὰ καταργήση αὐτὴ τὴ σπατάλη στὴν ὕπαρξή του, ἀφοῦ ἄλλως τε στὴν ὕπαρξή του δὲν ὑπάρχει τίποτα περιττό. Κακὸ δὲν εἶναι. Μὰ καὶ καλὸ δὲν εἶναι. Μετὰ τὴ θριαμβευτικὴ λοιπὸν ἁμαξάδα, ἀποτραβήχτηκε παρουσιάζοντας διάφορες λεπτὲς δικαιολογίες.

Ἐδῶ ὅμως γελάστηκε. Ὁ κ. Ποῦλος δύσκολα θ' ἀφήση τὸ φτωχὸ θεατὴ νὰ φύγῃ. Σὲ λίγες μέρες καθὼς ὁ Μηνᾶς πήγαινε στὸ δρόμο, πέρασε τὸ λαμπρὸ ἁμάξι καὶ τὸν ψάρεψε. «Μὲ ξέχασες!» Τοῦ φώναξεν ὁ πλούσιος. «Ἔλα δῶ!» Ὁ ἁμαξᾶς μὲ τ' ἄσπρα του γάντια ἔσφιξε τὰ λουριὰ τῶν περήφανων ἀλόγων γιὰ νὰ σταματήσουν κι' ὁ ξυρισμένος λακές, ἴδιος πρέσβυς βορεινῆς αὐτοκρατορίας, ἄνοιγε τὴν πόρτα τοῦ ἁμαξιοῦ ἀκίνητος. Τρομαγμένος ἀπ' τὸ θέατρο τοῦτο ὁ Μηνᾶς ἀναγκάστηκε νὰ τρέξη καὶ νὰ χωθῆ στὸ ἁμάξι. Ἀφοῦ τοὔκαμε πικρὲς παρατηρήσεις ὁ βαθύπλουτος τὸν ὡδήγησεν αὐτὴ τὴ φορὰ σπίτι του. Ἐκεῖ τοὔδειχνε δυὸ ὁλόκληρες ὥρες… Τὸν πῆγε στὸ σαλονάκι τῆς μαστίχας, στὴ σάλα τοῦ λουτροῦ, στὸ μπιλιάρδο, στὴ βορεινὴ ταράτσα, στὸ μπουφέ. «Αὐτὸ τὸ τραπέζι εἶν' ἀπὸ ξύλο Αὐστριακὸ ποὺ δὲ σκάει ποτέ… Αὐτὴ ἡ σαλαμάντρα καίει σαρανταοχτώ ὥρες χωρὶς νὰ σβύση… Αὐτὸ τὸ σερβίτσιο εἶναι… Αὐτὴ ἡ πολυθρόνα ἔχει δέκα λίρες. Αὐτὲς οἱ μπίλιες εἶν' ἐλεφαντόδοντο. Αὐτὲς οἱ στέκες βιδώνονται».

Ποτὲ ὁ ὑπάλληλος τοῦ Στρατοδικείου δὲ δίψασε τὴν «Πιπεριὰ» καὶ τοὺς φτωχούς του φίλους, ὅσο αὐτὲς τὶς δυὸ ὥρες. Μετὰ τὴν καταμέτρηση τῆς ξένης περιουσίας ἔτρεξε καὶ τοὺς βρῆκε. Ἦταν τέσσερες στὸ καφενεῖο. Ὁ ἀπόστρατος ὑπολοχαγός, ὁ δικηγόρος χωρὶς ὑποθέσεις, ὁ ἐφοριακὸς ὑπάλληλος κι' ὁ ἄνθρωπος ποὺ περίμενε νὰ κερδίση τὴ δίκη του… Τὸ μηνιαῖο εἰσόδημα τῶν πέντε, μαζὺ μὲ τοῦ Μηνᾶ, δὲν ἦταν παραπάνω ἀπὸ 700 δραχμές. Μπροστά σὲ τόση κολοσσαία φτώχεια, ὁ Μηνᾶς ἔκρινε χρέος του νὰ ἐξομολογηθῆ γιὰ τὶς δυὸ ὥρες ποὺ πέρασε μ' ἕναν ἑκατομμυριοῦχο − δηλώνοντας καθαρὰ πὼς ξαναπαίρνει στὸ καφενεῖο τὴ θέση του. Δὲ θὰ ξαναπατήση στὸν πλούσιο φίλο.

Γιὰ στάσου! Εἶπεν ὁ δικηγόρος. Δὲν ἀφήνουν ἔτσι ἕνα βαθύπλουτο. Μποροῦσες νὰ τὸν κάμης καλύτερο! Ἄν τοῦ πῆς νὰ βάνη τὸ χέρι του ἔτσι δά… στὴ μικρή τσέπη τοῦ γελέκου του… μπορεῖ νὰ σώση τὸν ποιητή μας.

Τὸν Κρυστάλλη! Ἔκαμαν οἱ ἄλλοι ξαφνισμένοι. Νὰ μιὰ ἰδέα!

Δὲν ἔχομε κι' ἄλλη! Ὁ γιατρὸς μοὖπε σήμερα πὼς ἄν τὸν πᾶμε στὸ Μαροῦσι γιὰ λίγο, θὰ δυναμώση τὸ στῆθος του καὶ θὰ γιατρευτῆ. Ὅλη ἡ ἱστορία εἶνε πεντακόσιες δραχμές. Μὰ πῶς νὰ βρεθοῦν.

Λοιπὸν;

Ὅλοι γύρισαν καὶ κύτταξαν τὸ φίλο τοῦ πλουσίου. Τοὺς κύτταξε κι' ὁ Μηνᾶς. Στὴ στιγμὴ ὁ πλούσιος πῆρε τὴ σημασία τῆς μοίρας ἢ τοῦ θεοῦ.

Νὰ τὶς ζητήσω; Εἶπε. Μὰ πῶς νὰ τὶς ζητήσω… Καὶ σούφρωσε τὰ χείλια του σὰ νὰ γεύτηκε λεμόνι.

Στὸ διάολο, εἶπεν ὁ ἀπόστρατος χτυπῶντας τὴ γροθιά του στὸ τραπέζι, πές του πὼς θὰ πεθάνη μιὰ μέρα!

Σιγά! Εἶπεν ὁ δικηγόρος. Ἔχει κι' ὁ πλούσιος λαβὴ − πρέπει νὰ τὸν πιάσουμε ἀπὸ κεῖ ποὺ πρέπει. Καθαρά, Μηνᾶ, θὰ τοῦ πῆς πῶς ἕνας νέος διωγμένος ἀπὸ τὴν Ἤπειρο χάλασε τὸ στῆθος του δουλεύοντας σ' ἕνα τυπογραφεῖο… Μ' ὅλη του τὴν ἀρρώστια, πές, γράφει στίχους… γιὰ βουνὰ καὶ κρύα νερά… Τὸν ἐκτιμοῦν ὁ Δούμας, ὁ Λάμπρος… Διάβασέ του καὶ τίποτα στίχους.

Στὸ Διάολο, τί καταλαβαίνει ὁ Ποῦλος ἀπὸ τέτοια! Φώναξε ὁ άπόστρατος καὶ μὲ νέα γροθιὰ στὸ τραπέζι τίναξε τὰ νερὰ τῶν ποτηριῶν ὡς τὸ διπλανὸ τάβλι.

Πρέπει νὰ τὸν συγκινήσωμε.

Θὰ ψοφήση μιὰ μέρα! ξανἆπεν ὁ ἀπόστρατος ἀναμμένος.

Σωπᾶτε, εἶπεν ὁ Μηνᾶς.

Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ μπῆκεν ὁ Κρυστάλλης. Ἐρχόταν ἀπ' τὸ τυπογραφεῖο διψασμένος γιὰ φῶς καὶ γιὰ λίγη βοὴ ἀνθρώπων. Ἦταν σὰ νἄβγαινε στὸν ἀπάνω κόσμο. Χαιρέτησε τοὺς πέντε, κάθησε δίπλα σ' ἕνα τραπεζάκι, πῆρε τὴν «Παλιγγενεσία» καὶ τὴ διάβαζε. Τὸ ξανθὸ καὶ κοντὸ μουστάκι του στριμμένο μὲ προσοχή, τὰ χωριάτικα μάτια του ποὺ ἔξυπνα μαζὺ κι' ἀγαθὰ φώτιζαν τὴν ὠχρή του ὄψη κ' ἡ μικρὴ κλίτσα του, ἀπὸ ὀξειὰ Ἠπειρωτικὴ ποὺ τὴν κρατοῦσε γιὰ μπαστοῦνι καὶ τῆς καμάρωνε τὰ λαϊκὰ πλουμίσματα, ἔδειχναν κάθε ἄλλο παρὰ ποιητή. Ποῦ ἡ γοῦνα τοῦ Συνοδινοῦ, τὸ ψηλὸ τοῦ Παράσχου καὶ τὰ μαλλιὰ τοῦ Νικολάρα! Μὴ βλέποντας τίποτε ἀπ' αὐτὰ τὰ φοβερὰ σημεῖα στὸν ταπεινὸ Ἠπειρώτη δίστασεν ἡ συντροφιὰ στὴν ἀρχὴ νὰ πιστέψη πὼς εἶναι ποιητής, ἀφοῦ μάλιστα οἱ στίχοι του, καθὼς λένε, εἶναι γεμᾶτοι τσοπάνικες λέξεις. Μὰ μὲ τέτοιο λεπτὸ καὶ συμπαθητικὸ μυστήριο τὸν εἶχε περιτυλίξει ὁ Μηνᾶς − αὐτὸς τοὺς τὸν εἶχε γνωρίσει − παρασταίνοντας τὸν καϋμό του γιὰ τὴν Ἤπειρο καὶ τὸν ἀγῶνα του γιὰ τὴ ζωή, ὥστε τοὺς ἄγγιξε τὴν ψυχή − καὶ νά! οἱ τέσσερες ἁπλοϊκοὶ πελάτες τῆς «Πιπεριᾶς» ποὺ δὲν εἶχαν ποτὲ κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ γράμματα καὶ τὴν ποίηση, βρέθηκαν ἄξαφνα ἑνωμένοι σὲ μιὰ εὐγενικὴ συνωμοσία γιὰ τὸν ποιητὴ − ἀφοῦ τόσες ἄλλες φροντίδες γι' αὐτὸν εἶχαν ἀποτύχει.

Ἔτσι ὁ Μηνᾶς, ποὺ δὲ ζήτησε τίποτα στὴ φτωχὴ ζωή του ἀπὸ κανένα, χτύπησε τὸ κουδούνι τοῦ ἑκατομμυριούχου.

Μιὰ βαρύτατη πόρτα ἄνοιξε μὲ μοναδικὴ ὀκνηρία ἀπὸ ἕνα θυρωρὸ ποὺ ὁ Μηνᾶς τὸν βρῆκεν ἀμέσως περιττό, καθὼς καὶ ἦταν. Μέσα ἀπὸ ἀμέτρητα ἀντικείμενα, ἀπὸ περιττὰ ἔπιπλα, φορτωμένα μὲ βασανισμένα σκαλίσματα, ἀπὸ βαρειὲς σάλλες βυθισμένες σὲ κρύαν ἐπισημότητα, ἡ ὁποία φώναζε τὶς τιμὲς καὶ τὶς μάρκες, ὁ καλός μας γραφέας τοῦ στρατοδικείου ἀκολουθῶντας ἕνα περιττὸ καμαριέρη, ὁδοιποροῦσεν ἀπάνω σὲ χαλιὰ κι' ὅλο πήγαινε καὶ δὲν ἔφτανε. Ἐπὶ τέλους κάποτε ἀπάντησε τὸν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖον χρησίμευεν ὅλο ἐκεῖνο τὸ διάστημα! Ὁ πλούσιος τὸν δέχτηκε μὲ χαρὲς καὶ χτυπήματα στὴν πλάτη. Ἀφοῦ τὸν ἔβαλε νὰ καθήση σὲ μιὰ τεράστια πολυθρόνα ποὺ τοῦ χτυποῦσε τὰ κόκκαλα καὶ κάθησεν ὁ ἴδιος μπροστὰ σ' ἕνα ἀκριβότατο γραφεῖο χωρὶς γραφικὰ εἴδη, τὸν ρώτησε πῶς ἦταν αὐτὸ τὸ εὐχάριστο.

Ἔχω, καϋμένε, κάτι νὰ σοῦ πῶ, εἶπεν ὁ Μηνᾶς καὶ ξεροκατάπιε.

Κομπιάζοντας, ἱδρώνοντας, τὸ εἶπε. Ἀλλοιώτικα τὰ εἶχε σχεδιάσει, ἀλλοιώτικα τ' ἄρχισε. Κι' ἀφοῦ τ' ἀνακάτεψε δυὸ τρεῖς φορὲς καὶ τἄχασε, −τἄφερεν ἐπὶ τέλους στὴν ἄκρη. Ὁ πλούσιος ἄκουσε μὲ προσοχὴ καὶ μὲ τὸ μάτι καρφωμένο ἀπάνω του.

Καλά! Ἀπάντησε. Κάτι θὰ κάνω γι' αὐτὸν τὸ νέο. Πέρασε τὴν Τετάρτη. Αὐτὴν τὴν ὥρα.

Ἀπ' τὴ χαρά του ὁ Μηνᾶς ἔτρεχε σχεδὸν στὸ δρόμο.

Ὁ πλούσιος ἔμεινε μόνος του… καὶ μετάνοιωσε. Βηματίζει ἀπάνω καὶ κάτω. Τί ἔκαμε; Ὑποσχέθηκε. Ἦταν ἀσυλλόγιστο. Ἔπρεπε νὰ πῆ «ἀδύνατο!» Τἄβαλε μὲ τὸν ἑαυτό του. «Ποιητής; Ταμπουράδες δηλαδή! Ὁ Μηνᾶς λοιπὸν θὰ μὲ πῆρε γιὰ λάχανο, ἀφοῦ ζητάει νὰ πληρώσω λαλούμενα…» Σταμάτησε. Σὰν ἀστραπὴ ὁ νοῦς του ἀναμετράει τὴν περιουσία του. Ἔπειτα πιάνει τὴ μέση του. Νοιώθει πὼς ξύπνησε κάποιος ρευματισμός του. Ἄλλος ἕνας στὸ δάκτυλο. Εἶναι τηλεγραφήματα! Συλλογιέται πὼς ἡ ζωὴ εἶναι λίγη… Ἄκουσε κάποτε διάκο μὲ ψιλὴ καὶ τραγικὴ φωνὴ νὰ λέει τὸ Εὐαγγέλιο: «Ἄφρον, ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί…» Γέρνει πρὸς τὸ μέρος τῆς καλωσύνης. Θὰ θυσιάση τὶς πεντακόσιες δραχμές. Τὶς μισὲς καλύτερα… Ἔτσι γίνονται καὶ τὰ δυό. Μὰ πάλι δὲν πρέπει νὰ κάμη τόσο κακὴ φιγοῦρα στὸ Μηνᾶ. Θὰ τὶς δώση καλύτερα ὅλες. Μὰ ὅλες εἶναι πολλές. «Ἄ ὄχι!».

Κι' ἀρχίζοντας μετρήματα καὶ πολύπλοκη ἀριθμητική, καθὼς πήγαινε δῶθε κεῖθε καὶ βγάζοντας αὐτὲς τὶς πεντακόσιες δραχμὲς ἔβλεπε πὼς στὴν τεράστια περιουσία του γίνεται μιὰ μικροσκοπικὴ τρύπα −ποὺ μολαταῦτα εἶναι κἄτι τι. Μιὰ δαπάνη ποὺ δὲ θὰ δώση τίποτα. Καὶ συλλογιέται. «Ἄν αὐτὸς ὁ ἕνας γίνη δυό; Ἂν βρεθῆ κι' ἄλλος Μηνᾶς; Καὶ παρακαλέση γι' ἄλλον; Καὶ βοηθήση δεύτερο, τρίο, τέταρτο; Ἡ τρύπα θὰ μεγαλώση. Ἄν ὁ διάβολος τὰ φέρη καὶ πέσουν οἱ τάδε μετοχές; Ἂν δὲ μπορέση νὰ τοποθετήση τὴν παραγωγὴ τῶν δύο ἐργοστασίων του; Ἀν γίνη κανένα πατατράκ−ὅλα γίνονται− ποιὸς ξέρει τί (αὐτὴ τὴ στιγμὴ εἶδε μπροστά του ὅλες τὶς καταστροφές, ἀναρχίες, πολέμους, θεομηνίες) − κι' ἂν μετὰ τριᾶντα χρόνια βρεθῆ στὸ δρόμο καὶ δὲν τὸν περιμαζέψη οὔτε τὸ πτωχοκομεῖο;… Τί;

Τὴν Τετάρτη στὸ ραντεβοῦ, κάνοντας ὅλη τὴ δυνατὴ προσπάθεια νὰ εἶναι ψυχρὸς κ' ἐπίσημος, εἶπε στὸ Μηνᾶ.

Δυστυχῶς εἶναι τέτοιες οἱ περιστάσεις… .ὄχι πὼς δὲν ἔχω τὴν περιουσία μου… ἂν καὶ δὲν εἶναι τὸ τεράστιο ποσὸν ποὺ λένε… ἀλλὰ τέλος πάντων… τί μοῦ κόστισαν αὐτὰ τὰ χρήματα… νὰ σοῦ τὰ διηγηθῶ καμμιὰ φορά… ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις ἐπείνασα… στὴ Ρουμανία, μάλιστα… ἐδῶ κ' εἴκοσι χρόνια… ὁπωσδήποτε γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ φίλου σου τοῦ ποιητή… δὲ θὰ μπορέσω πρὸς τὸ παρὸν νὰ τὸν βοηθήσω… ἐξαιρετικῶς ἦρθαν οἱ περιστάσεις δύσκολες… ἔξοδα πολλά… πρὸς τὸ παρὸν εἶπα… ἀργότερα δὲν ἀποκλείεται… ἐννοεῖς τὴ στενοχώρια μου… νὰ δυσαρεστήσω τὸν παλιὸ συμμαθητή… ἀλλὰ οἱ περιστάσεις… πρὸς τὸ παρόν… μ' ὅλη τὴν καλὴ θέληση… ἐννοεῖς…

Ἐννοῶ, εἶπεν ὁ Μηνᾶς, μὰ μὴ στενοχωρεῖσαι, φίλε μου! ἔχομε τόσα ἄλλα νὰ ποῦμε!

Θέλεις νὰ σοῦ δείξω τὰ ὅπλα μου; Ρώτησε ὁ πλούσιος ἐνθουσιασμένος γιατὶ τὸν βοήθησε στὸ ξεγλίστρημα.

Ἂν καὶ δὲν εἶχε ποτὲ τουφεκίσει ὁ Μηνᾶς παρὰ μόνο σὲ μιὰ ἐπιστρατεία κ' ἦταν ἐντελῶς ἀπληροφόρητος γιὰ τὴ σημασία ἰδίως τῶν φονικῶν ὀργάνων μονομαχίας, ἀναγκάστηκε νὰ περιεργαστῆ μιὰ πλούσια συλλογὴ τέτοιων σιδερικῶν καὶ ν' ἀκούση τὶς χρονολογίες καὶ τὶς τιμὲς τοῦ καθενὸς − μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ καταπιῆ εὐκολώτερα τὴ διάψευσή του. Μέσα του ἀναθεμάτιζε τὸν ἑαυτό του… Τί θέλει ἐδῶ; Πάλι θεατής; Γιατί μαθαίνει αὐτὲς τὶς τιμές; Ἐπρόδωσε τὴν καϋμένη τὴ φτώχεια του! Ἀκολούθησε μιὰ φορὰ τὸν πλούσιο φίλο− ἐγλίστρησε. Νὰ τώρα τὸ ἀποτέλεσμα. Ὀνειρεύτηκε μιὰ καλὴ πράξη καὶ βγῆκε γελασμένος. Εἶχε ξεχάσει λοιπὸν πὼς δυὸ ἀντίθετοι κόσμοι μόνο σὲ σύγκρουση ἔρχονται, ποτὲ σ' ἐπαφή! Ἔδωκε τὸ χέρι μὲ προσποιητὴ ἀταραξία στὸν πλούσιο. Ἐκεῖνος τὸ κράτησε.

Στάσου, ἀπάντησε. Τὸ ἁμάξι μου εἶν' ἕτοιμο, θὰ βγοῦμε μαζί.

Μὰ γιατί μὲ τ' ἁμάξι; Θὰ πάω πεζῆ.

Δὲ σ' ἀφίνω νὰ φύγης πεζός! Εἶπεν ὁ νεόπλουτος μ' ἐπιμονή.

Κι' ἀλήθεια συνήθιζε αὐτὲς τὶς θριαμβευτικὲς προπομπές.

Ὁ Μηνᾶς δὲ μπόρεσε ν' ἀντισταθῆ. Κοντά στὴν Καπνικαρέα ὁ ἰδιοκτήτης κατέβηκε μὲ μεγαλοπρέπεια λέγοντας στὸν ἁμαξᾶ: «θὰ πᾶς τὸν κύριο ἐκεῖ ποὺ θέλει». Ἔτσι ὁ Μηνᾶς βρέθηκε μόνος του στὸ λαμπρὸ ἁμάξι, ἐνῶ τ' ἄλογα τὸν πήγαιναν μὲ καλπασμὸ γιὰ ν' ἀναγγείλη τὴν ἀποτυχία του.

Ποιὸς ἑτοίμασεν αὐτὴ τὴ φαντασμαγορία; Τὸ Κακὸ βέβαια. Τὰ ἔργα του ἔχουν τέχνη− δὲν εἶναι ποτὲ ἁπλᾶ. Ὁρίστε! Λιακάδα τοῦ Γεννάρη. Τὰ μαῦρα ἄλογα τεντώνουν τὶς στέρεες καμπύλες των, ξεπετιέται τὸ λαμπρό των ἀνάγλυφο. Ἀγάλματα ὁ ἁμαξᾶς κι' ὁ λακές. Ἡ γυαλάδα τοῦ λαντὼ καθρεφτίζει τὰ σπίτια καὶ τοὺς διαβάτες. Λουριά, πόρτες, πόμολα, στολίδια του, εἶναι ὕμνος πρὸς τὸ περιττό. Σκέφτηκε ἁμέσως νὰ κατεβῆ… Μὰ ὄχι! Θὰ μείνη γιὰ νὰ τὴν ἐκτελέση αὐτὴν τὴν κωμωδία ὡς τὸ τέλος! Θὰ βοηθήση τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ. Τρελλὴ διάθεση τὸν ἔπιασε νὰ παίξη τὰ παιγνίδια της, μανία γιὰ νὰ διαπομπεύση τὸν πλούσιο−καὶ τὸν ἑαυτό του ποὺ πίστεψε στὸν πλούσιο. Ἐμπρός! Θὰ ὁδηγήση τοὐλάχιστον τὸ ἁμάξι του σὲ σωκάκια. Θὰ τὸ σταματήση στὴν «Πιπεριά»! Θέλει νὰ τὸ χώση σὲ λαϊκὴ συνοικία. Κι' ἀφοῦ πέρασε τοὺς δρόμους Αἰόλου καὶ Πατησίων καταδικάζοντας δυὸ τρεῖς γνώριμούς του διαβάτες σὲ κωμικὴν ἀκινησία, ὡς ποὺ νὰ βεβαιωθοῦν ἂν εἶναι ξυπνοὶ ἢ κοιμοῦνται, κι' ἀφοῦ χαιρέτησεν ἄλλους δυὸ τρεῖς μὲ βαρὺ καὶ φιλάνθρωπο ὕφος, ἔφτασε. Στὴν πόρτα βγῆκε ὁ καφεντζῆς μ' ἀνοιχτὸ τὸ στόμα, κεραυνωμένος.

Εἶναι κανένας μέσα;

Τώρα μόλις ἔφυγαν, δὲν εἶν' ἕνα τέταρτο…

Ἄ! ὅλα πᾶνε στραβὰ λοιπόν; Θ' ἀποτύχη κ' ἡ παράστασή του; Μὰ αὐτὴ πρέπει νὰ πάη καλά! Σκέφτηκεν ἀμέσως τὸ μαγειριὸ τοῦ Ρούκα ἡ «Ἀμφιλοχία». Ἐκεῖ τρώει πάντοτε ὁ Κρυστάλλης −ἄς πάη νὰ τὸν ξαφνίση! Τοὐλάχιστο θὰ γελάσουν μαζί. Ἐμπρός! Τὸ μεγαλόπρεπο ἁμάξι μὲ προσοχὴ καὶ μὲ δυσκολία μπῆκε σ' ἕνα σωκάκι ποὺ δὲν εἶχε ξαναϊδῆ τροχό.

Ἐδῶ! εἶπε ὁ Μηνᾶς.

Νέος κεραυνὸς ἔπεσε στὸ λαϊκὸ μαγειριό. Δυὸ τρεῖς κατσαρόλες ἄχνιζαν. Μερικοὶ μαστόροι κουτσόπιναν κι' ὁ ἱεροψάλτης τῆς ἐνορίας μὲ κόκκινη μύτη γευμάτιζεν ἔχοντας μπροστά του τὸ μεγάλο ποτῆρι μὲ τὴν κεχριμπαρένια ρετσίνα. Μὰ ἡ γωνιὰ το·υ Κρυστάλλη ἦταν ἀδειανή.

Δὲν ἦρθεν ἀπὸ χτὲς ὁ κὺρ Κώστας. Εἶπεν ἐμβρόντητος ὁ μάγερας.

Ἡ ἀτυχία ἐξακολουθοῦσε! Ἀπελπισμένος ὁ Μηνᾶς ὡδήγησε τὸ ἁμάξι στὴν ὁδὸ Πατησίων. Ἐκεῖ κατέβηκε κ' ἔδωσε τέλος στὴ φαντασμαγορία.

Ὡς τόσο ἡ λαϊκὴ συνοικία σηκώθηκε ὅλη στὸ πόδι. Τὰ παράθυρα χάσκουν περίεργα, τὰ λαδικὰ πέτρωσαν στὴν πόρτα, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴ μύτη στὸν ἀέρα μήπως πέση ἀπὸ ψηλὰ καμμιὰ ἐξήγηση γιὰ τὸ μετέωρο ποὺ ἦρθε κι' ἔσβυσε. Ὁ καφετζῆς τῆς «Πιπεριάς» βυθίστηκε σὲ συλλογισμούς. Ὁ μάγερας τῆς «Ἀμφιλοχίας» κατάπληκτος γιὰ τὴν τιμή, κάνει χοντρὰ λάθη μὲ τὴν κιμωλία στὸ λογαριασμὸ τοῦ ἱεροψάλτη. Ὁ γερο−κουλουρτζῆς τοῦ δρόμου, ποὺ τὸ θεωροῦσε προσβολή του νὰ συμβῆ τίποτε χωρὶς νὰ τὸ μάθη, μετακινῶντας ἐδῶ κ' ἐκεῖ τὸν ταβλᾶ του ἔκαμε γνωστὸ ἐπὶ τέλους στὴ συνοικία πὼς τὸ ἁμάξι ζητοῦσε κάποιο γείτονα ποιητὴ Κρυστάλλη ἀπ' τὴν Ἤπειρο. Καὶ τότε σὰ θύελλα σηκώθηκε ὁ θαυμασμὸς γύρω στὸ ἀσήμαντο ὑποκείμενο ποὺ ὡς τότε κανεὶς δὲν τὸ εἶχε προσέξει. Ἔλεγαν πὼς ἔστειλεν ὁ ὑπουργὸς νὰ τοῦ δώσουν τὸ παράσημο… Μιὰ γρηὰ βεβαίωνε πώς, καθὼς ἄκουσεν, ὁ βασιλιᾶς τοῦ μήνησε νὰ πάρη τὰ γραψίματά του καὶ νὰ καθήση στὸ παλάτι. Γιὰ ἄλλους τὸ ἁμάξι ἦταν τοῦ Συγγροῦ. Κατὰ τὸ λέγειν τοῦ φαναρτζῆ ὁ ξυρισμένος δίπλα στὸν ἁμαξᾶ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Τσυγγρός. Ξανακάνοντας ὁ κουλουρτζῆς τὸ γῦρο πληροφορήθηκε πὼς τὸ ἁμάξι εἶχε νὰ παραδώση στὸν Κρυστάλλη δυὸ σακκουλάκια λίρες, σφραγισμένα μὲ βουλλοκέρι. Καθὼς ἀνέβαινε τὸ νέο ἔφτασεν ἐπὶ τέλους καὶ στὸ ἀπλησίαστο σωκάκι τοῦ Κρυστάλλη καὶ μαθεύτηκεν ἀπ' τὴ σπιτονοικοκυρά του. Ἡ γρηά, ποὺ τὸν περιφρονοῦσε καὶ τὸν γκρίνιαζε, ἀδιάφορη γιὰ τὶς δέκα δραχμὲς ποὔπερνε τὸ μῆνα, ξαφνίστηκε γιὰ τὸ παράδοξο μήνυμα καὶ κρατῶντας ἕνα μεγάλο μέρος τῆς τιμῆς γιὰ τὸ πρόσωπό της, ἔτρεξε νὰ τοῦ τὰ πῆ. Τὸν εἶδε τυλιγμένο στὸ παλτό του καὶ σκυμμένον στὸ τραπέζι.

Ὁ ποιητὴς εἶχε ἀπὸ χθὲς λίγο πυρετό. Στὸ τραπέζι του ἦταν δυὸ ποτήρια, ἕνα κουταλάκι κ' ἕνα κουτάκι μὲ χάπια. Ἔπειτα τὰ βιβλία του: Ὁ Βαλαωρίτης − ἡ Γραφὴ − μιὰ Γεωγραφία τῆς Ἠπείρου − ἕνας τόμος τοῦ Παράσχου− ἕνα βιβλίο τοῦ Λάμπρου− τὸ περιοδικὸ «Ἑστία» τοῦ Κυριακοῦ− ἕνα λεξικὸ− λίγα φύλλα ἄσπρο χαρτί. Στὴ γωνιὰ ἡ κλίτσα του. Στὸν τοῖχο, δυὸ − τρεῖς ξεβαμμένες φωτογραφίες, μιὰ τσίτσα κρεμασμένη, κ' ἕνα ξερὸ κλαράκι μελικοκιᾶς μὲ τοὺς κόκκινους κόμπους τοῦ καρποῦ της. Δὲ θέλησε νὰ πέση στὸ κρεββάτι γιὰ νὰ τοῦ φύγη ἡ ἰδέα τῆς ἀρρώστιας. Καθισμένος μπροστὰ στὸ μικρό του τραπέζι, τυλιγμένος μὲ τὸ παλτό του ἔγραφε. Δὲν ἦταν ἐδῶ! Ταξείδευε στὰ Γιάννενα… Ἔγραφε κ' ἔσβυνε… Ἀνέβαινε σὲ ἠπειρώτικους γκρεμνούς, ἄκουγε κοτσύφια… Ἔδιωχνε τὸν Τοῦρκο… Δέντρα φυσοῦσαν στὸ κεφάλι του, ὁ καταρράχτης τῶν Τζουμέρκων βροντοῦσε καὶ χιόνιζε στὰ πόδια του. Ἡ θέρμη ἄναβε τὴ φαντασία του κ' ἡ φαντασία του τὴ θέρμη.

Καλὰ κυρα−Γιάννενα, εἶπεν ὁ ποιητὴς ἀκούοντας τὸ νέο. Ὕστερα τὰ ξαναλέμε.

Καὶ τὴν ἔδιωξε.

Ὅσο κι' ἂν ταξείδευε στὴ χώρα τῆς φαντασίας, τὴν πραγματικότητα δὲν τὴν ἔχασεν οὔτε αὐτὴν τὴ στιγμή! Κατάλαβε πὼς θἄταν κἄποιο φιλικὸ ἀστεῖο… Τί ἄλλο θἆταν; Ὅπου εἶχε καταφύγει ζητῶντας νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο γιὰ νὰ γλυτώση, βρῆκε τὴν ἀποτυχία. Τὸ πεπρωμένο του δὲν κάνει λάθη ποτέ. Ὁ κόρακας ν' ἀσπρίση, αὐτὸ ποὺ γίνεται σ' ἕναν ἀδικημένο ποιητὴ θὰ γίνεται. Ποιὸς πλούσιος τρελλάθηκε γιὰ νὰ τὸ χαλάση; Δὲν ὑπάρχει δύναμη ἱκανὴ νὰ τὸν γλιτώση! 


«Ἂν ξανασάνω ἐγώ, συλλογιέται, μπορεῖ νὰ γκρεμιστῆ ὁ κόσμος». Καὶ κυττάζοντας γύρω του στὴ γυμνὴ βυθισμένη κάμαρα συλλογίστηκε πὼς εἶνε ἴσως χρήσιμα τὰ δεινά του ὅσο καὶ τὸ ἄστρο ἐκεῖνο ποὺ λάμπει ἔξω ἀπ' τὸ θαμπὸ τζάμι, καὶ πὼς ὅλα μαζύ, ὁ κόσμος κι' αὐτὸς κ' ἡ φτώχεια του πηγαίνουν ποιὸς ξέρει σὲ ποιὸ σκοπό… Τὸ κακὸ ἔχει γνώση, πεῖσμα καὶ τέχνη.

Ἔξω ἡ γειτονιὰ τὸν βύθιζε στὰ ἑκατομμύρια.

Ὁ ποιητὴς ἔσκυψε καὶ ξανάρχισε, κρυώνοντας μέσα στὸ παλτό του, νὰ γράφη τὸ «Σταυραϊτό».

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 



ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Ο Οσιομάρτυς Γεράσιμος ο Ευρυτάν [3.7. 1812] από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου

  Ο Οσιομάρτυς Γεράσιμος ο Ευρυτάν [3.7. 1812] από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα   ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ : Ο...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....