“τί
ποιήσας ζωὴν αιώνιον κληρονομήσω;”
Λουκ.
ιη΄ 18-27
από
τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ
ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ: Ο πλούσιος νέος της
σημερινής ευαγγελικής περικοπής είχε
μεγάλα πνευματικά ενδιαφέροντα και
μεταφυσικές αναζητήσεις. Εμφανίζεται
ως νοσταλγός της χαράς του παραδείσου.
Παρ΄ότι νέος και πλούσιος, με σπουδαία,
προφανώς, κοινωνικὴ θέση, επιθυμούσε
πολὺ, συναντώντας τον Κύριο, να Τον
ρωτήσει για την αιώνια ζωή. Έτσι, με
ειλικρινὲς ενδιαφέρον Τον ρώτησε:
“Διδάσκαλε αγαθέ, τι ποιήσας ζωὴν
αιώνιον κληρονομήσω;”· τι να κάνω
γιὰ νὰ κληρονομήσω την αιώνια ζωή; Το
ερώτημα αυτό είναι το πλέον κρίσιμο
ερώτημα. Όλο τον κόσμο κι αν κατακτήσουμε,
αν χάσουμε τὴν ψυχή μας, τότε χάσαμε τα
πάντα! Διότι τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο
“εὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ολον, καὶ
ζημιωθη την ψυχὴν αυτού;” (Μάρκ. η΄
36). Τίποτε δεν είναι τόσο σημαντικὸ στη
ζωή όσο το να ακολουθήσουμε το δρόμο
του ουρανού και της σωτηρίας. Γι’ αυτὸ
συχνὰ διαβάζουμε για πιστοὺς με δίψα
πνευματικὴ να επισκέπτονται φωτισμένους
διακριτικοὺς Γέροντες και να παρακαλούν:
“Αββά, ειπέ μοι λόγον ίνα σωθῶ”!
Κι εμείς, ακόμη κι αν κοινωνικὲς ή
επαγγελματικές υποχρεώσεις ή το κυνήγι
του εισοδήματος, έρχονται να στραγγαλίσουν
αφανίζοντας την ελευθερία της καρδιάς,
ας εκζητούμε το θέλημα του Θεού στη ζωή
μας κι ας αγωνιζόμαστε να το εφαρμόζουμε.
Επιπλέον, ας μελετούμε την Αγία Γραφὴ
κι ας αναζητούμε ευκαιρίες συναναστροφής
με πνευματικοὺς ανθρώπους οι οποίοι
θα μας δείχνουν την οδὸ της σωτηρίας,
που οδηγεί στην αιώνια χαρὰ και ευτυχία.
ΣΤΗΝ
ΠΡΑΞΗ: Δεν αρκεί όμως μόνο το να έχουμε
πνευματικὲς αναζητήσεις καὶ ευγενείς
πόθους για να επιτύχουμε τη σωτηρία
μας. Χρειάζεται αγώνας και γενναία
απόφαση να προχωρήσουμε θυσιάζοντας
ό,τι μας εμποδίζει στὸ δρόμο μας. Άλλωστε
«στενὴ η πύλη και τεθλιμμένη η οδὸς η
απάγουσα εἰς τὴν ζωήν» (Ματθ. ζ΄ 14),
οπότε δεν “χωράει” πολλές γήινες
εξαρτήσεις και εμπαθή προσκόμματα! Ο
δρόμος προς την αιώνια ζωὴ είναι γεμάτος
δυσκολίες και κινδύνους, οπότε απαιτεί
θυσίες. Δυστυχώς ο πλούσιος του Ευαγγελίου,
ενώ αναζητούσε την αιώνια ζωή, δεν ήταν
διατεθειμένος να θυσιάσει ότι τον
κρατούσε “εν πέδαις” αιχμάλωτο στην
παρούσα ζωή: τὰ χρήματά του. Έτσι, όταν
ο Κύριος με αγάπη τού υπέδειξε τον τρόπο
να ελευθερωθεί απὸ τὴν προσκόλληση
που είχε στα πλούτη του, εκείνος έφυγε
λυπημένος. Όμως κι εμάς συχνὰ μας αρέσει
να επισκεπτόμαστε προσκυνήματα και
μοναστήρια, να πάμε τακτικά και στο Άγιο
Όρος, ακόμη να γνωρίζουμε γέροντες και
να συζητάμε μαζί τους, αλλὰ να μην
προχωρούμε σε βαθύτερη αυτοκριτικὴ
και μετάνοια. Κι έτσι αποδεικνύεται
μάταιη η ενασχόλησή μας με τα πνευματικὰ,
αφού σε τελική ανάλυση οι ίδιοι δεν
αγωνιζόμαστε να εφαρμόσουμε το θέλημα
του Θεού και μένουμε στην επιφάνεια,
χωρίς να προχωρούμε στο βάθος τῆς
πνευματικῆς ζωῆς.
ΠΕΡΙΣΠΑΣΜΟΙ:
Έπειτα ο Κύριος διεκήρυξε ότι είναι
αδύνατον να κατορθωθεί το επιζητούμενο,
όταν ο νους διασκορπίζεται σε διάφορες
φροντίδες: “Ουδείς δύναται”,
είπε “δυσί κυρίοις δουλεύειν”.
Έναν θησαυρό λοιπόν πρέπει να εκλέξουμε,
τον επουράνιο, ώστε σ’ αυτόν να έχουμε
την καρδία μας. “Όπου γαρ εστίν ο
θησαυρός σου, εκεί και η καρδία σου
έσται”, λέγει ο Κύριος.
ΠΟΙΟΣ
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΩΘΕΙ ΤΕΛΙΚΑ;:
Μὲ βαριὰ καρδιὰ είδαν οι μαθητὲς το
νέο νὰ φεύγει θλιμμένος αναλογιζόμενος
τη δυσκολία της σωτηρίας, καθὼς ο
Θεάνθρωπος τη στήριξε πάνω στὴ θυσία!
Θα έλεγε κανεὶς πως κι οι μαθητὲς που
ζούσαν κοντά στον Ιησού είχαν απελπιστεί.
Αυτό φαίνεται και από το ερώτημά τους
προς τον Δάσκαλο: “τὶς
δύναται σωθήναι;”.
Όμως, η απάντηση του Κυρίου που είναι
και διαβεβαίωση, αίρει τα νέφη από την
ψυχή τους: “τα
αδύνατα παῤ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ
τω Θεώ εστιν”.
Η απάντηση αυτή αναπτερώνει τον άνθρωπο,
τὸν παροτρύνει να εξασφαλίσει ένα
πολύτιμο πνευματικὸ κεφάλαιο, τού
προσφέρει τη βεβαιότητα γιὰ νίκη και
σωτηρία. Ό,τι για τον άνθρωπο φαντάζει
“βουνό”, για τον Κύριο είναι μηδαμινό,
γιατί Εκείνος θέλει τη σωτηρία μας
περισσότερο ακόμη απὸ ό,τι εμείς. Όμως,
αφού “η
βασιλεία των ουρανών βιάζεται και
βιασταὶ αρπάζουσιν αυτήν”
(Ματθ. ια΄12), μένει σε μας να ασκήσουμε
βία στον εαυτό μας για το σκοπὸ αυτό.
Αναγνωρίζοντας ελλείψεις και αστοχίες
μας, ξεκινάμε. Αν πιστεύουμε ότι υστερούμε
έναντι του Θεού, τότε η αγιότητα δεν
είναι μακριά. Όταν θέλουμε, μπορούμε να
γίνουμε “τέλειοι
καὶ ολόκληροι εν μηδενὶ λειπόμενοι”
(Ιακ. α΄4), γι' αυτὸ γνωρίζοντας ότι “πάντα
δυνατά τω πιστεύοντι”,
ας ακούσουμε την κλήση του Κυρίου: “δεύρο
ακολούθει μοι”.
Καὶ όταν κανεὶς ακολουθεί Εκείνον,
εγκαταλείπει τον εαυτό του σὲ Εκείνον,
δὲν ρωτάει πλέον πώς θα κερδίσει την
αιώνια ζωή, γιατί ο Χριστὸς είναι παρὼν
και ευλογεί. Ο πλούσιος νέος τῆς παραβολής
ήταν απαλλαγμένος απὸ μεγάλες αμαρτίες.
Όμως, εμπόδιζαν την πνευματική του άνοδο
καὶ τελειότητα τὰ πλούτη του και η
προσκόλλησή του σὲ αυτά. Έδινε μεγαλύτερη
αξία στὰ πρόσκαιρα υλικὰ αγαθά, παρὰ
στον αιώνιο Θεό. Η υπέρμετρη αγάπη του
προς την ύλη, τού στέρησε την ηθικὴ
τελειότητα απομακρύνοντάς τον απὸ το
Θεό. Ο
Θεὸς είναι παντοδύναμος και μπορεί να
λύσει τα δεσμὰ της καρδιάς κάθε
καλοπροαίρετου ανθρώπου, που θέλει να
απαλλαγεί απὸ οποιοδήποτε πάθος τον
τυραννά, είτε είναι αυτὸ θυμός, είτε
ζήλεια, είτε σαρκικὴ επιθυμία, είτε
μνησικακία, είτε αδικία, είτε φιλαργυρία
και απληστία ή οτιδήποτε άλλο. Κάθε
πάθος μπορούμε να το νικήσουμε, αρκεί
να αγωνιστούμε με υπομονή, με προσευχή,
με την καθοδήγηση του Πνευματικού μας
και τη χάρη των ζωοποιών Μυστηρίων.
Διότι “τὰ
αδύνατα παρὰ ανθρώποις δυνατὰ παρὰ
τω Θεώ εστιν”.
Ο
ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ:
Η ανησυχία, η ασίγαστη της ψυχής επιθυμία,
θέλει να βάλει τον άνθρωπο στο δρόμο
της αιωνιότητος. Γιατί αυτὴ ξέρει πως
όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες δεν
έχουν καμία αξία, αν δεν έχουν οδηγό και
σκοπό την αιωνιότητα. Γιατί μόνον αυτὴ
αξιοποιεί τον άνθρωπο και τα επιτεύγματά
του. Θα άντεχε άραγε ο άνθρωπος τη ζωὴ
στη γη χωρὶς να τη νοηματίζει με την
αιωνιότητα που τού προφέρει ο κόσμος
της ψυχής του; Τούτο το ερώτημα πρέπει
συχνὰ να το θέτει ο άνθρωπος σταν εαυτό
του: “τι έκανα, για να κερδίσω την
αθανασία;”. Θα μετρήσει τις σκέψεις
του, θα ζυγίσει τα έργα του στη ζυγαριὰ
των αιωνίων αξιών και θὰ βάλει μέσα του
την αγωνία για την κατάκτηση της βασιλείας
του Θεού. Έτσι θα επανορθώσει τα λάθη
της ζωής του σβήνοντάς τα με το μυστήριο
της μετάνοιας καὶ εξομολόγησης. Άλλωστε
“Πάντες γὰρ
ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του
Θεού” (Ρωμ.
γ΄23).
ΑΠΟΤΑΓΗ
ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ: Η
αποταγή του πλούτου είναι η λύση των
δεσμών της υλικής και προσκαίρου ζωής,
και το κλειδί των χειροπέδων που μας
ελευθερώνει από τις ανθρώπινες υποχρεώσεις
και που μας καθιστά ικαν'οτερους να
πάρουμε τον δρόμο που οδηγεί στον Θεό.
Ο Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι η αποταγή
αυτή: “Είναι
αφετηρία μιας οδού άνευ εμποδίων προς
απόκτηση και χρήση πραγμάτων πολυτίμων
υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν και
μετάθεσις της ανθρωπίνης καρδίας προς
την ουράνιον πολιτείαν, ώστε να ημπορούμε
να λέγωμεν ότι το πολίτευμα ημών εν
ουρανοίς υπάρχει. Και το ακόμη μεγαλύτερον,
είναι αρχή της ομοιώσεώς μας προς τον
Χριστόν, ο οποίος δι’ ημάς επτώχευσεν,
πλούσιος ων”.
Αν δεν κατορθώσουμε αυτή την ομοίωση,
είναι αδύνατον να φθάσωμε στον κατά το
Ευαγγέλιον του Χριστού τρόπο ζωής.
Γι΄αυτό χρειάζεται η κένωση, το άδειασμα
του πλούτου και της λατρείας της ύλης
και η συμπλήρωση του κενού που θα προκύψει
με την Αγάπη! Άλλωστε, πώς θα κατορθωθεί
η συντριβή, η ταπείνωση του φρονήματος,
ή η απαλλαγή από το θυμό, την λύπη, τις
φροντίδες, και γενικά από τα πάθη της
ψυχής, μέσα στον πλούτο, στις βιοτικές
μέριμνες; Πράγματι, όταν ένας άνθρωπος
δεν επιτρέπεται να μεριμνά ούτε γι’
αυτά τα αναγκαία, όπως για την τροφή και
το ένδυμα, ποια λογική του επιτρέπει να
συμπνίγεται από τα αγκάθια των μεριμνών
του πλούτου, που εμποδίζουν την καρποφορία
του σπόρου που σπείρει ο γεωργός των
ψυχών μας; Ο πλούτος άλλωστε κατά τον
Κύριο σχετίζεται και τροφοδοτεί τις
ηδονές. Ακόμη και ο διάβολος,
από τους ακτήμονες υφίσταται μεγαλύτερη
ήττα, διότι δεν έχει σε τι να τους βλάψει!
Τι έχει να κάνει στους πενομένους;
Τίποτε. Να κάψει χωράφια; Δεν έχουν. Να
αφανίσει τα ζώα τους; Ούτε από αυτά
διαθέτουν. Να ζημιωθεί από χρηματικές
καταθέσεις, χρηματιστήρια και τα λοιπά;
Μα δεν έχει δεκάρα τσακιστή να “επενδύσει”.
Να κάνει κακό στα οικεία τους πρόσωπα;
Αλλά και αυτά τα αποχαιρέτησαν προ
πολλού ή εκείνα, λόγω της πενίας τους,
τούς έχουν εγκαταλείψει. Συνεπώς μάστιγα
κατά του εχθρού, και πολύτιμος θησαυρός
για την ψυχή είναι η ακτημοσύνη ή η
ολιγάρκεια.
ΕΠΙΜΥΘΙΟ:
Η Εκκλησία δε δικαιώνει γενικά ούτε τον
πλούτο ούτε τη φτώχεια, δηλαδή ο φτωχὸς
δεν θα κληρονομήσει τη βασιλεία του
Θεού, γιατί είναι μόνο φτωχός, ούτε θα
τη χάσει ο πλούσιος μόνο και μόνο, γιατί
είναι πλούσιος. Με τη χάρη του Αγίου
Πνεύματος, και με τη δικιά μας καταφυγή
στο έλεος Εκείνου, μπορεί να απαλλαγεί
ο πρώτος απὸ την απόγνωση και ο δεύτερος
απὸ τη φιλαργυρία και συνεπώς, και οι
δύο να “βγουν” από τον παλαιό τους
εαυτό και να ανοιχτούν ολοκληρωτικὰ
στο Θεὸ και τον αδελφὸ, οπότε θα
απολαμβάνουν τα πάντα και πλούσιοι και
φτωχοί.
ΠΑΡΑΘΕΜΑ.
Ο Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΤΗΜΟΣΥΝΗ:
“Ο πόθος της
ολοκληρωτικής αυτοπροσφοράς στον Θεόν
των όλων, είναι που παρακινεί όσους
θέλουν να ανέλθουν υψηλά στην επιλογήν
του ελαφρού φορτίου της ακτημοσύνης.
Απαρνούνται τις κοσμικές φροντίδες
και, ακολουθώντας το πατερικόν απόφθεγμα:
«ακτήμων μοναχός, αετός υψιπέτης»,
καταλαμβάνουν τις ερήμους και επιδίδονται
αποκλειστικώς στον μεγαλειώδη αγώνα
της ενώσεως με τον Θεόν. Αυτήν την οδόν
ηκολούθησαν όλοι οι πατέρες του
μοναχισμού, ως αντιπρόσωπο των οποίων
ας αναφέρωμε τον ηγέτην και καθηγητήν
της ερήμου Αντώνιον τον Μέγαν, ο οποίος
από την πολύ νεαρά του ηλικία είχε αυτόν
τον προβληματισμό. Δεν ήταν ακόμη είκοσι
ετών όταν, καθώς επήγαινε μίαν ημέρα
προς τον ναό, συγκέντρωσε τον νου του
και περιπατώντας εσυλλογίζετο πώς οι
μεν Απόστολοι εγκατέλειψαν τα πάντα
και ηκολούθησαν τον Σωτήρα, οι δε
χριστιανοί των Πράξεων επωλούσαν τα
υπάρχοντά των και τα έφερναν και τα
άφηναν εμπρός στα πόδια των Αποστόλων
για να τα μοιράσουν εκείνοι σε όποιους
έχουν ανάγκη, ποία δε και πόση αμοιβή
τους αναμένει στους ουρανούς. Ενώ λοιπόν
εσκέπτετο αυτά, εισήλθε στην Εκκλησία,
και συνέβη να αναγινώσκεται την στιγμήν
εκείνη το Ευαγγέλιον. Ήκουσε τότε τον
Κύριο να λέγη προς τον πλούσιον: «Ει
θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε, πώλησόν
σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και
δεύρο ακολούθει μοι, και έξεις θησαυρόν
εν ουρανώ». Και ο Αντώνιος, επειδή είχε,
ως από θείον χάρισμα, ζωντανήν μέσα του
την μνήμην των αγίων, σαν να έγινε μόνο
γι’ αυτόν το ανάγνωσμα, εξήλθεν αμέσως
από την Εκκλησία, και τα μεν κτήματα που
είχεν από τους προγόνους του (ήσαν
περίπου τριακόσια εύφορα και πολύ καλά
χωράφια) τα εχάρισε στους συγχωριανούς
του, για να μην ενοχλήσουν σε τίποτε
αυτόν και την μικρή του αδελφή με την
οποίαν έμεινε μετά τον πρόσφατο θάνατο
των γονέων του. Όσα δε άλλα είχαν κινητά
τα επώλησεν όλα, και, αφού συγκέντρωσε
αρκετά χρήματα, τα έδωσε στους πτωχούς,
κρατώντας μόνον ολίγα για την αδελφή
του. Όταν όμως εισήλθε πάλι στην Εκκλησίαν
ήκουσε να λέγη ο Κύριος στο Ευαγγέλιον:
«Μη μεριμνήσητε περί της αύριον». Δεν
άντεξε τότε να περιμένη άλλο, και αφού
εξήλθεν εμοίρασε και εκείνα στους
πτωχούς. Ενεπιστεύθη την αδελφή του σε
γνωστές και εμπείρους παρθένους, και
αφού την παρέδωσε σε παρθενώνα για να
ανατρέφεται, ήρχισεν ο ίδιος την ζωήν
της ασκήσεως πλησίον της οικίας του,
προσέχοντας στον εαυτόν του και ζώντας
με καρτερίαν και υπομονήν. Αργότερα, ο
πόθος που είχε προς τον Θεόν, τον οδήγησε
στην βαθυτέραν έρημον, όπου κατέστη
φωστήρ της οικουμένης… Αλλά και το ότι
η φήμη του είχε επεκταθή παντού και
εθαυμάζετο μεν από όλους, τον αγαπούσαν
δε ακόμη και αυτοί που δεν τον είχαν
ιδεί, είναι γνώρισμα της αρετής του και
της θεοφιλούς ψυχής του. Διότι ο Αντώνιος,
καθώς και οι άλλοι υψιπέτες αετοί της
ερήμου, δεν έγινε γνωστός από συγγράμματα
ούτε από την ανθρωπίνην σοφίαν ούτε από
κάποια τέχνην, αλλά μόνον από την
θεοσέβειάν του. Και κανείς δεν ημπορεί
να αρνηθή ότι αυτό ήταν δώρο του Θεού.”
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αγίου
Βασιλείου, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας
του Μεγάλου, ΕΠΕ,
τόμ. 8, σελ. 94, 232, τόμ. 2, σελ. 66. Αγίου
Αθανασίου Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας
του Μεγάλου, ΕΠΕ,
τόμ. 11, σελ. 278 (Βίος της Οσίας Συγκλητικής)
σελ. 18 & 166 (Βίος του Μεγ. Αντωνίου).
"Πατερικόν
Κυριακοδρόμιον", σελίς 421 και εξής.
Επιμέλεια Δημήτρης Δημουλάς.
Konstantinosa.oikonomou@gmail.com