Η τελευταία βαπτιστική
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK.GR
Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου
Η συγκινητική συνέχεια στο ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK που ακολουθεί:
Η τελευταία βαπτιστική
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ-AUDIOBOOK.GR
Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου
Η συγκινητική συνέχεια στο ΒΙΝΤΕΟ-AUDIOBOOK που ακολουθεί:
Η Ήβη: η θεότης της νιότης
από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου
ΓΕΝΙΚΑ: Η Ήβη, στον ελληνικό Μύθο, ήταν η θεότητα της νεολαίας και της νεότητας1. Το ρωμαϊκό αντίστοιχο, κατ΄ απομίμηση της ελληνικής Μυθολογίας κι εδώ, ήταν η Juventus. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας2 και θεωρείτο οινοχόος των θεών, αφού εξυπηρετούσε τους Ολύμπιους θεούς στα συμπόσιά τους με νέκταρ και αμβροσία. Καθήκον της ήταν ακόμη η προετοιμασία των λουτρών του Άρη, ενώ βοηθούσε την Ήρα όταν εκείνη προετοίμαζε το άρμα της3. Από τον Ηρακλή, που μετά την αθανασία του και την ανακήρυξή του σε θεό, νυμφεύτηκε την Ήβη, απέκτησε δυο γιους. Τον Αλεξιάρη και τον Ανίκητο4. Η Ήβη εμφανίζεται ως η έχουσα την εξουσία να δίνει την αιώνια νεότητα, και στην τέχνη εμφανίζεται συνήθως μαζί με τον πατέρα της, το Δία, με το σύμβολο ενός αετού, προσφέροντας συχνά ένα φλιτζάνι σε αυτόν. Η παράσταση ήταν συχνή στην κλασική Εποχή, χαραγμένη συνήθως σε πολύτιμους λίθους, αλλά στην ύστερη Αρχαιότητα, φαίνεται να σχετίζονται με την πεποίθηση ότι ο αετός [όπως και το μυθικό πουλί Φοίνικας], είχε την ικανότητα να ανανεώσει τον άνθρωπο επαναφέροντάς τον στην εφηβική ηλικία των 18 ετών, ικανοποιώντας έτσι τον αιώνιο πανανθρώπινο πόθο.
ΑΡΧΑΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ: Στην τραγωδία του Ευριπίδη, “Ηρακλείδες”, η Ήβη χορήγησε ξανά τη νεότητα στον Ιόλαο, μετά από την προσευχή του σ΄ αυτή, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον διώκτη των Ηρακλειδών, Ευρυσθέα και το στρατό του.
Στην τέχνη, η Ήβη απεικονίζεται συνήθως φορώντας ένα αμάνικο φόρεμα. Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ήβη ήταν ένα εξαιρετικά δημοφιλές θέμα στη δυτική τέχνη κατά την περίοδο από 1750 έως 18505.
Οι Φλειάσιοι, που ζούσαν κοντά στη Σικυώνα, τιμούσαν την Ήβη, την οποία αποκαλούσαν και [η] Δία, ως προστάτη των ικετών. Η Ήβη επίσης λατρευόταν ευρύτερα στην Ελλάδα ως θεά της χάριτος ή της συγχώρεσης. Έτσι ένας φυλακισμένος για να απελευθερωθεί, έπρεπε να κρεμάσει τις αλυσίδες του σε ιερά άλση της θεάς, όπως για παράδειγμα συνέβαινε στο ιερό της στο Φλειούντα.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ: Το όνομα Ήβη προέρχεται από την ελληνική λέξη που σημαίνει “νεότητα” ή “κύριος της ζωής”. Από αυτό η ηλικία της νεότητας ονομαζόταν και ονομάζεται “εφηβεία” [> επί την ήβην], ο νέος στην ηλικία των δεκαοκτώ, “έφηβος”, ενώ ακόμη και η στράτευση στην αρχαία Αθήνα που οριζόταν σ΄ αυτή την ηλικία ονομαζόταν “εφηβεία”.
Konstantinosa.oikonomou@gmail.com
1. Στην πρωτο-Ινδοευρωπαίκή=(H) IEG w -eh-,= “η νεολαία, το σθένος", σχετ. Beekes, Ετυμολογικό Λεξικό της Ελληνικής, Brill, 2009, 507 σ.
2. Σχετικά: Ησίοδος, Θεογονία, 921. Όμηρος, Οδύσσεια, Λ, 601. Πίνδαρος, Τέταρτη Ωδή Ισθμιονικών, Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 1.13.
3. Ιλιάδα, Ε 722.
4. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 2. 7.7.
5. Το 1773, ο Francois-Hubert Drouais, ζωγράφισε την Μαρία Αντουανέττα {!!} ως Ήβη!
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης: Άρατε πύλας AUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ
διαβάζει ο Κων/νος Οικονόμου
Το ''Άρατε πύλας'', είναι ένα διήγημα του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη, που πρωτοδημο-σιεύτηκε το 1891. Ο συγ-γραφέας και δημοσιογράφος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1850-1929) ήταν εξάδελφος του Αλέξανδρου Παπαδια-μάντη από την πλευρά της μητέρας του.
Ὁ μπαρμπα-Κώστας, ἕως 65 ἐτῶν γέρων, ἄγαμος κ' ἐν τῷ παρελθόντι κ' ἐν τῷ μέλλοντι πλέον, εἶχε προσληφθῆ ἀπὸ 15 ἐτῶν ὡς ὑπηρέτης ἐν τῷ ναΐσκω τῆς κωμοπόλεως, ὡς ἐκκλησιάρχης κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν πόλεων, ὡς κανδηλάπτης κατὰ τὴν γλώσσαν τοῦ λαοῦ. Ἤξευρε καὶ ὀλίγα γραμματάκια. Ἦτο μέτριος τὸ ἀνάστημα. Κατ' ἀρχὰς εἶχεν ἐπιδοθῆ εἰς τὸ ναυτικὸν στάδιον, ἀκολουθῶν τὸ γενικὸν ρεῦμα τῶν κατοίκων τῆς θαλασσινῆς πολίχνης. Διὰ δὲ τῆς φιλοπονίας του κατώρθωσε νὰ ἀποκτήσῃ καὶ μικρὰν λέμβον, ἀγοράσας αὐτὴν ἀντὶ εὐτελοῦς ποσοῦ, ἡμισύντριμμα ἀπό τινος ναυαγήσαντος ὁλλανδικοῦ ἱστιοφόρου, μίας φοβερᾶς Οὔρκας, εἰς τὴν διάσωσιν τῶν ναυαγίων τῆς ὁποίας εἰργάσθη, ἀνακαλύψας ἐκεῖ εἰς τὸ ἄνεμο, εἰς τὰς ὀπὰς καὶ ῥαγάδας τῆς τρικυμιώδους ἀκτῆς, καὶ ἕνα κασκέτο ὁλλανδικόν, ἀντὶ δὲ τῶν ὀλίγων μισθῶν του ἔλαβε τὴν χαλασμένην ἐκείνην λέμβον, τὴν σκαμπαβίαν, ὡς τὴν ὠνόμαζεν.
Ἐπειδὴ δὲ ἦτο κατεσκευασμένος κατὰ τὴν παροιμίαν πολυτεχνίτης καὶ ῥημοσπίτης, μόνος του ἤξευρε καὶ ὀλίγην μαραγκοσύνην ἐπιδιώρθωσε τὴν λέμβον καὶ ἐκυκλοφοροῦσε μὲ τὸ κασκέτον, τὸ ὁποῖον ἐφόρει πάντοτε, ἐπονομασθεῖς διὰ τοῦτο «Ὁλλαντέζος». Πλὴν δὲν ἦτο διόλου τυχηρὸς ὡς κυβερνήτης. Περισσότερον τυχηρὸς ἦτο ὅταν δὲν εἶχε τίποτε. Πρέπει νὰ ἐναυάγησε πεντάκις μὲ τὴν σκαμπαβίαν του ἐκείνην, πότε εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς νήσου μεταφέρων τὸν Ἰούνιον θημωνίας σίτου ἀπὸ ἑνὸς ὅρμου εἰς ἕτερον, πότε εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς Εὐβοίας τὸν Αὔγουστον, ὄτε συνήθιζε νὰ μεταφέρῃ εἰς Λοκρίδα τοὺς μελισσάδες τῆς νήσου.
—« Ὅλο μέσ' στὸ καλοκαίρι πέφτεις ὄξω, καημένε Ὁλλαντέζο», τῷ παρετήρουν οἱ κάτοικοι φιλοσκώμμονες πάντοτε.
—« Ἔλα ντέ!», ἀπῆντα ὁ θαλασσοπνιγμένος ναύτης, ὅστις μετὰ τὸ ναυάγιον ἀνήρχετο τὸν ἀνήφορον τῆς ἀγορᾶς, ὑψηλὰ κρατῶν τὴν κεφαλήν, ὡς νὰ ὑπερηφανεύετο, διότι κατώρθωνε νὰ ναυαγῇ καὶ νὰ διασώζεται.
Τέλος, νύκτα τινὰ τοῦ χειμῶνος μεταφέρων ξύλα ἀπὸ τῆς Κεχρεᾶς, καὶ συναντήσας τρικυμίαν κατὰ τὴν ἐπιστροφήν του, μόλις ἔσωσε τὴν ζωήν του καὶ τὸ κασκέτο του τὸ ὁλλανδικόν, ῥιφθεῖς ἔξω εἰς τοὺς βράχους τοῦ Μικροῦ Ἀσέληνου, ἀποτόμου καὶ ἀλιμένου ἀκτῆς, ὅπου ἡ σκαμπαβία διελύθη εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη. Καὶ τὰ μὲν καρφία ἐβυθίσθησαν εἰς τὸν βαθὺν πυθμένα, αἳ δὲ σανίδες διεσπάρησαν εἰς τὸ πέλαγος μεταβληθεῖσαι εἰς γιαλόξυλα.
Καὶ τότε πλέον ἀνέβη τὸν ἀνήφορον τῆς ἀγορᾶς χωρὶς νὰ ἔχῃ ὑψηλὰ τὴν κεφαλὴν του ὁ ἀφελὴς ναυαγός. Εἶχε σύρει τὸ κασκέτο μέχρι τῶν ὤτων καὶ ἀνέβαινε χωρὶς νὰ βλέπῃ σχεδόν, προσκρούων εἰς τὰ λιθάρια καὶ τὰ καλδερίμια.
Τοῦ ἦλθεν ὡς ἐντροπὴ καὶ ἔκτοτε δὲν ἐπάτησεν εἰς τὴν θάλασσαν, ἀλλ' ἀφιερώθη εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς Ἐκκλησίας ἀποκτήσας τὴν ἀγάπην τῶν ἐφημερίων, τῶν ἐπιτρόπων καὶ τῶν ἐνοριτῶν. Ἰδίως ὅμως τὸν ἠγάπησαν τὰ μικρὰ παιδία, διότι τόσον καλὰ καὶ μὲ τόσην τάξιν ἐμοίραζε πρὸς αὐτὰ τὰ κόλλυβα ὁ «Ὁλλαντέζος», ὥστε ἔπαιρναν ὅλα μὲ ἡσυχίαν.
Καὶ διὰ τοῦτο καὶ τὸν ἐσέβοντο, τηροῦντα σιωπὴν ἀπόλυτον ἐν τῷ ναῶ. Καὶ τὸν ἔβλεπες ἐκεῖ τὸν μπαρμπα-Κώσταν μὲ τὸ ὀλλανδικὸν κασκέτο του ἐν μέσῳ τῶν παιδίων ὡς ἀπόμαχον πλοίαρχον διατάσσοντα ἐν τάξει τὰ πάντα. Καὶ μήπως δὲν ἦτο ἀπόμαχος πλοίαρχος; Καὶ μήπως δὲν ἔπιε τὴν θάλασσαν μὲ τὴν κουτάλαν, ὡς λέγουν;
Τί τάχα νὰ ταξιδεύῃ τις εἰς τοὺς φοβεροὺς ὠκεανοὺς ἢ εἰς τὰ κοιμώμενα παράλια τοῦ Μαλιακοῦ; Τί τάχα νὰ ναυαγήσῃ τις εἰς τὸν Εὔξεινον Πόντον ἢ εἰς τὴν εἰρηνικὴν ἀκτὴν τοῦ Παγασητικοῦ; Τὸ ναυάγιον εἶναι πάντοτε ναυάγιον καὶ ὁ ἄνθρωπος πνίγεται ὁμοίως εἴτε εἰς τὸ πέλαγος εἴτε εἰς τὸν λιμένα. Καὶ εἰς μία φούχτα νερὸ ἀκόμη.
Ὁ μπαρμπα-Κώστας κατέστη εἰδικὸς ὅμως εἰς μίαν ὑπηρεσίαν σπουδαίαν τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τὸ ὁποῖον ἠγαπάτο ἀπὸ ὁλόκληρον τὴν πολίχνην. Ὑπεκρίνετο περίφημα τὸν ᾍδην τὸ Μέγα Σάββατον, κατὰ τὴν ἐπάνοδον τοῦ Ἐπιταφίου.
Εἶναι συνήθεια ἀρχαιοτάτη εἰς τὴν νῆσον, ἀφοῦ ὁ Ἐπιτάφιος ἐν λιτανείᾳ περιέλθη ἐν ὡραίῳ πανοράματι τὴν ἐνορίαν ὅλην, κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν νὰ κλείωνται αἳ πύλαι τοῦ ναοῦ καὶ νὰ μὴ ἐπιτρέπηται ἡ εἰς αὐτὸν εἴσοδος τοῦ Ἐπιταφίου. Παρίσταται κατὰ τρόπον παραδόξον ἡ σκηνὴ τῆς εἰς ᾍδου καταβάσεως τοῦ Σωτῆρος, ὡς φέρεται τοῦτο ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ παραδόσει.
Τότε ὁ πρῶτος τῶν ἐφημερίων, προσεγγίζων εἰς τὰς πύλας κελεύει ἐπιτακτικῶς κρούων αὐτᾶς καὶ κράζων:
— «Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης!».
Ὁ δὲ ἔσωθεν τῶν κεκλεισμένων πυλῶν παρὰ τὰ κλεῖθρα ὑποκρινόμενος τὸν ᾍδη ἐρωτᾶ αὐθαδῶς:
— «Τὶς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;».
Ἡ ἐπιτακτικὴ κέλευσις ὡς καὶ ἡ αὐθάδης ἐρώτησις ἐπαναλαμβάνονται ἐκ τρίτου. Καὶ τότε τὴν τρίτην φορὰν ὁ ἱερεὺς ὠθῶν ἰσχυρῶς διὰ τοῦ ποδὸς καὶ τῶν χειρῶν τὰς πύλας, ἀναφωνεῖ ἐν κυριαρχικῇ δυνάμει:
— «Κύριος τῶν Δυνάμεων, αὐτὸς ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς Δόξης!». Καὶ ἀνοίγει βασιλικῶς καὶ αὐταρχικῶς τὰς πύλας, καὶ οὕτως εἰσέρχεται εἰς τὸν ναὸν ὁ Ἐπιτάφιος.
Εἰς ταύτην λοιπὸν τὴν παράστασιν κατέστη εἰδικώτατος ὁ μπαρμπα-Κώστας. Ὑπεκρίνετο τόσον ἐπιτυχῶς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀντάρτου ᾍδου, τοῦ μὴ θέλοντος ν' ἀναγνωρίσῃ Δεσπὸτην καὶ Κύριον ἀνώτερόν του, ὥστε τρόμος κατελάμβανε τὸ πλῆθος ὅτε ἤκουε τὰς τρομερὰς ἐκείνας ἐρωτήσεις του:
— «Τίς ἐστιν οὗτος, ὁ βασιλεὺς τῆς Δόξης;».
Ἐτόνιζε τὰς λέξεις κατ' ἴδιον τινὰ τρόπον πολὺ τρομακτικόν. Ἐκίνει τὴν κεφαλὴν του ἔσωθεν, ἠγρίευε τοὺς ὀφθαλμούς του, αἳ τρίχες τῆς κόμης του ἀνεσουσουρώνοντο, καθὼς τὸν περιέγραφον ὅσοι ἔμενον ἔνδον νὰ τὸν θαυμάσουν κατὰ τὴν θαυμασίαν του ὑπόκρισιν, ὅλον τὸ σῶμα τοῦ ἔτρεμε· κ' ἐν γένει ἐπαθαίνετο ὡς νὰ ἦτο αὐτὸς ὁ ᾍδης ἀληθῶς μὲ τὴν σατανικὴν ἐπὶ τοῦ κόσμου δύναμιν, προαισθανόμενος προσεγγίζον τὸ τέλος του.
Καὶ κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο τὸ Μέγα Σάββατον τὴν αὐγὴν ὁ μπαρμπα-Κώστας ἦτο εἰς τὴν θέσιν του ὑπερήφανος διὰ τὸ πρόσωπον τὸ φοβερὸν ὁπού ἤθελε ὑποκριθῇ. Καθήμενος πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ κενοῦ, πλὴν καταφωτίστου ναοῦ, ἀνέμενε τὴν ἐπάνοδον τοῦ Ἐπιταφίου, ἔχων ὕφος ἐπίσημον κυριάρχου. Δὲν ἦτο πλέον ὁ πτωχὸς κανδηλάπτης μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω. Ἵστατο ἀσκεπὴς ἐπὶ τοῦ μαρμαρίνου κατωφλίου ὡς εἰ ἔλεγεν:
— «Ἐγὼ εἶμαι! Δὲν δέχομαι κανένα μέσα, οὔτε τὸν Βασιλέα».
Ἰδού! ἀκούονται μακρόθεν ψαλμωδίαι γλυκύτατοι καὶ τρυφεραὶ ὡς κλαυθμοί, ὡς θρῆνοι:
— «Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον!…», ψάλλουσι τὸ πομπικὸν ἄσμα. «Τὸν ἥλιον κρύψαντα», τὸ ἐξόδιον μέλος, τὸ τρυφερὸν ἐκεῖνο τροπάριον, τὸ ὁποῖον συγκινεῖ καὶ τὰ ἄψυχα:
— «Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον!…».
Ὁ Ἰωσὴφ παρακαλεῖ τὸν Πιλάτον ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτῷ νὰ θάψῃ «τὸν ξένον Ἰησοῦν καὶ ὠνειδισμένον…». Ψάλλουσιν οἱ μελίφθογγοι ψάλται, ἀκολουθοῦντες τὴν λιτανείαν τοῦ Ἐπιταφίου καὶ ὑπηχεῖ ὁ λαὸς ὡς δι' ἑνὸς στόματος…
… Ἤδη ὁ μπαρμπα-Κώστας ἔκλεισε τὰς πύλας τοῦ ναοῦ. Ἡ λιτανεία ἕστη πρὸ αὐτοῦ ἐν τῇ μικρᾷ πλατείᾳ. Καὶ ὁ Ἐπιτάφιος ἕστη ὡσαύτως, πλὴν κρατεῖται ὑψηλὰ πολὺ ἀπὸ τοῦ ἐδάφους ἐπιτηδείως, μὴ γίνῃ προπετὴς διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων ἀκαίρως. Ὀπίσω δὲ εἰς δύο γραμμὰς ἔνθεν καὶ ἔνθεν μὲ τὰς λαμπάδας ἀναμμένας ἵστανται ἐν σιγῇ οἱ ἄνδρες χωριστὰ καὶ χωριστὰ αἳ γυναῖκες. Τὸ ᾄσμα ἔπαυσεν.
Ὁ γέρων Οἰκονόμος τότε ἀργὰ-ἀργὰ πλὴν μετὰ δυνάμεως ἱκανῆς -τους εἶχε ζωηρεύσει ὅλους τόσα χρόνια ὁ ζωηρὸς τρόπος τοῦ μπαρμπα Κώστα- κελεύει:
— «Ἄρατε πύλας οἱ Ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης!»
Καὶ πάραυτα ἀκούεται ἔσωθεν φωνὴ τραχεία καὶ ἠχηρά, ὡς ὅταν φωνάζουν διὰ τῆς κογχύλης οἱ ἁλιεῖς, φωνὴ ὑπέροφρυς, αὐθάδης φωνή:
— «Τίς ἐστιν οὗτος, ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;»
Τόσον δὲ ζωηρὰ, ὥστε ποτὲ δὲν τὸ ἐνθυμοῦντο οἱ ἄνθρωποι. Τινὲς μάλιστα ἐψιθύρισαν δειλά:
— «Ἔχει ὄρεξι ἐφέτος ὁ Ὁλλαντέζος.»
Τότε τινές, ἰδίως ἐκ τῶν ναυτῶν, ἐκπλαγέντες ἀπὸ τὴν προπετῆ πρόσκλησιν, ἤρχισαν νὰ ἑτοιμάζουν τὰς χονδρᾶς ἐξ ἐλαίας ράβδους των, νομίσαντες ὅτι θ' ἀρχίσῃ ἀληθὴς πάλη πρὸς ἐκβίασιν τῆς εἰσόδου. Καὶ ὁ ἱερεὺς τὴν τρίτην φορὰν ἐμπνευσθεῖς καὶ αὐτὸς ἐκ τῆς ἐμπνεύσεως τοῦ ἀγαθοῦ κανδηλάπτου ἐκραύγασεν ἐπιτακτικώτερον τὸ «Ἄρατε», ὡς νὰ ἤθελε νὰ κατανικήσῃ καὶ τὴν τελευταίαν ἀντίστασιν τοῦ ζωηροῦ ᾈδάρχου καὶ συγχρόνως ὤθησε μετὰ δυνάμεως ἀσυνήθους τὰς πύλας διὰ χειρῶν καὶ ποδῶν, ἐπιδοκιμάζοντος τοῦ πλήθους. Καὶ πάραυτα ἀνεώχθησαν πέρα-πέρα μετὰ πατάγου φοβεροῦ αἳ πύλαι καὶ κρότου μὴ ἀκουσθέντος ἄλλοτε. Κι ἔλαμψαν ἰδοὺ οἱ ἀναμμένοι τοῦ ναοῦ πολυέλαιοι. Ὁ δὲ ἱερεὺς ψάλλων τὸ «ὁ Μονογενὴς Υἱός…» ἠτοιμάζετο νὰ εἰσέλθῃ, ὅτε ἐξαίφνης καὶ συγχρόνως κραυγαὶ ἠκούσθησαν, κραυγαὶ ὡς ἀπὸ δυστυχήματος ἀνελπίστου.
Ὁ μπαρμπα-Κώστας ἀφιερωθεῖς ἐν τῇ προσφιλεῖ του ἀπομιμήσει ἐλησμόνησε μετὰ τὴν τρίτην ἐρώτησιν νὰ παραμερίσῃ εἰς τὰ πλάγια, καὶ τὰ φύλλα τῆς βαρείας πύλης βιαίως ἀνοιγέντα τὸν ἐκτύπησαν εἰς τὰς σιαγόνας, διότι ὑπεκρίνετο ἐγγύς τῆς ὀπῆς τῆς κλειδός, καὶ τὸν ἔῤῥιψαν κάτω εἰς τὰς πλάκας βροντήσαντα ὡς κορμὸν δρυὸς καταπεσούσης ὑπὸ καταιγίδος. Εὐτυχῶς τὸ πάθημα δὲν ἦτο σοβαρώτερον. Ὁ μπαρμπα-Κώστας ἦτο γερὸ κόκκαλο, πέντε φορᾶς θαλασσοπνιγμένος. Ἡ ἱερὰ τελετὴ ἐξηκολούθησεν ἐν τάξει καὶ ἔληξεν ὠσαύτως ἐν τάξει. Καὶ αὐτὴ ἡ διαρπαγὴ τῶν λαμπάδων ἐγένετο ὑπὸ τῶν ναυτῶν ἐν τακτικῇ ἀταξίᾳ. Πλὴν τοὺς νησιώτας κατελύπησε τὸ ἀπρόοπτον πάθημα τοῦ μπαρμπα-Κώστα, ὅστις ἀφοῦ ἔτυχεν ἐκεῖ τῶν πρώτων περιποιήσεων καὶ κατόπιν ἐν τῷ οἰκίσκῳ του, ὑπομείνας ἀφορήτους τωόντι πόνους, καὶ τυχῶν συντονωτάτης ἰατρικῆς περιθάλψεως, ἐκ μέρους τῶν ἐπιτρόπων, ὅμως ἔκειτο τὴν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως πονῶν ἀκόμη, ὡς εἴδομεν, καὶ ἄνευ ὀδόντων πλέον. Ἐν τῇ καταπτώσει ἔχασε καὶ τὰς δύο σειρᾶς τῶν ὀδόντων του. Καὶ ἐλυπεῖτο πλέον ὁ πτωχὸς καὶ ἐπόνει, ὄχι τόσον διὰ τὴν ἀπώλειαν τῶν ὀδόντων, ὅσον διότι δὲν θὰ ὑπεκρίνετο πλέον τὸν ᾍδην, διότι ἡ ἔλλειψις τῶν ὀδόντων θὰ ἠλάττωνε κωμικῶς τὰς πρώτης δυνάμεως τραγικὰς ἐρωτήσεις του.
— «Κ' ἐδῶ ἐναυάηθα!», ἔλεγε νωδῶς μετὰ ταῦτα παραπονούμενος διὰ τὴν τύχην του ὁ ἀγαθὸς μπαρμπα-Κώστας ὁ Ὁλλαντέζος, ἁπλοῦς κανδηλάπτης πλέον τοῦ ναοῦ, φέρων καταφανῆ τὰ διπλὰ σημεῖα τῶν διπλῶν ναυαγίων, τὸ ὁλλανδικόν του κασκέτο καὶ τὰς ἄνευ ὀδόντων σιαγόνας, ἀλλ' ἀντὶ τῆς καλύβης του πλέον ἑκατοικοῦσεν εἰς ἕνα πολὺ εὔμορφον κελλίον ὁποὺ τοῦ ἔκτισαν οἱ ἐπίτροποι ἐντός τοῦ κηπαρίου τοῦ ναοῦ, καὶ ὅπου διῆλθε τὰ γηρατεῖα του ἀγαπώμενος ἀπὸ ὅλους.
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ AUDIOBOOK ΕΔΩ:
Φιλαργυρία: τέκνο απληστίας και μήτηρ, κάποτε (Ιούδας), της προδοσίας! [+ΒΙΝΤΕΟ]
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου
ΓΕΝΙΚΑ: Η φιλαργυρία, πάθος που αιχμαλωτίζει τον άνθρωπο ρίχνοντάς τον στα δεσμά άλλων παθών, από πολλούς ταυτίζεται με την απληστία. Ουσιαστικά απληστία είναι η υπερβολική προσπάθεια ν' αποκτάς, ενώ φιλαργυρία η υπερβολική προσπάθεια να μη χάσεις. Στενός συγγενής του φθόνου είναι η φιλαργυρία. Δεν εννοούμε μόνο εκείνο το είδος της φιλαργυρίας που περιορίζεται στη συσσώρευση χρημάτων, αλλά τη γενική μορφή που εκφράζεται στην απροθυμία του φιλάργυρου να προσφέρει χαρά σε άλλους. Ουσιαστικά ο φιλάργυρος υψώνει τείχος που θα σιγουρέψει, μόνο για τον εαυτό του, τους φτωχικούς του θησαυρούς από τον υπόλοιπο κόσμο. Διακρίνεται εύκολα η σχέση της φιλαργυρίας με τη φιλοδοξία, τη ματαιοδοξία και με τον φθόνο.
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: Στην παγκόσμια γραμματεία έχουμε τη χαρακτηριστική τσιγγουνιά του Αρπαγκόν στο Μολιέρο (ερωτευμένος με το σεντούκι) και του Σάυλοκ στον Σαίξπηρ (που επιμένει να αποζημιωθεί για τα κεφάλαιά του με ανθρώπινη σάρκα). Ο Aγγλος χιουμορίστας συγγραφέας Τζωρζ Μάικς δίνει τη συνταγή της επιτυχούς φιλαργυρίας: «Αν θέλετε να είστε φιλάργυρος, να θυμόσαστε έναν πολύ απλό βασικό κανόνα: Ο φιλάργυρος ποτέ δεν είναι τόσο πλούσιος, ώστε να περιφρονήσει έστω και μια πεντάρα. Δέστε γιατί: Ένας πλούσιος, ιδιοκτήτης τεραστίων κτημάτων, πουλούσε ένα από τα σπίτια του. Ο αγοραστής τού μέτρησε 50.000 λίρες και το τραπέζι εξαφανίστηκε από το τεράστιο χρυσό βουνό που σωρεύτηκε πάνω του. Ο γερο-πλούσιος μέτρησε τέσσερις φορές τα λεφτά. Yστερα άνοιξε μια σαρακοφαγωμένη κασετίνα και έβγαλε τους τίτλους του σπιτιού, τυλιγμένους σε κορδέλα. Τους ξετύλιξε και μετά πολλή σκέψη τους έδωσε στον αγοραστή. Ο τελευταίος, τους πήρε και του είπε: “Μου δίνετε παρακαλώ και την κορδέλα να τους τυλίξω;” Ο γέρος διστάζοντας του απάντησε: “Την κορδέλα; Ευχαρίστως. Πληρώστε μου, όμως, τέσσερις πεντάρες!»
Η ΑΡΧΑΙΑ ΣΟΦΙΑ: Διαβάζουμε στα Δελφικά παραγγέλματα “Πλούτω απόστει”, μακριά από τον πλούτο, γιατί η φιλαργυρία που γεννιέται είναι “μητέρα κάθε ποταπότητας και φαυλότητας” (Φωκυλίδης). Ο Δημόκριτος έλεγε πως οι “τσιγκούνηδες έχουν τη μοίρα της μέλισσας, δουλεύοντας σαν να πρόκειται να ζήσουν για πάντα”. Ο Πλάτων τόνιζε πως“δεν πρέπει να αποκτάμε μόνο τα αγαθά, αλλά να τα χρησιμοποιούμε, γιατί καμιά ωφέλεια δεν προκύπτει μόνο από την απόκτηση.” Ο Ζήνων τοποθετούσε τη φιλαργυρία, μαζί με την ακολασία και τη μέθη, στα κορυφαία πάθη, ενώ ο Διογένης έλεγε: “Η φιλαργυρία είναι η μητρόπολη όλων των παθών”. Ο Σωκράτης παρομοιάζει τη ζωή του φιλάργυρου με δείπνο νεκρού που “ενώ όλα τα έχει δε μπορεί να δοκιμάσει τίποτε”. Ο Αριστοτέλης αντιδιαστέλει την ασωτία με τη φιλαργυρία: “Ο άσωτος ξοδεύει υπερβολικά και δεν λαμβάνει αρκετά, ενώ ο φιλάργυρος λαμβάνει υπερβολικά χρήματα και δεν ξοδεύει αρκετά.” Ακόμη, ο Κικέρων εύστοχα αποφαίνεται για τη γεροντική φιλαργυρία: “Τι πιο παράλογο από έναν οδοιπόρο που αυξάνει τα αποθέματά του για το ταξίδι που πλησιάζει στο τέλος”.
Η ΝΕΟΤΕΡΗ ΣΟΦΙΑ: Ο Ραφουσκό αναδεικνύει την πλάνη των φιλάργυρων: “στο ότι θεωρούν το χρυσό αγαθό, ενώ στην πραγματικότητα είναι μόνο μέσο για απόκτηση αγαθών”, ενώ ο Μίλτον με καθαρά οικονομική ορολογία, στηριζόμενος στον Αριστοτέλη, ορίζει τη φιλαργυρία και όχι τη σπατάλη αντίθετη της οικονομίας! Ο Λαβατέρ δίνει μια πολύ εύστοχη αντιδιαστολή φιλαργυρίας και ασωτίας: “Οι φιλάργυροι πλουτίζουν κάνοντας τον φτωχό, οι δε άσωτοι φτωχαίνουν κάνοντας τον πλούσιο”. Η κινέζικη παροιμία: “Όταν η τσιγκουνιά μπαίνει στο σπίτι η ευτυχία βγαίνει” μας υπενθυμίζει πόσο υποφέρουν τα μέλη της οικογένειας του φιλάργυρου!
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ: Ο Ιούδας λάτρευε τα χρήματα, άλλωστε αυτός κρατούσε το “γλωσσόκομον”, το κοινό ταμείο των μαθητών. Ένα πάθος που τον οδηγεί σε σκοτείνιασμα του μυαλού του. Σε ώρα σκότους γίνεται η σύλληψη του Χριστού και προσφέρεται το προδοτικό φίλημα αντί τριάντα αργυρίων. Το αποτέλεσμα γνωστό. Αντί να ακολουθήσει την οδό της μετανοίας απελπίζεται και αυτοκτονεί. Είχε προσκολληθεί στον ένα από τους δύο κυρίους (Θεόν ή Μαμμωνάν, όπως έλεγε ο Κύριος). Όμως δεν μπορείς να δουλεύεις σε δύο κυρίους. Έτσι εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι “Η φτώχεια στερείται από πολλά, η δε φιλαργυρία από όλα” (Ισαάκ Σύρος). Τα ίδια λέει και ο Απ. Παύλος: “ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία και πολλοί κυριεύθηκαν από αυτή και παραπλανήθηκαν από την πίστη τους και προκάλεσαν στον εαυτό τους πολλές οδύνες” (Α΄Τιμ. στ΄6,7,10). Πολλοί έχοντες το πάθος της φιλαργυρίας αυτοαποκαλούνται “οικονόμοι”. Γι' αυτούς έγραψε ο Ισαάκ ο Σύρος: “Ο δειλός αποκαλεί τον εαυτό του προσεκτικό, όπως ο φιλάργυρος ονομάζει τον εαυτό του οικονόμο”. Ιδιαιτέρως εύστοχος είναι ο ορισμός που δίνει ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής στη φιλαργυρία. Είναι, λέει, το πάθος εκείνου “που λαμβάνει με χαρά και δίνει με λύπη”! Σ' αυτή τη φράση εμπεριέχεται η “εργαλειοποίηση” του άλλου. Το ίδιο λέει και ο Μ. Βασίλειος: “όπως κάνουν τα ψάρια, έτσι και ο πλεονέκτης-φιλάργυρος καταπίνει στο απύθμενο στομάχι του τους αδύναμους”. Είναι αδύνατο ο πλεονέκτης να μη στραφεί κατά του συνανθρώπου του. Γι' αυτό ο έμπειρος ασκητής, Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, συνιστά: “Καλύτερα να κάτσεις παρέα με γύπες, παρά με πλεονέκτη και άπληστο." Οι Πατέρες δεν θεωρούν τη φιλαργυρία απλό ηθικό ολίσθημα, αλλά “θρησκεία” και βασικό προσανατολισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Στα λόγια του Χριστού ότι «όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας» (Ματθ. στ΄21) μοιάζει να συμφωνεί ο Eριχ Φρομ υποστηρίζοντας ότι “θρησκεία συνιστά η ολόψυχη αφιέρωση σε κάτι, το οποίο και νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ζωή”. Κι αυτό το “κάτι” στον φιλάργυρο είναι το χρήμα. Στη χριστιανική οπτική η δίψα για πλούτο στρέφεται στον ίδιο τον υπαρξιακό προσανατολισμό του φιλάργυρου, υποτάσσοντας σ' αυτήν όλα, πράγματα ή πρόσωπα. Eτσι, το χρήμα αναδεικνύεται θεός. Άλλωστε, ο Χριστός τη φιλαργυρία έφερε ως κορυφαίο παράδειγμα επιλογής ασύμβατης προς τον Ίδιο. ΄Η με τον Θεό, είπε, ή με τον Mαμωνά. Η λατρεία του χρήματος σημαίνει μετάλλαξη του ανθρώπου σε απόλυτη ατομικότητα. Κι επειδή αυτό το αμάρτημα είναι ακόρεστο, οι Πατέρες το χαρακτηρίζουν μονιμότερο πάντων. Τα άλλα αμαρτήματα, λέει ο Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, είναι «ολιγόχρονα». Είναι αδύνατο ο φιλάργυρος να μη στραφεί κατά του συνανθρώπου του. Στα φληναφήματα, που καλλιεργούν διαπλεκόμενοι της εκκλησιαστικής εξουσίας πλουτοκράτες, ότι ο πλουτισμός τους είναι “θέλημα Θεού”, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αντιτείνει: «Δεν προέρχεται από τον Θεό το ψωμί του πλεονέκτη». Γι' αυτό και στην εκκλησιαστική παράδοση, ούτε η ελεημοσύνη, ούτε οι προσφορές αποτελούν κολυμπήθρα του Σιλωάμ ώστε να δικαιώνονται οι τρόποι συσσώρευσης του πλούτου. Αντίθετα αξιώνεται διακοπή της εκμετάλλευσης. Ο Μ. Βασίλειος ταυτίζει τον πλεονέκτη με τον «αποστερητή», μ' αυτόν, δηλαδή, που στερεί από τους εργαζομένους τη δίκαιη αμοιβή τους και δεν χορηγεί στους πενομένους τα χρειαζούμενα. Οι δωρεές του στις εκκλησιές δεν μπορούν να γίνονται δεκτές, διότι δεν γίνεται συμμέτοχος της πλεονεξίας-φιλαργυρίας ο Θεός. Ο Γέροντας Άγιος Πορφύριος προσθέτει: «Το αν θα πάμε στον Παράδεισο ή στην κόλαση, δεν εξαρτάται από το αν έχουμε λίγα ή πολλά χρήματα, αλλά από τον τρόπο πού θα χρησιμοποιήσουμε αυτά πού έχουμε. Τα χρήματα, τα κτήματα και όλα τα υλικά αγαθά δεν είναι δικά μας, του Θεού είναι, εμείς έχουμε μόνο τη διαχείριση τους. Πρέπει να ξέρουμε ότι ο Θεός θα μας ζητήσει λογαριασμό και για την τελευταία δραχμή μας, αν τη διαθέσαμε σύμφωνα με το θέλημα του ή όχι».
ΕΠΙΜΥΘΙΟ: Και ποια είναι η απάντηση στη φιλαργυρία: Να ασκηθεί ο άνθρωπος στην ολιγάρκεια, να γίνει «ολιγοδεΐας εραστής» (Άγιος Μάξιμος). Να ζήσει τα υλικά “μετρίως” και την αγάπη “αμέτρως”. Αυτό δεν σημαίνει αποτράβηγμα σε ατομική πνευματική γυμναστική. Ο Ά. Χρυσόστομος παρατηρεί ότι η ύψιστη αρετή της παρθενίας, ούτε καθολική εντολή συνιστά, ούτε οδηγεί μόνη της στον παράδεισο. Ο φιλάργυρος παρθένος θα μείνει εκτός του νυμφώνος! Η έγνοια για τον άλλον, όμως, και καθολική εντολή συνιστά, και στον παράδεισο οδηγεί. Να το αντίδοτο στη φιλαργυρία!
Konstantinosa.oikonomou@gmail.com
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ:
Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου
ΓΕΝΙΚΑ: Η Μεγάλη Άρκτος (Λατινικά Ursa Major, σύμβολο: Uma), αστερισμός που καταγράφηκε από τον μεγάλο Έλληνα γεωγράφο Πτολεμαίο, είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι πάντοτε ορατός από την Ελλάδα. Υπήρξε ανέκαθεν ο γνωστότερος αστερισμός, ως προς το τμήμα του με το χαρακτηριστικό σχήμα της «κατσαρόλας» ή το λεγόμενο «άροτρο». Ως ο τρίτος μεγαλύτερος σε έκταση αστερισμός, “συνορεύει” με οκτώ άλλους [Δράκων, Καμηλοπάρδαλις, Λυγξ, Λέων, Μικρός Λέων, Κόμη Βερενίκης, Θηρευτικοί Κύνες και Βοώτης]. Έχει έκταση στο ουράνιο στερέωμα 1280 τετρ. μοίρες και τα μεγάλα του άστρα [≤ 6,5 φαινομένου μεγέθους1]είναι 209. Είναι ορατός σε γεωγραφικά πλάτη από 90° Βόρεια έως 16° Νότια.
ΙΣΤΟΡΙΑ-ΜΥΘΟΣ-ΠΑΡΑΔΟΣΗ: Αρχαιότερη αναγραφή της Μ. Άρκτου βρίσκουμε στους στίχους της Οδύσσειας, όπου αναφέρεται η Άρκτος, «Άμαξα τη λένε, που μόνο αυτή δε λούζεται στου ωκεανού το κύμα»2. Οι υπόλοιποι πολύ βόρειοι αστερισμοί δεν είχαν ακόμα ανακαλυφθεί την ομηρική εποχή και έτσι δικαιολογείται η λέξη «μόνο» του ομηρικού στίχου. Παρότι ο αστερισμός είχε πολλές ονομασίες και μυθικές συσχετίσεις, σχεδόν παντού ήταν μια αρκούδα [άρκτος]. Οι Γερμανοί πάντως, τον ονόμαζαν Wagen, άμαξα, από όπου και το λαϊκό αγγλικό Wain ή Charle's Wain, δηλαδή Άμαξα του Καρόλου, στη Σαιξπηρική Εποχή. Ο κυρίαρχος μύθος μιλά για τη Νύμφη Καλλιστώ, που αγαπήθηκε από τον Δία και μεταμορφώθηκε σε αρκούδα από την Ήρα, οπότε ο Δίας την εξύψωσε στους ουρανούς. Άλλη εκδοχή θέλει τον αστερισμό απεικόνιση της Άρτεμης, γνωστής με το επίθετο «Καλλίστη». Το όνομα Lycaonia Arctos προέρχονται από τον Λυκάονα, πατέρα της Καλλιστούς, ενώ ο Σοφοκλής, στον Οιδίποδα αποκαλεί τον αστερισμό «Αρκάδιον αστέρα», από την πατρίδα της Καλλιστούς. Μια διαφορετική εκδοχή προέρχεται από πανάρχαια παράδοση της Νάξου, κατά την οποία οι Άρκτοι ήταν οι Κρητικές τροφοί του βρέφους Δία, που στη συνέχεια υψώθηκαν στους ουρανούς για την αφοσίωσή τους. Μεταγενέστερη μεταλλαγή αντικαθιστά τις τροφούς με τις Νύμφες Ελίκη και Μέλισσα. Τα Έλιξ και Ελίκη απαντούν ως ονόματα για τον ίδιο τον αστερισμό, επειδή «ελίσσεται» γύρω από τον πόλο [Απολλώνιος Ρόδιος]. Το περίεργο είναι ότι και Αμερινδοί αποκαλούσαν την «κατσαρόλα» αρκούδα (Okuari και Paukunawa), παρά το ότι ελάχιστα μοιάζει στο ζώο. Γιατί, όμως, ενώ ο αστερισμός μοιάζει με κατσαρόλα ή κουτάλα ονομάστηκε Άρκτος; Πιθανή ερμηνεία της συσχετίσεως με αρκούδα είναι ότι στα Σανσκριτικά, μητέρα των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, η λέξη Riksha σημαίνει «αρκούδα» και «άστρο». Επίσης, ως ρήμα, σημαίνει «λάμπω». Παρατηρούμε, μάλιστα, ότι σε λαούς που δεν χρησιμοποιούν ινδοευρωπαϊκές γλώσσες υπάρχει απόκλιση, π.χ. στη Συρία η Μεγάλη Άρκτος ήταν Αγριόχοιρος, στους Λάπωνες Sarw [τάρανδος] και στην ίδια χώρα [Φινλανδία] η παράδοση θέλει τους αστέρες των Άρκτων να παριστάνουν όμορφες παρθένες με υψηλή δεξιότητα στο γνέσιμο και στην ύφανση. Το μεγάλο φιννικό έπος Kalewala δίνει μεγάλη σημασία στη Μεγάλη Άρκτο, αποκαλώντας την Otawa. Όσο για την άλλη ονομασία του αστερισμού, Άμαξα, ετυμολογικά εξηγείται από το άμα [= μαζί] και το άξων (γήινος άξονας). Η «άμαξα» επομένως είναι ο αστερισμός του οποίου οι αστέρες περιφέρονται γύρω από έναν άξονα, εκείνον που περνά από τον Βόρειο Ουράνιο Πόλο. Πολύ αργότερα, όταν η άμαξα πήρε την έννοια του κάρρου, ο Ησύχιος δίνει το όνομα Άγαννα, από το «άγειν» αλλά και από το ακκαδικό Aganna [=Κύριος Ουρανών] για τους αστέρες της Άμαξας. Επανερχόμαστε, λοιπόν, με το Charle's Wain [Charle ή Karl ήταν αρχικά ο Θωρ, βασιλιάς των θεών, αντίστοιχος του Δία]. Κάποτε ονομαζόταν έτσι η Άμαξα του Οντίν, πατέρα του Θωρ. Στους νεότερους χρόνους, ο γερμανικός λαός αποκαλεί τη Μεγάλη Άρκτο Himmel Wagen, το άρμα με το οποίο ο Προφήτης ανελήφθη στους ουρανούς. Συχνή αγγλική ονομασία για την Μεγάλη Άρκτο (τμήμα «κατσαρόλας») είναι Αλέτρι (the Plough), που αντικατοπτρίζεται στη νεολληνική λαϊκή ονομασία του αστερισμού: Αλετροπόδι. Το συνηθέστερο λαϊκό όνομα έως σήμερα στις ΗΠΑ είναι Big Dipper (=Μεγάλη Κουτάλα), όμως επιτυχέστερο είναι το παλαιότερο Butcher's Cleaver (Χασάπικος Μπαλτάς). Στη Γαλλία ο λαός την ονομάζει Casserole (=κατσαρόλα). Στην Αίγυπτο ο αστερισμός ονομαζόταν Μηρός του ταύρου ή Κνήμη [επιγραφές στους τάφους των βασιλέων]. Οι αστέρες του ονομάζονταν «μεσχέτ» και αντιπροσώπευαν τον κακό θεό Σηθ ή τον Τυφώνα. Στην ελληνιστική εποχή [θρησκευτικός συγκριτισμός] η δική μας Άμαξα θεωρήθηκε ως η Άμαξα του `Οσιρι. Κατά τις ιουδαιο-χριστιανικές αναπαραστάσεις ουράνιων μορφών (17ος αιώνας) η Μεγάλη Άρκτος προσομοιώθηκε από τον Σίλερ με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, ενώ από τον Καίσιο με μια από τις αρκούδες που έστειλε ο προφ. Ελισαίος να τιμωρήσουν τους διώκτες του ή με το άρμα-δώρο του Φαραώ στον Ιωσήφ. Στη νεότερη ελληνική παράδοση, η Μεγάλη Άρκτος ονομάζεται Αναποδοκάραβο, από την ομοιότητά της με ανάποδο καράβι.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: Ο Άγγλος ποιητής Έντ. Σπένσερ (1552-1599) χαρακτηρίζει τη Μεγάλη Άρκτο ουράνιο ρολόι. Η από τον Όμηρο χρονολογούμενη χρήση της στη ναυτιλία συνεχίσθηκε και στις αραβικές ερήμους «μέσα στις οποίες οι ταξιδιώτες κατευθύνουν από τις `Αρκτους την πορεία τους, όπως γίνεται στη θάλασσα» [Διόδωρος Σικελιώτης]. Ο Σοφοκλής γράφει ότι η Άρκτος κατευθύνει τους ταξιδιώτες γενικά. Οι αστρολόγοι της εποχής του Σαίξπηρ απέδιδαν στον αστερισμό κακές επιδράσεις, και ο Εδμόνδος στο “Βασιλιάς Ληρ” λέει ειρωνικά: «η γέννησή μου συνέβη κάτω από τη Μεγάλη Άρκτο, έτσι έπεται ότι είμαι σκληρός και λάγνος».
Η ΑΡΚΤΙΚΗ: Για τη σημασία της Μεγάλης και της Μικρής Άρκτου, σημειώνουμεί ότι η Αρκτική [γύρω από το Β. Πόλο] ονομάσθηκε έτσι από το γεγονός ότι οι Άρκτοι εκεί φαίνονται όλη την πολική νύκτα να περιφέρονται γύρω από το ζενίθ. Σε αντιδιαστολή, η αντιδιαμετρική περιοχή του Ν. Πόλου ονομάσθηκε Ανταρκτική.
ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: Οι φωτεινότεροι αστέρες στη Μεγάλη Άρκτο, ορατοί με γυμνό μάτι, κυμαίνονται μεταξύ των 140 και των 227. Οι αστέρες α και ε είναι οι φωτεινότεροι αστέρες, δευτέρου μεγέθους. Ο α είναι διπλός αστέρας, γνωστός με το όνομα Dubhe. Ο β είναι γνωστός ως Merak. Οι γ, δ, ε, κατά σειράν ονομάζονται Φέκντα, Μεγκρέζ και Αλιόθ. Ο ζ καταχωρείται ως Mizar, ενώ ο η στην άκρη της ουράς ονομάζεται Αλκάιντ. Ο διπλός αστέρας θ, έχει φαινόμενο μέγεθος 3,17 και κινείται 1 μοίρα ανά έτος περίπου. Οι λ και μ ονομάζονται Βόρειος και Νότιος Tania, αντίστοιχα. Οι ν και ξ είναι οι Alula Borealis και Alula Australis, αντίστοιχα. O ο (όμικρον) ονομάζεται Muscida. Τέλος ο αστέρας 80 Μεγάλης Άρκτου, ως συνοδός του Μιζάρ, είναι γνωστός με το όνομα Alcor.
ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ: Ο αστέρας 47 [φ.μ. 5,10], έχει έναν πλανήτη σε μέση απόσταση από αυτόν 314 εκατομμύρια χιλιόμετρα, περίοδο περιφοράς 1.098 γήινες ημέρες, ενώ το σύστημα απέχει από εμάς 45,93 έτη φωτός και απομακρύνεται με 12,6 χιλιόμετρα/δευτερόλεπτο. Η μάζα του πλανήτη είναι 3 ως 7 φορές μεγαλύτερη από του Δία, ενώ του αστέρα 10% μεγαλύτερη εκείνης του Ήλιου. Είναι από τους πρώτους εξωπλανήτες που ανακαλύφθηκαν [1996]. Το 2002 ανακαλύφθηκε και άλλος εξωηλιακός πλανήτης στη Μεγάλη Άρκτο, γύρω από τον αστέρα HD 89744 [φ.μ. 5,74], σε μέση απόσταση από αυτόν 132 εκατομμύρια χιλιόμετρα, και περίοδο περιφοράς 256 γήινες ημέρες. Το όλο σύστημα απέχει από εμάς 130 έτη φωτός. Στον αστερισμό εντοπίστηκε ακόμη ο μεταβλητός αστέρας W Μεγάλης Άρκτου [φ.μ. περίπου 8, ορατός με κιάλια] που έδωσε το όνομά του σε ολόκληρη την κατηγορία των διπλών συστημάτων σε επαφή, των συστημάτων, δηλαδή, που αποτελούνται από δύο αστέρες που περιφέρονται ταχύτατα γύρω από το κοινό κέντρο μάζας τους και τους συνδέει ένας «λαιμός» της ύλης τους. Εδώ η φυγόκεντρη δύναμη αποτρέπει τη συνένωσή τους. Στη Μεγάλη Άρκτο εντοπίζεται ακόμη το νεφέλωμα NGC 3587, με φ.μ. 9,9, γνωστό στους ερασιτέχνες αστρονόμους ως νεφέλωμα της Κουκουβάγιας, εξαιτίας του σχήματός του. Η απόστασή του από τη Γη υπολογίζεται σε 2.600 έτη φωτός. Οι κυριότεροι γαλαξίες του αστερισμού είναι: Ο σπειροειδής Μ81, από τους φωτεινότερους του ουρανού, με φ.μ. 6,9 και απόσταση από τη Γη 12 εκατομμύρια έτη φωτός, ο ιδιόμορφος Μ82 [φ. μ. 9,3] σε απόσταση από τη Γη 11,5 εκατομμύρια έτη φωτός(!) και ο NGC 5457, γνωστός ως Pinwheel Galaxy, που είναι εντυπωσιακός σπειροειδής [φ.μ. 8,3] σε απόσταση από τη Γη 27 εκατομμύρια έ.φ. Καταλαμβάνει στον ουρανό έκταση σχεδόν 1/5 της τετραγωνικής μοίρας!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ερατοσθένης, Καταστερισμοί ή Αστροθεσίαι: Μεγάλη Άρκτος konstantinosa.oikonomou@gmail.com
1. Το φαινόμενο μέγεθος είναι ο αριθμός που προδιορίζει πόσο λαμπρό φαίνεται ένα ουράνιο σώμα από τη Γη. Όσο πιο λαμπρό φαίνεται τόσο μικρότερη είναι η αριθμητική τιμή μεγέθους.Έτσι ο Ήλιος έχει το μεγαλύτερο φαινόμενο μέγεθος [-26,7] και ακολουθούν η Σελήνη [-12,5] και η Αφροδίτη [-4,4].
2. Στο μεταξύ όμως, χάρη στη μετάπτωση του γήινου άξονα, ο αστερισμός έχει απομακρυνθεί από τον βόρειο ουράνιο πόλο κι έτσι δεν είναι πλέον αειφανής από το μεγαλύτερο μέρος της Μεσογείου, ούτε ως προς το τμήμα της «κατσαρόλας»!
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ:
Η Μεγάλη Τετάρτη [Μ. Τρίτη εσπέρας]15/16/4.25
Γυνή, βαλοῦσα σώματι
Χριστοῦ μύρον,
Την Νικοδήμου προὔλαβε
σμυρναλόην.
Κατά την Μεγάλη Τετάρτη θυμόμαστε το
γεγονός της αλείψεως του Κυρίου με μύρο
από μια πόρνη γυναίκα. Επίσης φέρεται
στη μνήμη μας, η σύγκλιση του Συνεδρίου
των Ιουδαίων, του ανωτάτου δηλαδή
Δικαστηρίου τους, που συνεδρίασε για
πάρει την καταδικαστική απόφαση κατά
του Κυρίου, καθώς και τα σχέδια του Ιούδα
για προδοσία του Διδασκάλου του.
Δύο μέρες πριν το εβραϊκό Πάσχα, καθώς ο Κύριος ανέβαινε προς τα Ιεροσόλυμα, κι ενώ βρισκόταν στο σπίτι στου λεπρού Σίμωνα, τον πλησίασε μια μετανοημένη πόρνη γυναίκα κι άλειψε το κεφάλι Του με πολύτιμο μύρο. Η τιμή του ήταν γύρω στα τριακόσια δηνάρια, πολύτιμο άρωμα και γι' αυτό οι μαθητές την επέκριναν και περισσότερο απ' όλους ο βαστάζων τον γλωσσόκομον, δηλαδή ο ''ταμίας'' Ιούδας. Γνώριζαν οι μαθητές καλά πόσο μεγάλο ζήλο έδειχνε πάντοτε ο Χριστός για την ελεημοσύνη προς τους φτωχούς. Ο Χριστός όμως την υπερασπίσθηκε, για να μην αποτραπεί απ' το καλό της σκοπό. Τους είπε ότι για λίγο ακόμη θα τον έχουν κοντά τους. ''Τους φτωχούς'', είπε, ''θα τους έχετε πάντα''. Ανέφερε μάλιστα και τον ενταφιασμό Του, προσπαθώντας να αποτρέψει τον Ιούδα από τη προδοσία, αλλά μάταια. Τότε απέδωσε στη γυναίκα την μεγάλη τιμή να διακηρύσσεται το ενάρετο έργο της σε ολόκληρο την οικουμένη.
Ο Ιερός Χρυσόστομος μας θυμίζει ότι δύο ήταν οι γυναίκες που άλειψαν με μύρο τον Κύριο. Οι τρεις πρώτοι Ευαγγελιστές αναφέρουν μια και την ίδια γυναίκα, που πήρε την ονομασία πόρνη. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης όμως κάνει λόγο και για άλλη γυναίκα, αξιοθαύμαστη και σεμνή, τη Μαρία την αδελφή της Μάρθας και του Λαζάρου, που άλειψε τα άχραντα πόδια Του σκουπίζοντας τα με τις τρίχες των μαλλιών της [η περικοπή αναγιγνώσκεται στουν ναούς κατά την Κυριακή των Βαϊων].
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος
πλ. Δ'.
Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθής, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς, ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.
Και το Τροπάριο της Κασσιανής:
Δοξαστικό των αποστίχων των Αίνων της Μεγάλης Τετάρτης, μέλος Π. Λαμπαδαρίου. Ήχος πλάγιος Δ'
''Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ ENG. VERSION : Lord, when the woman who had fallen into many sins perceived Your divinity, she assumed the role of a myrrh-bearing woman, and lamenting brought fragrant oils to anoint You before Your burial. "Woe is me," she says. "Night for me is a frenzy without restraint, very dark and moonless, a sinful love-affair. Accept the fountains of my tears, You who draw out from the clouds the water of the sea. Take pity on me, and incline to the sighing of my heart, You who bowed the heavens by Your ineffable self-emptying. I shall cover Your unstained feet with kisses, and wipe them dry again with the locks of my hair; those feet, whose sound at twilight in Paradise echoed in Eve's ears, and she hid in fear. Who can reckon the multitude of my sins, or fathom the depths of Your judgments, O my life-saving Savior? Do not despise me, Your servant, since without measure is Your mercy."
Ο αστερισμός Πυξίς και ο αρχαίος αστερισμός Αργώ + ΒΙΝΤΕΟ
του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου, συγγραφέα
ΑΡΓΩ: Η Αργώ (Argo Navis) ήταν μεγάλος νότιος αστερισμός νοτίως της Ύδρας και του Μονόκερω, μερικώς ορατός από την Ελλάδα, που σημειώθηκε από την αρχαιότητα. Η ονομασία του προήλθε από το μυθικό πλοίο Αργώ. Σήμερα, είναι ο μοναδικός από τους 48 αστερισμούς του Πτολεμαίου που δεν αναγνωρίζεται αυτούσιος από τη σύγχρονη Αστρονομία, καθώς τον 19ο αιώνα ο αστερισμός διαιρέθηκε σε 4 τμήματα, τα οποία είναι οι σημερινοί επίσημα αναγνωριζόμενοι αστερισμοί Πυξίς, Πρύμνα, Τρόπις και Ιστία. Ο αρχαίος αυτός αστερισμός, όπως κινείται από την ανατολή προς τη δύση στον ουρανό, φαίνεται σαν να πλέει ανάποδα, με την υπερυψωμένη πρύμνη να προηγείται. Σύμφωνα με την ελληνική Μυθολογία, όταν το ταξίδι της Αργοναυτικής Εκστρατείας τελείωσε, η θεά Αθηνά τοποθέτησε το πλοίο στα ουράνια, δηλαδή το καταστέρισε. Ο Ερατοσθένης, αντίθετα, πίστευε πως ο αστερισμός απεικόνιζε το πρώτο πλοίο που διέπλευσε τη θάλασσα, αιώνες πριν τον Ιάσονα και μετέφερε τον Δαναό με τις 50 κόρες του από την Αίγυπτο στη Ρόδο και το Άργος. Οι Αιγύπτιοι πίστευαν πως ήταν η κιβωτός που μετέφερε την Ίσιδα και τον Όσιρι κατά τον Κατακλυσμό, ενώ οι Ινδοί το ίδιο για τους Isi και Iswara. Η λέξη Αργώ προέρχεται από τον κατακευαστή ναυπηγό Άργο. Ετυμολογικά "Αργώ" σημαίνει αργυρολαμπής αλλά και ταχεία. Στους Ρωμαίους ήταν πάντα Argo και Navis. Πάντως ο Κικέρων τον αποκαλεί Argolica Navis, ενώ ο Οβίδιος Pagasaea Carina/Puppis, από το θεσσαλικό λιμάνι των Παγασσών, όπου ναυπηγήθηκε η Αργώ. Οι Άραβες αποκαλούσαν την Αργώ Al Safinah (πλοίο) και Markab υποζύγιο), λέξεις που στη νεότερη Ευρώπη μεταγράφηκαν ως Alsephina και Merkeb. Η βιβλική άποψη για τον αστερισμό ήταν βέβαια η Κιβωτός του Νώε (Arca Noachi, ή Archa Noae).
ΟΙ ΦΩΤΕΙΝΟΤΕΡΟΙ ΑΣΤΕΡΕΣ: Ο αστερισμός έχει 41 ορατούς [φ.μ. ≤ 6,5] αστέρες. Μόνο δύο απ' αυτούς είναι φωτεινότεροι του τέταρτου μεγέθους, και κανένας δεν έχει ιδιαίτερο όνομα. Ο α Πυξίδος είναι και ο φωτεινότερος του αστερισμού, με φαινόμενο μέγεθος 3,68. Οι β, γ, δ, ζ, θ, κ και λ Πυξίδος έχουν αντιστοίχως φαινόμενο μέγεθος 3,97, 4,01, 4,89, 4,89, 4,72, 4,58 και 4,69.
ΑΞΙΟΣΗΜΕΙΩΤΑ ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ: Ο αστέρας Τ Πυξίδος είναι ένας κατακλυσμικός μεταβλητός, που επανειλημμένα έχει εκραγεί ως [επαναληπτικός] καινοφανής. Στην Πυξίδα είναι ορατά ακόμη τα ανοικτά σμήνη NGC 2627 και NGC 2658, που έχουν αντιστοίχως φ.μ. 8,4 και 9,2., το πλανητικό νεφέλωμα NGC 2818A (φ.μ. 11,9) και το ανοικτό σμήνος NGC 2818. τέλος στην Πυξίδα περιλαμβάνεται και ο γαλαξίας NGC 2613, στο βορειοδυτικό τμήμα του αστερισμού, [φ.μ. 10,3], που μας δείχνει την πλάγια όψη του.
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ:
Απορπισμένη* του Γρηγόριου Ξενόπουλου +ΒΙΝΤΕΟ Κείμενο, ΑUDIOBOOK-ΗΧΟΒΙΒΛΙΟ Διαβάζει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου Το διήγημα στη συλλογή ΝΕ...