Ετικέτες - θέματα

3.5.25

Ο Άγιος Αργύριος ο Επανομίτης ο Νεομάρτυρας [11.5.1806] +ΒΙΝΤΕΟ από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο

 

Ο Άγιος Αργύριος ο Επανομίτης ο Νεομάρτυρας [11.5.1806] +ΒΙΝΤΕΟ

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο


Ἔχων ἀργυρᾶν τὴν ψυχὴν φερωνύμως
Ἀργύριε ἤθλησας εὐσεβοφρόνως.
Ἑνδεκάτῃ Ἀργύριος τέτληκε βρόχον στεῤῥοψύχως.”



   ΓΕΝΝΗΣΗ – ΚΑΤΑΓΩΓΗ: Ο Άγιος Νεομάρτυς Αργύριος γεννήθηκε το 1788 στην Επανωμή της Θεσσαλονίκης από τον Αστέριο και τη Βασιλική, το γένος Ντουγιούδη. Λόγω της φτώχειας της οικογενείας του, σε νεαρή ηλικία ήλθε στην Θεσσαλονίκη, όπου προσλήφθηκε από κάποιον ράπτη ως βοηθός του και υπηρέτης.

   Ο ΕΞΙΣΛΑΜΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΥ: Το έτος 1806, κάποιος Χριστιανός από τη Θεσσαλονίκη [Σοχό] βρισκόταν κλεισμένος στη φυλακή του πασά της Θεσσαλονίκης για κάποιο έγκλημα που είχε κάνει. Επειδή δεν είχε εκείνος να πληρώσει τα χρήματα που του ζητούσε ο πασάς για να τον αποφυλακίσει, ο τύραννος απειλούσε ότι θα τον κρεμάσει. Μπροστά στην απειλή του θανάτου ο φυλακισμένος διάλεξε τον “εύκολο” δρόμο να αλλαξοπιστήσει! Το γεγονός αυτό στενοχώρησε τους πιστούς Έλληνες της περιοχής αλλά χαροποίησε τους Αγαρηνούς, οι οποίοι αμέσως τον έβγαλαν από την φυλακή και τον πήγαν σε ένα καφενείο στην τοποθεσία Ταχτάκαλα με σκοπό να τον μυήσουν στη μουσουλμανική θρησκεία.

Η ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΓΥΡΙΟΥ: Ο Αργύριος, που είχε πληροφορηθεί το γεγονός, μπήκε κι αυτός θαρρετά στο καφενείο και άρχισε να ελέγχει τον πρώην χριστιανό για το παράπτωμά του και ταυτοχρόνως να τον παρακινεί να επιστρέψει και πάλι στην Ορθόδοξη πίστη. Η στάση του αυτή προκάλεσε τόσο πολύ τους Γενίτσαρους και τους λοιπούς Οθωμανούς, που όρμησαν επάνω του και άρχισαν να τον γρονθοκοπούν τόσο άγρια, ώστε θα τον σκότωναν, εάν δεν ανέβαλε την εκδήλωση της οργής τους η ελπίδα μήπως και μπορέσουν να προσελκύσουν και αυτόν στην δική τους πίστη. Προσπάθησαν, λοιπόν, απειλώντας τον ότι θα τον σκοτώσουν, να τον αναγκάσουν να αλλαξοπιστήσει. Τότε ακούσθηκε στεντόρεια η φωνή του Νεομάρτυρα: “Είμαι Χριστιανός και δεν αρνιέμαι την πίστη μου. Δόξα και τιμή μου ο Σταυρός του Χριστού. Επιθυμία μου είναι ακόμη και να αποθάνω για την πίστη και την αγάπη του Χριστού”.


   ΒΑΣΑΝΙΣΜΟΣ: Οι Αγαρηνοί τότε οδήγησαν τον Αργύριο στον κριτή, ενώπιον του οποίου προσπάθησαν και πάλι να τον μεταπείσουν μεταχειριζόμενοι πότε απειλές και πότε κολακείες, ακόμη και υποσχέσεις για δώρα και αξιώματα. Μετά από δύο ημέρες, οι Γενίτσαροι, επανέλαβαν και πάλι τις προσπάθειές τους, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ζήτησαν λοιπόν από τον κριτή να διατάξει την εκτέλεσή του. Αυτός όμως, βλέποντας ότι ο Αργύριος δεν είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα άξιο θανάτου, προσπάθησε αρχικά να κατευνάσει την οργή των εξαγριωμένων Τούρκων και να τους πείσει πως δεν είναι δίκαιο να σκοτώσουν έναν αθώο άνθρωπο. Εκείνοι ταράχθηκαν και εξαγριώθηκαν εναντίον του και έτσι ο κριτής, δειλιάζοντας, διέταξε την διά απαγχονισμού θανάτωσή του.

ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Έτσι, σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών, το 1806 και ημέρα Παρασκευή, ο Άγιος Νεομάρτυς Αργύριος οδηγήθηκε σε ένα τόπο λεγόμενο Καμπάν (σημερινό Καπάνι), στην κεντρική αγορά της πόλεως, όπου και απαγχονίσθηκε και επισφράγισε την ομολογία του στον Χριστό με τη θυσία του αίματός του.

Σήμερα η Κάρα του Αγίου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Αγίου Μηνά Ανθούσας Αττικής.
Απολυτίκιο: [Ἦχος γ'] Χαίρει ἔχουσα, Ἐπανομὴ σε, θεῖον βλάστημα, καὶ πολιοῦχον, Νεομάρτυς τοῦ Σωτῆρος Ἀργύριε, καὶ τὴν ἁγίαν σου ἄθλησιν μέλπουσα, τῇ σῇ πρεσβείᾳ προστρέχει κραυγάζουσα. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον: [Ἦχος δ΄] Ὡς ἀθλήσας Ἅγιε ἐσχάτοις χρόνοις, τὸν Χριστὸν ἐδόξασας, θανατωθεὶς ὑπὲρ Αὐτοῦ· διὸ πιστῶς σε γεραίρομεν, ὡς Ἀθλοφόρων Ἀργύριε σύσκηνον.
Κάθισμα: [Ἦχος πλ. α'] Εὐσεβείας τοῖς τρόποις κόσμων τὸν βίον σου, Μαρτυρικῆς εὐκληρίας λαμπρῶς ἠξίωσαι, ἐναθλήσας ἀνδρικῶς Μάρτυς Ἀργύριε· καὶ νῦν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ἀπολαύων νοερῶς, ἱκέτευε σὺν Ἀγγέλοις, διδόναι λύσιν πταισμάτων, τοῖς ἑορτάζουσι τὴν μνήμην σου

Ο Οίκος: Ὡς κρῖνον ἔφυς τοῦ ἀγροῦ, λειμῶνι εὐσεβείας, καὶ εὐωδίαν μυστικήν, τῇ σῇ ἀθλήσει τῇ στεῤῥᾷ, διέπνευσας τῷ κόσμῳ, Νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ παναοίδιμε σὺ γὰρ νεότητος ἄνθος, καὶ τὰ ἐν κόσμῳ τερπνὰ καὶ ἡδέα, θεόφρονι πάρειδες λογισμῷ, οἷα σφαλλόμενα πάντα· καὶ πίστει στρατευθεὶς τῷ Χριστῷ, τῆς ἀληθείας τοῖς ὅπλοις κατηκόντισας, τῶν ἀντικειμένων τὴν παράταξιν τῇ τελεία γὰρ πυρπολούμενος ἀγάπη, ἐξαγαγεῖν τοῦ βυθοῦ τῆς ἀπωλείας ἠβουλήθης, τὸν οἰκτρῶς ἐξολισθήσαντα, καὶ μαρτυρίου ὑπεισῆλθες τὸ στάδιον, μεγαλοφώνως βοῶν: Χριστιανός εἰμι ὦ ἄνομοι. Καὶ μαστίγων πεῖραν ἐνέγκας, καὶ ἀλγηδόνας ὑποστάς, τῷ δι’ ἀγχόνης θανάτῳ, ταῖς οὐρανίαις συνήφθης τάξεσι· διὰ πιστῶς σε γεραίρομεν, ὡς Ἀθλοφόρων Ἀργύριε σύσκηνον.

Μεγαλυνάριο: Χαίροις εὐσεβείας νέον φυτόν, Ἀργύριε Μάρτυς, Ὀρθοδόξων ἡ καλλονὴ, χαίροις τῶν Μαρτύρων, ἰσότιμος ἐν δόξῃ, Ἐπανομῆς τὸ ἄνθος, τὸ εὐωδέστατον.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ: 


2.5.25

Η Νυξ [Νύχτα] από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα

 

Η Νυξ [Νύχτα]

από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο, συγγραφέα


Η Νυξ με το άρμα της σε παράσταση αγγείου

   ΓΕΝΙΚΑ: Η Νυξ ήταν κατά την Ελληνική Μυθολογία θεότητα σύμβολο της νύχτας. Εμφανίζεται στα πρώτα στάδια της δημιουργίας του πρωτο-μυθικού κόσμου των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν η μητέρα δύο άλλων θεοτήτων [προσωπο-ποιήσεων], του Ύπνου και του Θανάτου. Οι εμφανίσεις της είναι γενικά πολύ αραιές σε διάφορες μυθικές διηγήσεις. Πάντως, έστω και από αυτές τις λίγες αναφορές, φαίνεται πως εξαιτίας της εξαιρετικής της δύναμης και της ομορφιάς της, ακόμη και ο Δίας την απέφευγε!

Ρωμαϊκό αγαλμάτιο της Νυκτός
  ΗΣΙΟΔΟΣ ΚΑΙ ΟΜΗΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ: Στην ησιόδια “Θεογονία” διαβάζουμε πως η Νύχτα γεννήθηκε από το Χάος1. Αργότερα, από την ένωσή της με το Έρεβος, γέννησε τον Αθέρα και την Ημέρα2. Αργότερα, μόνη της, γέννησε το Μόρο [πεπρωμένο], την Κήρ[α] [μοίρα-θάντος], τους δίδυμους Ύπνο και Θάνατο, τον Μώμο, τις Εσπερίδες, τις Μοίρες, τις Κήρες, τη Νέμεση, την Απάτη, τη Φιλότητα [φιλία], την Έριδα [διαμάχη], το Γήρας, κ.ά. [όλα προσωποιήσεις του ανθρώπινου βίου]3. Ο Ησίοδος τοποθετεί την κατοικία της Νυκτός στον Τάρταρο, όπου κατοικούν επίσης κοντά της ο Ύπνος κι ο Θάνατος4. Πάντως η Νυξ ουδέποτε συναντά την κόρη της Ημέρα. Λέει σχετικά ο Ησίοδος: ὅθι Νύξ τε καὶ Ἡμέρη ἆσσον ἰοῦσαι ἀλλήλας προσέειπον, ἀμειβόμεναι μέγαν οὐδὸν χάλκεον· ἣ μὲν ἔσω καταβήσεται, ἣ δὲ θύραζε ἔρχεται, οὐδέ ποτ᾽ ἀμφοτέρας δόμος ἐντὸς ἐέργει5”. Στην Ιλιάδα, ο Όμηρος στο περιστατικό που ο Ύπνος συνομωτεί με την Ήρα, εμφανίζει τον Δία να φοβάται τη δύναμη της Νυκτός. Έτσι, όταν ο πατέρας των θεών θέλει να τιμωρήσει τον Ύπνο, ο τελευταίος κατορθώνει να διαφύγει μόνο με μια απλή επίκληση στη μητέρα του Νύκτα6.


    ΑΛΛΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ: Η θεότητα Νυξ εμφανίζεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε πολλά και διάφορα αποσπασματικά κείμενα-ποιήματα που αποδίδονται στον Ορφέα. Έτσι, στους Ορφικούς, η Νυξ εμφανίζεται να ειίναι η πρώτη αρχή της δημιουργίας και όχι το Χάος, που εμφανίζεται ως δημιουργός του παντός στο σύνολο των Ελλήνων μυθικών συγγραφέων. Ακόμη η Νυξ εμφανίζεται ως κάτοικος μιας βαθιάς σπηλιάς, από όπου δίνει τους χρησμούς της στους μύστες των Ορφικών Μυστηρίων, δίπλα ακριβώς στον μεθυσμένο με μέλι και αλυσοδεμένο Κρόνο. Έξω από το σπήλαιο, και πάλι κατά τους Ορφικούς, η Αδράστεια χτυπάει ρυθμικά κύμβαλα και τύμπανο, μετακινώντας [!] ολόκληρο το σύμπαν σε ένα εκστατικό χορό στο ρυθμό της μουσικής που δίνει η ίδια η Νύκτα. Στην ίδια αυτή αρχαιοελληνική αίρεση, ο Φάνης, ένα παράξενο, σχεδόν τερατώδες πλάσμα, εμφανίζεται άλλοτε ως γιος και άλλοτε ως πατέρας της Νυκτός. Η Νυξ είναι επίσης η πρωτοκορυφαία του χορού στις αριστοφανικές κωμωδία “Όρνιθες”, κωμωδία η οποία μπορεί να είναι και εμπνευσμένη από τους Ορφικούς. Ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τη Νύκτα ως μητέρα του Έρωτα.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η Νυξ, προσωποποιημένη εμφανίζεται και σε μικρογραφία ενός χειρογράφου χριστιανικού Ψαλτηρίου του 10ου αιώνα [Παρίσι], δίπλα στον Προφήτη Ησαϊα [3η εικόνα].

Η ΝΥΞ ΣΤΗ ΛΑΤΡΕΙΑ: Στην Ελλάδα, η Νυξ ήταν μόνο σπάνια στο επίκεντρο των λατρειών. Σύμφωνα με τον Παυσανία, η Νυξ είχε ένα μαντείο στην ακρόπολη των Μεγάρων7. Συχνότερα η Νυξ λατρεύονταν παράλληλα και πίσω από άλλες θεότητες. Για παράδειγμα στον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο, υπήρχε ένα άγαλμα που ονομαζόταν "Νύχτα"8. Συχνά η Νυξ εμφανίζεται ως συνθετικό στη λατρεία διαφόρων θεών, όπως για παράδειγμα, Διονύσος Νυκτέλιος ή Αφροδίτη Φιλοπάννυξ9.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Νυξ, Λεξικό της Οξφόρδης, νυξ, Λεξικό Liddell-Scott. Αριστοφάνης, Όρνιθες. Gantz, Πρώιμος ελληνική Μύθος: Ένας οδηγός φιλολογικών και καλλιτεχνικών πηγών, Johns Hopkins University Press, 1996. Grimal, Pierre, Το Λεξικό της Κλασικής Μυθολογίας, Wiley-Blackwell, 1996, “Νυξ”, σελ. 314. Otto Kern, ed., Orphicorum Fragmenta.

Konstantinosa.oikonomou@gmail.com 


1. Ησίοδος, Θεογονία 123.

2. Ησίοδος, Θεογονία 124-5.

3. Ησίοδος, ό.π., 212-225.

4. Ησίοδος, ό.π., 744-45, 758-9.

5. Ησίοδος, ό.π. 746-750.

6. Όμηρος, Ιλιάδα, Ξ 249 – 261.

7. Παυσανίας, 1. 40.1 και 10. 38.6.

8. Παυσανίας 3.18.1.

9. Ορφικός Ύμνος 55.

1.5.25

Ἐπιμηθεῖς εἰς τὸν βράχον (1925)[ΒΙΝΤΕΟ] Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο- ηχοβιβλίο [AUDIOBOOK] διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου

 

Ἐπιμηθεῖς εἰς τὸν βράχον (1925)[ΒΙΝΤΕΟ]

Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Κείμενο- ηχοβιβλίο [AUDIOBOOK]

διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου







ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α´

Ναί, ὅλοι δὲν εἶχον πλεύσει μὲ τὰς λέμβους ἕως ἐκεῖ ― εἰς τὸν βορεινὸν ἐκεῖνον ἄγριον βράχον τοῦ πελάγους, ὅπου ὁ Βορρᾶς, ὡς νὰ ἦτο αὐτὸς ὁ Πὰν ὁ μέγας, ζωντανὸς ἀκόμη, δὲν ἔπαυε νὰ φυσᾷ τὴν πελώριον σύριγγα, βόσκων τὰ λευκόχαιτα πρόβατά του, τὰ κύματα. Καὶ ὅμως δι᾿ ὅλους σχεδὸν ὁ βράχος ἐφαίνετο νὰ σαλεύῃ.

Ἦτο ἀρχὰς θέρους, τὴν 25ην ἡμέραν τοῦ Μαΐου. Ἡ συντροφιὰ ὅλη, ἀπὸ φίλους καὶ πατριώτας ἀγαπημένους, εἶχεν ἀποφασίσει νὰ ἐκτελέσῃ θαλασσίαν ἐκδρομήν, μὲ σκοπὸν ἱεροτελεστίας ἅμα καὶ πανδαισίας διὰ τὴν ἐπαύριον, Πέμπτην τῆς Ἀναλήψεως. Ἦτο εἰς τὰ 94 ― τὸν περασμένον αἰῶνα! Ὁ βράχος, εἰς τὴν βορείαν ἐσχατιὰν τοῦ τόπου, ἦτό ποτε κωμόπολις. Ἐσώζοντο ἐκεῖ ἐξωκκλήσια. Τὸ κυριώτερον ἐξ αὐτῶν ἦτο ὁ ναὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἐπρόκειτο νὰ ψαλῇ παννυχίς, καὶ νὰ τελεσθῇ λειτουργία!

Ἄλλοι ἀπὸ τὸ μεσημβρινὸν χωρίον, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, εὐλαβεῖς εἰς τὰ θεῖα ἢ φίλοι τῶν ἐκδρομῶν, μαθόντες τὸ σχέδιον, ἐπροθυμήθησαν ν᾿ ἀπέλθωσι διὰ ξηρᾶς, τρεῖς ὥρας δρόμον, εἰς τὸ αὐτὸ μέρος. Ἡ κυρίως παρέα, ὀκτὼ ἢ δέκα νέοι, ὅλοι φίλοι καὶ καλόκαρδοι, τὴν αὐγὴν τῆς Τετάρτης, ἐνῷ ἔλαμπεν εἰς τὰ σύνορα τοῦ Γραίου (ὤ, ὁ πολυπαθὴς καὶ πικροαίματος, ὁ προσφιλὴς καὶ φαεινὸς Γραῖος!), μέσα εἰς κυανᾶ καὶ πορφυρᾶ αἰθέρια χρώματα, γλυκὰ τὸ λυκαυγές, πρὶν φυσήσῃ ἀκόμη τὸ πρωινὸν μελτεμάκι, ἐπέβησαν εἰς μεγάλην βάρκαν κ᾿ ἐξέπλευσαν. Ὤ, τὰ ὡραῖα προσφιλῆ παράλια τῶν Ἑλληνικῶν νήσων! Ὤ, δὴ ἄϊλς ὂβ Γκρήϊς!… ἠτέρναλ σόμμερ γκὶλδς δὲμ γιέτ1.

Μὲ τὰς κώπας διέσχισαν τὰ γαλήνια νερὰ τοῦ λιμένος, παρέπλευσαν τὸ ὀγκῶδες Μπούρτσι, τὸ μικρὸν βραχῶδες Δασκαλειό, ὅπου κάθε βράχος διηγεῖται μίαν ἱστορίαν τῶν μαθητικῶν μας χρόνων ― ὅταν ἐφεύγαμεν κρυφὰ ἀπὸ τὸ σχολειό, ἐπαίρναμεν ἀναρώτα* καμμίαν βάρκαν, ἢ ἐτρέχαμεν ἀπὸ γιαλὸν εἰς γιαλόν, κ᾿ ἐκολυμβούσαμεν ὅλην τὴν ἡμέραν ὡς δελφίνια. Ὑπερέβησαν τὰ λευκὰ Λαζαρέτα μὲ τὴν ὡραίαν ἀποβάθραν καὶ τὰς μαρμαρίνας βαθμίδας. Διέβησαν, ἀντικρὺ εἰς τὸ ὑψηλὸν νησίδιον Μαραγκό, ἀνάμεσα εἰς τὴν Μπούταν ― ἄκραν ἀπότομον τῆς ἀνατολικῆς ἀκτῆς, μὲ τόσους ἀπεσπασμένους σπαρτοὺς βράχους, ὅπου, ὅταν ἤμην παιδίον, καὶ παρέπλεα τυχὸν ἐκεῖ, ἐφανταζόμην πὼς ἔβλεπα τὸ φάσμα τοῦ γερο-Μιτζέλου ―ὁ γέρων εἶχε πνιγῆ εἰς τὰ ὡραῖα γαλανὰ νερὰ ἐκεῖ, ἐνῷ ἠσχολεῖτο θηρεύων κοχύλια καὶ πεταλίδες― καὶ εἰς τὰ δύο νοτιανατολικὰ νησιά, τὴν Ἄρκον, τὴν πρασινοβολοῦσαν καὶ στολισμένην μὲ λευκὴν τραχηλιάν, καὶ τὴν Τρυπ᾿τήν, μικράν, δειλήν, κρύπτουσαν τὸ πρόσωπον εἰς μίαν πτυχὴν ὄπισθεν τῆς ἐσθῆτος τῆς μητρός της.

Εἶτα ἐπρόβαλαν εἰς τὸ πέλαγος ― εἰς τὸ πέραμα τὸ μεταξὺ τῶν δύο νήσων· ἔβαλαν πλώρην κατὰ τὸν Βορρᾶν. Ἡ αὐγὴ ἀπὸ πορφυρᾶς εἶχε γίνει ροδίνη, εἶτα χρυσῆ. Ἡ θάλασσα εὐμενὴς φαίνεται νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὰ τόσα θεσπέσια κάλλη, καὶ ὀρχεῖται φαιδρά, πλήττουσα τὴν στείρην ―καρίναν― τῆς ἀκάτου. Τὸ ἀπόγειον ὡς γλυκεῖα μητρικὴ θωπεία φυσᾷ, ψιθυρίζον ἔρωτας καὶ θάλπος ἑστίας εἰς τὰ ὦτα. Ἔκαμαν πανιά. Καὶ πλέουν, πλέουν. Ὤ, ἰδού, τ᾿ Ἀραπάκια, οἱ ἀμαυροὶ σκόπελοι, μὲ τὰς κορυφάς των, ποὺ γυαλίζουν ἀμυδρά, σεμνά, ὡς κοράλλια, εἰς τὴν ἑωθινὴν ἀκτῖνα. Διατί συνθλίβετε οὕτω τὸ κῦμα, καὶ κάμνετε νὰ κοχλάζουν τὰ νερά, ἀνάμεσα εἰς τὰς σκληρὰς σιαγόνας σας;

Ὤ, φανῆτε εὐμενῆ πρὸς τοὺς πλέοντας ναυβάτας, ὦ πατριωτικὰ Ἀραπάκια.

Καὶ πλέουν, πλέουν. Ἰδοὺ τὸ Ἀσπρόνησο ― ὁ πάλλευκος βράχος, οἱ ἀποθέται, ὅπου ρίχνουν τὰ κουνέλια, καὶ ὅπου πηγαίνουν οἱ ἴδιοι ποὺ τὰ ἔρριψαν διὰ νὰ τὰ κυνηγοῦν. Δὲν ἀκοῦτε γαυγίσματα παραπονετικὰ ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βράχου κατερχόμενα, ὦ ναυβάται; Κάποιος εἶχε ρίψει τὸν σκύλον του ἐκεῖ ἐπάνω, ἀλλ᾿ ὁ σκύλος ἔπεσε πάλιν κολύμβι, κ᾿ ἐπανῆλθε πρὸς τὸν ἀφέντην του.

Ἰδού, ἔφθασαν εἰς τὸν Σιδεριᾶν, ἢ τὰ Σιδερονήσια. Πέτραι καὶ βράχοι ὅπου ἐπάγωσεν ἐπάνω σας τὸ χρῶμα τῆς τρικυμίας κ᾿ ἐκρυσταλλώθη τὸ φύσημα τοῦ Βορρᾶ, εἴθε νὰ μεταδίδετε διὰ πάντοτε τὴν ὄψιν καὶ τὴν πνοὴν αὐτὴν εἰς τοὺς ἁρμοὺς καὶ τὰ νεῦρα τῶν ποντοπόρων [τῶν] βιοπαλαιστῶν μας.

*
* *

Τέλος ἔφθασαν ἀντικρὺ στὸ Κλῆμα· μίαν ἀπορρῶγα ἄξενον ἀκτήν. Ὁ ἥλιος τοὺς εὗρε παρὰ τὸ στόμιον τῆς Σκοτεινῆς Σπηλιᾶς. Ὤ, ἦτο καιρὸς διὰ ν᾿ ἀνατείλῃ ἐπὶ τέλους. Θὰ ἦτο ἀνάγκη νὰ κύψουν ὅλοι οἱ ἐπιβάται, νὰ χαμηλώσῃ καὶ ἡ βάρκα, διὰ νὰ εἰσέλθουν ἐκεῖ. Ὁ Χατζηραφτάκης, ὁ ἡγέτης τῆς ἐκδρομῆς, καὶ ἰδιοκτήτης τῆς βάρκας ―ὅστις ἐγνώριζεν ὅλα τὰ κατατόπια τῶν συναγρίδων καὶ φαγκριῶν, χωρὶς ἄλλως νὰ ἐπαγγέλλεται τὸν ἁλιέα― τοὺς εἶχεν ὑποσχεθῆ μίαν συναγρίδα, 4 ὀκάδων καὶ κάτι. Ἦτο μᾶλλον ἀρχοντόπουλον τοῦ τόπου καὶ κτηματίας, ἰσόβιος δημοτικὸς σύμβουλος ―ἂς πεζολογήσωμεν ὀλίγον― διὰ δύο λόγους· πρῶτον, διότι ἡ κάλπη του ἦτο πάντοτε τελευταία (καθότι δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ὅστις νὰ καλῆται Ψαρουδάκης ἢ Ὠιμενόπουλος εἰς τὸν τόπον) καὶ δεύτερον, διότι καὶ τὰ δύο κόμματα τὸν ἤθελαν ― αὐτὸς δὲ δὲν ἤθελε νὰ λυπήσῃ τὸ ἕν, δηλῶν ὅτι ἦτο μὲ τὸ ἄλλο. Ἐκεῖ λοιπόν, εἰς τὴν Σκοτεινὴν Σπηλιὰν ὁ Χατζηραφτάκης ἤγρευσε τὴν ἐπηγγελμένην συναγρίδα ἀκριβῶς τόσην, ὅσην τὴν εἶχεν ὑποσχεθῆ· τέσσαρας καὶ μισὴν ὀκάδας τὸ βάρος.

Τέλος, μὲ τὴν γενναίαν συναγρίδα ὡς γέρας, τῶν πρωινῶν θαλασσίων ἀγώνων των τὸ ἔπαθλον, ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὴν Σπηλιάν. Ἐπλησίαζον ἤδη εἰς τὸ τέρμα τοῦ πλοῦ, εἰς τὸν βορεινὸν Βράχον. Ἀλλὰ πρὶν φθάσουν ἐκεῖ ―nos te facimus, Fortuna, deam!*― συνέβη νὰ συναντήσουν εἰς τὸ πέλαγος, τί; ἓν πλοῖον, ἁπλῶς. Ἀλλὰ τὸ πλοῖον προήρχετο ἀπὸ μίαν τῶν Κυκλάδων τῶν οἰνοφόρων ―τὴν Κέαν ἢ τὴν Πάρον, δὲν ἐνθυμοῦμαι― κ᾿ ἔπλεε διὰ Θεσσαλονίκην φορτωμένον κρασιά.

Ἡ ὁμὰς τῶν πανηγυριστῶν δὲν ἦτο ἀπρομήθευτος· ὁ τόπος των δὲν ἦτο ἄοινος. Εἶχαν πάρει μαζί τους δαμετζάναν πλήρη, προσέτι δύο φλάσκες μαύρου· εἶτα ἄλλας δύο, τὴν μίαν ἐκ κεφαλοκρούστου ροδίτου, τὴν ἄλλην μοσχάτου ξανθοῦ. Ἀλλά… νὰ συναντήσῃ τις παρ᾿ ἐλπίδα εἰς τὸ πέλαγος κρασοκάικο γεμᾶτο, καὶ νὰ πωλῇ πρὸς 12 λεπτὰ τὴν ὀκάν… εἶναι τόσον ἐκπληκτικὸν τὸ πρᾶγμα… «Ἡμεῖς σὲ ποιοῦμεν θεάν, ὦ Τύχη».

Τὸ συμβούλιον ἐντὸς τῆς βάρκας ἐν ἀκαρεῖ διεσκέφθη καὶ ἀπεφάσισεν. Ἀγγεῖον ἄλλο εὔκαιρον δὲν εἶχον, εἰμὴ τὴν ρακολαγήναν, 22 ὀκάδας χωροῦσαν, τὴν ὁποίαν εἶχαν πάρει γεμάτην νερὸν ἀπὸ τὸν λιμένα. Ἐχύθη εἰς τὴν θάλασσαν τ᾿ ὀλίγον νερὸν τὸ ὁποῖον εἶχε μείνει ἀκόμη, καὶ ἡ μεγάλη λάγηνος ἐγεμίσθη οἴνου διάρμενα* ἢ ὑπέρκαλα2, ἂν θέλετε, δηλαδὴ ἀπὸ κωπαστὴν εἰς κωπαστὴν τῶν δύο πλοίων.

Β ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ

Καθὼς εἶχεν ἀρχίσει ἡ ἀγρυπνία, καὶ ἦσαν ἤδη εἰς τὰ μισὰ τοῦ ἑσπερινοῦ, ὁ κὺρ Νικολάκης ὁ Κόκκινος, πιστὸς καὶ ἀξιαγάπητος φίλος, εἶχεν ἀρχίσει νὰ μὲ κατηχῇ καὶ νὰ μὲ πείθῃ ―διότι εὑρέθην κ᾿ ἐγὼ ἐκεῖ· ἀληθινά, δὲν εἶχα ὑπάγει μὲ τὴν βάρκαν, ἀλλὰ μὲ τοὺς πόδας μου― ὅτι ἔπρεπεν ἐξάπαντος ν᾿ ἀρχίσω τέλος πάντων νὰ σκέπτωμαι ὀρθότερα περὶ τῶν πραγμάτων καὶ περὶ τοῦ ἰδίου ἑαυτοῦ μου, καὶ ὅτι ἦτο καιρὸς πλέον νὰ κάμω καλὴν ἀρχὴν νὰ… βγάζω λόγους εἰς τὸ δημόσιον.

― Τί κρύβεις τὸ τάλαντον, μοῦ ἔλεγε, βρὲ ἀδερφέ; Θὰ δώσῃς λόγο, νὰ τὸ ξέρῃς. Κρῖμας τὸ νάμι* καὶ τὸ καμάρι, κρῖμας τοὺς κόπους καὶ τὰ ἔξοδα, κρῖμας! Τί σοῦ χρειάζονται τὰ τόσα γράμματα κ᾿ οἱ ἀγκοῦτσες*, τί σὲ ὠφελοῦν οἱ γιῶτες καὶ τὰ ψηφιά, τί σοῦ χρησιμεύουν οἱ γλῶσσες καὶ τὰ κιτάπια κι ὁ ἄμπακος*; Νά τώρα, ἡμεῖς ὅλοι εἴμαστε, νὰ ποῦμε τὴν μαύρη ἀλήθεια, κούτσουρα, δαυλιὰ καμένα, καψάλες. Τώρα ποὺ θὰ βγῇ ὁ παπὰς νὰ πῇ τὸ Βγαγγέλιο ―Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ!― τί θὰ καταλάβωμε ἡμεῖς; Ἀνέβα ἐκεῖ στὴν πεζούλα, κι ἄνοιξε τὸ στόμα σου νὰ μᾶς ξηγήσῃς, νὰ μᾶς φωτίσῃς ― ἴσως καὶ νοιώσουμε κ᾿ ἡμεῖς τίποτα.

Ἡ ὁρμὴ τοῦ φίλου μου διεκόπη ἀπὸ τὴν τροπὴν καὶ τὴν συνέχειαν τῆς Ἀκολουθίας. Παιδία καὶ γυναῖκες ὀλίγαι (ὅλος ὁ ἀριθμὸς τῶν πανηγυριστῶν μόλις ἔφθανε τὰς 40 ψυχάς) ἐξῆλθον ἀπὸ τὸν ναΐσκον κρατοῦσαι ἀνημμένα κηρία καὶ λαμπάδας καὶ ἀνέβησαν τὰς δύο βαθμίδας πρὸς τὴν χαμηλὴν ταράτσαν, ἐφ᾿ ἧς εὑρισκόμεθα ἡμεῖς. Ἦτο ἐρείπιον παλαιᾶς οἰκίας, καὶ εἶχεν ἰσοπεδωθῆ ἀρτίως διὰ τὴν εὐκολίαν τῶν προσκυνητῶν. Στενὸν ἐχώριζε τὸ ἐρείπιον τοῦτο ἀπὸ τοῦ ναοῦ, καὶ ἀντικρύ μας ἦτο ἡ μεσημβρινὴ θύρα τῆς ἐκκλησίας. Μετ᾿ ὀλίγον ἐξῆλθεν ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας, προπορευομένων μανουαλίων καὶ λαμπάδων, μὲ τὸ θυμιατὸν καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως. Ἐτελεῖτο ἡ Λιτὴ τῆς ἀγρυπνίας. Ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας μὲ τὴν ὡραίαν φωνὴν καὶ τὸ παράστημά του, μουσικὸς τέλειος, ἔψαλλε τὸ γλυκὺ καὶ συμπαθέστατον: «Ἀνελθὼν εἰς οὐρανούς, ὅθεν καὶ κατῆλθες, μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς, Κύριε».

*
* *

Εἶχε φαγωθῆ ἡ συναγρίδα ἀποβραδύς. Ἦτο Τετάρτη τῆς Ἀποδόσεως τοῦ Πάσχα, μὲ ἰχθυοφαγίαν κανονικήν. Ἡ μεγάλη στάμνα μὲ τὸ Παριανὸν ἐπροτιμήθη, διὰ ν᾿ ἀδειάσῃ ταχύτερον, ὅπως χρησιμεύσῃ πρὸς μεταφορὰν ὕδατος.

Ὁ πάτερ Σωφρόνιος, ὁ ἡγούμενος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, εἶχεν ἑλκυσθῆ νὰ ἔλθῃ, ἀσυνήθως ὅλως, ὡς συνέκδημος καὶ ψάλτης, εἰς τὴν μικρὰν πανήγυριν. Ὅταν εἶδε τὴν μεγάλην λάγηνον γυρτήν, μὲ τὸν κοκκινωπὸν ἀφρὸν εἰς τὸ στόμιον, ἐτρόμαξε κ᾿ ἐνουθέτησε τὴν φιλικὴν παρέαν, «νὰ φυλαχθοῦν μὴν πέσουν εἰς ἀκρασίαν».

Εἰς τὸ πρόχειρον λογοπαίγνιον, ἑνὸς ἐκ τῶν ἑταίρων, ἀπήντησεν:

Ἂς εἶναι· καλύτερα νὰ σᾶς μείνῃ τὸ κρασί, παρὰ νὰ μείνετε, ὅπως λέγεις, χωρὶς κρασί!

Τότε ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας παρετήρησεν ὅτι ἔπρεπε νὰ φυλαχθοῦν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν «κρασοκατάνυξιν» καὶ ἀνέμνησε τὸν στίχον τοῦ ψαλτηρίου «Ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον κατανύξεως».

Καὶ δὲν ἐγλύτωσαν τῷ ὄντι ἀπὸ ὅ,τι ἐφοβοῦντο. Πράγματι δὲν εἶχον ἄλλο ἀγγεῖον ἀπὸ τὴν στάμναν ἱκανῶς εὐρὺ διὰ νὰ μεταφέρουν νερόν, κ᾿ ἐπάνω στὸν Βράχον, ἀνάμεσα εἰς τὰ ἐρείπια τοῦ παλαιοῦ χωρίου, κατ᾿ οὐσίαν νερὸν δὲν ὑπῆρχεν. Ἦτο μία παμπάλαιος στέρνα, ὄπισθεν τοῦ βορείου τοίχου τοῦ ναΐσκου, ἥτις δυνατὸν νὰ εἶχε μίαν σπιθαμὴν πρασινωποῦ ρευστοῦ, ἀλλ᾿ ἐκεῖ μέσα ἦσαν, πλωτὰ ἢ ὑποβρύχια, διάφορα ἀντικείμενα, καὶ ἄψυχα καὶ ζωντανά ― νεροφίδες, βαθράκια, πετσιά, σαπρὰ ξυλάρια, τεμάχια πλίνθων καὶ ἀσβέστου, καὶ ἄλλα.

Ἐτελείωσεν ἡ Λιτή, καὶ μετ᾿ αὐτὴν ὁ Ἑσπερινός, καὶ εἶτα ἤρχισεν ἡ Ἀνάγνωσις τοῦ συνήθους «Λόγου εἰς τὴν Ἀνάληψιν». Τὸ πλῆθος ἐδίψα. Ὀλίγοι ἀπετόλμησαν νὰ πίουν ἀπὸ τὴν παλαιὰν στέρναν. Ὁ Σταμάτης ὁ Καρδασάκης, παλαιὸς φίλος μου, ἤκουσε πολλὰς παρὰ πολλῶν ἱκεσίας, τώρα ποὺ εἶχεν ἀδειάσει τέλος ἡ στάμνα μὲ τὸ κρασί, νὰ ὑπάγῃ μὲ τὸ ὀνάριόν του, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀφήσει δεμένον ἔξω εἰς τὴν χέρσον ―μέσα εἰς τὸ κατερειπωμένον χωρίον δὲν ὑπῆρχε τίποτε πρὸς βοσκήν· ἄλλως τ᾿ ἀχθοφόρα τετράποδα δὲν ἠδύναντο ν᾿ ἀνέλθωσι τὰ σκαλοπάτια, δι᾿ ὧν ἄνθρωποι ἢ ἐρίφια ἀνέβαινον εἰς τὸν βράχον― νὰ ὑπάγῃ, λέγω, νὰ φέρῃ νερὸν ἀπ᾿ τοῦ Χαιρημονᾶ τὸ ρέμα, τὸ ὁποῖον ἀπεῖχε τρισχίλια βήματα ἔξω εἰς τὴν ξηράν. Ἦτο ἤδη μεσάνυχτα καὶ σελήνη δὲν ὑπῆρχεν. Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, ὡς εἰκός, πίπτει ἀκριβῶς ἐπάνω στὴν χάσιν τοῦ φεγγαριοῦ.

Ἀλλ᾿ ὁ Σταμάτης ὁ Καρδασάκης δὲν θὰ ἐχρειάζετο παρακλήσεις διὰ νὰ θελήσῃ νὰ προσφέρῃ τὴν ὑπηρεσίαν αὐτήν. Πλὴν πῶς; Ὁ Σταμάτης δὲν ἦτο ὁ μόνος ὅστις θὰ ἠδύνατο νὰ φυλαχθῇ ἀπὸ τὴν λέξιν τοῦ Σωφρονίου καὶ ἀπὸ τὴν ἀντίλεξιν τοῦ παπ᾿ Ἀνδρέα. Δὲν ἦτο εἰς θέσιν ὥστε νὰ εἰσακούσῃ τὴν παράκλησιν.

Τὸν ἐγνώριζα ἀπὸ τὰ μικρά μου χρόνια. Ὅταν ἤμην παιδίον, ἐσυνήθιζα νὰ τὸν προσαγορεύω ὡς ἑξῆς:

― Σταματέλο, Σταματέλο! Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ καλύβα;

Ποτὲ δὲν ἔμαθα τί ἐσήμαινεν ἡ φράσις αὕτη. Ἤκουα ἕνα μεγάλον ἐξάδελφόν μου, μᾶλλον ὁμήλικον τοῦ Σταμάτη, νὰ τὸν χαιρετίζῃ πάντοτε μὲ τὴν φράσιν αὐτήν, τὸν ἐμιμούμην ὡς ψιττακὸς κ᾿ ἐγώ. Τώρα μόνον συμπεραίνω ὅτι ὁ Σταμάτης, νυμφευθεὶς κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, θὰ ἔκαμε πενθερὸν Ἀλβανόν τινα ἢ Σλαβόφωνον μετανάστην, ὅστις, εἰς τὸ κεφάλαιον τῆς προικός (ἐπειδὴ συνήθεια ἦτο εἰς τὸν τόπον νὰ δίδωσι καὶ οἰκίαν ὡς προῖκα), ἐκλιπαρῶν ἴσως τὸν γαμβρὸν καὶ προσπαθῶν νὰ τὸν πείσῃ νὰ μὴν ἀπαιτῇ καὶ τὴν μόνην πενιχρὰν οἰκίαν σιμὰ εἰς τὴν ἄλλην προῖκα, θὰ ἔλεγε:

― Σταματέλο, Σταματέλο. Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ καλύβα;

Τὴν προτεραίαν ἀκόμη ὁ Σταμάτης, οἰκογενειακός μου φίλος, μαθὼν ὅτι ἔμελλον νὰ συμμετάσχω τῆς ἐκδρομῆς, μοὶ εἶχε προσφέρει τὸ ὀνάριον διὰ νὰ καβαλικέψω· ἀλλ᾿ ἐγὼ ἀπεποιήθην, προτιμήσας νὰ ὑπάγω πεζός. Καὶ τώρα ἐνθυμηθεὶς τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον ἀστεϊσμόν, ἀπηύθυνα αὐτῷ τὸν λόγον:

― Σταματέλο, Σταματέλο! Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ… λαήνα;

― Πῶς νὰ τὸ πάρω, μοῦ ἀπήντησεν· ἡ βάρκα σαλεύει… κάνει νερά!

Καὶ ἀπεκοιμήθη εἰς τὴν βάσιν ἑτοιμορρόπου χαμηλοῦ τοίχου.

*
* *

Ἐπροχώρει ἤδη εἰς τὸν ὄρθρον ἡ νυκτερινὴ ἀκολουθία, καὶ ἡτοιμαζόμην νὰ εἰσέλθω, ἐπιθυμῶν νὰ λάβω μέρος· ἀλλὰ μ᾿ ἐπρόλαβεν ὁ φίλος μου, ὁ Νικολάκης ὁ Κόκκινος, ὁρμήσας εἰς δευτέραν ἔφοδον:

― Τώρα, τί λένε μέσα; Καταλαβαίνω ἐγὼ τίποτα;… Ὅπως ὁ φιλάργυρος μὲ τὸν θησαυρό του, τὸ ἴδιο καὶ σὺ μὲ τὰ γράμματά σου· τὰ κρύβεις, τὰ χώνεις βαθιά. Τί κατάλαβες; Τί θὰ καταλάβῃς; Μ᾿ αὐτὰ θὰ σὲ θάψουν· τὸ ἴδιο ὅπως ὁ γερο-Ματσούκας (ἐννόει ἕνα ἐντόπιον κεφαλαιοῦχον) μὲ τὰ γρόσια τὰ πολλά! Τόσοι ψευτοφυλλάδες* μὲ κάτι κολλυβογράμματα, τόσοι ψευτοδικολάβοι μὲ τὶς ἑλληνικοῦρές τους, καὶ κάνουν φιγούρα… καὶ σὺ κάθεσαι στὴν ἄκρη, βρὲ ἄνθρωπε, καὶ δὲν ἀνοίγεις τὸ στόμα σου νὰ μιλήσῃς… Δὲ σ᾿ ἄκουσα ποτέ μου νὰ μιλῇς περὶ γραμμάτου καὶ σύ, μόνε τὰ λίγα λόγια ποὺ βγάζεις μὲ τὴν τσιμπίδα ἀπ᾿ τὸ στόμα σου, τὰ λὲς χωριάτικα, τὸ ἴδιο σὰν ἐμένα… Κρῖμα στὰ γράμματα! Κρῖμας!

Θὰ ἐξηκολούθει νὰ λέγῃ ἀκόμη, ἀλλ᾿ ἐβγῆκε ὁ παπὰς νὰ μᾶς θυμιάσῃ, εἰς τὸν Β´ Πολυέλεον, κ᾿ ἐπωφεληθεὶς ἐγὼ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναόν.

*
* *

Τὰ γλυκοχαράματα, ὅταν ἐμβήκαμεν εἰς τὴν λειτουργίαν, μαζὶ μὲ τὸ ρόδισμα τὸ γλυκὺ τῆς αὐγῆς, ἠρχίσαμεν ν᾿ ἀκούωμεν κανονιοβολισμοὺς ἀπὸ τὸ ἀνατολικὸν μέρος. Μοῖρα τοῦ Ἀγγλικοῦ στόλου, περιπλέουσα εἰς τὸ Αἰγαῖον, διήρχετο περὶ τὰ Ἐρημονήσια, κ᾿ ἐξετέλει χειρισμοὺς καὶ πυρὰ πρὸ τῆς ἀνατολῆς. Ἀφ᾿ ἑσπέρας εἴχομεν ἰδεῖ ἓν ἢ δύο θωρηκτά, πλέοντα μακρὰν πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ἐξήλθομεν κ᾿ ἐκοιτάζομεν ἀπλήστως, πρὸς ἀνατολάς.

Μετ᾿ ὀλίγον ἔπαυσαν οἱ κανονιοβολισμοί. Εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ἐνῷ ὁ παπὰς ἐμοίραζε τὸ ἀντίδωρον, ὁ ἥλιος δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη.

Ἐκαθίσαμεν νὰ πίωμεν τὸν καφέν. Πλησίον μου ἦτο ὁ φίλος μου ὁ Κόκκινος.

― Τώρα λοιπόν, ὅλα μας καλά, ἤρχισε τρίτην ἔφοδον οὗτος, μονάχα πὼς δὲν ἐκαταλάβαμε τίποτε. Ἄνοιξε καὶ σὺ τὸ στόμα σου κ᾿ εἰπὲ δυὸ λόγια, νὰ μᾶς φωτίσῃς…

Αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν ἐβάσταξα, καὶ ἠναγκάσθην ν᾿ ἀπαντήσω.

― Δὲν θέλετε νὰ φωτισθῆτε, καὶ γι᾿ αὐτὸ μένετε ἀφώτιστοι.

― Γιατί, πῶς; Δὲ σὲ καταλαβαίνω.

― Τὴν ἄκουσες πρωτύτερα, ἀποβραδύς, τὴν Ἀνάγνωση;

― Τὸ Συναξάρι;

― Ναί.

Ὄχι, δὲν ἄκουσα· εἶχα κουβέντα ἐκεῖ.

― Νά, λοιπόν, ποὺ δὲν θέλεις νὰ φωτισθῇς· τὸ ἴδιο κ᾿ οἱ ἄλλοι. Ὅλα εἶν᾿ ἐξηγημένα· ὅλα τὰ ἔχει ἡ ἐκκλησία σὲ ἁπλῆ γλῶσσα. Ἀλλὰ δὲν θέλουμε νὰ τ᾿ ἀκοῦμε.

― Αὐτὸ εἶναι; Ἢ μήπως θέλει ὁ κόσμος, τί νὰ σοῦ πῶ, λόγο; Ἕνα πρᾶμα ποὺ νά ᾽ναι κάπως ζωντανό!

― Θέλει δυστυχῶς λόγο, καὶ πολλοὺς λόγους μάλιστα… θέλει κάτι ὡσὰν θέαμα, καὶ τὰ θέλει ὅλα λογοκοπικὰ καὶ θεατρικά· καὶ δι᾿ αὐτὸ ὅσοι βγάζουν λόγους πεντάρικους ἢ δεκάρικους, εὐδοκιμοῦν εἰς τὸ πλῆθος· καὶ δι᾿ αὐτὸ… τὰ προκόψαμε.


(1925)

1. Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος!… αἰώνιον θέρος τὰ χρυσώνει ἀκόμη. (Στίχοι τοῦ λόρ. Μπάϋρων.)

2. Κᾶλα τὰ ξύλα καὶ τὰ πλοῖα.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK ΕΔΩ: 






27.4.25

Μιχαλάκης Καραολής – Ανδρέας Δημητρίου: Μνήμη ηρώων 10.5.1956 - Οι Απαρχές της Θυσίας Κων/νος Αθ. Οικονόμου

 Μιχαλάκης Καραολής – Ανδρέας ΔημητρίουΜνήμη ηρώων 10.5.1956 - Οι Απαρχές της Θυσίας

Κων/νος Αθ. Οικονόμου

   

   Ο Μιχαλάκης Καραολής γεννήθηκε στο Παλαιχώρι Ορεινής, κοντά στη Λευκωσία στις 13.2.1933. Οι γονείς του ήταν ο Σάββας και η Παναγιώτα Καραολή. Τα αδέρφια του ήταν η Ελένη, ο Ανδρέας, η Μαρούλα και η Νίκη, ενώ ο Μιχαλάκης ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο του Παλαιχωρίου και αποφοίτησε με υποτροφία από την Αγγλική Σχ. Λευκωσίας. Απόφοιτος πι έπιασε δουλειά στην Υπηρεσία Φόρου Εισοδήματος. Ήταν επίσης αθλητής δρόμου στον σύλλογο ΑΠΟΕΛ. [δες φωτό]

   

   Εντάχθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α. πριν από την 1.4.1955 και ήταν μέλος της ομάδας του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη. Στις 28.8.1955 ανέλαβε μαζί με τον συναγωνιστή του (μετέπειτα πολιτικό) Ανδρέα Παναγιώτου την εκτέλεση του αστυνομικού Ηρόδοτου Πουλλή, ο οποίος κατηγορείτο ως προδότης.

Η απόπειρα πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια ανοικτής διαδήλωσης του ΑΚΕΛ, την οποία παρακολουθούσε ο Πουλλής. Τον πυροβόλησαν δημόσια αρκετές φορές. Κατά την προσπάθεια διαφυγής του, ο Καραολής καταδιώχθηκε από τπαρευρισκόμενους και ένας από αυτούς έφραξε με το ποδήλατό του τον δρόμο του Καραολή, αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει το δικό του ποδήλατο. Αργότερα οι αρχές ταυτοποίησαν τον Καραολή μέσω της πινακίδας του ποδηλάτου του και ακολούθως τον συνέλαβαν στο Τζιάος, ενώ εκείνος ετοιμαζόταν να προσχωρήσει στην αντάρτικη ομάδα του Γρ. Αυξεντίου.

Φυλακίστηκε στις Κεντρ. Φυλακές Λευκωσίας και καταδικάστηκε σε θάνατο στις 28.10 του ίδιου έτους, απο τους αποικιοκράτες της Βρετανίας. Δημόσιος κατήγορος στη δίκη του Καραολή ήταν ο μετέπειτα ηγέτης των Τουρκοκυπρίων, Ντεκτάς. Ο Γρίβας σε μηνύματα του έγραφε: «κάντε το αδύνατο δυνατό, ελευθερώστε τον Καραολή».

   

   Ο άλλος μεγάλος αγωνιστής του κυπριακού Ελληνισμού, ο Ανδρέας Δημητρίου γεννήθηκε στον Άγιο Μάμα Λεμεσού -18.9.1934. Γονείς του ήταν ο Δημήτρης και η Ευδοκία Βασιλείου. Αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο Αγίου Μάμαντος και φοίτησε για τρία χρόνια στο Νυκτερινό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Εργάστηκε αρχικά σε κατάστημα εκρηκτικών υλών και κυνηγετικών ειδών και αργότερα στον αγγλικό στρατό. Υπήρξε Γραμματέας της Συντεχνίας Αχθοφόρων στην Αμμόχωστο. Διακρινόταν για την εργατικότητα, την πρωτοβουλία και την ευσυνειδησία του. Εντάχθηκε από τους πρώτους στη δύναμη της ΕΟΚΑ και έδρασε με τις ομάδες Αμμοχώστου, επεκτείνοντας τη συμμετοχή του και στο εκτελεστικό.

   

   Μια από τις επιχειρήσεις στις οποίες πρωταγωνίστησε ήταν και η αρπαγή όπλων από τις στρατιωτικές αποθήκες του λιμανιού της Αμμοχώστου όπου εργαζόταν, στις αρχές Δεκεμβρίου 1955, αμέσως μετά την εκφόρτωσή τους και προτού μεταφερθούν και τακτοποιηθούν. Τα όπλα προωθήθηκαν σε διάφορες ανταρτικές ομάδες, οι οποίες μέχρι τότε ήταν εφοδιασμένες μόνο με κυνηγετικά. Η επιχείρηση πέτυχε απόλυτα και η Ε.Ο.Κ.Α. ενισχύθηκε σημαντικά. Λίγο αργότερα, 28.11.1955, αποπειράθηκε να εκτελέσει τον Βρετανό πράκτορα Τέυλορ, τον οποίο και τραυμάτισε. Τότε ο Ανδρέας βρέθηκε αντιμέτωπος με ένοπλους στρατιώτες σωματοφύλακες του πράκτορα. Πρόταξε εναντίον τους το όπλο του, το οποίο έπαθε εμπλοκή και έτσι οι στρατιώτες τον συνέλαβαν, αφού τον πλήγωσαν. Καταδικάστηκε σε θάνατο και μαζί με το συναγωνιστή του Καραολή. Μάλιστα ήταν οι πρώτοι που απαγχονίστηκαν από τους Άγγλους κατακτητές. Προηγουμένως, είχε υποβάλει έφεση η οποία απορρίφθηκε, όπως απορρίφθηκε και η αίτηση για χάρη, την οποία κατέθεσαν οι δικηγόροι στον αρχηγό των κατοχικών δυνάμεων του νησιού Χάρτιγκ και τη νεαρή βασίλισσα της γηραιάς αλβιόνος Ελισσάβετ.


Ο Γάλλος φιλόσοφος βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας, Αλμπέρ Καμύ, απηύθυνε προσωπικά γραπτή έκκληση στην ακατάδεχτη νεαρή Ελισάβετ για απονομή χάριτος. Η επιστολή αυτή αποκτήθηκε από τον φιλάνθρωπο και επιχειρηματία Νάσο Κτωρίδη και δωρήθηκε στο Εθνικό Μουσείο Αγώνα στη Λευκωσία.

Ο Μιχαλάκης Καραολής οδηγήθηκε στην αγχόνη στις 10.5.1956 τραγουδώντας τον Εθνικό ύμνο μαζί με τον Ανδρέα Δημητρίου. 

   

   Εκτελέστηκε πρώτος λέγοντας: Εμένα δεν πρέπει να με λυπάστε, αφού εγώ δεν βρίσκω λόγο για να με κλαίω, ούτε οι συγγενείς μου πρέπει να με κλαίνε. Οι Άγγλοι δεν επέτρεψαν στην οικογένειά του να πάρει το σώμα του και να το θάψει, αλλά αντ' αυτού το έθαψαν, μαζί με το σώμα του Δημητρίου, οι ίδιοι οι δήμιοι σε ένα περιφραγμένο χώρο εντός των φυλακών, τα λεγόμενα Φυλακισμένα Μνήματα. Ο Μιχαλάκης Καραολής κατά την διάρκεια της κράτησης του ανέφερε σε ένα γράμμα προς τους φίλους του τα παρακάτω:

Τα Ελληνόπουλα δεν ξέρουν

μόνο πως πρέπει να ζουν
Ξέρουν και πώς να πεθαίνουν
Και πως την πατρίδα να τιμούν.

   
Δεύτερος από δεξιά ο Καραολής
  Την ίδια ώρα ο Μιχ. Δημητρίου έλεγε: “
Το μόνο που λυπούμαι είναι που δεν θα προλάβω να δω την Κύπρο μας ελεύθερη”.Κι αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια προς τη μάνα του, λίγες ώρες πριν από τον απαγχονισμό του.
Στο καλό, γιε μου και να έχεις θάρρος ως το τέλος”, ήταν η απάντησή της.

Η εκτέλεση αυτών των Κυπρίων αγωνιστών προκάλεσε εντονότατο ρεύμα αγανάκτησης σ΄ ολόκληρο τον κόσμο. Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκαν πολλές συγκεντρώσεις και πορείες, που συχνά αντιμετωπίστηκαν βάναυσα από την ... ελληνική αστυνομία! [μη χαλάσουν οι σχέσεις μας με τους .... σνομπ ''φίλους'' μας της Βρετανίας]

   


                                     

                                                    Αθάνατοι!


Ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος [ο εν Βουναίνη] (9 Μαΐου) του Κων. Α. Οικονόμου δασκάλου + ΒΙΝΤΕΟ

 

Ο Άγιος Νικόλαος ο Νέος [ο εν Βουναίνη] (9 Μαΐου)

+ ΒΙΝΤΕΟ με το απολυτίκιο

του Κων/νου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

  

    Ο Νικόλαος γεννήθηκε στην Μ. Ασία από ευσεβείς και ευγενείς γονείς και ανατράφηκε από μικρός με τα νάματα της χριστιανικής πίστης. Όταν μεγάλωσε, οι γονείς του τον κατέταξαν στο στρατό του βυζαντινού κράτους όπου και ήταν το πρότυπο του ήρωα για τους συστρατιώτες του χάρις στα σπουδαία του ανδραγαθήματα. Όταν ο βασιλιάς, μετά από λίγα χρόνια, έμαθε για το χαρακτήρα του πιστού του στρατιώτη, τον κάλεσε στο παλάτι και του απένειμε το οφφίκιο1 του Δούκα και του διοικητή μιας επαρχίας. Και στα νέα του καθήκοντα διέπρεπε ο Νικόλαος, μέχρι που κλήθηκε ξανα από το βασιλιά μαζί με άλλους σημαντικούς στρατιωτικούς για να αντιμετωπίσουν ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε με μια στάση των κατοίκων της Θεσσαλίας που αντιδρούσαν για την υπερβολική φορολόγησή τους2. Έτσι τα αυτοκρατορικά στρατεύματα της Κων/λης έχοντας επικεφαλής τους, μεταξύ άλλων, και τον Νικόλαο άρχισαν τον αγώνα για να υποτάξουν τους Θεσσαλούς στασιαστές. Βλέποντας όμως την αντίσταση των Λαρισαίων και των λοιπών Θεσσαλών καθώς και τους νεκρούς των συγκρούσεων, αποφάσισε να αποσυρθεί απ’ τα εγκόσμια και να αφοσιωθεί στην ασκητική ζωή. Έτσι πήγε στους λόφους της περιοχής Βουναίνης3, όπου μόναζαν και άλλοι ασκητές, και, μαθητεύοντας κοντά τους, παρουσίαζε μεγάλη πρόοδο στην αρετή. Ο συναξαριστής αναφέρει μια εισβολή Αβάρων (ή πιθανότερα Σαρακηνών) που έγινε εκείνα τα χρόνια, στη διάρκεια της οποίας ρημάχτηκε η ύπαιθρος της Θεσσαλίας. Μαθαίνοντας οι βάρβαροι την ύπαρξη των ασκητών, οδηγήθηκαν προς τα εκεί για λεηλασία και καταστροφή. Ο Νικόλαος, βλέποντας τους εισβολείς, στήριξε τους συναθλητές του για να μη δειλιάσουν. Οι βάρβαροι συνέλαβαν τον Νικόλαο και προσπάθησαν να τον πείσουν ν’ αρνηθεί την πίστη του με υποσχέσεις και κολακείες στην αρχή, με χτυπήματα και μαστιγώσεις στη συνέχεια. Μάταια, όμως, γιατί ο Νικόλαος έμενε στέρεος στην πίστη του. Τότε ο επικεφαλής των φονέων διέταξε να τον δέσουν σ’ ένα δέντρο όπου τον κατατρύπησαν με τις λόγχες τους. Τέλος τον έσυραν μισοπεθαμένο και τον αποκεφάλισαν την 9η Μαΐου. Στο «Μέγα Συναξαριστή» αναφέρονται ενδεικτικά ορισμένα θαύματα που έκανε ο Άγιος μετά το θάνατό του4.

   

   Ο ιστορικός μελετητής Α. Σοφιανός5 υποστήριξε ότι ο αρχηγός των Σαρακηνών (άρα Αράβων και όχι Αβάρων) αρνησίθρησκος Δαμιανός, μετά την άλωση της Δημητριάδας, γύρω στο 900 μ.Χ. εισέβαλε και στο εσωτερικό της Θεσσαλίας. Έτσι σύμφωνα και με ένα αγιολογικό κείμενο6 του 10ου αιώνα, ο Νικόλαος επικεφαλής τότε μιας μικρής στρατιωτικής μονάδας στη Λάρισα αποσύρθηκε, προ του κινδύνου με τις δυνάμεις του και τον αρχιεπίσκοπο Φίλιππο, στους πρόποδες του όρους Τέρναβος (Μελούνα), όπου πίστευε ότι μπορούσε να οχυρωθεί καλύτερα. Εκεί τελικά νικήθηκε αλλά κατόρθωσε να διαφύγει προσωρινά για να συλληφθεί αργότερα. Έτσι μετά τη σύλληψή του και την άρνησή του να αλλαξοπιστήσει θανατώθηκε μαρτυρικά στη Βούναινα. Αντίθετα, η ιστορικός Άννα Αβραμέα7 υποστηρίζει ότι η επιδρομή που περιγράφει ο Συναξαριστής αφορά στους Βουλγάρους του Συμεών που έκαναν επιδρομές στη Θεσσαλία στα τέλη του 9ου αιώνα και τις αρχές του 10ου. Προσωπική μου γνώμη είναι ότι η άποψη του Δ. Σοφιανού είναι η ορθή διότι οι Βούλγαροι ήταν ήδη από την εποχή του τσάρου τους Βόριδος (Μιχαήλ) Χριστιανοί, ενώ αντίθετα οι Σαρακηνοί επιδίωκαν πάντοτε το βίαιο εξισλαμισμό των αιχμαλώτων τους.

   

 Σήμερα η τίμια κάρα του Αγίου βρίσκεται ως ιερά παρακαταθήκη στην ομώνυμη Ι. Μονή της Άνδρου.

Εχων παρρησίαν πρός τόν Χριστόν, πρέσβευε ἀπαύστως,

πάσης ρύεσθαι συμφορᾶς,τούς τήν ἄθλησίν σου, Νικόλαε τιμῶντας,

και ἀπεκδεχομένους, τήν θείαν χάριν σου.


ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ: 


1 Εδώ έχει τη σημασία του αξιώματος.

2Πρόκειται πιθανώς για μια στάση ανάλογη μ’ αυτή του «Μούλτου», Κων.Α. Οικονόμου, Η Λαρισα και η θεσσαλικη Ιστορία, γ΄τόμος, Λάρισα 2008.

3 Μετά το 1371 το όνομα της Βουναίνης (ή Βουνένης) που ήταν και έδρα Επισκοπής δεν αναφέρεται από καμιά πηγή.

4 «Μέγας Συναξαριστής», τόμος Ε΄, σ. 241-2.

5 Δ. Σοφιανός, Ο Άγιος Νικόλαος ο εν Βουναίνη, Αθήναι 1972.

6 Κώδικας αρ. 81, στην Ι. Μ. Μεταμόρφωσης του Σωτήρα Μετεώρων.

7 Α. Αβραμέα, Βυζαντινή Θεσσαλία., σελ.89-91 και 129.

Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα 6.5. 1974 + 2 ΒΙΝΤΕΟ [Ο βίος της και η παράκληση στην Αγία]

 


Οσία Σοφία η εν Κλεισούρα 6.5. 1974 + 2 ΒΙΝΤΕΟ [Ο βίος της και η παράκληση στην Αγία]

Κωνσταντίνος Οικονόμου


   Η Οσία Σοφία Χοτοκουρίδου, το γένος Αμανατίου Σαουλίδου, γεννήθηκε το 1883 μ.Χ. στο χωριό Σαρή-ποπά (ή Σαρή-παπά) της επαρχίας Αρδάσης Τριπόλεως, Νόμου Τραπεζούντας του Πόντου. Το 1907 μ.Χ. παντρεύεται με τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη στο χωριό Το(γ)ρούλ της επαρχίας Αρδάσης και μετά από τρία χρόνια, το 1910 μ.Χ., απέκτησε ένα παιδί. Έπειτα από δύο χρόνια, χάνει το παιδί της το οποίο βρίσκει τραγικό θάνατο, αφού φαγώθηκε από χοίρους, ενώ δυο χρόνια μετά, το 1914 μ.Χ. χάνει και τον άντρα της τον οποίο τον πήραν οι Τούρκοι στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε. Η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο Άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο.
    Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε» και οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία».

   

   Το 1927 με παρότρυνση της Παναγίας πηγαίνει στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ιερά Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή. Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.

   Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν’ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρόσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ’ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ’ όλα αυτά όμως, το κεφάλι της ευωδίαζε.

    Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό, τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Νήστευε και με το παλαιό και με το νέο ημερολόγιο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν και όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».

    Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.
 

 Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς... Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».

Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.

    Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Το 1967 μ.Χ., αρρώστησε βαριά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά έλεγε: «Θα ‘ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.
 

 Η Οσία Σοφία, η «ασκήτισσα τῆς Παναγιᾶς» όπως αποκαλείται, εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974 μ.Χ. Στις 7 Ιουλίου 1981 μ.Χ. γίνεται η πρώτη ανακομιδή των λειψάνων της, τα οποία ευωδιάζουν. Στις 27 Μαΐου 1998 μ.Χ. γίνεται η δεύερη ανακομιδή των λειψάνων της τα οποία μεταφέρονται στο μοναστήρι από το Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ. Η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε το 2011 μ.Χ. στις αγιολογικές δέλτους της και την 1η Ιουλίου 2012 μ.Χ., έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά.
    Στο πρώτο βίντεο, που ακολουθεί, θα ακούσουμε εκτός από το βίο της Οσίας, το ιστορικό της Ι. Μ. Κλεισούρας αλλά και θα ακούσουμε την Οσία Γερόντισσα να ψάλλει ένα ψαλτοτράγουδο στην Θεοτόκο.

ΤΟ 1ο ΒΙΝΤΕΟ - Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ: 

ΤΟ 2ο ΒΙΝΤΕΟ: Η ΠΑΡΆΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΊΑ, ΕΔΩ:



ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ

Οι Γαλαξίες [Β΄μέρος] + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου

  Οι Γαλαξίες [Β΄μέρος] + ΒΙΝΤΕΟ Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου στο 32ο Δ. Σχ. Λάρισας-συγγραφέα ΣΥΣΤΑΣΗ ΓΑΛΑΞΙΩΝ : Όπως απέ...

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ....